Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Δημήτρης Τόφαλος, ο θηριώδης

$
0
0

Δημήτρης Τόφαλος, ο θηριώδης | Newsit.gr

Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1884 και πέθανε το 1966 πάλι στην Πάτρα, στα 82 του, αφού για πολλά χρόνια έζησε και διέπρεψε στην Αμερική. Ήταν από τους πιο διάσημους Έλληνες αθλητές στον κόσμο, λατρεύτηκε στη χώρα μας και ειδικώς στη γενέτειρα του.
Πρωταθλητής Ελλάδας για πολλά χρόνια, ολυμπιονίκης στη μεσολυμπιάδα του 1906, κάτοχος του παγκόσμιου ρεκόρ για δέκα ολόκληρα χρόνια, κατέκτησε συνολικά 140 έπαθλα στην άρση βαρών και 251 έπαθλα στην ελεύθερη πάλη, στο κατς όπως το έλεγαν στην Αμερική. Στη λαϊκή γλώσσα το επίθετο του έγινε συνώνυμο του ανθρώπου με πελώριες διαστάσεις και ασύλληπτη δύναμη. Ήταν ο περίφημος Δημήτρης Τόφαλος.
Ίσως το μεγαλύτερο απ’ όλα του τα κατορθώματα ήταν το γεγονός ότι έκανε αυτή τη φοβερή καριέρα όντας ανάπηρος. Στα 12 χρόνια του, παρασύρθηκε από βαγόνι τραίνου που διέλυσε το χέρι του. Οι γιατροί αποφάσισαν να του κόψουν, όμως ο πατέρας του δεν έδωσε την άδεια και ανέλαβε την ευθύνη για την πιθανότητα θανάτου του παιδιού. Το χέρι έγινε τελικά καλά, έμεινε όμως εμφανώς μικρότερο από το άλλο.
Κι όμως αυτό δεν τον εμπόδισε τρία χρόνια αργότερα να γραφτεί στη Γυμναστική Ένωση Πατρών και το 1904 να κάνει παγκόσμιο ρεκόρ, το οποίο έσπασε στη μεσολυμπιάδα με 142,5 κιλά, το οποίο κράτησε ως το 1914. Η μεγάλη του ατυχία ήταν στην Ολυμπιάδα του Σαιν Λούις όπου θα ήταν σίγουρος νικητής, αλλά κατά τη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού αρρώστησε. Αναγκάστηκε να μείνει στην Αμβέρσα του Βελγίου, για να μπει στο νοσοκομείο.
Πάμφτωχος παρά τις νίκες του, ξενιτεύεται στην Αμερική, τη γη της επαγγελίας τότε. Εκεί ασχολήθηκε με το επαγγελματικό κάτς, γεμίζοντας μεγάλα στάδια μέσα στα οποία αντιμετώπιζε διάσημους παλαιστές της εποχής. Παράλληλα εντάχθηκε στην αθλητική σώου μπιζ της Αμερικής που περιείχε μονομαχίες, σκληρές δηλώσεις πριν τους αγώνες, χρηματικά έπαθλα και στοιχήματα, συνεντεύξεις σε εφημερίδες με προκλήσεις και όλη αυτή την προσοδοφόρα σάλτσα που συνόδευε την επαγγελματική αθλητική δραστηριότητα.
Ο Δημήτρης Τόφαλος έγινε διάσημος όχι μόνο για τις νίκες του αλλά και για το πείσμα του. Στη αναμέτρηση του με τον παγκόσμιο πρωταθλητή του κάτς Φράνκ Γκότζ, συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι το τέλος όλων των γύρων σφαδάζοντας απ’ τους πόνους, καθώς ο αντίπαλος του με μια λαβή του είχε σπάσει το χέρι.
Μετά από την αποχώρηση του από τους αγώνες, έγινε μάνατζερ του άλλου διάσημου Έλληνα κατσέρ και παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών, του Τζίμ Λόντου. Ο Τόφαλος τον συνόδευσε στην Αθήνα το 1928, όπου ο Λόντος έδωσε μπροστά σε εξήντα χιλιάδες θεατές που είχαν κατακλύσει το Kαλλιμάρμαρο, αγώνα εναντίον του αήττητου ως τότε Πολωνοαμερικανού πρωταθλητή Ευρώπης Κάρλ Σμπύσκο. Ο Τόφαλος ήταν διαιτητής στον αγώνα, όπου ο Λόντος νίκησε δίχως δυσκολία.
Όσα χρόνια ήταν στην Αμερική, οι ομογενείς στήριξαν τον Τόφαλο και οι ελληνικές εφημερίδες φούντωναν τον μύθο του. Το 1952 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, όπου πέθανε το 1966. Η γενέτειρα του έδωσε το όνομα του σε κεντρικό δρόμο της και σ’ ένα κλειστό γυμναστήριο. Στα γηρατειά του, ο Δημήτρης Τόφαλος αναθυμόταν συχνά τις μέρες της δόξας του, όταν 6.000 Πατρινοί τον υποδέχτηκαν ως Ολυμπιονίκη το 1906, στον ίδιο σιδηροδρομικό σταθμό που δώδεκα χρόνια νωρίτερα είχε δει το χέρι του να διαλύεται από ένα βαγόνι που έπεσε πάνω του.


Της Κυριακής οι εκδρομές

$
0
0




  • Πολλές δεκαετίες πίσω και στην γειτονιά οι εκδρομές ήταν συνήθεια...
    Αρκεί να ξέφευγες για λίγες ώρες να άλλαζες εικόνες.
    Συνήθως Κυριακή πρωϊ όταν η άνοιξη ήταν προχωρημένη και καιρού επιτρέποντος
    γραμμή για το Πεδίο του Άρεως όπου τα λεωφορεία για Μεσόγεια.
    Ένα ταβερνάκι ήταν η βάση και ήταν στην μέση του πουθενά...
    Μέσα σε πεύκα με αγνάντι την θάλασσα...
    Καλοσυνάτοι ο ταβερνιάρης και η γυναίκα του και πώς να μην ήταν αφού δεχόντουσαν να απλώνουμε στα τραπέζια και τα δικά μας φαγητά.
    Τα υπόλοιπα ρεφενέ....
    Έφερνε πρώτα την μισή (οκά) ...την ρετσίνα δηλαδή και έβαζε λίγη στο ποτήρι
    για να δοκιμάσει ο "χημικός"ο ειδικός δηλαδή που είχε διορίσει η γειτονιά
    καθ΄ότι είχε ένσημα στο καρβουνιάρικο της γειτονιάς που πουλούσε και κρασί.
    Έβαζε μια γουλιά στο στόμα πλατάγιαζε τα χείλια ενώ η ομήγυρη τον κοιτούσε
    κρατώντας την ανάσα.
    "Καλό είναι..."
    Αυτό ήταν και στην συνέχεια τα πάντα έπαιρναν τον δρόμο τους....
    Τα παιδιά στο παιχνίδι οι άντρες στο τάβλι ...στην δηλωτή...
    Οι γυναίκες στην κουβέντα....στα όνειρα...
    Και ποιά ήταν αυτά ;
    To δικό τους κεραμίδι....να φύγουν από το νοίκι....
    Αλήθεια αυτούς τους στεναγμούς ποτέ δεν ξέχασα.
    "Βρε δικό μου να είναι και ας είναι στο βουνό..."
    Κάποτε έβγαινε αυτό το όνειρο και βρισκότανε το "βουνό"όπως το ορεινό Γαλάτσι
    και έβαζαν γραμμάτια και έπαιρναν το εκτός σχεδίου και έβαζαν όλοι ένα χέρι
    και "έβαζαν"και το δωμάτιο.
    Περνούσε η ώρα και ο κάπελας έδινε το σύνθημα και έφερνε τις μερίδες
    αραία...αραία για να φαίνονται καμμιά πενηνταρέα με ...μπόλικα πιρούνια.
    "Άσε τα σουτζουκάκια για τα παιδιά..."
    Αυτό άκουγες από τους γηραλέους που τα κοιτούσαν μέσα στην σάλτσα τους και
    τους έτρεχαν τα σάλια.
    "Έλα πατέρα βούτα μια μπουκιά..."
    Τα υπόλοιπα που ήταν από το σπίτι....
    Φυσικά κεφτέδες από κατεψυγμένο κυμά προσιτό σε τιμή αλλά λόγω γνωριμίας
    με τον χασάπη της γειτονιάς είχε μέσα λίπος από φρέσκο...προσφορά του καταστήματος.
    Φρικασέ θυμάμαι με επίσης κατεψυγμένο Γκοτζίλα (αρνί) που απαιτούσε
    δυνατές μασέλες κάτι απαγορευτικό για τους γηραλέους όχι λόγω χοληστερίνης
    άγνωστη λέξη τότε αλλά λόγω μασέλας που ήταν πανάκριβη η άτιμη και πληρωμένη
    με δόσεις.
    Ο κάπελας έβαζε και το πικάπ και οι ζεϊμπεκιές αρχίζανε και τα διπλανά τραπέζια
    τα έβλεπες να πλησιάζουν προς την παρέα μας και δώστου τα κεράσματα
    για φτάσουμε στο κλου....
    Η κόρη της σπιτονοικοκυράς μια πανέμορφη κοπέλα θα ανέβαινε στο τραπέζι
    για να χορέψει τσιφτετέλι.
    Κόντευε το σούρουπο....
    "Άντε θα χάσουμε το λεωφορείο...."
    Την επόμενη εβδομάδα στις συνάξεις στην γειτονιά θα σχολίαζαν τα της εκδρομής.



