Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Η καθημερινότητα στην Αθήνα του 1940 - 1950

$
0
0


Η δεκαετία αυτή υπήρξε ως η χειρότερη ίσως, στην νεοελληνική ιστορία. Ξεκινά με πόλεμο, συνεχίζεται με τη χαρά της απελευθέρωσης και τελειώνει με πίκρα. 

Το σκηνικό της καθημερινότητας αλλάζει. Η αγορά βρίσκεται διαλυμένη και προσπαθεί να ανακάμψει με δουλειές του ποδαριού. Τα περίπτερα της γειτονιάς προσφέρουν τώρα, "τηλέφωνον δια το κοινόν"αλλά και προφυλακτικά. 

Οι νεαρές κοπέλες ετοιμάζουν την προίκα τους και καθώς η "φτήνια τρώει τον παρά"οι πλανόδιοι πωλητές ειδών προικός, γυρνούν τις γειτονιές κάνοντας χρυσές δουλειές. Τα εργόχειρα γίνονται με κλωστές "Πεταλούδα"και "Κιθάρα"και τα κορίτσια αρχίζουν να χρησιμοποιούν καλλυντικά "Το καλόν".


Η μόδα, που την εξέλιξή της εμπόδισε όπως ήταν αναμενόμενο ο πόλεμος, ξεκινά τα μεταπολεμικά της βήματα με πρώτο τον Cristian Dior, ο οποίος δίνει στα ρούχα την αίσθηση της πολυτέλειας και κάνει τη γυναικεία μόδα πιο θηλυκή και αριστοκρατική.
Στην Ελλάδα με τη δυσκολία που υπήρχε στην εύρεση καινούργιων υφασμάτων, ανθεί η μεταποίηση σε ό,τι παλιό μπορούσε να "αξιοποιηθεί". Τα ρούχα είναι απλά και λειτουργικά, ενώ τα χρώματα είναι διακριτικά.
Η γυναίκα μέσω της μόδας προσπαθεί να πετάξει από πάνω της τον πόλεμο και να προχωρήσει μπροστά, προσέχοντας την εμφάνισή της και προσθέτοντας σ'αυτή, κομψά καπέλα και κομμώσεις με μπούκλες. Οι άντρες κολλημένοι στη στρατιωτική ενδυμασία, την καθιέρωσαν και στις κοινωνικές τους εμφανίσεις.

Ο ώριμες κυρίες φορούν κολόνια "Τόσκα"ή χύμα, τις Κυριακές κυρίως, πλένουν με "τρινάλ", ο κιμάς "κόβεται παρουσία του πελάτου"και φυσικά ο "Ακάκιος"θυμίζει τα "μακαρόνια να είναι Μίσκο". 

Οι διαφημιστικές ταμπέλες των καταστημάτων δηλώνουν πολυτέλεια και ποιότητα με τις φράσεις "ποιότης αρίστη", "τρόφιμα εκλεκτά", "το τέλειον", "το ασυναγώνιστον". Όλα βασίζονται στο τρίπτυχο ποιότητα, αφθονία, τιμές λογικές.

Οι πόλεις επιδιορθώνονται. Η επαρχία μετακομίζει σιγά - σιγά στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως όμως στην Αθήνα. Οι πρώτες αντιπαροχές ξεκινούν. Επανέρχονται μάλιστα και τα κίτρινα λεωφορεία καθώς και τα τραμ.

Οι φωτεινές επιγραφές, εκτός από χρώμα δηλώνουν την αρχή της εποχής της διαφημιστικής ρεκλάμας, ενώ το ραδιόφωνο μπαίνει για τα καλά στη ζωή των ανθρώπων. Το 1946 χρησιμοποιείται ο πομπός, που είχαν εγκαταλείψει οι Γερμανοί, για να στηθεί το Αθηναϊκό Πρόγραμμα τη διεύθυνση του οποίου, αναλαμβάνει ο Κώστας Κροντηράς. Ένα χρόνο μετά (1947), στα Νέα Λιόσια και τις εκεί κτιριακές εγκαταστάσεις, ένα νέος πομπός βραχέων κυμάτων 7,5 KW βρίσκει τη θέση του και αρχίζει τις πρώτες εκπομπές προς τις ξένες χώρες.
Aρχές Nοεμβρίου 1945. Oμάδα του EIP, μαζί με αξιωματικούς και στρατιώτες επισκέπτονται τις εγκαταστάσεις των Nέων Λιοσίων. Στο κέντρο ο Στέφανος Eλευθερίου (με τα γυαλιά) πρωτεργάτης του Eλληνικού Pαδιοφώνου. Aκριβώς πίσω του διακρίνεται η κεραία του πομπού την οποία ανατίναξαν οι Γερμανοί αποχωρώντας από την Aττική. (Aρχείο Γ. Xατζηδάκη)

Μέσα στον ίδιο χρόνο, ένας παλιός ασύρματος της Αεροπορίας στην Πάτρα μετατρέπεται σε ραδιοφωνικό σταθμό και έτσι η πόλη αποκτά δικό της ραδιόφωνο, ενώ δύο χρόνια αργότερα δημιουργούνται και λειτουργούν άλλοι τρεις σταθμοί στην Ελλάδα, αυτοί των Ιωαννίνων της Τρίπολης και της Καβάλας. Το 1948 μάλιστα, ακούγονται από ραδιοφώνου οι πρώτες διαφημίσεις, οι οποίες μεταδίδονταν ζωντανά, απευθείας από τους ραδιοθαλάμους του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ).

Ο πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος διέλυσαν το εκπαιδευτικό σύστημα. Όχι μόνο πολλά σχολεία καταστράφηκαν, αλλά και το έμψυχο υλικό αποδεκατίστηκε. Το δραματικό όμως που κυριαρχούσε σε όλες τις οικογένειες, ήταν τα παιδιά που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν. Οι μέρες της φτώχειας και του φόβου δεν έχουν τελειώσει, όμως τώρα μπορούν οι γονείς να δώσουν στα παιδιά φρέσκο γάλα, ντοματοπελτέ και θρεψίνη στο ψωμί. Η ψυχή χρειαζόταν στήριξη και την έβρισκε στο κατηχητικό και το σώμα χρειαζόταν δύναμη, που την έβρισκε στο μουρουνέλαιο.

Τα παιδιά μετά τον πόλεμο, δεν έπαιζαν με παιχνίδια. Έπαιζαν μόνο παιχνίδια που χρειάζονταν μυαλό και πόδια, όπως το κυνηγητό, το κρυφτό, αμπάριζα και μπάλα που ήταν φτιαγμένη από κουρέλια δεμένα με σπάγκο, ενώ τα καλάμια αποτελούσαν τη βασική ύλη για παιχνίδι, αφού μπορούσαν να γίνουν πιστόλια, άλογα, τόξα, βέλη. Λίγα ήταν τα παιδιά που γνώρισαν τα πρώτα lego, που έκαναν την εμφάνισή τους το 1949, όταν η δανέζικη εταιρεία παιχνιδιών παρήγαγε περίπου 200 διαφορετικά είδη πλαστικών και ξύλινων παιχνιδιών, μεταξύ αυτών και τα γνωστά μας τουβλάκια.

Λίγο πριν εκπνεύσει η δεκαετία αυτή, τα παιδιά διαβάζουν "Ελληνόπουλο"και "Μάσκα"και ακούνε δίσκους 78 στροφών με ελληνικούς και ξένους στίχους κυρίως αγγλικούς, που γίνονται μάλιστα η αφορμή, για να μάθουν τις πρώτες τους Αγγλικές λέξεις.



Από το βιβλίο "Η γειτονιά μας η παλιά"των Ν & Γ Σαραντόπουλου, εκδόσεις Σαββάλας
Φωτογραφίες: instofcom.blogspot.gr , tvxs.gr ,anthologio.wordpress.com

Το ερωτικό ραντεβού του Αλέκου Σακελλάριου στο οποίο έγραψε το θρυλικό τραγούδι «Άστα τα μαλλάκια σου». Γιατί οι στίχοι έμειναν για 20 χρόνια στα αζήτητα

$
0
0


Το τραγούδι «Άστα τα μαλλάκια σου» γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’30, ηχογραφήθηκε το 1951, τραγουδήθηκε από πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες και ακούγεται έως τις μέρες μας.





 Πρώτος ερμηνευτής ήταν ο Φώτης Πολυμέρης, ο οποίος το τραγούδησε για τις ανάγκες της ταινίας «Εκείνες που δεν πρέπει να αγαπούν», του Αλέκου Σακελλάριου. Πρωταγωνιστής ήταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης, τον οποίο ντούμπλαρε ο τραγουδιστής. «Άστα τα μαλλάκια σου, ανακατωμένα άστα ν’ ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά». Ο Σακελλάριος δεν ήταν μόνο σκηνοθέτης στην ταινία, αλλά και ο στιχουργός του τραγουδιού. Χρειάστηκαν σχεδόν 20 χρόνια από τη στιγμή που το εμπνεύστηκε μέχρι να φτάσει στα αυτιά του κόσμου. Μέχρι τότε, παρέμενε στο συρτάρι του στα «αζήτητα». Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 ο σκηνοθέτης είχε γνωρίσει μια κοπέλα που του άρεσε. Σε ένα ραντεβού τους στο Καβούρι φυσούσε δυνατός αέρας που σήκωνε το φόρεμα της κοπέλας και χαλούσε το χτένισμά της. Με το ένα χέρι κατέβαζε το φόρεμα και με το άλλο, έφτιαχνε τα μαλλιά της. Όπως έχει περιγράψει ο Σακελλάριος σε συνέντευξή του, κάποια στιγμή τον πλησίασε και με απελπισμένο ύφους του είπε: «Πω πω χάλια έγιναν τα μαλλιά μου». Εκείνος της απάντησε: «Μια χαρά είναι και έτσι τα μαλλάκια σου, ανακατεμένα». Ο Φώτης Πολυμέρης τραγούδησε για πρώτη φορά το τραγούδι Έτσι εμπνεύστηκε την πρώτη φράση του τραγουδιού και όταν επέστρεψε στο σπίτι του, άρχισε να το γράφει. Το μυαλό του έκανε συνειρμούς γύρω από την ανησυχία της κοπέλας για το πώς έδειχναν τα μαλλιά της και σκέφτηκε ότι κάτι τέτοιο θα έπρεπε να την απασχολήσει όταν γεράσει. Όσο ήταν νέα, η φυσική της ομορφιά ήταν αρκετή. «Τώρα που τα νιάτα σου, ειν’ ολανθισμένα, άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα» Οι στίχοι ολοκληρώθηκαν αλλά το τραγούδι δεν μελοποιήθηκε για αρκετό καιρό. Κάποια στιγμή ο συνθέτης Μιχάλης Σογιούλ, γνωρίζοντας ότι ο Σακελλάριος έγραφε στίχους, του ζήτησε ένα τραγούδι που θα μπορούσε να γίνει βαλς. Ο σκηνοθέτης θυμήθηκε το «Άστα τα μαλλάκια σου» και του το έδωσε. Ο Σογιούλ ενθουσιάστηκε και έγραψε αμέσως τη μουσική, αλλά καμία εταιρία δεν ήθελε να το ηχογραφήσει γιατί δεν ήταν όπως έλεγαν, «πιασάρικο». Έτσι μπήκε πάλι στο συρτάρι, μέχρι το 1951 που ο σκηνοθέτης αποφάσισε να το συμπεριλάβει στην ταινία του. Ο κόσμος το αγάπησε, αποδεικνύοντας ότι ήταν τελικά «πιασάρικο».... 

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr

Η Ροζίτα Σεράνο: Έγινε «σοκολατίνα» και αφορμή να χωρίσει η Κυβέλη τον Παπανδρέου!

$
0
0


Η καλλίφωνος Χιλιανή τραγουδίστρια Ροζίτα Σεράνο σε φωτογραφίες εποχής.
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Η «άγνωστη» καριέρα της στη ναζιστική Γερμανία
Οι Έλληνες την γνωρίζουν από την «πάστα Σεράνο» και οι παλαιότεροι από το βουκολικό τραγούδι «Του Γιάννου η φλογέρα» που έγραψε ο Κ. Κοφινιώτης και μελοποίησε ο Μ. Σογιούλ (1938) και το οποίο σε δεύτερη εκτέλεση τραγούδησε η Σοφία Βέμπο. Ή από τα αρχοντορεμπέτικα που τραγούδησε –χωρίς να τα δισκογραφήσει–, όπως το «Βρε πώς μπατιρήσαμε», το «Άλα, έχω στρώσει μια κεφάλα» (1953) κ.ά.! Παραμένουν όμως άγνωστα η περιπετειώδης ζωή της και το μάλλον ατυχές τέλος της.

Ροζίτα Σεράνο
Η Μαρία Μάρθα Έστερ Αλντουνάτε ντελ Κάμπο, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της τραγουδίστριας Ροζίτας Σεράνο, γεννήθηκε στη Βίλια ντερ Μαρ της Χιλής στις 10 Ιουνίου 1914. Ο πατέρας της Έκτωρ εργαζόταν στη διπλωματική υπηρεσία της χώρας του. Η Ροζίτα, δημοφιλής τραγουδίστρια της όπερας, μετακινείται στην Ευρώπη –αρχές δεκαετίας 1930– συνοδευόμενη από τη μητέρα της Σοφία. Περνά από Πορτογαλία και Γαλλία για να βρεθεί –1936– στο Βερολίνο. Παρουσιάζεται στις μεγαλύτερες θεατρικές αίθουσες εκτελώντας λαϊκά τραγούδια της Χιλής μέχρι να την ανακαλύψει ο Γερμανός συνθέτης Peter Kreuder και να υπογράψει συμβόλαιο με τη γερμανική Telefunken. Η καριέρα της απογειώθηκε.

Η Ροζίτα Σεράνο.
Ερμηνεύει, στη γερμανική γλώσσα, δημοφιλέστατα τραγούδια και συμμετέχει σε γερμανικές ταινίες (1938-1941). Με μεσολάβηση του σκληρού ναζιστή και θαυμαστή της Joseph Goebbels, δίνει συναυλίες σε ραδιοφωνικές εκπομπές για τη Βέρμαχτ και το 1940 το τραγούδι της «La Paloma» γίνεται το δημοφιλέστερο άκουσμα στη Γερμανία. Το οπερετικό ύφος της φωνής της ενθουσίαζε τους ακροατές, ενώ το άκουσμά της θυμίζει αφρικανικό τζαζ ή αμερικανικό μπλουζ. Η καριέρα της στη ναζιστική Γερμανία τελείωσε άδοξα το 1943. Στη διάρκεια μιας περιοδείας στη Σουηδία κατηγορήθηκε ως «κατάσκοπος» διότι είχε δώσει παράσταση υπέρ των Εβραίων προσφύγων.

