Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Εσείς πως θα περάσετε το Πάσχα;

$
0
0



  • Βρισκόμαστε στο 1939 και οι ρεπόρτερ της εφημερίδας «Χρόνος» βγήκαν στους δρόμους και κατέγραψαν τα πάντα…

    «Είνε βέβαιον ότι από τάξεως εις τάξιν αλλάζει και ο τρόπος του πανηγυρισμού της μεγάλης αυτής χριστιανικής εορτής και του συγχρόνου … σκοτώματος δύο κατά σειράν αν μη τριών ημερών αργίας. Η ερώτησις λοιπόν έγινε προς εξακρίβωσιν ακριβώς αυτής της διαφοράς των αντιλήψεων περί εορτασμού…

    Το Πάσχα του Υπουργού.

    Αρχίζομεν λοιπόν από τον Υπουργόν κ. Κ. Κοτζιάν.

    -Το Πάσχα του Υπουργού; Μας λέγει. Περίφημον, διότι παρέχει την ευκαιρίαν ολίγης αναπαύσεως, εκτός αν ανακαλύψουν το καταφύγιόν μου οι καλοί φίλοι, οπότε … αντίο ανάπαυσις. Εννοείται χρειάζονται και οι φίλοι διότι οι μεγάλες χριστιανικές εορτές δεν ημπορούν να εννοηθούν χωρίς καλή συντροφιά.

    Το Πάσχα του Δημάρχου.

    -Το Πάσχα του Δημάρχου, μας λέγει ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Αμβρ. Πλυτάς εξαρτάται από τον … Δήμαρχον. Εγώ επί παραδείγματι φεύγω αύριον (το Σάββατον) για ψάρεμα. Δεν ηξεύρω αν όλοι οι συνάδελφοι μου κάνουν το ίδιο διότι δεν έτυχε να τους συναντήσω εις το ανοικτόν πέλαγος. Εν πάση περιπτώσει όλοι οι Δήμαρχοι συναντώμεθα εις ένα μόνον πέλαγος μόλις πλησιάσει το Πάσχα: Το πέλαγος των απαραιτήτων εις τας περιπτώσεις αυτάς βοηθημάτων το οποίον κατά κανόνα είνε τρικυμιώδες.

    Το Πάσχα του βιομηχάνου.

    Απλούστερον, αλλά με περισσότερον… περιεχόμενον το Πάσχα του βιομηχάνου κατά τον κ. Γρηγόριον Σουλτανίδην ιδιοκτήτην της επί της οδού Ανδρούτσου 152 σιδηροβιομηχανίας. Δεν αφίσταται καθόλου των ωραίων θρησκευτικών και οικογενειακών παραδόσεων:

    -Με όσην συγκίνησιν ζώμεν τας αγίας ημέρας των παθών, με ίσην ανυπομονησίαν περιμένομεν το Πάσχα την κατ’ εξοχήν χριστιανικήν εορτήν. Η μαγειρίτσα, οι λαμπάδες, τα κόκκινα αυγά, το σουβλιστό αρνί θα δημιουργήσουν στο σπίτι μου όπως και σε κάθε ελληνικό σπίτι, μια ατμόσφαιρα χαράς η οποία θα είνε για μένα ένα ψυχικό ξεκούρασμα από τις συνεχείς φροντίδες των εργασιών. Μια μικρή εκδρομούλα την Δευτέραν θα συμπληρώση το πρόγραμμα της κάπως παρατεταμένης πασχαλινής αναπαύσεως. Εν ολίγοις τις ημέρες αυτές του Πάσχα θα φάμε, θα πιούμε και θα ξεκουραστούμε!

    Το Πάσχα του εμπόρου.

    -Βάλσαμο για την ψυχήν και για το σώμα είνε αι ημέραι του Πασχαλινού εορτασμού, μας λέγει ο εκ των ιδιοκτητών του επί της οδού Αιόλου γνωστού εμπορικού οίκου δερματίνων ειδών κ. Διον. Σβολόπουλος. Αι φροντίδες παραμερίζονται προ του μεγαλείου των θρησκευτικών αυτών ημερών, ενώ εκ παραλλήλου η τριήμερος περίπου αργία είνε μια μοναδική ευκαιρία ψυχαγωγίας και αναπαύσεως. Ένα πασχαλινό τραπέζι μετά την Ανάστασι αξίζει ύστερα από την υπερκόπωσιν των ημερών αυτών και την σχετικήν νηστεία της Σαρακοστής. Εάν προσθέσετε τώρα κι΄ένα ταξιδάκι μέχρι Τριπόλεως έχετε περίπου μιάν εικόνα της Λαμπρής μας.

    Το Πάσχα του υπαλλήλου.

    Το Πάσχα του ιδιωτικού υπαλλήλου ημπορεί κάλλιστα να ονομασθή ως Πάσχα των … «συνδυασμών». Η περιωρισμένη οικονομική ευχέρεια και οι πολλές αξιώσεις του υπαλλήλου τον αναγκάζουν να δημιουργήση –περισσότερον από κάθε άλλον χριστιανόν- ένα σωρό συνδυασμούς οι οποίοι του εξασφαλίζουν συνήθως μια καλή Πασχαλία εντός των ορίων πάντοτε της αντοχής του βαλαντίου του.

    Ο κ. Σωφρόνιος Σωφρόνης, υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρίας ημπορεί να χαρακτηρισθή ως αριστοτέχνης εις το ζήτημα αυτό. Ιδού άλλως τε το εορταστικόν πρόγραμμά του:

    -Τα αυγά τα εξοικονόμησα από τις κότες μου κατά το διάστημα της σαρακοστής. Το Πασχαλινό αρνάκι το επρομηθεύθηκα από την πατρίδα μου εις εξαιρετικήν τιμήν. Ο σύγγαμβρός μου με τον οποίον θα γιορτάσουμε μαζί θα βάλη το κοκορέτσι, το κρασί και τα τσουρέκια. Ελπίζω να περάσουμε στο σπίτι μας καλά τις άγιες αυτές ημέρες. Όλα λίγο ως πολύ έχουν εξοικονομηθή.

    Ο μόνος που είνε ανοικονόμητος είνε ο γυιός μου –πενταετής την ηλικίαν- ο οποίος καίτοι ανεκαινίσθη από κεφαλής μέχρις ονύχων είνε ανεξάντλητος εις αξιώσεις…

    Το Πάσχα του μαγείρου.

    Ο κ. Θεοδ. Καρπούζης ομιλεί εκ μέρους των επαγγελματιών μαγείρων. Τον βρίσκουμε εις το «Πικαντίλλυ» όπου είνε αρχιτεχνίτης.

    -Εν πρώτοις θα ετοιμάσω την μαγειρίτσα.

    -Σπουδαία υπόθεσις μάστρο-Θόδωρε.

    -… Δηλαδή την μαγειρίτσα που θα φαν΄οι άλλοι.

    -!!

    -‘Επειτα έχουμε τον οβελία. Δέκα αρνιά θα ψήσω!
    -Θαύμα, μάστρο-Θόδωρε..

    -… Δηλαδή τα αρνιά που θα φαν΄οι άλλοι.

    -!!

    -Έχουμε και λέμε έπειτα τα τσουρέκια, τα γλυκά και τα ρέστα του τραπεζιού…

    -Που θα φαν΄οι άλλοι, μάστρο-Θόδωρε.

    -Ακριβώς.

    Αποτολμώμεν πλέον μίαν εσχάτην ερώτησιν:

    -Μα καλά, εσύ δεν θα φας Μάστρο-Θόδωρε;

    Και ο μάστρο-Θόδωρος αποκαλύπτει το μυστικό Πασχαλινό παράπονο των μαγείρων:

    -Αδύνατον! Μαγειρεύουμε τόσα πράγματα το Πάσχα και χορταίνουμε τόσο με τη … μυρωδιά και το θέαμα ώστε προτιμάμε για δικό μας φαϊ μια καλή χορτόσουπα!!

    Το Πάσχα του εργάτου.

    Ο κ. Γεώργιος –ή μάλλον Γιώργος- Δημουλάς, εργάτης εφαρμοστής στο μηχανουργείον του κ. Χρηστίδου είνε αποκαλυπτικώτερος όλων.

    -Λοιπόν μάστρο Γιώργη; Πως θα περάσης το Πάσχα;

    -Εγώ; Όπως όλος ο κόσμος! Πρωτ΄απ΄όλα θα φορέσω τα καινούργια μου ρούχα.

    -Έπειτα;

    -Έ, έπειτα δεν καταλαβαίνεις; Η μαγειρίτσα τα μεσάνυχτα! Ύπνος έπειτα ως αργά το πρωϊ, έπειτα η τσάρκα στη γειτονιά και …

    -Και τέλος το μεσημέρι οβελίας ή το ψητό.

    -Καλέ που είσαι ακόμη! Έχουμε καιρό ως το μεσημέρι. Πρώτα τα μεζεδάκια…

    -Στην ταβερνούλα της γειτονιάς μαστρο-Γιώργη;

    -Φυσικά. Εκεί πρώτα κοκορετσάκι, εκατοσταράκια κι΄έπειτα τα άλλα τα μεζεδάκια όχι πια στην ταβερνούλα αλλά πάντως στη γειτονιά.

    -Δεν καταλαβαίνω!

    -Δεν άκουσες να λένε το «φάτε μάτια ψάρια;…». Το λοιπόν πριν από το μεσημεριάτικο οβελία μερικά «μπαρμπούνια» της γειτονιάς μου έστω και τρωγόμενα με τα μάτια είνε ό, τι χρειάζεται για να ανοίξη η όρεξι!

    Αυτό λοιπόν είνε το Πάσχα των εργαζομένων. Και αντί επιλόγου, ιδού και το Πάσχα του … τεμπέλη.

    Θέλετε τ΄όνομά του; Ειν΄ένα όνομα που έρχεται σε πλήρη αντίθεσι με τα χαρακτηριστικά του: Προκόπης! Στο σπίτι του του τώχουν τροποποιήσει ελαφρώς και τον φωνάζουν: Ο «Προκομένος».

    Επίθετο δεν έχει. Ή μάλλον δεν το είπε σε κανέναν ποτέ. Πιθανόν κι΄αυτό από τεμπελιά. Βαρυέται να το πρφέρη. Θα είνε ίσως και μακρύ γιατί οσάκις άνοιξε το στόμα του γι΄αυτή τη δουλειά τώκλεισε στη μέση από το χασμουρητό.

    Πού κάθεται; Όπου βρεθή. Αλλά όταν καθίση μια, ύστερα δεν εννοεί να σηκωθή! Του κοστίζει τρομερά κάθε μετακίνησις.

    Αλλά τώρα φαίνεται ότι το αποφάσισε. Το συλλογιέται ότι θα δουλέψη και … κουράζεται! Γιατί το Πάσχα του ο τεμπέλης θα το περάση… δουλεύοντας!

    Αυτό είνε το περίεργο. Όλο το χρόνο κάθεται. Και την ημέρα της πιο μεγάληε γιορτής που όλος ο κόσμος θα βάλη τα καλά του και θα αναπαυθή, ο Προκόπης τότε θα κάμη ένα μεροκάματο. Τι να κάμη ένας τεμπέλης άλλως τε τη Λαμπρή; Που να περάση την ώρα του; Οι ταβέρνες, τα καφενεία κλειστά. Οι δρόμοι έρημοι. Οι βιτρίνες σβηστές. Θα δουλέψη λοιπόν από … τεμπελιά. Αν δεν το πιστεύετε ακούστε τον ίδιον:

    -Την Κυριακή Προκόπη θα κάνουμε μια όμορφη εκδρομή. Έρχεσαι;

    -Δεν μπορώ. Έχω δουλειά!

    -Και τι δουλειά μπορείς να κάμης τέτοια χρονιάρα μέρα;

    -Ο γείτονας μου ο πλούσιος θέλει να ψήση τ΄αρνί. Και με κάλεσε να του το ψήσω εγώ!

    -Και ξέρεις;

    -Η φωτιά θάνε αναμμένη. Το κοκορέτσι έτοιμο από τον χασάπη. Εγώ θα γυρίζω τη σούβλα! Θα δοκιμάζω κάθε τόσο αν ψήθηκε καλά. Έχει και μια ρετσίνα πρώτης τάξεως.

