Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Ο φίλος μας ο θυρωρός

$
0
0







  • Οικογενειακός φίλος....επάγγελμα θυρωρός εκείνα τα χρόνια πίσω από το Μουσείο.
    Είχε ένα μικρό διαμερισματάκι στο υπόγειο της πολυκατοικίας... του θυρωρού
    όπως λεγότανε.
    Ο θυρωρός έπρεπε να είναι αποδεκτός από την πλειοψηφία των ιδιοκτητών.
    Ήταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές....ο έμπιστος που γνώριζε και τα οικογενειακά των ενοίκων.
    Έπαιρνε την αλληλογραφία από τον ταχυδρόμο και την μοίραζε
    πόρτα-πόρτα.
    Φρόντιζε για την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων...την ασφάλεια
    της πολυκατοικίας....
    Κατέβαζε τα σκουπίδια...
    Εσωτερικό τηλέφωνο εκτός από το θυρωρείο είχε και στο διαμέρισμά του
    και χτυπούσε απίθανες ώρες.
    Πηγαίναμε αργά και που επίσκεψη στον φίλο της οικογένειας αναλόγως ντυμένοι
    και με οδηγίες οι μικροί για την συμπεριφορά.
    Μαθημένοι από τις κάμαρες της αυλής την αλάνα το πέρα δώθε με τους συναυλικούς αυτή η επίσκεψη πίσω από το Μουσείο δεν ήταν και η ευτυχέστερη οικογενειακή βόλτα.
    Άστραφτε η είσοδος της πολυκατοικίας....γυαλισμένα τα πάντα...μεγάλες γλάστρες....
    Κατεβαίναμε στο υπόγειο και μας έπιανε η ψυχή μας....σπίτι χωρίς παράθυρο
    δεν έβλεπες συχνά και με τον ήλιο ντάλα να ανάβουν φώς.
    Μεσημέρι Κυριακής στρωνότανε το τραπέζι και τελευταίος ερχότανε ο φίλος μας
    ο θυρωρός που θα έκανε κάποια αγγαρεία ενοίκου.
    Να πάει να πάρει τσιγάρα...εφημερίδα....να σφίξει κάποια βρύση....
    Ήξερε τις συνήθειες...τις παραξενιές όλων...
    Επιτέλους καθόμαστε για φαϊ και άρχιζε το εσωτερικό τηλέφωνο να χτυπάει
    και αυτός με περίσσεια ευγένεια να απαντάει.
    Μας άφηνε και έφευγε ζητώντας συγγνώμη....
    Στο σπίτι ερχότανε η γυναίκα του και τα παιδιά του ο ίδιος ποτέ
    κράταγε το οχυρό.
    Η ζωή του όλη ήταν η πολυκατοικία και το θυρωρείο.

Ελβιέλα – Το διάσημο ελληνικό παπούτσι που εκτοπίστηκε από τις πολυεθνικές

$
0
0

Η λέξη "Ελβιέλα"ήταν συνώνυμο του αθλητικού παπουτσιού στην Ελλάδα
Πολύ πριν τα διάσημα "All Star" γίνουν το νούμερο 1 στις προτιμήσεις των νέων παιδιών στα αθλητικά παπούτσια και καταλάβουν εξέχουσα θέση στα editorial μόδας, η Ελλάδα είχε τη δική της λέξη για να περιγράψει αυτά τα παπούτσια: "Ελβιέλα", ήταν το συνώνυμο του αθλητικού πάνινου παπουτσιού μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80.
Όσοι διανύουν την τέταρτη plus, δεκαετία της ζωής τους θυμούνται τους γονείς τους να λένε: "Πάλιωσαν οι ελβιέλες σου, να πάμε στο Λαμπρόπουλο να πάρουμε καινούργιες για το σχολείο" , εννοώντας ότι το παιδί τους χρειάζεται καινούργια αθλητικά παπούτσια για τη γυμναστική.
Λέγοντας "Ελβιέλα" δεν εννοούσαν τίποτα άλλο από πάνινα αθλητικά παπούτσια με λαστιχένια σόλα. Τα συγκεκριμένα αθλητικά παπούτσια ονομάστηκαν έτσι από την ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ., την Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικών που δραστηριοποιήθηκε στη χώρα μας από το 1940 έως τη δεκαετία του 60 που έκλεισε και έφερε αυτού του είδους τα παπούτσια στην Ελλάδα.
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1928 από τους Νικόλαο Μαυροφίδη και Νικόλαο Αγνιάδη, κι οι δυο με καταγωγή από τη Μικρά Ασία (ο πρώτος από το Ικόνιο). Το είδος για το οποίο είναι γνωστή είναι τα πάνινα αθλητικά παπούτσια με λαστιχένια σόλα, τα οποία παρήγαγε κατά κόρο. Η εταιρεία, που έμεινε ανενεργή σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, άνθισε στη δεκαετία 1950-1960.
Ο αρχικός ιδρυτής της Νικόλαος Μαυροφίδης, πέθανε το 1944 και το μερίδιό του κληροδοτήθηκε στους γιούς του Αιμίλιο και Στέφανο Μαυροφίδη.Τότε τα παπούτσια αυτά έβγαιναν μόνο σε άσπρο χρώμα και τα φορούσαν μόνο τα μικρά παιδιά στη Γυμναστική και στις παρελάσεις. Επειδή εκείνη την εποχή αυτά ήταν τα μόνα αθλητικά παπούτσια που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα, και δεν υπήρχε άλλη εταιρεία που να κατασκευάζει τέτοιου είδους παπούτσια, επικράτησε ο όρος ελβιέλες (από το αρκτικόλεξο ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ).
Λίγο μετά το Πάσχα του 1963, η εταιρεία «Ζίτα Ελλάς», την οποία είχε ιδρύσει στις αρχές του 1928 ο επιχειρηματίας Ιωάννης Ζαφειρόπουλος του Παναγιώτου, η οποία μέχρι τότε παρήγαγε μόνο δερμάτινα υποδήματα πολυτελείας και ανέλαβαν τα ηνία της οι δυο γιοι του Ζαφειρόπουλου ο Παναγιώτης και ο Ανδρέας, θέλοντας να ανταγωνιστεί την ΕΛΒΙΕΛΑ, ξεκίνησε την παραγωγή τέτοιων παπουτσιών, τα οποία έβγαζε και σε μποτάκια.
Η εταιρεία σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία της στα μέσα του 1961, καθώς υπέστη γενική κατάσχεση λόγω χρεών σε τράπεζες και ιδιώτες πιστωτές, ενώ ο Αγνιάδης είχε ήδη αποχωρήσει λόγω ηλικίας. Η ονομασία της εταιρείας ΕΛΒΙΕΛΑ, της οποίας η έδρα βρισκόταν στην Καλλιθέα (οδός Καλυψούς), μετά το κλείσιμό της πωλήθηκε από τους πιστωτές στη μεγάλη υποδηματοποιία «Αλυσίδα», η οποία είχε την έδρα της στη Θεσσαλονίκη και η εταιρεία μετονομάστηκε σε «Αλυσίδα-ΕΛΒΙΕΛΑ».
Στα μέσα του 1970 ιδρύθηκε στην Ελλάδα η «Sportex», αντιπροσωπεία γαλλικής εταιρείας αθλητικών υποδημάτων, η οποία άρχισε να εισάγει σε μεγάλες ποσότητες τέτοια παπούτσια στη χώρα μας. Τα παπούτσια που εισήγαγε η αντιπροσωπεία της Sportex όπως και εκείνα που παρήγαγε η Ζίτα Ελλάς έβγαιναν σε μεγάλη ποικοιλία χρωμάτων και όχι μόνο σε άσπρο και μπλε όπως οι ελβιέλες και είχαν μεγαλύτερη ζήτηση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εταιρεία Αλυσίδα-ΕΛΒΙΕΛΑ να κλείσει στα τέλη του 1974. Όμως τα παπούτσια αυτά εξακολοθούσαν να αποκαλούνται ελβιέλες μέχρι τις αρχές του 1983, όταν εισήχθησαν για 1η φορά στην Ελλάδα τέτοια παπούτσια κατασκευασμένα από την αμερικανική εταιρεία Converse.
Με πληροφορίες από την Wikipedia
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο MadeinGreecenews

Παραμάνες και βυζάχτρες στην Αθήνα

$
0
0




  • ΖΑΠΠΕΙΟ_ΠΑΡΑΜΑΝΕΣ_1Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
    Θηλάστρια, τροφός, παραμάνα ή βυζάστρα ή βυζάχτρα είναι λέξεις που δεν υπάρχουν πλέον στο καθημερινό λεξιλόγιό μας, αλλά κάποτε πρωταγωνιστούσαν στη ζωή του ελληνικού λαού. Ιδιαίτερα δε το φαινόμενο είχε πάρει σημαντικές διαστάσεις επί μία περίπου εκατονταετία στην πόλη των Αθηνών, από τότε που ορίστηκε ελληνική πρωτεύουσα μέχρι και τη δεκαετία του 1930. Στα χρόνια του Όθωνα και με ιδιωτική πρωτοβουλία εκδηλώθηκε πρώτα το ενδιαφέρον για την εξασφάλιση γάλακτος κυρίως για τα νόθα και εγκαταλελειμμένα παιδιά. Ειδικό κονδύλι του υπουργείου Εσωτερικών υπήρχε για να πληρώνονται οι θηλάστριες και να κρατούν στη ζωή τα ορφανά του αγώνα ή τα μωρά που εγκατέλειπαν στους δρόμους πάμπτωχες γυναίκες που δεν μπορούσαν να τα μεγαλώσουν.
    «Έργον χριστιανικώτατον»
    Έτσι, στα τέλη της βασιλείας του Όθωνα βρίσκουμε πλέον οργανωμένες προσπάθειες για την αναζήτηση θηλαστριών, μέσω του Δημοτικού Βρεφοκομείου που είχε ιδρυθεί με χρήματα ευεργετών. Θεωρώντας, δε, ότι οι γυναίκες που βρίσκονταν στην πόλη δεν ήταν κατάλληλες για τον ρόλο της τροφού, προτιμούσαν να συγκεντρώνουν τα παιδιά στο κτίριο που ανήγειραν στην πλατεία Κουμουνδούρου και σώζεται μέχρι τις ημέρες μας και να προσλαμβάνουν θηλάστριες. Προτιμούσαν, αυτές να προέρχονται από «…τα πέριξ των Αθηνών χωρία διότι αι χωρικαί γυναίκες ούσαι φιλανθρωπότεραι και θέλουσι περιποιείσθαι επιμελέστερον τα ανατεθειμένα εις αυτάς βρέφη». Εκτός αυτού, και οι συνθήκες διαβίωσης στα χωριά ήταν πιο υγιεινές. Όμως, υπήρχε ένα πρόβλημα• οι χωρικές δεν ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν τη διατροφή έκθετων παιδιών. Γι’ αυτό τον λόγο καταβάλλονταν προσπάθειες, μεταξύ των οποίων και της «επιστράτευσης» του Μητροπολίτη, με σκοπό να υποδείξει στους εφημέριους των χωριών ότι, εάν οι γυναίκες σπεύσουν να συνδράμουν στα βρέφη, τότε αυτές «…εκπληρούσιν έργον θεάρεστον και χριστιανικώτατον…».
    Στα μέσα της δεκαετίας του 1860 επιστρατεύονται αστυνομικοί κλητήρες, οι οποίοι παίρνουν και προμήθεια για κάθε καλή θηλάστρια, ενώ όσες παρουσιάζουν καλοδιατηρημένα παιδιά εισπράττουν ιδιαίτερη αμοιβή. Κύριοι τόποι προέλευσής τους ήταν τα νησιά των Κυκλάδων, όπως η Τήνος, η Άνδρος, η Νάξος και η Κέα. Για την ποιότητα και την καλή υγεία των τροφών συχνά εκδίδονταν οδηγίες από την Αστυνομία Αθηνών και Πειραιώς, οι οποίες κρίνονταν αναγκαίες και απαραίτητες, αφού συχνά αυτές μετέδιδαν ασθένειες στα βρέφη. Από τότε άρχισε η άνθηση του επαγγέλματος του «προμηθευτού θηλαστριών», ενώ δεν έλειψαν και περιστατικά μανάδων που «έριχναν» το παιδί τους στη βρεφοδόχο και κατόπιν εμφανίζονταν ως θηλάστριες για να πληρωθούν για τον θηλασμό.
    Και ρουσφέτι το θήλασμα!
    Στα τέλη του 19ου αιώνα δημοσιευόταν στον ελληνικό Τύπο μια συγκλονιστική στατιστική που ήθελε να υπάρχουν στην Αθήνα δέκα χιλιάδες παραμάνες, δηλαδή γυναίκες οι οποίες πωλούσαν το γάλα τους για τις ανάγκες των παιδιών των «καλών οικογενειών»! Ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός αν ληφθούν υπόψη τα τότε πληθυσμιακά στοιχεία της πρωτεύουσας. Επρόκειτο για μόδα της εποχής, η οποία προέκυψε από την υπερπροσφορά των γυναικών που έφθαναν στην πρωτεύουσα για να βρουν την τύχη τους. Νωρίτερα οι παραμάνες ήταν ελάχιστες. Αλλά οι Ελληνίδες μητέρες, είτε για λόγους υγείας, είτε για λόγους μόδας ή ακόμη για να μη χαλά το στήθος τους ή, τέλος, διότι δεν ήταν το ίδιο στοργικές με τις παλαιότερες, έπαιρναν τις παραμάνες τους.
    Οι παραμάνες αναζητούνταν στα χωριά. Εντυπωσιακή προτίμηση είχαν οι γυναίκες από την Αράχωβα και τα Κιούρκα, το ωραίο χωριό της Αττικής. «Αλλ’ είνε σπάνιον να εύρης καλήν, βουνίσιο πράγμα», έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, συμπληρώνοντας πως «δι’ αυτό το έργον της παραμάνας κάμνουν τόρα και άλλαι γυναίκες, θυγατέρες πλυντριών και άλλαι πτωχαί γυναίκες». Για να εξασφαλίζουν τα προς το ζην οι γυναίκες αυτές έπαιρναν για να θηλάσουν βρέφη από το Βρεφοκομείο Αθηνών αντί 15 δραχμών τον μήνα. Ήταν, δε, ένα από τα «ρουσφέτια» που έκαναν οι πολιτικάντηδες της εποχής να διαμεσολαβούν ώστε να εξασφαλίσει μια φτωχή γυναίκα παιδί για θήλασμα.
    ΤΡΟΦΟΣ
    Η παραμάνα του βασιλιά
    Μια Αραχωβίτισσα βύζαξε και τον Διάδοχο –αργότερα Βασιλιά–Κωνσταντίνο. Όταν πέρασαν τα χρόνια έπαιρνε και μια μικρή σύνταξη από το Παλάτι. Η παραμάνα αυτή θεωρείτο «προνομιούχος», ενώ έδωσε και συνεντεύξεις για τις προτιμήσεις και τις κλίσεις του τότε Διαδόχου, ο οποίος «έτρωγε πολύ γάλα και εκοιμάτο πολύ»! Οι παραμάνες που προσλαμβάνονταν στα «καλά σπίτια» μισθοδοτούνταν με 80-100 δραχμές μηνιαίως, ποσόν ικανοποιητικό για τα μέτρα της εποχής. Τρέφονταν καλά και ντύνονταν σύμφωνα με τη «ρώσικη» μόδα. Άσπρα ρούχα και κορδέλες κόκκινες που έδιναν αφορμή να γραφτεί στις εφημερίδες η περιγραφή τους. Η παραμάνα έμοιαζε, σύμφωνα με τον Βλ. Γαβριηλίδη, «σαν αγελάδα στολισμένη με χρυσά και βυζά ως μικρούς ασκούς και καθαρώτατα»!
    Πάντως, τα δημοσιεύματα επισήμαιναν πως «καμμία παραμάνα των Αθηνών δεν είναι ωραία, καμμία γελαστή»! Υποστήριζαν πως ήταν κατά το πλείστον ανδρογυναίκες, σκυθρωπές και χονδροκαμωμένες «διότι το χονδρό κορμί προτιμάται ως σημείον υγείας».
    Στο Ζάππειο συναντούσε κανείς τις παραμάνες δύο-δύο ή τρεις-τρεις μαζί. Συνήθως μιλούσαν αρβανίτικα και την πρώτη διαταγή που έπαιρναν από την κυρία τους όταν έβγαιναν ήταν να μην πλησιάζουν στραγαλατζήδες. Αυτές είναι ελάχιστες πτυχές από τις παραμάνες και τον ρόλο τους στη νεότερη Ελλάδα.

Όταν οι «ευέλπιδες» των αθηναϊκών γειτονιών ετοιμαζόντουσαν για τα κάλαντα

$
0
0


Θα σας γυρίσω 87 χρόνια πίσω· τότε που τα παιδιά γύριζαν άφοβα στους δρόμους και ο κόσμος τα περίμενε με λαχτάρα για να ακούσει τα κάλαντα. Απολαύστε πώς τ’αλάνια της Παλιάς Αθήνας κατέστρωναν μεγαλεπήβολα σχέδια για τα κάλαντα. Θα καταλάβετε έτσι, πώς μερικά απ’ αυτά εξελίχθηκαν σε επιτυχημένους επιχειρηματίες!

-Σας τάπανε; Ακούγονταν στις γειτονιές…

-Αμέ…

-Και του χρόνου…

Και οι περήφανοι πρωταγωνιστές αυτού του υπέροχου σκηνικού, τα ξυπόλητα τάγματα, έπαιρναν σοβαρά το ρόλο τους. Για πολλά παιδιά ίσως και νάταν το μοναδικό χαρτζιλίκι…

Με τη βοήθεια του ρεπόρτερ του «Ημερήσιου Τύπου» μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε το σχεδιασμό της «επόμενης ημέρας»

Πάρτε εικόνα:

«Τύφλα νάχουνε οι πολιτικές ζυμώσεις των ημερών αυτών. Έπρεπε να σας είχα μαζύ μου, σε μια γύρα που έκαμα προχθές στις συνοικίες των Αθηνών, για να καταλάβετε τι θα πή «ζύμωσις» και τι θα πή «παζάρεμα». Νταραβέρι, όχι αστεία. Όλοι οι «ευέλπιδες» στην Πλάκα, στη Γούβα, στα Παντρεμενάδικα, στο Κολωνάκι, στα Πετράλωνα, στου Ψυρρή, στη Νεάπολι, στα Πευκάκια, ήσαν ανάστατοι.

