Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Εν Αθήναις....ο περιπτεράς της Ομόνοιας

$
0
0

Όταν περνούσαμε από την Ομόνοια εκείνα τα χρόνια χαζεύαμε τα περίπτερα....
Και τι δεν είχαν.....από κολώνιες...πινέλα ξυρίσματος....επισκευάζανε στυλό αλλά γεμίζανε και τα διαρκείας....τα big δηλαδή που αντικαταστήσανε το μελάνι και την πέννα...τον κοντυλοφόρο.
Σήμερα ακούγεται αστείο να γεμίσεις ένα στυλό διαρκείας.
Ο περιπτεράς της Ομόνοιας τότε δεν φοβότανε μήπως τον κλέψουν...
δεν είχε κάμερες ασφαλείας και "σεκιουριτάδες" όπως σήμερα.
Αρκούσε ο πολιτσμάνος της βάρδιας που έκοβε βόλτες στην περιοχή.
Στην μόστρα έβλεπες φυσικά και τον ΚΟΛΥΝΟ την οδοντόπαστα και αργότερα
την κρέμα ξυρίσματος που μέχρι να βγεί η σκόνη σαπούνι του ΑΛΕΠΟΥΔΕΛΗ
και του ΠΑΠΟΥΤΣΑΝΗ είχαν τα πρωτεία.
Έριχνες λίγο στο πλαστικό ή σιδερένιο μπωλάκι και έκανες σαπουνάδα με το κλασικό πινέλο.
Θα έβλεπες επίσης και πινακίδα να γράφει ΜΑΝΤΑΡΟΝΤΑΙ ΚΑΛΤΣΕΣ....
γυναικείες νάϋλον που δεν πετούσαν οι γυναίκες όταν έφευγαν οι πόντοι.
Η γυναίκα του περιπτερά δούλευε στο σπίτι ....μανταρίστρα.
Από περιοδικά ΡΟΜΑΝΤΣΟ ΘΗΣΑΥΡΟΣ  με μεγάλη κυκλοφορία....το ΕΡΓΟΧΕΙΡΟ
επίσης για πλέξιμο ...κέντημα....
Πλέκανε και κεντάγανε οι γυναίκες στις γειτονιές της Αθήνας....στην Αγίου Μάρκου είχε μαγαζιά με κλωστές...μαλλιά κ.λ.π.
Επίσης έβλεπες και τεύχη από εγκυκλοπαίδειες....αγοράζανε για τα παιδιά
τους οι γονείς ....τους ερχόταν οικονομικά τεύχος-τεύχος.
Τα μαζεύανε και πηγαίνανε στον εκδοτικό οίκο να τα δώσουν και να πάρουν
τον δεμένο τόμο.
Να μη ξεχάσω και τα κομπολόγια που πουλούσαν τα περίπτερα απαραίτητο
αξεσουάρ των θαμώνων στα καφενεία με τον βαρύ γλυκό δίπλα ...το άφιλτρο....
τα κιτρινισμένα δάχτυλα από την νικοτίνη και φυσικά το ντουμάνι στην αίθουσα.
Τα περίπτερα της Ομόνοιας πουλούσαν και χύμα τσιγάρα για τους άφραγκους
αλλά και για τους πιτσιρικάδες που μόλις έβλεπαν την πρώτη τρίχα στο σώμα τους αγοράζανε τα πρώτα προκειμένου να νοιώσουν άντρες.

Πίσω στα παλιά



Η ΖΩΗ ΤΟΥ

$
0
0


Ο Παναγιώτης Θεοδοσίου, όπως επιτυχημένα τον απεικόνισε με το πενάκι του ο Σπυρίδων Μαντζάκος, ο οποίος διέσωσε πλήθος εικόνων από τη ζωή στις λαϊκές γειτονιές της πρωτεύουσας, στα τέλη του 19ου αιώνα. Το σκίτσο δημοσιεύθηκε σε πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», την περίοδο των αποκριών του 1898.
Η οικογενειακή ζωή του Π. Θεοδοσίου υπήρξε το ίδιο θυελλώδης με τις υπόλοιπες δραστηριότητές του. Τα ποσά που κέρδιζε, ιδιαίτερα από τις εργασίες του ως «κοσμηματογράφου ‒ επιγραφοποιού», ήταν εξαιρετικά σημαντικά για την εποχή του. Φρόντιζε, ωστόσο, να τα σπαταλά με φίλους και συνεργάτες σε ατέλειωτες διασκεδάσεις. Η αδυναμία του στο ωραίο φύλο όχι μόνο του κόστιζε οικονομικά, αλλά και τον οδηγούσε σε ακρότητες που σχολιάζονταν από την αθηναϊκή κοινωνία, κυρίως από τον μικρόκοσμο των γειτονιών. Οι έρωτές του γέννησαν μύθους, πολλές φορές υπερβολικούς, όπως ότι ερωτεύθηκε σφοδρά μια φιλενάδα του πατέρα του. Εν πάση περιπτώσει, ζούσε μποέμικα και ήταν «αμεριμναμέριμνος», όπως τον αποκαλούσε ο εκδότης της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», Βλάσης Γαβριηλίδης.
Αφανής συμπαραστάτης και συγκάτοικος στο σπίτι της Νεάπολης η μητέρα του, Ζωή Θεοδοσίου, πτυχιούχος μαία, που επιθυμούσε το παιδί της να ξεφύγει από τον κόσμο του Ψυρρή και να μεγαλώσει σε άλλες συνθήκες. Τότε, στα τέλη της δεκαετίας του 1870, η οδός Προαστείου (σήμερα Εμμανουήλ Μπενάκη) ήταν μία από τις «ανερχόμενες» οδούς της πρωτεύουσας. Ακολουθώντας τις παραινέσεις των φίλων της, του σιδηροπώλη Γιώργου Σγούρδα που διατηρούσε τότε κατάστημα απέναντι από τη Χρυσοσπηλιώτισσα και του Θανάση Πανούση, η Ζωή Θεοδοσίου αγόρασε το 1878 οικόπεδο, στη συμβολή των οδών Προαστείου και Ζαλόγγου, όπου ανεγέρθηκε ένα παραδοσιακό διώροφο 350 τετραγωνικών μέτρων. Στο ισόγειο δημιουργήθηκαν καταστήματα, προκειμένου να εξασφαλίσουν πρόσθετο εισόδημα. Έτσι, ο Παναγιώτης μοίραζε την καθημερινότητά του ανάμεσα στη Νεάπολη των φοιτητών και στου Ψυρρή των βλάμηδων, στα στέκια των «μπουλουκιών» και τα θεατράκια των Αθηνών.
Ο πατέρας του, Νικόλαος Θεοδοσίου, ήταν γεννημένος στην περιοχή του Ψυρρή, ήταν από τους συμπαθέστερους τύπους των Αθηνών και είχε κληρονομήσει το πανδοχείο του πατέρα του, Παναγιώτη. Ο Νικόλαος Θεοδοσίου υπήρξε από τους γνωστότερους μυστακοφόρους και φουστανελοφόρους των Αθηνών, με ιδιαίτερη αγάπη στη ρετσίνα. Φαίνεται, επίσης, πως ήταν σαφώς κομματικοποιημένος.

Σπάνια απεικόνιση του «ΠΙΛΟΠΟΙΕΙΟΥ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ», όπως ήταν την εποχή που εγκαταστάθηκε απέναντι ο Παναγιώτης Θεοδοσίου με την οικογένειά του. Το τρένο κινείται κατά μήκος της σημερινής οδού Θεσσαλονίκης, εκεί όπου βρισκόταν η κατοικία του «Ποιητή του Κάρρου», ενώ η πλαϊνή πλευρά του κτιρίου, όπως φαίνεται στη φωτογραφία, είναι η οδός Ξυλοκερατιάς, όπως ονομαζόταν η σημερινή οδός Ηρακλειδών. Αργότερα προστέθηκε δεύτερος όροφος στο κτίριο και άλλαξε η τοπογραφία της περιοχής με κατέβασμα της στάθμης του εδάφους και δημιουργία της Γέφυρας Πουλόπουλου, ώστε να επικοινωνούν τα Άνω με τα Κάτω Πετράλωνα, οι δύο γειτονιές που εν τω μεταξύ κατοικήθηκαν.
Πρώτος γάμος και χωρισμός
Σε πρώτο γάμο παντρεύτηκε την ηθοποιό Ζωή Σπανουδάκη, με την οποία προφανώς συνεργαζόταν στις παραστάσεις του. Η Ζωή Σπανουδάκη, η οποία από τους νεότερους ιστορικούς καταγράφεται ως Ζωή Δρακάκη, λόγω του δεύτερου γάμου της, είχε σημαντική καριέρα για την εποχή εκείνη.
Από τον γάμο αυτόν με τη Ζωή Σπανουδάκη γεννήθηκαν δύο κορίτσια, στα οποία ο Θεοδοσίου έδωσε τα ονόματα της μητέρας και της γιαγιάς του, Ζωή και Σοφία αντίστοιχα. Φαίνεται όμως ότι ο γάμος, ο οποίος έγινε υπό τις καλύτερες συνθήκες, δεν κύλησε ομαλά. Ενώ η επαγγελματική τους συνεργασία υπήρξε αποδοτικότατη, εξ ου και η έντονη παρουσία του Θεοδοσίου στα θεατρικά δρώμενα των Αθηνών στα μέσα της δεκαετίας του 1880, δεν ίσχυσε το ίδιο για την προσωπική τους σχέση, γεγονός που φαίνεται πως οφειλόταν στην αδυναμία του Θεοδοσίου να τριγυρνά στα «καλλιτεχνικά στέκια» και να συναναστρέφεται με τις συνήθως ξένες «αοιδούς». Αυτός πρέπει να ήταν και ο λόγος που η Ζωή εγκατέλειψε την οικογένειά της για τα μάτια ενός άλλου ηθοποιού, του επιτυχημένου κωμικού Ιωάννη Δρακάκη. Πάντως, ο γάμος της Ζωής Σπανουδάκη με τον Ι. Δρακάκη έγινε μετά το 1898.
Ο Π. Θεοδοσίου ενοχλήθηκε ιδιαιτέρως από το γεγονός της εγκατάλειψής του. Κράτησε τις κόρες του, τις οποίες μεγάλωνε η μητέρα του Ζωή, και συνέχισε τις δραστηριότητές του. Ωστόσο, φαίνεται πως ακόμη και εκείνη την κρίσιμη κατάσταση την αντιμετώπισε με ψυχραιμία και σαρκασμό. Η εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ», πολλά χρόνια αργότερα, έγραφε πως «ο Θεοδοσίου είχε την ατυχία να απαχθή …η σύζυγός του, συναποκομίζουσα και τα κλειδιά του νοικοκυριού. Ο “ποιητής του κάρρου” δεν εσκέφθηκε να αυτοκτονήση. Απλούστατα την επομένην εδημοσίευσε εις τας εφημερίδας αγγελίαν: “Απωλέσθη η σύζυγός μου με ορμαθόν κλειδιών. Παρακαλείται ο ευρών να κρατήση την σύζυγον και να μου επιστρέψη τον ορμαθόν”»!
Ο δεύτερος γάμος
Δύο χρόνια νωρίτερα, το 1900, παντρεύτηκε μια πανέμορφη νησιώτισσα, την Αικατερίνη Ματθαίου. Ο δεύτερος γάμος του έγινε κάτω από περιπετειώδεις συνθήκες. Εκείνη την εποχή σχετιζόταν με γνωστή ηθοποιό της παντομίμας, την Κούλα Λαμπάκη, την οποία μάλιστα με αφέλεια είχε επανειλημμένα εκθέσει από τις στήλες του «Μικρού Ρωμηού». Ο θυελλώδης έρωτας που είχε τροφοδοτήσει πολλά σενάρια κατέληξε σε σφοδρό «μίσος» έπειτα από λίγα χρόνια. Οι συζητήσεις στις γειτονιές έδιναν και έπαιρναν, οπότε το 1906, σε μια προσπάθεια να απολογηθεί και να αποδείξει την… τιμιότητά του στη σύζυγό του, έγραψε στον «Μικρό Ρωμηό»: «Η τσιλιθροφτιασμένη ερίτιμος Κούλα είναι τεχνίτρια ανδρογενοχωρίστρα και παρ’ ολίγον να χωρίση ο κ. Θεοδοσίου μετά της κας Θεοδοσίου, τα δε Θεοδοσόπουλα θα έβοσκαν όπως τώρα βόσκει εις τας Αθήνας και η Κούλα», η οποία ίσως να τον είχε εγκαταλείψει διά παντός…
Απώλεια ανεπανόρθωτη
Ο Παναγιώτης Θεοδοσίου άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, στην οδό Θεσσαλονίκης 5, στα Άνω Πετράλωνα, στις 24 Ιουλίου 1917, σε ηλικία 54 ετών.
Με πρωτοσέλιδό τους τον αποχαιρέτησαν οι εφημερίδες στο τελευταίο του ταξίδι.
Τιμολέων Σταθόπουλος «ΕΘΝΟΣ»:

