Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

ΕΠΩΛΗΘΗ

$
0
0


Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης 1960, ο παππούς από χωριό του κάμπου 
της Θεσσαλονίκης κατεβάζει το δεκάχρονο εγγονό στην πόλη,
 για να επισκεφθούν την Εκθεση, στο περίπτερο αυτοκινήτων βλέπουν
 μια λιμουζίνα της εποχής,

ο εγγονός ενθουσιάζεται, "παππού, να την αγοράσουμε",
 ο παππούς βλέπει την ταμπέλα ,
προσπαθεί να διαβάσει παρακάτω, είχε ξεχάσει και τα γυαλιά του,
 και μετά κόπου αναγιγνώσκει μεγαλοφώνως
 " Μέρα Νύχτα- Μανώλη Χιόνι",
και ο εγγονός τον διορθώνει, "παππού, δε γράφει "Μέρα Νύχτα-Μανώλη Χιόνι"
-Τι γράφ', αρέ πιδί;
Και το παιδί διαβάζει:
ΕΠΩΛΗΘΗ
ΜΑΙΡΗ ΛΙΝΤΑ-ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ!!!
Τη λιμουζίνα την είχε αγοράσει το γνωστό μουσικό 
ζευγάρι της εποχής!

Ο τελευταίος ζωγράφος του σινεμά

$
0
0

Στην κορυφή της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, στους Αμπελοκήπους, το άρωμα της παλιάς Αθήνας κρατάει ακόμη...

Ο τελευταίος ζωγράφος του σινεμά
Είναι δύσκολο να περάσει κάποιος από τον πολύβουο δρόμο στην καρδιά της πόλης και να μην προσέξει τη γιγαντοαφίσα του κινηματογράφου «Αθήναιον» που μας γυρνάει χρόνια πίσω, σε άλλες εποχές του σινεμά. Εκεί δεν κυριαρχούν οι τεχνολογικά επεξεργασμένες εικόνες και τα εφέ, αλλά το μεράκι του δημιουργού που κρατάει ζωντανή την τέχνη της ζωγραφιστής κινηματογραφικής αφίσας, που κάποτε ανθούσε και σήμερα αργοσβήνει.
Οι ιδιοκτήτες του σινεμά, παρά τις αντιξοότητες, αντιστέκονται στην ψηφιοποίηση και κοσμούν κάθε εβδομάδα την πρόσοψη του κινηματογράφου με τα τεραστίων διαστάσεων έργα του μοναδικού καλλιτέχνη του είδους σήμερα, Βασίλη Δημητρίου. Η συνεργασία τους, άλλωστε, έχει ιστορία τριάντα χρόνων...
Ο 76χρονος Βασίλης Δημητρίου συνεχίζει να δουλεύει ασταμάτητα στο μικρό, χαμηλοτάβανο εργαστήριό του. Αν και από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ζωγραφίζει κινηματογραφικές αφίσες, συνεχίζει να δίνει έμφαση στο εικαστικό αποτέλεσμα. Βάζει όλη του την τέχνη στα έργα του κι ας έχει περιορισμένο χρόνο. Γνωρίζει από «πρώτο χέρι» πως ό,τι κι αν γίνει, η χάρτινη αφίσα πρέπει να τοποθετηθεί στη μαρκίζα του κινηματογράφου την Τετάρτη το βράδυ, μόλις ολοκληρωθεί η είσοδος των θεατών της τελευταίας προβολής.
