Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Η δραχμή

$
0
0





  • Υποτίμηση 1953...
    Μετά την Κατοχή τον Εμφύλιο ήρθε και αυτή για να δέσει το γλυκό...
    Στην γειτονιά στις αυλές... τι να ξέρουν από αυτά...
    "Δηλαδή θα ξαναγίνουν Κατοχικά τα λεφτά μας ;"
    Πώς να ξεχάσουν τα εκατομμύρια τα δις τα κουρελόχαρτα δηλαδή
    που τα έβλεπαν οι μαυραγορίτες και γελούσαν αν πήγαινε κάποιος να αγοράσει
    λίγο λάδι και του ζητούσαν...χλωμή (χρυσή λίρα).
    Και έφευγαν με σκυφτό το κεφάλι και προσπαθούσαν να συγκρατηθούν
    για μην τον πνίξουν.
    Πίσω στην υποτίμηση...
    Το 1938 το δολάριο είχε 113 δραχμές ...
    Το 1952 έφτασε στις 15.000 δρχ. και ο Μαρκεζίνης σε ένα βράδυ το έφτασε
    στις 30.000 δρχ.
    Εφημερίδες  γράφουν...."ανταγωνιστικό το περιβάλλον"
    "Η Ελλάς η φθηνότερη Χώρα στον κόσμο..."
    Κόπηκαν και τα τρία μηδενικά οπότε 30 δραχμές το δολάριο...
    -Τι έγινε ρε παιδιά ;
    Ρωτούσαν στην γειτονιά...
    Απλά ο Μαρκεζίνης ρισκάρισε και πέτυχε...
    Η μαύρη αγορά τελείωσε...
    Άρχισαν οι επενδύσεις...
    -Μωρέ έχουμε δουλειά τώρα !!!!
    Αυτό άκουγες...αυτό έβλεπες....
    Τσιμπούσια τα βράδια στα σπίτια...
    "Τι γλεντάνε απέναντι ;"
    "Έπιασε δουλειά...."
    Ήταν φυσικό να το γιορτάζουν ...η ανεργία μέχρι τότε είχε φτάσει στα σημερινά επίπεδα.

Ελληνικές Ταινίες Που Λατρέψαμε: Κορόιδο Γαμπρέ (1962)

$
0
0



Τίτλος: Κορόιδο γαμπρέ
Είδος: Κωμωδία
Σκηνοθεσία: Κώστας Καραγιάννης
Σενάριο: Νίκος Τσιφόρος
Παραγωγή: Φοίνιξ Φιλμ
Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Αυλωνίτης, Νίκος Σταυρίδης, Γιάννης Γκιωνάκης, Μίρκα Καλατζοπούλου, Άννα Παϊτατζή, Δέσποινα Στυλιανοπούλου, Χρήστος Ζορμπάς, Γιώργος Βελέντζας, Ράλλης Αγγελίδης, Γιάννης Μωραϊτης, Τάσος Καμπάκης, Αντώνης Μαρκαντωνάτος, Γιώργος Παπαγεωργίου, Μαίρη Κόκκαλη, Βίκυ Παπά.
Διάρκεια: 82′
Εισιτήρια: 16.997
Α’ Προβολή: 17/12/1962
Υπόθεση: Ο Διαμαντής και ο Σαράντης είναι συγκάτοικοι και φίλοι. Ο πρώτος είναι ιδιοκτήτης οινομαγειρείου, στο οποίο ο δεύτερος εργάζεται ως γκαρσόνι. Όλη μέρα καβγαδίζουν με το παραμικρό. Και οι δυο τους είναι ερωτευμένοι με την όμορφη νεαρή της γειτονιάς, τη Φανίτσα. Ερωτευμένος με τη Φανή είναι επίσης και ο Λούλης, αλλά η πλούσια και σνομπ θεία του δεν θέλει να ακούσει λέξη γι’ αυτήν.



Κάποια μέρα, οι δύο φίλοι αγοράζουν ένα λαχείο, κερδίζουν τον πρώτο λαχνό κι αρχίζουν να σκέφτονται πώς θα αξιοποιήσουν τα λεφτά τους. Όταν το παλιό κτίριο, όπου βρίσκεται το οινομαγειρείο του Διαμαντή, κατεδαφίζεται, οι δύο φίλοι, βέβαιοι ότι σύντομα θα παντρευτούν, αγοράζουν ένα μεγαλύτερο εστιατόριο, στο οποίο έρχεται να δουλέψει και ο Λούλης, προκειμένου να απαλλαγεί απ’ την ανυπόφορη θεία του. Η Φανή προσλαμβάνεται ως ταμίας και ο καθένας τώρα σκέφτεται, πώς να της ζητήσει να γίνει γυναίκα του!…



Ατάκες:
ΠΕΛΑΤΗΣ: Για έλα εδώ ρε Σαράντη.
ΣΑΡΑΝΤΗΣ (ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ): Παρακαλώ.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Αφού γράφεις, φασόλια τρεις, γιατί χρεώνεις τέσσερις;
ΣΑΡΑΝΤΗΣ: Τα παράπονα στον συγγραφέα, απέναντι.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Γιατί αυτή η διαφορά;
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ): Ναι, Μητσο μου, αλλά εσύ έφαγες γίγαντες. Εμ… βέβαια.. Το ίδιο θα πλήρωνες τα λόπια και το ίδιο τους γίγαντες; Και τι γίγαντες! Να με το συμπάθιο. Αυτοι γίνονται και γεμιστοί.


ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗ: Μπα… Ενδιαφέρεται και ο Διαμαντής για τη Φανή;
ΣΑΡΑΝΤΗΣ: Βέβαια. Δεν το ξέρεις; Δεν είδες πρωτύτερα, που της έδωσε δύο πατάτες για συμπλήρωμα;
ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗ: Μπα!
ΣΑΡΑΝΤΗΣ: Α, βέβαια. Κι άμα ο Διαμαντής δίνει πατάτα για συμπλήρωμα και μάλιστα δύο, είναι ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια.
ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗ: Ε, τότε εσύ που της έδωσες ολόκληρο πιάτο;
ΣΑΡΑΝΤΗΣ: Λες να ‘μαι κι εγώ; Άντε ρε!



ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Μη ρίχνεις πολύ αλάτι, γιατί είναι ακριβό.
ΣΑΡΑΝΤΗΣ: Δε μου λες ρε, με την όπισθεν μπήκες κι έχεις πάρει ανάποδες;
ΦΑΝΗ (ΚΑΛΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ): Καλημέρα.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Καλώς το κορίτσι μας.
ΣΑΡΑΝΤΗΣ: Καλώς τη Φανίτσα.
ΦΑΝΗ: Θα μου δώσετε λίγο σπανακόρυζο;
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Όχι. Σήμερα δεν έχουμε σπανακόρυζο. Θα σου δώσουμε ένα αρνάκι καπλαμά.
ΣΑΡΑΝΤΗΣ: Καπαμά ρε. Άκου καπλαμά!



ΛΟΥΛΗΣ (ΓΚΙΩΝΑΚΗΣ): Κύριε χοντρέ… Εσείς δεν είστε που έχετε το εστιατόριο, που ψωνίζει και η δεσποινίς Φανή;
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ναι, εγώ.
ΛΟΥΛΗΣ: Μπορείτε να της πείτε ότι την αγαπάω;
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Και τι είμαι ‘γω ρε; Προξενήτρα;
ΛΟΥΛΗΣ: Όχι, αλλά έχω ακούσει ότι οι χοντροί είναι καλοί άνθρωποι.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Χοντρή είναι η κεφάλα σου.



ΛΟΥΛΗΣ: Εγώ θα την πάρω τη Φανή!
ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΗ (ΠΑΪΤΑΤΖΗ): Μα είναι δυνατόν; Μια απένταρη;
ΛΟΥΛΗΣ: Θα της δώσουμε εμείς, απ’ τα δικά μας.
ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΗ: Εσύ ρε; Έβγαλες ποτέ σου μια δραχμή;
ΛΟΥΛΗΣ: Πώς, έβγαλα.
ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΗ: Από πού;
ΛΟΥΛΗΣ: Απ’ τον κουμπαρά μου.
ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΗ: Λούλη, είσαι βλαξ.
ΛΟΥΛΗΣ: Ναι θεία… και τη θέλω βλακωδώς. Χα, χα!…


Αναδημοσίευση άρθρου απο το:
http://mikrosserifis.blogspot.gr/
http://ellinikoskinimatografos.gr

Κάποιες γειτονιές

$
0
0






  • Το Μεταξουργείο πίσω στα παλιά....γειτονιά των "αγγέλων"των φτωχοδιαβόλων

    των μόρτηδων των καλντεριμιτζούδων...
    Και λοιπόν άνθρωποι ήταν και αυτοί και μάλιστα της διπλανής πόρτας
    στην κυριολεξία και αρκετές φορές στην ίδια αυλή.
    Δίπλα και ο Βούθουλας η Ακαδημία Πλάτωνος ...
    Δεν χωρούσαν όλοι στο Μεταξουργείο πηγαινοερχόντουσαν ...
    Τα τραβεστί στο φόρτε τους με το δικό τους κλάμπ την θρυλική Χαβάη
    και δίπλα και απέναντι σπίτια με καθημερινούς ανθρώπους.
    Επίσκεψη σε φιλικό σπίτι απόγευμα...
    Μόλις μπαίναμε μέσα έκλειναν οι οικοδεσπότες τα πατζούρια
    για να μην βλέπουμε το θέαμα απέναντι.
    "Και πού να πάμε;"
    Έλεγαν οι φουκαράδες που είχαν συνηθίσει με τα τεκταινόμενα...
    Καυγάδες...μαχαιρώματα...φωνές και τι να σου κάνει η άμεση δράση
    που συνήθως πήγαινε εκεί με ασθενοφόρο.
    Στην γειτονιά τώρα...
    Από την μαγική αυλή περάσανε τέτοια άτομα και δεν ήταν λίγες οι επισκέψεις
    της Αστυνομίας.
    Ένας συγκάτοικος μπαινόβγαινε στις φυλακές ΑΒΕΡΩΦ τότε στους
    Αμπελόκηπους για χρήση χασίς.
    Κάθε φορά του έψαχναν το δωμάτιο....ήρεμος αυτός....
    Μάζευε τα μπογαλάκια του και έμπαινε στην κλούβα....
    "...κυρά Σταυρούλα θα στα πλερώσω τα νοίκια..."
    Τον λυπότανε η σπιτονοικοκυρά και τον ξαναμάζευε όταν έβγαινε.
    Εκεί και μια "εργαζόμενη"σε "σπίτι"στο Μεταξουργείο....ερχότανε
    ένα Αμερικάνικο μεγάλο αυτοκίνητο και την έπαιρνε κάθε απόγευμα
    για να την πάει στην "δουλειά"....με οδηγό τον "αγαπητικό".
    Το μαύρο πρόβατο για την γειτονιά....δεν την ήθελαν οι γυναίκες
    γιατί φοβόντουσαν τους άντρες τους που την κοιτούσαν σαν Χιώτικο
    λουκούμι όταν περνούσε στον δρόμο αεράτη.
    Τα περισσότερα παιχνίδια τα είχα από αυτή.

Δεύτερος Ρόλος: Οι Ταλαντούχοι Του Ελληνικού Κινηματογράφου

$
0
0

 (Μέρος 3ο)


Χρημάτισαν σύζυγοι, αδερφές, θείες. Ανέστησαν ορφανά ανίψια. Περίμεναν υπομονετικά το «νυμφίο». Κάποτε ήταν πέτρες του σκανδάλου. Πάντοτε όμως έλαμπαν, μας έκαναν – και μας κάνουν – να γελάμε ή να κλαίμε. Δευτεραγωνίστριες της καρδιάς μας.
sapfo notaraΗ τρομερή γυναίκα με τη χρυσή καρδιά. Εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες και αναστάτωνε με τη βροντερή φωνή και την αγριωπή της όψη. Είχε τσαμπουκά και δυναμισμό ενώ το ταλέντο της στην κωμωδία είναι αναμφισβήτητο. Μπουρλότο!!!!
Συνήθως γκρινιάρα σύζυγος, λίγο αφελής και πάντα γλωσσοκοπάνα. Γλυκύτατη.
Υπήρξε σύζυγος, μητέρα και θεία πολλών πρωταγωνιστών και πρωταγωνιστριών. Συμβούλευε, νουθετούσε, απελπιζόταν. Διακριτική κι ευγενική.
smaro stefanidouΠληθωρική παρουσία με το ανάλογο ταλέντο. Συνήθως ερμήνευε ρόλους ζωντοχήρας, θείας, αδερφής, ρεαλίστριας, με αγάπη για τη ζωή.
eleni zafeiriouΌπως και η Γαρμπή, εμφανίστηκε σε πάμπολλες ταινίες ως σύζυγος, μητέρα ή θεία πολλών πρωταγωνιστών και έγραψε ιστορία σε όλες. Η ερμηνεία της στα δράματα θα μπορούσε να οδηγήσει την καριέρα της στο διεθνή χώρο. Αξιαγάπητη.

Έπαιξε σχεδόν πάντα ρόλους πλουσίων κυριών, καθώς τη βοηθούσε η φυσιογνωμία της. Εμφανίστηκε σε μελοδράματα και κωμωδίες, με κυριότερη την «Για ποιον χτυπά η κουδούνα». Την πρώτη της εμφάνιση, πιπίνι ακόμη, την έκανε στην ταινία «Η καφετζού».

melpo_zarokostaΤην κοιτάς και σκέφτεσαι αυτομάτως πως ανήκει στο τζετ σετ. Αριστοκρατική από την κορυφή του πάντα καλοχτενισμένου κεφαλιού της, μέχρι τα κομψά παπούτσια της. Σύζυγος πολλών πρωταγωνιστών, θεωρώ την πιο σικ της εμφάνιση στο «Κάτι κουρασμένα παλικάρια». Έργο τέχνης.

Νανά Σκιαδά 1919 – 1979
nana skiada
Η δολοπλόκα μητέρα στο «Τζένη–Τζένη» εμφανίστηκε σε δράματα και κωμωδίες, ερμηνεύοντας τους ρόλους της με μπρίο και καπατσοσύνη. Την έχω πάντα στο μυαλό μου ως καταφερτζού.

mairi lalopoulouΉταν η γυναίκα του Βασίλη Λογοθετίδη στο «Ένα βότσαλο στη λίμνη», του Ηλιόπουλου στο «Οι κυρίες της αυλής» αλλά πάνω από όλα, υπήρξε η Κυρία Κασσανδρή στο «Τζένη – Τζένη».  Όμορφη, αρχοντική, με φωτεινό χαμόγελο. Εκείνο που δεν ήξερα είναι πως βασανίστηκε απάνθρωπα από ταγματασφαλίτες το 1944 (πηγή «Η μηχανή του χρόνου»)

Γοητεύει το Βασίλη Αυλωνίτη στο «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», είναι η αρραβωνιαστικιά του στο «Οι γαμπροί της Ευτυχίας» για να αναφέρουμε μερικούς μόνο ρόλους της.  Ζουμερό θηλυκό, κατεργάρα αλλά πάντα καλόκαρδη, δυστυχώς έχουν χαθεί τα ίχνη της..

mitsi konstantaraΕννιά φορές στις δέκα, έκανε την αδερφή του αγαπημένου της Λάμπρου, όπως και στη ζωή. Προσπαθούσε – ανεπιτυχώς – να τον νουθετήσει. Εργάστηκε στο θέατρο και την τηλεόραση, αλλά μετά το θάνατο του Λάμπρου έπεσε σε κατάθλιψη και τον ακολούθησε έξι μήνες μετά.
mairi_metaksaΚωνσταντινουπολίτισσα, έδινε το στίγμα της σε κάθε ταινία που εμφανίστηκε, συνήθως ως μητέρα του Κώστα Βουτσά. Κουτσομπόλα, ανυπόμονη αλλά πάντα καλόκαρδη.
Ηλέκτρα Καλαμίδου
Αλησμόνητη μητέρα στο «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» και εξαιρετική θεία στο «Η ωραία του κουρέα».  «Κάτι ξέρω κι εγώ που θέλω να πάω στην Αυστραλία…»

lili papagianniΠανέμορφη και κομψότατη. Δεν ξέρω γιατί ποτέ δεν πήρε ρόλους πρωταγωνίστριας. Φίλη, ξαδέρφη, ερωμένη,  σύζυγος.. Για μας θα είναι πάντα η «Αθηνάάάάά!»
tasso kavadiaΗ μεγαλύτερη στρίγγλα του ελληνικού κινηματογράφου, ήταν στην πραγματικότητα μια καλόκαρδη, γεμάτη χιούμορ γυναίκα. Με το που την έβλεπες πάντως στους ρόλους της, ήξερες πως κάτι κακό θα συμβεί..
Της Άννας Παχή
Αναδημοσίευση άρθρου απο το:
iart.gr
http://ellinikoskinimatografos.gr

Τα φλέρτ...τα ραντεβού

$
0
0




  • Πολύ παλιά δεν ήταν εύκολο το σ΄αγαπώ μ΄αγαπάς...
    Υπήρχαν όμως τρόποι....
    Στα καλά όπως έλεγαν τα σπίτια που είχαν τον τρόπο τους οι υπηρεσίες έκαναν
    και χρέη ταχυδρόμου...το πήγαινε το γράμμα της δεσποινίδας αλλά και της κυρίας
    το ραβασάκι δηλαδή στον καλό τους που περίμενε στην γωνία.
    Θα μου πείς καλά η δεσποινίς αλλά και η κυρία ;
    Συνήθως ο σύζυγος ήταν πολυάσχολος και κάποιας ηλικίας οπότε δεν γλύτωνε
    το κέρατο.
    Συχνά οι κυρίες αυτές πήγαιναν ταξίδια στας Ευρώπας παίρνοντας μαζί και τον 
    συνοδό.
    Στα χαμηλότερα στρώματα τα πράγματα ήταν δύσκολα...
    Ένα άνοιγμα της γρίλιας....τότε ανοιγόκλειναν με κλειστά τα πατζούρια...και ήταν
    το σύνθημα για το ναι ή το όχι για το ραντεβού που δεν θα διαρκούσε παραπάνω
    από λίγα λεπτά.
    Οι Μικρασιάτισες στις γειτονιές της Αθήνας ταράζουν τα λιμνάζοντα νερά.
    Ντύνονται καλύτερα...περιποιούνται τον εαυτό τους έστω και με τα λίγα που έχουν.
    Ο μπακάλης σχολιάζει ότι έχει μεγαλύτερη κατανάλωση το μοσχοσάπουνο τώρα.
    Συνήθως το πράσινο πουλούσε που ήταν και για μπουγάδα και για ατομική υγιεινή
    σκέτη ποτάσα.
    Τις είπαν "παρδαλές"τις προσφυγοπούλες που μοσχοβολούσαν στον δρόμο
    αλλά το ίδιο είπαν σύντομα και για τις ντόπιες που δεν άργησαν να τις ακολουθήσουν.
    Στην ίδια αυλή έμεναν βλέπεις...
    Τα φλέρτ άρχισαν να γίνονται περισσότερο φανερά και τα ραντεβού να γίνονται
    στην απέναντι γωνία.
    Τα ρομαντικά στο Φάληρο ...στου Φιλοπάππου ....μέχρι που θα ερχότανε η ώρα
    που ο νέος θα ζητήσει επίσημα την νέα από τους γονείς της.
    "Είναι καλό παιδί και δουλεύει..."έτσι απλά.
    Συνήθως η νύφη δεν είχε προίκα...και πώς να είχε όταν η οικογένεια
    έμενε σε ένα δωμάτιο μιας αυλής με νοίκι.
    Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί κάποιο οικοπεδάκι εκτός σχεδίου
    με προοπτική για...φώς... νερό...τηλέφωνο.
    Ο αγώνας στην συνέχεια του ζευγαριού μεγάλος....
    Πετραδάκι...πετραδάκι θα κατόρθωναν να στήσουν μια κάμαρα.

Ανθρώπινες εικόνες μέσα στο τραμ

$
0
0



  • «Χθες το απόγευμα εις το τραμ συνέβη μία σκηνή, την οποίαν θα διηγηθώ όπως την ήκουσα και όπως την είδα.

    Ο εισπράκτωρ του τραμ, αφού έδωσεν όλα τα εισιτήρια, επέρασε το χέρι του εις ένα από τους στύλους εις το πλάι των καθισμάτων και εστάθη εκεί. Όταν ένας εισπράκτωρ περνά το χέρι του εις ένα στύλον και στέκεται, σημαίνει ότι οι εξώσται είνε πλήρεις και δεν υπάρχει θέσις να σταθή ο υπάλληλος.

    Μόλις όμως εστάθη εις την θέσιν εκείνην ο επιβάτης που εκάθητο εις την γωνίαν, έδειξε σημεία ανησυχίας, αγανακτήσεως και επί τέλους ανετινάχθη και είπε εις τον υπάλληλον.

    -Πήγαινε σε παρακαλώ πάρα πέρα.

    Ο τόνος με τον οποίον εδόθη η συμβουλή έπερνε ερώτησιν.

    -Και γιατί παρακαλώ;

    -Γιατί;... Μ'ερωτάς γιατί; Γιατί έχεις φάη σκόρδο!

    Ο υπάλληλος έμεινε μίαν στιγμήν αναπολόγητος. Δεν ήξευρε τι να ειπή και αν έπρεπε να θυμώση ή να δεχθή την αγανάκτησιν του επιβάτου άνευ διαμαρτυρίας.

    -Δεν έχω το δικαίωμα να κάμω την όρεξί μου; είπεν επί τέλους.

    Τώρα πλέον ο επιβάτης εξεμάνη.

    -Την όρεξί σου; είπε. Την όρεξί σου να την κάνης στο σπήτι σου.

    -Μα στο σπήτι μου έφαγα σκόρδο, απάντησεν ο υπάλληλος. Μήπως νομίζετε πως έφαγα στο ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρεττανίας;

    Η απάντησις έφερε κάποιαν ευθυμίαν. Όσοι δεν ήσαν εις την ακτίνα εις την οποίαν έφθανεν η οσμή του σκόρδου, έλεγαν ήδη μισοκλείοντες το μάτι:

    -Ωραία!

    Αλλά ο κύριος του οποίου εταλαιπωρούντο τα οσφραντικά νεύρα, εξηγριώθη περισσότερον.

    -Βλέπω ότι είσαι και αυθάδης, είπε. Όταν πρόκειται να έχης υπηρεσίαν, δεν πρέπει να τρως σκόρδο, κύριε. Γιατί δεν σου χρωστούμε τίποτε εμείς να κινδυνεύωμε να βγάλωμε τ'άντερά μας.

    Ο υπάλληλος τώρα προσέλαβεν ύφος σχεδόν περίλυπον.

    -Α, είπε. Όταν πρόκειται να έχω υπηρεσίαν. Ωραία. Και δεν μου λέτε, πότε δεν πρόκειται να έχω υπηρεσίαν; Μήπως δεν δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ;

    Ό,τι δεν είχε κάμει η εξυπνάδα και η ολίγη αυθάδεια, το έκαμεν αυτή η συγκινητική παρατήρησις. Ο επιβάτης εμαλάκωσεν ολίγον και είπε τώρα εις ύφος παραινέσεως μάλλον:

    -Δεν σου λέω, αδελφέ, έχεις και συ το δίκηο σου. Αλλά καταλαβαίνεις...

    -Το καταλαβαίνω, κύριε, διέκοψεν ο υπάλληλος. Το καταλαβαίνω. Και επειδή το καταλαβαίνω έχω ένα χρόνο να το βάλω στο στόμα μου. Μα χθες το βράδυ το τράβηξε η όρεξί μου. Βρήκα μια σκορδαλιά...

    Εκείνην την στιγμήν νέος επιβάτης ανέβη εις το τραμ και ο υπάλληλος απεμακρύνθη. Ο διαμαρτυρηθείς εκύτταξε πλέον με συμπάθειαν τον βιοπαλαιστήν. Έπειτα εστράφη προς τον πλαγινόν του.

    -Τι να σου κάμη; Άνθρωπος δεν είνε και αυτός; Δεν έχει όρεξιν ένα βράδυ στο σπήτι του με την γυναίκα του να φάη κάτι τι που του αρέσει; Του εφέρθηκα άσχημα, το ομολογώ. Τώρα τον λυπούμαι. Μερικές φορές ο άνθρωπος είνε τόσον εγωιστής.

    Ο υπάλληλος εις το μεταξύ, τελειώσας τας εργασίας του, επερνούσε πάλιν πλησίον μας και αύρα σκόρδου διεχύθη. Ο επιβάτης που είχε συγκινηθή, ανετινάχθη ως να τον εδάγκασε φείδι:

    -Ας είνε, είπε. Δεν υποφέρεται... ».