Η είδηση του θανάτου του Π. Θεοδοσίου, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΣΤΡΑΠΗ», στις 25 Ιουλίου 1917.
«Προχθές έμαθα ότι απέθανε εις το Νοσοκομείον. Ο φτωχός ο Θεοδοσίου. Ήτο ένας τόσον θαυμάσιος αθηναϊκός τύπος. Καλλιτέχνης. Ζωγράφος, ποιητής, ηθοποιός, δημοσιογράφος, δημοτικώτατος εις όλες της γειτονιές. Εζωγράφιζε τας επιγραφάς των λαϊκών καταστημάτων. Ήτο ο περίφημος ποιητής των κωμωδιών του κάρρου, εις τας οποίας της Αποκρηές επρωτοστατούσε ο ίδιος. Και ήτο και ο εκδότης του “Μικρού Ρωμηού”. Από την εποχή που έχασε το σύντροφό του το Γρίβα και επέθανε και η Τρελλοκατερίνα, την οποία περιέφερε με το ποιητικόν κάρρο του, έμεινε μόνος ο ποιητής των στίχων του κάρρου. Και δεν μπορούσε να εννοηθή εις της γειτονιές και στης πλατείες Αποκρηά χωρίς το κινητόν εκείνο θέατρον του Θεοδοσίου.
Όλον τον άλλον χρόνον έφτειανε επιγραφάς και έγραφε τον “Μικρόν Ρωμηόν”. Και εις τας δύο εργασίας αυτάς συνεργάτας είχε τους ηθοποιούς του κάρρου. Αυτοί τον εβοηθούσαν εις το μπογιάτισμα των επιγραφών. Αυτοί του εμάζευαν, ως ρεπόρτερ, από της γειτονιές, τα διάφορα σκανδαλάκια των ερώτων των εργατικών κοριτσιών, διά της περιγραφής των οποίων ο “Μικρός Ρωμηός” ήτο περιζήτητος. Αυτοί κατόπιν ήσαν και οι φωνακλάδες πωληταί του “Μικρού Ρωμηού”.
Και μαζί μ’ αυτούς όλους το βράδυ, όταν εγύριζαν, είτε από παράστασιν του κάρρου είτε από πληρωμήν επιγραφής είτε από πώλησιν “Μικρού Ρωμηού”, ο Θεοδοσίου έτρωγε όλην σχεδόν την είσπραξιν στην ταβέρνα αδελφικώτατα. Διότι αγαπούσε πολύ το ρετσινάτο ο Θεοδοσίου.
Τον εσυναντούσα πολλάκις την νύχτα. Πάντοτε έβγαζε από τον κόρφο του και μου έδιδε –δεν κατεδέχετο δε ποτέ να τον πληρώσω– το τελευταίο φύλλο του“Μικρού Ρωμηού”.
– Παναγιώτη, βρωμάς κρασί, είσαι μεθυσμένος μου φαίνεται πάλιν, συνάδελφε!
– Α, μπα, απαντούσε με το αγαθό του μειδίαμα και τη βραχνή φωνή του. Μερικά εκατοσταράκια…
Ο ποιητής του κάρρου απέθανε. Η απώλεια είνε ανεπανόρθωτος όσον αφορά τον βοημικόν του τύπον. Η ποίησις δεν θα αισθανθή την απώλειάν του. Έχουμε τόσους άλλους ποιητάς που γράφουν στίχους του κάρρου και τους τυπώνουν εις μεταξωτά φύλλα με επίχρυσα εξώφυλλα!…».
Από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα εμφανίστηκαν αρκετοί ακόμη «Ποιητές του Κάρρου» είτε στα πεζοδρόμια είτε στις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών. Το γεγονός, όμως, που ξανάφερε στη μνήμη των Αθηναίων τον Παναγιώτη Θεοδοσίου ήταν μια ρομαντική προσπάθεια που έκανε το 1931 ο αθεράπευτα ρομαντικός αθηναιογράφος Κώστας Δημητριάδης (1892-1987). Ξεκίνησε μια σπουδαία εκστρατεία για την αναβίωση των αθηναϊκών Αποκριών, οι οποίες από διάφορες συγκυρίες είχαν σταματήσει το 1917, τη χρονιά που πέθανε ο Παναγιώτης Θεοδοσίου! Ο Πόλεμος του 1918, η συμφορά της Μικράς Ασίας και τα προβλήματα που έφερε στην Αθήνα μαζί με τους πρόσφυγες ατόνησαν τις αποκριάτικες εκδηλώσεις.
Το 1931, λοιπόν, ο Κ. Δημητριάδης επιχείρησε την αναβίωσή τους στα στενά σοκάκια του Ψυρρή και της Πλάκας. Μια κεφάτη ομάδα από δημοσιογράφους και μέλη του Συλλόγου των Αθηναίων τριγυρνούσε στις δεκάδες ταβέρνες της Πλάκας, πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους να τις διακοσμήσουν, να τις γεμίσουν λουλούδια, στολίδια και εικόνες, να φτιάξουν μεζεδάκια και ν’ ανοίξουν τα καλύτερα ρετσινάτα βαρέλια. Στήθηκε ένα γλέντι άνευ προηγουμένου, το οποίο όμως είχε ως πρωταγωνιστή έναν απόντα, τον Παναγιώτη Θεοδοσίου… Ήταν το καλύτερο μνημόσυνο.

Ρομαντικό σκίτσο με τίτλο «ΤΟ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ», όπως το δημιούργησε ο Φωκίων Δημητριάδης το 1931.
Νοσταλγία για τη «χαρά του δρόμου»
Όσο ζούσαν οι άνθρωποι της γειτονιάς του Ψυρρή φρόντιζαν συχνά πυκνά να μνημονεύουν τον διασκεδαστή τους. Από τους τελευταίους, ίσως, ήταν ο γερο-Θειάσπρας, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1950 συντηρούσε ακόμη την ταβέρνα της φαμίλιας του, που μετρούσε ήδη 130 χρόνια ζωής! Έδωσε συνέντευξη κάνοντας λόγο για τα «άλλα», τα «λαϊκά καρναβάλια» και τον πρωταγωνιστή τους: «Ο Θεοδοσίου! Σωστός αληθινός ποιητής. Στο κάρρο του είχε μπερντέ και δώστου παραστάσεις. Πρώτος στα καρναβάλια μας, που έβαζε και τα γυαλιά στη μεγάλη παρέλασι στους άλλους». Είχαν, ωστόσο παρέλθει ανεπιστρεπτί η κοινωνική πραγματικότητα και οι συνθήκες που δημιούργησαν το φαινόμενο του «Ποιητή του Κάρρου» και του «Μικρού Ρωμηού». Οι γειτονιές του Ψυρρή και της Πλάκας, ακολουθώντας την εξέλιξη, εκμοντερνίστηκαν και άλλαξαν χρήσεις και κατοίκους. Οι παλιές οικογένειες τις εγκατέλειψαν για να εγκατασταθούν στις «νέες» συνοικίες, δίνοντας τη «θέση» τους σε ένα κύμα φτωχολογιάς που έσπευσε να διαμείνει εκεί.
Εκείνοι, όμως, που συνέχισαν ρομαντικά να αναπολούν τα χρόνια και την Αθήνα του Π. Θεοδοσίου επέμειναν για πολλές δεκαετίες –συνήθως την εποχή των Αποκριών– να γράφουν και να δημοσιεύουν ιστορήματα ή να προσπαθούν να προσαρμόσουν τις παλαιές συνήθειες στη δική τους εποχή. Είκοσι χρόνια είχε φύγει από τη ζωή ο Παναγιώτης Θεοδοσίου, όταν με τον δικό του τρόπο τον αποχαιρέτησε ο πάντα εύστοχος φιλαθήναιος Τίμος Μωραϊτίνης. Έγραφε, λοιπόν, τον Μάρτιο 1937 και πάλι με την ευκαιρία των Αποκριών: «Το δραματολόγιον της λαϊκής Αποκρηάς ήταν άλλοτε πλουσιότερον, διότι εκτός από τον Φασουλή και την Γκαμήλα υπήρχαν και τα Ρόπαλα και ο Ποιητής του κάρρου. Τα δύο τελευταία αυτά έπαυσαν πλέον να εμφανίζωνται επί της υπαιθρίου λαϊκής σκηνής. Και διά μεν τα Ρόπαλα ο κοσμάκης δεν ησθάνθη καμμίαν λύπην. Διά τον Ποιητήν του Κάρρου όμως ο λαουτζίκος είνε απαρηγόρητος».
Ο Παναγιώτης Θεοδοσίου υπήρξε η «χαρά του δρόμου» και «δεν υπάρχει μεγαλύτερο και πολυτιμότερο σπουδαστήριο από τον δρόμο»!

Μία μαρτυρία για την κατοχή από την οδό Μέρλιν

$
0
0



Το tvxs.gr δημοσιεύει μία ακόμη μαρτυρία από το αρχείο του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα σχετικά με τις σφαγές και τα βασανιστήρια από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες κατά τη διάρκεια της κατοχής στην Ελλάδα. Η Αγγελική Στεφάνου ζούσε απέναντι από το κτίριο που είχε εγκατασταθεί η Γκεστάπο και εξιστορεί στιγμές από εκείνη την περίοδο...