Η λεωφόρος Συγγρού και η Ακρόπολη στο βάθος, τη δεκαετία του 1950. Η κίνηση στο δρόμο ελάχιστη.
Στην Ελλάδα ήταν γνωστή πριν ακόμη την επισκεφτεί. Τα τραγούδια της μεταδίδονταν κατά τη διάρκεια της Κατοχής από το γερμανοκρατούμενο ραδιόφωνο. Ήρθε όμως για πρώτη φορά το 1946 για να πραγματοποιήσει εμφανίσεις στο νυκτερινό κέντρο «Αριζόνα». Οι εφημερίδες την υποδέχονται με διθυράμβους. Ο Σπύρος Μελάς τής αφιερώνει πρωτοσέλιδο χρονογράφημα μαγεμένος από τα μεγάλα πράσινα μάτια της που ιρίδιζαν. Ο Στέφανος Ζώτος περιγράφει τη γοητεία του 32χρονου Χιλιανού αηδονιού! Ταυτοχρόνως, συμμετέχει, με τη Σοφία Βέμπο, που υπήρξε προσωπική της φίλη, σε όλες τις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Στην Αθήνα, η «εκμαυλίστρια αισθημάτων», όπως καταγράφηκε πολλά χρόνια αργότερα, γίνεται περιζήτητη από τον ανδρικό πληθυσμό. Εγκλιματίζεται εύκολα και συνεργάζεται με τους σημαντικότερους Έλληνες δημιουργούς και καλλιτέχνες. Συνδέεται με τον Γιάννη Σπάρτακο και πραγματοποιεί μαζί του τετράχρονη διεθνή τουρνέ.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου και η Κυβέλη σε κοινή δημόσια εμφάνισή τους.
Τον Ιούλιο 1951, έρχεται για δεύτερη φορά στην Αθήνα και η «παρεπιδημούσα ενταύθα Χιλιανή καλλιτέχνις» γίνεται πρωταγωνίστρια αυτοκινητικού ατυχήματος. Η Σεράνο, οι αδελφές Βέμπο, η τραγουδίστρια της νίκης Σοφία και η αδελφή της Αλίκη, ο Μίμης Τραϊφόρος και ο ενδυματολόγος Σκαλιντώ επήγαν για διασκέδαση στη βίλα του Γεωργίου Παπανδρέου στο Καστρί. Φεύγοντας, ήταν σε ευθυμία, και το ανοιχτό Σεβρολέ που οδηγούσε η Σεράνο έκανε «οχτάρια» μέχρι που έπεσε στα χωράφια. Βγήκε, αλλά φθάνοντας στη Μεταμόρφωση Σωτήρος συγκρούστηκε με σφοδρότητα με το λεωφορείο της γραμμής Μπογιατίου. Οι επιβάτες σώθηκαν με μικροτραυματισμούς, αλλά το γεγονός δημοσιοποιήθηκε υποχρεώνοντας τον Γ. Παπανδρέου να στείλει ακόμη και επιστολή διάψευσης, υποστηρίζοντας πως δεν επρόκειτο για «κραιπάλη» αλλά για …κοινωνική εκδήλωση! Η υπόθεση αυτή είχε μακρά συνέχεια. Η Σεράνο, ενώ είχε φύγει, καταδικάσθηκε ερήμην σε τέσσερις μήνες φυλάκισης. Δύο χρόνια αργότερα (1953), όταν ξαναήλθε για τρίτη φορά στην Αθήνα, εκδικάζεται η έφεσή της και αθωώνεται. Εκείνη η δίκη υπήρξε μνημειώδης, με εμφανή τα στοιχεία τής… άνωθεν παρέμβασης. Πολλά χρόνια αργότερα, η ποιήτρια Βαλεντίνη Ποταμιάνου, εγγονή της Μιράντας Μυράτ και κόρη της Κυβέλης Θεοχάρη, θα αποκαλύψει πως η… κοινωνική σχέση του Γ. Παπανδρέου με την εξωτική Σεράνο υπήρξε η αφορμή για να αποφασίσει η Κυβέλη τον χωρισμό τους… Πάντως, η Σεράνο ήλθε τουλάχιστον δύο ακόμη φορές στην πατρίδα μας, με τελευταία –μάλλον– το 1960 για να συμμετάσχει στο αποκριάτικο πρόγραμμα του περίφημου Roxy Club της οδού Όθωνος. Όσο για την «πάστα Σεράνο», ο Νίκος Καμπάνης έγραψε πως όταν η καλλιτέχνιδα σύχναζε σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Φωκίωνος Νέγρη –η οδός ήταν τότε στέκι θεατρανθρώπων– ο επιχειρηματίας του καταστήματος, γοητευμένος από την παρουσία της, ονομάτισε έτσι τη σοκολατίνα! Ωστόσο, σώζονται και άλλες εκδοχές για το όνομά της…

Γεώργιος Παπανδρέου.
Η Σεράνο πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της στην πατρίδα της. Οι συμπατριώτες της δεν συγχώρησαν ποτέ τα χρόνια της καριέρας της στη Γερμανία την εποχή των ναζί. Έφυγε από τη ζωή πάμπτωχη, στο Σαντιάγο της Χιλής, στις 6 Απριλίου 1997 και οι βιογράφοι της αγνοούν εντελώς την παρουσία της στην
Ελλάδα.

Η τραγουδίστρια και ηθοποιός Σοφία Βέμπο (1910 - 1978).

Η εξέγερση της Τήνου για τα σύκα και τα γουρούνια

$
0
0

Newsit

Η εξέγερση της Τήνου για τα σύκα και τα γουρούνια


Το μεσημέρι της 29ης Αυγούστου του 1833, άρχισαν να χτυπούν δαιμονισμένα οι καμπάνες των εκκλησιών της πόλης της Τήνου. Οι κάτοικοι που συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι, βρήκαν τους κρατικούς εκπροσώπους, δηλαδή τον έπαρχο, τον διευθυντή της νομαρχίας και τον ενωμοτάρχη, να τους καλούν σε λαϊκή συνέλευση με σκοπό την άμυνα της πόλης. Πράγματι, στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας είχε συγκεντρωθεί μια ορδή εξαγριωμένων αγροτών από τα χωριά του νησιού, οπλισμένων με ραβδιά, δρεπάνια και τσεκούρια.
Οι κάτοικοι της πόλης, κυρίως έμποροι και υπάλληλοι, φοβούμενοι ότι οι ανεξέλεγκτοι αγρότες θα εισβάλλουν και θα ρημάξουν τα μαγαζιά και τα σπίτια τους, έφεραν κι αυτοί όσα όπλα διέθεταν και άρχισαν να στήνουν πρόχειρα οδοφράγματα στα σοκάκια και στο λιμάνι. Η μισή Τήνος ήταν έτοιμη να συγκρουστεί με την άλλη μισή, καθώς ο αριθμός των συγκεντρωμένων αγροτών υπολογιζόταν από 1.200 μέχρι 2.000 άτομα.
Η εξέγερση της Τήνου, όπως ονομάστηκε, ήταν μία από τις δεκάδες που ξέσπασαν εκείνα τα χρόνια με αφορμή τη φορολογία που είχε επιβάλλει ο βασιλιάς Όθωνας. Το αίτημα των αγροτών του νησιού ήταν η τροποποίηση του φόρου της δεκάτης για την παραγωγή των σύκων και του φόρου επί των γουρουνιών. Θεωρούσαν ότι η απόδοση του 10% της παραγωγής σύκων σε χρήμα και η καταβολή μίας δραχμής το χρόνο για κάθε γουρούνι ήταν μέτρα εξοντωτικά και κυρίως παράνομα.
Όπως έλεγαν, η εγκύκλιος 1234 του υπουργείου οικονομικών που κρατούσαν οι φοροεισπράκτορες και με βάση την οποία απαιτούσαν τους φόρους, δεν ήταν ακριβές αντίγραφο του βασιλικού διατάγματος αλλά πλαστογραφημένη. Αρνούνταν λοιπόν να πληρώσουν και απαιτούσαν να δουν το πρωτότυπο του βασιλικού διατάγματος με τη γνήσια υπογραφή του Όθωνα. Το αίτημα ήταν παράλογο, περιφρονητικό για τις υπηρεσίες του κράτους και φυσικά αδύνατο να ικανοποιηθεί, αφού δεν ήταν εφικτό ο κάθε φοροεισπράκτορας που έκανε έφοδο σε χωράφια και στάβλους να κρατά μαζί του την πρωτότυπη διαταγή του βασιλιά.
Ο έπαρχος έστειλε εσπευσμένα ένα καΐκι στη Σύρο ενημερώνοντας τις αρχές ότι στην Τήνο είχε ξεσπάσει στάση εναντίον του βασιλέως. Η αλήθεια είναι ότι οι Βαυαροί δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη στους Τηνιακούς, καθώς στο νησί κυριαρχούσε απόλυτα το φιλορωσικό κόμμα που είχε κηρυχθεί παράνομο. Ο ναός της Ευαγγελίστριας που είναι το σήμα κατατεθέν του νησιού χτιζόταν τότε, αλλά είχε ήδη γίνει κέντρο της θρησκευτικής αντιπολίτευσης στον ‘’αλλόθρησκο’’ καθολικό Όθωνα και της εκκλησιαστικής του πολιτικής.
Οι Τηνιακοί ήταν προσκολλημένοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και θεωρούσαν προδοτική την δημιουργία του ελληνικού αυτοκέφαλου. Έτσι κι αλλιώς οι Τηνιακοί είχαν από παλιά ειδική σχέση με την Ρωσία, καθώς το νησί τους είχε χαρακτηριστεί από την Σύνοδο της Βερόνας (1822) ως ‘’Terra Favor Libertatis’’, δηλαδή ‘’χώρος υπό την εύνοια’’ της Ιεράς Συμμαχίας και με βάση αυτό τoν χαρακτηρισμό αυτό, οι Ρώσοι ήταν οι επίσημοι προστάτες των Ορθοδόξων της Τήνου.
Όπως αποδείχτηκε αργότερα, κάποιος τοπικός μητροπολίτης ήταν ένας από τους βασικούς υποκινητές της αγροτικής εξέγερσης, καθώς εκμεταλλεύτηκε την οργή των αγροτών για τους φόρους για να δημιουργήσει γενικότερο πρόβλημα. Ο φανατικός εκείνος ιερωμένος, έφτιαξε ένα από τα πρώτα κινήματα του ‘’δεν πληρώνω’’ έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του πολιτικούς και θρησκευτικούς σκοπούς.
Έλεγε στους αφελείς και πάμφτωχους νησιώτες ότι ο προφήτης Αγαθάγγελος είχε προφητεύσει το τέλος του Όθωνα, άρα η εξέγερση τους ήταν μέρος θεϊκού σχεδίου. Αφορμή ήταν ένα ατύχημα που είχε συμβεί στον βασιλιά στο Ναύπλιο. Η άμαξα του είχε αναποδογυρίσει σ’ ένα σοκάκι και σύρθηκε για πολλά μέτρα αναποδογυρισμένη, δίχως ο Όθωνας να πάθει τίποτα σοβαρό. Ο μητροπολίτης βεβαίωνε τους ανθρώπους ότι το ατύχημα αυτό είχε προβλεφθεί από τον Αγαθάγγελο και ότι αποτελούσε το πρώτο θεϊκό βήμα για την τελική έξωση του.
Η στάση έληξε αναίμακτα όταν στο νησί κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και αποβιβάστηκαν αγήματα από πολεμικά πλοία. Οι χωρικοί αφοπλίστηκαν και τα όπλα τους (χιλιάδες λοστάρια, δρεπάνια, τσάπες και τσεκούρια) στάλθηκαν στον ναύσταθμο Ναυπλίου ως αποδεικτικά της εξέγερσης. Δεκάδες πρόκριτοι πέρασαν στρατοδικείο και φυλακίστηκαν, ενώ οι αγρότες πλήρωσαν τους φόρους τους. Όσο για τον μητροπολίτη, πρόλαβε να μπει λαθραία σ’ ένα καΐκι, πήγε στο Πατριαρχείο κι από κει στη Ρωσία. Πέθανε εκεί χωρίς να ξαναγυρίσει στην Τήνο.