    -Γεια σου Προκόπη και καλή Λαμπρή.

    Ο τεμπέλης θα γιορτάση το Πάσχα δίπλα στη φωτιά… με τον ιδρώτα του προσώπου του!».

Τα αδέσποτα στην παλιά Αθήνα

$
0
0

Τα αδέσποτα στην παλιά Αθήνα


Το 1896, παραμονή των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων που έγιναν στην Αθήνα, οι εφημερίδες είχαν ξεσαλώσει εναντίον του δημάρχου και των κρατικών αρχών, διότι δεν αντιμετώπιζαν το μέγα πρόβλημα των αδέσποτων σκυλιών. Το πρόβλημα ήταν προφανώς μεγάλο. Ιδιοκτήτες σκύλων αμολούσαν τα ζώα τους στους δρόμους, τα σκυλιά πολλαπλασιάζονταν, με αποτέλεσμα κοπάδια πεινασμένων αδέσποτων να περιφέρονται όχι μόνο στις συνοικίες, αλλά και στο κέντρο της μικρής τότε πρωτεύουσας.
Τα ζώα αυτά συμπλήρωναν μια -ούτως ή άλλως- άθλια εικόνα της Αθήνας. Δεν υπήρχε αποχετευτικό σύστημα, οι νοικοκυρές πετούσαν τα νερά και το περιεχόμενο των δοχείων νυκτός στους χωματόδρομους κάτω απ’ τα παράθυρα τους, ενώ η υπηρεσία αποκομιδής σκουπιδιών ήταν υποτυπώδης. Το πρόβλημα των αδέσποτων ήταν ίδιο με σήμερα, αλλά η αντιμετώπιση του ήταν εντελώς διαφορετική. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε φιλοζωία ή οικολογική ευαισθησία τότε δεν υπήρχε, ενώ οι φιλοζωικές οργανώσεις (που ήδη υπήρχαν στη δυτική Ευρώπη) κατέφθασαν στη χώρα πολύ αργότερα. Υπήρχε ένας μόνο κοινά αποδεκτός τρόπος απ’ τις αρχές και την κοινωνία, για την αντιμετώπιση του προβλήματος των αδέσποτων. Η φόλα.
Οι εφημερίδες μάλιστα πίεζαν αφόρητα τις αρχές να ξεκινήσουν πρόγραμμα εξόντωσης των σκυλιών και ασκούσαν δριμύτατη κριτική διότι οι αρμόδιοι ολιγωρούσαν. Για τα αδέσποτα σκυλιά εκείνη την εποχή δεν ήταν υπεύθυνος ο δήμος, αλλά η αστυνομική διεύθυνση πρωτευούσης. Το υπουργείο ενέκρινε πίστωση για την αγορά στρυχνίνης και τα αστυνομικά τμήματα έφτιαχναν τις φόλες, με κομμάτια κρέας που δηλητηρίαζαν και πετούσαν στους δρόμους. Την προηγούμενη μέρα μάλιστα δημοσίευαν στις εφημερίδες και γραπτή ανακοίνωση, ώστε όσοι είχαν οικόσιτους σκύλους να τους περιμαζέψουν ή έστω να τους βάλουν φίμωτρο.
Το μόνιμη επωδός ήταν ότι η αστυνομία δεν διέθετε αρκετούς άνδρες για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των χιλιάδων σκυλιών που τριγύριζαν μέσα ή στις παρυφές της πρωτεύουσας. Δεν διέθεταν ικανή δύναμη είτε να μαζέψουν ζωντανά όλα τα σκυλιά, είτε να τα θανατώσει στους δρόμους και στα χωράφια. Γι αυτό και ζητούνταν η συνδρομή των πολιτών. Δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας στην οδό Ακαδημίας, η αστυνομία είχε ένα περιφραγμένο οικόπεδο που είχε μετατρέψει σε τόπο συγκέντρωσης και θανάτωσης των άτυχων σκυλιών που συλλαμβάνονταν ζωντανά. Όποιος πολίτης παρέδιδε εκεί έναν σκύλο, λάμβανε ως «σύλληπτρα» 25 λεπτά.
Ομάδες εφήβων φαίνεται ότι έβγαζαν έτσι το χαρτζιλίκι τους, συλλαμβάνοντας με διάφορες παγίδες τα αδέσποτα και παραδίδοντας τα για να θανατωθούν με δηλητήριο. Η επιλογή της Αγίας Τριάδας δεν ήταν τυχαία. Από δημοσιεύματα της εποχής, ο λόφος του Στρέφη, ο Λυκαβηττός και η οδός Πινακωτών (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη) που περνούσε ανάμεσα τους, ήταν το βασίλειο των αδέσποτων.
Υπάρχει βέβαια μια ουσιαστική διαφορά εκείνης της εποχής με τη σημερινή. Τότε η λύσσα θέριζε και ήταν θανατηφόρα, ενώ σήμερα είναι σπάνια και αντιμετωπίζεται. Οι αρμοδιότητες του δήμου Αθηναίων, αλλά και κάθε δήμου ανά την επικράτεια, άρχιζαν μετά το θάνατο των σκυλιών. Έπρεπε να περιμαζεύει και να θάβει κάπου τα πτώματα των αδέσποτων, αλλά ήταν συνηθέστατη η εικόνα πεθαμένων και σε αποσύνθεση ζώων στους δρόμους και τα χωράφια. Ο δήμος φώναζε ότι δεν έχει προσωπικό αφού εκτός από τα νεκρά σκυλιά έπρεπε να περιμαζεύει και δεκάδες άλλα νεκρά ζώα. Ο Σουρής περιγράφει μ’ ένα στιχούργημα του την κατάσταση αυτή με τον υπέροχο τρόπο του:
‘’Ο Δήμαρχος των Αθηνών με ύφος εξημμένον,
τας καλλονάς της πόλεως εξαίρει προς τον ξένον.
Ιδέτε το πτολίεθρον εκείνο των Πινδάρων,
ιδέτε πτώματα γαλών, σκύλων και γαϊδάρων.’’
Όπως καταλαβαίνετε, δίπλα στους σωρούς των σκουπιδιών και τα απόνερα των πλυσταριών και των δοχείων της νύχτας, ψόφιοι και τυμπανιαίοι σκύλοι, γάτες, κότες, γαλοπούλες, κουνέλια αλλά και γάιδαροι, κοσμούσαν το κλεινόν μας άστυ.

Φτωχοσυνοικίες

$
0
0



  • Καρεκλίτσες, σκαμνάκια και κάθε βράδυ να αναπνέει ένας ολόκληρος λαός…

    "Οι αγαπώντες την "αγίαν απλότητα"και τον αγροτισμόν
    πολλάς θα εύρωσιν αφορμάς να ευχαριστηθώσι διερχόμενοι
    την οδόν Αδριανού και τας παρακειμένας στενωπούς.
    Πάσα αυτής αυλή είνε, ως ήδη είπομεν, μικροσκοπικόν
    τεμάχιον εξοχής. Πλην των δένδρων, της αμπέλου,
    της βρύσεως, του όνου, της αιγός, των ορνίθων, των χηνών
    και των παιδαρίων, κοσμούσι αυτήν περί το εσπέρας
    φαιδροί όμιλοι γυναικών πάσης ηλικίας, καθημένων εις τα
    σκαλοπάτια της εσωτερικής κλίμακος ή επί χαμηλών σκαμνίων,
    υπό την σκιάν της πλατάνου ή της μορέας".

             (Εμμ.Ροΐδης, 1896) 

    «Φτωχούλες συνοικίες! Έχετε και σείς το Ζάππειόν σας, το Φάληρόν σας, την Κηφισσιάν σας, κατά τους θερμούς αυτούς θερινούς μήνες. Όλα αυτά μαζί και πολλά ακόμη, είνε το στενόν, μικρόν πεζοδρόμιον σας, όπου δροσίζεσθε τας εσπερινάς ώρας έως τα μεσάνυκτα.

    Ευλογημένη οπωσούν να είνε η Αρχιτεκτονική των Αθηνών, η οποία αφήκε 25 εκατοστά πεζοδρόμιον εις τους συνοικιακούς δρόμους. Εις τον ελάχιστον αυτόν χώρον τοποθετούνται κάθε βράδυ καρεκλίτσες, σκαμνάκια και αναπνέει ένας ολόκληρος λαός. Γρηούλες, γέροι, γυναικούλες, κοριτσάκια, παιδάκια αποτελούν πυκνούς ομίλους. Κάθηνται όλοι πολύ κοντά ο ένας εις τον άλλον, γιατί αι λαϊκαί οικογένειαι είνε πολυμελείς και το αθηναϊκόν πεζοδρόμιον στενόχωρον, όπως τα οικονομικά των λαϊκών οικογενειών.

    Υπέρ τας στέγας των σπιτιών φαίνεται ένα κομματάκι γαλακτώδους ουρανού, κεντημένον με ολίγα άστρα. Ποία ευδαιμονία! Όταν δε περνά από την γωνίαν εκεί απάνω το φεγγάρι, ο δροσιζόμενος συνοικιακός δρόμος έχει πλέον φωταψίαν. Τα παιδάκια ζωηρεύουν και αρχίζουν τα παιχνίδια εις τον δρόμον, ωσάν να ήταν ημέρα. Και τα κορίτσια, με όλην την κούρασιν που έχει φέρη εις αυτά μία κουραστική, θερμή, εκνευριστική θερινή εργατική ημέρα, αισθάνονται την ανάγκην της χαράς του άσματος και τραγουδούν.

    Το τι τραγουδούν είνε αδιάφορον. Τον μπεκρήν, την Σαμιώτισσαν ή την πήττα την οποίαν έφαγε ο σπανός. Το κύριον είνε ότι ξεθυμαίνουν, αναδροσίζονται, νοιώθουν ελαφρόν το νεανικόν αίμα των εις τας φλέβας των από το κοινόν τραγουδάκι, που ανεβαίνει απαλά εις τον βραδυνόν ουρανόν.

    Ποίον συμπαθητικόν θέαμα αυτή η θερινή νυχτερινή συνάθροισις των ανθρώπων της συνοικίας προ των θυρών των, των παραθύρων των, απ’ όπου έρχεται η ασθενής λάμψις της κανδήλας που καίει προ του εικονοστασίου.

    ‘Οσας φροντίδας και όσα βάσανα και αν έχουν οι κάτοικοι της συνοικίας δεν λησμονούν τους αγίους των. Το κανδήλι των προ των μαυρισμένων, κιτρινισμένων, σκυθρωπών αγίων μορφών καίει, όπως η ελπίς εις την καρδίαν των δια την πικρήν αυτήν ζωήν, ότι είνε δυνατόν να γίνη ποτέ καλλιτέρα.

    ***

    Και εις τον βραδυνόν δρόμον λύονται αι γλώσσαι των ξεκουραζομένων απλοϊκών ανθρώπων. Ομιλούν δια τας υποθέσεις των, τας εργασίας των, τα βάσανά των. Πολύ ταπεινά, κοινά και ασήμαντα πράγματα, αλλά τόσον ενδιαφέροντα τους συνομιλητάς και τούτο είνε το σπουδαιότερον.

    Ο κόσμος είνε ο εαυτός μας και ίσως δεν είνε άδικος. Η Κατίνα αγόρασε σήμερα ένα ζευγάρι άσπρα παπούτσια. Όχι δα; Βέβαια. Τα επήρε από την οδόν Αιόλου. Και αν ακόμη δεν είχε γίνη ο παγκόσμιος πόλεμος θα ήρκει το γεγονός της αγοράς των λευκών παπουτσιών την Κατινίτσας, δια να κινήση ζωηρόν το ενδιαφέρον της δροσιζομένης το βράδυ συνοικίας.

