Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Η κοσμική Αθήνα στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια

$
0
0



Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρονιά, καθώς οι Γερμανοί  και ο Εμφύλιος αποτελούσαν παρελθόν, η καλούμενη bonne société d’Athènes, (μιλούσαν ακόμη τότε τη Γαλλική στα επώνυμα σαλόνια), θέλοντας να ξορκίσει όσα φοβερά είχε βιώσει λίγο καιρό πριν, φόρεσε τα  καλά της και με κάθε ευκαιρία που της δινόταν, οργάνωνε  χορούς και δεξιώσεις στα σπίτια της αλλά και στα μεγάλα αθηναϊκά ξενοδοχεία της Πλατείας Συντάγματος, τη «Μεγάλη Βρετανία» και το «King George»,  και της Κηφισιάς, το «Απέργη», το «Cecil» και το «Πεντελικόν», που τον Δεκέμβριο του 1944 είχαν υποστεί μεγάλες καταστροφές από τους άνδρες της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.



Γράφει ο Ευγένιος Πιέρρης
Το τίμημα σε ανθρώπινες ζωές που πλήρωσε η Ελλάδα στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν από τα βαρύτερα στην Ευρώπη. Εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί από τις πολεμικές συγκρούσεις σε ξηρά και θάλασσα, από τους βομβαρδισμούς, την πείνα και τις εκτελέσεις, από το μαρτυρικό Ολοκαύτωμα και το μεγάλο ξεκλήρισμα στα στρατόπεδα του Θανάτου. Και σαν να μην έφθαναν αυτά τα δεινά ακολούθησαν τα χρόνια του Εμφυλίου για να συμπληρώσουν με αίμα, μίση και τρόμο, τη φρίκη της ναζιστικής συμφοράς που τόσο βάναυσα είχε διαλύσει τη χώρα.
Έτσι, όταν απελευθερώθηκε ο τόπος από τις γερμανικές ορδές και έληξε ο Εμφύλιος σπαραγμός, οι Έλληνες, σε όποια κοινωνικοοικονομική τάξη και αν ανήκαν, ένοιωσαν -καθώς έφευγε από πάνω τους το βάρος του πολέμου- την ανάγκη να γίνουν ξανά δημιουργικοί άνθρωποι και να χαρούν, ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, την κάθε στιγμή της καθημερινότητάς του.

Και αυτό το ξέσπασμα δημιουργίας και χαράς της ζωής εκδηλώθηκε κυρίως στις μεγάλες πόλεις της χώρας και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Και φυσικά το βίωσαν εντονότερα οι «έχοντες και κατέχοντες» -η λεγόμενη «επάνω τάξη»- καθώς αυτοί διέθεταν περισσότερα μέσα (όσα βεβαίως τους είχαν απομείνει), από τον απλό καθημερινό πολίτη που είχε χάσει σχεδόν τα πάντα στη διάρκεια της μαύρης Κατοχής.
Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρονιά, καθώς οι Γερμανοί και ο Εμφύλιος αποτελούσαν παρελθόν, η καλούμενη bonne société d’Athènes, (μιλούσαν ακόμη τότε τη Γαλλική στα επώνυμα σαλόνια), θέλοντας να ξορκίσει όσα φοβερά είχε βιώσει λίγο καιρό πριν, φόρεσε τα καλά της και με κάθε ευκαιρία που της δινόταν, οργάνωνε χορούς και δεξιώσεις στα σπίτια της αλλά και στα μεγάλα αθηναϊκά ξενοδοχεία της Πλατείας Συντάγματος, τη «Μεγάλη Βρετανία» και το «King George», και της Κηφισιάς, το «Απέργη», το «Cecil» και το «Πεντελικόν», που τον Δεκέμβριο του 1944 είχαν υποστεί μεγάλες καταστροφές από τους άνδρες της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Δεξιώσεις οργανώνονταν ακόμη στην «Αθηναϊκή Λέσχη», το άδυτο των αδύτων του «επώνυμου» ανδρικού πληθυσμού, αλλά και στους «σικ» αθλητικούς ομίλους της Αθήνας που μετά τα «πέτρινα χρόνια» προσπαθούσαν να ορθώσουν ξανά το ανάστημά τους: τον τότε Βασιλικό Ναυτικό  Όμιλο Ελλάδος, τον Ελληνικό Ιππικό  Όμιλο στον Παράδεισο Αμαρουσίου, το Tennis Club στην Αθήνα και την Ελληνική Λέσχη Αυτοκινήτου και Περιηγήσεως, τη γνωστή μας «ΕΛΠΑ».
Ακόμη λαμπρές δεξιώσεις δίνονταν και στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ», του αρχαιότερου πολιτιστικού συλλόγου της πρωτεύουσας, που στη διάρκεια της Κατοχής «φιλοξενούσε», δια της βίας βεβαίως, το Γερμανικό Στρατοδικείο.
Σε κάποιες απ’ αυτές τις εκδηλώσεις του ιστορικού πολιτιστικού συλλόγου παρευρίσκονταν και οι βασιλείς, ο Παύλος και η Φρειδερίκη, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα κοινωνικοί σε αντίθεση με τον προκάτοχό τους, τον Γεώργιο Β’, που ήταν ένα αυστηρό και μάλλον κλειστό άτομο.
Στα πολυτελή μέγαρα της αθηναϊκής high society που διασώζονταν ακόμη τότε στην περιοχή των ανακτόρων, του Κολωνακίου και την Κηφισιά οργανώνονταν συχνά εντυπωσιακές χοροεσπερίδες όπως εκείνες της οικογένειας Σταθάτου στο αρχοντικό τους στη συμβολή των οδών Ηροδότου και Αλωπεκής. Φορώντας μακριά οι κυρίες και σμόκιν οι κύριοι έσπευδαν να επιδείξουν τις χορευτικές τους ικανότητες και να απολαύσουν ένα θαυμάσιο δείπνο πριν αρχίσει ο χορός. Στις ξακουστές βραδιές στους Σταθάτους προσφέρονταν στη ντάμα του καλλίτερου χορευτικού ζεύγους βαρύτιμα βραβεία, όπως ήταν το διαμαντένιο δακτυλίδι που κέρδισε μία φορά η καλλίγραμμος κυρία Μερκάτη έχοντας καβαλιέρο της τον Δημήτρη Ράλλη, έναν από τους πιο «σικ» κοσμικούς εκείνων των χρόνων.
Ενα από τα πιο μεγάλα κοσμικά γεγονότα της αθηναϊκής high society ήταν η καθιερωμένη πρωτοχρονιάτικη δεξίωση που παρέθετε στο αρχοντικό του στο Χαρβάτι το ζεύγος Λεβίδη, ο Μέγας Αυλάρχης Δημήτριος και η σύζυγός του Τούλα Μπότση. Και φυσικά οι καλεσμένοι τους ανήκαν στην κορυφή της πυραμίδας της τότε κοσμικής Αθήνας καθώς παρόντες πάντα σε αυτές τις λαμπρές δεξιώσεις ήταν οι βασιλείς. Έτσι και την Πρωτοχρονιά του 1961 το ζεύγος Λεβίδη οργάνωσε τη επίσημη δεξίωσή του και την επομένη έγραφαν οι κοσμικές στήλες σε γλώσσα καθαρεύουσα: «Οι Βασιλείς, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, οι τ. Βασιλείς της Ρουμανίας, η Βασιλομήτωρ Ελένη της Ρουμανίας, αι Πριγκίπισσαι Σοφία και Ειρήνη και ο Πρίγκιψ Μιχαήλ ετίμησαν το γεύμα και την εν συνεχεία δεξίωσιν που εδόθη την πρώτην του έτους υπό του Μεγάλου Αυλάρχου και της κ. Δημητρίου Λεβίδη εις την οικίαν των, εις το Χαρβάτι. Ακόμη παρευρέθησαν: Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως και η κ. Κ. Καραμανλή, ο υπουργός Εξωτερικών και η κ. Ευ. Αβέρωφ, η Μεγάλη Κυρία της Αυλής κυρία Μαίρη Καρόλου, ο Αυλάρχης της Βασιλίσσης και η κ. Παύλου Λελούδα, ο Τελετάρχης και η κ. Α. Σταθάτου, αι Κυρίαι επί των Τιμών κ. Κουντουριώτη και δνις Ελένη Κορυζή, ο στρατηγός Παπαδιαμαντόπουλος, ο ίππαρχος και η κ. Βλαδιμήρου Λεβίδη, ο επίτιμος Τελετάρχης και η κ. Ι. Ιατρίδη, ο κ. και η κ. Κ. Τσαλδάρη, πολλά μέλη του Διπλωματικού Σώματος […], ο πρίγκιψ Σαπιέχα, ο κ. και η κ. Χρήστου Ζαλοκώστα, ο κ. και η κ. Ι. Σερπιέρη ο κ. και η κ. Ρηζ και άλλοι και άλλοι».
Εντυπωσιάζει πράγματι το πόσοι φανταχτεροί τίτλοι και αξιώματα υπήρχαν στη Βασιλική Αυλή εκείνα τα τόσο δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια.
Είναι …πανελληνίως γνωστό ότι από τους πιο δραστήριους κοσμικούς της εποχής ήταν ο Ζάχος Χατζηφωτίου, ο οποίος με την ιδιότητα του δημοσιογράφου φρόντισε, πολλά χρόνια αργότερα, να αφήσει στο αναγνωστικό του κοινό, εν είδει παρακαταθήκης-αναμνήσεων, ένα εντυπωσιακό βιβλίο-αρχείο φωτογραφιών της αθηναϊκής κοσμικής ζωής το οποίο κυκλοφόρησε με τον τίτλο «ΙΑΚΧΟΣ», το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Ζάχος όταν έγραφε στο περιοδικό «Ταχυδρόμος».
Στις τότε παρέες του Ζάχου συγκαταλέγονταν η εκρηκτική Μελίνα Μερκούρη, η πάντα κεφάτη Μάγια Καλλιγά, η Λόλα Τσουκάτου και η αδελφή της Μαίρη Μπενάκη, η Μαίρη Πεσκετζή, τα ζεύγη Νίκης και η Τζίκα Φιλίνη, Γιώργος και Άννα Τακοπούλου, Λάλας και Μίκη Μεσολωρά και άλλες και άλλοι, τους οποίους ο περιορισμένος χώρος ενός άρθρου είναι αδύνατον να χωρέσει.
Ένας άλλος αρκούντως κοσμικός, τον οποίον όμως ο κόσμος γνώριζε ως σπουδαίο στρατηλάτη και όχι ως «οικότροφο» των σαλονιών, ήταν ο μεγάλος θαυμαστής του ωραίου φύλου Στρατάρχης και πρωθυπουργός της χώρας Αλέξανδρος Παπάγος, που ήταν πάντα καλεσμένος στις επίσημες δεξιώσεις. Παρά το αυστηρό του ύφος και τη στρατιωτική του νοοτροπία, ο Παπάγος απολάμβανε κατά βάθος τις κοσμικές συγκεντρώσεις, ιδίως αν τύχαινε να παραβρίσκονται εκεί κάποιες ωραίες κυρίες.
Αλλά η μεγάλη αδυναμία του Παπάγου ήταν η «Ωραία των Ωραίων», «La Belle des belles» όπως την αποκαλούσαν οι ακόμη τότε γαλλομαθείς Αθηναίοι, η περίφημη Νάντια Ρηζ, σύζυγος του προέδρου της «ΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΩΝ» Ουίλι Ρηζ.
Έγραφε ο Χατζηφωτίου για την κυρία Ρήζ: «Όταν η Νάντια Ρηζ έμπαινε σε μία δεξίωση ή σε ένα κέντρο, δεν υπήρχε περίπτωση άνθρωπος να κοιτάξει ο,τιδήποτε άλλο πέρα από αυτό το σπάνιας ομορφιάς πλάσμα». Και στα λόγια του αυτά δεν υπήρχε καμία υπερβολή γιατί η Νάντια ήταν πράγματι ο τέλειος συνδυασμός: «πλάσμα σπανιότατης ομορφιάς, και ανεπιτήδευτης αρχοντιάς».
To πιο αγαπημένο night club της υψηλής κοινωνίας εκείνα τα χρόνια ήταν η «Αθηναία» που τον χειμώνα λειτουργούσε σε μία υπόγα του επιβλητικού Μεγάρου Εμπειρίκου, στο νούμερο 6 της οδού Πανεπιστημίου, και το καλοκαίρι «κατέβαινε» στον Ιππόδρομο, στο ΔΕΛΤΑ του Παλαιού Φαλήρου.
H «Αθηναία» ήταν δημιούργημα μίας συντροφιάς γνωστών κοσμικών, μεταξύ των οποίων o αδελφός της Μελίνας, Σπύρος Μερκούρης, ο εκ Κερκύρας έλκων την καταγωγή, ξάδελφος του γράφοντος, κόντε Σπύρος Φλαμπουριάρης (καμία σχέση με τον γνωστόν πολιτικό κύριο Φλαμπουράρη – ένα «ι» κάνει όλη τη διαφορά), ο Άρης Πάμπανος, ο Γιώργος Δημητριάδης και ο βιομήχανος Νίκος Χαρίλαος, που είχε ταυτίσει τη ζωή του με το διεθνές jet set και την προβολή στο εξωτερικό, μέσω των απίστευτων γνωριμιών του, της πτωχής πλην εντίμου ακόμη τότε Ελλάδας. Ονόματα γνωστά και τρανταχτά στην μεταπολεμική Αθήνα και, πλέον, παντελώς άγνωστα στους σημερινούς «κοσμικούς». Εν πάση περιπτώσει, η «Αθηναία», υπό τη διεύθυνση ενός ικανότατου κηφισιώτη επιχειρηματία, του Κώστα Κατσίμπα, κέρδισε πολύ γρήγορα τα πρωτεία στη νυχτερινή ζωή της πόλης.
Ο θαυμαστός κόσμος της περίφημης υπόγας της Πανεπιστημίου 6, ζωντάνευε κάθε βράδυ με τις αξέχαστες φωνές του Γιάννη Βογιατζή και της Ζωίτσας Κουρούκλη και τους ρυθμούς της ορχήστρας του Λεβ Κανακάκη. Αλλά οι καλλίτερες και πιο τρελές στιγμές της ήταν στη διάρκεια του καρναβαλιού, τότε που μαζευόταν εκεί la Crème de la Crème (η «αφρόκρεμα») της Αθήνας. Τα γραφόμενα του Ζάχου Χατζηφωτίου σε ένα άρθρο του στην «ΕΣΤΙΑ» μαρτυρούν του λόγου το αληθές.
«Οι Απόκριες στην «Αθηναία», ειδικά γύρω στο 1950, τότε που, εκτός του Λεβ, έπαιζε και η καταπληκτική βραζιλιάνικη ορχήστρα του «Φον Φον», ήταν κάτι που δεν νομίζω να υπήρχε όμοιό του σε άλλο μέρος της γης. Το τέλος της Αποκριάς ήταν ένα τρελό πανηγύρι που κρατούσε για πολλά βράδια μέχρι τις πρωινές ώρες.
Ενδυματολογικώς εκείνες οι βραδιές απαιτούσαν φράκο για τους κυρίους, και «ντόμινα» με μάσκα και γάντια και πάσης φύσεως πανάκριβες γυναικείες τουαλέτες για τις κυρίες. Ιδιαίτερα τότε, οι μάσκες δημιουργούσαν περίεργες καταστάσεις που καταλήγανε σε κάποιες περιώνυμες γκαρσονιέρες, καθώς οι κύριοι υπόσχονταν να μη βγάλουν τις μάσκες από τις κυρίες.
Έτσι, όταν γύρω στα ξημερώματα επιστρέφαμε στην «Αθηναία» μετά από τους κρυφούς φλογερούς εναγκαλισμούς στις «φωλιές» μας, κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί μεταξύ μας, διότι οι μάσκες παρέμεναν στα πρόσωπα των κυριών μέχρι να επιστρέψουν σπίτι τους».
Η «Αθηναία» δεν ήταν το μοναδικό night club που συγκέντρωνε τους εκλεκτούς της πρωτεύουσας τις ημέρες των Αποκριών. Υπήρχαν και άλλα, μετρημένα στα δάκτυλα και πολύ καλά clubs, όπως το «Ακροπόλ» στο ομώνυμο ξενοδοχείο και το «Coronet», στο «King’s Palace» στη γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Πανεπιστημίου, που έμειναν γνωστά στην ιστορία της νυκτερινής Αθήνας για τα ξέφρενα αποκριάτικα πάρτυ τους.
Με τη φωτογραφία της μασκαρεμένης παρέας στο «Coronet» κλείνει αυτό το άρθρο που εξιστορεί, πολύ συνοπτικά είναι η αλήθεια, την κοσμική ζωή των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων της τότε αθηναϊκής High Society. Μίας Society που ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή …..«υψηλή κοινωνία» και σίγουρα πιο high απ’ αυτή των ημερών μας. Για ποιο λόγο τούτο το τελευταίο; Πολύ απλά, γιατί η παλιά «υψηλή κοινωνία» στηριζόταν κυρίως στη γνήσια και ανεπιτήδευτη αρχοντιά και το πραγματικό κοινωνικό status και όχι στη δύναμη του χρήματος που, φευ, είναι, εν πολλοίς, η βασική έγνοια των σημερινών «επωνύμων» και των λεγόμενων «μεγάλων οικογενειών» του 21ου αιώνα.


36 χρόνια από τότε που το «Μινιόν» έγινε στάχτη

$
0
0



Όσοι γεννήθηκαν λίγο πριν ή λίγο μετά από το 1980, δεν μπορεί παρά να έχουν συνδέσει τα Χριστούγεννά τους με το «Μινιόν». Κυλιόμενες σκάλες, ο Άγιος Βασίλης να μοιράζει δώρα, γνωστοί ηθοποιοί και καλλιτέχνες για φωτογραφίες με τα παιδιά, βόλτα στα λεγόμενα «περίπτερα» των εταιριών και κάτω από το δέντρο να περιμένει το δώρο με το γνωστό πορτοκαλί μοτίβο και τα ασπρόμαυρα γράμματα.
Γράφει ο Αιμίλιος Περδικάρης
Το «Μινιόν» ήταν το πρώτο πολυκατάστημα που έβαλε εκπτώσεις και προσφορές. Που έκανε διαφημίσεις σε όλα τα Μέσα, έντυπα και ηλεκτρονικά. Που καθιέρωσε τη λίστα γάμου και είχε ηλεκτρονικούς υπολογιστές για το πελατολόγιο και τις αποδείξεις. Και τόσα άλλα πολλά, που το έκαναν αγαπημένο και στα τέλη της δεκαετίας του '70 το είχαν βάλει στη λίστα με τα διασημότερα πολυκαταστήματα σε όλη την Ευρώπη.
Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 19 Δεκεμβρίου του 1980. Νύχτα Παρασκευής. Οι σειρήνες των πυροσβεστικών οχημάτων έσπασαν τη σιωπή στην - ήσυχη τότε - Πατησίων και την ευρύτερη περιοχή της Ομόνοιας. Το «Μινιόν» παραδίδεται στις φλόγες, μαζί με το πολυκατάστημα του «Κατράντζου» στη συμβολή Σταδίου και Αιόλου - απέναντι από τον «Λαμπρόπουλο». Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η φωτιά στον «Κατράντζο» λειτούργησε ως αντιπερισπασμός, αφού οι πυροσβεστικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν πρώτα προς τα εκεί και χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Η πυρκαγιά και στις δύο περιπτώσεις ξεκίνησε από τους υψηλότερους ορόφους, όπου βρίσκονταν τα πλέον εύφλεκτα υλικά, ενώ μάρτυρες λένε ότι άκουσαν εκρήξεις.
Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική. Από το «Μινιόν» απέμεινε μόνον ο σκελετός του κτιρίου, ενώ το κτίριο του «Κατράντζου» κατέρρευσε (σ.σ.: και μέχρι σήμερα, το οικόπεδο παραμένει «στοιχειμένο» και άχτιστο).
Το χτύπημα αποδίδεται σε μια πρωτοεμφανιζόμενη αναρχική-τρομοκρατική οργάνωση ονόματι «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης '80». Ωστόσο, αποδοκιμάζεται τόσο από τον ΕΛΑ όσο και από τη «17 Νοέμβρη» και τυπικά για την Αστυνομία παραμένει έως σήμερα ανεξιχνίαστο. Ο ΕΛΑ κατηγόρησε συγκεκριμένα πρώην μέλη του που είχαν αποχωρήσει ότι βρίσκονταν πίσω από την επίθεση στα αθηναϊκά πολυκαταστήματα, ενώ η 17Ν σε προκήρυξή της έκανε λόγο για «επιθέσεις επιχειρησιακά ασυντόνιστες, όχι κατάλληλα προετοιμασμένες και πολιτικά επιβλαβείς».
Ο «Οκτώβρης 80» είχε άλλη άποψη, όμως: «Κάθε επιχείρηση, έτσι και αυτές στηρίζονται στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται την ανάγκη των προλετάριων να έχουν ένα εισόδημα για να ζήσουν και τους στριμώχνουν στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια», ανέφερε μεταξύ άλλων η προκήρυξη που έστειλε στις εφημερίδες. Η Αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη ενός υπόπτου, αλλά αφέθηκε ελεύθερος, καθώς δεν προέκυψαν σε βάρος του επιβαρυντικά στοιχεία. Αργότερα, συνέλαβε δύο αδελφές, την Αικατερίνη και την Ευαγγελία Τσαγκαράκη, επειδή η μία σχετιζόταν με άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου. Μολαταύτα, ο ανακριτής της υπόθεσης, Μιχάλης Μαργαρίτης (σ.σ.: ένας από τους δικαστές της 17Ν μετέπειτα) δεν βρήκε επιβαρυντικά στοιχεία και τις άφησε ελεύθερες.
Το περιστατικό συγκλονίζει το πανελλήνιο και φτάνει ακόμη και στη Βουλή, με αποτέλεσμα να γίνει αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγορεί την κυβέρνηση Ράλλη ότι «επιτρέπει σε παρακρατικά και εγκληματικά στοιχεία να επιδίδονται σε καταστροφές που θίγουν επαγγελματίες και εργαζόμενους», ενώ το ΚΚΕ μιλά για «σκοτεινή υπόθεση». Ο Γεώργιος Ράλλης, που λίγες ώρες πριν από την πυρκαγιά υπερασπιζόταν στη Βουλή τον πρώτο και τελευταίο προϋπολογισμό της πρωθυπουργικής του θητείας, απαντά στον Ανδρέα Παπανδρέου, μιλώντας για «εκμετάλλευση του τραγικού γεγονότος». Σκηνές από τα προσεχώς, δηλαδή...
Το «Μινιόν» αναγεννάται από τις στάχτες του. Περνά στον οργανισμό για τις «προβληματικές επιχειρήσεις» το 1983 και γρήγορα αποκτά τη χαμένη του αίγλη. Ο ανταγωνισμός, όμως, είναι σκληρός και τα οικονομικά προβλήματα κάνουν την εμφάνισή τους στις αρχές της δεκαετίας του '90. Έτσι, έζησε μέχρι το 1998, γράφοντας μια λαμπρή ιστορία από τον άνθρωπο που ξεκίνησε την επιχείρηση από ένα... περίπτερο στην Ομόνοια, το 1934. Τον Γιάννη Γεωργακά, ο οποίος για τους περίπου 1.200 εργαζομένους του «Μινιόν» ήταν σαν πατρική φιγούρα και όχι ένας ψυχρός εργοδότης. Και το «Μινιόν» ήταν κάτι σαν παιδί του.
Το κτίριο σήμερα παραμένει κλειστό, καλυμμένο με μουσαμάδες και μόνο το σκελετό του να έχει ανακατασκευαστεί. Επρόκειτο να στεγάσει τις υπηρεσίες του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σε μια προσπάθεια εξοικονόμησης του κόστους των ενοικίων του, αλλά έως σήμερα οι εργασίες δεν έχουν προχωρήσει και η μετεγκατάσταση έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες.
Για όλους εμάς, μια όμορφη ανάμνηση. Ακόμα μία ωραία ανάμνηση από τη «αθώα» δεκαετία του '80, η οποία συνόδευσε τα παιδικά μας χρόνια κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τότε, που ήταν... αλλιώς.

ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ...Κολωνάκι

$
0
0


«Όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο τον κοσμάκη,
Και όλοι έχουμε καρδιά, Λαός και Κολωνάκι»
Οι Παλιοί Αθηναίοι έλεγαν «Κολωνός και Κολωνάκι» όταν ήθελαν να αντιδιαστείλουν τις δύο τάξεις. Το Κολωνάκι ήταν και παραμένει σε όλους γνωστό σαν η αριστοκρατική συνοικία της Αθήνας. Ξεκινά από την Πανεπιστημίου και φθάνει μέχρι το «Μαιευτήριο Έλενα». Αρχίζει και από τον Λυκαβηττό και κατηφορίζει μέχρι την Βασιλίσσης Σοφίας. Με τα Ανάκτορα, τη Βουλή, τα λαμπρά νεοκλασικά μέγαρα που φιλοξενούσαν  την αριστοκρατία και τους νεόπλουτους της πόλης και τις πρεσβείες ολόγυρα, τι άλλο θα μπορούσε να ήταν παρά μια πολύ «καλή» και ακριβή συνοικία.