    "Τα χρόνια που φεύγουν μας παίρνουν μακριά
    δικούς μας ανθρώπους, εγγόνια παιδιά
    το γήρας μας φέρνει στιγμές μοναξιάς
    σε κάποιο διαμέρισμα μιας γειτονιάς.

    Υπάρχουν για μας όμως οι Κυριακές
    που πούλμαν μας παίρνει για τις εκδρομές
    στη Λούτσα, στην Πάχη και στο Δασκαλιό
    στο τέλος, ζωή, είσ’ ακόμα σχολειό."

    στίχοι Κώστας Άγας

    https://pisostapalia.blogspot.com/

Μηχανή του Χρόνου: Η ορφανή Χρυσάνθη που έγινε Χρύσανθος, για να επιβιώσει

$
0
0









  • Η πρώτη γυναίκα γκαρσόνι σε ζαχαροπλαστείο προκάλεσε σκάνδαλο και καταγγελία στην αστυνομία
    Adtech Ad
    Από τη mixanitouxronou.gr:
    Ένα απόγευμα του 1870, στην Αθήνα, μια ηλικιωμένη γυναίκα πήγε στο αστυνομικό τμήμα, ζητώντας να δει τον διευθυντή. Η καταγγελία της αφορούσε έναν υπάλληλο ζαχαροπλαστείου, ο οποίος όπως ανακάλυψε η δαιμόνια κυρία δεν ήταν αγόρι αλλά κορίτσι, και ακόμη χειρότερα ντυνόταν ανδρικά! Ονομαζόταν Χρύσανθος (επειδή το αληθινό της όνομα ήταν Χρυσάνθη) και η περίπτωση της αποτελούσε πρώτης τάξεως σκάνδαλο για την εποχή.
    AdTech Ad
    Στο δυτικό κόσμο μέχρι τότε, μόνο οι γυναίκες εργάτριες μπορούσαν να φορέσουν παντελόνια- των συζύγων τους- και αποκλειστικά ως στολή εργασίας, αφού το ανδρικό στυλ στο γυναικείο ντύσιμο, λανσαρίστηκε από την Coco Chanel μισό αιώνα μετά. Η καταγγελία λοιπόν, πως ένα νεαρό κορίτσι φορά ανδρικά ρούχα και προσποιείται κάτι που δεν είναι, κίνησε την περιέργεια του διευθυντή της αστυνομίας, ο οποίος έσπευσε να τη διερευνήσει.

      

    Το χρονικό της σύλληψης

    Ο διευθυντής έστειλε τον αξιωματικό της υπηρεσίας να διαπιστώσει τι συνέβαινε στο ζαχαροπλαστείο, στο οποίο η «Χρυσάνθη» εργαζόταν ήδη 15 ημέρες. Δύο ώρες μετά την καταγγελία, μπροστά από το γραφείο του διευθυντή, στεκόταν ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, που έτρεμε από το φόβο και δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη από τους λυγμούς. Μετά από λίγο, κατάφερε να διηγηθεί τη θλιβερή ιστορία της. Η Χρυσάνθη ήταν ένα κορίτσι χωρίς γονείς, συγγενείς και φίλους.
    Για να μπορέσει να επιβιώσει, εργαζόταν σε ένα νηματουργείο στον Πειραιά. Όταν πήγε στο ζαχαροπλαστείο του Σαρρή να ζητήσει δουλειά, ντύθηκε με αντρικά ρούχα και κοντοκούρεψε το μαλλί της. Άλλαξε το όνομά της σε Χρύσανθος και τη φωνή της, μιλώντας όσο λιγότερο γινόταν. Όταν διηγήθηκε την ιστορία της στον αστυνομικό, δεν διαπιστώθηκε κάποια παράβαση και έτσι αφέθηκε ελεύθερη. Το εντυπωσιακό είναι ότι η κυρία δεν έδειξε καμία ευαισθησία και έσπευσε να καταδώσει την κοπέλα σαν να είχε κλέψει το μαγαζί, ενώ ήταν απλά μια εργαζόμενη κοπέλα. Τουλάχιστον ο τύπος έδειξε περισσότερη ευαισθησία και ανέδειξε τα «βάσανα και τις περιπέτειες μια ορφανής».

Παραλίγο διπλωματικό επεισόδιο στο καφέ-σαντάν «Γκαιτέ»

$
0
0



Μια από τις πρώτες πατρόνες της Παλιάς Αθήνας, προς το τέλος του 1878, ήταν και η ξακουστή κυρά-Παλούκαινα. Μαζί με το γιο της, άνοιξαν ένα από τα πρώτα καφέ-σαντάν της Αθήνας στην αρχή της οδού Προαστείου (σημερινή Εμμ. Μπενάκη), το «Γκαιτέ». (προσοχή στον τονισμό: Άλλο η γαλλική λέξη για την ευθυμία κι άλλο ο Γερμανός φιλόσοφος!) Με «περπατημένες» αρτίστες από Ιταλία, Γερμανία και Ουγγαρία έκανε τη διαφορά στο σκηνικό της νύχτας.

Το καφωδείο, το ανέλαβε βεβαίως ο γιος. Μια περίεργη κι επιβλητική φυσιογνωμία με μακριά γενειάδα που, με τη ρεντιγκότα και το γιλέκο με τη χρυσή αλυσίδα που φορούσε, θύμιζε μάλλον αυλικό παρά παράγοντα του υποκόσμου.

Όπως γράφει και ο Βασίλης Αττικός στην «Εύθυμη ηθογραφία της Παληάς Αθήνας, τόμος Β´»:

«Η Αρτίστες του “Γκαιτέ” έβγαιναν σε ένα παληοπαλκοσένικο της κακιάς ώρας, τραγούδαγαν και χόρευαν, σηκώνοντας κάπως την άκρη της φούστας τους. Μετά δε από κάθε τραγούδι τους, κατέβαιναν και γύριζαν με το δίσκο στο χέρι ανάμεσα στους θαμώνες.

»Μερικοί τους ρίχναν χάλκινες πεντάρες, επωφελούμενοι δε της ευκαιρίας τούς έκαναν κι “απλοχεριές”. Άλλοι πάλι αντί για πεντάρα τις φιλοδωρούσαν, τις δύστυχες, με ερωτική εκδήλωση θαυμασμού. Με μια άγρια τσιμπιά στις σωματικές τους καμπυλότητες!

»Η ξένες εκείνες Αρτίστες φαίνεται ότι ήταν ασυνήθιστες σε τέτοιες αισθηματικές “φιλοφρονήσεις”. Πονούσαν απ’ τις τσιμπιές, μαύριζε το κορμί τους, και δυσανασχετώντας, αναγκάζονταν πολλές φορές να χειροδικήσουν κατά των “ευγενικών” θαμώνων.

»Πρέπει επίσης να σημειωθή ότι γενικά όλες αυτές η Αρτίστες των καφέ σαντάν ήξεραν περίφημα τη δουλειά τους. Ειδικά δε του “Γκαιτέ”, δασκαλεμένες κατάλληλα απ’ τον πολύπειρο Διευθυντή τους, ήταν μεγάλες “κόφτρες”. Πουλούσαν τα θέλγητρά τους σε υπέρογκες τιμές. Για να ενδώσουν δε σε κάποιoν εραστή, έπρεπε πρώτα να του αδειάσουν εντελώς το πορτοφόλι και να τον γδάρουν κυριολεκτικά.

»Η διαβολικές όμως “Συλφίδες” των καφέ σαντάν έφθαναν στην Αθήνα φορτωμένες και με διαφόρων ειδών δώρα. Φιλοδωρούσαν στους “άβγαλτους” Αθηναίους με το “Μεγαλόσταυρο” κι άλλα μικρότερα παράσημα. Απ’ την εποχή εκείνη, εξαπλώθηκε στην Πρωτεύουσα η συφιλίδα κι η λοιπές αφροδίσιες αρρώστιες. Τότε, δεν είχε ακόμα εφευρεθή ούτε φάρμακο για την σύφιλη.

»Στα χρόνια εκείνα, υπήρχε στην Αθήνα ένας ιδιόρρυθμος τύπος νέων, οι “Λιμοκοντόροι”. Οι νεαροί αυτοί ανήκαν σε καλές αθηναϊκές οικογένειες. Οι γονείς τους όμως δεν τους έδιναν χαρτζιλίκι, παρά μόνον μία δεκάρα την ημέρα, από φόβο μήπως μπερμπαντέψουν. Έτσι βρίσκο-νταν διαρκώς απένταροι.

»Κάποια παρέα άψιλων Λιμοκοντόρων, βλέποντας ότι τους ήταν αδύνατον να απολαύσουν τα θέλγητρα των γυναικών του “Γκαιτέ”, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Τα οικονομικά τους δεν τους επιτρέπανε να πλησιάσουν από κοντά τις προκλητικές εκείνες Σειρήνες. Αποφάσισαν λοιπόν οπωσδήποτε να τις κατακτήσουν μ’ άλλου είδους μέσα, με “Δούρειο” σύστημα.

»Κάναν σύσκεψη μεταξύ τους και “ρεφενέ”. Συγκεντρώσανε κάπου δέκα δραχμές τις οποίες παραδώσανε στον Αρχηγό της παρέας. Αυτός, εφαρμόζοντας το σχέδιο, μπήκε το βράδυ στο “Γκαιτέ” σοβαρός και με πόζα Αμερικάνου Κροίσου. Πήρε ένα ποτό, κι όταν μετά το τραγούδι τους η δύο Γερμανίδες γύρισαν να μαζέψουν χρήματα με τον δίσκο, τους έρριξε μέσα από μια χάρτινη δραχμή.