Εγίνετο το «παζάρεμα» και «κλείνανε οι παρέες» που θα «λέγαν’ τα Χριστούγεννα» κατά την χθεσινή ημέρα. Ο Κιόρης, ο Σάλτσας, ο Χαμπλεχούρας, ο Τζουτζουκλαράκιας, ο Τσίμπλας, ο Στραπάτσος. Ο Νικούρδας και τόσα άλλα σημαίνοντα ονόματα των «ξυπολήτων ταγμάτων» των αθηναϊκών συνοικιών, ήσαν εις την ημερησία διάταξι.

Το να σχηματισθή «παρέα» από τους «ευέλπιδες» κάθε γειτονιάς, για να πούνε «τα Χριστούγεννα» δεν είνε μικρό πράμα. Έπρεπε να ικανοποιηθούν φιλοδοξίες, να κατοχυρωθούν συμφέροντα, να αναγνωρισθούν «νταήδες» και όλα αυτά, ως αντιλαμβάνεσθε, έχουν τις δυσκολίες τους.

-Τζουτζουκλαράκια, τα περσυνά θα λείψουνε. Να το ξέρης. Δεν πάω εγώ στο τμήμα, χρονιάρα μέρα για τη μοιρασά. Αποφαίνεται σοβαρώς ο Στραπάτσος, επίλεκτον μέλος της αλαναρίας των Πευκακίων.

-Και πέρσυ ποιος σούπε να πάς μέσα ρέ;  Μοναχός τα ήθελες. Από την μοβορία σου και από την γκρίνια σου έγιναν ούλα. Αλλοιώς θα μοιράζαμε την «κάσα» σαν αδρέφια.

-Ετούτο είνε κι’ όλας. Θα βρεθώ και χρεοφελέτης. Άκου. Τζουτζουκλαράκια. Εφέτος την είσπραξι θα την κάνω εγώ. Εγώ θα είμαι η «κάσα».

-Το μόνο που δεν γίνεται. Παραγγέλνω στη Βηθλεέμ και σταματάει η γέννα στη μέση.

-Νάτα. Τα γλέπεις;

-Τι να γλέπω ρέ; Άμα κανονίσουμε τα μερίδια από εξαρχής, τα πράματα θα πάνε εν τάξει.

Και ο πονηρός Τζουτζουκλαράκιας εξαγγέλλει  επισήμως τον τρόπον με τον οποίον εννοεί να γίνη η μοιρασιά της κάσας, ενώ κεχηνότες οι σύντροφοί του τα ακούουν όρθιοι σε ένα τρίστρατο της οδού Δαφνομήλης.

-Η κάσα θα γένη τέσσερα μερδικά. Ένα εγώ, ένα για τα όργανα…

-Μερδικό για τα όργανα; Ποια όργανα;-Το τουμπερλέκι και το τρίγωνο;

-Δεν έχουνε λεφτά αυτά ρέ; Ή θες να τα προσφέρω τζάμπα στην κομπανία; Ο Σίνας επέθανε για να χαρίζη.

-Και σάματης δεν θα μείνουνε δικά σου πάλι;

-Έχουνε φτορά, ρέ τα όργανα. Έτσι τα ξέρεις τα πράμματα; Το τουμπερλέκι έχει ένα ενηάρι και με τις γρουμπανιές που θα του δίνει ο Κλάψας πάει το λαγοτόμαρο. Του χρόνου θα θέλει άλλο. Λοιπό. Δύο μερδικά εγώ, ένα εσύ και ένα ο Κλάψας. Είσαι φχαριστημένος;

-Μας υποχρέωσες τα μέγαρα.

-Γιατί;

-Ίσο μερδικό ο Κλάψας, ίσο εγώ;

-Αφού θα κάνει μπάσο ο άνθρωπος.

-Δεν αφίνεις την κουβέντα καημένε; Αυτός κάνει σαν κλάξον.

-Έτσι είνε ο μπάσος, φίλε. Μπάσος και να κάνη το ψιλό του, πάει;

-Ναι. Αλλά όμοια ο Κλάψας, όμοια εγώ, που κάνω τετραφωνία μαναχός μου, πάλε δεν πάει. Λοιπό, για να μην κουράζωνται οι φωνές μας απ’ τ’ απόψε, η είσπραξη θα γίνη τρία μερδικά και όχι τέσσερα.

Προ της κατηγορηματικής αυτής δηλώσεως του κυρίου Γκαβίλια, που κάνει «τετραφωνία μοναχός του» ο Τζουτζουκλαράκιας υπεχώρησε και η «παρέα έκλεισε».

***

Σ’ ένα απόμερο καφφενεδάκι των Πετραλώνων πεισματώδης διεξάγεται συζήτησις μεταξύ των κ.κ. Τσίμπλα, Στραπάτσου και Νίκουρδα. Και αφορμή η παράστασις της «μόστρας».

Το κοινόν εδώ έχει απαιτήσεις. Με το τουμπερλέκι και με το τρίγωνο τα πράμματα δεν λύονται. Πρέπει η παρέα να έχη και «μόστρα». Ένα ομοίωμα δηλαδή πολεμικού πλοίου οπότε η «μόστρα» θα είνε «ηρωικιά» ή την εικόνα της Γενοβέφας οπότε θα είνε «ερωτικιά»!

Το ειρηνόφιλο πνεύμα της εποχής έχει επιδράσει επί την πλειοψηφίαν της παρέας και γι’ αυτό αποφαίνεται υπέρ της «ερωτικιάς» εμφανίσεως της «μόστρας». Ο Στραπάτσος όμως επιμένει και με επιχειρήματα ακαταμάχητα.

-Ρέ σεις ο κόσμος σήμερις συνείθισε να την γλέπη ζωντανή τη γυναίκα τσίτσιδο. Θα σε πλερώση γιατί θα του την πας στη ζωγραφιά; Τον «Αβέρωφ» θα βάλουμε «μόστρα». Τετέλεσται.

Και προ της κατηγορηματικότητος του «τετέλεσται» του Στραπάτσου η πλειοψηφία υποχωρεί. Αλλά ο Τσίμπλας υποβάλλει έτερον όρον.

-Παιδιά. Να είμαστ’ εξηγημένοι. Στης εφτά η ώρα θα μοιραστή η είσπραξι.

-Γιατί; Τότες είνε η δουλειά στο φόρτε της.

-Τότες στις εφτά θα μου δώστε μπροστάντζα.

-Για ποια δουλειά;

-Θέλω να πάρω κινίνο της γρηάς να ζυμώση.

-Με κινίνο θα ζυμώση ρέ;

-Το μόνο που έχει αγνή φαρίνα. Οι φούρνοι πουλάνε νοθευμένο.

Ο Τσίμπλας συγκεντρώνει τας συμπαθείας της παρέας, ως προστάτης οικογενείας και η παράκλησίς του εισακούεται.

Ούτω κατόπιν αμοιβαίων υποχωρήσεων δια της λογικής ή της καρπαζάς, οι «παρέες»  έκλεισαν και τόσον πολυάριθμα μάλιστα ώστε πολλοί των συμπολιτών να υποφέρουν σήμερον από παράκρουσι από το ατελείωτο … Να τα πούμεεεε;».

Ημερήσιος Τύπος, 1930, Ι. Παπαδιαμαντόπουλος

1962 Η Κυρία του Κυρίου

Ο βαρκάρης της Σπιναλόγκας

$
0
0
Ο Νικόλας Σφυράκης (Καπετάν Φουρτούνας). Στη δική του αφήγηση βασίζεται το διήγημα.
Νίκος Ψιλάκης
Σπιναλογκίτικο περιστατικό μεταπλασμένο σε διήγημα.
Τον Καπετάν΄Φουρτούνα τον γνώρισα τον Γενάρη του 1981 και τον συνάντησα ξανά το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου. Τη δεύτερη φορά κρατούσα κάτι γράμματα λεπρών που είχαν πέσει τότε στα χέρια μου.
Τους ήξερε, όλους τους ήξερε με τα μικρά τους ονόματα και με τις μικρές ιστορίες τους· αληθινό αρχείο μνήμης ο μπάρμπα Νικόλας, ολόκληρη η ανθρώπινη περιπέτεια ξεδιπλωνόταν μπροστά μου σαν άνοιγε το στόμα του.
Ήταν τότε 84 χρονών, κωπηλάτης της ζωής κι ας ήξερε πως έκανε πια τα τελευταία του δρομολόγια.
Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν τους είδα να μαζεύουν τα πράματά τους και να ετοιμάζονται για το μεγάλο φευγιό.
Δεν είχαν και πολλά να πάρουν μαζί τους, λίγα ρούχα μόνο και τις φωτογραφίες που τους είχαν στείλει από τον έξω κόσμο. Τι άλλο να πάρουν; Τα δάκτυλα που λείπανε από τα χέρια τους ή τα χείλια που λείπανε από τα πρόσωπά τους; 
Σε λιγότερο από μια βδομάδα θα άδειαζε το νησί κι αυτές τις τελευταίες ημέρες πηγαινοέρχονταν στους δρόμους συλλογισμένοι κι ανυπόμονοι.
Κάθε πρωί, την ώρα που σίμωνε η βάρκα, έβλεπα μιαν εικοσαριά να κατηφορίζουν στην αποβάθρα, άλλος με μια βαλίτσα στο χέρι, άλλος μ’ έναν μπόγο.
Δεν ήξερα γιατί, δεν τόλμησα να τους ρωτήσω, ίσως να φοβούνταν μην τυχόν και φύγει το καΐκι χωρίς αυτούς. Δάκρυζαν τα μάτια μου κι έστρεφα προς τα πίσω το πρόσωπό μου, δεν ήθελα να με δουν δακρυσμένο κι εμένα.
Τους ήξερα. Όλους τους ήξερα, τετρακόσιους εξήντα νοματαίους, άντρες και γυναίκες, νέους και γέρους.
Εγώ ήμουν τ’ αυτιά και τα μάτια τους, εγώ τους έφερνα τα μαντάτα από τον έξωκόσμο· όλα τα γράμματα που στέλνανε, όλα τα  γράμματα που λάμβαναν από τα δικά μου χέρια περνούσαν.
Κι αυτές τις τελευταίες ημέρες ο χαιρετισμός τους ήταν πιο γκαρδιακός, σίμωναν στη βάρκα, τραβούσαν τα σκοινιά για να τη δέσουν, φώναζαν όλοι μαζί δυνατά «καλωσόρισες, Καπετάν Φουρτούνα» κι οι φωνές τους αντηχούσανε στα μπεντένια.
Έτσι με ξέρανε: Καπετάν Φουρτούνα. Δεν ήταν αυτό τ’ όνομά μου, Νικόλαο Σφυρή με λένε, έτσι με γράφουνε τα χαρτιά. Το Φουρτούνας είναι παρατσούκλι, μου το κόλλησαν από παιδί γιατί αγαπούσα τη θάλασσα.
Το 1923, όταν πήρα το απολυτήριο του στρατού και μπήκα βαρκάρης στη δούλεψη του λεπροκομείου, προσθέσανε κι αυτό το μεγαλόπρεπο “Καπετάν” μπροστά στο παρατσούκλι, με ψηλώσανε τάχατες οι χωριανοί μου, κι έτσι έγινα ο Καπετάν Φουρτούνας με τ’ όνομα.
Κοντά τριανταπέντε χρόνους έζησα με το πηγαινέλα, κάθε μέρα δρομολόγια, Ελούντα-Σπιναλόγκα, Πλάκα-Σπιναλόγκα, Άη Νικόλας- Σπιναλόγκα, κι ανάποδα.
Σταμάτησα το ’57. Κι αν δεν παίρνανε την απόφαση ν’ αδειάσουν το νησί, θα πηγαινοερχόμουν ακόμη, όταν μάθει να ζει κανείς με τη αλμύρα δεν την αφήνει, δεν δίνει διαζύγια η θάλασσα.
Ξέρεις τι είναι ν’ αδειάζει ένα νησί; Ξέρεις τι είναι να περπατάς στους έρημους δρόμους και να συναντάς μονάχα φαντάσματα; Ε, και δεν έχει περάσει βάσανα τούτος ο τόπος!
Κάστρα βενέτικα, σπίτια με χρυσά κλειδιά – τέτοιο πλούτος είχαν οι Τούρκοι της Σπιναλόγκας – οι πιο παραλήδες καραβοκύρηδες μέναν εδώ.
Μην τα κοιτάς τώρα, δεν τ’ αγάπησαν οι απόκληροι που τους ξορίσανε στο νησί, στα πρώτα χρόνια ξηλώνανε πόρτες και παράθυρα για ν’ ανάβουνε τις παραστιές, κατεβάζανε τα δοκάρια, κρύωναν οι κακομοίρηδες, τι να κάμουν; Και δίπλα στ’ αρχοντικά τα ρημαγμένα, χαμόσπιτα και χαλάσματα, όλ’ ανακατωμένα.
Τη μέρα που θα έπαιρνα το τελευταίο ταχυδρομείο, Ιούλιος μήνας, παραμονές της Αγίας Μαρίνας, κίνησα πάλι για το καθημερινό δρομολόγιο. Από μακριά έβλεπα ανθρώπους στην προκυμαία, στέκονταν σαν στρατός παραταγμένος, όλοι σε μια γραμμή, όλοι στραμμένοι στη θάλασσα.
Δεν με παραξένεψε· ήξερα πως βιάζονταν να φύγουν. Με παραξένεψε, όμως, που είδα λίγο πέρα, προς τ’ ανατολικά μετά την προκυμαία, τον Γιάννη τον Αμίλητο. Είχε μπει μέχρι τα γόνατα στο νερό και κοίταζε, δεν ξέρω τι κοίταζε.
Τον ουρανό; Τον ήλιο; Δεν ξέρω. Σήκωσα το χέρι ψηλά, το σήκωσε κι εκείνος· αυτός ήταν ο δικός μας χαιρετισμός, μόλις έβλεπε τη βάρκα σήκωνε το χέρι λες και μου έκανε σινιάλο. Δεν τον συναντούσα συχνά, τις πιο πολλές ώρες τις περνούσε κλεισμένος στη μοναξιά του.
Κοντά είκοσι χρόνους βρισκόταν στο νησί και είκοσι κουβέντες δεν είχε πει όλες κι όλες, με το σταγονόμετρο βγαίνανε τα λόγια από το στόμα του.
Αν συναντούσε κανέναν στο δρόμο τον καλημέριζε με τον τρόπο του, κουνούσε το κεφάλι, έσκυβε λίγο, κάποιος ψίθυρος στριμωχνόταν ανάμεσα στα δόντια του, μα λόγος δεν έβγαινε.
Έδεσα τη βάρκα, σίμωσαν κάμποσοι άντρες κοντά, μ’ έβαλαν στη μέση κι άρχισαν να με ρωτούν για τον έξω κόσμο.
Μέχρι και για τα πολιτικά με ρωτούσαν.
Δεν περίμεναν, βέβαια, ν’ ακούσουν σπουδαία πράματα από έναν βαρκάρη, αυτοί τα είχαν όλα στο νησί, ραδιόφωνο, κινηματογράφο, γεννήτρια για το ηλεκτρικό που εμείς δεν είχαμε στα χωριά μας.
Φαίνεται, όμως, πως είχαν ανάγκη να μιλούν και με άλλους ανθρώπους, όχι μόνο με αρρώστους, έτσι το ξηγώ με το δικό μου μυαλό.
Ο Γιάννης ο Αμίλητος δεν σίμωσε. Μόλις κατέβασε το χέρι, μετά τον χαιρετισμό, πέρασε τη βενετσιάνικη πόρτα και χάθηκε από τα μάτια μου. Έτσι έκανε πάντα.
Κλεινόταν με τις ώρες σε μια κάμερα κι αν πήγαινε στο καφενείο καθόταν σε μια γωνιά μοναχός του, κοίταζε από το παράθυρο προς τη θάλασσα, έμενε για λίγο κι έφευγε.
Το σπίτι του βρισκόταν πίσω από την εκκλησία, κοντά στο νοσοκομείο, να εκεί, εκεί που σου δείχνω, χαλάσματα είναι τώρα.
Κάμποσες φορές είχα περάσει απ’ αυτή τη μικρή γειτονιά και πάντα σταματούσα, πότε για να μιλήσω  στον Δημητράκη, πότε για να χαζέψω τη νοικοκεροσύνη μιας μεσόκοπης γυναίκας από τα χωριά της Σητείας.
Τον Γιάννη τον Αμίλητο έκανα πως δεν τον έβλεπα, τις πιο πολλές φορές καθόταν δίπλα στο παράθυρο, κλειστό το παράθυρο, και κοίταζε, δεν ξέρω τι κοίταζε, μάλλον κι εκείνος δεν ήξερε. Αχ, τώρα που τα θυμάμαι, είναι σα να τους βλέπω πάλι όλους μπροστά μου.
Ο Δημητράκης ήταν παιδί λεπρών, άλλοι λέγανε πως ήταν άρρωστο κι άλλοι πως όχι. Οι γονείς του είχαν πεθάνει, μα οι γείτονες δεν το άφησαν να νιώσει ορφάνια.
Η μεσόκοπη έμενε στο διπλανό σπιτάκι, δυο κάμερες όλες κι όλες. Η πόρτα της ήταν πάντοτε ανοιχτή, χειμώνα – καλοκαίρι ανοιχτή, κι εκείνη καθόταν στο πλάι με το εργόχειρο στο χέρι. Πότε έπλεκε πότε κεντούσε, όλο κεντήματα και δαντέλες ήταν το χαμόσπιτό της.
Στον βορεινό τοίχο είχε κρεμασμένη τη φωτογραφία μιας οικογένειας, μάλλον της δικής της πριν τη σκορπίσει η αρρώστια· ο άντρας καθισμένος σε καρέκλα, η γυναίκα όρθια δίπλα του με το ζερβί της χέρι ακουμπισμένο στον ώμο του άντρα. Τρία ή τέσσερα κοπέλια στέκονταν πλάι στη μάνα πιασμένα χέρι με χέρι.
Πρόσχαρη γυναίκα μα κακότυχη, δυο-τρεις μήνες πριν την εκκένωση τη βρήκανε πεσμένη στο πάτωμα κάτω από τη φωτογραφία, κι ο παπά Χρύσανθος, ένας λιπόσαρκος καλόγερος – άγιος άνθρωπος- την έθαψε στην ανατολική μεριά του κοιμητηρίου, καταντικρύ στη Σητεία· ίσως για να κοιτάζει διαρκώς τον τόπο της, ίσως και για να κάνει κάθε νύχτα σινιάλα στα παιδιά της.
Στην ίδια γειτονιά έμενε μια κοπελιά από τη Σαλονίκη κι ένας γέρος από τα χωριά της Πάτρας· είχε χάσει τα μισά δάκτυλά του ο κακομοίρης, είχανε πέσει από την αρρώστια, κι οι δυο γυναίκες, η Στειακιά κι η Σαλονικιά, δεν τον άφησαν να νιώσει τη μοναξιά, τον τάιζαν λες κι ήταν παιδί τους.
Ξέρεις, οι λεπροί βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Έτσι, γιατί ελπίζανε πως θα βρισκόταν κάποιος άλλος να τους βοηθήσει κι αυτούς όταν θα τους μάραινε η αρρώστια.
Μόνο μια φορά στα τόσα χρόνια, λίγο μετά την Κατοχή, είχε τύχει ν’ ακούσω τη φωνή του Γιάννη του Αμίλητου, ένα μεσημέρι, την ώρα που ετοιμαζόμουν να λύσω τη βάρκα για να φύγω.
Η αποβάθρα του νησιού βρισκόταν απέναντι από τη βενετσιάνικη πόρτα και παραδίπλα κάποιοι μαστόροι, χτίστες, είχαν παρατήσει πέτρες και χώματα.
Ο Δημητράκης ανακάτευε τις πέτρες, τις ανασήκωνε, κάτι φαινόταν πως έψαχνε. Έτρεξα κοντά του.
– Τι έχασες;
– Τίποτα.
– Και τι ψάχνεις;
– Τίποτα.
– Και τότε γιατί σκαλίζεις με τέτοιο ζόρι;
– Κολισαύρες γυρεύω. Να, μια μεγάλη χώθηκε μέσα σε τούτες τις πέτρες, έλα να με βοηθήσεις να την πιάσω.
Κολισαύρα λέμε στον τόπο μας τα ερπετά, τις σαύρες. Τις έπιαναν, τις έκοβαν κομματάκια, έβαζαν τα κομματάκια μέσα στα σύκα και τα τρώγανε. Πίστευαν πως αυτό ήταν το φάρμακο της λέπρας.
Άλλοι τα κατάπιναν αμάσητα, άλλοι έκαναν εμετό, δεν άντεχαν, σιχαίνονταν τις σαύρες, αλλά δοκίμαζαν. Η δίψα για ζωή νικούσε τη σιχαμάρα, λένε πως ο πνιγμένος πιάνεται από τα μαλλιά του κι έχουν δίκιο να το λένε.
Τι να κάμω, κοντοσίμωσα κι εγώ κι έψαχνα τις πέτρες, ήξερα πως ήταν παραμύθι, μα δεν ήθελα να του το πω, ποιος έχει δικαίωμα να στερήσει την ελπίδα από ένα παιδί;
Καθώς έσκυβα ένιωσα στην πλάτη μου ένα σκούντημα, γυρίζω, κοιτάζω και βλέπω τον Γιάννη τον Αμίλητο να κρατεί από την ουρά μια κολισαύρα.
Σπαρταρούσε ακόμη το ζωντανό, το κοίταζε αυτός και τα μάτια του λαμπύριζαν, πρώτη φορά που δεν ήταν απλανές το βλέμμα του. Με κοίταξε κατάματα, μάλλον ήθελε να συμμεριστώ τη χαρά του, «το φάρμακο βρέθηκε» φώναξε δυνατά, πήρε τον Δημητράκη από το χέρι κι έφυγαν τρεχάτοι.
Το 1957, δεκαεφτά του Ιούλη, ανήμερα της Αγιάς Μαρίνας, άδειασε το νησί.
Ανακατωμένες η χαρά με τη λύπη, αγωνία μεγάλη· μερικοί δεν ήθελαν να φύγουν, λέγανε πως εκεί ήταν το σπίτι τους, άλλο σπίτι δεν είχαν, άλλον τόπο δεν αναγνώριζαν για δικό τους. Λίγες ημέρες πριν φόρτωσα το τελευταίο ταχυδρομείο και ξανοίχτηκα στη θάλασσα.
Ξέρεις, όλα τα γράμματα των αρρώστων περνούσαν από κλίβανο κι έμπαινε η σφραγίδα ΑΠΕΛΥΜΑΝΘΗ με λιλά μελάνι, όλα τα πράματα που έπιαναν στα χέρια τους οι λεπροί απολυμαίνονταν, ακόμη και τα λεφτά.
Δεν ξέρω κι εγώ τι μ’ έκαμε να πάρω την τελευταία αλληλογραφία στα χέρια μου, με το ένα χέρι κρατούσα το τιμόνι της βάρκας και με το άλλο σκάλιζα τους φακέλους με τις τελευταίες επιστολές.
Παρατηρούσα τη σφραγίδα, παράξενο μου φαινόταν που θα την πετούσαν τώρα πια στα σκουπίδια, διάβαζα διευθύνσεις και ονόματα, κανένα δεν ήθελα να ξεχάσω.
Ανάμεσα στα γράμματα ήταν και κάμποσες κάρτες χωρίς φακέλους, απ’ αυτές που τις στέλνουν ανοιχτές τις μεγάλες γιορτές· άλλες είχαν χρωματιστές ζωγραφιές με ρόδα κι άλλες φωτογραφίες με ανθρώπους που χαμογελούσαν.
Μια μόνο, η τελευταία στη σειρά, μια μαυρόασπρη, είχε ζωγραφισμένο τον αναστημένο Χριστό μ’ ένα λάβαρο στο χέρι. Παράξενο μου φάνηκε· κάρτα λαμπριάτικη μέσα στο κατακαλόκαιρο; Θες από περιέργεια θες από απορία τη γύρισα για να δω ποιος την έστελνε.
Θα το πιστέψεις; Ο Γιάννης ο Αμίλητος!
Πρώτη φορά διάβαζα τ’ όνομά του, είκοσι χρόνια στη Σπιναλόγκα και δεν είχε απασχολήσει ούτε μια φορά το ταχυδρομείο.
Κανένα γράμμα δεν είχε λάβει και κανένα δεν είχε στείλει.
Κρατούσα την κάρτα, την κοίταζα κι έτριβα τα μάτια μου, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Βλέπεις, ήμουν ο μόνος που
ήξερα το μυστικό του Γιάννη του Αμίλητου. Τυχαία το είχα μάθει από έναν χωροφύλακα που είχε υπηρετήσει πριν από χρόνια στα μέρη του.
Τρεις αδερφές είχε, ανύπαντρες κι οι τρεις, πώς να τολμήσουν να πουν πως ο αδερφός τους ήταν κλεισμένος στη Σπιναλόγκα; Περνούσαν τα χρόνια, ο Γιάννης δεν φαινόταν, δύσκολο να κρατηθούν μυστικά τέτοια πράματα, βούιζε ο τόπος κι αυτές σιωπούσαν.
Τρεις λέξεις έγραφε η κάρτα, τρεις λέξεις όλες κι όλες, με γράμματα μεγάλα, κεφαλαία: ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΒΡΕΘΗΚΕ.
Φωτογραφίες & Κείμενο: Νίκος Ψιλάκης
Αντιγραφή για το «σπιτάκι της Μέλιας»
Από το περιοδικό ΥΠΕΡ |τεύχος 83 | Φθινόπωρο 2017 