    («Καιροί», 1910, «Φιλέας Φογγ»)

Αστυνομική εγκύκλιος του 1907

$
0
0



  • «Ίδα πολές γυνέκες να πιάνουν τη σιγγούνα μετά του υποκαμίσου να το τραβούν πρότα έμπροσθεν να ανίγουν τα πόδια και να ουρούν ορθίος. Το τιούτον είναι απαράδεκτο και πρέπη άνεφ χρονοτριβίς να τις βρακόσετε άπαξ και διαπαντός»

    Προς απάσας τας αρχάς που διοικούν το χωρίον Ματαράγκα Καρδίτσης: Δήμαρχο, ιερέα του χωρίου, Δάσκαλο και απαντάς τους προύχοντας του χωριού. Ήλθα εις Ματαράγκαν κατόπιν διαταγής του Διοικητού μου μετά ενός χωροφύλακος προς επιβολήν της τάξεως από άκρου εις άκρον του χωρίου άνευ χρονοτριβής και άμεσα.

    Διότι προχθές στο σιργιάνη μετά την θίαν και Ιεράν Λιτουργίαν εν το Ναό όταν έπεζαν τα κλαρίνα και τα όργανα ο Κώστας (ας μην αναφέρο το όνομά του) χόρεβ σινέχια μπροστά χορίς να αφίνη και τους άλους να χορέψουν μπροστά με κατά σινέπια παραξιγιθίκατε και πλακοθίκατε στο ξίλο με τα παλούκια και. τα μαχέρια με αποτέλεσμα και κατά σινέπια να τραβματιστούν πολοί άνθροποι.

    Πάραφτα να εφαρμόσετε απάσας τας εξής διαταγάς μου:

    1) Αν ζανασιμβή τιάφτη πράξης εν τω χωρίο να γνορίζετε ότι θα σας συλλάβω και άνεφ χρονοτριβής άμεσος θα σας κλείσο στη φυλακή. Όταν πέζουν τα κλαρίνα και τα μουσικά όργανα στο σιργιάνη στο πανιγίρη και στο γάμο πρέπη να χορέβουν μπροστά άπαντες που επιθιμούν να χορέψουν και όχι μόνο ο ίδιος άνθροπος. Αφτό είνε γαηδουριά.

    2)Μου αναφέρθικε ότι ο γάηδαρος του χαντζόπουλου τον Σεπτέμριο μπίκε στο καλαμπόκ του Βάϊου (ας μην αναγράψο το επίθετο)και ο Βάϊος εκνεβρίστικε και κάρφοσε τον γάηδαρο με τιν αξάλη στο ένα καπούλη. Καταλαβένετε ο γάηδαρος δεν είναι o όνος αλά ο Βάϊος. Άνεφ πολόν σκέψεον καταλαβένη κανής ότι το κεφάλη δεν έχη μιαλό αλά κολοκιθόσπορο. Απαγορεύετε να ξαναγίνη εκ νέου τέτιο απαράδεκτο η παράμιο πράγμα.

    3)Πήγα στο μαγαζη για κάφε και από έξο βρομούσε κατρουλιό. Απαγερεύετε να κατουράτε, έξω στον τίχο του μαγαζιού·

    4) Απαγορεύετε το βρισίδιν το φονασκίν και εντός του καφενίου το ανεμίζιν διότι είναι χιμόνας, και εσθάνετε τις αποφορά από τι βρόμα. Όστις επιθιμή να ανεμιστή να εξέρχετε έξοθεν του καφενίου.

    5) Ίδα πολές γυνέκες να πιάνουν τη σιγγούνα μετά του υποκαμίσου να το τραβούν πρότα έμπροσθεν να ανίγουν τα πόδια και να ουρούν ορθίος. Το τιούτον είναι απαράδεκτο και πρέπη άνεφ χρονοτριβίς να τις βρακόσετε άπαξ και διαπαντός.

    6) Όταν λίαν προΐαν πάτε τα γελάδια στο γελαδάρη και γιρίζοντας πρέπη ανιπερθέτος να μαζέβετε τις βονιές των ζώον από το δρόμο, το ίδιο να κάνετε και το βράδη διότι δεν έχη που να πατίση όστις βαδίζη εις τας οδούς του χωρίου. Και έκτος του τιούτου σας χριάζοντε αι βονιές να ζεστένεστε στο μπουχαρί το χιμόνα με τα κρία.

    7) Σε. κάθε πανιγίρι αποκριές Πάσχα και γάμους που βαδίζη καλοντιμένος ο κόσμος και πάι στην Εκλισία και μετά χορέβη στο σιργιάνια και στους γάμους πρέπη άπαντα τα σκυλιά να είναι δεμένα δια χονδρόν αλισίδεον και σχινίον προς αποφιγίν ατιχιμάτων εκ τον σκιλοδακομάτων.

    Να μίν πίνετε πολί ινοπνευματόδη ποτά τσίπουρα και ίνους και μετά ξερνοβολάτε και κάνετε χαζαμάρες.

    9) Να τιρίσετε άνεφ αντιρίσεος και χρονοτριβής την άνοθεν τάφτην διαταγήν μου άνθροπη σκύλη και γινέκες διότι όπιος συληφθή παραβάτις θα τον σιλάβο θα τον κλίσο στο σχολίο και αλίμονο του θα τον ταράξο και θα τον μαβρίσο στο ξίλο

    Να με σινχορίτε αν έκανα κάπιο σιντακτικό λάθος καθότι τελίοσα και εγώ την τρίτη του Δημοτικού σχολίου διότι δεν με έστιλε ο πατέρας μου από το χωρίον στιv Λάρισσαν για να μάθο περισότερα γράματα Σαν γκαραγκούνις που είμε και εγώ καταλαβένετε άπαντες τας γραφάς μου τας οπίας θέλετε δεν θέλετε θα τας τίρισετε ανιπερθέτος.

    Εν Ματαράγκα τη 8η Δεκεμβρίου 1907. Ο Διοικητής του Χωρίου Νικόλαος Παπάκωνσταντινου Υπονωμοταρχης

    Ακριβές αντίγραφον του ευρισκομένου πρωτοτύπου εις χείρας του Λαρισσαίου Κων/νου Παπαθανασίου

Το Κολωνάκι, κέντρο της αθηναϊκής πλουτοκρατίας

$
0
0


Δεν είναι τυχαίο που το Κολωνάκι διατηρούσε διαχρονικά τη φήμη του κέντρου της πλουτοκρατίας των Αθηνών.

Την αγγελία του 1937 από την εφημερίδα «Εθνική», μας έστειλε η φίλη Ε.Μ. από το Χαλάνδρι. Την ευχαριστούμε.

40 ατάκες από τον ελληνικό κινηματογράφο

$
0
0


Μπουρλόοοοτο…

Σκηνή 1η: 
Δημήτρης Παπαμιχαήλ: Δε μου λες; Εσύ θα άντεχες αν έβλεπες τη γυναίκα σου 
πάνω στο τραπέζι να χορεύει; 
Βασίλης Αυλωνίτης: Τώρα, να σου πω… Εγώ θα άντεχα. Το τραπέζι δε θ΄ άντεχε… 
Διπλοπενιές

Σκηνή 2η:
Βέγγος
 
[Στο τραίνο για Χαλκίδα και ενώ έχει μαυρίσει από 
τον καπνό η μούρη του Βέγγου…] 
Θανάσης Βέγγος:
 Αμάν…..Ο καζαμπούμπου!!!!! 
Επιβάτης:
 Πώς μαύρισες;
Θανάσης Βέγγος:
 Ξέρω εγώ; Έφαγα φυστίκι αράπικο….
Επιβάτης: 
Που πας τώρα;
Θανάσης Βέγγος:
 Να φάω γιαούρτι να ασπρίσω!
Μην είδατε τον Παναή


Σκηνή 3η:
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος: Τι κάνεις εδώ παιδάκι μου; 
Τζένη Καρέζη:
 Τραγουδάω… 
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος:
 Στη σκάλα τραγουδάει κανείς; 
Τζένη Καρέζη:
 Γιατί; Στη σκάλα του Μιλάνου πώς τραγουδάνε; 
Δεσποινίς διευθυντής

enas_afragkos_wnasis
 
Σκηνή 4η: 
Γιατρός:
 Βήξτε, παρακαλώ… Πιο δυνατά… Μα, πιο δυνατά, 
δεν έχετε δύναμη; 
Κώστας Βουτσάς:
 Δύναμη έχω, γρίππη δεν έχω! 
Ένας άφραγκος Ωνάσης

Σκηνή 5η: 
Θανάσης Βέγγος: Δε μου λες Κατερίνα, το ήθελες και το έκανες αυτό ή το έκανες κατά λάθος; 
Κλειώ Σκουλούδη:
 Και βέβαια το ήθελα. Εγώ ό,τι κάνω το μελετάω πρώτα. 
Θανάσης Βέγγος:
 Δηλαδή ήτανε φιλί εκ προμελέτης! 
Ένας τρελός τρελός Βέγγος

Σκηνή 6η: 
Ράφτης:
 [Μετράει] Μάλιστα. Μέση 52. Αν έχετε και στήθος 65… 
Θανάσης Βέγγος:
 …βγαίνω σταρ Ελλάς, ξέρω… 
Ένας τρελός τρελός Βέγγος

A86a
 
Σκηνή 7η: 
Μπάτλερ:
 Μαθήματα αριστοκρατικής συμπεριφοράς: 
Θέλω να δω πως θα καθαρίσετε και θα φάτε τον 
αστακό. 
Θανάσης Βέγγος: Γιατί βρε παιδάκι μου με αρχίζεις 
από τα δύσκολα; Τον αστακό ούτε ο καρχαρίας
 δεν μπορεί να τον φάει. Φέρε μου ένα γιαούρτι με το κουτάλι να δεις για πότε 
το τρώω… 
Ένας τρελός τρελός Βέγγος

Σκηνή 8η: 
Μπάτλερ:
 Πάντα το πηρούνι στο αριστερό και το μαχαίρι στο δεξί. Ποτέ το πηρούνι 
στο δεξί. 
Θανάσης Βέγγος:
 Γιατί, αν κρατήσω το πηρούνι με το δεξί, τι θα μου κάνουν; 
Φάκελο; 
Ένας τρελός τρελός Βέγγος

Σκηνή 9η: 
024
 
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος:
 Του λόγου σου,
 ποια είσαι; 
Μιράντα Μυράτ:
 Του ναυάρχου. 
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος:
 Ποιανού ναυάρχου; 
Μιράντα Μυράτ:
 Του ναυάρχου Τσαχτσαρίδη, αν έχετε ακουστά. 
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος:
 Α, μάλιστα. Για μπες μέσα και περίμενε.
 Μ΄ εσένα έχουμε πολλά να πούμε. 
Μιράντα Μυράτ:
 Πολλά; Ωχ, Θεέ μου κι είμαι καλεσμένη σε κάποια δεξίωση. 
Πόσο λέτε ν΄ αργήσω; 
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος:
 Κανά δυο χρονάκια! 
Η βίλα των οργίων

Σκηνή 10η: 
02-1
 
Ψηφοφόρος:
 Μαρτζώκος. 
Θανάσης Βέγγος:
 Τι θέλετε; 
Ψηφοφόρος:
 Ήρθα για μια ανάλυση ούρων! 
Θανάσης Βέγγος: 
Τι ‘ν’ αυτά που λέτε κύριε
 Μαρτζώκο! Εδώ είναι πολιτικό γραφείο.
 Δεν είναι ιατρείο. Λάθος πόρτα κάνατε… 
Ψηφοφόρος:
 Καθόλου. Εγώ τον κύριο Φερέκη τον ψήφισα! 
Θανάσης Βέγγος:
 Τον ψηφίσατε; Κι επειδή τον ψηφίσατε πρέπει να φροντίζει για
 τα ούρα σας; Τέλος πάντων. Φέρτα εδώ. Θα τα φροντίσουμε. 
Ψηφοφόρος: 
Να μου τα προσέχετε. 
Θανάσης Βέγγος:
 Ναι, θα τα βάλουμε στα πούπουλα! 
Ζητείται ψεύτης

Σκηνή 11η: 
Δημήτρης Παπαμιχαήλ:
 Που είναι η κυρία σου παιδί μου; 
Οικιακή βοηθός:
 Εξήλθεν έξω! 
Δημήτρης Παπαμιχαήλ:
 Πάλι καλά που δεν εξήλθε μέσα… 
Η γυναίκα μου τρελάθηκε

878
 Σκηνή 12η: 
Μέλπω Ζαρόκωστα:
 Τι δουλειά κάνετε δεσποινίς; 
Δεσποινίς:
 Εργάζομαι ως χορεύτρια. 
Μέλπω Ζαρόκωστα:
 Χορεύτρια; Σε κέντρο; 
Μαίρη Αρώνη: 
Όχι σε μπακάλικο! 
Η γυναίκα μου τρελάθηκε

Σκηνή 13η: 
Ορέστης Μακρής: Καλλιόπη Πάπας. Δηλαδή Παππά λεγότανε, αλλά φαίνεται πως εκεί κάτω όπου βρουν παπά τον κάνουν Πάπα! 
Η Θεία απ’ το Σικάγο

ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ
 
Σκηνή 14η: 
Γεωργία Βασιλειάδου:
 Η ανηψιά μου κι εγώ είμαστε πάρα πολύ στενοχωρημένες γι’ αυτό που συνέβη, κύριε. 
Είμαστε very very… πώς το λέτε εδώ στην Ελλάδα; 
Χολοσκασμένες! 
Η Θεία απ’ το Σικάγο

Σκηνή 15η: 
Μεθυσμένος:
 Γιατί (χικ) να μου το πει εμένα αυτό (χικ) κύριε πόλισμαν; 
Αστυφύλακας:
 Ε, τι σου είπε; 
Μεθυσμένος:
 Δε θυμάμαι. Αλλά (χικ) γιατί να μου το πει; 
Η καφετζού

Σκηνή 16η:
(Στο κρατητήριο) 
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Ένα ποντίκι! Μα, επάνω μου είπαν ότι δεν έχει ποντίκια! 
Δημήτρης Παπαμιχαήλ:
 Ε, τότε να ζητήσεις τα λεφτά σου πίσω! 
Η κόρη μου σοσιαλίστρια

Σκηνή 17η: 
Γεωργία Βασιλειάδου:
 Ποιο δόντι σε πονάει; 
Χωρικός:
 Ο κάτω δεξιός τραπεζίτης. 
Γεωργία Βασιλειάδου:
 Εμ, βέβαια. Τραπεζίτης και αριστερός γίνεται; 
Η κυρά μας η μαμή

Σκηνή 18η: 
Γεωργία Βασιλειάδου:
 Και θα μ’ αφήσεις μόνη με τον ταξιτζή; 
Μίμης Φωτόπουλος:
 Ε, τώρα δε φοβάται πια. Σε συνήθισε. 
Η ωραία των Αθηνών

Σκηνή 19η: 
Λάμπρος Κωσταντάρας:
 Πολλά δολάρια… Ποτάμι ρέει το χρήμα [στην Αμερική]… 
Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις βρίσκεις από κάτω δολάρια… 
Θανάσης Βέγγος:
 Κι εμείς εδώ το έχουμε αυτό, αλλά με κατσαρίδες! 
Θα σε κάνω βασίλισσα

thoy-voy-falakros-praktor-epixeirisis-gis-madiam
 
Σκηνή 20η: 
(Διανέλλος και Βέγγος πέφτουν να κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι
 και πριν περάσει ένα λεπτό ο Βέγγος αρχίζει να ροχαλίζει) 
Λαυρέντης Διανέλλος:
 Ροχαλίζεις πάντα; 
Θανάσης Βέγγος:
 Μόνο όταν κοιμάμαι… 
ΘΒ Φαλακρός πράκτωρ

Σκηνή 21η: 

Διονύσης Παπαγιαννόπουλος: Δηλαδή εσύ την ηλικία σου πώς τη μετράς; 
Λάμπρος Κωσταντάρας: Εικοσπέντε. 
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος:
 Τινέιτζερ! Κι η πίεσή σου που φτάνει στα δεκαοχτώ; 
Λάμπρος Κωσταντάρας:
 Ε, τινέιτζερ κι αυτή! 
Κάτι κουρασμένα παληκάρια
Σκηνή 22η: 
Μάρω Κοντού:
 Τι κάνεις βρε Παναγιώτη; Βρήκες καμιά δουλειά; 
Δημήτρης Νικολαίδης:
 Άνοιξα ένα μαγαζάκι, αλλά με κλείσανε μέσα. 
Μάρω Κοντού:
 Γιατί; 
Δημήτρης Νικολαίδης:
 Έ, βλέπεις… το άνοιξα με λοστό! 
Μια Ιταλίδα απ΄ την Κυψέλη

Σκηνή 23η: 
Λάμπρος Κωσταντάρας:
 Ποιανού είναι αυτές οι πυτζάμες; 
Ντίνος Ηλιόπουλος:
 Του πατέρα μου. Κουτί σας έρχονται! Ήταν άντρακλας 
ο πατέρας μου. Θρεφτάρι σωστό! 
Λάμπρος Κωσταντάρας:
 Καλά, κι εσύ ποιανού έμοιασες; Της μάνας σου; 
Ντίνος Ηλιόπουλος:
 Όχι, του κουμπάρου! 
Να ζει κανείς ή να μη ζει;

Σκηνή 24η: 
Νίκος Ρίζος:
 Πιάσε δυο καταϊφια. Και που ‘σαι… Κάντα μου μυθιστόρημα. 
Ξένια Καλογεροπούλου:
 Δηλαδή; 
Νίκος Ρίζος:
 Τύλιξέ μου τα στο χαρτί!  
Ο θησαυρός του μακαρίτη

Σκηνή 25η: 
Βασίλης Αυλωνίτης: Θέλω κανένα βιβλίο για να περνάω την ώρα μου. 
Νίκος Ρίζος:
 Βιβλία πασατέμπο δεν έχουμε… 
Ο θησαυρός του μακαρίτη

Σκηνή 26η: 
Νίκος Ρίζος:
 Και είναι μεγάλη η αδερφή σου; 
Βασίλης Αυλωνίτης:
 Ε, δεν είναι και σαν την Πελοπόνησσο… 
Οι γαμπροί της Ευτυχίας

Σκηνή 27η: 
ΠΑΠΑΤΡΕΧΑΣ
 
Παππούς:
 Διάβασα την αγγελία σας και ήρθα. Θέλω μια νύφη… 
Θανάσης Βέγγος:
 …για τον εγγονό σου. 
Παππούς:
 Όχι. Για μένα! Αρκετά ρεμπέλεψα. Καιρός
 πια να νοικοκυρευτώ! 
Θανάσης Βέγγος:
 Και πόσων χρονών είσαι; 
Παππούς:
 Δεν έχω κλείσει ακόμα τα εβδομήντα πέντε! 
Θανάσης Βέγγος:
 Ε, να ξαναρθείς αύριο με τον κηδεμόνα σου μην πάμε μέσα επί αποπλάνηση ανηλίκου. 
Ο παπατρέχας

Σκηνή 28η: 
Θανάσης Βέγγος:
 Ώστε ψάλτης κύριε Δωρόθεε; 
Δωρόθεος:
 Ιεροψάλτης και μάλιστα αριστερός. 
Θανάσης Βέγγος:
 Ααα, της ΕΔΑ δηλαδή. 
Δωρόθεος: 
Όχι, των Αγίων Θεοδώρων. 
Θανάσης Βέγγος:
 Το ίδιο κάνει, Θεοδωρακικός! 
Ο παπατρέχας

Σκηνή 29η: 
Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι
  
(Ο μικρός γιος έχει φέρει τη μηχανή μέσα στο σαλόνι) 
Λάμπρος Κωσταντάρας:
 Τι είν΄ αυτό βρε; Εδώ μου την κουβάλησες; Γι΄ αυτό φαγώθηκες να στην αγοράσω; 
Γιος:
 Αφού κάτω δεν κλείνει καλά η πόρτα και μπορεί 
να μου την κλέψουνε…
Λάμπρος Κωσταντάρας: Ωραία! Έχουμε μια μοτοσυκλέτα στην τραπεζαρία, να βάλουμε κι από ένα τζιπ στις κρεβατοκάμαρες και να το κάνουμε Σώμα Αμέσου Δράσεως! 
Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι

Σκηνή 30η: 
(Κάθονται στο τραπέζι να φάνε, και τα παιδιά ορμάνε στα φαγητά) 
Λάμπρος Κωσταντάρας:
 Κάντε και κανένα σταυρό βρε παιδιά, κάντε και κανένα σταυρό! Να μας βγει σε καλό! 
(Κάνουν όλοι από ένα γρήγορο σταυρό) 
Λάμπρος Κωσταντάρας:
 Σταυρό είπα! Όχι μαντολίνο! 
Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι

Σκηνή 31η: 
Βασίλης Αυλωνίτης: Φασούλι το φασούλι δε γίνονται περιουσίες. Γίνονται φασολάδες! 
Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας

Σκηνή 32η: 
Δημήτρης Νικολαίδης:
 Ώστε θέλεις δουλειά; Τι δουλειά; 
Θανάσης Βέγγος:
 Ό,τι να ΄ναι. Και τα πόδια μου πιάνουνε, και τα χέρια μου 
πιάνουνε, και το μυαλό μου κόβει… 
Δημήτρης Νικολαίδης: 
Γράμματα ξέρεις; 
Θανάσης Βέγγος:
 Πως αμέ! Δώδεκα! 
Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης

Σκηνή 33η: 
Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης
  
(Ο Βέγγος κάνει το φωτογράφο. Έρχεται μια οικογένεια 
να φωτογραφηθεί) 
Θανάσης Βέγγος:
 Λοιπόν τελειώσαμε. Την Τετάρτη που έρχεται θα είναι έτοιμες. 
Γιώργος Γαβριηλίδης:
 Μα γιατί τόσο αργά; Εμείς βιαζόμαστε! 
Θανάσης Βέγγος:
 Αν βιαζόσαστε, να σας δώσω μερικές
 που έχω έτοιμες; 
Γιώργος Γαβριηλίδης:
 Μα αυτοί δε θα είμεθα εμείς! 
Θανάσης Βέγγος:
 Γιατί, αυτές που θα σας βγάλω, θα είστε εσείς; 
Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης

Σκηνή 34η:
(Κοιτάει ένα κάδρο) 
Νίκος Σταυρίδης: Ρε συ, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός είναι αυτός; 
Γιάννης Γκιωνάκης:
 Τσου! Έλληνας είναι! 
Τα κίτρινα γάντια

Σκηνή 35η: 
Κώστας Δούκας:
 Να σου βάλω αυτό; [Ένα κομμάτι μπακαλιάρο] 
Μαρίκα Νέζερ:
 Μπα, είναι πολύ μεγάλο! 
Κώστας Δούκας:
 Αυτό; 
Μαρίκα Νέζερ:
 Πολύ μικρό! 
Κώστας Δούκας:
 Τι νούμερο παπούτσι φοράς; 
Μαρίκα Νέζερ:
 37, ξώφτερνο! 
Κώστας Δούκας:
 Ε, τότε μην το συζητάς, θα πάρεις αυτό οπωσδήποτε! 
Μαρίκα Νέζερ:
 Γιατί; 
Κώστας Δούκας:
 Περισσεύει να κάνεις και τακούνια! 
Της κακομοίρας

Σκηνή 36η: 
Ths Kakomoiras
 
Κώστας Χατζηχρήστος:
 Κουβάλησες και την ανηψιά 
σου εδώ πέρα να μας κάνει την όμορφη! 
Κώστας Μεντής:
 Ποια ανηψιά μου βρε; Γυναίκα μου 
είναι! 
Κώστας Χατζηχρήστος:
 Γυναίκα σου; Δικιά σου; 
Κώστας Μεντής:
 Όχι του γείτονα! Με αγάπησε και με πήρε! 
Κώστας Χατζηχρήστος:
 Σ’ αγάπησε; Τι αγάπησε από εσένα βρε κακομούστακε; 
[Προς τη γυναίκα:] Ο άντρας σου είναι αυτός; 
Γυναίκα:
 Ναι! 
Κώστας
Χατζηχρήστος: Άντρας σου; Καλά να πάθεις! Τι του λιμπίστηκες του κομοδίνου; Εμείς αυτούς στο χωριό, τους πνίγουμε στο νεροχύτη για να μη χαλάσει η ράτσα! 
Της κακομοίρας

Σκηνή 37η: 
[Στο βενζινάδικο] 
Μίμης Φωτόπουλος:
 Άντε, κάνε με επιλοχία! 
Βενζινάς:
 Τι; 
Μίμης Φωτόπουλος:
 Κοπάνα μου τρία γαλόνια! 
Το σωφεράκι

Σκηνή 38η: 
Γυναίκα:
 Ξέρετε, εμένα μου αρέσουν οι μεγάλες συγκινήσεις. 
Θανάσης Βέγγος:
 Να πηγαίνετε σε κηδείες! 
Τύφλα να ΄χει ο Μάρλον Μπράντο

Σκηνή 39η: 
Υπάρχει και φιλότιμο
 
Νίκη Λινάρδου:
 Που μπορεί κανείς να κάνει ένα μπάνιο; 
Χρήστος Δοξαράς:
 Στο ποτάμι. 
Νίκη Λινάρδου:
 Μα εγώ θέλω ζεστό μπάνιο! 
Λάμπρος Κωσταντάρας: 
Στο ποτάμι, το Δεκαπενταύγουστο… 
Υπάρχει και φιλότιμο