    Αλλά που είνε την, λοιπόν, η Κατινίτσα; Πρέπει να δούμε τα άσπρα της παπούτσια. «Να τηνε, καλέ Κατινίτσα, κορίτσι μου, για έλα από εδώ. Η κυρά Ελένη θέλει να δή τα καινούργια σου παπούτσια». Και η Κατινούλα προσέρχεται καμαρωτή, στηριζομένη εις τον βραχίονα μιας άλλης νεανίδος, με την οποίαν βαδίζει απάνω, κάτω, αργά και έχει ψιλήν κουβεντούλαν. Επιδεικνύει με φιλαρέσκειαν τα καινούργια παπουτσάκια του, κάτω από το τσίτινον φορεματάκι. Όλαι και όλοι τα θαυμάζουν και ο δροσιζόμενος επίσης απόστρατος ανθυπασπιστής βρίσκει ότι τα υποδήμτα είνε σίκ.

    -Με την υγεία σου, Κατινούλα … Και με έναν καλόν γαμπρόν.

    Η Κατινούλα ευχαριστεί και συνεχίζει τας βραδείας βόλτας της με την φίλην της, ενώ τα καινούργια παπουτσάκια της τρίζουν και τα μάτια της λάμπουν από μίαν προσδοκίαν, -την αιωνίαν προσδοκίαν της κόρης των συνοικιών, ότι ένα πριγκηπόπουλον θα έλθη με αυτοκίνητον να της προσφέρη την καρδιάν του και το πριγκηπάτον του.

    Χαρωπά λάμπουν τα ολίγα αστεράκια εις το ορατόν του γαλακτώδους ουρανού επάνω από τα πανάθλια σπίτια της αθηναϊκής συνοικίας».

    «Ακρόπολις», 1932, «Ο Πολυντώρ»

1962 Η Κυρία του Κυρίου

Ένας ήρωας με παντούφλες

$
0
0

Έτος: 1958
Διάρκεια: 98′
Είδος: Κωμωδία
Σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος
Συγγραφέας: Χρήστος Γιαννακόπουλος , Αλέκος Σακελλάριος
Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος
Φωτογραφία: Γρηγόρης Δανάλης
Μουσική σύνθεση: Μάνος Χατζιδάκις
Εταιρία παραγωγής: Ανζερβός
Ηθοποιοί: Βασίλης Λογοθετίδης , Ίλυα Λιβυκού , Νίτσα Τσαγανέα , Ταϋγέτη , Βύρων Πάλλης , Νίκος Φέρμας , Θάνος Τζενεράλης , Σόνια Ζωίδου , Γιώργος Γαβριηλίδης , Βαγγέλης Πρωτόπαππας , Λαυρέντης Διανέλλος , Άλκης Γιαννακάς , Περικλής Χριστοφορίδης , Στάθης Χατζηπαυλής , Λευκή Παπαζαφειροπούλου , Κώστας Σταυρινουδάκης , Γιώργος Καρέτας , Μιχάλης Παπαδάκης
Πλοκή: Ο απόστρατος στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλας με λαμπρό και ένδοξο παρελθόν στα πεδία των μαχών, ζει με τη γυναίκα του Ειρήνη και την κόρη του Πόπη στα όρια της φτώχειας, ξεπουλώντας ό,τι έχουν και δεν έχουν για να πληρώσουν το λογαριασμό της Ηλεκτρικής Εταιρίας. Μια μέρα ο πλούσιος εξάδελφος του Απόστολος του ανακοινώνει ότι η πατρίδα θα τον τιμήσει με ένα άγαλμα που θα στηθεί στην πλατεία έξω από το σπίτι του. Ο Λάμπρος είναι κατασυγκινημένος…
Trivia: Η ταινία προβλήθηκε τη σαιζόν 1958-1959 και έκοψε 57.907 εισιτήρια. Ήρθε στην 6η θέση σε 51 ταινίες.Απο το ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου.
Αναδημοσίευση άρθρου απο το:
retrodb.gr
Ελληνικος κινηματογραφος

Πώς βγήκε η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά»

$
0
0

Γράφει ο Ερανιστής

Με τη χαρακτηριστική προσωνυμία κουτσαβάκης, ή και κουτσαβάκι (το), (πληθυντικός: κουτσαβάκηδες ή κουτσαβάκια) φέρονταν στη Παλιά Αθήνα, περί το τέλος της Βασιλείας του Όθωνα και αρχές της Βασιλείας του Γεωργίου του Α΄ διάφοροι επιδεικνυόμενοι ως δήθεν παλληκαράδες, κοινώς "ψευτόμαγκες".
Με τη χαρακτηριστική προσωνυμία κουτσαβάκης, ή και κουτσαβάκι (το), (πληθυντικός: κουτσαβάκηδες ή κουτσαβάκια) φέρονταν στη Παλιά Αθήνα, περί το τέλος της Βασιλείας του Όθωνα και αρχές της Βασιλείας του Γεωργίου του Α΄ διάφοροι επιδεικνυόμενοι ως δήθεν παλληκαράδες, κοινώς «ψευτόμαγκες».

Κουτσαβάκηδες ή κουτσαβάκια λέγανε τους μάγκες της παλιάς Αθήνας, την εποχή της Βασιλείας του Όθωνα (1840 περίπου). Κατά την επικρατέστερη άποψη, η προσωνυμία αυτή προέρχεται εκ του «κουτσά» + «βαίνω», δηλαδή περπατώ σαν κουτσός, χωλός, και αυτό επειδή οι κουτσαβάκηδες χάριν επίδειξης βάδιζαν αργά χαμηλώνοντας εναλλάξ τους ώμους τους κατ΄αντίστοιχο πόδι, γυρνώντας ομοίως ελαφρά κατά πλευρά, το κεφάλι.Σύμφωνα με τον ερευνητή Τάκη Νατσούλη, η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά» έχει σχέση με έναν παλικαρά της αθηναϊκής Πλάκας, τον περιβόητο Νότη Ντάγλαρη:
Υπήρξε εποχή που την Αθήνα την τρομοκρατούσαν οι «κουτσαβάκηδες» και οι «βλάμηδες». Οι σκοτεινοί αυτοί τύποι της Αθήνας είχαν το «στέκι» τους γύρω σης αρχαιότητες της Πλάκας κι αλίμονο στον κομψευόμενο ή στον περιηγητή που θα περνούσε από κει, χωρίς να πληρώσει «μανιτάρι». Ο πιο θρασύς «κουτσαβάκης» της εποχής εκείνης υπήρξε ο Νότης Ντάγλαρης, άνθρωπος του σχοινιού και του παλουκιού. Δεν περνούσε μέρα που να μη μαχαιρώσει κάποιον. Όταν ο Ντάγλαρης έκανε την εμφάνισή του στα στενά της Πλάκας, οι Πλακιώτες έκλειναν τις πόρτες τους από πραγματικό φόβο. Ο τρομερός αυτός παλικαράς, φορούσε κόκκινο ζωνάρι, που η μια του άκρη σερνόταν επιδεικτικά στo χώμα. Αν κανένας περαστικός τύχαινε να την πατήσει, χωρίς να το θέλει, τον άρχιζε στις φαλτσετιές.
Κάποτε, ένας ανθυπασπιστής της χωροφυλακής, ο Δημήτρης Περρίδης, καθώς περνούσε ο Ντάγλαρης μπροστά του, του πάτησε επίτηδες το ζωνάρι και του το λάσπωσε. Εκείνος τότε που έγινε θηρίο για την προσβολή, τράβηξε την «ισόβια» κι ετοιμάστηκε να του επιτεθεί. Ο ανθυπασπιστής όμως, πιο γρήγορος απ’ αυτόν, του κατέβασε μερικές γροθιές, τον αναποδογύρισε, τον αφόπλισε και τον έστειλε για τρία χρόνια φυλακή, όπου και πέθανε. Από τότε όλοι οι «ψευτοπαλικαράδες» θαυμαστές του Ντάγλαρη για να τιμήσουν τη… μνήμη του, άφηναν τη μια άκρη του ζωναριού τους να σέρνεται στη γη. Έτσι βγήκε η φράση: «απλώνει το ζωνάρι του για καβγά», που τη λέμε συνήθως για τους καβγατζήδες.
Πηγή: Τάκη Νατσούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, εκδ. Σμυρνιωτάκη

Η ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ Γκούτ νάϊτ, μάϊ λόβ! Γκούτ νάϊτ... 1937. Αμερικάνικο πολεμικό καταπλέει στον Πειραιά

$
0
0
      



«Το «Ρέϊντ» είνε ένα ελαφρό αμερικανικό ανιχνευτικό με δυό κοντές γκρίζες τσιμινιέρες κι'ένα θεόρατο ως εκεί πάνω άλμπουρο πίσω από την σιδερένια κόντρα γέφυρά του. Είνε κάμποσες μέρες τώρα που έχει αγκυροβολήση στη δεξιά πλευρά του Λιμεναρχείου Πειραιώς και καμαρώνει υπερήφανο με την ορθή του πλώρη γυρισμένη προς την μπούκα του λιμανιού. Έχει πάρη πριμάτσες και η πρύμη του δεν απέχει παρά μισό μέτρο από το μουράγιο. Στην πεντακάθαρη κουβέρτα του κυκλοφορούν αξιωματικοί και ναύτες κι'ανάμεσά σ'όλους ένας κοντός γιαπωνέζος μάγερας με δυό σειρήτια κόκκινα στο μανίκι και ναυτικό άσπρο κασκέτο. Στο πίσω μέρος του πολεμικού κυματίζει η σημαία με τις κόκκινες και άσπρες λουρίδες και τα λευκά άστρα στην επάνω γωνία της. Ένα αμερικανικό πολεμικό για το λιμάνι δεν είνε ένα συνηθισμένο πράγμα. Για τούτο κι'οι περίεργοι που σουλατσάρουν στο καλντερίμι της παραλίας στέκουν και καμαρώνουν το πλοίο και χάσκουν μπροστά στο βαρύ μεγαλείο του. Το σχολιάζουν και παρακολουθούν με προσοχή κάθε κίνησι στο ξένο καράβι.   Αλλά και άλλοι που δεν έχουν ανάγκη να φανούν εδώ, δεν άφηκαν απαρατήρητη την άφιξι του αμερικανικού πολεμικού. Ολόκληρη η παραλία και οι πάροδοί της αισθάνθηκαν την παρουσία του. Τα μπάρ και τα άλλα κέντρα διασκεδάσεως ύψωσαν από προχθές την σημαίαν του ξένου πληρώματος και οι πρόχειρες από χαρτόνι επιγραφές, ανορθόγραφες οι περισσότερες, τοποθετήθηκαν έξω από τα καταστήματα διά την προσέλκυσιν της υπερατλαντικής πελατείας. Βγαίνουν λίγο πριν δύση ο ήλιος οι ναύτες μέσα στις τεζαρισμένες μπλέ στολές τους, με τη φρεσκοσιδερωμένη κολλαρίνα τους, το άσπρο σειρήτι στην αριστερή μασχάλη και τον απαστράπτοντα από λευκότητα ναυτικόν των σκούφον. Τα δύο καμπαρέ της παραλίας απέκτησαν αίφνης τακτικούς θαμώνας και τα ελληνικά γκέρλς σκοτώνονται να δείξουν στους ξένους το ταλέντο τους και τη γλωσσομάθειά τους: -Μάϊ λόβ... -Θέν κιού... -Βέρυ γουέλ... Ο χορός της κοιλιάς εκπλήσσει τους Αμερικανούς ναύτες και οι μποτίλιες της σαμπάνιας και τα ουΐσκυ εκπωματίζονται για χατήρι της Λιλής και της Κάκιας με θόρυβον προς αγαλλίασιν της επιχειρήσεως, η οποία από τον πάγκον του βάθους παρακολουθεί με τον κανθό του οφθαλμού της την κονσομασιόν, η οποία όσο πλησιάζει το μεσονύκτιον γίνεται εντονωτέρα. Χορεύουν και πίνουν. Πίνουν και χορεύουν και ξελιγώνουν τις γυναίκες να τους ακολουθούν σ'έναν εξωφρενικό χορό κλακέτας χωρίς να καταφέρνουν οι δυστυχισμένες μεγάλα πράγματα. Η ορχήστρα τσακίζεται να τους παρακολουθή στο ανατριχιαστικό ξεβίδωμα τους ως τις πρώτες πρωΐνές ώρες, όσο που τα κορμιά μπαϊλντίζουν από την κούρασι.   Τότε θυμούνται και τα πλοία τα ναυτάκια. Σηκώνουνται, καληνυκτίζουν με τρυφερές περιπτύξεις τις γνωριμίες της βραδυάς, ρίχνουν πίσω στο σβέρκο το άσπρο κολλαρισμένο καπέλλο τους και με τα χέρια χωμένα στις δυό μπροστινές τσέπες ξεκινούν για το πολεμικό. Η Κική, η Φιφή, η Φρόσω και η Ασπασίτσα η πολίτισσα τους συνοδεύουν ως την πόρτα και ξελαρυγγίζονται να τους φωνάζουν: -Γκούτ νάϊτ, μάϊ λόβ! Γκούτ νάϊτ... Εδώ να ιδής σκαμπανεβάσμα! Τύφλα νάχουν οι θάλασσες και οι θυμοί του Ατλαντικού οι ανυπόφοροι. Περπατούν και παραπατούν και γέρνουν δεξιά κι'αριστερά σαν σκεβρομένες σκούνες εμπρός και τη στιγμή ίσα-ίσα που τρομάζετε πως θα σωριαστούν στο έδαφος τους βλέπετε να ξαναβρίσκουν την ισορροπία τους μ'ένα θαυμάσιον ελιγμό. Ευτυχώς που το πλοίο έχει πάρη πριμάτσες και δεν χρειάζεται βάρκα για να επιβιβασθούν. Ένα φαρδύ σανίδι ενώνει το μουράγιο με την πρύμνη του. Το περνούν βιαστικά, κι'όταν πατούν στην κουβέρτα του πολεμικού ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους. Σήμερα-αύριο το πολεμικό θ'ανοίξη τα φτερά του για το ανοιχτό πέλαγος. -Γκούτ νάϊτ μάϊ λόβ! Γκούτ νάϊτ...». («Αθηναϊκά Νέα», 1937)
 Για περισσότερες νοσταλγικές ιστοριούλες επισκεφθείτε την Παλιά Αθήνα Η ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ | Blogs | LiFO