«Ζωγραφίζω 55 αφίσες τον χρόνο για το "Αθήναιον". Κάποτε εργαζόμουν παράλληλα για οκτώ κινηματογράφους πρώτης προβολής. Δεν θυμάμαι πια πόσες αφίσες έχω φτιάξει. Είναι χιλιάδες. Ξεκίνησα 14 ετών, εντελώς τυχαία, γιατί αγαπούσα το σινεμά αλλά δεν είχα χρήματα και βρέθηκα να κάνω μικροδουλειές στον κινηματογράφο "Αττικόν" στην Κυψέλη με αντάλλαγμα ένα εισιτήριο. Τότε προσπάθησα πρώτη φορά να ζωγραφίσω τους πρωταγωνιστές που έβλεπα στο ταμπλό, με είδε ο ιδιοκτήτης και αποφάσισε να με βοηθήσει γιατί θεώρησε ότι έχω ταλέντο. Με έστειλε σε γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής που είχαν εξειδίκευση στη γιγαντοαφίσα και έτσι ?ξετυλίχτηκα», λέει στο «Εθνος της Κυριακής» ο ζωγράφος.
Από το «Δόκτωρ Ζιβάγκο» μέχρι το «Χάρι Πότερ», ο Βασίλης Δημητρίου δίνει πάντα τον καλύτερό του εαυτό όταν φιλοτεχνεί τις αφίσες του.
Από το «Δόκτωρ Ζιβάγκο» μέχρι το «Χάρι Πότερ», ο Βασίλης Δημητρίου δίνει πάντα τον καλύτερό του εαυτό όταν φιλοτεχνεί τις αφίσες του.
Παρ' όλο που δεν θυμάται τον τίτλο της ταινίας, δεν ξεχνάει το συναίσθημα ικανοποίησης όταν είδε την πρώτη του αφίσα στο σινεμά «Αστορ» στην οδό Σταδίου. «Ημουν χαρούμενος γιατί δουλειά μου παρουσιαζόταν σε ένα κεντρικό σινεμά. Λίγο πιο κάτω υπήρχαν γιγαντοαφίσες μεγάλων ζωγράφων, όπως του Βακιρτζή», συμπληρώνει.
Ο χρόνος
Κάποτε ο Βασίλης Δημητρίου χρειαζόταν ένα οχτάωρο για να ολοκληρώσει μια αφίσα μήκους 6 μέτρων και 2,5 μέτρων ύψους. Σήμερα τα δύο 24ωρα είναι αρκετά. Η αγάπη του για τη δουλειά, αλλά και η καλή φυσική του κατάσταση, αφού υπήρξε διακεκριμένος πυγμάχος, του δίνουν δύναμη και αντοχή.
  «Οσο αντέχει ο Βασίλης Δημητρίου θα αντέχουμε και εμείς», λέει ο Κώστας Γιαννόπουλος, συνιδιοκτήτης του «Αθήναιον», στη μαρκίζα του οποίου αυτές τις μέρες δεσπόζουν οι αφίσες για το «Χόμπιτ» και το