Αγγελική Στεφάνου (ΣΤ): Γεννήθηκα στην οδό Μέρλιν. Ήταν ένας χωματόδρομος και πριν από τον πόλεμο βγαίναμε έξω και παίζαμε με τα τσέρκια γιατί δεν περνούσε τίποτα, ούτε κάρο. Το είδα με τα μάτια μου, στο Κολωνάκι βόσκανε πρόβατα. Όταν κηρύχθηκε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, πριν ακόμα μπει η Ελλάδα, φοβήθηκα αρκετά, παρόλο που η μάνα μου έλεγε πως δεν είναι τίποτα. Σαν οικογένεια είχαμε δύο διαμερίσματα τα οποία νοικιάζαμε και ζούσαμε από το ενοίκιο. Θυμάμαι πως την ημέρα που επιτέθηκαν οι Ιταλοί, εγώ με τη μάνα μου ήμασταν στα Καμένα Βούρλα για τα λουτρά. Εκεί ήρθε ο διευθυντής του Ξενοδοχείου, το πρωϊνό της 28ης, μας ξύπνησε και είπε στην μητέρα μου πως μπήκανε οι Ιταλοί και πως στην Πίνδο άρχισαν οι μάχες. Επιστρέψαμε στο σπίτι, στη Μέρλιν. Μας έκανε τρομερή εντύπωση, κυρίως στη μητέρα μου, η τρομερή συσκότιση που υπήρχε στην περιοχή. Δεν βλέπαμε τίποτα.
Δημοσιογράφος (Δ): Ήσασταν μία αστική οικογένεια...
ΣΤ: Μάλιστα.
Δ: Πως λύνατε το πρόβλημα του φαγητού;
ΣΤ: Προβλήματα στο φαγητό προέκυψαν από την ημέρα που μπήκαν οι Ιταλοί. Στο τέλος του '40. Ακολούθησε ο περίφημος χειμώνας του '41. Εκεί ήταν η μεγάλη και φοβερή πείνα.Στο Κολωνάκι λένε, δεν το είδα ότι είχε 50 εκατοστά χιόνι, στην πλατεία. Και άρχισαν οι ελλείψεις. Ελλείψεις στο ένα, ελλείψεις στο άλλο. Ξεκίνησε και η μαύρη αγορά.
Δ: Θυμόσαστε μαυραγορίτες;
ΣΤ: Εγώ προσωπικά όχι, αλλά το ακούγαμε. Ξέραμε ότι υπήρχαν. Και οι οικογένειες όπως οι παλιαστικές ο μόνος τρόπος για να επιζήσουν, καθώς υπήρχε πληθωρισμός, ήταν να πουλάνε ό,τι πολύτιμο είχαν. Κοσμήματα, έπιπλα. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου πουλήσανε για παράδειγμα μία πολύ καλή ακριβή συλλογή χαλιών τα οποία είχαν αποκτήσει όταν ο πατέρας μου ήταν στην Ινδία.
Δ: Πότε εγκαταστάθηκε απέναντί σας η Γκεστάπο;
ΣΤ: Αρχικά στα απέναντι σπίτια ήταν Ιταλοί στρατιώτες. Νέα παιδιά 18 έως 20 χρονών. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Θυμάμαι βλέπαμε από το παράθυρο μέσα στις αυλές των σπιτιών που έμεναν οι Ιταλοί. Τους βλέπαμε να γελάνε και να διασκεδάζουν. Φούσκωναν προφυλακτικά. Τα έκαναν μπάλα και έπαιζαν ποδόσφαιρο. Είχε γεμίσει όλη η Μέρλιν προφυλακτικά. Αυτή ήταν η Ιταλική κατοχή. Όμως όταν συνθηκολόγησε η Ιταλία το '43 αποχώρησαν.
Δ: Με τους Ιταλούς δηλαδή δεν είχατε προβλήματα;
ΣΤ: Όχι. Δεν είχαμε καμία ενόχληση από αυτούς. Μετά ήρθαν εκείνοι οι διάβολοι οι Γερμανοί. Κάνανε φοβερά πράγματα. Θυμάμαι πως την ημέρα που η Ιταλία συνθηκολόγησε, οι ιταλοί στρατιώτες άρχισαν να καίνε χαρτιά. Η μάνα μου που ήταν έξυπνη γυναίκα, μόλις μύρισε το καμένο χαρτί μας λέει : "Πάει, φεύγουν οι Ιταλοί". Μετά σιγά-σιγά άρχισαν να φεύγουν. Και θυμάμαι πως εκείνη την ημέρα έγινε κάτι πολύ περίεργο. Η μάνα μου γενικά δεν μιλούσε με τους Ιταλούς. Περνούσε από μπροστά τους και ούτε που γύριζε να τους κοιτάξει. Εκείνη όμως την ημέρα ένα ελληνάκι που ήξερε Ιταλικά και τους έκανε τον διερμηνέα, ο Γιώργος, περίπου 16 ετών, εγώ τότε ήμουν 12,  ήρθε από το σπίτι και είπε στην μητέρα μου πως ο Μπριγκαντιέρε παρακαλεί πάρα πολύ μήπως γίνεται να του κρατήσετε μία βαλίτσα. Η μάνα μου απάντησε "αμέσως ό,τι θέλει ο Μπριγκαντιέρε. Εφόσον είναι νικημένος. Εγώ είμαι πάντα με την πλευρά των νικημένων, όχι με τους νικητές".  Πήγε και έφερε μία τεράστια βαλίτσα. Ο Γιώργος είπε πως θα έρθει να την πάρει κάποιος. Η βαλίτσα έμεινε για αρκετό καιρό, νομίζω 2-3 μήνες, και δεν πέρασε κανένας την πάρει. Τελικά την πήρε μία κυρία.
Δ: Πείτε μου για τους Γερμανούς που εγκαταστάθηκαν απέναντί σας... Υπήρχε διαφορά με τους Ιταλούς;
ΣΤ: Φοβερή. Κατ’ αρχήν η εμφάνιση όλη, ο τρόπος συμπεριφοράς, αγέρωχοι, κανείς δεν χαιρετούσε. Άλλοι άνθρωποι. Σιγά σιγά ήρθαν κάτι καμιόνια γεμάτα με φαντάρους. Επιτάξανε τα απέναντι σπίτια από το δικό μας. Τους είπαν σε 2 με 3 ώρες θα πρέπει να έχετε φύγει. Τους διέθεσαν και ένα καμιόνι για να μεταφέρουν πράγματα και σταδιακά άδειασε όλο το τετράγωνο. Μιλάμε για το τετράγωνο Σέκερη, Μέρλιν, Β. Σοφίας και Κανάρη. Σε ένα νεοκλασικό, πολύ ωραίο σπίτι, έφερναν τους κρατούμενους από το στρατόπεδο συγκέντρωσης για ανάκριση. Τους φέρνανε το πρωί και τους βγάζανε το βράδυ να πάνε πίσω, στο Χαϊδάρι.
Και πολλές φορές η μάνα μου όταν ερχόντουσαν το πρωί κατά τις 7 κοίταζε με τα κιάλια από το παράθυρο και τους μετρούσε πόσοι ήταν που ερχόντουσαν. Και όταν έφευγαν το βράδυ πάλι ήξερε την ώρα και τους ξαναμετρούσε. Συχνά έλειπαν δύο με τρεις. Η μάνα μου ήξερε πως μέσα γινόντουσαν ανακρίσεις και βασανιστήρια.
Δ: Ακούγατε φωνές;
ΣΤ: Φωνές δεν ακούγαμε αλλά είδαμε κακοποιημένους ανθρώπους να βγαίνουν. Είχαμε δει και τον πιανίστα τον Κατσαρό. Τον είχανε πιάσει και τον είχαν κρεμάσει από τον τοίχο με τα χέρια πίσω. Αυτό που έκανε και η ΕΣΑ επί 7ετίας. Προκαλείται εξάρθρωση των ώμων. Και όταν βγήκε ο Κατσαρός, αυτό το είδα με τα μάτια μου, δεν πρόλαβε να με εμποδίσει η μάνα μου, ήταν άσπρος και τα χέρια του κρεμόντουσαν. Όταν δεν έχει χέρια χάνεις την ισορροπία σου. Δεν μπορούσε να πατήσει για να ανέβει να μπει στο καμιόνι. Έχανε συνεχώς την ισορροπία του και τον σηκώσανε οι συγκρατούμενοι του και τον ανεβάσανε.
Δ: Πιανίστας ήταν. Τον είχαν χτυπήσει εκεί που πονούσε στα χέρια...
ΣΤ: Ακριβώς. Βγήκε από το κτίριο σε αυτά τα χάλια, αλλά μετά μάθαμε από την μητέρα του, πως όταν πήγε στο Χαϊδάρι βρέθηκε γιατρός από τους κρατούμενους και του έδωσε τις πρώτες βοήθειες.
Δ: Είπατε πως η μάνα σας είχε κάτι κιάλια. Εσείς είχατε δει ποτέ με αυτά; Σας είχε πει κάτι από αυτά που έβλεπε;
ΣΤ: Έβλεπα και εγώ μαζί της. Επίσης πολλοί ήξεραν πως εμείς μέναμε απέναντι από το κτίριο ανακρίσεων και συχνά μας τηλεφωνούσαν για να μάθουν τι συμβαίνει με τους ανθρώπους τους. Αν τους είδαμε κλπ. Και η μάνα μου είχε πάντα το νου της και ειδοποιούσε.
Δ: Πόσο έμειναν απέναντί σας οι Γερμανοί;
ΣΤ: Περίπου ένα χρόνο.
Δ: Τι άλλο θυμάστε από εκείνο το χρόνο;
ΣΤ: Είδαμε και τους ανθρώπους που εκτέλεσαν την Πρωτομαγιά του '44. Αυτοί από εδώ έφυγαν. Είδαμε το εκτελεστικό απόσπασμα και τους κρατούμενους. Τους κρατούμενους τους έβαλαν σε ένα φορτηγό και το εκτελεστικό απόσπασμα με τα όπλα επιβιβάστηκε σε αυτά τα παλιά φολξβαγκεν και πήγανε στην Καισαριανή. Εκεί έγινε ότι έγινε.
Δ: Ήσασταν προετοιμασμένη για αυτό που πρόκειται να ζούσατε μόλις μάθατε πως απέναντί σας θα εγκατασταθεί η Γκεστάπο;
ΣΤ: Είχαμε ακούσει κάποια πράγματα. Αλλά όσοι Έλληνες, γιατί υπήρχαν και τέτοιοι, ήταν υπέρ της Γερμανίας διέψευδαν όσα λεγόντουσαν. Λέγανε πως τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ήταν φαντασιώσεις και πως δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα.
Δ: Οι Έλληνες που ήταν πριν από τον πόλεμο μαζί με την Γερμανία τι λέγανε μετά την κήρυξη του πολέμου;
ΣΤ: Πολλοί καταλάβανε πολύ καλά τι γινότανε.
Δ: Εσείς είχατε γνωστούς που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς;
ΣΤ: Όχι. Αλλά ξέρουμε το είδαμε ποιοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς εδώ απέναντι. Το είδαμε αυτό.
Δ: Έλληνες;
ΣΤ: Έλληνες. Είτε ως διερμηνείς, είτε ως καταδότες. Θα πρέπει να έχετε ακούσει για το τι έγινε στο Παγκράτι με τους περίφημους αδερφούς. Νομίζω πως τους έλεγαν Λογοθέτη ή Λογοθετίδη.  Ήταν οι πρώτοι κουκουλοφόροι. Οι Γερμανοί μαζεύανε τον κόσμο στην πλατεία Παγκρατίου και τα αδέλφια ερχόντουσαν, πήγαιναν πάνω κάτω, μπροστά από τον κόσμο και κατέδιδαν. Οι Γερμανοί τους έπαιρναν αμέσως, τους φορτώνανε στα καμιόνια και τους πηγαίναν για εκτέλεση. Εκεί εκτυλίχθηκε και μία φοβερή σκηνή, που την μετέφερε ένας αυτόπτης μάρτυρας. Ήταν ένας πατέρας που οι καταδότες είχαν δείξει το γιο του. Την ώρα που δείχνουν τον γιο του, ο πατέρας σε κατάσταση αλοφροσύνης σήκωσε το κεφάλι του προς τα πάνω, κοίταξε τον ουρανό και είπε "τώρα κατέβα, τώρα"
.

Νίκος Καββαδίας

Παλιά σχολικά τετράδια από τη "Φοίνιξ" και την "Αθηνά"

Εν Αθήναις....τα αδέσποτα

$
0
0



Η βόλτα στο Κέντρο της Αθήνας υπό βροχή....
Μια ομάδα νεαρών τουριστών με σορτσάκια και κοντομάνικα αιφνιδιάστηκαν
από τον καιρό και εισέβαλαν στην καφετέρια που αυτομάτως γέμισε ζωή.
Ανήσυχοι οι σουβλατζήδες του Μοναστηρακίου τα είχαν με την ΕΜΥ για την πρόβλεψη.
Ευκαιρία όμως να ξεβρωμίσουν και οι τέντες τους με το νερό που έπεφτε
και στα στρωμένα τραπέζια....μπροστά στα υπόλοιπα αυτό ήταν πταίσμα.
Στην Αιόλου στην Αγία Ειρήνη συζήτηση από τους μαγαζάτορες για τον Ρούμπι
τον φίλο τους τον σκύλο που έγινε διάσημος όταν γαύγισε τους Τροϊκανούς
και στην συνέχεια τον μάζεψε ο μπόγιας και τον πήγε για ευθανασία.
Δεν σκεφτήκανε ότι το ζωντανό κινδύνευε αν τους δάγκωνε γιατί θα λύσαγε.
Τελικά οι ιστοσελίδες έσωσαν τον τετράποδο ήρωα και με εντολή του Δήμου
θα τον έφερναν πίσω στο φυσικό του περιβάλλον που γνώριζε....έξω από την Αγία Ειρήνη.
Από εκεί έκανε τις βόλτες του με προτίμηση την Ερμού και την Βουλής
έξω από το Υπουργείο Τρόϊκας.
Υπάρχουν και άλλα αδέσποτα στην Πλατεία Συντάγματος...στην Πλατεία Κοτζιά...
δεν πειράζουν κανένα είναι η αλήθεια αλλά ποιός τα ταϊζει και ποιός τα φροντίζει
υγιειονομικά....δύσκολη η απάντηση.
Άλλοι τα θεωρούν τουριστική ατραξιόν....άλλοι τα βάζουν με τον Δήμο που δεν τα μαζεύει.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι ωραίο θέαμα να τα βλέπεις στην Αιόλου πίσω από
την κρεαταγορά να τσακώνονται για ένα κόκκαλο.