Σκηνή 40η: 
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος:
 Πήγαινε να πάρεις κρασί. 
Νεαρός γιος: Καλά. Τι βαράς ντε; 
Διονύσης
Παπαγιαννόπουλος: Βαράω προκαταβολικά γιατί το ξέρω ότι θ΄ αργήσεις! 
Νεαρός γιος:
 Ε, τότε ν΄ αργήσω για να ΄μαι και ξοφλημένος! 
Γαμπρός απ΄ το Λονδίνο

Η 25 Μαρτίου 1821 μέσα από παλιά σχολικά βιβλία

$
0
0
clip_image001[26]

Στα Δημοτικά σχολεία σε παλιότερα χρόνια οι τοίχοι γύρω – γύρω των σχολικών αιθουσών ήταν γεμάτοι από πίνακες ηρώων του 1821. Είχαμε γίνει φίλοι μαζί τους και με τη φαντασία μας πλάθαμε όνειρα για τους δικούς μας ρόλους σ’ εκείνες τις δύσκολες εποχές. Και ο δάσκαλος μάς έβαζε μπροστά στο γεωφυσικό χάρτη – που δεν είχε τοποθεσίες – και έπρεπε να βρούμε και να δείξουμε με το δάκτυλό μας – σχεδόν αυτόματα και με κλειστά μάτια – πού ήταν τα Δερβενάκια, το Σούλι, το Μανιάκι, το Χάνι της Γραβιάς, η Αλαμάνα κλπ κλπ.
Οι εικόνες αυτές έμειναν ανάγλυφες στη μνήμη μας, ήταν και εποχές λιγοστών εικόνων και η θύμηση δεν καταδυναστευόταν από την πλημμύρα των εν πολλοίς φενακισμένων εικόνων όπως σήμερα. Ήταν οι εικόνες των ηρώων μας. Τώρα που η παρακμή έχει στραγγίξει κάθε ικμάδα αυθεντικής και ουμανιστικής αξίας, οι ήρωες των παιδιών είναι άλλοι, είναι οι «αστέρες» της πλήρους ανουσιότητας και της άμετρης ανοησίας της τηλεοπτικής υποκουλτούρας.
Αλλά η ιστορία δεν είναι μια «ουδέτερη περιοχή» του ανθρώπου. Είναι μια ζέουσα πραγματικότητα και αν αγνοείς τα διδάγματά της και την αντιστροφή των αξιών του ανθρωπισμού και της βαθιάς μόρφωσης και της πνευματικής καλλιέργειας, τότε θα λατρεύεις το κίβδηλο και το ποταπό αλλά και θα χάνεις το μέλλον από τον ορίζοντά σου, το δικό σου ορίζοντα, γιατί το μέλλον σου το διαμορφώνουν άλλοι. Και τότε έχεις χάσει την ελευθερία σου!
Το να γνωρίζουν τα παιδιά την ιστορία του λαού τους πολύ καλά δεν είναι προγονοπληξία, δεν είναι δευτερεύον ζήτημα. Είναι βασικό στοιχείο της αυτογνωσίας τους! Και αυτό είναι ευθύνη του σχολείου και των εκπαιδευτικών αλλά και της οικογένειας. Γιατί αν η εν λόγω συζήτηση δεν αρχίσει από την οικογένεια και από τα μικρά χρόνια των παιδιών, δεν θα αποκτήσει ριζώματα η σχέση μας με την ιστορία.
Το μικρό αυτό αφιέρωμα περιλαμβάνει πεζά κείμενα (αποσπάσματα) και ποιήματα, σκίτσα και πίνακες από παλιά σχολικά βιβλία και κυρίως από αναγνωστικά, τα οποία έχουν αναφορά στην 25η Μαρτίου 1821. Έχουν ενδιαφέρον για τους μεγάλους στην ηλικία για να θυμηθούν, για να νοσταλγήσουν, για να στοχαστούν. Έχουν ενδιαφέρον για μεγάλους και για μικρούς, γιατί θα δούνε έστω πρόχειρα ένα μικρό υφάδι που ξετυλίγουν τα σχολικά βιβλία μας, ένα υφάδι που έπαιξε μικρό έστω ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής μας συνείδησης.

Σχολικά βιβλία παλιότερων χρόνων μπορείτε να τα βρείτε στα: ΨΗΦΙΑΚΑ ΒΙΒΛΙΑ του «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ».

clip_image048


image
Αναγνωστικό Α΄ Δημοτικού 1971

image
Αναγνωστικό Α΄ Δημοτικού 1971

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ 

[24 Ἀπριλίου, 1821]
Τρία πουλάκια κάθονταν ψηλὰ στὴ Χαλκομάτα*, 
τόνα τηράει τὴ Λιβαδιὰ καὶ τ’ ἄλλο τὸ Ζιτούνι*, 
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο μοιρολογάει καὶ λέει: 
« Πολλὴ μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σὰν καλιακούδα*, 
»Μὴν ὁ Καλύβας ἔρχεται, μὴν ὁ Λεβεντογιάννης; » 
« Οὐδ’ ὁ Καλύβας ἔρχεται, οὐδ’ ὁ Λεβεντογιάννης. 
»Ὁ ῾Ομὲρ Βρυόνης πλάκωσε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες ».
Ὁ Διάκος σὰν τ’ ἀγρίκησε, πολὺ τοῦ κακοφάνη. 
Ψιλὴ φωνὴν ἐσήκωσε, τὸν πρῶτο του φωνάζει: 
« Τὸν ταϊφὰ* μου σύναξε, μάσε τὰ παλικάρια, 
»δῶσ’ τους μπαρούτη περισσὴ καὶ βόλια μὲ τὶς χοῦφτες 
»γλήγορα καὶ νὰ πιάσουμε κάτω στὴν Ἀλαμάνα*, 
»πού ’ναι ταμπούρια δυνατὰ κι ὄμορφα μετερίζια*. »
Παίρνουνε τ’ ἀλαφρὰ σπαθιὰ καὶ τὰ βαριὰ τουφέκια, 
στὴν Ἀλαμάνα φτάνουνε καὶ πιὰνουν τὰ ταμπούρια. 
« Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μὴ φοβηθῆτε, 
»σταθῆτε ἀντρειὰ σὰν ῞Ελληνες καὶ σὰ Γραικοὶ σταθῆτε». 
Ψιλὴ βροχούλαν ἔπιασε κι ἕνα κομμάτι ἀντάρα, 
τρία γιουρούσια ν ἔκαμαν, τὰ τρία ἀράδα ἀράδα.
Ἔμεινε ὁ Διάκος στὴ φωτιὰ μὲ δεκοχτὼ λεβέντες. 
Τρεῖς ὧρες ἐπολέμαγε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες. 
Βουλῶσαν τὰ κουμπούρια του κι ἀνάψαν τὰ τουφέκια 
κι ὁ Διάκος ἐξεσπάθωσε καὶ στὴ φωτιὰ χουμάει, 
ξήντα ταμπούρια χάλασε κι ἑφτὰ μπουλουκμπασῆδες*.
Καὶ τὸ σπαθί του κόπηκε ἀνάμεσα ἀπ’ τὴ χούφτα 
καὶ ζωντανὸ τὸν ἔπιασαν καὶ στὸν πασὰ τὸν πάγουν, 
χίλιοι τὸν πᾶν’ ἀπὸ μπροστὰ καὶ χίλιοι ἀπὸ κατόπι. 
Κι ὁ Ὁμὲρ Βρυόνης μυστικὰ στὸ δρόμο τὸν ἑρώτα: 
« Γίνεσαι Τοῦρκος, Διάκο μου, τὴν πίστη σου ν’ ἀλλάξης, 
»νὰ προσκυνήσης στὸ τζαμί, τὴν Ἐκκλησιὰ, ν’ ἀφήσης; »
Κι ἐκεῖνος τ’ ἀποκρίθηκε καὶ στρίφτει τὸ μουστάκι: 
« Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θὲ ν’ ἀποθάνω, 
»Ἂν θέλετε χίλια φλωριὰ καὶ χίλιους μαχμουτιέδες*, 
»μόνον ἑφτά μερῶν ζωὴ θέλω νὰ μοῦ χαρίστε, 
»ὅσο νὰ φτάση ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ ὁ Θανάσης Βάγιας ».
Σὰν τ’ ἄκουσε ὁ Χαλίλ – μπεης ἀφρίζει καὶ φωνάζει: 
« Χίλια πουγγιὰ σᾶς δίνω γὼ κι ἀκόμα πεντακὸσια, 
»τὸ Διάκο νὰ χαλάσετε τὸ φοβερὸ τὸν κλέφτη, 
»γιατὶ θὰ σβήση τὴν Τουρκιὰ κι ὅλο μας τὸ ντοβλέτι* ».
Τὸ Διάκο τὸτε παίρνουνε καὶ στὸ σουβλὶ τὸν βάζουν, 
ὁλόρθο τὸν ἐστήσανε κι αὐτὸς χαμογελοῦσε. 
« Σκυλιὰ κι ἂν μὲ σουβλίσετε, ἕνας Γραικὸς ἑχάθη. 
»Ἂς εἶν’ ὁ Ὀδυσσεὺς καλὰ κι ὁ καπετὰν Νικήτας, 
»ποὺ θὰ σᾶς σβήσουν τὴν Τουρκιὰ κι ὅλο σας τὸ ντοβλέτι ».
Δημοτικὸν
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ 1947
clip_image001
IΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ, ΣΤ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, 1974
Κλέφτες καὶ Ἀρματολοί. image
Πολλοὶ Ἕλληνες ποὺ ἔπεφταν στὴ δυσμένεια τῶν Τούρκων ἔβρισκαν καταφύγιο στὰ βουνά. Ἐκεῖ πήγαιναν καὶ ὅσοι δὲν μποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν τὴ σκλαβιὰ καὶ ποθοῦσαν τὴν ἐλεύθερη ζωή. Οἱ ἄντρες αὐτοὶ ὀνομάστηκαν κλέφτες. ῎Εκαναν ὁμάδες καὶ ζοῦσαν στὰ βουνά. Περιφρονοῦσαν τὴν τουρκικὴ ἐξουσία καὶ πολλὲς φορὲς ἔκαναν καὶ ἐπιθέσεις κατὰ τῶν Τούρκων γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν κρατούμενους χριστιανοὺς ἢ γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὰ βασανιστήρια τῶν ὑπόδουλων ῾Ελλήνων. Τὸ ὄνομα κλέφτης δὲν ἦταν ἀτιμωτικό, ἀλλὰ τότε σήμαινε τὸ γενναῖο ἄντρα, αὐτὸν ποὺ ἤθελε νὰ ἐλευθερωθῆ καὶ ἦταν τιμητικὸ καὶ ἔνδοξο.
Κάθε ὁμάδα Κλεφτῶν εἶχε τὸν ἀρχηγὸ της, ποὺ λεγὸταν καπετάνιος. Οἱ κλέφτες γυμνάζονταν στὸ πήδημα, στὸ τρέξιμο, στὸ λιθάρι καὶ στὴ σκοποβολή. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἔγιναν ξακουστοὶ γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ ἱκανότητα ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει. Σώζονται ὀνόματα κλεφτῶν ποὺ μποροῦσαν νὰ περάσουν τὴ σφαίρα μέσα ἀπὸ ἕνα δαχτυλίδι ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση ἢ ποὺ μποροῦσαν νὰ πηδήσουν ὁλόκληρη ἅμαξα 
φορτωμένη ξερό χόρτο ἢ νὰ ξεπεράσουν στὸ τρέξιμο καὶ τὸ γρήγορο ἄλογο. ᾽Εγύμναζαν ἀκόμα τὸ σῶμα τους γιὰ νὰ ἀντέχη στὶς στερήσεις, στὴν πείνα, στὴ δίψα, στὸ κρύο καὶ στὶς κακουχίες.
IΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ, ΣΤ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, 1974

Τὰ δημοτικὰ τραγούδια
῾Η ὑποδούλωση τῶν ἑλληνικῶν χωρῶν στοὺς Τούρκους εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φύγουν ὅλοι οἱ γραμματισμένοι καὶ μορφωμένοι ῞Ελληνες, ὅσοι σώθηκαν ἀπὸ τὴ σφαγή, νὰ κλείσουν τὰ σχολεῖα, καὶ νὰ σταματήση κάθε πνευματικὴ ἀνάπτυξη μεταξὺ τῶν ὑπόδουλων. Ἀλλὰ ἄν σταμάτησε ἡ σπουδὴ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν γραμμάτων, τῆς λόγιας παράδοσης, τῆς ποίησης καὶ τῆς λογοτεχνίας, ὁ ἑλληνικὸς λαὸς δὲν ἔμεινε χωρὶς ποίηση, χωρὶς τραγούδι.
Στὶς ἀρχὲς ἄγνωστοι λαϊκοὶ ποιητὲς συνέθεταν στὴν ὁμιλούμενη ἀπὸ τὸ λαὸ γλώσσα ποιήματα καὶ μοιρολόγια μὲ τὰ ὁποῖα θρηνοῦσαν τὴν ἄλωση τῆς Πόλης καὶ τραγουδοῦσαν τὰ δεινοπαθήματα τῶν ῾Ελλήνων καὶ τοὺς πὸθους των. Ἀργότερα ὑμνοῦσαν στὰ τραγούδια τους τὴ ζωὴ καὶ τὰ κατορθώματα τῶν κλεφτῶν καὶ τῶν ἀρματολῶν.
Ἔτσι ἔγιναν τὰ δημοτικὰ τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Πολλὰ ἀπὸ τὰ δημοτικὰ τραγούδια ἔγιναν καὶ πρωτοτραγουδήθηκαν ἀπὸ τὶς γυναῖκες, τὶς ἀδελφάδες ἤ τὶς μητέρες πολεμιστῶν καὶ ἄλλα ἀπὸ ἄγνωστους ἄντρες ποὺ ἔζησαν διάφορα περιστατικὰ καὶ αἰσθάνθηκαν τὴν ἐπίδραση τους ζωηρὴ μέσα στὴν ψυχή τους. Τὰ δημοτικὰ τραγούδια καὶ ποιήματα ἔχουν ἁπλὴ γλώσσα, μεγάλη ἐκφραστικὴ δύναμη καὶ ποιητικὴ τέχνη. Ὑμνοῦν τὴ γενναιότητα, τὴν εὐγένεια, τὴν παλληκαριὰ καὶ τὴ λεβεντιά, ἐκφράζουν τὴ θλίψη γιὰ τὸν πρόωρο θάνατο καὶ τὶς πικρίες τῆς ζωῆς, παρουσιάζουν ἔντονο τὸ αἴσθημα τῆς φιλίας καὶ τῆς ἀγάπης καὶ ὑμνοῦν τὴ φύση.
Τὰ δημοτικὰ τραγούδια τὰ τραγούδησαν οἱ ἀρματωλοὶ καὶ οἱ κλέφτες, ἀπάνω στὰ ἀπάτητα λημέρια τους, στὸν Ὄλυμπο καὶ στὴν Πίνδο, στ’ Ἄγραφα καὶ στὸ Βάλτο, στὸ Ξηρόμερο καὶ στὸν Ἀσπροπόταμο. Ἀπὸ κεῖ μεταδόθηκαν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα σ’ ὅλα τὰ βουνὰ καὶ στοὺς κάμπους καὶ ἀναφτέρωσαν τὸ φρόνημα τῶν κατατρεγμένων ραγιάδων καὶ θέρμαναν στὶς καρδιὲς τους τὸν πόθο τῆς ἐλευθερίας. 
Καὶ σήμερα ὁ ἑλληνικὸς λαὸς μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση τραγουδάει ἢ ἀκούει νὰ τραγουδιῶνται τὰ κλέφτικα τραγούδια, γιατὶ τοῦ θυμίζουν τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ κατάσταση τοὺ Ἔθνους…
Ὁ Ρήγας Φεραῖος (1757 -1798)
imageὉ Ρήγας σπούδασε στὴ Ζαγορὰ τοῦ Πηλίου καὶ ὅταν ἀποφοίτησε, διορίστηκε δάσκαλος στὸν Κισσό. Δὲν ἔμεινε ὅμως πολὺ ἐκεῖ, γιατὶ δὲ μποροῦσε νὰ ὑποφέρη τὰ βάσανα καὶ τοὺς ἐξευτελισμοὺς τῆς δουλείας. Ὅταν μιὰ φορὰ πῆγε νὰ ἰδῆ τοὺς συγγενεῖς του στὸ Βελεστίνο, ὑποχρεώθηκε ἀπὸ ἕναν Τοῦρκο νὰ τὸν περάση στὴ ράχη του ἀπὸ ἕνα ποταμάκι. Τόσο πληγώθηκε ἡ ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπειά του καὶ ἡ ἐθνική του φιλοτιμία ἀπὸ τὴ βάναυση συμπεριφορὰ τοῦ Τούρκου, ποὺ τὸν κυρίεψε παράφορος θυμὸς καὶ ἔπνιξε τὸν Τοῦρκο ἐκεῖνον μέσα στὸ ποτάμι. Γιὰ νὰ ἀποφύγη τὴ σύλληψη καὶ τὴν τιμωρία, ἔφυγε ἀμέσως ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Βουκουρέστι τῆς Βλαχίας ὅπου ἦταν ἡγεμόνας ὁ Φαναριώτης Νικόλαος Μαυρογένης. ᾽Εκεῖ φοίτησε σὲ ἀνώτερα σχολεῖα, ἔμαθε ξένες γλῶσσες καὶ ἀπόκτησε ἀνώτερη μόρφωση. Τόσο δὲ τὸν ἐξετίμησε ὁ ἡγεμόνας γιὰ τὴ μόρφωσή του, τὸν ἀγνό του πατριωτισμο καί τὴν ἐργατικότητά του, ὥστε τὸν πῆρε γραμματέα του…
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καὶ ἡ πολιορκία τῆς 
Τρίπολης 
imageὉ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταγόταν ἀπὸ ὀνομαστὴ οἰκογένεια κλεφτῶν τῆς Ἀρκαδίας. Ἦταν γιὸς τοῦ Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη. Γεννήθηκε στὰ 1770 τότε ποὺ οἱ Ἀρβανίτες ἔκαιγαν καὶ κατάστρεφαν τὴν Πελοπόννησο ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀποτυχία τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος τοῦ Ὀρλώφ. Ἔμεινε πολὺ μικρὸς ὀρφανός, γιατὶ ὁ πατέρας του καὶ πολλοὶ συγγενεῖς του σκοτώθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸ μεγάλο κατατρεγμὸ τῆς Κλεφτουριᾶς, ὕστερα ἀπὸ τὸ διώξιμο τῶν Ἀλβανῶν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Τὰ νεανικὰ του χρόνια τὰ πέρασε κλέφτης στὰ βουνά. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γλυτώση ἀπὸ τὴν ἐπίμονη καταδίωξη τῶν Τούρκων, ἀναγκάστηκε νὰ φύγη στὴ Ζάκυνθο, ποὺ τὴν κατεῖχαν τότε οἱ Ἄγγλοι, καὶ κατατάχτηκε στὸν ἀγγλικὸ στρατὸ καὶ ἔφτασε ὡς τὸν βαθμὸ τοῦ ταγματάρχη. Ἐκεῖ μυήθηκε στὴ Φιλικὴ ῾Εταιρεία καὶ ὅταν πλησίαζε ὁ καιρὸς γιὰ τὴν ἐπανάσταση, γύρισε στὴν Πελοπόννησο…

Ἡ ἐπανάσταση στὴ Στερεὰ ῾Ελλάδα. ῾Η μάχη τῆς 
Ἀλαμάνας καὶ ὁ Ἀθανάσιος Διάκος
imageΤὴν ἔκρηξη τῆς ἐπανάστασης στὴν Πελοπόννησο ἀκολούθησε και ἡ ἔκρηξη τῆς ἐπανάστασης στὴ Στερεὰ ῾Ελλάδα. Στὶς 3 τοῦ Ἀπρίλη τοῦ 1821 ὁ Διάκος σήκωσε τὴν ἐπαναστατικὴ σημαία στὴ Λειβαδιά, ὁ Πανουργιᾶς στὴν Ἄμφισσα καὶ ὁ Δυοβουνιώτης στὴ Βοδονίτσα.
Ὁ Χουρσὶτ ἔστειλε 9000 ἄντρες μὲ τὸν Ὁμὲρ Βρυώνη καὶ τὸν Κιοσὲ Μεχμὲτ, γιά νὰ καταστείλουν τὴν ἐπανάσταση τῆς Στερεᾶς καὶ ὕστερα νὰ κατέβουν στὴν Πελοπόννησο νὰ βοηθήσουν τὸν Μουσταφάμπεη. Ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος. Ἄν ἔφταναν τὰ στρατεύματα αὐτὰ στὴν Πελοπόννησο, ἡ ἐπανάσταση θὰ κινδύνευε.
Γι’ αὐτὸ οἱ ὁπλαρχηγοί τῆς Στερεᾶς Διάκος, Πανουργιᾶς καὶ Δυοβουνιώτης ἀποφάσισαν νὰ τὰ ἐμποδίσουν καὶ ἔπιασαν τὸ δρόμο ποὺ φέρνει ἀπὸ τὴ Λαμία στὴν Ἄμφισσα. Ὁ Πανουργιᾶς καὶ ὁ Δυοβουνιώτης ὀχυρώθηκαν στὰ ὑψώματα πρὸς τὴν Οἴτη καὶ ὁ Διάκος ἔπιασε τὸ γεφύρι τῆς Ἀλαμάνας ποὺ εἶναι πάνω στὸν ποταμό Σπερχειό. Ὁ Ἀθανάσιος Διάκος καταγόταν ἀπὸ τὴ Μουσουνίτσα τῆς Παρνασσίδας. Τὰ νεανικά του χρόνια τὰ πέρασε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου του Προδρόμου ποὺ εἶναι κοντά στην Ἀρτοτίνα, μέσα σὲ ἕνα πυκνὸ δάσος, κάτω ἀπὸ τὶς γυμνὲς καὶ ἀπόκρημνες κορφὲς τῶν Βαρδουσίων. Τὸ σεμνὸ ἔνδυμα τοῦ κληρικοῦ ἔκρυβε μιὰ θερμὴ ἑλληνικὴ καρδιὰ μὲ ἀκατάβλητο ἡρωικὸ φρόνημα.
Ἀργότερα ὑπηρέτησε στὸ στρατὸ τοῦ Ἀλῆ-πασᾶ καὶ ἐκεῖ γνώρισε καὶ συνδέθηκε φιλικά μὲ τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο. Ὕστερα ἔγινε ἀρματολὸς στὴν περιφέρεια τῆς Λειβαδᾶς καὶ ἐκεῖ μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὴν ἀπόφαση γιὰ τὴν κήρυξη τῆς ἐπανάστασης πῆρε μαζὶ μὲ τοὺς Ἐπισκόπους Ταλαντίου Νεόφυτο καὶ Ἄμφισσας Ἠσαΐα σὲ σύσκεψη ποὺ ἔκαναν στὴ μονὴ τοῦ ὁσίου Λουκᾶ.

Ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος καὶ τὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς
imageΤὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Διάκου ἐκδικήθηκε ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ φίλος του Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος. Ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος ἦταν γυιὸς τοῦ Γεωργίου Ἀνδρίτσου ποὺ πολέμησε μὲ τὸν Λάμπρο Κατσώνη καὶ θανατώθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶχε μέτριο ἀνάστημα, ἀλλὰ δασύτριχο, εὔρωστο, καί εὐκίνητο σῶμα. Ὕστερα ἀπὸ τὴ μάχη τῆς Ἀλαμάνας ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης ξεκίνησε γιά τὴν Ἄμφισσα. Εἶχε σκοπὸ νὰ περάση ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Πελοπόννησο, γιὰ νὰ διαλύση τὴν πολιορκία τῆς Τριπόλεως.
Ὁ Ὀδυσσέας ἔμαθε τὸ δρομολόγιο τῆς πορείας τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ ἀποφάσισε νὰ καταλάβη μαζὶ μὲ τὸν Πανουργιὰ καὶ τὸν Δυοβουνιώτη τὰ στενὰ τῆς Γραβιᾶς ἀνάμεσα στὰ βουνὰ Παρνασσὸ καὶ Γκιώνα. Οἱ δύο ἄλλοι ὁπλαρχηγοί ἔπιασαν τὰ πλάγια τῶν βουνῶν. Ὁ Ὀδυσσέας ἔπιασε ἕνα πλινθόχτιστο χάνι στὸ δρόμο ποὺ θὰ περνοῦσαν τὰ στρατεύματα τοῦ Βρυώνη. Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ εἶπε στὰ παλληκάρια του ὅτι θὰ μποῦν μέσα σ’ αὐτὸ τὸ χάνι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ πολεμήσουν τοὺς Τούρκους καὶ ὅτι, ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς θέλουν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν, ἄς πιαστοῦν στὸ χορό, ποὺ ἔσυρε ὁ ἴδιος μὲ τὸ τραγούδι «Κάτω στοῦ Βάλτου τὰ χωριά, Ἄγραφα καὶ Ξηρόμερο….».