Πλατεία Κουμουνδούρου

$
0
0

ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ



Πως φαντάζεστε την πλατεία Κουμουνδούρου τη δεκαετία του 1930; Έναρεπορτάζ γεμάτο απρόσμενες εικόνες…

Έχει πλέον γίνει πάγια τακτική των εφημερίδων να αναφέρουν τα κόμματα με την ονομασία του δρόμου που φιλοξενεί την έδρα τους. Έτσι είχαμε τη «Ρηγίλλης», αργότερα προστέθηκε η «Χαριλάου Τρικούπη» και τελευταία μας προέκυψε και η «Κουμουνδούρου».

Πέραν, όμως, των συναισθημάτων που μας γεννούν αυτά τα ακούσματα, δεν παύουν οι συγκεκριμένοι δρόμοι–ή η πλατεία, στην προκειμένη περίπτωση- «να έχουν την δική τους ιστορία». Μια τέτοια ιστορία θα σας διηγηθούμε σήμερα, μέσα από ένα χρονογράφημα του Δημήτρη Λαμπίκη στην εφημερίδα «Πατρίς» του 1936:

«Ξεύρετε ότι κοντεύει να χάση το παληό της όνομα; Το ανεπίσημον εννοώ. Γιατί με το επίσημον –το αναγεγραμμένον εις τους Οδηγούς, εις τους χάρτας και εις τα δρομολόγια των κάρρων της καθαριότητος- «πλατεία Ελευθερίας» δεν την αναφέρει κανείς.

Πλατεία Ελευθερίας επροτιμούσαμε να την λέμε προ 27 ή 28 ετών μερικοί μαθηταί που εφοιτούσαμε τότε στο γειτονικό εκεί Γυμνάσιο. Σ’ αυτή την πλατεία επερνούσαμε τις περισσότερες ώρες του διαλείμματος, απολαμβάνοντες με … ελευθερίαν το κάπνισμα και την λιακάδα. Επειράζαμε ακόμη με θαυμαστικάς εκφράσεις κανένα περαστικό κορίτσι μεταχειριζόμενοι ενίοτε και κατ’ ελευθέραν απαγγελίαν στίχους του Σοφοκλέους, -όπως οι περίφημοι:

Έρως ανίκατε μάχαν
Ός εν απαλαίς παρειαίς
Νεανίδος εννυχεύεις.
Αλλά πόσαι νεανίδες περαστικαί εφαίνοντο εκεί πέρα τότε; Η πλατεία δεν ήτο παρά μία απελπιστική Σαχάρα. Περίπου σαν το παλαιόν Πολύγωνον. Οάσεις αποτελούσαν τα λίγα παληά δένδρα και ουδεμία άλλη βλάστησις.

Ο πατήρ μου μού διηγείτο –όπως διηγούντο οι … εκλιπόντες πλέον παλαιότεροι- ότι εις την πλατείαν της Ομονοίας προ 60 ή 70 ετών ερρίπτοντο τα σκουπίδια της πόλεως. Εμείς οι … νεώτεροι θα ημπορούμε να διηγούμεθα ότι επί των νεανικών ημερών μας εις την πλατείαν Κουμουνδούρου ερρίπτοντο όχι μόνον σκουπίδια αλλά και νόθα παιδιά χάρις εις το εκεί ανεργεθέν –ή εξ αιτίας του γεγονότος αυτού ανεγερθέν- Βρεφοκομείον. Αυτό ήτο και το μεγαλείτερο της όλης ερήμου περιοχής οίκημα κατά τι υψηλότερον και από το επί της απέναντι πλευράς σπίτι του Κουμουνδούρου –εξ ου και το ανεπίσημον όνομα της πλατείας.

Όταν εφυσούσε αέρας όλη η πέριξ περιοχή εκαλύπτετο μ’ ένα είδος Λονδρέζικης ομίχλης από την σκόνην που εσήκωνε από το «αχανές και την ερημίαν» της πλατείας. Της άφθονες επ’ αυτής πέτρες αν δεν τας εσήκωνε ο άνεμος, τας εσήκωναν η παρέες των Ψυριωτών που διεξήγον εκεί τας πεισματώδεις μάχας του πετροπολέμου.

Σήμερα την πλατείαν αυτήν ο Κοτζιάς την έκαμε ολίγον Πιάτσα ντ’ Ισπάνια της Ρώμης, ολίγον Τζαρντίνο Μπόμπολι της Φλωρεντίας, ολίγον Βίλλα Νατσιονάλε της Νεαπόλεως και ολίγον … Γλυφάδα, όπου κάνουν τα μπαίν-μίξτ των όλα τα παιδιά της συνοικίας. Εις την ωραίαν –με τα υπόγεια αποδυτήρια και τα προσήλια αναπαυτήρια- δεξαμενήν η οποία εκτίσθη εις την θέσιν του παλαιού ξηρού και πετροβριθούς συντριβανίου, τα παιδόπουλα της γειτονιάς μπαίνουν με μύξες στη μούρη και βγαίνουν καθαρά και καλοπλυμένα. Οι γονείς των μάλιστα ίσως να ευγνωμονούν δια το πλύσιμον αυτό τον κ. Πλυτάν, δημοτικόν Σύμβουλον και συνεργάτην του κ. Κοτζιά.

Εις όλην την περί την δεξαμενήν έκτασιν εδημιουργήθησαν εξωτικοί ανθόκηποι με καθ’ όλον το έτος θάλλοντα σπάνια ανθοφόρα δενδρύλλια και φυτά των οποίων το άρωμα εξουδετερώνει το κοτί (ή το κοκοτί, αν θέλετε). Το φλέρ ντέ ρόζ, και το εμιρώ των πολυαρίθμων και κομψών θηλυκών υπάρξεων που συχνάζουν εκεί, ιδίως κατά τας εσπερινάς ώρας, ραντεβουποιούντα εις τα πέριξ κομψά κέντρα.

-Πού θα συναντηθούμε το βράδυ αγάπη μου;

-Εις την πλατείαν Κοτζιά.

Η ονομασια αυτή είνε ακόμη ανεπίσημος –η νέα ανεπίσημος. Αλλ’ ακριβώς δι’ αυτό υπάρχει πιθανότης να επικρατήση. Διότι η εκμοντερνισθείσα αυτή Αθηναϊκή πλατεία ούτε Κουμουνδούρον υπενθυμίζει ούτε την κακώς εννοουμένην παλαιάν Ελευθερίαν –την ελευθερίαν των ερήμων εκτάσεων του παληού καιρού.

Και η ανθοστόλιστος αυτή πλατεία έχει ευρυτάτην έκτασιν ώστε να χωρή εκατοντάδες κόσμου. Κοτζαπλατεία!».
Τελικά, το όνομα «πλατεία Κοτζιά» κατέληξε σε μια άλλη «Κοτζαπλατεία», τη γνωστή μας πλατεία του Δημαρχείου, ανάμεσα στην Αθηνάς και την Αιόλου. Και η πλατεία της Πειραιώς παρέμεινε με το όνομα του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, πρωθυπουργού της χώρας στα μέσα του 19ου αιώνα.  

http://paliaathina.com/gr

Ηρώδειο: Χωρίς σκαλωσιές μετά από 20 χρόνια

$
0
0

Οι εργασίες σχετίζονταν με τη συντήρηση λίθων που είχαν σοβαρά προβλήματα αποκόλλησης θραυσμάτων.

Ηρώδειο: Χωρίς σκαλωσιές μετά από 20 χρόνια


Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες συντήρησης στο Δυτικό Μετωπικό τοίχος του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού από την εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών.

Οι εργασίες σχετίζονταν με τη συντήρηση λίθων που είχαν σοβαρά προβλήματα αποκόλλησης θραυσμάτων, γεγονός που καθιστούσε επισφαλή τη χρήση του μνημείου από τους επισκέπτες. Λόγο αυτού του προβλήματος ολόκληρη η δυτική εξωτερική όψη του καλυπτόταν από σκαλωσιές για τα τελευταία 20 χρόνια.
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών στο διάστημα 2015 έως και τον Νοέμβριο του 2017, από το Τμήμα Συντήρησης της ΕΦΑ Αθηνών, απομακρύνθηκε το ικρίωμα, παραδίδοντας πλέον στο κοινό, αλλά και στη χρήση του Φεστιβάλ Αθηνών, συντηρημένο και πλήρως εμφανές το νότιο μέτωπο του μνημείου.

Αγκόπ : Είπα γδύσου κοκόνα μου. Άμα σε λέει η επιστήμη γδύσου, εσύ γδύσου. Τι σπουδάσαμε τόσα χρόνια.

