Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

$
0
0




(Από τη συλλογή κειμένων μαθητών με τίτλο ΚΕΝΤΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ που κυκλοφόρησε από το ΛΥΚΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ το 1990)
Προχθές η τηλεόραση είχε ένα σατιρικό θέμα για την παλιά Αθήνα και τα τραγούδια της.
Πίσω από τους πρωταγωνιστές, σ'ένα ταμπλό, ήταν γραμμένα ονόματα κινηματογράφων, θεάτρων και έργων που πέρασαν οριστικά στην ιστορία.
Το όνομα ΡΟΖΙΚΛΑΙΡ μου τράβηξε την προσοχή. Ρώτησα, και με μεγάλη συγκίνηση η γιαγιά μου, γύρισε στα παλιά και μου είπε την ιστορία του.
Στα 1907, σ'ένα γνωστό προάστιο της Σμύρνης, το Μερσινλή, σε μια όμορφη έπαυλη ζούσε η οικογένεια του Δημήτρη Καρρά. Καθημερινά η κυρία Ελένη, η γυναίκα του, του γκρίνιαζε:
- Δημητράκη, πρέπει να -φύγουμε από δω. Δεν μπορώ να ζήσω πια με το φόβο των
Τουρκαλάδων. Πάμε στην Αθήνα...
Ο Δημήτρης Καρράς αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του. Ποτέ σχεδόν δεν της χαλούσε χατίρι. Ήταν ένας άνθρωπος ήρεμος, ευγενικός, ανοιχτοχέρης, πρόθυμος να
βοηθήσει παντού. Αυτό, όμως, που του ζητούσε η γυναίκα του ήταν πολύ δύσκολο. Έπρεπε να ξενιτευτεί και να ξαναρχίσει μια καινούρια ζωή, μια καινούρια δουλειά.
Η αλήθεια ήταν πως η Σμύρνη, το μάτι της Ανατολής, ένα λιμάνι. που δεχόταν στην αγκαλιά του πάνω από 3.500 ιστιοφόρα και 2.500 ατμόπλοια το χρόνο, ήταν τ μήλο της Έριδας ανάμεσα στους συμμάχους. Γάλλοι και Ιταλοί βοηθούσαν τους Τούρκους, ξυπνούσαν τον πατριωτισμό τους, με την ελπίδα, ιδιαίτερα οι Ιταλοί, ότι η Σμύρνη θα γινόταν δική τους. Από τη άλλη μεριά, Άγγλοι και Αμερικανοί βοηθούσαν τους Έλληνες, τους ελεύθερους σκλάβους, τους 165.000 χιλιάδες κατοίκους που ζούσαν και δούλευαν εκεί.
Οι μέρες περνούσαν και η γκρίνια της κυρίας Ελένης συνεχιζόταν. Μια μέρα οι δουλειές του Καρρά τον κάλεσαν στο Βερολίνο. Η τέχνη του κινηματογράφου μεσουρανούσε τότε στη Γερμανία. Ο Καρράς συζήτησε το ενδεχόμενο εγκατάστασης κινηματογράφου στην Αθήνα. Οι συνθήκες ήταν κάτι παραπάνω από ευνοϊκές και ο νέος άντρας έστειλε στη γυναίκα του μια φωτογραφία κι από πίσω μια χειρόγραφη σημείωση:
Αγαπημένη μου γυναίκα,
Η Αθήνα ανυπομονεί να σε γνωρίσει!
Με αγάπη - Δημήτρης
Βερολίνο 1908
Τα νέα έφτασαν στη Σμύρνη μια Δευτέρα. Σε μια βδομάδα άρχισε ο ξεσηκωμός
του σπιτιού. Η φωνή της κυρίας Ελένης πρόσταζε:
- Με προσοχή να μαζέψτε τα γυαλικά. Πείτε να πουλήσουν την άμαξα και τ'αυτοκίνητο. Τ'άλογα να τα χαρίσουμε στο Μιχαήλο. Τα μπαούλα να γεμίσουν και να καρφωθούν οι κάσες. Τα χαλιά να μπούνε στις υφασμάτινες θήκες. Τα πεσκίρια να μπουν με τις μαξιλάρες. Να μην ξεχάσουμε τη γάτα...
* * *
Στην Αθήνα υπήρχαν τότε λιγοστοί κινηματογράφοι. Το «Αττικόν», το «Παλλάς», το «Σπλέντιτ» και το «Πάνθεον». Στην πλατεία Λαυρίου βρισκόταν και το «Πανόραμα», αλλά αυτός ήταν ένας λαϊκός κινηματογράφος για τα λουστράκια και τους πλανόδιους πουλητάδες.
Ο Καρράς νοίκιασε ένα κινηματογράφο στη θέση ενός παλιού ζαχαροπλαστείου στην αρχή της οδού Πατησίων. Ο ιδιοκτήτης του το είχε ονομάσει ΡΟΖΙΚΛΑΙΡ, από τα ονόματα της γυναίκας και της κόρης του. Ο Καρράς δεν άλλαξε το όνομα. Άλλαξε όμως το χώρο. Τον διαμόρφωσε καθώς ταίριαζε, και αγόρασε ακριβές κουρτίνες για την οθόνη από βαθύ κόκκινο βελούδο με χρυσές κεντημένες τρέσες και εγκατέστησε τεράστιους ανεμιστήρες.
Οι ταινίες έρχονταν από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Στην αρχή ήταν βουβές, μετά «ομιλούσες». Όταν παίζονταν οι βουβές ταινίες, η πιανόλα συνόδευε το έργο. Οι θαμώνες προέτρεπαν τον πρωταγωνιστή να σκοτώσει το λιοντάρι ή τον προκαλούσαν να σκοτώσει τον κακό ληστή:
- Απάνω του!
- Πρόσεχε! Θα στη Φέρει από δεξιά.
- Κοίτα πίσω σου.
- Σου λέει ψέματα, βρε μουστακαλή.
Σφύριζαν, πετούσαν σαΐτες που τις έφτιαχναν από τα χωνάκια με τα στραγάλια που έτρωγαν και γινόταν σαματάς.
Στην αίθουσα υπήρχε κι ένα μπαρ. Στα διαλείμματα περνούσαν οι μικροπωλητές διαλαλώντας την πραμάτεια τους:
- Σάμαλι... τσιτσιμπίρα... λουκούμια... λεμπλεμπλιά!
Γλυκά και ξηροί καρποί φερμένα από τη μακρινή πατρίδα, μαζί με τις αναμνήσεις
της όμορφης Σμύρνης.
Στο βάθος της αίθουσας μια αυλή δεχόταν τους καπνιστές.
Όλα τ'αγόρια της εποχής ονειρεύονταν να δουν ένα έργο στο «Ροζικλαίρ». Όσο χαρτζιλίκι μάζευαν, εκεί το ακουμπούσαν. Έβλεπαν το Ζορρό, τον Μαξ Λίντερ, το Σαρλό, τον Τόμι Μιξ και τρελαίνονταν με τις επεισοδιακές, σπαρταριστές κωμωδίες. Μερικοί, μάλιστα, χασομέρηδες το έβλεπαν και δυο και τρεις φορές για να το χορτάσουν και τους έπαιρνε εκεί ο ύπνος.
Τα χρόνια της καταστροφής της Μικράς Ασίας δεν άργησαν να έρθουν. Κάθε Φορά που έπιανε πλοίο στον Πειραιά από τη χαμένη πατρίδα, ο Καρράς βρισκόταν στην προβλήτα για να υποδέχεται συγγενείς και φίλους. Ο μελαχρινός αυτός άντρας έγινε για πολλούς ο πατέρας στα δύσκολα αυτά χρόνια της προσφυγιάς.
Ο κινηματογράφος έζησε μέχρι τη Χούντα, δηλαδή πολύ Περισσότερο απ'ό,τι έζησε ο αφέντης του. Οι συνταγματάρχες κυνήγησαν τους απογόνους του Καρρά κι έκλεισαν αυτό το παλιό σινεμά, μαζί με μια ολόκληρη ζωή, όπως τώρα κλείνουν οι θερινοί κινηματογράφοι, ο ένας μετά τον άλλο. Τα καλοκαίρια θα είναι πιο φτωχά χωρίς τους ανθισμένους κήπους που απολαμβάνεις το έργο τρώγοντας στραγάλια και πασσατέμπους δίπλα στο γιασεμί και το αγιόκλημα που σκεπάζει τον τοίχο, χαρίζοντας την μυρωδιά του.

Ηρώ η δισεγγόνα
Σχολή Μωραίτη


Τοπωνύμια: μια άγνωστη πτυχή της τοπικής ιστορίας της Δυτικής Αθήνας

$
0
0



Μαγγανοπήγαδο στον Ελαιώνα 











Επιμέλεια κειμένου: Γ. Παναγιωτόπουλος

Πολλές φορές μελετούμε για την περιοχή στην οποία διαμένουμε και για την ομορφιά της. Πόσοι όμως άραγε από εμάς γνωρίζουν περισσότερα στοιχεία γι΄αυτήν; Πόσοι γνωρίζουν, παραδείγματος χάριν, από πού προήλθε η ονομασία της;


Το τοπωνύμιο, λοιπόν, Αχαρναί προήλθε από κάποιον τοπικό ήρωα. Σύμφωνα με μια εκδοχή η ονομασία προκύπτει από τη λέξη Αχάρνα και Άχαρνις ή ο αχιρνώς/ η άχαρνος, που είναι ένα είδος μεγάλου ψαριού, ο ροφός. Η εύφορη και παραγωγική πεδιάδα των Αχαρνών, λοιπόν, παρομοιάζεται με αυτό το παχύ ψάρι. Σ΄ότι αφορά στη λέξη Μενίδι λέγεται ότι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αρχίδαμος κατέστρεψε εντελώς την περιοχή. Τότε κάποιος κωμικός της αρχαιότητας είπε χαρακτηριστικά: «ουκ έστη ήδη Αχάρνα, αλλά Μενίδιον», δηλαδή δεν είναι πλέον ροφός, αλλά μαρίδα. Ο Περικλής μάλιστα κατά τη διάρκεια του ίδιου πολέμου, όταν οι Αχαρνείς του ζητούσαν να τους βοηθήσει απάντησε: Δε θα υπολογίσω μια μαινίδα (μικρό ψάρι).

Η ονομασία Μενίδι σημαίνει μένω ίδιον, δηλαδή δεν επιθυμώ να αλλάξω. Την ερμηνεία αυτή την κατασκεύασαν οι Αθηναίοι, καθώς υποστηρίζουν ότι οι Αχαρνείς απέφευγαν τις σχέσεις με ξένους και μάλιστα τους θεωρούσαν λουβιάρηδες, δηλαδή αρρωστιάρηδες. Άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι το Μενίδι είναι η μεσαιωνική ονομασία των αρχαίων Αχαρνών και υπάρχει από τον 12ο αιώνα. Το τοπωνύμιο αυτό θεωρούν ότι προέκυψε από το επώνυμο του τιμαριούχου Βυζαντινού άρχοντα Μενίδη, ενώ υπάρχουν και μερικοί που υποστηρίζουν ότι ο Μενίδης ήταν κάποιο όνομα που βρέθηκε σ΄ένα συναξαριστή στο βιβλίο του οσίου Λεοντίου στην Θεσσαλία, (θυμίζουμε ότι υπάρχει Μενίδι και στην Ακαρνανία), ενώ άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι η ονομασία προήλθε από ένα μεγαλοϊδιοκτήτη της περιοχής που ονομαζόταν Μενίδης. Πάντως, η ονομασία Μενίδι είναι πολύ παλιά, αφού τη συναντούμε σ΄ένα έγγραφο του Πάπα Ιννοκέντιου Γ.

Αδάμες: είναι η περιοχή στην οποία συμβάλλουν οι κλάδοι των απαρχών του Κηφισού, που ξεκινούν από την Πάρνηθα και την Πεντέλη συμπεριλαμβανομένου και μέρους του βασιλικού τμήματος. Η τοπωνυμία έχει προέλθει από τα κτήματα της οικογένειας Αδάμη, που ανήκε στην τάξη των Αρβανιτών στρατιωτών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις παρυφές του λεκανοπεδίου της Αθήνας κατά τον 14ο αιώνα.

Βαρυμπόπη: προέκυψε από τα κτήματα της παλιάς αθηναϊκής οικογένειας Βαρυμπόπη, που ανήκε επίσης στην τάξη των Αρβανιτών στρατιωτών.

Γεροβουνό: το ύψωμα προς την πλευρά του Καματερού, είχε προκύψει η ονομασία από γηραιό αναχωρητή, ο οποίος είχε στήσει εκεί το κατάλυμά του.
Καματερό: ήταν τιμάριο του Βυζαντινού άρχοντα Καματερού, ο οποίος έζησε τον 12ο αιώνα και ήταν εισπράκτορας των εσόδων του δημοσίου. Κατά το 1383 εγκαταστάθηκαν εκεί ως πάροικοι Αρβανίτες στρατιώτες, που ανήκαν στην φάρα των Λιόσηδων.

 Άποψη της Δ. Αθήνας το 1853, όπου αναπτύχθηκε ο σημερινός Δήμος Ζεφυρίου.














Κουκουβάουνες: αυτή η περιοχή ήταν γνωστή στις αρχές του αιώνα μας και με δυο άλλα ονόματα: Φουβάγια καιΓλαύκεια. Το πρώτο όνομα είναι μετάπλαση της λέξης κουκουβάγια, ενώ το δεύτερο είναι αυτούσιο αρχαίο όνομα Γλαύκεια, το οποίο με υγρή προφορά του λ σημαίνει τόπο, όπου ζουν πολλές γλαύκες (κουκουβάγιες). Δηλαδή, υπήρχε κατά την αρχαιότητα χωριό με τέτοιο όνομα. Κατά τους χριστιανικούς χρόνους, όταν το ιερό πουλί της θεάς Αθηνάς εξέπεσε σε κουκουβάγια, εξέπεσε και η Γλαύκεια σε Κουκουβαγιώνες-Κουκουβάουνες. Ομοίως, Χελιδονού είναι η περιοχή, όπου φώλιαζαν πολλά χελιδόνια.

Άνω Λιόσια: ονομασία του αρχαίου χωριού Κοπρίη, που επικράτησε από τα τέλη του 14ου αιώνα και μετά από το επώνυμο της αρβανίτικης φάρας του Λιόση, στην οποία δόθηκαν εκεί κτήματα για να εγκατασταθεί, για να φρουρεί τις εισόδους της Αθήνας, που βρίσκονταν σε εκείνη την πλευρά.

Κάτω Λιόσια ή Νέα Λιόσια: το όνομα προήλθε από τον αγροτικό συνοικισμό, που βρισκόταν αρχικά στην τοποθεσία Δραγουμάνου και είχε δημιουργηθεί από τη βασίλισσα Αμαλία για την εγκατάσταση εργατών, τους οποίους είχε φέρει από τα Λιόσια για να καλλιεργήσουν το παρακείμενο κτήμα της.

Λυκότρυπα: παλιά ήταν γνωστή με το όνομα Γλυκότρυπα η ονομασία της οποίας προερχόταν από το αναβλύζον στην κοίτη νερό, το οποίο ξέφευγε από το Αδριάνειο.

Πύργος Βασιλίσσης: νεότερο τοπωνύμιο της περιοχής της Δερβισαγούς, που προέκυψε στα μέσα του 19ου αιώνα από την έπαυλη της βασίλισσας Αμαλίας, που κτίστηκε εκεί το 1850 με σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Μπουλανζέ.
Τατόϊ: τοπωνυμία που προήλθε από την οικογένεια Τατόη, που ανήκε στους Αρβανίτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αττική.

Φυλή: εκεί βρισκόταν η αρχαία Φυλή, που ήταν συνοικισμός παρακείμενου φρουρίου. Ο οικισμός της Χασιάς είναι μεταγενέστερος και απέχει από το φρούριο της Φυλής περίπου έξι χιλιόμετρα. Μάλιστα, στο «Περί της συγχωνεύσεως των Δήμων της επαρχίας Αττικής» βασιλικό διάταγμα της 30/8/1840, όπως και στο «Περί συστάσεως των Δήμων» της 27/12/1833 γίνεται σαφής διάκριση του δήμου Χασιάς και Φυλής. Το 1915 κατ΄ οικονομία δόθηκε στη Χασιά το όνομα Φυλή, επειδή η λέξη Χασιά θεωρήθηκε ως τουρκική. Πάντως, πρέπει να τονίσουμε ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο διαφορετικές περιοχές.

Χασιά: όνομα που φανερώνει την περιοχή, που είναι αθέατη στην πεδιάδα της Αθήνας και χάνεται μέσα στην Πάρνηθα. Η γεωγραφική θέση του είναι σημαντική και για να κατανοήσουμε την ονομασία του παραβάλλουμε ανάλογους όρους μορφολογίας του χώρου: κατεβασιά, χλωροσιά. Η επιτροπή τοπωνυμιών του 1915 υποστηρίζει ότι πρόκειται για τούρκικο όρο, που δηλώνει βασιλική ιδιοκτησία. Ο όρος χάσι σήμαινε κτήμα που είχε παραχωρηθεί από το κράτος σε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, όμως αυτή η άποψη δεν είναι πολύ πιθανή, καθώς ενώ υπήρχαν άπειρα κτήματα αυτής της κατηγορίας το όνομα Χασιά συναντάται μόνο σ΄αυτή την περιοχή. Άλλωστε, ο συγγραφέας Εβλιά Τσελεμπή στο οδοιπορικό του δε χρησιμοποιεί για να δηλώσει το χωριό την τούρκικη λέξη χας, αλλά μεταγράφει το ελληνικό όνομα Χασιά. Το όνομα, λοιπόν, προήλθε από την γεωγραφική θέση του χωριού, που χάνεται απότομα μέσα από τις πτυχώσεις του εδάφους και είναι αθέατο από την πεδιάδα της Αθήνας. Εξάλλου η λέξη Χασιά: χάνεται, ανήκει γραμματικά σε μια σειρά παράγωγων οι ουσιαστικών της δημοτικής, όπως μπασιά, περασιά κ.λπ.

Χαμόμυλος: η περιοχή νοτιοδυτικά των Κουκουβάουνων....Σκουντούπη, που προήλθε από μύλο, ο οποίος ήταν κατασκευασμένος σε χαμηλή στάθμη του εδάφους.

Κόκκινος Μύλος: η περιοχή αυτή πήρε την ονομασία της από τον υδρόμυλο που υπήρχε εκεί, πάνω από διακόσια χρόνια, ο οποίος εξυπηρετούσε το Μενίδι, την Αθήνα, τα Λιόσια, Χασιά και το Καματερό.

Κάραβος: ονομασία που δηλώνει τόπο με πολλά νερά.

Κοντίτα: πηγή στην περιοχή του Μονοματιού, που λειτουργούσε σαν συλλεκτήρας των γύρω μικροπηγών και έλαβε το όνομά της από το κοντό, μικρό μήκος της γαλαρίας της. Οι περιοχές Άγιος Ιωάννης και Αγία Παρασκευή προφανώς πήραν την ονομασία τους από τα ομώνυμα εκκλησάκια.
Μεσονύχι: ονομάστηκε έτσι επειδή βρίσκεται στη μέση δύο ποταμών (ρέμα Αγίου Πέτρου και Μπόσκιζας) και μοιάζει σα μια νυχιά.

Μονομάτι: πήρε το όνομά της κατά την τουρκοκρατία από το Χασάν πασά Αλήμπεη, ο οποίος ήταν μονόφθαλμος και την αναπηρία του την είχε προκαλέσει ο ίδιος.

Οι γύρω του Μενιδίου περιοχές και οι ανήκουσες σ΄αυτό είναι πολλές και δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν όλες. Πάντως πιστεύουμε ότι τα τοπωνύμια και η προσπάθεια εξήγησής τους θα βοηθήσει τους κατοίκους της πόλης να φτάσουν σε μεγαλύτερο βαθμό αυτογνωσίας.

(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό πολιτιστική ΕΝΝΕΑΔΑ, τ. 20ο, 2005)

Ημερολογιακό Λεύκωμα ΑΣΔΑ-2001. Στοιχεία από τα Αρχεία του αρχιτέκτονα-συλλέκτη Ι. Ιγγλέση και του συγγραφέα-σκηνοθέτη Ν. Θεοδοσίου



Βιβλιογραφία
·      «Οι Μενιδιάτες» Χρ. Καλογράνης, Αθήνα 1990
·      «Αχαρνές» επιμέλεια Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Αχαρνών, Ορειβατικός Σύλλογος, Αθήνα 1982
·      «Αι τοπωνυμίαι Αθηνών και Περιχώρων των» Κ. Μπίρης, Αθήνα Χ.Χ

ΑΛΕΚΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΡΕΝΑ ΝΤΟΡ

$
0
0

Ξεκίνησαν από διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο μεν από την Αθήνα ως τροβαδούρος, η δε από την Πάτρα μέσω Αιγύπτου ως χορεύτρια. Ήταν από τους πρώτους ηθοποιούς της γενιάς τους που έκαναν κινηματογράφο. Όμως η θητεία τους σ’ αυτόν δεν ήτανε μεγάλη. Δέκα με δεκαπέντε ταινίες έκανε εκείνος, ενώ εκείνης μετά βίας μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Χρόνια αργότερα, το 1951, συναντήθηκαν στο σανίδι της επιθεώρησης κι έγιναν ντουέτο. 
«Η Ρένα Ντορ ήταν το άλλο μισό κομμάτι του Αλέκου Λειβαδίτη», μου λέει εύστοχα ο θεατρικός συγγραφέας Βύρων Μακρίδης που τους έζησε.
« Όποιος έπαιρνε στο θέατρό του τη Ρένα, ήταν σίγουρο ότι θα πάρει και τον Αλέκο, κι ότι έτσι θα έχει εξασφαλίσει μια καλή παράσταση...»
Έγιναν ζευγάρι και στη ζωή. Ο Αλέκος είχε γεννηθεί το 1914, στην Αθήνα. Αδελφός του ήταν ο σπουδαίος ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Γιαννάτου ήταν το πραγματικό επίθετο της Ρένας, που γεννήθηκε το 1917, στην Πάτρα. Ντορ τη βάφτισε ο Αχιλλεας Μαμάκης ένα μεσημέρι στο Μουσείο. Ο Αχιλλέας Μαμάκης ήταν δημοσιογράφος. Η εκπομπή του «Το θέατρο στο ραδιόφωνο» εκείνη την εποχή και για πολλά χρόνια έκανε θραύση. Το εμπνεύστηκε από το περίεργο άρωμα της κολόνιας ενός χορευτή: «Ρεβ ντ’ ορ».
«...Σαν τη Ρένα Ντορ δεύτερο ταλέντο δεν υπήρξε».
Με αυτή τη φράση ξεκινά την αναφορά σε κείνη ο Γιώργος Μουζάκης στο αυτοβιογραφικό του λεύκωμα «Βίρα τις άγκυρες» και φτιάχνει με αδρές γραμμές το πορτρέτο της:
«Μεγάλο ταλέντο.
»Πιο σωστή απ’ όλες σαν τραγουδίστρια.
»[...] Πίστευε στον εαυτό της.
»[...] Ήταν αγαπητή. Την αγαπούσες αυθόρμητα, ήταν ένας άνθρωπος που έκανε γκελ. »'Ενα περίεργο πράγμα. Ανοιγε το χαμόγελό της κι έλεγες Παναγιά μου, αδελφή σου είναι αυτή;
«Καλοσύνη και αξιοσύνη...»
Η Ρένα Ντορ έκανε για πρώτη φορά τριφωνία με τις Καλουτά, στο «Νιάου-νιάου, ψιτ-ψιτ» στου Σαμαρτζή το θέατρο. Ακριβώς πριν από τον πόλεμο».
«Ταιριάζανε οι φωνές μας...» επιβεβαιώνει η Άννα Καλουτά.
«Μας αποκαλούσαν οι τριφωνατζούδες... Η Μαρίκα, η αδελφή μου έκανε το πρίμο, εγώ έκανα το σιγόντο και η Ρένα το μπάσο.
»Είχε μια ιδιόρρυθμη φωνή, μεταξύ αντρικής και γυναικείας.
»Ήταν ένα καλό, απλοϊκό κορίτσι.
»Ξεκίνησε σιγά σιγά.
»Ξεκίνησε από μπαλαρίνα. Μετά την πήρανε από το μπαλέτο και της δώσανε το πρώτο νούμερο, το λεγόμενο... θύμα.
»Το λέγαν θύμα γιατί όταν ξεκινούσε, ο κόσμος, ως συνήθως καθυστερημένος, δεν είχε ακόμη προλάβει να καθίσει στις θέσεις του. Οπότε κανένας δεν το παρακολουθούσε...
»Μετά έγραψε ιστορία στην επιθεώρηση και μόνη και με τον Αλέκο.
«Παρέμεινε πάντα ένα καλό παιδί. Ποτέ της δεν τσακώθηκε. Ποτέ της δεν ακούστηκε να λέει κακή κουβέντα για κανέναν...«
Οι φίλοι της παλιάς επιθεώρησης θα τη θυμούνται στον τύπο της χαζής ή της υπηρέτριας που πετάει ελληνικούρες ή της χαριτωμένης μπέμπας. Αυτούς τους τύπους ενσάρκωσε και σε κάποιες από τις ελάχιστες ταινίες που έπαιξε. Έκανε και με επιτυχία τον ρόλο της μάγκισσας. Καθιερώθηκε με το νούμερο «Κατερίνα».
«Ήταν πριν από τον πόλεμο», είχε πει η ίδια στην Σπεράντζα Βρανά. «Το έργο λεγότανε “Κορίτσια της παντρειάς”. Μουσική κωμωδία στο θέατρο Ιντεάλ με μεγάλο θίασο: Κόκκινης, Μαυρέας, Κυριάκός, Καλουτά και Γεωργία Βασιλειάδου. Θυμάμαι το τραγούδι που έλεγα κι είχε γίνει μεγάλο σουξέ:
Αχ, Κατερίνα, μωρή Κατερίνα, / Με τέτοια νιάτα γιατί πλένεις πιάτα. / Παράτα όλες σου, τις κατσαρόλες σου, κι άντε παντρέψου κάνα νιο, Κατερινιώ...
«Λοιπόν εγώ, αυτή την Κατερίνα την είχα ξεσηκώσει από μια υπηρέτρια που έμενε δίπλα στο σπίτι μας κι έλεγε:
»Καλέ, κερία. Α, έχταχτα.
«...Κι είχα τόση επιτυχία, που μου λέει ο Γιώργος Γαβριηλίδης, ο καλύτερος κομπέρ της εποχής τότε που ήταν στο θίασο:
»Ε, τώρα δεν έχεις ανάγκη. Πέντε χρόνια θα βρίσκεις δουλειά συνέχεια. Καθιερώθηκες πια...»
«Είχε μια μεγάλη φωνή, την οποία έπλαθε», αναπολεί με θαυμασμό ο Βύρων Μακρίδης. «Πώς την έπλαθε, πώς την χρησιμοποιούσε έτσι την φωνή της. Την έκανε ό,τι ήθελε...»
« Ήτανε πρώτο όνομα. Σπουδαία. Όμως δεν είχε καμία σχέση με το βεντετιλίκι που υπήρχε στο θέατρο, ειδικά παλιά...» βεβαιώνει η Μάρθα Καραγιάννη.
« Ήταν τόσο απλή όσο και οι ρόλοι που έκανε.
«Στη σκηνή προσπαθούσε να σου προσφέρει και να βρει τρόπο να σε βοηθήσει...»
Η Ροζίτα Σώκου τη θυμάται από τη θέση του θεατή...
«Πιστεύω ότι είμαι από τους λίγους θεατές, που μπορούν σήμερα να μιλάνε από πρώτο χέρι για τη Ρένα Ντορ. Πηγαίνω στην επιθεώρηση από δυο χρονών μωρό, με κουβαλάνε οι δικοί μου, και τη γνώρισα πολύ καλά. Αλλά μόνο ως θεατής.
» Ήμουνα πολύ μικρή τότε για να συνάψουμε κοινωνικές σχέσεις.
»Λοιπόν έπαιζε συχνά την μπέμπα η Ρένα Ντορ και ήταν καταπληκτική. Δεν μπορώ να σας περιγράψω.
» Έβγαινε η Ρένα. Έκανε έτσι με εκείνο το μεγάλο της στόμα ως μπέμπα με τα φουστανάκια και τα φιογκάκια της. Κι έλεγε απλώς γεια σας. Κι έβλεπες μια πλατεία και μια γαλαρία να ξεραίνονται στα γέλια. Να κυλιούνται κάτω.
»Αυτό είναι ένα πάρα πολύ σπάνιο δώρο. Ήταν πολύ μεγάλη.
»Έζησε καλά. Είχε έναν άντρα που την αγαπούσε».
Ήταν τόσο δημοφιλής η Ρένα Ντορ που σε σχετικό δημοψήφισμα περιοδικού, εκεί γύρω στο ’50, κατετάγη δέκατη στις προτιμήσεις του κοινού ανάμεσα σε όλες τις ελληνίδες ηθοποιούς, με 2.940 ψήφους, μόλις 190 λιγότερες από τη Μελίνα Μερκούρη.
Δημοφιλέστερη είχε ψηφιστεί η Άννα Καλουτά με 7.290 ψήφους και ακολούθησαν: Καίτη Ντιριντάουα (6280), Κατερίνα Ανδρεάδη (6130), Ρένα Βλαχοπούλου (5910), Νανά Σκιαδά (5720), Έλλη Λαμπέτη (5610), Ρίτα Μυράτ (4330), Λίντα Αλμα (3711). Από τους άντρες πρώτος -με βραχεία κεφαλή από τον δεύτερο- Κώστα Μανιατάκη (5010) ήταν ο Δημήτρης Χορν (5170). Ακολουθούσε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με 4220 και τη δεκάδα συμπλήρωναν οι: Κώστας Μουσούρης (4140), Γιώργος Παππάς (3750), Γιώργος Οικονομίδης (3560), Δημήτρης Μυράτ (2280), Γιάννης Γκιωνάκης (2110), Τάκης Γαλανός (2050), Θάνος Κωτσόπουλος (2010). Και για όσους αρέσκονται στους αριθμούς, από τους ξένους σταρ δημοφιλέστερη αναδείχθηκε η Μπέττυ Ντέιβις με 8740 ψήφους, δεύτερος (και καταίδρωμένος) ο Έρολ Φλιν με 2670 λιγότερες προτιμήσεις... Με τον Αλέκο Λειβαδίτη γνωρίστηκαν το 1951. Εκείνον αναλαμβάνει να μας τον συστήσει -μέσα από το βιβλίο του «Λες και ήταν χθες»...- ο αξέχαστος Αλέκος Σακελλάριος:
«Τι χαριτωμένος άνθρωπος που ήταν! Τι πλακατζής”, όπως θα λέγαμε και σήμερα στη μοντέρνα αργκό”. Αλλά συγχρόνως τι ευγενικός, τι αξιοπρεπής, τι χιουμορίστας!
»Ηρθε στη μνήμη ολοζώντανος και κάναμε όλη τη νύχτα μαζί αναδρομικούς περιπάτους στου «Μαλάμου» της οδού Πατησίων, στο Νορόκ, στα στούντιο του Φίνου, μέχρι που άρχισε να ροδίζει η ανατολή, όπως τότε.
«Ακριβώς όπως τότε που δεν πηγαίναμε για ύπνο αν δεν φώτιζε ο καλός Θεός την καινούργια μέρα.
«Επιτρέψτε μου, όμως, να σας διηγηθώ μερικές χαριτωμένες ιστορίες του Λειβαδίτη, που μ’ αυτόν τον τρόπο ελπίζω να σας αποσπάσει ακόμα ένα χαμόγελο. Είναι νομίζω η καλύτερη προσφορά στη μνήμη του.
«Στα ρουμάνικα η λέξη «νορόκ» σημαίνει χαρά, ευτυχία και όλα τα παρεμφερή.
«Εκεί λοιπόν στην οδό Κρήτης, στον Αγιο Παύλο, ένας Ελληνορουμάνος έκανε μια πολύ συμπαθητική ταβερνίτσα με τον τίτλο «Νορόκ». Επειδή δεν καταφέρναμε να συγκρατήσουμε το όνομά του, τον λέγαμε όλοι Νορόκ.
- Έχεις τραπεζάκι, κύριε Νορόκ;
- Βεβαίως, περάστε παρακαλώ!
Ευγενικός και πρόθυμος πάντα ο κ. Νορόκ, που δεν μιλούσε και πολύ καλά τα ελληνικά, μας περιποιότανε, ενώ στον πάγκο καθότανε η στρουμπουλή κ. Νορόκ, έχοντας στα πόδια της το σκυλάκι της, τον Νορόκ! Γρήγορα κι επιδέξια ο Βασίλης (το «σ» πολύ παχύ), το μοναδικό γκαρσόνι, σερβίριζε τα πιπεράτα «μιντιτέι», τα πικάντικα «γκούλας» κι όλες τις άλλες ρουμανικές νοστιμιές.
»Στο «Νορόκ», λοιπόν, πηγαίναμε συχνά μια μεγάλη παρέα, που την αποτελούσαν κυρίως η Καίτη Βερώνη κι Αγγελος Μαυρόπουλος, η Σοφία Βερώνη κι ο Μενέλαος Θεοφανίδης, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Αλέκος Λειβαδίτης κι εγώ.
»Και κάθε καινούργιος που έπεφτε σ’ αυτή την παρέα δουλευότανε αγρίως. Με τον Λειβαδίτη είχαμε «μοντάρει» ένα νούμερο δήθεν πνευματισμού και υπνωτισμού.
»Εγώ έκανα τον υπνωτιστή κι ο Λειβαδίτης το μέντιουμ, έτσι χλωμός όπως ήτανε κι όπως υποκρινότανε τέλεια ότι κοιμότανε, σύμφωνα με τις εντολές μου.
- Θέλω να κοιμηθείς... Να κοιμηθείς βαθιά και να μην ξυπνήσεις, αν δεν σου πω εγώ...
»Τα μάτια του Αλέκου γλαρώνανε σιγά σιγά και σε λίγο έπειθε όλους ότι κοιμόταν του καλού καιρού. Τότε άρχιζε το «πείραμα».
»Εγώ ρωτούσα κι ο Λειβαδίτης απαντούσε. Και τις απαντήσεις του, φυσικά, τις υπαγορεύαμε εμείς με διάφορους τρόπους, κατόπιν προσυνεννοήσεως.
- Πόσω χρονών είναι από δω ο κυρ Σωτηράκης;
»Με μια βαθιά σπηλαιώδη φωνή απαντούσε ο δήθεν υπνωτισμένος Αειβαδίτης.
- Σαράντα τεσσάρων...
- Πόσα παιδιά έχει;
- Τρία.
- Πώς τα λένε;
- Βαγγέλη, Νίκο και Ελενίτσα.
«Κατάπληκτο τον άκουγε το θύμα.
- Αυτή τη στιγμή τι έχει στη δεξιά τσέπη του σακακιού του ο κυρ Σωτήρης;
- Ενα κουτί τσιγάρα, ένα εικοσάρικο και τα κλειδιά του...
- Ξύπνα...
»Κι ο Αειβαδίτης -τι τέλεια υποκριτική- ξυπνούσε σιγά σιγά, μας κοίταζε όλους απορημένους και ρωτούσε:
- Μα τι έγινε;
»Και, φυσικά, το θύμα έφευγε συγκλονισμένο από το υπερφυσικό πείραμα που είχε παρακολουθήσει.
»Ενα, λοιπόν, από τα πολλά βράδια είχαμε μείνει μοναχοί μας στο «Νορόκ» και δουλευόμαστε μεταξύ μας. Ο ίδιος ο Νορόκ, μια και το μαγαζί ήταν άδειο και δεν ήξερε τι να κάνει, άρχισε να μας παρακολουθεί. Ο Λειβαδίτης, που τον πήρε χαμπάρι, μου ψιθύρισε να αρχίσω να τον υπνωτίζω. Κι εγώ φυσικά άρχισα.
- Κοιμήσου... Κοιμήσου βαθιά... Κοιμήσου και μην ξυπνήσεις αν δεν σου πω εγώ να ξυπνήσεις...
»Ο Νορόκ πλησίαζε σιγά σιγά, δήθεν αδιάφορος, για να παρακολουθήσει το πείραμα. Οπως τον είδε, όμως, χλωμό, με κλειστά τα μάτια, τρόμαξε... με διπλάρωσε, και σιγά για να μην τον ξυπνήσει, μου ψιθύρισε:
- Τον υπνωτίσατε, κύριος Σακελάριος;
- Ναι
- Και τώρα τι θα γίνει;
- Τώρα μπορούμε να τον στείλουμε όπου θέλουμε και να μας λέει ό,τι βλέπει.
»Ας σημειωθεί ότι όλα αυτά συμβαίνουνε λίγο μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς.
- Κοιμάσαι, Αλέκο;
- Κοιμάμαι...
- Γύρισε δυο-τρία χρόνια πίσω...
- Γύρισα.
»Ο Νορόκ, που φλεγόταν από την περιέργεια, είχε σκύψει από πάνω του και παρακολουθούσε τις εκφράσεις που έπαιρνε, ανάλογα κάθε φορά, ο Λειβαδίτης...
- Πήγαινε στην οδό Μέρλιν...
»Η φυσιογνωμία του Αλέκου αγρίεψε...
- Μπες μέσα... Μπες εκεί που βασανίζουν τα Ες Ες...
- Ο Λειβαδίτης αγρίεψε
- Ελα, μη φοβάσαι... η κατοχή πέρασε κι αυτό το κάθαρμα που σε βασάνιζε είναι εδώ δίπλα μου και τώρα μπορείς να του κάνεις ό,τι θες.
»Ο Λειβαδίτης άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια του και με έκφραση φοβερού μίσους κοίταξε τον Νορόκ, που στεκόταν δίπλα μου.
»Ο Νορόκ ψευτοχαμογέλασε, έκανε ένα βήμα πίσω και μου είπε.
- Ξυπνήστε τον, κύριος Σακελλάριος.
»Εν τω μεταξύ ο Λειβαδίτης άρπαξε ένα μαχαίρι από το τραπέζι και σιγά σιγά άρχισε να σηκώνεται.
- Ξυπνήστε τον, κύριος Σακελλάριος, δεν βλέπετε που υποφέρει;
»Ο Λειβαδίτης, σαν να ζούσε σε άλλο κόσμο, προχωρούσε απειλητικός προς τον έντρομο Νορόκ, που πήγαινε όλο και πιο πίσω.
»Σιγά σιγά φτάσανε στην πόρτα.
»Εκεί στην πόρτα ο Νορόκ δεν άντεξε άλλο. Έδωσε μία και το ‘βάλε στα πόδια.
»Από πίσω ο Λειβαδίτης, με το μαχαίρι στο χέρι. Πίσω ο Βασίλης, το γκαρσόνι, που δεν ήξερε τι συμβαίνει, πιο πίσω η κυρία Νορόκ, που άφησε τον πάγκο της και από πίσω της το στραβοπόδαρο σκυλάκι της, που έτρεχε και γάβγιζε σπαρακτικά.
»Πιο πίσω τρέχαμε όλοι οι άλλοι σκασμένοι στα γέλια, ενώ ο καημένος ο Νορόκ έτρεχε γύρω γύρω στον Άγιο Παύλο, φωνάζοντας:
- Ξυπνήστε τον, κύριος Σακελάριος... Δεν είναι αστεία αυτά...»
Η Άννα Καλουτά βάζει μια άλλη πινελιά στο πορτρέτο του:
«Του άρεσε η τελειότητα. Δεν είχε ούτε κοιλιά, ούτε άντερα που λέμε, στη δουλειά του.
«Θυμάμαι σ’ έναν θίασο ήμαστε συνέταιροι. Εκείνος, όμως, ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής, ο συντονιστής της παράστασης και της παραγωγής, ας πούμε. Κι εγώ καθυστερώ να πάω στο θέατρο, γιατί δεν έβρισκα να παρκάρω.
»Μου έκανε παρατήρηση μπροστά σε όλους, γιατί άργησα, ενώ θα μπορούσε να με πάρει ιδιαιτέρως να μου πει ό,τι είχε. Συνέταιροι ήμασταν...
»Θέλω να πω ότι ήταν πολύ αυστηρός. Δεν κοίταζε τίποτα, προκειμένου να γίνει το καλύτερο. Ήτανε πάντα πίσω από μια κουίντα. Τα ’βλεπε και τ’ άκουγε όλα...
»Αλλά δεν κρατούσε κακία. Ύστερα από κάθε παρεξήγησή μας, μου ’λεγε για να εκτονώσει την κατάσταση:
»Α, ρε μπούρδα...
»Εγώ είμαι μπούρδα ή εσύ είσαι δυο φορές μπούρδα;»
Παρόμοια εικόνα του περιγράφει και η Μάρθα Καραγιάννη.
Το καλοκαίρι του 1969 είχαν σχηματίσει κοινό θίασο -μαζί φυσικά και η Ρένα Ντορ- στο θέατρο Κήπου. Ανέβασαν τις επιθεωρήσεις της τριάδος (Ασημακόπουλος-Σπυρόπουλος-Παπαδούκας) «Τριαντάφυλλα για σας» και «Μια βόλτα στο φεγγάρι».
«Ο Αλέκος ήταν, τότε, και σκηνοθέτης μας.
«Ήθελε να ξεκινάμε πρόβα από πολύ πρωί. Αλλά εγώ, από μικρό παιδί, στο σχολείο είχα την κακή συνήθεια να μην μπορώ να ξυπνήσω νωρίς. Κι αργούσα...
»Αν ξαναργήσεις, θα σε διώξω. Κι ας είσαι συνθιασάρχης, με προειδοποίησε από την πρώτη φορά ο Λειβαδίτης.
»Μη νομίζεις πως επειδή έγινες πρωταγωνίστρια, θα μπορείς να έρχεσαι ό,τι ώρα θέλεις. Θα φύγεις απ’ τον θίασο...
»Περίεργος άνθρωπος. Δεν έδινε πολλά θάρρητα.
»Πολύ αυστηρός. Στην παρέα όμως ήταν γλυκύτατος.
»Διάβαζε και πολύ.
»Την εποχή εκείνη οι περισσότεροι άνθρωποι του θεάτρου ήταν ταλαιπωρημένοι, όχι καλλιεργημένοι.
»Ο Λειβαδίτης ήταν από τους λίγους...»
Η άποψη του Γιώργου Λαζαρίδη:
«Είχαμε συνεργαστεί πολλές φορές μαζί. Μία από αυτές στο σινεμά, στην περίφημη ταινία “Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλίκαρα” του Ιάκωβου Καμπανέλη. Η παραγωγή ήταν της εταιρείας μας Αφοί Ρουσόπουλοι Γ. Λαζαρίδης, Δ. Σαρρής, Κ. Ψαρράς. Είχαμε ρίξει πολλά λεφτά. Γι’ αυτό καλέσαμε να πρωταγωνιστήσουν αυτούς που θεωρούσαμε κορυφαίους κωμικούς.
»Αυτός ήταν ο ένας, κι έκανε τον ντροπαλό.
»Οι άλλοι ήταν ο Ορέστης Μακρής (στρατιωτικός), ο Χρήστος Ευθυμίου (γιατρός), ο Βασίλης Αυλωνίτης (νοικοκύρης), ο Μίμης Φωτόπουλος (τεμπελχανάς), ο Νίκος Σταυρίδης (ωραίος) και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (τζαναμπέτης).
»Γενικά ήταν δύσκολος στη συνεργασία, ιδιόρρυθμος. Δίκαιος, όμως, και με πλούσιο συνδικαλιστικό έργο. Στον Αλέκο Λειβαδίτη οφείλει το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών το Ταμείο Αλληλοβοήθειάς του, τότε που από το ΙΚΑ δε σου έδιναν ούτε ασπιρίνη...»
Μια ανάλογη πλευρά του χαρακτήρα του αναδεικνύει και ο θεατρικός συγγραφέας Λάκης Μιχαηλίδης:
«Δε συνεργάστηκα πολλές φορές μαζί του.
»Από την πρώτη φορά κατάλαβα, όμως, ότι είχα να κάνω μ'έναν ταλαντούχο άνθρωπο που υποστήριζε τους νέους ανθρώπους.
»Θυμάμαι του παρέδωσα ένα ντουέτο το οποίο είχα αναλάβει να γράψω.
»Το διαβάζει και μου λέει:
»Νεαρέ μου, το νούμερό σου είναι λίγο αδύνατο, αλλά μην ανησυχείς. Εγώ με τη Ρένα θα το ντύσουμε, και θα γίνει πολύ καλό.
»Έτσι κι έγινε...»
Ο Αλέκος Σακελλάριος είχε καταγράψει το παρακάτω χαρακτηριστικό περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Αλέκο Λειβαδίτη:
«...Ξενύχτης κι αυτός από τους πιο φανατικούς, ήταν τακτικό μέλος στη μεγάλη συντροφιά, που το χειμώνα ξενυχτούσε στα περί την Ομόνοια διανυκτερεύοντα καφενεία -όλα λίγο ως πολύ διανυκτερεύανε- και τα καλοκαίρια στον κήπο του Μουσείου, που ήταν πάντα γεμάτος ως τα ξημερώματα.
»Ένα βράδυ, λοιπόν, ο Λειβαδίτης με έναν άλλο φίλο της μεταμεσονύκτιας παρέας, τον Κώστα Καρανάσο, αποφασίσανε να αναστατώσουνε το σύμπαν με έναν σκηνοθετημένο καβγά.
»Σύμφωνα με το σχέδιο, θα καθόντουσαν σε κοντινά τραπεζάκια, θα αρχίζανε την παρεξήγηση με τα λόγια κι ύστερα θα ερχόντουσαν -δήθεν- στα χέρια. Έτσι κι έγινε.
»Γιατί με κοιτάτε, κύριε;
»Εσείς με κοιτάτε... Γιατί βέβαια, για να λέτε πως σας κοιτάω πάει να πει ότι με κοιτάτε που σας κοιτώ...
»Βρε, δεν τα αφήνεις αυτά τα έξυπνα...
»“Βρε” να πεις τους ανθρώπους της παρέας σου...
»Τέλος πάντων κουβέντα στην κουβέντα, ήρθανε στα χέρια βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου.
»Οι πελάτες του Μουσείου αναστατωθήκανε, κι εμείς κρυφογελούσαμε με την επιτυχία της φάρσας. Σε μια στιγμή, όμως, είδαμε να πέφτουνε γροθιές ψωμωμένες.
»Τι είχε γίνει; Ποιος ξέρει... Το βέβαιο είναι ότι ο ψεύτικος καβγάς, εξελίχθηκε σε αληθινό. Μύτες ανοίξανε, μάτια μελανιάσανε, πουκάμισα ξεσκίστηκαν...
»Είδαμε και πάθαμε να τους χωρίσουμε.
»Ακόμα κι όταν τους χωρίσαμε και καθίσαμε όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι, αυτοί εξακολουθούσαν να αγριοκοιτάζονται.
—Μα τι έγινε, βρε παιδιά;
»Στην αρχή κανείς δε μιλούσε. Ύστερα όμως από λίγο, όταν συνήλθανε, ο Λειβαδίτης χαμογελώντας έδωσε την εξήγηση:
—Φυσική εξέλιξη λόγω ευσυνειδησίας!»
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στη Ρένα Ντορ... Η Ρένα μεγάλωσε χωρίς μητέρα. Είχε δυο μεγαλύτερες αδελφές, την Ευγενία και την Τασούλα. Η Ευγενία ήταν από χρόνια παντρεμένη και ως μεγαλύτερη είχε αναλάβει την ανατροφή της. Ήθελε να την κάνει οδοντίατρο. Όμως εκείνη από μικρή ήθελε να γίνει ηθοποιός. Είχε δει μια ομιλούσα ταινία, «Ο δρόμος του Παραδείσου» με την Λίλιαν Χάρβεΐ και ήθελε από τότε να γίνει Λίλιαν Χάρβεϊ. Ήδη πήγαινε κρυφά και παρακολουθούσε με άλλα κοριτσόπουλα της γειτονιάς τις απογευματινές του Μοντιάλ. Ιδού πώς περιγράφει τη συνέχεια της ιστορίας ο Σώτος Πετράς στο βιβλίο του «Το άγνωστο θέατρο»:
« Ένα μεσημέρι, λοιπόν, που κάθισαν στο τραπέζι να φάνε με την αδελφή της, και που η κουβέντα το ’φερε για την επιστήμη που θα ακολουθούσε η μικρή... η Ρένα προέβη στην πρώτη θαρραλέα αποκάλυψη:
»Εγώ δόντια και μασέλες δε γουστάρω. Εγώ θα γίνω θεατρίνα...
»Όπως ήτανε όρθια η αδελφή της και σερβίριζε με την κουτάλα τη ζεστή σούπα, την αγριοκοίταξε στην αρχή, γιατί εξεπλάγη με το θάρρος της.
»Τι κοιτάς; της είπε. Στο λέω. Οδοντογιατρίνα δε γίνομαι εγώ. Θέλω θέατρο, και μην τολμήσει κανένας να μ ’ εμποδίσει, γιατί τον καιρό του θα χάσει...
»Και με αστραπιαία ταχύτητα αμέσως... δέχτηκε την κουτάλα γεμάτη σούπα στο κεφάλι!
»(...) Αυτό ήτανε. Έφυγε από το σπίτι της αδελφής της και μετακόμισε στο σπίτι της άλλης αδελφής της, στους Αμπελοκήπους...
»(...) Σε δυο τρεις μήνες έφευγε και πήγαινε τουρνέ στην Αίγυπτο και στο εξωτερικό μαζί με τον θίασο της Ζωζώς Νταλμάς.
»Καλά καλά ακόμα δεν είχε βγει στο θεατρικό στίβο, και άρχιζαν οι περιπέτειες.
»Ήταν πολύ μικρή στην ηλικία και δεν μπορούσε να ταξιδέψει με θίασο, μόνη.
»Άδεια για να φύγει από εδώ, αλλά και να αποβιβαστεί στην Αλεξάνδρεια δεν μπορούσε να πάρει.
»Ο Βίλυ Μπαρκουϊλέρο, ο δάσκαλός της, που την είχε γυμνάσει καλά μέσα σε δύο μήνες και που την είχε κάνει απαραίτητη για το μπαλέτο των οχτώ γυναικών, ήταν αδύνατο να την αφήσει στην Αθήνα και να φύγει.
»Πού θα έβρισκε άλλη να της μοντάρει τόσους χορούς, που είχε ετοιμάσει για την τουρνέ;
—Θα παντρευτείς! Της είπε. Και θα φύγουμε!
—Θα παντρευτώ; Με ποιον;
—Με όποιον βρούμε, συμπλήρωνε απαθέστατα και γελώντας ο αξέχαστος Μπαρκούίλέρο...
»Αν δεν ήμουνα παντρεμένος ή αν η Αλίκη, η γυναίκα μου, δε ζήλευε, θα σ’ έπαιρνα εγώ! Θα πάρεις ένα όποιον κι όποιον...
»Μα πώς θα παντρευτώ έναν χωρίς να τον αγαπώ; Τι να τον κάνω;
»Και ο Βίλυ της εξηγούσε πως έπρεπε για νομικούς λόγους να παντρευτεί εικονικά... να κάνει όχι μόνο έναν λευκό γάμο, αλλά κατάλευκο!
»Και ο κατάλευκος γάμος γινότανε με τον γαμπρό που βρίσκανε πιο βολικό.
»Η Ρένα Γιαννάτου παντρευόταν (στα χαρτιά μόνο) με τον άνθρωπο που, φυσικά, καμιά απαίτηση συζυγική δεν είχε, αφού έκανε ό,τι έκανε για να διευκολύνει την αναχώρηση της δήθεν συζύγου του! Ήταν ο Μπουκάκης, ο φροντιστής, ένας καλόβολος άνθρωπος. Άλλωστε ήταν και πατέρας της στα χρόνια!
» Έτσι η Ρένα ενεγράφετο στην κατάσταση του ταξιδιού ως Ειρήνη Μπουκάκη, φορούσε και μια βέρα, που της προμήθευσε η Ζωζώ... και ο γάμος ήταν έτοιμος».
Στην Αίγυπτο, στα στούντιο του Κάιρου, η Ρένα Ντορ γύρισε δύο ταινίες με συμπρωταγωνιστές τον Παρασκευά Οικονόμου, το «Αρραβών μετ’ εμποδίων» του Αλεβίζε Ορφανέλλι και το «Καπετάν Σκορπιός» του Τόγκο Μιζράκι. Στη δεύτερη πρωταγωνιστούσαν επίσης οι αδελφές Καλουτά. Εκείνη την πρώτη φορά είχε δεσμό με τον μαέστρο Κυπαρίσση που είχε γνωρίσει στο Μοντιάλ. Μετά και για καμιά δεκαετία τα είχε με τον Γιώργο Οικονομίδη. Ώσπου βρέθηκε στη ζωή της ο ψηλός, ο Αλέκος Λειβαδίτης... Το πρώτο νούμερο στο οποίο έπαιξαν μαζί ήταν «Τα Ναυτάκια», ύστερα το «30 χρόνια πίσω», όπου η Ρένα Ντορ έκανε μια βαμπ του βωβού κινηματογράφου.
« Όταν έβλεπες το ντουέτο τους ήταν ολόκληρη σπουδή», λέει ο Γιώργος Λαζαρίδης.
«Στον χορό, στο τραγούδι, στον τρόπο που θα πλασάρουν το αστείο... Κατάφερναν να περάσουν εκείνο το αστείο ακόμη και στον ηλίθιο θεατή.
»Αυτό είναι μεγάλη νίκη, γιατί οι θεατές δεν είναι πάντοτε έξυπνοι. Μερικοί δεν είναι καθόλου έξυπνοι.
»Αυτούς κατάφερναν και τους κέρδιζαν πάντα...»
«Δούλεψα μαζί τους στο θέατρο», θυμάται ο σκηνογράφος Τάσος Ζωγράφος.
«Μάλιστα, σε μια επιθεώρηση επί χούντας έκαναν ένα ντουέτο, όπου υποδύονταν τα παιδιά.
»Ο Λειβαδίτης έπαιζε με ένα τρενάκι, και του έλεγε η Ντορ:
» Έλα, βρε, όλο με αυτό το τρενάκι.
»Δεν είναι τρενάκι, της έλεγε... Τανκς είναι.
»Τανκς;... Με τανκς παίζεις;... Δεν ντρέπεσαι;
»Τι λες, μωρέ... Μ’ αυτό μπορείς να γίνεις μέχρι και πρωθυπουργός.
»Το τελευταίο ήταν δική του προσθήκη. Κι όλοι οι συντελεστές της παράστασης πιστεύαμε ότι θα μας πάνε στη Γυάρο. Κι ότι θα γίνουμε... ήρωες.
»Στην ουσία, όμως, υπήρχε η ανοχή της χούντας για να εκτονώνεται ο κόσμος...»
«Ο Αλέκος ήταν πολύ ετοιμόλογος στη σκηνή επάνω», λέει η Αννα Καλουτά...
«Κάποτε -το 1963 νομίζω- παίζαμε την επιθεώρηση “Ντόλτσε βίτα” των Γιώργου Γιαννακόπουλου-Κώστα Νικολάΐδη.
»Στο φινάλε όλος ο θίασος κάναμε τους μπέμπηδες και τις μπεμπούλες.
»Ο Χρήστος Νέγκας ήταν ο κονφερασιέ.
»Εγώ, πήγαινα και τον ενοχλούσα...
—Χίο Χίτο... Κούτσου-κούτσου νινί... Πούλιου, πούλιου, πουλιού, του έλεγα. Εννοούσα δηλαδή θείε Χρήστο, να σου βγάλουμε το μάτι, να γελάσουμε...
Και ρωτούσε ο Νέγκας τον Λειβαδίτη:
—Τι είπε;
Α, τίποτα... Κάτι για τη μικρασιατική καταστροφή.
»Έλεγε δικά του ο Λειβαδίτης, πετυχημένα και μη...
»Όλοι οι ηθοποιοί το είχαμε αυτό το ελάττωμα, να βάζουμε δικά μας. Τα δοκιμάζαμε, όμως, την πρώτη μέρα της παράστασης κι όταν δεν ήταν καλά τα βγάζαμε...»
Ο Λειβαδίτης, όπως ήδη έχετε καταλάβει ήταν και στη ζωή του χιουμορίστας και μέγας φαρσέρ.
Αλλη μια εύθυμη ιστορία διά χειρός Σακελλάριου:
« Ένα καλοκαίρι ήρθε από την Αμερική στην Αθήνα ο αδελφός του κορυφαίου γελοιογράφου του Φωκίωνα Δημητριάδη που είχε εκεί στη Νέα Υόρκη, μια μικρή εταιρεία δίσκων. Ο αδελφός Δημητριάδης είχε έρθει, για να πάρει μερικά ελληνικά τραγούδια, να ανατυπώσει τους δίσκους στην Αμερική και να τα πουλήσει στους ομογενείς. Ο Δημητριάδης, όπως μάθαμε, έδινε μεγάλα ποσά για την εποχή εκείνη, προκειμένου να εξασφαλίσει τα δικαιώματα από τους συνθέτες. Τα τραγούδια, όμως, που διάλεγε ο Δημητριάδης ήτανε όλα λαϊκά και ρεμπέτικα. Αυτό όπως είναι φυσικό, είχε αγανακτήσει τον Χαιρόπουλο.
—Μα δεν ντρέπεται; Τούρκικους αμανέδες θα εμφανίσουμε στους ομογενείς της Αμερικής για ελληνικά τραγούδια; Χάθηκε το καλόγουστο ελαφρό μας τραγούδι;
»Αυτή την ιστορία με τα τραγούδια του Δημητριάδη και την αγανάκτηση του Χαιρόπουλου σχολιάζαμε εύθυμα στο γραφείο του Φίνου -που ήτανε τότε στην οδό Στουρνάρα 27- ο Λειβαδίτης, ο Φίνος κι εγώ. Δε θυμάμαι ποιανού ήτανε η έμπνευση, πάντως ο Λειβαδίτης έπιασε το τηλέφωνο και ζήτησε τον Χαιρόπουλο.
—Ο κύριος Χαφόπουλος, πλιζ;
»Ο Λειβαδίτης είχε φροντίσει να έχει μια άψογη προφορά Ελληνοαμερικάνου. Από την άλλη άκρη του σύρματος ο Χαιρόπουλος ρώτησε:
—Ποιος είναι, παρακαλώ;
—Ντεν με ξέρετε, κύριος Χαφόπουλος... Λέγομαι Ντιμιτριάντης και θέλω μερικά από τα τόσα ωραία τραγούδια σας, για να τα λανσάρω στην Αμερική. Οκέι;
»Είπανε κι άλλα διάφορα και καταλήξανε ο μίστερ Ντιμιτριάντηςνα πάει την άλλη μέρα στο σπίτι του Χαιρόπουλου και να τα πούνε από κοντά.
—Σας πάει στις εφτά το απόγευμα;
Οκέι.
—Θα έρθετε στην οδό Κύμης 7.
—Και που είναι αυτό, γιατί εγκώ ντεν ξέρεις την Ατήνα.
—Στο τέρμα Αχαρνών... Ένας δρόμος πριν από την οδό Αγίου Μελετίου.
»Γιατί τότε το τέρμα της οδού Αχαρνών, ως εκεί δηλαδή που έφτανε το τραμ το 6, ήταν η οδός Αγίου Μελετίου.
»Όταν, σκασμένοι από τα γέλια, κλείσαμε το τηλέφωνο, αποφασίσαμε να τη συνεχίσουμε τη φάρσα την άλλη μέρα στις εφτά.
»Το μεσημέρι πέρασα από τον Χαιρόπουλο, έμαθα τα σχετικά με τον Δημητριάδη κι ακόμα έμαθα ότι εκεί, στο ζαχαροπλαστείο του τέρματος, στου Καλόθετου, είχε παραγγείλει ο Λαλάκης γλυκά και παγωτά, για να περιποιηθεί τον ξένο του.
»Στις εφτά την άλλη μέρα είμαστε και πάλι στο γραφείο του Φίνου, που τον διασκέδαζε να μετέχει, έστω κι έτσι, από μακριά, σε αυτή τη φάρσα.
Έλα, πάρ ’ τόνε...
»Αλλά ο Λειβαδίτης κοιτούσε το ρολόι του.
Άσε να περάσουνε πέντε δέκα λεπτά ακόμα...
»Όταν πήγε, τέλος πάντων, η ώρα εφτά και δέκα, πήρε το τηλέφωνο.
Αλό, μίστερ Χαιρόπουλος, εντώ Ντιμιτριάντης.
—Σας περιμένω, κύριε Δημητριάδη...
—Το ξέρω, αλλά, πώς το λέτε, μπερδεύτηκα. Δεν τη βρίσκω την οδό Κύμης...
—Πού είστε τώρα;
»Ο Λειβαδίτης έκανε πως ρώτησε κάποιον περαστικό, υποτίθεται...
—Είμαι στον “Φάρο"...
Α, πήγατε πολύ κάτω.
—Και τι να κάνω δηλαδή;
—Να γυρίσετε πίσω. Κι άμα περάσετε την οδό Αγίου Μελετίου, το πρώτο στενό δεξιά είναι η Κύμης.
Οκέι...
»Κλείνει το τηλέφωνο ο Λειβαδίτης κι αφήνει τον Χαιρόπουλο να σιγοψήνεται άλλα δέκα λεπτά. Σε δέκα λεπτά τον ξαναπαίρνει:
—Μίστερ Χαιρόπουλος...
—Μα πού είσαστε, κύριε Δημητριάδη;
-Ψάχνω να βρω την οδό Κύμης...
—Μας σας είπα... να γυρίσετε πίσω...
Γύρισα. Στον Άγιο Παντελεήμονα...
Α, πήγατε πολύ κάτω... Γυρίστε πίσω και πριν από την οδό Αγίου Μελετίου στρίψτε αριστερά... Είναι η οδός Κύμης.
»Έγιναν κι άλλα τηλεφωνήματα παρόμοια, και είχαμε λυθεί στα γέλια. Πρώτη φορά είδα τον αγέλαστο συνήθως Φίνο να γελάει τόσο πολύ. Κι ο Χαιρόπουλος απ’ την άλλη μεριά, καθώς έβλεπε τα παγωτά του Καλόθετου να λιώνουνε -δεν υπήρχε κατάψυξη τότε- είχε αρχίσει να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
»Εν τω μεταξύ, βέβαια, κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά κι όταν τον ξαναπήρε ο Λειβαδίτης στο τηλέφωνο, τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις και κάθισε κι έφαγε μόνος του τα παγωτά και τα γλυκά».
Ο Αλέκος Λειβαδίτης και η Ρένα Ντορ συνεργάστηκαν ως συνθιασάρχες με όλα σχεδόν τα μεγάλα ονόματα του μουσικού θεάτρου και της επιθεώρησης. Έγραψαν γι’ αυτούς νούμερα όλοι οι συγγραφείς του είδους της εποχής. Ο Λειβαδίτης υπήρξε επίσης από τους σκαπανείς του παλιού σινεμά, οκτώ χρόνια προτού βγει στο θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε το 1940 στην ταινία «Το τραγούδι του χωρισμού» με σκηνοθέτη τον Φιλοποίμενα Φίνο, τον μετέπειτα ιδρυτή της περίφημης Φίνος Φιλμ. Συμπρωταγωνιστής του στην ταινία ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, στην πρώτη για κείνον κινηματογραφική παρουσία. Το 1946 ήταν πρωταγωνιστής στην πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Σακελλάριος, το «Παπούτσι από τον τόπο σου», μία ταινία, της οποίας η κόπια έχει μάλλον χαθεί... Δυο χρόνια αργότερα σκηνοθετεί ο ίδιος το «Εκατό χιλιάδες λίρες» σε σενάριο του Νίκου Τσιφόρου, με τον Ντίνο Ηλιόπουλο στην πρώτη του εμφάνιση. Το φιλμ αυτό έχει παιχτεί και με τον τίτλο «Γαμπροί με δόσεις». Μια από τις αξιόλογες κινηματογραφικές εμφανίσεις του είναι επίσης στην ταινία του Στέφανου Φωτιάδη «Το τεμπελόσκυλο» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τη Μαίρη Χρονοπούλου, τον Νίκο Βασταρδή και την Ταύγέτη να τον παρενοχλεί... σεξουαλικώς.
«Ο Λειβαδίτης ήταν για όλα ικανός», διαβεβαιώνει ο Γιώργος Λαζαρίδης. «Μπορούσε να παίξει, να τραγουδήσει, να κάνει τα ντεκόρ, να βοηθήσει στο σενάριο, να πάει στο μοντάζ.
»Ήταν άνθρωπος γεννημένος για το σινεμά...»
«Οι περισσότεροι ίσως δεν ξέρουν ότι ο Λειβαδίτης την καριέρα του δεν την άρχισε με το “Τραγούδι του χωρισμού”, όπως γράφτηκε, αλλά σαν τραγουδιστής», ανέφερε ο Σακελλάριος.
«Τον θυμάμαι με την κιθάρα του σ’ ένα μεγάλο κοσμικό κέντρο, που υπήρχε τότε, προπολεμικά, στην οδό Φωκίωνος Νέγρη, εκεί που είναι σήμερα το Σελέκτ.
»Κι ίσως ακόμα δεν είναι γνωστό στους πολλούς, ότι η προσφορά του Λειβαδίτη στον ελληνικό κινηματογράφο δεν ήταν μόνο η χαριτωμένη παρουσία του σε πρωταγωνιστικούς ρόλους.
»Ο Λειβαδίτης ήταν, εκτός των άλλων, και ο πρώτος Έλληνας μακιγιέρ του κινηματογράφου.
»Το ταλέντο του, η παρατηρητικότητά του, οι τεχνικές του γνώσεις και η αισθητική του, τον είχανε κάνει μοναδικό.
»Για ένα μεγάλο διάστημα -πριν εμφανιστεί ο αξέχαστος Σταύρος Κελεσίδης, που είχε μαθητεύσει στον ρωσικό κινηματογράφο- ο Αλέκος Λειβαδίτης ήταν ο επίσημος και μοναδικός μακιγιέρ της Φίνος Φίλμ.
»Αλλά ένα καβγαδάκι δι ’ ασήμαντον αφορμήν, ψύχρανε τον καλλιτέχνη και τον παραγωγό.
»Κι αυτή η ψυχρότητα -πεισματάρηδες κι οι δύο- κράτησε πολλά χρόνια...»
Η επιδεξιότητα και η εμμονή του στο μακιγιάζ ήταν εντυπωσιακές...
«Καθόταν στον καθρέφτη και κοίταζε μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Πού θα βάλει την ελιά, πού θα κάνει την πιτσιλάδα...» θυμάται η Σπεράντζα Βρανά.
«Οι μεταμφιέσεις του ήταν ιστορικές...» λέει ο Βύρων Μακρίδης.
« Έβγαινε πειστικότατος. Πότε σαν μάγκας, πότε σαν κόμης, πότε σαν καροτσέρης, πότε σαν μπόμπος και πότε σαν Γεώργιος Παπανδρέου.
»Ήταν μαέστρος στο αντικείμενο. Αλλαζε φάτσα σε χρόνο μηδέν.
«Μπορεί στην ίδια παράσταση να τον έβλεπες με τέσσερα πέντε διαφορετικά πρόσωπα...»
Η Ρένα Ντορ εγκατέλειψε πρώτη το σανίδι, την περίοδο 1978, με την επιθεώρηση του Ναπολέοντα Ελευθερίου «Τι Κωστάκης, τι Αντρίκος. Τα πληρώνει ο λαουτζίκος».
Ο Αλέκος Λειβαδίτης εγκατέλειψε πρώτος τη ζωή. Πραγματοποίησε την τελευταία του εμφάνιση με το «Μιούζικ χολ αλά Ελληνικά» των Σταμάτη Φιλιππούλη-Γιάννη Ξανθούλη στο Βέμπο. Πέθανε προτού τελειώσουν οι παραστάσεις, το 1980.
«Κατάλαβα πότε έπρεπε να φύγω από το θέατρο.
«Ήθελα να μείνει ο κόσμος με τη γλυκιά ανάμνηση που άφησα» είχε πει η Ρένα Ντορ.
«Η Ρένα Ντορ δε γέρασε ποτέ...» έχει γράψει η Σπεράντζα Βρανά. « Ήταν πάντα τόσο ζωντανή, τόσο γεμάτη αισιοδοξία, τόσο χαριτωμένη με το πλούσιο και αυθόρμητο γέλιο της, με τους παιδικούς της φόβους.
»Οχ, μαμά, έλεγε ακόμα και μεγάλη, όταν έβλεπε μια κατσαρίδα, ας πούμε.
«Χαιρόταν τη ζωή, τη θάλασσα, τη γυμναστική... Τα πάντα, τα πάντα...»
Δεν πρόλαβε -για λίγο- να δει το ξημέρωμα του νέου αιώνα.
Ο κόσμος σκοτείνιασε γι’ αυτήν, το 1999.