«Οσο αντέχει ο Βασίλης Δημητρίου θα αντέχουμε και εμείς», λέει ο Κώστας Γιαννόπουλος, συνιδιοκτήτης του «Αθήναιον», στη μαρκίζα του οποίου αυτές τις μέρες δεσπόζουν οι αφίσες για το «Χόμπιτ» και το «Αν...».
«Τώρα πια κουράζομαι αλλά θα δουλεύω όσο αντέχω. Δυστυχώς είμαι ο τελευταίος δημιουργός ζωγραφιστής κινηματογραφικής αφίσας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει συνεχιστής. Είναι σκληρή δουλειά και δεν την προτιμούν οι νέοι καλλιτέχνες», προσθέτει. Για τα έργα του ο 76χρονος χρησιμοποιεί χαρτί του μέτρου, σκόνες αγιογραφίας και ψαρόκολλα. Οταν δουλεύει ακούει τζαζ ή κλασική μουσική. Τα τελευταία χρόνια δεν παρακολουθεί τις ταινίες πριν ζωγραφίσει και δουλεύει με τις φωτογραφίες και το διαφημιστικό υλικό. Ο αγαπημένος του ηθοποιός είναι ο Κλιντ Ιστγουντ, ενώ έχει ιδιαίτερη αδυναμία στη Σοφία Λόρεν και την Πενέλοπε Κρουζ. Πρόσφατα ξεχώρισε τη Ζέτα Μακρυπούλια, την οποία ζωγράφισε για μια κινηματογραφική αφίσα γιατί «είναι πολύ όμορφη».
«Στους Ολυμπιακούς του 2004 με συνάντησε ένας φίλος του Κλιντ Ιστγουντ. Τον έστειλε να με βρει γιατί είχε διαβάσει μια συνέντευξη μου σχετικά με την τέχνη της χειροποίητης κινηματογραφικής αφίσας σε αμερικανικό περιοδικό. Του έστειλα ένα κεφάλι του», καταλήγει.
Η αφίσα για τον τελευταίο Τζέιμς Μποντ δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει από το... ρεπερτόριο του Βασίλη Δημητρίου.
Η αφίσα για τον τελευταίο Τζέιμς Μποντ δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει από το... ρεπερτόριο του Βασίλη Δημητρίου.
Πιστοί στην παράδοση οι ιδιοκτήτες του «Αθήναιον»
Διατηρούν ζωντανή μια τέχνη που αργοσβήνει
Οι ιδιοκτήτες του «Αθήναιον» δηλώνουν πιστοί στην παράδοση. Αυτός είναι και ο λόγος που ο κινηματογράφος τους διατηρεί μέχρι σήμερα την τέχνη της ζωγραφιστής γιγαντοαφίσας στην πρόσοψή του.
«Εχουμε εμμονή με την παράδοση και προσπαθούμε με "νύχια και με δόντια" να διατηρήσουμε τη ζωγραφιστή κινηματογραφική γιγαντoαφίσα. Θα ήταν πιο εύκολο να τοποθετούσαμε στη θέση της ένα ψηφιακό banner αλλά εμείς επιμένουμε παραδοσιακά. Θέλουμε να φαίνεται ξεκάθαρα το "ανθρώπινο χέρι". Εχει μια μαγεία. Δεν έχει;», λέει στο «Εθνος της Κυριακής» ο Κώστας Γιαννόπουλος , ένας εκ των πέντε ιδιοκτητών. Ο καλλιτέχνης υποχρεούται κάθε Τετάρτη βράδυ να έχει «παραδώσει» τη δουλειά του για να τοποθετηθεί στη μαρκίζα.
Ο τελευταίος ζωγράφος του σινεμά
«Είναι μια δύσκολη διαδικασία. Μας πιέζει ο χρόνος και πρέπει, ό,τι κι αν συμβεί, κάθε εβδομάδα να είναι έτοιμη η καινούργια αφίσα. Υπάρχουν ξύλινα τελάρα στα οποία επικολλάται η ζωγραφιά. Επιδιώκουμε να ενημερώνουμε τον ζωγράφο μία εβδομάδα νωρίτερα για την ταινία που θα προβληθεί, όμως δεν τα καταφέρνουμε πάντα. Αλλωστε, όταν υπάρχει ο ανθρώπινος παράγοντας, υπάρχει και το απρόοπτο», συμπληρώνει.
Μοναδικός στην Ευρώπη
Στο «Αθήναιον» έχουν φιλοξενηθεί έργα του Βασίλη Δημητρίου αδιάλειπτα τα τελευταία τριάντα χρόνια. «Από το 1983 συνεργαζόμαστε με τον κ. Δημητρίου. Παλιότερα είχαμε φιλοξενήσει και πολλά έργα του ζωγράφου Νίκου Ανδρεάκου. Οπως γνωρίζω, στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, δεν υπάρχει άλλος κινηματογράφος που διατηρεί τη ζωγραφιστή αφίσα. Η τέχνη της χειροποίητης αφίσας είναι διεθνώς υπό εξαφάνιση. Πρόκειται άλλωστε για μια πιο ακριβή διαδικασία, με ρίσκο, αλλά εμείς προσπαθούμε να την κρατήσουμε ζωντανή», προσθέτει.
Κάποιες αφίσες έχουν κρατηθεί από την οικογένεια των ιδιοκτητών του κινηματογράφου και φυλάσσονται σε αποθήκες. «Στόχος μας είναι να παρέχουμε στο κοινό την πιο σύγχρονη τεχνολογία στον ήχο και στην εικόνα. Αλλωστε, ήμασταν το πρώτο σινεμά που έφερε ψηφιακή μηχανή. Ομως συνεχίζουμε να τοποθετούμε στην πρόσοψη τη ζωγραφιστή γιγαντοαφίσα».