Όταν το Κολωνάκι δεν ήταν και τόσο αριστοκρατικό

Και όμως, στις σπάνιες φωτογραφήσεις της περιοχής πριν το 1900, βλέπουμε ένα έρημο, άνυδρο τοπίο, που έφτανε μέχρι το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη. Το έλεγαν τότε «Κατσικάδα» και το νέμονταν Λιδωρικιώτες γαλατάδες που, μετά τη βοσκή, γύρναγαν τους πιο κοντινούς οικισμούς και άρμεγαν το γάλα «παρουσία του πελάτη». Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας που πρότερα ονομαζόταν Λεωφόρος Κηφισίας, είχε τότε την ονομασία «Δρόμος του Μαραθώνος».

Το… κολωνάκι του Κολωνακίου!

Υπήρξαν ακόμη πιο παλιές εποχές, που την τουρκοκρατούμενη ταλαίπωρη πολίχνη θέριζαν κάθε λίγο και λιγάκι επιδημίες. Οι άκρως θρησκόληπτοι, τότε, Αθηναίοι έκαναν λιτανείες προς τον Ύψιστο. Για να εισακουσθούν δε ευμενέστερα, θυσίαζαν και κανένα μοσχαράκι. Ακολούθως «φύτευαν» και μια δίμετρη κολώνα σαν αναμνηστικό σύμβολο. Είχε γεμίσει η Αθήνα τέτοια κολωνάκια. Ένα τέτοιο βρέθηκε τότε και στον οικισμό που εξετάζουμε. Η ονομασία έμεινε! Αν ανηφορίζατε την Ηροδότου και φθάνατε στη «Δεξαμενή», θα συναντούσατε το κολωνάκι του Κολωνακίου αναστηλωμένο στην δεξιά κλίμακα. Σήμερα το έχουν στην ομώνυμη πλατεία.

Μιλώντας για την «Δεξαμενή» να πούμε ότι ήταν μέρος του Αδριάνειου Υδραγωγείου και μάζευε το νερό που ερχόταν από τους Αμπελοκήπους.  Με υψόμετρο τα 165 μέτρα, αποτελούσε ιδανικό σημείο για την μετέπειτα διανομή του. Η συγκεκριμένη τοποθεσία είχε πράσινο και φυσικά, την ωραιότερη θέα.

Τα Κολωνακιώτικα κέντρα «κοινωνικής συνάθροισης»

Δεν άργησαν έτσι να ξεφυτρώσουν και τα πρώτα κέντρα «κοινωνικής συνάθροισης»: πρώτα η παράγκα του κυρ-Γιάννη και αργότερα η «Τέρψη». Το «καφενείο» του Κυρ-Γιάννη αναβαθμίστηκε σε διανοουμενίστικο στέκι, αφού εδώ έπιναν τον «ερατεινό» τους ο Παπαδιαμάντης, ο Βάρναλης, ο Σουρής, ο Καζαντζάκης, ο Κονδυλάκης και πολλοί άλλοι λόγιοι. Από τον Κώστα Βάρναλη έχουμε και μια μικρή περιγραφή της «Δεξαμενής»:

«Εκεί απάνου βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρόν αέρα, τον ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, που με μεθούσε με τη γαληνάδα του και τ’ αστράμματά του, τον καλύτερον εαυτό μου…

»Η Δεξαμενή τότε, είχε όλη της τη φυσική ομορφιά. Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες, δεν ήταν σφιγμένη σε… κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα. Χαιρότανε το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία.

»Οι λεύκες της, ψηλές και ρωμαλέες, από τις ωραιότερες της Αθήνας, χαρίζανε το δροσερό τους ίσκιο στους ερημίτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια βρύση στη μέση έτρεχε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και αχολογούσε φλύαρα και χαρούμενα σαν ένα πλήθος από πουλιά.

»Τις νύχτες του φθινοπώρου, όταν φυσούσε ο βοριάς και βογκούσανε οι λεύκες και τα πεσμένα φύλλα χορεύανε, ο αχός της βρύσης έπαιρνε τον πιο μελαγχολικό τόνο. Σχεδόν με τρόμαζε».

Η αριστοκρατική μεταμόρφωση του Κολωνακίου

Μετά το 1900 άρχισε το Κολωνάκι να μορφοποιείται. Ένας βασικός παράγων προόδου ήταν και η λειτουργία του μεγαλύτερου νοσοκομείου της πόλης, του «Ευαγγελισμού» (1884). Μετά το 1918 ξεκινούν στην Πατριάρχου Ιωακείμ να ανεγείρονται και οι πρώτες, πολυτελούς κατασκευής, πολυκατοικίες. Η πλατεία Φιλικής Εταιρείας (πλατεία Κολωνακίου) γέμισε παντοπωλεία, καφενεία, φούρνους, μανάβικα, ζαχαροπλαστεία, εμπορικά, ωραίες Ατθίδες, Δανδήδες και Λιμοκοντόρους.

Μονολογούμε έτσι κι εμείς μαζί με τον Γιώργο Μητσάκη και με έντονη φιλοσοφική διάθεση:

«Που σαι Σωκράτη, δάσκαλε, να δεις το Κολωνάκι,
Οι μαθητές σου σήμερα βαστούν … κομπολογάκι»
Είμαστε πια στο 1930. «Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν κι’ οι καιροί», όπως λέει και το τραγούδι. Στη «Δεξαμενή»  δεσπόζει πλέον το κοσμικό κέντρο «Παράδεισος» ενώ το αεράκι, οι λεύκες και η ωραία θέα προς την πόλη, την Ακρόπολη και τον Σαρωνικό είναι τα μόνα που έμειναν αναλλοίωτα. Με το δημοσιογράφο «Σύλβιο» της «Αμάλθειας», της Σμυρνιώτικης εφημερίδας που έφτασε κι αυτή παρέα με τους άλλους πρόσφυγες, επιχειρούμε μια επίσκεψη στον νέο ντάνσιγκ της «Δεξαμενής». 

Ευκαιρία να μελετήσει κανείς τη νέα καθημερινότητα, τις νέες αντιλήψεις περί διασκέδασης και προπάντων, τους πρωτόγνωρους ανθρώπινους χαρακτήρες:

«Μίαν ευγενικήν πρόσκλησιν δια τα εγκαίνια του «Παραδείσου», ευρήκα επάνω στο γραφείο μου. Μια πρόσκλησις δια τον Παράδεισον δεν είναι σύνηθες πράγμα. Πρέπει να την αγοράσης ή με αγαθοεργία ή με κανένα εισιτήριο εκ μέρους του Πάπα. Στην προκειμένη περίστασιν ο «Παράδεισος» ήτανε κέντρον κοσμικόν, ντάνσιγκ της Δεξαμενής ώστε δεν εχρειάζοντο και τόσαι δυσκολίαι δια την είσοδον.

»Εφοδιασμένοι με το προσκλητήριον εξεκινήσαμεν μ’ένα καλόν μου φίλον, πεζή δια τον «Παράδεισον». Και στον Παράδεισον κανείς χωρίς συντροφία δεν μπορεί να κάνη. Δια της οδού Λυκαβηττού εφθάσαμεν στα υψώματα της οδού Αναγνωστοπούλου και σε λίγο ευρισκόμεθα προ της πύλης του «Παραδείσου».

»Κανένας Άγιος Πέτρος δεν κρατούσε τα κλειδιά. Η είσοδος ήταν ελευθέρα. Μόλις εισερχόμεθα ηκούσαμεν ψαλμωδίας, όχι δυστυχώς αγγέλων υμνούντων τον Κύριον, αλλά κάποιου ιερέως τελούντος τον αγιασμόν του καταστήματος.

»Θαυμάσιος άνθρωπος ο Διευθυντής του «Παραδείσου». Πριν αρχίση την εργασίαν, προσφέρει σπονδάς εις τους εφεστίους θεούς και κεράσματα εις τους ανεστίους πολίτας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγομαι.

»Από την ωραίαν ταράτσα του κέντρου, βλέπει κανείς το πανόραμα της Αθήνας ξαπλωμένης μέσα στη σκόνη. Εδώ επάνω αναπνέεις λίγο πεύκο, λίγο θυμάρι, κάποια δροσιά. Η Ακρόπολη φαίνεται μέσα στα κόκκινα σύννεφα της Δύσεως, σαν λευκόν όνειρον. Εδώ ο Υμηττός μενεξεδένιος, εκεί η γλαυκή γραμμή του Σαρωνικού, η Πάρνης δεξιά και από πάνω σαν πελώρια τούρτα ο Λυκαβηττός με το λευκό εκκλησάκι του. Από μακρυά ακούεται το μουρμούρισμα των νερών της Δεξαμενής και μέσα στο σαλόνι του «Παραδείσου», ευθύς μετά τον αγιασμόν, η μουσική του τζαζ-μπαντ αρχίζει το στερεότυπο φοξ-τροτ.

»Η διακόσμησις της αιθούσης, θαυμασία, κομψή, νεωτερίζουσα, με χρωματιστά αμπαζούρ, με λεπτά κοσμήματα, με τοιχογραφίες αρ-νουβώ, με μικρά αναπαυτικά σεπαρέ, παραπετάσματα, βάζα, άνθη. Ένα μικρό σαλονάκι ανατολίτικο στο βάθος με διβάνια τριγύρω, χαμηλά τραπεζάκια, πολύχρωμα μαξιλαράκια, φωτισμένα με κόκκινα λαμπιόνια στους τοίχους, περίφημα τζάμια της Πόλης σε μικρές ακουαρέλλες. Με τι γούστο όλα τριγύρω.

»Μια χαριτωμένη σουμπρέτα και όλα τα γκαρσόνια καλοβαλμένα σερβίρουν το τσάι. Ο Διευθυντής με κομψό σμόκιν περιποιείται τον κόσμον, προσφέρων γλυκά, σάντουιτς, μπύρα, λεμονάδας και όλα τζάμπα. Μα είναι σωστός Παράδεισος εδώ μέσα.

»Τα κορίτσια αρχίζουν να κινούνται. Ο χορός ζωηρεύει. Οι νέοι διεκδικούν τους χορούς μιας όμορφης Σμυρνιάς. Αχ! αυτές οι Σμυρνιές. Πανταχού παρούσαι.

»Σ’ένα τραπέζι αρχίζουν αι προπόσεις:

-Εις υγείαν των αγγέλων του Παραδείσου.

-Εις υγείαν του Κυρίου… Αντουάν.

-Εγώ πίνω υπέρ του «Παραδείσου» της Δεξαμενής.

-Εγώ υπέρ της Δεξαμενής του «Παραδείσου» που βγάζει τέτοια μπύρα!

»Η ζωηρότης εξηκολούθησε χωρίς να παρουσιασθή κανένας απηγορευμένος καρπός να φέρη σκάνδαλα στον Παράδεισο.

»Φεύγοντας ησθάνθηκα την υποχρέωσιν να ευχαριστήσω και να συγχαρώ τον Διευθυντή.

-Είσθε ξένος; τον ηρώτησα.

-Κωνσταντινοπολίτης.

»Ήμουν βέβαιος. Λίγη καινοτομία και πρόοδος πάντοτε απ’έξω μας έρχεται».

Από τον «Παράδεισο» της Δεξαμενής κατευθείαν στην κόλαση!

Πανέξυπνος ο δημοσιογράφος, κατάλαβε ότι πραγματική εικόνα δεν παίρνει κανείς στα εγκαίνια, με παπάδες και τραταρίσματα! Επανήλθε λοιπόν μετά από μερικές ημέρες…

«Μέσα στην μυρωμένην ατμόσφαιραν του «Παραδείσου» της Δεξαμενής, ο φοξτρότειος άνεμος εκινούσε τα φύλα ρυθμικά και έκανε τους διάφορους καρπούς –απηγορευμένους και μη- δελεαστικότερους.

»Η Εύα-αρτίστα καθισμένη στο σεπαρέ και περιστοιχούμενη από τέσσερας Αντάμηδες, επεδείκνυε με περηφάνεια όχι την γυμνήν χάριν της, αλλά την ντυμένην γυμνότητά της: μία ρόμπα-υποκάμισο χωρίς μανίκια, ένα καπελλάκι για τ’αδιάκριτα… μάτια της και μία καπ για τα ντεκολτέ της.

»Ο δημοσιογράφος ψάρευε συγκινήσεις. Με την φαντασίαν του γινότανε φίδι για να τυλιχθή γύρω στο μπράτσο της Εύας, και ξαφνικά χανότανε μέσα στους ήχους της μουσικής και στον καπνό του τσιγάρου.

»Μονομαχία εγίνετο μεταξύ δύο νεαρών χορευτών.

-Το φοξ-τροτ μαζύ μου!

-Το ταγκό μ’εμένανε.

-Ένα ουάν-στεπ;

-Θα βαλσάρωμε μαζύ;

»Η γυναίκα-Εύα επιδαψίλευε τας περιποιήσεις της και στους δύο, μα καθένας χωριστά ζητούσεν αποκλειστικότητα, μονοπώλιο.

»Ο δημοσιογράφος ρωτά μία στιγμή:

-Ποιος από τους δύο;

»Εκείνη διπλωμάτις του ξεφεύγει.

-Δεν λέω ποτέ την γνώμη μου για κανένα.

»Και όμως χορεύει και με τους δύο, γελά και με τους δύο, διασκεδάζει με τους δύο, γλυκοκοιτά και τους δύο, αστειεύεται και με τους δύο.

-Επέρασα θαυμάσια σήμερα κοντά σας, λέγει ο ένας.

-Αυτό μ’ευχαριστεί. Θαυμάσια όσο και την περασμένη φορά;

-Όχι, πολύ καλύτερα. Και φαντάζομαι πως την ερχομένη θάναι ακόμη πιο καλά.

»Ιδού μια έμμεσος πρότασις για νέα συνάντηση.

-Ναι την ερχομένη, ακριβώς, λέγει εκείνη.

»Ο άλλος-χορεύοντας:

-Πότε θα σας ξαναδούμε;

-Μα όταν θέλετε. Να σχεδιάσουμε κάτι.

»Το μήλο πλησιάζει μόνο κάτω από την μύτη τους. Αισθάνονται την μυρωδιά, μα δεν δοκιμάζουν την γεύσι.

»Ξαφνικά δείχνεται θερμότερη στον ένα, τον φορτώνει με κοπλιμέντα, μιλά γι’αυτόν μπροστά σ’όλους, τον τρώει με τα μάτια, τον ρωτά μ’ενδιαφέρον για διάφορα ζητήματά του και ξεχνιέται στην κουβέντα του.

»Ο άλλος πεισμώνει, κακιώνει.

»Ο δημοσιογράφος επεμβαίνη πάλι. Της λέγει σιγά:

-Επηρεάσθηκες;

»Εκείνη ξεσπά σε γέλοιο.

-Επέσατε όλοι στην παγίδα! Το έκανα για να ζηλέψη ο άλλος, ο οποίος μ’ενδιαφέρει περισσότερο.

»Και φεύγει με γέλοια και χαιρετά όλους, και αφίνει να συνοδευθή λίγο από τον πρώτον για να πειράξη τον δεύτερον...

»Την ίδια βραδυά κάθεται σ’ένα θεωρείο του θεάτρου μ’ένα τρίτο γερο-χρηματιστή.

»Τα μήλα του Παραδείσου αγοράζονται σήμερα και ακολουθούν τον υψωμό της Αγγλικής λίρας. Είνε πράγματι απηγορευμένοι καρποί για τους περισσοτέρους».

Τηλεφωνικές φάρσες ή αλλιώς Πριν εφευρεθεί η αναγνώριση κλήσης!

$
0
0




Τι τραβούσαν οι συνδρομητές το 1937… Ανέκαθεν οι νεαροί της Παλιάς Αθήνας σκάρωναν σαν μικρά παιδιά κάθε είδους φάρσα, που συναγωνιζόταν σε ευρηματικότητα η μία την άλλη. Φαίνεται, όμως, ότι τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα τηλέφωνα, κάποια στιγμή οι φαρσέρ βρήκαν τον δάσκαλό τους…

«Προσοχή!

Έως τώρα μερικοί φαρσέρ –πολύ κρύοι ή και μερικοί πολύ κακοήθεις- έπαιζαν με το αυτόματο τηλέφωνο παιγνίδια εις βάρος άλλων, κατά κανόνα αγνώστων και αξιοτίμων συμπολιτών…

Δηλαδή;

Ιδού τι εξωφρενική φάρσα επαίχθη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς εις βάρος ενός από τους πλέον γνωστούς βιομηχάνους μας.

Αναγνώσατε και φρίξατε:

Ο εν λόγω βιομήχανος παρέθεσε μέγα δείπνον επ’ ευκαιρία της εορτής. Μεταξύ των άλλων μελών της πλουτοκρατίας προσεκάλεσε και ένα σημαίνοντα ξένον διπλωμάτη, από τα πλέον συμπαθητικά μέλη του Διπλωματικού Σώματος.

Ήρχισεν η παρέλασις του μενού –πλουσίου καθ’ όλα. Από την ποικιλίαν των όρντ έβρ έως τα επιδόρπια.

Δείπνον λουκούλλειον!

Παραδόξως ο σερβίρων υπηρέτης όταν έφθανεν εις τον ξένον διπλωμάτην τον παρέκαμπτε και προσέφερε την πιατέλλα εις τον αμέσως επόμενον κύριον…

Ένα φαγητόν, δύο, τρία, τέσσερα…

Το ίδιο!

Επανελαμβάνετο η ίδια κίνησις του υπηρέτου προφανώς υπακούοντος εις διαταγήν της οικοδεσποίνης…

Ο ατυχής διπλωμάτης με τρόμον έβλεπεν ότι έμενε νηστικός, ενώ ήκουεν, με μαρτύριον Ταντάλου, να κρούωνται φαιδρώς και χαρμοσύνως αι σιαγώνες των συμποσιαστών.

Το ίδιο συνέβη και με τα κρασιά…

Ενώπιον του κ. διπλωμάτου είχε τοποθετηθή ποτήριον καθαρού ύδατος, ποτού καταλλήλου διά τους βατράχους, ενώ οι υπόλοιποι συνδαιτημόνες ερρόφων καμπανίτην και βορδιγάλην και οίνους Δυζού…

Περί το τέλος –εις τα φρούτα- ιδιαίτερος υπηρέτης εκόμισε και ετοποθέτησε πρό του κ. διπλωμάτου πιάτο πλήρες λαπά από νερόβραστον φιδέν.
Επί τέλους ο κ. διπλωμάτης έχασε την υπομονήν του και ηρώτησε:

-Γιατί σε μένα αυτή η δίαιτα;

Η οικοδέσποινα απήντησε:

-Μά κατ’ επιθυμίαν σας, εξοχώτατε!

-Πως αυτό;

-Χθές μας ετηλεφώνησαν από την Πρεσβείαν σας, εξοχώτατε, ότι πάσχετε από το στομάχι σας και ότι κάμνετε δίαιταν. Και ότι θα μας τιμήσετε μεν διά της παρουσίας σας αλλά δεν θα δεχθήτε παρά μόνον ζωμόν.

Ο αναγνώστης μου εννόησεν τι είχε συμβή: Φάρσα αγνώστου διά του τηλεφώνου.

***

Άλλο:

-Ντρίννν

Παίρνετε το ακουστικόν ανύποπτος:

-Εμπρός.

-Ο κ. Τάδε;

-Εγώ, τι θέλετε;

-Θέλω να σας στείλω στο φρενοκομείο!

Φάρσα κακοήθους…

Άλλοι φαρσέρ εσυνήθιζαν έως τώρα να να ζητούν εις τον «Τηλεφωνικόν Οδηγόν» αριθμούς γνωστών κυριών της αριστοκρατίας.

-Η μαντάμ Δείνα;

-Μάλιστα.

-Απόψε θα έρθω να σας φιλήσω!

Ή έπαιρναν αριθμούς ζηλοτύπων  και Οθέλλων συζύγων:

-Ο κ. Τάδε;

-Μάλιστα.

-Η γυναίκα σας σάς απατά!

Από τούδε όμως και εις το εξής αι αισχραί και κακοήθεις φάρσαι των αγνώστων δεν θα επαναληφθούν. Ακριβώς δια να προλάβη αυτά τα έκτροπα η Εταιρία εφρόντισε να προμηθευθή από την Αγγλίαν μηχάνημα τελευταίου συστήματος που προώρισται να θέση τελείαν και παύλαν εις τα κόλπα αυτών των διαφόρων Ρωμηών.

Και ιδού πώς:

Το μηχάνημα αυτό –τοποθετημένον εις το κέντρον- θα φανερώνη τον αριθμόν του τηλεφώνου από τον οποίον εκπορεύεται το τηλεφώνημα.
Και αν η τηλεφωνική συνδιάλεξις αποτελεί φάρσαν ή κακοήθειαν τότε θα διώκεται ποινικώς ο ιδιοκτήτης του τηλεφώνου, ο οποίος –πολύ λογικά- θα θεωρήται υπεύθυνος δια τα τηλεφωνήματα της συσκευής του.

Όθεν:

Όταν παραδίδωμεν το τηλέφωνόν μας εις τρίτον θα προσέχωμεν τι τηλεφωνεί δια να μην εύρωμεν τον μπελάν μας.»

«Ελληνικόν Μέλλον»,  1937

Η μπουγάδα

$
0
0




  • Στην αυλή των θαυμάτων υπήρχε μια μικρή αποθηκούλα όπου οι συγκάτοικοι
    έβαζαν μεταξύ των άλλων  και το "πλυντήριο"της εποχής.
    Την θρυλική σκάφη που χρησίμευε για πλύσιμο ανθρώπων και ρούχων.
    Για απορρυπαντικό στην αρχή χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές το πράσινο
    σαπούνι και αργότερα τις σκόνες όπως το ROL που έδινε και ένα
    45ρι βινύλιο δώρο με μερικά άδεια κουτιά.
    Για να αστράφτουν τα λευκά και ειδικά το πουκάμισο υπήρχε το λουλάκι.
    Και χύμα σε ταμπλέτες και σε συσκευασία στο διχτάκι.
    Το μπλέ έδινε λάμψη....έδιωχνε την κιτρινίλα.
    Υπήρχαν και γιαγιάδες στην αυλή....γκάγκαρες Αθηναίες που στολιζόντουσαν
    για τις επισκέψεις τους στην γειτονιά...στην εκκλησία την Κυριακή το πρωϊ
    και το απόγευμα στο ζαχαροπλαστείο για την σοκολατίνα τους.
    Για τα μαλλιά χρησιμοποιούσαν το λουλάκι σε εξευγενισμένη μορφή που έδινε ένα απαλό θαλασσί
    στο άσπρο χρώμα και σε συνδυασμό με την πούδρα την ανοιχτόχρωμη
    και την χύμα κολώνια άνθη λεμονιάς άλλαζαν ευχάριστα την διάθεσή τους .

Όταν ο πατέρας του Μινιόν Γ. Γεωργακάς από ιδιοκτήτης του 1ου πολυκαταστήματος έχασε τα πάντα σε μια νύχτα φωτιάς και έγινε υπάλληλος στο ίδιο του το μαγαζί!

$
0
0


O άνθρωπος ο οποίος έμαθε τους Ελληνες τι σημαίνει να συνδυάζεις τις αγορές με το όνειρο, που έκανε το δημιούργημά του συνώνυμο με τα γιορτινά ψώνια δεν είναι κάποιος που είχε ζήσει στο Παρίσι ή στη Νέα Υόρκη. Ηταν ένας φτωχός βιοπαλαιστής που είδε τα όνειρά του να γίνονται πραγματικότητα και στη συνέχεια εφιάλτης. 



H Iστορία τού «Μινιόν» ταυτίζεται επί πολλές δεκαετίες με εκείνη της Αθήνας. Μεγάλωνε όσο μεγάλωνε κι η πόλη και ταυτόχρονα ήταν εκείνο που έφερνε κάθε λογής δώρο των νέων καιρών.

Του Γιάννη Παπαδογιάννη, Έθνος

Από τις πρώτες κυλιόμενες σκάλες μέχρι τα πρώτα κομπιούτερ και από τον πρώτο αναπτήρα triplex έως τα σχέδια για το πρώτο franchise. Το σημαντικότερο όμως είναι πάντα αυτό που δεν μπορεί να μετρηθεί σε ισολογισμούς. Το «Μινιόν» συνδέθηκε με τις ωραιότερες στιγμές στη ζωή των Αθηναίων, τότε που είχε ακόμη σημασία να πηγαίνεις σε ένα «χειροποίητο» κατάστημα και να γνωρίζεις τον ιδιοκτήτη που εννοείται ότι ήταν πάντα εκεί, άλλοτε μοιράζοντας σοκολάτες στα παιδιά, πλάι στην Κράισλερ με τον Αγιο Βασίλη κι άλλοτε κουβαλώντας τα πράγματα των πελατών («μια φορά πήγα τα πράγματα κάτω, μου έδωσαν ένα εικοσάρικο, είμαι ο ιδιοκτήτης, κυρία μου, της είπα, αλλά πήρα το εικοσάρικο»).