Η καταστροφὴ τῆς Χίου (Μᾶρτιος 1822)image
Η Χίος δὲν εἶχε ἐπαναστατήσει κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος τῆςἐπανάστασης, γιατὶ βρισκόταν κοντά στὴ Μικρασιατικὴ ἀκτὴ καὶ μποροῦσαν σὲ κάθε στιγμὴ νὰ περάσουν σ’ αὐτὴ τουρκικὰ 
στρατεύματα καὶ νὰ καταστείλουν τὴν ἐπανάσταση. Ἀλλὰ καὶ γιατὶ δὲν αἰσθανόταν καὶ πολὺ τὸ βάρος τῆς δουλείας. Ὁ Σουλτάνος εἶχε διατάξει νὰ μὴ πιέζουν πολὺ τοὺς κατοίκους τῆς Χίου, γιατὶ ἀπὸ ἐκεῖ προμηθευόταν τὸ παλάτι του τὸ ἀρωματικὸ μαστίχι.
Ἀλλὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1822 ὁ ἀρχηγὸς τῆς Σάμου Λυκοῦργος Λογοθέτης ἦρθε στὴ Χίο μὲ 2500 ἄνδρες, ὕψωσε τὴ σημαία τῆς ἐπανάστασης καὶ ἀνάγκασε τοὺς Τούρκους νὰ κλειστοῦν στὸ 
φρούριο. 
Μόλις ἔφθασε ἡ εἴδηση τῆς ἐπανάστασης τῆς Χίου στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Σουλτάνος ὀργίστηκε καὶ διάταξε τὸ ναύαρχο Καρᾶ-Ἀλῆ νὰ πλεύση στὴ Χίο καὶ νὰ μὴν ἀφήση «λίθον ἐπί λίθου»…

Ὁ φιλελληνισμὸς στὴν Εὐρώπη καὶ ὁ λόρδος Βύρων
Ἡ ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων στὴν Εὐρώπη, ὕστερα ἀπὸ τὸ μεσαίωνα, εἶχε γνωρίσει στοὺς Εὐρωπαίους τὴ χώρα, ὅπου ἀναπτύχθηκε ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμός. Πολλοὶ Εὐρωπαῖοι εἶχαν ἐπισκεφθῆ τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα στοὺς ἑλληνικοὺς τόποimageυς καὶ εἶχαν γνωρίσει τὸν ἑλληνικὸ λαὸ κάτω ἀπὸ τὴν τουρκικὴ δεσποτεία. Διάφοροι συγγραφεῖς ἔγραψαν καὶ δημοσίευσαν στὴν Εὐρώπη ταξιδιωτικὲς πληροφορίες καὶ ἐντυπώσεις ἀπὸ τὴν ῾Ελλάδα.
Γι’ αὐτὸ, ὅταν ξέσπασε ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση, οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης εἶχαν ἰδέα γιὰ τὴν ῾Ελλάδα καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Σ’ αὐτὸ βοήθησαν καὶ οἱ πλούσιες ἑλληνικὲς Κοινότητες τοῦ Ἐξωτερικοῦ, τὰ ἐμπορικὰ γραφεῖα καὶ τὸ ἐμπορικὸ ναυτικό.
Ὅσο ὅμως κι’ ἄν ἦταν γνωστὴ ἡ Ἑλλάδα καὶ ὅσο κι’ ἄν συμπαθοῦσαν τοὺς Ἕλληνες πολλοί στὴν Εὐρώπη, τὸ ἑλληνικὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τοῦ 1821 δὲν εὐχαρίστησε τὶς κυβερνήσεις τῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης, γιατί αὐτὲς ἦσαν ἀντίθετες στὴν αὐτοδιάθεση τῶν λαῶν καὶ εἶχαν συγκροτήσει τὴν ἱερὴ συμμαχία…

Ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης καὶ ἡ ναυμαχία τοῦ Γέροντα.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ Ψαρὰ ὁ τουρκικὸς στόλος ἔπλευσε κατὰ τὴ Σάμο μὲ σκοπὸ νὰ τὴν καταλάβη καὶ νὰ τὴν καταστρέψη. Ὁ ἑλληνικὸς ὅμως στόλος πρόφτασε καὶ ἔπιασε τὸ στενὸ ποὺ εἶναι ἀνάμεσα Σάμου καὶ Μικρασιατικῆς ἀκτῆς. Στὶς μικροναυμαχίες ποὺ ἔγιναν ὁ τουρκικὸς στόλος ἔπαθε ἀρκετὲς ζημιές. Οἱ Ἕλληνες πῆραν ἐκδίκηση γιὰ τὶς σφαγὲς τῶν Ψαριανῶν. Ὁ ἔνδοξος πυρπολητὴς Κανάρης ἔκαψε μὲ τὰ πυρπολικά του τρία τουρκικὰ καράβια.
Ὕστερα ἀπὸ τὶς ἀποτυχίες του αὐτὲς ὁ τουρκικὸς στόλος ἀποσύρθηκε στὴν Κῶ καὶ περίμενε ἐκεῖ τὸν αἰγυπτιακὸ στόλο.Τὸν Αὔγουστο ἦρθε καὶ ὁ στόλος τῆς Αἰγύπτου. Οἱ δυὸ στόλοι ἀποτελοῦσαν τώρα μιὰ μεγάλη ναυτικὴ δύναμη ἀπὸ 400 καράβια μὲ 50.000 ναῦτες καὶ 2.500 κανόνια. Ὁ ἑλληνικὸς στόλος εἶχε 80 μονάχα πλοῖα μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἀνδρὲα Μιαούλη.image
Ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης γεννήθηκε στὴν Εὔβοια. Ὁ πατέρας του ἦταν ναυτικὸς καὶ εἶχε δικά του πλοῖα. Τόσο ἔμπειρος καὶ ἄφοβος ναυτικὸς ἦταν ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης ποὺ μὲ τὰ τολμήματά του πολλὲς φορές εἶχε παραβιάσει τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν γαλλικῶν παραλίων ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους καὶ ἔκανε ἐμπόριο σιτηρῶν στὴ Γαλλία. Ἀπὸ 17 χρονῶν κυβερνοῦσε ἐμπορικὸ πλοῖο. Εἶχε ἀποκτήσει ἀρκετὴ περιουσὶα καὶ τὸ ὄνομά του ἦταν ἀκουστὸ στοὺς ἑλληνικοὺς ναυτικοὺς κύκλους. Ὅταν ἄρχισε ἡ ἐπανάσταση, δίστασε νὰ πάρη ἐνεργὸ μέρος, ὅταν ὅμως τὸ ἀποφάσισε, ἀφοσιώθηκε σ’ αὐτὴ μ’ ὅλη τὴ δύναμη καὶ τὴν ἱκανότητά του καὶ ἔγινε ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν Τούρκων…

Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης καὶ οἱ μάχες στὴν Ἀράχωβα καὶ στὸ Δίστομο
image πτώση τοῦ Μεσολογγίου καὶ τὸ πάρσιμο τῆς Ἀθήνας ἔσβησαν τὴν ἐπανάσταση στὴ Στερεὰ ῾Ελλάδα. Στὴν Ἀκρόπολη μόνο ἐξακολουθοῦσε νὰ κυματίζη ἡ ἑλληνικὴ σημαία.  
Η ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἐπιθυμοῦσε νὰ κρατήση τὸ ὀχυρὸ αὐτὸ μὲ κάθε θυσία καὶ γι’ αὐτὸ διόρισε ἀρχιστράτηγο τῆς Στερεᾶς τὸ Γεώργιο Καραϊσκάκη, ποὺ φαινόταν ὁ ἐπιφανέστερος καὶ ἱκανότερος ἀπὸ τοὺς Στερεοελλαδίτες ὁπλαρχηγούς. Ὁ πρόεδρος τῆς κυβέρνησης Ζαΐμης εἶχε παλιὰ ἔχθρα πρὸς τὸν Καραϊσκάκη, ἀλλὰ γιά τὸ καλὸ τῆς χώρας συμφιλιώθηκε μὲ αὐτὸν.
Ὁ Καραϊσκάκης γεννήθηκε στὴ Σκουληκαριὰ τῆς Ἄρτας στὰ 1782 καί καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια ὁπλαρχηγῶν. Ἦταν μικρόσωμος καὶ ἀσθενικός, ἀλλὰ γενναῖος, δραστήριος καὶ στρατηγικὸς. Στὴ νεότητά του ὑπερέτησε στὴν Αὐλὴ τοῦ Ἀλῆ-πασᾶ. Ὕστερα τὸν πολέμησε. Ὅταν κηρύχτηκε ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση, δὲν ἔδειξε πατριωτικὸ ἐνθουσιαμό, πίστη καὶ σταθερότητα. Ἀργότερα ὅμως οἱ ἀνάγκες τῆς πατρίδας φώτισαν τὸν νοῦ του καὶ ὁ ἄλλοτε δύστροπος, ἐγωιστὴς καὶ ἀπείθαρχος ὁπλαρχηγὸς, ἄλλαξε ἐντελῶς καὶ γίνηκε νέος ἄνθρωπος. Ὅταν ἦρθε νὰ παραλάβη τὸ διορισμό του, ὑποσχέθηκε πὼς θὰ φανῆ ἄξιος τῆς πατρίδας καὶ τήρησε τὴν ὑπόσχεσή του ὡς τὶς τελευταῖες στιγμές του.
῾Ο Καραϊσκάκης μπῆκε στὴν Ἀττική. Ὁ Κιουταχῆς ὅμως τὸν χτύπησε στὸ Χαϊδάρι καὶ τὸν 
ἀνάγκασε νὰ ἀποσυρθῆ στὴν ᾽Ελευσίνα. Ἡ μάχη τοῦ Χαϊδαρίου ἔδωκε στὸν Καραϊσκάκη νὰ καταλάβη ὅτι δὲ συμφέρει στὴν περίοδο αὐτὴ ἀγώνας κατὰ μέτωπο μὲ τὸν Κιουταχῆ, καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐφαρμοσθῆ σχέδιο ἀποκλεισμοῦ τῶν Τούρκων στὴν Ἀττική. Πίστευε πὼς 
ἄν κατόρθωνε νὰ ἀποκόψη τὶς συγκοινωνίες τοῦ Κιουταχῆ μὲ τὴ Θεσσα
imageλία, θὰ τὸν ἀνάγκαζε νὰ φύγη ἀπὸ τὴν Ἀττική, γιατὶ θὰ τοῦ ἔλειπαν οἱ τροφές.
Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας (1828-1831) 
Ἡ Τρίτη ᾽Εθνικὴ Συνέλευση τῶν ῾Ελλήνων, ποὺ συνῆλθε στὴν Τροιζήνα τὸ Μάρτη τοῦ 1827 ἐξέλεξε τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια κυβερνήτη τῆς ῾Ελλάδας γιὰ ἑφτὰ χρόνια.
Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας καταγόταν ἀπὸ εὔπορη οἰκογένεια τῆς Κέρκυρας. Σπούδασε στὴν Εὐρώπη καὶ ὑπηρέτησε στὴν ἀρχὴ στὴ Γραμματεία τῆς ᾽Επικρατείας τῶν Ἰονίων νήσων καὶ ὕστερα μπῆκε στὴ διπλωματικὴ ὑπηρεσία τῆς Ρωσίας καὶ ἔφτασε ὡς τὴν θέση τοῦ Ὑπουργοῦ τῶν ᾽Εξωτερικῶν.
Ὅταν τὸν ἐξέλεξαν κυβερνήτη, βρισκόταν στὴν Ἑλβετία. Τὸ ὄνομά του ἦταν πολὺ γνωστὸ στὴν Ἑλλάδα καί ὅλοι πίστευαν πὼς θὰ ἔφερνε τὴν τάξη καὶ τὴν ὁμόνοια στὴ χώρα. Πρὶν κατεβῆ στὴν Ἑλλάδα ἐπισκέφτηκε τὶς κυβερνήσεις τῆς Εὐρώπης, γιὰ νὰ ζητήση τὴ βοήθειά τους καὶ τὸ Γενάρη τοῦ 1828 ἔφτασε στὸ Ναύπλιο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Αἴγινα, τὴν ἕδρα τῆς Κυβερνήσεωimageς.
Τὸ ἔργο του ἦταν δύσκολο, γιατὶ ἀναρχία καί ἐρήμωση κυριαρχοῦσανστὴν καταστρεμμένη χώρα. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν λιγοστέψει, τὰ ζῶα εἶχαν καταστραφῆ καὶ ἡ γῆ ἔμενε ἀκαλλιέργητη. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἐξαγριωθῆ καὶ ἡ ληστεία καὶ ἡ πειρατεία μάστιζαν τὸν τόπο. Νόμος δέν ὑπῆρχε, ἀλλά τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυρότερου καταπίεζε τοὺς ἀδύνατους. Οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις δὲν εἶχαν ἀκόμα τερματισθῆ καὶ ὁ Ἰμβραὴμ ἦταν ἀκόμα στὴν Πελοπόννησο…


IΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ, ΣΤ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, 1974

image

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΗΜΑΙΑΝ
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἱερὸ πανί, τὸ γαλανὸ καὶ τ’ ἄσπρο, 
κομμάτι ἀπ’ ἀνοιξιάτικο καὶ ξάστερο οὐρανό, 
ποὺ εἶναι λευκὸ σὰν τὸν ἀφρὸ τοῦ κύματος, ποὺ ἀνθίζει 
σὲ περιγιάλι ὁλόγλυκο, σὲ πέλαγο μακρινό. 
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἱερὸ πανί, πού, ὅταν περνᾷ μπροστά μας, 
ὑγραίνονται τὰ βλέφαρα καὶ σπαρταρᾷ ἡ καρδιά μας.
Δὲν εἶναι ἡ αὔρα, ποὺ ἔρχεται γλυκὰ νὰ τὸ χαϊδέψῃ, 
δὲν τ’ ἀνεμίζει πρόσχαρα ἡ αὔρα ἡ σιγανή˙ 
εἶναι μιὰ ἀθάνατη πνοή, ποὺ ὁρμᾷ νὰ ζωντανέψη 
μὲ ἀνατριχίλα ἀνέκφραστη τὸ δίχρωμο πανί. 
Τὸ πῆρε κάποια μάγισσα καὶ τό ᾽καμε χλαμύδα, 
νὰ ζῆ σ’ αὐτὸ καὶ πάλλεται ὀλόκληρη ἡ Πατρίδα.
Εἶναι ἡ Σημαία! Τὴν ᾽βλόγησαν παπᾶδες μ’ ἄσπρα γένεια, 
μέσ’ στῆς σκλαβιᾶς τὸ τρίσβαθο κι ἀπόκρυφο σχολειό, 
ἔκλαψαν μάτια καὶ καρδιὲς ἐπάνω της, καὶ οἱ κόρες 
τὴν νύκτα τὴν ὑφαίνανε κρυφὰ στὸν ἀργαλειό, 
Σὰν βόρειο σέλας ἄστραψε στὴν Λαύρα μιὰ ἡμέρα 
κι ἁπλώθηκε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανὸ κι ἀκόμη πέρα.
Ποιὰ λύρα ἔχει τὴν δύναμι γιὰ νὰ σὲ ψάλῃ ἐπάξια; 
Εἶσαι τῆς νέας ῾Ελλάδος μας ἡ ἁγία εἰκόνα ᾽Εσύ. 
Εἶσαι λαχτάρα ποὺ λυγάει τὰ γόνατα τῶν’ σαλάβων, 
εἶσαι τοῦ γένους τ’ ὅραμα, Σημαία μας χρυσῆ 
ποὺ ὅταν τὰ μάτια ἐπάνω σου μὲ σέβας τὰ καρφώνει 
θαρρεῖς καὶ κάποιο οὐράνιο φῶς σὲ περικυκλώνει…
Ν. Ζαφειρίου «Ἡ ῾Ελληνικὴ Σημαία» Στέφανος Δάφνης
image
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ
Μαῦρο πουλάκι ξέβγαινε ᾽πομέσα ἀπὸ τὸ Σούλι. 
Εἶχε τὰ μάτια του θολά, τὰ νύχια ματωμένα 
καὶ πέταγε ὁλομόναχο καὶ στὴν Φραγκιὰ τραβοῦσε. 
Πατριῶτες τὸ ρωτήσανε, πατριῶτες τὸ ρωτᾶνε: 
– Πουλάκι, ποῦθεν ἔρχεσαι καὶ ποῦθε κατεβαίνεις; 
– Ἀπὸ τὸ Σούλι ἔρχομαι καὶ στὴν Φραγκιὰ πηγαίνω, 
– Πουλάκι, πές μας τίποτε ἀπὸ τὸ Κακοσούλι πού ᾽κανε τὴν Ἀρβανιτιὰ καὶ φόρεσε τὰ μαῦρα. 
– Τί νὰ σᾶς πῶ, μαῦρα παιδιά, τί νὰ σᾶς μολογήσω; 
Πῆραν τὸ Σούλι, πῆραν το, πῆραν τὸν Ἀβαρίκο ( ) 
τὴν Κιάφα τὴν περήφανη καὶ κοσμοξακουσμένη, 
᾽Εκάη κι ὁ καλόγερος στὸ δοξασμένο Κοῦγκι ( )
Δημῶδες
ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ 
Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια, 
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν, 
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια, 
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
imageὬ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη, 
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός! 
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη 
πάρεξ θάνατος πικρός.
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος, 
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή, 
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος 
τοῦ πολέμου καὶ οἱ καπνοί.
Καὶ οἱ βροντὲς καὶ τὸ σκοτάδι, 
ὅπου ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά, 
ἐπαράσταιναν τὸν Ἅδη, 
ποὺ ἐκαρτέρειε τὰ σκυλλιά.
«Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν» Διονύσιος Σολωμὸς

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ 
– Κολοκοτρώνα! Κολοκοτρώνα! 
imageἜτσι ἔλεγαν οἱ ἐχθοοὶ καὶ τὸ αἷμά τους ἐπάγωνε. Ἡ φαντασία τους τὸν ἔπλαθε τεράστιο γίγαντα μὲ τρία μάτια. Τὸ μεσανό, πελώριο, ἐπάνω ἀπὸ τὴ μύτη, στὸ μέτωπο. Τὸν ἤθελαν τριχωτὸ σὰν ἀρκούδα· μὲ φοβερὰ δόντια κάπρου, γυριστὰ, κοφτερὰ σὰν χαντζάρια. 
Καὶ πῶς τὸν ἐφαντάσθηκαν οἱ Εὐρωπαῖοι; Μεγαλοκέφαλο, τρομερὸν ἀτσίγγανο μ’ ἀλλοίθωρα μάτια.
Καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ τὸν εἶδαν κοντά; Μυτερὸ σταχτόχρωμο βράχο, ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι σπαρμένοι στὸ Αἰγαῖο, ἄγρια μορφή, σκαμμένη ἀπὸ τὸν καιρό, χαλασμένη ἀπὸ τὸν 
πόλεμο, φαγωμένη ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη ἀνησυχία, ὅμοια μὲ βράχο, ποὺ τὸν δέρνουν τὰ κύματα. Καὶ ἕνας Γάλλος συνταγματάρχης, ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Κολοκοτρώνη 
στὴν Τρίπολη, σ’ ὁλάκερη τὴν πολιορκία, τοῦ κολλάει ἕνα μουστάκι πελώριο. 
(…)
ΑΓΙΑ ΛΙΘΑΡΙΑ imageὍταν ὁ βασιλιᾶς Ὄθων ἐγιόρταζε τὰ εἴκοσι πέντε χρόνια τῆς βασιλείας του, ἕνα πλοῖο ἔφερνε ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα καὶ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Πελοποννήσου κόσμο πολύ, καὶ ἰδίως ἀγωνιστὰς τοῦ Εἰκοσιένα. Ἤθελαν νὰ συγχαροῦν τὸν βασιλέα τους.
Ἀφου ἐπέρασε τὸ πλοίο τὴν Αἴγινα, ἐφάνηκε ἡ Ἀκρόπολις λαμπρή. Ὅλοι ἐκάρφωσαν τὰ μάτια καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τότε ὁ στρατηγὸς Τσόκρης ὁ Ἀργίτης εἶπε μὲ 
δυνατὴ φωνή: 
– Νά, ἐκεῖνες οἱ πέτρες μᾶς ἐλευθέρωσαν!
«Ἱστορικὴ Ἀνθολογία», 1927 Διήγησις Διονυσίου Ρώμα (Διασκευή)
Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ 
Σ
imageτῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχι 
περπατῶντας ἡ Δόξα μονάχη 
μελετᾷ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια 
καὶ στὴν κόμη στεφάνι φορεῖ, 
γινωμένο ἀπὸ λίγα χορτάρια, 
πού ’χαν μείνει στὴν ἔρημη γῆ.
Διονύσιος Σολωμὸς


ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΣΤ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ 1955


clip_image002


clip_image008

Οι ήρωες του 1821 είναι «εδώ», φωτογραφίες τους γεμίζουν τους τοίχους των σχολικών αιθουσών. Ο γιος της Καλογριάς εμπνέει με τον ηρωισμό του: «Ὁ Καραϊσκάκης ἄρρωστος βαριὰ πῆγε στὴ Δομνίτσα τῆς Εὐρὑτανίας ὅπου ἀρκετὸ καιρὸ τὸν φιλοξενοῦσαν οἱ φίλοι του Γιολδασαῖοι. Μεταξὺ ἄλλων τὸν ἔβλεπε ταχτικὰ καὶ ὁ εὐσεβέστατος παπὰς Παπαγιάννης Φαρμάκης. Αὐτὸς ἔλεγε κατόπιν σὲ ὅλους, πόσο μεγάλος ἦταν ὁ πατριωτισμὸς τοῦ καπετάνιου τῆς Ρούμελης καὶ πόσο θερμὴ ἡ πίστη του»…


clip_image012Το Σουλιοτόπουλο τιμάει το όνομά του, «Κώστα, ὁ γιός μας πιὰ μεγάλωσε· τρέχει στὰ δεκαπέντε. Διψᾶ στὸν πόλεμο νἀρθῆ. Κάθε πρωὶ καὶ κάθε βράδυ μοῦ κλαίγεται τὸ παλληκάρι μου. Μπροστά σου, ἀπὸ ντροπή, κρατιέται καὶ σωπαίνει. Ὅμως κάθε φορὰ ποὺ ξεκινᾶς, αὐτὸ σπαράζει. Καὶ πέφτει στὴν ἀγκαλιά μου καὶ δέρνεται».
Αλλά και το τσοπανάκι δεν μένει πίσω: «όταν ἄρχισε ἡ μάχη στὰ Δερβενάκια, ἕνα τσοπανάκι λεροφορεμένο, ἄοπλο, ἀλλὰ μὲ μάτια γοργοκίνητα, μὲ τὴ μαγκούρα του τὴν ποιμενική, πλησίασε στὸ μέρος ποὺ ἦταν ὁ Κολοκοτρώνης κι ἔβλεπε κι αὐτὸ μὲ περιέργεια καὶ θαυμασμὸ τὸν πόλεμο ποὺ γινόταν παρακάτω».
ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΑΡΗ
clip_image026
Μεσάνυχτα ὁ πυρπολητὴς ἐγύρισε 
καὶ πήδησε ἀπ’ τὸ γρήγορο καΐκι 
πιστός, νὰ φέρη μὲ τὰ πόδια ὁλόγυμνα 
στὴν ἐκκλησιὰ τὸ τάμα γιὰ τὴ νίκη.
Τὸ χέρι, ποὺ ἄτρεμο ἔσπειρε τὸ θάνατο 
μὲ τὸ δαυλὸ ― τὸ φοβερὸ τὸ χέρι ― 
τώρα ταπεινωμένο καὶ τρεμάμενο 
στὴν Παναγία ἀνάφτει ἕν’ ἁγιοκέρι.
Γεώργιος Δροσίνης
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ, Ἕκτης Δημοτικοῦ, 1952


clip_image002
ΕΜΠΡΟΣ!
imageἘμπρός! Ὁλόρθοι, ἀτρόμαχτοι. 
Μαυρίλα, ἀστροπελέκι. 
Νά τὸ σπαθί, γοργάστραψε, 
καὶ νά ἡ βροντή, τουφέκι.
Στὸν Πίνδο ἀπ’ τὸν Ταΰγετο 
καὶ στὰ Βαλκάνια ὥς πέρα 
μιὰ φλόγα, μιὰ φοβέρα 
κι ἕνας ὁ νοῦς: Ἐμπρός!
Ἐμπρός, ἀδέρφια, ἀτράνταχτοι, 
κι ἂς πέφτῃ ἀστροπελέκι. 
Νά τὸ σπαθί, γοργάστραψε, 
βρόντησε τὸ τουφέκι.
Κρήτη, ὁ Μωριᾶς, ἡ Ρούμελη, 
ἐμπρός. Ἡ Ἑλλάὃα λάμπει, 
ἀχολογᾶν οἱ κάμποι, 
καῖνε οἱ καρδιες. Ἐμπρός!
«Παιδικὴ Ἀνθολογία», Κ. Παλαμᾶς
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Γ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, 1955


clip_image002
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας. 
Τί εἶναι ἡ Πατρίδα μας; Μὴν εἶν’ οἱ κάμποι΄; 
Μὴν εἶναι τ’ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά; 
imageΜὴν εἶν’ ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει; 
Μὴν εἶναι τ’ ἄστρα της τὰ φωτεινά;
Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι 
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά; 
κάθε νησάκι της, ποὺ ἀχνὰ προβάλλει, 
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Ὅλα Πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα, 
καὶ κάτι πού ᾽χομε μέσ’ στὴν καρδιά, 
ποὺ λάμπει ἀθώρητο, σὰν ἥλιου ἀχτῖνα 
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρός, παιδιά!
Ἰωάννης ΙΙολέμης
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Β΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, 1963

clip_image024

Απεβίωσε στην Πάρο ο βασιλιάς της ομορφιάς, Γ. Πατίστας

$
0
0


Ο Γιάννης Πατίστας απεβίωσε το βράδυ της Πέμπτης στην Πάρο, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια με τη γυναίκα του Λίτσα Πατίστα. Ήταν 97 ετών και παρέμεινε ως το τέλος αγέρωχος, ευγενής κι αρχοντικός.
Ο Γιάννης Πατίστας απεβίωσε το βράδυ της Πέμπτης στην Πάρο, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια με τη γυναίκα του Λίτσα Πατίστα. Ήταν 97 ετών και παρέμεινε ως το τέλος αγέρωχος, ευγενής κι αρχοντικός.
Ακολουθεί η συνέντευξη που έδωσε στα Μικροπράγματα πριν από 5 χρόνια, το 2014:
Πατίστας… Ακόμη και τώρα στα 37 μου, που έχω την χαρά να τον γνωρίζω προσωπικά, όταν ακούω αυτό το όνομα στο μυαλό μου έρχεται η γνωστή διαφήμιση με την κοπέλα που χορεύει στα κουτάκια που πολλαπλασιάζονται στην οθόνη. Παιδάκι όταν σιγοτραγουδούσα το γνωστό ρυθμό πού να ήξερα ότι η ζωή θα τα έφερνε να γίνει φίλος μου ένας ζωντανός θρύλος – μια σπάνιας ευγένειας και καλοσύνης προσωπικότητα.
Σήμερα στα 92 του χρόνια ο Γιάννης Πατίστας παραμένει νέος, ακμαιότατος και γλυκός. Στην πατρίδα μου την Πάρο περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του, απ’ όπου και η συζήτηση που κάναμε στη βεράντα του στην Πάνδροσσο, ένα φθινοπωρινό απόγευμα με τον ήλιο να δύει απέναντί μας ανάμεσα στις Πόρτες.
Patistas-1.jpg
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΣΤΑΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟ ΤΟ 2014. ΦΩΤ. ΜΑΡΩ ΞΕΝΟΥ / LIFO.GR