$
0
0

Σήμερα θα μιλήσουμε για έναν επίσης εξαίρετο ηθοποιό αυτοδίδακτο, έναν καταπληκτικό μίμο, έναν φανταστικό άνθρωπο. Έναν καλλιτέχνη που δεν γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτόν, αλλά το ταλέντο, η μορφή και τα απίστευτα ‘’σαρδάμ’’ του, είναι χαραγμένα στην μνήμη μας και στην καρδιά μας. Το γέλιο και οι ευχάριστες στιγμές που μας κάνει να περνάμε, ακόμα και σήμερα μαζί του, είναι κάτι που θα μείνει ανεξίτηλο στον χρόνο. Σας παρουσιάζω:
agkop1Ο Φίλιος Φιλιππίδης, γνωστός σε όλους μας ως Αγκόπ, γεννήθηκε το 1916 στην Κωνσταντινούπολη. Σε μικρή ηλικία και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ήρθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένεια του και πολύ γρήγορα άρχισε να ξεχωρίζει για το υποκριτικό του ταλέντο και ν’ αρχίσει να υπηρετεί την Τέχνη, που τόσο αγαπούσε.
 Η πρώτη του επαγγελματικά εμφάνιση έγινε με τον θίασο Θ. Κολλάρου και Ρ. Ρουγκέρη σε μια περιοδεία που έκαναν το 1934.
Κατά κύριο λόγο ήταν αυτοδίδακτος και έπαιζε όπου του γινόταν πρόταση, είτε σε μικρές σκηνές της Αθήνας και του Πειραιά, είτε περιοδεία στην επαρχεία. Δούλεψε στη ‘’Μάντρα του Αττίκ, στην ‘’Αίγλη Ζαππείου’’ και σε πολλές άλλες σκηνές. Η προσπάθεια του να κάνει όσο μπορούσε πιο καλά αυτό που λάτρευε, σύντομα ανταμείφτηκε και κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο δημοφιλής πρωταγωνιστές του βαριετέ και της επιθεώρησης.
Οι βασικοί ρόλοι που ενσάρκωνε, ήταν κυρίως αυτός του ‘’Αγκόπ’’, ο οποίος ήταν ένας agkop2κουτοπόνηρος αφελής Αρμένης πρόσφυγας, ο οποίος δεν μπορούσε να μιλήσει πολύ καλά τα Ελληνικά και έτσι οι λέξεις ‘’φηριμίδα’’, ‘’ραδικόφωνο’’, ‘’σοκονομονείο’’ και πολλές ακόμα μπερδεμένες λέξεις, προκαλούσαν την ευχάριστη διάθεση στο κοινό και φυσικά το άφθονο γέλιο.
 Ένας ακόμα ρόλος που ενσάρκωνε, ήταν αυτός του ‘’Προκόπη’’, ο οποίος ήταν ένας καλοκάγαθος λαϊκός τύπος, ο οποίος όμως του άρεσε να αφηγείται διάφορα πράγματα, αλλά να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο τραγικό σημείο της αφήγηση του. Αυτούς τους δυο καταπληκτικούς τύπους, τους έπλασε και τους παρουσίασε για πρώτη φορά στο Ελληνικό κοινό, το οποίο ενθουσιάστηκε και τον έβαλε αμέσως στην καρδιά του.
agkop3Από το 1946 έγινε μέλος του ΣΕΗ και το 1947 δημιουργεί για πρώτη φορά τον δικό του θίασο και ανεβάζει πολλά μουσικά έργα, όχι μόνο στην Ελλάδα και στην Κύπρο, αλλά και στον Καναδά, στην Αίγυπτο και στις Η.Π.Α. Ήταν τόσο ταλαντούχος, που σε πολλά έργα που πρωταγωνιστούσε είχε γράψει ο ίδιος τα σενάρια.
Την δεκαετία του ’50 ασχολήθηκε και με το ραδιόφωνο, όπου μέσα από τον σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, ενσάρκωνε τον θρυλικό πια ‘’Αγκόπ’’, με τις γνωστές του παραποιημένες εκφράσεις και το ραδιοφωνικό κοινό, λάτρευε να τον ακούει.  
Αλλά είχε και μεγάλη κινηματογραφική πορεία σε έργα όπως «Η Φτώχεια θέλει καλοπέραση», agkop4«Η Αγάπη μας», «Οι Μνηστήρες της Πηνελόπης», «Η Βαρώνη και ο Προκόπης» και πολλά άλλα ακόμα.
Συνεργάστηκε με πολλούς αξιόλογους ηθοποιούς, όπως τον Νίκο Σταυρίδη, την Μάγια Μελάγια, τον Γιάννη Γκιωνάκη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Σταύρο Παράβα, τον Σωτήρη Μουστάκα, την Γεωργία Βασιλειάδου, τον Μίμη Φωτόπουλο και πολλούς ακόμα ταλαντούχους καλλιτέχνες.
Το εγκεφαλικό που έπαθε το 1973, τον άφησε κατάκοιτο, με αποτέλεσμα να αφήσει την τελευταία του πνοή μερικά χρόνια μετά, δηλαδή στις 19 Μαρτίου 1981 και σε ηλικία 65 χρονών, στο Ρεγγίνειο Ίδρυμα που νοσηλευόταν.
agkop5Ο Φίλιος Φιλιππίδης, ήταν από τους ηθοποιούς που δεν έχουμε πολλά στοιχεία για την ζωή του και το έργο του. Ξέρουμε όμως το ποιο σημαντικό. Ότι ήταν ένας πολύ χαρισματικός άνθρωπος,
δημιουργικός, ταλαντούχος, που ήξερε να δουλεύει για να βγει σωστό αποτέλεσμα στη δουλειά του. Ένας καλλιτέχνης που μπορούσε χωρίς μεγάλη προσπάθεια, να κάνει το κοινό του να τον αγαπήσει και να ευχαριστιέται με τα έργα του.
Είσαι πάντα στις καρδιές μας και στις σκέψεις μας, όταν ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε αρκετές από τις λανθασμένες, αλλά υπέροχες εκφράσεις σου.

Μνήμες από τα Χριστούγεννα της Κατοχής…

$
0
0



Φωτογραφία από:parathyri.blogspot.com
Του Ευαγγέλου Ζύμαρη συνταξιούχου Δασκάλου
Παραμονές Χριστουγέννων.
Ήμουν τότε οκτώμισι χρόνων. Πήγαινα τρίτη δημοτικού, στο τρίτο δημοτικό σχολείο Βουνακιού. Οι μικρομπακάληδες του Φραγκομαχαλά είχαν παραλάβει να μοιράσουν δωρεάν με κουπόνια απορίας, σκουπόσπορο για να κάνουν οι ταλαίπωροι σκλάβοι καμιά μαύρη τηγανίτα, όσοι είχαν λάδι. Δεν θυμούμαι από ποιόν οργανισμό είχε δοθεί.
Κατ` άτομο έδιναν εκατό δράμια (σημερινά 320 γραμμάρια ) αλεύρι κόκκινο, γιατί το σιτάρι και το κριθάρι ήταν δυσεύρετα. Τα είχαν κατάσχει οι Γερμανοί ή τα κατείχαν μερικοί πλούσιοι μαυραγορίτες.
Θυμούμαι και το γράφω για πρώτη φορά, τον πατέρα μου τον συχωρεμένο που μου είπε: Δες να το λες και να το διηγείσαι. Αντί να δώσουν στους ανθρώπους λίγο τυρί ή κρέας μέρες που είναι δίνουν σκουπόσπορο που έτρωγαν τα ζώα…
Κάποια άλλα Χριστούγεννα της κατοχής πριν τις διακοπές (δεν θυμάμαι αν ήταν του 41 ή του 43) το συσσίτιο του σχολείου ήταν πιο πλούσιο. Μας έδωσαν ένα σικλάκι φασολάδα στον κάθε μαθητή (δυο μερίδες ) και το σπουδαιότερο, περίπου μισή οκά (640 γραμμάρια) σύκα ζαχαρένια σαν αυτά που πουλούν τα καταστήματα ξηρών καρπών. Όμως, στη διαδρομή μου για το σπίτι μέσω της οδού Αγίων Αποστόλων λίγα μέτρα πριν την σημερινή κλινική του Αυγουστή, ένας εικοσάχρονος νέος πεινασμένος, μου τ` άρπαξε και εξαφανίστηκε στο στενό. Δεν θα ξεχάσω την πίκρα και τα κλάματά μου. Γιατί εκτός από `μένα περίμεναν κι άλλοι τρεις στο σπίτι (γονείς και μικρή αδελφή), ν` απολαύσουν αυτό το ωραίο γλύκισμα…

Εκείνες τις μέρες ευτυχώς, είχαμε πουλήσει κάποια καλή κουβέρτα για δυο οκάδες κουκιά. Δεν φαντάζεσθε τι συμβούλια επί συμβουλίων έγιναν για το πως να τα απολαύσουμε. Ένα μέλος της οικογένειας έλεγε να τα βράζουμε λίγα-λίγα για να περάσουμε μια εβδομάδα τρώγοντας όποτε πεινούμε ένα πιάτο με πολύ ζουμί. άλλο, να τα φαμε μονομερίς τα μισά τα Χριστούγεννα και τα μισά το Πάσχα. Γιατί ποιος ξέρει αν ξαναβρίσκαμε άλλο τέτοιο κελεπούρι.Τελικά επικράτησε η δεύτερη γνώμη και κάναμε Χριστούγεννα και Πάσχα με κουκιά και μπόλικο λάδι.
Διότι κάναμε το παν να μη στερηθούμε το ευλογημένο λαδάκι. Χωρίς αυτό, (όσοι το στερήθηκαν) πρηζόταν και πέθαιναν με αργό θάνατο. Ενώ έχοντας το λαδάκι με χόρτα ακόμα και με τσουκνίδες ξεγελούσαμε την πείνα μας.
Ήρθαν τα Χριστούγεννα. Με συσκοτισμένα τα σπίτια (βάζοντας στα πορτοπαράθυρα μπλε χαρτί είτε σεντόνια, διαταγή του κατακτητή) περιμέναμε τα λίγα τολμηρά παιδιά, να μας πουν τα κάλαντα. Το φιλοδώρημα που έπαιρναν μ` ευχαρίστηση απ` όσους είχαν, ήταν μια φούχτα τσίκουδα, λίγα κουντουρούδια ή το καλύτερο, λίγα ξερά σύκα.
Που να βρεθούν γλυκά; Από τι αλεύρι; Αφού κι ο καφές που σέρβιραν κάποτε (στους επισκέπτες) ήταν κριθαρίτικος και για ζάχαρη η νοικοκυρά κοπάνιζε χαρούπια και τα ζεματούσε με νερό για να βγάλουν το λίγο μελάκι που είχαν μέσα…
Αυτά τα λίγα περιστατικά, λόγω σεβασμού στο χώρο του εξαίρετου περιοδικού «Δάφνη», επέλεξα απ` τα τόσα παράδοξα που πέρασε η γενιά μας στην κατοχή αυτές τις άγιες μέρες αλλά και όλη την τετραετία της Γερμανικής σκλαβιάς, για να εκτιμούν οι νεώτεροι και προ πάντων τα παιδιά και τα εγγόνια μας τι παράδεισο αφθονίας έχουμε τώρα και να δοξάζουν το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ και Σωτήρα Χριστό που μας χαρίζει την ελευθερία μας με τα πλούσια αγαθά της.
Να τα απολαμβάνουν με αγάπη και χαρά χωρίς να γκρινιάζουν και να εκτιμούν αυτά που έχουν, ευχόμενοι να μην ξαναέλθουν στο λαό μας αλλά και σε κανένα λαό του κόσμου τέτοιες δυσβάσταχτες εποχές δυστυχίας και στέρησης.
.
Πηγή: Πίσω στα παλιά το διαβάσαμε στο Αβέρωφ
.
σχόλιο: τότε τα παιδιά, έστω και με τον φόβο του κατακτητή, λέγαν τα κάλαντα…τώρα φοβόμαστε να τα αφήσουμε να πάνε μέχρι την διπλανή πόρτα…
αλλά δεν θα τους περάσει, θα βγούνε τα παιδιά στη γειτονιά να καλαντίσουν,έστω και αν εμείς από κάπου κοντά θα τα παρακολουθούμε, για ασφάλεια. δεν θα αφήσουμε την γειτονιά χωρίς κάλαντα, χωρίς να ψάλλουν οι αθώες παιδικές φωνές το μήνυμα της Γέννησης. είναι  ανάγκη να ακουστεί, να αντηχήσει η ΕΛΠΙΔΑ…Alexia
.

Ακούστε τα κάλαντα από την ιδιαίτερη πατρίδα σας!!

Σαράντα οκτώ παραδοσιακά κάλαντα και τραγούδια -κλικ στον τίτλο

Ημερολόγιο χολέρας του 1854

$
0
0

Γάλλοι στον Πειραιά 1854

Του Στέφανου Μίλεση


Ο Πειραιάς το 1854 έμελλε να πληρώσει ακριβά την απόπειρα των εθνικών διεκδικήσεων καθώς η Κατοχή που του επιβλήθηκε από τους Αγγλογάλλους, δεν επέφερε μόνο την ταπείνωση αλλά και την απαίσια χολέρα που αποδεκάτισε την πόλη σχεδόν ολοκληρωτικά!



Το μίασμα αποβιβάσθηκε στην πόλη μεταφερόμενο από τον Γαλλικό Στρατό της Κριμαίας που είχε καταφθάσει στον Πειραιά μέσω οπλιταγωγών πλοίων ως στρατός Κατοχής. Ο Όθωνας γράφει στο ημερολόγιό του: "η χολέρα μάστιζε τον γαλλικό στρατό εν Πειραιεί και οι αρχηγοί των είχον την ανοησίαν να το κρύπτουν επιμελώς σκάπτοντες δια νυκτός μέγαν λάκκον, όπου ερρίπτοντο οι νεκροί αφανώς". 
 
"η χολέρα μάστιζε τον γαλλικό στρατό εν Πειραιεί και οι αρχηγοί των είχον την ανοησίαν να το κρύπτουν επιμελώς σκάπτοντες δια νυκτός μέγαν λάκκον, όπου ερρίπτοντο οι νεκροί αφανώς" 
(Βασ. Όθωνας - Περιοχή "Το Μνήμα του Γάλλου")

Τα πρώτα χολερικά συμπτώματα φάνηκαν στον Πειραιά στις 25 Ιουνίου 1854. Αμέσως σχηματίσθηκε ένα ιατροσυνέδριο με σκοπό την λήψη μέτρων, που εξέδωσε παραγγέλματα προς τις εφημερίδες. Όμως ουδείς τα έλαβε υπόψη καθώς τα κρούσματα ήταν περιορισμένα εντός του Γαλλικού αρχικά και αργότερα του Αγγλικού Νοσοκομείου που ομοίως είχε δημιουργηθεί. Μόνο όταν η επιδημία είχε εξαπλωθεί σε όλη την πόλη, διατάχθηκε ο αποκλεισμός του Πειραιά, με σχηματισμό στρατιωτικής ζώνης. Αντί αυτό όμως να ευχαριστήσει τους κατοίκους της Αθήνας, απεναντίας τους δυσαρέστησε τόσο που οι εφημερίδες γεμάτες από παράπονα διαμαρτύρονται για παρεμπόδιση συγκοινωνίας! 
- "Πέρα βρέχει!" έλεγαν οι Αθηναίοι αμέριμνοι μη γνωρίζοντας το μέγεθος του κινδύνου. Δυστυχώς γι΄ αυτούς η βροχή ήταν κοντά.

Όλα τα ιατροσυνέδρια που λάμβαναν χώρα για την αντιμετώπιση της χολέρας, δεν είχαν πλήρη αντίληψη της σοβαρότητας της κατάστασης όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. 

Ο κόσμος τότε δεν είχε ακριβή γνώση της φρικτής χολέρας, ακόμα και η ονομασία της ήταν για πολλούς μπερδεμένη! Άλλοι την έλεγαν χολέρα, χόλερα, χολόρροια και χολεριά! Άλλοι την αποκαλούσαν "ξένη"καθώς την είχαν φέρει τα Γαλλικά στρατεύματα. Ο αποκλεισμός του Πειραιά δεν τηρήθηκε καθόλου! Την απαγόρευση δεν την κρατούσαν ούτε τα στρατεύματα κατοχής.

Ο Μπάμπης Άννινος καταγράφει με τον δικό του τρόπο την χολέρα του 1854, προσθέτοντας κι αυτός την μαρτυρία του δίπλα σε αυτήν του Εμμανουήλ Λυκούδη και αυτή του Δραγούμη. Η αξία όμως της συγκεκριμένης μαρτυρίας είναι μεγάλη καθώς καταγράφει τα περιστατικά με ημερομηνίες, δίνοντας μορφή ημερολογίου.

Άγγλος Αξιωματικός μπήκε σε εμπορικό κατάστημα στον Πειραιά να αγοράσει φανέλες. Ο έμπορος δεν είχε και γιαυτό ζητούσε να μεταβεί στην Αθήνα για να φέρει τις φανέλες που του ζητούσαν! Ο Άγγλος που λίγο πριν ήταν ο πελάτης, αποδείχθηκε ότι ήταν ο αρμόδιος για την χορήγηση των αδειών εξόδου! Έτσι συγκατατέθηκε προθύμως να παραβιάσει το υγειονομικό μέτρο του αποκλεισμού για χάρη των φανελών! 

Ως απολυμαντικό μέσο θεωρούσαν τότε τις φωτιές που άναβαν μέρα νύχτα στους δρόμους για τον καθαρισμό της ατμόσφαιρας. Τον Αύγουστο η χολέρα εξαπλώνεται και οι μολυσμένοι πεθαίνουν μέσα σε λίγες ώρες. Οι κάτοικοι του Πειραιά μεταναστεύουν σωρηδόν σε Αίγινα, Ύδρα, Σύρο. Στην έρημη πόλη μόνο 60 οικογένειες μένουν! Η επιδημία είναι πλέον φονικό όπλο. Από τους 20 μολυσμένους οι 18 πεθαίνουν. Στα τέλη του Αυγούστου οι θάνατοι αραιώνουν καθώς δεν υπάρχουν κάτοικοι στον Πειραιά για να πεθάνουν. Η πόλη είναι έρημη!

Ως απολυμαντικό μέσο θεωρούσαν τότε τις φωτιές που άναβαν μέρα νύχτα στους δρόμους για τον καθαρισμό της ατμόσφαιρας


Ο θάνατος δεν εξαιρεί βεβαίως τον στρατό Κατοχής και κυρίως τους Γάλλους. Οι απώλειές τους υπολογίζονται σε 800 στρατιώτες, καθώς τόσοι κατέφθασαν αργότερα από την Γαλλία για να αντικαταστήσουν τους πεθαμένους της χολέρας. Οι Γάλλοι νεκροί θάπτονταν στο Φάληρο, σε νεκροταφείο που ορίσθηκε αργότερα για τον σκοπό αυτό λίγο πιο μακριά από τον λοφίσκο που όπως ανέφερε και ο Όθωνας είχαν ανοίξει αρχικώς κρυφά τον τεράστιο λάκκο για να θάβουν τους πρώτους νεκρούς, πιστεύοντας κι αυτοί από άγνοια πως ένας μόνο λάκκος θα ήταν αρκετός! (Σχετικός ο νόμος του 1858 "Περί παραχωρήσεως εκτάσεως τινος γης εν Πειραιεί εις τας Κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας")

Η χολέρα μεταφέρθηκε από τους φυγάδες Πειραιώτες και στα νησιά όπου κατέφυγαν. Στην Σύρο η χολέρα σκότωσε 300! Βεβαίως η Ερμούπολη αριθμούσε τότε 25.000 άτομα πληθυσμό. Όμως επειδή φοβήθηκαν την περίπτωση του Πειραιά, το νησί εγκαταλήφθηκε από τους μισούς του κατοίκους. Πού μπορούσε όμως κάποιος να καταφύγει φεύγοντας από τον Πειραιά για να σωθεί;


Στην Αίγινα οι κάτοικοι λιθοβολούσαν τους φυγάδες. Δύο χιλιάδες Πειραιώτες έμεναν στις εξοχές της Αίγινας, καθώς δεν μπορούσαν να πλησιάσουν την πόλη. Η συρροή ήταν τέτοια που ακόμα και οι χειρότεροι στάβλοι νοικιάζονταν αντί αδράς αμοιβής.
Φυγάδες από την Σύρο μετέδωσαν το μίασμα στην Μύκονο! Μέσα σε λίγες μόλις ώρες, είχαν πεθάνει κι εκεί 29 άτομα!