»Το κόλπο πέτυχε. Εκείνες κυριολεκτικά τα χάσανε. Φαντάστηκαν ότι ο απεσταλμένος των Λιμοκοντόρων ήταν κανένας ζάπλουτος Αθηναίος. Στο τέλος της παράστασης, ο Λιμοκοντόρος μας τους πρότεινε “για βολ σπατσίρεν;” (Είχε μάθει πως έτσι λένε στα γερμανικά το “Θέλετε να κάνουμε έναν περίπατο;”).

»Οι δυο Γερμανίδες ευχαρίστως δεχτήκανε την πρότασή του. Τις έμπασε σε κλειστό αμάξι “λαντώ” και τις παράσυρε σε κάποια απόμερη μπύρα. Εκεί, αφού τις μέθυσε, εμφανίστηκαν κ’ οι υπόλοιποι Λιμοκο-ντόροι της παρέας του κ’ επωφελήθηκαν της ευκαιρίας. Και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Φυσικά, όπως ήταν απένταροι, δεν τους έδωσαν κανένα χρηματικό αντάλλαγμα. Η τελευταία αυτή παράλειψη των Λιμοκοντόρων τις έκανε έξω φρενών. Την άλλη μέρα, συνοδευόμενες απ’ το μεγαλόπρεπο Διευθυντή του “Γκαιτέ” πήγαν και κάναν παράπονα στην Πρεσβεία τους.

»Σε λίγο ο Γερμανός Πρεσβευτής διαμαρτυρήθηκε στον Υπουργό μας των Εξωτερικών. Ευτυχώς που η Γερμανική Πρεσβεία δεν ζήτησε να πληρώση το Κράτος μας στις “Παρθένες” του “Γκαιτέ” τα... χρωστήμια των Λιμοκοντόρων».

Βεβαίως, αν οι Γερμανίδες τούμπλες είχαν ακούσει το σχετικό σύνθημα της εποχής...

Κορίτσια μην πιστεύετε εις τους λιμοκοντόρους
Γιατί τα ρούχα που φορούν χρωστούν εις τους εμπόρους

...θα ήταν πολύ πιο προσεκτικές.

Οι τεκέδες από τη Δραπετσώνα ως τον Πειραιά

$
0
0


       Ένα απέραντο ….χασισοποτείο  ήταν η περιοχή από το Χατζηκυριάκειο μέχρι τα Ταμπούρια και τη Δραπετσώνα ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930.  Λειτουργούσαν τουλάχιστον τριάντα τεκέδες.  
      Το πιο πολυτελέστερο ….χασισοποτείο  ήταν του Τζοάνου, μιας μεγάλης μορφής  του κόσμου της εποχής εκείνης. Λειτουργούσε και  σαν καφενείο-ουζερί, πάντα με δροσερές και ελαφροντυμένες γκαρσόνες, έτοιμες να ικανοποιήσουν   απαιτητικούς  πελάτες.
      Ένα  βράδυ, παρ ότι απαγορευόταν, ένας δόκιμος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, μπήκε στου Τζοάνου με την επίσημη στολή εξόδου. Ο Τζοάνος είτε για να τον περιποιηθεί, είτε για να τον ξεφτιλίσει, του έβαλε πάνω στο κάρβουνο  τουμπεκί, που είναι βαρύτερο απ'το χασίς.
     Ο δόκιμος, αμάθητος στο ναρκωτικό, ζαλίστηκε κι αποφάσισε να φύγει γρήγορα. Παραπατούσε και κατά λάθος  παρέσυρε και έσπασε με τη χλαίνη του τον αργιλέ. Τότε οι ρεμπέτες  σκάρωσαν ένα τετράστιχο, που έγινε σουξεδάκι στις φυλακές:

Μας έσπασες τον αργιλέ
κυρ λοχαγέ, κυρ λοχαγέ.
Τον πήρε η μανδύα σου
Γα………………………………..
     
Όπως γράφει το «Ασκαρδαμυκτί»  ξακουστός τεκές ήταν κι η "παράγκα του Σερενάκη", στα Δημοτικά Σφαγεία στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας. Εκεί μαζευόταν η σάρα και η μάρα. Οι χειρότεροι μαχαιροβγάλτες του Πειραιά. Σε καθάριζαν "δια ασήμαντον αφορμήν".......
       Κοντά στον Αγιο Διονύση, σε μια πάροδο της Κανελλοπούλου, ήταν ο τεκές της κυρα-Ρήνης της Μπουρδούσαινας. Ήταν μια όμορφη γυναίκα και πολλοί την  γυρόφερναν.
       Στην περιοχή των Βούρλων λειτουργούσε και ο "περιοδεύων"τεκές του Σάλωνα. Κάθε τρεις και λίγο άλλαζε στέκι για να μην τον εντοπίζουν οι Χωροφύλακες. Σ'αυτόν πάγαιναν οι χασικλήδες γιατί είχε το "Μπρούσσο φίνο". Εξ ου και το τετράστιχο:
      Θα πάω να μαστουρωθώ
      και τη χαρά μου να 'βρω
      μες στον τεκέ του Σάλωνα
      πού 'χει το φίνο μαύρο.

     Χασίς και ρεμπέτικο. Βίοι  παράλληλοι. Ένα είδος μουσικής που αναπτύχθηκε παράνομα,  μέσα στους  τεκέδες και κάτω από τη βαριά μυ­ρωδιά του χασίς. Πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή - που μας έφερε και το ρεμπέτικο, κα­τά κάποιο τρόπο- από το 1914 είχε εγκατασταθεί «πλήθος χασισοποτών», κυρίως από τη Μικρά Ασία, στην «Πειραϊκή Χερσό­νησο» που από παλιά, λόγω των ερημικών τοποθεσιών της, χρησίμευε ως κέντρο χασικλήδων.  
       Μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, και τον ερχο­μό των προσφύγων στην Ελλά­δα το ρεμπέτικο εκτινάσσεται και με τη βοήθεια της δισκογραφίας στα χρόνια του 30. Βιολί, ούτι, σα­ντούρι, λύρα, κανονάκι για τα σμυρναίικα και μπουζούκι, κι­θάρα, μπαγλαμάς -κατ εξοχήν όργανο της φυλακή- για το ρε­μπέτικο στον Πειραιά.  Στο λιμά­νι, άλλωστε, αναδύεται το ρεμπέτικο με τη μορφή που το ξέ­ρουμε.
      «Εκεί  στις φτωχογειτονιές  του Πειραιά, καταστάλαζε το όνει­ρο της μέρας. Κι απ αυτό το υλι­κό, από τα όνειρα των ανθρώ­πων, ο Μάρκος έφτιαχνε τα τραγούδια  του. Κι οι άνθρωποι, όλοι αυτοί οι θεόφτωχοι και οι ρέστοι, άκουγαν τα δεινά και τα πάθη τους να γίνονται τραγούδι, το τρα­γούδαγαν, ξεγελιόντουσαν και συνέχιζαν να ζουν», θυμάται ο Στέλιος Βαμβακάρης και απα­ντά ίσως με αυτό τον τρόπο στο πώς είναι δυνατόν τα στρώμα­τα των αγράμματων, αμόρφω­των και ρυπαρών, ενίοτε εξα­θλιωμένων, να δημιουργήσουν τόσο πρωτότυπες  καλλιτεχνικές  μορφές ποίησης μουσικής, χο­ρού.
        Γιατί   έτσι ακριβώς ήταν οι ρε­μπέτες
        Λιμενεργάτες, εκδορείς -όπως και ο Μάρκος-, παλαιοπώλες...
        Η σκιά του Μάρκου -του κύ­ριου εκφραστή του είδους- όπως και του ρεμπέτικου απλώνεται πάνω από τον Πειραιά, κυρίως του λιμανιού και των βορινών προσφυγικών συνοικισμών. Ποτέ το ρεμπέτικο δεν έγινε υπό­θεση των πολλών.
          Μέχρι το '37, περίπου, και τη δικτατορία του Μεταξά, το ρε­μπέτικο ήταν ρεμπέτικο. Μετά άρχισε η λογοκρισία. Οι λουλάδες, οι πρέζες και τα χασίσια πετάχτηκαν από τα τραγούδια και αυτό που έμεινε ήταν ένα νέο είδος μουσικής διάδοχο του ρε­μπέτικου, που τα ηνία ανέλαβε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ακολούθησε και ο Δεύτερος  Παγκόσμιος  Πόλεμος που έβαλε τέλος στους τεκέδες..