1966 Οι κυρίες της αυλής


Ανδρέας Μουστοξύδης: Ο άνθρωπος που έσωσε την Ακρόπολη

$
0
0

Ανδρέας Μουστοξύδης: Ο άνθρωπος που έσωσε την Ακρόπολη


Σήμερα, κανένας δεν θα θυμόταν τον Ανδρέα Μουστοξύδη, αν το όνομα του δεν είχε δοθεί στον δρόμο που περνά ανάμεσα στο Πεδίον του Άρεως και τα δικαστήρια της Ευελπίδων. Κι όμως, ο Μουστοξύδης ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους Έλληνες της εποχής του και η Ελλάδα του χρωστά πολλά, πιθανότατα και το γεγονός ότι σήμερα πάνω στον βράχο της Ακρόπολης υπάρχει ακόμα ο Παρθενώνας και όχι ένα εκτρωματικό παλάτι.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα, σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας όπου έγινε νομοδιδάκτορας, ήταν μέλος της αρχαιολογικής εταιρείας της Φλωρεντίας. Πηγαινοερχόταν από τα Επτάνησα στην Ευρώπη και ξανά πίσω, πλουτίζοντας τις γνώσεις του, συλλέγοντας βιβλία και χειρόγραφα που αφορούσαν την Ελλάδα, εντρυφώντας στην ελληνική ιστορία και διαφημίζοντας την στην Ευρώπη. Πέρασε απ’ όλα τα πνευματικά κέντρα της εποχής. Μιλάνο, Παρίσι, Γερμανία, Ελβετία, ενώ κατείχε και τον τίτλο του επίσημου ιστοριογράφου των Επτανήσων, που πήρε από την Επτανησιακή Πολιτεία. Ο Μουστοξύδης ήταν ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος της εποχής του.
Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, προπαγάνδιζε με γράμματα και άρθρα τα κατορθώματα των Ελλήνων και μόλις ανέλαβε ο Καποδίστριας κυβερνήτης, τον κάλεσε. Του έδωσε την διεύθυνση ενός μεγάλου πολυδύναμου οικήματος που έχτισε στην Αίγινα (σήμερα το ξέρουμε ως Καποδιστριακό ορφανοτροφείο) που περιλάμβανε ορφανοτροφείο, αλληλοδιδακτικά σχολεία, εργαστήρια ξυλουργικής και σιδηρουργίας και διδασκαλική ακαδημία. Στην αυλή του ο κυβερνήτης συγκέντρωσε διάφορες αρχαιότητες, φτιάχνοντας έτσι το πρώτο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της χώρας.
Ο Μουστοξύδης ήταν τότε ένας απ’ τους ελάχιστους Έλληνες που γνώριζε ιστορία και ίσως ο μόνος που ήξερε από αρχαιολογία. Αμέσως έβαλε τον κυβερνήτη να υπογράψει διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν η πώληση και η εξαγωγή αρχαιοτήτων, καθώς και κάθε ανασκαφή σε ελληνικό έδαφος που δεν είχε κρατική άδεια. Το εμπόριο αρχαιοτήτων με την Ευρώπη ήταν τότε πολύ διαδεδομένο, καθώς αετονύχηδες έμποροι αγόραζαν για ψίχουλα ό,τι αρχαίο εύρισκαν οι πάμφτωχοι και αγράμματοι Έλληνες στα χωράφια τους και το φόρτωναν αμέσως στα καράβια για να το μοσχοπουλήσουν στην Ευρώπη.
Ο Μουστοξύδης δεν ενδιαφερόταν για ανασκαφές. Στα γραφτά του λέει ότι το χώμα της πατρίδας θα φυλάξει τις αρχαιότητες στους κόλπους του, μέχρι να περάσουν οι εποχές της φτώχειας και τότε αυτοί οι θησαυροί του παρελθόντος μας θα αποκαλυφθούν στις επόμενες γενιές. Προσπάθησε όμως να προφυλάξει όσα ήταν ήδη πεταμένα εδώ κι εκεί ή έστεκαν ρημαγμένα. Έβαλε τους κρατικούς υπαλλήλους και τους δασκάλους να καταγράψουν και να περιγράψουν όσες αρχαιότητες υπήρχαν στην περιοχή τους κι ας μην ήξεραν περί τίνος επρόκειτο.
Αρκούσε να καταγραφούν ως κρατική περιουσία, να μπλοκαριστούν τα λιμάνια για να μην φεύγουν έξω κομμάτια μαρμάρων, ανάγλυφες επιγραφές και αγάλματα. Επίσης ήταν ζωτικό να απαγορευθεί στους πάμφτωχους ντόπιους να ξηλώνουν περικαλλείς ναούς για να χρησιμοποιήσουν τα μάρμαρα ή τους κίονες τους ως οικοδομικά υλικά για τα σπίτια και τις στάνες τους.
Ο Ανδρέας Μουστοξύδης αποχώρησε αηδιασμένος από την Ελλάδα μετά την δολοφονία Καποδίστρια, καθώς οι αντίπαλοι του νεκρού κυβερνήτη τον κατηγόρησαν ως κλέφτη και καταχραστή. Απέδειξε στο δικαστήριο την αθωότητα του και έφυγε. Τον ξανακάλεσαν αργότερα, αλλά αρνήθηκε. Στα Επτάνησα που πήγε, εκλέχτηκε γερουσιαστής και ήταν αρχηγός της αντιπολίτευσης. Συνέχισε να γράφει στα ευρωπαϊκά έντυπα υπέρ της Ελλάδας, παρά την πικρία του.
Όταν ο Όθωνας έγινε βασιλιάς και έψαχνε το σημείο στο οποίο θα έφτιαχνε το παλάτι του, ο αδελφός του μαζί με τον Γερμανό αρχιτέκτονα ονόματι Schinkel είχαν την φαεινή ιδέα να το χτίσουν πάνω στον βράχο της Ακρόπολης. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, το σχέδιο δεν προέβλεπε να γκρεμιστούν αρχαιότητες, αλλά το παλάτι να χτιστεί στον ανοικτό χώρο του βράχου, ώστε να έχει για αυλή του τον Παρθενώνα και για μπαλκόνι του το Ερεχθείο. Φρικώδη πράγματα.
Ο Μουστοξύδης, μαζί με άλλους ξεσηκώθηκε αμέσως. Άρχισε να γράφει γράμματα σε ευρωπαϊκές εφημερίδες και σε πανεπιστήμια, καλώντας τον πολιτισμένο κόσμο να ματαιώσει ένα σχέδιο που θα κατέστρεφε το υπέροχο και διάσημο βιβλίο. Το ακολούθησαν και άλλοι, τόσο Έλληνες όσο και ευρωπαίοι. Δημιούργησε τόσο θόρυβο στην Ευρώπη η οποία τον ήξερε και τον εκτιμούσε, ώστε ο πατέρας του Όθωνα Λουδοβίκος απέρριψε τελικά το σχέδιο.

Κολωνάκι ή... Κατσικάδικα; Τα άγνωστα παλιά ονόματα γνωστών συνοικιών της Αθήνας

$
0
0



Κολωνάκι ή... Κατσικάδικα; Τα άγνωστα παλιά ονόματα γνωστών συνοικιών της Αθήνας

Το ξέρατε ότι το Κολωνάκι λεγόταν κάποτε Κατσικάδικα; Επίσης γνωρίζετε πού ακριβώς είναι οι Κουκουβάουνες που συχνά τις λέμε σαν αστείο αλλά αγνοούμε ποια περιοχή βρίσκεται σήμερα εκεί;

Με μια μικρή αναδρομή στον χρόνο θα μάθετε όλα τα παλιά τοπωνύμια γνωστότατων περιοχών της Αθήνας.
Κατσικάδικα: Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ακόμα σχεδιαζόταν η Πλατεία Δεξαμενής, το Κολωνάκι αποκαλούταν Κατσικάδικα, και βόρεια της πλατείας δεν υπήρχαν παρά καλύβες βοσκών. Τα κατσικάκια τους, μάλιστα, έφαγαν –στην κυριολεξία– την πρώτη απόπειρα δεντροφύτευσης του Λυκαβηττού. 
kolvnaki.jpg
Κουκουβάουνες: Λεγόταν η σημερινή Μεταμόρφωση, πριν η μανία να καταργήσουμε τα αρβανίτικα τοπωνύμια «χτυπήσει» την Αττική, και γίνουν τα Λιόσια Ίλιον, η Χασιά Φυλή, το Μενίδι Αχαρνές και το Λιόπεσι Παιανία. 
Λοιμικό: Ήταν το Ελληνικό μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Αν δεν το μαντέψατε, το όνομα προέρχεται από ένα λοιμοκαθαρτήριο που υπήρχε στην περιοχή.
Μαγκουφάνα: «Θύμα» κι αυτή της από-αρβανιτοποίησης των αττικών τοπωνυμίων, άλλαξε το όνομά της σε Πεύκη με διάταγμα που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το 1960.
magkoy.jpg
Μπραχάμι: Εντάξει, αυτό το ξέρετε –κυρίως επειδή οι παλαιότεροι κάτοικοι του Αγίου Δημητρίου και της Δάφνης αποκαλούν ακόμα έτσι τη γειτονιά τους.
Τουρκολίμανο: Κι αυτό θα το έχετε ακουστά, αν γνωρίζετε έστω και έναν Πειραιώτη άνω των 40. Είναι το Μικρολίμανο του Πειραιά, που κάποια στιγμή αποφασίσαμε πως παραέχει πολλά τούρκικα τοπωνύμια. Το Πασαλιμάνι έμεινε, το Τουρκολίμανο έφυγε.
toyrko.jpg
Κακοσάλεσι: «Στου σπιτ’ στου Κακοσάλεσ’ δε ματαξαναγυρνώ» τραγουδούσε ο Γιάννης Μηλιώκας τότε που η Αυλώνα αποκαλούταν ακόμα από τους γηραιότερους κατοίκους της με το όνομα που είχε ως το 1927 –και το οποίο σήμαινε «κακό πέρασμα», επειδή το ορμητήριο των κλεφτών εκεί δυσκόλευε το πέρασμα των Οθωμανών.
Βουρλοπόταμος: Είναι η σημερινή Αμφιθέα, του Παλαιού Φαλήρου, η οποία τότε δανειζόταν το όνομά της από το ρέμα που την διέσχιζε.
Λεβί: Ένα από τα πιο άγνωστα παλιά τοπωνύμια της Αθήνας, το εβραϊκό Λεβί έγινε αργότερα επίθετο –ο Δημήτρης Λεβής ήταν ο τελευταίος ιδιοκτήτης της αγροικίας στον Ελαιώνα, που δάνειζε το όνομά της στην γειτονιά γύρω της.
Αλώνια: Λεγόταν το Θησείο μέχρι και τα πρώτα χρόνια της ανεξάρτητης Αθήνας –τότε που εκπονήθηκε το πρώτο σχέδιο πόλης, από τους Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Υπήρχαν όντως αλώνια στην πλατεία έξω από τον σταθμό του ηλεκτρικού, τα οποία μάλιστα σημειώνονται στα σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ.
elaiv.jpg
Πηγή: in2life.gr