Το Κολωνάκι είχε και παλιά την αίγλη του…..

$
0
0



Ευκατάστατοι οι κάτοικοί του….με τους οδηγούς….τις μαγείρισες…. τις υπηρεσίες…..
Αυλές με κήπους και απ΄έξω αραγμένες οι κουρσάρες με τους οδηγούς με το φτερό στο χέρι να ξορκίζουν την σκόνη.
Έβγαινε η Κυρία για να πάει την βόλτα της στα Φάληρα να αναπνεύσει ιώδιο….άνοιγε την πόρτα ο οδηγός.
Είχαμε μια γνωστή χήρα ιατρού (όπως έλεγε) και πηγαίναμε οικογενειακώς μια φορά τον χρόνο για επίσκεψη.
Πρώτα τηλέφωνο από τον εβγατζή για το φιξάρισμα της ώρας και γραμμή για Κολωνάκι μεριά.
Η χειρότερή μου….
«Πρόσεχε κακομοίρη μου με τα παπούτσια μη γδάρεις τις σκάλες….»
Νουθεσία-παράγγελμα της μάνας….
Και πώς να προσέξεις τις ξύλινες γυαλισμένες εσωτερικές σκάλες του δίπατου αρχοντικού …όταν φόραγες παπούτσια με πέταλα για να φτουράνε οι σόλες.
Και φτάναμε και στρίβαμε το κουδούνι και από πάνω με το σχοινάκι μας άνοιγαν.
Και καθόμαστε στο καθιστικό αγναντεύοντας με γουρλωμένα μάτια το σαλόνι στο βάθος με τα κόκκινα χαλιά και τους δερμάτινους καναπέδες. Χτύπαγε το χειροκίνητο κουδουνάκι η κυρία και μας έφερνε η κοπέλα
ένα δίσκο με γλυκά και καναπεδάκια.
Το άγριο βλέμμα της μάνας περιόριζε την όρεξή μου στα χαμηλά της επίπεδα. Με το ρολόϊ στην μισή ώρα ακριβώς έμπαινε η υπηρεσία να υπενθυμίσει το επόμενο ραντεβού στην κυρία …και σε εμάς ότι έπρεπε να ξεκουμπιστούμε. Μια φευγαλέα ματιά στον δίσκο και ένα «αντίο σας και ευχαριστούμε» και φεύγαμε.
Του χρόνου πάλι….
«Και γιατί ρε μάνα πηγαίνουμε κάθε χρόνο σε αυτήν;»
Δεν έπαιρνα απάντηση….
Μεγαλώνοντας έμαθα ότι μικρό κορίτσι η μάνα την πήγανε τα αδέρφια της στο πατρικό της κυρίας όπου εργάστηκε ως οικιακή βοηθός εσωτερική. Έκτοτε τιμής ένεκεν η κυρία από το Κολωνάκι την καλούσε άπαξ του έτους στο σπίτι της!
Η μάνα πήγαινε ελπίζοντας ότι κάποτε θα μπορούσε να με βοηθήσει με τις γνωριμίες της.
Δεν χρειάστηκε….
Είπαμε άλλα χρόνια………..

Ο ΛΑΜΙΩΤΗΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

$
0
0



Ο Χρήστος Ευθυμίου ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου 1900 στη Λαμία. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου καφεζυθοπωλείου της περιοχής, που τα βράδια γινόταν θέατρο φιλοξενώντας διάφορους θιάσους. Μετά το γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα και φοίτησε στη Νομική Σχολή. Στις τελικές εξετάσεις απέτυχε, έχοντας χάσει τη επαφή του με το Πανεπιστήμιο λόγω της επιστράτευσης του. Αμέσως μετά γράφτηκε στη Σχολή Θεάτρου του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Στα έξοδα του βοήθησε η πρόσληψή του ως υπάλληλος στο υπουργείο Δικαιοσύνης, ενώ παράλληλα έκανε και τον... υποβολέα.
Ο Χρήστος Ευθυμίου αρχικά δυσανασχετούσε με τους κωμικούς ρόλους που του έδιναν στη Σχολή, θέλοντας να παίξει τραγωδία. Μια μέρα, μετά από διαμαρτυρία του σχετικά με αυτό, ένας από τους διευθυντές της Σχολής, ο Θ. Συνοδινός, τον αρπάζει και τον πάει μπροστά σε έναν καθρέφτη.
"Κοίτα"του λέει... "Τι να δώ?"απαντάει ο Ευθυμίου.
"Ώστε πιστεύεις ότι κάνεις εσύ για Οιδίπους ή για Σαίξπηρ? Κοίτα τη φάτσα σου και πες μου..."
Το 1929, μετά από τετραετή φοίτηση, πήρε το δίπλωμα με βαθμό άριστα.
Αμέσως προσλαμβάνεται στον θίασο της Κυβέλης στο θέατρο "Διονύσια" (πλ. Συντάγματος).
Ο πρώτος του ρόλος ως επαγγελματία ηθοποιού, ήταν ο ρόλος ενός υπηρέτη στο έργο "Δεσποινίδα δικηγόρος"δίπλα στον Θ. Αρώνη και την Ρίτα Μυράτ. Η συνεργασία αυτή κράτησε για ένα καλοκαίρι.
Κατόπιν προσλαμβάνεται στον θίασο Αργυρόπουλου και περιοδεύει για ενάμιση χρόνο σε Αίγυπτο, Τουρκία και Κύπρο ως συμπρωταγωνιστής.
Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου, το 1931, ο Ευθυμίου καλείται να ενταχθεί στο δυναμικό του. Εκεί παρέμεινε ως το 1955.
Επίσης, συμμετείχε σε κινηματογραφικές ταινίες κυρίως τη δεκαετία του '50. Η πρώτη του επαφή με το πανί είχε γίνει ήδη τη δεκαετία του '30, με τη ταινία "Δεσποινίς Δικηγόρος" (1933) σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη. Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι του στις ταινίες "Γυναικάς" (1957) και "Ένας Βλάκας και Μισός" (1959).
Τέλος, σημαντική ήταν η παρουσία του σε καθημερινές ραδιοφωνικές εκπομπές.

Ο Χρήστος Ευθυμίου πέθανε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 1971.


ΠΗΓΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ

Μπόνι και Κλάιντ: Άγνωστες φωτογραφίες από τις τελευταίες στιγμές του θρυλικού ζεύγους

$
0
0
Η έκθεση διήρκεσε μέχρι τις 11 Νοεμβρίου 2017
Μπόνι και Κλάιντ:  Άγνωστες φωτογραφίες από τις τελευταίες στιγμές του θρυλικού ζεύγους

Το τελευταίο φιλί, το «γαζωμένο» από τις σφαίρες αυτοκίνητο, εκείνοι νεκροί στο 

έδαφος και ένα διάτρητο σακάκι συγκαταλέγονται στις φωτογραφίες που 

φιλοξενήθηκαν στην Photographs Do Not Bend Gallery

 Οι τελευταίες στιγμές του θρυλικού ζεύγους κακοποιών, Μπόνι και Κλάιντ, λίγο
 το τραγικό τους τέλος αποκαλύφθηκαν σε φωτογραφίες που δεν έχουν δει ποτέ 
το φως της δημοσιότητας.


Η 24χρονη Μπόνι Ελίζαμπεθ Πάρκερ και ο 23χρονος Κλάιντ Μπάροου ξεκίνησαν 
την εγκληματική τους δράση το 1932, κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης 
ληστεύοντας τράπεζες και καταστήματα, μη διστάζοντας να σκοτώσουν όποιον στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο τους.
Πάντα κατάφερναν να ξεφεύγουν από την αστυνομία, ωστόσο η τύχη τους τούς 
εγκατέλειψε το 1934, όταν περικυκλώθηκαν και πυροβολήθηκαν από αστυνομικούς
 με 107 σφαίρες σε λιγότερο από δύο λεπτά.


Περισσότερα από 80 χρόνια μετά ήρθαν στο φως άγνωστες έως σήμερα 
ασπρόμαυρες φωτογραφίες που δείχνουν το ζευγάρι να φιλιέται, ενώ σε άλλες
 απεικονίζονται νεκροί με τους αστυνομικούς να ποζάρουν πίσω τους, με τα 
σώματά τους διάτρητα από τις σφαίρες, καθώς και με το γαζωμένο αυτοκίνητό τους

Οι φωτογραφίες τους εκτίθενται στη γκαλερί Photographs Do Not Bend (PDNB) 
το Ντάλας του Τέξας, μαζί με ένα αντίγραφο του ποινικού μητρώου του Κλάιντ 
με τα δακτυλικά του αποτυπώματα και με μία προειδοποίηση που γράφει
 «αυτός ο άνδρας είναι επικίνδυνος και θα πρέπει να υπάρχει μεγάλη προσοχή 
όταν συλληφθεί».