Ακόμη κι όταν το «Μινιόν» ήταν ένας γίγαντας 1.000 υπαλλήλων και 120.000 διαφορετικών ειδών. Ας ακολουθήσουμε την πορεία του Γιάννη Γεωργακά που μας δίδαξε, όχι πώς κατακτάς το όνειρό σου -αυτό ήταν το εύκολο- αλλά πώς το φτάνεις έως τον ουρανό και πώς, όταν το βλέπεις να γίνεται στάχτη, ξαναρχίζεις από την αρχή.
Η ιστορία ενος ονείρουΣτο ορεινο χωριό Αυλώνα της Τριφυλίας, στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, οι επιλογές δεν ήταν πολλές. Μπορούσες μόνο να παλεύεις. Τη φτώχεια, την πείνα και την ελονοσία. Ο πατέρας του Γιάννη Γεωργακά, Μήτσος, χρόνια μετανάστης στην Αμερική, κατάφερε, επιστρέφοντας, να αγοράσει μαζί με τον αδερφό του ένα μαγαζάκι στην πλατεία του χωριού. Κάποια νύχτα όμως ληστές σήκωσαν τα πάντα και εξαφανίστηκαν με τα άλογά τους.
Η «επιχείρηση» καταστράφηκε και ο Μήτσος Γεωργακάς για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του (έξι κορίτσια και ο Γιάννης) μάζεψε μερικά νεογέννητα αρνάκια (από τα αδύναμα, που τα χαρίζανε όπως ήταν το έθιμο οι φτωχοί στους πάμφτωχους), έφτιαξε μια μικρή στάνη και συνέχισε τη βιοπάλη. Το 1926 μέσα στην απελπισία τους στέλνουν τον μικρό Γιάννη (δεν είχαν ούτε τα λεφτά για να τον γράψουν στο Γυμνάσιο) στην Αθήνα, να δουλέψει στο μπακάλικο ενός θείου του. Δουλεύει εκεί και (με ψεύτικο πιστοποιητικό) γράφεται και στο νυχτερινό σχολείο. Αργότερα, αφήνει το μπακάλικο για να δουλέψει σε πρατήριο τσιγάρων και ύστερα γίνεται βοηθός παπατζή. 
http://www.newsit.gr/files/Image/2013/01/21/resized/minion_630_355.jpg
«Μόλις εμείς, τα ?Νερά?, βλέπαμε αστυνομικό φωνάζαμε ?Σύρμα!? κι ο παπατζής τα μάζευε και δρόμο. Η αμοιβή, πενήντα δραχμές για δέκα ώρες, μου έφτανε ίσια ίσα για φαγητό». Υστερα φεύγει φαντάρος και το 1934 απολύεται και αρχίζει να δουλεύει πλασιέ με το ποδήλατό του. Γυρνάει τα περίπτερα κουβαλώντας μικροπράγματα. Ενα από αυτά τα περίπτερα, στα Χαυτεία, που ονομάζεται «Μινιόν», το έχει νοικιάσει ο Αγγελος Σεραφειμίδης. Εχει επενδύσει εκεί κάτι λεφτά που έβγαλε στην Αμερική.
Ο Γεωργακάς μπαίνει συνεταίρος στη δουλειά και αρχίζει τις... καινοτομίες. «Αντί να πουλάμε ένα ένα τα ξυραφάκια, πουλάμε πακετάκια με δέκα λάμες που κόστιζαν βέβαια φτηνότερα από το να τα αγοράζεις ένα ένα. Για τον φτωχό κοσμάκη, αυτό ήταν μεγάλη οικονομία. Φτάσαμε να πουλάμε χίλια πακετάκια τη μέρα!». Με την ίδια λογική χτυπούν τις τιμές σε όλα τα είδη. Πολύ σύντομα νοικιάζουν και δεύτερο περίπτερο και στη συνέχεια δημιουργούν το πρώτο κατάστημα στα Χαυτεία. Το 1939 ξεκινούν τα πρώτα σχέδια επέκτασης αλλά τους προλαβαίνει ο πόλεμος.
Φεύγει για το μέτωπο. «Ο αέρας της νίκης μάς έκανε να ξεχνάμε την κούραση, τις πορείες στο χιόνι, τα ξενύχτια, την πείνα ακόμη και τις ψείρες». Υστερα, τον ενθουσιασμό διαδέχεται η απογοήτευση. «Η προέλαση μας σταμάτησε. Και η δική μου μονάδα βρέθηκε σε ένα υψόμετρο 1.500 μέτρων όπου τα πάντα ήταν παγωμένα. Είδα μουλάρια ζωντανά καρφωμένα μέσα στην παγωμένη λάσπη. Η πείνα θέριζε τα σωθικά μας». Τον Απρίλιο του 1941 καταλήγει άρρωστος στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων και όταν συνέρχεται, επιστρέφει κακήν κακώς στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά φυλακίζεται από τους Γερμανούς για τρεις μήνες. Μόλις στέκεται στα πόδια του, συνεχίζει τη δουλειά στο «Μινιόν».
Η πολυπόθητη Απελευθέρωση έρχεται το 1944, αλλά την ακολουθεί ο Εμφύλιος. Το κατάστημα βρίσκεται στο κυβερνητικό στρατόπεδο αλλά οι αποθήκες του στους αντάρτες! Τα εμπορεύματα του «Μινιόν» κατάσχονται, ενώ απέναντί τους εμφανίζεται ο πρώτος ισχυρός ανταγωνιστής, το «Μπιζού», που αντιγράφει τις μεθόδους του «Μινιόν». Τίποτε όμως δεν είναι ικανό να τον σταματήσει. Μόλις ηρεμούν τα πράγματα, το 1950 (ο συνέταιρός του στο μεταξύ έχει φύγει ξανά στην Αμερική) ζητάει και παίρνει άδεια εξαγωγής ελληνικών προϊόντων και εισαγωγής ξένων. Στο τέλος της δεκαετίας έχει αγοράσει ένα ολόκληρο δεκαώροφο κτίριο, πάντα κοντά στην Ομόνοια και λίγο μετά αγοράζει και το διπλανό του.
Με αυτό τον τρόπο, νοικιάζοντας και αγοράζοντας, θα φτάσει το 1975 να κατέχει ένα τεράστιο μπλοκ 5 δεκαώροφων κτιρίων, με πωλήσεις που ξεπερνούν το τρομακτικό εκείνη την εποχή ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών! Το «Μινιόν» πουλάει τα πάντα. Από καρφίτσες μέχρι αυτοκίνητα. Και από τρόφιμα μέχρι κομπιούτερ. Αλλά η πραγματικά απίστευτη ιστορία αρχίζει από τη βραδιά της πυρκαγιάς. «Δεκέμβριος 1980. Παρασκευή 19 του μηνός. Τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Η φωνή στο σύρμα, κραυγή: ‘‘Το Μινιόν έπιασε φωτιά! Το Μινιόν καίγεται. Τρέξτε!’’». 
Η Πυροσβεστική ελάχιστα πράγματα έσωσε. Οι περισσότερες δυνάμεις της κατευθύνθηκαν στο κατάστημα «Κατράντζος» χωρίς να καταφέρουν να σώσουν ούτε αυτό, με την αιτιολογία ότι κινδύνευε το κέντρο της Αθήνας. Ηταν η αρχή μιας σειράς εμπρησμών στα περισσότερα μεγάλα καταστήματα εκείνης της εποχής. Κανείς ένοχος δεν βρέθηκε ποτέ. «Κοιτούσα την καταστροφή, που ανεμπόδιστη από δύο μόνο πυροσβεστικά ολοκλήρωνε λεπτό προς λεπτό το έργο της. Και ήμουνα ξαφνικά, το ένιωθα, ο πιο φτωχός άνθρωπος του κόσμου. Το φτωχός όμως δεν με πείραζε. Με πείραζε που ήμουνα ο πιο καταχρεωμένος φτωχός του κόσμου!». Οι ζημιές υπολογίστηκαν σε δύο δισεκατομμύρια δραχμές. Η ασφαλέστερη λύση ήταν να κηρύξει χρεοκοπία. Αλλά εκείνος αρνείται κατηγορηματικά. Στο πλάι του η σύντροφος της ζωής του, η Αμαλία. Στόχος τους να ξαναφτιάξουν το «παιδί τους».
Μετά την καταστροφήΑρχίζει η... πολιορκία του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, που υπόσχεται αμέριστη συμπαράσταση. Οι υπουργοί του όμως δεν δείχνουν τον ίδιο ενθουσιασμό και πάντα βρίσκουν έναν τρόπο να μπλοκάρουν τα δάνεια που χρειάζεται. Εκείνος, έστω και υπερχρεωμένος, έχει αρχίσει να ξαναχτίζει το κατάστημα. Ζητάει βοήθεια από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, Πρόεδρο τότε της Δημοκρατίας. «Θα τους το πω, αλλά δεν με ακούν», του ομολογεί εκείνος με παράπονο. Λίγο πριν από τις εκλογές παίρνει ενίσχυση 70 εκατομμύρια δραχμές. Το 1981 η κυβέρνηση αλλάζει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τον δέχεται μία φορά, του υπόσχεται βοήθεια και λίγο αργότερα εγκρίνεται ένα δάνειο 100 εκατομμυρίων. Χρειάζονται όμως πολύ περισσότερα. Τότε, ο εβδομηντάχρονος Γεωργακάς αρχίζει την καταδίωξη του Ανδρέα. Στη Βιέννη, όπου έχει βρεθεί για επίσημη επίσκεψη, στις διακοπές του στην Κέρκυρα, στο φουαγιέ του Χίλτον στο Τορόντο. Ο Ανδρέας λέει στους υπουργούς που τον συνοδεύουν: «να φροντίσετε να λυθούν τα προβλήματα του "Μινιόν"». 
Τελικά εντάσσουν το «Μινιόν» κατ’ εξαίρεση σε έναν νόμο για τις προβληματικές βιομηχανίες και το 1983 το κατάστημα περνάει στα χέρια του κράτους. «Με άφησαν να το διοικώ όμως ως υπάλληλος τώρα του κράτους για εφτά ολόκληρα χρόνια! Ως υπάλληλος μέσα στο ίδιο μου το μαγαζί!». Του κάνουν μάλιστα έλεγχο για τυχόν ατασθαλίες. Δεν βρίσκουν τίποτε, του ζητούνσυγνώμη. Εκείνος συνεχίζει να ονειρεύεται. Το 1989 ταξιδεύει στην Κίνα, μαζί με άλλους εκατό Ελληνες επιχειρηματίες. «Ισως ήταν μια ευκαιρία να ανοίξουμε ένα "Μινιόν"στην Κίνα»(!) σημειώνει στην αυτοβιογραφία του. Είναι ακόμη «υπάλληλος», το 1991 όμως καταφέρνει να συγκεντρώνει το ποσό που χρειάζεται, εξαγοράζει το «Μινιόν» και το παίρνει πίσω. Το ανακοινώνει ζωντανά από τα μεγάφωνα του καταστήματος. Μένει για έναν χρόνο ακόμη και το 1992 το αφήνει στους συνεταίρους του. Αισθάνεται ότι έχει εξασφαλίσει το μέλλον για το μοναδικό «παιδί» που απέκτησε ποτέ. Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι το Μινιόν δεν θα αντέξει πολύ ακόμη - θα κλείσει το 1998. Ποτέ μη λες ποτέ όμως.
Στο κατώφλι του 2009, η είδηση που κυκλοφορεί είναι ότι το Μινιόν ετοιμάζεται για μια ακόμη φορά να μπει στο παιχνίδι. Ο Γιάννης Γεωργακάς έφυγε το 2002 στα 90 του. Αλλά αν το Μινιόν ανοίξει ξανά, δεν μπορεί, θα είναι κάπου εκεί. Ισως δίπλα σε μια αόρατη Κράισλερ του ’60, με τον Αϊ-Βασίλη στο τιμόνι, να μοιράζει σοκολάτες στα παιδιά στην οδό Πατησίων.
Πρωτιές του ΜινιόνΤο Μινιόν χάρη στον Γιάννη Γεωργακά ήταν το πρώτο κατάστημα στην Ελλάδα που:
  • καθιέρωσε τις ετήσιες εκπτώσεις
  • κατάργησε τα παζάρια, που ίσχυαν μέχρι τότε, και έβαλε καθορισμένες τιμές
  • καθιέρωσε τη διαφήμιση στο ραδιόφωνο και αργότερα στην τηλεόραση
  • έβαλε στα κτίριά του κυλιόμενες σκάλες
  • έβαλε air condition
  • έκανε χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή
  • καθιέρωσε τη λίστα αγορών και τη λίστα γάμου
  • δημιούργησε σχολές πωλητών και στελεχών
  • καθιέρωσε τα σεμινάρια προσωπικού
  • λειτούργησε εστιατόριο καφετέρια-μπαρ στους ορόφους του
  • καθιέρωσε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στους χώρους του.
Ζωή, ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΕΩΣ«Εζησα συχνά με αβεβαιότητες και πολλές φορές επικίνδυνα, με βάρη ασήκωτα και υγεία κακή.Ομως έζησα και δημιούργησα. Και μπορώ σήμερα, στα 80 μου, να πω: ξεκίνησα άρρωστος. Σήμερα είμαι υγιής. Ξεκίνησα αμόρφωτος. Σήμερα έχω δίπλωμα Πανεπιστημίου. Ξεκίνησα φτωχός. Σήμερα δεν είμαι φτωχός. Ξεκίνησα χωριάτης. Σήμερα μιλάω ξένες γλώσσες. Ξεκίνησα χωρίς τίποτε στα χέρια μου και έφτιαξα το Μινιόν για μένα και όχι μόνο για μένα»
-Από την αυτοβιογραφία του Γιάννη Γεωργακά

Φωτογραφίες από την Αθήνα του παρελθόντος.

$
0
0

Zoom in (real dimensions: 960 x 634)Εικόνα
Μια βόλτα στη Νέα Ιωνία το μακρινό 1924.


Zoom in (real dimensions: 709 x 746)Εικόνα
Το 1974, οι ελληνικές ταινίες συνέχιζαν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού. Εδώ, ο Σωτήρης Μουστάκας ενώπιον του λαού της Νέας Φιλαδέλφειας, στα γυρίσματα της ταινίας «Ένας νομοταγής πολίτης», στη συμβολή των οδών Δεκελείας και Πίνδου.


Zoom in (real dimensions: 638 x 646)Εικόνα
Η λατέρνα ηχεί μπροστά από το ζυθεστιατόριο της Νέας Χαλκηδόνας.


Zoom in (real dimensions: 960 x 651)Εικόνα
Το δέλτα του Φαλήρου, με τον κόμβο που οδηγούσε προς Νέο και Παλαιό Φάληρο, το μακρινό 1960. Σήμερα, στη θέση του βρίσκεται το ολοκαίνουριο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου.


Zoom in (real dimensions: 720 x 463)Εικόνα
Ο ΗΣΑΠ έφτασε στην Κηφισιά στις αρχές του 20ου αιώνα. Και εκεί, στην πλατεία κοντά στο σταθμό, ο κόσμος άραζε στα τραπεζάκια του καφενέ.


Zoom in (real dimensions: 567 x 393)Εικόνα
Έτσι έμοιαζε η ακτή του Νέου Φαλήρου το μακρινό 1883. Πόσο ήσυχο μοιάζει..!


Zoom in (real dimensions: 960 x 656)Εικόνα
Το τραμ που περνά, η προκυμαία, τα λουτρά και η Καστέλλα, φωτογραφημένα από το ξενοδοχείο Ακταίον στον Πειραιά. Βρισκόμαστε στο 1930.


Zoom in (real dimensions: 580 x 431)Εικόνα
Εκεί που σήμερα εκτείνεται το Γκολφ της Γλυφάδας, κάποτε υπήρχε δάσος και φιλοξενούσε παραθεριστές, όπως αυτοί εδώ το 1920


Zoom in (real dimensions: 549 x 704)Εικόνα
Δύο δεκαετίες αργότερα (το 1939), τα πράγματα είναι ακόμα ήσυχα στη ριβιέρα. Εδώ, βλέπετε ένα γλυφαδιώτικο καφενεδάκι…


Zoom in (real dimensions: 960 x 659)Εικόνα
…και εδώ, μία λιγότερο ήσυχη Κυριακή του καλοκαιρινού του 1960 στη Βουλιαγμένη. Η Ακτή «Αστέρας» φαίνεται εδώ από την οδό Απόλλωνος. 


Zoom in (real dimensions: 800 x 626)Εικόνα
Στο Σκοπευτήριο της Καισαιριανής, την δεκαετία του 1920, κόσμος από πολλές χώρες συγκεντρωνόταν για σκοπευτικούς αγώνες.


Zoom in (real dimensions: 960 x 674)Εικόνα
Η γειτονιά του Βύρωνα γύρω από την πλατεία Βαρουτίδη ζει οικοδομικό αναβρασμό το 1969. 


Zoom in (real dimensions: 914 x 960)Εικόνα
Ένα σπάνιο ντοκουμέντο από την καθημερινότητα στα παραπήγματα της μεταπολεμικής Καισαριανής, το 1945.

Zoom in (real dimensions: 960 x 655)Εικόνα
…και στην γειτονιά της Εθνικής Αντιστάσεως με τις μπουγάδες και τις σκαλωσιές, τον χειμώνα του ’61.


Zoom in (real dimensions: 552 x 800)Εικόνα
Μαθήτριες περπατούν για το σχολείο στην οδό Λένορμαν, στον Κολωνό, το μακρινό 1946.


Zoom in (real dimensions: 638 x 399)Εικόνα
Οι οικογένειες στρώνουν πασχαλιάτικα τραπέζια στα πεζοδρόμια του Βοτανικού (1966). 


Zoom in (real dimensions: 850 x 555)Εικόνα
Οι κοπέλες με τις κοτσίδες και τα αυστηρά φουστάνια, τα αγοράκια με τις τιράντες και τα ψηλοκάβαλα παντελονάκια και όλες οι οικογένειες της Κοκκινιάς κάνουν τον περίπατό τους (1949). 

*Όλες οι φωτογραφίες προέρχονται από την εξαιρετική σελίδα «Η Αθήνα μέσα στο χρόνο» που συγκεντρώνει σπάνια φωτογραφικά ντοκουμέντα. 

https://www.facebook.com/ATHENS.THROUGH.TIME/?fref=ts

https://www.phorum.gr

Η Φωφώ η πόρνη της Δραπετσώνας - Χάθηκε 10 χρόνια με έναν καπετάνιο &έχασε την παρθενιά της από τον χαμάλη

$
0
0

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό “VOILA” και φυσικά μεταφράστηκε και αναδημοσιεύτηκε και στον ελληνικό Τύπο
Μια αποκαλυπτική συνέντευξη, γεμάτη απρόσμενη ανθρωπιά και περηφάνεια που πήρε ένας Γάλλος ταξιδιώτης το 1935 από μια πόρνη της περιβόητης συνοικίας Βούρλα της Δραπετσώνας. 
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό VOILA και φυσικά μεταφράστηκε και αναδημοσιεύτηκε και στον ελληνικό Τύπο:
Τα Βούρλα, ο ευαγής οίκος της Δραπετσώνας, είνε χωρισμένα εις τρία τμήματα. Οι κάμαρες των κοριτσιών είναι όλες όμοιες, όπως και τα σαλόνια. Όταν έφθασα είδα τις γυναίκες καθισμένες κοντά στον τοίχο, να περιμένουν να τις καλέσει κάποιος πελάτης, άλλες κουβέντιαζαν μεταξύ τους ή έρριχναν χαρτιά, καπνίζοντας το τσιγάρο τους..Όλες κακοβαμμένες, βαρειές, μουτρωμένες, όλες χασμουριώνται από κούρασι και πλήξι.
Μια από αυτές, η Φωφώ, κάθισε κοντά μου και μου έδωσε το χέρι της. Μιλούσε λίγα γαλλικά και μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Παρ’ όλο ότι ήταν νέα ακόμη, η πικρία διαγραφόνταν καθαρά στο βλέμμα της και τα χαρακτηριστικά της έδειχναν τέτοια εξαθλίωσι πού μου έκαμε εντύπωση.
-Πάρε ένα λουκούμι, Φωφώ.
-Μ’ αρέσεις, μου είπε. Και τα λουκούμια μου αρέσουν πολύ.
-Θέλεις κι’ άλλο;
-Ναι.
Η Φωφώ με κυττούσε καχύποπτα. Δεν προσπάθησε όμως να κρύψη το συναίσθημά της.
-Πόσον καιρό είσαι εδώ; Την ρώτησα.
Δεν μου απήντησε. Της φάνηκε περίεργο που ενδιαφερόμουν γι’ αυτήν.
-Έρχεσαι από πέρα; Πώς έφθασες εδώ;
-Να. Οι ναύτες μιλούσαν πάντοτε μπροστά μου για τα Βούρλα. Τους έβλεπα με τι χαρά άφιναν το καράβι για να έρθουν εδώ να διασκεδάσουν. Εγώ ζούσα μέσα σε καράβι από μικρό κοριτσάκι. Κάποιος καπετάνιος με είχε κλέψει και με πήρε μαζί του ως που να μεγαλώσω. Κοιμόμαστε στο ίδιο κρεββάτι. Με έδερνε, με έβανε να δουλεύω στο καράβι, όπως και οι άντρες.
-Και έμεινες καιρό με τον καπετάνιο;
-Δέκα χρόνια. Πηγαίναμε παντού. Στην Αγγλία, στη Μαύρη Θάλασσα. Αλλά δεν με άφινε να βγώ έξω. Όταν το καράβι εσκάλωνε αυτός με έκλεινε στην καμπίνα του. Κάποτε όμως στην Αίγυπτο του έφυγα. 
-Χωρίς διαβατήριο;
-Χωρίς. Όταν η αστυνομία με ανεκάλυψε, με έστειλε στο σπίτι μου στη Ρουμανία. Η μητέρα μου ήθελε να με κρατήση, αλλά εγώ της έφυγα.
-Εδώ είσαι καλά;
-Ναι. Θα μπορούσα να βρώ δουλειά, αλλά μού αρέσει περισσότερο στα Βούρλα. Και έπειτα έρχονται πολλοί πελάτες.
Ενώ μιλούσαμε, κάποιος ναύτης είχε καθίσει κοντά μας και δεν είχε σηκώσει τα μάτια του από τη Φωφώ. Ήταν ωραίο παιδί. Θα επερίμενε βέβαια να τελειώσουμε για να την πάρη. Η Φωφώ όμως δεν του έδινε προσοχή.
Της επρότεινα να περάση το βράδυ μαζί μου. Δεν μου απήντησε, αλλά έτρεξε να βρή τις φιλενάδες της. Δεν άργησε να γυρίση. Στο χέρι της κρατούσε το παλτό που της είχε δώσει μια φίλη της.
Πήραμε ένα ταξί. Η Φωφώ κοιτούσε περίεργα από το τζάμι και προσπαθούσε να προσανατολισθή στους δρόμους του Πειραιώς. Δεν μιλούσε. Φαινόταν σαν να μη μου είχε εμπιστοσύνη. Θέλησα να της πιάσω το χέρι, αλλά αυτή το τράβηξε. Η θέα του λιμανιού, της αποβάθρας, της φορτωμένης σακκιά και κασέλες, την έκανε μελαγχολική. Και όμως η μέρα ήταν θαυμασία. Ήταν μία από τις μέρες εκείνες που δίνουν στην Ελλάδα μεγαλύτερη γοητεία από ότι της δίνουν τα κλασσικά μνημεία της.
-Που θα πάμε, με ρώτησε σε μια στιγμή.
Διέταξα τον σωφέρ να σταματήση. Άνοιξα την πόρτα και κατεβήκαμε κοντά στο ρολόϊ. Τα σιδερένια τραπεζάκια του καφενείου ήταν πιασμένα όλα από ναύτες και μερικούς σοβαρούς εμπόρους που κάπνιζαν με μακαριότητα το ναργιλέ τους. Όλοι εγύρισαν να μας κοιτάξουν. Η Φωφώ δεν διέφερε από τας άλλας συναδέλφους της. Το κακό της βάψιμο, το όλον της μαρτυρούσαν καθαρά το επάγγελμά της.
Δεν ήθελε να πάρη τίποτε στο καφενείο. Μου ζήτησε μόνον σοκολατάκια, καραμέλες, έπειτα μύγδαλα και φυστίκια, και στο τέλος της αγόρασα από το διπλανό ζαχαροπλαστείο πάστες σού και μπαμπάδες για να τα πάη στις φίλες της. Με το πακέτο στο χέρι, η μικρή βγήκε ενθουσιασμένη από το ζαχαροπλαστείο. Μόλις εφθάσαμε στο καφενείο η πρώτη της δουλειά ήταν να ανοίξη το πακέτο και να μου προσφέρη γλυκά.
Της επρότεινα να πάμε σε μια ταβέρνα, αλλά αυτή με διέκοψε.
-Δεν πάμε στο σινεμά;
-Μπράβο.
-Ωραία. Εμένα μου αρέσουν πολύ οι ερωτικές ταινίες.
Δεν της άρεσαν μόνο οι ερωτικές ταινίες, αλλά και τα γλυκά, γιατί όλο το περιεχόμενο του πακέτου χάθηκε σε μια στιγμή.
-Πάμε πρώτα να πιούμε κάτι.
-Ά, δεν θα πιώ. Δεν θέλω να γυρίσω μεθυσμένη.
Είχε πάντοτε το φοβισμένο της ύφος.
-Μά πές μου Φωφώ, την ηρώτησα, ποιος ήταν ο πρώτος σου πελάτης;
-Πού να ξέρω;
-Μα φαντάζομαι πώς ξέρεις.
-Όχι, όχι, δεν ξέρω.
Σάρωσε τα φρύδια της. 
-Δεν θέλεις να μου πής;
-Γιατί με ρωτάς; Φώναξε φουρκισμένη. Δεν ήταν ευχάριστο. Και πρώτα-πρώτα δεν ήξερε ότι ήμουν παρθένα.
-Καλά, αλλά τι άνθρωπος ήταν; Ναύτης; Φαντάρος;
Η Φωφώ κατέβασε τα μάτια της και φάνηκε συλλογισμένη.
-Χαμάλης, μου είπε στο τέλος. Τον βαριόμουν. Μου έλεγε κάτι ανόητες κουβέντες. Είχε χάσει μια κόρη που θα είχε τώρα την ηλικία μου. Εγώ τον φοβήθηκα.
-Και δεν κατάλαβε τίποτε;
-Τίποτε.
Δεν ηθέλησα να την ρωτήσω αν συνέβη το ίδιο και μ’ αυτήν. Η Φωφώ κατάλαβε την σκέψι μου, και σηκώνοντας το κεφάλι της μου χαμογέλασε λυπημένη.
Πηγή: paliaathina.com

7 Έλληνες καλλιτέχνες που πέθαναν πάμφτωχοι Τα έδωσαν όλα και έμειναν στον άσσο

$
0
0
Κείμενο:  Ευθύμης Κάλφας



Κωνσταντίνος Βολανάκης – Αραγμένα καράβια, 1886-90

Τους θυμόμαστε μέσα από τους πίνακες, τις ταινίες και τα τραγούδια τους. Ξέρουμε όμως ότι πέθαναν σχεδόν μόνοι και αβοήθητοι;

1. Κωνσταντίνος Βολανάκης

Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες θαλασσογράφους του 19ο αιώνα. Η θάλασσα, η οποία ήταν άμεσα συνδεδεμένη τόσο με τη ζωή του, όσο και με τις αναμνήσεις και τα βιώματα του, αποτέλεσε από νωρίς πηγή έμπνευσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Στα έργα του ο Βολανάκης δεν ενδιαφέρθηκε τόσο για την «απόδοση» του ουρανού και της θάλασσας, όσο για τα πλοία και τα εξαρτήματά αυτών και τα οποία μάλιστα απέδιδε πάντα με μεγάλη ακρίβεια. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που από πολύ μικρή ηλικία, ζωγράφιζε καραβάκια στον τοίχο.
Ο Βολανάκης πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε μεγάλη ένδεια τόσο λόγω της επταμελούς οικογένειάς του όσο και των χαμηλών τιμών πώλησης των έργων του.
Στις 29 Ιουνίου 1907 ο Βολανάκης φεύγει από τη ζωή και στην τελευταία του κατοικία, όπως δήλωσε ο Παύλος Νιρβάνας, τον συνόδεψαν μόλις πέντε άνθρωποι!