1970 Μια τρελλή...τρελλή σαραντάρα

ΙΣΤΟΡΙΕΣ! Έκλεινε σπίτια η χαρτοπαιξία στην παλιά Αθήνα

$
0
0


χαρτοπαιξία. έκλεινε σπίτια, παλιά Αθήνα,
Μανιώδης χαρτοπαίκτης στόλισε το εσωτερικό του σπιτιού του με τραπουλόχαρτα, ακόμα και τα φορέματα τους!
Στα τέλη του 19ου αιώνα, την Αστυνομία απασχολούσε έντονα, η φοβερή έξαρση της χαρτοπαιξίας σε λέσχες, καφενεία, ακόμα και σε σπίτια, όπου επιτήδειοι έγδυναν κυριολεκτικά ανυποψίαστους πελάτες και τα οικογενειακά δράματα να πληθαίνουν διαρκώς. Υπήρχαν όμως και χαμένοι, που δεν δίσταζαν καμιά φορά να βγάζουν, για να βρουν το δίκιο τους, την «σκανταλιάρα», όπως έλεγαν στην πιάτσα το μαχαίρι ή το πιστόλι. Αυτό συνέβη σε χαρτοπαικτική λέσχη στου Ψυρρή, όπου κάποιο βράδυ βγήκαν τα μαχαίρια, ένας έμεινε στον τόπο και τρεις ήταν βαριά τραυματισμένοι…

χαρτοπαιξία. έκλεινε σπίτια, παλιά Αθήνα,  
Πονηρή χαρτοκλεψιά

Η αρχή για τη δίωξη της χαρτοπαιξίας έγινε μετά από καταγγελία στον τότε αστυνομικό διευθυντή Δημήτρη Μπαϊρακτάρη, για την ύπαρξη ενός «χαρτοπαικτείου» στου Μακρυγιάννη. Εκεί σε ιδιαίτερο διαμέρισμα ενός καφενείου, στρατιωτικοί και αστυνομικοί έπαιζαν κρυφά ως τη χαραυγή και  άδειαζαν τα πορτοφόλια τους…  Ήλθαν μάλιστα και τα δημοσιεύματα του Τύπου των ημερών εκείνων: «Χαρτοπαίζουν διηνεκώς υπό τας όψεις της Αστυνομίας, ήτις  επιτρέπει τοιαύτην ασχημίαν δίδουσα ούτω λαβήν εις πάντα να κάμη πικρά σχόλια εις βάρος του διευθύνοντος την Αστυνομίαν».

Χαμένος στα χαρτιά πίεζε τη γυναίκα του να… βγει στο κλαρί, όμως εκείνη τον κατέδωσε στον Μπαϊρακτάρη κι έφαγε… της χρονιάς του!

Αυτό το άρθρο, αλλά και άλλες καταγγελίες στην Αστυνομία, έγιναν η  αιτία να λάβει ο Μπαϊρακτάρης σκληρά μέτρα κατά της χαρτοπαιξίας, στην οποία ήταν μπλεγμένοι και αστυφύλακες. Πρώτα κάλεσε τους αστυνομικούς και τους προειδοποίησε  ότι όσοι χαρτοπαίζουν θα αποταχθούν το Σώμα, ενώ το ίδιο βράδυ, με μία ομάδα, κατέβηκε στην οδό Αιόλου, έσπασε τις πόρτες  γνωστού ξενοδοχείου, συνέλαβε τους χαρτοπαίκτες και τον ιδιοκτήτη, κατάσχεσε  τις τράπουλες και τα τραπέζια όπου έπαιζαν.

χαρτοπαιξία. έκλεινε σπίτια, παλιά Αθήνα,
Σπίτι μανιώδους χαρτοπαίκτη, στολισμένο με τραπουλόχαρτα

Κάποια γυναίκα καθηγητού έδωσε μια εβδομάδα μετά την πληροφορία στον Μπαϊρακτάρη, ότι στο καφενείο του Κακούση, εκεί όπου βρίσκεται ο ναός του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι, άνθρωποι της καλής κοινωνίας χαρτοπαίζουν! Με μία κουστωδία ευζώνων, εισβάλει στην αίθουσα. Ένας από τους χαρτοπαίκτες σπεύδει να σβήσει  την μικρή λάμπα, άλλος μάζεψε από το τραπέζι τα χρήματα και ένας τρίτος πέταξε το μαγκάλι με τη στάχτη πάνω στους εφορμήσαντες αστυνομικούς! Όλοι οι χαρτοπαίκτες, που κατείχαν υψηλά αξιώματα, συνελήφθησαν!
Όπου χαρτοπαίγνιον λοιπόν, οι αστυνομικοί  έσπαζαν τις πόρτες συνελάμβαναν τους παίκτες και με τα πειστήρια τους οδηγούσαν στην Αστυνομία. Θύματα αυτής της τακτικής έπεσαν καθηγητές, αξιωματικοί αλλά και δικαστές! Τόση ήταν η μανία των χαρτοπαικτών, ώστε μερικοί από αυτούς  κατέβαιναν στον Πειραιά, νοίκιαζαν μικρά ιστιοφόρα και χαρτόπαιζαν ανενόχλητοι λέγοντες « έλα Μπαϊρακτάρη να μας πιάσεις αν μπορείς…»

Ένα πρωινό, ο Μπαϊρακτάρης, δέχτηκε την επίσκεψη μιας γυναίκας που με κλάματα του αφηγήθηκε το κατάντημα του χαρτοπαίκτη συζύγου της, που έχασε στα χαρτιά  όλες τις οικονομίες τους! Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Την εξωθούσε πιεστικά  να  πάει με άνδρες, έναντι αμοιβής, για να… κερδίσει, όπως της έλεγε, τα χαμένα!
χαρτοπαιξία. έκλεινε σπίτια, παλιά Αθήνα,

Ο Δημ. Μπαϊρακτάρης πολέμιος της χαρτοπαιξίας.










Ο Μπαϊρακτάρης την κοίταξε καλά στα μάτια και τη ρώτησε αν έχουν παιδιά. Εκείνη απάντησε αρνητικά. « Τον αγαπάς; Θέλεις να ζήσεις και να δυστυχείς μ’ αυτόν τον χαρτοπαίκτη;» Η γυναίκα χαμήλωσε το βλέμμα της και απάντησε αρνητικά. Τότε με περισσότερη αποφασιστικότητα της λέει: « Είσαι νέα κοπέλα, μην σκλαβώνεις τα χρόνια  σου μ’ έναν χαρτοπαίκτη, που με το θράσος που έχει, θα σε παίξει στα χαρτιά!… Παράτα τον, είναι γομάρι!..» Το μεσημέρι αστυνομικοί οδήγησαν τον χαρτοπαίκτη σύζυγο στον Μπαϊρακτάρη και γεύτηκε ραπίσματα από τας στιβαράς του χείρας! ( πολύ βαρύ χέρι είχε ο άνθρωπος…)  Κι έγραψε  τότε ο Γεώργιος Σουρής για τον «άρρωστο» χαρτοπαίκτη: « Δεν τούμεινε άλλη καταντιά, / μονάχα η γυναίκα του τού μένει,/ αλλά και πριν την χάσει στα χαρτιά, / την έχει ο κακόμοιρος χαμένη…»

χαρτοπαιξία. έκλεινε σπίτια, παλιά Αθήνα,  
Χαρτορίχτρα προς τον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη: « τρία κούπα αρχηγέ! Θα τα βρεις μπαστούνια…» και τα βρήκε…

Την εμφάνιση τους εκείνο το διάστημα, κάνουν και οι… χαρτορίχτρες, κυρίως σε σπίτια πλουσίων για να τους… πουν το μέλλον τους. Λέγεται, ότι κάποιοι σύμβουλοι  του τότε πρωθυπουργού Θόδωρου Δηλιγιάννη, του συνέστησαν  σε μια κρίσιμη στιγμή, να δεχτεί  τη  Μαριώ, μια πολύ γνωστή την εποχή εκείνη χαρτορίχτρα, να του πει, αν ο πόλεμος που ετοίμαζε με τους Τούρκους θα ήταν νικηφόρος…
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, ο Μπαϊρακτάρης έκανε κάτι το πρωτοφανές! Έξω από  τα καφενεία και κυρίως σε σπίτια  αριστοκρατών που συνήθιζαν  να χαρτοπαίζουν, έβαλε   αστυνομικούς να τα παρακολουθούν και να τα φρουρούν. «Οπουδήποτε και να κατέφευγον για να παίξουν-έγραψε τότε ο  δημοσιογράφος Ηλίας Βουτιερίδης- τους ανακάλυπτε και τους συνελάμβανε…»

χαρτοπαιξία. έκλεινε σπίτια, παλιά Αθήνα,  
Άγριο ξύλο στον χαρτοκλέφτη!
 Newspepper

Ένας μαθουσάλας… εξομολογείται

$
0
0



Το δημοσιογραφικό δαιμόνιο ανακάλυψε στη Σπάρτη έναν αιωνόβιο που γεννήθηκε το 1832, την ημέρα που έφτανε ο Όθωνας στο Ναύπλιο. Απολαύστε διαύγεια πνεύματος, 106 ετών!

«Χαιρετώ τον ένδοξον μαθουσάλαν της Σπάρτης Ηλίαν Σαβέλον, ο οποίος είναι εκατόν έξ ετών λεβεντόγερος, γεννηθείς το 1832, ακριβώς την ημέραν που ήλθε ο Όθων εις την Ελλάδα. Και χρεωστούμεν χάριτας εις τον συνάδελφον ο οποίος τον ανακάλυψε και επήγε να πάρη συνέντευξιν μαζύ του.

Να ένας Ρωμηός που, μα την αλήθειαν, αξίζει τον κόπο να ακούση τις γνώμες του το Πανελλήνιον αναγνωστικόν κοινόν. Διότι ασφαλώς θα έχη να ειπή ενδιαφέροντα πράγματα ένας άνθρωπος που έζησε περδίκι ολόκληρον τον πρώτον αιώνα του, και διατρέχει κοτσονάτος και ακμαίος την πρώτην δεκαετίαν του δευτέρου, αποφασισμένος να προχωρήση ακόμη.

Στα εκατόν έξη του χρόνια, εσκέφθη ο συνάδελφος που επήρε την συνέντευξη, ένας άνθρωπος τόσο γερός και τόσο γέρος θα έχη καταρτίση πλέον την εμπειρικήν φιλοσοφίαν της ζωής, και θα κατέχη το μυστικόν της διαίτης των αιωνοβίων.

Πάμε λοιπόν να μάθουμε πόσες θερμίδες πρέπει να καταναλίσκη κανείς για να φθάση σε γήρας τόσον βαθύ και τόσο ακμαίον, να ιδούμε ποία γράμματα από το αλφαβητάριον των βιταμινών είναι της ιδιαιτέρας του προτιμήσεως, να ιδούμε τι καπνόν φουμάρει τέλος πάντων αυτό το ζωντανόν μνημείον του Εθνολογικού Μουσείου.

Επήγε ο συντάκτης και τον ευρήκε πράγματι να φουμάρη καπνόν. Και εφουμάριζε σαν καμινάδα υπερωκεανείου ο μπαρμπαλιάς, τσιγάρες αλλεπάλληλες από τον βαρύν καπνόν της Λαμίας. Το ένα έσβυνε, το άλλο άναβε. Μέσα εις αυτήν την νεφέλην διεκρίνετο η ολυμπία μορφή του θαλερού γέροντος ευχαριστημένη και αγαθή.