Η εξέγερση της Τήνου για τα σύκα και τα γουρούνια

Κινηματογραφικές Ατάκες-Ελληνικός Κινηματογράφος

$
0
0
ΠαπαγιαννόπουλοςΔεν την χούφτωσες;!!! Θα το μετανιωωώσεις. Χούφτωσ’ την, χούφτωστ’ την!
Δ.Παπαγιαννόπουλος στο «Κάτι Κουρασμένα Παλικάρια» (1967)
Μακράν η καλύτερη ατάκα του ελληνικού κινηματογράφου
Γιάννης ΒογιατζήςΑυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις. Να μου το θυμηθείς. Αυτή αν δεν σε κάνει φλώρο, εμένα να μην με λένε Μεμά!
Ο Γιάννης Βογιατζής στις «Θαλασσιές Χάντρες» (1967)
Η δεύτερη καλύτερη ατάκα του ελληνικού κινηματογράφου
ΓκιωνάκηςΕ, μια μου λέτε πορτοκαλάδα, μια λεμονάδα, μια σόδα. ΤΙ ΘΕΤΕ;
Ο Γιάννης Γκιωνάκης στην ταινία «Τα Κίτρινα Γάντια» (1960)
στην πιο απολαυστική σκηνή του ελληνικού κινηματογράφου
Αθηνόδωρος ΠρούσαληςΨηλός, όμορφος, βουτυράτος...Με μια αψηλή, τσιριμπίμ, τσιριμπόμ...
Αθηνόδωρος Προύσαλης στο «Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη» (Τσιφόρος, 1968)
H όλη σκηνή είναι απολαυστική. Αυθεντικός Τσιφόρος.
Σπύρος ΚαλογήρουΉταν πολλά τα λεφτά, Άρη.
Σπύρος Καλογήρου στον Νίκο Κούρκουλο στη «Λόλα» (1964)
ΛογοθετίδηςΟι Γερμανοί ξανάρχονται.
Τίτλος ταινίας του Αλέκου Σακκελάριου με τον Βασίλη Λογοθετίδη (1948)
ταινίαΑγάπησα και πόνεσα
Τίτλος ταινίας του 1949 με Ελ.Χατζηαργύρη, Θ.Μορίδη
ΛογοθετίδηςΚαι τσίριο Μανώλης και τσίριο Μανώλης…
O Βασίλης Λογοθετίδης στη «Σάντα Τσικίτα» (1953)
Δήμος ΣταρένιοςΜας αγαπάνε οι Γερμανοί, σαν φίλοι ήρθανε!
Ο Δήμος Σταρένιος στο «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται»
(δεν είπε «Είναι φίλοι μας οι Γερμανοί!»)
ΑυλωνίτηςΠνεύμα και ηθική!
O Βασίλης Αυλωνίτης στην «Ωραία των Αθηνών» (1954)
Φωτόπουλος- Θα είσαι φρόνιμος;
- Χ ά ρ α κ α ς!
O Μ.Φωτόπουλος απαντά στη Γεωργία Βασιλειάδου στην «Ωραία των Αθηνών»
ΦούνταςΣτέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι.
Γιώργος Φούντας στη «Στέλλα» του Κακογιάννη (1955)
ProtopappasΌταν έχεις λεφτά Ανάργυρε μπορείς να αφήσεις τη συνείδησή σου να κοιμάται μόνη της κι εσύ να κοιμάσαι με την καλύτερη ερωμένη.
Γιώργος Πρωτόπαππας προς Λογοθετίδη στην «Κάλπικη Λίρα» (1955)
ΒασιλειάδουΗ ανιψιά μου κι εγώ είμαστε πάρα πολύ στενοχωρημένες γι΄ αυτό που συνέβη, κύριε. Είμαστε very very... πώς το λέτε εδώ στην Ελλάδα; Χολοσκασμένες!
Γεωργία Βασιλειάδου στη «Θεία από το Σικάγο» (1957)
Μίμης ΦωτόπουλοςΠρωινό [γεύμα] το λέτε σεις αυτό [στην Αμερική]; Γιατί εμείς εδώ το λέμε βδομαδιάτικο.
Ο Μίμης Φωτόπουλος στο «Ο Φανούρης και το σόι του» (1957)
Δημήτρης ΧορνΈνα εκατομμύριο εκατόν μία χιλιάδες εκατόν μία και δέκα
Ο Δημήτρης Χορν -ως απελπισμένος ταμίας- στη «Μια ζωή την έχουμε» (1958)
Μίμης ΦωτόπουλοςΚαι μετά, θα κάαααθεσαι
Μίμης Φωτόπουλος (φράση-σήμα κατατεθέν του από επιθεωρησιακό νούμερο)
ΤσαγανέαςΒεβαίως, βεβαίως. Του Θεμιστοκλέους, βεβαίως, βεβαίως.
Χρήστος Τσαγανέας στο «Το Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» (1959)
Νίκος ΡίζοςΦέρτε μου τη Μαρίνα να τη σκίσω!
Νίκος Ρίζος στο «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» (1961)
Ντίνος ΗλιόπουλοςΛοιπόν δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά σήμερα είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε!
Ντίνος Ηλιόπουλος στον «Ατσίδα» (1961)
Στέφανος ΣτρατηγόςΣτρίβειν δια του αρραβώνος.
Ο Στέφανος Στρατηγός στον «Ατσίδα» (1961)
ΒέγγοςΤο χρήμα είν’ ατμός και φεύγει. Η δόξα είν’ ατμός και πάει. Ζεις για λίγα χρόνια τη ζωή σου κι ύστερα «Άμωμοι εν οδώ αλληλούια»...
Ο Βέγγος στον «Ατσίδα» (1961)
Ντίνος ΗλιόπουλοςΉταν ψηλός, μετρίου αναστήματος, παχουλός πολύ... προς το αδύνατο, με μια μουστακάρα... να έτσι δα, ένα μουστακάκι...
Νίνος Ηλιόπουλος στο «Ζητείται Ψεύτης» (1961)
Κώστας ΧατζηχρήστοςΑμ πως; / Αμ πόις και
Α σουπή και
Τ΄ άκουσες πουλί μου/ Τ΄άκουσες πολί μου
Κώστας Χατζηχρήστος σε διάφορες ταινίες
Κώστας ΚακαβάςΑμάρτησα για το παιδί μου
Τίτλος ταινίας του 1963, με Κ.Κακαβά, Ν.Ξανθόπουλο, Άντζελα Ζήλεια
ταινίαΔεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας, είναι το φιδάκι ο Διαμαντής.
Από διάφορες παλιές ελληνικές ταινίες
κλέψαςΟυ..ου... μύλος γίνεται στον οργανισμό: Ο κλέψας, του κλέψαντος, τω κλέψαντι, ω παλιοκλέψαντες και παλιοκλεφταρέοι.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος στο «Φωνάζει ο Κλέφτης»
Η Αλίκη στο ΝαυτικόΠολλά φουστάνια βρε παιδιά... Πολλά φουστάνια. Εδώ είναι αντιτορπιλικόν, δεν είναι το Λύκειο των Ελληνίδων
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στο «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (1961)
ΚωνσταντίνουΔε μου λες; Εσείς [κομπιάζει] εδώ φτιάχνετε ένα που είναι, έτσι όλο σαντιγύ, που έχει από κάτω σοκολάτα.. όχι, από πάνω σοκολάτα... και έχει πάλι το... και είναι όλο [κομπιάζει] μέσα σ΄ ένα γυάλινο μπωλ...
Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963)
(«όλα τα λεφτά» είναι στην περιγραφή που προσπαθεί να κάνει χειρονομώντας)
Ντίνος ΗλιόπουλοςΟι γυναίκες, Θανάση μου, έτσι είναι: οι νόμιμες τρελαίνονται για την οικονομία και οι παράνομες για τη σπατάλη.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος στο «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963)
Διονύσης ΠαπαγιαννόπουλοςΤι θα το κάνουμε εδώ μέσα, Αμέρικαν μπαρ;
Δ. Παπαγιαννόπουλος στη «Βίλα των Οργίων» (1964)
Ντίνος ΗλιόπουλοςΠαιδί μου, η ποίηση είναι ποίηση, άμα δεν την καταλαβαίνει κανείς. Άμα την καταλαβαίνουν όλοι δεν είναι ποίηση, είναι τσιφτετέλι. Κατάλαβες;
Ντίνος Ηλιόπουλος στο «Δόλωμα» (1964)
Γιάννης ΒογιατζήςΣας χαιρέτησα; Δε σας χαιρέτησα! Χαίρετε, τι κάνετε, καλά ευχαριστώ!
Ο Γιάννης Βογιατζής ως Μικές (καταρχήν, ραδιοφωνική ατάκα)
Νίκος ΚούρκουλοςΣε μένα πούλησες ψεύτικη μάνα ρε;
Ο Νίκος Κούρκουλος, δέρνοντας τον Δ. Μούτσιο, στους «Αδίστακτους» 1965
(Α’ βραβείο ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)
Σταύρος ΞενίδηςΕγώ είμαι στρατιωτικός και τα λέω τσεκουράτα...
Ο Σταύρος Ξενίδης στο «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Γ.Τζαβέλλα (1965)
ΚωνσταντίνουΕγώ, παίρνω το καπελλάκι μου και φεύγω!
Ο Γ. Κωνσταντίνου στο «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Γ.Τζαβέλλα (1965)
ΚαραβάγγοςΒάρδα ρε Καραβάγγο...ειδοποία ρε ότι ξαναπιάνουμε δουλειά...ειδοποία ρε Καραβάγγο!
Ο Κώστας Δούκας, ως μάστορας, στο «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965)
ταινίαΠαθώς και μαθώς.
Ο Γ. Τζιφός, ως ταξιτζής, στο «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965)
Η παροιμιώδης αυτή φράση προέκυψε από την ταινία. Δεν προϋπήρχε.
(Προϋπήρχε όμως η παροιμία «το πάθημα-μάθημα» και το «πάθει μάθος» του Αισχύλου.)
ΒουτσάςΈχω και κότερο. Πάμε μια βόλτα;
Κώστας Βουτσάς στο «Κορίτσια για φίλημα» (1965)
ΚωνσταντάραςΟι γυναίκες και οι πολιτικοί, Κωστάκη, πρέπει να προσέχουν πολύ τις περιφέρειές τους!
Ο Κωνσταντάρας στο «Υπάρχει και φιλότιμο» (ως Μαυρογιαλούρος, 1965)
Νίκος ΞανθόπουλοςΌχι τόσο για μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου...
Ο Νίκος Ξανθόπουλος στον «Κατατρεγμένο» (1965)
Σταύρος ΠαράβαςΕίμαι η Κλεοπάτρα, η υπηρέτρια που ζητήσατε.
Ο Σταύρος Παράβας στο «η Κλεοπάτρα ήταν Αντώνης» (1966)
ΒέγγοςΚαλέ μου άνθρωπε... και Πελάαατες μου...
Ο Βέγγος σε διάφορες ταινίες του
ΒέγγοςΞέρεις από βέσπα;
Ο Βέγγος στο «Τρελός, Παλαβός και Βέγγος» (1967)
ΒουτσάςΚαατίνα, σαλαμάκι.
Ο Κώστας Βουτσάς στο «Ο Γόης» (1969)
ΚωνσταντάραςΛυπάμαι πάρα πολύ... άλλη φορά θα σε εξυπηρετήσω... τώρα... ευχαρίστως ναι, αλλά όχι.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στην ταινία «Ο Στρίγγλος που έγινε Αρνάκι»
ΣτυλιανοπούλουΠεριπεράστε παρακαλώ.
Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου σε διάφορες ταινίες
Σαπφώ ΝοταράΕδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα!
Η Σαπφώ Νοταρά στο «Αχ αυτή η γυναίκα μου» (1967)
(με τη χαρακτηριστική μπάσα, άγρια φωνή)
ΒουτσάςΝαι! Της είπα όσα με είπες, αλλά με είπε χαλβά και πολλά στενοχωρήθηκα... Μαμά, άκου, να με κάνεις κιοφτέδες, πολλούς κιοφτέδες... και κομματάκι χαλβά...
Ο Κώστας Βουτσάς στη «Νύχτα Γάμου» (1967)
ΒόγληςΣτάσου μύγδαλα...στάσου... στάσου μην τρέχεις... στάσου... στάσου μωρέ!
Ο Γιάννης Βόγλης ως τσοπάνος στα «Κορίτσια στον Ήλιο» (1967)
κυνηγώντας την αλλοδαπή Ann Lomberg
Νίκος ΤσούκαςΑυτό θα πάει για τρακόσιε χιλιάδε δίσκοι!
Ο Νίκος Τσούκας -ως στιχουργός- στην ταινία «Το Θύμα» (1969)
ΓκουσγκούνηςΑα, να΄τα τα πουλάκια μου!
Ο θρυλικός Γκουσγκούνης σε μια από τις τσόντες του
Νίκος ΚούρκουλοςΤι κάνετε μωρέ; Σταματήστε το κάρβουνο! Όχι άλλο κάρβουνο!
Ο Νίκος Κούρκουλος στο «Ορατότης Μηδέν» (1970)
ΦωτόπουλοςΔραχμάς δεν δίδω. Λίρας δεν δίδω...
O Μ.Φωτόπουλος σε διάλογο με τον Χατζηχρήστο στο «Τι κάνει ο άνθρωπος για να ζήσει» (1970)
ΓκουσγκούνηςΒάστα γερά, θα σπρώξω...
Ο θρυλικός Γκουσγκούνης και πάλι
ΕξαρχάκοςΒαγγέλη!
Ο Χρόνης Εξαρχάκος στο «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» (1971)
ΛαζόπουλοςΤι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες…
Λάκης Λαζόπουλος στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους»
(βασικά είναι τηλεοπτική ατάκα, αλλά δεν πειράζει)
ΠουλικάκοςΣτην Ελλάδα όλες οι ώριμες σεξουαλικά γυναίκες, λέγονται γκόμενες. Οι ανώριμες, είναι τα μανούλια…
O Δημήτρης Πουλικάκος στην «Άρπα Κόλλα » (1982)
Κώστας ΤσάκωναςΕξι χρόνια στο Δημοτικό και έξι στο Γυμνάσιο, δώδεκα, και έξι χρόνια στο Πολυτεχνείο, δεκαοχτώ. Έξι χρόνια στο Λονδίνο, είκοσι τέσσερα, και έξι χρόνια μέχρι να πάω σχολείο, τριάντα. Μέχρι τα τριάντα έξι που είμαι, τα άλλα έξι που πήγανε;
Ο Κώστας Τσάκωνας στο «Μάθε Παιδί μου Γράμματα» του Θ.Μαραγκού (1981)

Το «Γιουσουρούμ» των Αθηνών

$
0
0

ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜΓράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Καραϊσκάκη, την εποχή του Όθωνα, εγκαθίσταται ο Εβραίος έμπορος Νώε Γιουσουρούμ, μια από τις πλέον χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα. Άνοιξε εμπορικό κατάστημα, το οποίο πουλούσε μεταχειρισμένα ρούχα και υποδήματα. Στην ίδια περιοχή, η οποία ονομαζόταν «Τα εβραίικα», υπήρχαν και άλλα εμπορικά καταστήματα με φθηνά εμπορεύματα, παλαιοπωλεία κ.λπ. Η οικογένεια Γιουσουρούμ -στα εβραικά σημαίνει «άνθρωπος του Θεού»- αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821 πέρασε από τη Σμύρνη στην Κύθνο και από εκεί στην Αθήνα. Στις αρχές του 20ού αιώνα η οικογένεια ανήγειρε και το δικό της νεοκλασικό στη γειτονική συνοικία του Θησείου. Εξάλλου, λίγο παρακάτω, στην οδό Μελιδώνη υπήρχε η εβραϊκή συναγωγή που σώζεται μέχρι τις ημέρες μας.
Σύνηθες ήταν το φαινόμενο, στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αθηνάς, όπου ήταν τα πρακτορεία, οι επαρχιώτες να ρωτούν πού βρισκόταν το κατάστημα του Γιουσουρούμ, για να αγοράσουν φθηνά μεταχειρισμένα ρούχα. Από τότε καθιερώνεται η χρήση της ονομασίας «Γιουσουρούμ», λόγω της ύπαρξης του εμπορικού καταστήματος του ομώνυμου Εβραίου εμπόρου. Δεν είναι λίγοι αυτοί που όταν πρόκειται να επισκεφθούν το Μοναστηράκι και την πλατεία Αβησσυνίας, συνήθως τα πρωινά της Κυριακής, λένε «πάμε για ψώνια στο Γιουσουρούμ».
Μετά τον θάνατο του Νώε Γιουσουρούμ, το εμπορικό κατάστημα το διατήρησε ο γιος του Ηλίας, ο οποίος διετέλεσε και αντιπρόεδρος του Σωματείου Παλαιοπωλών κατά την περίοδο 1890-1920.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους οι Γιουσουρούμ άνοιξαν το περίφημο «Κατάστημα Συμμαχικών Ειδών» στην οδό Ερμού 84, όπου παλαιότερα υπήρχαν μεγάλοι στάβλοι. Εκεί πωλούνταν μεταχειρισμένα στρατιωτικά είδη, χρήση που καθιερώθηκε στην περιοχή και ίχνη της σώζονται μέχρι τις ημέρες μας. Οι άνδρες της οικογένειας –κλάδοι της οποίας υπάρχουν και σήμερα– διακρίθηκαν στους πολέμους.