Πίσω στα παλιά





Τα θαμμένα αγάλματα του πολέμου

$
0
0
 Επί έξι μήνες πριν από την εισβολή των Γερμανών μια ομάδα από εργάτες και αρχαιολόγους έσκαβε τα δάπεδα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για να θάψει εκεί ό,τι πολυτιμότερο έχει η Αθήνα: τους κούρους και τις ληκύθους της.   Από την προετοιμασία απόκρυψης των επιτύμβιων γλυπτών του Μουσείου. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).   Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. Δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος από τα χιλιάδες πολύτιμα εκθέματα που κοσμούσαν το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας τα προηγούμενα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του. Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή. Η εύθραυστη ευρωπαϊκή τάξη του Μεσοπολέμου ήταν αισθητή στις ελληνικές κυβερνήσεις πολύ καιρό πριν από την κήρυξη του πολέμου. Από το 1937 η κυβέρνηση Μεταξά είχε ξεκινήσει αλληλογραφία με τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, προκειμένου να εκπονηθεί από κοινού ένα πλήρες σχέδιο διαφύλαξης των αρχαίων από τις αεροπορικές επιδρομές και από το ενδεχόμενο των οδομαχιών εντός των πόλεων. Στην επίμονη απαίτηση του κράτους να συνταχθούν κατάλογοι και να ταξινομηθούν τα αρχαία σε κατηγορίες με βάση τη σπουδαιότητά τους οι αρχαιολόγοι της Υπηρεσίας υποστήριζαν σταθερά ότι δεν υπήρχε δυνατότητα επιλογής και ότι όλα τα αρχαία (εκτεθειμένα και αποθηκευμένα) έπρεπε να διασωθούν σε περίπτωση πολέμου. Μάλιστα, ο Νικόλαος Κυπαρίσσης, Έφορος Αρχαιοτήτων Αθηνών (Αττικής και Μεγαρίδος εκτός Πειραιώς), σε εμπιστευτική του έκθεση προς το υπουργείο στις 11 Αυγούστου 1937 αναφέρει ότι, αντί να δαπανηθούν μεγάλα ποσά για την κατασκευή καταφυγίων για ορισμένα από τα αρχαία, θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθούν σε νέους χώρους φύλαξης, ασφαλείς από φωτιά και βομβιστικές επιθέσεις, σε κηρυγμένες «αρχαιολογικές πόλεις», οι οποίες με διεθνείς συμβάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιερές και απαραβίαστες. Και υπέδειξε την περιοχή της Ακρόπολης ως μία από αυτές. Ωστόσο, η πραγματικότητα διέλυσε τις ελπίδες και τις λιγοστές αμφιβολίες για το επερχόμενο κακό. Οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση του κινδύνου των καταστροφών εντείνονταν με την πάροδο του χρόνου. Στις 18 Ιουνίου 1940 ο υφυπουργός Παιδείας Ν. Σπέντζας ανακοίνωσε με εμπιστευτικό του έγγραφο ότι «Από σήμερον απαγορεύομεν την χορήγησιν κανονικών αδειών, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου». Με την κήρυξη του πολέμου τέσσερις μήνες μετά, η Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε αστραπιαία. Με έγγραφό της στις 11 Νοεμβρίου 1940 που απεστάλη σε όλες τις τοπικές διευθύνσεις, εξέδωσε ειδικές τεχνικές οδηγίες «διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους». Σε αυτές προβλέπονταν δύο τρόποι ασφάλισης των ογκωδών και μη μετακινήσιμων εκθεμάτων. Ο πρώτος ήταν «διά της περικαλύψεως του αγάλματος διά γαιοσάκκων, αφ' ου προηγουμένως τούτο περιβληθή δι' ενός ξυλίνου ικριώματος επενδεδυμένου διά σανίδων ως το υπόδειγμα» και ο δεύτερος, που προκρίθηκε ως αποτελεσματικότερος, με την κατάχωση των αγαλμάτων εντός του δαπέδου της αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε περιφραγμένες αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων. Η μέθοδος της κατάχωσης, μάλιστα, δινόταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας.   Η απόκρυψη του Κούρου του Σουνίου ΕΑΜ 2720 στο όρυγμα που είχε διανοιχθεί μπροστά από το βάθρο του. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).     Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμανε συναγερμός. Με υπουργική απόφαση συστάθηκε η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας. «Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη Καρούζου. Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο. Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα οι τεχνίτες του μουσείου. Τα ορύγματα, που έμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του μουσείου. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων, που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω. «Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα, παρόλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε, έως και στα πρώτα χρόνια ύστερ' από τον πόλεμο, ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης» αφηγείται η Σέμνη Καρούζου.   Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. «Τον Οκτώβριο του 1940, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, μόλις είχα εγγραφεί στο πανεπιστήμιο, πρωτοετής φοιτητής» θυμάται σε συνέντευξή του ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης. «Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα... Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή». Τα ξύλινα κιβώτια με τα πήλινα αγγεία και τα ειδώλια, καθώς και με τα χάλκινα έργα, τοποθετούνταν στις ημιυπόγειες αποθήκες της επέκτασης του μουσείου, που είχε μόλις ολοκληρωθεί προς την οδό Μπουμπουλίνας. Μετά τη συμπλήρωση των χώρων, τα δωμάτια γεμίζονταν μέχρι την οροφή με στεγνή άμμο, προκειμένου να αντέξουν τη διάρρηξη της τσιμεντένιας πλάκας της οροφής τους από ενδεχόμενο βομβαρδισμό. Ένα στιγμιότυπο αυτής της εργασίας του εγκιβωτισμού αποτυπώθηκε σε μία ξεχωριστή φωτογραφία, τη μόνη που εικονίζει τους τεχνίτες του μουσείου σε μια στιγμή ανάπαυλας να κοιτούν ανέκφραστοι τον φακό, ανθρώπους που αναρωτιέται κανείς για την τύχη τους τους σκληρούς μήνες της αθηναϊκής Κατοχής. Η Σέμνη Καρούζου διέσωσε το όνομα ενός από αυτούς: «Σε όλη την εργασία του ξεριζώματος και του εγκιβωτισμού των αρχαίων της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνημάτων πρωτοστατούσε ο μακαρίτης αρχιτεχνίτης Γεώργιος Κοντογιώργης, ένας από τους τεχνίτες που τόσα προσέφεραν και προσφέρουν στην ανάδειξη και την ασφάλεια των αρχαίων». Ταυτόχρονα με τα αρχαία εγκιβωτίστηκαν και οι πολύτιμοι κατάλογοι του μουσείου, δηλαδή τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων του. Τα κιβώτια αυτά παραδοθήκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος στις 29 Νοεμβρίου 1940. Στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα χρυσά και με τα άλλα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών. Ήταν η πράξη του τέλους μιας εξάμηνης επιχείρησης που πέτυχε να ασφαλίσει τον αμύθητο πλούτο του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας. «Η όψη του μουσείου τον Απρίλη του 1941, γυμνωμένου από όλο το περιεχόμενό του, ήταν μια εικόνα ερήμωσης. Οι τοίχοι γυμνοί, τα δάπεδα πολλών αιθουσών σκαμμένα, οι προθήκες άδειες». Ήταν η εικόνα που αντίκρισαν οι Γερμανοί αξιωματικοί το πρωί της Δευτέρας 28 Απριλίου. Της πρώτης μέρας της αθηναϊκής Κατοχής.   Ένα από τα ορύγματα με τα αμήχανα πλήθη των αγαλμάτων.     Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν το μουσείο δεν παρέμεινε έρημο. Καταλήφθηκε από δημόσιες υπηρεσίες. Στη μεγάλη Μυκηναία Αίθουσα στεγάστηκε η Κρατική Ορχήστρα. Σε ένα μεγάλο μέρος της δυτικής πλευράς, δεξιά από την είσοδο, εγκαταστάθηκε το Κεντρικό Ταχυδρομείο. Στις αίθουσες του πρώτου ορόφου επί της οδού Μπουμπουλίνας λειτούργησαν οι υπηρεσίες του υπουργείου Πρόνοιας, ενώ σε μια αίθουσα του παλαιού κτιρίου προς την οδό Τοσίτσα εγκαταστάθηκε μια ειδική Υγειονομική Υπηρεσία, απ' όπου «περνούσαν υποχρεωτικά δυστυχισμένες νέες γυναίκες, απόκληρες της κοινωνίας» όπως διασώζει η Σέμνη Καρούζου. Σε μια γωνιά του νέου κτιρίου έμεινε λιγοστός χώρος για τα γραφεία των υπαλλήλων του μουσείου, όπου συγκεντρώθηκε η άχρηστη πια σκευή του, το πλήθος των άδειων προθηκών, ορισμένοι πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Σε ένα από τα υπόγεια της νέας πτέρυγας παρασκευαζόταν το συσσίτιο των φυλάκων και των αρχαιολογικών υπαλλήλων, με τα πυκνά ίχνη από τους καπνούς του να παραμένουν μέχρι σήμερα σε σημεία της οροφής. Παρά την απώλεια του χαρακτήρα του, το κτίριο παρέμεινε αλώβητο μέχρι το τέλος της Κατοχής. Ως τις «ημέρες του δεκεμβριανού εφιάλτη», όταν οι «πολυβολισμοί των αεροπλάνων» κατέκαψαν μέρος της ξύλινης στέγης του και ένα τμήμα του πρώτου ορόφου διαμορφώθηκε σε φυλακές των κρατουμένων. Ορισμένοι από τους διάτρητους από τις οβίδες τοίχους διατηρούνται ακόμα και σήμερα, μεταξύ των γραφείων όπου εργάζεται το προσωπικό του Μουσείου. Και παρά τη μακρά και επίπονη αποκατάσταση του κτιρίου και των εκθέσεών του τα μεταπολεμικά χρόνια, ήσαν πολλές οι κρυμμένες εκπλήξεις που έρχονταν σποραδικά στο φως. Ακόμα και η δεύτερη, εκ βάθρων ανακαίνισή του, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, ήταν η αφορμή να ανακαλυφθούν και άλλα από τα καλά θαμμένα μυστικά του. Να ήταν, άραγε, τα τελευταία; Ζώντας και δουλεύοντας κανείς ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, γνωρίζει πως δεν του επιτρέπεται να διατυπώνει τέτοιες εκφράσεις χρονικής βεβαιότητας.Πηγή: www.lifo.gr


Τα "σπιρτόκουτα" της Ομόνοιας

$
0
0

Πουλούσε λαθραία τσιγάρα, αλλά και ... σπιρτόκουτα. Μόνο που τα σπιρτόκουτα δεν είχαν σπίρτα, αλλά καθαρό χασίς. Ο 25χρονος απ' το Μπαγκλαντές εδώ και καιρό είχε γίνει ο πονοκέφαλος των αστυνομικών καθώς είχε γεμίσει με ναρκωτικά τις πιάτσες πέριξ της Ομόνοιας.








Μετά από ημέρες ερευνών οι αστυνομικοί κατάφεραν να τον εντοπίσουν. Τον ακολούθησαν ως την οδό Αισχύλου όπου είχε και το σπίτι που έκρυβε τα λαθραία τσιγάρα και τα ναρκωτικά.
Οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν και εντόπισαν στο σπίτι - καβάτζα 143 σπιρτοκουτα έτοιμα προς πώληση παραγεμισμένα με περισσότερα από 700 γραμμάρια χασίς, άλλη μια συσκευασία με 332 γραμμάρια χασίς και 140 πακέτα λαθραίων τσιγάρων.

Πως ζούσαν οι ιερόδουλες της Ν. Ορλεάνης 100 χρόνια πριν!

$
0
0

 Ρετρό φωτογραφίες


Ρετρό φωτογραφίες που δείχνουν τα κορίτσια των κόκκινουν φαναριών στις αρχές του προηγούμενο αιώνα δημοσιεύει σήμερα
 η διαδικτυακή Daily Mail.

Ασπρόμαυρες φωτογραφίες τραβηγμένες το 1912 σε παλάτια αλλά και σε παράγκες αποκαλύπτουν πως ζούσαν οι ιερόδουλες της Νέας Ορλεάνης 100 χρόνια πριν.

Τα πορτραίτα  τράβηξε ο φωτογράφος  E. J. Bellocq στο νόμιμο οίκο ανοχής στο  Storyville ο οποίος έκλεισε το 1917














Το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία ελληνικό χαρτονόμισμα

$
0
0

03/11/1944: 
Κυκλοφορεί το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία ελληνικό χαρτονόμισμα των 100 δισεκατομμυρίων δραχμών, το οποίο φέρει την υπογραφή του τότε διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα. Είναι το τελευταίο χαρτονόμισμα κατοχικών δραχμών, έστω και αν οι Γερμανοί έχουν αποχωρήσει ήδη από την Ελλάδα.

Ακαδημία Πλάτωνος η εγκαταλειμένη συνοικία

$
0
0


Ριζοσπάστης 1935

Η συνοικία Ακαδημία Πλάτωνος αρχίζει από τον Άγιο Κωνσταντίνο τον παλιό κσαι φτάνει ως τα Καμίνια (Βούθουλα). Το σύνολο των κατοίκων  είναι εργάτες και μικροεπαγγελματίες.Με τις περυσινές πλημμύρες  η συνοικία έπαθε μεγάλες καταστροφές. Ήρθαν και ξαναήρθαν διάφοροι κύριοι μας έδωσαν μερικά βοηθήματα 200 δρχ  και σε όλους μπόλικες υποσχέσεις και δεν τους ξαναείδαμε.
Είχε βγει και μια επιτροπή  από κατοίκους που ακολούθησε το δρόμο των υποσχέσεων και στο τέλος διαλύθηκε .
Η πλημμύρα κουβάλησε στη συνοικία κάθε είδους βρωμιά  που μένει ακόμα , (....) το κοσμάκη με αρρώστιες . Τα κουνούπια και οι σκνίπες είναι σύννεφα.