1944: Διχασμένη πόλη και εμφύλιο μίσος

$
0
0

«Όσοι Αθηναίοι αναζητούσαν χαμένους συγγενείς, περπατούσαν ανάμεσα στα πτώματα, κλείνοντας τις μύτες τους με μαντήλια».   Μπορεί οι γνώμες των ιστορικών να διίστανται ως προς το αν τα Δεκεμβριανά ήταν ο δεύτερος γύρος του εμφυλίου πολέμου (μετά τις συγκρούσεις των αντιστασιακών οργανώσεων κατά τη διάρκεια της Κατοχής) ή αν επρόκειτο για μια ωμή, ιμπεριαλιστική παρέμβαση μιας ξένης δύναμης στο εσωτερικό μιας κυρίαρχης χώρας, το μόνο σίγουρο είναι ότι ξεκίνησαν το μεσημέρι της 3ης Δεκεμβρίου 1944, μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη. Εκείνη τη μέρα το ΕΑΜ οργάνωσε συλλαλητήριο, με συμμετοχή τουλάχιστον 200.000 ανθρώπων, εναντίον του αφοπλισμού των αντάρτικων ομάδων που αποφάσισε η κυβέρνηση, στηριζόμενη στη Συμφωνία της Καζέρτας δύο μήνες νωρίτερα. Αν και το συλλαλητήριο είχε απαγορευτεί, παρά την αρχική έγκριση που είχε λάβει, δεν υπήρξε καμιά πρόκληση για τους πυροβολισμούς των κυβερνητικών και αγγλικών δυνάμεων ενάντια στο ειρηνικό και, κυρίως, άοπλο πλήθος που οδήγησε στον θάνατο 28 ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων 148. Το βράδυ της ίδιας ημέρας αγγλική ομάδα τεθωρακισμένων αφόπλισε στο Παλαιό Ψυχικό το 2ο Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, το οποίο παραδόθηκε, καθώς δεν είχε εντολές εμπλοκής με βρετανικά στρατεύματα. Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας υπήρξε μάχη μεταξύ μονάδας του ΕΛΑΣ και μελών της οργάνωσης Χ (οι γνωστοί Χίτες), και δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατάφεραν να καταλάβουν πολλά αστυνομικά τμήματα περιμετρικά του κέντρου της Αθήνας (Πειραιάς, Κυψέλη, Πατήσια, Νέος Κόσμος, Αμπελόκηποι, Κολωνός) και τις φυλακές της Βουλιαγμένης, ενώ δεν κατάφεραν να κάνουν το ίδιο στις φυλακές Συγγρού και Χατζηκώστα. Στις 6 Δεκεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ εξαπέλυσαν επίθεση στο σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, όπου, μετά από τετραήμερη μάχη, αναχαιτίστηκαν. Στις 9 Δεκεμβρίου ήρθαν ενισχύσεις των Βρετανών από την Ιταλία. Η 5η Ινδική Μεραρχία χρησιμοποιήθηκε μόλις την επόμενη μέρα για την επιχείρηση της ανακατάληψης του Πειραιά. Στις 14 Δεκεμβρίου κατάφεραν να καταλάβουν την Καστέλλα. Στις 16 Δεκεμβρίου αποβιβάστηκαν νέες βρετανικές ενισχύσεις. Τη νύχτα της 17ης Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ κατέλαβε τα ξενοδοχεία της Κηφισιάς, Σεσίλ, Απέργη και Πεντελικόν, με αιχμαλώτους 50 αξιωματικούς και 500 σμηνίτες της RAF. Στις 18 Δεκεμβρίου οι Βρετανοί κατέλαβαν τον Λόφο του Λυκαβηττού, από τον οποίο μπορούσαν να ελέγχουν αρκετούς δρόμους της Αθήνας με τα πολυβόλα τους. Τη νύχτα της 23ης Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ παγίδευσε με εκρηκτικά υπόνομο κάτω από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, όπου διέμεναν η ελληνική κυβέρνηση και το βρετανικό επιτελείο, όντας έτοιμος να το ανατινάξει. Η εκτέλεση του σχεδίου αναβλήθηκε γιατί στις 25 Δεκεμβρίου έφτασε στην Ελλάδα ο Τσόρτσιλ. Στις 27 Δεκεμβρίου οι βρετανικές δυνάμεις εξαπέλυσαν γενική επίθεση κατά του ΕΛΑΣ, οι δυνάμεις του οποίου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα στις 5 Ιανουαρίου και τον Πειραιά στις 7 Ιανουαρίου. Τα Δεκεμβριανά τερματίστηκαν οριστικά με την υπογραφή της Συνθήκης της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου, η αθέτηση της οποίας υπήρξε ο κύριος λόγος για την έναρξη του εμφυλίου πολέμου.  
 Πηγή: www.lifo.gr







Φέτα αντί για σούσι στην Ιαπωνία από Έλληνα επιχειρηματία!