Τα σπίτια που έμειναν στην οδό Τριών Ιεραρχών

$
0
0

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Νεοκλασικό σπίτι στα Ανω Πετράλωνα, στη συμβολή των οδών Τριών Ιεραρχών 24 και Αιξωνέων.
Υπάρχουν εκείνες οι στιγμές που οι εκλάμψεις της τσαρουχικής Αθήνας σε αιφνιδιάζουν. Σκέφτομαι συχνά πως εκείνος ο ολόκληρος κόσμος που μας κληροδότησε ο Γιάννης Τσαρούχης, μέσα από τους νευρώνες της Αθήνας, ανάμεσα σε σκιές και ημίφωτα, με εκείνο το χοντροκόκκινο και το λουλακί, που έβαφε θριγκούς και μετόπες, επιζεί περισσότερο στη φαντασία. Ωστόσο, υπάρχουν τα σημεία συνάντησης, οι αφανείς σκιές.
Εκεί, στα Ανω Πετράλωνα, ανάμεσα σε ατελείωτα μέτωπα πολυκατοικιών, ξεπετάγονται σαν πέτρινα λουλούδια, τα παλιά σπίτια της γειτονιάς. Πολλά είναι μεσοπολεμικά, με πόρτες σιδερένιες, με προσόψεις αρτιφισιέλ, κάποια κομψά, κάποια περισσότερο άτεχνα, αλλά συμπαθή, και πιο κάτω ή ανάμεσα, ή στη στροφή ενός δρόμου μικρού, βλέπει κανείς ακόμη τα όρθια λείψανα της τσαρουχικής Αθήνας. Σε σπίτια ισόγεια ή δίπατα, ακόμη και σε χέρσα χάσματα από κατεδαφίσεις, είναι σαν να βλέπει κανείς τους αγγέλους του Τσαρούχη πάνω σε στέγες ή γείσα, ή σε γκρεμισμένες αυλόπορτες και λεπτοκεντημένα ίχνη από κοριτσίστικα δωμάτια που εξαερώθηκαν.
Περπατούσα στην Τριών Ιεραρχών από τον σταθμό των Πετραλώνων προς το Θησείο και το βλέμμα μου σάρωνε τις προσόψεις αναζητώντας τις θερμές περιοχές. Είδα αυτή τη σειρά των μονώροφων σπιτιών και καταστημάτων, προς την Κυδαντιδών, όλα κλειστά, σαν σταυρωμένα, με δοκάρια, λινάτσες, ικριώματα και κατεβασμένα ρολά, ένας κόσμος σαν σκηνικό ταινίας, όλα σιωπηρά να ανοίγουν στο φως του μαρτιάτικου ήλιου. Εκεί στη γωνία, στο 100 της Τριών Ιεραρχών, το παλιό μαγαζί είχε στεφάνι ένα γαλαζωπό στέγαστρο, μαντεμένιο, σαν ημικυκλικό σκίαστρο, να σκιάζει έρημα δωμάτια. Στην ευθεία, στο διπλανό διώροφο, με ανωδομή από γυμνό ασοβάτιστο τούβλο, έστεκε σαν διάδημα η επιγραφή του κρεοπωλείου που κάποτε εξυπηρετούσε εκεί εκλεκτή πελατεία υπό τον τίτλο «Το Ασυναγώνιστον», με έτος ιδρύσεως το 1932.
Ολα αυτά ξετύλιγαν ήδη ιστορίες ανθρώπων που κάποτε αγάπησαν αυτή τη γειτονιά. Αν τους έφερνες ως εκ θαύματος να περπατήσουν μαζί μου την Τριών Ιεραρχών, θα ζαλίζονταν, θα έχαναν τον δρόμο τους, θα άνοιγαν τα μάτια διάπλατα γεμάτα απορία και έκπληξη. Τα σπίτια της Τριών Ιεραρχών γκρεμίστηκαν τα πιο πολλά, έτσι ώστε ένας επισκέπτης από το χθες να μην έβρισκε εύκολα το σπίτι που μεγάλωσε. Είδα ένα πιο κάτω, στον αριθμό 66, ένα ισόγειο του μεσοπολέμου με την πράσινη πόρτα αλλά στο 60 κοντοστάθηκα γιατί εκεί, στη γωνία με τη Φυλασίων, το ακατοίκητο σπίτι με την αυλόπορτα στο πλάι, ανέδιδε εκείνη την τσαρουχική αύρα. Η θέα του με γλύκανε και μου έδινε απλόχερα το μέτρο της αθηναϊκής αρμονίας, αν και μπροστά μου δεν είχα ένα σπίτι αλλά ένα κενοτάφιο. Σαν στήλη κοιμητηρίου έστεκε στη γωνία, θερμό μέσα στη σιγαλιά της ώχρας του, διπλωμένο στον εαυτό του.
Αλλά πιο κάτω, βρήκα το σπίτι που αναζητούσα. Είχα μπροστά μου ένα από τα πολλά, κάποτε, τσαρουχικά πρωτότυπα, τα δίπατα αρχοντόσπιτα που είχε κάθε γειτονιά. Βρίσκεται στη γωνία με την οδό Αιξωνέων, στον αριθμό 24, δέχεται την αύρα του Θησείου, και στέκει κλειστό μεν, αλλά με στερεωμένη στέγη και μια νέα γιρλάντα από ακροκέραμα. Το κοιτούσα και ζύγιζα τις αναλογίες του, τις δωρικές παραστάδες στα πολλά παράθυρά του, τις πόρτες των μαγαζιών στο ισόγειο, την κύρια είσοδο στο πλάι, εκεί, όπου, σήμερα, στη λαμαρίνα που σφραγίζει την πόρτα, θα δείτε μια γυναικεία μορφή, ένα θαυμάσιο δείγμα street art. Υπήρχε ένταση στην ατμόσφαιρα. Το μεγάλο σπίτι επιβεβαίωνε το θαυμαστό μέτρο της αθηναϊκής συνοικίας με ένα τρόπο σχεδόν σπαρακτικό. Πιο κάτω στον αριθμό 17, ένα άλλο σπίτι έστεκε σαν επιτύμβιο.

Οι μόρτες, οι μάγκες, ο Κουτσαβάκης και ο Μπαϊρακτάρης

$
0
0


     Πάνε, πια, πάρα πολλά χρόνια, αφ'ότου ο Πειραιάς έπαψε  νάχει  μάγκες. Η ιστορία τους σταμάτησε  στα 1940 με 1950, χωρίς οι τελευταίοι εκπρόσωποι του είδους να έχουν την αίγλη των πρώτων, έστω αν η «βασιλεία» τους κράτησε πάνω από 100 χρόνια. Ολα, βλέπετε, εκφυλίζονται!
     Πολλοί συγχέουν το «μόρτης» με το «μάγκας». Το όνο­μα «μόρτυς», όμως, βγαίνει από την Ιταλική λέξη «μόρτο» που σημαίνει θάνατος. Οταν, τον Μεσαίωνα, είχε πέσει στην Ευρώπη το «μαύρο θανατικό», δηλαδή η χο­λέρα, στη Φλωρεντία, που εί­χε και τα περισσότερα θύμα­τα, δεν υπήρχαν πια νεκροθά­φτες για να θάψουν τους πε­θαμένους. Οι πλούσιοι κάτοι­κοι της πόλεως τότε, για να μην αφήνουν  τους νεκρούς τους στους δρόμους πλήρωναν με­γάλα ποσά σ'αυτούς που θα τους έθαβαν.  Ετσι, όλα τ'αποβράσματα της κοινωνίας, βρήκαν την ευκαιρία να πλουτίσουν. 
      Σχημάτισαν, λοιπόν,  διάφορες ομάδες, που   τις ονόμασαν «μορταρίες»  και α­νελάμβαναν να   θάβουν     τους πεθαμένους   Κι'  από  τότε η λέξη σήμαινε κακοποιό και α­λήτη, ενώ στην εποχή μας α­κούγεται συχνά, χωρίς να σοκάρει,    και σημαίνει  έξυπνος, πονηρός!..
      Αντίθετα, η λέξη «μάγκας» έχει την προέλευση της στα η­ρωικά ελληνικά χρόνια. Κα­τά την εποχή του απελευθερω­τικού μας Αγώνα  οι στρατολογούμενοι από τους οπλαρχηγούς,, διαιρούντο σε δυο ενωματίες. Κάθε ενωματία ονομαζόταν «Μάγκα» και ο αρ­χηγός της «Μάγκατζης». Ήταν τιμή και δόξα, λοιπόν, να είσαι Μάγκας ή να ανήκεις στους Μάγκες. Ξαφνικά, όμως, συνέβησαν τα γεγονότα που έδωσαν κα­κή σημασία στη λέξη: Στις 7 Δεκεμβρίου 1831, οι πληρε­ξούσιοι της «εν Αργει  Εθνι­κής Συνελεύσεως», ήρθαν στα χέρια και χωρίστηκαν σε δυο κόμματα. Ο Ιωάννης Κωλέτης, τότε, ακολουθούμενος α­πό πολλούς πληρεξουσίους και οπλαρχηγούς Στερεοελλαδίτες, άρχισε να στρατολογεί οπλοφόρους για να πάει στο Ναύπλιο να καθαιρέσει  τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. που, μετά τη δολοφονία του αδελφού του, είχε αναγνωρισθεί από το αντίθετο κόμμα, Κυ­βερνήτης της Ελλάδος.
    Ο Κωλέτης στρατολογού­σε κάθε άτακτο στοιχείο κι'έτσι δημιούργησε ένα μπουλούκι από κακοποιούς, που  έκα­ναν τόσες αταξίες και κλε­ψιές, ώστε οι άλλοι Μάγκες των διαφόρων οπλαρχηγών  ονόμασαν - κατ'ευφημισμό — τους Μάγκες του Κωλέτη «Μοσχομάγκες»,  αντί Βρωμομάγκες. Ετσι, όλοι οι οπα­δοί του Κωλετικού  κόμματος πήραν τ'όνομα Μοσχαμάγκες και το κόμμα του Μοσχομαγκιτικό.
      Με τον καιρό όταν στα 1843, ο Κωλέτης σχημάτισε Κυβέρνηση, μάγκες και μοσχομάγκες ονομάστηκαν ό­λα τα χαμίνια που εύρισκαν άσυλο στα διάφορα υπόγεια, και στους «τεκέδες».
      Υπήρχαν, λοιπόν, τριών λο­γιών ……..κακοποιοί την εποχή ε­κείνη : οι Μόρτες, οι Μάγκες και οι Μοσχομάγκες. Λίγο αρ­γότερα, προστέθηκαν σ'αυ­τούς οι Νταήδες και οι Αντάμηδες, που ήταν, όμως, πα­ρακλάδια των πρώτων. Οι τελευταίοι έκαναν δικό τους «σινάφι» που τρομοκρατούσαν τα «πέριξ» με κλεψιές……μαχαιρώματα και φόνους καιμμιά φορά. Για να περάσει κανείς βράδυ από τις γειτονιές τους (Δραπετσώνα, Χατζηκυριάκειο, Καμίνια) — αν δεν ήταν κάτοικος της συνοικίας— έπρεπε να πληρώσει τον απα­ραίτητο φόρο. Αν ήταν φτωχαδάκι, περιορίζονταν μόνο στην καπνοσακούλα του.  Αν καταλάβαιναν, όμως, ότι τόλεγε  η τσέπη του δεν του άφηναν τίποτα. Του έπαιρναν πορτοφόλι, ρολόϊ, αλυσίδα, μπαστούνι καπέλο και ακό­μα σακάκι, παντελόνι και παπούτσια. Όλο αυτό το «πλιάτσικο» το εύρισκες την επομένη  στα παλιατζίδικα, να πουλιέται σε «τιμή ευκαι­ρίας» !
      Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι  και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη  μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από  ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.

                                                                                         
     Μερικοί έβαζαν και σκουλαρίκι στο αριστερό τους αυτί.  Κάτι που κάνουν και σήμερα 2009 πολλοί άνδρες. Ακόμα και το βάδισμά τους ήταν ιδιόρρυθμο: Έκαναν μικρά και πηδηχτά βήματα κι'έγερναν ολόκληροι από το δεξιό πλευρό. Όσο δε πιο βραχνή ήταν η  φωνή τους, τό­σο και πιο «σκληροί» άντρες εθεωρούντο.
     Τα πραγματικά τους ονόμα­τα είχαν εξαφανισθεί. Όλοι είχαν παρατσούκλια: Ο Βρα­χνός, ο Αράπης,, ο Αγγινάρας, ο Μάπας, ο Κεφτές, ο Στραβαρίδας, ο Χηρογιός, ο Μαχαιράκιας, ο Σουγιάς και άλλα.

                  Ο   ΔΗΜΗΤΡΗΣ   ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ

      Από τους πιο ονομαστούς  μάγκες του Πειραιά ήταν ο Δημήτρης Κουτσαβάκης. Γεννήθηκε από πατέρα μάγκα και αργότερα έγινε βαρκάρης. Ό Κουτσαβάκης ήταν πασίγνωστος στον Πειραιά και τον έτρεμαν όλα τα λι­μάνια της περιοχής.
     Τον Απρίλιο του 1864  κατετάγη στο  Ιππικό, με τον Διονύση Διονυσιάδη αργότερα ιδρυτή του ομώνυμο Θεάτρου,  τον επιλεγόμενο «το παιδί της χήρας».
      Έτσι, ο Κουτσαβάκης, ιππεύς τώρα του Στρατού, έγινε αρχηγός παρέας αποτελού­μενης από τον Διονυσιάδη. τον Μπεκάτσα, τον Αϊβαλιώτη. τον Γκράβιζα και τον Ψαρώνη, που κατέβαιναν κάθε τόσο στην Αγορά και στις συνοικίες κι'έσπαζαν στο ξύ­λο τους πρώην... συναδέλ­φους τους!
      Η αστυνομία τους υποβοηθούσε ή μάλλον  έκανε τα στραβά μάτια. Κατά τα άλ­λα, ήταν καλοί στρατιώτες, ντυμένοι πάντα καθαρά και κομψά, πειθαρχικότατοι στους ανωτέρους τους κι'όταν δεν είχαν υπηρεσία, πήγαιναν στις διάφορες μικροταβέρνες, έ­πιναν τη ρετσίνα τους κι'έ­λεγαν τα τραγουδάκια τους.
       Ό Κουτσαβάκης είχε περίφημη φωνή κι'έπαιζε θαυμά­σια κιθάρα. "Οταν τραγου­δούσε, σώπαιναν όλοι για ν'ακούσουν την «κελαϊδίστρα» του. Στις γειτονιές μισάνοι­γαν τα «γρυλιά» των παραθύ­ρων κι'οι κοπέλες αναστέ­ναζαν.
      Οταν απολύθηκε από το Στρατό, ο Κουτσαβάκης, έγινε βαρκάρης, παντρεύτηκε κι'έ­κανε παιδιά, που τα σπούδα­σε. Πέθανε γέρος και φτωχός στον Πειραιά. Οι συνάδελφοί του, βαρκάρηδες, τον έθαψαν με συνεισφορά. Αφησε, όμως, κληρονομιά περίβλεπτη... Το όνομά του σε όλους τους ψευτοπαλληκαράδες του μέλλον­τος ενώ αυτός, τουλάχιστον, είχε καρδιά...

      Στο μπαρ "ΜΑΡΚΟΣ"στα Ασπρα Χώματα Παλαιάς Κοκκινιάς, Στράτος, Μάρκος, Μπάτης,  Δεληάς, η κομπανία  "ΤΕΤΡΑΣ".

     Οι τελευταίοι μάγκες του Πειραια, ήταν κυρίως όσοι έπιασαν στα χέρια τους το «μπουζούκι»: Ο Βαμβακάρης, ο Μπάτης, ο Κερομύτης, ο Γκόγκος, ο Παναγιώτης Τούντας,ο Σ. Περιστέρης,  ο Ανέστης Δελιάς, ο Παπαιωάννου  και  τόσοι άλλοι. Αλλά  αυτοί ήταν αριστοκράτες μάγκες. Γι'αυτό ίσως και η «μαγκιά»,  με την παλιά  της έννοια, εκφυλίστηκε!

                     Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ  ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡΗΣ

       
     O Δημήτρης Mπαϊρακτάρης αξιωματικός του Στρατού διορίστηκε από τον  Xαρίλαο Tρικούπη, διευθυντής της αστυνομίας για να καθαρίσει την Aθήνα από τα κακοποιά στοιχεία. Oι Aθηναίοι του 1890 στέναζαν από τους τραμπούκους, τους μάγκες, τους ληστές αλλά και τους γραφικούς…… «κουτσαβάκηδες» που είχαν το άντρο τους στη συνοικία του Ψυρρή, όπου κανείς δεν τολμούσε να μπει. Oύτε κι αυτή η αστυνομία! Αλλά ο Mπαϊρακτάρης με τον βούρδουλα στο χέρι και μερικούς αστυφύλακες τσάκισε τους κακοποιούς μέσα στο άντρο τους. Tους έκοβε το μανίκι, που δεν φορούσαν ποτέ για να χειρίζονται με ευκολία το μαχαίρι, ψαλίδιζε τις μύτες των παπουτσιών αλλά και το μισό μουστάκι. Aυτό ανάγκαζε τους μάγκες κουτσαβάκηδες να εξαφανιστούν από την πιάτσα για μεγάλο διάστημα έως ότου μεγαλώσει το μουστάκι.
     Κατά τους Oλυμπιακούς του 1896 έφερε τους κλέφτες πορτοφολάδες στο φιλότιμο και δεν έγινε καμιά κλοπή για να μην ρεζιλευτεί η Eλλάδα. Tους έκανε αστυνόμους και κυνηγούσαν τους ξένους πορτοφολάδες!
     O Mπαϊρακτάρης ηταν τολμηρός, δίκαιος και σκληρός, άνθρωπος του καθήκοντος. Xαστούκισε μάλιστα έναν κομματάρχη του Tρικούπη όταν του ζήτησε να βγάλει από το κρατητήριο κάποιον εγκληματία που ήταν του κόμματος.
     Στα «Παρκερικά» ξυλοκόπησε δυο Αγγλους ναύτες και τους πέταξε στη θάλασσα γιατί πείραξαν μια Eλληνίδα. Εκείνος έπεισε τον Tρικούπη να ψηφίσει το νόμο για τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων.
   Eξιχνίασε με πρωτότυπο τρόπο πολλά  εγκλήματα που διαπράχτηκαν στην Aθήνα, και  συνέβαλε  στην αντιμετώπιση των γυμνιστών στο Φάληρο.  
                                                                        
                                                                                       Βασίλης  Κουτουζής
                                                                                  Δημοσιογράφος ερευνητής

©  KOUTOUZIS.GR  Αναδημοσίευση  επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή  www.koutouzis.gr .