Το Λιμάνι του Βόλου τη Νύχτα

  • Το έργο του «Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο» πουλήθηκε σε δημοπρασία το 2008, για σχεδόν δύο εκατομμύρια ευρώ!
  • Το έργο του «Το Λιμάνι του Βόλου τη Νύχτα» πουλήθηκε σε δημοπρασία του οίκου Σόθμπις για περίπου 950.000 ευρώ.

2. Σαπφώ Νοταρά



Η κωμικός Σαπφώ Νοταρά έγραψε ξεχωριστή ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο παρόλο που τις περισσότερες φορές οι ρόλοι της δεν ήταν πρωταγωνιστικοί. Η επιβλητική της παρουσία όμως, το χιούμορ της και η βραχνή φωνή της ξεχώρισαν από μακριά. Αξίζει να αναφερθεί ότι ήταν από τις λίγες γυναίκες της εποχής της με πανεπιστημιακή μόρφωση, αφού είχε σπουδάσει στη Βιομηχανική Σχολή.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε κλειστεί στο σπίτι της και περνούσε αρκετό χρόνο διαβάζοντας βιβλία. Στις 11 Ιουνίου του 1985 έφυγε από τη ζωή μέσα στο σπίτι που έμενε τα τελευταία χρόνια, στην πλατεία Κουμουνδούρου.
Ζούσε ολομόναχη και χωρίς οικονομικούς πόρους σε ένα μικρό διαμέρισμα το ενοίκιο του οποίου πλήρωνε κάποιος νέος επιχειρηματίας θαυμαστής της. Τη βρήκαν μετά από δύο μέρες στη συνηθισμένη της θέση και με ένα τσιγάρο που είχε σβήσει στο χέρι της.

3. Αλέξης Γκόλφης



Ο Αλέξης Γκόλφης έγινε γνωστός στο ευρύ τηλεοπτικό κοινό από το ρόλο του Μανωλιού στη σειρά της ΕΡΤ «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 είχε παραδεχθεί μάλιστα ότι ο κόσμος τον αναγνώριζε συχνά στο δρόμο τον σταματούσε, βλέποντας στο πρόσωπό του εκείνο του Χριστού. Αργότερα συμμετείχε και σε άλλες παραγωγές της ελληνικής τηλεόρασης όπως «Λόγω Τιμής» και «Η Απόδραση», όμως σύντομα οι ρόλοι στέρεψαν.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν άστεγος και ζούσε ως ρακοσυλλέκτης στην πλατεία Κολιάτσου.
Όταν πέθανε το καλοκαίρι του 2007, ο ηθοποιός παρέμεινε στα αζήτητα πτώματα του νεκροτομείου Αθηνών για τουλάχιστον επτά ημέρες, αφού ξεψύχησε μόνος και ξεχασμένος σε ένα ντιβάνι του νοσοκομείου Ερυθρός Σταυρός.
Η ΕΡΤ, τιμώντας την προσφορά του καλλιτέχνη αποφάσισε να γίνει η κηδεία του με δαπάνη της.

4. Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου



Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν η μεγαλύτερη  Ελληνίδα στιχουργός της γενιάς της. Χάρη στο ταλέντο της κατάφερε να τροφοδοτήσει το ελληνικό λαϊκό τραγούδι με τεράστιο αριθμό εξαίρετων δημιουργιών τις οποίες ακούμε μέχρι και σήμερα.
Το «Είμαστε αλάνια», το «Περασμένες μου αγάπες»«Δυο πόρτες έχει η ζωή»«Όνειρο απατηλό», το εξαίρετο «Λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις» και «Η Μαλάμω», που πρώτη ερμήνευσε η Άλκηστις Πρωτοψάλτη είναι μόνο λίγα απ΄ όσα έχει γράψει.
Δυστυχώς μόνο ένα μικρό μέρος των τραγουδιών που έγραψε είναι καταχωρημένο στο όνομά της αφού δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και για την είσπραξη δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα το πάθος της για τα χαρτιά και το τζόγο ήταν ισχυρότερα από το ταλέντο της με αποτέλεσμα η Παναγιωπούλου να πουλάει τα τραγούδια της προς 20 δραχμές το ένα, ώστε να εξοικονομήσει χρήματα για να πάει να τα «παίξει»!
Πέθανε πάμφτωχη το 1972 σε ηλικία 79 ετών έχοντας στο πλευρό της εγγονή της, Ρέα, που τη φρόντισε ως τα γεράματά της.

5. Κώστας Χατζηχρήστος



Ο Κώστας Χατζηχρήστος ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου και παραμένει μέχρι σήμερα. Εκτός από το μεγάλο του ταλέντο, ήταν γνωστός και για την αδυναμία του στο γυναικείο φύλο. Λένε ότι ο Χατζηχρήστος έπαιρνε με τη τζάγκουαρ τις χορεύτριες του θιάσου του μετά την παράσταση κι έκλεινε ιδιωτικά ένα ολόκληρο νυχτερινό κέντρο με την ορχήστρα για να διασκεδάσει με την παρέα του!
Μια κακή εισπρακτική χρονιά στο θέατρο Παρκ και ο ξαφνικός θάνατος της τέταρτης γυναίκας του ήταν αφορμή να βρει παρηγοριά στο ποτό, από το οποίο δεν ξέκοψε ποτέ.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε σε ένα μικρό δωμάτιο που του μίσθωνε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο οποίος υπήρξε μέγας θαυμαστής του, σ’ ένα ξενοδοχείο της Αθήνας, όπου έσβηνε μέρα με τη μέρα άφραγκος και αγνοημένος μέχρι το τέλος. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 χτυπήθηκε από τον καρκίνο, αλλά τελικά πέθανε το 2001 από πνευμονική λοίμωξη.

6. Ρένα Παγκράτη

Η Αθηναία ηθοποιός Ρένα Παγκράτη πέθανε στα 56 της χρόνια, από φαρμακευτική δηλητηρίαση. Τη βρήκε στις 25 Ιουνίου του 1998 η αδερφή της στο σπίτι της. Ο θάνατός της ήταν αυτοκτονία, απόρροια της οικονομικής ανέχειας και της ανεργίας που βίωνε τα τελευταία χρόνια.
Σε σχετική επιστολή που βρέθηκε, η ηθοποιός ανέφερε ότι εκτός από πολύ λίγους συναδέλφους της, κανένας άλλος δεν θέλησε να την προσλάβει ή βοηθήσει. Η ζωή της μακριά από το σανίδι ήταν αυτό που την έφερε σε οικονομικό και προσωπικό αδιέξοδο. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Βύρωνα. (Διάβασε αναλυτικά για τη ζωή και το θάνατο της εδώ.)

7. Σωτηρία Μπέλλου

Τη λίστα αυτή ολοκληρώνει μία από τις κορυφαίες του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού, με πολυτάραχη ζωή της και ανήσυχο της πνεύμα. Η Σωτηρία Μπέλλου λίγο πριν το 1950 συνεργάζεται με τον Βαμβακάρη και κάπου εκεί ξεκινά η εποχή φτώχειας για την ίδια. Για να επιβιώσει πλένει σκάλες, ξεφορτώνει λεωφορεία. Τις νύχτες κοιμάται σε βαγόνια και παγκάκια. Με τα λίγα της λεφτά αγοράζει παπούτσια και κουβέρτες. ελικά θα καταφέρει να νοικιάσει μια μικρή κάμαρα στην οδό Αβάτων στο Περιστέρι και να αγοράσει μια κιθάρα, όνειρο που το είχε από μικρή.
Η ιστορία είναι γνωστή και η Μπέλλου γίνεται διάσημη και αγαπητή. Παρόλα αυτά ποτέ δεν κρατάει λεφτά στα χέρια της – τα παίζει όλα στα χαρτιά, ακόμα και στα τελευταία της στο νοσοκομείο βγαίνει στα κρυφά για να πάει στη λέσχη.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είναι πλέον πάμφτωχη και χωρίς δουλειά. Για να επιβιώσει πουλάει κασέτες με τα τραγούδια της στην Ομόνοια! Έχει ένα καρότσι και ζητά απ’ τους περαστικούς να τη βοηθήσουν αγοράζοντας τις κασέτες και τα τσιγάρα που πουλούσε. Όταν την αναγνωρίζει ένας δημοσιογράφος γίνεται θέμα στις εφημερίδες. Το κράτος την βοηθά και η Μπέλλου μπαίνει στο νοσοκομείο, όπου και πέθανε το 1997. Λίγοι γνωστοί την συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία, ανάμεσά τους και ο παλιός της φίλος Φλωράκης που της κράτησε το χέρι ενάντια στον καρκίνο. Έφυγε φτωχή αλλά με ελεύθερο πνεύμα.

http://mikropragmata.lifo.gr

Ελευθερη Παλη ή Κατς (Σικε, Απατη, αλλα σκετο Ονειρο!!!!!!)

$
0
0





  • Εισαγωγη
    Σημερα θυμαμαι. Θυμαμαι τα ζεστα καλοκαιρινα βραδυα στην Αθηνα στο τελος της δεκαετιας του 60, αρχες του 70. Χουντα και ξερο ψωμι. Φορουσα κοντα παντελονια και τα ποδια μου ητανε γεματα πληγες, αλλες παληες, κι αλλες ολοφρεσκες και αιμορροουσες.
    Μεσα στην ραστωνη της καλοκαιρινης νυχτας, πηγαινα στη Λεωφορο, το γηπεδο της Παναθας, οπου στο πεταλο της Θυρας 13 γινοντουσαν αγωνες κατς. Με καλο προγραμμα γεμιζε ολο το πεταλο. Την καλη εποχη οι πρωταθλητες εκαναν και “τουρνε”, δηλαδη περιοδεια. Καποια χρονια τους ειχα πετυχει στην Ροδο, συγκρατω το ονομα του Πετρου Ασημακη, που στην δεκαετια του 1980 τον εβλεπα στο θυρωρειο του ΥΠΕΘΟ στην πλατεια Συνταγματος.

    Απο το ψηφιακο Αρχειο της "Αθλητικης Ηχους"
    Με τα χρονια το κατς παρηκμασε, το κοινο του μειωθηκε, και το πεταλο της Λεωφορου δεν γεμιζε πια. Ετσι οι αγωνες μετακινηθηκαν προς τις συνοικιες. Θυμαμαι Αιγαλεω και Κορυδαλλο.  Οι τελευταιοι αγωνες που θυμαμαι, το 1990, εγιναν στην “κλουβα”, το κλειστο του ΠΑΟ στη Λεωφορο.
    Αυτο το αρθρο ειναι μια μικρη αφιερωση στην ελληνικη ελευθερη παλη, το κατς, που σημερα δεν υπαρχει πια.  Οπως καθε τι που κανεις γευεται οταν ειναι παιδι, το κατς ασκει ακομη και σημερα την ανεξιτηλη γοητεια του πανω μου. Το αρθρο δεν θα ειχε το υπεροχο φωτογραφικο υλικο αν δεν υπηρχε το καταπληκτικο ψηφιακο αρχειο της Αθλητικης Ηχους.
    Οι παλαιστες
    Ο πρωτος που θυμαμαι απο τους αγωνες στη Λεωφορο, ειναι ο Αττιλιο. Η φημη του τον εκανε “Ασιατη”, κατα πασαν πιθανοτητα θα ηταν Μικρασιατης απο τη Νικαια η τον Κορυδαλλο. Στην κουλτουρα του κατς υπαρχει εντονο το εθνικιστικο στοιχειο: ο Ελληνας πρωταθλητης τσακιζει στο ξυλο εναν “ξενο”. Οσο πιο ξενος, τοσο περισσοτερο ξυλο θα πρεπει να “φαει”. Ποτε βεβαια δεν ηταν ακριβως ετσι, αφου το κατς ειχε “σασπενς” και αιμα και δακρυα. Βρωμικος και θηριωδης. Η αγαπημενη του κινηση ηταν να βαζει τα δαχτυλα του στα ματια των αντιπαλων του, οπως βλεπετε να κανει στην επομενη φωτογραφια, οπου το θυμα του ειναι ο Αμερικανος “Σουπερμαν”.

    Αθλητικη Ηχω, Κυριακη 10 Αυγουστου 1969
    Ο Σπυρος Αριων, ο Ελληνας “Μασιστας” που παλεψε στο “κλουβι” με τον Ρωσο “Κοριενκο. Το “κλουβι ηταν μια απο τις ατραξιον του θεαματος. Κλειδωνανε μεσα τους δυο παλαιστες μεχρι τελικης πτωσεως. Ουτε διαιτητες ουτε διακοπες. Δυστυχως δεν βρηκα φωτογραφια με το κλουβι.

    Αθλητικη Ηχω, Κυριακη 10 Αυγουστου 1969
    Μεγαλη μορφη και ο βρωμικος καλογερος “Ρασπουτιν”, που εμφανιζοταν ως Αγγλος. Εδω πρεπει να αναγνωρισω την φαντασια και δημιουργικοτητα των μανατζερς του κατς, αφου εβαπτισαν τον “Αγγλο” παλαιστη Ρασπουτιν, αντι για κατι εγγλεζικο, οπως Τζεϊμς η Τζον. Ειναι φανερο οτι τα ξενερωτα εγγλεζικα ονοματα δεν ενεπνεαν το δεος, ενω “Τζακ ο Αντεροβγαλτης” παρεπεμπε σε αλλα εγγλεζικα σπορ. Επειδη ομως οι μανατζερς του κατς δεν εγνωριζαν τη λεξη αδιεξοδο, βαφτισαν τον “Αγγλο” Ρασπουτιν για να ειναι σιγουροι. Ο προνοητικος συντακτης της “Αθλητικης Ηχους” προειδοποιει τους αναγνωστες της το Σαββατο 9 Αυγουστου 1969:
    “Προσοχη! Μ’αυτην την ιερη φορεσια κυκλοφορει ενα ανθρωπομορφο τερας με ψυχη αδιστακτη και κατεστραμενη. Προκειται για τον σατανικο “Ρασπουτιν”…”

    Αθλητικη Ηχω, Σαββατο 9 Αυγουστου 1969
    Ο δαιμονιος και μανιακος καλογερος καταφερε να δεσει στα σχοινια του ρινγκ τον Αττιλιο και του “ερριξε” το ξυλο της χρονιας. Εξαλλος μετα το ματς το Αττιλιο εκανε δηλωσεις. Παντα εξαλλου η “ρεβανς” ητανε το καταφυγιο του καθε ηττημενου. Εκει θα εκανε οσα δεν μπορεσε να κανει στον πρωτο αγωνα.

    Αθλητικη Ηχω, Σαββατο 23 Αυγουστου 1969

    Αθλητικη Ηχω, Σαββατο 23 Αυγουστου 1969
    Ενας “τζεντλεμαν” του ελληνικου κατς, ο Κωστας Παπαλαζαρου, απειληθηκε πλειστακις απο τερατομορφους και πανουργους αντιπαλους. ΘΥμαμαι τον ΠΑπαλαζαρου αρσαλακωτο, ακομη και οταν τον επαιρναν τα αιματα, αυτος ο ανθρωπος ειχε τον αερα του αριστοκρατη, του ευπατριδη, που και στην χειροτερη στιγμη του διατηρουσε τον αερα και τη νοοτροπια της υπεροχης.

    Αθλητικη Ηχω, Σαββατο 30 Αυγουστου 1969
    Ενας εξ αυτων ηταν ο Κουσιμοδος, η Κουασιμοντο επι το Ευρωπαικωτερον. Ο τερατομορφος αυτος παλαιστης ειχε συντριψει πολλα καλα παιδια της Ελλαδας, οπως ο Καρυστινος, ενας σταθερος και θεαματικος παλαιστης, που ετρωγε αλλα και εριχνε πολυ ξυλο. .

    Αθλητικη Ηχω Κυριακη 31 Αυγουστου 1969
    Ο “γερολυκος”Θανασης Καμπαφλης εδερνε μεχρι που μεγαλωσε αρκετα. Στην επομενη φωτογραφια δερνει τον “Δρακουλα”, που ομως φαινεται να εχει παρει αδεια απο το ΚΑΠΗ της γειτονιας του για να αγωνισθει.

    Απο το ψηφιακο Αρχειο της "Αθλητικης Ηχους"
    Η Παρασταση
    Εκτος απο τους αγωνες ενας προς ενα υπηρχαν και οι διπλοι αγωνες, οπου συνηθως ειχαμε την αποκορυφωση της τραγικης εξελιξης της παλης.  Συνεχες κυνηγητο, συγχυση, ο διατιτητης σαν αλλοπαρμενος να προσπαθει να επιβαλει την ταξη και τους κανονες, τη στιγμη που ολο το κοινο, μηδενος εξαιρουμενου, επιθυμουσε διακαως την πληρη και ανευ περιτροπων παραβιαση ολων των κανονων. Οι κλωτσιες στα αρχιδια ηταν απλο παραπτωμα, αλλα βεβαια δεν ηταν πραγματικες, αλλιως ολοι οι παλαιστες θα ηταν ακληροι απο τις κλωτσιες που τρωγανε συνεχεια.
    Στην επομενη φωτογραφια, απο τον αγωνα Παπαλαζαρου – Μεγαριτη εναντιον Αττιλιο – Ναζιριαν, βλεπουμε τον Παπαλαζαρου να ιπταται εκτος ρινγκ, μετα απο αυροφροσυνη του Αττιλιο, ενω ο Μεγαριτης με το ασπρο βρακι θωρει απειλιτικα αλλα εξ αποστασεως τον “Αρμενιο” Ναζιριαν. Αυτη η συντομη εκδρομη εκτος ρινγκ προσεδιδε παντα μια αμεσοτητα στα δρωμενα, και οδηγουσε πολλλους παλαιστες στο να συνεχισουν τον αγωνα εκτος ρινγκ, μερικες φορες δε εισχωρουσαν στον χωρο των θεατων.

    Αθλητικη Ηχω Κυριακη 15 Σεπτεμβριου 1968
    Απαραιτητο στοιχειο της ολης εμειριας ηταν ο ιδιομορφος διαλογος παλαιστη με το κοινο, ιδιαιτερα οταν ο παλαιστης ειχε “αδικηθει” απο τον αντιπαλο του.  Στην φωτογραφια που ακολουθει, ο Μεγαριτης αιμοφυρτος συνομιλει με το εξαγριωμενο κοινο, και του υποσχεται οτι θα συντριψει τον αντιπαλο του, οποτε και οταν του δοεθι η ευκαιρια.

    Αθλητικη Ηχω, Κυριακη 22 Σεπτεμβριου 1968
    Το αιμα ηταν ενα απο τα κυρια στοιχεια της σκηνογραφιας, οπως στην επομενη φωτογραφια, οπου ο Παπαλαζαρου αποχωρει απο τον αιματοβαμμενο του αγωνα με τον θηριωδη Αττιλιο, φορωντας τη ζωνη του πρωταθλητη.

    Αθλητικη Ηχω, Κυριακη 29 Σεπτεμβριου 1968
    Τα λεγομενα “αεροπλανικα” κολπα ητανε στην πρωτη γραμμη. Ο ιπταμενος παλαιστης επεφερε συντριπτικο κτυπημα επι του αντιπαλου του, ιπταμενος. Ο Μπουρανης στην φωτογραφια που ακολουθει εφαρμοζει κεφαλοκλειδωμα με τα ποδια επι του εμβροντητου Μουσταφα.

    Αθλητικη Ηχω, 1 Ιουλιου 1970
    Και ενα ακομη αεροπλανικο, αυτη τη φορα απο τον τρομερο Τρομαρα.

    Αεροπλανικον κολπον Τρομαρα
    Συνεχιζω με την στρεβλωτικη ποδολαβη που εφαρμοζει ο Αττιλιο επι του Ρωσου Κοριενκο. Με απλα λογια, πιανει το ποδι του αντιπαλου που βρισκεται με την πλατη στο καναβατσο και προσπαθει να το γυρισει προκειμενου να του δημιουργησει θλασεις στους μυς του γονατου, πρακτικα καταστρεφοντας τους. Βεβαια ποτε κανεις δεν εφτασε στο σημειο αυτο, παρολον οτι οι κραυγες και οιμωγες του πεσμενου παλαιστη εδιναν την εντυπωση οτι τουλαχιστον σφαγιαζοταν.

    Απο το ψηφιακο αρχειο της Αθλητικης Ηχους
    Οι κωδικες
    1. Παραβιαση ολων των κανονων
    2. Ο διαιτητης ειναι εκει απλως για να προξενει δυσφορια στους παλαιστες και τους θεατες (βλεπε παρακατω σχετικο αποσπασμα απο συνεντευξη με διαιτητη αγωνων κατς).
    3. Ο αγωνας εχει και εθνικες διαστασεις, οι Ελληνες εναντιον ολων των αλλων φυλων.
    4. Υπαρχουν πολλοι πρωταθλητες και απειρες ζωνες, οσο πιο φαρδια η ζωνη, τοσο πιο σημαντικος ο πρωταθλητης.

    Το κολπο της προσγειωσης
    5. Αν δεν ματωσει τουλαχιστον ο ενας απο τους παλαιστες, θελουμε τα λεφτα μας πισω.
    6. Οι γυναικες θεατες ειναι πιο μοβορες απο τους αντρες.
    7. Ολοι καταγγελουν οτι οι αγωνες ειναι σικε, ομως αυτη ειναι η κρυφη και φανερη πηγη της γοητειας των αγωνων, και το ξερουν ολοι.
    8. Ο παλαιστης ειναι κατ εξοχην ηθοποιος και ζογκλερ, ο κοσμος του κατς ειναι ενδιαμεσα στο τσιρκο και το παλκοσενικο. Γιαυτο και οι παραπλησιες ασχολιες των παλαιστων ειναι κυριως ρολοι σε ταινιες.
    Παραπλησιες Ενασχολησεις
    Η παλη αφεαυτης δεν μπορουσε να συντηρησει τα καλα παιδια της. Ο Αποστολος Σουγκλακος εγινε ηθοποιος. Πρωταγωνιστησε σε πολλες ταινιες του ελληνικου “τρας” κινηματογραφου. Στην φωτογραφια μοστραρει το τσεκουρι με το οποιο πετσοκοψε ουκ ολιγα αθωα θυματα στην παραζαλη του ως μανιακος σκεπαρνοφορος δολοφονος.

    Ο Αποστολος Σουγκλακος στην Ελληνικη εκδοχη του μανιακου δολοφονου με το σκεπαρνι
    Ο πρωτοπαλαιστης Τρομαρας πραγματοποιουσε διαφορα “σωου”, οπως το να σερνει τρενα με τα δοντια του. Τον Ιανουαριο του 2011, κυκλοφορησε η ειδηση οτι ο βοηθος του Κλιντ Ηστγουντ προτεινε στον Τρομαρα να παει στο Χολυγουντ για να παιξει τον Αλκιβιαδη:
    «Τις ημέρες των Χριστουγέννων πήγαινα σε μαγαζί στην Πλάκα. Εκεί με πλησίασε ο κ. Τρόφι και κάποιοι που τον συνόδευαν σχολίασαν την καταπληκτική ομοιότητα που κατά τη γνώμη τους έχω με τον Αλκιβιάδη, τον πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη της Αθήνας του 5ου π.Χ. αιώνα.
    Μου είπαν λοιπόν ότι αυτό το πρόσωπο θα απασχολήσει τον Κλιντ Ίστγουντ στην επόμενη ταινία του και μου ζήτησαν να συνεργαστούμε», εκμυστηρεύεται.
    «Πoλλά χρόνια μετά το μεγαλείο της άθλησης και γυρίζοντας όλο τον κόσμο, είχα πολλές συμμετοχές σε ταινίες», εξηγεί στην Espresso και συνεχίζει:
    «Ντουμπλάρισα έναν Γερμανό, έπαιξα με την Καρντινάλε, τον Ασναβούρ, στο σίριαλ Τόλμη και Γοητεία και πολλές φορές τούς έκανα να παραμιλάνε…».