Μέσα σε αυτό το κακό η Αθήνα είχε μείνει σχεδόν αλώβητος. Το μίασμα είχε φθάσει μόνο μέχρι την περιφέρειά της. Η πόλη φαίνεται ότι είχε σωθεί. Στον Πειραιά περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1855 δεν είχαν σημειωθεί άλλοι θάνατοι. Η Χολέρα φαίνεται ότι είχε σταματήσει. Τα μέτρα παραμελούνται, η ζώνη ατονεί. Οι κάτοικοι επιστρέφουν να συνεχίζουν την ζωή τους. Ασχολούνται πιο πολύ με την φωτιά που αποτέφρωσε το Βασιλικό Τυπογραφείο παρά με την χολέρα! 

Λέγεται ότι τότε, καταφθάνει από την Σύρο ένα κιβώτιο που περιέχει ρούχα ατόμου που πέθανε στο νησί από την χολέρα. Τα ρούχα παραλαμβάνονται από την οικογένεια του νεκρού που διαμένει στην Αθήνα. Η οικογένεια τα παραδίδει με την σειρά της προς καθαρισμό σε μια πλύστρα η οποία τα καθαρίζει μαζί με την βοήθεια μιας άλλης. Οι δύο αυτές γυναίκες είναι τα πρώτα θύματα, μιας χολέρας που μπαίνει στην Αθήνα να κατασπαράξει ότι δεν έκανε πρώτα! Η χολέρα επιστρέφει πιο ορμητική! Μεταξύ των κρουσμάτων αυτή την φορά συγκαταλέγεται και η αδελφή του Ιλάρχου Αγγελόπουλου γνωστός στους ιστορικούς του Πειραιά από τις περίφημες περιγραφές της πόλης.

Απερίγραπτος ο νέος τρόμος. Γενική φυγή πληθυσμού σε Αθήνα και Πειραιά! Η Αστυνομία μέσα σε τρεις ημέρες εκδίδει 12.000 διαβατήρια! Τα σπίτια εγκαταλείπονται με ανοιχτές τις πόρτες. Περιουσίες κατακλέβονται, ενώ όλοι τρέχουν στον δρόμο έντρομοι. Οι αμαξηλάτες βρίσκουν την ευκαιρία για πλουτισμό. Το δρομολόγιο Πειραιά - Αθήνα που κόστιζε 5 δραχμές, έφτασε τις 300! Οι Αθηναίοι κατασκήνωναν στον ελαιώνα που χώριζε τις δύο πόλεις! Η χολέρα χτυπά ξαφνικά Μαρούσι και Κηφισιά! Φήμες διαδίδονται για διάφορες πόλεις της Ελλάδας επίτηδες, ώστε οι χολεριασμένοι φυγάδες να μην καταφεύγουν σ΄ αυτές! Σε "καθαρά"μέρη συγκροτούνται από ένοπλους πολίτες αποσπάσματα που πυροβολούν τους φυγάδες να μην πλησιάσουν. 

Ακόμα και οι γιατροί αρνούνταν πλέον να εξετάσουν χολεριασμένους. Έλεγαν στους συγγενείς που πήγαιναν να τους ειδοποιήσουν 
- "Τρίψτε τον κι έφθασα". Εννοείται πως ο ασθενής πέθαινε κατά την διάρκεια των εντριβών προτού να φανεί ο γιατρός.

Όλες οι εκδόσεις των εφημερίδων σταμάτησαν. Αλλά και τους υγιείς φυγάδες δεν τους περιμένει καλύτερη τύχη. Λίγο έξω από την πόλη παραμονεύουν ληστρικές συμμορίες που ξέρουν πως οι κάτοικοι φεύγουν κουβαλώντας πολύτιμα αντικείμενα. Αφού τους ληστεύουν στην συνέχεια τους φονεύουν.

Η χολέρα εισβάλλει στα λιμάνια μεταφερόμενη από τα πλοία

Η χολέρα δεν εξαιρεί τους τρανούς και τους σπουδαίους. Τότε είναι που πεθαίνει και ο δάσκαλος του Γένους Γεννάδιος, ο ήρωας της Φιλικής Εταιρείας Αναγνωστόπουλος, ο πρώην βουλευτής Σκύρου Αντωνιάδης! Όταν φυσά νοτιάς η χολέρα οργιάζει

"Τρέμετε πάντες! ο νότος φυσά το κακό πλησιάζει"

Οι ιερείς διενεργούν λιτανείες στους δρόμους, οι υπάλληλοι δεν πηγαίνουν στις εργασίες τους, τα πάντα σταματούν. Αυτή την φορά οι ρόλοι αντιστρέφονται. Τα θύματα των Αθηνών είναι περισσότερα από τον Πειραιά. Άπειρος κόσμος συρρέει τώρα στον Πειραιά. Διατίθενται πολεμικά ατμόπλοια για να μεταφέρουν οικογένειες αλλού. Το ίδιο κάνει κι ο Γαλλικός στρατός κατοχής. Φεύγει από τον Πειραιά και πηγαίνει στις Κουκουβάουνες. Οι Πειραιώτες αρχικά νομίζουν πως οι Γάλλοι κάτι ξέρουν που καταφεύγουν εκεί τους ακολουθούν. Μετά όταν όμως βλέπουν ότι και εκεί η χολέρα μαστίζει λένε αναμεταξύ τους "Σιγά μην πάω στις Κουκουβάουνες", έκφραση που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα!

Η Αστυνομία σε όσους έχουν μείνει εντός πόλης, κάνει ανακοινώσεις δια τυμπανοκρουσίας. Όλες απαγορευτικές. Απαγορεύεται οι πολίτες να περπατούν στους δρόμους, απαγορεύεται τα καταστήματα να μένουν ανοικτά ενώ τα οινοπωλεία θα κλείνουν στις επτά το απόγευμα. Αυτό δημιουργεί κι άλλο πανικό καθώς κάποιοι πιστεύουν πως η χολέρα μεταδόθηκε από το κρασί! Τα μέτρα αυτά οδηγούν εκτός άλλου και τον λαό στην πείνα! Ο πλουτισμός από μαυραγορίτες κυριαρχεί! Το σύνθημα που κυριαρχεί από στόμα σε στόμα είναι "Σωζέτω έκαστος εαυτόν!".

Στις 14 Νοεμβρίου η επιδημία φθάνει στο ανώτατο σημείο της. Μετά αρχίζει η βαθμιαία ύφεση. Στο μεταξύ ουδείς μπορούσε με βεβαιότητα να απαριθμήσει τους νεκρούς, σε Αθήνα και Πειραιά, καθώς σπανίως γίνονταν κηδεία μεμονωμένη. Επρόκειτο για ομαδικές κηδείες σε λάκκους που μετά καλύπτονταν από ασβέστη. Αλλού οι πεθαμένοι στοιβάζονταν σε πυραμίδες 100 και 150 ατόμων, με πολλούς εξ αυτών να είναι ακόμα ζωντανοί. 
- "Και επειδή έπασχον από σπασμούς ολόκληρος η αποτρόπαιος εκείνη πυραμίδα, κλονίζονταν από το τίναγμα και το θέαμα σου πάγωνε το αίμα" γράφει ο Μπ. Άννινος. Κάποιοι Γάλλοι νοσοκόμοι που έμειναν στις θέσεις τους δέχονται δώρο από την Ελληνική Κυβέρνηση μετά την λήξη της επιδημίας, ένα χρυσό ρολόι!

Η 21η Νοεμβρίου 1855 θεωρείται ως η ημερομηνία που η χολέρα αρχίζει να λαμβάνει τέλος. Οι φυγάδες επανέρχονται σταδιακά και ενθουσιασμένοι από τον σωσμό τους το ρίχνουν στην μέθη. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1855 ανακοινώνεται ο τελευταίος θάνατος από χολέρα.  

Οι ιστορίες από την εποχή εκείνη αμέτρητες, θα μπορούσαν να καταγραφούν σε τόμους ολόκληρους. Οικογένειες ολόκληρες χάθηκαν και τα κλειδιά των έρημων πια σπιτιών τους παραδίδονταν στην Αστυνομία. Ενώ άνθρωποι που έτυχε να βρίσκονται μεθυσμένοι στον δρόμο, θάφτηκαν ζωντανοί καθώς τους εξέλαβαν ως χολεριασμένους. Και καθώς οι μεθυσμένοι σκεπασμένοι σε πρόχειρο λάκκο σηκώνονται κάποια στιγμή, ο κόσμος νομίζει πως οι χολεριασμένοι δεν πεθαίνουν αλλά βρυκολακιάζουν.

Ηρωική μορφή η Μαρία Υψηλάντου το γένος Μουρούζη που μένει στην Αθήνα και ουδέποτε φεύγει για να φροντίσει 300 ορφανά συστήνοντας πρόχειρο ορφανοτροφείο που αργότερα η θα τεθεί υπό την προστασία της Βασίλισσας Αμαλίας και θα γίνει γνωστό ως Αμαλίειον Ορφανοτροφείο. 



 Πηγή: Ιστορικά Σημειώματα του Μπάμπη Άννινου, Εκδόσεις ΜΠΑΫΡΟΝ, 1884

Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου Ψυρρή

$
0
0



Ο Ιερός ενοριακός Ναός του Αγίου Δημητρίου Ψυρρή, βρίσκεται στο νοτιοδυτικό κέντρο της παλαιάς πόλης των Αθηνών, στην οδό Παλλάδος, πρώτη πάροδο της οδού Αθηνάς, μεταξύ του Δημαρχιακού Μεγάρου της Αθήνας και της Πλατείας Μοναστηρακίου, με θέα την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Ο Ναός ιδρύθηκε το 1845 επί Βασιλείας Όθωνος, Πρίγκηπος του Βασιλικού Βαυβαρικού Οίκου των Wittelsbach. Ο Ναός ανεγέρθη στο σημείο που παλαιότερα υπήρχε ναός που κατεδαφίσθηκε από άγνωστη αιτία. Ήταν ήδη ενοριακός πρίν τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ελλάδος απο το Ναύπλιο στην Αθήνα (1834). Για ένα χρονικό διάστημα χρησιμοποιήθηκε ώς καθεδρικός, πρίν ονομασθή μετά η Αγία Ειρήνη της οδού Αιόλου. Όπως αναφέρει ο έγκριτος ιστοριογράφος της Αθήνας Δημήτριος Καμπούρογλου, ονομάσθηκε Άγιος Δημήτριος «ο νέος», λόγω του γεγονότος ότι στο εσωτερικό του ναού δέσποζε η παράσταση του Αγίου, ορθίου, νέου με δόρυ και θώρακα και όχι όπως απεικονίζεται συνήθως έφιππος. Όπως αναγράφει η κτητορική επιγραφή στο πίσω μέρος του δεξιού παγκαριού ο Ναός «...ανοικοδομήθηκε 1845, εφημερευόντων π. Σπυρίδωνος Βίμπου, π. Ιωάννου Δέρβου, π. Ιωάννου Μαντζάκου, εμεγενθύθη ο κυρίως ναός και ο τρούλλος 1901 εφημερευόντων π. Γεωργίου Καλαϊτζή, π. Σπυρίδωνος Μαντζάκου,...το 1912 εκοσμήθη υπό των ιδίων ιερέων,... εξωραϊσθη το 1963 ιερατεύοντος π. Διονυσίου Ξένου – Μποζίκη...». Η ενορία του Αγίου Δημητρίου συμπαραστάθηκε τόσο ηθικά όσο και οικονομικά στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, παρέχοντας τους φιλοξενία για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ο Ιερός Ναός του Αγίου Δημητρίου

Ο ναός είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της νεοελληνικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής των μέσων του 19ου αιώνα. Είναι ρυθμού σταυρεπίστεγου μετά τρούλου. Κατά μήκος των πλαγίων πλευρών του υπάρχουν μεγάλα παράθυρα που δίνουν στο ναό μια φωτεινότητα και αναδεικνύουν τις περίτεχνες τοιχογραφίες διακεκριμμένων ζωγράφων της δεκαετίας 1900 – 1910 (Νικόλαος Αργυρόπουλος, Τιμολέων Κονσολάκης, Μανούσος Παναγιωτάκης, Εμμανουήλ Παπαδάκης, Δημήτριος Σούτσος, κ.α). Στο δεξιό κλίτος του ναού υπάρχουν ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια: του Αγίου Γεωργίου (έτος φιλοτέχνησης 1966, έργο Νικητόπουλου) με αργυροεπένδυτη την εικόνα του Αγίου, του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου (έτος φιλοτέχνησης 1880), των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας και του Αγίου Σπυρίδωνος. Στο τέλος του δεξιού κλίτους υπάρχει τοιχογραφία μεγάλων διαστάσεων που απεικονίζει το Χριστό να ευλογεί τα παιδιά, έργο του αγιογράφου Ιωάννη Παπαδημητρίου (1910). Στο αριστερό κλίτος του ναού υπάρχουν ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια: του Αγίου Δημητρίου (έτος φιλοτέχνησης 1879) με αργυροεπένδυτη την εικόνα του Αγίου, του Αγίου Νεκταρίου και της Αποτομής της Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου (αργυροεπένδυτη). Στο τέλος του αριστερού κλίτους υπάρχει τοιχογραφία μεγάλων διαστάσεων που απεικονίζεται η «…είς Ουρανούς πυρφόρος ανάβασις του Προφήτου Ηλιού», έργο του Ιερομονάχου Ζαχαρία Καυσοκαλυβίτη (1931). Το περίτεχνο τέμπλο του ναού είναι ξυλόγλυπτο με κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα. Ανακαινίσθηκε το 1974 με δαπάνη της Ελβίρας Μεντώρου και με τη μέριμνα του εφημερίου του ναού, Αρχιμανδρίτου π. Γεράσιμου Καλλιβωκά. Ο άμβωνας είναι μαρμαρόγλυφος έργο του Α. Πύρρη. Στο Ναό υπάγονται τα παρεκκλήσια της Αγίας Κυριακής της οδού Αιόλου, που σήμερα είναι υπό τη διοίκηση και τη διαχείριση του Ταμείου Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος (Τ.Α.Κ.Ε), του Αγίου Ιωάννη της οδού Ευριπίδου και της Αγίας Μαύρας. Το ναϊδριον των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας επί της οδού Αθηνάς, πλησίον της Αγίας Κυριακής, κατεδαφίσθηκε για τη κατασκευή του υπόγειου ηλεκτρικού σιδηρόδρομου Αθηνών – Πειραιώς (Η.Σ.Α.Π). Σήμερα στο Ναό του Αγίου Δημητρίου φυλάσσονται το προσκυνητάρι των Αγίων. Στόν Άγιο Δημήτριο επίσης υπάγεται και ο Άγιος Ιωάννης της Κολώνας, επί της οδού Ευριπίδου, στην Πλατεία Κουμουνδούρου. Ο ναϊσκος βρίσκεται μέσα σε ένα μικρό κατάφυτο προαύλιο και έχει την ιδιαιτερότητα ότι χτίσθηκε πέριξ μίας ψηλής αρχαίας κολώνας με κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού, η οποία εξέχει της κεραμοσκεπούς στέγης του ναού.! Ο Ιερός ενοριακός Ναός του Αγίου Δημητρίου εορτάζει τη μνήμη του περιώνυμου Αγίου του στίς 26 Οκτωμβρίου, τη μνήμη των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας στίς 3 Μαϊου και τη μνήμη του Αγίου Ιωάννου στίς 7 Ιανουαρίου και στις 29 Αυγούστου.