-Μα δεν σας βλάπτει το κάπνισμα μπάρμπα-Λιά;

Και ο μπάρμπα-Λιάς ετράβηξε βαθυτάτην τσιγαριάν και απήντησε ο νεφεληγερέτης.

-Μπά... Καπνίζω εβδομήντα οχτώ χρόνια έτσι, παιδί μου.

Εβδομήντα οκτώ χρόνια θεριακλίδικου καπνίσματος. Πόσοι τόννοι του ευόσμου φυτού να εκάησαν μέσα εις τα αναπνευστικά του αιωνοβίου; Και όμως δεν έπαθεν ούτε γεροντόβηχαν.

Τότε ο δημοσιογράφος ενθυμήθηκε όλην την χορείαν των εν αγίοις χορτοφάγων πατέρων της νέας διαιτητικής και τον ρώτησε:

-Δεν αμφιβάλλω πως θα τρώτε πολλά χόρτα για να διατηρείσθε έτσι υγιής;

-Κάθε άλλο, απήντησεν ηρέμως ο Μαθουσάλας της Σπάρτης. Τρώγω ως επί το πλείστον γιαχνιστά και πολύ αλμυρά φαγητά.

-Και τα μάτια σας, με τόσο κάπνισμα και με τόσα αλμυρά δεν βλάφθηκαν καθόλου;

-Μια φορά ένα ξέρω, λέει ο γέρος. Πως μπαίνω τον άλλο μήνα στα 107 μου χρόνια και διαβάζω την εφημερίδα μου χωρίς γυαλιά.

Κατάπληκτος ο νεαρός συνάδελφος της γενεάς του 1938. Αλλά και επίμονος εις την έρευνάν του. Και βέβαια επήγε να εύρη δικαίωσιν των κηρυγμάτων της επιστήμης. Και ρίχνεται του γέρου με νέαν ερώτησιν, βέβαιος πλέον πως θ’ ανακαλύψη την αιτίαν της μακροβιότητος και της υγείας του.

-Θα κάμετε όμως μεγάλες εκδρομές, θα αναπνέετε πολύ οξυγόνο που σας αναζωογονεί...

Και ο μπάρμοα-Λιάς απαντά με ολίγην δόσιν ειρωνείας προς τον απολογητήν της φυσιολατρείας:

-Εκδρομές; Εγώ; Σ’ όλα μου τα χρόνια ποτές μου δεν σκέφθηκα να κάνω μια εκδρομή. Περπάτησα μόνο σαν πήγα στρατιώτης στον Ρωσσοτουρκικό πόλεμο!

-Τουλάχιστον σηκώνεστε πρωί;

Μμ, λέει ο μπάρμπα-Λιάς. Πότε στις εννηά, πότε στις δέκα. Τον αγαπούσα τον πρωινό ύπνο βλέπεις πάντα...

-Πόσες ώρες εν συνόλω κοιμάστε το είκοσιτετράωρο;

-Όπως λάχει. Πότε 8, πότε 10, πολλές φορές κοιμάμαι και δεκατέσσερες ώρες.

Τότε, λέγει ο δημοσιογράφος, εσκέφθηκα μήπως η ήρεμη και χαρούμενη ζωή είναι η αιτία της θαυμασίας καταστάσεώς του. Τον ερωτά λοιπόν.

-Βέβαια, πίκρες δεν θα γνώρισες πολλές στα 106 χρόνια σου;

-Άλλο τίποτα από βάσανα και πίκρες παιδί μου. Έθαψα όλους τους δικούς μου, πήγα άδικα στη φυλακή όπου κακοπάθησα πολύ, και γνώρισα ένα σωρό στενοχώριες. Τι να κάνης; Όλα τάχει η ζωή.

Και η συνέντευξις ετελείωσε με ένα περίφημο καλαμπούρι του γέρου.

-Να κάτσης να γράψης τα όσα είδες και άκουσες σ’ όλη τη ζωή σου. Του λέει ο δημοσιογράφος.

-Για να το κάνω αυτό θέλω έναν...

-Έναν τόμο, τον συμπληρώνει ο συνάδελφος.

-Όχι γελά καλόκαρδα ο μπάρμπα-Λιάς. Έναν τόννο!

Αυτό λοιπόν είναι το μυστικό της μακροβιότητος; Να ξορκίζη κανείς όλη την σοφία των υγιεινολόγων;

Όσοι θέλουν να δοκιμάσουν την μέθοδον μπάρμπα-Λιά ας αντιγράψουν τουλάχιστον το λαμπρόν διαιτολόγιόν του. Τουλάχιστον έχει υπέρ αυτού το ότι είναι δοκιμασμένον».

«Η Εθνική», 1938, Στρατής Μυριβήλης

1963 Μερικοί το προτιμούν κρύο

Τα ευτράπελα δεν πάν με το κιλό, θέλουν οκάδες…

$
0
0



Είναι αρχές του 1938 και η κυβέρνηση Μεταξά, θέλοντας να εκσυγχρονιστεί η χώρα και να ευθυγραμμιστεί με την υπόλοιπη Ευρώπη, αντικαθιστά την οκά με το κιλό. Οι απανταχού μπεκρήδες κηρύσσουν δημόσιο πένθος… Ιδού ο έμμετρος πόνος-εκμυστήρευση ενός από αυτούς, όπως δημοσιεύτηκε στο «ΕΘΝΟΣ» εκείνης της εποχής:

Ήσουνα νειά κι’ αρχόντισσα
τώρα σε λέω γερόντισσα.
γι’ αυτό χτυπάν λυπητερά κι’ οι μπαγλαμάδες,
γιατί τραγούδια ευτράπελα
πώς να στο πω, ρε κάπελα, 
δεν παν ποτέ με το κιλό θέλουν οκάδες.
Πόσες φορές συντρόφισσα
με σένα εφιλοσόφησα∙
πόσοι καϋμοί, πόσα σεκλέτια, πόσα πάθη
εσβύνανε σαν τώπινα
και κύτταζα τ’ ανθρώπινα
απ’ τα δικά σου τα ολοφώτιστα τα βάθη…
Παρέα με τη λύπη μου
και με το καρδιοχτύπι μου
έπιν’ από το πνεύμα σου το θείο,
κι απ’ τη δουλειά σαν γλύτωνα
με το μπεκρή το γείτονα
μια οκαδίτσα κοπανούσαμε στα δύο.
Και ο καιρός σαν άλλαζε
και μέσ’ στα φύλλα εστάλαζε
το τραγουδάκι μιας βροχούλας παιχνιδιάρας
εμείς γελώντας κλαίγαμε
και κλαίγοντας τα λέγαμε
στο ρε ματζόρε μιας μεσόκοπης κιθάρας.
Πριν πας και βρης το θάνατο
και γίνης παληοκάνατο,
θαρθώ το βράδυ να σε βρω, μη το ξεχάσης,
δεν θαρθώ πάλι μόνος μου,
θάνε μαζί κι’ ο πόνος μου,
με τη στερνή σου τη σταλιά να μας κεράσης
-Ο Μπεκρής-

Ένα ακόμη «βρώμικο» στέκι: το καφέ-αμάν της οδού Γερανίου

$
0
0



Το τραγούδι θα το πη η Μαρίκα! Μπαίνουμε στο περιβόητο καφέ-αμάν της οδού Γερανίου, το πιο γνωστό καφέ-αμάν της Αθήνας. Δεν θα μπούμε κατά τη διάρκεια της «παράστασης», αλλά θα πάμε πρωί, για να γνωρίσουμε από κοντά τα «μπουμπούκια»  του σιναφιού μέσα από τους πρωτότυπους διαλόγους τους:

«Απ'έξω από ένα μαγαζάκι απάνω από την θύραν του με τα χρωματιστά τζάμια, εδιάβασα την επιγραφήν: "Το Πάλλας". Το εξωτερικόν δεν έδειχνε ότι εκείνο το μαγαζάκι ημπορούσε να είνε καφέ-αμάν. Εν τούτοις να που ήτο. Άλλωστε αν μου έμενεν η παραμικρά αμφιβολία, μου διελύθη αμέσως. Από μέσα ήρχετο ο ήχος του ξεκουρδισμένου σαντουριού και ενός φρικαλέου κλαρίνου και μία βραχνή φωνή, η οποία ετραγουδούσε:

Για σε χάνω το νου μ’,

Πεμπέ-χανούμ

Προχθές το βράδυ σε είδα στο’ όνειρό μου...

Αμάν... Αμάαααν...

Και μ’ έκαψες, χρυσό μου, βαχ!

Αμάν... Αμάααν...

Προφανώς εγένοντο δοκιμαί δια το βράδυ. Απ'έξω καθισμένος εις ένα κάθισμα, ένας πελώριος χονδρός άνθρωπος με τεραστίαν κοιλίαν και με λαιμόν ξεχειλίζοντα έξω από το υποκάμισον, εφαίνετο παραδιδόμενος εις βαθυτάτην αγωνίαν. Από καιρού εις καιρόν εψιθύριζε:

-Τη βρώμα!... Τη βρώμα!...

Εμπρός του ένας ανθρωπάκος κοντός, στυγνός, βρώμικος, αηδής με μίαν μαγκούραν περασμένην εις τον βραχίονα επαναλάμβανε συχνά:

-Ακούς εκεί!... Η καλλίτερη γυναίκα του καταστήματος... Τώρα τι θα κάμωμε μ'αυταίς εδώ τις κατσίκες;...

Μίαν στιγμήν ο χονδρός άνθρωπος, διευθυντής καθώς φαίνεται εκείνου του καλλιτεχνικού κέντρου, εσηκώθη. Εκτύπησε το χέρι του εις το τραπέζι και είπεν εις τον άλλον.

-Άκουσε εδώ, ρε Αλκιβιάδη. Να κάμης μωρέ μια δουλειά...

-Ό,τι θέλεις κυρ-Παναγή, φτάνει να περνάη από το χέρι μου... Εγώ, ξέρεις, και στη φωτιά και στο θάνατο για το χατήρι σου.

-Περνάει, είπεν ο άλλος. Περνάει και παραπερνάει. Να πας να της πης της βρώμας νάρθη, γιατί θα με βάλη σε μπελάδες να κάμω κακό. Πες της, της δίνω δυο δραχμές παρά πάνω. Μα νάρθη να τραγουδήση απόψε να μη μου χαλάση τη δουλιά, γιατί θα τηνέ σκοτώσω...

-Μα...

-Δεν έχει μα και ξεμά, είπεν αποτόμως ο διευθυντής. Ξεκουμπίσου, χαραμοφάη και συ, ειδεμή και θ'αρχίσω από σένα.

Ο στεγνός και βρώμικος ανθρωποφάγος εστράφη αργά-αργά, με στενοχώριαν δια να φύγη, αλλά καθώς ύψωσε το κεφάλι του δια να εκλέξη τον δρόμον που θα έπερνε, έξαφνα η όψις του εφωτίσθη, εστήριξε τα μάτια του προς ένα σημείον, άφισε την ζωηροτέραν χαράν να ζωγραφισθή εις το πρόσωπόν του και εψιθύρισε προς τον άλλον.

-Να την!... έρχεται κυρ-Παναγή.

Έστριβε τώρα από την γωνίαν ένα ον τυλιγμένον μέσα εις βαρύ παλαιόν επανωφόρι και διηθύνετο προς τους δύο ανθρώπους. Μία δήθεν γυναίκα, κοντή με τα μαλλιά βαμμένα, το πρόσωπον βαμμένον, με πελώριον πολύχρωμον καπέλλο, με μάτια σβυσμένα, με φορέματα κοντά, ώστε να φαίνεται πόδι ελέφαντος, με εξωτερικόν αποπνέον εν γένει προστυχιάν και οικτρότητα, επλησίασε τον κυρ-Παναγή.

-Καλή μέρα σας, είπε.

-Καλώς τηνε, εβρυχήθη ο κυρ-Παναγής. Γιατί μωρή βρώμα δεν ήλθες εχθές.

-Γιατί κυρ-Παναγή, ήμουνα άρρωστη. Μα την Παναγία σου λέω, δε νοιώθω τα κόκκαλά μου...