                                        Η Τετράς
    
      Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς. Βρισκόμαστε στο 1934 και οι Γ. Μπάτης, Ανέστος Δεληάς, Μάρκος Βαμβακάρης και Στράτος Παγιουμιτζής σχημα­τίζουν την πρώτη ρεμπέτικη κο­μπανία και εμφανίζονται στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, κάπου εκεί στη Δραπετσώνα.
      Τους βρίσκουμε ακόμη στην πλατεία Καραϊσκάκη,   στην Κρεμμυδαρού -σημερινή Δραπετσώνα-, στο Κερατσίνι, αλ­λά και στα άγρια βράχια που χρησίμευσαν σαν κρυψώνες για   τους  «πότες»  του Πειραιά.
       Ο Ανέστος ήρθε από τη Σμύρνη, ο Στράτος από το Αϊβαλί, ενώ ο Μάρκος από τη Σύρο και ο Μπάτης από τα  Μέθενα. 
     Ο Μάρκος μπαίνει στη δου­λειά από εφτά χρονών παιδί. Στα 13 του θα βρεθεί λαθρεπιβάτης να ταξιδεύει για τον Πειραιά. Πρώτη στάση στα Ταμπούρια και χαμάλης στο λιμάνι. Ξεφορτωτής στις μαούνες στη συνέ­χεια, αλλά και εκδορέας στα Σφαγεία του Πειραιά. Στα 17 του έρχεται η πρώτη εμπειρία με το χασίς. Ακολούθησε μια ζωή μέ­σα στους τεκέδες τις πόρνες, το κυνηγητό απ'την αστυνομία, τα κρατητήρια και τις φυλακίσεις το άγχος  της επιβίωσης, αλλά και το μεράκι για το μπουζούκι και το τραγούδι.
      Ο Μπάτης είχε ένα μικρό κα­φενεδάκι στου Καραϊσκάκη, στα τότε Λεμονάδικα. Δυο-τρία τραπεζάκια όλα και όλα, και ένα πατάρι. Εκεί είχε πολλά όργανα, τόσα που κάποτε για τη μεταφορά τους στην Ασφάλεια χρειάστηκε χειράμαξο. Έξω από αυτό το καφενείο έχουν τραβηχτεί μερικές από τις ιστορικότερες   φωτογραφίες  του ρεμπέτικου.
      Το καφενείο είχε δυο πόρτες προς το εσωτερικό δρομάκι και ανάμεσα του υπήρχε ένα χώρι­σμα που δημιουργούσε δύο μικρούς χώρους. Ο  ένας  έδινε  την όψη κανονικού καφενείου. Στον άλλο, μέσα, υπήρχαν τα σύνερ­γα του χασίς και από μια μικρή τρύπα ενός ρόζου πέρναγε το μαρκούτσι του ναργιλέ προς τον χώρο του κανονικού καφενεί­ου, απ'όπου τραβούσαν εκ πε­ριτροπής και στην περίπτωση κινδύνου απλώς το μαρκούτσι τραβιόταν από μέσα. Και λέγε­ται πως κάποια φορά ένας αστυφύλακας μπήκε στο καφε­νεδάκι αιφνιδιαστικά, και το μεν μαρκούτσι τραβήχτηκε από τον παραγιό που ήταν στον διπλα­νό χώρο και δεν έγινε αντιληπτό, αλλά ο Μπάτης κατελήφθη με το στόμα γεμάτο ντουμάνι, κλει­στό όμως. Και στην παρατήρη­ση του αστυφύλακα γιατί κρα­τάει το στόμα του κλειστό, ο Μπάτης το άνοιξε βγάζοντας  καπνούς ρυθμικά και κάπως τε­λετουργικά, συνιστώντας να μην τον απασχολούν γιατί είναι   φακίρης!
    Πάντως, "όλως τυχαίως", το 1937 πυρκαγιά κατέστρεψε την πλατεία Καραϊσκάκη και τα Λεμονάδικα, κι οι μάγκες ξεσπιτώθηκαν...   
     Ο Μεταξάς κυνήγησε πολύ το μπουζούκι, το ρεμπέτικο και το μαρκούτσι! Το 1937 βγήκε νόμος που απαγόρευε τους αμανέδες, τους τεκέδες, τους μπαγλαμάδες και τους λουλάδες.

      Στο μπαρ "ΜΑΡΚΟΣ"στα Ασπρα Χώματα Παλαιάς Κοκκινιάς, Στράτος, Μάρκος, Μπάτης,  Δεληάς, η κομπανία  "ΤΕΤΡΑΣ".

        Για τον Ανέστο Δεληά, ή Αρτέμη, ο Βαμβακάρης γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Ο Δεληάς ήταν ένα παιδάκι και κα­θόταν εκεί στο Καστράκι, εκεί που καθόνταν οι πρόσφυγες. Εκεί υπήρχανε όλοι οι τεκέδες Επηγαίναμε κι αυτός λοιπόν ετραβιότανε με τους τεκέδες κι έπαι­ζε κατ'αρχήν κιθάρα. Εγώ τον έβαλα μπροστά να μάθει μπου­ζούκι, κι όπως  και έμαθε. Αυτός ήταν πολύ καλό παιδί αλλά τον έφαγε η πρέζα. Εμείς   τότε δεν τον εζυγώναμε».
        «Με το Στράτο εγυρίζαμε τους  τεκέδες,  καθαρά. Τον οποίο γνωριστήκαμε εκεί μέσα, γιατί ο Στράτος ετραγούδαγε τότες και εγώ έπαιζα μπουζούκι. Ήταν  βαρκάρης  αυτός. Τον λέγανε κουτόμαγκα γιατί εφούσκωνε από χασίσι αυτός», γράφει ο Μάρκος.
       Τι κι αν με νόμο του 1919 «τιμωρούνται δια φυλα­κίσεως οι διευθυνταί ή οι συντηρούντες καταγώγια ή άλλα ενδιαιτήματα εν οις κατά σύστημα παρέχονται τα μέσα προς χασισοποτίαν ή οι τινές εν γνώσει ανέχονται τούτο καίτοι μη παρέχοντες τα μέσα».
        Τα χασισοποτεία, ή τεκέδες, κυριαρχούσαν στον Πειραιά -και όχι μόνο- παρέα με το ρε­μπέτικο. Ο συσχετισμός δεν γί­νεται αυθαίρετα. Γράφει ο Κ. Μακρής το 1929 στο βιβλίο «Το ελληνικόν χασίς»: «Τα σύνεργα του 'Ελληνος  χασιστού, του  ανήκοντος  ες τας κατωτέρας ταύτας τάξεις, είναι η καπνοσύριγξ και είδος εγχόρδου οργάνου όπερ αποκαλούσι μπαγλαμάν, και τους   ήχους του οποίου θε­ωρούσαν απαραίτητους κατά την διάρκεια της μέθης των»...
      Στο «Μπουκέτο» του 1929 δια­βάζουμε: «τότε εμφανίζεται και μια εξαιρετική υπερευαισθη­σία της ακοής. Η μουσική επε­νεργεί με τον πιο έντονο τρόπο στον χασισοπότη...Έστω  και αν δεν ξέρει χορό σηκώνεται πολλές  φορές και χορεύει».

                   ΤΟ  ΛΙΒΑΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ

      Σε τοπική εφημερίδα του Πειραιά δημοσιεύεται έφοδος ενός αστυνομικού σε «χασικλήδικο»:
    «Ο Φάνης, ο ιδιοκτήτης του καταγωγίου, τρίβει τα μάτια του, χαμογελάει, μας κάνει διάφορες  ρεβεράντσες και μας γλυκομιλάει:
- Καλώς  τα παλικάρια. Πώς αυτό στο τσαρδί  μας;
       Οι άλλοι, οι μαστούρηδες, μορφάζουνε απελπιστικά από ικανοποίηση για την φιλική μας προσέγγιση. Ο ένας μάλιστα απ'αυτούς μας δείχνει δύο σκαμνιά και μας καλεί να κάτσουμε ενώ τραγουδάει τη συνοδεία ενός μπαγλαμά:
           Πού θα βρούμε, πού  θα βρούμε  
           ναργιλέ για να την πι­ούμε...
       Ο αστυνομικός μετά τις φιλικές διαχύσεις ζητάει τον λουλά. Αυτός όμως έχει εξαφανιστεί  ως δια μαγείας και όλοι σταυροκοπιούνται, ότι απόψε δεν τον άναψαν. Παρ'όλες τις επιμονές του, εκείνοι αρνούνται πάντοτε.
       Όταν δε τους ρώτησε: Μα, καλά, βρωμάει χασίσι όλη η χαμοκέλα σας, ο Φάνης με περί­φημη επιτήδευση   λέγει: «Τι λες, κυρ-Παναγή μου. Λιβάνι­σα το εικόνισμα μια κι είναι  της   χάρης  της   σήμερα, της  Αγίας Μαρίνας».
       Τους τεκέδες του Πειραιά «έδειξε» και ο Μάρκος μέσα από το τραγούδι του «Ο χαρ­μάνης». Ο πρώτος ήταν του Ζουάνου του Καλοκαιρινού. Υπήρχαν και του Κωλομπότση, του Μίχαλου, του Φούκα, του Σάλωνα, του  Αβίγλη...«Όλοι  οι    τεκέδες ήταν ίδιοι,    αφηγείται ο Βαμβακάρης.
       Ένα σπιτάκι ήτανε τεκές.  Ένα άλλο παραγκάκι. Δεν υπήρχε, δηλαδή, να ναι σαλόνι να το κά­νουνε τεκέ. Όχι …. Ο τεκές του Σάλωνα ήτανε δύο παραγκίτσες ξύλινες εκεί στο Καστράκι που ήταν οι πρόσφυγες. Το ίδιο ήτανε και του Μίχαλου, στα Χιώ­τικα.
       Ο Λυκαδιώτης είχε ένα μαγαζά­κι σαν καφενείο. Ύστερα ήταν του Γεράσιμου, πάλι στο Γκαζοχώρι του Πειραιά, κοντά στη Λεύκα. Κι αυτό σα μικρό καφε­νεδάκι ήταν. Πολλές φορές παίρνανε τα βουνά,  Λεύκα,  πρανή  Καραβά, Αγίας Σοφίας. Να φουμάρουνε άργιλε γιαβάσικο, δηλαδή ήσυχα, ωραία, όμορφα όχι άψε σβήσε. Στο βουνό, στις   σπηλιές.

                                                                                       Βασίλης  Κουτουζής
                                                                                  Δημοσιογράφος ερευνητής
                                                                                                                 11-12-2010
πηγή  www.koutouzis.gr .