Απ' την οδό Κίμωνος και κάτω δεν μπορεί κανείς να περάσει χωρίς να χωθεί στη σκόνη ως το γόνατο, σαν να βρισκόμαστε σε αφρικανική χώρα. Και όως η συνοικία μας υπάγεται στο δήμο Αθηναίων, που για να τον καταχτήσει ο Κοτζιάς , είχαν υποσχεθεί- όλοι μας τα θυμόμαστε- νοσοκομεία, δρόμους, λουτρά, κλπ.  Αλλά αυτός έκανε τη δουλειά του και εμείς φταίμε που τον ψηφίσαμε.

Στη συνοικία μας γίνονται και ανασκαφές για την Ακαδημία Πλάτωνος- να ήξερε κι αυτός πως θα μας ξεσπίτωνε θα την έφτιαχνε σε κανένα βουνό.  Σκάψανε κάμποσα σπίτια  και μείνανε έτσι ξεσκέπαστα μέτρα ολόκληρα βάθος. Απ΄την πλημμύρα και εδώ σταμάτησε η ανασκαφή. Εδώ έγινε και κάτι άλλο. Έφταιγε ο γάιδαρος και βαρέσανε το σαμάρι. Τα ρίξανε στον αρχαιολόγο, ενώ το κράτος του είχε δώσει την άδεια να κάνει ανασκαφές.  Η συνοικία μας έχει ανάγκη από ρυμοτομία, φώτα, νερό. Οι δρόμοι είναι σε ελεεινή κατάσταση. Το καλοκαίρι σκόνη μέχρι το γόνατο. Το χειμώνα λάσπη και λιμνοθάλασσες, χωρίς φώτα, γκρεμοτσακιζόμαστε και πνιγόμαστε μέσα στο νερό.
Το νερό της Ούλεν έχει φτάσει μέχρι την Αλεξανδρείας  και από εκεί και κάτω μεταχειριζόμαστε νερό γλυφό από τα πηγάδια.
'Εχουμε και ένα σύλλογο, μα υπάρχει μόνο στα  χαρτιά, χωρίς να ενδιαφέρεται για τα ζητήματα της συνοικίας .
Έτσι όμως πρέπει να μείνει η συνοικία μας; Δεν πρέπει να ενδιαφερθούμε για τη ζωή μας, για τη ζωή των παιδιών μας;
Όχι , πρέπει να κινηθούμε. Όλοι μας στις συζητήσεις μεταξύ μας διαμαρτυρόμαστε για την κατάσταση, δεν δεν φτάνει αυτό.
Μια Κυριακή πρέπει να μαζευτούμε όλοι οι κάτοικοι και να βγάλουμε μια επιτροπή ή καινούρια διοίκηση του εξωραϊστικού συλλόγου από ανθρώπους που θέλουν να εργαστούν. Η επιτροπή ή η διοίκηση πρέπει να διαφωτίσουν όλους τους άλλους κατοίκους και μια άλλη Κυριακή να καλέσει σε συλλαλητήριο όλων των κατοίκων να διακηρύξουν τη θέλησή τους ότι θέλουν να διορθωθεί η κατάσταση.
Όταν όλοι οι κάτοικοι δείξουμε τη δύναμή μας, τότε και το κράτος και ο δήμος θα ενδιαφερθούν. Στην κίνηση αυτή οι εργάτες κάτοικοι της συνοικίας μας πρέπει να είναι η πρωτοπορεία.