    Ο παλαιστης Τρομαρας
    Αναμνησεις ενος Διατητη
    “Ιστοριες παρα πολλες… Γιατι σας ειπα, εχω διαιτητευσει διεθνεις αθλητες, χωρια οι Ελληνες. Εντυπωση μου εκανε μια φορα στον εαυτο μου κατι που… η μαλλον δυο φορες. Μια φορα ηταν που διαιτητευσα στο Αιγαλεω τον Καπαφλη μαζι με τον Dollars, εναν πρωην πυγμαχο που ειχε αντιμετωπισει τον Joe Lewis -πολυ τρομερος παλαιστης αυτος- και μετεπηδησε στην επαγγελματικη παλη. Ηταν πολυ γερος, δεν καταλαβαινε τιποτα. Θυμαμαι ομως, πριν ακομη διαφημιστουνε και ακουστουνε αυτα τα πραγματα για τα ντοπαρισματα, που παιρνουν χαπια και λοιπα, τον θυμαμαι μεσα στα αποδυτηρια, πριν ακομη ξεκινησει ο αγωνας, επινε δυο-τρια χαπια μαζι. Ποιος να τον επιανε μετα επανω, ηταν σκυλι μοναχο, δεν καταλαβαινε τιποτα. Και μου λεει ο Καπαφλης, θυμαμαι, εαν δεις τιποτα, πιασ τον απ τα μαλλια, κι εγω ο χαζος, σα χαζος βεβαια, την ωρα που εχει τον Καπαφλη σε μια λαβη, κι εκεινος παει να του φυγει, εγω για να υποστηριξω τον Ελληνα τονε βουταω απο τα μαλλια και τον τραβαω. Και τοτε μου κολλαει μια, θυμαμαι ! Και ευτυχως που δεν την εφαγα στη μουρη. Πυγμαχος ηταν, παλαιστης, δεν ξερω ποσα κιλα, βαρεων βαρων, και μου δινει μια εδω στο στηθος και φευγω εξω απο το ρινγκ, πολυ δυνατη μπουνια. Ευτυχως, ομως, ανεβηκα παλι και συνεχισα, που αν ηταν αλλος επρεπε να μην ειχε συνεχισει.”
    (απο μια συζητηση με τον  Χρηστο Λεβεντη, ζωγραφο και διαιτητη, που δημοσιευτηκε στο  LIFO, Magic Circus, το Φωτο Μπλογκ του Σπυρου Σταβερη)

    Ο διαιτητης Χρηστος Λεβεντης
    Τα αξεχαστα
    “Σε κάποιο ματς, ο Σουγκλάκος εμφάνισε ένα πιτσιρικά
    και αποκάλυψε ότι ήταν “χαμένος γιός του” από τον Καναδά !
    Σε ένα άλλο, ο κόσμος κορόιδευε τον μάνατζερ Πητ Παπαδάκο
    (“Πητ ! Ο Σατανάς !” φώναζαν).
    Ο Πητ ανέβηκε τσαμπουκαλεμένος στις κερκίδες, αλλά είδε πολλούς
    αγριεμένους τύπους και ξανακατέβηκε !
    Επίσης σε ένα άλλο ήταν σπόνσορας ένας οίκος νυφικών.
    Και διέκοψαν τους αγώνες για … επίδειξη νυφικών !
    Έπεσε τρελό μπουκάλι και απίστευτα σχόλια για τα μοντέλα που έκαναν τις νύφες.
    Παρουσιαστής ήταν ο Αλέξης Πετρίδης, στον οποίο ο κόσμος είπε το ανεπανάληπτο σύνθημα :
    “Αλέξη, ζούμε, νυφούλα να σε δούμε” !
    Μια άλλη φορά ο Σουγκλάκος διοργάνωσε ΔΩΡΕΑΝ αγώνες κατς,
    μόνο και μόνο ως συμπαράσταση για το λαό της Σερβίας που βαμβαρδιζόταν από το ΝΑΤΟ.
    Ή σε μια άλλη εκδήλωση, κυκλοφόρησαν αφίσες παραπλανητικές, ότι δήθεν
    μαζί με τους Έλληνες παλαιστές θα έρχονταν και διάσημοι ξένοι (Χόγκαν κλπ).
    Φυσικά στις εξέδρες, έπεσε πάλι απίστευτο γιουχάρισμα και κράξιμο.
    Γενικά σε τέτοιες διοργανώσεις, όλα τα λεφτά ήταν η κερκίδα,
    και τα (ομολογουμένως ευρηματικά) συνθήματά της.”
    (απο το “ρετρο αγωνες παλης“)
    http://panathinaeos.com

Πάμε να χαζέψουμε βιτρίνες

$
0
0




  • Τα απογεύματα ήταν συνηθισμένες οι βόλτες στα μαγαζιά του Κέντρου τύπου
    φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
    Βέβαια στην κοιλιά κάτι βάζανε οι πιτσιρικάδες από τον πλανόδιο τυροπιτά
    του οποίου οι τυρόπιτες είχαν και λίγο τυρί.
    Πανεπιστημίου....αριστοκρατικός δρόμος όχι μακρυά από την αυλή των θαυμάτων
    που έμεναν.
    Το κατάστημα του ΦΟΥΡΛΗ στην μια γωνιά με την Σανταρόζα και στην άλλη γωνιά με την Σταδίου το ELEGANCE για κομψούς άντρες αλλά και με ανθηρό πορτοφόλι.
    Ειδικά οι καπαρντίνες του δεύτερου άφησαν εποχή.
    Έξω από τα σινεμά καρφιτσωμένες οι φωτογραφίες του έργου που παιζότανε
    αλλά και της Δευτέρας και ΠΡΟΣΕΧΩΣ πάντα με την ένδειξη ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ
    ή ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ ΔΙΑ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ.
    Αν υπήρχε προγραμματισμένη κάποια αγορά στρίβανε δεξιά ... Αιόλου και
    Πλατεία Δημαρχείας.....για μικρά βαλάντια.
    ΑΦΟΙ ΚΛΑΟΥΔΑΤΟΥ ....μεγάλο μαγαζί με μικρές τιμές....
    Για παπούτσια τα ΕΛΒΙΕΛΑ έσωσαν τον κοσμάκη....κι αν μύριζαν όταν τα έβγαζες δεν έτρεχε τίποτα....έξω από την πόρτα τα άφηνες.
    Στην Αιόλου και στην Αγίου Μάρκου και στην Περικλέους οι νοικοκυρές
    βρίσκανε και κλωστές....και ξύλινα αυγά για να μαντάρουν τις κάλτσες
    που μονίμως ήταν τρύπιες από την μεριά του μεγάλου δαχτύλου του ποδιού
    λόγω ποδοσφαιρικής χρήσης αλλά και μακροχρόνιας χρήσης.
    Σήμερα η βελόνα και η δαχτυλήθρα είναι άγνωστα είδη για τις νέες γυναίκες.
    Η βόλτα τελείωνε στον ΚΡΊΝΟ της Αιόλου με δύο μερίδες λουκουμάδες
    με μπόλικο μέλι και κανέλα για το σπίτι ενώ οι σιελογόνοι αδένες μέχρι να φθάσουμε ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση.

Άγιος Γεώργιος, το νησί του διαβόλου: H Σπιναλόγκα του Πειραιά

$
0
0


Το νησάκι του Αγίου Γεωργίου, η… Σπιναλόγκα του Πειραιά, με τα κτίσματα που χρησιμοποιήθηκαν για την καραντίνα χιλιάδων ανθρώπων


Η Σπιναλόγκα του Πειραιά, το μικρό νησάκι του Αγίου Γεωργίου, βρίσκεται μια ανάσα από το Πέραμα και τη Σαλαμίνα. Πάνω του διακρίνονται μια σειρά από οικήματα, εμφανώς κάποια πολύ παλαιά, ακόμα και μισογκρεμισμένα, και άλλα σχετικά πιο καινούργια. Είναι ό,τι έχει απομείνει για να θυμίζει το κολαστήριο του Αργοσαρωνικού.

Οι ομοιότητες των δύο μικρών νησιών, της Σπιναλόγκα και του Αγίου Γεωργίου, είναι πολλές: μεγάλη ιστορία, κοντά στις ακτές, αλλά ταυτόχρονα απομονωμένα, ενώ και τα δύο λειτούργησαν ως χώροι απομόνωσης ασθενών ή ύποπτων για διάφορες μολυσματικές ασθένειες, με βάση τους δικαιολογημένους ή όχι φόβους των παλαιών εποχών.

Οι διαφορές τους, επίσης σημαντικές: από τη Σπιναλόγκα λίγοι κατάφερναν να φύγουν θεραπευμένοι από τη φοβερή ασθένεια της λέπρας, ενώ από τον Αγιο Γεώργιο όλοι έφευγαν έπειτα από ολιγοήμερη παραμονή, η οποία όμως για τους οικονομικά ασθενέστερους ήταν μια σκληρή δοκιμασία…


Το λοιμοκαθαρτήριο



Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εικάζεται ότι στη σημερινή μορφή της ανοικοδομήθηκε επί Φραγκοκρατίας





Στον Αγιο Γεώργιο, το γραφικό νησάκι στον όρμο των Παλουκίων, το λοιμοκαθαρτήριο υπολογίζεται ότι άρχισε να λειτουργεί κανονικά το 1865 ή λίγο νωρίτερα. Η περιγραφή που έκανε τον Οκτώβριο του 1884 ο Γερμανός βυζαντινολόγος K. Krumbacher αποτυπώνει παραστατικά την κατάσταση:

«Κατά μήκος της ακτής είναι χτισμένος μεγάλος αριθμός σπιτιών για την καραντίνα. Πρόκειται για τετράγωνες κατασκευές από άγριες πελεκητές πέτρες, λίγο ασβεστωμένες και με κεραμοσκεπές.



Κάθε σπίτι αποτελείται από δύο ευρύτερα δωμάτια εφοδιασμένα με μερικά κρεβάτια εκστρατείας και ένα νιπτήρα. Η στεγανότητα της οροφής δεν είναι καθόλου ικανοποιητική.


Σε ένα από τα σπιτάκια έχει εγκαταστήσει ο πανδοχέας του νησιού της καραντίνας την κουζίνα και μια τραπεζαρία, όπου συγκεντρωνόμαστε τις κοινές ώρες του φαγητού. Μερικά βήματα κάτω από το οίκημα του επισιτισμού βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου.


Οι επιβάτες που είχαν προτιμήσει να περάσουν την καραντίνα πάνω στο πλοίο μάς επισκέπτονταν καμιά φορά και εύρισκον φυσικά την παραμονή στο πλοίο καλύτερη και πιο άνετη» (πηγή: Α. Βιρβίλης, «Το Λοιμοκαθαρτήριο του Αγ. Γεωργίου Σαλαμίνας», περιοδικό Φιλοτέλεια, Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά).

https://to-paliatzidiko.blogspot.gr






Η πλάκα, που υπάρχει στο προαύλιο της εκκλησίας: «Χολέρας καθαρτήριον την σην νήσον προσήνεγκας τη Ελλάδι, Τροπαιοφόρε. (= Για χολέρας καθαρτήριο προσέφερες τη νήσο σου στην Ελλάδα, Τροπαιοφόρε). Ευγνωμονούντες προσάγομεν σοι την ανακαίνισιν της εκκλησίας, την αποβάθραν και τας οδούς. Μηνί Σεπτεμβρίω ΑΩΞΕ (=1865)».

Ωστόσο, η ιστορία του νησιού, που η επιφάνειά του είναι μόλις 0,200 τ.χλμ. και που ενώθηκε, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με επιχωμάτωση με τη Σαλαμίνα, χάνεται στα βάθη των χρόνων.

Το γεγονός είναι ότι η ερμηνεία ορισμένων γραπτών πηγών οδηγούσε στην εκτίμηση ότι βρισκόταν εκεί ο αρχαίος τάφος της Κίρκης. Αυτό οδήγησε στο νησί τον μεγάλο αρχαιολόγο Ερρίκο Σλήμαν, που έφυγε άπρακτος, αν και πιθανολογείται ότι πάνω στο ταφικό αυτό μνημείο, στην ανατολική άκρη του νησιού, ανοικοδομήθηκε η αρχική παλαιοχριστιανική εκκλησία.

Η νεότερη εκκλησία, που υπάρχει μέχρι σήμερα, χρονολογείται με βάση τον ρυθμό της επί Φραγκοκρατίας (πηγή: Π. Βελτανισιάν «Μικρή συμβολή στην ιστορία της νήσου του Αγίου Γεωργίου», από το περιοδικό «Επικοινωνία» - τ. 3 Ιούλιος 2001).

Η πρώτη μεγάλη ανακαίνιση της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και η διαμόρφωση του χώρου γίνονται τον Σεπτέμβριο του 1865 (ΑΩΞΕ), όταν ιδρύεται, με Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ 38/9 Αυγούστου 1865) υγειονομικό φυλάκιο. Ωστόσο, η ανάγκη για τη δημιουργία ενός λοιμοκαθαρτηρίου είχε ανακύψει, από πολύ νωρίτερα, στον Πειραιά.

Αρχικά ως προσωρινό λοιμοκαθαρτήριο χρησιμοποιούνταν ένα πλοίο ονόματι «Εύχαρις». Στη συνέχεια θα δημιουργηθεί ένα άλλο στις αποθήκες διαμετακόμισης, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο επιβατικός σταθμός του ΟΛΠ.

Ο πρώτος δήμαρχος της πόλης, Κυριάκος Α. Σερφιώτης (1835-1841), σε έγγραφό του με ημερομηνία Ιουλίου 1836 και αριθμό πρωτοκόλλου 429 γράφει, μεταξύ άλλων, προς τη Διοίκηση Αττικής (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά, Φάκελος 1836 Α, υποφ. 4, τεκμ. 2):

«Επειδή παρατηρείται ότι το ήδη ευρισκόμενον στον λιμένα της πρωτευούσης λοιμοκαθαρτήριον είναι πάντα ατακτοποίητον και επειδή εις τούτο το πλοίο δεν δύναται να κρατηθή η αξιοπρέπεια της υπηρεσίας και προφύλαξις της υγείας του πολίτου ένεκα των εκ διαφόρων μερών της Τουρκίας προερχόμενων πλοίων όπερ επικρατεί η νόσος πανώλης φέροντας και διάφορους επιβάτας, οι οποίοι και θα μείνουν μέρες στο λοιμοκαθαρτήριο και συνίσταται η ίδρυσις λοιμοκαθαρτηρίου εις την περιοχήν διαμετακομίσεως».






Ο δούκας της Αυστρίας



Μια από τις δύο πιο παλιές αποβάθρες του νησιού



Περίπου έναν χρόνο αργότερα, πληροφορούμαστε ότι η επικείμενη άφιξη στον Πειραιά του αρχιδούκα της Αυστρίας γίνεται αφορμή να διαμορφωθεί ένας χώρος για λοιμοκαθαρτήριο και μάλιστα με ρητή εντολή να διακοσμηθεί με τις οδηγίες του θαλαμοποιού του τότε βασιλιά Οθωνα…

Συγκεκριμένα, στις 12 Αυγούστου 1837, η «Επί των Εσωτερικών Γραμματεία της Επικρατείας» με έγγραφό της προς τον δημοτικό αρχιτέκτονα κ. Λοράντζο (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά, Φάκελος 1837/29, τεκ. 5) ζητούσε «να σχηματισθούν εις το ισόγειον της εν Πειραιεί μικράς αποθήκης της διαμετακομίσεως, θάλαμοι τινες εις τους οποίους θα κάνη την κάθαρσίν του ο περιφερόμενος αρχιδούξ της Αυστρίας. Το έργον πρέπει να τελειώση το πολύ πριν το τέλος του ενεστώτος μηνός και θέλει εκτελεσθή με ημερομισθίους οικοδόμους ή με εργολαβίαν κατά τεμάχιον υπό την διεύθυνσίν σας (…)».

Ακόμα, ζητούσαν από τον αρχιτέκτονα του δήμου να συνεννοηθεί «μετά του βασιλικού θαλαμοποιού (όνομα δυσανάγνωστο) προς την εσωτερικήν διάταξιν και διακόσμησιν της οικοδομής».

Το έργο ολοκληρώνεται και στις 29 Νοεμβρίου 1837 εκδίδεται δηλοποίηση, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 45/31-12-1837), στην οποία αναφέρεται ότι το λοιμοκαθαρτήριο Πειραιώς που έχει κατασκευαστεί «και δύνανται να εκκαθαρισθώσιν εν αυτώ άνθρωποι χωρίς κίνδυνον» ξεκινάει να λειτουργεί.

Τον Ιούνιο του 1839 ο τότε δήμαρχος Πειραιά, Κυριάκος Σερφιώτης, ξεκινάει αλληλογραφία με διάφορες υπηρεσίες (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά) και αφού αρχικά διαπιστώνει ότι στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις «δεν γίνεται πραγματική εκκαθάριση» (έγγραφο 26/6/1839, αρ. 484) προτείνει (28/6/1839, αρ. 534) να ανεγερθεί λοιμοκαθαρτήριο στην Ψυττάλεια.

Στην Ψυττάλεια δεν λειτούργησε λοιμοκαθαρτήριο. Ομως, θεωρείται πολύ πιθανό να χρησιμοποιήθηκε μαζί με τον κόλπο της Σαλαμίνας ως τόπος αγκυροβολίας πλοίων που έμπαιναν σε καραντίνα.

Αυτή η εκδοχή ενισχύεται από το γεγονός ότι με Βασιλικό Διάταγμα του 1847 κατασκευάζεται στο Αμπελάκι οίκημα για τη διαμονή υπαλλήλων που εξυπηρετούν τα προσορμισμένα πλοία ώστε να μη μετακινούνται καθημερινά υπάλληλοι του Υγειονομείου Πειραιά.

Τελικά, η αύξηση της ακτοπλοϊκής κίνησης του Πειραιά οδηγεί το 1865 -ίσως και μερικά χρόνια νωρίτερα- στη δημιουργία οργανωμένου λοιμοκαθαρτηρίου στο νησάκι του Αγίου Γεωργίου.

Ομως, όλα δείχνουν ότι η λειτουργία του είχε πολλά προβλήματα, κυρίως λόγω της αισχροκερδούς συμπεριφοράς ορισμένων ατόμων και μάλιστα -όπως καταγγέλθηκε το 1911 από τον Λε Κορμπιζιέ- με την «κάλυψη» βουλευτή της εποχής.


Μαρτυρίες





Στις 11 Σεπτεμβρίου 1873, η εφημερίδα «Μέλλον» δημοσιεύει επιστολή αναγνώστη ο οποίος αναφέρει ότι «εις πάντα τα καλώς οργανωμένα λοιμοκαθαρτήρια γίνεται πρόνοια και διά την εν αυτοίς ταχυδρομική υπηρεσία χάριν της αλληλογραφίας των καθαριζομένων. Ενταύθα δε ούτε εις γραμματοκομιστής υπήρχεν» (πηγή: Α. Βιρβίλης, ό.π.). Παρακάτω ο ίδιος θα περιγράψει ότι για να στείλουν ένα γράμμα έδιναν «αδρά αμοιβή» σε λεμβούχους, οι οποίοι, ωστόσο, πολλές φορές παραμελούσαν τις επιστολές…

Ακόμα, περιγράφει ότι τα δωμάτια που τους διέθεσαν ήταν εντελώς άδεια, χωρίς έπιπλα, σκεύη, ούτε καν κρεβάτι. Μόνο προς το βράδυ έφεραν κάποια «άθλια» κλινοστρώματα και σκεύη, τα οποία ενοικιάζοντο. Τα κλινοστρώματα προς 3 δραχμές την ημέρα και αναλόγως τα άλλα σκεύη.

Αποκορύφωμα της κατάστασης ήταν η έλλειψη φαρμάκων, τα πανάκριβα τρόφιμα, που μπορούσαν να αγοράσουν μόνο εύποροι, ενώ οι πιο φτωχοί αναγκάζονταν να τρώνε στο «άθλιο παραμαγειρείο», μια ξύλινη κατασκευή, που μόνο για ανθρώπους δεν ήταν…

Ιδια παρέμεινε η κατάσταση και τα επόμενα χρόνια. Στην εφημερίδα «Αιών» στο φύλλο της 7ης Ιουλίου 1885 διαβάζουμε ότι «οικτράν παριστώσι ημίν την κατάστασιν του λοιμοκαθαρτηρίου του Αγίου Γεωργίου. Τα πάντα απολύτως ελλείπουσιν αυτόθεν, εκτός των τεσσάρων τοίχων», σημειώνοντας ότι για δύο ημέρες δεν έφτασε η ατμάκατος με την τροφοδοσία, με αποτέλεσμα ο γιατρός, οι φύλακες και η φρουρά να μείνουν χωρίς τροφή και νερό. Λίγες ημέρες αργότερα διαβάζουμε στην ίδια εφημερίδα ότι εστάλησαν στρώματα, φαγητό και υπήρξε μέριμνα για καθαρό νερό.

Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Αιών», από 13 Ιουνίου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 1884 «καθαρίστηκαν» στο λοιμοκαθαρτήριο Αγίου Γεωργίου 10 ιστιοφόρα, 25 ατμόπλοια, καθώς και 1.036 επιβάτες επί των πλοίων και 203 στο λοιμοκαθαρτήριο.



Ήταν έτοιμοι να το πουλήσουν



Ενα από τα παλαιά κτίσματα του νησιού, χτισμένα από πέτρα. Αγνωστη η χρήση του συγκεκριμένου



Στο σφυρί προετοιμάζονταν να βγάλουν, το 2013, την ιστορική νησίδα του Αγίου Γεωργίου στο πλαίσιο του αλήστου μνήμης προγράμματος πώλησης των… πάντων από την τότε κυβέρνηση. Ετσι, στις 19 Νοεμβρίου 2013 η Διυπουργική Επιτροπή Αναδιαρθρώσεων & Αποκρατικοποιήσεων έπαιρνε απόφαση, η οποία δημοσιεύτηκε στις 28/11 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β' 3025/2013) να παραχωρηθούν στο ΤΑΙΠΕΔ προς πώληση μια σειρά από ακίνητα. Ανάμεσα σ'αυτά αναφερόταν και το εξής:

Στο στενό Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας έκταση γης 1.498 τετραγωνικών μέτρων (1,4 στρέμματος).

Αυτό δεν ήταν άλλο από τη νησίδα Αγίου Γεωργίου. Τι και εάν έχει τόσο μεγάλη ιστορία, έχει κηρυχθεί Αρχαιολογικός Χώρος (ΦΕΚ Β' 302/ 1982), έχει περιέλθει στο Πολεμικό Ναυτικό και είναι χαρακτηρισμένο ως «Ναυτικό Οχυρό»; Η ταμπέλα «πωλείται» ήταν έτοιμη…

Ωστόσο, με την αλλαγή των αυτοδιοικητικών αρχών άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη διάσωση της ιστορικής νησίδας. Τόσο η Περιφέρεια Αττικής διά του αντιπεριφερειάρχη Νήσων Παναγιώτη Χατζηπέρου όσο και η Τοπική Αυτοδιοίκηση της Σαλαμίνας κινήθηκαν δραστήρια προς αυτήν την κατεύθυνση.

Πραγματικά, τον Οκτώβρη του 2015 υπήρξαν τα πρώτα θετικά σημάδια ότι το ΤΑΙΠΕΔ εξαιρεί από την πώληση τη νησίδα του Αγίου Γεωργίου, και ο κ. Χατζηπέρος γνωστοποίησε τις προθέσεις του, αρχικά προς το Πολεμικό Ναυτικό, για διεκδίκηση τμήματος της νησίδας, με στόχο:

Να δημιουργηθεί Θεματικό Πάρκο για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Σε αυτό το πρόγραμμα αναμένεται, σύμφωνα με πληροφορίες, να αξιοποιηθούν και υπάρχοντα κτίσματα στη «Σπιναλόγκα» του Πειραιά.



Ο Συγγρός στο νησί






Τα δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής ήταν πολλά και αποκαλυπτικά. Αξιοσημείωτη είναι και η μαρτυρία του πλούσιου τραπεζίτη Ανδρέα Συγγρού στα Απομνημονεύματά του, όπου αναφέρεται στην παραμονή του στο νησί από τις 31 Δεκεμβρίου 1871 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1872, ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη (πηγή: Α. Βιρβίλης, ό.π.).

Πριν φτάσει ο Συγγρός, έγραψε σε έναν φίλο του στην Αθήνα ώστε κατά την ενδεκαήμερη κάθαρση να μην ταλαιπωρηθεί.

«Ούτος ενήργησε και τω παρεχωρήθησαν εις την ερημόνησον Αγιος Γεώργιος παρά την Σαλαμίνα, ωρισμένην διά καθάρσεις, δύο ισόγεια δωμάτια (ο Θεός να τα κάμη δωμάτια), τα οποία ενοικίασα και μετέφερε εκεί έπιπλα πρώτης ανάγκης, οίον κλίνας, τραπέζας, καθίσματα, μαγειρικά σκεύη κ.λπ., ακόμη και τάπητας. Αμέσως ανεχώρησα διά Πειραιά παραλαβών μετ’ εμού τον μάγειρόν μου, τον θαλαμηπόλον μου και τον αμαξηλάτην μου μετά τεσσάρων ίππων και τριών αμαξών. Ανθρωποι και ζώα έπρεπεν, εννοείται, να υποστώμεν την κάθαρσιν».