$
0
0

Χρυσές δουλειές έχει ανοίξει ένας Ελληνας επιχειρηματίας από την Κύμη στο Μίτο της Ιαπωνίας,
 ο οποίος εδώ και δέκα χρόνια προσπαθεί να συστήσει σε όλο και περισσότερους Ιάπωνες τα παραδοσιακά προϊόντα της ελληνικής μάνας-γης.

Ο λόγος για τον κ. Θανάση Φραγκή και την επιχείρησή του με την άκρως ελληνική ονομασία «Nostimia», στην οποία τα ελληνικά είδη, όπως φέτα, γιαούρτι, ελιές, ελαιόλαδο, μέλι και κρασιά, δεν λείπουν ποτέ από τα ράφια της.

Γεννήθηκε στην Κύμη αλλά για παραπάνω από είκοσι χρόνια έζησε στη Μεγάλη Βρετανία, όπου ασχολήθηκε με τον τουρισμό ως ιδιοκτήτης τουριστικού γραφείου, καθώς και με τις εισαγωγές αυτοκινήτων. Εκεί έμελλε να γνωρίσει την Ιαπωνέζα σύζυγό του, όπου μαζί πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν τη Γηραιά Αλβιόνα για την Απω Ανατολή με στόχο ένα καλύτερο κοινό μέλλον.

«Ελληνας εγώ, Ιαπωνέζα εκείνη, δεν μας ταίριαζε πια η Μεγάλη Βρετανία και έπρεπε να φύγουμε. Ετσι, καλύτερη λύση για εκείνη την εποχή ήταν η Ιαπωνία» αναφέρει στην «Espresso της Κυριακής» ο κ. Φραγκής, ο οποίος το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις εγκαταστάθηκε στην πόλη Μίτο, εκατό χιλιόμετρα βόρεια από το Τόκιο, ήταν μια σωστή έρευνα αγοράς που θα τον βοηθούσε να καταλήξει στην επόμενη επαγγελματική κίνησή του.

«Δύο χρόνια ψάχναμε το τι θα ασχοληθούμε. Είχαν περάσει πολλά από το μυαλό μας πριν καταλήξουμε στα τρόφιμα. Μόλις όμως το αποφασίσαμε, θεωρήσαμε ότι η πιο σωστή κίνηση ήταν να φέρουμε στην ιαπωνική αγορά ελληνικά προϊόντα».

Φέτα από τον Βόλο, ελιές από την Καλαμάτα
Για τον λόγο αυτόν μάλιστα ο κ. Φραγκής ήρθε στην Ελλάδα προκειμένου να βρει τους καλύτερους παραγωγούς, ώστε να μπορέσει να έχει μαζί τους μια άψογη συνεργασία, την οποία με τους περισσότερους κρατά μέχρι και σήμερα.

«Τα προϊόντα μας είναι από τη Νότια και τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Εύβοια, τον Βόλο. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να έχουμε μια σωστή συνεργασία με επαγγελματίες ανθρώπους που θα είναι υπερήφανοι για το προϊόν που παράγουν. Θεωρώ λοιπόν ότι συνεργαζόμαστε με τους καλύτερους και έτσι φέρνουμε στην Ιαπωνία την ελίτ των προϊόντων μας».

Οπως εξηγεί ο κ. Θανάσης Φραγκής, τα ελληνικά είδη αρέσουν πολύ στους Ιάπωνες πελάτες του, καθώς οι γεύσεις τους είναι κοντά σε αυτές που για χρόνια έχουν συνηθίσει. «Εχουμε κοντινές γεύσεις με την ιαπωνική κουζίνα. Δεν χρησιμοποιούν πολλά καρυκεύματα όπως και εμείς, αν εξαιρέσουμε βεβαίως κάποιες γεύσεις που μας έχουν έρθει από την Ανατολή. Και εκείνοι όπως κι εμείς χρησιμοποιούν αρωματικά φυτά. Ενα τέτοιο στην Ελλάδα είναι η ρίγανη».