Αθήνα 17/8/1935
Κάτοικοι της γειτονιάς

Βασίλης Λογοθετιδης, ο μεγαλυτερος κωμικος της μεταπολεμικης Ελλαδας

$
0
0





Έμεινε στη μνήμη ως ο κωμικός των κωμικών. Δεν εκβίασε ποτέ το γέλιο, απλώς το έκανε να αναδύεται αυθόρμητα από την ψυχή μας. Σήμερα, από όλα όσα έχουν γραφτεί γι’ αυτόν, το πιο πλήρες είναι ίσως εκείνο που σημείωσε κάποτε ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Oτι «Ο Λογοθετίδης υπήρξε ο άνθρωπος του λαού, που ένιωσε το λαό και που έπαιξε για το λαό». Tο εικοσιδυάχρονο αγόρι που φτάνει από την Πόλη στην Αθήνα με μια ξεφτισμένη βαλίτσα γεμάτη όνειρα, τρυπώνει πίσω από την κουίντα του θεάτρου Κοτοπούλη και με την άγνοια κινδύνου που του παρέχει το σφρίγος της νιότης, δηλώνει ευθαρσώς ότι θέλει να γίνει «δραματικός ηθοποιός». Η Μαρίκα Κοτοπούλη, εντυπωσιασμένη πάντα από τους ανθρώπους που φιλοδοξούν, δεν τον απορρίπτει. Σύντομα, όμως, αντιλαμβάνεται το προφανές: ότι δεν είναι πλασμένος για δραματικός ηθοποιός. «Εσύ, Βασίλη», του λέει τότε, στα 1919, «είσαι γεννημένος κωμικός». Δεν χρειάζεται να περάσει πολύς καιρός για να δικαιωθεί.
Από τα πρώτα κιόλας έργα, ο νεαρός Λογοθετίδης ξεχωρίζει. Είναι η φυσικότητά του, το ταπεραμέντο του, οι κινήσεις του, που ενθουσιάζουν το κοινό. Oλα αυτά, σε συνδυασμό με μια φωνή που θαρρείς και γεννήθηκε για να ξεστομίζει ξεκαρδιστικές ατάκες, δημιουργούν έναν ηλεκτρισμό γύρω από τη φιγούρα του και το αποτέλεσμα δεν μένει παρά να δικαιώσει την Κοτοπούλη στα χρόνια που έρχονται: η συνεργασία τους θα κρατήσει πάνω από τρεις δεκαετίες και θα γεννήσει μεγάλες επιτυχίες.
Τον χειμώνα του ’42, ο Λογοθετίδης είναι σαράντα πέντε χρόνων και το θέατρο Κοτοπούλη ετοιμάζεται να ανεβάσει το έργο του Αλέκου Λιδωρίκη «Aνδρας-Γυναίκα-Διάβολος». Ζητούν από τον Λογοθετίδη να παίξει το νεαρό εραστή. «Εγώ, το νεαρό εραστή;»απορεί εκείνος. «Πώς στην ευχή θα παίξω το νεαρό εραστή και, μάλιστα, πλάι στον Μυράτ;» «Εάν δεν μπορούσες, δεν θα σου το ζητούσα», του λέει ο Λιδωρίκης. Ο Λογοθετίδης επιμένει: «Βρε αδελφέ μου, εγώ θα παίξω τώρα τον ωραίο; Κι εγώ θα φάω στο τέλος τον Μυράτ;» «Ναι, εσύ», του απαντάει κατηγορηματικά ο Λιδωρίκης. «Βασίλη μου», συνεχίζει,«η ομορφιά ενός άνδρα δεν βρίσκεται πάντα στο πρόσωπο. Βγαίνει πιο πολύ από την προσωπικότητα, από την ψυχική του λεβεντιά, από τη χαρά που αναδίνει, από την εξυπνάδα και από τη γνώση του ωραίου…». Χρόνια αργότερα, ο Λιδωρίκης θα θυμόταν το περιστατικό και θα έλεγε: «Oταν του τα είπα όλα αυτά, με κοίταξε με εκείνο το πονηρό βλέμμα του και μου απάντησε, ‘Μωρέ τι μας λες’. Και το επόμενο πράγμα που έκανε ήταν να παίξει το ρόλο που του ζητούσαμε. Και όχι μόνο έπαιξε τον ωραίο, το χορευτή, τον εραστή, εκείνον που στο τέλος κερδίζει το κορίτσι. Μέσα από την επιτυχία του, εξασφάλισε και στο συγγραφέα ψωμί και νοίκι για τη μισή κατοχική εποχή. Αυτός ήταν ο Βασίλης».
Πέντε χειμώνες αργότερα, ο Λογοθετίδης κάνει πραγματικότητα το όνειρό του: γίνεται θιασάρχης. Στη δική του πλέον σκηνή, έχει να υπερασπιστεί τις προσωπικές του επιλογές τόσο σε ηθοποιούς όσο και σε έργα και οι γκρίνιες κάνουν σύντομα την εμφάνισή τους, αφού κάποιοι θεωρούν ότι χαραμίζεται με έργα πολύ κατώτερα του ταλέντου του. Εκείνος δεν δίνει σημασία και πορεύεται στο δρόμο που του ανοίγει το ένστικτό του. Και αυτός ο δρόμος είναι αφιερωμένος αποκλειστικά στο νεοελληνικό έργο, με μιαν αφοσίωση που αγγίζει τα όρια της εμμονής. «Πολλοί ηθοποιοί αγάπησαν το νεοελληνικό θεατρικό έργο, αλλά κανένας δεν το αγάπησε ή δεν μπόρεσε να το αγαπήσει περισσότερο από τον Λογοθετίδη», θα έγραφε ο συγγραφέας Γ. Ρούσσος. Και η καυστική πένα ενός άλλου συγγραφέα, του Δ. Ψαθά, θα αποκάλυπτε μιαν άλλη όψη αυτής της αφοσίωσης: «Ναι, αγαπάει το νεοελληνικό έργο αλλά ο ίδιος είναι συμφορά για κάθε ευσυνείδητο συγγραφέα. Γιατί είναι αδύνατον να καταλάβει ο συγγραφέας εάν η επιτυχία οφείλεται στο έργο ή στον πρωταγωνιστή». Oποια κι αν είναι η ετυμηγορία του καθενός, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: με όχημα το νεοελληνικό έργο, ο Λογοθετίδης καθηλώνει τα πλήθη και οδεύει από επιτυχία σε επιτυχία. Φτάνει, μάλιστα, να ταυτιστεί σε τέτοιο σημείο με τον «Ηλία του δέκατου έκτου», που για μερικά χρόνια θα λαμβάνει ευχετήριες κάρτες του Προφήτη Ηλία!
Με αυτή την αλησμόνητη θεατρική βερσιόν, ο κόσμος ξεχνάει ακόμη και το ότι τον λένε Βασίλη. Εντούτοις, η επιτυχία δεν τον αλλάζει. Παραμένει ο ίδιος απλός άνθρωπος, ένα γήινο πλάσμα που εξακολουθεί να περιφέρεται με μια ξεφτισμένη βαλίτσα γεμάτη όνειρα που τώρα τα μετατρέπει σε θεατρικές ομολογίες. Αυτό που, ωστόσο, θα τον αλλάξει, έγκειται σε ένα απρόοπτο της μοίρας που δεν καταλαβαίνει από καλλιτεχνικές επιτυχίες: είναι η πολύμηνη νοσηλεία του, τον χειμώνα του ’48. Ο Λογοθετίδης αρρωσταίνει και μπαίνει στο νοσοκομείο. Οι πάντες ανησυχούν. Οι εφημερίδες γράφουν καθημερινά για την περιπέτειά του. Ανθοδέσμες πλημμυρίζουν το δωμάτιό του. Ευτυχώς, όμως, είναι κάτι περαστικό. Όταν παίρνει εξιτήριο από το νοσοκομείο, ο τότε δήμαρχος της Αθήνας Παυσανίας Κατσώτας δίνει εντολή και η πόλη φωταγωγείται για να υποδεχτεί και πάλι το πιο μεγάλο της ταλέντο. Ωστόσο, αυτή η περιπέτεια θα αφήσει ίχνη ευδιάκριτα πάνω του. Γιατί τότε κάνει την εμφάνισή της μια αδιόρατη θλίψη που γίνεται αντιληπτή από πολλούς. Φυσικά, ήταν πάντα ένας άνθρωπος της μοναξιάς. Αλλά με τον καιρό, αυτή η μοναξιά αποκτά κάτι το βιβλικό που έρχεται να συνταιριαστεί με την μελαγχολία ενός απογεύματος πριν από την βραδινή παράσταση ή με την εσωστρέφεια του επόμενου πρωινού.
Είναι πλέον η εποχή του κινηματογράφου, με τις αθάνατες ταινίες να διαδέχονται η μία την άλλη. «Μαντάμ Σουσού», «Δεσποινίς ετών… 39», «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Κάλπικη λίρα» και πάει λέγοντας. Το 1957 στάθηκε μια χρονιά-σταθμός για τον Λογοθετίδη. Τότε βγήκε στις αίθουσες το «Δελησταύρου και υιός», που ήρθε να συμπληρώσει την επιτυχία του «Ζηλιαρόγατου» της προηγούμενης χρονιάς. Επίσης, τότε ήταν που ανέλαβε την περίφημη καλλιτεχνική περιοδεία στην Αμερική με σκοπό την καθιέρωση συστηματικής επαφής μεταξύ των θεάτρων όλων των χωρών της Γης. Ο θρίαμβος του υπήρξε ανεπανάληπτος. Έδωσε παραστάσεις σε οκτώ πόλεις των ΗΠΑ και κατά την υποδοχή του στο Πίτσμπουργκ, ο δήμαρχος του παρέδωσε την «χρυσή κλείδα» της πόλης, τιμή που δεν έχει ξαναγίνει σε Έλληνα ηθοποιό. Ο μικρόσωμος αυτός άντρας με τα μαύρα διαπεραστικά μάτια στοιχειώνει τη μεγάλη οθόνη και το κοινό υποκλίνεται. Όλοι υποκλίνονται. Μακριά από τα φώτα, όμως, εκεί: πιασμένος στο αγκίστρι της θλίψης του. Παρότι είναι ο αγαπημένος του κόσμου, παρότι δοκιμάζεται σε δύο γάμους, παρότι βλέπει τη φήμη του να γιγαντώνεται, αποπνέει εκείνη την ομιχλώδη αύρα που μοιάζει με κατάρα για κάθε σπουδαίο κωμικό: την αύρα ενός ανθρώπου θλιμμένου. Την ίδια αύρα αποπνέουν, την ίδια εποχή, ο Μπάστερ Κίτον, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ακόμα κι εκείνος ο καινούργιος, ο Τζέρι Λιούις. Να γιατί έχουν δίκιο όσοι λένε ότι οι πραγματικοί κωμικοί είναι στο βάθος πολύ θλιμμένοι άνθρωποι. 
Τον Γενάρη του 1960, το Θέατρο Αθηνών ετοιμάζεται να γιορτάσει τις 150 παραστάσεις του έργου του Γ. Τζαβέλα, «Η δε γυνή να φοβήται τον άντρα». Είναι μεσημέρι και όλοι βρίσκονται στο γραφειάκι του θεάτρου, προσπαθώντας να συμφωνήσουν για τις κατάλληλες λέξεις στο κείμενο που θα συνοδεύσει την πανηγυρική αναγγελία. Όταν φτάνουν στο επίθετο που θα χαρακτηρίσει τον Λογοθετίδη, η σύσκεψη παίρνει φωτιά. Ο θεατρώνης προτείνει «Ο μεγάλος Λογοθετίδης». Ο συγγραφέας λέει να βάλουν «Ο άφθαστος Λογοθετίδης». Και άλλες λέξεις πέφτουν στο τραπέζι, όπως «ο μοναδικός», «ο κορυφαίος», «ο ανεπανάληπτος». Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής κάθεται σιωπηλός σε μια γωνιά και τους ακούει ατάραχος.«Όχι», τους λέει κάποια στιγμή έπειτα από ώρα. «Δεν θέλω τίποτε από όλα αυτά. Βάλτε απλώς ο Λογοθετίδης. Σκέτος». Και αφού ευχαριστεί τους πάντες για τα καλά τους λόγια, σηκώνεται να φύγει. Τις επόμενες εβδομάδες τις περνάει μέσα στη μοναξιά του, τη μοναξιά εκείνη που θα έκανε τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο να γράψει ότι, για τον Λογοθετίδη, «Η ώρα της πικρής μοναξιάς κάνει πιο ανθρώπινη την άλλη εκείνη ώρα του γέλιου». Αλλά έτσι πορεύεται πλέον: από την ώρα της μοναξιάς στην ώρα του γέλιου και αντίστροφα. Κάπου ανάμεσα, παραμονεύει το ξυράφι του θανάτου. Και αυτό το ξυράφι το νιώθει να διαπερνά το υποσυνείδητό του σε τέτοιο βαθμό, που έχει αρχίσει να εκμυστηρεύεται σε κάποιους φίλους πού θα ήθελε να πεθάνει. «Θα ήθελα να πεθάνω στο θέατρο», τους λέει. Γιατί το θέατρο είναι το σπίτι του. Στο θέατρο, λοιπόν.
Λίγη ώρα πριν ανέβει στη σκηνή, στις 20 Φεβρουαρίου του 1960, ο Βασίλης Λογοθετίδης αφήνει την τελευταία του πνοή στο καμαρίνι του. Έξω ο άνεμος λυσσομανάει και η Αθήνα μοιάζει βυθισμένη σε έναν από τους πιο παγερούς χειμώνες των τελευταίων ετών. Μέσα ένας άνθρωπος γερασμένος πριν την ώρα του, λύνει επιτέλους τα στοιχειά της θλίψης και πετάει στον ουρανό πάνω από πλατείες που τώρα δεν γελούν, παρά κείτονται σιωπηλές περιμένοντας το τρίτο κουδούνι που δεν θα ξαναχτυπήσει ποτέ. Ας είναι. Μπορεί το τρίτο κουδούνι να σβήνει για πάντα μια κρύα, χειμωνιάτικη μέρα, μένει όμως πίσω εκείνη η ξεφτισμένη βαλίτσα. Μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα μεταφρασμένα σε ταινίες.
Δεν απέκτησε ποτέ του παιδιά και ζούσε στο Παλαιό Φάληρο. Στην κηδεία του χιλιάδες άνθρωποι πλημμύρισαν τους δρόμους γύρω από τη Μητρόπολη Αθηνών. Κηδεύτηκε «δημοσία δαπάνη» και τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο.
Κείμενο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ, ethnos.gr
a
Η κριτική στην υποκριτική του
Ο Βασίλης Λογοθετίδης έπαιξε συνολικά σε δώδεκα ταινίες. Η πρώτη του ήταν το «Κακός δρόμος», εν έτει 1933. Η τελευταία του ήταν το «Ένας ήρως με παντούφλες» του 1958. Οι περισσότερες από τις ταινίες του, αν όχι όλες ήταν μεταφορά θεατρικών  έργων. Οι κριτικοί της εποχής εκθείαζαν το Βασίλη Λογοθετίδη σαν ηθοποιό, αλλά όχι τα κείμενα που έπαιζε, καθώς το ταλέντο του τα ξεπερνούσε κατά πολύ. Χαρακτηριστικά έγραψαν:
«Η θεατρική παραγωγή των Γιαννακοπούλου – Σακελλάριου είναι χωρισμένη θεληματικώς σε δύο σκέλη. Το πρώτο αντιπροσωπεύεται από τον “Ήρωα με τις παντόφλες”, την “Δεσποινίδα 39 ετών” και την “Μεγάλη παρένθεση”, δηλαδή ένα έργο που κυριαρχεί η πνευματική ποιότης ως σύλληψις του θέματος, αλλά και -κατά σοβαρό ποσοστό- ως χειρισμός. Στο δεύτερο σκέλος πρέπει να κατατάξουμε όλα τα άλλα θεατρικά έργα της δυάδας, μηδέ του “Δελησταύρου και Υιός” εξαιρουμένου, που παρουσιάσθηκε προχθές από το θίασο Λογοθετίδη στο θέατρο “Κοτοπούλη”. Η σύλληψις και συγγραφή των έργων αυτών έχει ένα και μόνο σκοπό: Πώς, διά της εντέχνου εκμεταλλεύσεως των μεγάλων κωμικών δυνατοτήτων του Λογοθετίδη να προκληθή το άφθονο γέλιο ενός κοινού που δεν έχει αξιώσεις ποιότητος κειμένου για να γελάση. (…) Παρακολουθώντας προχθές το “Δελησταύρου και Υιός” και γελώντας με την καρδιά μου, αναρωτιόμουν: θα κατόρθωνα άραγε έστω και να μειδιάσω αν τον ρόλο του Λογοθετίδη τον έπαιζε οποιοσδήποτε άλλος από τους ηθοποιούς μας, έστω και ισάξιος του Βασίλη στο ταλέντο; Χμ… Φοβάμαι πως μάλλον θα χασμουριόμουν. Συνεπώς φρονώ ότι πράξις δικαιοσύνης είναι να παραδεχθούμε πως δημιουργοί του “Δελησταύρου και Υιός” δεν είναι μόνον δύο, αλλά τρεις: Γιαννακόπουλος – Σακελλάριος – Λογοθετίδης.»
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ – εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ, 19/10/1951
a
Ο Δημήτρης Μυράτ περιγράφει τον φίλο και συνεργάτη του, Βασίλη Λογοθετίδη
«Ο Λογοθετίδης δεν ήταν φυσικά αλκοολικός, αλλά έπινε πολύ, κι όταν ακόμα του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί. Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι φεύγαμε μαζί από το θέατρο Μουσούρη. Είχεν εγερθή κάποια διαφορά μεταξύ του Κώστα Μουσούρη και της τριάδας Λαμπέτη – Παππά – Χορν για την «Λουίζα Μίλερ» του Σίλερ. Την είχαν αναγγείλει και τη διεκδικούσαν και οι δύο θίασοι. Αποφασίσαμε να λύσουμε τη διαφορά με διαιτησία και οι αντίδικοι δέχτηκαν τον μακαρίτη, την Κατερίνα και μένα. Φεύγοντας απ’ το θέατρο της πλατείας Καρύτση, σταθήκαμε στου Αγαλλιώτη, γιατί του είχε κοπεί λίγο η ανάσα. Είχε πιει πολλά ούζα στη διάρκεια της συνεδριάσεως και τον είχε λίγο πειράξει. Τότε, με το θάρρος της παλιάς φιλίας, τον ρώτησα γιατί αυτοκτονεί. «Το είπες, αυτοκτονώ», μου απάντησε χαμηλόφωνα, χωρίς ίχνος ρομαντικής διαθέσεως. Λίγοι, στενοί κοινοί φίλοι, πληροφορήθηκαν αυτή τη στιχομυθία. Και ξέραμε πια πως κάθε προσπάθεια να τον πείσουμε να ξεκουραστεί κανένα καλοκαίρι θα ήτανε μάταιη, αφού είχαμε μαντέψει πως ήθελε να πεθάνει στη σκηνή. Πώς μπορούσε να συνταιριαστεί η ηθελημένη αποχώρηση από τη ζωή με μιαν άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του, τη θρησκευτικότητα, δεν κατάλαβα.
Μεγαλωμένος στην Πόλη, στην χριστιανική της ατμόσφαιρα, που χρησίμευε σαν πανοπλία μέσα στο εχθρικό περιβάλλον, ήξερε όλα τα τροπάρια και όλα τα κοντάκια, και τα στιχηρά και τα ιδιόμελα, κι όταν τύχαινε, σε κάπως παλιότερα χρόνια, να πάμε μαζί στην εκκλησία, τον άκουγα να σιγοψέλνει τις υπέροχες βυζαντινές μελωδίες, με μια κατάνυξη που μόνο εκείνοι που είχαν ζήσει στις χώρες του αλύτρωτου ελληνισμού μπορούσανε να νιώσουν. Ίσως αυτός ο αργός θάνατος να μην του φαινότανε, έξω από τις λίγες στιγμές που το συνειδητοποιούσε από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, πραγματική αυτοκτονία. Ποιος ξέρει; Μια φορά είναι βέβαιο πως δεν κοιμήθηκε ποτέ νύχτα χωρίς να προσευχηθεί. Και δεν ήταν η προληπτική συνήθεια ή η συναλλαγή που επιζητούν πολλοί άνθρωποι με το θείο, αλλά ήταν η προσευχή ενός θρησκευόμενου ανθρώπου που θέλει στο τέλος της ημέρας να ξεφορτώσει τη βαρημένη ψυχή του.
Μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του ήτανε πολύ παράδοξη. Η φεουδαρχική, τολμώ να πω, αντίληψη της θεατρικής εργασίας. Όχι πως δυνάστευε ποτέ τους συναδέλφους του, όσοι είχαν την τύχη να δουλέψουν μαζί θα τον θυμούνται με αγάπη ως τα βαθιά τους γεράματα, δυσκολευότανε ωστόσο να αναγνωρίσει τους καινούριους όρους που διέπουν τις σχέσεις εργαζομένου και εργοδότου. Την αύξηση της αμοιβής δεν ήθελε να την αναγνωρίσει σαν δικαίωμα κερδισμένο με συνδικαλιστικούς αγώνες όλων, αλλά σαν επιβράβευση της επιδόσεως, του ταλέντου, του καταβαλλομένου μόχθου. Στα χρόνια που έκανε ο Λογοθετίδης τα πρώτα του βήματα στο θέατρο, δεν υπήρχαν συμβάσεις, άδειες, δώρα, ο ηθοποιός συμφωνούσε έναν ορισμένο μισθό, μπορούσε όμως να πάρει αύξηση ένα μήνα μετά την πρόσληψή του, και αύξηση σημαντική, αν έπαιζε με επιτυχία έναν ρόλο. Αυτό ίσχυε μόνο για τους ικανούς, δεν ήταν γενικό μέτρο που συμπεριελάμβανε και τους ατάλαντους.
Αλλά εκείνος ήταν προσκολλημένος στα παλιά, στα χρόνια που τον φώναξε ο πατέρας μου στο γραφείο του και του ανάθεσε τον πρώτο του κωμικό ρόλο, έναν υπηρέτη στη γαλλική φάρσα «Πανσιόν Μαρινιάν». Πολλοί νομίζουν πως το επεισόδιο συνέβη με τη Μαρίκα, δεν είναι αλήθεια, ο πατέρας μου, ο Μήτσος Μυράτ, ήταν τότε διευθυντής του θεάτρου «Κοτοπούλη», και εκείνος κανόνιζε τις διανομές. Ο Λογοθετίδης, με πολύ σεβασμό, αρνήθηκε τον κωμικό ρόλο, δικαιολογούμενος πως είναι έξω από τις δυνατότητές του, και οπωσδήποτε μακριά από τις καλλιτεχνικές του επιδιώξεις, γιατί ήθελε να γίνει δραματικός ηθοποιός. Ο πατέρας μου επέμεινε, χάλασε ο κόσμος απ’ το γέλιο στην πρεμιέρα και το άλλο πρωί διπλασιαζόταν ο μισθός του.
Δεν υπήρξε ποτέ ωραίος, αλλά είναι κι αυτό ένα παράξενο χαρακτηριστικό των κωμικών, αρέσουν στις γυναίκες. Ο Λογοθετίδης είχε εξαιρετική επιτυχία. Σκυλιάζαμε οι νεότεροι του θιάσου, ο Μινωτής, εγώ, παριστάναμε τους καρδιοκατακτητές επί σκηνής, τις κατακτήσεις εκτός θεάτρου τις είχε εκείνος!»
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ - εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 28/04/1963 