Μαρία Ξένου: Κύριε Γιάννη, δεν ήρθα για μια τυπική συνέντευξη αλλά για να κάνουμε ευρύτερα γνωστά κάποια πράγματα που ίσως δεν γνωρίζει ο κόσμος. Καταρχάς πώς και σας βρίσκουμε στην Πάρο;
Γιάννης Πατίστας: Η Πάρος είναι το αγαπημένο νησί της γυναίκας μου. Αν και παραθέριζα πάντα στο εξοχικό μου στο Ξυλόκαστρο, με έπεισε και ήρθα αρχικά για ένα Σαββατοκύριακο και από τότε την λάτρεψα. Πλέον έχω το νησί και τους ανθρώπους του στην καρδιά μου, για την ευγένεια και την καλοσύνη τους, για το καλό τους φαγητό και την φιλοξενία και περνάω πολύ μεγάλο μέρος της ζωής μου εδώ.
-Τι είναι αυτό που σας κάνει, παρά τα 92 σας χρόνια, να είστε γεμάτος ζωή και ζωντάνια;
Η αγάπη για το αντικείμενο της δουλειάς μου.Έδωσα τη ζωή μου στη δουλειά μου. Και βέβαια η αγάπη που εισέπραξα από τον κόσμο, από τους πελάτες μου 72 συναπτά έτη. Αν και είχα στο μαγαζί στην Ευριπίδου 4 σαράντα αισθητικούς, οι πελάτισσες ερχόταν πάντα σε μενα να τις συμβουλέψω και να πω τη γνώμη μου για την περιποίηση του εαυτού τους. Δεν υπήρχαν πρωτόκολλα στην μεταξύ μας επικοινωνία. Δεν κρύφτηκα ποτέ σε κάποιο γραφείο να διαφεντεύω από μακριά. Εγώ ήμουν πάντα στην υποδοχή των πελατών μου. Έρχονταν πρώτα να με χαιρετήσουν κι έπειτα να ψωνίσουν. Κάθε πρωί εκεί από τις 6 το πρωί ως αργά το βράδυ.
-Γεννηθήκατε στην Αθήνα;
Όχι, στην Αίγινα. Σε ηλικία 7 ετών μετακόμισα στην Αθήνα στην Πλάκα, από όπου πήρα και τα πρώτα ερεθίσματα για τη δουλειά μου. Ο αδερφός της μητέρας μου ο Σπύρος Ζαχαρίας είχε σπουδάσει αρωματοποιία στο Παρίσι και ο πατέρας μου άνοιξε το 1915 μαζί του το πρώτο αρωματοπωλείο. Όταν εγώ τέλειωσα την Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών την σημερινή ΑΣΟΕΕ, αν και ήμουν περιζήτητος ως υπάλληλος τραπέζης ή υπουργείου αποφάσισα να πάω να δουλέψω στην επιχείρηση του πατέρα μου. Από το 1950 περιήλθε σε μένα και από το 1955 συνεργάστηκα αρμονικά και με τον αδελφό μου Θανάση μέχρι την ημέρα που έφυγε από την ζωή.
-Τι ήταν αυτό που πουλούσε πιο πολύ στην Αθήνα εκείνη την εποχή;
Οι κολόνιες! Λουτρά μην ξεχνάς δεν υπήρχαν, υπήρχαν μόνο σκάφες κι έτσι οτιδήποτε άλλο που αφορούσε στην περιποίηση ήταν ανούσιο. Τα εσάνς τα έφερνα από την Ελβετία. Εκείνη την εποχή η κολόνια που είχε κάνει κρότο ήταν η Μαλάϊκα της Σανέλ την οποία εγώ ονόμασα σκέτο Σανέλ και είχε πολύ μεγάλη ζήτηση. Ωστόσο δέχτηκα μια μήνυση από την γαλλική πρεσβεία, την μετονόμασα λοιπόν κι εγώ σε τύπου Σανέλ και στο τέλος επικράτησε για πολλά χρόνια το “Σανέλια”. Είχα εκδώσει κι ένα οδηγό, ένα μικρό βιβλιαράκι, που έδινα δωρεάν στις γυναίκες, με ό,τι ήταν απαραίτητο για την περιποίηση και φροντίδα. Από το Α ως το Ω. Το διάβαζαν και το τηρούσαν σαν ευαγγέλιο.
-Οι Ελληνίδες πότε ξεκίνησαν να βάφονται;
Μετά το 1950 πρώτη η max factor έβγαλε το πρώτο μακιγιάζ σε πολύ καλή τιμή. Κι έτσι η πούδρα και μετά το κραγιόν καθιερώθηκαν ως απαραίτητα εργαλεία της κάθε γυναίκας και υπήρχαν σε όλες τις γυναικείες τσάντες.
-Άντρες πελάτες είχατε;
Βέβαια.Έπαιρναν τα ξυριστικά τους, τα αρώματα, τα δώρα τους από κει. Οι άντρες, όπως κι εγώ, προτιμούσαν το άρωμα λεβάντα. Πολύ αγαπώ αυτό το άρωμα και το έχω ξεχωρίσει. Από αυτό καταλάβαιναν και οι υπάλληλοι ότι έφθανα στο κατάστημα.

Η διαφήμιση στα ’80s

-Αληθεύει πως από τον κόσμο έκλειναν οι πόρτες του καταστήματος;
Ασφαλώς. Είχα αστυνομία να συγκρατεί το πλήθος κι εγώ από το μικρόφωνο φώναζα να φυλάνε τα προσωπικά τους αντικείμενα. Ανοίγαμε την πόρτα και βάζαμε κατά διαστήματα την επόμενη φουρνιά για να μην κλείνει η Ευριπίδου.
-Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ξεχωρίζετε;
Οι τιμές, η ποικιλία και η σχέση που διαμόρφωσα με τον κόσμο.Υπήρχαν κάποια μικρά αρωματοπωλεία αλλά δεν είχαν σε καμιά περίπτωση την δική μου δουλειά.Το είχα μονοπώλιο.Από το 1985 άρχισαν να εμφανίζονται στην αγορά ανταγωνιστικές εταιρίες αλλά η δική μας δουλειά δεν μειώθηκε. Η πελατεία μας έμεινε σταθερή και η αγάπη του κόσμου αμείωτη.
-35 χρόνια δηλαδή μοναδικός αυτοκράτορας στον χώρο;
Ναι! είχα την χαρά να ορίζω και να διαμορφώνω την τάση στην περιποίηση και την ομορφιά στις γυναίκες της Αθήνας και ολόκληρης της επαρχίας.
Patistas-2.jpg
-Διαφήμιση κάνατε;
Έκανα και πρωτοτύπησα κι εκεί. Πριν την πασίγνωστη τηλεοπτική διαφήμιση, ήμουν ο πρώτος που είχα πίσω από αεροπλάνα πανό που έγραφαν ”Φρέσκα καλλυντικά Πατίστας Ευρυπίδου 4” και πετούσαν σε όλες τις παραλίες Κορινθίας, Βοιωτίας, Σουνίου. Μου κόστισε πολλά χρήματα αλλά μου έφερε και πελάτες. Μετά από μένα πολλοί μιμήθηκαν αυτόν τον τρόπο διαφήμισης.
-Διακοπές κάνατε ποτέ;
Διακοπές; Αστειεύεσαι! Μόνο όταν αποσύρθηκα. 72 χρόνια δουλειάς. Καφενείο ακόμα δεν ξέρω τι θα πει. Η λατρεία του κόσμου με ενθουσίαζε, δε με ένοιαζε τίποτε άλλο. Οι άνθρωποι τότε ήταν αλλιώς, είχαμε προσωπική σχέση, δημιούργησα φιλίες, δεν μπορούσα να λείπω από την δουλειά μου, δεν θα με έβρισκαν. Όταν αποσύρθηκα ταξίδεψα και έκανα πράγματα που δεν είχα καταφέρει τόσα χρόνια. Η μόνη μου διασκέδαση μετα τη δουλειά σε καθημερινή βάση ήταν σε ταβερνάκια στην Πλάκα και στις γύρω περιοχές.
-Τώρα που είπαμε για φιλίες, μιλήστε μου λίγο για τους ανθρώπους που γνωρίσατε, για τους ανθρώπους που παρέλασαν από το μαγαζί σας.
Θέλω να ξέρεις ότι δεν ξεχώρισα ποτέ καμιά γυναίκα. Είτε ήταν νοικοκυρά είτε η πιο επώνυμη έχαιρε της ίδιας αγάπης και φροντίδας από μένα. Ωστόσο, ναι πράγματι, από το μαγαζί πέρασε κόσμος και κοσμάκης. Η Μαίρη Κουάντ, η μεγαλύτερη επαναστάτρια στον χώρο της μόδας, ”η κυρία μίνι”, αλλά και η Έλενα Ρουμπινστάιν, η αυτοκράτειρα της κοσμετολογίας. Επίσης όλα τα υψηλά στελέχη των ευρωπαϊκών οίκων μόδας.
Όλες οι διάσημες Ελληνίδες που έγιναν πελάτισσες και φίλες μου. Από τον χώρο της πολιτικής, του θεάτρου, του σινεμά… Ποια να πρωτοθυμηθώ… Η Αλίκη Βουγουκλάκη, η Ρενα Βλαχοπούλου, η Ζωή Λάσκαρη, η Ρίκα Διαλυνά. Η Άννα Φόνσου, τον αγώνα της οποίας για το Σπίτι του Ηθοποιού τον γνωρίζω καλά και νιώθω μεγάλη συγκίνηση που τον έφερε εις πέρας. Η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη η οποία πέρα από το ότι προμηθευόταν από μένα αποκλειστικά τα καλλυντικά της, μας συνέδεε βαθειά φιλία και η απώλειά της μου κόστισε πάρα πολύ.
Η λατρεμένη μου Δέσπω Διαμαντίδου. Με την Δέσπω βγαίναμε πολύ συχνά στα ταβερνάκια. Της άρεσε πολύ το καλό φαγητό και ταιριάζαμε σε αυτό. Πάντα την θυμάμαι και μου λείπει. Η Αλεξάνδρα Λαδικού με την οποία είμαστε κουμπάροι και αγαπημένοι φίλοι. Η μια και μοναδική Ζωζώ Σαπουντζάκη. Είχα αναλάβει την προσωπική της φροντίδα. Παραμένουμε και σήμερα αδερφικοί φίλοι. Όλες οι πρωταγωνίστριες του Εθνικού δεν θέλω να ξεχάσω κάποια.
-Ο χώρος της ομορφιάς έχει επηρεαστεί σήμερα από την κρίση…
Σαφώς. Δεν υπάρχει κατανάλωση, πωλούνται περισσότερο οι φθηνές μάρκες καλλυντικών ή απομιμήσεις κρεμών αμφιβόλου ποιότητας, έχουν γίνει μεγάλες περικοπές. Οι 6 και 7 κρέμες την ημέρα έχουν αντικατασταθεί πλέον με μία.

Η διαφήμιση στα ’90s

-Είστε ένας ευτυχής άνθρωπος κ.Γιάννη, αυτό διακρίνω. Άρα μόνο όμορφες στιγμές σας άφησε η δουλειά σας.
Εδώ κάνεις λάθος. Την τελευταία δεκαετία δεν θέλω να την φέρνω στο μυαλό μου. Ένιωσα προδομένος και απογοητεύτηκα από ανθρώπους που εργάστηκαν στην επιχείρηση μου, από ανθρώπους που βοήθησα, που δεν αδίκησα ποτέ. Δεν υπήρξα ποτέ αφεντικό μπαμπούλας. Δεν έριξα ποτέ κανένα μισθό ακόμα και τώρα τελευταία. Οι άνθρωποι όμως είναι άπληστοι και αγνώμονες. Όσο κι αν δεν αλλοιώθηκε η αγάπη του κόσμου προς το πρόσωπο μου, τόσο απογοητεύτηκα από κάποιους άλλους που χρόνια ευεργέτησα, που συνταξιοδοτήθηκαν από μένα. Δέχτηκα αναίτιες επιθέσεις, ανυπόστατες, απειλές και διασυρμό σε δικαστήρια. Τι λυπηρό! Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα από την τελευταία δεκαετία. Σε αυτή την ηλικία να βιώσω τέτοια πικρία και προδοσία. Μόνο τις παλιές καλές στιγμές έχω στην ψυχή μου και την αγάπη που πήρα από τρεις γενιές Ελλήνων.
-Τα καταστήματα Πατίστας με το λατινικό λογότυπο ”perfumeries” που βλέπουμε είναι και αυτά δικά σας;
Σου τονίζω πως το μόνο αυθεντικό, δικό μου, κατάστημα ήταν και είναι στην Ευριπίδου 4, και πλέον το έχω παραχωρήσει στον κ. Χρήστο Πολυκράτη που διατηρεί το όνομα, το σήμα και το λογότυπο Πατίστας. Τα υπόλοιπα καταστήματα στα οποία δέχτηκα να συμπεριλαμβάνουν το όνομα μου, δεν τηρήθηκε καμιά από τις συμφωνίες που κάναμε και είναι από αυτά που προανέφερα και δεν θέλω καθόλου να θυμάμαι.
-Πώς περνάει τώρα πια ο χρόνος σας;
Κάνω πολλές εκδρομές, γυρνάω όλη την Ελλάδα. Και βέβαια είμαι πολύ τακτικά στην Πάρο και στο Ξυλόκαστρο. Αυτά είναι τα αραξοβόλια μου και η μαγεία μου. Η αγάπη των νησιωτών είναι το γιατρικό μου. Στην Αθήνα έρχομαι για να δω καλά θεατρικά έργα ή μουσικές σκηνές, να απολαύσω τον φίλο μου Γιάννη Πάριο ή την Μαρινέλλα. Και βέβαια να δω την Ζωζώ, όπου κι αν εμφανίζεται, που όσο κι αν περνάνε τα χρόνια εκείνη ανθίζει. Είναι η χαρούμενη νότα μας, πάντα με ζωντάνια και γέλιο στα πάρτυ να τραγουδάει και να χορεύει ως το πρωί.
-Υπάρχει τελικά κάτι που σας λείπει κ. Γιάννη;
Απολύτως τίποτα. Είμαι πολύ τυχερός να έχω δίπλα μου ανθρώπους ,όπου κι αν βρεθώ, που αγαπώ και με αγαπάνε και αποτελούν την οικογένειά μου, όπως η Λίτσα Πατέρα που είναι και κουμπάρα μου – είναι πολυαγαπημένο μου πρόσωπο, πολύ κοντινό μου. Το Δεσποινάκι μου, που με τις ιατρικές της συμβουλές και την φροντίδα της με κάνει άτρωτο. Και στην Πάρο πάντα κοντά μου ο Γιάννης Πάριος και ο Νικόλας ο Βαρθακούρης και η Τασία η Μανωλοπούλου. Να έχω την υγεία μου θέλω, να ανταμώνω με τους φίλους μου και να περνάμε καλά. Να τρώω πολλά χρόνια ακόμα τους αστακούς και τα μπαρμπούνια μου στον Αμπελά και να απολαμβάνω αυτή την θέα από την Πάνδροσσο, στο ωραιότερο κομμάτι της Πάρου, με το Αιγαίο απέναντί μου και όλες τις μικρές Κυκλάδες.
Το δικαιούμαι, δε νομίζεις κι εσύ;


Καλό ταξίδι κυρ-Γιάννη και σε ευχαριστώ πολύ !!!!
Πίσω στα παλιά

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

$
0
0


Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια


Ρετρό φωτογραφίες βγαλμένες από μια άλλη εποχή, δείχνουν ένα πρόσωπο της Αθήνας που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν, ενώ οι παλιότεροι αναπολούν (Pics)


Η ιστοσελίδα Athens Walk μας προσφέρει ένα ταξίδι στο χθες της Αθήνας και τη δυνατότητα να "κλέψουμε"μια ματιά από την πλευρά της πόλης που δεν υπάρχει πια.
Φωτογραφίες από το κέντρο της πόλης, που δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό που βλέπουμε σήμερα, από τα γραφικά σοκάκια της Πλάκας, που έκρυβαν μαγεία και εικόνες από ιστορικά κτίρια και μαγαζιά που έχουν μείνει στη μνήμη των παλιότερων.

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Λυκαβηττός, 1864

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Το Εθνικό Θέατρο στην Αγίου Κωνσταντίνου, 1896

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Ευριπίδου και Πραξιτέλους, 1905

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Κεραμικός, 1922

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Πλατεία Κολωνακίου, 1926

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Μέγαρο Πεσμαζόγλου- Γερμανική Πρεσβεία, 1942

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Οδός Αθηνάς, 1946

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Οδός Καλλιρρόης- Ιλισός ποταμός, 1946

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Πλατεία Αμερικής, 1949

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Αεροδρόμιο Ελληνικού, 1950

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Η Αθήνα τα Χριστούγεννα, 1950

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Πλατεία Κάνιγγος, 1954

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, 1957

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Σύνταγμα, Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας και Πανεπιστημίου, 1960

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Το ξενοδοχείο Hilton, 1960

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Αμερικανική Πρεσβεία, 1960

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Κινηματογράφος "ΙΡΙΣ"- Ακαδημίας, 1964

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Κυψέλη- Οδός Φωκίωνος Νέγρη, 1964

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Πλατεία Εξαρχείων, 1965

Σπάνιες φωτογραφίες από μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Οδός Μνησικλέους- Πλάκα, 1977
(Πηγή: athenswalk)

Περίπατος στην παλιά Αθήνα (1850-1920) -

$
0
0


  •  (1850-1920) -

    Aριστερά σταθμευμένες σούστες και κάρο και δεξιά δύο ιππήλατα τραμ στην πλατεία Συντάγματος, τις αρχές του 20ου αιώνα. H πλατεία πιο μεγάλη, με στενότερο τον δρόμο απ’ όπου δύο γραμμές κατευθύνονταν προς τις οδούς Mητροπόλεως και Φιλελλήνων. Πολλοί Αθηναίοι, επειδή οι αποστάσεις στην Αθήνα ήταν μικρές «το έκοβαν με τα πόδια», όπως συνήθιζαν να λένε. Και επειδή όταν έβρεχε κόλλαγε στα παπούτσια τους λάσπη, έλεγαν «έκοψα λάσπη». Από τότε καθιερώθηκε η έκφραση που λέμε μέχρι σήμερα, όταν θέλουμε να πούμε ότι απομακρυνόμαστε γρήγορα από κάτι.

    Ένα ιππήλατο αμαξάκι (λαντό) σταθμευμένο στην οδό Πανεπιστημίου. Ο κάθε επαγγελματίας είχε και το δικό του μεταφορικό μέσο. Ο μανάβης της γειτονιάς ξεκινούσε για το παζάρι τα ξημερώματα με τη σούστα του. Ο γαλατάς μοίραζε το γάλα και τα γιαούρτια με το αμαξάκι του. Ο εμποράκος είχε φορτωμένη κι αυτός όλη την πραμάτειά του πάνω σε μια κλειστή άμαξα και γυρόφερνε τις γειτονιές. Ο νερουλάς, επίσης, πουλούσε το πόσιμο νερό στα χρόνια που οι Αθηναίοι κόντευαν να «κορακιάσουν», γυρίζοντας από γειτονιά σε γειτονιά με το δικό του κάρο, που είχε μετατρέψει σε βυτιοφόρο. Τα σκουπιδιάρικα ήταν κι αυτά ειδικά κατασκευασμένα κάρα με πλαϊνά υψωμένα, από πρόσθετες σανίδες στην καρότσα, για να χωράνε περισσότερα σκουπίδια. Στην υπηρεσία του Δήμου μπήκανε κάποτε και τα κάρα-καταβρεχτήρια. Με αυτά βρέχονταν οι χωμάτινοι δρόμοι το καλοκαίρι, έτσι ώστε να σηκώνεται όσο το δυνατόν λιγότερη σκόνη από το φύσημα του αέρα και από τις άμαξες.
    Σπάνια φωτογραφία (1870) που δείχνει την Ιερά οδό να είναι καρόδρομος. Η φωτογραφία είναι σπάνια γιατί ελάχιστες φωτογραφίες υπάρχουν για τα περίχωρα της Αθήνας, καθώς οι φωτογράφοι της εποχής επικέντρωναν τη θεματολογία τους στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας.
    Στην κορυφή του λόφου του Κολωνού, βρίσκονται δύο μνημεία φιλελλήνων αρχαιολόγων. Το ένα είναι πάνω στον τάφο του Γερμανού αρχαιολόγου Κάρολου Μίλερ (1797-1840), που εργάστηκε και πέθανε στην Αθήνα. Είναι έργο του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν (1803-1883). Πρόκειται για μια επιτύμβια στήλη, που καταλήγει σε διακόσμηση με άνθη. Δίπλα στο μνημείο του Μίλερ, υπάρχει και το μνημείο του Γάλλου αρχαιολόγου Σαρλ Λενορμάν (1802-1859), που επίσης πέθανε στην Αθήνα. Πρόκειται για μια μαρμάρινη λουτροφόρο υδρία, στο εσωτερικό της οποίας έχει ταφεί η καρδιά του. Ο Δανός συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που επισκέφτηκε τον Κολωνό σ’ ένα ταξίδι του στην Ελλάδα το 1841, περιγράφει τις εντυπώσεις του από το φυσικό περιβάλλον του Κολωνού: «Η ροή στον Κολωνό… Εδώ είναι θαμμένος ο Γερμανός Κάρολος Μίλερ, που πέθανε πριν λίγο καιρό και που τόσα χρωστά σ’ αυτόν η επιστήμη… Ακούμπησα στον υγρό τάφο… Ο βουνήσιος αέρας κατέβαινε κρύος και τσουχτερός… Σε ολόκληρη τη φύση υπήρχε ένα μεγαλείο που ούτε η Ελβετία μπορεί να σου προσφέρει».