Ο διευθυντής της γκαλερί Μπαρτ Φίνγκερ, δήλωσε: «υπάρχουν ορισμένοι ποινικοί 
που γίνονται θρύλοι, όπως ο Billy the Kid, ο Αλ Καπόνε και άλλοι. Οι Μπόνι και 
Κλάιντ ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Ήταν όμορφοι και λήστευαν τον καιρό που
 οι τράπεζες είχαν προκαλέσει την οργή όλων (σσ. του Μεγάλου Κραχ)».

«Διέφευγαν της σύλληψης για πολλά χρόνια και είχαν μία τακτική σαν στρατιωτική 
επιχείρηση», πρόσθεσε.

Όπως δήλωσε ο Φίνγκερ ο προηγούμενος ιδιοκτήτης είχε αποκτήσεις τις 
φωτογραφίες από το θείο της Μπόνι, ο οποίος εργαζόταν σε τοπική εφημερίδα
 της Λουιζιάνα, όπου «γαζώθηκαν» μετά από ενέδρα αστυνομικών, κοντά στην 
πόλη Γκίμπσλαντ. Σήμερα η πόλη φιλοξενεί το ετήσιο φεστιβάλ Μπόνι και Κλάιντ 
και έχει μετατρέψει σε μουσείο το πρώην καφέ, όπου το θρυλικό ζευγάρι έφαγε 
το τελευταίο του γεύμα.



Οι φωτογραφίες εκτίθεντο στη γκαλερί από τις 9 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 
11 Νοεμβρίου 2017 και αγοράστηκαν από έναν ιδιώτη συλλέκτη.

Λίγο καιρό αφότου το ζευγάρι γνωρίστηκε το 1930 ο Κλάιντ φυλακίστηκε για την
 κλοπή ενός αυτοκινήτου και η Μπόνι τον βοήθησε να δραπετεύσει, αφού κατόρθωσε
 να του προμηθεύσει όπλο.

Συνελήφθη και αφέθηκε ελεύθερος δύο χρόνια μετά, λίγο πριν αρχίσει την κατά 
συρροήν εγκληματική του δράση με τη συμμορία στην οποία συμμετείχε και
 ο μεγαλύτερος αδελφός του, Μπακ Μπάροου και η σύζυγός του Μπλανς.
Η συμμορία φέρεται να σκότωσε εννέα αστυνομικούς.



Η κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον των Μπόνι και Κλάιντ έπειτα από τη δολοφονία
 δύο νεαρών αστυνομικών από τη συμμορία στο Σάουθλεϊκ του Τέξας 
ανήμερα του Πάσχα του 1934, λίγες εβδομάδες πριν την ενέδρα.

Το love story των Μπόνι και Κλάιντ έγινε ταινία το 1967, ενώ οι φωτογραφίες 
τους κρατούν τον θρύλο τους ζωντανό.


Οι Αθηναίοι κουρεύονταν σπάνια και θεωρούσαν το μπάνιο αμαρτία.

$
0
0




Ένας αντίπαλος του Τρικούπη έλεγε: «Τι περιμένετε, από έναν πρωθυπουργό που μπανιαρίζεται κάθε μέρα;» Τον 19ο αιώνα οι Αθηναίοι κουρεύονταν σπάνια και ξυρίζονταν τέσσερις φορές τον μήνα, κάθε Σάββατο στα «μπαρμπέρικα» της πόλης.  Όταν έμπαιναν στο κουρείο έπρεπε να απαντήσουν στην ερώτηση: Κούρεμα, ξύρισμα ή δόντι; Γιατί τότε ο κουρέας ήταν και «οδοντίατρος», ειδικευμένος αποκλειστικά στις εξαγωγές! Έτσι, κοντά στις πετσέτες που ήταν κρεμασμένες στα παλούκια στην πόρτα, υπήρχαν πάντοτε κούτες γεμάτες από τα δόντια των πελατών. Ζήτω η μπόχα! Οι  Αθηναίοι δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά με την καθαριότητα του σώματος. Οι άνθρωποι του λαού θεωρούσαν το μπάνιο αμαρτία, γιατί με αυτό κινδύνευε το μύρο από τη βάφτισή τους. Πίστευαν ότι το μπάνιο μπορούσε να το συστήσει ο γιατρός ως θεραπευτικό μέσο μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις. Όταν μερικοί πλούσιοι άρχιζαν να βάζουν μπανιέρες στα σπίτια τους, οι Αθηναίοι έκαναν τον σταυρό τους και έλεγαν: «Αχρείαστες να είναι». Ένας πολιτικός αντίπαλος του Χαρίλαου Τρικούπη τον κατηγορούσε λέγοντας στους ψηφοφόρους του: «Τι περιμένετε, κύριοι από έναν πρωθυπουργό που μπανιαρίζεται κάθε μέρα; Τι μπορεί να περιμένει ο τόπος από έναν τέτοιο άνθρωπο;». Υπερτιμολογήσεις Στα 1890 ένας άγγλος περιηγητής μετά την επίσκεψη του στην Ακρόπολη, κάθισε σε ένα καφενείο στην πλατεία Συντάγματος και παρήγγειλε ένα καφέ, που η τιμή του ήταν τότε μερικές πεντάρες. Για να πληρώσει έδωσε στον σερβιτόρο ένα ναπολεόνι, η ισοριμία του οποίου σε ελληνικά νομίσματα ήταν 24 χάρτινες δραχμές. Όταν εκείνος του έφερε τα ρέστα σε έναν δίσκο, διαπίστωσε ότι του είχε επιστρέψει μόνο 19 δραχμές και μερικά κέρματα. Έκπληκτος και ενοχλημένος, ο περιηγητής κοίταξε ερωτηματικά τον σερβιτόρο. Εκείνος αντιλήφθηκε τη σημασία του βλέμματος και πρόσθεσε ακόμα μια δραχμή στις 19. Ακολούθησαν τρία ακόμα κλιμακούμενης αυστηρότητας βλέμματα του περιηγητή, σε καθένα από τα οποία ο σερβιτόρος πρόσθετε μια δραχμή, έτσι ώστε ο καφές πληρώθηκε στην πραγματική του αξία και όχι… υπερτιμολογημένος.
 Πηγή: Όσα δεν γνωρίζατε για τα χρόνια του Καποδίστρια, του Όθωνα και του Γεωργίου του Α΄, Άγγελος Χόρτης, Έκτορας Χόρτης, Ιωάννης Γρυντάκης, Γεώργιος Δάλκος, Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ... 

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr

ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ - ο αρχαιότερος δρόμος της Ευρώπης

$
0
0


Φανταστική απεικόνιση του Δίπυλου των Αθηνών-2000
Εντεύθεν εις το Αθηναίων έπεισιν άστυ οδός ηδεία, γεωργουμένη πάσα εχουσά (τι) τη όψει φιλάνθρωπον….»  
Δικαίαρχος   

Γράφει ο Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος

(Φανταστική αφήγηση βασισμένη σε ιστορικά στοιχεία)

Στέκομαι δίπλα στο ναό της Αγίας Τριάδος, στο δυτικό τείχος του Κεραμικού επί της οδού Πειραιώς. Εκατοντάδες αυτοκίνητα περνούν ασταμάτητα προς τις δυο κατευθύνσεις της λεωφόρου μέσα από σύννεφα καυσαερίων, μουγκρητά μηχανών και οξείς ήχους κλάξον. Λεωφορεία, τρόλεϊ, ταξί και Ι.Χ κάθε είδους συνωστίζονται και μποτιλιάρουν με έναν τρόπο γνώριμο για τους ρυθμούς μιας σύγχρονης πόλης. Πίσω από τον ψηλό μανδρότοιχο απλώνεται σιωπηλός ο Κεραμικός, η νεκρόπολις της αρχαίας Αθήνας.


Βρίσκομαι στο δυτικό όριο της αρχαίας πόλης, στο περίφημο Δίπυλο, όπου η έξοδος  από τα τείχη οδηγούσε στην αφετηρία δύο κύριων λεωφόρων προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ένας τρίτος δρόμος ένωνε την Αθήνα με το λιμάνι του Πειραιά. Η πρώτη λεωφόρος με κατεύθυνση την Ακαδημία προς το βορρά, διέσχιζε κάποτε το αττικό τοπίο προς τις Αχαρνές και τη Δεκέλεια. Η δεύτερη με κατεύθυνση προς τη δύση διέσχιζε το μεγάλο αττικό ελαιώνα, περνούσε από το Κηφισό ποταμό και από τη δίοδο του Δαφνίου, ανάμεσα στο Όρος Αιγάλεω και το Ποικίλο, κατέληγε στο Θριάσιο πεδίο στην πόλη της Ελευσίνας.


Ο ίδιος αυτός δρόμος, χαραγμένος ανεξίτηλα πάνω στο εύφορο χώμα του δυτικού πεδίου, για περισσότερα από 2.500 χρόνια, ξεδιπλώνει και σήμερα μπροστά μου τα λίγα χιλιόμετρα του μήκους του μέχρι την μονή Δαφνίου. Με τα μάτια της φαντασίας που αντλούν εικόνες από μια σειρά  ιστορικών στοιχείων, «βλέπω» για πρώτη φορά, τον τόσο γνώριμο  δρόμο να μεταμορφώνεται σε ένα σκηνικό μαγευτικό, που μόνο μια μηχανή του χρόνου θα μπορούσε να στήσει. Είναι η ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ, ο αρχαιότερος δρόμος της Ευρώπης.


«Μέσα κι έξω από το Δίπυλο που τα ισχυρά του τείχη είναι στολισμένα λαμπρά με πολύχρωμες κορδέλες, χιλιάδες άνθρωποι έχουν συγκεντρωθεί δεξιά κι αριστερά της Ιεράς Οδού. Μέσα από τον αχό που δημιουργεί το πλήθος ξεχωρίζουν κάποιες φωνές που απευθύνουν ευχές στη Δήμητρα και ικεσίες στις ελευσίνιες θεότητες. Φορούν ελαφρούς λινούς χιτώνες και στεφάνια μυρτιάς. Πολλοί κρατούν μικρά κάνιστρα με προσφορές από τον πρόσφατο θερισμό και την συγκομιδή των δημητριακών καρπών, σιτάρι, κριθάρι κι ακόμα ροδοπέταλα και φρούτα του καλοκαιριού. Άλλοι αποθέτουν στεφάνια στο ηρώο-τάφο του Ανθεμοκρίτου που βρίσκεται μπροστά από το Δίπυλο που ονομάζεται και αλλιώς «Κεραμεικές ή Θριάσιες πύλες» ενώ στην εσωτερική πλευρά των πυλών ανάβουν αναθήματα στους βωμούς πρός τιμήν του Ερκείου Διός, του Ερμή και του Ακάμαντος που είναι προστάτης  της Ακαμαντίδας φυλής στην οποία ανήκει ο Δήμος του Κεραμικού.

Είναι ένα ζεστό πρωινό της 19ης του μηνός Βοηδρομιών ( Σεπτέμβριος) και όλη η Αθήνα είναι στο πόδι για τη μεγάλη γιορτή των Ελευσινίων που γίνεται κάθε τρία ή πέντε χρόνια προς τιμή της Δήμητρας και της Κόρης και των άλλων θεοτήτων της ελευσίνιου λατρείας, τον Ζεύ, τον Διόνυσο, τον Ποσειδώνα, τον Τριπτόλεμο, την Περσεφόνη, τον Εύμολπο, την Αμφιτρίτη, τον Ελευσίς. Όλα τα μάτια είναι στραμμένα στο βάθος του δρόμου, απ΄ όπου περιμένουν να φανεί η ιερή πομπή γνωστή με το όνομα «Ίακχος»,  προερχόμενη από το Ελευσίνιο ιερό που βρίσκεται κάτω από το βράχο της Ακρόπολης.

Αθηναίοι οπλίτες με κοντούς χιτώνες και ελαφρύ οπλισμό επιβάλλουν την τάξη, φροντίζοντας να παραμένει ελεύθερος ο δρόμος για να περάσει ανεμπόδιστα η ιερή πομπή. Ήδη αυτή την ώρα, ο άρχων- βασιλεύς της Αθήνας έχει τελέσει μέσα στο Ελευσίνιο ιερό τις προσφορές θυσιών και ευχών υπέρ της πόλεως,  μπροστά στο άροτρο και στα ιερά αντικείμενα, που λίγες μέρες πριν μεταφέρθηκαν με άλλη πομπή και τιμές, από την Ελευσίνα στην Αθήνα, δια μέσου της Ιεράς Οδού. Τα ίδια αυτά ιερά αντικείμενα πρόκειται σήμερα να μεταφερθούν εκ  νέου, από την Αθήνα στην Ελευσίνα με ιερή πομπή, συνοδευόμενα από εφήβους.

Η διάβαση της γέφυρας του Κηφισού προς Ελευσίνα-2000























Σε λίγο και ενώ το πλήθος αδημονεί, ήχοι μελωδικοί αυλών και σαλπίγγων καικάποια κινητικότητα στο βάθος του εσωτερικού δρόμου προαναγγέλλουν την έλευση της πομπής. Η εμφάνιση της ιερής συνοδείας που πλησιάζει με βήματα αργά, τελετουργικά, μεταδίδει ρίγη συγκίνησης στο πολύχρωμο ανθρωπολοϊ, που μοιάζει να κρατάει τις ανάσες του.

Αθηναίοι πολίτες και μέτοικοι, Πειραιώτες, Ραμνήσιοι, Παιανείς, κάτοικοι όλων των γύρω Δήμων, Αχαρνείς και Θηβαίοι ακόμη και δούλοι, που έχουν την άδεια να συμμετέχουν στην μεγάλη γιορτή της Θεάς, στέκουν με ιερή κατάνυξη ψάλλοντας ύμνους στη Δήμητρα. Στην κεφαλή της πομπής που έχει κιόλας προσεγγίσει το Δίπυλο, προπορεύεται σεβάσμιος και με ύφος τελετουργικό ο πρωθιερέας και ακολουθούν οι ιεροφάντες μαζί με τις ιέρειες παναγείς της θεάς, που κρατούν τις ιερές κύστεις και οι ιεροποιοί, που εκλέγονται κάθε έτος, μαζί με τους τέσσερις επιστάτες που επιμελούνται τα της εορτής.

Έχουν λευκές καλύπτρες στα κεφάλια τους που είναι στεφανωμένα με μυρτιά και κρατούν τα πλεγμένα με κλαδιά ιερατικά τους ραβδιά, τους βάκχους, μαζί με θυσάνους σταχυών και άλλων δημητριακών φυτών. Πίσω τους ακολουθεί η άμαξα, που την σέρνουν δύο ολόλευκα άλογα με τα ιερά αντικείμενα τοποθετημένα πάνω της, το στεφανωμένο με μυρτιά ξόανο του μυστικού θεού Ιάκχου, που κρατούσε δάδα σύμφωνα με τον Παυσανία. Δεξιά κι αριστερά της άμαξας αυλητές και χορωδοί συνοδεύουν με νότες γλυκές τους ιερούς ύμνους των ιεροφαντών. Πιο πίσω, δύο φάλαγγες οπλιτών σε σχηματισμό κατ΄ άνδρα, με πλήρη πολεμική εξάρτηση.

Φορούν λευκούς χιτώνες με διακοσμητικούς μαιάνδρους και περικεφαλαίες με κόκκινα λοφία. Οι δύο φάλαγγες πλαισιώνουν τη συνοδεία του άρχοντα-βασιλέα που ακολουθεί την πομπή μαζί με τους πρυτάνεις, τους στρατηγούς, τους βουλευτές, τους αρεοπαγίτες και πλήθος άλλων αρχόντων και επισήμων, Αθηναίων και μη. Έπειτα από μια λιγόλεπτη στάση στην εξωτερική πλευρά του Διπύλου, καθώς τα ιερά εγκαταλείπουν την πόλη της Αθήνας, οι ιερείς απευθύνουν στη Θεά τις ύστατες ευχές και ικεσίες υπέρ της ασφάλειας και ευημερίας της πόλης. Την αποκαλούν «Εύκαρπο, Ελευσινία, Μεγάλαρτο, Ταυροπόλο, Καβιρία και Δηώ Γεφυραία».

Φανταστική απεικόνιση της Ιεράς Οδού κατά τον 5ο-4ο π.Χ αιώνα-2000






















 Η πομπή τώρα ακολουθεί το στρωμένο με χαλίκια οδόστρωμα της Ιεράς Οδού με κατεύθυνση την Ελευσίνα. Ομάδες εφήβων με στεφάνια μυρτιάς και χιτώνες λευκούς, με δόρατα και ασπίδες,  συνοδεύουν από εδώ και πέρα την άμαξα της Θεάς. 

Το πλήθος που τόση ώρα έρανε με ροδοπέταλα τα ιερά αντικείμενα, ενώνεται πίσω από την πομπή και την ακολουθεί σαν ποτάμι. Εκατέρωθεν της Ιεράς Οδού, υπάρχουν στο σημείο αυτό νεκρικά μνημεία και τάφοι, ορισμένοι από τους οποίους είναι πολυτελέστατοι, αληθινά μικρά μαυσωλεία με επιτύμβιες στήλες και αγάλματα.

 Η πομπή φτάνει στα όρια του Δήμου του Κεραμικού και ήδη διασχίζει το Δήμο των Λακιαδών που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά της Ιεράς Οδού, στο σημερινό Βοτανικό. Εκεί μέσα στον απέραντο ελαιώνα, που κάποιοι εκτιμούν ότι αποτελείτο από 70.000 ελαιόδεντρα, βρίσκονται τα κτήματα του Κίμωνα που ποτίζονταν από τα νερά του Ηριδανού ποταμού. Στην περιοχή αυτή δίπλα στην Ιερά Οδό, στη σημερινή Γεωπονική σχολή, υπήρχε ένα  μικρό τέμενος της Δήμητρας και της Κόρης, ενώ σήμερα υπάρχει ακόμη η μεγάλη πέτρινη σκαλιστή βρύση του τούρκου καταπατητή Χατζή Αλή Χασεκή που είχε εκεί, το 1780 περίπου, τους κήπους του.

Η πομπή προχωράει αργά επι της Ιεράς Οδού, καθώς ο ζεστός ήλιος του Σεπτεμβρίου ανεβαίνει σταθερά στον ουρανό πάνω από τον Υμηττό. Η πολυάνθρωπη πομπή προσπερνάει την Ιερή Ελιά που υπάρχει και σήμερα ακόμη, αειθαλής και υπεραιωνόβια όπου, σύμφωνα με την παράδοση, κάτω από την σκιά της δίδασκε ο Πλάτωνας.

Σύντομα η συνοδεία φτάνει στο ιερό του Μειλίχιου Διός που βρισκόταν στο ίδιο σημείο, όπου σήμερα υπάρχει το εκκλησάκι του Αγίου Σάββα. Δεξιά της Ιεράς Οδού και σε όλη την έκταση μέχρι και πέρα από τις όχθες του Κηφισού ποταμού, εκτείνεται ο αρχαίος Δήμος του Χολαργού το σημερινό Περιστέρι, όπου είχε τα κτήματά του ο Περικλής, χολαργεύς στην καταγωγή. Λίγο πριν το μεσημέρι η πομπή φτάνει στην γέφυρα της Ιεράς Οδού που περνάει πάνω από τον Κηφισό.

Εδώ νέο πλήθος συγκεντρωμένων κατοίκων από τους γειτονικούς δήμους περιμένει την πομπή και επιδίδεται στο έθιμο των «γεφυρισμών», που περιλαμβάνει  αμοιβαία πειράγματα των μετεχόντων στην πομπή και των «γεφυριστών», που περίμεναν από πριν εκεί, για να δουν γνωστά τους πρόσωπα. Έπειτα από την γέφυρα του ποταμού που ήταν πλούσιος σε καθαρά νερά και είχε υπέροχη βλάστηση στις όχθες του, η πομπή περνάει μπροστά από το μνημείο του ήρωα Κυαμίτη, στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, κι αρχίζει να ανεβαίνει αργά στη μικρή ανηφόρα που δημιουργεί στην Ιερά Οδό το χαμήλωμα των παρυφών του Όρους Αιγάλεω, στο σημερινό Δήμο του Αιγάλεω.

 Ο απέραντος ελαιώνας με τα εύφορα κτήματα και τα περιβόλια του, με πλήθος ήμερα δέντρα, συκιές, εσπεριδοειδή και αμυγδαλιές, αναδίδει ένα υπέροχο άρωμα, που σε συνδυασμό με τα άπειρα κελαηδίσματα των πουλιών και τις συγχορδίες των τζιτζικιών, δημιουργούν ένα συναίσθημα ευφορίας και πληρότητας. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς, ότι αυτός ο υπέροχα όμορφος τόπος έχει μεταμορφωθεί, μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες, σε μια τεράστια και γκρίζα τσιμεντούπολη, όπου μόνο λίγα απομεινάρια του παλιού ελαιώνα, κάποια σκόρπια χαλάσματα και ο ήλιος που παραμένει πάντα φωτεινός, έχουν απομείνει για να θυμίζουν αλλοτινές εποχές ακμής και φυσικού μεγαλείου.

Η Ιερή πομπή ανηφορίζει ολοένα στις ομαλές πλαγιές του Όρους Αιγάλεω, μέσα στα όρια του αρχαίου Δήμου Ερμού που σήμερα περιλαμβάνει το Δήμο Χαϊδαρίου και μέρος του Δήμου της Αγίας Βαρβάρας. Η Ιερά Οδός ξετυλίγει το μήκος των 19 χιλιομέτρων της διαδρομής της μέχρι την Ελευσίνα, κάτω από τη σκιά  του διπλανού όρους ανάμεσα σε πανύψηλα πεύκα. Από το σημείο αυτό κοιτάζοντας προς την Αθήνα το θέαμα είναι μαγευτικό. Χιλιάδες ελαιόδεντρα, δάσος ολόκληρο «τρέχει» προς τα κάτω στην κοιλάδα του Κηφισού, όπου τα νερά του ποταμού μοιάζουν να λάμπουν σαν χρυσάφι.

Ο ελαιώνας περιζώνει σαν γαλαζο-πράσινη αγκαλιά την Αθήνα, που φωσφορίζει λάμψεις από τα λευκά μάρμαρα της Ακρόπολης και των άλλων ναών, από  τα κόκκινα κεραμίδια στις στέγες των διάσπαρτων οικισμών. Η Ιερά Οδός σαν λευκή γραμμή  χωρίζει το πράσινο στα δύο. Δεξιά ο κατάφυτος λόφος του Προφήτη Ηλία με τον αρχαίο ναό στην κορυφή του. Η πομπή φτάνει στο ονομαστό ιερό του Πυθίου Απόλλωνα στο Δαφνί, όπου σταματά για λίγο για να αναπέμψουν οι ιερείς ύμνους προς το θεό και έπειτα κατηφορίζει πια προς τη θάλασσα του Σκαραμαγκά, αφού πρώτα κάνει μια ακόμη στάση στο ιερό της Αφροδίτης, στον αρχαιολογικό χώρο της Αφαίας. Μετά τους αρχαίους Ρειτούς και τις λίμνες που σχηματίζουν με τα νερά τους και οι οποίες είναι αφιερωμένες στη Δήμητρα και την Κόρη, η πομπή με τους χιλιάδες πιστούς που την αποτελούν, διανύει τα τελευταία χιλιόμετρα της Ιεράς Οδού μέχρι το περίφημο ιερό της θεάς στην πόλη της Ελευσίνας…»

Υπάρχουν δρόμοι μικροί, στενά σοκάκια με ονόματα λαμπρά, δυσανάλογα μεγάλα προς την ασημαντότητά τους. Όμως η ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ, μέσα από την παρακμή και τη σκόνη που σήμερα την πνίγουν, τα εργοστάσια της αυθαίρετης βιομηχανικής ζώνης που την σφίγγουν θανάσιμα και τις νταλίκες που βιάζουν με το βάρος τους το ιερό της χώμα, εξακολουθεί ακόμη να διηγείται το ένδοξο παρελθόν και το μεγαλείο της. Οδηγεί πάντα τα βήματα προς το παρελθόν, εκεί που μοιάζουν να σβήνουν τα ίχνη της ιστορίας. Ακόμη και αν, οι σεβάσμιοι ιεροφάντες που προπορεύονταν της ιερής πομπής δε φαίνονται πια, και ο θεός Κηφισός είναι τώρα νεκρός, θαμμένος κάτω από τόνους τσιμέντου.
                                                                         

(1η δημοσίευση του άρθρου το 2001, στο περιοδικό "ΕΝΝΕΑΔΑ")


ΠΙΝΑΚΕΣ: Γ. Γερολυμάτος,  σχέδια με σινική μελάνη-κάρβουνο-τέμπερες


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

''Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ ''τόμος 5ος
''Στο Περιστέρι πριν από 2.500 χρόνια''Νίκου Θεοδοσίου. Π.Κ Δήμου Περιστερίου.
''ΙΛΙΟΝ πορεία στους αιώνες''Μ. ΔΙΩΤΗ-ΣΠ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ. Π.Κ Δήμου Ιλίου.

Η Αθήνα δίχως Βασιλικό Κήπο και Ζάππειο δεν λέει τίποτα

$
0
0



Μεγάλη υπόθεση το Ζάππειο και ο Κήπος για τους προγόνους μας. Ας είναι καλά ο Εθνικός μας Ευεργέτης και η «Άνασσα»…

«Όσο μπορεί να γίνη Μάρτης δίχως τη Σαρακοστή, άλλο τόσο είνε δυνατόν να εννοηθή και Αθήνα χωρίς τον Βασιλικό κήπο. Είνε ίσως η μοναδική όασις μες στην Αθηναϊκή Σαχάρα, με τον εκνευριστικό θόρυβο των κλάξον και τον ερεθιστικό ήχο των μεγαφώνων.