Εν Αθήναις...ο σκορδοπώλης

$
0
0


"Σκόοοορδα...."φώναζε στις γειτονιές της Αθήνας ο σκορδοπώλης ή σκορδάς
όπως τον έλεγαν.....
Εκτός από το φαγητό που το έβαζαν οι νοικοκυρές υπήρχαν και καθαρισμένες σκελίδες στο τραπέζι στην ώρα του φαγητού.
Οι μεγάλοι το έτρωγαν έτσι ωμό έπιναν και κρασί ....
Οι νεώτεροι τους φώναζαν γιατί δεν άντεχαν την μπόχα....
"Πάλι σκόρδο έφαγες ρε πατέρα....αμάν...κυκλοφορείς έξω ρεζίλι γινόμαστε...."
"Σκοτώνει τα μικρόβια...ρίχνει την πίεση...."έλεγαν οι γηραλέοι....
Και ποιός νοιαζότανε για πίεση.....
Άντε καμμία βδέλα για γιατρικό....
"Από τι πέθανε...."
"Έσκασε...." έλεγαν....
Και να θυμηθώ μια ατάκα από Ελληνική ταινία με τον Αυλωνίτη
που πήγε στον γιατρό τον Ορέστη Μακρή και του μέτρησε την πίεση...
"Γιατρέ πόσο έχω;"
"21" του λέει ....
"Είναι καλή;"
"Αν ήσουνα άλογο ...ναί!"
Για  το κριθαράκι στο μάτι....πάλι σκόρδο χρησιμοποιούσαν
μαζί με την πρωϊνή μούτζα που έπρεπε να σου ρίξουν για να σου περάσει.
Την σκελίδα την έτριβες στο βλέφαρο.
Ο σκορδάς δούλευε και με τα ταβερνάκια που στο μενού τους η σκορδαλιά
ήταν απαραίτητη.

Ο ταβερνιάρης αγόραζε πλεξούδα και την κρεμούσε δίπλα στα βαρέλια
για ντεκόρ και για γούρι παραδίπλα και η παλιά κιθάρα.

Οι Σμυρνιές την έφιαχναν με καρύδι αλλά είχαν και το φάρμακο της μπόχας
σε ένα πιατέλο....τον μαϊντανό....
Είπαμε ήταν χρόνια μπροστά τότε οι Μικρασιάτες.

Πίσω στα παλιά


Οι τουρίστες το τελευταίο μας χαρτί!

$
0
0


Είσαι φτωχή μα είσαι Αθήνα μου, φως μου
η διαμαντόπετρα το δαχτυλίδι του κόσμου
γιατί με όλο που είσαι Αθήνα φτωχή
λάμπεις Αθήνα σε κάθ' εποχή
γιατ' είσαι πάντα γλυκειά μου γιομάτη ψυχή

Πάρτε τουρίστες μιά κάρτ-ποστάλ
μιά σουβενίρ ντ' Ατέν
μνημεία δρομάκια και ακρογιαλιές
που δόξες κοιμούνται δω μέσα παληές

Πάρτε τουρίστες μιά κάρτ-ποστάλ
μιά σουβενίρ ντ' Ατέν
αυτό σας χαρίζ' η Αθήνα η φτωχή
μ' όλη της την ψυχή

Υπάρχουν πόλεις πολλές μ' ομορφιές και μνημεία
μα Παρθενώνα και Πλάκα δεν έχει καμμία
μέσα στον κόσμο Αθήνα είσαι μιά
και δεν υπάρχει καμμιά μα καμμιά
με τη δική σου τη γλύκα και τη νοστιμιά

Πάρτε τουρίστες μιά κάρτ-ποστάλ...
Μίμης Τραϊφόρος

Όνειρο ήταν και πάει!

$
0
0

Αυξήθηκαν οι μισθοί στην Κύπρο

Οι μισθοί των υπαλλήλων συνέχισαν να αυξάνονται με μεγαλύτερο ρυθμό το τέταρτο τρίμηνο του 2011, παρά την κρίση στην οικονομία και στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, οι μισθοί το τέταρτο τρίμηνο του 2011 αυξήθηκαν κατά 3,0% σε ετήσια βάση έναντι αύξησης 2,4% το τρίτο τρίμηνο του ίδιου έτους. Οι μέσες μηνιαίες απολαβές των υπαλλήλων κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2011, διορθωμένες για εποχικές διακυμάνσεις, εκτιμούνται 
στα €2.023
 (άνδρες €2.210 και γυναίκες €1.805)... 

Η επανεμφάνιση του ξεχασμένου βιδανίου, λόγω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας!

$
0
0

Το βιδάνιο ή απλά βιδάνι γνωρίζουν καλά οι παλαιότεροι και φαίνεται πως λόγω οικονομικής κρίσης θα το γνωρίσουν και οι νέοι αφού επανέρχεται στην επικαιρότητα λόγω οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για ξεχασμένη λέξη, την οποία κάποτε χρησιμοποιούσαν οι χαρτοπαίκτες και οι κρασοκαταναλωτές. Οι μεν πρώτοι αποκαλούσαν βιδάνιο την πιο απλή μορφή της γκανιότας και οι δεύτεροι το «απόπιομα», δηλαδή τα περισσεύματα του κρασιού στα ποτήρια, τα οποία συγκέντρωναν οι ταβερνιάρηδες για να τα σερβίρουν ξανά σε άλλους πελάτες. Την ξεχασμένη αυτή συνήθεια φαίνεται πως επαναφέρουν ορισμένοι ταβερνιάρηδες, εάν πιστέψουμε τις ειδήσεις που κυκλοφορούν.
Το βιδάνιο, από το ιταλικό guadagno (κέρδος), απασχολούσε έντονα τους πελάτες των ταβερνών και των καφενείων μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Σα να μην έφτανε το νοθευμένο κρασί που πότιζαν τους θαμώνες
τους, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, τους σέρβιραν και βιδάνιο. Τα αποτελέσματα σε ορισμένες εποχές ήταν ολέθρια. Όπως όταν ήταν σε έξαρση η φυματίωση. Τέθηκε δε πολλές φορές στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών. Μνημειώδεις έμειναν οι υγειονομικές εγκύκλιοι που εκδόθηκαν στις αρχές της βασιλείας του Γεωργίου Α’, όταν το βιδάνιο αποτελούσε καθιερωμένη τακτική για όλους τους ταβερνιάρηδες.
Επίσης, τέθηκε σε διωγμό στις αρχές της δεκαετίας 1920, όταν η Αστυνομία επέβλεπε τους οινοπώλες και τους επέβαλε βαριά πρόστιμα. Το ζήτημα επανήλθε στα μέσα της ίδιας δεκαετίας, όταν καθιερώθηκε το περίφημο «πρόστιμον βιδανίου» που ανερχόταν στο ιδιαίτερα σεβαστό ποσόν των τριακοσίων δραχμών. Μάλιστα για τον εντοπισμό των «δραστών-ταβερνιάρηδων» αναπτύχθηκε συνεργασία μεταξύ των αστυφυλάκων και των κρασοπατέρων θαμώνων των λαϊκών ταβερνείων. Οι τελευταίοι κάρφωναν το βλέμμα τους στον ύποπτο ταβερνιάρη και αν ανακάλυπταν
βιδάνιο, έσπευδαν να τον καταδώσουν στην Αστυνομία.
Με το πέρασμα των χρόνων το φαινόμενο σχεδόν εξαφανίσθηκε. 
Η επανεμφάνισή του ας αφυπνίσει και το ενδιαφέρον των υγειονομικών αρχών.

Έθαψαν τον νεκρό ανάποδα!

$
0
0

Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος είναι  ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ηθοποιούς. Είμαστε περίπου συνομήλικοι (τον περνάω τρία χρόνια). Τον καιρό που «περπατούσαμε» προς τα τριάντα, ο Γιώργος θέλησε, όπως οι περισσότεροι νέοι, «να σώσει την Ελλάδα». Ανακατεύθηκε, λοιπόν, με την πολιτική. Έβαλε υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος. Εξελέγη όλες τις φορές και διετέλεσε, για καιρό αντιδήμαρχος.
Μόλις ανέλαβε το αντιδημαρχιλίκι, γιατί ο Δήμαρχος, ο Δημήτρης Μπέης, απουσίαζε στο εξωτερικό, τον πήρε πρωί πρωί στο τηλέφωνο ένας κύριος, που αφού τον συνεχάρη «επί τη αναλήψει  των καθηκόντων του», του εδήλωσε ότι είναι δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγο και του έθεσε ένα πρόβλημα, που κατά τη γνώμη του ήταν πολύ σοβαρό: εκείνες τις ημέρες, είχε πεθάνει ο αδελφός της γυναίκας του και είχε ταφεί στο Α’ Νεκροταφείο. «Τα συλλυπητήριά μου», είπε ο ηθοποιός-αντιδήμαρχος και περίμενε από τον συνομιλητή του, να του εξηγήσει το «σοβαρό πρόβλημα» που τον απασχολούσε.
«Ο κουνιάδος μου, όπως σας είπα, ετάφη στο Α’ νεκροταφείο. Αλλά οι νεκροθάφτες, για ένα περίεργο λόγο, τον έθαψαν όχι όπως πρέπει, αλλά ανάποδα». «Δηλαδή, μπρούμυτα»; Ρώτησε παραξενεμένος ο Μιχαλακόπουλος. «Όχι. Το κεφάλι του νεκρού δεν είναι στραμμένο προς την ανατολή, αλλά προς τη δύση, πράγμα που απαγορεύεται ή εν πάση περιπτώσει δεν συνηθίζεται, στην Εκκλησία μας».
«Και τί θέλετε να κάνω», ρώτησε ο αντιδήμαρχος». «Πρέπει να γίνει αμέσως εκταφή», απάντησε ο δικηγόρος. Και πρόσθεσε: «για να γίνει, όμως, εκταφή, χρειάζεται να δώσει άδεια ο Εισαγγελέας». Ο Μιχαλακόπουλος, στη σκέψη ότι θα έπρεπε να κινητοποιηθεί για την άδεια εκταφής από τον Εισαγγελέα, ένιωσε μια φοβερή δυσφορία και λίγο έλειψε να πέσει από την καρέκλα του! «Μα, κύριε, ξέρετε σε τι μπελάδες με βάζετε, με αυτό που μου ζητάτε»; Είπε ξέπνοος στον συνομιλητή του. «Το ξέρω κύριε αντιδήμαρχε, αλλά σας ικετεύω να ενεργήσετε τα δέοντα, για να πάρει ο νεκρός τη θέση που πρέπει στον τάφο. Και να σας πω και κάτι; Εμένα, ποσώς με ενδιαφέρει αν ο πεθαμένος κοιτάζει – που δεν κοιτάζει, ως γνωστόν- στην ανατολή ή τη δύση. Έχω, όμως, τρεις αδελφές, θεούσες, που με βρίζουν συνεχώς, επειδή δεν έχω «τακτοποιήσει, ως όφειλα, το σπουδαίο αυτό ζήτημα». Με καταλαβαίνετε»;
«Μάλιστα κύριε», είπε ο δυστυχής αντιδήμαρχος και έσπευσε να έλθει σε επαφή με τους νεκροθάφτες, ώστε να βεβαιωθεί πώς είχε ενταφιασθεί ο νεκρός. Ο ένας του έλεγε «δεν θυμάμαι», ο δεύτερος του έλεγε  «κανονικά», ο τρίτος «νομίζω ότι στη βιασύνη μας κάναμε ένα λάθος και το κεφάλι του νεκρού είναι προς τη δύση». Ο Μιχαλακόπουλος πάγωσε. Προχώρησε αμέσως στις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν, εξασφάλισε την άδεια για την εκταφή, ακολούθησε νέα ταφή κτλ.
Οι θεούσες, συγκινημένες, τον ευχαρίστησαν θερμά. Το ίδιο και ο δικηγόρος. Όσο για τον Μιχαλακόπουλο, που μου αφηγήθηκε προχθές αυτή τη μακάβρια ιστορία, μου είπε, τελειώνοντας:«Κάποτε θέλαμε να σώσουμε την Ελλάδα. Όπως βλέπεις, όμως, δεν τη σώσαμε. Ούτε από τη γραφειοκρατία γλιτώσαμε. Εγώ, πάντως, ύστερα από αυτό το κάζο και άλλα παρόμοια, αποχαιρέτησα για πάντα την πολιτική και αφοσιώθηκα στη δουλειά μου. Που, άμα γίνεται σωστά, είναι σημαντική πολιτική πράξη. Και μη ξεχνάμε, αυτό που έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ : «η ηθική, είναι να κάνεις σωστά τη δουλειά σου»!
Λευτέρης Παπαδόπουλος
πηγή