Ομόνοια ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Η οδός Αμερικής το 1906

$
0
0




Ο τοίχος δεξιά, περιβάλλει τους βασιλικούς στάβλους! Αργότερα, θα ανεγερθεί το τεράστιο συγκρότημα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού.
http://paliaathina.com/gr




Οι στιλβωτές υποδημάτων αρκετοί με τα κασελάκια περιμένουν πελάτες.
Οι χωματόδρομοι της Παλιάς Αθήνας τους έδιναν μεροκάματο ...
Οι παλιοί Αθηναίοι περπατούσαν πάντα με καλογυαλισμένο παπούτσι
τσάκιση στο παντελόνι και φυσικά καλοστριμμένο μουστάκι περασμένο με μαντέκα
για να μαυρίζει.
Η μαντέκα ήταν μαύρη βαφή σε στικ κάτι σαν κραγιόν αλλά υπήρχε
και σε τσίγκινο κουτί σε κρέμα και την χρησιμοποιούσαν με πινέλο
περνώντας και λίγο τους γκρίζους κροτάφους.
Άλλα χρόνια....
Πίσω στα παλιά

Στην υγειά μας ρε παιδιά !!!!!!

$
0
0






Και ουζερί το Μαξίμου !
Με κλούβες των ΜΑΤ για να φυλάνε το Πρωθυπουργικό Μέγαρο
 έκανε ουζερί μια από τις βεράντες του ο Αλέξης.
Κάλεσε υποψήφιους ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και έφαγαν ένα μεζέ και ήπιαν
και τα ουζάκια τους και δήλωσαν σίγουροι για την νίκη τους στις Ευρωεκλογές !


Ούζο όταν πιεις
γίνεσαι ευθύς
βασιλιάς δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας
σαν το καλοπιείς
βρε θα ευφρανθείς
κι όλα πια στο κόσμο ρόδινα θε να τα δεις

Δική μου είναι η Ελλάς
που στη κατάντια της γελάς
της λείπει το ένα της ποδάρι
που της το παίξανε στο ζάρι



στίχοι Αιμ. Σαββίδης





Κυψέλη-Ομόνοια

1958 Μια ζωή την έχουμε

Λογαριασμός και... κοριοί

$
0
0




  • Ξεκινά τώρα τον Απρίλη η νέα τουριστική σεζόν και σας μεταφέρω ένα σχετικό κειμενάκι του 1935, για να πάρετε μια ιδέα για τα πρώτα πέτρινα χρόνια της διαμόρφωσης, αυτού που αποκαλούμε τουριστικό προϊόν:

    «Όταν είδα το λογαριασμό που μου παρουσίασε ο ξενοδόχος μ’ έπιασε ζάλη. Συνήλθα όμως άμα σκέφτηκα ότι μπορεί να έκανε λάθος. Βέβαια θα μου έδωσε το λογαριασμό πολυμελούς οικογενείας που μένει πολύν καιρό στο ξενοδοχείο του. Άμα όμως τον εξήτασα καλά δεν μου έμεινε αμφιβολία. Ο λογαριασμός ήταν δικός μου!

    Αλλά πως μπορέσαμε δύο άνθρωποι να δαπανήσουμε σε δύο ημέρες οκτακόσιες δραχμές; Άρχισα πάλι να κάνω έλεγχο στο λογαριασμό και έπειτα απευθύνθηκα στον ξενοδόχο:

    -Με συγχωρείς. Μας λογαριάζεις τέσσερες μέρες διαμονής στο ξενοδοχείο σου, ενώ εμείς δεν είμαστε εδώ ούτε τρείς ημέρες. Εφθάσαμε την Δευτέρα την νύχτα και φεύγουμε Πέμπτη ξημερώματα.

    -Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη. Να τέσσερες ημέρες.

    -Μάλιστα, αλλά δεν έχεις την αξίωσι να μας φορτώσης την Δευτέρα για είκοσι λεπτά της ώρας που περάσαμε εδώ, ούτε την Πέμπτη, αφού βλέπεις ότι φεύγουμε μόλις ξημέρωσε.

    -Έτσι συνηθίζουμε εμείς να λογαριάζουμε στο ξενοδοχείο μας. Κάθε μέρα που ξημερώνει πληρώνεται ολόκληρη.

    -Α! Δεν το ήξερα αυτό. Δεν μας εξηγείς όμως γιατί μας λογαριάζεις και ηλεκτρικό φωτισμό για τις τέσσερες ημέρες;

    -Μα έτσι είνε κύριε. Μήπως εγώ δεν πληρώνω την Πάουερ;

    -Και δεν μου λες που στο διάβολο είδαμε εμείς το ηλεκτρικό σου φως;

    -Αυτό είνε αλήθεια. Είχε χαλάσει το ρολόγι. Μήπως όμως δεν σας είχα βάλει κεριά;

    -Ναι, αλλά βάζεις και τα κεριά στο λογαριασμό…

    -Αυτό έλειπε να μη βάλω στο λογαριασμό τα κεριά. Μήπως δεν τα αγοράζω;

    -Μα αφού μας βάζεις να πληρώσουμε ηλεκτρικό, γιατί να πληρώσουμε και κεριά;

    -Ο ηλεκτρισμός είνε τακτική δαπάνη. Το κερί είνε έκτακτο έξοδο.

    -Και τι ζητεί αυτό εδώ το κονδύλι; «Προμήθεια γραφικής ύλης πέντε δραχμαί». Εμείς δεν γράψαμε τίποτε.

    -Βέβαια, αλλά έγραψαν άλλοι για σας!

    -Ποιοι άλλοι;

    -Εμείς. Τη νύχτα άμα ήρθατε σας παρουσίασαν ένα φύλλο χαρτί για να γράψετε το όνομά σας. Έπειτα κάθε ημέρα, όταν καθόσαστε στο τραπέζι σας έδιναν ένα άλλο, κατάλογο των φαγητών. Δεν ήταν αυτό χαρτί; Και τέλος αυτός ο λογαριασμός που σας έφεραν δεν είνε γραμμένος σε χαρτί;

    Δεν μπορούσα να απαντήσω τίποτε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Παραιτήθηκα πια απ’ την ιδέα να συζητήσω μαζί του. Ότι και αν του έλεγα θα με νικούσε. Νόμισα όμως ότι έπρεπε να καταφύγω στην ειρωνεία. Πήρα λοιπόν ένα κοροϊδευτικό ύφος και είπα:

    -Μα κάτι ξέχασες. Δεν πέρασες στο λογαριασμό τους… κορέους!

    -Μπα… Είχατε κορέους;

    -Ένα μιλλιούνι!

    -Περίεργο! Πολύ περίεργο αυτό που ακούω. Κάποτε τους πετυχαίνουμε, αυτά όμως τα αφωρισμένα ξαναγυρίζουν…

    Τότε να σου δώσω εγώ μια αλάθητη συνταγή να τους κάνης να φύγουν και να μη ξαναγυρίσουν. Θέλεις;

    -Ω! Θα σας το γνώριζα ως μεγάλη χάρι.

    -Λοιπόν την πρώτη φορά που θα ιδής κοριούς να τους παρουσιάσης ένα λογαριασμό σαν κι αυτόν που μου έφερες. Αν τους ξαναϊδής να γυρίσουν στο ξενοδοχείο σου να με πάρουν χίλιοι διαβόλοι!

    Και έφυγα από το ξενοδοχείο ανακουφισμένος».

    Αθηναϊκή» 1935, Γ. Ασημάκης

Ζητάτε να σας πω | Το υπέροχο τραγουδιού του Αττίκ που εμπνεύστηκε από ένα μεγάλο έρωτά του