-Αυτό ήτανε ή...;

-Αυτό ήτανε. Σήμερα που είμαι λιγάκι καλλίτερα ήρθα.

Η όψις του κυρ-Παναγή άλλαξε. Εκύτταξε την γυναίκα από πάνω ως κάτω. Έπειτα εστράφη προς τον άλλον:

-Πες αυτής της κατσίκας που ουρλιάζει μέσα, να πάψη, είπε. Το τραγούδι θα το πη η Μαρίκα.

Η Σειρήν είχεν επανέλθη και μαζύ της και η ευτυχία εις το οικτρόν καταγώγιον.»

(Από μαρτυρία του "Φιλέος Φογγ"στους «Καιρούς», Οκτώβριος 1913)

1955 Ούτε γάτα ούτε ζημιά

Ανατριχιαστικές «Ελληνικούρες» που ακούγονταν συχνά-πυκνά στην Παλιά Αθήνα

$
0
0

Η κυρία στο κοσμικό σαλόνι αναφέρεται με αποτροπιασμό στον Μουσολίνι, «διδάκτορα» της Ιταλίας», ενώ υπερηφανεύεται για το γιο της που μόλις τελείωσε «δικτάτορας» της φιλοσοφίας, κι όλα αυτά, στη γιορτή του αγίου Ιωάννη του... Αποκεφαλιστού!

Ο μαθητής της Παλιάς Αθήνας είχε να διδαχθεί τρεις ελληνικές γλώσσες: αρχαία, καθαρεύουσα και δημοτική. Φυσικά η μόνη γλώσσα που χειριζόταν χωρίς λάθη ήταν η δημοτική.

Όταν ήθελε κάποιος να εντυπωσιάσει, έπρεπε βέβαια να χρησιμοποιήσει την καθαρεύουσα και εδώ άρχιζαν τα δύσκολα και κωμικοτραγικά, διότι μόνο οι πραγματικά μορφωμένοι μπορούσαν να τη χειριστούν χωρίς λάθη. Αποτέλεσμα; Καθημερινά «μαργαριτάρια» πρώτου μεγέθους, ανατριχιαστικές ελληνικούρες, ξεκαρδιστικές αρλούμπες!

Πάρτε γεύση: Η κυρία στο κοσμικό σαλόνι αναφέρεται με αποτροπιασμό στον Μουσολίνι, «διδάκτορα» της Ιταλίας», ενώ υπερηφανεύεται για το γιο της που μόλις τελείωσε «δικτάτορας» της φιλοσοφίας! Κι όλα αυτά, στη γιορτή του αγίου Ιωάννη του... Αποκεφαλιστού!

Στην ίδια συντροφιά μια άλλη κυρία, για να μη μείνει πίσω, έλεγε για το δικό της κανακάρη: – Ο υιός μου είναι δεκανέας του λόχου και πηγαίνει πρωί διότι έχει... προσκαλλυντήριο!



Μια άλλη, που τη ρώτησαν αν η κόρη της, που τη συνόδευε, ήταν η μεγαλύτερη, απάντησε:

– Όχι, αυτή είναι η ετέρα. Είναι καλό και ευάερο κορίτσι.

Και επειδή το κορίτσι κλήθηκε κι αυτό να πει την κουβέντα του στην κοσμική συγκέντρωση, συμπλήρωσε ότι... τρελαίνεται διά τον αέρα της θαλάσσεως.

Η παρέα δεν παρέλειψε βέβαια να επαινέσει την ωραία «αποφορά» των γαλλικών της δεσποινίδος, ενώ η ωραία συντροφιά έκλεισε με τη χήρα, η οποία αποκάλυψε στις φίλες της ότι θα κάνει σύντομα τη... συγκομιδή των λειψάνων του μακαρίτη!

Βέβαια η καθημερινότητα ήταν ανεξάντλητη από τέτοια «διαμάντια» πρώτου μεγέθους: Ο μπακάλης σε διαβεβαίωνε ότι μένει... έγκυος για την ποιότητα του λαδιού, ο περιπατητής του Εθνικού Κήπου θαύμαζε την «περιτομή» του Σολωμού, ενώ ο κύριος που ρωτούσε τη νέα καμαριέρα:

– Είσαι η νέα θαλαμηπόλος; έπαιρνε την εξής απάντηση:

– Όχι, κύριε. Εγώ είμαι Σαμιώτισσα!



Στο νεκρώσιμο διάβαζε κανείς:

«Την σεβαστήν ημών μητέρα, θυγατέρα και αδελφήν, ως καπνός εκλείψασαν, κηδεύομεν σήμερον...»

Ο νεαρός Δον Ζουάν έγραφε με περιπάθεια στην «επαισθητικωτάτην» εκείνην του: «Η κόμη σας έχει θαυμασίας διακυμάνσεις», ενώ ο γονιός άκουγε εμβρόντητος από το δάσκαλο της κόρης του:  «Βραδύνει πολύ εις την προέλασίν της. Της το είπον χιλιάκις».

Βασισμένο σε μια διάλεξη που έδωσε ο δημοσιογράφος «Σύλβιος»  στον Πειραϊκό Σύνδεσμο το 1932.

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com
Πρώτο Θέμα 

Γωνιές της Αθήνας του 1930

$
0
0
Η Μπλε Πολυκατοικία, το Ρεξ, τα Προσφυγικά και άλλα κτίρια του Μεσοπολέμου που απομένουν να διηγούνται ιστορίες από την παλιά Αθήνα.



Τι θα δείχνατε σε κάποιον που θα σας ρωτούσε για την Αθήνα του Μεσοπολέμου; Επιβίωσαν άραγε τη μανία των κατεδαφίσεων κτίρια σχεδιασμένα στις αρχές της δεκαετίας του ‘30; Πριν βιαστείτε να απαντήσετε ότι πιθανότατα η Μπλε Πολυκατοικία των Εξαρχείων είναι ό,τι έχει απομείνει, ρίξτε μια ματιά στη λίστα που ακολουθεί. Και την επόμενη φορά που θα διασχίσετε βιαστικοί την Πανεπιστημίου ή τη Σταδίου, σηκώστε το βλέμμα ψηλά. Κάπου εκεί πάνω κρύβεται η Ιστορία.

Το Κινηματοθέατρο Rex 
Το υπέροχο αρ ντεκό Ρεξ της Πανεπιστημίου χτίστηκε τη δεκαετία του 1930 και ήταν, για τους Αθηναίους της εποχής, ο πρώτος τους «ουρανοξύστης»: όχι φυσικά για το ύψος του, αλλά για την πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής πρόσοψή του που θύμιζε αυτή των νεοϋορκέζικων μεγαθηρίων. Στον σχεδιασμό του εντάχθηκαν έντονα στοιχεία αρ ντεκό, του ρεύματος που έντυσε διάσημους ουρανοξύστες και επηρεάστηκε από την αιγυπτιακή και αφρικανική τέχνη, την κινέζικη καλλιγραφία, τα ρωσικά εξωτικά στοιχεία και τα κυβιστικά ή φουτουριστικά πρότυπα.

Το πρώτο του όνομα ήταν «Σικιαρίδειο Μέγαρο Θεαμάτων» και περιλάμβανε τον κινηματογράφο «Rex» στο ισόγειο, το μεγαλύτερο αθηναϊκό θέατρο στον πρώτο όροφο (σκηνή «Κοτοπούλη») και μια αίθουσα χορού στο υπόγειο, που τελικά χρησιμοποιήθηκε ως παιδικός κινηματογράφος, το περίφημο «Σινεάκ» που γαλούχησε γενιές και γενιές μικρών Αθηναίων. Το κτίριο υπέστη ζημιές από πυρκαγιά το 1982, και πέντε χρόνια αργότερα ανακηρύχθηκε διατηρητέο.

Τα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας 
Οι προσφυγικές κατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας, με τις εμφανείς Μπαουχάους επιρροές τους, σχεδιάστηκαν από τους Κίμωνα Λάσκαρι και Δημήτρη Κυριακού και χτίστηκαν το 1933 από το υπουργείο Πρόνοιας. Τα κτίρια ήταν μέρος του σχεδίου στέγασης των μυριάδων μικρασιατών προσφύγων. Και παρ’ ότι δεν προβλέφθηκε κανενός είδους διακοσμητικό στοιχείο, η Ιστορία φρόντισε να αφήσει τα δικά της σημάδια πάνω τους: Στα γερασμένα κτίρια, που σήμερα κατοικούνται από μετανάστες, μπορεί κανείς να δει ακόμα και σήμερα τα ίχνη από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών του 1944. Το Δημόσιο φρόντισε να εξαγοράσει τα περισσότερα διαμερίσματα εν όψει… ανάπλασης, αλλά τελικά, λόγω αντιδράσεων, δεν κατάφερε να τα κατεδαφίσει.

Η Τράπεζα της Ελλάδος 
Φωτό: Thanasis Germanos/ Panoramio
Το εντυπωσιακό νεοκλασικό στο 21 της οδού Πανεπιστημίου θεμελιώθηκε το 1933, σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Νικόλαου Ζουμπουλίδη και Κωνσταντίνου Παπαδάκη, και εγκαινιάστηκε το 1938. Στον τοίχο της τράπεζας, στη γωνία Πανεπιστημίου και Ομήρου, μια χαραγμένη επιγραφή θυμίζει την τραγική ιστορία της εκτέλεσης τριών Επονιτών από τους Γερμανούς στις 22 Ιουλίου του 1941 στο σημείο αυτό. Αρχιτεκτονικά, αν το παρατηρήσετε προσεκτικά, θα προσέξετε πως το κτίριο έχει αρκετές ομοιότητες με εκείνο της Βουλής.

Η Οικία Ελευθερίου Βενιζέλου 


Το υπέροχο νεοκλασικό μέγαρο που αποτελεί σήμερα την κατοικία του Βρετανού πρέσβη, στο 2 της οδού Λουκιανού, κτίστηκε το 1932, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά, για να γίνει το σπίτι του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος δεν είχε μέχρι τότε ιδιόκτητο σπίτι στην Αθήνα (κατά καιρούς είχε μείνει σε ξενοδοχεία και σε διάφορα κτίρια, μεταξύ των οποίων στην κατεδαφισμένη σήμερα οικία Ζωγράφου, επί της οδού Πανεπιστημίου). Χρησιμοποιήθηκε μόνο για δύο χρόνια, και συνδέθηκε με αρνητικά γεγονότα για τους κατοίκους του (απώλεια εκλογών 1932, απόπειρα δολοφονίας 1933, αποτυχημένο κίνημα 1935), με αποκορύφωμα την αυτοεξορία του Βενιζέλου στη Γαλλία, όπου και απεβίωσε στις 18 Μαρτίου 1936. Περισσότερα για το κτίριο έχει το Αρχείο Νεότερων Μνημείων, εδώ

Η Μπλε Πολυκατοικία 

Η πιο γνωστή πολυκατοικία της Αθήνας (που δεν είναι όμως η πρώτη, παρά τον ευρύτατα διαδεδομένο μύθο), εκείνη για την οποία ο ίδιος ο Le Corbusier είχε αναφωνήσει το περίφημο "c' est tres beau" ("είναι πολύ όμορφη") κτίστηκε το 1933, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κυριάκου Παναγιωτάκου. 

Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής, καθώς πρόκειται για ένα συγκρότημα δύο χωριστών πολυκατοικιών με ανεξάρτητες εισόδους, που επικοινωνούν μόνο στο υπόγειο και το δώμα. Όπως διαβάζουμε στο Αρχείο Νεότερων Μνημείων «στις προσόψεις υπήρξε προσπάθεια να σπάσει η μονοτονία του ρασιοναλισμού, χάρις στις εναλλαγές εσοχών και εξοχών, στον σχεδιασμό και τη λειτουργία των ανοιγμάτων, στις πτυχώσεις του τελευταίου ορόφου, κ.τ.λ., στοιχεία που αναδείχθηκαν περαιτέρω από τους τολμηρούς χρωματισμούς που επιμελήθηκε ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς (τερακότα στη βάση και τα εσωτερικά των στηθαίων, μπλε στους κύριους όγκους, λευκό στα κουφώματα). Ιδιαίτερη μέριμνα είχε δοθεί επίσης στη μορφή και την ποιότητα κατασκευής των κοινόχρηστων χώρων (είσοδοι, θυρωρεία, διάδρομοι, κλιμακοστάσια, πλυντήρια κ.τ.λ.), με αποκορύφωμα το μεγάλο κοινό εντευκτήριο στο δώμα, με καταπληκτική θέα, ένα μοναδικό, πράγματι, εύρημα στο πλαίσιο ενός οράματος κοινωνικής επαφής και συνεύρεσης των ενοίκων, "μιάς γειτονιάς καθ'ύψος", όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη». 