Το ποιμαντικό έργο του Ναού

Η ενορία του Αγίου Δημητρίου Ψυρρή, βρίσκεται στην καρδιά του ιστορικού – εμπορικού κέντρου της Αθήνας και δεν έχει ενορίτες, διότι στη γύρω περιοχή βρίσκονται επαγγελματικές στέγες και καταστήματα, με αποτέλεσμα να μην έχει και οικονομική ευρωστία. Η οργάνωση, η μεθοδικότητα αλλά και οι επιστημονικές γνώσεις που διακρίνουν το προϊστάμενο του Ναού, Αρχιμανδρίτη π. Μακάριο Βαρλά, τον έκαναν το Φεβρουάριο του 1999, αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, να ενισχύσει περιμετρικά το κτίσμα με οπλισμένο σκυρόδεμα και κυριολεκτικά να σώσει το Ναό από ολοκληρωτική καταστροφή, απο το σεισμό του Σεπτεμβρίου του 1999. Τα σημάδια κόπωσης και γήρανσης του Ναού είναι ορατά, τόσο εντός (υγρασία στις τοιχογραφίες) όσο και εκτός αυτού (σκεπή, τοιχοδομία). Παρά τα τόσο σοβαρά τεχνικά προβλήματα του Ναού, η προσπάθεια για τη συνέχιση του φιλανθρωπικού έργου στη σύνθετη κοινωνία της υποβαθμισμένης περιοχής του Ψυρρή, αυξάνεται συνεχώς. Ήδη προγραμματίζονται ανακαινιστικές εργασίες στην κεραμοσκεπή, στα εξωτερικά επιχρίσματα και στον καθαρισμό των αγιογραφιών. Ο π. Μακάριος είναι πτυχιούχος της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, του τμήματος «Διοίκησης Επιχειρήσεων» της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο κλάδο της συστηματικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μιλά άπταιστα αγγλικά και σουηδικά. Το 1958 χειροτονήθηκε Διάκονος απο το μακαριστό Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως κυρό Αμβρόσιο Νικολάου, το 1960 Πρεσβύτερος και το 1961 προχειρίσθηκε Αρχιμανδρίτης. Τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις εκπλήρωσε ως στρατιωτικός ιερέας με το βαθμό του εφέδρου υπολοχαγού, ενώ υπηρέτησε σε μεγάλους στρατιωτικούς σχηματισμούς. Διετέλεσε Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως (1960 – 1968), της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου (1962 – 1966, λόγω τοποτηρητείας) και της Ιεράς Μητροπόλεως Σουηδίας και πάσης Σκανδιναυίας (1975 – 1979). Υπηρέτησε ως ιερατικώς προϊστάμενος και πρόεδρος του εκκλησιαστικού συμβουλίου στόν Προσκυνηματικό Ιερό Καθεδρικό Ναό της του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης. Δίδαξε ως θεολόγος καθηγητής στα «Εκπαιδευτήρια Δημητριάδη» Θεσσαλονίκης (1973 – 1975), στην Εκκλησιαστική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης (1982 – 1985) και στη Θεολογική σχολή του Πατριαρχείου Αντιοχείας στο Λίβανο. Επίσης ως επιστημονικός συνεργάτης στην έδρα της «Οργανώσεως και Διοικήσεως» του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (1979 – 1989) και ως καθηγητής οικονομικών, στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών (1998 – σήμερα). Συνεργάζεται με πολλά επιστημονικά θεολογικά και οικονομικά περιοδικά, ενώ είναι συγγραφέας περισσοτέρων απο 50 μελετών, ανακοινώσεων, άρθρων και βιβλίων. Παράλληλα με τα ποιμαντικά ενοριακά του καθήκοντα, υπηρετεί και ως οικονομικός σύμβουλος του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος. Για το πλούσιο ποιμαντικό και επιστημονικό του έργο έχει τιμηθεί με τον Αργυρό Σταυρό της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους απο το μακαριστό Οικουμενικό Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα (1963), ενώ ο μακαριστός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κυρός Παντελεήμων Β΄ του απένειμε τέσσερα χρυσά εκκλησιαστικά μετάλλια.! Χάρη στίς οικονομικές γνώσεις και του αγώνες του, επανήλθε στήν ιδιοκτησία του Ναού καταπατημένο οικόπεδο στο Μαρούσι, το οποίο προ ολίγων ημερών δώθηκε αντιπαροχή. Στο χώρο αυτό θα ανοικοδομηθούν δύο επαγγελματικά κτίρια. Το 56% του ενός απο απο αυτά θα ανήκει στην ενορία και έτσι θα μπορέσουν να βελτιωθούν τα οικονομικά της, με αποτέλεσμα να προχωρήσουν οι εκ βάθρων ανακαινιστικές εργασίες του Ναού αλλά και η ανέγερση 3όροφου Πνευματικού – Φιλανθρωπικού Κέντρου. Στον πανάξιο αυτό λευϊτη του Αμπελώνα του Κυρίου, ευχόμεθα πολύ σύντομα η διοίκηση της Εκκλησίας, να αναγνωρίσει την μακροχρόνια ευδόκιμη υπηρεσία του και να τον ανυψώσει στο τρίτο βαθμό της ιεροσύνης, τον του Επισκόπου. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι το αξίζει και με το παραπάνω. Για επικοινωνία: Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου Ψυρρή, οδός Αγίου Δημητρίου 19, 105 54, Αθήνα, τηλ/fax: (210) 32.10.632.


Συντάκτης: Παν. Ριζόπουλος
Πηγή: Σ.Ο. ΙΟΥΝΙΟΣ 2005

Ο αυθεντικός μάγκας του ελληνικού σινεμά Νίκος Φέρμας

$
0
0





  • Ο πασίγνωστος «άγνωστος» της μεγάλης οθόνης που αποθέωσε τον ρόλο του μπεσαλή!



    Ο αυθεντικός μάγκας του ελληνικού σινεμά Νίκος Φέρμας


    Το αρχέτυπο του κινηματογραφικού ντόμπρου και καθαρού μεροκαματιάρη, ο σταράτος μάγκας της διπλανής πόρτας και σύμβολο της ελληνικής ψυχής δηλαδή, δεν είναι άλλο από τον μοναδικό από κάθε άποψη Νίκο Φέρμα.
    Ο ηθοποιός που καθιερώθηκε στη μανιέρα του μπεσαλή και μετατράπηκε σε έναν από τους μεγάλους δευτεραγωνιστές του ελληνικού πανιού εμφανίστηκε σε αμέτρητες κυριολεκτικά ταινίες, που ανάλογα με την πηγή κυμαίνονται μεταξύ 120-150 φιλμ!
    Ο εμβληματικός δευτερορολίστας των δεκαετιών του 1950 και του 1960 ανάγκαζε μάλιστα τις παραγωγές να καθυστερούν τα γυρίσματά τους αν τον ήθελαν -που τον ήθελαν διακαώς- στο καστ τους, καθώς οι τόσες κινηματογραφικές υποχρεώσεις του δεν του άφηναν χρόνο για χασομέρι, σε πλήρη αντίθεση δηλαδή με τους χαλαρούς ήρωες που ενσάρκωνε συνήθως.
    Ο φτωχός βιοπαλαιστής της ζωής, ο φουκαριάρης παλιατζής, ο αμίμητος μικροπωλητής, ο πολυτεχνίτης του μόχθου, ο λωποδυτάκος χαρτοπαίκτης, ακόμα και ο πατέρας αυστηρών αρχών του ελληνικού σινεμά έμεινε στις καρδιές μας ως ο βαρύμαγκας-καρικατούρα της οθόνης, καθώς ο Φέρμας έτσι ήταν και στη ζωή του.
    Αυθεντικός και ειλικρινής, ο κλασικός δευτεραγωνιστής μεταπήδησε στην ηθοποιία πρώτης γραμμής σαρώνοντας θέατρο και κινηματογράφο με μοναδικό εφαλτήριο τις τεράστιες υποκριτικές του ικανότητες, χωρίς σταριλίκια και παρασκηνιακές διασυνδέσεις, παραμένοντας ένας χείμαρρος που ξεχείλιζε οθόνη και σανίδι.
    Ο απόλυτος άνθρωπος της πιάτσας ήταν τόσο πειστικός στους ρόλους του καθώς έτσι ακριβώς ήταν και στη ζωή του: ένας σωστός μάγκας και άρχοντας. Ήσυχος πάντα και επαγγελματίας από τους λίγους, είχε το συνήθειο να φουμάρει το χασίσι παντού και μια μακρά σειρά από κωμικοτραγικά περιστατικά έχουν μείνει θρυλικά στην εθνική μας κινηματογραφία. Κανείς δεν είχε εξάλλου πρόβλημα με αυτό, καθώς ο Φέρμας ήταν πάντα ευχάριστος τύπος αλλά και τρομερός συνεργάτης, πάντοτε πρόθυμος και δουλευταράς.
    Ο γνωστός σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος αφηγήθηκε την πρώτη του επεισοδιακή γνωριμία με τον Νίκο Φέρμα στο βιβλίο του «Ένας σκηνοθέτης θυμάται»: «Με πλησιάζει ένας μάγκας βαρύς με το αργό λικνιστικό του περπάτημα εκείνο το πρωινό στο γύρισμα. Είναι ο Νίκος Φέρμας. Συρτή φωνή, νωθρή κίνηση, ματιά θαμπή. -Είσαι για μια τζούρα αφεντικό; -Τι τζούρα, ρωτάω παραξενεμένος. -Μια ρουφηξιά για. -Δεν καπνίζω. -Δεν είναι καπνός. Χόρτο είναι. -Τα χόρτα με πειράζουν στο στομάχι. -Τα λάχανα σε πειράζουν. Κι ετούτο δεν είναι λάχανο. Είναι ανθός. Τράβα μία και θα αρχίσεις να πετάς. Και τα πλάνα θα σου ’ρχονται το ένα μετά το άλλο σαν σύννεφα που τα κυνηγάει ο νοτιάς»!
    Ο Φέρμας δεν φοβόταν να παραδεχτεί δημόσια ότι φούμαρε χασίσι και ποτέ δεν έκρυψε την έξη του, ούτε όταν μπήκε το «χόρτο» στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών. Όχι μόνο το απολάμβανε, αλλά σκάρωνε και φάρσες στους μη μυημένους. Ένα από τα γνωστότερα θύματα του χιούμορ του ήταν ο Σωτήρης Μουστάκας, που πρωτόβγαλτος ακόμα στο θέατρο μοιραζόταν με τον Φέρμα το ίδιο καμαρίνι, το οποίο συνήθιζε να μετατρέπει σε τεκέ ο τελευταίος. Νεαρότατος και άβγαλτος καθώς ήταν ο Μουστάκας, ρώτησε κάποια στιγμή τον Φέρμα για το περιεχόμενο του τσιγάρου του και εισέπραξε την απάντηση ότι ήταν φάρμακο για το στομάχι.
    Λίγες μέρες αργότερα, κατέφτασε στο θέατρο με στομαχόπονο ο Μουστάκας και ζήτησε από τον συνάδελφό του μια τζούρα από το θεραπευτικό βοτάνι. Έκπληκτος ο Φέρμας, αντιλήφθηκε ότι ο Μουστάκας δεν είχε καταλάβει ότι κάπνιζε χασίς, όταν και γύρισε και του είπε χωρίς περιστροφές: «Μα καλά, ρε Κύπριε, δεν κατάλαβες τι είναι; Χασίσι είναι»!
    Αυτός ήταν ο εξαίσιος καρατερίστας του ελληνικού σινεμά, ένας άνθρωπος απλός τόσο μέσα όσο και έξω από το μεγάλο πανί. Γι’ αυτό και ενσάρκωσε εξάλλου ιδανικά τους ανθρώπους της πιάτσας και του περιθωρίου, τους νταήδες, κομπιναδόρους και λαϊκούς τύπους της κοινωνίας, πάντα με την απαράμιλλη ζωντάνια και τη χαρακτηριστική πειστικότητά του…
    Ποιος μπορεί να τον ξεχάσει ως αυστηρό πατέρα στον «Μπακαλόγατο», όταν γυρνά στη Μαρίκα Νέζερ και σχολιάζει τα προξενιά που εκείνη φέρνει σωρηδόν για τη μοναχοκόρη του: «Έχει όμως ο γαμπρός υπ’ όψιν του πως εμάς μας λείπουν 99 δραχμές για να βάλουμε στην μπάντα κάνα κατοστάρικο;»!

    Πρώτα χρόνια

    frammmastss1
    Ο Νίκος Φέρμας γεννιέται ως Νίκος Χατζηανδρέου το 1905 σε χωριουδάκι της Λέσβου μέσα σε φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο μεροκαματιάρης πατέρας με το μικρό κτηματάκι πέθανε ότι ο μοναχογιός του ήταν δεν ήταν τριών ετών και μάνα και γιος εγκαταστάθηκαν τότε στη Μυτιλήνη, όπου και δούλευε οικιακή βοηθός στα αρχοντικά για να μεγαλώσει τον Νίκο.
    Το σχολείο δεν το τέλειωσε ο Φέρμας, μιας και η καταραμένη φτώχεια τον έβγαλε στη βιοπάλη ήδη από πολύ νωρίς. Έκανε τα πάντα, πέρασε από πάμπολλες δουλειές του ποδαριού και μέσω των διασυνδέσεων της μάνας του βρέθηκε κάποια στιγμή κλητήρας τραπεζικού υποκαταστήματος.
    frammmastss2
    Παρά το γεγονός ότι η θέση ήταν πολλά υποσχόμενη και σωστό χρυσωρυχείο για τη φτωχή φαμίλια, η στολή που φορούσε ο Φέρμας με τα χρυσά κουμπιά και το πηλίκιο τού την έδινε στα νεύρα! Δεν άντεχε τις τυπικότητες και τις πειθαρχίες, ούτε και τη δουλοπρέπεια με την οποία τον ανάγκαζαν να φέρεται στους πελάτες. Κι έτσι τα παρατά και ψάχνει πάλι για δουλειά, καθώς φαινόταν να μη στεριώνει πουθενά.
    Παρά το γεγονός ότι πολλοί τον θεωρούσαν αλήτη στην τοπική κοινωνία, ο Φέρμας είχε πάντα αγάπη για το θέατρο και τα «καλλιτεχνικά», όπως έλεγε, αν και δεν είχε εμπλακεί μέχρι τότε σε καμιά τέτοια δραστηριότητα. Αν και η μοίρα θα του χτυπούσε σύντομα την πόρτα…

    Ο Φέρμας ηθοποιός

    frammmastss3
    Είμαστε στα 1923, όταν η Μικρασιατική Καταστροφή αποβιβάζει στη Μυτιλήνη τον γνωστό ηθοποιό της εποχής Δημήτρη Βερώνη, ο οποίος ξεριζώθηκε από τον τόπο του και έψαχνε πια δουλειά στη Λέσβο. Μην έχοντας τι να κάνει, συγκροτεί τον δικό του θίασο από ντόπιους ερασιτέχνες που «τα έλεγαν» και αρχίζει να δίνει παραστάσεις στο νησί.
    Αυτός θα ανακαλύψει τον Φέρμα και το υποκριτικό του ταλέντο, καθώς ο βετεράνος ηθοποιός είχε τον τρόπο του να ξετρυπώνει τα φιντάνια. Ο Βερώνης ήταν αυτός που σκαρφίστηκε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Φέρμας», όταν σιγουρεύτηκε ότι ο 18χρονος νεαρός είχε το μικρόβιο της υποκριτικής.
    frammmastss4
    «-Πώς σε λένε;», τον ρώτησε ο Βερώνης, «-Νίκο Χατζηανδρέου. -Νίκο Χατζηανδρέου; Αυτό το όνομα, παιδί μου, είναι ακατάλληλο για το θέατρο. Θα το αλλάξουμε». Κι αφού σκέφτηκε λίγο, αποφάνθηκε τελικά: «-Θα λέγεσαι Φέρμας. Νίκος Φέρμας. Σ’ αρέσει;». Αδιάφορος ο φέρελπις ηθοποιός για το νέο του όνομα, δεν έφερε καμία αντίρρηση, αν και έμελλε να καθιερωθεί σε λίγα χρόνια τόσο στο σανίδι όσο και το πανί με το ψευδώνυμο που δέχτηκε απρόθυμα και χωρίς δεύτερη σκέψη.
    Το περιοδεύον μπουλούκι του Βερώνη έδωσε αρκετές παραστάσεις στη Μυτιλήνη και ο Φέρμας ανδρώθηκε υποκριτικά δίπλα στον μέντορά του. Κι έτσι, όταν διαλύθηκε ο θίασος και πιστεύοντας πια στις ικανότητές του, κατέβηκε στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρο της ηθοποιίας, σε πείσμα όλων!
    frammmastss5
    Μέσα σε δύο χρόνια, θα βρεθεί να σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου και να παίζει στο αισχύλειο θεατρικό «Επτά επί Θήβας» στο νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά, κάνοντας το αθηναϊκό ντεμπούτο του. Αφού πήρε μέρος σε όλες τις παραστάσεις των επόμενων σεζόν, δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, έγινε αργά αλλά σταθερά αναπόσπαστο μέλος της αθηναϊκής θεατρικής σκηνής, γινόμενος κάποια στιγμή περιζήτητος από τους θεατρώνηδες και τους σκηνοθέτες.
    frammmastss6
    Εμφανίστηκε δίπλα στους Χορν, Αυλωνίτη, Κωνσταντάρα, Χατζηχρήστο, Φωτόπουλο, Λαμπέτη, Βουγιουκλάκη, Καρέζη και τους άλλους μεγάλους πρωταγωνιστές της εποχής και όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για κείνον.
    frammmastss13
    Με τον Χατζηχρήστο συνδέονταν με βαθιά φιλία και ο Φέρμας ήταν βασικός συνεργάτης του, καθώς κανείς δεν ενσάρκωνε καλύτερα τον τύπο του απλού λαϊκού ανθρώπου. Ο Φέρμας διακρίθηκε κυρίως σε έργα πρόζας αλλά και στη μεγάλη επιθεώρηση του καιρού…

    Καριέρα στο σινεμά

    frammmastss8
    Μποέμ από τους λίγους, ο Φέρμας έγινε βασικό μέλος των συντροφιών που περνούσαν τα βράδια τους με κρασί και λογοτεχνικές συζητήσεις και αποτελούνταν από ποιητές, πεζογράφους και ηθοποιούς. Έχοντας κάνει ήδη όνομα στο θεατρικό σανίδι και με πείρα χρόνων πια στις πλάτες του, ήταν ώρα να τον ανακαλύψει και ο ελληνικός κινηματογράφος.
    frammmastss10
    Ο Φέρμας ντεμπουτάρει το 1948, όντας πια 43 ετών, στο φιλμ του Σακελλάριου «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται», και δεν φεύγει ποτέ από τα κινηματογραφικά πράγματα, μέχρι το 1972, όταν θα τον προλάβαινε αναπάντεχα ο θάνατος. Ο μεγάλος δευτερορολίστας πήρε μέρος σε αμέτρητες κυριολεκτικά ταινίες που δύσκολα μπορεί να απαριθμήσει κανείς!
    frammmastss11
    Αν και όλοι τον θυμόμαστε στους χαρακτηριστικότερους ίσως ρόλους του που άφησαν εποχή: «Ένας ήρωας με παντούφλες», «Λατέρνα φτώχεια και γαρύφαλλο», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Ποτέ την Κυριακή», «Καλώς ήλθε το δολάριο», «Λόλα», «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», «Η χαρτοπαίχτρα», «Της κακομοίρας», «Ανθισμένη αμυγδαλιά», «Όσα κρύβει η νύχτα», «Ο παπατρέχας», «Τρεις κούκλες κι εγώ» κ.ά.
    Ο Φέρμας έπαιξε τα πάντα και τα έπαιξε με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, από δράματα μέχρι και κωμωδίες, με την ίδια απροσχημάτιστη απλότητα που διακρίνει τους πραγματικά μεγάλους. Μέσα σε είκοσι χρόνια κινηματογραφικής καριέρας, πρόλαβε να ερμηνεύσει πλήθος ρόλων και τύπων και να μας χαρίσει αξιομνημόνευτες ατάκες που όλοι θυμόμαστε…
    Ο Φέρμας είχε ανέβει καλλιτεχνικά και τα είχε πράγματι καταφέρει, αν και πάντα στεκόταν απέναντι στη ζωή και την επιτυχία με μια επιβλητική αδιαφορία που έκανε σε όλους εντύπωση. Ο ηθοποιός παντρεύτηκε με την ηθοποιό Άννα Παντζίκα, με την οποία έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατό του, αποτελώντας ένα από τα πιο πετυχημένα ζευγάρια της ελληνικής showbiz, πράγμα όχι και τόσο συνηθισμένο για τα θεατρικά ζευγάρια.
    frammmastss12
    Θρυλείται ότι στον γάμο του Φέρμα ο Αλέκος Σακελάριος, για να του κάνει πλάκα, έβαλε χασίσι μέσα στο θυμιατό του παπά, με αποτέλεσμα πολλοί από τους καλεσμένους να ζαλιστούν! Αλλά και ο θιασάρχης Βασίλης Μπουρνέλης κάθε φορά που περνούσε έξω από το καμαρίνι του συνήθιζε να τον πειράζει για την καπνίλα λέγοντας: «Αγιασμό έχουμε πάλι σήμερα;».
    Αυτός ήταν ο λατρεμένος Νίκος Φέρμας, ένας άνθρωπος που αντιμετώπισε τη ζωή με το χιούμορ και τη χαλαρότητα που της πρέπει. Έφυγε ξαφνικά από τον κόσμο στις 14 Αυγούστου 1972, όταν τον πρόδωσε η τρυφερή του καρδιά.
    frammmastss16
    Ήταν 66 ετών…
    http://www.newsbeast.gr

Κι όμως κάποτε χιόνιζε τα Χριστούγεννα και στην Αθήνα: Εχει συμβεί 11 φορές – Στατιστικά στοιχεία από το 1902!