$
0
0

`Είναι πολύ σκληρό να σου ζητούν να τραγουδήσεις, έναν παλιό σκοπό που προσπαθείς να λησμονήσεις...` Ο χαρισματικός καλλιτέχνης γεννήθηκε στις 19 Μαρτίου του 1885.-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
`Είναι πολύ σκληρό να σου ζητούν να τραγουδήσεις, έναν παλιό σκοπό
 που προσπαθείς να λησμονήσεις...
` Ο χαρισματικός καλλιτέχνης γεννήθηκε στις 19 Μαρτίου του 1885.-
Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Πριν  από 133 χρόνια, γεννήθηκε ένας χαρισματικός καλλιτέχνης για να γράψει 
ένα υπέροχο τραγούδι για έναν μεγάλο έρωτα, σε μόλις 10 λεπτά... Ο ευαίσθητος,
 συναισθηματικός, ταλαντούχος τόσο συνθετικά όσο και στιχουργικά Αττίκ... 
Εκείνος που έβαλε τη σφραγίδα του στο ελληνικό ρομαντικό τραγούδι και που 
όσα χρόνια και αν περάσουν θα μας μαγεύει με τις δημιουργίες του...
Μια γυναίκα που αγάπησε πολύ, ήταν η πηγή έμπνευσής του για ένα εκπληκτικό 
τραγούδι...
Η ιστορία πάει κάπως έτσι…
Ο Αττίκ παντρεύεται για δεύτερη φορά... Γυναίκα του γίνεται ηθοποιός Μαρίκα
Φιλιππίδου η οποία αργότερα τον εγκαταλείπει για να  παντρευτεί τον Σταμάτη 
Μερκούρη (πατέρα της Μελίνας Μερκούρη). Ο έρωτάς του για εκείνη αποτελεί 
τόσο πηγή έμπνευσης και πηγή ζωής, όσο και πηγή μεγάλου πόνου. 
Το τραγούδι «Είδα μάτια», όλοι γνώριζαν ότι για εκείνη είχε γραφτεί...
Ένα βράδυ ο Αττίκ βρισκόταν στο πιάνο του, έχοντας  απέναντί του την 
τέως σύζυγό του με το νέο της σύζυγο. Ολόκληρη η Μάντρα του φώναζε πες
 το «Είδα μάτια» – γνωρίζοντας ότι η «αγαπημένη» του ήταν εκεί. Στενοχωρημένος 
ο Αττίκ αποσύρεται  στο καμαρίνι του και μέσα σε 10 λεπτά δημιουργεί το 
νέο τραγούδι. «Ζητάτε να σας πω / τον πρώτο μου σκοπό / τα περασμένα 
μου γινάτια / ζητάτε «είδα μάτια» / με σκίζετε κομμάτια…». 
Έδειξε για ακόμα μία φορά την ικανότητα του δημιουργού να φτιάχνει τραγούδι 
τόσο απλά...
.Στην Κατοχή συνεχίζει  τις εμφανίσεις του στον χώρο του βαριετέ «Αλκαζάρ» 
και το 1943 πρωταγωνιστεί στην πρώτη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα
«Χειροκροτήματα» με υπόθεση το δράμα ενός διάσημου καλλιτέχνη 
που γερνάει. 
Κι ας ήταν μόνο 59 ετών εκείνος ο καλλιτέχνης που γέρασε...
Ο Αττίκ του ’43 δεν θύμιζε σε τίποτα τον λαμπερό, όλο ζωή άνθρωπο 
που γυρνούσε και διασκέδαζε  όλον  τον κόσμο. Κάποιους μήνες μετά από 
την προβολή της ταινίας, έναν Αύγουστο, δίνει τέλος στη ζωή του με 
υπερβολική  δόση υπνωτικών… Στα 59 του χρόνια...
Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό 
τα περασμένα μου γινάτια
ζητάτε είδα μάτια
με σκίζετε κομμάτια
Σε μια παλιά πληγή 
που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
αφού ο καθένας ξέρει 
τι πόνο θα μου φέρει
Είναι πολύ σκληρό 
να σου ζητούν να τραγουδήσεις 
έναν παλιό σκοπό 
που προσπαθείς να λησμονήσεις
Στο γλέντι σας αυτό
δε θα’ τανε σωστό
αντί για άλλο πιοτό
να πιω εγώ φαρμάκι 
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι
Γελάτε ειρωνικά
και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια
μια και περάσαν χρόνια
εσύ τι κλαις αιώνια
Γιατί βαρυγκωμείς
δεν είδαμε και μεις
μια ομορφιά σ’ αυτή τη ζήση
δεν πήραμε απ’ τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει
Αχ, δεν είν’ οι καρδιές 
όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε κι οι ομορφιές
στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες
Και μες στη συντροφιά 
σε κάθε ρουφηξιά
ξεχνώ μιαν ομορφιά 
που γέμιζε μεράκι 
το παλιό μου τραγουδάκι

Έρχεται το καλοκαιράκι

$
0
0




  • Το καλοκαιράκι στην γειτονιά της Αθήνας εκείνα τα χρόνια περνούσε
     ξέγνοιαστα για τα παιδιά....αλάνα και Άγιος ο Θεός....
    Διακοπές σε νησιά ....κάτι το άγνωστο ...άντε καμμιά Κυριακή για μπάνιο
    στο ΕΔΕΜ με το λεωφορείο από το Σύνταγμα....μέχρι εκεί ποδαράτο...
    άλλοστε ήταν κοντά....
    Ο γαλατάς άφηνε τα γυάλινα μπουκάλια με γάλα ΕΒΓΑ στα σκαλιά της αυλόπορτας
    και οι κυρίες της αυλής τα έπαιρναν να τα ζεστάνουν στο καμινέτο
     και να ταϊσουν τα παιδιά τους....συνοδευτικό και μια φέτα ψωμί 
    ξεγυρισμένη από την οκαδιάρικη
    φρατζόλα με ένα κομμάτι τυρί  των συμμάχων που μας έστελναν τζάμπα
    μετά τον εμφύλιο.
    Μας αγαπάγανε από τότε!
    Είχε ο τενεκές δύο χέρια να χερετιούνται... με την Αμερικάνικη σημαία
    φόντο για να μην ξεχνάμε ποιός μας ταϊζει.
    Μύριζε το άτιμο...έκανα χρόνια να ξεχάσω την μυρουδιά αλλά πέρναμε
    κάποια δράμια οι κοκκαλιάρηδες....
    Στην συνέχεια άκουγες από τον χωματόδρομο να σε φωνάζει
    η παρέα....και έτρεχες μαζί τους πίσω στην αλάνα....στα αρχαία δηλαδή
    για να αρχίσει το μάτς με το τόπι το λαστιχένιο που είχε κάνει βυζί
    από τις κλωτσιές και έμοιαζε με Αργίτικο πεπόνι....
    Ποιά ζέστη και ποιός ήλιος.....έτρεχες στην αυλή βούταγες το λάστιχο
    από ρόδα αυτοκινήτου που το έπιανες και γινόσουνα μαύρος και το γύριζες
    στο κεφάλι και γινόσουνα λούτσα....
    Τα πόδια φυσικά πάντα χτυπημένα από τα πεσίματα και το μπουκάλι
    με το ιώδιο απαραίτητο αξεσουάρ στο δωμάτιο στο εσωτερικό πρεβάζι
    του παραθύρου για να είναι πρόχειρο.
    Όταν σουρούπωνε οι νοικοκυρές μαζευόντουσαν εν αλλάξ στα σκαλάκια
    της γειτονιάς με τις τηγανίτες ή τον χαλβά απαραίτητο για τους πιτσιρικάδες.
    Μπόλικη ζάχαρη στην τηγανίτα και κανέλα στον χαλβά που είχε σχήμα
    από το κουτάλι σούπας και το έκανες μια μπουκιά.
    Το βράδυ στο δωμάτιο έτρωγες ότι είχε μείνει από το μεσημεριανό
    και υπήρχε στο ψυγείο του πάγου.
    Δεν έμενε τίποτα.....την επόμενη μέρα ξαναείχε ο Θεός!

Θαυμάστε την Αθήνα του 1950 – Σπάνιες ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

$
0
0

Θαυμάστε την Αθήνα του 1950 – Σπάνιες ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ | Newsit.gr
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος έχει ληξει και η πόλη των Αθηνών μέσα από την επούλωση των πληγών και την ανοικοδόμηση, ξαναβρίσκει την ζωντάνια της, ξαναγίνεται όμορφη…Το κέντρο της Αθήνας το 1950 είναι γεμάτο ζωή με πολλούς κινηματογράφους, θέατρα και κόσμο που κυκλοφορεί και απολαμβάνει τη ζωή, μετά τα δύσκολα χρόνια που πέρασαν.
Η Βουλή των Ελλήνων και το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη…
Το Ζάππειο Μέγαρο…
Το Αστεροσκοπείο Αθηνών και ο Ναός της Αγίας Μαρίνας…
Η Ακρόπολη και οι στύλοι του Ολυμπίου Διός…
Η Αθήνα τη νύχτα…
Η παρέλαση της 25ης Μαρτίου μπροστά στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη…
Ακούστε το αξεπέραστο τραγούδι των Σουγιουλ – Τραϊφόρου «Αθήνα και πάλι Αθήνα» που ερμήνευσε μοναδικά η Σοφία Βέμπο.

Τις φωτογραφίες παραχώρησε στο Newsit για αναδημοσίευση ο θρυλικός Σύλλογος των Αθηναίων που ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1895 και λειτουργεί συνεχώς εως σήμερα.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΙΣΜΗΝΗ ΛΕΝΤΖΟΥ

1968 Για ποιόν χτυπά η κουδούνα


Μια επίσκεψη

$
0
0




  • Η γειτονιά  της Αθήνας λαϊκή ...με τις γνωστές αυλές και τα δωμάτια
    που νοικιάζανε οι οικογένειες....ένα η κάθε μια  με κοινόχρηστη τουαλέτα
    και με την εφημερίδα σε κομμάτια στο καρφί για χαρτί τουαλέτας.
    Επίσης τσιμεντένια σκάφη για μπουγάδα και καζάνι για να βράζουν νερό.
    Υπήρχαν όμως και οικογένειες που ζούσαν διαφορετικά στα διώροφα με εσωτερική ξύλινη τριζάτη σκάλα ....με κουζίνες...με υπηρετικό προσωπικό.
    Μακρινός συγγενής έμενε στην Πλάκα σε ένα από τα παραπάνω σπίτια...
    Χοντρέμπορος ....
    Μια φορά τον χρόνο πηγαίναμε για επίσκεψη.
    Βάζαμε τα καλυτερότερα που είχαμε ....
    Ένα σπιτικό γλυκό για δώρο και ποδαρόδρομο και νάμαστε να χτυπάμε
    το κουδούνι.
    Άνοιγε από πάνω με σχοινάκι η πόρτα....
    Το ψάλσιμο της μάνας συνεχιζότανε και όταν ανεβαίναμε την γυαλισμένη
    σκάλα που μύριζε κερί.
    "...πρόσεχε κακομοίρη μου...σε μια καρέκλα θα κάτσεις ...."
    Τα καλωσορίσματα από τους συγγενείς που δεν είχαν παιδιά
    και εμένα πού να με βάλουν να κάτσω για να μου αρέσει και τι να μου φέρει
    να φάω η Συριανή υπηρέτρια ...η ψυχοπαίδα όπως την έλεγαν.
    Τι να πρωτοφάω και πόσα χέρια να έχω και με την  μάνα να αγριοκοιτάζει.
    Ζωγραφικοί πίνακες .....ασημικά ....και βγαίνοντας στο μπαλκόνι με τις γλάστρες
    φάτσα η Ακρόπολη....
    Την έβλεπες και από την γειτονιά αλλά τόσο κοντά και μπαλκονάτος
    ήταν αλλιώς.
    Υπάρχει ακόμα αυτό το σπίτι....κάποιοι το αγοράσανε και το αναπαλαιώσανε...
    είχαν λεφτά....όταν περνάω πάντα σταματάω κοιτάζοντας το μπαλκόνι
    και προσπαθώντας να θυμηθώ το παιδί με τα κοντά παντελόνια να κοιτάζει
    το στολίδι της Αθήνας.