Η Αθηναϊκή ταβέρνα

$
0
0
1. ΤΡΙΑΝΑ ΤΟΥ ΧΕΙΛΑΛεωφόρος Συγγρού 170.
 Από το 1948 έως το 1967 μεσουράνησε η περίφημη Τριάνα στον Άγιο Σώστη Καλλιθέας, ιδιοκτησίας του Βασίλη Χειλά (που λέγεται πως υπήρξε συνεργάτης του Αλ Καπόνε στην Αμερική). Από εδώ πέρασε κυριολεκτικά η dream team του λαϊκού τραγουδιού (από τον Καζαντζίδη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου μέχρι και τον Μπιθικώτση).
 2. ΤΖΙΜΗ ΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΥΔέκα βαρέλια με κρασί κοσμούσαν λειτουργικά το θρυλικό κέντρο του Δημήτρη Μάρκου στην οδό Αχαρνών, στο νούμερο 77. Από εδώ πέρασαν επίσης μεγάλα ονόματα του πάλκου των μεταπολεμικών χρόνων,ανάμεσά τους η μοιραία Σεβάς Χανούμ, ενώ το 1949 άφησε εποχή η θρυλική συνύπαρξη των Μαρίκας Νίνου – Βασίλη Τσιτσάνη. Το live της Μαρίκας Νίνου που δισκογραφήθηκε μετά τον θάνατό της αποτυπώνει το κλίμα της νύχτας εντός του φημισμένου κέντρου με τις απίστευτες για την εποχή εισπράξεις.  
 3. ΧΑΡΑΜΑΤο εγκαινίασε μεταπολεμικά ο Πάνος Γαβαλάς, είχε άλλο όνομα και δέσποζε στην Καισαριανή, στην περιοχή Σκοπευτήριον. Μετά το ’60 και αφού άλλαξε χέρια (από το 1964 ανήκε πια στον Κίμωνα Φαραντζή), μετονομάζεται σε Χάραμα (από το τραγούδι του Παπαϊωάννου «Πριν το χάραμα μονάχος») κι επαναλαμβάνεται κι εδώ η επιτυχημένη σύμπραξη Τσιτσάνη-Παπαϊωάννου που είχε προηγηθεί στο Φαληρικόν. Στο Χάραμα γυρνάει τις στροφές του ο Τσαρούχης, εδώ μεσουρανεί η Μπέλλου για χρόνια, εδώ συχνάζει ο Φλωράκης, εδώ για την UNESCO ο Τσιτσάνης ηχογραφεί ένα live που γίνεται διπλός δίσκος από τη θρυλική ετικέτα δίσκων της Oμόνοιας «Τζίνα Venus». 
4. ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥΔιασταύρωση Τζιτζιφιών. Ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου εγκαινιάζουν το περίφημο κέντρο και σημειώστε πως οι Τζιτζιφιές για μία εικοσαετία και παραπάνω υπήρξαν κάτι σαν τη λεωφόρο Mαλεκόν της Αβάνας, με πολλά και ξακουστά νυχτερινά κέντρα με θρυλικά brands. Στις 31 Αυγούστου του 1951 δολοφονήθηκε ο ιδιοκτήτης του κέντρου Βασίλης Καλαματιανός από τον αστυφύλακα Θεόδωρο Ρίγκα, σοκάροντας την κοινή γνώμη. Μετά το αιματηρό περιστατικό το κέντρο έκλεισε και ξανάνοιξε από τον Βασίλη Χειλά, κατόπιν προτροπής της Μπέλλου, που ήθελε να εκδικηθεί τον Τσιτσάνη που μεσουρανούσε στο διπλανό Φαληρικόν με τη Μαρίκα Νίνου.  
 5. ΦΑΝΤΑΣΙΑΣυνδέθηκε και ταυτίστηκε με τον Μιχάλη Μενιδιάτη (Καλογράνη) που με τα αδέλφια του άνοιξαν το πολυτελές κοσμικό κέντρο στον Άγιο Κοσμά της Παραλιακής, ενώ από εδώ πέρασε ο στρατάρχης Τίτο, ο Καραμανλής Α΄, ο Ωνάσης και ο Τέλης Σαβάλας. Το γενικό πρόσταγμα είχαν ο Κοσμάς και ο Γιώργος Καλογράνης, το ντύσιμο των αδελφών Καλογράνη εκ του Μενιδίου θύμιζε Σινάτρα, οι πληρωμές των μουσικών πάντα στην ώρα τους και ο παροξυσμός των πελατών στο απόγειο (εδώ πρωτοσπάστηκαν πιάτα εξάλλου) όταν ο Μενιδιάτης ερμήνευε τις «Αγωνίες» του Μανώλη Χιώτη, και όχι μόνο.
6. ΣΟΥ-ΜΟΥ 1966, Ιερά Οδός. Εδώ βασίλεψε το άστρο της «ιέρειας» Ανθούλας Αλιφραγκή, ενώ εδώ έκαναν μεγάλη επιτυχία και οι Στράτος Διονυσίου, Βαγγέλης Περπινιάδης, Αντώνης Ρεπάνης, Κώστας Μοναχός, Παλόμα και άλλοι. Το κέντρο ανήκε στη λεγόμενη «κάτω νύχτα», που ύμνησε ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης. Σε αυτήν προσθέστε τα Αραπάκια, το Stop και τη Λουζιτάνια.  
 7. CAN-CAN Το 1965 ανοίγουν οι πύλες του ναού του Νίκου Γιγουρτάκη ή «Μουστάκια», γωνία Πέτρου Ράλλη και Κηφισού. Ευρωπαϊκών προδιαγραφών κέντρο και θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να απαριθμήσουμε τα ονόματα που πέρασαν από το πάλκο του μαγαζιού που λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα.  
 8. ΠΙΝΔΟΣΣτην περιοχή της Νέας Φιλαδέλφειας θα μπορούσε να γραφτεί βιβλίο για το κέντρο του Βαγγέλη Αλεξανδριανού, αφού από εδώ πέρασαν οι κορυφαίοι σολίστες του μπουζουκιού Χιώτης, Μπέμπης, Σπόρος και Γιάννης Τατασόπουλος. Οι μουσικοί πληρώνονταν με λίρες, ο ιδιοκτήτης κυκλοφορούσε πάντα με δύο περίστροφα, ενώ εδώ έκανε μυθικούς λογαριασμούς ο περίφημος κροίσος θαμώνας Καλμόλ. Στα τέλη του Εμφυλίου έμεινε μυθική η βραδιά που δεκαπέντε λοκατζήδες άνοιξαν πυρά μέσα στο μαγαζί – στο τσακίρ κέφι, με αποτέλεσμα ένας μπουζουξής να πάθει νευρικό κλονισμό από τον φόβο! 
9. ΦΑΛΗΡΙΚΟΝΕίκοσι πέντε χρόνια κυριάρχησε στις Τζιτζιφιές και ανήκε στον Γιάννη Μαργωμένο, ο οποίος, όπως θυμούνται οι παλιοί καλλιτέχνες των ηρωικών εποχών, ήταν ο πιο μάγκας και συνεπής στους λογαριασμούς του. Τσιτσάνης-Παπαϊωάννου, βέβαια, αλλά και Πάνος Γαβαλάς και Μπιθικώτσης ήταν μερικά μόνο από τα ονόματα της μαρκίζας του.  
 10. ΜΑΝΤΟΥΜΠΑΛΑ Από εδώ ξεκίνησε η Γιώτα Λύδια, εδώ έκανε την τελευταία του ζωντανή εμφάνιση ο Στέλιος Καζαντζίδης. Λειτουργούσε τη δεκαετία του ’60 στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, πήρε το όνομά του από το ευπώλητο, ομώνυμο σουξέ του Καζαντζίδη και εδώ κάποτε απείλησε ο τρομερός μπράβος Πανολιάσκος ότι θα απασφάλιζε μια χειροβομβίδα αν δεν του έδιναν ένα χρηματικό ποσό για την προστασία του κέντρου. Λίγο καιρό πριν (το 1958), εδώ τράβηξαν κουμπούρια δύο ακόμη θρυλικοί μπράβοι της εποχής, ο Κατελάνος και ο Μαργαρίτης. 
 Πηγή: www.lifo.gr










Εν Αθήναις....τα έπιπλα

$
0
0



Οι εταζέρες δεν έλειπαν από τα σπίτια κάποτε....
Εκεί έβλεπες μικρές κορνίζες με φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων αλλά
και μπιμπελό.
Υπήρχε το μπαούλο και φυσικά η ντουλάπα με τον καθρέπτη.
Το σιδερένιο διπλό κρεβάτι  με τον σουμιέ ....
Το σπαστό τραπέζι της κουζίνας με τις ξύλινες καρέκλες (καφενείου)...το σκαμνί...
και στο σαλόνι  το μεγάλο τραπέζι με τα λιονταρίσια πόδια και τις έξι καρέκλες με ταπετσαρία .....το ντιβανομπάουλο.
Πίσω το σκρίνιο... ο κομός  με τα επίσημα πιατικά και μαχαιροπήρουνα που στην συνέχεια τα έπαιρνε προίκα η κόρη.
Στις ονομαστικές εορτές γέμιζε το σαλόνι με επισκέπτες....όλοι με τα καλά τους
ρούχα τα ίδια σε κάθε επίσκεψη να μυρίζουν ναφθαλίνη.
Αλήθεια δεν θυμάμαι πόσες φορές φορτώθηκαν και ξεφορτώθηκαν αυτά τα έπιπλα στις μετακομίσεις.
Με προσοχή για τα γδαρσίματα....ευτυχώς ο θείος ο μαραγκός ερχότανε
να τα φρεσκάρει με γομαλάκα.
Τα υποψήφια ζευγάρια πήγαιναν στο Μοναστηράκι για τα απαραίτητα
προκειμένου να ανοίξουν το σπιτικό τους.
Την κάμαρα που νοίκιαζαν στην αυλή δηλαδή....μια ντουλάπα με καθρέφτη...
ένα τραπέζι  δύο καρέκλες...ένα κρεβάτι ...το ψυγείο του πάγου
και αργότερα με το παιδί είχε ο Θεός.
Και όμως αυτά τα έπιπλα ήταν ένα κομμάτι της ζωής μας....

Πίσω στα παλιά

Με τους πρώτους γελάσαμε με τους δεύτερους πεινάσαμε!

$
0
0
Το Τριο Στούτζες.....


Το Τριο Μπαρούφες....
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live