Ποιος διάσημος δρόμος της Αθήνας έκλεινε με μια χοντρή αλυσίδα προκειμένου να περνά το «θηρίο» για Κηφισιά. Η καταπράσινη συνοικία, που φιλοξένησε διανοούμενους

$
0
0



Στο τέρμα της οδού Πατησίων η συνοικία με τις πρασιές, τους καταπράσινους κήπους και τις μικρές πλατείες ονομάστηκε Κυπριάδου ή αλλιώς Κηπούπολη Κυπριάδη. Προτού πάρει το σημερινό της όνομα, η περιοχή ήταν γνωστή ως «Αλυσίδα» και ο λόγος ήταν πρακτικός. Από το τέρμα της οδού Πατησίων, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα ο σταθμός ΗΣΑΠ Άνω Πατήσια, περνούσε ο σιδηρόδρομος, το αποκαλούμενο «θηρίο». Κάθε φορά σε αυτό το σημείο ο δρόμος έκλεινε με μια χοντρή αλυσίδα, προκειμένου να διακοπεί η κυκλοφορία των τροχοφόρων και να περάσει το τρένο που ανέβαινε «αγκομαχώντας» για Κηφισιά. Παλαιότερα στην Αλυσίδα υπήρχαν εξοχικά κέντρα αναψυχής. Ο περιηγητής Edmont About το 1854 έγραφε: «Ο κομψός κόσμος της Αθήνας έχει για κυριότερη ψυχαγωγία του, χειμώνα-καλοκαίρι, τον περίπατο στην οδό Πατησίων. Φθάνουν εκεί με τα πόδια, με αμάξι και κυρίως με άλογο. Κάθε Έλληνας που βρίσκει να δανεισθεί τριακόσιες δραχμές, βιάζεται να αγοράσει ένα άλογο. Κάθε Έλληνας που έχει τρεις δραχμές τις διαθέτει νοικιάζοντας ένα άλογο». 


Το τραμ 3 διέρχεται από την περίφημη Αλυσίδα 

Η Αλυσίδα γέμιζε κόσμο ιδιαίτερα την Πρωτομαγιά. Τα καταπράσινα Πατήσια ήταν ιδανικό περιβάλλον για τη γιορτή της άνοιξης και μια βόλτα μέσα στη φύση. Η γιορτή των λουλουδιών για τους παλιούς Αθηναίους ήταν αφορμή για ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της χρονιάς. Πολλές φορές συγκεντρώνονταν στην Αλυσίδα με τις άμαξες τους, τις οποίες στόλιζαν με στεφάνια με λουλούδια και πασχαλιές που αγόραζαν από τους πλανόδιους. Σήμερα το μόνο που έχει μείνει από το παλιό τοπωνύμιο είναι το κέντρο του ΟΤΕ στην περιοχή των Άνω Πατησίων. Πως διαμορφώθηκε η συνοικία Κυπριάδου Η συνοικία Κυπριάδου δημιουργήθηκε γύρω στο 1920 όταν ο πλούσιος επιχειρηματίας Μίνως Κυπριάδης απέκτησε ένα μεγάλο κτήμα και συνέστησε με ένα φίλο του την εταιρεία «Κυπριάδης- Κυριαζής & Σία». Σκοπός του ήταν να φτιάξει εκεί μια «υποδειγματική κηπούπολη» κατά το πρότυπο της Φιλοθέης, μέσω της εκμετάλλευσης οικοπέδων εκτός σχεδίου πόλεως. Διάνοιξε δρόμους με μεγάλα πεζοδρόμια και ρυμοτόμησε την περιοχή με μεγάλες πλατείες, έτσι ώστε η καθεμία να έχει απέναντί της, τουλάχιστον μία ακόμη. Τα σπίτια του Κυπριάδη, τα οποία ανεγέρθηκαν στη μορφή μικρών διώροφων επαύλεων, κατασκευάστηκαν με πρωτότυπη μέθοδο, με τη χρήση ασβεστοπυριτικών πλίνθων και τσιμεντόλιθων. Ο ασβέστης που χρησιμοποιούσε παρασκευαζόταν από την επιχείρηση. Οι κάτοικοι στην Κηπούπολη Κυπριάδη προέρχονταν κυρίως από μία διακεκριμένη ομάδα αστών διανοούμενων. Στην περιοχή συγκεντρώθηκαν εργαστήρια των πιο γνωστών ζωγράφων, εκπροσώπων της προοδευτικής Γενιάς του ’30, καθώς και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Ανάμεσα τους ο Ουμβέρτος Αργυρός, ο Φώτης Κόντογλου, ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο Γεώργιος Βακαλό και οι αδερφές Καναρέλλη. Εκεί έζησε επίσης ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης. Γείτονες του ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης και ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Γλυνός. Οι καλλιτέχνες πραγματοποιούσαν τις συναντήσεις τους στα εργαστήρια και σε μικρές ταβέρνες των γειτονικών εξοχών. Έτσι, η κηπούπολη απέκτησε τη φήμη ενός μοναδικού για τα δεδομένα της Αθήνας κέντρου εικαστικών πρωτοβουλιών, το οποίο ο ζωγράφος Γ. Μόραλης το αποκαλούσε «Σχολή Κυπριάδη». Με τα χρόνια όμως η μάχη με τη αισθητική χάθηκε. Η αντιπαροχή νίκησε κάθε διάθεση για όμορφα κτίσματα. Τα διαμερίσματα πήραν τη θέση των επαύλεων και η περιοχή έγινε όπως τόσες άλλες μετά τη δεκαετία του εξήντα. Πληροφορίες για την αρχιτεκτονική αντλήθηκαν από το άρθρο του αναπληρωτή καθηγητή Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ, Μάνου Μπίρη «Η Κηπούπολη Κυπριάδη, αξιόλογο αρχιτεκτονικό σύνολο με σπίτια του Μεσοπολέμου στο τέρμα Πατησίων... 

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr

Τα kinky μυστικά της Παλιάς Αθήνας: Η δακτυλογράφος που αποπλάνησε το αφεντικό της

$
0
0
Τα kinky μυστικά της Παλιάς Αθήνας: Η δακτυλογράφος που αποπλάνησε το αφεντικό της

Το ροζ σκάνδαλο που έγινε πρώτο θέμα στον Τύπο του 1933.
Κέλλυ Θάνου



Ή αλλιώς, μια kinky ιστορία που μόνο η γλώσσα τα αφήγησής της προδίδει ότι
 ανήκει στο μακρινό παρελθόν. Παλιά Αθήνα, 1933. Βρισκόμαστε στον 
Μεσοπόλεμο, την εποχή που οι γυναίκες ξεκίνησαν δειλά – δειλά να μπαίνουν 
στην αγορά εργασίας.
Οι θέσεις τους; Πολύ συγκεκριμένες, με τις περισσότερες να αποπνέουν την
 «απαγορευμένη» για την εποχή θηλυκότητα που με λίγη περισσότερη θέληση 
από τη μεριά τους, θα μπορούσε να… τρελάνει κάθε αφεντικό.
Από τη μία μεριά, οι εργάτριες σε καπνοβιομηχανίες και οι μοδίστρες. 
Επαγγέλματα «παραδοσιακά».
Πολλοί άνδρες της εποχής κατηγορήθηκαν για σεξισμό, την ώρα που μεγάλη 
κατηγορία γυναικών βρέθηκε να σχολιάζεται αρνητικά με τους επικριτές των 
εργαζομένων γυναικών να κάνουν λόγο για ελαφρά ήθη.Από την άλλη, βρίσκονταν οι πιο «εξελιγμένες» που ξεκινούσαν την
επαγγελματική

τους πορεία ως ταμίες και γραμματείς, επαγγέλματα που οδήγησαν

πολλές στο

να βρεθούν στο στόχαστρο των αρσενικών που λάτρευαν τα περιπαικτικά

σχόλια, καθώς ένιωθαν να απειλούνται από της «εισβολή» της γυναίκας

στην εργασιακή αρένα.

Το πού σταματούσε η αλήθεια και πού άρχιζε το ψέμα διέφερε από περίπτωση
 σε περίπτωση. Και σίγουρα, η οπτική γωνία ήταν διαφορετική από την 
πλευρά ανδρών και γυναικών.
Τα kinky μυστικά της Παλιάς Αθήνας: Η δακτυλογράφος που αποπλάνησε το αφεντικό της
Ωστόσο, ένα από τα πλέον γνωστά «ροζ» περιστατικά της Αθήνας του 
Μεσοπολέμου έλαβε χώρα στο εργασιακό περιβάλλον και έφερε τα 
πάνω – κάτω στη συντηρητική εκείνη εποχή.
Δακτυλογράφος αποπλανεί το υποψήφιο αφεντικό της. Η κατάληξη;

Αυτή που

όλοι περίμεναν…
Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», ενώ αποτέλεσε 
και μέρος του βιβλίου «Τα Ανάλεκτα της Παλιάς Αθήνας» με την υπογραφή
 του Θωμά Σιταρά, στο οποίο συμπεριλήφθηκαν διάφορα ενδιαφέροντα
 χρονογραφήματα εφημερίδων και περιοδικών της Παλιάς Αθήνας.
Αυτό, ήταν σίγουρα το πιο… πικάντικο.
Τα kinky μυστικά της Παλιάς Αθήνας: Η δακτυλογράφος που αποπλάνησε το αφεντικό της
Έτοιμοι για μια βουτιά στα kinky μυστικά της Παλιάς Αθήνας;
Ιδού πώς μια εργαζόμενη διεκδίκησε τα χρήματα που θεωρούσε πως άξιζε,
 βάζοντας μπροστά το sex appeal της, όπως ακριβές δόθηκε στη δημοσιότητα:
«Εζήτησε, δια των εφημερίδων, μιαν δακτυλογράφον δια τας προσωπικάς 
του υποθέσεις. Ήτο διανοούμενος, έγραφε απειρίαν πραγμάτων την ημέραν
 και δεν επρόφθενε.
Συνεπώς η ανάγκη της δακτυλογράφου ήτο πραγματική και ειλικρινής και δεν
 υπηγορεύετο ποσώς από κακοήθη ελατήρια. Φαίνεται όμως ότι αι δακτυλογράφοι
 γενικώς δεν λαμβάνουν ποτέ υπ’ όψιν  παρομοίας συνθήκας ειθισμέναι εις
 άλλον τρόπον εργασίας. Διότι το απόγευμα της ιδίας ημέρας, 
καθ΄ην εδημοσιεύθη η αγγελία, συνέβησαν τα εξής πράγματα:
-Ο κ. Ν.Ν. παρακαλώ;
-Εγώ μαμζέλ.
-Εσείς ζητάτε δακτυλογράφο;
 -Εγώ μαμζέλ.
Τα kinky μυστικά της Παλιάς Αθήνας: Η δακτυλογράφος που αποπλάνησε το αφεντικό της
Το θηλυκόν το οποίον παρουσιάσθη πρώτον, ήτο φλογερόν, ωραίον και 
προκλητικόν.
-Καθήστε μαμζέλ.
Εκάθισε σε μιαν καρέκλαν, έβαλε το πόδι επάνω στο πόδι και ήρχισε τας 
διαπραγματεύσεις.
-Πόσες ώρες θα δουλεύω αν σας κάνω εγώ κύριε;
-Μα τρεις – τέσσερις την ημέρα.
-Μπιεν. Τι γραφομηχανή έχετε;
-Άντλερ. Ξέρετε;
–Πώς. Ξέρω όλες τις μάρκες. Και με τι μισθό αν επιτρέπετε;
-Χίλιες δραχμές μαμζέλ.
Η δακτυλογράφος ησθάνθη ελαφράν απογοήτευσιν, εσήκωσε ελαφρώς 
την φούσταν της, εις τρόπος ώστε να δη ο μέλλων προϊστάμενός της ότι 
άξιζε περισσότερα, έβγαλε από το τσαντάκι της μια κομψή ταμπακερούλα 
και του προσέφερε σιγαρέττο.
Τα kinky μυστικά της Παλιάς Αθήνας: Η δακτυλογράφος που αποπλάνησε το αφεντικό της
-Πάρτε. Τίποτε περισσότερο;… θα έπρεπε. Οι ώρες είναι πολλές.
-Μερσί. Ατυχώς μαμζέλ για περισσότερα δεν μπορώ.
Επειδή τα επιχειρήματα δεν εφαίνοντο να είχαν επίδρασιν επί του ανθρώπου, 
το θηλυκόν έβαλε εις ενέργειαν άλλα περισσότερον ακαταμάχητα.
-Παρντόν, μου επιτρέπετε; Κάνει λιγάκι ζέστη εδώ μέσα.
-Ελεύθερα μαμζέλ.
Και η δακτυλογράφος έβγαλε το παλτό και το καπέλο της. Ήτο μέγας πειρασμός.
-Να μου δίνατε τουλάχιστο δύο χιλιάδες;
Ο υποψήφιος προϊστάμενος ήρχισε να ζαλίζεται ελαφρώς.
-Ναι… να σας πω… το συζητάμε. Διότι…
Το θηλυκόν τον εκοιτούσε κατά τρόπον σκανδαλώδη.
-Α, μα είσαστε τρέλα δεσποινίς. Παρντόν δηλαδή αλλά…
Τα kinky μυστικά της Παλιάς Αθήνας: Η δακτυλογράφος που αποπλάνησε το αφεντικό της
Και επειδή ο προϊστάμενος δεν είχε την σκληρότητα σιδήρου, έκανε ότι θα έκανε
 πας άνθρωπος με καρδιά, αισθήσεις και αισθήματα.
-Δύο χιλιάδες. Χαλάλι μαμζέλ.
Μετά ολίγας ημέρας εδημοσιεύετο εις τας εφημερίδας νέα αγγελία. ‘Ζητείται 
δακτυλογράφος άσχημη δι’ ωρισμένας ώρας. Γράψατε Ν.Ν’.
Διότι η ωραία δακτυλογράφος ως απεκαλύφθη δεν εγνώριζε γραφομηχανήν!».

Κοτοπούλη ή Κρόνος (Ομόνοια)

$
0
0

Πηγή φωτο Facebook/makis sourbis
Πηγή φωτο Facebook δεκαετία 50.
Πηγή φωτο Lara Aufsberg 1963.
Πηγή φωτο Konrad Helbig 1966.
Πηγή φωτο "Η Αθήνα στο κάδρο".
Πηγή φωτο από τα αρχεία του μουσείου Μπενάκη.
Πηγή: καρτ ποστάλ propaganda.gr
Πηγή: facabook σπάνιες φωτογραφίες 1953.
Πηγή: καρτ ποστάλ ethnos.gr

Πηγή: καρτ ποστάλ lifo.gr
Πηγή: από το αρχείο του μουσείου Μπενάκη.
Πηγή: Ελλην. κινηματογράφος
"Αθήνα τη νύχτα" 1962.
Πηγή: Ελλην. κινηματογράφος
"Με ιδρώτα και δάκρυα" 1965.
Πηγή: Ελλην. κινηματογράφος
"Πρόσωπο με πρόσωπο" 1966.
Πηγή: Internet
Πηγή: Facebook
20/12/1953
Πηγή: Facebook

Πηγή: εφημερίδα "Τα Νέα"
05/05/1947

10/01/1954

Πηγή: Internet

Πηγή: παλιά card postal
Πηγή: Facebook
Πηγή: από το βιβλίο "Ινδοπρεπων Αποκάλυψη"
Πηγή: Facebook
Πηγή: βιβλίο Δανιήλ Ορφανουδάκη
Πηγή: Τύπος
Πηγή: ΕΟΑ
Πηγή: Internet
Υπέροχες νύφες. κορόιδα γαμπροί 1972 
Η Γωγώ Αντζολετάκη στην Ομόνοια και στο βάθος το
σινεμά ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ.
Πηγή: Ελλην. κινηματογρ. "Ο καταφερτζής" 1964.
Πηγη: Ελλην. κινηματογράφος.
Πηγή: βιβλίο Χαρ. Πατέρα.
Πηγή: Internet, το 1940.
1931 - 1973. Ξεκίνησε ως θέατρο. Μετά λεγόταν  
ΚΡΟΝΟΣ 1937 - 1947. Στη συνέχεια γκρεμίστηκε και 
έγινε σινεμά με το αρχικό όνομα ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ. Πρώτα 
κατασκευάστηκε από τον μηχανικό Μιχ. Λυκούδη και 
μετά από τον αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη
Ιδιοκτησία Γιώργου Κοσμίδη.Λειτουργούσε και 
τις πρωινές ώρες. Θέσεις 1370 με εξώστη.


ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ, Ομόνοια (Α)
Από τους πολύ μεγάλους και δημοφιλείς κεντρικούς κινηματογράφους, με αρχικό όνομα Κρόνος. Περίπου 
στα 1960 εκσυγχρονίστηκε ριζικά διατηρώντας όμως και στοιχεία… της παράδοσης (τα ξύλινα καθίσματα 
στον εξώστη αλλά και… ψάθινες καρέκλες στα θεωρεία του εξώστη). Σε κομβικό σημείο, ήταν ο εγκάρδιος
 κινηματογράφος για το ευρύ κοινό (πάντα από τους πρώτους σε αριθμό εισιτηρίων) και λειτουργούσε και 
το καλοκαίρι με κλιματισμό. Σταδιακά όμως υποβαθμιζόταν, όπως όλη η περιοχή. Κατεδαφίστηκε και
 στη θέση του ανεγέρθηκε ξενοδοχείο. (Μάνος)


Αναμνήσεις
Θυμάμαι τα επικά γουέστερν "Το δειλινό της μεγάλης σφαγής"και "Η κατάκτηση της δύσης". 
Επίσης στο γουέστερν "Η ατίθαση"με τη Ράκελ Γουέλτς το 1972 και τον Τζον Γουέιν με πολλά παιδιά 
στο γουέστερν "Κάου Μπόις"το 1972.

Γιατί ο Άγιος Φανούριος μας φανερώνει πράγματα

$
0
0

φανούριος

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακούσει τη μητέρα μας ή τη γιαγιά μας να λέει: «Άγιε μου Φανούριε, φανέρωσέ μου αυτό και εγώ θα σου φτιάξω μια Φανουρόπιτα».

Ο νεοφανής Άγιος Φανούριος είναι, στη λαϊκή μας παράδοση, μέγας ευρετής απωλεσθέντων αντικειμένων. Αυτή ακριβώς η ιδιότητα δημιoύργησε το ιδιότυπο λατρευτικό υπόβαθρο της προσφοράς του εθιμικού γλυκού άρτου, της φανουρόπιτας, η οποία αφού ευλογηθεί από τον ιερέα, μοιράζεται στους παρευρισκομένους.
Ο Φανούριος φανερώνει!
Η λατρεία του Αγίου Φανουρίου φαίνεται ότι ξεκινά από τη Ρόδο, όπου κατά την παράδοση βρέθηκε η εικόνα του, όταν έσκαβαν σε ερείπια παλαιού ναού έξω από τα τείχη της πόλης. Ο Μητροπολίτης Ρόδου Νείλος (1355-1369) διάβασε την επιγραφή “Άγιος Φανούριος”. Η εικόνα παρίστανε ένα νέο ντυμένο με στρατιωτική ενδυμασία, ο οποίος κρατούσε σταυρό με λαμπάδα και ήταν πλαισιωμένος από 12 σκηνές του μαρτυρίου του. Ο Μητροπολίτης καθιέρωσε ημερομηνία εορτής του Αγίου Φανουρίου την ημέρα εύρεσης της εικόνας του (27 Αυγούστου).
Από τη Ρόδο η λατρεία του εξαπλώθηκε στα κοντινά νησιά και κυρίως στην Κρήτη, όπου υπάρχουν σήμερα τρία σπουδαία μοναστήρια και δεκάδες ναοί στα οποία τιμάται .
Η παράδοση για την Φανουρόπιτα λέει ότι η Μητέρα του Αγίου Φανουρίου ήταν αμαρτωλή. Ήταν λέγεται σκληρή, άπονη και αυστηρή με τους φτωχούς και τους συμπεριφερόταν σχεδόν απάνθρωπα. Μάλιστα για τον αμετανόητο χαρακτήρα της πήγε στην κόλαση. Προσπάθησε να τη σώσει ο γιος της, αλλά η κακία της δεν τον άφησε. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ μαζί με τον άγιο Φανούριο την τράβηξαν με την βοήθεια κρεμμυδόφυλου (που κάποτε είχε δώσει με το ζόρι σε ένα ζητιάνο) και όταν πιάστηκαν τρεις γυναίκες μαζί της. Αυτή η άπονη της έσπρωξε μέσα στην κόλαση. Έτσι είπε ο αρχάγγελος στον Άγιο Φανούριο ή μητέρα σου διέπραξε μεγάλη κακία. Δεν μπορώ να την βοηθήσω.
Ο Άγιος Φανούριος παρακάλεσε με δάκρυα πόνου να μην φτιάχνουν τίποτα γι’αυτόν, αλλά μόνο για την ψυχή της μάνα του και η προσευχή του λέγεται ότι εισακούστηκε στον Θεό.
Αυτός είναι ο λόγος που οι νοικοκυρές φτιάχνουν την ημέρα αυτή φανουρόπιτες και αφού τις πάνε στην εκκλησία και ευλογηθούν τις μοιράζουν στη γειτονιά και στο εκκλησίασμα, με τη σύσταση να ευχηθούν να συχωρεθεί η μάνα του Αγίου «Ο Θεός σχωρέστ’ τη μάνα του Αγίου Φανουρίου».
φανούριος
Οι πιστοί ζητούν να τους φανερώσει ο Άγιος  Φανούριος…
“Τον Άγιο Φανούριο έκανε αρκετά δημοφιλή η παρήχηση του ονόματός του προς το φαίνω, φανερώνω. Είναι ο Άγιος που φανερώνει τα χαμένα ζώα ή πράγματα κ.α. Εννοείται ότι το αίτημα συνοδεύεται και με ορισμένα τάματα. Π.χ. οι άνθρωποι όταν έχουν πράγμα χαμένο τάζουν: Άγιε μου Φανούριε, φανέρωσέ μου το… και θα σου κάνω μια Φανουρόπιτα για την ψυχή της μάνα σου! Ύστερα βρίσκουν αυτό που έχασαν . Τότε κάνουν μια Φανουρόπιτα και τη μοιράζουν στον κόσμο λέγοντας: “Πάρτε να σ’χωρέστε” (δηλαδή τη μάνα του Αγίου).
“Για τον Άγιο Φανούριο ο λαός μας λέει πολλά. “Είναι ο Άγιος”, λένε “που φανερώνει τα κλεμμένα ζα και τα χαμένα πράγματα”. Σε άλλους τους φανερώνει τον καλό δρόμο. “Του φέγγει”, λέει ο λαός για κάποιον που πάει καλά στην ζωή του. “Του φέγγει ο Άγιος Φανούριος”. Γι’αυτό στις εικόνες παριστάνεται να κρατάει στο χέρι κερί αναμμένο και να φωτίζει. ” (Βασίλη Λαμνάτου, “Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας”)
“Στην Κύπρο, στην Κρήτη και σε άλλες περιοχές, ο Άγιος μπορεί να φανερώσει στην κάθε ανύπαντρη κοπέλα το μέλλοντα σύζυγό της! “Οι ανύπαντρες κοπέλες που θέλουν να παντρευτούν ετοιμάζουν φανουρόπιτα για να φανερωθεί ο υποψήφιος γαμπρός”.
Στη Σκιάθο “πίτα στον Άγιο τάζουν και οι γυναίκες που τον παρακάλεσαν να τους φανερώσει το γαμπρό που θα κάμουν στην κόρη τους”.
Στη Φλώρινα, η φανουρόπιτα (που την πάνε οι ελεύθερες κοπέλες στην εκκλησιά) χρησιμοποιείται ως μέσον με ένα κομμάτι που βάζουν κάτω απ’το προσκέφαλο για να τις φανερώσει ο Άγιος στον ύπνο τους το μέλλοντα σύζυγο.

1948 Οι Γερμανοί ξανάρχονται

Το πατάρι του Λουμίδη και η η Ιστορία του καφέ στην Ελλάδα

$
0
0


Το πατάρι του Λουμίδη και η η Ιστορία του καφέ στην Ελλάδα


Εκεί σύχναζαν Μόραλης, Τσαρούχης, Ελύτης, Χατζιδάκις και Γκάτσος. Έκλεισε «λόγω κατεδαφίσεως»

Το «πατάρι του Λουμίδη» ήταν το σημαντικότερο και πιο εμβληματικό λογοτεχνικό καφενείο της Αθήνας του 20ου αιώνα. Δεν ήταν ωραίο, δεν ήταν περίβλεπτο, ούτε καν ατμοσφαιρικό, σύμφωνα με τις μαρτυρίες. Υπήρξε όμως τμήμα της ιστορίας της νεότερης Αθήνας και χώρος αναφοράς μιας ολόκληρης εποχής, η οποία χάθηκε μαζί του.
Άνοιξε το 1938, τη σκληρή περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, στο νούμερο 38 της οδού Σταδίου στα Χαυτεία, δίπλα στο παλαιό Βιβλιοπωλείον της Εστίας και γρήγορα συγκέντρωσε τον καλλιτεχνικό, τον λογοτεχνικό και τον δημοσιογραφικό κόσμο της πρωτεύουσας. Βρισκόταν σε περίοπτη θέση, κοντά στα γραφεία των εφημερίδων και στα θέατρα, δίπλα στο ιστορικότερο βιβλιοπωλείο της εποχής. Ήταν αναπόφευκτο να συνδεθεί αμέσως σχεδόν με την κουλτούρα του καφέ και των συζητήσεων, των ιδεών και των ζυμώσεων που προκαλούσαν.
Οι ιδιοκτήτες του, οι τρεις αδελφοί Λουμίδη, δεν φιλοδοξούσαν να δημιουργήσουν ένα λογοτεχνικό καφενείο. Το πατάρι ήταν συμπλήρωμα του καταστήματος στο ισόγειο και αποτελούσε πρόσθετη πηγή εσόδων για την επιχείρησή τους. Αυτοδημιούργητοι, οι αδελφοί Αντώνιος, Νικόλαος και Ιάσων Λουμίδης είχαν ξεκινήσει το 1919 από κάποιο μικρό καφεκοπτείο, στην οδό Ρετσίνας 12 του Πειραιά για να κατακτήσουν σύντομα την αγορά του καφέ στην Ελλάδα.
Αξιοποίησαν δύο πανίσχυρα και εν πολλοίς ανεκμετάλλευτα ως τότε μέσα: τη διαφήμιση, με το διάσημο σλόγκαν, «έκαστος εις το είδος του κι ο Λουμίδης στους καφέδες», και την τυποποίηση και διάδοση ενός προϊόντος με αυστηρές προδιαγραφές το οποίο κατέστησαν αναγνωρίσιμο πανελληνίως. Επιπλέον, επέλεξαν το πιο επιτυχημένο εμπορικό σήμα στην ιστορία της ελληνικής διαφήμισης: τον παπαγάλο, γιατί είναι το μόνο πτηνό που του αρέσουν, λέγεται, οι καρποί του καφέ.


Η ανθρωπογεωγραφία των τραπεζιών

Στο πατάρι, τα τραπέζια ήταν διατεταγμένα σε σχήμα πι. Στα αριστερά κάθονταν οι ηθοποιοί, οι δημοσιογράφοι και οι επιθεωρησιογράφοι, ενώ οι συγγραφείς μαζεύονταν στο βάθος. Εκεί, συναντούσε κανείς τους σημαντικότερους δημιουργούς της Αθήνας, αλλά και πολλούς άλλους: νεαρά ζευγάρια θαυμαστών που ήθελαν να δουν από κοντά τα ινδάλματά τους, φιλόδοξους γραφιάδες που γοητεύονταν από το γεγονός ότι στο διπλανό τραπέζι μπορούσαν να κάθονταν και να συζητούν οι καθιερωμένοι συγγραφείς της εποχής, περίεργους και περαστικούς οι οποίοι γοητεύονταν από τον θρύλο που συνόδευε το καφενείο και τους θαμώνες του.
Στο πατάρι αναπτύχθηκαν σχέσεις και μακροχρόνιες φιλίες, όπως αυτή του Μάνου Χατζιδάκι με τον Γκάτσο και τον Ελύτη – ιδίως με τον πρώτο. Από το καφέ, αν και όχι τακτικά, περνούσε και ο Μίκης Θεοδωράκης. Οι σχέσεις στο διαπροσωπικό επίπεδο είχαν συνέπειες και στο καλλιτεχνικό. Και ίσως τις συνεργασίες ποιητών και ζωγράφων (του Μόραλη και του Τσαρούχη με τον Ελύτη), ποιητών και μουσικών (του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι με τον Γκάτσο, τον Κατσαρό, τον Ελύτη και άλλους ποιητές).
Από το πατάρι πέρασαν σχεδόν οι πάντες. Ακόμη και ο Σεφέρης, ο οποίος έβρισκε απαίσιο ένα άλλο πασίγνωστο καφενείο της Αθήνας, του Ζόναρς. Πέρασε ο Εμπειρίκος, ο Σαχτούρης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νικηφόρος Βρεττάκος…

Η παρακμή της δεκαετίας του 1960

Τη δεκαετία του 1960 το πατάρι άρχισε να παρακμάζει. Οι περισσότεροι από τους παλαιούς επιφανείς θαμώνες του το είχαν εγκαταλείψει, κάποιοι από αυτούς ανεβαίνοντας ψηλότερα, σε ένα νέο στέκι, το Μπραζίλιαν κοντά στο Σύνταγμα. Τα ίχνη της εγκατάλειψης στο Καφέ Λουμίδη ήταν πλέον τόσο έντονα που σου προκαλούσαν αποκαρδίωση, όπως μαρτυρεί ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας. Σχισμένα καθίσματα, βρώμικοι τοίχοι, καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Ακόμη και το θρυλικό γκαρσόνι, ο Τάκης, όπως τον ήξεραν όλοι, δεν ήταν πια ο άνθρωπος που συμπεριφερόταν φιλικά και περιποιόταν τους πάντες, αλλά ψυχρός και βλοσυρός, έμοιαζε τώρα με φάντασμα της παλαιάς, καλής εποχής.

Κλειστόν λόγω κατεδαφίσεως

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 έδωσε τη χαριστική βολή για το πατάρι του Λουμίδη, το οποίο εξακολουθούσε να παρακμάζει για μικρό  ακόμη διάστημα. Κάποια μέρα, σαν παραμύθι που είχε κακό τέλος, το κατάστημα του Λουμίδη έκλεισε και το διπλανό βιβλιοπωλείο της Εστίας μετακόμισε στην οδό Σόλωνος.
Συνέβη αυτό το οποίο συνέβη σε τόσα και τόσα κτίρια της Αθήνας.  Ένα λουκέτο και μια θλιβερή επιγραφή: «Κλειστόν λόγω κατεδαφίσεως».