Και μπορεί ο Συγγρός με την άνεση του χρήματος να είχε όλες αυτές τις ανέσεις, να έβγαινε για κυνήγι στο νησί και να δεχόταν και επισκέψεις. Ωστόσο, δεν ήταν για όλους ίδια η κατάσταση.



Η μαρτυρία του Λε Κορμπιζιέ
Έμποροι ψυχών



Charles-Édouard Jeanneret-Gris



Ωστόσο, τα προβλήματα και η εκμετάλλευση των επιβατών φαίνεται ότι δεν είχαν τέλος. Η εφημερίδα «Ακρόπολις» σε δημοσίευμά της στις 17 Ιουλίου 1903 γράφει για «πρωτοφανές σκάνδαλον εν λοιμοκαθαρτηρίω» και αποκαλύπτει ότι «το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου υδρεύεται από τα ατμόπλοια που εκτελούν εκεί κάθαρσιν. Τούτο συνέβη επανειλημμένως προ τινών ημερών».

Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 12 Ιουλίου 1903, έγραφε σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα ότι «οι επιβάται ονομάζουν τερατώδεις τας τιμάς με τα οποίας έχουν διατιμήσει τα τρόφιμά των οι εκεί τροφοδόται οι οποίοι εννοούν να εκμεταλλευτούν την περίστασιν για να κάμουν εντός ολίγου μια περιουσίαν».

Τον Σεπτέμβρη του 1911 η μαρτυρία του Γαλλοελβετού αρχιτέκτονα Charles-Édouard Jeanneret-Gris, γνωστότερου ως Λε Κορμπιζιέ, είναι καταπέλτης:

«Σε ένα μικρό μόλο όπου μας οδηγούν οι βαρκάρηδες στέκει ένας κύριος με άσπρο κασκέτο, δουλοπρεπής με τους πλούσιους, σκαιός και άξεστος με τους ταλαίπωρους: ένας υπάλληλος, ένας γραφειοκράτης! Συρματοπλέγματα χωρίζουν τα παραπήγματα… Η καραντίνα!

Βρωμερή καραντίνα σε ένα έρημο νησί στο μέγεθος μιας μεγάλης πλατείας. Καραντίνα ηλίθια, ενάντια σε όλους τους νόμους της λογικής: εστία χολέρας. Εδώ, υπάλληλοι, εκεί, λωποδύτες και ανέντιμοι. Ονειδος για την ελληνική κυβέρνηση που καθιέρωσε αυτόν τον θεσμό.

Μας κράτησαν εκεί τέσσερις μέρες βάζοντάς μας να πλαγιάζουμε με άγνωστους, μες στα ζωύφια και τις σαρανταποδαρούσες, κάτω από έναν πύρινο ουρανό, δίχως ένα δένδρο σε εκείνο το νησί του διαβόλου. Ενα εστιατόριο με πομπώδη τίτλο τόπος κατεργιάς, όπου εκείνοι που το πατρονάρουν -ένας βουλευτής καθώς φαίνεται επιτρέπουν να πουλιέται το νερό σαράντα λεπτά το λίτρο, και σε υποχρεώνουν να τρως βρωμιές σε εξοργιστικές τιμές» (πηγή: Α. Βιρβίλης, ό.π.).

Από τον Δεκέμβριο του 1918 μέχρι τον Απρίλιο του 1919, με το τέλος του Α'Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε εκ περιτροπής περιορισμός περίπου 6.500 ανδρών που είχαν αιχμαλωτιστεί από Γερμανούς και είχαν μεταφερθεί στο Γκόρλιτς της Γερμανίας.


Το 1924 ανακαινίστηκε πλήρως και δέχτηκε για κάθαρση, τόσο κατά την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης όσο και κατά την υποδοχή απελευθερωθέντων αιχμαλώτων, πάνω από 100.000 άτομα.


Το 1939-40 ανεγέρθησαν νέα κτίρια και έγινε ανακαίνιση, ενώ κατά τη γερμανική κατοχή χρησιμοποιήθηκε ως Ναυαρχείο, αλλά με την αποχώρηση των Γερμανών λεηλατήθηκε.





Ενα διαφορετικό οίκημα. Είναι το πιο σύγχρονο απ’ όλα. Κατασκευάστηκε από τους Γερμανούς στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καθώς χρησιμοποίησαν το νησί ως Ναυαρχείο. Το συγκεκριμένο κτίριο, με οριοθετημένους, σε «σκαλοπάτια» τους κήπους, πιθανόν ήταν το Διοικητήριο. Δεξιά: Το εσωτερικό ενός από τα οικήματα της καραντίνας.


Μετά την απελευθέρωση, το φθινόπωρο του 1947, έγινε η τελευταία κάθαρση: 620 επιβατών πλοίων και 42 ατόμων που έφτασαν αεροπορικώς από την Αίγυπτο όπου είχε ξεσπάσει επιδημία χολέρας.

Τα επόμενα χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως ψυχιατρείο και το 1967 παραχωρήθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό.



Συντάκτης: Σταύρος Μαλαγκονιάρης

Φωτογραφία:Βασίλης Μαθιουδάκης
Πηγή: efsyn.gr

Χριστουγεννιάτικη αγορά στις συνοικίες της Παλιάς Αθήνας

$
0
0

Χριστουγεννιάτικη αγορά στις συνοικίες της Παλιάς Αθήνας

Χριστός γεννάται σήμερονΕίιιιιιις Βηηη …-Φύγετε τώρα μωρέ. Τα είπαν άλλοι! Φύγετε δεν μπορούμε να συννενοηθούμε εδώ μέσα με τις φωνές σας!...

Λοιπόν Λαμπίκη θα ετοιμάσης το γρηγορώτερο ένα χριστουγεννιάτικο κομμάτι με φρέσκο πράμμα της Αγοράς …


Έτσι βρέθηκα στην αγορά της συνοικίας μου. Ξέρετε η συνοικίες έχουν δικό τους χριστουγεννιάτικο νταραβέρι και το αλισβερίσι τους γίνεται επί τη βάσει των εθίμων του βερεσέ.

-Πόσο τα χριστόψωμα Κυρθόδωρε; -Μμμ. Έφερες την εξόφληση εκείνου του λογαριασμού Κυραπαναγιώταινά μου;
-Ένεκα που δεν πληρώθηκε ο προκομμένος … ξέρεις τούτες τις μέρες … Μονάχα κάτι λίγα σούφερα απέναντις …
-Αί … Απ’ ολότελα καλή κι’ η Παναγιώταινα …
-Φφτού… Πανάθεμά σε. Με κόλασες χρονιάρα μέρα… Πόσο λοιπόν τα χριστόψωμα;
-Αφού είνε έτσι, για σένα είκοσιοχτώ και σαράντα…



                                               ***

-Πέρασε κι’ από εδώ Θειανικολάκαινα… Έχω αρνάκι που στάζει γάλα. Έχω και γαλοπούλες σαν τις ώμορφες κοπέλλες. Για ιδές τα στήθεια τους! Η κόρη σου δεν πιάνει μπάζα μπροστά τους.

-Δεν είνε για τα δόντια σου η κόρη μου βρωμοχασάπαρε…
-Ούτε κι’ η γαλοπούλες μου για τα δικά σου. Άλλος κύριοι, άλλος!
Άλλ’ ιδού παρά πέρα κι η  κλασική σκηνή πωλητού και αγοραστού ελάτου για το χριστουγεννιάτικο δένδρο.
-Πόσον το έλατον; Ερωτά σοβαρός καθηγητής –ακολουθούμενος από καλαθοφόρον δουλικό- χωρικόν από τον Οζά περιάγοντα κλάδους ελάτων.
-Δυό κοσπεντάρικα… Πάρτο.
-Άαα Ακριβό! Έλαττον, έλαττον θα ήθελον να μοί το δώσεις 
-Έλατο σου δίνω χριστιανέ μου. Αρλούμπες μας λές!;

                                            ***
Έξω από το Βαρβάκειον έχει συγκεντρωθή όλος ο γαλόφιλος κόσμος των Αθηνών. Και μεταξύ πτερωτών θυμάτων και υποψηφίων αγοραστών, όλων ακατασχέτως γαλλιζόντων, γίνεται τέτοιο λακριντί από το οποίον δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε παρά μερικάς ελληνικάς φράσεις του παρά πέρα ισταμένου πωλητού παστουρμά.
-Έι γκιουζέλ παστουρμά βάρ, τζανουμ. Ιλνά σαντζαλγάν τσόκ…
-Τσόκ γιασά –απαντά νεότευκτος συμπολίτης. Τσόκ γιασά.
Να τώρα και μέσα εις το Ιερόν Τέμενος των τροφίμων εις το οποίον συλλειτουργείται,συνθλίβεται και συμπάσχει όλο το Αθηναϊκόν κοινόν γινόμενον εις σάρκαν μίαν.
-Ώωωωχ… Μα ευλογημένη μου μη με σπρώχνεις…
-Σιγά τον πολυέλαιο… απαντά με οργήν γυναικεία φωνή!
-΄Ωωωχ τον κάλο μου, κύριε με πατήσατε…
-Απ’ εδώ κύριοι, απ’ εδώ. Εδώ ο διαγωνισμός των Καλλιστείων. Περνάτε να θαυμάσετε τας καλλονάς που έχουμε στην έκθεσι… Εδώ είνε όλες οι Μίσσες του τριανταένα…
Είνε η φωνή του χασάπη παλλομένη από ιεράν συγκίνησιν εκθέτοντοε προς πώλησιν λαγούς φέροντας πετραχήλια το μισογδαρμένο τομάρι τους, γαλοπούλες παρασημοφορημένες με όλων των εθνών τα παράσημα αξίας 85 δραχμάς την οκά!

Τα ίδια νούμερα στο παραπέρα Μέγα Πτηνοπωλείον ο «Ίκαρος» εις τα τσιγγέλια του οποίου φιγουράρουν σε ατελείωτες σειρές κρεμασμένα συρματένια καλάθια με αυγά και στο εσωτερικόν των οποίων φεγγοβολούν εκπληκτικώς ηλεκτρικά λαμπιόνια.



Η ίδια τρομερά πάλη των τάξεων ήτοι της χήρας από τα Πετράλωνα, του συνταξιούχου από το Παγκράτι, της μοδιστρούλας από το Μεταξουργείον, του ηλεκτρολόγου από την Πλάκα, του παπά από την Βλασσαρού και των ξυπόλητων αντιπροσώπων της αυριανής γενηάς εμπρός από το μυροβόλον αλαντοποιείον «Ο Βούρδουλας»!

Και ενώ η ετησία αυτή λειτουργία υπό τους ψυχρούς θόλους της Βασιλικής της Αγοράς εξακολουθεί μέχρι βαθείας νυκτός, εις πάρα πέρα κεντρικόν εδωδιμοπωλείον οικογένεια Παλαιοημερολογιτών ζητεί να προμηθευθή τα απαραίτητα νηστίσιμα για το σημερινό τραπέζι –η χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα θα παρατεθή μετά του χριστοψώμου την 7ην Ιανουαρίου του προσεχούς έτους. Τώρα ζητούν εληές, ταραμά και πιπεριές ξυδάτες.

Η ζαχαρένια χιονιά έχει κατακλύσει την πόλιν από το ένα άκρον ως το άλλο. Εις τα μπακάλικα τα βούτυρα και τα γιαούρτια, τα σαλαμικά, τα τυριά, οι κουραμπιέδες έχουν αποτελέσει ορεινά συγκροτήματα Παρνασσού και Χελμού. Εις τα ζαχαροπλαστεία τα χριστόψωμα, τα σοκολατάκια, τα τσουρέκια, η τούρτες και η πολυποίκιλος συνομοταξία των πτί-φούρ εσχημάτισαν άλλα ορεινά συγκροτήματα ίνα ούτω οδηγούνται προς αυτά οι Αθηναίοι καταθέτοντες εις το ταμείον όλον τον χρυσόν των οικονομιών των. Τέλος τα μανάβικα με τους σωρούς από τα μήλα των Εσπερίδων και τα ανθισμένα κουνουπίδια του Ρέντη και της Κολοκυθούς πανηγυρίζουν κι’ αυτά σημαιοστόλιστα το θαύμα για το χριστουγεννιάτικο νταραβέρι τους…

…Κι’ οι Ουρανοί αγάλλονται
Χαίρει η Κτίσις όλη»

(Ημερήσιος Τύπος, 1930, Δ. Λαμπίκης)

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com 
 http://www.protothema.gr/

Αγοράζω παλιά....

$
0
0




Περνούσε από την γειτονιά με το τσουβάλι στον ώμο φωνάζοντας....
"...ο πααααλιατζής".
Και τι θα μπορούσε να βρεί θα ρωτούσε κάποιος σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας;
Από το Κολωνάκι δεν περνούσαν ....δεν θα έβγαιναν να τον φωνάξουν οι μεγαλοκυρίες όσο ανάγκη και να τον είχαν.
Δεν θα του έλεγαν....
"... Πάρ'το τσουβάλι κι έλα μέσα, παλιατζή έχω ενθύμια πολλά ..."
Σε εκείνα τα σπίτια πήγαινε με ραντεβού ο παλαιοπώλης και όλα γινόντουσαν
με άκρα μυστικότητα.
Τα ντουβάρια και τα κειμήλια σε ώρες ανάγκης δεν τρωγόντουσαν βλέπεις....
Ο λαϊκός παλιατζής αγόραζε κανένα παλιό κοστούμι.....παπούτσια σε καλή κατάσταση....
άρβυλα...καμμιά χλαίνη και στρατιωτική κουβέρτα που έπαιρνες μαζί σου
μετά την μεγάλη θητεία σου....κανένα μπακίρι....
Το παζάρι είχε και πρόζα....
"....έχω ένα κοστούμι για δώσιμο....καινούργιο...αφόρετο του συζύγου μου...καμμιά Κυριακή σε κανένα γάμο το φορούσε..."
Το έψαχνε έξω στο φώς της ημέρας ο έμπειρος επαγγελματίας.....
"....τι λές κυρά μου....αυτό είναι γυρισμένο έχει και μανταρίσματα...."
Όταν άρχιζε να γυαλίζει από την χρήση το κοστούμι το έδιναν στον ράφτη
και το γύριζε (το μέσα έξω)....όσο για τα μανταρίσματα ο σκώρος τότε
ήταν άγριος και πεινασμένος για μάλλινο ύφασμα.
"...τέλος πάντων πέντε τάληρα δίνω ...πλούσια-πλούσια..."
Τι να έκανε....ένεκα η ανάγκη έπαιρνε τα πέντε....
Το κοστούμι κατέληγε στο Γιουσουρούμ για να πουληθεί τα διπλά.....
Και περνούσες από μπροστά από τα παραγκομάγαζα και σούκλειναν
τον δρόμο με το κοστούμι στην κρεμάστρα και σου έλεγαν....
"....σου έρχεται κουτί...πάρτο καινούργιο είναι...αθάνατο ύφασμα...
ΜΗΝΑΪΔΗ-ΦΩΤΙΑΔΗ...τζάμπα το δίνω ...δώσε 10 τάληρα...."

Μια άδικη κανονικότητα στην πλατεία Αμερικής

$
0
0


ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Χθες το πρωί, η πλατεία Αμερικής ζούσε τις συνηθισμένες της ημέρες.
 Η Πατησίων, το ποτάμι που τρέχει ανάμεσα στην πάνω και στην κάτω όχθη. Οσο περισσότερο χάνεσαι στην κάτω, αισθάνεσαι ότι ο ήλιος δεν επαρκεί για να φωτίσει τις μέρες όσων ζουν και επιχειρούν στην περιοχή – αν και αυτό δεν αφορά τους πάντες, καθώς κάποιοι έχουν βολευτεί στις συνθήκες.
Η πλατεία Αμερικής δεν παρουσιάζει καμία ενοχή ή συστολή: το εμπόριο ναρκωτικών γίνεται μέρα μεσημέρι επί της πλατείας, ανάμεσα στους ηλικιωμένους, που περνούν την ώρα τους στα παγκάκια και τους διερχόμενους ιδιοκτήτες ζώων συντροφιάς. Στο μεταξύ, η Πατησίων συνεχίζει στους ρυθμούς της, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. «Μα δεν συμβαίνει τίποτα – ό,τι βλέπετε είναι απολύτως φυσιολογικό για μας. Ολοι μας, κάτοικοι και Αρχές, ξέρουμε πού είναι κρυμμένα τα ναρκωτικά, όλοι βλέπουμε τις δοσοληψίες που γίνονται νυχθημερόν. Καμιά φορά, όταν “δυσκολεύονται” να βρουν “άκρες” στα Εξάρχεια, έρχονται εδώ για προμήθειες», λέει επιχειρηματίας της περιοχής. «Εχουμε και το πρόσωπο-έμβλημα της περιοχής, γνώριμος όλων, που δεν νοιάζεται για τα μπες-βγες στη φυλακή. Συνεχίζει να πουλάει ναρκωτικά φάτσα φόρα, όπως, άλλωστε, κάνουν και άλλοι στην πλατεία ενώπιον όλων».












Με όσους κατοίκους και καταστηματάρχες μιλήσαμε, τα στοιχεία των οποίων διαθέτουμε, μιλούν για μετάλλαξη της γειτονιάς την τελευταία δεκαετία, με την πλήρη αναπροσαρμογή της ταυτότητας του πληθυσμού, αλλά και για πλήρη παράδοση. «Εχουμε σηκώσει τα χέρια ψηλά. Συμμετείχαμε σε επιτροπές, πήγαμε και ξαναπήγαμε σε υπουργεία, δήμο και αστυνομία και... τίποτα. Βουλιάζουμε στην απαξίωση, στον φόβο και στην ανομία, περιμένοντας να δούμε πού θα καταλήξει όλο αυτό».

Η οδός Λευκωσίας. Ερημη και εγκαταλελειμμένη στην τύχη της.
Ο πεζόδρομος της οδού Λευκωσίας είναι η «πυξίδα» για όποιον θέλει να δει τι συμβαίνει στην ευρύτερη περιοχή της πλατείας. Κλειστά καταστήματα, άδεια όσα είναι ακόμα ανοικτά, κτίσματα του αθηναϊκού μοντερνισμού αφημένα. Στις αρχές του 2000 ήταν πλέον φανερό ότι η πλατεία Αμερικής δεν είχε πλέον κρίσιμη μάζα ιδιοκτητών ώστε να ενδιαφερθούν για τα σπίτια και τα καταστήματά τους. Με τη μαζική άφιξη νέων πληθυσμών, η περιοχή αλλάζει χαρακτήρα, «πέφτει», αφήνεται ως μια φθηνή γειτονιά του κέντρου. «Εκτοτε, συνεχίζουν να δίνουν ανεξέλεγκτα άδειες για καταστήματα, που όχι μόνο χρησιμοποιούνται ως βιτρίνα για άλλες δοσοληψίες, αλλά, το χειρότερο, “διώχνουν” τις υγιείς επιχειρήσεις, στις οποίες πλέον δεν πατάει άνθρωπος. Είναι οι τελευταίοι που έμειναν – και θα κλείσουν κι εκείνοι», αφηγείται χαρακτηριστικά καταστηματάρχης της περιοχής.
Ενας από εκείνους που επιμένουν να ζουν και να επιχειρούν στη γειτονιά, «από αγάπη», είναι ο Κωνσταντίνος Αργύρης, που διατηρεί μία όαση στην οδό Λέλας Καραγιάννη 17. Το βιβλιοπωλείο «Amarillo» αποτελεί αναπάντεχη έκπληξη στην πλατεία Αμερικής. Ξένες εφημερίδες και περιοδικά, ιδιαίτερες εκδόσεις, χαρτικά είδη υψηλής αισθητικής, αλλά και ένα φωτοτυπικό μηχάνημα, για ενίσχυση των εσόδων, δημιουργούν μια φωλιά πολιτισμού με το βλέμμα στον υπόλοιπο κόσμο. «Πελάτες μας είναι όσοι ξένοι παντρεύτηκαν με Ελληνες, αλλά και ντόπιοι που σπούδασαν στο εξωτερικό. Είναι όλοι μεγάλης ηλικίας και δύσκολα ανακυκλώνεται το ενδιαφέρον για περιοδικά, εφημερίδες και χαρτικά. Υπάρχει, όμως, μια μικρή χαραμάδα αισιοδοξίας μέσα στην κρίση: όσοι έφυγαν για τα προάστια πριν από 10-15 χρόνια, τώρα επιστρέφουν στα πατρικά τους ή έρχονται ξανά εδώ λόγω πολύ χαμηλών ενοικίων. Πάντως, κάποτε ήμασταν 3-4 βιβλιοπωλεία τριγύρω. Τώρα είμαι μόνος μου και δεν βγαίνει χωρίς οικογενειακή στήριξη», αφηγείται ο Κωνσταντίνος Αργύρης. «Σταθερή “πελατεία”, οι μετανάστες που τους μεταφράζω τα χαρτιά –που είναι όλα στα ελληνικά– ή τους συμπληρώνω διάφορες αιτήσεις».
Οικία Λέλας Καραγιάννη
Λίγο πιο κάτω, βρίσκεται η ακόμη ομορφότερη ιστορική οικία της Λέλας Καραγιάννη. Πριν από 3,5 μήνες γράφαμε ότι με τη χορηγία των 150.000 ευρώ της Microsoft, η ιστορική οικία θα μετατρεπόταν σε κόμβο τεχνολογίας και εκπαίδευσης ήδη από τις αρχές Οκτωβρίου (βλ. «Η νέα εποχή μπαίνει σε ένα ιστορικό κτίριο», 1/9/2017). Χθες, το κτίριο ήταν κλειδαμπαρωμένο και μία ειδοποίηση από τον πάροχο φυσικού αερίου (από τις 6/12/2017) έδειχνε ότι δεν υπήρξε πρόσβαση στην οικία για τις απαραίτητες μετρήσεις και ότι κανείς στο μεταξύ δεν είχε επισκεφθεί το κτίσμα. Στελέχη του Δήμου Αθηναίων, σε σχετική μας ερώτηση, απάντησαν «ότι ευθύνεται η καθυστέρηση της σύνδεσης της οικίας με το Ιντερνετ και της προμήθειας του εξοπλισμού», κάτι που σχεδιάζεται να ολοκληρωθεί εντός εβδομάδος. Η οικία της Λέλας Καραγιάννη, πάντως, περιμένει υπομονετικά να υποδεχθεί τους πρώτους μαθητές για τα εργαστήρια εξοικείωσης με την ψηφιακή εποχή. «Ισως δώσει λίγο φως στη γειτονιά, ποιος ξέρει», λένε κάτοικοι.

Ο Κώστας Αργύρης, του υπέροχου βιβλιοπωλείου «Amarillo», επιμένει.
Η βόλτα στην πλατεία Αμερικής, με τον ήλιο του Δεκεμβρίου να λούζει ανθρώπους και κτίρια, ήταν ακόμη μία μικρή αποκάλυψη για τα «έγκατα» της Αθήνας. Για όσα το μάτι δεν βλέπει, δεν θέλει να δει ή, τελικώς, αγνοεί.
Οι κάτοικοι φωνάζουν πως «είμαστε αφημένοι στην τύχη μας, κλεισμένοι στα σπίτια όταν πέσει το φως, αλλά επιμένουμε. Αγαπάμε τη γειτονιά, όσο κι αν οι Αρχές –όλες τους– μας αγνοούν επιδεικτικά. Στα Εξάρχεια περιορίζουν τα επεισόδια, εδώ περιορίζουν τα “ναυάγια” της ζωής, για να είναι όλο το υπόλοιπο κέντρο στην ησυχία του. Κι εμείς φοβισμένοι στα ίδια μας τα σπίτια».
Έντυπη

Ιστορική απόφαση! Στο φως όλες οι αγιογραφίες της Αγιάς Σοφιάς στην Τραπεζούντα!

$
0
0

Ιστορική απόφαση! Στο φως όλες οι αγιογραφίες της Αγιάς Σοφιάς στην Τραπεζούντα! | Newsit.gr
pontos-news.gr

Οι εργασίες αποκάλυψης των αγιογραφιών θα γίνουν με την ίδια τεχνική που έγιναν στο πάτωμα του Τεμένους Φατίχ στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, το πάτωμα που ήταν ένα υπέροχο μωσαϊκό είχε επίσης καλυφθεί και καλύφθηκε με γυαλί.
Το Φατίχ Τζαμί ήταν μια θρησκευτική και κοινωνική οικοδομή, πρωτοφανούς μεγέθους και πολυπλοκότητας και χτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1463 μέχρι το 1470 προς τιμήν του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄. Στην θέση του Τζαμιού υπήρχε η βυζαντινή εκκλησία των Άγιων Αποστόλων, η οποία κατεδαφίστηκε το 1461 για να φτιαχτεί το Τέμενος. Το Τέμενος κατασκευάστηκε από τον Οθωμανό αρχιτέκτονα Σινάν Ατίκ. Το Τέμενος Φατίχ ήταν το πρώτο μνημειακό έργο στην Οθωμανική Τούρκικη αρχιτεκτονική παράδοση.
Στην Αγία Σοφία στην Τραπεζούντα θα ακολουθηθεί η ίδια τεχνική. Θα αφαιρεθούν όλα τα ξύλα που καλύπτουν τις αγιογραφίες και θα προστατευθούν με γυάλινα πλέγματα.