Όασις… Και κάτι καλύτερο. Σωστή απόλαυσις για τους τεμπέληδες. Και φυσικά για τους συνταξιούχους. Ο ψίθυρος των φυλλωμάτων σε νανουρίζει. Σ’ αποκοιμίζει επάνω στο παγκάκι και σου φτιάχνει τα πειό γλυκά όνειρα… φθινοπωρινής μεσημβρίας. Το μυρωμένο αεράκι που αποπνέει όλη την ευωδία των οριγκάν των φρόϋ-λάϊν και το άρωμα της γυναικείας σάρκας, που πλανιέται στις ατελείωτες δενδροστοιχίες του κήπου, σ’ εμπνέουν, σε κάνουν ποιητή, τζόκεϋ, σου γεννούν την επιθυμία να καβαλλικεύσης τον Πήγασσο και να εκτελέσης την κούρσα των Μουσών.

Είνε λίγο νομίζετε αυτό; Η ποίησις αποτελεί την πλέον θρεπτικήν τροφήν για τους συγχρόνους Έλληνας. Και είνε γνωστόν ότι χάρις στην προνομιούχο αυτή ιδιότητα της ποιήσεως τα 95% των Ελλήνων είνε ποιηταί…

***

Τα παγκάκια του Ζαππείου και του Κήπου έχουν ξεχωριστή φιλοσοφία. Και πρώτα-πρώτα πόσα ερωτικά μυστικά δεν ξέρουν οι απλοί, οι ξύλινοι εκείνοι πάγκοι;  Πόσες φορές δεν ερρίγησαν από ποθοπλαντάγματα ερωτευμένων ζευγαριών και πόσες άλλες δεν εστέναξαν από το βάρος του σαρκίου κάποιου αλήτη; Φιλοσοφία ολάκαιρη. Εκεί λύονται όλες οι διαφορές. Ερωτικά δράματα εκτυλίσσονται. Έρωτες γεννιώνται και σβύνουν. Επιχειρήσεις καταστρώνονται. Μεγάλες ιδέες φουρνίζονται. Στίχοι σκαρώνονται. Αλήτες ευφραίνονται.

Το παγκάκι έχει κάτι το ξεχωριστό για τον αλήτη. Τόσο που πολλές φορές τον κάνει και φιλόσοφο. Γι’ αυτό κι’ ο ποιητής στις ώρες που η ερημιά της ζωής τού παγώνει το είνε, τραγουδάει τις έναστρες νύχτες

Αλήτη απόψε είναι η βραδυά
Τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθής
Σ’ ένα παγκάκι αλήτη…
Πλάτυνε η σκέψι τη ζωή
Τόσο πολύ, τόσο πολύ,
Που έκαμεν ο άνθρωπος τη γή
Κι’ όλο το σύμπαν σπίτι.

***

Ο Βασιλικός Κήπος και το Ζάππειον είνε… βαριεττέ, μ’ όλα τα σύγχρονα νούμερα. Αργόσχολοι, φρόϋ-λάϊν, μπεμπέδες φυσικοί και υπερφυσικοί, κουβερνάντες, παραστρατημένα θηλυκά, απόκληροι της ζωής, κινητά χρυσοχοεία, προτομές ποιητών, ερωτικά ζευγαράκια, τυρβάζουσα αριστοκρατία. Ό τι φαντασθήτε. Θηλυκά πού σου έρχεται η επιθυμία να τα πιής στο ποτήρι. Κι’ άλλα, φορητά κρεοπωλεία μ’ όλους τους μεζέδες. Αλλά χωρίς μέρος για… ψητό.

Και δυστυχία όση θες. Οι πόροι σου ροφούν και χορταίνουν από την απόπνοια των συντριμμιών της ζωής.

Και το άρωμα που σε μεθά. Τα νούμερα που σε διασκεδάζουν. Γλεντάς εδώ με την ψυχή σου. Και με το αζημίωτο εννοείται.

Να, η κυρία αυτή –η μεγαλοκυρία ντέ!- είνε μια έξοχη ατραξιόν. Χαίρεσαι να την βλέπης. Έτσι καθώς περιδιαβαίνει στον κήπο με το σκυλλάκι της. Ά, προπό. Ο σκύλλος της κυρίας είνε πολύ χαριτωμένος. Σας βεβαιώ. Ο κερατόπιστος έχει ένα χνουδωτό μαλλί, ολόλευκο σαν το γάλα, που σου θυμίζει… Και τι δεν σου θυμίζει; Ωρισμένως ο Αζόρ είναι τρέ σαρμάν αλλά μπουρζουά στην νοοτροπία. Βλέπει τον αλήτη στο παγκάκι και του έρχεται να χιμήξη. Γαυγίζει, αρχίζει τα ξεφωνητά και η κυρία στενοχωρείται που συγχύσθηκεν ο καημένος ο Αζόρ…

Τα παγκάκια είναι το μόνιμον σχεδόν απογευματινόν καταφύγιον των δουλικών. Και των φοιτητών. Εκεί λύονται όλα τα προβλήματα. Μαθηματικά, Κοινωνικά, Ερωτικά. Ο Αϊνστάϊν υφίσταται των παθών του τον τάραχον. Και όλοι οι κλασσικοί φιλόσοφοι.

Κάθεσαι στο παγκάκι, ξαπλώνεσαι φαρδύς πλατύς και φιλοσοφείς επί των «Απάντων» του μακαρίτη του Σουρή. Ο πειρασμός ενσκήπτει ως ακρίς. Θρονιάζεται δίπλα σου το θήλεον και ο Σουρής πάει περίπατο. Τα σανίδια του παγκακίου μεταβάλλονται σε πύρινες γλώσσες. Το θήλεο σε τσουλουφρίζει.

Κάποτε αρχίζει η συζήτησις περί ανέμων και υδάτων.

-Πως βρίσκεται τον Φράϊλιχ;

-Πολύ ωραίο.

Είναι ό τι αρέσει στις γυναίκες. Έχει σεξ-αππήλ…

-Και για την Γκρέτα Γκάρμπο;

-Η «μοιραία γυναίκα»…

Και το … παραμύθι.

-Όπως και σείς. Γοητευτική και μοιραία.

Το ειδύλλιον πλέκεται. Και ξεπλέκεται. Η συνέχεια αύριον…

Κι’ άλλα νούμερα πολλά. Το τάϊσμα των χηνών, τα παιχνίδια των δεσποινίδων, οι βαρυσήμαντες συνομιλίες των συνταξιούχων, ο παιδικός κήπος με τις κούνιες κλπ, κλπ. Ωρισμένως Αθήνα δίχως Βασιλικό Κήπο και Ζάππειο δεν λέει τίποτα».

Πατρίς, 1936. Ι. Αναπλιώτης

Κυψέλη: Η βασίλισσα της Αθήνας

$
0
0

H περιοχή στο διάβα του χρόνου παρέμεινε «κυψέλη» αστών, διανοουμένων, διαφορετικών τάξεων και ιδεολογιών
Φωτό: Γιάννης Λιάκος
«Η Κυψέλη θα είναι πάντοτε το μυθικό χαμένο κέντρο του κόσμου». Τα λόγια ανήκουν στον συγγραφέα Χρήστο Βακαλόπουλο. Βέρος Κυψελιώτης, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη γειτονιά του Γκάτσου, του Ελύτη, του Χειμωνά, του Εγγονόπουλου και του Εμπειρίκου.
Στο διάβα του χρόνου η περιοχή παρέμεινε «κυψέλη» αστών, διανοουμένων, διαφορετικών τάξεων και ιδεολογιών. Κράτησε τους ανθρώπους της, όπως την εθνική μας ποιήτρια και σύμβολό της Κική Δημουλά. «Δικός» της ήταν και ο πολύπτυχος Μένης Κουμανταρέας που την εγκατέλειψε βίαια πρόσφατα.
 
Στην αγαπημένη του Φωκίωνος Νέγρη έκανε τις βόλτες του, από εκεί έπαιρνε έμπνευση και συνέχιζε να γράφει. Σε έναν πεζόδρομο τετρακοσίων περίπου μέτρων στον οποίο τα πλατάνια δεν έπαψαν ποτέ να δίνουν τη μάχη τους κόντρα στον εναγκαλισμό του τσιμέντου. Στη θέση του παραμένει και το περίφημο «Select», όπου χτυπούσαν τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 οι καρδιές των Bon Viveur, σε μία εποχή που οι πατεράδες επέτρεπαν στις κόρες τους έξοδο μόνο στο ζαχαροπλαστείο.
 
Εκεί έπινε τον καφέ του ο Τσιφόρος, ο Σακελλάριος και ο Αυλωνίτης. Εκεί σχεδιάστηκαν οι ταινίες «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη», «Ο γίγας της Κυψέλης» και «Το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη». Ο αστικός μύθος θέλει μάλιστα στο καφέ αυτό να ακούστηκε για πρώτη φορά το περίφημο «Κορίτσια, ο Μπάρκουλης».
 
Λίγο πιο κάτω, στην οδό Πατησίων, το λογοτεχνικό καφενείο «Ηραίον» ήταν το στέκι του Εγγονόπουλου και του Εμπειρίκου με τους θαμώνες να προσπαθούν να «κλέψουν» κάτι από αυτά που συζητούσαν με τις ώρες γύρω από τον σουρεαλισμό.
 
Με το πέρασμα του χρόνου άρχισε ο οικοδομικός οργασμός και η έλευση μεταναστών, που προσέδωσε ακόμα ένα χαρακτηριστικό, αυτό της πολυφυλετικότητας, στην Κυψέλη, η οποία γρήγορα έγινε η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Ελλάδας (80.000 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο).

 
Τα αυτοκίνητα και το καυσαέριο δεν κατάφεραν, ωστόσο, να διώξουν τους ανθρώπους της, οι οποίοι μπορούν να περηφανεύονται σήμερα ότι ο τόπος τους παίρνει μετά από πολλά χρόνια μαρασμού ξανά τα πάνω του. Η εγκληματικότητα έχει μειωθεί, οι πιτσιρικάδες παίζουν ξανά μπάλα στους πεζόδρομους, τα καφέ γεμίζουν από κόσμο.
 
Το πάλαι ποτέ «στολίδι» της Φωκίωνος Νέγρη, η Δημοτική Αγορά, είναι έτοιμο να περάσει από την εγκατάλειψη στη λάμψη. Και αυτό γιατί με κονδύλι ύψους 2.000.000 ευρώ από το ΕΣΠΑ έχουν ήδη ξεκινήσει οι εργασίες αναπαλαίωσής της, ενώ ήδη στο εσωτερικό της λειτουργεί ΚΕΠ που της δίνει ζωή σχεδόν για όλη τη διάρκεια της ημέρας. Από εδώ και πέρα θα ονομάζεται «Δημοτική Αγορά Κυψέλης Μένης Κουμανταρέας» με απόφαση του Δήμου Αθηνών προς τιμήν του μεγάλου «αθηναΐστή» συγγραφέα.
 
«Ο τόπος στον οποίο γεννηθήκαμε αναγεννιέται σιγά σιγά. Εμείς οι Κυψελιώτες όπου και να πάμε γυρίζουμε εδώ. Εγώ για παράδειγμα μένω πλέον στο Μαρούσι αλλά δεν περνάει μέρα που να μην έρθω στην Κυψέλη. Χαίρομαι που ακούω ξανά φωνές παιδιών στον πεζόδρομο και που σοβαροί επαγγελματίες ανοίγουν καινούργια μαγαζιά», λέει στην «Ellnews» ο έμπορος Νίκος Χαρκιολάκης.
 
Ένα από τα καταστήματα που ξεχωρίζουν σήμερα είναι η ψαροταβέρνα «Ο Βλάσης» επί της Φωκίωνος Νέγρη, όπου μπορείς είτε να αγοράσεις φρέσκα ψάρια για το σπίτι είτε να κάτσεις να τα απολαύσεις εκεί. «Κάθε πρωί πηγαίνω εγώ ο ίδιος στην ψαραγορά και παίρνω τα πιο φρέσκα ψάρια», εξηγεί ο Βλάσης, υπεύθυνος του μαγαζιού, ο οποίος εκτελεί και χρέη σερβιτόρου.

 
Πλατεία Αγίου Γεωργίου
 
Πριν τελειώσετε τη βόλτα σας στην Κυψέλη μην ξεχάσετε να περάσετε από την πλατεία του Αγίου Γεωργίου που πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο ναό στην οδό Ιθάκης. Η εκκλησία είναι αγιογραφημένη από φημισμένους ζωγράφους όπως ο Φώτης Κόντογλου.
 
Η πλατεία είναι γνωστή, επίσης, για τα καλαίσθητα μαγαζιά της. Αυτό που λίγοι γνωρίζουν είναι ότι εκεί έκαναν τα πρώτα τους βήματα τα παγωτά «Δωδώνη». Όλα ξεκίνησαν όταν μία οικογένεια από την Ήπειρο άνοιξε στην πλατεία γαλακτοπωλείο που έφτιαχνε χειροποίητο παγωτό με φρέσκο γάλα. Η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την Αθήνα και τα χρόνια που ακολούθησαν η «Δωδώνη» γιγαντώθηκε και έγινε όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.

Ο ρωμιός τραπεζίτης του Γαλατά που μηδένισε το δημόσιο χρέος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

$
0
0



Ο «Έλληνας Ρότσιλντ», Γεώργιος Ζαρίφης, της Μεγάλης του Γένους Σχολής και των τόσων ευεργεσιών!
Όταν τον Σεπτέμβριο του 1955 έλαβαν χώρα οι ανθελληνικές ταραχές στην Κωνσταντινούπολη, ο τάφος του Ζαρίφη ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που κατέστρεψε ο μανιασμένος όχλος.
Κι αυτό γιατί το όνομα του εμπόρου και τραπεζίτη δεν είχε κατά κανέναν τρόπο ξεχαστεί. Παρέμενε το γνωστότερο ίσως ελληνικό όνομα της Πόλης, καθώς ήταν ο άνθρωπος που είχε αλλάξει το πρόσωπό της με τις τεράστιες σε έκταση και σπουδαιότητα ευεργεσίες του.
Κωνσταντινουπολίτης στην ψυχή και την καρδιά, εκεί γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή, εκτός από τα 12 χρόνια που πέρασε στην Οδησσό και την Ελλάδα δηλαδή, και εκεί θα αποδείκνυε το επιχειρηματικό του δαιμόνιο.
Αξιόλογη προσωπικότητα και πατριώτης μεγάλος, ο Ζαρίφης μορφώθηκε, αναμείχθηκε με τη δημόσια οθωμανική διοίκηση και καταπιάστηκε με το εμπόριο τελικά, όπου θα προόδευε ταχύτατα. Σύντομα θα είχε στα χέρια του μια σωστή οικονομική αυτοκρατορία που εκτεινόταν από τη Μεσοποταµία ως την Οδησσό, το Βουκουρέστι, τη Μασσαλία και το Λονδίνο τελικά. Οικογενειακή αυτοκρατορία μεν, εκείνος όμως ήταν ο ιθύνων νους.
Κατά τον 19ο αιώνα εμφανίστηκε μια ισχυρή ομάδα ελληνορθόδοξων τραπεζιτών που δραστηριοποιήθηκαν -και- στα δημόσια οικονομικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και κανείς τους δεν θα ξεπερνούσε τον Ζαρίφη σε φήμη, δόξα και πλούτο. Αυτός ήταν ο μεγάλος ηγέτης του άτυπου λόμπι των «τραπεζιτών του Γαλατά» και πάλι αυτός θα διαμόρφωνε το πλαίσιο για την ανάδειξη και άλλων ξύπνιων ρωμιών σε θέσεις ευθύνης.
Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του Ζαρίφη πρακτικό τέλος δεν είχαν: ήταν έμπορος, ήταν μέτοχος σε ένα κάρο χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ήταν βασικός χρηματοδότης έργων πνοής αλλά και προσωπικός οικονομικός σύμβουλος του σουλτάνου. Ήταν και πάλι ο δαιμόνιος έλληνας επιχειρηματίας που θα ασχολούνταν με το θέμα του οθωμανικού χρέους, το οποίο και θα έλυνε αισίως για τους Οθωμανούς έπειτα από τέσσερα χρόνια (1875-1879) κοπιώδους προσπάθειας!
Ο Ζαρίφης ωστόσο ήταν προπάντων πατριώτης και ό,τι κι αν έκανε, είχε σταθερά την προκοπή της πατρίδας του ως γνώμονα. Βρισκόταν εξάλλου πίσω από κάθε ελληνική πολιτιστική, εκπαιδευτική και αθλητική προσπάθεια, υποστηρίζοντας ταυτοχρόνως ό,τι ελληνικό μπορούσε να βρει στην Πόλη. Και όταν δεν έβρισκε, το δημιουργούσε.
Δικό του έργο ήταν η Μεγάλη του Γένους Σχολή (ως βασικός χρηματοδότης), δικά του τα Ζαρίφεια Διδασκαλεία (σχολεία αρρένων και θηλέων) της Φιλιππούπολης, δικά του τα ελληνικά νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και πτωχοκομεία της Κωνσταντινούπολης, αλλά και οι τόσες δράσεις του ελληνισμού που υποστήριξε, από θεολογικές, εμπορικές και ιερατικές σχολές μέχρι και υποτροφίες σε φιντάνια του έθνους. Ο Γεώργιος Βιζυηνός, για παράδειγμα, κατάφερε να μάθει γράμματα μόνο λόγω της απροσμέτρητης γενναιοδωρίας του Ζαρίφη.
Στην Ελλάδα το όνομα του εθνικού μας ευεργέτη δεν θα σκαρφάλωνε τελικά στη θέση που του έπρεπε, μιας και η ευεργετική του δράση έλαβε χώρα εκτός ελλαδικού χώρου. Στη Μικρά Ασία και τη Θράκη τον ήξεραν ωστόσο και οι πέτρες, πέτρες που πολλές φορές υπήρχαν επειδή εκείνος το είχε θελήσει. «Ζαριφηλίκι» έλεγαν εξάλλου άλλοτε οι Μικρασιάτες την απλοχεριά και την αρχοντιά!
Ο άδολος αυτός πατριώτης πίστευε πως μόνο με την παιδεία και την πνευματική καλλιέργεια του έθνους θα ερχόταν η απελευθέρωση του αλύτρωτου ελληνισμού. Ως επιχειρηματίας πρωταγωνιστούσε βέβαια στην εσωτερική σκηνή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όντας ένας από τους «εγκεφάλους» της Οθωμανικής Τράπεζας. Άλλο οι δουλειές όμως και άλλο ο πατριωτισμός.
Κάποια στιγμή στη ζωή του τον είχε διορίσει μάλιστα ο Καποδίστριας γραμματέα της Διοίκησης Καρύταινας, το ελληνικό Δημόσιο ήταν ωστόσο ξεκάθαρο πως δεν ήταν γι’ αυτόν. Τουλάχιστον από τη θέση του κατώτερου υπαλλήλου…

Πρώτα χρόνια

ggeoozriidiss1
Ο Γεώργιος Ζαρίφης γεννιέται το 1807 στο Μέγα Ρεύμα του Βοσπόρου (προάστιο της Πόλης σήμερα) ως το μεγαλύτερο από τα εφτά παιδιά του Γιάγκου (Ιωάννη) Ζαρίφη. Για την καταγωγή των Ζαριφαίων υπάρχουν τουλάχιστον δύο εκδοχές: η µία τον παρουσιάζει να κατάγεται από φτωχούς προγόνους και η άλλη τον θέλει να προέρχεται από πλούσια οικογένεια.
Η αλήθεια βρίσκεται µάλλον στο μέσο. Ο παππούς Ζαρίφης καλλιεργούσε τα αμπέλια του και έβγαζε το κρασί του στο νησί του Μαρµαρά (Προκόννησος), μετακομίζοντας κάποια στιγμή μετά τα μέσα του 18ου αιώνα στο Μέγα Ρεύμα της Κωνσταντινούπολης.
Πλουτίζει τελικά ως οινοπαραγωγός και πριν πεθάνει συγκαταλέγεται στους γνωστότερους Φαναριώτες. Ο γιος του, Γιάγκος, συνέχισε την οινοποιητική παράδοση, πλούτισε ακόμα περισσότερο και είδε την κοινωνική θέση της οικογένειας να αλλάζει όταν παντρεύτηκε την κόρη του εμπόρου διαμαντιών Ιορδάνη Καπλάνογλου, προβεβλημένου μέλους του μικρασιατικού ελληνισμού.
Στο μέγαρο των Ζαρίφηδων στο Φανάρι μεγάλωσε ο Γεώργιος, αν και σύντομα η οικογένεια θα έπαιρνε τον δρόμο της ξενιτιάς. Ο πατέρας ήταν Φιλικός, γι’ αυτό και πήρε τη φαμίλια του και έφυγαν από την Πόλη το 1820, πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821 δηλαδή και υποστούν την τουρκική οργή. Οι Ζαρίφηδες εγκαθίστανται στην Οδησσό της Ρωσίας και φροντίζουν να κάνουν αμέσως γνωστό ποιοι είναι…

Ζαρίφης και Καποδίστριας

ggeoozriidiss2
Στα εννιά χρόνια που θα περάσει η οικογένεια στην Οδησσό, μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Αδριανούπολης το 1829 δηλαδή, μια συμφωνία που τους επέτρεψε να επιστρέψουν µε ασφάλεια στην Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας Ζαρίφης θα εγκαθιδρύσει θερμές σχέσεις με τους τοπικούς άρχοντες. Διατηρεί φιλικούς δεσμούς με αξιωματούχους του τσάρου αλλά και τον ίδιο τον υπουργό Εξωτερικών, κάποιον… Ιωάννη Καποδίστρια!
Ο μικρός Γεώργιος αποσπά μάλιστα υποτροφία από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Α’ της Ρωσίας για να φοιτήσει στα καλύτερα εκπαιδευτήρια της Οδησσού (όπως το Γαλλικό Λύκειο). Το 1829 η οικογένεια επιστρέφει για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, μετακομίζει όμως σύντομα στο Ναύπλιο, καθώς ο Καποδίστριας ήταν μέχρι τότε κυβερνήτης της Ελλάδας και ήθελε κοντά του έναν κύκλο έμπιστων ανθρώπων για να φτιάξει την κυβέρνησή του.
Ο κυβερνήτης διορίζει το 1830 τον πρωτότοκο γιο, Γεώργιο, γραμματέα της Καρύταινας του νομού Αρκαδίας. Ο 23χρονος διαμαρτύρεται από την αρχή τόσο για το εχθρικό κλίμα που αντικρίζει όσο και την αντιπάθεια που συγκεντρώνει από τους Έλληνες, οι οποίοι τον κατηγορούν ότι είναι ετερόχθονας. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το 1831, οι Ζαρίφηδες δεν έχουν λόγο να παραμείνουν στην Ελλάδα, κι έτσι το 1832 επιστρέφουν στην Πόλη.
Ο Γεώργιος μιλά μέχρι τότε τέσσερις γλώσσες: ελληνικά, τούρκικα, γαλλικά και ρώσικα…