Το Σινεάκ και το Ρεξ

$
0
0


 HELLAS SPECIAL

Τέτη Σώλου


Το Σινεάκ είναι τρυφερή ανάμνηση των παιδικών χρόνων πολλών σημερινών γιαγιάδων και παππούδων που στην αίθουσά του είδαν κωμωδίες, καρτούν, μορφωτικές ταινίες, ντοκιμαντέρ, ελληνικά και παγκόσμια επίκαιρα. Όλα αυτά μαζί σ’ ένα πρόγραμμα που διαρκούσε δύο με τρεις ώρες και όποιος ήθελε μπορούσε ελεύθερα να καθίσει να το ξαναδεί. Δεν έδινε «ραντεβού τον Σεπτέμβρη» γιατί είχε ειδικά μηχανήματα ψύξης που του επέτρεπαν να λειτουργεί και το καλοκαίρι.
1946. Η ελονοσία θέριζε πριν και μετά τον πόλεμο. Θεραπευόταν με κινίνο από τη νοθεία του οποίου πλούτισαν διάφοροι ασυνείδητοι έμποροι και πολιτικοί.
1964. Ο θάνατος του βασιλιά Παύλου αναμενόταν από μέρα σε μέρα και κράτησε σε αγωνία τις εφημερίδες και τον κόσμο. Η κηδεία του με την παρουσία όλων των επισήμων και διάφορων γαλαζοαίματων που ήρθαν για να παραστούν ήταν ένα μεγαλειώδες θέαμα, το οποίο κάλυπταν τα κινηματογραφικά επίκαιρα, αφού το 1964 δεν υπήρχε τηλεόραση.
Σινεάκ υπήρχαν σε διάφορες πόλεις του κόσμου: Άμστερνταμ, Χάγη, Ρότερνταμ, Βρυξέλες, Ρίο ντε Τζανέιρο, Παρίσι. Άλλωστε οφείλει το όνομά του στις γαλλικές λέξεις Cinéma Actualités.
Το δικό μας Σινεάκ βρισκόταν στο υπόγειο του Σικιαρίδειου Μεγάρου Θεαμάτων. Στο ισόγειο βρισκόταν ο κινηματογράφος Ρεξ και στον πρώτο όροφο το θέατρο Κοτοπούλη.


rex-1950
1950. Η Πανεπιστημίου κατάφωτη και ζωντανή. Αριστερά από το μεγαλόπρεπο Ρεξ το Τιτάνια και δεξιά το θέατρο Ιντεάλ.

Το Σικιαρίδειο μέγαρο χτίστηκε το 1937 και ήταν ένα στολίδι της Πανεπιστημίου, μεγαλόπρεπο και κάτι πρωτόγνωρο για την ελληνική πρωτεύουσα. Εκτός από το θέατρο και τους δύο κινηματογράφους, διέθετε μπαρ, αίθουσες συναυλιών και άλλα κέντρα ψυχαγωγίας –συνολικής χωρητικότητας 4.000 ατόμων. Είχε κρυφούς φωτισμούς, τέσσερα μεγάλα ασανσέρ, αθόρυβο δάπεδο, φαρδιούς διαδρόμους, άνετα και κομψά καθίσματα, καλό εξαερισμό και οπωσδήποτε η ηχομόνωσή του ήταν θαυμάσια, αφού οι ήχοι της μιας αίθουσας δεν μεταφέρονταν στην άλλη.
Την εκμετάλλευση του κινηματογράφου Ρεξ είχε η Σκούρας Φιλμ, που εκμεταλλευόταν και το Αττικόν. Η οικογένεια Σκούρα ασχολούταν με κινηματογραφικές επιχειρήσεις. Στην οικογένεια αυτή ανήκε ο Θάνος Σκούρας, ο αρχηγός της ΠΕΑΝ που εκτελέστηκε το 1943 από τους γερμανούς.
Η αίθουσα χορού που βρισκόταν στο υπόγειο μεταβλήθηκε σε κινηματογραφική αίθουσα για παιδιά. Η δικτατορία του Μεταξά επιδοτούσε την προβολή επίκαιρων και παιδικών έργων.
img672-copy
Οι προβολές του Σινεάκ είχαν μεγάλη επιτυχία. Το πρόγραμμα είχε εναλλαγές και ήταν χορταστικό σε διάρκεια. Στη δεκαετία του ’70 η τηλεόραση αποτέλεσε την κύρια αιτία της παρακμής του.
Το 1983, προτού προφτάσει μια ξένη εταιρεία να το πάρει και να το μετατρέψει σε πολυκατάστημα, με διάταγμα του Τρίτση το Σικιαρίδειο κηρύχτηκε διατηρητέο μαζί με άλλα δέκα εννέα κτίρια της Πανεπιστημίου. Επί Μελίνας περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο.
Σήμερα στην αίθουσα του παλιού Σινεάκ στεγάζεται η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
img672

Μέση διάρκεια ζωής, εδώ και αλλού

$
0
0



«Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία, ούτε είναι δυνατόν να εγερθή η παραμικρή αμφισβήτησις ότι, τον ακρογωνιαίον λίθον του όλου κρατικού οικοδομήματος αποτελεί η καλή υγιεινή κατάστασις και η μακροβιότης του λαού μας.

Απ’ αυτό λοιπόν τούτο το αξίωμα πηγάζει η ιερά υποχρέωσις κάθε κυβερνήσεως να εξυγιάνη τον τόπον μας, σε τρόπον ώστε να μην υπάρχουν στο μέλλον επαρχίες βυθισμένες στον υγιεινό μαρασμό, επαρχίες που ν’ αποτελούν απ’ αυτήν την άποψι αίσχος για κράτος ευρωπαϊκό πολιτισμένο, επαρχίες σαν τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία…

Και απαιτούμε όλοι την εξυγίανσι αυτή, γιατί η επίτευξίς της δεν προαπαιτεί τίποτε άλλο από λίγη καλή θέλησι. Ούτε πλούτος εξαιρετικός χρειάζεται, ούτε – ευτυχώς- μεγαλοφυϊας υπάρχει ανάγκη.

Πρέπει λοιπόν να παρακολουθήται εκ του σύνεγγυς η θνησιμότης σε κάθε επαρχία, με τη σύνταξι όσο το δυνατόν ακριβεστέρων στατιστικών και με συνεχή προσπάθεια εκτελέσεως έργων εξυγιαντικών ώστε τα αποτελέσματα να βαίνουν συνεχώς προς το καλύτερον, γιατί είναι γεγονός ότι η μικροτέρα μέση διάρκεια ζωής συναντάται στην Ελλάδα!

Η παρακολούθησις αυτή που αναφέρω γίνεται σε όλα τα άλλα κράτη συστηματική, ενδελεχής, επίμονη, παρατεταμένη και από χρόνο σε χρόνο σημειώνει καταπληκτική αύξησι της μέσης διάρκειας ζωής στα κράτη αυτά. Και αυξάνεται αποτελεσματικά η μακροβιότης όπως φαίνεται καθαρά στον πίνακα.

Βλέπομε λοιπόν ότι οι ξένοι σε διάστημα λίγων ετών επέτυχαν να παρατείνουν σημαντικά το βίο τους και στους σημερινούς χρόνους θα ευρίσκωνται ασφαλώς σε καλύτερη ακόμη κατάστασι…

Προκειμένου τώρα για μας, διαπιστώνουμε με εξαιρετική λύπη έπειτα από τους μεγάλους αριθμούς του πίνακα ότι η μέση διάρκεια ζωής κατά το 1920 μόλις έφθανε τα 27 έτη 10 μήνας και 12 ημέρας!!

Αν τολμήσωμε σύγκρισι μεταξύ ημών και των Δανών ή των Άγγλων θα δούμε με κατάπληξι ότι εκεί η μακροβιότης είναι διπλασία και πλέον της δικής μας!...

Μ’ όλα ταύτα όμως μέσα στο πέλαγος της απελπισίας υπάρχει και ένας ευοίωνος φάρος, το ότι δηλαδή και το Ελληνικό όριο μακροβιότητος αυξάνεται συν τω χρόνω χωρίς όμως να φθάνη ποτέ αυτό των ξένων.

Έτσι κατά τα τελευταία αυτά χρόνια, η μέση διάρκεια ζωής στην Ελλάδα ανήλθε στα 31 έτη 5 μήνας και 23 ημέρας, πράγμα όμως που πάλι δεν είναι ικανοποιητικό, γιατί καθώς παρατηρούμε και αυτή η προ τριακονταετίας υγιεινή κατάστασις στην Ευρώπη, ήταν πολύ ανωτέρα απ’ την σημερινή δική μας!...

***

Όχι λοιπόν συνεχώς λόγια χωρίς σημασία, φράσεις χωρίς έννοια, συλλογισμούς χωρίς περιεχόμενο!...

Είναι επιτακτικό καθήκον για τους αρμοδίους να φροντίσουν να εξυγιάνουν όλες τις μολυσμένες περιοχές της Ελλάδος και να δώσουν ζωή σε περιοχές πραγματικά πολύτιμες, όπως η Θράκη, η Μακεδονία και άλλες που σαπίζουν τώρα κάτω από τα τέλματα, την ελονοσία και τη φθίσι και γίνονται μ’ αυτόν τον τρόπο απαρχή της γενικής αποσυνθέσεως!...».

Πατρίς, 1936, Ηλίας Μπακόπουλος

Στον λαϊκό κινηματογράφο: Η εποχή του «Αλάσκα» και του «Ροζικλαίρ»

$
0
0


Φωτογραφία για Στον λαϊκό κινηματογράφο: Η εποχή του «Αλάσκα» και του «Ροζικλαίρ»
Το όνομα «Αλάσκα» σας λέει τίποτα; Μήπως το όνομα «Ροζικλαίρ»; Μήπως δεν σας άφηναν από το σπίτι; Ή μήπως δεν είχατε γεννηθεί ακόμη;

Δυστυχισμένοι άνθρωποι, που να ξέρατε τί χάσατε;

Τουλάχιστον διαβάστε να μάθετε τί γινότανε. Εγώ πάντως τα έχω βιώσει τη δεκαετία του 50, και σας βεβαιώνω ότι το κείμενο που ακολουθεί δεν έχει ίχνος υπερβολής! Να μη ξεχάσω μάλιστα να συμπληρώσω ότι είναι παρμένο από το καινούργιο μου βιβλίο

«Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες» (Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, Αθήνα 2018)

«Δεν παρακαλούνται πλέον οι κ. κ. πελάται να αφίνουν τα κασόνια των εις την είσοδον του κινηματογράφου (σ.σ. στη δική μου εποχή η επιγραφή τα ονόμαζε «κασελάκια»!). Οι μικροί λουστράκοι έχουν μάθει από πολλού αυτάς τας λεπτομερείας του στοιχειώδους τακτ που απαιτείται δια να εμφανισθή κανείς εις ένα κέντρο ως κύριος. Και εισερχόμενοι σοβαρώς εγκαταλείπουν τα κασόνια των προ του ταμείου.



Άλλωστε τι να τα κάμουν; Να τα μεταβάλλουν εις ταμπούρλο κατά τας στιγμάς του ενθουσιασμού των; Υπάρχουν τόσα άλλα μέσα δια τας εκδηλώσεις αυτάς, που και αν ακόμη τα κασόνια μετεβάλλοντο εις γκρανκάσες, πάλι ο θόρυβός των θα επνίγετο μέσα εις την ποδοκρουσίαν και τις καρπαζιές που ανταλλάσσονται για γούστο.

Εξ άλλου ξέρετε τι κρότο κάνει μια κουτουλιά δύο ξερών κεφαλιών; Περίπου όσον και ο ηλεκτρικός γλόμπος όταν κτυπηθή με δύναμι στον τοίχο. Και τέτοιες κουτουλιές είνε πολύ συνήθεις εκδηλώσεις θαυμασμού από τους μικρούς αυτούς κ. κ. θεατάς των λαϊκών κινηματογράφων όταν ο Τόμ Μίξ ή το παιδί του σατανά πηδάη από την κορυφή του βουνού κάτω στη χαράδρα, και εκεί κάνοντας γκέλ σαν καλοφουσκωμένο φούτ-μπώλ, ευρίσκεται στην απέναντι κορυφή, μακρυά από τις σφαίρες της ληστοσυμμορίας.

***

Δύο αγυιόπαιδες καταβροχθίζουν με τα μάτια τους τις εικόνες της βιτρίνας του κινηματογράφου.

-Να, βλέπεις εδώ; Εκεί που πηγαίνει ο ΟυΊλυ στο χωράφι να βρή τη Μαίρη, ο Τζών ο Τρομερός με τη συμμορία του χυμάει πάνω στον Ουϊλυ. Έ, τότες να δής ξύλο. Ξύλο που να το βλέπης μονάχα και να τρίβεις τη ράχι σου. Μια γροθιά στον Τζών, πάρτον κάτω. Τραβάει το πιστόλι, μια στο καπέλλο του Τζάκ, τζέππελιν το καπέλλο. Ετούτος με τα μουστάκια πέφτει χάμω απ’ τον φόβο του. Οι άλλοι τρείς το βάζουν στα πόδια.

-Σώπα!

Και χάσκοντας, βλέπουν και τις άλλες εικόνες, εις τις οποίες διαγράφονται αμυδρώς μόνον τα θαύματα των ηρώων της οθόνης.

Εν τω μεταξύ δύο σωφέρ συμπλέκονται πάρα πέρα και απειλείται θεαματικός καυγάς. Ανταλλάσσονται «φράσεις», οι γρόνθοι σφίγγονται έτοιμοι να καταπέσουν, αλλά επί τη θέα ενός πόλισμαν αποσοβούνται τα πάντα. Οι αγυιόπαιδες αγανακτούν. Ορίστε μας παλληκαράδες. Δεν πάνε πάρα έξω ίσαμε την Αμερική να δούνε λίγο κόσμο. Φτού!

***

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σ’ αυτούς τους κινηματογράφους φωληάζει η μισή Αθήνα. Πρέπει να την γνωρίσουμε. Δι’ ό και ζητούμεν από τον ταμίαν ένα εισιτήριο.

-Πρώτης θέσεως; Ερωτά ο ταμίας με εκπεφρασμένην κατάπληξιν.

-Ελευθέρας κυκλοφορίας εάν είνε δυνατόν -Δεν υπάρχει τέτοιο εισιτήριο. Θα πάρετε πρώτης και αν θέλετε, πηγαίνετε και στην τρίτη.

Και εισπράττει ένα δεκάρικο, «τιμή μετά φόρου». Αλλά ο φορατζής εις τον οποίον δεν είμεθα άγνωστοι, εκπλήσσεται βλέπων ημάς διά πρώτην φοράν με ολόκληρον εισιτήριον ανά χείρας.

--Πώς, δεν είσθε πλέον δημοσιογράφοι;

-Βεβαίως, αλλά δεν είνε ζήτημα τώρα για δέκα δραχμές να πληρώσουμε κι’ εμείς μια φορά!

-Παρακαλώ, παρακαλώ. Ο κ. δημοσιογράφος να επιστρέψη το εισιτήριό του, επιμένει ο διευθυντής του κινηματογράφου. Να περάσετε ελεύθερα.

-Αλλά δεν ήλθα εδώ για να γράψω.

-Πώς; Δεν σας ενδιαφέρει ο κινηματογράφος μου; Δήτε πρώτα πώς είνε, κι’ ύστερα μου λέτε. Ελάτε μάλιστα να σας δώσω καλή θέσι.

Πράγματι μας τοποθετεί παραπλεύρως ενός καθ’ όλα ευπρεπούς μενιδιάτη, ελθόντος προφανώς δια να το ρίξη ολίγο έξω, και ως εκ τούτου έχοντος εξαπλωμένους και τους δύο πόδας του εις το μπροσθινό κάθισμα.

Το γραμμοφών του ηχητικού βροντοφωνεί ένα ταγκό από την Αργεντίνα, αλλά με ελληνικά λόγια.

***



Αίφνης τα φώτα σβύνουν και μια νεκρική σιγή απλώνεται εις την απέραντον αίθουσαν, όπου μόνον τα τσίκ-τσίκ της φλούδας του πασσατέμπο ψιθυρίζουν, ή ακούεται κάπου-κάπου το ρόφημα μιάς συναχωμένης μύτης.