    Η οδός Συγγρού (1890) προς τιμή του πάμπλουτου Κωνσταντινουπολίτη τραπεζίτη και πολιτικού Ανδρέα Συγγρού. Έχει χαρακτηριστεί μέγας εθνικός ευεργέτης. Θεωρήθηκε ότι υπήρξε ο ισχυρότερος άντρας της εποχής του, πιο πάνω και από τον βασιλιά Γεώργιο Α'. Στον αντίποδα, αμφισβητήθηκε έντονα λόγω των Λαυρεωτικών. Ο κόσμος, δε, τον αποκάλεσε «Λαυριοφάγο», γιατί αγόρασε τα ορυχεία Λαυρίου και έντεχνα διέρρευσε μέσω του τύπου ότι βρέθηκαν σ’ αυτά κοιτάσματα χρυσού. Ο Συγγρός μετοχοποίησε τα ορυχεία και χιλιάδες Αθηναίοι έσπευσαν να αγοράσουν μετοχές. Η συνέχεια είναι γνωστή, αφού αποδείχθηκε «άνθρακας ο θησαυρός» (από τότε βγήκε η παροιμία) και χιλιάδες Αθηναίοι έχασαν τις περιουσίες τους. Άλλοι χαρακτηρίζουν τον Α. Συγγρό μηχανορράφο και επιδέξιο πολιτικάντη, άλλοι ως λωποδύτη φιλάνθρωπο, ενώ ο τύπος της εποχής χρυσοκάνθαρο! Κατηγορήθηκε ότι παρίστανε μετά τον εθνικό ευεργέτη για να εξαγνίσει τις αμαρτίες του.
    Η επονομαζόμενη villa Marguerite, «ο πύργος της Μαργαρίτας», που έλεγαν οι παλιοί Αθηναίοι. Παραμυθένιο κτίσμα στη συμβολή Β. Σοφίας και Μεσογείων, ήταν μια αρχιτεκτονική φαντασία με κόκκινη πελεκητή πέτρα, κωνικό τρούλο και στέγες καλυμμένες από μολυβδόφυλλα. Ο κήπος της ήταν κατάφυτος. Την είχε σχεδιάσει Άγγλος αρχιτέκτονας κατά παραγγελία Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία. Το σπίτι όμως το αγόρασε ο Ευστάθιος Λάμψας, πλούσιος επιχειρηματίας κι ιδιοκτήτης του κεντρικού ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία». Παντρεμένος με τη Γαλλίδα Παλμύρας Παλφρουά, το ζευγάρι είχε μια θετή κόρη, τη Μαργαρίτα. Από εκεί προήλθε και το όνομα της βίλας, η οποία κατεδαφίστηκε λίγο πριν το 1970.
    Το 1903, ο τραπεζίτης Ι. Πεσμαζόγλου εγκαινίασε το θαυμάσιο ξενοδοχείο Ακταίο, στο Π. Φάληρο. Το ξενοδοχείο κτίστηκε με σχέδιο των αρχιτεκτόνων Ερνέστου Τσίλερ και Καραθανασόπουλου, κατά τα πρότυπα των «Palace» των ευρωπαϊκών λουτροπόλεων. Ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά κτίρια της εποχής, με 160 υπνοδωμάτια και μεγάλες πολυτελέστατες αίθουσες υποδοχής και δεξιώσεων. Για την ανέγερση, την εσωτερική διακόσμηση και τον εξοπλισμό του δαπανήθηκε το τεράστιο για την εποχή ποσό των 2.000.000 δραχμών. Υπήρξε για αρκετά χρόνια το επίκεντρο της κοινωνικής και κοσμικής ζωής της Αθήνας και του Πειραιά. Εκεί δίνονταν επίσημοι χοροί όλο τον χρόνο. Στη διάρκεια του πολέμου εγκαταλείφθηκε, για να ακολουθήσει η κατεδάφισή του, που ολοκληρώθηκε τα τελευταία χρόνια με την εξαφάνιση και του μικρού τμήματος του κτιρίου που είχε διασωθεί κι άξιζε να διατηρηθεί σαν «τεκμήριο» μιας εποχής που χάθηκε οριστικά.
    Φωτογραφία από card postal της εποχής 1905. Τότε, σύμφωνα με τα πρώτα δημογραφικά στοιχεία, η Αθήνα στις αρχές του 20ου αιώνα αριθμούσε 123.000 κατοίκους.
    Η οδός Αθηνάς (1905), όπου διακρίνουμε τις κλειστού τύπου άμαξες, αγγλικού τύπου (τις «Βικτώριες»). Μερικά από τα κτίρια που διακρίνουμε, κατά μήκος του δρόμου προς το Μοναστηράκι, σώζονται μέχρι σήμερα.
    Η κοίτη του Ιλισού ποταμού (1895) ξεκίνησε να καλύπτεται επί Μεταξά, στα τέλη της δεκαετίας του ’30, από το ύψος της παλαιάς Σχολής Χωροφυλακής μέχρι την άλλοτε γέφυρα του Σταδίου, για να δημιουργηθεί η σημερινή οδός Μιχαλακοπούλου. Αργότερα, το 1960, οι εργασίες επικάλυψης συνεχίστηκαν για να δημιουργηθεί η οδός Καλλιρόης.
    Ο ποταμός Κηφισός, το 1870, τότε που στις όχθες του η περιοχή Ρέντη (Κολοκυνθού) ήταν γεωργικό προάστιο της Αθήνας. Είχε κι αυτός την τύχη του Ιλισού. Οι ιθύνοντες, αφού έστρωσαν κακόγουστα με πέτρα και σκυρόδεμα τις κοίτες του, στη συνέχεια στη δεκαετία του 1990-2000 επικαλύφθηκε πλήρως για να διαπλατυνθεί η Εθνική οδός.

    Το 1869, η ελληνική κυβέρνηση οριοθέτησε 80 στρέμματα δημόσιας γης για το κτίριο του Ζαππείου, στο χώρο μεταξύ των κήπων του Παλατιού και του αρχαίου ναού του Ολυμπίου Διός. Η Βουλή των Ελλήνων πέρασε επίσης νόμο στις 30 Νοεμβρίου του 1869 ειδικά για τις κατασκευές των κτιρίων των Ολυμπιακών αγώνων του 1896, αφού το Ζάππειο ήταν το πρώτο κτίριο παγκοσμίως που κτίστηκε αποκλειστικά για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Το πρώτο σχέδιο του κτιρίου εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα Φ. Μπουλανζέ, το οποίο στη συνέχεια τροποποιήθηκε από τον Αναστάσιο Θεοφιλά και τελικά εγκαταλείφτηκε. Ο Κ. Ζάππας αναθέτει τελικά τον σχεδιασμό του κτιρίου στον Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν. Μετά από πολλές καθυστερήσεις το κτίριο θεμελιώθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1874. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν με πανηγυρικό τρόπο στις 20 Οκτωβρίου του 1888. Η αρχιτεκτονική του κτιρίου ακολουθεί τον νεοκλασικό ρυθμό, με πρόπυλο κορινθιακού ρυθμού. Το κτίριο σε συνδυασμό με την πέτρινη γέφυρα του Ιλισού (είχε κατασκευαστεί με χορηγία του Ε. Ζάππα) και τους γύρω κήπους, αποτέλεσαν την εικόνα της Αθήνας στις αρχές του 20ου αιώνα. Δυστυχώς, ο Ε. Ζάππας δεν έζησε αρκετά για να δει το κτίριο στην τελική του μορφή.
    Το Ολυμπιακό Ποδηλατοδρόμιο στο Παλαιό Φάληρο. Κατασκευάστηκε το 1895 για τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη κατά τη διάρκεια των αγώνων. Στο βάθος διακρίνονται στον κάμπο τα πρώτα καπνεργοστάσια. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και έπειτα χρησιμοποιείτο ως γήπεδο ποδοσφαίρου. Το 1964, στη θέση του κατασκευάστηκε το στάδιο Γ. Καραϊσκάκης.
    Στη θέση του κεντρικού κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας, στην οδό Αιόλου, υπήρχαν τον 19ο αιώνα δυο χωριστά διώροφα κτίρια, χτισμένα τη δεκαετία του 1840. Αριστερά βρισκόταν η οικία Δομνάνδου, που αγοράστηκε το 1845 από τον τραπεζίτη Γεώργιο Σταύρου και στέγασε το πρώτο τραπεζικό κατάστημα της ελεύθερης Ελλάδας. Δεξιά βρισκόταν το ξενοδοχείο «Αγγλία» του επιχειρηματία Φραγκίσκου Φεράλδη, που αγοράστηκε με τη σειρά του μια δεκαετία αργότερα, με την επέκταση των εργασιών της τράπεζας. Τα δυο κτίρια διέθεταν τον ίδιο αριθμό ορόφων και το ίδιο ύψος, ώστε το 1899-1900 ενοποιήθηκαν με σχετική ευκολία, για να αποτελέσουν, ανακαινισμένα και με νέα εξωτερική διαμόρφωση σε νεοκλασικό ύφος, το ενιαίο μέγαρο που ξέρουμε σήμερα και το οποίο ευτυχώς διασώθηκε.
    Ο αρχικός πυρήνας του κτιριακού συγκροτήματος του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός οικοδομήθηκε μεταξύ 1881-1884, με βάση τα σχέδια του στρατιωτικού μηχανικού Αναστασίου Θεοφιλά. Το 1888 προστέθηκε το Α'Χειρουργείο, ενώ το 1897-1898 κτίστηκε ο οίκος των αδελφών νοσοκόμων. Το Νοσοκομείο ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας, ενώ στην ανέγερση και στη συμπλήρωση των διαφόρων πτερύγων, συνεισέφεραν οικονομικά ο τσάρος Αλέξανδρος Β', η Μονή Ασωμάτων (Πετράκη) και γνωστοί Έλληνες επιχειρηματίες, όπως ο Αντρέας Συγγρός, ο Γεώργιος Δρομοκαΐτης, ο Μ. Κοργιολένιος, ο Δ. Θεοδωρίδης κα. Για πάνω από μισό αιώνα, παρέμεινε το μεγαλύτερο Νοσοκομείο της πρωτεύουσας, με 425 κλίνες.
    Η οδός Ερμού, το 1904. Διακρίνουμε τα καινούργια ηλεκτρικά φανάρια στο δρόμο. Η Αθήνα άρχισε να ηλεκτροδοτείται σιγά-σιγά από το 1889. Πριν, αντί για ηλεκτρικό ρεύμα, υπήρχε το φωταέριο. Οι πρώτες εγκαταστάσεις του εργοστασίου παραγωγής φωταερίου, στην οδό Πειραιώς («το γκάζι», όπως αποκαλείτο) το οποίο υπάρχει αναπαλαιωμένο σήμερα, οικοδομήθηκε το 1860, με βάση γαλλική μελέτη, για λογαριασμό του επιχειρηματία Φραγκίσκου Φεράλδη, που το 1857 είχε αποκτήσει το σχετικό αποκλειστικό προνόμιο εκμετάλλευσης για 50 χρόνια, που στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στην Εταιρεία Αεριόφωτος και ανανεώθηκε διαδοχικά μέχρι το 1938, οπότε και περιήλθε στον Δήμο Αθηναίων.
    Ο καθεδρικός ναός της Αθήνας (φωτογραφία του 1890), αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, βρίσκεται στην πλατεία Μητροπόλεως. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1842 και ολοκληρώθηκε το 1862. Ο τύπος του ναού είναι σταυροειδής τρίκλιτη βασιλική με τρούλο. Το κόστος κατασκευής ξεπέρασε τον προϋπολογισμό. Η διαφορά καλύφθηκε μερικώς από την πώληση εκκλησιαστικής περιουσίας και από δωρεές της πλούσιας οικογένειας του εθνικού ευεργέτη Σίνα που ζούσε στη Βιέννη. Ο ναός χτίστηκε σε 4 φάσεις. Ο αρχιτέκτονας Θ. Χάνσεν ετοίμασε τα πρώτα σχέδια, στα οποία βασίστηκε το μέρος του κτιρίου μέχρι το ύψος της πρώτης σειράς των παραθύρων. Έπειτα, το 1843, οι εργασίες διακόπηκαν λόγω οικονομικών προβλημάτων. Το 1846, ανέλαβε ο Δημήτριος Ζέζος, εισάγοντας το ελληνοβυζαντινό στοιχείο. Μετά το θάνατό του, το 1857, ο Δήμος Αθηναίων ζήτησε από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Francois Boulanger να συνεχίσει την κατασκευή. Αυτός εργάστηκε μαζί με τον Παναγιώτη Κάλκο, που ήταν υπεύθυνος για την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής. Για το χτίσιμο του ναού χρησιμοποιήθηκε υλικό από ερειπωμένες βυζαντινές εκκλησίες. Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό, που είναι έργα του Σπυρίδωνα Γιαλλινά και του Alexander Seitz, ακολουθούν τη βυζαντινή παράδοση, ενώ η διακόσμηση ανήκει στον ζωγράφο Κωνσταντίνο Φανέλλη, από τη Σμύρνη. Τα γλυπτικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα κιονόκρανα και ο άμβωνας σχεδιάστηκαν από τον γλύπτη Γεώργιο Φιτάλη. Οι πολυάριθμες αρχιτεκτονικές διαφοροποιήσεις κατά την κατασκευή οδήγησαν σ’ έναν απροσδιόριστο αρχιτεκτονικό ρυθμό, που είναι ιδιαίτερα ορατός.
    Η οδός Πατησίων (εδώ βλέπουμε το τέρμα), από τους ωραιότερους δρόμους της παλιάς Αθήνας. Η οδός αυτή συνέδεε το κέντρο της πόλης με το κοσμοπολίτικο προάστιο των Πατησίων. Κατά μήκος του δρόμου αυτού είχαν τις επαύλεις τους για αρκετές δεκαετίες οι οικονομικοί παράγοντες της εποχής. Σήμερα, από τις παλιές επαύλεις σώζεται μόνο η παλιά κατοικία του βιομήχανου Ιωάννη Σοφιανόπουλου (απέναντι από το σταθμό του Ηλεκτρικού).

    Τα Πατήσια (από κάρτα της εποχής), από τα ωραιότερα και κοσμοπολίτικα προάστια της παλιάς Αθήνας (1904).

    Η οδός Ερμού, ήδη από το 1835, ως κύρια οδός της νέας πρωτεύουσας, σταδιακά διαπλατύνεται, αποκτά αρχοντικές οικίες που στεγάζουν δημόσιες υπηρεσίες και υπουργεία, καλλωπίζεται, πλημμυρίζει με άμαξες κάθε είδους και αναδεικνύεται σε εμπορικό δρόμο με καταστήματα τροφίμων, σιδεράδικα, ραφτάδικα και τσαρουχάδικα. Έκτοτε και μέχρι σήμερα ανελλιπώς η οδός Ερμού παραμένει η καρδιά της εμπορικής κίνησης της Αθήνας.
    Φωτογραφία τραβηγμένη από το ύψος του Αγ. Σώστη (1905). Η λεωφόρος Συγγρού έχει πλέον δεντροφυτευτεί κατά μήκος της. Βλέπουμε τα πρώτα σπίτια των συνοικιών του Κουκακίου και του Μακρυγιάννη. Η Αθήνα στις αρχές του 20ου αιώνα έχει πλέον αρχίσει να οικοδομείται.
    Η οδός Αθηνάς, στις αρχές του 20ου αιώνα (1906), εμπορικός δρόμος από τότε. Διακρίνουμε τα μαγαζιά κιόσκια της εποχής και τους μικροπωλητές κατά μήκος του δρόμου. Για τους παλιούς Αθηναίους ο δυτικός τρόπος ντυσίματος έχει πλέον καθιερωθεί. Ο φουστανελοφόρος πωλητής της φωτογραφίας είναι πιθανότατα από τα γύρω χωριά, από όπου κατέβαινε καθημερινά με το γαϊδουράκι στην Αθήνα για το μεροκάματο.
    Τα «Αναφιώτικα» είναι οικισμός της Πλάκας που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Δημιουργήθηκε από τους ονομαστούς πετράδες χτίστες που ήρθαν από το νησί της Ανάφης για να δουλέψουν στην οικοδόμηση των ανακτόρων και των μεγάλων επιβλητικών κτιρίων της βαυαρικής αρχιτεκτονικής. Ήταν περιζήτητοι μάστορες και δούλεψαν αργότερα και στην οικοδόμηση των νεοκλασικών. Τους παραχωρήθηκε ο χώρος κάτω από την Ακρόπολη και έχτισαν μόνοι τους τα σπιτικά τους, ακολουθώντας την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική. Πέτυχαν να «δέσουν» τα σπίτια τους αρχιτεκτονικά με τα υπόλοιπα της Πλάκας, χωρίς να αφαιρούν μέρος του μεγαλείου των αρχαίων μνημείων. Ευτυχώς σώζονται μέχρι σήμερα (φωτογραφία του 1903).
    Τα ανάκτορα της Αθήνας περιστοιχισμένα από νεοκλασικά κτίρια (1880).
    Από τα πρώτα κοσμικά καφεζαχαροπλαστεία του Βάρσου, στη γωνιά Πανεπιστημίου και Σανταρόζα, στις αρχές του 20ου αιώνα.
    Φωτογραφία από τον Λυκαβηττό, με την περιοχή του Κολωνακίου. Δέστε τα υπέροχα επιβλητικά νεοκλασικά κτίρια βαυαρικής αρχιτεκτονικής. Σήμερα στην περιοχή δεν σώζεται κανένα.
    Η λεωφόρος Κηφισίας στο ύψος της Μεσογείων, «πατημένος» χωματόδρομος, το 1907. Μεταπολεμικά θα διαπλατυνθεί. Βλέπουμε τις ξύλινες κολώνες στήριξης των ηλεκτρικών καλωδίων και τους μεταλλικούς πυλώνες. Η ηλεκτροδότηση της Αθήνας είναι γεγονός ότι έχει σχεδόν ολοκληρωθεί.
    Ο χωματόδρομος της σημερινής οδού Πλουτάρχου στο Κολωνάκι, στις αρχές του 20ου αιώνα (1908). Στο βάθος διακρίνεται ο Λυκαβηττός.
    Φωτογραφία (1908) τραβηγμένη από την περιοχή του Κεραμεικού, τότε που το Θησείο ήταν ακόμα χωριό (φωτογραφικό αρχείο Μουσείου Μπενάκη).
    Φωτογραφία (1910) τραβηγμένη από την Ακρόπολη. Βλέπουμε την πύλη του Αδριανού, το λόφο του Μετς, αριστερά το Παναθηναϊκό στάδιο, πιο πίσω αριστερά τα πρώτα σπίτια του Παγκρατίου. Στο βάθος ο Υμηττός, που τον καιρό εκείνο ήταν «φαλακρός», δασώθηκε αργότερα.
    Η βίλα Θων ήταν μια από τις πολλές επαύλεις που υπήρχαν περί τα τέλη του 19ου αιώνα και αργότερα στο καταπράσινο προάστιο των Αμπελοκήπων. Οι Αμπελόκηποι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν αμπελώνες. Το όνομά τους, λοιπόν, δεν είναι συμπτωματικό. Οι παλιότεροι γνώριζαν τη βίλα Θων. Τελικά και το κτίριο αυτό δεν είχε καλύτερη τύχη. Το κράτος το άφησε στον βωμό των επιχειρηματικών συμφερόντων να κατεδαφιστεί και να γίνει ο σημερινός ουρανοξύστης. Κάποιος κροίσος Σαουδάραβας αγόρασε τα μπάζα από την κατεδάφιση και με αυτά έφτιαξε στην πατρίδα του ακριβώς τον ίδιο «Πύργο της Σταχτοπούτας», όπως ονόμαζαν τη βίλα. Στη φωτογραφία, μπροστά στο κτίριο, πιθανότατα «ποζάρουν» τα μέλη της οικογένειας.
    Η οικία Ράλλη-Σκαραμαγκά (κτίριο αριστερά) ήταν από τα τελευταία μέγαρα που χτίστηκαν στη Β. Σοφίας, γύρω στο 1920 (κατεδαφίστηκε το 1955). Στη θέση του σήμερα υπάρχει το υπουργείο Εσωτερικών. Δεξιά, το σημερινό Μουσείο Μπενάκη.
    Αθηναϊκός τυπικός καφενές από πρώην Αιγυπτιώτες. Έτσι αποκαλούνταν οι Έλληνες στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Παρατηρείστε τη νεοεισερχόμενη, μοντέρνα για την εποχή, επιγραφή «ΚΑΦΕ-ΜΠΑΡ» (Φωτογραφία γύρω στο 1920, από άγνωστη φωτογραφική πηγή).

Η ντουλάπα

$
0
0




  • Φωτογραφία μιας ντουλάπας από τα παλιά.
    Και όμως είναι γνωστή σε πολλούς....παλαιϊκούς "νεαρούς"και "νεαρές".
    Στο δωμάτιο υπήρχε η ντουλάπα και ήταν μέρος της προίκας της νύφης.
    Σήμερα στους νέους φαντάζει αστεία γιατί σκέπτονται τι θα μπορούσε
    να χωράει.
    Και όμως χωρούσε όλο τον ρουχισμό του ζευγαριού αλλά και του παιδιού
    στο μοναδικό συρτάρι.
    Τι ρούχα μπορούσαν να έχουν τότε....
    Ένα κοστούμι γυρισμένο μπρός πίσω λόγω παλαιότητος ο άντρας
    και κανένα παντελόνι με καναδυό πουκάμισα με γυρισμένο τον τριμένο
    γιακά και μανταρισμένο στις άκρες που έμπαιναν οι μπανέλες για να μη
    σηκώνονται οι μύτες και δεν έστρωνε η γραβάτα.
    Ένα δεύτερο σακάκι για την δουλειά και ένα παλτό για όλες τις χρήσεις.
    Η γυναίκα καναδυό φορεματάκια για επισκέψεις και δυό τρείς
    φουστίτσες ραμένες από την χρυσοχέρα την μάνα της.
    Και το παιδί τα ανάλογα και χωρούμενα στο συρτάρι.
    Τα ασπρόρουχα (εσώρουχα κ.λ.π.) έμπαιναν στο ξύλινο μπαουλάκι
    μπροστά από το κρεβάτι.
    Αυτή ήταν η ντουλάπα είχε και τον καθρέφτη που σε βοηθούσε
    να σουλουπωθείς και να σφίξεις το ζωνάρι καλύτερα για να μη σου πέφτει
    το παντελόνι.
    Και η γυναίκα μήπως κρεμάει το στρίφωμα λόγω ξυλώματος της κλωστής
    ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ από το πολύ φόρα βγάλε και τούμπαλιν.
    Σήμερα κάθε υπνοδωμάτιο έχει τις δικές του εντοιχισμένες ντουλάπες
    που σε χώρο ξεπερνάνε το αγαπημένο δωμάτιο της αυλής της γειτονιάς
    της Ομόνοιας.
    Όσο για τον σημερινό ρουχισμό μιας οικογένειας αντιστοιχεί σε τεμάχια
    με ολόκληρο τον ρουχισμό της τότε παλιάς συνοικίας.

Κουτσαβάκι: ο λαϊκός 'μάγκας'της παλιάς Αθήνας

$
0
0


"Τί σε μέλει αν είμαι Κουτσαβάκι και το μαύρο κι αν τραβώ.." 
...λέει ένα παλιό ρεμπέτικο! (του Ζαχαρία Κασιμάτη).


Αθήνα, 19ος αιώνας.. η μοναδική ίσως φωτογραφία αυθεντικού Κουτσαβάκι στην Πλάκα, τραβηγμένη μπροστά στους «Αέρηδες» ή αλλιώς «Πύργος των Ανέμων», έξω από τις φυλακές του Μεντρεσέ, στο Μοναστηράκι 1880.
Φωτογραφία οπού διακρίνεται ένα Κουτσαβάκι το 1880, μπροστά στο Υδραυλικό Ρολόι του Ανδρονίκου Κύρρηστου, με τα ανάγλυφα που αναπαριστούν τους ανέμους (Πύργος των Αέρηδων) Αθήνα. Δεξιά διακρίνεται οι περίφημες φύλακες του Μεντρεσέ.

Εισαγωγή:
Έδρασαν στην περίοδο 1862-1897. Μετά την εκδίωξη του Όθωνος οι κουτσαβάκηδες γνώρισαν μεγάλες δόξες γιατί τα κόμματα τους χρησιμοποιούσαν σαν τραμπούκους. 
 Διαλύθηκαν από τον αρχηγό της αστυνομίας Μπαϊρακτάρη το 1897. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν οι μάγκες. 
 Η παλιότερη εμφάνιση κουτσαβάκηδων στην σκηνή είναι μάλλον εκείνη των κομματικών τραμπούκων, στην μονόπρακτη κωμωδία του Σωτήρη Καρτέσιου (Κουρτέση) «Ο υποψήφιος βουλευτής και οι τραμπούκοι» 1865. Στην περίπτωση αυτή οι κουτσαβάκηδες τραγουδούν, χωρίς συνοδεία οργάνων, τους παρακάτω στίχους: 
Τρία ειν τα κα- Συλίβρω μου 
Τρία είν τα καμπαέτια σου 
Μη μου τα κα- Συλίβρω μου 
Μη μου τα κάμεις τέσσερα. 
Ωχ, δεν είσαι πια για μένα... Τραλ λα λαλα... 