$
0
0
ΠΟΣΕΣ ΜΕΡΕΣ ΕΧΕΙ ΧΙΟΝΙΣΕΙ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ


Κι όμως κάποτε χιόνιζε τα Χριστούγεννα και στην Αθήνα: Εχει συμβεί 11 φορές – Στατιστικά στοιχεία από το 1902!

Το κλισέ, τουλάχιστον των ταινιών, θέλει τα Χριστούγεννα 
χιονισμένα με την οικογένεια να χαζεύει αγκαλιασμένη,
 με κούπες αχνιστής σοκολάτας στο χέρι το χιόνι έξω 
από το παράθυρο, ή τα παιδιά να σχηματίζουν αγγελάκια
 στο χιόνι. Πόσες φορές έχει χιονίσει όμως στην Αθήνα 
ανήμερα Χριστούγεννα;
11 φορές έχει συμβεί αυτό το μικρό θαύμα, τις περισσότερες πριν το 1942. 
Συνέβη λοιπόν, το 1902 όπου χιόνιζε παραμονή και ανήμερα τα Χριστούγεννα, 
αλλά οι κάτοικοι δεν το πήραν είδηση διότι, ως το 1923 χρησιμοποιούσαν 
το παλαιό ημερολόγιο που ήταν 13 ημέρες πίσω. Οπότε, για τον τότε κάτοικο 
των Αθηνών, το χιόνι που έβλεπε, έπεφτε ενώ το ημερολόγιο του έγραφε
 11 & 12 Δεκεμβρίου αντίστοιχα! Τα εντυπωσιακά στοιχεία, μαζί με πλήθος 
άλλων στατιστικών και εικόνων παρουσιάζει το http://antisimvatikos.blogspot.gr
Σύμφωνα με την έρευνα, η επόμενη φορά που συνέβη αυτό ήταν 1/1/1906
 και μετά 1/1/1912 αλλά, πάλι, λόγω του παλαιού ημερολογίου, δεν ήταν 
ημέρα πρωτοχρονιάς για τους τότε κατοίκους.
Επόμενη φορά είναι στις 31/12/1941 & 1/1/1942. Αυτή τη φορά, το ημερολόγιο
 ήταν σωστό αλλά οι συνθήκες, κάθε άλλο παρά ευνοούσαν το χαρούμενο 
παιχνίδι με το χιόνι εν μέσω γερμανικής κατοχής.Χιόνια εμφανίστηκαν ξανά 
σε γιορτινές μέρες κατά την πρωτοχρονιά του 1978 και ακολούθως 
στις 31 Δεκέμβρη του 1982, στην 1 Ιανουαρίου του 1983, ανήμερα 
τα Χριστούγεννα του 1986. Τελευταία φορά εν μέσω γιορτών είχαμε χιόνι
 στην Αθήνα στις 31 Δεκεμβρίου του 1991 και στην 1η Ιανουαρίου του 1992.
Γενικότερα πάντως, σύμφωνα με την έρευνα του antisimvatikos tο σύνολο 
ημερών με χιονόπτωση από το 1900 έως και το 2012 είναι 519. Αυτό βγάζει 
έναν μέσο όρο ημερών χιονόπτωσης για αυτά τα 113 χρόνια συνολικά 
περίπου 4,6 ημέρες/έτος για το ευρύτερο κέντρο της Αθήνας.


 iefimerida.gr 

Τα «πλημμυρισμένα» Χριστούγεννα των Αθηναίων το 1952.

$
0
0



Εντυπωσιακές φωτογραφίες από τα σημεία στα οποία, 64 χρόνια μετά, ακόμα δημιουργούνται προβλήματα κάθε φορά που βρέχει . Το ρεπορτάζ είναι από την εφημερίδα «Ακρόπολις» και το πρωτοσέλιδο της 24ης Δεκεμβρίου του 1952. Την ώρα που στους περισσότερους δρόμους της Αθήνας κυκλοφορούσαν παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα, σε κάποιες γειτονιές οι κάτοικοι προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τα νερά της βροχής της προηγούμενης ημέρας. ADVERTISING inRead invented by Teads «Αι χθεσιναί ραγδαίαι βροχαί είχαν αποτέλεσμα να κατακλυσθούν κυριολεκτικώς από τα νερά, πολλαί συνοικίαι των Αθηνών και να μεταβληθούν εις λιμναίους συνοικισμούς προάστεια», διαβάζουμε στο δημοσίευμα. Ο φωτορεπόρτερ που τράβηξε τις φωτογραφίες σίγουρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι 64 χρόνια μετά, η ιστορία στην Αθήνα επαναλαμβάνεται. Όχι μόνο υπάρχουν ακόμα σπίτια και δρόμοι που πλημμυρίζουν, αλλά βρίσκονται ακριβώς στο ίδιο σημείο με το 1952. 






Στην αριστερή φωτογραφία, επάνω, βλέπουμε σπίτι στην Αγία Παρασκευή, όπου το ύψος του νερού έχει φτάσει, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στα 80 εκατοστά. Στη μεσαία, αυτοκίνητα βρίσκονται εγκλωβισμένα στη μέση του δρόμου που έχει μετατραπεί σε λίμνη. Πρόκειται για την οδό Πειραιώς, η οποία στις μέρες μας πλημμυρίζει σχεδόν σε κάθε μεγάλη νεροποντή. Στη δεξιά εικόνα η νεολαία το διασκεδάζει με πρόχειρη σχεδία. Στις κάτω φωτογραφίες βλέπουμε ένα δέντρο που ξεριζώθηκε στην οδό Κηφισίας, κάτι που συμβαίνει συχνά και σήμερα. Δίπλα εικονίζεται η «λιμνοθάλασσα» της Αγίας Παρασκευής και δεξιά, η πιο θλιβερή φωτογραφία που δείχνει γκρεμισμένο σπίτι και τους κατοίκους του σε απόγνωση να κοιτάζουν τα ερείπια. Ακόμα πιο θλιβερή είναι η διαπίστωση ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια και το μόνο που έχει αλλάξει είναι το μέγεθος των σπιτιών και η τεχνολογία των αυτοκινήτων, όχι όμως και οι συνθήκες ώστε να αποφεύγονται οι πλημμύρες στην Αθήνα.... 

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr

Χριστούγεννα σ΄ένα πλακιώτικο αρχοντικό

$
0
0

Χριστούγεννα σ΄ένα πλακιώτικο αρχοντικό

«Στο παληό πλακιώτικο αρχοντικό που ολόκληρο τον άλλο χρόνο από τότε που ο θάνατος πήρε τον νοικοκύρη του, έμενε κλειστό και βουβό, η εορτή των Χριστουγέννων ήταν ημέρα ξαναγυρίσματος στα καλά ευτυχισμένα  χρόνια.

Όχι γιατί ο θάνατος μαζί με τον νοικοκύρη είχε πάρει και τ’ αγαθά του, αλλά η χήρα του, μια φρέσκια γυναίκα, σαραντάρα, νοικοκυρά από τις πρώτες, ονομαστή για την πάστρα της και για τα καλά που έκανε στους απόκληρους της μοίρας, είχε πάρει την απόφαση να ζήση με την ανάμνησι του ανδρός της κλεισμένη με τις δυό ψυχοκόρες της και το μονάκριβό της αγόρι πίσω από τα ψηλά ντουβάρια του αρχοντικού μακρυά από κάθε εγκόσμια χαρά.


Η εκκλησία μόνο –η γειτονική Αγία Σωτήρα του Κοττάκη- όπου είχε στασίδι δικό της, την έβλεπε κάθε Κυριακή και  οι φύλακες του Νεκροταφείου κάθε Δευτέρα και Σάββατο. Όλο τον άλλο καιρό πέρναγε σκαλίζοντας τα άνθη του μικρού της περιβολιού, κυττάζοντας το νοικοκυριό της και ανατρέφοντας το αγόρι της. Γαλήνη βιβλική επικρατούσε στο σπιτικό.
Την παραμονή όμως της Γέννησης τα πράγματα αλλάζανε. Ο θόρυβος και η χαρά ερχόντουσαν να κατοικήσουν για λίγες ώρες εκεί όπου είχαν στήσει το θρόνο τους η σιωπή και η θλίψις. Το είχε δε κακό η Πλακιώτισσα αρχόντισσα να μη γιορτάση την γέννηση του Θεανθρώπου. Κάτι σαν γρουσουζιά και κακοσημαδιά.

Έτσι από όρθρου βαθέος η ψυχοκόρες αρχίζουν να ασβεστώνουν τους τοίχους της αυλής –αν και ήσαν πάντοτε πεντακάθαροι- να σφουγγαρίζουν με ποτάσσα και αλυσίβα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια, να ζυμώνουν τα Χριστόψωμα –εφτάζυμα με μαστίχα και γλυκάνισο- να πλάθουν τους κουραμπιέδες που θα αποτελούσαν έπειτα στο συνοικιακό φούρνο του μάστρο Νικόλα του Ηπειρώτη ψωμά, που τον έκαιγε όλο το θυμάρι του Υμηττού, το ζήτημα της ημέρας με το μοσχοβόλημα τους, να γυαλίζουν τα’ ασημικά, να στολίζουν τ’ αρχοντικό σαν να επρόκειτο ο νοικοκύρης του να γυρίση από το αιώνιό του ταξείδι.

Η γαλοπούλα καλοκαθαρισμένη μ’ ασπρορρόδινη και παχειά τη σάρκα κρεμότανε ψηλά στο φανάρι της κουζίνας και τ’ αρνάκι του γάλακτος από το μανδρί του μπάρμπα Σπύρου του Τρικκαλιώτη, που τα μάνδριζε πέρα, εκεί κατά την Καισαριανή, έτοιμα μέσα στο χάλκινο ταψί, πάνω στα ξερα κλήματα, περίμενε την ώρα που θα είχε κάψη καλά ο φούρνος για να ροδοκοκκινίση η πέτσα του και να μη μουλιάση.

Όταν το άστρο της ημέρας έγερνε προς τη δύσι του γεμίζοντας φλόγα και χρυσάφι τα μάρμαρα της Ακρόπολης και ξαπλώνοντας στη Φαληρική θάλασσα ένα υπερμεγέθη φανταστικό άλυκο μανδύα, η δουλειές του σπιτιού είχαν τελειώσει και η συνηθισμένη βιβλική γαλήνη είχε απλωθή και πάλι στις μεγάλες του κάμαρες με τα ξύλινα σκαλισμένα ταβάνια από κυπαρισσόξυλο που τους έδιναν ένα άρωμα γλυκό και μεθυστικό.



Ωχρά και αμφίβολα τρεμόσβυναν τα τελευταία άστρα στο στερέωμα και το ορνίθι είχε λαλήσει για Τρίτη φορά όταν απ’ τα παράθυρα του αρχοντικού όπως και των γύρω σπιτιών ο σκοτεινός δρόμος εχαραζότανε από το γλυκό τα’ απαλό φως των επτάφωτων λυχναριών.
… Θυμάμαι ήμουν μικρό παιδί ακόμη.

Με το τρίτο λάλημα του πετεινού, που ήταν το ξυπνητήρι της μητέρας όλοι έπρεπε να βρεθούμε στο πόδι. Οι ψυχοκόρες ρίχνανε καινούργιους κορμούς από πεύκο στο μεγάλο τζάκι που ο βορηάς καθώς κατέβαινε μανιασμένος από την καμινάδα το γέμιζε με σπινθήρες και εκρήξεις ρετσίνης. Από το εικονοστάσιο κατεβάζαμε την θαυματουργό εικόνα της Γέννησης, μια παληά μαυρισμένη βυζαντινή εικόνα, που είχε βρεθή στη φανερωμένη, στη Κούλουρη, και που αρκούσε να την τοποθετήσουν στο κεφάλι του αρρώστου για να του φύγη αμέσως η βασκανία, τ’ ανεμοπύρωμα –ξορκισμένο νάνε- ν΄ανοίξη τα μάτια του από τον βαθύ πυρετό και να πισωστρέψη το καλαγκάθι. Θα την πηγαίναμε όπως κάθε χρόνο στην εκκλησία για να τοποθετηθη στο οικογενειακό εικονοστάσι, όπου θάμενε μέχρι τα Φώτα, δίνοντας την αγία χάρι της στους πιστούς προσκυνητάς της.

Φρεσκαλλαγμένοι, μοσχολουσμένοι περιμέναμε να χτυπήση το σήμαντρο της εκκλησιάς. Και τότε από κάθε θύρα, από κάθε μαντρόπορτα, από κάθε σπίτι και αρχοντικό και χαμωκέλλα χυνόντουσαν στο μισοσκότεινο δρόμο σκιές μπαμπουλωμένων με το μποξά τους γυναικών, από καμμιά άκρη του οποίου διακρινότανε το κόκκινο φεσάκι τους με την μπλαβιά φουντίτσα, υψηλόκορμες σιλουέττες ανδρών με τα πανωβράκια τους από μπλέ τσόχα και τα κοντογούνια τους, και κάπου κάπου και καμμιά γυναικεία σιλουέττα με την τελευταία μόδα –κουτσομπολιά και κρυφή περιφρόνησις και χλευασμός τηε γειτονιάς για την καταπάτησι των πατρίων.
Σε λίγο όλη η παληά εκκλησία του Κοττάκη ήταν γεμάτη από πιστούς και στη θαλπωρή των κεριών, στο γλυκό φως των πολύχρομων κανδυλιών, στο στακτόφαιο και αχνό σύννεφο του θυμιάματος που η ευωδία του σου έφερνε ένα κόμπο στο λαιμό και σου προξενούσε μια νάρκη, η βροντώδης φωνή του παπά-Γρηγόρη ανέβαινε κυματιστή στα ύψη του τρούλου αινούσα τον Κύριον.

Όταν ο ήλιος τρία κοντάρια ψηλά κατεγίνετο να βάλη φωτιά στις κορυφές των κυπαρισσιών που τριγύριζαν τότε την αγία Σωτήρα του Κοττάκη, ο αυλόγυρος εγέμιζε από πιστούς που μετέφεραν σε κατακάθαρα μανδύλια τον «άρτον» στο σπίτι τους, ανταλλάσσοντας ευχές ενώ το σήμαντρο επανηγύριζε την Γέννηση του Κυρίου.

Έτσι θυμάμαι –ήμουν μικρό παιδί ακόμη- πως γιορτάζαμε στη Πλάκα το παληό καιρό τα Χριστούγεννα».

(Ημερήσιος Τύπος, 1930, Γ. Β-ς)

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα 
στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !

Το μαντίλι που πετιέται

$
0
0


Τεμπο Ελευθερία 19-10-1965
Την εποχή που σχεδόν σε όλες τις αντρικές τσέπες και τις γυναικείες τσάντες βρισκόταν από ένα μαντίλι, το επιχείρημα των χαρτομάντιλων Τέμπο ήταν ότι το μαντίλι μαζεύει μικρόβια κι έτσι το κρυολόγημα δεν περνάει ποτέ, ενώ το χαρτομάντιλο, που πετιέται μετά από κάθε χρήση, είναι σύμμαχος της υγείας.
Στη δεκαετία του ’60 οι ξένες γλώσσες δεν είχαν τη διάδοση που έχουν στις μέρες μας. Γι’ αυτό ενώ η συσκευασία γράφει Tempo, η διαφήμιση γράφει τη λέξη με ελληνικούς χαρακτήρες. Εκείνη την εποχή το χαρτομάντιλο ήταν μια εισαγόμενη πολυτέλεια που πληρωνόταν μάλλον ακριβά. Ένα πακέτο με δέκα χαρτομάντιλα έκανε τρεις δραχμές. Με τρεις δραχμές μπορούσες ν’ αγοράσεις δύο εφημερίδες.

Η Παλιά Αθήνα-Δεκαετία 1920

$
0
0

Οδός Βασιλίσσης Σοφίας (στο βάθος το σημερινό Μουσείο Μπενάκη) 1925

H Αθήνα του Μεσοπολέμου.