Μετ’ ού πολύ εμφανίζεται ο Χονδρός και ο Λιγνός εις την κωμωδίαν «Το τρελλό αγόρι και η μυρουδάτη ανθοδέσμη». Ο εύοσμος τίτλος μας παρηγορεί ολίγον, διότι εν αντιθέσει προς την ευπρέπειαν των θεατών, και παρ’ όλον τον χειμώνα, αισθανόμεθα μίαν λεπτήν αναθυμίασιν…

Ατυχώς η κωμωδία αυτή είνε κατωτέρα των προσδοκιών του κοινού, το οποίον ανυπομονεί να θαυμάση τα κατορθώματα του Ουϊλυ. Αλλά πού να τελειώση η κωμωδία; Βραδυπορεί σαν χελώνα. Και δεν είνε μόνον αυτό. Δεν έχει και ελληνικά γράμματα.

-Τι να τα κάμης τα γράμματα μωρέ φίλε; Σάμπως έμαθες ποτέ σου γραφή; Παρεξήγηση.

-Καθήστε χάμω. Σσσσς. Βαράτε τους.

Η τάξη αποκαθίσταται και επί τέλους ο Ουϊλυ εμφανίζεται έφιππος. Χειροκροτήματα, χαλασμός κόσμου, «λεβεντιές». Και ο Αμερικανός κόου-μπόϋ, μέσα στην αποθέωση των Ελλήνων θεατών, συλλαμβάνει με μια θηλιά τέσσαρες ληστάς του Μεξικού από την συμμορία του Τζών που έκλεψε τις αγελάδες της Μαίρης. Αλλά καθώς τους σέρνει δεμένους πίσω από το άλογό του, απόγονον προφανώς του Βουκεφάλου, ενσκήπτει και ο αρχισυμμορίτης Τζών και του φωνάζει, κρατών δύο πελώρια πιστόλια: «Πάνω τα χέρια!»

Το κοινόν ωχριά. Αν σκοτωθή τώρα ο Ουϊλυ πάει το έργο. Ψίθυροι ανησυχίας ακούονται. Τα πασσατέμπο σιωπούν και τα μάτια όλων διαστέλλονται. Αλλά ο αγαθός σεναριογράφος ποτέ δεν αφίνει τους ήρωάς του χωρίς υπεράσπισιν. Το άλλογο του Ουϊλυ ανορθώνεται και τρώει κατάστηθα την σφαίρα του ληστού ενώ εν τω μεταξύ ο Ουϊλυ τον σκοτώνει.

Η αίθουσα δονείται από αλαλαγμούς χαράς και από ποδοκρουσίαν. Ο ζωηρότερος εκσφενδονίζει κατά της οθόνης το παπούτσι του. Ένας άλλος, τακτικός θαμών της γαλαρίας του ελληνικού θεάτρου και θαυμαστής πιθανώς μιάς σουμπρέττας, από κακήν συνήθειαν φωνάζει μπίζ.

Και το έργον συνεχίζεται εν μέσω περιπετειών και ιλίγγων, μέχρις ότου, επί τέλους ο Ουϊλυ ασπάζεται περιπαθώς την Μαίρην, την νυμφεύεται, και ο κόσμος αναχωρεί με στεναγμούς εις τα χείλη».

(«Η Πολιτεία», 1931)

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Συνέντευξις μεθ’ ενός καθίσματος του Άντρου των Νυμφών

$
0
0



Πάμε στον Ιλισσό και το Βατραχονήσι -την πιάτσα των καφέ-σαντάν-, για να μάθουμε τις μεγάλες αλλαγές που έφεραν στην περιοχή οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896.  

«Ώρα 2 μ.μ. ήλιος, βορριάς, σκόνη. Ο Ιλισσός δακρύων πού και πού, ενώ είς όνος κοιμάται μακαρίως επί της κοίτης του. Η ξυλίνη γέφυρα τρίζουσα υπό το βάρος των βημάτων μου, αν και δεν έχω κανένα λόγον να είμαι ούτε βαρύς, ούτε παχύς.

Το Άντρον των Νυμφών προβάλλει εις το βάθος. Η σκηνή και τα παρασκήνια του εις το βάθος έρμαια του ανέμου και της σκόνης, τα καθίσματά του σωρηδόν, διεσκορπισμένα, το καφενείον του ερείπιον, η χλόη του παχεία και ακατάστατος, τα πεύκα του καμπουριασμένα και μουρμουρίζοντα με συνεχές παράπονον.

Παραπέρα δύο μικροί έχουν δέσει ένα σχοινί από ένα κλάδον και αιωρούν εκβάλλοντες χαράς νίκης και θριάμβου, με τα υποκάμισά των και τα πανταλόνια κυμαινόμενα.

Κάμνω ένα βήμα και βγάζω συνεσταλμένος το καπέλλο μου.

-Επιτρέπετε;

-Ά! Μπά! Ελεύθερα, ορίσατε. Πώς ήταν αυτό το ευτύχημα;

Και ένα μακρύ, χωλόν και ξεβαμμένον κάθισμα προσφέρεται εν αξιοδακρύτω καταστάσει.

-Περνούσα, αγαπητόν μου, και εμβήκα. Αλλά μήπως σας ενοχλώ, σας βλέπω κάπως αδιάθετον.

-Ίσως θέλετε να πήτε βρωμερόν, σπασμένον.

-Με συγχωρείτε, δεν ήθελα να πώ αυτό.

-Και τι δουλειά κάνετε;

-Είμαι δημοσιογράφος.

-Ά! Ναι απ’ εκείνους που μπαίνουν τζάμπα στα θέατρα; Τους ξέρω, ας είνε, βλέπετε αυτά έχει ο κόσμος. Ημείς εδώ μόνον το καλοκαίρι περνούμε κάπως καλά, τον χειμώνα υποφέρομεν φρικτά. Μας εγκαταλείπουν όλοι οι ποιηταί κι αυτός, ξέρετε, ο κ. Παράσχος...

-Ο κ. Παράσχος!

-Ναι, που μας έψαλε. Πως δεν γνωρίζετε τους στίχους:

Ώ! Να το Άντρον των Νυμφών, ώ! Να το μονοπάτι

Όπου εκείνη άλλοτε μαζί μου επεριπάτει.

-Ναι!... ναι!... ενθυμούμαι αμυδρώς.

-Λοιπόν όλοι μας εγκαταλείπουν. Κοιμούμεθα με τας αναμνήσεις μας. Ενίοτε τρομάζομεν με την σκιάν του Πέρβελη, ξέρετε, ή γελούμε με το όραμα του μακαρίτου Κωστάκη. Άχ! Τι λαμπραί ημέραι, τι θαυμάσιοι καιροί. Τί γέλοια, καλέ, τί γέλοια. Δεν μπορούμε να κρατήσουμε την κοιλιάν μας ακόμη.

Έπειτα αι αναμνήσεις των ιπποδρομιών, ο κ. Πρίντεζης, η ωραία εκείνη Μαρή που εδάμαζε τόσους αρειμανίους ίππους, ο αγαθός εκείνος Πιερότος, μη λησμονείτε και τον κ. Μοντενέγρον, αυτός τώρα, νομίζω, κάπου εδώ παρακάτω κάθηται γιατί ακούω τα λιοντάρια να μουγκρίζουν. Θεέ μου, ένα μούγκρισμα! Φαίνεται ότι δεν θα περνούν και πολύ καλά. Τι λέγαμε λοιπόν;

Ά! Ναι, ζούμε με τας αναμνήσεις μας. Κάποτε έρχονται και μας κάνουν συντροφιά από το Βατραχονήσι η κυρά Μαριέττα. Αξιόλογος γυναίκα αυτή η κυρά Μαριέττα κι’ έχει κάτι κοφίνια θεόρατα κι’ όλα γεμάτα. Έρχεται τρείς φορές την εβδομάδα, κάποτε και κάθε μέρα και απλώνει τα ρούχα της, κι’ αν θελήση να ζυγώση κανείς στέκει με το κοντόξυλο και του μπαίνει...

-Αλλοιώς πώς περνάτε;

-Τι εννοείτε αλλοιώς; Μα, σας είπα, είνε χειμώνας τώρα, κωμειδύλλια δεν γράφουν, κόσμος δεν έρχεται,  καμμιά κλαπαδόρα δεν αντηχεί...

-Ά! Ναι! Μά τι συμβαίνει εκεί κατά τον Παράδεισον;

-Τι συμβαίνει;

-Δεν ακούετε ήχους μουσικής, πά-δε-κάτρ, αν δεν απατώμαι...

-Πά-δε-κάτρ με τη Σαρακοστή, δεν το πιστεύω!

-Και όμως προσέξατε, σας παρακαλώ...

-Έχετε δίκαιον... Φαίνεται πως θάνε οι δούλες από το Βατραχονήσι. Ξέρετε τώρα είνε χειμώνας και η αίθουσα του Παραδείσου είνε αδειανή. Ο περιβολάρης εδώ πά δεν κάθεται ποτέ μέσα, κάθεται στη σκηνή από πίσω, την ξέρετε: εκεί που παρίστανε το περασμένο καλοκαίρι ο κ. Χρυσάφης, που εδόθη η «Φρύνη», το «Λευκόν Δράμα».

Λοιπόν σ’ αυτή τη σάλα μαζεύονται οι δούλες, παίζει μια απ’ αυτές φυσαρμόνικα και χορεύουν οι άλλες ορίστε, περάστε, θέλετε να δήτε...

-Μερσί... εξακολουθήσατε, μου κάνετε τόσην ευχαρίστησιν σείς!

-Τι να εξακολουθήσω, δεν έχω τίποτε άλλο να σας πώ, αν κουρασθήκατε...

-Αρκετά. Τώρα να σας πώ κι’ εγώ κάτι τί αρκετά σοβαρόν.

-Σοβαρόν;

-Μάλιστα! Αύριο μεθαύριο σας πετούν απ’ έδω πέρα.

-Πώς; Μας πετούν; Αυτή είνε αναισθησία! Ποιός; Τι σας κάμαμε; Δια τας πληροφορίας ίσως που σας έδωσα δια να γεμίσετε το φύλλον σας; Ά! Σεις οι δημοσιογράφοι είσθε αχάριστα όντα!

-Όπως αγαπάτε. Αλλά η αλήθεια είνε πικρά πάντοτε. Εν τούτοις πώς να σας το πώ. Αύριο μεθαύριο σας πετούν απ’ εδώ. Κάτω η σκηνή, τα καφενεία, τα πάλκα, η κυρά Μαριέττα, ξέρετε, που απλώνει τις μπουγάδες της... όλα, όλα. Ιδού τι συμβαίνει: Η επιτροπή των Ολυμπίων απεφάσισε να σας αγοράση.

-Να μας αγοράση από τώρα;. Το καλοκαίρι καλέ. Τώρα δεν έχομεν θέατρον.

-Μη με παρεξηγήτε. Θα σας αγοράση διά βίου.

-Μ’ αυτό είνε φρικτόν!

-Τι να γείνη. Εν τούτοις ακούσατε. Θα σας ενώση με το Ζάππειον και θα σας κάμη ένα μεγάλον, όμορφον κήπον με παιδάκια και παραμάνες την ημέρα, με φανάρια και ειδύλλια την νύκτα. Θα γείνετε πολύ όμορφοι όλοι εδώ, θα λείψη η σημερινή αηδία σας, μη συγκινήσθε. Σείς αίφνης θα γείνετε ένα κομψόν σιδηρούν κάθισμα. Η επιτροπή θα εργασθή, είνε φιλόκαλος και γι αυτά όλα θα εξοδεύση πολλά χρήματα...

-Πολλά χρήματα; Σαν πόσα;

-24.000 δρ.

Εις το άκουσμα αυτό το ξεβαμμένον και συντετριμμένον κάθισμα εσηκώθη επί των χωλών του ποδών και ήρχισε να ρυθμίζεται, έξαλλον από χαράν με τους αντηχούντας από την αίθουσαν του Παραδείσου ήχους του Πά-δε-κάτρ, από την γλυκύφθογγον φυσαρμόνικαν των δουλικών. Εν τω μεταξύ δε η κυρά Μαριέττα εθεάθη κατερχομένη αγριωπή εκ του λόφου του Βατραχονησίου κι εγώ το έσκασα».

«Άστυ», 1894, «Μποέμ»

Καλώς ορίσατε !!!!!

Άντζελα (Πατησίων)

$
0
0

Πηγή: ελλ. ταινία "Δουλειές με φούντες" 1959.
Ο Νίκος Σταυρίδης  και ο Γιάννης Γκιωνάκης.
Ημερ. λήψης: 14/09/2013
Πηγή: εφημερίδα "Τα Νέα"
18/11/1971
Πηγή: Internet
Ημερ. λήψης: 02/05/2010
Ημερ. λήψης: 02/05/2010
Ημερ. λήψης: 02/09/2008
Πηγή: Bing maps


Πατησίων 324 & Ροστάν, Χειμερινό & Θερινό. 
Λειτούργησε από το 1957 - 1990. Θέσεις 851 με 
εξώστη. Το θερινό στη ταράτσα. Του 
πολ. μηχανικού Κων. Κωττάκη. Τη δεκαετία 70 
έβαλε μεγάλη ημικυκλική οθόνη βισταβίζιον. 
Το 2011 άρχιζε να χτίζεται το πίσω μέρος.

ΑΝΤΖΕΛΑ, Πατησίων (Α)
Εξαιρετικός κινηματογράφος, με χειμερινή αίθουσα (πλατεία και εξώστης) 
και θερινό στην ταράτσα. Ίσως πιο προχωρημένος από την εποχή του, είχε 
την τόλμη να λειτουργήσει ως Α προβολής σε εποχή που ακόμα το τέρμα 
Πατησίων ήταν… μακρινό. Δεν ευτύχησε όμως στις επιλογές ταινιών αλλά 
ούτε και συνάντησε θερμή ανταπόκριση από το κοινό. (Μάνος)

Αναμνήσεις
Η Αννα απο την Νέα Ιωνία τις άρεσαν οι ταινίες με Τζέρι Λίουις και πήγαινε
 στην Αντζελα στην Πατησίων ή στο Αθήναιον στους Αμπελόκηπους. Τους συγκεκριμένους
 κινηματατογράφους τους είχε ο Σάββας Πυλαρινός της Σάββας Φιλμ και έφερνε ταινίες της
 Paramaunt. Ο Σκούρας της Σκούρας Φιλμ είχε την Fox και U.A. και κυρίως το Αττικόν
 και τον Απόλλωνα στη Σταδίου. Και ο Δαμασκηνός - Μιχαηλίδης έιχαν την
 M.G.M, Columbia, Universal και W.B. και τους κινηματογράφους κέντρου Παλλάς, Μαξίμ και Ορφέα
Στο Άντζελα θυμάται τη κωμωδία με τους Τζέρι Λίουις, Ντιν Μάρτιν "Πρωταθλητές της γκάφας
σε επανέκδοση και μεγάλη οθόνη vistarama.

Θυμάμαι τη κωμωδία "Η γυναικάρα με τα κόκκινα"με τον Τζιν Γουάιλντερ, το 1985 με το
 βραβευμένον τραγούδι του Στίβι Γόντερ. Μία καλή κωμωδία σε ένα ωραίο χειμερινό σινεμά. 
Στο θερινό τη γαλλική αστυνομική περιπέτεια "3 φορές σκληρός"με τον Αλέν Ντελόν, το 1980. 
Ένα επίσης ένα ωραίο θερινό σινεμά στη ταράτσα. Σε επανέκδοση το κλασικό γουέστερν 
"Νεβάδα Σμιθ"με τον Στιβ Μακ Κουίν στο ρόλο του εκδικητή.
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>