Οι κουτσαβάκηδες εμφανίζονται και το 1894 στο παλιότερο επιθεωρησιακό κείμενο, «Αι υπαίθριοι Αθήναι» των Λάσκαρη και Καπετανάκη. Τα τραγούδια τους εμφανίζονται στις πρώτες επιθεωρήσεις και στον μπερντέ του Καραγκιόζη. 
 Οι κουτσαβάκηδες μιλούσαν τα κουτσαβάκικα τα οποία αποτελούνταν από ελληνικές, τουρκικές, σλαβικές, ιταλικές λέξεις. Συνεχώς παραλλάσσουν για να μην πληροφορούνται την αληθή έννοια των λέξεων οι εχθροί. 
 Ντύνονταν τόσο ομοιόμορφα ώστε ήταν σαν να φορούσαν στολή. Καβουράκι με μαύρη κορδέλα (χλίψη την λέγανε) γιατί πενθούσαν αυτούς που σκότωσαν, φιλντισένια ψευτόκουμπα στα στιβάλια τους, μελιτζανί μαντήλι, κομπολόι στο αριστερό χέρι και μαγκούρα στο δεξιό. Φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκι του σακακιού. Την άκρη του ζωναριού την άφηναν να κρέμεται. Όποιος επιθυμούσε καβγά δεν είχε παρά να πατήσει την άκρη του ζωναριού. 
Πηγές:
Χατζηπανταζής Θόδωρος, "Της Ασιάτιδος μούσης ερασταί...", εκδόσεις Στιγμή
Πετρόπουλος Ηλίας, "Ρεμπέτικα Τραγούδια", Εκδόσεις Κέδρος

Μπαίνουμε στο ζουμί:
"κουτσαβάκηα/δες" Ο Λαϊκός μάγκας των αρχών του αιώνα στη Παλιά Αθήνα, περί το τέλος της Βασιλείας του Όθωνα και αρχές της Βασιλείας του Γεωργίου του Α΄. Η ονομασία προέρχεται από έναν Δημήτριο Κουτσαβάκη,(παλιό μάγκα/καβγατζή από Πειραιά) δεκανέα του ιππικού επί Όθωνα, που το ντύσιμο και το βάδισμά του μιμήθηκαν οι σύγχρονοί του νέοι του Αθηναϊκού υποκόσμου... οι περισσότεροι βέβαια ήταν ψευτοπαλικαραδες, φιγουραντζήδες, ψευτόμαγκες της εποχής!...

Η εφημερίδα "Ακρόπολις" (τότε) αναφέρει πως ονομάστηκαν "κουτσαβάκηδες"επειδή κούτσαιναν εξ αιτίας τραύματος που έγινε δήθεν σε συμπλοκή με την αστυνομία!.

*Άλλη μια άποψη για την προσωνυμία αυτή (Κουτσαβάκηδες ή κουτσαβάκια) λένε ότι προέρχεται εκ του “κουτσά” + “βαίνω”, δηλαδή περπατώ σαν κουτσός, χωλός, και αυτό επειδή οι κουτσαβάκηδες χάριν επίδειξης βάδιζαν αργά χαμηλώνοντας εναλλάξ τους ώμους τους κατ΄αντίστοιχο πόδι, γυρνώντας ομοίως ελαφρά κατά πλευρά, το κεφάλι...

Οι πρώτοι κουτσαβάκηδες ήταν αϊβαλιώτες εγκατεστημένοι στην Σύρο. Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα, αρκετοί αϊβαλιώτες και συριανοί μάγκες εγκαταστάθηκαν στο Ψυρρή. Είχαν το άντρο τους στη συνοικία του Ψυρρή, όπου κανείς δεν τολμούσε να μπει. Oύτε η αστυνομία!!. Οι κακοποιοί εκείνοι, σκληροί, αδίστακτοι, αλλά και θρασύδειλοι οι περισσότεροι, έκαναν κάθε είδους κακουργίες, που συνήθως έμειναν ατιμώρητες.. Κανένας δεν τολμούσε να αντιδράσει. Και το έγκλημα, μικρό ή μεγάλο, φανερό ή κρυφό, παρέμεινε ατιμώρητο, ενώ οι φορείς του πρόβαλλαν σαν πρόσωπα ηρωικά.

Κουτσαβάκης - Ντύσιμο/Στυλ -

Κουτσαβάκι της παλιάς Αθήνας

Έδρα και κρυσφήγετό τους ήταν η συνοικία “Ψυρρή” και πρωτεύουσά τους η“Πλατεία των Ηρώων”
Οδός Αιόλου, Ιούνιος 1892. Μια εικόνα από τη καθημερινότητα της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα.
 ( Στο πεζοδρόμιο, δεξιά, κάποιος κατουράει στον τοίχο!.. χα χα :)
..αυτό που λέμε "Βήχω και ξεροβήχω, σου κατουρώ τον τοίχο!"


Τους κουτσαβάκηδες διέλυσε ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρηςδιευθυντής της Αστυνομίας από το 1893.. Έμειναν ιστορικές οι μέθοδοί του γιατί εκείνο που θα εξαφάνιζε κυριολεκτικά τους θρασύδειλους Κουτσαβάκηδες, ήταν όχι ο διωγμός που αποηρωοποιεί, αλλά ο εξευτελισμός που ταπεινώνει... ο οποίος τους κούρευε με την «ψιλή μηχανή», τους έκοβε το ένα μανίκι του σακακιού, που το άφηναν κρεμασμένο, τους έκοβε τις μύτες των σουβλερών παπουτσιών τους, τους έβγαζε τη «θλίψη» ή «χλίψη» (το μαύρο περιβραχιόνιο που φορούσαν ως δήθεν πένθος για το θάνατο αδερφικού τους φίλου ή συγγενούς τους στον καυγά) και τους υποχρέωνε να σπάζουν με τη «βαρειά» τα όπλα τους -τα «τιμημένα» όπλα !!-, που τα πουλούσε κατόπιν με την οκά στο Δημοπρατήριο για παλιοσίδερα...

Μπαϊρακτάρης

Αυτά τα "περιθωριακά/ταραχοποιά στοιχεία"που μάλιστα είχαν δικό τους κώδικα επικοινωνίας και ενδυματολογίας, ονομάστηκαν "κουτσαβάκηδες"και σύχναζαν στα καφενεία της Πλ.Ηρώων στου Ψυρρή και ειδικότερα στου "Καποδίστρια"της οδού Μιαούλη. Τύποι με μακριές μουστάκες, αφόρετο το ένα μανίκι του σακακιού τους και μυτερά παπούτσια σουβλιστά που η άκρη της γύριζε στριφογυριστά προς τα πάνω, ήταν εγκατεστημένοι στα φτωχόσπιτα του Ψυρρή και έξυναν τα νύχια τους για παρεξήγηση και καβγάδες!.. 
*Σύμφωνα με μία εκδοχή ο λόγος που είχαν αφόρετο το μανίκι του σακακιού τους ήταν για να προλάβουν σε περίπτωση επίθεσης από μέλος άλλης συμμορίας να τυλίξουν το χέρι τους και να το προτάξουν για να προστατευτούν από το μαχαίρωμα! (αφού τα αλληλομαχαιρώματα ήταν σύνηθες φαινόμενο).


Το καφενείο του Τσούτση, Πλατεία Ηρώων, Ψυρρή, Αθήνα.
"15 χρόνια μετά κάποια πράγματα αρχίζουν ν’ αλλάζουν. Είναι Σεπτέμβριος 1936 και ο Μ. Γιοκαρίνης γράφει στο Ελεύθερο Βήμα": 
Αν κάνετε σήμερα μια βόλτα στην Πλατεία Ηρώων του Ψυρρή, δυο βήματα απ’ το Μοναστηράκι, θα συναντήσετε το καφενείο του Τσούτη. Εδώ έπαιρναν τον ερατεινό τους οι κουτσαβάκηδες. Την σκερτσόζα είσοδό τους ακολουθούσε η εξής παραγγελία του σερβιτόρου προς τον ταμπή (=ο ψήστης του καφέ, αποκλειστικής απασχόλησης, μπορούσε με τα 48 είδη ψησίματος που διέθετε στο ρεπερτόριό του να ικανοποιήσει και τον πιο ιδιότροπο πελάτη):
-Ένα καφέ του… (εδώ αναφερόταν το όνομα ή ακόμη καλύτερα το παρατσούκλι του προκλητικού πελάτη, όπως π.χ. «Λαχτάρας», «Ηρακλάκιας», «Αρκούδας», «Καραμπιστόλας», «Τρομάρας»), πολλά βαρύ, μισό φλιτζάνι!
Αυτό το «μισό φλιτζάνι» ήταν και το σήμα κατατεθέν των ιδιόρρυθμων αυτών τύπων, γι’ αυτό ένα από τα πάμπολλα παρατσούκλια που τους είχαν κολλήσει οι νοικοκυραίοι της Αθήνας ήταν και το«μισοφλιτζανάκηδες».
Ο ηρωικός Τσούτης, όχι μόνο δεν τους λογάριαζε, αλλά είχε και το θράσος να τους σερβίρει καφέ αναμεμιγμένο με ρεβίθια, όπως έκανε άλλωστε και με όλους τους «κοινούς» πελάτες του! Ο νοθευμένος αυτός καφές εχρεώνετο μια πεντάρα. Βεβαίως για τους νοικοκυραίους με κρυφή χρέωση μία δεκάρα, είχε πάντα φυλαγμένο αγνό καφέ! Η όλη δοσοληψία γινόταν συνωμοτικά ώστε να μην προκύψει κανένα μπέρδεμα. Το γκαρσόνι ήξερε ποιοι «δικαιούνται» αγνό καφέ και η συνθηματική παραγγελία προς τον ταμπή ήταν: -Ένα καφέ, γλυκύ βραστό «με λένε»…". Από το blog "Η Παλιά Αθήνα" - πηγη Η ΑΘΗΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ fb

Ο Μπαϊρακτάρης μου'κοψε το ένα το μανίκι
και να ξεχάσω δεν μπορώ, αυτό το ρεζιλίκι.
Ο Μπαϊρακτάρης μ'έπιασε, στο Μεντρεσέ με έκλεισε
τη σκανδαλιάρα μου έσπασε και το μουστάκι μου έκοψε......" 


"Τα στήθη μου κατάντησαν βασάνων κατοικία,

που κατοικούν οι λέοντες και τ'άγρια θηρία.....Αχ! Βαχ!"

(ο εθνικός ύμνος των κουτσαβάκηδων)


Όλοι οι κουτσαβάκηδες, / που ζούνε στο κουρμπέτι
κι αυτοί μες στην καρδούλα τους, / έχουν μεγάλο ντέρτι..
(στίχος του Μάρκου Βαμβακάρη)


Τραγουδι του Ανέστη Δελιά, 'Αρτέμης'το 1935 με τιτλο "Το κουτσαβάκι", οπου τους αναφερει και ως 'φιγουρατζήδες'
"Βρε μάγκα το μαχαίρι σου
για να το κουσουμάρεις
Πρέπει να έχεις την ψυχή
φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις .."




Τραγουδι του Βαγγέλη Παπάζογλου το 1936 με τιτλο "Στρι ρε κουτσαβάκι", μας αναφερει για ενα κουτσαβακη οπου εκανε τον αγαπητικο σε καποια τις εποχης!
"Βρε κουτσαβάκι μη μου κάνεις τον καμπόσο
τα παπουτσάκια στο χεράκι θα σου δώσω
και θα σου λέγω
στρι'βρε στρί'αχ, στρίβε κουτσαβάκι μερακλή
πάψε να τάζεις πια λαγούς με πετραχείλια
δεν κολατσίζεις άπο τα δικά μου χείλια
γι'αυτό σου λέγω
στρι'βρέ στρί'αχ, στρίβε κουτσαβάκι μερακλή "




Ενα αλλο Παραδοσιακό τραγουδι με την Μαρίκα Παπαγκίκα με τιτλο "Κουτσαβάκι"οπου μας 'διχνει'να καταλαβουμε καλητερα τα κουτσαβακια!
"Κουτσαβάκι ήμουνα, δε γρικούσα στην ζωή μου
με πιστόλια έπαιζα τη λατρευτή ζωή μου..
Στρι, στρι, έλεγαν αυτοί, στρίβε βρε παλικαρά μου
στρι, στρι, έφευγα κι εγώ, γιατί δεν επέρναγε η μπογιά μου .."

Μάιος του 1920, ο δημοσιογράφος Π. Κατηφόρης γράφει στην εφημερίδα "Σφαίρα" για τους θρυλικούς Κουτσαβάκηδες και τη συνοικία του Ψυρρή όπου έδρασαν: 
«Αν η Ελλάς του παρελθόντος αιώνος είχε στα βουνά τους ληστοφυγόδικούς της, στην πρωτεύουσά της είχε τους κουτσαβάκηδες.»

Εφημερίδα για τον "απαίσιον λουλάν"και για γνωστούς κουτσαβάκηδες της εποχής, με ονοματεπώνυμο!.
"Χθές κατωρθώθη να συλληφθή μιας ομάς παρά την έξωθεν των χαμαιτυπείων γέρφυραν, άποτελουμένη εκ των γνωστών κουτσαβάκηδων της παραλίας..".

Αυτός ήταν ο τύπος του Κουτσαβάκη, που κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε επιβληθεί και σε μερικές άλλες αθηναϊκές συνοικίες. Το βασίλειό τους όμως για ολόκληρες δεκαετίες, ήταν η συνοικία του Ψειρή. Η «Πλατεία των Ηρώων» στου Ψειρή, όπως και τα γύρω της στενά, αποτελούσαν μόνιμο στέκι και βασίλειο των Κουτσαβάκηδων. Οι περιδεείς κάτοικοι, ήταν κυριολεκτικά φόρου υποτελείς σ’ αυτούς τους τύπους. Τα εγκλήματά τους ήταν και αναρίθμητα και ανατριχιαστικά. Ιδιαίτερη όμως επίδοση (σαν σκληροί αγαπητικοί, προστάτες και εκμεταλλευτές της «γκόμενας») σημείωναν στην εκμετάλλευση των «κοινών» γυναικών, τις οποίες στο τέλος, συχνά τις μαχαίρωναν για αιτίες ασήμαντες...

απο το βιβλιο του Ηλία Πετρόπουλου "Υπόκοσμος και καραγκιόζης" (εκδόσεις γράμματα). Το σκίτσο του Σταύρακα –της τυπικής κουτσαβάκικης φιγούρας του Θεάτρου Σκιών–

Σταύρακας –το κουτσαβάκι- φιγούρα Θέατρο Σκιών.

Μετά από αυτά ας δούμε και μια ιστορία που περιγράφει με γλαφυρότητα, ένα περιστατικό από το κλίμα του κουτσαβακισμού…….(ΣΑΡΦΑΓΚΑΣ - το κουτσαβακι)

-->Στην πλατεία Ψυρρή ο τόπος τρέμει τον Σαρφάγκα, γέροι, νέοι παιδιά, άνδρες γυναίκες, όλοι τρομοκρατημένοι, όταν τα «πίνει» τα παιδιά σταματούν να παίζουν αλλιώς τρώνε ξύλο οι γονείς τους, όταν περάσει κοπέλα την πειράζει και κανείς δεν τολμά να διαμαρτυρηθεί…….. φονιάς, σαματατζής , στην Ομόνοια σκότωσε τον Ζαφείρη τον Μανιάτη μέσα στο λημέρι του και για πόσο πήγε φυλακή γι αυτή την πράξη του, 8 μήνες!
-->Ένα μεσημεράκι ένας μεροκαματιάρης επιπλοποιός περνά από του Ψυρρή με την αρραβωνιαστικιά του , ο Σαρφάγκας τα πίνει με εννέα Κουτσαβάκηδες, το βλέπει το ζευγάρι και φωνάζει στην κοπέλα: «Δεν παρατας τον τζε να ρθεις να κάνουμε γκεζί;», ο επιπλοποιός πάει πιο κει την κοπέλα του και επιστρέφει και με θάρρος λέει στον Σαφράγκα, «Αν δεν το μπορείς το ούζο που πίνεις να μη το πίνεις, τι θάρρεψες τα κορίτσια του κόσμου σαν την λίγδα σου;».

Η προσβολή μεγάλη!, τραβά ο Σαφράγκας το κουμπούρι του «Πες της μάνας σου να ετοιμάσει σάβανο και έρχεσαι», ο επιπλοποιός του λέει: «Δεν είστε άντρες, εγώ σίδερο δεν έχω, αλλά αν θες εσύ και η παρέα σου με τα χέρια καθαρίζουμε».

Δέκα προς ένα τους φάνηκε καλοκαιρινή πλακίτσα , έλα όμως που το παλικαράκι ήταν ψωμωμένο, μπουνιά και σηκωμό δεν είχε όποιος την έτρωγε, δύο έφαγε ο Σαφράγκας και ταυλιάστηκε, Μετά περιφρονητικά γύρισε στον επίσης κουτσαβάκη ταβερνιάρη και είπε «Μάζεψέ τους».!!!.. Το γεγονός αυτό έφερε σε δύσκολη θέση το σινάφι των Κουτσαβάκηδων, κινδύνευαν να χάσουν τον έλεγχο της περιοχής, έτσι από την ίδια μέρα έγιναν σατράπηδες ξυλοκοπούσαν τους πάντες, και για να επιβάλουν την κυριαρχία τους ο Σαφράγκας έκανε και το πιο κάτω. Παρουσιάστηκε στο καφενείο και διέταξε τον καφετζή να κρατήσει τον ναργιλέ του στο μαγαζί και να προσέχει το κάρβουνο του και ο ίδιος τράβηξε ένα μαρκούτσι 20 πήχες μάκρος(!) που διέσχιζε όλη την πλατεία και κάθισε στο κέντρο της και φούμερνε μαζί με δύο τρεις κουτσαβάκηδες! ……… ποιος να περάσει πάνω από το μαρκούτσι του Σαφράγκα , μια γριούλα πέρασε χωρίς να το δει και με μια μαγκούρα την ξέρανε στο ξύλο. Τράβηξε μέρες ώσπου ένα απογευματάκι από μακριά φάνηκε ένα αμάξι , ετοιμάστηκε για καυγά αν περνούσε από πάνω ο αμαξάς, το αμάξι σταμάτησε την ρόδα του πάνω στο μαρκούτσι του Σαφράγκα, και από επάνω κατέβηκε ο Μπαϊρακτάρης!. .

Ο αξιωματικός ήσυχα χωρίς να μιλήσει πλησίασε τον Σαρφάγκα τον άρπαξε από τον λαιμό τον σήκωσε στον αέρα και με το άλλο χέρι του άστραψε καμιά εικοσαριά άγριες σφαλιάρες ίσιες και ανάποδες, τράβηξε από δύο κλωτσιές στους συντρόφους του και του είπε «Ρε Σαφράγκα , επάνω μου δεν έχω ούτε πιστόλι ούτε σουγιά . Τι αντράκι είσαι να σε δέρνουν και να μη ρίχνεις ; Φτου σου ψευτόμαγκα , δειλέ….» τον άφησε και ήσυχα μπήκε στο αμάξι του και έφυγε...!! Στην πλατεία έπεσε σιωπή και μετά από το πρώτο λεπτό που διαδέχτηκε το απρόσμενο ακούστηκε μια κραυγή από παντού «Ααααααααααα Σαφράγκα κάθαρμα!» , ο Σαφράγκας χωρίς μιλιά έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι και τίποτα πια δεν ακούστηκε για λόγου του…. σαν να τον κατάπιε η γη...!!.


Ιδιαίτερη, συνήθως σκόπιμη, προσφιλής τους τακτική, να ρίχνουν το ζωνάρι τους στον δρόμο για να το πατήσει κάποιος διαβάτης αθέλητα και να αρχίσουν καυγά. Αρκεί να τους "στραβοκοιτάξεις"και τελείως αναίτια να σου επιτεθούν!! 

Σύμφωνα με τον ερευνητή Τάκη Νατσούλη, η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά» έχει σχέση με έναν παλικαρά της Αθηναϊκής Πλάκας, τον περιβόητο Νότη Ντάγλαρη:

 Υπήρξε εποχή που την Αθήνα την τρομοκρατούσαν οι «κουτσαβάκηδες» και οι «βλάμηδες». Οι σκοτεινοί αυτοί τύποι της Αθήνας είχαν το «στέκι» τους γύρω σης αρχαιότητες της Πλάκας κι αλίμονο στον κομψευόμενο ή στον περιηγητή που θα περνούσε από κει, χωρίς να πληρώσει «μανιτάρι». Ο πιο θρασύς «κουτσαβάκης» της εποχής εκείνης υπήρξε ο Νότης Ντάγλαρης, άνθρωπος του σχοινιού και του παλουκιού. Δεν περνούσε μέρα που να μη μαχαιρώσει κάποιον. Όταν ο Ντάγλαρης έκανε την εμφάνισή του στα στενά της Πλάκας, οι Πλακιώτες έκλειναν τις πόρτες τους από πραγματικό φόβο. Ο τρομερός αυτός παλικαράς, φορούσε κόκκινο ζωνάρι, που η μια του άκρη σερνόταν επιδεικτικά στo χώμα. Αν κανένας περαστικός τύχαινε να την πατήσει, χωρίς να το θέλει, τον άρχιζε στις φαλτσετιές..!!!
 Κάποτε, ένας ανθυπασπιστής της χωροφυλακής, ο Δημήτρης Περρίδης, καθώς περνούσε ο Ντάγλαρης μπροστά του, του πάτησε επίτηδες το ζωνάρι και του το λάσπωσε. Εκείνος τότε που έγινε θηρίο για την προσβολή, τράβηξε την «ισόβια» (μαχαίρι) κι ετοιμάστηκε να του επιτεθεί. Ο ανθυπασπιστής όμως, πιο γρήγορος απ’ αυτόν, του κατέβασε μερικές γροθιές, τον αναποδογύρισε, τον αφόπλισε και τον έστειλε για τρία χρόνια φυλακή, όπου και πέθανε. Από τότε όλοι οι «ψευτοπαλικαράδες» θαυμαστές του Ντάγλαρη για να τιμήσουν τη… μνήμη του, άφηναν τη μια άκρη του ζωναριού τους να σέρνεται στη γη. Έτσι βγήκε η φράση: «απλώνει το ζωνάρι του για καβγά», που τη λέμε συνήθως για τους καβγατζήδες.

"ο Σταύρακας", ο χάρτινος ήρωας του θεάτρου σκιών! (ο παλιός μάγκας).


Μάγκας, στη λαϊκή συνείδηση, δεν είναι το κουτσαβάκι, ο νταής.. Αυτόν ο λαός τον 'περιφρονεί'και τον θεωρεί ψευτομαγκα, πιτουρομαγκα, τραμπούκο, ψευτοπαλικαρά.. (υποτιμητικό).

Αντίθετα, ως Μάγκα ο λαός θεωρεί τον θαρραλέο, τον ντόμπρο, τον φιλότιμο και τον ικανό άνδρα!. Όπως είχε πει επιγραμματικά και αυτολεξεί ο παλιός ρεμπέτης τραγουδιστης/μπουζουξης Τάκης Μπίνης, μάγκας σημαίνει «σοβαρότης, σύνεση, συνέπεια»

Ο Μάγκας έχει μπέσσα, τα κουτσαβάκια όχι. Ποτέ οι μάγκες δεν χρησιμοποιούν τη λέξη "κουτσαβάκι"με τη θετική έννοια..

--- / --- --- / --- --- / --- --- / --- --- / --- --- / --- --- / ---

+extra..

"Πλατεία Ηρώων - Ψυρρή- Κουτσαβάκη
Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος 

(
Ψυρρή... Προϊόντος του χρόνου ωστόσο άρχισαν να εκδηλώνονται στοιχεία κοινωνικής απαξίας, να σωρεύονται στην περιοχή περιθωριακά και παραβατικά στοιχεία και έτσι να χαθεί το κύρος και η κοινωνική της αύρα. Ήταν τότε που τα περίφημα «κουτσαβάκια», οι «μόρτηδες» και οι«τραμπούκοι» κατέστησαν την περιοχή του Ψυρρή άνδρο και ορμητήριό τους, προκαλώντας μύρια όσα προβλήματα στην κοινωνική και πολιτική ευρύτερα ζωή της Αθήνας. Εστιάζοντας χρονικά στο τελευταίο τέταρτο του 19-ου αιώνα.

Τον Ιούνιο του 1866 εκδίδεται και σατιρική εφημερίδα με το όνομα «Τραμπούκος», στην οποία, μάλιστα, σε μεταγενέστερα φύλλα, πάνω από τον τίτλο κάνει την εμφάνισή της και η ζωγραφική απεικόνιση του τραμπούκου με μαγκούρα στο χέρι να πατά πάνω στα σώματα των αντιπάλων του. Στις σελίδες της βρίσκουμε πολλές αναφορές για όλη αυτή την ομάδα των λέξεων, μάλιστα για κάποια τεύχη η ονομασία της εφημερίδας αλλάζει και γίνεται «Ρεμπάπης ή ο Τραμπούκος μεταμφιεσμένος». πηγη


Όμως τι χαρακτηριστικά είχε η παρουσία αυτών των έκνομων στοιχείων και πως δρούσαν στην συνοικία και την Αθήνα ευρύτερα; 
Αποτελούσαν οπλισμένους άνδρες και επιδίδονταν σε ηθική τρομοκρατία – κατά παραγγελία – και εκβιασμούς. Τους είχαν προσδώσει διάφορα χαρακτηριστικά ονόματα τα οποία παρέμειναν στην κοινωνική μας ιστορία και χρησιμοποιούνται ευρέως και σήμερα, ως στοιχεία κοινωνικής απαξίας.Τους αποκαλούσαν έτσι «κουτσαβάκηδες» από το όνομα του προκλητικού και φίλερη δεκανέα του ιππικού της οθωνικής περιόδου Δημήτρη Κουτσαβάκη. Ακόμα «μόρτηδες» εκ της γαλλικής λέξεως «mort» που σημαίνει θάνατος, δοθέντος ότι στην διάρκεια επιδημίας χολέρας στην Αθήνα, είχαν αναλάβει εργολαβικά το έργο του νεκροθάφτη !!! Αλλά και«τραμπούκους» όνομα που αποτελούσε την φίρμα κουβανέζικων πούρων «trabucos», τα οποία κερνούσαν-πρόσφεραν οι υποψήφιοι δήμαρχοι της εποχής στα έκνομα αυτά στοιχεία, για να τους υποστηρίξουν προεκλογικά με δυναμικό τρόπο, ασκώντας και τρομοκρατία στο αντίπαλο στρατόπεδο.