Μεσογειακή διατροφή vs ιαπωνικής 
Ολα τα προϊόντα στο «Nostimia» παρουσιάζουν μιαν ανοδική πορεία στις πωλήσεις τους. «Είμαστε εισαγωγείς και χονδρέμποροι. Δεν πουλάμε λιανική παρά μόνο μέσα από την ιστοσελίδα μας. Τα προϊόντα μας βρίσκονται σε μαγαζιά, εστιατόρια, ξενοδοχεία. Εμείς προσπαθούμε να τα προωθούμε ώστε να τα γνωρίσουν και να τα εμπιστευτούν όσο γίνεται περισσότεροι επαγγελματίες».

Επίσης, μέσα από την ιστοσελίδα Nostimia.com ο κ. Φραγκής ενημερώνει για διάφορα θέματα τους επισκέπτες της, με βασικότερο την πυραμίδα της μεσογειακής διατροφής. «Η μεσογειακή διατροφή είναι φυσικά η κρητική διατροφή. Προσπαθώ λοιπόν να τους πείσω ότι η δίαιτά μας είναι άκρως υγιεινή, με αποτέλεσμα όποιος την ακολουθεί να του χαρίζει μακροζωία, όπως το ίδιο υποστηρίζουν και οι Ιάπωνες για τη δική τους. Εμείς έχουμε σαν βάση στη διατροφή μας το ελαιόλαδο, εκείνοι το ψάρι και τα μανιτάρια, που αγαπάνε πάρα πολύ. Επίσης, μέσα από την ιστοσελίδα μας, που είναι στα κινεζικά και τα αγγλικά, δεχόμαστε από πολλούς Ιάπωνες απευθείας παραγγελίες για τα σπίτια τους. Τους αρέσει η φέτα, ενώ ενθουσιάζονται και με το λάδι μας».

Πολύτιμη η αρωγή της συζύγου του
Στην επιχείρηση σημαντικό ρόλο παίζει και η σύζυγος του κ. Φραγκή, η οποία έχει γίνει το δεξί του χέρι. «Χωρίς εκείνη δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα εδώ μόνος μου. Είναι σημαντική η βοήθειά της, γιατί εκείνη γνωρίζει καλύτερα τη νοοτροπία εδώ. Εγώ ελάχιστα μπορώ να συνεννοηθώ μαζί τους, ενώ έχω πάντα εκείνη στο πλευρό μου που αναλαμβάνει τα πάντα. Η γραφή τους είναι δύσκολη, όπως γνωρίζουμε». Σημαντική είναι η βοήθεια που παρέχουν στον Ελληνα επιχειρηματία ο Ελληνας πρεσβευτής και ο εμπορικός μας ακόλουθος.

«Θέλω πραγματικά να ευχαριστήσω τους ανθρώπους αυτούς που μας συμπαραστέκονται με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο. Βρισκόμαστε όλοι μακριά από την πατρίδα μας και προσπαθούμε να είμαστε ενωμένοι. Χωρίς να είμαστε στην Ελλάδα, κατανοούμε το πρόβλημα της πατρίδας και των Ελλήνων. Είναι κρίμα για τη χώρας μας να συζητιέται με τόσο αρνητικό τρόπο παγκοσμίως. Η Ελλάδα μπορεί και θα τα καταφέρει. Πρέπει να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί και όλα θα πάνε μια χαρά».

Εν Αθήναις....αλαλούμ

$
0
0


Πάμε σου λέω να του δίνουμε
εδώ δεν έχει προκοπή
δεν τους χρωστάμε και μας γδύνουνε
και μένουμε πάντα ταπί

Αλαλούμ αλαλούμ
Αλαλούμ αλαλούμ
άλλη γλώσσα μιλάμε
μάζεψέ τα να πάμε
πιο καλά στο Χαρτούμ


Θυμήθηκα αυτό το τραγούδι με τον Δάκη γιατί.....