Ο «τραπεζίτης του Γαλατά»

ggeoozriidiss3
Ο Ζαρίφης στρέφεται πια στο εμπόριο και το επιχειρείν και πίσω δεν κοιτά. Πιάνει δουλειά στο γνωστό στην Πόλη εμπορικό κατάστημα σιτηρών και αλεύρων του Ζαφειρόπουλου. Το 1838 ο Ζαρίφης θα παντρευτεί την κόρη του αφεντικού του και δύο χρόνια αργότερα το όνομά του θα φιγουράρει πρώτο-πρώτο στη νέα μαρκίζα του μαγαζιού: «Ζαρίφης-Ζαφειρόπουλος».
Ο Γεώργιος, την ώρα που αποκτά τα πέντε παιδιά του, κάνει το κατάστημα του πεθερού του σωστό μεγαθήριο σε όλο τον Εύξεινο Πόντο. Όταν ο Ζαφειρόπουλος πεθάνει το 1860, ο Ζαρίφης θα είναι πλέον ελεύθερος να ασχοληθεί και με άλλους κλάδους. Και κυρίως τον τραπεζικό.
Ήταν μάλιστα ένας από τους πρωταγωνιστές πίσω από την ιδέα για την ίδρυση μιας εύρωστης Κεντρικής Τράπεζας για την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήδη από το 1856. Η Οθωμανική Τράπεζα έφερε και τη δική του καθοριστική σφραγίδα. Παράλληλα, συμμετείχε στο μετοχικό σχήμα πολλών ακόμα χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τόσο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (Γενική Εταιρία Οθωμανικού Κράτους, Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως, Οθωμανική Εμπορική Εταιρεία, Αυστροτουρκική Πίστη), όσο και την Ελλάδα (Γενική Πιστωτική και Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως).
Ως πρόεδρος αλλά και μεγαλομέτοχος της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως, έφτιαξε υποκαταστήματα στην Αθήνα, το Λονδίνο και το Παρίσι, ενώ από το 1864 άρχισε τη μακρά συνεργασία του τραπεζικού του ομίλου με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Δεν ήταν όμως μόνο τραπεζίτης, καθώς ήταν έτοιμος να χρηματοδοτήσει τα πάντα και να υποστηρίξει κάθε επενδυτική ή κατασκευαστική δραστηριότητα που μύριζε κέρδος.
Οι εταιρίες του θα γίνονταν κολοσσοί και τέλος δεν θα είχαν: από την Εταιρία Τροχιοδρόμων «Ποντοπορία» και τη Γενική Εταιρία «∆ι’ Αερίου Φωτισμού και Θερμάνσεως του Βουκουρεστίου» μέχρι την Οθωμανική Εταιρία Μεταλλευμάτων και το Μονοπώλιο Καπνού. Δεν τα έκανε βέβαια όλα με το κέρδος στον νου, καθώς χρηματοδότησε ακόμα και ατμοπλοϊκή εταιρία για την εξυπηρέτηση των νησιών του Αιγαίου, ξέροντας πως από κει γρόσι δεν θα έβγαζε.
Ο Ζαρίφης, μέσω των αδερφών του που δραστηριοποιούνταν στο εξωτερικό, είχε μια σωστή οικονομική αυτοκρατορία στα χέρια του. Οι καιροί ήταν ευνοϊκοί εξάλλου για το επιχειρείν στην Κωνσταντινούπολη, καθώς η Αυτοκρατορία είχε περιπέσει σε δυσπραγία και σημαντικά κίνητρα δίνονταν σε κάθε σοβαρή εμπορική δραστηριότητα.
Για να γιγαντώσει μάλιστα τις επιχειρήσεις του και εκτός Μικράς Ασίας, έχοντας στόχο τη Δυτική Ευρώπη κυρίως, έστειλε τα μικρότερα αδέλφια του και τα παιδιά του κατόπιν στα μεγάλα αστικά κέντρα του καιρού. Οι Ζαρίφηδες είχαν φυσική παρουσία αλλά και επιχειρηματική δράση στο Λονδίνο, την Οδησσό, τη Μασσαλία, το Βουκουρέστι, ακόμα και στη Μεσοποταμία. Εκεί του είχε εκχωρήσει ο σουλτάνος μια τεράστια έκταση για να την εκμεταλλευτεί όπως ήθελε, ως ένδειξη της ευγνωμοσύνης του για την κολοσσιαία συνεισφορά του Ζαρίφη στην απομείωση του οθωμανικού χρέους!
Αυτή ήταν πιθανότατα η κίνηση-ματ του Ζαρίφη, μια προσωπική οδύσσεια τεσσάρων ετών δηλαδή (1875-1879) για τη διαπραγμάτευση του χρέους της αυτοκρατορίας, η οποία θα έληγε με εντελώς ευνοϊκό τρόπο για την Υψηλή Πύλη. Ως αντάλλαγμα, ο σουλτάνος Αµπντούλ Χαµίτ Β’ εξέδωσε φιρμάνι τον Νοέμβριο του 1879 με το οποίο του παραχωρούσε την είσπραξη διάφορων φόρων επί μία δεκαετία.
Συγκεκριμένα, μετά την οριστική παύση πληρωμών του λεγόμενου «οθωμανικού χρέους» (6 Οκτωβρίου 1875), ο Ζαρίφης ενεπλάκη προσωπικά στο θέμα ως εκπρόσωπος του ομίλου τραπεζών του Γαλατά. Έπεισε τα οικονομικά συμφέροντα να ενεργοποιηθούν υπέρ του οθωμανικού Δημοσίου, προσφέροντας χαμηλότοκα δάνεια, ενώ ο ίδιος ανέλαβε να υποβάλει τις σχετικές προτάσεις. Έπειτα από τρεις απανωτές προσωπικές του παρεκβάσεις, το θέμα του χρέους τακτοποιήθηκε στην τελική σύμβαση της 22ας Νοεμβρίου 1879.
Ο «τραπεζίτης του Γαλατά» σταθεροποίησε τα οικονομικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διευκολύνοντας έτσι την ανάδειξη κι άλλων Φαναριωτών, έχοντας δημιουργήσει ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης μεταξύ ελλήνων επιχειρηματιών και Υψηλής Πύλης. Πρωτοστάτησε επίσης στην επιβολή του πρώτου Διεθνή Οικονομικού Ελέγχου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέρ των ελλήνων και ξένων πιστωτών, εξαιτίας της γιγάντωσης του δημόσιου χρέους.
Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του, ήταν πιθανότατα ο πλουσιότερος άνθρωπος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Και ο ισχυρότερος τραπεζίτης της φυσικά. Τον είπαν «Έλληνα Ρότσιλντ» και «Ρότσιλντ της Ανατολής» καθώς διαφέντευε μια εύρωστη αυτοκρατορία και λειτουργούσε ως δυναστεία, στέλνοντας αδέλφια και παιδιά να ελέγχουν τα παραρτήματα του εξωτερικού.
Ήταν ακόμα ο επικεφαλής της ελληνικής ελίτ των Φαναριωτών, καθώς όλοι έτρεχαν να τον συμβουλευτούν ή να του προτείνουν συνεργασίες, μιας και η παροιμιώδης τιμιότητά του ήταν ίσως το μόνο χαρακτηριστικό του που κέρδιζε στα σημεία το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Πλέον ζούσε ως σουλτάνος μέσα σε περιβάλλον αυτοκρατορικής χλιδής και στο μέγαρό του μπαινόβγαιναν τα μέλη της Υψηλής Πύλης και οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι.
Η βιβλιοθήκη του περιλάμβανε σπανιότατους τόμους και χειρόγραφα και η προσωπική συλλογή τέχνης θα μπορούσε να γεμίσει άνετα αρκετά μουσεία. Η δισέγγονη του Ζαρίφη μας έδωσε μια παραστατική περιγραφή του προπάππου της: «Πάντα ακούγαμε μαγεμένοι τις ιστορίες για το πολυτελές τραίνο του, για το σπίτι στην Πέρα, για τη μεγάλη έπαυλη στη Θεραπειά, για τις λαμπρές γιορτές που έδινε, για τους διπλωμάτες που συναναστρεφόταν, για τα καΐκια που διέσχιζαν το Βόσπορο (…) Ένας ηλικιωμένος κληρικός που τον θυμόταν μάς μίλησε για τον κυριακάτικο περίπατό του, μετά την εκκλησία, όπου μοίραζε στους φτωχούς χρυσά νομίσματα».

Φιλανθρωπική δράση

ggeoozriidiss4
Τρανός επιχειρηματίας αλλά ακόμα τρανότερος πατριώτης, αυτό έλεγαν για τον Ζαρίφη οι σύγχρονοί του. Με τα ανυπολόγιστα κεφάλαιά του, θέλησε να κάνει το καλό και να προωθήσει τον ελληνισμό, αλλάζοντας τη μοίρα του ραγιά. Έχοντας πάντα τις προτεραιότητές του.
Παθιασμένος Έλληνας καθώς ήταν, θεώρησε δικαίως πως για να εξακολουθήσει να ζει ο ελληνισμός έπρεπε να σωθεί πρωτίστως το πνεύμα του. Κι έτσι εκεί έδωσε τη μεγαλύτερη βάση, στην εκπαιδευτική υπεροχή που ευαγγελιζόταν για τον ελληνισμό. Τα πρώτο λοιπόν μέλημά του ήταν η δημιουργία ελληνικών σχολείων. Η πρώτη από τις δύο μεγάλες ευεργεσίες του εδώ ήταν η ίδρυση κατά το 1876 των Ζαριφείων Διδασκαλείων (Αρρένων και Θηλέων) της Φιλιππούπολης. Τα Ζαρίφεια Διδασκαλεία αποτέλεσαν ορόσημο στα ελληνικά γράμματα της Θράκης.
Η δεύτερη -και ξακουστότερη- ευεργεσία του ήταν η κατασκευή της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Η σχολή λειτουργούσε από την περίοδο της Άλωσης ακόμα, στα χρόνια του Ζαρίφη είχε τεθεί όμως υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου, όταν και αποφασίστηκε να μεταφερθεί στο Φανάρι της Πόλης. Το λαμπρό οικοδόμημα του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δηµάδη, που εγκαινιάστηκε το 1882, χρηματοδοτήθηκε κατά τα 9/10 από τον Ζαρίφη!
ggeoozriidiss7
Μέχρι τότε Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια (και Ζαρίφεια Νηπιαγωγεία) λειτουργούσαν και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας. Πλάι σε αυτά, έργο παρήγαν και το Νηπιαγωγείο της Προύσας, το Παρθεναγωγείο Απόρων Κορασίδων της Πόλης, αλλά και τα ελληνικά σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα που χρηματοδοτούσε σταθερά σε κάθε γωνιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Εξίσου αναρίθμητες ήταν και οι υποτροφίες που έδινε σε Ελληνόπουλα για να σπουδάσουν. Ο πεζογράφος μας Γεώργιος Βιζυηνός του χρωστούσε όχι μόνο τις σπουδές του αλλά και την προτροπή να στραφεί στα γράμματα: τα πρώτα έργα του Βιζυηνού τυπώθηκαν άλλωστε με έξοδα του μεγάλου ευεργέτη. Στο πλαίσιο της εθνικής προσφοράς του Ζαρίφη περιλαμβάνονται χορηγίες σε δεκάδες φιλολογικούς και πολιτιστικούς συλλόγους, καθώς και αθλητικούς.
Η διπλή φιλανθρωπική του δράση σε Οθωμανική Αυτοκρατορία και Ελλάδα κρατούσε τα στόματα των Τούρκων κλειστά. Κανείς δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει ότι ευνοεί το ελληνικό στοιχείο όταν είχε κάνει τόσα για την Πόλη και την Υψηλή Πύλη. Γι’ αυτό και όσα έδινε στην Εκκλησία και το Πατριαρχείο κρατούνταν συνήθως κρυφά, για να μην προκαλέσει το μουσουλμανικό στοιχείο. Στις δωρεές του περιέλαβε ακόμα Αρμένιους, εβραίους και άλλες μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υποστηρίζοντας ταυτοχρόνως και βρεφοκομεία, γηροκομεία και κυρίως νοσοκομεία.
Για τη δράση του αυτή έλαβε δημόσια την ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες τόσο του σουλτάνου όσο και του πατριάρχη. Αλλά και όλου του κόσμου τελικά. Γι’ αυτό και το 1881 που αρρώστησε βαριά και χρειάστηκε να πάει για νοσηλεία στη Γαλλία, ο λαός της Κωνσταντινούπολης ξεπροβόδησε το ατμόπλοιο που τον μετέφερε είτε από τις πλημμυρισμένες από κόσμο προκυμαίες του Βοσπόρου είτε επιβαίνοντας σε έναν ολόκληρο στολίσκο από καΐκια και κάθε είδους πλοιάρια!
Ο μικρασιατικός ελληνισμός πέρασε στη γλώσσα του τον Ζαρίφη: «ζαριφηλίκι» σήμαινε κάποτε γενναιοδωρία…

Τελευταία χρόνια

ggeoozriidiss6
Στο απόγειο πια της οικονομικής του δραστηριότητας, της κοινωνικής καταξίωσης και της ευεργετικής του δράσης, ο Ζαρίφης αρρώστησε βαριά την άνοιξη του 1881, πιθανότατα από υπερκόπωση. Έμεινε ξαφνικά παράλυτος και όλοι νόμισαν πως είχε φτάσει το τέλος του. Όταν συνήλθε έπειτα από λίγες μέρες, οι γιατροί τον συμβούλευσαν να πάει για θεραπεία στο εξωτερικό.
Η είδηση της αρρώστιας του συγκλόνισε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Την παραμονή του φευγιού του στο εξωτερικό, τον επισκέφθηκε ο πατριάρχης για να του ευχηθεί καλό ταξίδι. Την ημέρα της αναχώρησής του, πλήθος κόσμου τον ξεπροβόδισε όπως είπαμε στο λιμάνι.
Στη Μασσαλία πέρασε έναν χρόνο, περνώντας πριν από το Παρίσι. Λόγω του καλού κλίματος, έζησε και ένα διάστημα στην Ιταλία. Η υγεία του δεν βελτιώθηκε όμως όπως περίμεναν. Τον Οκτώβριο του 1881 τηλεγράφημα από το Παρίσι γνωστοποιεί ότι ο Ζαρίφης «προσεβλήθη από αποπληξίας ή µάλλον ημιπληγίας».
Τέλη Μαΐου του 1882 επιστρέφει ατμοπλοϊκά από τη Μασσαλία στην Κωνσταντινούπολη μέσα σε γενικό πανζουρλισμό: κωδωνοκρουσίες εκκλησιών, σημαιοστολισμούς και σφυρίγματα πλοίων, κόσμο να ζητωκραυγάζει στην προκυμαία και εκατοντάδες πλοιάρια να τον υποδέχονται στην μπούκα του λιμανιού.
ggeoozriidiss5
Παρά το γεγονός ότι μοιάζει υγιής, νοσηλεύεται σε νοσοκομείο της Πόλης, απ’ όπου περνά η οικονομική και πολιτική αφρόκρεμα της Πόλης. Ο σουλτάνος δεν πάει, στέλνει όμως τους δυο γιους του να φιλήσουν τον χέρι του Έλληνα, σε ένδειξη σεβασμού. Ο Ζαρίφης αρνείται από μετριοφροσύνη, όπως μας παραδίδεται, αλλά οι πρίγκιπες επιμένουν διαμηνύοντάς του ότι ήταν σουλτανική διαταγή!
Όσο η υγεία του έφθινε μέρα με τη μέρα, τόσο φούντωναν οι εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό του. Πλέον είναι κατάκοιτος και θα πεθάνει τελικά στις 27 Μαρτίου 1884. Τον αποχαιρέτισαν κυριολεκτικά όλοι στην Κωνσταντινούπολη, όπως και 40.000 κόσμου! Κατά την επιθυμία της χήρας του, η καρδιά του ταριχεύτηκε και τοποθετήθηκε στον Ναό της Αγίας Παρασκευής των Θεραπειών όπου εκκλησιαζόταν ο οίκος των Ζαρίφηδων.
Την ημέρα της κηδείας του, όλα τα κρατικά γραφεία και οι δημόσιες υπηρεσίες της Υψηλής Πύλης παρέμειναν κλειστά ως εκδήλωση πένθους του σουλτάνου. Αλλά και τα σχολεία φυσικά, ελληνικά και τουρκικά…
———————————————————


Πηγή newsbeast

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΥΛΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΡΟΧΟΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

$
0
0

Ενσωματωμένο στο κτιριακό συγκρότημα του Ασύλου Ανιάτων, επί της οδού Αγίας Ζώνης 39, της περιοχής Πατησίων, βρίσκεται ένα από τα πιο παλιά κτίρια της Αθήνας. Είναι η έπαυλις του πριν από 140 χρόνια ναυάρχου του Αγγλικού στόλου της Μεσογείου Pulteney Malcolm. Κτίσθηκε πριν ακόμη η Αθήνα καταστεί πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους και μεταφέρουν την έδρα τους από το Ναύπλιο ο Βασιλεύς Όθων και οι Κυβερνητικές υπηρεσίες. Για το κτίσιμο της επαύλεως αυτής χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα δίτροχο κάρο Πρόκειται περί του πρώτου οχήματος που είδαν μετά την απελευθέρωση οι Αθηναίοι.

Η ΕΠΑΥΛΙΣ ΤΟΥ ΝΑΥΑΡΧΟΥ PULTENEY MALCOLM ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΑΣΥΛΟ ΑΝΙΑΤΩΝ, ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΚΤΙΣΘΗΚΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.

Το κάρρο αυτό διάνοιξε και τον πρώτο αμαξητό δρόμο στην Πρωτεύουσα, από τον Πειραιά ως τα ποιητικά και όλο ελαιώνες τότε Πατήσια. Ο Σκωτικής καταγωγής αντιναύαρχος Sir Pulteney Malcolm ήταν αρχηγός του Βρετανικού στόλου της Μεσογείου μέχρι το 1832. Εστάλη να επιβλέπει στην αρχή και να αντικαταστήσει ύστερα τον Sir Edward Codrington ο οποίος όμως εν τω μεταξύ είχε προφτάσει να υπογράψει με τον Αλί Πασά της Αιγύπτου τη συμφωνία για την εκκένωση της Πελοποννήσου από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Ο Pulteney Malcolm ερχόταν συχνά στον Πειραιά μετά την αποκήρυξη της ναυμαχίας του Ναυαρίνου από την αγγλική Κυβέρνηση Ο Πειραιεύς ωνομάζετο τότε Πόρτο-Δράκο ή Πόρτο-Λεόνε από τα δυο λιοντάρια που είχαν στήσει στο λιμάνι του οι παλιοί Βαράγγοι μισθοφόροι του Βυζαντίου. Τα λιοντάρια αυτά, ως γνωστόν τα πήρε ο Francesco Morosini και τα μετέφερε στη Βενετία όπου και υπάρχουν στην πύλη, του παλιού ναυστάθμου.

ΑΡΑΜΠΑΣ ΔΙΠΛΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΓΚΕΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΟΥ 1833. ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΑΜΑΞΗΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΔΙΑΝΥΞΑΝ ΟΙ «ΝΑΥΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΡΟΥ».

Είχε πιάσει ο Pulteney Malcolm γνωριμία με τον «μουσιού Καϋρόκ» τον φραγκολεβαντίνο που είχε το μοναδικό σπίτι στον Πειραιά. Εκτός από τις 4-5 παράγγες ψαράδων και το «κουμερλίκι» όπως ωνομάζετο το παράπηγμα που εστέγαζε τον τελωνειακό σταθμό. Συνεδέετο με φιλία και με τον ιστορικό και φιλέλληνα αγωνιστή George Finlay ο οποίος του έστελνε άλογο για ν'ανέβη στην Αθήνα. Ο George Finlay είχε αγοράσει και κτήματα και μόνιμα εγκατεστημένος ασχολείτο με την καθιέρωση των καλλιεργητικών μεθόδων στην Αττική. Η περιοχή άρεσε πολύ στον Άγγλο στόλαρχο και αποφάσισε να χτίσει μια βίλα. Αγόρασε έκταση παρά τα Πατήσια από κάποιον Τούρκο. Ήταν το κτήμα στο οποίο ο Ρεσίτ πασάς Κιουταχής είχε στήσει την σκηνή του αρχηγείου του όταν πολιορκούσε την Ακρόπολη Την εποχή εκείνη οι Τούρκοι προβλέποντες ότι σύντομα θα αναγκασθούν να φύγουν από την Ελλάδα πωλούσαν τα κτήματα των σε τιμές εξευτελιστικές. Τότε περί το 1831 αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις της Αθήνας διάφοροι ερχόμενοι, από το εξωτερικό, Έλληνες και ξένοι, για να εγκατασταθούν στο νέο Ελληνικό Κράτος. Μεταξύ αυτών ο γνωστός αρχιτέκτων Σταρ. Κλεάνθης αγόρασε μεγάλες εκτάσεις από τους αποχωρούντες Τούρκους. ΙΙήρε κτήματα έξω από το τείχος και ένα τεράστιο οικόπεδο στο Ριζόκαστρο με ένα ερειπωμένο σπίτι, το οποίο επισκεύασε και συνεπλήρωσε και το κατέστησε κατοικία δική του καθώς και του φίλου του και συναδέλφου του επίσης αρχιτέκτονος Eduard Schaubert Το σπίτι αυτό σώζεται ακόμη στην Πλάκα και σ’ αυτό εστεγάσθη αργότερα και το πρώτο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ήρθε από την Αίγινα και ο στρατηγός Μακρυγιάννης και αγόρασε 24 περίπου στρέμματα στην περιοχή του δυτικού περιβόλου του ναού του Ολύμπιου Διός, στη σημερινή συνοικία Μακρυγιάννη. Ο Pulteney Malcolm ήταν ο πρώτος που έκτισε σπίτι. Τα σχέδια τα είχε φέρει από τη Σκωτία γιατί ήθελε η κατοικία του να τού θυμίζει την αρχιτεκτονική των προγονικών του πύργων. Τα σχέδια προσήρμοσαν οι Κλεάνθης και Eduard Schaubert οι οποίοι και επέβλεψαν την ανέγερση Μετά τον πύργο αυτόν στα Πατήσια χτίσθηκαν τα πρώτα αρχοντικά της Αθήνας. Ένα από αυτά, το σπίτι του τραπεζίτη Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου, στο βορειοανατολικό άκρο τότε της πόλεως που εξετείνετο γύρω από την Ακρόπολι, στην ίδια θέσι που αργότερα κτίσθηκε το κτίριο της Βουλής, το σημερινό Εθνολογικό Μουσείο, παρά τις οδούς Σταδίου-Κολοκοτρώνη-Ανθίμου Γαζή. Τότε έκτισε ο Φαναριώτης πρώην ηγεμών της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Βόδας Σούτσος και την έπαυλί του που εσώζετο μέχρι των αρχών τού αιώνα μας σαν Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης στην οδό Αλκιβιάδου. Τα χρόνια του αγώνος, του 1821, η Αθήνα είχε περί τα 1.500 σπίτια και 124 Εκκλησίες. Η πολιτεία δεν εκάλυπτε ούτε ολόκληρο την περιτειχισμένη γύρω από την Ακρόπολι έκτασι η οποία ήτο 1.163 στρεμμάτων. Η οικοδομημένη περιοχή ήταν 772 στρεμμάτων και το υπόλοιπο εκάλυπτε ο λόφος της Ακροπόλεως και ο γύρω από αυτόν ακάλυπτος χώρος. Ο παλαιός οικισμός έφθανε μέχρι εκεί που είναι οι σημερινοί δρόμοι Θρασύλλου, Αισχύνου, Πιττακού, Λέκκα, Πραξιτέλους, Ευριπίδου και Σαρρή και μέχρι του ναού των Αγίων Ασωμάτων και του Αρείου Πάγου. Από τα σπίτια που υπήρχαν ελάχιστα διεσώθησαν. Οι Αθηναίοι που είχαν φύγει κυρίως στα νησιά τού Σαρωνικού επιστρέφοντες δεν βρήκαν παρά ερείπια. Ο εκπατρισμός των διήρκεσε μέχρι το 1830 όταν και εξακολουθούσαν οι μάχες γύρω από την Ακρόπολι. Εικόνα της Αθήνας μετά την απελευθέρωσι δίνει ο Γάλλος ιστορικός Μισώ: « Να η Αθήνα. Δεν έχει σήμερα ούτε έναν χαραγμένο δρόμο. Βαδίζαμε ανάμεσα σε σωρούς διεσπαρμένων συντριμμιών. Σ'ένα μονοπάτι χαραγμένο ανάμεσα από ερείπια. Σε κάθε βήμα υπερπηδούσαμε σωρούς από πέτρες, τμήματα από τοίχους και σπονδύλους από κολώνες. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε δρόμος, ούτε δημοσία πλατεία, ούτε κήπος, ούτε μοναστήρι, ούτε εκκλησία. Συναντήσαμε και γλαύκες, αλλά το πουλί αυτό της Αθηνάς δεν ήταν πλέον εδώ παρά το σύμβολο της άφωνης ερημιάς. Η κουκουβάγια ήταν ο μόνος κάτοικος της Αθήνας του οποίου εφείσθησαν κατά τα τελευταία έτη ». Στην Αθήνα αυτή των ερειπίων έκανε μεγάλη εντύπωση η εμφάνιση των πρώτων τροχοφόρων. Ήταν δυο δίτροχα κάρρα που τα έφερε από την Μάλτα και τα ξεφόρτωσε στον Πειραιά ό Pulteney Malcolm, τα εχρησιμοποίησε για την μεταφορά των οικοδομικών υλικών για το κτίσιμο της επαύλεως του στα Πατήσια. Μετέφερε μ'αυτά πέτρα του Υμηττού από τον Καρέα και πυριά από την Πειραϊκή Χερσόνησο. Υλικά από θέσεις που επρόκειτο να γίνουν μέχρι, των ημερών μας, νταμάρια. Τα κάρρα τα έσερναν μουλάρια πρώτου μεγέθους της ράτσας του Αννόβερου που και αυτά ξεφορτώθηκαν στο Πόρτο-Δράκο.

Η ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 1835. ΔΕΞΙΑ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ.

Μέχρι την εποχή εκείνη τα μόνα μεταφορικά μέσα ήσαν τα άλογα, μουλάρια, τα γαϊδουράκια, και οι καμήλες που αρκετές υπήρχαν στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι έτρεχαν να δουν το «εκπληκτικό θαυμάσιο» της εποχής που ήταν το κάρρο. Ιδιαίτερα συνέρρεαν στην πύλη του Πειραιώς που υπήρχε εκεί που περίπου είναι σήμερα το Δημοτικό Βρεφοκομείο. Εκεί αντικαθιστούσαν τα μουλάρια των κάρρων με άλλα ξεκούραστα. Το κάρρο εθεωρείτο το θαύμα της μηχανικής. Οι παλαιότεροι Αθηναίοι εξηγούσαν τότε στους νέους ότι πιο παλιά στα χρόνια του Χασεκή υπήρχαν και παραπλήσιου είδους τροχοφόρα. Οι ανατολίτικοι αραμπάδες που τους έσερναν βόδια. Φυσικά τα κάρρα ήταν πολύ ανώτερη ευρωπαϊκή εφεύρεση. Την ίδια εποχή πρέπει να ξαναεμφανίσθηκαν και αραμπάδες. Σε μια γραβούρα του Πειραιά του 1830 φιγουράρει και ένας αραμπάς με δυο βόδια. Τα κάρρα του Pulteney Malcolm τα υπηρετούσαν ναύτες του αγγλικού στόλου γιατί οι εντόπιοι δεν τολμούσαν να εκπαιδευθούν και να αναλάβουν την οδήγησί των. Τους καρροτσέρηδες αυτούς τους αποκαλούσαν «ναύτες του κάρρου» προσωνυμία η οποία αργότερα πήρε ειρηνική σημασία. Τα κάρρα αυτά άνοιξαν και τους πρώτους αμαξητούς δρόμους της Αθήνας. Με το πέρασμα τους μερικές φορές ανάμεσα στα χωράφια άφησαν ροδιές και έτσι, στην τύχη, ανοίχθηκαν οι πρώτοι καρρόδρομοι της Αθήνας από τον Πειραιά και τον Καρέα ως τα Πατήσια. Στην ιστορία των πρώτων αμαξητών δρόμων της Ελλάδος αναφέρεται πρώτος ο δρόμος που άνοιξε ο στρατός του Nicolas Joseph Maison μεταξύ Πύλου και Μεθώνης. Έφτιαξε κι ο Καποδίστριας δρόμο στην Αίγινα από τον όρμο Άγιος Βασίλειος ως τη χώρα. Μεταφέρθηκε όμως η πρωτεύουσα του Κράτους πριν φθάσουν στην Αίγινα τροχοφόρα, κάρρα ή αραμπάδες. Η Αθήνα το 1832, πριν ακόμη γίνη πρωτεύουσα, είδε μαζί με το κτίσιμο των πρώτων μετά την απελευθέρωση σπιτιών της και τα πρώτα τροχοφόρα που οδηγούσαν «ναύτες του κάρρου» και απέκτησε και τους πρώτους της αμαξοδρόμους. Αυτούς τους χρησιμοποίησαν οι αραμπάδες που ξαναγύρισαν κι αυτοί μέχρι που έφτασαν και στην Ελλάδα οι πρώτες άμαξες από την πολιτισμένη Ευρώπη.


ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΛΤΗΡΑΣ | ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΑΣ | ΑΘΗΝΑ | 1971

Η γιαγιά

$
0
0



Ήταν πολύ δεμένη η γειτονιά εκείνα τα χρόνια....
Ειδικά τέτοιες γιορτινές ημέρες οι γειτόνισες στις συναντήσεις τους έκαναν 
τα σχέδιά τους για τους μοναχικούς ανθρώπους.
Υπήρχαν κάμποσοι χτυπημένοι από την μοίρα που έμεναν μόνοι τους.
Το πιάτο της ημέρας το είχαν από την γειτονιά και την έγνοια ότι είναι καλά.
Τα Χριστούγεννα όμως ήταν αλλιώς δεν τους άφηναν μόνους...τους έπαιρναν
μαζί στο μεγάλο τραπέζι της σπιτονοικοκυράς όπου μαζευότανε η αυλή....
Μια γιαγιά μου έμεινε στην μνήμη....
Μονίμως με ένα χαμόγελο...ένα καλό λόγο....είχε χάσει τον άντρα της...
...δεν είχε παιδιά....μια ανηψιά που περίμενε να πεθάνει
για να της πάρει το σπιτάκι που είχε εξ αδιαιρέτου ...
Τι ήταν ο κάβουρας δηλαδή και τι το ζουμί του....
Ερχότανε στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και την έβαζαν στην τιμητική θέση
δίπλα στην ξυλόσομπα.....χαμογελούσε...ευχότανε σε όλους υγεία....
Έλεγε ιστορίες ....ήταν Σμυρνιά...μικροπαντρεμένη στις χαμένες πατρίδες...
δεν χάρηκε τον άντρα της τον έσφαξαν οι Τσέτες στην καταστροφή.
Γλύτωσε η ίδια πηδώντας σε ένα καϊκι....
Έκανε πολλές δουλειές για να ζήσει....με τις οικονομίες έχτισε
μια κάμαρα στο εξ αδιαιρέτου που της έδωσε το Κράτος....
Ούτε σύνταξη ούτε τίποτα....και από πού...ξενόπλενε...καθάριζε
σπίτια...
Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ...το θεώρησε σαν το καλύτερο μνημόσυνο
στον άντρα της.
Μέσα στην κάμαρά της υπήρχαν στο τοίχο εικονίσματα από την Σμύρνη
και ένα μακρόστενο κάντρο με την προκυμαία και τα ωραία σπίτια
των Ελλήνων πρίν τα κάψουν οι Τούρκοι.

Από την επίσκεψη του Ερντογάν

$
0
0
Κ.ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑ ΝΕΑ

Ο πιστός και αφοσιωμένος Ντικ. Ο σπαραγμός του για τον θάνατο του αφεντικού του συγκίνησε όλη την Αθήνα.

$
0
0


https://tetysolou.wordpress.com


Ντικ 1938.jpg
Ο Γεώργιος Μπαλίδης ήταν διπλωμάτης και είχε υπηρετήσει ως πρόξενος της Ελλάδας στην Οδησσό. Αγαπούσε πολύ τα ζώα και ιδιαίτερα τα σκυλιά. Δεν είχε ούτε γυναίκα ούτε παιδιά και τα τελευταία δέκα χρόνια νοίκιαζε ένα δωμάτιο στο σπίτι της κυρα-Όλγας στην οδό Αριστίππου 22, στο Κολωνάκι. Ζούσε μόνος με τον πιστό του φίλο τον Ντίκ, ένα σκυλί που το είχε από κουτάβι. Ο Ντικ είχε μεγαλώσει με πολλή φροντίδα και αγάπη και ήταν αφοσιωμένος στον κύριό του. Όταν τα οικονομικά του στένεψαν, ο τέως πρόξενος προτιμούσε να αφαιρεί κάτι από το φαγητό του για να μην στερήσει τον Ντικ.
Ο σκύλος αγαπούσε τον κύριό του αδιαπραγμάτευτα και ανυστερόβουλα, όπως μόνον τα ζώα ξέρουν. Είχαν γεράσει πια και οι δύο και περνούσαν ήσυχα τις μέρες τους χαρίζοντας ο ένας στον άλλον γλυκιά συντροφιά και απέραντη αγάπη.
Κι έφτασε η πικρή μέρα που τους χώρισε ο θάνατος. Ο πρόξενος πέθανε από συγκοπή στο δωμάτιό του. Η κυρα-Όλγα φρόντισε να κάνει όσα έπρεπε για να ταχτοποιήσει τον νεκρό. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν στο σπίτι και ο Ντικ είχε μαζευτεί σε μια γωνιά της κάμαρας και κοιτούσε πότε το λείψανο στο κρεβάτι και πότε τους ανθρώπους. Όταν έφυγε ο κόσμος έμειναν μόνον δυο τρεις για να ξενυχτήσουν τον νεκρό. Τότε ο Ντικ σηκώθηκε και πλησίασε το κρεβάτι. Έκανε δυο γύρους μυρίζοντας κι ύστερα σήκωσε το πόδι του και σκούντησε τον κύριό του. Εκείνος όμως δεν γύρισε να τον χαϊδέψει και να τον σιγουρέψει ότι όλα είναι καλά. Ο Ντικ έχωσε τη μουσούδα του κάτω από το σεντόνι, ανασηκώθηκε στα πίσω πόδια του κι έφτασε το κεφάλι του μακαρίτη. Αυτό ήταν! Ξέσπασε σ’ ένα θλιβερό ουρλιαχτό. Με τη μουσούδα του και τα μπροστινά του πόδια χάιδευε και αγκάλιαζε τον πεθαμένο κύριό του κλαίγοντας ασταμάτητα ως το πρωί. Εκείνοι που είχαν μαζευτεί για να ξενυχτήσουν τον νεκρό έκλαιγαν περισσότερο για τον σπαραγμό του Ντικ, παρά για τον θάνατο του Μπαλίδη. Όταν ήρθε η ώρα να σηκώσουν το λείψανο για το νεκροταφείο, αναγκάστηκαν να κλειδώσουν τον Ντικ στο δωμάτιο για να μην τους ακολουθήσει. Στην επιστροφή τον βρήκαν σε κακό χάλι. Μόλις του άνοιξαν την πόρτα, εκείνος έτρεξε έξω. Πήγε σε όλα τα μέρη που θα μπορούσε να έχει πάει ο κύριός του. Στον μπακάλη, στον χασάπη, στο καφενείο, στον Ευαγγελισμό… Ξαναγύρισε. Πήγε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον κύριό του, ανέβηκε στο κρεβάτι και ξέσπασε σε ατελείωτο θρήνο. Έμεινε εκεί θρηνώντας μέχρι την μέρα που ήρθαν να τον πάρουν.
Ο Μπαλίδης δεν είχε κανέναν δικό του στην Ελλάδα, για να του εμπιστευτεί τον σύντροφό του και είχε ζητήσει από τη σπιτονοικοκυρά να ειδοποιήσει να θανατώσουν τον Ντικ σαν θα πέθαινε εκείνος, για να μη βασανιστεί από τη θλίψη και τη μοναξιά. Η κυρα-Όλγα φώναξε την Εταιρεία Προστασίας των Ζώων. Φαίνεται πως ώρα του Ντικ είχε φτάσει. Δυο μέρες χωρίς φαγητό και νερό, αποκαμωμένος από τον πόνο του, ο Ντίκ δεν έφερε καμία αντίσταση στον μπόγια που τον έβαλε στην κλούβα. Μεταφέρθηκε στο Κυνοκομείο στην Ιερά Οδό, εκεί όπου μετέφερονταν τα αδέσποτα σκυλιά των αθηναϊκών δρόμων και θανατώνονταν. Ο Ντικ σύρθηκε σε μια γωνιά της αυλής με περίλυπο βλέμμα. Όλες τις μέρες δεν άγγιξε φαγητό και νερό και δεν σταμάτησε να κλαίει απαρηγόρητος. Είχε γίνει πετσί και κόκαλο.
Μπροστά σ’ αυτή την πρωτοφανή αφοσίωση οι υπάλληλοι της Εταιρείας Προστασίας των Ζώων συγκινήθηκαν.  Ειδοποίησαν τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ για να δώσουν δημοσιότητα στο θέμα. Οι εφημερίδες έγραψαν την τραγική ιστορία και οι αναγνώστες συμπόνεσαν το φτωχό ζώο. Άρχισαν να πηγαίνουν στον Βοτανικό για να δουν αυτό το σπάνιο φαινόμενο πίστης και αφοσίωσης, να τηλεφωνούν και να τηλεγραφούν ζητώντας εναγωνίως πληροφορίες για την υγεία του. Πολλοί προσφέρθηκαν να του δώσουν στέγη και ν’ αναλάβουν τη φροντίδα του. Η θανάτωση του Ντικ πήρε αναβολή.
Στις εκδηλώσεις στοργής των παιδιών ο Ντικ κουνούσε περίλυπος την ουρά του, αλλά δεν έβαλε στο στόμα του κανένα από τα καλούδια που του πετούσαν.
Οι υπάλληλοι της Εταιρείας Προστασίας των Ζώων του έβγαλαν την αλυσίδα και τον μετέφεραν από την αυλή σ’ ένα δωμάτιο, όπου του έστρωσαν μια κουβέρτα για να ξαπλώσει.
— Έχω δέκα χρόνια εδώ μέσα, είπε ο αρχινοσοκόμος. Πέρασαν καν και καν σκυλιά από τα χέρια μου. Αλλά τέτοιο σκυλί, τόσο πιστό, τόσο έξυπνο, δεν είδαν τα μάτια μου. Αυτό δεν είναι σκυλί, είναι σωστός άνθρωπος!
Τα γλυκά λόγια, τα χάδια και η επίμονη φροντίδα έφεραν αποτέλεσμα. Ο Ντικ ήπιε επιτέλους λίγο νεράκι. Καλό σημάδι!
Τις επόμενες μέρες η Εταιρεία Προστασίας των Ζώων έστειλε στις εφημερίδες μια ανακοίνωση, που ανακούφισε όλους εκείνους που ανησυχούσαν για την τύχη αυτού του σπάνιου ζώου. Η Αλεξάνδρα Χωρέμη-Μπενάκη τον υιοθέτησε και τον πήρε στη βίλα της στο Στροφίλι. Και ναι, ο Ντικ άρχισε να δέχεται τροφή και ν’ ανταποκρίνεται στις περιποιήσεις της νέας του κυράς.

Πληροφορίες για το παραπάνω κείμενο πήρα από άρθρα διάφορων εφημερίδων του Σεπτεμβρίου 1938. Το ’30 είναι η δεκαετία που καθιερώθηκε η 4η Οκτωβρίου ως Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων. Γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 1931. Στέλντοντας εγκυκλίους προς τα σχολεία και εκκλήσεις προς δημάρχους και κοινοτάρχες για πρόθυμη συμμετοχή, άρχισε και η Ελλάδα κουτσά στραβά να γιορτάζει την παγκόσμια μέρα με διαλέξεις, εικονίτσες αγίων, βραβεύσεις ίππων, όνων και ημιόνων στην πλατεία Θησείου και με τη συμμετοχή κυνηγετικών συλλόγων.
Advertisements

Η γραπτή μαρτυρία του Έλληνα εβραίου Μαρσέλ Νατζαρή, από τη Θεσσαλονίκη, που επέζησε από το κολαστήριο του Αουσβιτς

$
0
0


ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Η ανατριχιαστική μαρτυρία ενός Ελληνα Εβραίου που βρισκόταν φυλακισμένος στο Άουσβιτς και αναγκάστηκε να βοηθήσει τους ναζί, αποκρυπτογραφήθηκε, χάρη σε επίμονη μελέτη και με τη βοήθεια ψηφιακών μέσων.
Σε πρόχειρα σημειώματα που κρατούσε ο Ελληνικής καταγωγής Εβραίος, Μαρσέλ Νατζαρή, περιγράφει πως χιλιάδες Εβραίοι «στοιβάζονταν σαν σαρδέλες»  καθημερινά σε θαλάμους αερίων.
Το 1944, ο 26χρονος περιγράφει, στα γραμμένα στα ελληνικά σημειώματά του, τον διακαή πόθο του για εκδίκηση  καθώς είχε ακούσει από άλλους Εβραίους ότι η μητέρα του, ο πατέρας και η αδελφή του Νέλλη είχαν πεθάνει στο στρατόπεδο του Άουσβιτς-Μπίρκεναου, στη νότια Πολωνία.
«Συχνά σκεφτόμουν να μπω κι εγώ με τους άλλους στους θαλάμους για να βάλω ένα τέλος σε όλο αυτό, αλλά πάντα η σκέψη της εκδίκησης με απέτρεπε. Ηθελα και θέλω να ζήσω για να  εκδικηθώ για τον θάνατο του πατέρα, της μητέρας και της μικρής μου αδερφής».
Ο Νατζαρή ήταν ανάμεσα στα 2.200 μέλη των «Sonderkommando»,  Εβραίων σκλάβων των SS που έπρεπε να συνοδεύσουν άλλους Εβραίους στους θαλάμους αερίων και καλούνταν να κάψουν τα σώματα τους, να συλλέξουν τα χρυσά σφραγίσματα και τα μαλλιά των γυναικών και να ρίξουν τις στάχτες τους στο ποτάμι.
Τον Νοέμβριο του 1944 ο Νατζαρή, τοποθέτησε το 13 σελίδων χειρόγραφό του σε ένα θερμός και το σφράγισε. Στη συνέχεια το έβαλε σε μια δερμάτινη θήκη και το έθαψε κοντά στο Κρεματόριο με τον αριθμό 3. 
Μετά από 36 χρόνια το θερμός ανακάλυψε κατά τύχη ένας Πολωνός φοιτητής γεωπονικής κατά τη διάρκεια εκσκαφής στο σημείο.
«Το κρεματόριο είναι ένα μεγάλο κτίριο με μια μεγάλη καμινάδα και 15 φούρνους. Κάτω από τον κήπο υπάρχουν δύο τεράστια κελάρια, το ένα για να γδύνονται οι άνθρωποι και το άλλο είναι ο θάλαμος αερίων. Σε αυτό μπαίνουν γυμνοί,  μέχρι και 3.000 άτομα καποιες φορές, και μετά από έξι ή επτά λεπτά πεθαίνουν»,  γράφει μεταξύ άλλων.
Περιγράφει ακόμη πώς οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει σωληνώσεις για να κάνουν τον θάλαμο αερίων να μοιάζει με ντους. «Οι φιάλες αερίου (σ.σ Cyclon B) παραδίδονται πάντα από ένα γερμανικό όχημα του Ερυθρού Σταυρού που συνοδεύουν άνδρες των SS, οι οποίοι  διοχετεύουν το αέριο μέσα από ανοίγματα και μισή ώρα μετά ξεκινά η δουλειά μας. Σπρώχνουμε τα σώματα αυτών των αθώων γυναικόπαιδων στον ανελκυστήρα ώστε να φτάσουν στους φούρνους. »
«Οι στάχτες από κάθε ενήλικα ζυγίζουν περίπου 640 γραμμάρια», σημειώνει.
Μετά τον Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα
Ως εκ θαύματος ο Νατζάρη επιβίωσε και από το Αουσβιτς και από το Ματχάουζεν, όπου είχε μεταφερθεί.
Μάλιστα, μετά τον πόλεμο, το 1951, παντρεύτηκε και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Απέκτησε δύο παιδιά, ένα εκ των οποίων ονόμασε Νέλλη όπως την αδερφή του.
Πριν τον πόλεμο δούλεψε ως έμπορος στη Θεσσαλονίκη ενώ στην Νέα Υόρκη εξασφάλιζε τα προς το ζειν δουλεύοντας ως ράφτης.
Το 1971, μόλις εννέα χρόνια πριν ανακαλυφθούν τα χειρόγραφά του, πέθανε σε ηλικία 53 ετών.
Aπό τα έγγραφα του Νατζαρή μόνο το 10% ήταν ευανάγνωστο καθώς το βρεγμένο χώμα είχε αλλοιώσει τα γράμματα. Μέχρι τη στιγμή που ο Ρώσος ιστορικός, Πάβελ Πόλιαν αποφάσισε να τα «αποκρυπτογραφήσει» με τη βοήθεια της τεχνολογίας.
Ο Πόλιαν χρησιμοποίησε αντίγραφο του χειρογράφου που του απέστειλαν από το Μουσείο του Αουσβιτς.
Με τη βοήθεια ενός νεαρού Ρώσου προγραμματιστή που «έπαιζε στα δάχτυλα το photoshop» κατάφερε να φτάσει την αναγνωσιμότητα του χειρογράφου στο 90%.

Το δολάριο

$
0
0




Βρε τι καϋμός τότε με τα δολάρια...μετανάστευση ...
"...φύγε για Αμερική...δολάριο...θα ανοίξει το μάτι σου...
θα φύγεις από την κακομοιριά της αυλής...θα ξεχάσεις το τεφτέρι
του μπακάλη...θα ζείς σαν άνθρωπος...."
Και τι δεν άκουγες...τα μονά (δολάρια) δεν σκύβουν να τα πάρουν
όταν τους πέφτουν από τις τσέπες εκεί στο Νιού Γιόρκ...
"...και την γλώσσα...δεν σκαμπάζω..."
"...πήγαινε ρε στην Ασκληπιού με τις παράγκες με τα μεταχειρισμένα
βιβλία και πάρε ένα λεξικό....σιγά... τις βασικές λέξεις θα μάθεις
μετά όλα έρχονται μόνα τους..."
"...καλά μέχρις εδώ...πώς θα πάρω βίζα..."
"...μωρέ πήγαινε στην Κάνιγγος στα γραφεία συνοικεσίων
είναι ένας ειδικός για Αμερικάνες νύφες..."
"...και πώς μωρέ να την παντρευτώ από την φωτογραφία..."
"...μωρέ πάρτην και μετά την χωρίζεις..."
Και έμπαινε ο ευκολόπιστος στο υπερωκεάνιο Βασίλισσα Φρειδερίκη
και έφθανε στην Νέα Υόρκη και τον εξέταζαν οι γιατροί
και τον αμόλαγαν στο λιμάνι όπου τον περίμενε η νύφη
και του ερχότανε ο ουρανός σφοντύλι.
Και μετά τον γάμο παρωδία του βρίσκανε και δουλειά
στο τελευταίο υπόγειο του ρεστοράν όπως το έλεγε αρχίζοντας
από τα καζάνια για να πάρει προαγωγή μετά από χρόνια
και να ανέβει στο πρώτο και στα πιάτα.
Το μόνο που σκεφτότανε πλέον ήταν να γυρίσει πίσω ζωντανός
και να πεθάνει στην Πατρίδα.
Στην γειτονιά όμως ήταν παράδειγμα προς μίμηση...
"...σώθηκε ο άνθρωπος...γέμισε το στομάχι του και η τσέπη του..."
Και ο κατηχητής του...."αμ του τάλεγα...ευτυχώς με άκουσε..."
Ποτέ όμως δεν εξήγησε στην ομήγυρη γιατί δεν έκανε και ο ίδιος
τα ίδια βήματα αφού και η δική του τσέπη  είχε μόνο κέρματα
και περνούσε από μακριά από τον μπακάλη λόγω του ότι
το τεφτέρι δεν είχε άλλες σελίδες.

Αμίν Νταντά

$
0
0

Ο εφοπλιστής Γ. Καραγιώργης αγόρασε το αυτοκίνητο του Π. Καμμένου


  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
Ο εφοπλιστής Γ. Καραγιώργης φέρεται να είναι ο αγοραστής του αυτοκινήτου που πούλησε αντί 100.000 ευρώ ο Πρόεδρος των ΑΝΕΛ, Πάνος Καμμένος, σύμφωνα με ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ.
Όπως μετέδωσε ο ΣΚΑΪ, πρόκειται για λιμουζίνα του αιμοσταγούς δικτάτορα της Ουγκάντα Αμίν Νταντά. Σύμφωνα με το κανάλι, το αυτοκίνητο το αγόρασε ο εφοπλιστής Γιάννης Καραγεώργης, γνωστός για την πρόσφατη σύλληψη του αλλά και για τη απόπειρα εμπλοκής του με τα ΜΜΕ.
Ειδικότερα, στο τελευταίο πόθεν έσχες του υπουργού Άμυνας φαίνεται η πώληση Ι.Χ. 5.547 κ.ε. χρονολογίας του 1978 προς 100.000 ευρώ. Αντίστοιχα αυτοκίνητα πουλιούνται σήμερα προς 5.000 και 10.000 ευρώ, το συγκεκριμένο όμως έχει συλλεκτική αξία καθώς ανήκε στον πρώην δικτάτορα της Ουγκάντας.
Η βαριά θωρακισμένη Mercedes πέρασε στην κατοχή του Π. Καμμένου το 1995. Ο ΣΚΑΪ αποκαλύπτει πως ο Π. Καμμένος μεταβίβασε την Mercedes στις 31/12/2015. Πουλήθηκε στην εταιρεία Times Navigation. Η εν λόγω ναυτιλιακή ανήκει στον εφοπλιστή Γιάννη Καραγεώργη που συνελήφθη τον Οκτώβριο του 2016 από τις ολλανδικές αρχές για πλαστογραφία και δόλια πτώχευση με τον ίδιο να αντικρούει τις κατηγορίες στα δικαστήρια.
Σύμφωνα με πληροφορίες του ΣΚΑΪ ο εφοπλιστής πούλησε στη συνέχεια το αμάξι σε συλλέκτη από την Αγγλία.
http://www.capital.gr/




Μηχανή του Χρόνου: Αμίν Νταντά. Ο "χασάπης"δικτάτορας της Ουγκάντα, που έτρωγε τα θύματά του


Adtech Ad

Τον έχουν αποκαλέσει και Χίτλερ της Αφρικής.
Ο πρώην πρωταθλητής μποξ και αργότερα υψηλόβαθμος στρατιωτικός Αμίν Νταντά, κατέλαβε με τη βία την εξουσία το 1971, από τον πρόεδρο Απόλο Μίλτον Ομπότε, γράφοντας μια από τις πιο αισχρές σελίδες στην ιστορία της χώρας.
Στη διάρκεια των 8 ετών που κυβέρνησε, μπήκαν στο στόχαστρό του όλοι οι πολίτες της χώρας.
Περισσότεροι από 300 χιλιάδες εκτελέστηκαν και 70 χιλιάδες απελάθηκαν με κριτήρια «πολιτικά», «νομικά» και κυρίως ρατσιστικά.


Ανθρωποφάγος;
Εκτός όλων των άλλων, παραμένει αδιευκρίνιστη η φήμη περί ανθρωποφαγίας, που τον συνόδευε.
Γινόταν λόγος για τη μανία του Αμίν να τρώει το συκώτι των θυμάτων του, πεπεισμένος ότι έτσι θα εμπόδιζε το πνεύμα τους να επιστρέψει για να ζητήσει εκδίκηση.
Ο δικτάτορας πίστευε με κλειστά τα μάτια, κάθε δοξασία που έβγαινε από το στόμα των μάγων που είχε στην υπηρεσία του.
Λέγεται μάλιστα ότι κρατούσε στο ψυγείο του σπιτιού του τα κεφάλια μερικών από τους εχθρούς του, στα οποία πολλές φορές απευθυνόταν σαν να κουβέντιαζε.

Βασανιστής
Του άρεσε να μαστιγώνει τους εχθρούς του με μαστίγιο από δέρμα ιπποπόταμου, ή να προτείνει σε έναν μελλοθάνατο να τον ικετεύει για την επιείκειά του, προκειμένου να αποφύγει την εκτέλεση.
Οι καταδικασμένοι έκλαιγαν, βογκούσαν και σέρνονταν μπροστά στον Αμίν, όμως στο τέλος κατέληγαν στην αγχόνη.
Του άρεσε να ταπεινώνει τους ανθρώπους.
Κάποτε υποχρέωσε μισή ντουζίνα δυτικούς επιχειρηματίες να τον μεταφέρουν επάνω σε φορητό κάθισμα, στη διάρκεια μιας γιορτής.
Στη συνέχεια έδωσε τις φωτογραφίες στη δημοσιότητα, για να αποδείξει «την υποταγή των λευκών στον Ιντι Αμίν Νταντά».

Για τα εγκλήματα που διέπραξε, δεν πλήρωσε ποτέ. Πέθανε σε ηλικία 78 ετών στον ύπνο του.
Τα έργα και οι ημέρες του δικτάτορα
Αμέσως μετά το επιτυχημένο πραξικόπημα, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Αμιν Νταντά, ήταν να αλλάξει τον τίτλο του.
Πλέον έπρεπε να τον προσφωνούν ως «Εξοχότατος Πρόεδρος Αιωνίως, Στρατάρχης Αλ Χατζί Ντόκτορ Ίντι Αμίν, VC – DCO – MC (παράσημα), Άρχοντας των Θηρίων της Γης και των Ψαριών της Θάλασσας και Κατακτητής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας Γενικώς και Ειδικώς για την Ουγκάντα».
Παράλληλα, προχώρησε σε εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στον στρατό, στις υπηρεσίες ασφαλείας και στον δημόσιο τομέα, προκειμένου να εκμηδενίσει οποιαδήποτε κίνηση ανατροπής του. Οι άνθρωποι που στήριζαν τον εξόριστο πρόεδρο, εξαφανίστηκαν.
Τη θέση τους πήραν άτομα του περιβάλλοντος Νταντά, τα οποία αν και αγράμματα στην πλειοψηφία τους, ανέβηκαν σε υπουργικές και άλλες υψηλές καρέκλες.
Εξάλλου, δεν είχε σημασία, καθώς τις αποφάσεις τις έπαιρνε μόνο ο δικτάτορας και το Πολεμικό Συμβούλιο που είχε δημιουργήσει και φυσικά ήταν πρόεδρος.