Πούρα «trabucos»


«Δεν έκαναν ούτε για ζήτω!»
Όμως με τους «κουτσαβάκηδες» είναι συνδεδεμένο και το παρακάτω χαρακτηριστικό γεγονός που επίσης κατεγράφη στην κοινωνική μας ιστορία.Οι υποψήφιοι δήμαρχοι της εποχής τους επέλεγαν και με βάση την δύναμη της φωνής τους, ώστε να μπορούν να φωνάζουν δυνατά προεκλογικά συνθήματα και να δημιουργούν αέρα νίκης. Κάποιοι όμως από αυτούς τα «κουτσαβάκια», δεν είχαν την δυνατότητα να φωνάζουν δυνατά και έτσι δεν επιλέγονταν, αφού «δεν έκαναν ούτε για ζήτω» !!! Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν προέκυψε η γνωστή μας φράση «δεν κάνει ούτε για ζήτω». 

Σε ότι αφορά την αισθητική τους φυσιογνωμία, τα κουτσαβάκια είχαν ένα ξεχωριστό ντύσιμο και αισθητική, που τους καθιστούσε διακριτούς και προβληματικές φυσιογνωμίες στην ζωή της πόλης.
Είχαν μακρύ λιγδωμένο μαλλί, αφέλειες, και μεγάλο στριφτό μουστάκι. Ακόμα φορούσαν μαύρο σακάκι φορώντας μόνο το αριστερό μανίκι, έτσι ώστε σε ενδεχόμενο καβγά να μπορούν τάχιστα να αποβάλουν από πάνω τους το σακάκι. Δεν έφεραν γιλέκο μα πλατύ κόκκινο ζωνάρι μέχρι το στήθος, στο οποίο και έβαζαν τα όπλα τους. Ακόμα φορούσαν καπέλο «καβουράκι» με μαύρη έντονη κορδέλα, δίκην μεγάλου πένθους για κάποιον δικό τους που χάθηκε σε καβγά. Το παντελόνι τους ήταν φαρδύ στο επάνω μέρος και στενό κάτω και ήταν συνήθως ριγέ χρωματιστό, με έντονα καρέ φανταχτερών χρωμάτων. Τα παπούτσια τους είχαν μύτη μυτερή, αλλά και μεγάλο τακούνι. Κρατούσαν στο χέρι κομπολόϊ και περιδιάβαιναν καθημερινά τους δρόμους της παλαιάς πόλης και της αγοράς με ξεχωριστό περπάτημα, δείχνοντας τάχατες τραυματισμένοι από κάποιον καβγά και διαρκώς και αδιακρίτως παρενοχλούσαν την πόλη και όλες τις κοινωνικές ομάδες. Άγριοι ξυλοδαρμοί ακόμα και φόνοι ήταν η αποκομιδή της παρουσίας τους στην Αθήνα. Για τούτο και ήταν επώδυνο εγχείρημα για τους κατοίκους της πόλης, να περάσουν από την Πλατεία Ηρώων στου Ψυρρή που ήταν το άνδρο των κουτσαβάκηδων. 

Κουτσαβάκι
Ωστόσο δύσκολο ήταν και το έργο της αστυνομίας να αντιμετωπίσει τους κουτσαβάκηδες, δοθέντος ότι είχαν ισχυρές πατρωνίες, με το κομματικό και το πολιτικό σύστημα της εποχής, με τις παρεμβάσεις του οποίουαφήνονταν ελεύθεροι. Ενώ απο την άλλη αρκετές φορές η αστυνομία προσεταιρίζονταν κάποιους από αυτούς, προκειμένου να μπορέσει να συλλάβει άλλους ισχυρότερους. Στην αλγεινή και επικίνδυνη αυτή παρουσία στην πόλη των κουτσαβάκηδων, έδωσε τέλος ένας σκληροτράχηλος και γρανιτένιος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας, ο περίφημος Δημήτριος Μπαϊρακτάρης. Και έτσι αποκαθάρθηκε η πόλη από την αντικοινωνική παρουσία τους και μπόρεσαν να γίνουν ανέφελα και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896. Προτού τον Μπαϊρακτάρη είχαν επιχειρήσει ανεπιτυχώς και άλλοι δυο αστυνομικοί διευθυντές να αντιμετωπίσουν την κοινωνική μάστιγα των κουτσαβάκηδων. Ήταν οι Βρατσάνος και Δημητριάδης. 
Πως όμως κατόρθωσε ο Μπαϊρακτάρης να εξουδετερώσει τα κουτσαβάκια; 
Πρώτιστο μέλημα του πανούργου αυτού αστυνομικού, ήταν η διαπόμπευση και ο ηθικός εξευτελισμός των επικίνδυνων και περιθωριακών τύπων του Ψυρρή. Ο Μπαραϊκτάρης τους οδηγούσε στην ηθική ταπείνωση, με παρεπόμενο την αναγκαία πλέον απόσυρσή τους από τον χώρο. Σε πρώτο επίπεδο ο Μπαϊρακτάρης χτύπησε τις πιάτσες, τα καφενεία και τις ταβέρνες που σύχναζαν τα κουτσαβάκια. Χρησιμοποιώντας μια μεγάλη και δυνατή ψαλίδα, τους έκοβε τις αφέλειες στο μαλλί, το αφόρετο μανίκι του σακακιού τους, αλλά και αυτή την χαρακτηριστική μύτη των παπουτσιών τους. Αλλά ακόμα πιο ατιμωτικά ο Μπαϊρακτάρης εξανάγκαζε το κάθε κουτσαβάκι, με ένα σφυρί να αχρηστέψει μόνο του τα ίδια του τα όπλα, τα «τιμημένα» όπλα !!! Και για όσα κουτσαβάκια αρνούνταν να συμμορφωθούν, υπήρχε μια ακόμα πιο εξευτελιστική τιμωρία. Δέχονταν τις βουρδουλιές του Μπαραϊκτάρη. Στοιχείο που αποτελούσε τότε το άκρο άωτο της ταπείνωσης και της ηθικής συντριβής, σε αντιδιαστολή με τα «σίδερα της φυλακής, που ήταν για τους λεβέντες», όπως κατέγραφαν τα λαϊκά στιχουργήματα της εποχής. Επίσης τα κατεστραμμένα όπλα εν συνεχεία, τα πωλούσαν για παλιοσίδερα στην Πλατεία Δημοπρατηρίου. Έτσι αφότου ελάμβαναν χώρα όλες αυτές οι ηθικές ταπεινώσεις, τα κουτσαβάκια επέλεγαν την φυλακή για να αποφύγουν και την ηθική απαξία του κόσμου..)


Σκίτσο. Ο Μπαϊρακτάρης και απέναντί του τα κουτσαβάκια, οι τραμπούκοι..
Απο το βιβλιο του Τάσου Κοντογιαννίδη: "Μπαϊρακτάρης – Πολιτικοί και κουτσαβάκηδες". «Ο Μπαϊρακτάρης δεν φοβόταν κανέναν απολύτως. Μια φορά, έγιναν κάτι επεισόδια στα Εξάρχεια και ο Μπαϊρακτάρης έστειλε τους άνδρες του και έπιασαν τρία ταραχοποιά στοιχεία και τους έκλεισε στο κρατητήριο. Την επομένη το πρωί, πήγε στο γραφείο του ο κομματάρχης του Τρικούπη και με αυστηρό ύφος τού λέει: “Μέσα στο κρατητήριο έχεις τρία άτομα που είναι δικοί μου, είναι του κόμματος και πρέπει να τους αφήσεις ελεύθερους”. “Δεν μπορώ να το κάνω αυτό”, του λέει ο Μπαϊρακτάρης. Kαι ο κομματάρχης πιο αυστηρά τον απειλεί: “Nα τους βγάλεις αμέσως! Να τους βγάλεις, ξέρεις ποιος είμαι εγώ!!!” Ο Μπαϊρακτάρης σηκώνεται από την καρέκλα του, τον πιάνει από τον γιακά, και του λέει: “Eίσαι ένα κάθαρμα σαν αυτούς που έχω στο κρατητήριο!” Στη συνέχεια τον τράβηξε προς την έξοδο, του έδωσε ένα ηχηρό χαστούκι και μια κλoτσιά και τον πέταξε έξω από το γραφείο του. Μετά κάθισε, έγραψε σε μια κόλλα χαρτί την παραίτησή του και πήγε και την παρέδωσε στον Τρικούπη, τον οποίο φυσικά πριν από λίγο είχε επισκεφθεί ο κομματάρχης του. Ο Τρικούπης έσκισε την παραίτησή του και του είπε να πάει στο γραφείο του και να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο τα καθήκοντά του…» πηγη

Κουτσαβάκι



Ο ΜΑΓΚΑΣ, Ο ΜΑΡΚΟΣ !!
Κι ένα κομμάτι από την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη:
 «Βέβαια στον κύκλο που γύριζα να πούμε, τον μάγκικο αυτό, στους τεκέδες που πήγαινα, ακούγαμε πολλά για διάφορους κουτσαβάκηδες προσωπικότητες... Εκεί, όταν είχα γνωρίσει τον Αλέκο τον Σχίζα να πούμε, κάθε μέρα επήγαινα στο σπίτι αυτουνού, εκεί στην Κρεμμυδαρού που ήταν το Καστράκι. Πίναμε χασίσι. Είχε λεφτά αυτός. Επήγαινα και του μάθαινα μπουζούκι και φουμέρναμε κιόλας ε? Αυτός έμενε εκεί κάτω στην Κρεμμυδαρού, εδώ στο λιμάνι του Πειραιώς. Και πήγαινα κάθε μέρα στην κάμαρά του. Ώσπου τώρα αυτόν τον ζήταγε η Ασφάλεια Αθηνών για κάτι κλοπές που γινόντανε. Και ξέρανε αυτοί ότι άλλος δε μπορεί να τις κάνει ειμή αυτός, αλλά δεν ξέρανε που βρίσκεται...» πηγη

Παλιοί ξακουστοί νταήδες του Πειραιώς, Γκίκας Μενιδιάτης και Βαγγέλης Βετούλης. Κατά πάσα πιθανότητα, αμφότεροι ήσανε αρβανίτες. Εδώ εικονίζονται στην αυλή της φυλακής Συγγρού το 1933. Και οι δυο τους δε φοράνε ούτε γραβάτα. μήτε κολάρο καθώς το απαιτούσε η κουτσαβάκικη παράδοση. πηγή
 Μπουζούκι Και Μπουζουξήδες.

1952 Ο γρουσούζης

Μακαρονάδα η χορταστική

$
0
0




  • Σήμερα η μακαρονάδα σε ένα φαγάδικο δεν είναι κάτι φθηνό...
    Με τη σάλτσα και τα διάφορα παιχνίδια του σεφ κάνει κάποια ευρώ.
    Παλιά την είχαμε για να στουμπώνει το στομάχι και να ζητάει
    λιγότερο να φάει από τα ακριβότερα φαγητά.
    Πηγαίναμε τα μεσημέρια στο μαγέρικο της Αριστείδου στο Κέντρο της Αθήνας
    και παραγγέλναμε πρώτα μια ορφανή (χωρίς κυμά)
    με ίχνη τριμμένο κεφαλοτύρι ή ένα σκέτο από γιουβέτσι.
    Στο καπάκι μετά με θάρρος φωνάζαμε το παιδί και του λέγαμε
    να βάλει ολίγα σουτζουκάκια ή κεφτεδάκια .
    Νέοι τότε πώς να χορτάσουμε....
    Όσο για το ψωμί...το παιδί πηγαινοερχότανε με το κάνιστρο....
    Ερχότανε και ο εστιάτορας για τον λογαριασμό με το μολύβι
    στο αυτί και το τσαλακωμένο μπλοκάκι......
    "Έχουμε και γράφουμε.....δύο μακαρονάδες ορφανές... ολίγα σουτζουκάκια....
    μια φέτα....δύο κατρούτσα....και ψωμί τρείς φορές...."
    Με το τελευταίο γελάγαμε όλοι....
    Βγαίνανε οι δραχμές στην λαδόκολα-τραπεζομάντηλο  και μια για το παιδί....
    Δουλειά στη συνέχεια μέχρι να βραδιάσει....διακεκομμένο ωράριο
    όσο πάει.
    Και πήγαινε το άτιμο...

Είναι για γέλια… Παλιές γελοιογραφίες

$
0
0

Γελοιογραφίες.Καταστάσεις που προσωποποιούνται και γίνονται αστείες εικόνες  από ειδικούς αυτής της μορφής τέχνης που διαχρονικά όχι μόνο αντέχει αλλά και εξελίσεται συνεχώς ακολουθώντας την επικαιρότητα,την ζωή, την πρόοδο η  τον ξεπεσμό.
Ολα γίνονται φιγούρες που μιλάνε και κινούνται στέλνοντας ταυτόχρονα μυνήματα.Θυμάμαι ως παιδί να ξεφυλίζω τα περιοδικά και της εφημερίδες και να τρέχω γρήγορα στις τελευταίες σελίδες.Εκεί συνήθως υπήρχαν οι γελοιογραφίες.
Θυμάμαι την χοντρή του Ζαχαρία στον Θησαυρό, τον Μεθύστακα που έγερνε μονίμως στη κολώνα  τύφλα στο μεθύσι και αυτές που από κάτω έγραφαν »Χωρίς λόγια».
Ασπρόμαυρες οι περισσότερες  με συγκεκριμένα πρόσωπα και σκίτσα ανάλογα με το ύφος του καλλιτέχνη.
[ Η Γελοιογραφία είναι ίσως το μόνο πράγμα που μας κάνει να γελάμε ( ή απλώς να χαμογελάμε –αν δεχθούμε ότι το χαμόγελο είναι η τελειοποίηση του γέλιου)σε μια εποχή, όπου οι άνθρωποι δεν γελούν πια ,-παρά μόνο αν έχουν άνοδο οι τιμές της Σοφοκλέους………
Σε μία εποχή, που η τηλεόραση ήρθε και πέρασε σαν καυτή λάβα καίγοντας τα σπαρτά του ελληνικού τύπου, η γελοιογραφία είναι το μόνο κομμάτι της εφημερίδας που διατηρεί σταθερά το εμβαδόν του- και την αναγνωσιμότητά του. Ίσως η εξήγηση είναι απλή- η γελοιογραφία δεν είναι αντίπαλος της τηλεόρασης. Είναι το μόνο κάστρο που έμεινε απόρθητο. Η γελοιογραφία δεν χωράει στην τηλεόραση.
Συγκεκριμένα, γελοιογραφία λέγεται μια εικόνα ή μια περιγραφή που γίνεται για να μας δείξει την κωμική πλευρά μιας μορφής και να προκαλέσει γέλιο. Τέτοιο είναι ένα σκίτσο, που φροντίζει να παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου ή να αναδείξει ένα, το πιο κωμικό και να το βάλει κυρίαρχο σε όλα τα άλλα.
Η πρόθεση της γελοιογραφίας είναι ηθική. Καυτηριάζει το άτοπο, κάνει πολιτική σάτιρα και με το γέλιο διδάσκει.
Στην αρχαία  Ελλάδα οι μάσκες του θεάτρου είναι  πραγματικά  γελοιογραφικά κατασκευάσματα, αλλά δε μπορούμε να τη πούμε γελοιογραφία αφού δεν είναι αυτόνομη έκφραση, αλλά βοηθητικό στοιχείο του θεάτρου. Το ίδιο ισχύει και  για τις αγγειογραφίες με τα υπερτονισμένα  χαρακτηριστικά των φυσιογνωμιών. Αυτή η παραμόρφωση υποβάλλει μια ιδέα γενικότερη και δε γίνεται να προκαλέσει γέλιο, αλλά για να υποβάλλει μια ιδέα.
Περισσότερο κοντά στη γελοιογραφία βρίσκονται οι ειδικές εικόνες που γίνονται στην αρχαία  Ρώμη και που τις περιγράφει ο Κικέρωνας. Πρόκειται για εικόνες που τονίζουν φυσικά ελαττώματα  των ανθρώπων. Δε σώθηκαν όμως τέτοιες εικόνες για να έχουμε σαφή άποψη.
Γελοιογραφίες δημοσιευμένες σε περιοδικά της δεκαετίας του 80.
Στο Μεσαίωνα ουσιαστικές γελοιογραφικές εικόνες είναι οι απεικονίσεις του διαβόλου ή οι απεικονίσεις ανθρωπίνων αδυναμιών.
Η πραγματική γελοιογραφία  είναι δημιούργημα της εποχής της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης. Είναι δημιούργημα της εποχής που αποκτάει ιδιαίτερη αξία το άτομο ως μέλος της κοινωνίας, του λεγόμενου ουμανισμού. Στην αρχή, παρουσιάζονται εικόνες βασιλιάδων με πήλινα πόδια ή ξεκάλτσωτα. Από τις αρχές του 16ου αιώνα κάνουν την εμφάνιση τους καθαρές γελοιογραφίες σε μία προσπάθεια να σατιριστούν καταστάσεις, πρόσωπα και ήθη. Έτσι η Μεταρρυθμιστές προσπαθούν να γελοιοποιήσουν το πάπα και τις Μεσαιωνικές του αντιλήψεις και αντιστρόφως. Μεγάλοι καλλιτέχνες όπως ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Ντύρερ  κ.α παρουσιάζουν πρόσωπα που μορφάζουν στα έργα τους.
Στόχος η πολιτική και οι πολιτικοί.
Το 16ο αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες εικονογραφήσεις περιοδικού του σατιρικού τύπου. Μετά το τέλος της θρησκευτικής και πολιτικής διαπάλης στα χρόνια της Μεταρρύθμισης εμφανίζονται γελοιογραφίες εμπόρων και επαγγελματιών. Όμως ο πρώτος ολοκληρωμένος δημιουργός γελοιογραφίας είναι ο μεγάλος αρχιτέκτονας του 17ου αιώνα  Μπερνίνι. Αυτό τον αιώνα η γελοιογραφία φτάνει στα πλαίσια που δίδονται σήμερα στο όρο και στα τέλη του είναι μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική έκφραση.
Οι Βαρελόφρωνες από τον Χριστοδούλου.
Η πολιτική γελοιογραφία ,αφού έκανε την εμφάνισή της στη Ευρώπη το 1830, κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να διαμορφώσει τη  θέση και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Παράλληλα, πραγματοποιούσε τη πολιτικοκοινωνική επανάστασή της με άξιούς εκφραστές. Στόχος της ήταν να γίνουν δηλώσεις για γεγονότα και πολιτικές φυσιογνωμίες σε πληθυσμό που ήταν κυρίως αμόρφωτος. Αργότερα όμως με τη χρήση των συμβόλων και των υπερβολών η γελοιογραφία επέτρεπε στον καλλιτέχνη να  υπονοεί πράματα που θα μπορούσαν να είναι πολιτικά επικίνδυνο να  υποστηρικτούν  εγγράφως.
Όπως πολλές νέες επαναστατικές ιδέες και τρόποι έκφρασης που ήταν συνυφασμένη με το  γενικότερο πνεύμα του φιλελευθερισμού που επικρατούσε την εποχή εκείνη , έτσι και η πολιτική γελοιογραφία  που υποστήριζε την ελευθερία στην έντυπη έκφραση (την ελευθεροτυπία) , μεταλαμπαδεύτηκε  από την Ευρώπη στην επαναστατημένη Ελλάδα. ]
Γνωστοί Ελληνες  γελοιογράφοι .
ΣΠΥΡΟΣ ΟΡΝΕΡΑΚΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΠΟΣΤ
ΣΤΑΘΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΡΚΑΣ
Ο Ισοβίτης το’σκασε
ΚΥΡ
ΑΡΧΕΛΑΟΣ
Χαμόγελο με…μουστάκια…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΑΙΤΖΗΣ.
Το… «τρίτο πόδι» της Ελληνικής Γελοιογραφίας.
ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΑΝΑΝΙΑΔΗΣ
Ο άνθρωπος που φτιάχνει….τρύπες
ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ. 
Ο …τρίτος δρόμος της Ελληνικής Γελοιογραφίας.

Ένας ήρωας με παντούφλες

$
0
0

Έτος: 1958
Διάρκεια: 98′
Είδος: Κωμωδία
Σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος
Συγγραφέας: Χρήστος Γιαννακόπουλος , Αλέκος Σακελλάριος
Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος
Φωτογραφία: Γρηγόρης Δανάλης
Μουσική σύνθεση: Μάνος Χατζιδάκις
Εταιρία παραγωγής: Ανζερβός
Ηθοποιοί: Βασίλης Λογοθετίδης , Ίλυα Λιβυκού , Νίτσα Τσαγανέα , Ταϋγέτη , Βύρων Πάλλης , Νίκος Φέρμας , Θάνος Τζενεράλης , Σόνια Ζωίδου , Γιώργος Γαβριηλίδης , Βαγγέλης Πρωτόπαππας , Λαυρέντης Διανέλλος , Άλκης Γιαννακάς , Περικλής Χριστοφορίδης , Στάθης Χατζηπαυλής , Λευκή Παπαζαφειροπούλου , Κώστας Σταυρινουδάκης , Γιώργος Καρέτας , Μιχάλης Παπαδάκης
Πλοκή: Ο απόστρατος στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλας με λαμπρό και ένδοξο παρελθόν στα πεδία των μαχών, ζει με τη γυναίκα του Ειρήνη και την κόρη του Πόπη στα όρια της φτώχειας, ξεπουλώντας ό,τι έχουν και δεν έχουν για να πληρώσουν το λογαριασμό της Ηλεκτρικής Εταιρίας. Μια μέρα ο πλούσιος εξάδελφος του Απόστολος του ανακοινώνει ότι η πατρίδα θα τον τιμήσει με ένα άγαλμα που θα στηθεί στην πλατεία έξω από το σπίτι του. Ο Λάμπρος είναι κατασυγκινημένος…
Trivia: Η ταινία προβλήθηκε τη σαιζόν 1958-1959 και έκοψε 57.907 εισιτήρια. Ήρθε στην 6η θέση σε 51 ταινίες.Απο το ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου.
Αναδημοσίευση άρθρου απο το:
retrodb.gr
Ελληνικος κινηματογραφος

Θυμήσου....

$
0
0



Πώς φάνταζε εκείνα τα χρόνια το Κέντρο της Αθήνας στα παιδικά μάτια;
Μαγικό... ειδικά το βράδυ με τα φώτα....τις φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνανε
πάνω από το ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ στην ΟΜΟΝΟΙΑ με τον καφέ ΒRAVO....
την μπύρα ΦΙΞ  κάνει καλό ......
Έβγαινες βόλτα με τους γονείς κανένα βράδυ με  πασατεμπάκι
και περπάταγες και σταματούσες στις βιτρίνες και χάζευες τις φωτογραφίες
στα σινεμά με τα ΣΗΜΕΡΟΝ και τα ΠΡΟΣΕΧΩΣ....χτύπαγες και μια λουκουμάδες
στον ΚΡΙΝΟ (όχι συχνά) και γύρναγες πίσω γεμάτος από ευχαρίστηση
αλλά και για να προλάβεις τον ΤΖΩΝ ΓΚΡΗΚ στο ραδιόφωνο....
Υπήρχε κόσμος που σχόλαγε από τις δουλειές του ...που κατέβαινε στον υπόγειο
της ΟΜΟΝΟΙΑΣ για να μπεί στα ξύλινα βαγόνια και να πάει σπίτι του.... 
Κανένας δεν σε ενοχλούσε......
Πόσο άλλαξε σήμερα αυτό το σκηνικό;
Tι βλέπεις στις πρωϊνές βόλτες σου στα ίδια σημεία;
Εγκατάλειψη....λουκέτα....άστεγους....χρήστες....
Και προχωράς στην Σταδίου και βλέπεις τα κτίρια και θυμάσε
τα μαγαζιά που υπήρχαν κάποτε με τις βιτρίνες τον κόσμο που κοιτούσε.
Είχε κίνηση.... συνωστισμό στις γιορτινές ημέρες...
Και προχωράς και βλέπεις το άγαλμα με τον έφιππο Κολοκοτρώνη
να δείχνει ....
Αυτόν δεν τον άγγιξε η κρίση ευτυχώς έχει πάντα το ίδιο περήφανο ύφος.


Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>