Δεν τους έπιασε ο πόνος για τις αγιογραφίες…

Όλα βεβαια γίνονται για τους τουρίστες. Οι καταστηματάρχες γύρω από την Αγία Σοφία διαμαρτύρονται ότι από τότε που η εκκλησία έγινε τζαμί ο τουρισμός έπεσε κατακόρυφα.
Λένε μάλιστα ότι όταν πάρθηκε η απόφαση να γίνει αυτός ο ναός τζαμί το 2013 δεν ζητήθηκε η γνώμη τους.
Τώρα, περιμένουν ότι μετά την αποκάλυψη των αγιογραφιών θα ξαναρχίσουν τις επισκέψεις οι ξένοι τουρίστες που είχαν σταματήσει να θεωρούν πόλο έλξης την περιοχή.

"ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ 80 δραχμές η οκά"! Όταν η παλιά Αθήνα... μύριζε Χριστούγεννα!

$
0
0



Άρωμα ανθόνερου τη στιγμή που ενώνεται με τη ζάχαρη άχνης... βουνά από τροφαντούς, αφράτους, αμυγδαλένιους κουραμπιέδες... έξω από τα μαγαζιά, 
όταν η Αθήνα μύριζε γλυκά και... Χριστούγεννα!
Στην Αθήνα αυτή μας μεταφέρει η φωτογραφία της κορυφαίας Βούλας Παπαιωάννου από το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη. Τα Χριστούγεννα είναι σχεδόν εδώ...

Καμαρούλα μια σταλιά

$
0
0





  • Κάθε πρωϊ ο πατέρας περνούσε από τον ψιλικατζή πρίν πάει στην δουλειά....
    Να αγοράσει τσιγάρα άρωμα άφιλτρο και να δηλώσει παρών.
    Το μαγαζί είχε ΤΗΛΕΦΩΝΟΝ ΔΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ και εξυπηρετούσε την γειτονιά
    δηλαδή την πελατεία του.
    Συγγενείς είχαν το νούμερο αλλά για εξαιρετικές περιπτώσεις...συνήθως άφηναν
    μήνυμα..."...πάρε με στην δουλειά Γιάννης..."
    Έτσι πήρε το σημείωμα εκείνο το πρωϊ και πήρε τηλέφωνο και έμαθε και το απόγευμα που ήρθε σπίτι μας ενημέρωσε ότι την Κυριακή θα πάμε σε ένα μακρινό συγγενή να τον βοηθήσουμε έχτιζε σπίτι.
    Πού πήγαμε δεν μπορώ να θυμηθώ...κατσάβραχα ...
    Ερημιά παντού....κάτι παράγκες αραιά....και να και του θείου που κουνούσε
    τα χέρια για να τον δούμε στην κορυφή του υψώματος....
    Μαζεμένοι κι άλλοι φίλοι και συγγενείς...ο ένας έφερνε τον άλλο.
    Όλοι βοηθούσαν στο κουβάλημα...στη λάσπη...στη διαμόρφωση του οικοπέδου...
    Τσιμεντόλιθοι...τσιμέντα...πισόχαρτα....τούβλα και ένας γενικός κουμανταδόρος
    με ένα μαντήλι αντρικό τσέπης (δεν υπήρχαν χαρτομάνδηλα αλλά και που υπήρξαν μετά δεν τα αγόραζαν ...σιγά μην πετούσαν λεφτά και γι αυτό...φρού στο πάνινο και στην τσέπη).
    Ο γενικός λοιπόν είχε δέσει τις άκρες του μαντηλιού και το φορούσε για καπέλο.
    Στον ώμο κρεμότανε ένα σκερπάνι....μπρατσωμένος και το άφιλτρο στο στόμα....
    Φώναζε και έδινε οδηγίες αλλά και έχτιζε....
    Οι μικροί παραπέρα έπαιζαν....
    Στην άσφαλτο στην στάση κάποιος φύλαγε τσίλιες για αστυνομικό....
    Μέχρι το απόγευμα η κάμαρα ήταν έτοιμη δίπλα από την παράγκα
    όπως και ο καμπινές ...έτσι τον έλεγαν ...
    Ο θείος ευχαρίστησε όλους έδωσε και το μεροκάματο στον ειδικό και τον αφήσαμε μέσα στην χαρά με την οικογένειά του.
    Μετά από χρόνια σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα ο γυιός του
    αφήνοντας ένα παιδάκι.
    Φρόντισε να ξαναπαντρευτεί η νύφη του και της άφησε
    το σπιτάκι.
    Είχε χάσει την γυναίκα του από την στενοχώρια....
     Πήγε κάπου στην επαρχία σε συγγενείς  ξεριζωμένους
    πρόσφυγες κι αυτούς...
    Δεν ξαναμάθαμε νέα του...

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

$
0
0

1834... Η Αθήνα, η μικρή πρωτεύουσα του κόσμου, ξανακτίζεται πάνω στα ερείπιά της. Το χρώμα της Ανατολής σμίγει με τον αέρα της Δύσης αρμονικά, πόλη και άνθρωποι προοδεύουν. Μέσα σε αυτήν τη «sui generis» ατμόσφαιρα, οι Αθηναίοι - παλαιοί και όψιμοι - διατηρούν τις συνήθειές τους. Οι πρώτοι χώροι, λοιπόν, που διαμορφώνονται - μετά την εξασφάλιση στέγης - είναι τα καφενεία. Χώρος γνώριμος και προσφιλής από την ελληνική αρχαιότητα, το καφενείο οφείλει την καταγωγή του στα «θερμοπώλια» της αρχαίας αγοράς. Στα ειδικά καταστήματα που υπήρχαν στους χώρους συνάθροισης, όπου οι πολίτες «πίνοντες συνήρχοντο συνομιλούντες».
Το καφενείο της Αγοράς: Με την ίδια λογική και αυτή τη λειτουργικότητα, στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας των οθωνικών χρόνων δημιουργούνται και γνωρίζουν ακμή το «Καφενείον της Αγοράς», στη βιβλιοθήκη του Αδριανού - κοντά στον Πύργο με το ρολόι που χάρισε στην πόλη ο Έλγιν - κι άλλα μικρότερα καφενεία. Άλλωστε, σε αυτή την περιοχή μεταφέρονται μετά την καταστροφή της Αθήνας από τους Ερούλους, το 267 μ.Χ., οι δραστηριότητες της αρχαίας αγοράς και, εδώ, λειτουργεί το παζάρι από την ύστατη αρχαιότητα ως τις 9 Αυγούστου 1884, που κάηκε ολοσχερώς. Φυσικά, το «Καφενείον της Αγοράς» προϋπήρχε των χρόνων της επανάστασης και επαναλειτουργεί όταν στην Αθήνα αποκαθίσταται η τάξη και οι άνθρωποί της επιστρέφουν στις εστίες τους. Το «Καφενείον της Αγοράς» συγκεντρώνει ανθρώπους της μεσαίας και χαμηλής κοινωνικής τάξης που έρχονται στην αγορά προς άγραν εργασίας, να εργαστούν, να ψωνίσουν, ακόμη και να περάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους.
Το καφενείο της Ευρώπης: «Το κομψότερο καφενείο των Αθηνών»: Την ίδια εποχή, στον ομφαλό της ελληνικής πρωτεύουσας, στη οδό Αιόλου απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, «σωματώδης τις Γαλλίς» η κυρία Ρομπέρ, ιδρύει το πολυτελές «Καφενείον της Ευρώπης». Ο πατέρας της, ο Γάλλος φιλέλληνας Ρομπέρ σκοτώθηκε από τους Τούρκους κατά τη δεύτερη πολιορκία της Ακροπόλεως, τον Δεκέμβριο του 1826, με θυσία που θυμίζει ήρωα των Ομηρικών επών. Το «Καφενείο της Ευρώπης» είναι το πρώτο στην Αθήνα που φέρνει μπιλιάρδο. Ακμάζει πριν από την ίδρυση του «Καφενείου της Ωραίας Ελλάδος» και εικόνες από την ατμόσφαιρά του μας μεταφέρει ο περιηγητής Μπισόν (1840, J.A. Buchon).
Μικρός καφενές στο Παζάρι της Αθήνας αμέσως μετά την απελευθέρωση.
«Κοντά σ’ ένα μαγαζί τουρκικού τύπου, που μέσα του ο έμπορος κάθεται οκλαδόν χάμω, παίζοντας με τις χάντρες του κομπολογιού του, συναντάει κανείς ένα καφενείο γαλλικού τύπου με μπιλιάρδο από μαόνι. Εδώ, είκοσι Μαλτέζοι καθιστοί στο δρόμο περιμένουν τη μίσθωση των υπηρεσιών τους, εκεί, Έλληνες με άσπρη φουστανέλα και χρυσά γιλέκα, καπνίζουν τις μακριές τους πίπες, ενώ άλλοι Έλληνες ντυμένοι φράγκικα τελειώνοντας ένα μπουκάλι μπίρα, καπνίζουν πούρο ή τσιγάρο και κουβεντιάζουν γαλλικά για τις παρισινές εφημερίδες. Ο ένας φοράει στολή ελληνική με γαλλικές μπότες, ο άλλος ρεδιγκότα γαλλική με φουστανέλα και γκέτες ελληνικές. Η ελληνική, η γαλλική, η ιταλική, η γερμανική γλώσσα ακούγονται ταυτόχρονα και μια ανάλυση μυθιστορήματος του Μπαλζάκ διακόπτεται από ένα πατριωτικό μονόλογο για την Κρήτη, τον Ομέρ Πασά ή τον Μαυροκορδάτο».
Το καφενείον της ωραίας Ελλάδος: «Η κεντρική διεύθυνσις της εκκλησίας του λαού». «Στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου, λόγω της μεγάλης συρροής πολιτών - στη συνάντηση των δυο αυτών αρτηριών της πόλεως - είναι το εντευκτήριον πολυάριθμων πολιτικάντηδων, που βρίσκουν άφθονη ύλη στην πολυπράγμονα αυτή κοινωνία για ακατάπαυστη και ζωηρή συζήτηση...» («Οι σημερινοί Ελληνες» Tuck Erman - 1874, αναφέρεται στην Αθήνα του 1867). Σ’ αυτό, λοιπόν το πολυσύχναστο σταυροδρόμι, στο ισόγειο της οικίας Βρυζάκη, το 1839 κάποιος Ιταλός ονόματι Santo ιδρύει το θρυλικό Καφενείο «Bella Grecia» ή Ωραία Ελλάς. Το ιστορικό αυτό εντευκτήριο υπήρξε κέντρο της πολιτικής ζωής - κι όχι μόνον - επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, από την ίδρυσή του ως τα 1879 που έκλεισε τις θύρες του. Ο μεγάλος Δανός παραμυθάς, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν επισκέπτεται την Αθήνα τον Απρίλιο του 1841 και φυσικά την «Ωραία Ελλάδα» και γράφει σχετικά: «Η Αθήνα έχει μερικά ελληνικά ή μάλλον τουρκικά καφενεία κι εκτός από αυτά ένα καινούργιο ιταλικό, τόσο μεγάλο και κομψό, που θα έκανε εντύπωση ακόμα και στο Αμβούργο και το Βερολίνο. Εδώ είδα νεαρούς Έλληνες με εθνικές στολές, σφιγμένους όμως τόσο πολύ, που σίγουρα θα είχαν μελανιάσει τα πλευρά τους. Παίζαν μπιλιάρδο καπνίζοντας, φορώντας γάντια και κρατώντας lorgnet. Αυτοί ήταν πραγματικά οι Έλληνες δανδήδες...». Το Καφενείον της Ωραίας Ελλάδος γίνεται στέκι της διανόησης και των προοδευτικών και δημοκρατικών Αθηναίων. Εδώ, καίγεται φύλλο της φιλομοναρχικής εφημερίδας «Ελπίς» σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στάση της κυβέρνησης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Και από εδώ, ξεκινά μια μεγάλη ομάδα επαναστατών στις 10 Οκτωβρίου του 1862 που καταλήγει στην πλατεία Συντάγματος και απαιτεί την έξωση του Όθωνα. Στο ίδιο Καφενείο, πάλι γίνεται η εκκίνηση της εξέγερσης κατά του Σπόνεκ, του απολυταρχικού Συμβούλου του Γεωργίου, στις 30 Οκτωβρίου του 1865, που οδήγησε στην άμεση απομάκρυνσή του. Μάλιστα, κάποια μέρα από τους πολιτικούς ρήτορες κρατούσε ένα καλάθι κι όταν τον ρωτούσαν τι έχει μέσα, απαντούσε χαριτολογώντας: «κοπριά για τους... βασιλικούς». Ο Γάλλος αρχαιολόγος Edmond About έρχεται στην Αθήνα το 1852 - και περνά μέσα στα γραφόμενά του τη σπουδαιότητατου Καφενείου: «Οι υπουργοί ξέρουν ότι η θέση τους είναι επισφαλής, ότι καμιά κυβέρνηση δεν κράτησε πολύ και ότι οι σχολιαστές του καφενείου «Η Ωραία Ελλάς» αναγγέλουν κάθε πρωί το σχηματισμό ενός νέου υπουργείου». «Το Καφενείο τούτο - γράφει ένας ανώνυμος το 1868 σε φυλλάδιο υπό τον τίτλο «Φλυαρίαι Έλληνος αγαπώντος την πατρίδα του - δύναται να θεωρηθεί ως η κεντρική διεύθυνσις της εκκλησίας του λαού. Εκεί δικάζονται βασιλείς και υπουργοί, εκεί αποκαλύπτονται επιτηδείως πρόσωπα και ενέργειαι. Εν αυτώ η νεότης αντιτάσσει την οιστρήλατον ευφυΐαν της εις τας αυστηράς κρίσεις των γερόντων». Κατά τη διάρκεια των «Λαυρεωτικών» το 1873, στο εσωτερικό του καφενείου της Ωραίας Ελλάδος λειτουργεί ένα ανεπίσημο χρηματιστήριο. «Εκατοντάδες ανθρώπων συνωθούντο από πρωίας μέχρι βαθείας νυκτός. Το σφαιριστήριον είχεν αντικαταστήσει τον σιδηρούν κλοιόν χρηματιστηρίου. Πέριξ δε του παναρχαίου εκείνου σφαιριστηρίου άνθρωποι φέροντες φαιούς υψηλούς πίλους, άλλοι φεσάκια, άλλοι λευκάς φουστανέλλας, άνθρωποι ους ηδύνασο να εκλάβης και ως γαλακτοπώλας, νήστεις από της αυγής, εξηγριωμένοι ως γαλαί επί τη θέα κυνός, σείοντες τας χείρας αυτών ως Έλληνες ηθοποιοί, επώλουν και ηγόραζον «Λαύρια» ουχί γαίας αλλά χαρτία, εν απεριφράστω οχλοβοή, ως συμβαίνει συνήθως εις το χρηματιστήριον». Αυτές ήταν και οι τελευταίες ημέρες δόξας που γνώρισε η «Ωραία Ελλάς», καθώς το 1879 έκλεισε για πάντα και πέρασε στην ιστορία της Αθήνας. Ανώνυμος ποιητής που θυμίζει τον ποιητικό ρυθμό του Αχιλλέως Παράσχου αναπολεί: «... Το ευφρόνεις στραταρχείον εν ανακωχή αρμάτων, / το ενόμιζες ηρώον από τρόπαια γεμάτον...».
Το Καφενείον των Αγωνιστών: Στη συμβολή των δρόμων Αιόλου και Μητροπόλεως, στην πλατεία Δημοπρατηρίου, στο υπόγειο της οικίας Τζαβέλλα, λειτουργεί από τα πρώτα χρόνια της Βαυαροκρατίας το Καφενείο των Αγωνιστών. Σ’ αυτό το απλό στέκι με ναργιλέδες κι έντονη τη μυρωδιά της Ανατολής συναθροίζονται οι Έλληνες αγωνιστές, παραγκωνισμένοι από τους Βαυαρούς κι αναπολούν τα χρόνια της δράσης και των αγώνων. Φουστανελλοφόροι και βρακοφόροι διηγούνται τα κατορθώματά τους και παίζουν σκάκι, ντόμινο και κυρίως την «πρέφα των αγωνιστών».
Το Καφενείο του Χάφτα: Ο αγωνιστής Γιάννης Χάφτας ήταν από τους ελάχιστους συναδέλφους του που πήρε κάποια αποζημίωση για τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Του έδωσαν, λοιπόν, ένα κομμάτι γης στην περιοχή της αδιαμόρφωτης, τότε, πλατείας Όθωνος, νυν Ομονοίας, όπου σήμερα τα «Χαυτεία», και μέσα σ’ ένα δροσερό κήπο στήνει τον καφενέ του και συγκεντρώνει αρκετούς θαμώνες, ρομαντικούς που προτιμούν να συνδυάσουν τη συντροφιά του καφέ με την εξοχή, αλλά και Δημοκρατικούς, αντιοθωνιστές, ενίοτε επαναστάτες. Κλείνει λόγω ανταγωνισμού το 1880.
Τα καφενεία των Βαυαρών: Οι Βαυαροί ζουν μέσα στη δική τους κλειστή κοινωνία και δημιουργούν τρία δικά τους εντευκτήρια: αρχικά το «Zum Gruner baum», το «Πράσινο δενδρί» στη διασταύρωση της Ιερός οδού με την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στη συνέχεια στήνεται το «Pausilipum», το «Παυσίλυπον», στο ίδιο οικόπεδο που θα κτισθεί αργότερα το Πολυτεχνείο και, στα 1838, λειτουργεί στην οδό Ομήρου (όπου
Τα δύο ξύλινα υπαίθρια καφενεία στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
σήμερα το Γερμανικό Ινστιτούτο Γκαίτε) το... εξοχικόν τότε, αλλά πολυτελές Καφενείο -Μπυραρία «Φιλαδέλφεια». Ο ζύθος, η μπίρα ρέει άφθονη στα στέκια αυτά, νιόφερτη από τους Βαυαρούς.
Το καφέ Τσουράπι: Ο πολιτικός Καφενές: Τα πρώτα Οθωμανικά χρόνια, στην περιοχή του Αρδηττού, στο Βατραχονήσι κοντά στο Στάδιο, στήθηκε ένα... πολιτικό καφενεδάκι - που θα δώσει και το όνομά του στην περιοχή - το Καφέ Τσουράπι... Η ονομασία οφείλεται στο... τσουράπι, δηλαδή την κάλτσα που έπλεκε η γυναίκα του καφετζή έξω από τον καφενέ - ένα τσουράπι που δεν τέλειωνε ποτέ - και κρατούσε... τσίλιες, καθώς μέσα συναθροίζονταν αντιμοναρχικοί. Όταν αντιλαμβανόταν κάποιο κίνδυνο, ειδοποιούσε πάραυτα τους «επαναστάτες» που έστριβαν από την πίσω πόρτα!.. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της γειτονιάς και αργότερα συναντάμε καφενείο με το ίδιο όνομα στα Πευκάκια, στο Λυκαβηττό.
Το Καφενείο των Γερόντων και των «ευφρονούντων»: Στα Χαυτεία, που πήραν το όνομά τους από τον αγωνιστή Χάφτα, λειτούργησαν και δύο ιταλικά Καφενεία, το «Τίβολι» και της «Ωραίας Ιταλίας». Λίγα χρόνια μετά, στη συμβολή των δρόμων Πανεπιστημίου και Πατησίων δημιουργείται ένα νέο καφενείο «των Γερόντων» που αργότερα μετονομάζεται σε «ευφρονούντων».
Καφενείον η «Ωραία Ελλάς». Μοναδική εικαστική μαρτυρία του θρυλικού καφενείου. Στο κέντρο διακρίνεται ο Γεώργιος Γεννάδιος, αγορεύων.
Ο ποιητής Σουρής θα γράψει: «Καφενείον ευφρονούντων, / νύκτα-μέρα συζητούντων». Στο Καφενείο αυτό, κάποιος ευφυής θαμώνας μια μέρα δυσπραγίας - για τα ελληνικά πράγματα - αποκάλεσε την Ελλάδα «Ψωροκώσταινα»!.. Αυτήν την ίδια προσφώνηση προσέδιδαν σε μία ηλικιωμένη Μικρασιάτισσα χήρα που έκανε θελήματα για να εξασφαλίσει τον επιούσιο και εξέφραζε την «έντιμον πενία»!..
Καφενεία του Πεδίου Άρεως: Στα χρόνια του Όθωνα, στο Πεδίον του Άρεως, κάθε Κυριακή απόγευμα παίζει η στρατιωτική μπάντα παρουσία του βασιλικού ζεύγους και γίνεται κοσμική και λαϊκή σύναξη με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και να ακμάσουν έξι εξοχικά καφενεδάκια.
Καφενεία στις Κολόνες: Ενδοξότερο βίο γνωρίζουν δύο ξύλινα - επίσης εξοχικά - καφενεία στις «Κολόνες» στους Στύλους του Ολυμπίου Διός όπου έρχονται ρομαντικοί και διανοούμενοι Αθηναίοι. Εδώ, συχνάζει και ο Σουρής που θα γράψει ποίημα εμπνεόμενος από τη γραφικότητα του καφενέ και μεταξύ άλλων λέει: «...Βαρειά εξαπλωμένος εις του Διός τους Στύλους, σαν θεριακλής Σουλτάνος το ναργιλέ ρουφώ...».
Το Καφενείο της Ανατολής - μετέπειτα Ζαβορίτη: Στεγάζονται στο ισόγειο της οικίας Ανδρέου Κορομηλά που χτίζεται το 1850 από τον αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκο και λειτουργεί ανελλιπώς ως την κατεδάφιση του κτιρίου, το 1964. Αρχικά το καφενείο ανήκε στον Βασίλη Βασιλείου ενώ ο Γεώργιος Ζαβορίτης ήταν οδηγός του ατμοκίνητου τροχιόδρομου της Αθήνας, του περιβόητου «κωλοσούρτη» και θαμώνας του καφενέ.
Η παλιά αγορά και ο πύργος του ρολογιού του Έλγιν, μέσα στη βιβλιοθήκη του Αδριανού (ο χώρος που λειτούργησε το «Καφενείον της Αγοράς»). Υδατογραφία του Hans Hanke από το έργο του Ludwig Kollnberger, 1837 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Μεταξύ τους αναπτύχθηκε φιλία και καθώς ήσαν και οι δύο δυσαρεστημένοι με τη φύση της εργασίας τους, αποφάσισαν να κάνουν αμοιβαία αλλαγή επαγγέλματος.  Έτσι, ο μεν Βασιλείου έγινε οδηγός του «κωλοσούρτη», ο δε Ζαβορίτης διέπρεψε ως επιχειρηματίας του ομώνυμου Καφενείου!.. Ανατολής είναι και αυτό το «Κέραμό» ή «Κεραμεικός», που βρισκόταν στη γωνία των οδών Φιλελλήλων και Μητροπόλεως και σύχναζαν οι ποιητές της Ρομαντικής Σχολής.
Καφενείον του κήπου του υπουργείου - μετέπειτα πλατείας Κλαυθμώνος: Το 1863 το κτίριο του Νομισματοκοπείου - που κτίζεται στα 1835 από τον αρχιτέκτονα Χριστιανό Χάνσεν - μετατρέπεται σε υπουργείο και στον κήπο του δημιουργείται ένα απλό καφενεδάκι όπου συχνάζουν κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι κι ανάμεσά τους οι «παυσανίες» αυτοί που παύονται από την εργασία τους σε κάθε κυβερνητική αλλαγή και... «θεσιθήρες» που κυνηγούν κάποια θεσούλα.
Το Καφενείον της Ευρώπης, Αθήνα 1837. «Το κομψότερον καφενείον των Αθηνών». Υδατογραφία του Hans Hanke από το έργο του Ludwig Kollnberger (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Ο μέγας Αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου μας διηγείται τον λόγο που ανάγει τον απλό αυτό καφενέ σε ιστορικό: «Κατά το έτος 1878 έτυχε να καθήσω στο καφενεδάκι του κήπου του υπουργείου των Οικονομικών, το γνωστόν ως “Καφενείον του κυρ Παντελή”, επιστάτου άλλοτε του γυμνασίου στο Βαρβάκειον». Κείνη την ημέρα λοιπόν, είδα κάποια εξαιρετική κίνησιν, από παυσανίας και θεσιθήρας, που είχαν αποτυπωμένην στη μορφή τους, άλλοι οδύνη, άλλοι ανίαν και άλλοι αμοιβαίαν ελπίδα. Εσκέφθηκα τότε να περιγράφω ό,τι είδα και εδημοσίευσα στο περιοδικό «Εστία» ένα σατιρικό σημείωμα, με την επιγραφήν: «0 κήπος του Κλαυθμώνος», χωρίς να φανταστώ πως άθελά μου, έγινα και νονός του κήπου αυτού».
Το Καφενείον Γιαννόπουλου: Ο δεύτερος λογοτεχνικός σταθμός: Θεωρείται ο επόμενος λογοτεχνικός σταθμός μετά το καφενείον της Ωραίας Ελλάδος. Ιδρύεται γύρω στα 1880, στο ισόγειον της οικίας Γιαννοπούλου, στη γωνία Σταδίου και Μουσών (νυν Καραγεώργη Σερβίας) με όψη προς την πλατεία Συντάγματος. «Στου Γιαννόπουλου σύχναζε η ελίτ. 0 Ροΐδης με τις λουσάτες ρεντικότες, το λουλούδι στη μπουτουνιέρα και το ημίψηλο, ο Γρυπάρης άψογος στην εμφάνιση που κάπνιζε μόνο πούρα Αβάνας, ο Αχιλλέας Παράσχος που κυκλοφορούσε πάντα με λαντώ, ο Φαλέζ, ο Δροσίνης κ.ά. Εκεί έβρισκε κανείς ξενόγλωσσες εφημερίδες, εκεί κυκλοφορούσαν τα πιο φρέσκα κοινωνικά, πολιτικά και φιλολογικά νέα». (Ημερολόγιον Σκόκου)
Το Καφενείο του Ζαχαράτου: «Το δεύτερον και πιο ελεύθερον κοινοβούλιον»: «Το Καφενείον Ζαχαράτου είναι αληθές κόσμημα της πλατείας Συντάγματος και θα καταστεί και πάλιν, ως άλλοτε το απαραίτητον εντευκτήριον πασών των ηλικιών, ως ήτο και πριν, δικαίως δε, αποδέχεται θερμά συγχαρητήρια διά το ωραίον κατάστημά του, σήμερον, επί τοις εγκαινίοις, ο κύριος Ζαχαράτος», «Εφημερίς» 4 Δεκεμβρίου 1888. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, για τους Αθηναίους της πνευματικής και κοινωνικής ελίτ καθώς στο ισόγειο της οικίας Ιωάννου Βούρου, Σταδίου και πλατείας Συντάγματος - όπου σήμερα το ξενοδοχείο Meridien - αρχίζει πάλι να λειτουργεί το καφενείο του Ζαχαράτου. Αρχικά, φιλοξενήθηκε στην απέναντι πλευρά στο ισόγειο της οικίας Γιαννοπούλου, Σταδίου και Μουσών, όπου αργότερα το βιβλιοπωλείον Ελευθερουδάκη. Επί επτά και πλέον δεκαετίες το καφενείο του Ζαχαράτου υπήρξε το σημαντικότερο στέκι διανοουμένων, πολιτικών και κοσμικών. Επίσης, εδώ, συνέρχεται ο κύκλος του περιοδικού «Εστία» κι ανάμεσά τους οι Ψυχάρης, Ξενόπουλος, Δροσίνης, Παλαμάς, Ροΐδης και Σουρής. Παράλληλα, συγκεντρώνει «τους μανιακούς για την πολιτική», «οι οποίοι ως τις τρεις το πρωί εξακολουθούν να αναπτύσσουν τα εκλογικά τους προγράμματα μεταξύ ομάδας νυκτόβιων». Ανάμεσα στους «Γερουσιαστές του Ζαχαράτου» συγκαταλέγεται στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης. Μέσα στο Καφενείο χρήζεται αρχηγός του κόμματος των Κυανολεύκων, με πολλούς ακροατές και... κανένα οπαδό! Στον ίδιο χώρο διαλαλεί το πολιτικό του πρόγραμμα και υπόσχεται τη σύσταση υπουργείου... Ερωτος! Το πολιτικό πρόσταγμά του λέει: «Αθηναίοι βγάλτε με και θα περνάτε φίνα, Φρενοκομεία πάμπολλα θα χτίσω στην Αθήνα!...». Κάποτε κυκλοφόρησε η φήμη πως το Καφενείο του Ζαχαράτου θα κλείσει. Τότε, στις 10 Ιανουάριου 1910, ο Σουρής, τακτικός θαμώνας γράφει μεταξύ άλλων με πικρία στον «Ρωμιό» του: «Κλείνει μέγα καφενείον αναμνήσεων σπανίων».
Μη ρωτάς, ερατεινέ για το κράτος, συμφορά του / κλάψε για τον καφενέ μοναχά του Ζαχαράτου... / Ποτέ μου δεν επίστευα να κάνει φαλιμέντο / μα τώρα κλάψε το και ’συ / με μια θλίψη περισσή! / Μη λησμονείς πως τόχαμε, σαν άλλο Παρλαμέντο.
Ομως, το Καφενείο του Ζαχαράτου μέλλεται να επιβιώσει και να γνωρίσει κι άλλες δόξες γι’ άλλες πέντε δεκαετίες ακόμη... Ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου θα πει: «Το Καφενείον του Ζαχαράτου είναι το δεύτερο και το πιο ελεύθερο - ίσως - κοινοβούλιο από το πραγματικό». Το ιστορικό Καφενείο του Ζαχαράτου τελείωσε μαζί με το κτίριο που επί εβδομήντα και πλέον χρόνια το αγκάλιασε. Στα 1960 κατεδαφίστηκε και μαζί του χάθηκε η όμορφη εικόνα της Παλαιός Αθήνας. Λίγο πριν το καφενείο Ζαχαράτου γίνει παρελθόν, το 1960, ο χρονογράφος Παύλος Παλαιολόγος γράφει μεταξύ άλλων στην εφημερίδα «Το Βήμα» με τον τίτλο «Καφενείου Θάνατος». «Ενα Καφενείο κατεδαφίζεται στο τετράγωνό μου. Από τα τελευταία.... Πόσα τάχα απομένουν; Αν ανήκα στους χορηγούς θα εμπιστευόμουν στην Ακαδημία, την απονομή επάθλου για τη συγγραφή της ιστορίας του καφενείου που πεθαίνει... Από τα μπρίκια του βγαλμένη η σύγχρονη ιστορία του έθνους! ...Το καφενείο προπύργιο της καθαρεύουσας, του ρομαντισμού, της ποιήσεως των Παράσχων... Αναβατήρας που ύψωνε και κατέβαζε αξίες. ...Στα τραπεζάκια του Ζαχαράτου έπεφταν κι ανέβαιναν κυβερνήσεις. Στου Ζαχαράτου γινόταν το ρεπορτάζ των πολιτικών συντακτών. Ελεγαν, «έγκυροι κύκλοι» και ήσαν οι κύκλοι του... Καφενείου!..».