Η καθημερινότητα στον Πειραιά του 1930

Ο φούρνος

$
0
0




  • Σε  γειτονιά της Αθήνας εκείνα τα χρόνια είχαμε κοντά μας ένα φούρνο

    του Κυρ-Μήτσου.....
    Παχύς....με σκούφο....μουστάκι....
    Πάλευε από το ξημέρωμα μέχρι το βράδυ...
    Κυρίως από το ψωμί έβγαζε μεροκάματο γιατί τα βαλάντια των πελατών του
    στην πλειοψηφία ....φτωχά για άλλα προϊόντα....
    Τις Κυριακές πηγαίναμε τα φαγητά για ψήσιμο....
    Ιεροτελεστία ολόκληρη η ετοιμασία του κατεψυγμένου αρνιού από την Ν.Ζηλανδία
    με μπόλικα μυρωδικά για να σπάει την μυρουδιά του καλοσυντηρημένου
    "πτώματος"αγνώστου ηλικίας....
    Ποιός τα έψαχνε αυτά τότε;
    Κρέας ήθελες και ας το μάσαγες περισσότερο για να το καταπιείς....
    Οι πατάτες όμως που το συνοδεύανε ήταν λουκούμι με την φυτίνη 
    και το μπόλικο λεμόνι....
    Σου το έδινε η μάνα το ταψί για τον φούρνο ....σε "έψελνε"για να προσέχεις
    στον δρόμο και πάντα έλεγε....
    "....αχ ο κερατάς (για τον φούρναρη)...να δούμε πόσες πατάτες θα μας γυρίσει πίσω πάλι..."
    Το άκουγα συνέχεια αυτό και με πείραζε....δεν ήθελα να μας κοροϊδεύουν...νευρίαζα...
    Και μια Κυριακή πήρα την μεγάλη απόφαση καθώς πήγαινα το ταψί στον φούρνο....
    Την ώρα που έγραφε με κιμωλία το όνομα στο ταψί ο φούρναρης του φώναξα....
    "....και να ξέρεις Κυρ-Μήτσο....οι πατάτες είναι μετρημένες...."
    Κοκκίνησε ακόμα περισσότερο .....κάποιοι πελάτες ξεκαρδιστήκανε
    στα γέλια αλλά όταν γύρισε από τον φούρνο με το ζεστό ταψί ο πατέρας ....κοκκίνησε
    και το δικό μου μάγουλο....
    Το γεγονός είναι ότι δεν παραπονέθηκε ξανά η μάνα μου....για πατάτες που έλειπαν.

Ένας ελέφαντας στην Αθήνα!

$
0
0




Οι πρόγονοί μας δεν χρειαζόντουσαν τη ζούγκλα για να συναντήσουν… άγρια θηρία. Απλώς κατέβαιναν μέχρι το Νέο Φάληρο! (1907)
http://paliaathina.com/gr

Η πρώτη απόπειρα μεικτού θαλάσσιου μπάνιου στο Πασαλιμάνι (1867)

$
0
0





Όπως είναι πλέον γνωστό, οι πρώτες εγκαταστάσεις οργανωμένων 
θαλασσίων λουτρώνστην Ελλάδα λειτούργησαν στον Πειραιά στο λιμένα 
της Ζέας το 1840. Όμως τα ήθη της εποχής για πολλά χρόνια δεν επέτρεπαν τα
 μεικτά θαλάσσια λουτρά. Έτσι οι λουτρικές εγκαταστάσεις, κάποια ξύλινα κιόσκια 
δηλαδή που
 βρίσκονταν με πασσάλους πάνω στη θάλασσα, είχαν κατασκευαστεί με διαφορετικό
 προορισμό, άλλα για τους άνδρες και άλλα για τις γυναίκες. 

Είχαν μάλιστα τοποθετηθεί σε ικανή απόσταση μεταξύ τους. Οι ανδρικές καμπίνες
 βρίσκονταν μπροστά από την Πλατεία Δημοτικών Λουτρών
 (σημερινή Πλατεία Κανάρη), ενώ οι γυναικείες στο ύψος της σημερινής Λεωφ. 
Δευτέρας Μεραρχίας. Και η απόσταση μεγάλωνε μεταξύ τους όσο περνούσαν
 τα χρόνια, μέχρι που κάποτε έφτασαν οι γυναικείες να πλησιάσουν το Ρωσικό
 Νοσοκομείο!

Οι εγκαταστάσεις αυτές στην πορεία νοικιάζονταν σε κάποιον επιχειρηματία, 
ο οποίος παράλληλα αναλάμβανε και την υποχρέωση να προστατεύει τα ήθη
 της εποχής. Στην πορεία τοποθετήθηκε και ένας ξύλινος φράχτης στη μικρή παραλία,
 ώστε να εμποδίζει ακόμα και την ορατότητα ανδρών και γυναικών. Κατά την 
διάρκεια των θερινών μηνών, σε ώρες που συνήθιζαν οι λουόμενοι να πηγαίνουν 
για μπάνιο, στο μεταξύ των δύο εγκαταστάσεων διάστημα, περιπολούσαν υπάλληλοι 
της επιχείρησης ή και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες με αποκλειστική αποστολή την 
περιφρούρηση της ηθικής.  

Μάλιστα στο στήθος τους κρεμόταν μια σφυρίχτρα στην περίπτωση που 
έπιαναν κάποιον λουόμενο που επιδείκνυε ιδιαίτερη κλίση προς παρεκτροπή… 
ώστε να τον επαναφέρουν δια συρίγματος στην τάξη. Και αν δεν 
συμμορφωνόταν με τον απλό συριγμό ακολουθούσε ο παρατεταμένος που 
αποτελούσε το σινιάλο για να σπεύσουν προς βοήθεια οι δημοτικοί κλητήρες.
 Φυσικά οι περισσότεροι λουόμενοι ήταν άνδρες καθώς η εμφάνιση γυναικών
 στα θαλάσσια λουτρά, προϋπέθετε τόλμη και θάρρος.  




Ο Δήμαρχος Κυριακός Σερφιώτης είχε εκδώσει
 από τα πρώιμα κιόλας χρόνια σχετική εγκύκλιο
 απαγόρευσης ανδρών όχι μόνο εισόδου αλλά και
 προσέγγισης στα γυναικεία λουτρά,  που τηρούνταν
 ευλαβικά από όλους τους εμπλεκόμενους τα
 μεταγενέστερα χρόνια. Άνδρας δεν μπορούσε να
 πλησιάσει ούτε τη σύζυγό του από τη στιγμή που
 οι δρόμοι τους χώριζαν προς τις διαφορετικές καμπίνες. 

Τις θερινές περιόδους μεγάλης αιχμής η επιχείρηση
 προστασίας της ηθικής, περιελάμβανε και περιπολίες
 με βάρκα στο ενδιάμεσο της απόστασης. Τα μεικτά
 μπάνια θεωρούνταν αδιανόητα και όποιος προσπαθούσε έστω να προσεγγίσει 
προς τις γυναικείες καμπίνες εκπροσωπούσε την διαφθορά, τον εκφυλισμό και
 κινδύνευε να προσαχθεί στην αστυνομία περί προσβολής της δημοσίας αιδούς. 
Όχι μόνο οι άνδρες έπρεπε να κολυμπούν χωριστά από τις γυναίκες, αλλά και 
να διατηρούν και μια σεβαστή απόσταση ανάμεσά τους, η παραβίαση της οποίας
 ισοδυναμούσε με έγκλημα. Εύλογο ερώτημα λοιπόν αποτελεί, το ποιος ήταν
 εκείνος που πρώτος επίσημα αποπειράθηκε να εφαρμόσει τα μεικτά λουτρά. 

Τα Θαλάσσια Λουτρά στο Πασαλιμάνι στα τέλη 
του 19ου αιώνα


Ο Α. Μαρμαρινός σε άρθρο του με τίτλο «Αναδρομές στα περασμένα» 
(εφημερίδα «Χρονογράφος» φ. 23 Μαΐου 1955) μας δίνει αυτή την πληροφορία.

Το 1867 ένας Βουλευτής που λεγόταν Ζατινιώτης με έναν φίλο του και μια κυρία 
πραγματικά εντυπωσιακή στην εμφάνιση, κατέβηκαν από την Αθήνα στον Πειραιά
 με σκοπό να κολυμπήσουν. Μόλις οι τρεις τους έφτασαν στο ύψος της εισόδου
 των γυναικείων λουτρών, ζήτησαν να εισέλθουν όλοι μαζί εντός των γυναικείων 
εγκαταστάσεων. Η επιστάτρια που βρισκόταν εκείνη την ώρα στην είσοδο των
 γυναικείων λουτρών κάλεσε τους ιδιοκτήτες της επιχείρησης να επέμβουν. 