Οι στρατιωτικοί νόμοι υπερίσχυαν του Συντάγματος και η Προεδρική Κατοικία της Καμπάλα μετονομάστηκε σε Κέντρο Διοίκησης.
Κατάργησε τις Μυστικές Υπηρεσίες και τα στελέχη τους και έφτιαξε το Κρατικό Γραφείο Ερευνών, σε ένα προάστιο της πρωτεύουσας.
Εκεί, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες της Ουγκάντα έζησαν φρικιαστικά βασανιστήρια και πολλοί εκτελέστηκαν.
Από τις πρώτες πληθυσμιακές ομάδες που εκκαθάρισε, ήταν οι φυλές Λάνγκο και Ατσόλι.
Η αρχή έγινε με όσους υπηρετούσαν στην κυβέρνηση και στο στράτευμα και αργότερα επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα.
Μετανάστες, θρησκευτικοί ηγέτες, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, δικαστές, δικηγόροι, φοιτητές, διανοούμενοι, αλλοδαποί και άλλοι, έχασαν τη ζωή τους, εξαιτίας του μακελάρη.
Οι κατηγορίες εναντίον τους ήταν από ψευδείς ως ανύπαρκτες και τα πτώματα γέμιζαν καθημερινά το ποτάμι του Νείλου, όπου τα πετούσαν.

Οικονομικός πόλεμος και ρατσιστικές απελάσεις
Το 1972, κήρυξε οικονομικό πόλεμο στους Ασιάτες της Ουγκάντα.
Παρά το γεγονός ότι είχαν εγκατασταθεί πριν από πολλές δεκαετίες στη χώρα και είχαν αφομοιωθεί από την κοινωνία, θεωρήθηκαν ξένοι που εκμεταλλεύονταν τον ιδρώτα του λαού.
Οι Ασιάτες όμως αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του εμπορίου.
Ινδοί και Πακιστανοί έχασαν τις επιχειρήσεις και τις περιουσίες τους, οι οποίες με συνοπτικές διαδικασίες δημεύτηκαν.
Μέσα σε 90 ημέρες, κάπου 70.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ουγκάντα, αφήνοντας πίσω τους όλα τους τα υπάρχοντα. Το μόνο που τους επετράπη, ήταν να πάρουν 100 δολάρια.
Τα καταστήματα και τα εργοστάσια δόθηκαν από τον Νταντά σε δικούς του ανθρώπους, που κατάφεραν μέσα σε λίγες ημέρες να τα κλείσουν οριστικά.
Το ίδιο έκανε και με 85 βρετανικές επιχειρήσεις, διακόπτοντας οριστικά τις διπλωματικές σχέσεις με την Αγγλία.
Η οικονομία της Ουγκάντας, που εκείνη την εποχή ήταν πολλά υποσχόμενη, κατέρρευσε.
Στην κοινωνία, επικρατούσε ένα ανεπανάληπτο αλαλούμ.
Ο Νταντά υποσχόταν λαγούς με πετραχήλια, ενώ οι υπηρεσίες του κράτους υπολειτουργούσαν και δεν υπήρχαν λεφτά.
Όσο για την αρχική του δέσμευση, ότι θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές, όταν θα ομαλοποιούνταν η κατάσταση, δεν υπήρχε πλέον ούτε σαν ανάμνηση.
Στον στρατό, όποιος ήθελε έδινε προαγωγή στον εαυτό του και το ίδιο ίσχυε και στον δημόσιο τομέα.
Έτσι, με διάφορα ονομαστικά αξιώματα, καταληστευόταν το βιος των ανθρώπων.
Η καθημερινότητα περιελάμβανε σταθερά βιασμούς, βασανιστήρια, εξαφανίσεις, ακρωτηριασμούς, εκτελέσεις, εκβιασμούς, διωγμούς, αίμα.

Το παραλήρημα του παρανοϊκού δικτάτορα είχε μόλις αρχίσει.
Η διεθνής κοινότητα, παρά τις καταγγελίες, δεν έδινε καμία σημασία και ο Αμίν Νταντά σκότωνε ανεξέλεγκτα, χωρίς να φοβάται κανέναν και τίποτα.
Παρά ταύτα, το 1975 κατάφερε να εκλεγεί πρόεδρος του Οργανισμού Αφρικανικής Ένωσης. Πλέον μιλούσε δημόσια εναντίον του Ισραήλ, εκτοξεύοντας απειλές και συμμαχούσε με τον Καντάφι για την προμήθεια όπλων. Εμφανιζόταν ως υπέρμαχος των Παλαιστινίων, στους οποίους προσέφερε για αρχηγείο τους την πρεσβεία των Ισραηλινών.
Τον Ιούλη του 1976, επετράπη σε 2 μέλη του Παλαιστινιακού μετώπου, που είχαν κάνει αεροπειρατεία σε ένα αεροσκάφος της Air France, στο οποίο επέβαιναν αρκετοί Ισραηλινοί, να το προσγειώσουν στο αεροδρόμιο Εντέμπε.
Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει πολύνεκρη επιχείρηση από Ισραηλινούς κομάντος.
Πλέον, είχε απέναντί του όλη τη διεθνή κοινότητα.
Ο φόνος της γυναίκας του
Απόκτησε τουλάχιστον 40 απογόνους με τις πέντε συζύγους και τις 20 επίσημες ερωμένες του, χώρια τις γυναίκες που πέρασαν ευκαιριακά από το κρεβάτι του, με ή χωρίς τη θέλησή τους.
Η αγριότητά του όμως δεν σταματούσε. Ο δικτάτορας ζήτησε διαζύγιο από τις τρεις πρώτες συζύγους του -τις Μαλιάμου, Κέι και Νόρα- όταν έμαθε ότι δεν του ήταν πιστές.
Η ζωή τους μετατράπηκε αμέσως σε εφιάλτη, αφού ο απατημένος σύζυγος και οι μπράβοι του δεν σταμάτησαν να τις ενοχλούν.
Στο τέλος, η Κέι βρέθηκε νεκρή και τεμαχισμένη στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου.
Η Μαλιάμου και η Νόρα κατάφεραν να φύγουν από τη χώρα.
Ο τύραννος είχε τότε πλέον αποκτήσει άλλες δύο συζύγους, τις Μαντίνα και Σάρα, που συχνά εμφανίζονταν με μελανιές, τις οποίες απέδιδαν σε οικιακά ατυχήματα.

Απείλησε με μακελειό, για να κοπούν σκηνές από ντοκιμαντέρ
Στα ντοκιμαντέρ που γυρίζονταν για αυτόν, ήταν εμφανές ότι ο άνθρωπος έπασχε.
Μιλούσε για τη στρατηγική που θα ακολουθούσε εναντίον του Ισραήλ στο πεδίο της μάχης, βασάνιζε κροκόδειλους και γελούσε με ανοησίες που μόνο ο ίδιος καταλάβαινε.
Το 1974, γυρίστηκε ακόμη ένα ντοκιμαντέρ για τον πρόεδρο της Ουγκάντας, Ιντι Αμίν Νταντά.
Ο σκηνοθέτης, Μπάρμπετ Σρέντερ, υποχρεώθηκε από τον δικτάτορα να λογοκρίνει αυστηρά το ντοκιμαντέρ.
Ο πραξικοπηματίας ήθελε να αφαιρεθούν από την ταινία, οι σκηνές με τις οποίες διαφωνούσε και τον έπεισε με ένα βάναυσο τρόπο.
Τηλεφώνησαν στον Σρέντερ Γάλλοι υπήκοοι, που τους είχαν κλείσει σε ένα ξενοδοχείο άντρες του Νταντά.
Υπό την απειλή όπλων, ικέτευαν τον σκηνοθέτη να κάνει ότι του πουν, αλλιώς θα εκτελούνταν.
Ο Σρέντερ συμφώνησε.
Οι ιστορίες για έναν από τους πιο βάναυσους δικτάτορες είναι ατελείωτες.
Και σε όλες πρωταγωνιστούν το αίμα, οι ακρότητες και οι δολοφονίες.

Η πτώση
Ο Αμίν Νταντά εγκατέλειψε την εξουσία τον Ιανουάριο του 1979, λίγους μήνες μετά την παραβίαση των συνόρων με την Τανζανία από τον στρατό της Ουγκάντας, που προκάλεσε την εισβολή των τανζανικών στρατευμάτων στη χώρα.
Ο τανζανικός στρατός, έχοντας στο πλευρό του τους αντάρτες της Ουγκάντα, που είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από το θανατηφόρο καθεστώς, συνέτριψαν το ανοργάνωτο στράτευμα του Νταντά.
Ο Νταντά ζήτησε άσυλο πρώτα στη Λιβύη, έπειτα στο Ιράκ και τέλος εγκαταστάθηκε στη Σαουδική Αραβία.
Το χάος που άφησε πίσω του, έγινε παγκόσμιο παράδειγμα προς αποφυγή και η χώρα από τότε ακόμη παλεύει για να τα καταφέρει.

Οι μικροί Γαβριάδες του λιμανιού (Τα παιδιά του Πειραιά)

$
0
0




Το λιμάνι του Πειραιά από το 1860 και ύστερα αποτέλεσε ένα πόλο έλξης για γρήγορο μεροκάματο αλλά και συνάμα ένα λαμπρό πεδίο παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης. Παιδιά που δούλευαν στο δρόμο, που κοιμόντουσαν όπου και όπως εύρισκαν, σε κασόνια και σε βάρκες που τις άφηναν παρατημένες τη νύχτα στην αποβάθρα. Αποτελούσαν μια γνώριμη εικόνα του λιμανιού.

Ιδρύματα όπως το "Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων"υπήρξαν μια κάποια σανίδα σωτηρίας. Ωστόσο ο αριθμός των παιδιών που παρέμεναν στους δρόμους ήταν δραματικός ως προς το μέγεθός του. Ολοένα περισσότερα παιδιά εμφανίζονταν στο λιμάνι, καθώς οι γονείς τους μετακόμιζαν στον Πειραιά για να βρουν εργασία σε κάποια φάμπρικα, ο μισθός των οποίων όμως, αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας. Παιδιά ορφανά από γονείς, παιδιά πρόσφυγες, παιδιά από οικογένειες που αδυνατούσαν να τα συντηρήσουν, κατέφευγαν στο λιμάνι να βρουν το δικό τους δρόμο.

Όμως και αυτά τα παιδιά του λιμανιού είχαν δικαιώματα. Επιθυμούσαν ένα πιάτο φαγητού, ένα παιχνίδι, μια γωνιά να κοιμηθούν.


Ήταν οι μικροί Γαβριάδες, από τον μικρό ήρωα Γαβριά του Βίκτωρος Ουγκώ στο έργου του "Οι Άθλιοι", που ενέπνευσε πολλούς λογοτέχνες και δημοσιογράφους της προπολεμικής εποχής να τους αποδώσουν αυτόν τον χαρακτηρισμό. Όλη τη δεκαετία του 1920 και του 1930 τα αλάνια του λιμανιού, τα παιδιά του Πειραιά, είχαν αποκτήσει το λογοτεχνικό χαρακτηρισμό "μικροί Γαβριάδες".
Τα παιδιά του Πειραιά ήταν όντως παιδιά!

Για τους υπόλοιπους που αγνοούσαν τόσο τον Ουγκώ όσο και τους "Άθλιους"ήταν απλώς τα αλητόπαιδα ή αλλιώς τα χαμίνια του λιμανιού. Ήταν οι μικροί φτωχοδιάβολοι που άλλοτε ως λούστροι, άλλοτε ως μικροπωλητές με την τάβλα να κρέμεται με ιμάντα από το λαιμό τους, πωλούσαν κουλούρια, παστέλια ή άλλα μικροαντικείμενα.

Κηδεία παιδιού σε προσφυγικό συνοικισμό

Ο Πειραιάς κατείχε την θλιβερή πρώτη θέση στον τομέα της παιδικής εργασίας. Το λιμάνι, τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες είχαν ανάγκες, για την κάλυψη των οποίων προσλάμβαναν και παιδιά.

Η "Λέσχη εργαζόμενου παιδιού"προσπαθούσε τις Κυριακές να προσφέρει παιχνίδι, ξεγνοιασιά και διασκέδαση στα παιδιά αυτά, ορίζοντας μάλιστα και ώρες όπως γινόταν με τα μαθήματα.
Το ωρολόγιο πρόγραμμα της Κυριακής ανέγραφε: "Διασκέδαση από 18.00 έως 19.30'ώρα".

Στα παιδιά έπρεπε να γίνει γνωστό ότι η Κυριακή ήταν ημέρα αργίας. Η εργασία δεν είχε θέση τις Κυριακές. "Ποτέ την Κυριακή!"το σύνθημα.

Τις υπόλοιπες ημέρες τα πρωινά δούλευαν και τα απογεύματα παρακολουθούσαν μαθήματα. Στο ίδιο κτήριο της Λέσχης υπήρχαν και κρεβάτια. Κοιμόντουσαν μέχρι να εξασφαλίσουν δικά τους μέσα στέγασης.

1938 Βραδυνή Διδασκαλία στη "Λέσχη Εργαζόμενου Παιδιού". Η Λέσχη αποτελούσε ένα μέρος του ευρύτερου προγράμματος του σωματείου με την επωνυμία "Εθνικό Ίδρυμα Προστασίας Εργαζόμενου Παιδιού". Στον Πειραιά η Λέσχη βρισκόταν εγκατεστημένη σε ένα κτήριο στην Αγία Σοφία επί της οδού Παλαμηδίου.


Τα χαμίνια του λιμανιού, οι μικροί Γαβριάδες αποτελούσαν ρημάδια της θλιβερής μοίρας που περιφέρονταν στο λιμάνι, αναζητώντας τρόπους να επιβιώσουν. Περιφέρονταν σαν χαμένα στις αποβάθρες, κρατώντας στην αγκαλιά τα μεγαλύτερα παιδιά, τα μικρότερα στην ηλικία αδέλφια τους.

Γαβριάδες υπήρχαν και στην Αθήνα και στις άλλες μεγαλουπόλεις. Όμως στον Πειραιά ο αριθμός τους υπερέβαινε κάθε προηγούμενο. Οι Γαβριάδες ταύτισαν την ύπαρξή τους με το μεγάλο λιμάνι, κατά συνέπεια με τον Πειραιά!

Άπορα παιδιά επιστράτων των Βαλκανικών Πολέμων του 1912 - 13

Ο αριθμός των παιδιών - χαμινιών είχε φτάσει σε τόσο μεγάλο αριθμό, ώστε οι ταξιδιώτες που έφταναν στο λιμάνι του Πειραιά, τα θεωρούσαν πλέον ως μέρος της τοπογραφίας του λιμανιού, ένα "αναγκαίο κακό"για το οποίο δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι για να το μεταβάλουν. Αυτά ήταν τα "Παιδιά του Πειραιά"στην πραγματική ζωή, πριν χρόνια αργότερα γίνουν τραγούδι και ταινία.

Και φυσικά αυτά τα παιδιά, όταν δεν έβρισκαν νόμιμη εργασία, "επιστρατεύονταν"να επιτελέσουν ένα ρόλο, σε κάποια από τις πολυάριθμες ομάδες του περιθωρίου, που δεν έχαναν την ευκαιρία της εκμετάλλευσης. Οι δουλείες του "ποδαριού"απαιτούσαν γρηγοράδα, ευκινησία και πρόδηλη αθωότητα. Και αυτά τα χαρακτηριστικά τα διέθεταν τα παιδιά.

Ρακένδυτα παιδιά περιφέρονταν στις προβλήτες αναζητώντας τρόπους επιβίωσης

Ιούλιος 1917


Τα παιδιά του Πειραιά, οι μικροί Γαβριάδες, αποτελούσαν το ένα μέρος του σκηνικού. Το άλλο μέρος του ήταν οι αχθοφόροι, οι βαρκάρηδες, οι γεμιτζήδες, οι αραμπατζήδες και οι ναυτικοί.

Μεγάλος αριθμός από τα παιδιά του Πειραιά δούλευαν στα δεξιά όπως βλέπει ο επισκέπτης το λιμάνι, προς του Ξαβέρη τα καρνάγια. Άλλα στα Καρβουνιάρικα κατάμαυρα από τη σκόνη, ήταν πολύ εύκολο να τα καταλάβεις.

Αυτά της Πλατείας Καραϊσκάκη και του Τζελέπη ήταν περισσότερα ευάλωτα στην ανομία καθώς εκεί σύχναζαν οι "περίεργοι"του λιμανιού. Όπου πολύς κόσμος και οι ευκαιρίες...

Άλλα εργάζονταν έξω από το λιμάνι, στα εργοστάσια και στις βιοτεχνίες. Τα πιο τυχερά γίνονταν μπακαλόγατοι. Εκτός από τα τελευταία, όλα τα υπόλοιπα είχαν κοινά γνωρίσματα. Περιφέρονταν με βρομισμένα ή σχισμένα ρούχα, ξυπόλητα, χλωμά, κακομοιριασμένα.

Μετακίνηση των Γαβριάδων με το Τραμ
Η περίθαλψη και η περισυλλογή αυτών των παιδιών του λιμανιού, δεν αποτελούσε μόνο καθήκον της Λέσχης του εργαζόμενου παιδιού. Υπήρξαν πολλά σωματεία, ενώσεις, σύλλογοι και ιδρύματα που προσπάθησαν να προσφέρουν ό,τι μπορούσε το καθένα για την ανακούφιση των παιδιών του λιμανιού.

Η εικόνα αυτή, είχε μεταφερθεί και στο εξωτερικό. Το 1934 η Λαίδη Κρόσφιλντ δημιούργησε στον Πειραιά την "Παιδική Στέγη"τη διαχείριση της οποίας είχε αναλάβει η Κική Παπαστράτου.

Η "Παιδική Στέγη"περισυνέλεγε τα παιδιά των βιοπαλαιστών γονέων που περιφέρονταν στους δρόμους και τους προσέφερε τροφή και ψυχαγωγία. Το ίδρυμα αυτό της Λαίδης Κρόσφιλντ λειτούργησε για πρώτη στο τότε νεοσύστατο Δήμο Αγίου Γεωργίου (Κερατσίνι). Μη ξεχνάμε ότι το 1934 ήταν το έτος κατακερματισμού του Πειραιά σε Δήμους και σε κοινότητες. Η "Παιδική Στέγη"είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον της κυρίως στα παιδιά των Ταμπουρίων και της Δραπετσώνας.

Τα χαμίνια του Πειραϊκού Λιμένα τριγυρνούν γυμνά -μόλις έχουν βγει από τη θάλασσα όπου έκαναν μπάνιο- ανάμεσα από τους Γάλλους στρατιώτες. Βρισκόμαστε στην Γαλλική Κατοχή του Πειραιά του 1917
Μόνο όποιος είχε ζήσει αυτή τη ζωή του λιμανιού μπορούσε να εκτιμήσει την αξία ενός ζεστού πιάτου φαγητού, τη θαλπωρή ενός κρεβατιού που προσέφερε προστασία από το κρύο και τις βροχές του χειμώνα.

Πολλά από αυτά τα παιδιά του λιμανιού, μεγαλώνοντας έγιναν πετυχημένοι επαγγελματίες χωρίς να λησμονήσουν όμως ποτέ τη μίζερη ζωή των παιδικών τους χρόνων. Και υπήρξαν σπουδαίοι ευεργέτες, ειδικά για αυτά τα παιδιά του Πειραιά που κάποτε υπήρξαν και οι ίδιοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του Κωνσταντίνου Μπάκαλα. Υπήρξε κι εκείνος ένας Γαβριάς!

Το έργο του στη συνέχεια μεγάλο. Αναλαμβάνει επικεφαλής του Πατριωτικού Ιδρύματος του Πειραιά το οποίο βρίσκεται άνευ στέγης. Διαθέτει ιδιόκτητο μέγαρο στη συμβολή των οδών Μπουμπουλίνας και Καραΐσκου. Δημιουργεί περίπτερα στις εξοχές της Βούλας για να παραθερίζουν τα παιδιά, ενώ διαθέτει και μια έκταση επί της Λεωφόρου Σωκράτους και Ναυάρχου Μπήττυ (Ηρ. Πολυτεχνείου και Καραολή και Δημητρίου σήμερα), στην οποία ανεγείρεται το γνωστό σε όλους μας ΠΙΚΠΑ.

Στο πλευρό των παιδιών του Πειραιά στάθηκε και η Αθηνά Δηλαβέρη καθώς προσέφερε καθημερινώς από 1.300 έως 1.900 γεύματα, ενισχύοντας τα μαθητικά συσσίτια.

Όλες οι παραπάνω αναφορές είναι βεβαίως ενδεικτικές, αφού εκκλησίες και ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, σχολεία, προσπαθούσαν προς τον σκοπό αυτό. Τα παιδιά του Πειραιά αποτελούσε φαινόμενο κυρίως της προπολεμικής εποχής.

Η δίνη του αιματηρού Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, δημιούργησε την κατοχική και την μεταπολεμική περίοδο, ανάλογο πρόβλημα σε κάθε ελληνική πόλη.

Τα παιδιά του Πειραιά, του λιμανιού, τα χαμίνια, τα αλητόπαιδα, οι μικροί Γαβριάδες, όπως κι αν τα έλεγαν, όταν κάποτε μεγάλωναν και εντάσσονταν ομαλά στην ελληνική κοινωνία, αποτελούσαν σημείο αναφοράς και θαυμασμού για τις αρχές από τις οποίες διακατέχονταν.

Πολλά από τα παιδιά αυτά στην εφηβεία τους, όσα δεν κατέληξαν στην παρανομία, φοίτησαν σε νυχτερινές επαγγελματικές σχολές, έγιναν σπουδαίοι μηχανικοί, στελέχωσαν το εμπορικό ναυτικό και τις μεγάλες βιοτεχνικές μονάδες. Έγιναν σπουδαίοι μάστοροι.


"Τα παιδιά του Λιμανιού"από ΕΛΙΑ


Γίνονταν άνθρωποι αυθεντικοί, απαλλαγμένοι από υποκρισίες και συμπλέγματα, ζυμωμένοιστον δρόμο και στις προβλήτες του λιμανιού. Γνωρίζοντας τη σκληρότητα και τη βία από πρώτο χέρι και μάλιστα στην ιδιαίτερα ευαίσθητη ηλικία των παιδικών χρόνων, είχαν αναπτύξει έντονα αισθήματα και ευαισθησίες, χαρίσματα θα λέγαμε που γενικώς είχαν εκλείψει στον υπόλοιπο κοινωνικό περίγυρο.

Οι μικροί Γαβριάδες αποτελούσαν μόνιμο θέμα στην προπολεμική λογοτεχνία, αρθρογραφία καθώς και στα χρονογραφήματα των εφημερίδων. Τα παιδιά του λιμανιού που παρέμεναν στο κοινωνικό περιθώριο ή στην παρανομία μετατρέπονταν σε "Παιδιά της πιάτσας".





Κατόπιν αυτών, θεωρώ λανθασμένη την αποδιδόμενη έννοια της λέξης "Γαύρος"για τους φιλάθλους της ομάδας του Ολυμπιακού, που δήθεν κρατά την προέλευσή της από το γνωστό ψάρι.

Τα φρέσκα αλιεύματα, ειδικά την προπολεμική εποχή δεν αποτελούσαν διατροφική προτίμηση και μάλιστα φθηνή όπως κάποιοι νομίζουν. Τα ψάρια τότε δεν μπορούσαν να διατηρηθούν φρέσκα. Δεν υπήρχαν μηχανήματα να τα διατηρήσουν ώστε να φτάσουν φρέσκα από την αλίευση στον καταναλωτή. Αυτό που ισχύει σήμερα δεν ίσχυε τότε! Το ψάρι γαύρος σήμερα είναι φθηνότερο από τα υπόλοιπα ψάρια. Τότε όλα τα φρέσκα αλιεύματα ήταν ακριβά αλλά το σπουδαιότερο δεν αποτελούσαν πρωτεύουσα επιλογή της εργατικής τάξης.





Τα ψάρια προπολεμικά καταναλώνονταν παστά από τους φτωχούς ανθρώπους οι οποίοι τα αγόραζαν από τα μπακάλικα της γειτονίας τους. Ακόμα και η ίδια η ονομασία του ψαριού "γαύρος"δεν βρισκόταν σε χρήση την προπολεμική εποχή, καθώς ο παστός γαύρος λεγόταν τότε αντζούγια. Οι περίφημες και γνωστές αντζούγιες όπως και οι παστές σαρδέλες ήταν στον Πειραιά εδέσματα που συνόδευαν την κατανάλωση ρετσίνας.


Μικρός λούστρος διαβάζει στα σκαλιά της εκκλησίας - 1933



Για να επιστρέψουμε όμως στα παιδιά του λιμανιού, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των μικρών Γαβριάδων, αποτέλεσαν θέμα και τίτλο κινηματογραφικών ταινιών αλλά και τραγουδιών. Τα παιδιά του Πειραιά μπορεί να έγιναν παγκοσμίως γνωστά από την Μελίνα Μερκούρηστην ταινία "Ποτέ την Κυριακή"με την υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά για μεγάλη χρονική διάρκεια πριν γίνουν τραγούδι, αποτελούσαν ένα κοινωνικό πρόβλημα που είχε λάβει ανεξέλεγκτες κοινωνικές διαστάσεις.

Την κατοχική περίοδο αλλά και μεταπολεμικά ο όρος "Γαβριάς"ή "Γαβριάδες"χάθηκε, διότι η αθλιότητα λόγω πολέμου γενικεύθηκε και εξαπλώθηκε σε όλες τις ηλικίες. Η φτώχεια έπαψε να αποτελεί "προνόμιο"των παιδιών του λιμανιού. Όλοι πλέον λιμοκτονούσαν. Άλλωστε ποιος γνώριζε τον μικρό Γαβριά του Ουγκώ; Πολύ εύκολα ο "Γαβριάς"έγινε "Γάβρος".

Οι Γαβριάδες με την κοινωνική ανάπτυξη άρχισαν να χάνονται από το λιμάνι. Συνέχιζαν όμως να παραμένουν στη θύμηση όλων εκείνων που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια ζώντας στις κασέλες και στα πρόχειρα παραπήγματα του Πειραϊκού λιμένα.
του Στέφανου Μίλεση

1960 Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες

Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>