Πολιτική και Οικονομία
Για την Ελλάδα ο Μεσοπόλεμος αρχίζει με τη Μικρασιατική καταστροφή. Την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου ακολούθησε η παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ του γιου του Γεωργίου Β΄ και ο σχηματισμός επαναστατικής κυβέρνησης, η οποία επιδίωξε την άμεση περίθαλψη των προσφύγων, την εκτόνωση της κοινωνικής οργής για την Καταστροφή («δίκη των εξ»), ανέθεσε στον Ελ. Βενιζέλο την εκπροσώπηση της χώρας στη συνδιάσκεψη ειρήνης της Λοζάνης, και προσπάθησε να αντιμετωπίσει την οικονομική δυσπραγία. Τον Δεκέμβριο του 1923 πραγματοποιήθηκαν εκλογές με την αποχή των αντιβενιζελικών κομμάτων, ενώ ο Γεώργιος πιεζόμενος έφυγε από τη χώρα και αντιβασιλέας ορίστηκε ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Το 1924 ψηφίστηκε από τη Συντακτική Συνέλευση η έκπτωση της δυναστείας και η ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Ακολουθεί πολιτική αστάθεια και αδιάλειπτες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Οι σοσιαλιστικές ιδέες διαδίδονται, το ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος) μετονομάζεται σε ΚΚΕ, και το εργατικό κίνημα ενισχύεται. Ακολουθεί η δικτατορία του Θ. Πάγκαλου (1925-26) και η ανατροπή της από τον Γ. Κονδύλη (1926).
Οι εκλογές του 1928 θα αναδείξουν τη μακροβιότερη κυβέρνηση του Μεσοπολέμου, αυτή των Φιλελευθέρων (1928-1932), υπό τον Ελ. Βενιζέλο, η οποία θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης και μεταρρυθμίσεων, αλλά και καταστολής των σοσιαλιστικών ιδεών και των κοινωνικών αγώνων (ψήφιση Ιδιωνύμου, 1929). Η οικονομία –στη συγκυρία της άφιξης των προσφύγων (διεύρυνση αγοράς, προσφορά εργατικού δυναμικού, αλλά και επιχειρηματική δραστηριοποίηση)- γνωρίζει σχετική ανάπτυξη και μετασχηματίζεται προς σύγχρονες μορφές οργάνωσης της παραγωγής, τόσο του πρωτογενούς όσο και του δευτερογενούς τομέα.
Κοινωνική ζωή
Παρόλο που η περίοδος αυτή ήταν γεμάτη ακραία αρνητικά γεγονότα (όπως ήταν οι πόλεμοι, η Μικρασιατική καταστροφή και το οικονομικό Κραχ του ’29), η γαστρονομία και η διασκέδαση, που είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται την προηγούμενη περίοδο (Belle Époque) , σημείωσαν ακόμη υψηλότερες επιδόσεις. Η ενσωμάτωση των προσφύγων της Ιωνίας, του Πόντου και της Κωνσταντινούπολης, που έφερναν μαζί τους προηγμένες αντιλήψεις για τους τομείς της γαστρονομίας και της διασκέδασης, η πλήρης κοινωνική απελευθέρωση του γυναικείου φύλου, καθώς και οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις που άλλαξαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της πόλης (ηλεκτρισμός, οικιακές συσκευές, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, κινηματογράφος κ.ά.), όχι μόνο ανέβασαν το βιοτικό επίπεδο, αλλά επηρέασαν τον τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα. Την πιο ευδιάκριτη αλλαγή παρατηρούσε κανείς στις Ατθίδες μας. Προώθησαν δυναμικά και με απαράμιλλη αυτοπεποίθηση την παρουσία τους στους εργασιακούς χώρους. Οι νεαρότερες διεκδίκησαν, και το πέτυχαν, κοινωνικές και σεξουαλικές ελευθερίες, που ήταν αδιανόητες στα προηγούμενα χρόνια. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα σκανδαλιστικά «μίνι» φορέματα που πρωτοκυκλοφόρησαν το 1915 και την ανάγκη που ένιωσε η Εκκλησία να τηρεί στατιστικά πλέον των διαζυγίων, αφού μόλις το 1923 είχαμε αριθμό ρεκόρ (450!). Όλες οι μορφές κοινωνικής συνάθροισης και διασκέδασης που συναντήσαμε τις προηγούμενες περιόδους ωριμάζουν, διατηρούν την αυτοτέλειά τους και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους. Ταυτόχρονα, εμφανίζονται νέα σχήματα, όπως ντάνσινγκ- βαριετέ, σινέ-μπαρ-κονσέρ, τισινέ-κονσέρ-βαριετέ, καμπαρέ- ντάνσινγκ, κόνσερτ, μιούζικ-χολ, μπουάτ, ούζο-μπαρ, σκέιτινγκ-μπαρ, ρουφ γκάρντεν και δεκάδες άλλες… Ένα είναι βέβαιο: Αν μεταφέραμε τον Αθηναίο των δύο πρώτων περιόδων (Οθωνικά χρόνια και Ρομαντική Περίοδος) στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, δεν θα καταλάβαινε τον κόσμο γύρω του και σίγουρα θα πάθαινε σοκ. Ενώ ο Αθηναίος της Belle Époque (1880-1910) θα την έβγαζε με… ελαφρύ πονοκέφαλο. Με ματινέ, σουαρέ, τα après midi και τα jour fix και jour chic, με τις vedettes parisiennes, τις diseuses excentriques, τα diner dansant και τα souper μετά χορού, με τις κοσμικές και αριστοκρατικές, πλέον, ταβέρνες, με τα αλλεπάλληλα καλλιστεία για την ανάδειξη παντοειδών μις… και φυσικά με τα αμαρτωλά μπεν-μιξτ, σίγουρα ξεφύγαμε! Σαν παρήλθαν οι χρόνοι εκείνοι… παραληρούσαν οι γεροντότεροι. Ο κινηματογράφος εισβάλλει δυναμικά, ενώ οι θεατρικές επιθεωρήσεις μονοπωλούν τα θεατρικά δρώμενα. Ραδιόφωνο και γραμμόφωνο αυξάνουν τους θορύβους της πόλης. Τα αυτοκίνητα μικραίνουν τις αποστάσεις των κέντρων διασκέδασης και παρά τις αντιξοότητες των γεγονότων, φαίνεται ότι ο κόσμος ζει τη ζωή του! Διασκεδάζει όποτε και όπως του δίνεται η παραμικρή ευκαιρία. Σε όλα αυτά τα νέα δρώμενα, τον τόνο δίνει μια νέα κοινωνική ομάδα, εκείνη των Νεόπλουτων.
Θέατρο
Στην δεκαετία του ’20 κυριαρχούν δύο γυναίκες θιασάρχες: Η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Κυβέλη. Γύρω τους και με την παρότρυνση τους, δημιουργούνται  μεγάλοι ηθοποιοί: Μαρίκα Κοτοπούλη, Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής, Βασίλης Λογοθετίδης, Μήτσος Μυράτ, Σαπφώ Αλκαίου, Νίκος Δενδραμής, Χριστόφορος Νέζερ, Βασίλης Αργυρόπουλος, Ευάγγελος Μαμίας. Συγγραφείς: Γρηγόριος Ξενόπουλος, Παντελής Χορν, Δημήτρης Μπόγρης, Αλέκος Λιδωρίκης, Κωστής Μπαστιάς, Σπύρος Μελάς. Εκκολάπτονται προσεχείς σκηνοθέτες: Δημήτρης Ροντήρης, Κάρολος Κουν, Πέλος Κατσέλης, Γιαννούλης Σαραντίδης. Η κυρίως θεατρική σεζόν είναι το καλοκαίρι σε υπαίθρια θέατρα, χωρίς μηχανική υποδομή, άρα ευνοούνται τα «μονοσάλονα» έργα. Την περίοδο αυτή του το ελληνικό θέατρο γνωρίζει την παγκόσμια πρωτοπορία: Ευγένιος Ο΄Νηλ, Λουίτζι Πιραντέλλο, Μπερνστάϊν, Ανρί-Ρενέ Λενορμάν, ¨Αντον Τσέχωφ, Θόρντον Γουάϊλντερ Ιδρύονται οι πρώτες σοβαρές και συστηματικές Δραματικές Σχολές και θεσμοθετείται η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του ηθοποιού, για να προστατευτεί ο κλάδος από αχρείες συμπεριφορές και να παραχθούν μορφωμένοι ηθοποιοί.
Μουσική
Η μουσική ζωή στην Αθήνα του Μεσοπολέμου επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την εγκατάσταση των προσφύγων που φέρνουν ένα νέο αέρα στα μουσικά θεάματα, στα ελαφρά και λαϊκά τραγούδια καθώς και στη δισκογραφία που κάνει τα πρώτα της βήματα και στην Ελλάδα με την ίδρυση του εργοστασίου της Κολούμπια (1930). Η ελληνική οπερέτα (με τους δύο κορυφαίους συνθέτες της: Θεόφραστο Σακελλαρίδη και Νίκο Χατζηαποστόλου) και η αθηναϊκή επιθεώρηση τροφοδοτούν από σκηνής τους αστούς με τα καινούργια δημοφιλή τραγούδια και τους εξοικειώνουν με τους εισαγόμενους «μοντέρνους» χορούς: ταγκό, φοξ- τροτ, ουάν-στεπ κλπ.


Οδός Ερμού (στο βάθος η Βουλή) 1920.
Οδός Ερμού (στο βάθος η Βουλή) 1920.
Οδός Βασιλίσσης Σοφίας (στην συμβολή με την οδό Ηρώδου του Αττικού) 1920.
Οδός Βασιλίσσης Σοφίας (στην συμβολή με την οδό Ηρώδου του Αττικού) 1920.
Οδός Βασιλίσσης Σοφίας (στην συμβολή με την οδό Κουμπάρη) 1920
Οδός Βασιλίσσης Σοφίας (στην συμβολή με την οδό Κουμπάρη) 1920
Διασταύρωση Αλεξάνδρας - Πατησίων 1925
Διασταύρωση Αλεξάνδρας – Πατησίων 1925
Οδός Βασιλίσσης Σοφίας (στο βάθος το σημερινό Μουσείο Μπενάκη) 1925
Οδός Βασιλίσσης Σοφίας (στο βάθος το σημερινό Μουσείο Μπενάκη) 1925
Οδός Πατησίων 1928.
Οδός Πατησίων 1928.
Αποτέλεσμα εικόνας για Αθηνα 1920
Ζάππειο 1920


Τέλειες διαδρομές για περπάτημα στην Αθήνα

$
0
0

Με αχνιστό καφεδάκι στο χέρι, βολτάρουμε στις ωραιότερες γειτονιές της Αθήνας: Την Πλάκα, το Μετς, του Μακρυγιάννη, το Θησείο και τα Άνω Πετράλωνα.
Τέλειες διαδρομές για περπάτημα στην Αθήνα


της Ηρώς Κουνάδη

Το τετραήμερο των Χριστουγέννων, όπως και όλα τα χειμωνιάτικα Σ/Κ που το ακολουθούν, μας δίνουν την τέλεια αφορμή να… ζεσταθούμε περπατώντας στην πόλη της ζωής μας, που ντυμένη με τα γιορτινά της είναι τώρα στη δεύτερη ωραιότερη φάση της –η πρώτη είναι το καλοκαίρι, να μας συγχωρείτε οι χειμωνολάτρεις. Ντυνόμαστε, λοιπόν, ζεστά, παίρνουμε αχνιστό καφεδάκι στο ένα χέρι και καλή παρέα στο άλλο, και ξεκινάμε για τέσσερις φανταστικές διαδρομές στις γειτονιές της Αθήνας.

Διαδρομή #1: Από του Μακρυγιάννη στο Θησείο

Μια από τις ωραιότερες διαδρομές της Αθήνας, ξεκινά από την πύλη του Αδριανού, μπροστά από το ναό του Ολυμπίου Διός, για να διασχίσει τον ομορφότερο ίσως πεζόδρομο της πόλης, τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Τα δρομάκια που κατηφορίζουν στα αριστερά του είναι όλα τους παρακάμψεις που αξίζει να κάνετε, για να περιπλανηθείτε ανάμεσα σε πανέμορφα νεοκλασικά, μικρά παρκάκια, ατμοσφαιρικά cafe και χαριτωμένες αρχιτεκτονικές εκπλήξεις όπως η ντιζαϊνάτη παιδική χαρά που δεν κρύβεται πίσω από κάγκελα, αλλά αποτελεί κομμάτι του πανέμορφου πεζόδρομου της Καλλισπέρη.



Διαβάστε περισσότερα - Μακρυγιάννη: Βόλτες κάτω από το Ηρώδειο

Φτάνοντας στο τέλος της Αρεοπαγίτου, ανοίγονται μπροστά σας τρεις επιλογές: Είτε θα συνεχίσετε στην Αποστόλου Παύλου για να κατηφορίσετε προς το Θησείο, είτε θα ανηφορίσετε το πλακόστρωτο του Πικιώνη προς τον λόφο του Φιλοπάππου (αν φτάσετε εκεί γύρω στο ηλιοβασίλεμα, το συνιστούμε) είτε θα στρίψετε δεξιά, προς την Ακρόπολη και τα βραχάκια του Αρείου Πάγου, όπου θα πιάσετε θέση για να χαζέψετε το μεγαλειώδες χάος της μικρής μας πολιτείας από ψηλά. 

Διαδρομή #2: Από το Μοναστηράκι στην Πλάκα

Διαδρομή γεμάτη Ιστορία, ξεκινά από τον σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι και ανηφορίζει το λιλιπούτειο δρομάκι της Άρεως προς τη Ρωμαϊκή Αγορά και τους Αέρηδες (αμφότερα αξίζουν μια στάση… αρχαιολογικού ενδιαφέροντος) πριν συνεχίσει προς τη Λυσίου και την «καρδιά» της Πλάκας. Από εδώ θα συνεχίσουμε προς την οδό Τριπόδων, όπου βρίσκεται το περίφημο Φανάρι του Διογένη –πιο σωστά Μνημείο του Λυσικράτη, από το όνομα του χορηγού της θεατρικής παράστασης που κέρδισε το βραβείο στα Μεγάλα Διονύσια (το Όσκαρ της εποχής, δηλαδή). 



Συνεχίζουμε στην Τριπόδων, μέχρι να στρίψει και να μετονομαστεί σε Λυσίου, και ανεβαίνουμε τα σκαλάκια της Μνησικλέους, προς την οδό Θεωρίας, όπου βρίσκεται το πρώτο πανεπιστήμιο του ελληνικού κράτους, η εντυπωσιακή Οικία Κλεάνθους, που σήμερα στεγάζει το Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από αυτό το σημείο, αντί να ακολουθήσουμε τον δρόμο προς την Αρχαία Αγορά, στρίβουμε στο δρομάκι που δεν έχει όνομα, προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να καταλήξουμε στα ασβεστωμένα σοκάκια των Αναφιώτικων, για μια πινελιά… καλοκαιριού στην καρδιά του χειμώνα.


Διαδρομή #3: Στα Πετράλωνα και το Κουκάκι

Τα έχετε περπατήσει με το φως της μέρας τα Άνω Πετράλωνα; Το βράδυ είναι πολύ διαφορετικά –παραμένουν όμορφα, σίγουρα, αλλά το μεγαλείο τους το ξεδιπλώνουν την ημέρα: Ένα πανέμορφο νεοκλασικό εδώ, ένας πεζόδρομος που δεν τον είχε πιάσει το μάτι σου εκεί, μια λουλουδιασμένη αυλίτσα πίσω από έναν ασβεστωμένο τοίχο που μοιάζει να τηλεμεταφέρθηκε εδώ από κάποιο νησί. Η ησυχία τους είναι σχεδόν ονειρική, και οι διαδρομές μαγικές. Ξεκινάμε, λοιπόν, από την πλατεία των Άνω Πετραλώνων, και στρίβουμε, εν συνεχεία, στην Ανταίου, για να εξερευνήσουμε τα λιλιπούτεια δρομάκια γύρω της, που είναι γεμάτα μικρές χαριτωμένες αυλές, χαμηλά ασβεστωμένα τειχάκια, και εικόνες που φέρνουν στο μυαλό χωριό. 



Στο ψηλότερο σημείο της, αν δεν παρασυρθούμε να σκαρφαλώσουμε τα σκαλάκια προς τον λόφο του Φιλοπάππου για λίγη αίσθηση εξοχής, θα στρίψουμε δεξιά για να βρούμε τον δρόμο που αγκαλιάζει τον λόφο (και βαφτίζεται με το όνομά του) για να τον ακολουθήσουμε περπατώντας ανάμεσα σε παλιά αρχοντικά και μικρά καφενεδάκια-έκπληξη, ως το Κουκάκι και τους πάντα ολοζώντανους πεζόδρομους του. Κι εδώ έρχεται το άλλο μεγάλο δίλημμα: Να πιάσουμε τραπεζάκι για καφέ ή μεζεδάκια, ή να συνεχίσουμε το περπάτημα προς του Μακρυγιάννη, συνδυάζοντας με την πρώτη διαδρομή για μια έξτρα λαρτζ χορταστική βόλτα; Η απόφαση δική σας. 

Διαδρομή #4: Από τον Εθνικό Κήπο ως το Μετς

Το Ζάππειο και ο Εθνικός Κήπος είναι χάρμα οφθαλμών αυτές τις μέρες, με τα γιορτινά τους και τα πιτσιρίκια που χοροπηδούν ανάμεσα στα σπιτάκια και τις κατασκευές του «Μαγεμένου Δάσους» που έστησε εδώ ο Δήμος Αθηναίων για τις μέρες των γιορτών. Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, αυτή τη διαδρομή από την έξοδο του μετρό στο Σύνταγμα που γράφει «Εθνικός Κήπο» για να διασχίσουμε πρώτα το Μαγεμένο Δάσος και εν συνεχεία το Ζάππειο, πριν περάσουμε απέναντι στην Αρδηττού για να ανηφορίσουμε προς τα δρομάκια του Μετς.



Γειτονιά γεμάτη χρωματιστά νεοκλασικά, λιλιπούτειους πεζόδρομους και πέτρινα σκαλάκια που ανηφορίζουν απολαμβάνοντας θέα στην Ακρόπολη από κάθε πιθανή και απίθανη γωνία. Τα δρομάκια της Νικηφόρου Θεοτόκη, της Χαρβούρη και της Ευγενίου Βουλγάρεως είναι από τα πιο όμορφα στην γειτονιά και μια καλή αρχή για να ανακαλύψετε βολτάροντας περισσότερα. Οι ανηφοριές θα σας φέρουν κάποια στιγμή αναπόφευκτα στο καταπράσινο παρκάκι του Λογγίνου, στην κορυφή του λόφου που «σκεπάζει» την γειτονιά του Μετς. 

Οι λάτρεις της Ιστορίας –και όσοι δεν φοβάστε τους μακάβριους συνειρμούς και τις προλήψεις– θα περάσετε εν συνεχεία την είσοδο του Α’ Νεκροταφείου, για μια πραγματικά ενδιαφέρουσα περιήγηση σε υπαίθρια έργα τέχνης, μεταξύ των οποίων η περίφημη Κοιμωμένη του Χαλεπά.
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


Latest Images

<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>