Φυσικά οι ενοικιαστές των εγκαταστάσεων υπέδειξαν στους δύο κυρίους ότι 
υπήρχαν ξεχωριστά ανδρικά λουτρά και ότι απαγορευόταν η είσοδος ανδρών 
στα γυναικεία. Ακολούθησε η άρνηση του Ζατινιώτη και η επιμονή του, που λόγια 
στα λόγια δεν άργησε να γίνει διαπληκτισμός. Οι δύο ευγενείς ως προς την 
καταγωγή κύριοι, αλλά αγενείς ως προς τη συμπεριφορά τους, όχι μόνο  έβριζαν
 χυδαία τους τρεις ενοικιαστές των λουτρών αλλά κατέληξαν να τους απειλήσουν
 με όπλα! 

Ακολούθησε, όπως αναμενόταν, ο μακρύς συριγμός δια της σφυρίχτρας και 
η έλευση του δημοτικού κλητήρα. Καθώς όμως ο ένας εκ των εμπλεκομένων
 ήταν βουλευτής, κλήθηκε να επιληφθεί του επεισοδίου ο υπαστυνόμος Πειραιώς
 Θεοδοσιάδης, ο οποίος όμως μόλις έφτασε και πληροφορήθηκε περί ανάμιξης 
βουλευτού, στράφηκε κατά των ενοικιαστών της επιχείρησης, με την 
αιτιολογία ότι επέδειξαν απρεπή συμπεριφορά! 

15 Μαΐου 1878 - Η Βασίλισσα Όλγα κατεβαίνει για μπάνιο στα 
λουτρά Ζέας.
 Πρόκειται για το γνωστό καλοκαίρι της βασιλικής οικογένειας 
που 
περιγράφεται 
αναλυτικά από την Πηνελόπη Δέλτα στο διήγημα
 "Τρελαντώνης". 
Τα τρία δωμάτια
 που αναγράφει η δημοσίευση ότι ενοικιάζει
 η Βασ. Όλγα
 βρίσκονται 
ουσιαστικά 
επί της πρώτης οικίας από τις επτά στη σειρά των Επαύλεων
 Τσίλλερ
 στην Καστέλλα


Ο Θεοδοσιάδης έστειλε λοιπόν στο κρατητήριο εκείνους που υπερασπίστηκαν
 τις σχετικές οδηγίες και διατάξεις και όχι εκείνους που απείλησαν και τράβηξαν 
όπλα. Οι τρεις επιχειρηματίες που το 1867 είχαν προβεί στη ενοικίαση των 
δημοτικών εγκαταστάσεων και που βρέθηκαν στα κρατητήρια ήταν οι Σπύρος
 Δημόπουλος, Βασίλειος Τζήλος και Γ. Φιλοσοφόπουλος. Οι τρεις συλληφθέντες
 πνιγμένοι από το άδικο και ευρισκόμενοι ακόμα μέσα στα κρατητήρια όπου 
είχαν οδηγηθεί, συνέταξαν μια επιστολή την οποία απέστειλαν προς
 δημοσίευση στην εφημερίδα «Χρονογράφο», στην οποία έγραφαν τα εξής:

«Κύριε Συντάκτα.

Εκθέσαντες εις το τελευταίον φύλλον σας τα εν τοις θαλασσίσις λουτροίς 
του Πασαλιμανίου συμβάντα, παραλείψατε την πλήρη εξιστόρησιν των γενομένων,
 όσα όλους ενδιαφέρουν και τα οποία έχομεν καθήκον οι υποφαινόμενοι
 να εκθέσωμεν.

Άγνωστοι εις ημάς την παρελθούσαν Τρίτην δύο νέοι, συνοδεύοντες ωραίαν 
κυρίαν τινά εβάδιζον προς τα γυναικεία λουτρά. Η επιστάτρια των γυναικείων 
λουτρών τους παρεικώλυσε, παρακαλέσασα τους προχωρούντας μετά της
 συνοδευομένης παρ΄ αυτών γυναικός, ν΄ αφήσουν μόνον την κυρίαν και να
 απέλθουν διότι ήτο ασυγχώρητος των ανδρών εις τα γυναικεία λουτρά η προσπέλασις. 

Οι ευγενείς όμως αυτοί κύριοι ουδόλως πειθόμενοι επροχώρουν. Τότε οι 
παρόντες εκ των υποφαινομένων εσπεύσαμεν να κωλύσωμεν τους βιάζοντες να 
χωρήσουν εις το αχώρητον. Αλλ΄ούτε εις τα παρατηρήσεις ημών οι ευγενείς 
ούτοι κύριοι Ζητουνίτης κλπ. Επείθοντο αλλά συν ταις ύβρεσιν εξήγαγον 
καθ΄ ημών και όπλα, ότε εδέησε να επέμβη ο αστυνομικός κλητήρ, 
ο οποίος αφήρεσε των αυθαδών και ανηθίκων τούτων ανθρώπωντα όπλα, 
διαλύσας την περίεργον και πρωτοφανή ταύτην σκηνήν, ην αναιδώς παρέστησαν
 οι περί όν ο λόγος κύριοι. 

Αλλ΄ ούτοι είχον την προστασίαν του υπαστυνόμου Πειραιώς κ. Θεοδοσιάδη,
 όστις προς δικαίωσιν αυτών συνέλαβε και απήγαγεν ημάς εις τας φυλακάς,
 διότι εκτυπήσαμεν και εξυβρίσαμεν, όπως μανιωδώς εκραύγαζεν 
ο βουλευτής ή γερουσιαστής, διότι ήμεθα κακούργοι.

Αν τοιαύτη διαγωγή, τοιαύτη διαχείρισις της αστυνομικής εξουσίας είναι 
ανεκτή και συντελεστική προς εμπέδωσιν του προς τους νόμους σεβασμού, 
τούτο απεφύγομεν να εξετάσωμεν. Κύριε Συντάκτα, αφίνομεν δε να κρίνη περί
 τούτου η Πειραϊκή κοινωνία και να συμπεράνη ποία δύναται να είναι τα 
επακόλουθα τοιαύτης ενεργείας.
Σπύρος Δημόπουλος
Βασίλειος Τζήλος
Γ. Φιλοσοφόπουλος».

Ο διαχωρισμός των ανδρών από τις γυναίκες στα θαλάσσια λουτρά και
 η απαγόρευση των «μπαιν μιξτ» θα διαρκέσει πολλά χρόνια αργότερα. 
Ακόμα και όταν κέντρο θαλάσσιων λουτρών θα γίνει το Νέο Φάληρο, από το
 1875 και έπειτα, και εκεί θα εφαρμοστούν κανόνες που αποβλέπουν στην
 προστασία της ηθικής. 

Όπως γράφει ο Κώστας Ουράνης (εφημερίδα «Κυριακή Ελευθέρου Βήματος»
 φ. 7 Αυγούστου 1927) ο περιούσιος λαός, έπρεπε να μείνει άθικτος από την
 ευρωπαϊκή διαφθορά, μια από τις εκδηλώσεις της οποίας ήταν και τα
 "μπαιν μιξτ". Διότι αν καταλυόταν ο διαχωρισμός των θαλασσίων λουτρών,
 θα ήμασταν χαμένοι και ως κράτος και ως άνθρωποι και ως φυλή. 

Πάντα η απόσταση μεταξύ των ανδρικών από τα γυναικεία λουτρά ήταν 
ανάλογη της απόστασης Ρίου – Αντίρριου. Και συνεχίζει ο Ουράνης γράφοντας 
στη συνέχεια τα κάτωθι:

«Μη έχοντας στη ζωή μας τη γυναίκα, πάντα την σκεπτόμασταν, πάντα την 
κυνηγούσαμε στο το βιβλίο, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, η φαντασία μας 
οργίαζε με αυτήν, τα μάτια μας έκαιγαν από φλόγες όταν τύχαινε να δούμε 
ένα τέταρτο της κνήμης της κι έτσι σκεπτόμενοι αυτήν διαρκώς δεν είχαμε 
καιρό να σκεφτούμε οτιδήποτε άλλο. 

Παρόμοιο μαρτύριο μόνο οι ερημίτες των πρώτων χριστιανικών χρόνων είχαν
 γνωρίσει, αλλά αυτοί τουλάχιστον πίστευαν στη σωτηρία της ψυχής…. Σήμερα
 (δηλαδή το 1927 που ο Ουράνης γράφει το άρθρο), χάρις στο ντάνσινγκ, χάρις
 εις την επαφή των δύο φύλων, ο νεοέλληνας, το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα, 
αρχίζει να ζει.



Βλέπω όλον αυτό τον κόσμο στα μπαιν μιξτ του Φαλήρου, όταν είναι μέσα στα νερά,
 κι όταν βγαίνουν απ΄ αυτά. Τα μάτια όλων έχουν τόσο εξοικειωθεί με το θέαμα 
των γυναικών, ώστε κανείς πια να μη δίδει την παραμικρότερη προσοχή στα 
πράγματα αυτά που σε άλλη εποχή, εάν τύχαινε να τα δει, θα τον έκαναν
 δυστυχισμένο επί ολόκληρες εβδομάδες. Άνδρες και γυναίκες μπαινοβγαίνουν 
στο νερό, ξαπλώνονται στην άμμο, παίρνουν το ούζο τους με κοστούμι του 
μπάνιου στις παράγκες της ακτής, γελούν, αστειεύονται, χαίρουν, χωρίς να
 ταλανισθούν ούτε επί στιγμή από το παλαιό δάγκαμα του πόθου. 



Όλοι αυτοί δεν είναι μόνο απελευθερωμένοι άνθρωποι, είναι ελεύθεροι άνθρωποι 
διότι ξεπέρασαν και αυτή τη γαλήνη που δίνει η δυνατότητα της ικανοποίησης 
και έφτασαν στη γαλήνη της εξοικειώσεως και της φιλικής συμβιώσεως 
μεταξύ των, άνδρες με γυναίκες…».
του Στέφανου Μίλεση
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>