Καφενεία της πλατείας Ομονοίας: Αρχαιότερο είναι το «Σολωνείον» που ιδρύεται στα 1849 στην περιοχή της αδιαμόρφωτης ακόμη πλατείας Ομονοίας. Στα 1879 λειτουργεί - Πατησίων 19 - υπό τον Ζήνωνα Παπαναστασίου. Ακολουθεί η «Δανιμαρκία», σύγχρονη της άφιξης του Δανού βασιλέα Γεωργίου Α', βραχύβιο καφενείο στα Χαυτεία, απέναντι από το «Ευφρονούντων». Στα 1874 ανοίγει το Καφενείο Ζούνη, γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και πλατεία Ομονοίας - όπου σήμερα το Ξενοδοχείο «Ομόνοια» - και στα 1885 λειτουργεί στο ίδιο μέρος το Καφενείο Ζυθοπωλείο Ζαχαράτου. ...1878, στη ΒΑ γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και πλατείας Ομονοίας (όπου το 1892 λειτουργεί η επιχείρηση Ζαχαράτος - Καπερώνης) ανοίγει και γνωρίζει ακμή το Καφενείο του Χαραμή. ...1892, ο Σ. Ζαχαράτος με τον πεθερό του Κ. Καπερώνη ανοίγουν το πολυτελέστατο Καφενείο Ζαχαράτου - Καπερώνη. Η πλατεία Ομονοίας συγκεντρώνει πλήθος κόσμου καθώς είναι κόμβος συγκοινωνιακός με έντονη εμπορική και θεατρική κίνηση. Στο γύρισμα του αιώνα θα ακμάσουν και άλλα σπουδαία καφενεία όπως το «Ηβη» (1890) του «Μπερνίτσα» (1885), στη συνέχεια το «Μπάγκειον» κ.ά. Στα 1875, στον οδηγό του Μπούκα αναφέρονται σαράντα Καφενεία πρώτης τάξεως σε κεντρικούς αθηναϊκούς δρόμους. Καθώς ο 19ος αιώνας βαδίζει στη δύση του ο πληθυσμός της Αθήνας αυξάνει και τα καφενεία πληθαίνουν. «Τα οστρακόδερμα των καφενείων της πλατείας Συντάγματος και Ομονοίας, οι καταπίνοντες τον κονιορτόν της πρωτευούσης και κυλιόμενοι εκουσίως εις τας ραδιουργίας της πολιτικής», οι θαμώνες, όπως τους χαρακτηρίζει σκωπτικά ο Σκόκος, βρίθουν στην Αθήνα!.. Συνεχίζουν να γράφουν... ιστορία. Γιατί, η ιστορία του νεοελληνικού καφενείου είναι αυτή αύτη η νεοελληνική ιστορία. «...Από τα μπρίκια του βγαλμένη η σύγχρονη ιστορία του έθνους...»

ΑΡΤΕΜΙΣ ΣΚΟΥΜΠΟΥΡΔΗ «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ» ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΘΗΝΑ 15 ΣΕΠ 1998

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες

$
0
0

Διηγήματα γραμμένα ειδικά για το «Βήμα» από τον Θανάση Βαλτινό, τον Χριστόφορο Λιοντάκη, την Αμάντα Μιχαλοπούλου και τον Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλο
Χριστουγεννιάτικες ιστορίες
  


Θανάσης Βαλτινός: MV Myrina, cargo ship
«Μαμά είμαι καλά, έλαβα τη φωτογραφία της Γιώτας με τον μπέμπη της, της στέλνω χαιρετίσματα και φιλιά σε σένα. Χτες βγήκαμε με τον Λοστρόμο και ψωνίσαμε μερικά πράματα, αυτός ξέρει τη Νέα Υόρκη. Σου πήρα ένα ωραίο φόρεμα, δεν είναι πολύ χρωματιστό αλλά να βγάλεις τα μαύρα μαμά, σε σκοτεινιάζουν.

Ο Λοστρόμος μού φέρεται καλά, νομίζω με έχει ανάγκη γιατί έχει προβλήματα με τους άλλους, μου λέει να προσέχω, είμαι φρέσκος ακόμα. Χτες ήρθε στο καράβι ο προξενικός Λιμενάρχης, του παραπονέθηκαν οι παλιοί, φύγαμε από την Αμβέρσα χωρίς ασύρματο και πολλοί λένε ότι θα ξεμπαρκάρουν, δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους. Μαμά η ζωή του ναυτικού δεν είναι καλή. Ταξιδεύεις - ταξιδεύεις, ουρανός και θάλασσα, ο μπαμπάς πώς το άντεξε τόσα χρόνια. Καημένε μπαμπά. Στις 18 Νοεμβρίου συμπλήρωσα 12 μήνες στο "Μύρινα"και μου φαίνεται ένας αιώνας. Αν έβρισκα κάποια δουλειά στο νησί ή αλλού θα ήταν καλά.Πιστεύω ο κύριος Πολυχρονίου θα μπορούσε να κάνει κάτι, φτάνει να του μιλήσει ο θείος Κώστας. Θα φύγουμε στις 20 για Ιταλία αν ο καπετάνιος τα βρει με το πλήρωμα. Δεν ξέρω τι θα γίνει. Εχω πάρει και για τη Γιώτα μερικά δώρα αφού δεν ήμουν στον γάμο της, να μην της το φανερώσεις όμως. Τον άντρα της δεν θέλω να τον ακούω, τη βασάνισε αλλά φταις και συ μαμά. Και να μη μου ξαναπείς ότι είναι αδερφός μου πια. Μου γράφεις ότι η ψυχή σου τρέμει για μένα αλλά εγώ προσέχω. Δεν θέλω να στενοχωριέσαι, τον Απρίλιο πρέπει να παρουσιαστώ στον Βοτανικό οπότε τι μένουν, ο Δεκέμβριος μίσιασε, Γενάρης Φλεβάρης Μάρτης. Αν φύγουμε στις 20 όπως είπαν θα κάνουμε Χριστούγεννα εν πλω. Μαμά μου σου στέλνω μια αγκαλιά ευχές για τις γιορτές που έρχονται. Να προσέχεις τον εαυτόν σου, στο γράφω εγώ, που τρέμει η ψυχή σου για μένα. Μαμά χτες είδα στον ύπνο μου ότι πήγαμε μαζί στη αγία Βαρβάρα και εσύ άναψες τα καντήλια».

Το κάργκο «Μύρινα», με φορτίο χάλυβα, απέπλευσε από το λιμάνι της Νέας Υόρκης για Νεάπολη της Ιταλίας στις 20 Δεκεμβρίου 1979. Δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Είχε πλήρωμα είκοσι ενός ανδρών.
Χριστόφορος Λιοντάκης: Τo μαγικό ελάχιστο
1953 στο Ινι, 40 χιλιόμετρα νότια του Ηρακλείου, ανθηρό χωριό τότε. Κάλαντα δεν είπα ποτέ μου. Ντρεπόμουν. Ηθελα όμως να μας τα λένε, λαχταρούσα να χτυπήσει η πόρτα. Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν κουραστική μέρα. Αρκετοί πήγαιναν να μαζέψουν ελιές, οι περισσότεροι έσφαζαν τους χοίρους. Με το κρέας τους ετοίμαζαν ένα σωρό λιχουδιές για τις γιορτές. Μαζί με τ'άλλα παιδιά, με περιέργεια αλλά και κάποιον φόβο, παρακολουθούσαμε από μακριά τη διαδικασία της σφαγής. Περιμέναμε ένα από τα σπάνια παιχνίδια μας, την ουροδόχο κύστη. Την καθαρίζαμε, τη φουσκώναμε και παίζαμε μ'αυτήν μπάλα.

Εκείνη τη χρονιά, πριν κοιμηθώ, πήγα στον στάβλο. Το τρίχωμα των ζώων, νοτισμένο από τη ζέστη του άχυρου και τις ανάσες τους, άχνιζε και μύριζε μόχθο και υπομονή. Χάιδεψα το πουλάρι. Ηθελα ίσως να νιώσω κάτι από το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία ξυπνούσαμε χαράματα. Δεν υπήρχαν ρεβεγιόν, στολισμένα δέντρα, αλλά ούτε και η αίσθηση στέρησής τους, αφού έτσι κι αλλιώς τα αγνοούσαμε. Αλλα πυροδοτούσαν τη φαντασία μας.

Η γιαγιά ξεκίνησε πρώτη. Ξύπνησα κι εγώ. Αρχισα να ετοιμάζομαι στο μισοσκόταδο. Το σπίτι φωτιζόταν από το λυχνάρι, το τζάκι και μια λάμπα πετρελαίου. Η μόνη πολυτέλεια, τα καινούργια ρούχα και παπούτσια. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε έντρομη η γιαγιά. Την άκουσα να λέει στον πατέρα μου: «Γιαννιό, παιδί μου, έλα να με πας στην εκκλησία. Μου χίμηξαν στον δρόμο δυο σκυλιά και δεν μπορώ να περάσω». Ο πατέρας την πήρε από το χέρι κι έφυγαν. Η μητέρα έμεινε σπίτι. Ξεκίνησα γεμάτος αγωνία να μη λερώσω τα παπούτσια στις λάσπες. Λάσπες παντού - το μαρτύριο του χειμώνα. Μπήκα στην εκκλησία. Μέθυσα από τη μυρωδιά του λιβανιού και τις ζεστές ανάσες. Η γιαγιά, στριμωγμένη σε μια γωνιά, έκανε τον σταυρό της. Ο τρόμος, διάχυτος ακόμη στο πρόσωπό της.

Η εικόνα με τα σκυλιά δεν έλεγε να με αφήσει, μια φρίκη διαπερνούσε το σώμα μου. Ψαλμωδίες, λόγια ακατάληπτα μπερδεύονταν μέσα μου με γαβγίσματα σκυλιών. Η απόλυση. Στην επιστροφή κρατούσα τη γιαγιά από το χέρι. Ο ήλιος τιτλοφορούσε τα πάντα. Οι νερόλακκοι έλαμπαν. Οι άνθρωποι, ταπεινά περιποιημένοι, επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσε νωρίς. Το μενού αποκλειστικά από χοιρινό. Η γαλοπούλα άγνωστη. Γλυκά δεν υπήρχαν. Ηταν προνόμιο της Πρωτοχρονιάς.

Υστερα, περίπατοι στους λασπωμένους δρόμους. Ζώα μηρύκαζαν στη λιακάδα. Βασιλιάς των παιχνιδιών, τα μπαλόνια. Τα λέγαμε φούσκες. Καμιά σχέση με τη σύγχρονη διακοσμητική χρήση τους. Τα φουσκώναμε, τα ξεφουσκώναμε, ερεθίζονταν τα χείλη και το στόμα μας, τα κρατούσαμε αγκαλιά. Οταν έσπαγαν, το πρόσωπό μας συννέφιαζε.

Το μαγικό ελάχιστο τέλειωνε στο ηλιοβασίλεμα.

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Γαλοπούλας εγκώμιον
Γάλος, γαλόπουλο, γαλί, γαλιά, διάνος, ινδιάνος, ινδόρνις, κούρκος = γαλοπούλα

Είδα για πρώτη φορά γαλοπούλα σε ένα εικονογραφημένο βιβλίο που μου χάρισαν, όταν πήγαινα στο Δημοτικό. Ηταν ένα επιχρωματισμένο σχέδιο και έδειχνε ένα παράξενο πτηνό, κάτι μεταξύ κότας και νάνου στρουθοκάμηλου, με γυμνό λαιμό, ωραίο κόκκινο λειρί, και βλέμμα γεμάτο περιέργεια. «Καίτοι κατάγεται από την Κεντρική Αμερική (έλεγε η σχετική λεζάντα) ονομάζεται ινδιάνος και όχι αμερικάνος, γιατί ο Κολόμβος ονόμασε τότε τον τόπο Δυτικές Ινδίες».

Αργότερα άρχισα να τις χαζεύω τις γαλοπούλες όπου τις συναντούσα (σε αυλές, κήπους, στον δρόμο, σπάνια σε χωράφια), στην αρχή τις κορόιδευα, θεωρώντας τες κι εγώ ηλίθια πουλιά ― πλην σιγά σιγά διαπίστωνα στο βλέμμα τους όχι απλώς μια περιέργεια, αλλά και κάποια προσδοκία: απαντούσαν πάντα στο σφύριγμά μου και έτρεχαν προς το μέρος μου, ξεφωνίζοντας χαρούμενα.

Οταν κάποια Χριστούγεννα πρωτοδοκίμασα το κρέας τους, διαπίστωσα ότι (καλώς εχόντων των πραγμάτων) απλώς δεν τρώγεται ― εξαιρέσει, ίσως, σπανίων και εκτάκτων περιπτώσεων, όπως επί λιμού, επί πολιορκίας, Κατοχής, από ναυαγούς σε ξερονήσια, από επιζήσαντες και μη ανευρισκομένους αεροπορικής τραγωδίας κ.ά.

Επέπρωτο, όμως, τα άπραγα και αθώα αυτά πτηνά να εμπλακούν (από τον άνθρωπο) στη μεγάλη ετήσια εορτή των Χριστουγέννων (αλλά και σε άλλες), οπότε, μαζί με τα έλατα, θεωρήθηκαν απαραίτητο συμπλήρωμα, για να μην πω προϋπόθεση, τόσο της (περίπου διατεταγμένης) παγκοσμίου και ομαδικής ευτυχίας κατά τις άγιες ημέρες, όσο και -κυρίως- της οικουμενικής θρησκευτικής εξάρσεως, η οποία δέον να τις ακολουθεί, μέσα σε έναν ορυμαγδό καταναλωτικής παραφροσύνης.

Ετσι οι άτυχες γαλοπούλες σφαγιάζονται πλέον ανηλεώς, κατά εκατομμύρια (μία, ή δύο διασώζονται κατά την Ημέρα των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ, όπου ο εκάστοτε Πρόεδρος τους απονέμει χάρη (!), επιλέγοντάς τες με άγνωστα κριτήρια), οι σχετικές βιομηχανίες μας τις προσφέρουν σε ελκυστικές συσκευασίες (μερικές και με θερμόμετρο στον κώλο, για τον έλεγχο της καλής εψήσεως) ― στο εορταστικό, πάντως, τραπέζι τα κουφάρια τους παραμένουν συνήθως αφάγωτα, υπό τα αμήχανα βλέμματα οικοδεσποτών και προσκεκλημένων.

Τα περίεργα αυτά πτηνά μου δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται σε κάποιο εξελικτικό μεταίχμιο. Δεν είναι άγρια, αλλά δεν έχουν καταστεί και τόσο οικόσιτα, όπως τα υπόλοιπα πουλερικά, αν και αρκετοί τα καταφέρνουν και δημιουργούν μια προσωπική οικειότητα μαζί τους.

Η λογοτεχνία τα έχει αγνοήσει, μάλλον, αυτά τα πουλιά ― ή τουλάχιστον, έτσι νομίζω. Θυμάμαι μόνον ένα διήγημα του Πυργιώτη ποιητή και πεζογράφου Τάκη Δόξα (1913-1976) με τίτλο «Γαλιά στον Κάμπο», όπου περιγράφεται η εξόντωση ενός κοπαδιού γαλόπουλων από γερμανική φάλαγγα οχημάτων, κατά την (τότε...) γερμανική Κατοχή. Δημοσιεύτηκε στη συλλογή Πικρή Εποχή (1950) με ξυλογραφίες σε πλάγιο ξύλο από τον φοιτητή (και μετέπειτα καθηγητή, χαράκτη και ζωγράφο) Θανάση Εξαρχόπουλο, και αποτελεί έκδοση-κόσμημα της εφημερίδας «Αυγή» Πύργου.

Αμάντα Μιχαλοπούλου: Αν

Παίρναμε κάρτα της κάθε Χριστούγεννα. Στη δεκαετία του '70 διάλεγε καρτ ποστάλ με αγγελάκια ή Χριστούς στη φάτνη. Αργότερα έστελνε φωτογραφίες με τυπωμένες ευχές: η θεία Αννα στην καρό μπερζέρα, πίσω της το έλατο, δίπλα της ο Αμερικάνος, όπως τον έλεγαν οι γονείς μου. Στο χαλί μπουσουλούσαν τα μωρά τους.

Η αδερφή της μητέρας μου ζει στη Βοστώνη, στο σπίτι της φωτογραφίας. Το έλατο ίδιο, λες και δεν το ξεστόλισαν ποτέ. Κόκκινες μπάλες, χρυσό άστρο στην κορυφή. Μόνο τα δυο μωρά άλλαξαν: στάθηκαν στα πόδια τους, έμαθαν να γέρνουν το κεφάλι με νάζι, έβγαλαν τα κοκκινωπά σπυριά  της εφηβείας. Κάποια στιγμή τα ξαδέρφια μου, ο Τζαίημς κι η Λώρη, ξεπέρασαν τους γονείς τους σε ύψος. Ουδέποτε τους συνάντησα, τους έβλεπα μόνο στις φωτογραφίες. Τη μοναδική φορά που ταξίδεψα στη Βοστώνη (πήγαινα ακόμη στο Γυμνάσιο) η θεία Αννα ήταν έγκυος στον Τζαίημς. Εκείνα τα Χριστούγεννα, οι γονείς μου με είχαν στείλει  στην Αμερική για να βοηθήσω με τις ετοιμασίες του μωρού.

Αλλος στη θέση μου θα εντυπωσιαζόταν με τη Βοστώνη - το πάρκο στην Εσπλανάντ, το χιόνι, τους σκίουρους στα δέντρα. Εμένα με μαγνήτισε το σαλόνι τους. Το έλατο έξυνε το ταβάνι. Οι μπάλες άστραφταν. Γύρω από τον καναπέ της φωτογραφίας η διακόσμηση συνεχιζόταν με αλεξανδρινά σε γλάστρες και βολβούς αμαρυλλίδων. Από τα κασπό και τα καλάθια ξεμύτιζαν μπάλες - κατακόκκινες - και τα αγκυλωτά φύλλα των ίλεξ.

Η θεία Αννα με γοήτευσε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λουστρίνια της, τα φορέματά της από φίνα, χρωματιστά υφάσματα, τα μαλλιά της, πιασμένα σε κότσο. Ούτε το ηλεκτρικό μαχαίρι με το οποίο έκοβε σε φέτες το ψητό (δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο). Και το σπουδαιότερο: εκεί δεν τη φώναζαν Αννα, τη φώναζαν "Αν". "Αν"σκεφτόμουν: εφόσον, εάν. Το όνομά της ακουγόταν σαν υπόθεση. Κι αν γινόμουν σαν την Αν; Να έχω ένα δέντρο ως το ταβάνι, έναν άντρα που θα μου ανοίγει τις πόρτες και μια μυτερή κοιλιά μέσα στην οποία θα ζει το μωρό μου; Για χρόνια ονειρευόμουν την αθώα, βιβλική ζωή της. Μια ήσυχη εγκατάλειψη σε οικογενειακές υποθέσεις και στολισμούς δέντρων.

Μεγαλώνοντας έγινα δύσπιστη προς τους άντρες που σου ανοίγουν τις πόρτες - κάτι άλλο ζητούν. Παντρεύτηκα δυο φορές, έκανα τρία αγόρια. Στόλιζα το έλατο βιαστικά, με ό,τι έβρισκα μπροστά μου.

Στο μεταξύ, η θεία Αννα δεν έπαψε να στέλνει χριστουγεννιάτικες κάρτες από το σαλόνι της. Σήμερα τα παιδιά της ζούν αλλού - ο Τζαίημς στο Καμερούν, η Λώρη στο Πεκίνο. Το καλοκαίρι πέθανε κι ο Αμερικάνος. Στην τελευταία φωτογραφία η θεία μου φοράει μαύρο φόρεμα με ασημένια κλωστή. Κοιτάζει τον φωτογράφο με σκοτεινή λαχτάρα - τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Σαν να μην μπορεί ν'αποφασίσει αν έχει  δικαίωμα να εγκαταλείψει το πανύψηλο δέντρο.
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>