Το Μέγαρο του ΟΤΕ  

Το εντυπωσιακό κτίριο στο χρώμα της άμμου που συναντάμε στο 15 της οδού Σταδίου χτίστηκε το 1931, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά, και θεωρείται ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του αθηναϊκού μοντερνισμού. Τα μοντέρνα του στοιχεία συνδυάζονται με εμφανείς επιρροές του νεοκλασικισμού, ενώ η κατακόρυφη όψη με τις παραστάδες συνυπάρχει με κάποια διακοσμητικά στοιχεία αρ ντεκό. 

Επιμέλεια: Ηρώ ΚουνάδηΜε πληροφορίες από το Αρχείο Νεότερων Μνημείων  και το βιβλίο των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία

Πάμε στην παλιά .....Ευριπίδου ;

$
0
0




Στην υπό Οθωμανική κυριαρχία Αθήνα, η Αγορά της πόλης, το παζάρι όπως λεγόταν, ήταν το κέντρο της. Η Αθήνα τότε ήταν μια μικρή πόλη της Περιφέρειας (αφού η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας ήταν η Κωνσταντινούπολη) με πολύ μικρή έκταση,  η οποία περιοριζόταν γύρω από την Ακρόπολη (Πλάκα, Μοναστηράκι, Ψυρρή). Εκεί βρισκόταν και η Αγορά της, στην αρχή της σημερινής οδού Αιόλου, στην Πλάκα. Με τη διάνοιξη των νέων  οδών, Ερμού, Αιόλου, Αθηνάς, η παραγωγική και η εμπορική ζώνη ανασυντάχθηκαν πάνω σε αυτές τις οδούς. Παράδειγμα της μετατόπισης των παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων είναι, ότι το κτίριο της Νέας Αγοράς, δηλαδή της Κεντρικής Δημοτικής Αγοράς ανεγείρεται στην οδό Αθηνάς. και ολοκληρώνεται το 1886.



Τα μαγαζιά και τα εργαστήρια άρχισαν να αναπτύσσονται τώρα, με κεντρικό άξονα την οδό Ερμού για να καταλάβουν ολόκληρη την περιοχή ανάμεσα στο Μοναστηράκι και το δυτικό άκρο της οδού Αδριανού, τη συνοικία του Ψυρρή και το τρίγωνο Ερμού – Αθηνάς – Ευριπίδου. Η οδός Ευριπίδου άρχισε να αποτελεί κομμάτι της καρδιάς της πόλης. Συνέπεια αυτού είναι ότι οι διάφορες περιπέτειες και φάσεις της ανάπτυξης του ελληνικού κράτους αποτυπώθηκαν στην εξέλιξή της.
Η Ευριπίδου στις αρχές του 20ου αιώνα
Εκείνη την εποχή η περιοχή της Ευριπίδου και των Πέριξ φιλοξενούσε, εκτός από το εμπόριο και τις βιοτεχνίες, και ιστό κατοικιών. Η περιοχή του Ψυρρή ήταν ήδη γειτονιά από την εποχή της  Οθωμανικής κυριαρχίας. Εκεί κατοικούσαν επαγγελματίες, έμποροι, αλλά και κάποιες αστικές οικογένειες.  Η νέα πόλη, που άρχισε να εκτείνεται από την Ευριπίδου και εντεύθεν, φιλοξενούσε κυρίως κατοικίες και μάλιστα της ανώτερης τάξης, επειδή στο σχέδιο του Κλεάνθη η θέση των ανακτόρων ήταν  στην σημερινή  Ομόνοια. Έτσι πολλοί μεγαλοαστοί άρχισαν να εγκαθίστανται  στην  Ευριπίδου και βόρεια αυτής προς Ομόνοια. Αργότερα, όταν  τα ανάκτορα ανεγέρθηκαν στο Σύνταγμα, άρχισαν να εγκαθίστανται προς τα εκεί. Τα σπίτια που είχαν στην Ευριπίδου και στην γύρω περιοχή τα κληροδότησαν  σε ευαγή ιδρύματα. Έτσι, πολλά ακίνητα της Ευριπίδου και της ευρύτερης περιοχής δεν ανήκουν σε ιδιώτες. Κάποια νεοκλασικά κατέληξαν να στεγάσουν ξενοδοχεία. Οι υπηρεσίες που παρέχονταν σε αυτά ήταν κακές (π.χ. τα δωμάτια κάθε ορόφου είχαν κοινή τουαλέτα) γιατί δεν είχαν κτιστεί γι’ αυτόν τον σκοπό.



Κατοχή και εμφύλιος
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Αγορά ατονεί  και  η μοναδική «εμπορική» δραστηριότητα που ακμάζει είναι η «μαύρη αγορά», στις οδούς Αθηνάς, Σοφοκλέους, Αγίου Δημητρίου. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, οι γειτονιές της Αθήνας μετατρέπονται σε πεδία μαχών. Μαγαζιά και σπίτια ανατινάζονται για να γίνουν οδοφράγματα, ή πυρπολούνται. Αυτήν την τύχη είχε το σπίτι του Ξενόπουλου, στην Ευριπίδου και το Βαρβάκειο Διδακτήριο στην οδό Αθηνάς. Πλήθος κάτοικοι χάνουν τη ζωή  και τις περιουσίες τους και όλοι σημαδεύονται για πάντα.



Η Αθήνα του 1950 και του χονδρεμπορίου
Η έδρα του χονδρικού εμπορίου από τη δεκαετία του ’50 ως τη δεκαετία του ’80 ήταν στις οδούς Αθηνάς, Ευριπίδου, Σοφοκλέους, Σωκράτους, Μενάνδρου αλλά και στην περιοχή του Ψυρρή. Διεξαγόταν σε  αυτήν την περιοχή το χονδρικό εμπόριο όλων των ειδών: τροφίμων, γλυκισμάτων και ποτών,  πρώτων υλών ζαχαροπλαστικής. Επίσης υφασμάτων, ειδών ραπτικής, υλικών υποδηματοποιίας, χαρτικών, ζωοτροφών και άλλων. Παράλληλα, όμως, στην ίδια περιοχή υπήρχε και το λιανικό εμπόριο. Αυτό γινόταν είτε από τα ίδια τα μαγαζιά που έκαναν κυρίως χονδρικό εμπόριο  ή από μαγαζιά αποκλειστικά λιανικού εμπορίου και ακόμη από τους πλανόδιους λιανοπωλητές. 

Επειδή, πριν από μισόν αιώνα, δεν είχαν δημιουργηθεί τα προάστια γύρω από την Αθήνα, δεν υπήρχαν, φυσικά, οι Αγορές και τα εμπορικά Κέντρα που δημιουργήθηκαν μετά. Ο κόσμος πήγαινε στην Κεντρική Αγορά συνήθως κάθε Σάββατο (ημέρα πληρωμής των εργατουπαλλήλων)  και, καθημερινά, στον μπακάλη της γειτονιάς για τα τρόφιμα της ημέρας, διότι ακόμη τότε τα νοικοκυριά δεν διέθεταν ηλεκτρικό ψυγείο. Στα περισσότερα σπίτια υπήρχε ψυγείο πάγου και σε κάποια υπήρχε μόνο το “φανάρι” . Έτσι, δεν μπορούσε να γίνει αποθήκευση ούτε μεγάλης ποσότητας τροφίμων, ούτε για πολλές ημέρες. Ο κάθε Αθηναίος νοικοκύρης τόσο στη γειτονιά του, όσο και στην Κεντρική Αγορά, είχε τον δικό του χασάπη, τον δικό του μανάβη, τον δικό του έμπορο. Οι σχέσεις των χονδρεμπόρων με τους λιανέμπορους, όσο και οι σχέσεις εμπόρων και πελατών ήταν προσωπικές.



Σκούπες, βούρτσες και οι "μικροί"των μαγαζιών

Τη δεκαετία του ’50 το πλαστικό δεν υπήρχε ακόμη, και γι’ αυτό η μεταφορά των προϊόντων δεν γινόταν σε πλαστικές σακούλες, αλλά σε δίχτυα από σπάγκο και σε πάνινες τσάντες. Μεγάλα παντοπωλεία και τυροπωλεία διαφημίζονταν στις ξύλινες ή χαρτονένιες λαβές των διχτυών, που μοίραζαν οι καταστηματάρχες στους πελάτες τους. Τα προϊόντα στα καταστήματα δεν ήταν συσκευασμένα, αλλά εκτεθειμένα  σε πάνινα τσουβάλια. Δεν υπήρχαν συνθετικά υφάσματα.
Ο καθαρισμός των καταστημάτων και των οικιών γινόταν με σάρωθρα (σκούπες από χόρτο με ή χωρίς κοντάρι) επειδή δεν υπήρχαν οι ηλεκτρικές σκούπες, αλλά ούτε και οι σκούπες και βούρτσες από πλαστικές ίνες. Γι αυτό υπήρχαν πολλά καταστήματα και βιοτεχνίες σαρώθρων και ψηκτρών (βούρτσες).

Σε κάθε μαγαζί, ή εργαστήριο, υπήρχε ο «μικρός», ένα παιδί, δηλαδή, που έκανε όλες τις βαρειές δουλειές και τα θελήματα. Από τα δώδεκα χρόνια τους τα αγόρια που δεν συνέχιζαν την εκπαίδευση, έβγαιναν στη δουλειά. Μεγάλα ονόματα του εμπορικού και του επιχειρηματικού κόσμου της μετέπειτα Αθήνας, ξεκίνησαν ως «μικροί» σε κάποιο μαγαζί.
Οι δοσατζήδες ή δοσάδες και οι πιστωτικοί συνεταιρισμοί
Από τη δεκαετία του ’50 και μέχρι το 1990, που δεν είχε εξαπλωθεί ευρέως η χρήση των πιστωτικών καρτών, οι νοικοκυρές προμηθεύονταν τα είδη ένδυσης, υπόδησης και εξοπλισμού  του σπιτιού τους μέσω των δοσατζήδων ή δοσάδων που συνεργάζονταν με όλα τα μεγάλα καταστήματα του εμπορικού κέντρου της Αθήνας. 
Επίσης όλες οι δημόσιες υπηρεσίες και οι Τράπεζες καθώς και πολλοί επαγγελματικοί σύλλογοι είχαν πιστωτικούς συνεταιρισμούς και προμήθευαν τα μέλη τους με διατακτικές για την αγορά των ειδών που επιθυμούσαν.




Η ενδυματολογική πρακτική 
Δεν είχε διαδοθεί το pret a porter  και ο κόσμος   φορούσε ακόμα ρούχα κατά παραγγελία.  
Υπήρχαν πολλά καταστήματα υφασμάτων που πουλούσαν χονδρικώς σε εμπόρους σε όλη την Ελλάδα, αλλά και λιανικώς «επί μέτρω». Η Αιόλου ήταν γεμάτη «κασμηράδικα» για τα κοστούμια των ανδρών και η  Ερμού έβριθε από καταστήματα υφασμάτων για τις κυρίες. 

Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 
Αυτές οι δύο δεκαετίες είναι καίριες για την ελληνική πραγματικότητα λόγω των έντονων οικονομικών και κοινωνικών ανακατατάξεων: Εκβιομηχάνιση, τεχνολογικές αλλαγές στη γεωργική παραγωγή, μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική), ανάπτυξη δικτύων υποδομής, ανάπτυξη τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας, αστικοποίηση  αλλά και μαζικές κατεδαφίσεις νεοκλασικών στην Αθήνα. Αυτές, έχοντας ξεκινήσει σε μεμονωμένες περιπτώσεις ήδη από την δεκαετία του ’20, έφτασαν τώρα στην κορύφωσή τους.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία
φωτο: google maps
thetoc.gr
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>