-Μετά από μάχη ληστών και αστυνομίας σκοτώθηκε ένα κορίτσι
που σχόλαγε από την δουλειά του.
Άφαντοι οι ληστές....
-Ο Δήμαρχος Θεσ/νίκης σε συνέντευξη στην ΝΕΤ χαρακτήρισε
καρακατσουλιό την παρέλαση για την επέτειο απελευθέρωσης
της πόλης του με τις στολές εποχής....αλλά υπεραμύνθηκε
για την gay παρέλαση που θα γίνει τον Ιούνιο.
Δεν θεωρεί κίτς το ντύσιμο-γδύσιμο αυτών που παρελαύνουν
  δηλώνοντας ότι είναι ο ίδιος συλλέκτης....κίτς.
-Η Κυβέρνηση συνεχίζει να φροντίζει για το "καλό" μας
εκτελώντας κατά γράμμα τις εντολές της Τρόϊκας.
-Ο Σαμαράς είναι στην κοσμάρα του ...η αξιωματική αντιπολίτευση
ένας συρφετός ανοργάνωτου λόχου και ο νεαρός αρχηγός της για κλάματα.
-Οι Κυβερνητικοί εταίροι γιαλαντζί σοσιαλαριστεροί μας δουλεύουν
με τις κόκκινες γραμμές τους.
Βγαίνουν και κάνουν και δηλώσεις για την "σθεναρές" θέσεις τους.
-Οι ουρές στα συσσίτια αυξάνονται....
-Το Κέντρο της Αθήνας εξακολουθεί να θυμίζει τριτοκοσμική
πόλη....ναρκωτικά....πορνεία....επαιτεία...άστεγοι...παρεμπόριο...
λαθραία τσιγάρα...όπλα σε προσιτές τιμές...ληστείες...βρώμα...εξαθλίωση....
εγκατάλειψη από τον Δήμο...
-Πίσω από την Ομόνοια θα βρείς Ελληνίδες νοικοκυρές να προσπαθούν
να βρούν λίγα ευρώ για την οικογένειά τους "με κάθε τρόπο".
-Περιμένουμε τουρίστες....τουριστικά πρακτορεία διαφημίζουν
"ειδικές" ξεναγήσεις στην Αθήνα εκτός των Μνημείων μας....
Ξεφτίλες Πολιτικοί...

Πίσω στα παλιά




Οδός Πινακωτών. Επίσκεψη σε κρυφό οίκο ανοχής.

$
0
0



Είμαστε κάπου στο 1882. Ο Νίκος Στανάς, γόνος πλούσιας οικογένειας από τη Σμύρνη, έρχεται για να σπουδάσει στην Αθήνα. Παρέα με μερικούς συμφοιτητές του, δεν θ’αργήσει να βιώσει την πρώτη του μπουρδελότσαρκα…

«Οι πέντε φίλοι πιασμένοι αλά μπρατσέτα ήρχισαν ανερχόμενοι την οδόν Σταδίου.

Η ώρα ήτο προχωρημένη και ολίγους συνήντων διαβάτας, εν τούτοις ο Στανάς μεθ’όλην την ζάλην του εφοβήθη, μήπως συναντήση τον προστάτην του και παρεκάλεσε τον Περδικόπουλον ν’αλλάξωσι δρόμον.

-Ίσα-ίσα αυτό εσκόπευα να προτείνω –απήντησεν ούτος. Ο δρόμος μας είναι να κάμωμε αριστερά.

Και εισήλθον δια της οδού Σάντα Ρόζα εις την του Πανεπιστημίου και εκείθεν εις την οδόν Πινακωτών (σ.σ. έτσι λεγόταν τότε η Χαριλάου Τρικούπη). Αφού επροχώρησαν αρκετά, έστριψαν προς τα αριστερά και επροχώρησαν μέχρι της Ζωοδόχου Πηγής, εις ης και τον δρόμον εισήλθον. Εις την γωνίαν της οδού ταύτης εστάθη ο Περδικόπουλος.

-Τώρα παιδιά, είπε να παύσουν τα άσματα. Χρειάζεται σοβαρότητα, γιατί αν μας καταλάβη η Καλομοίρα δεν μας μπάζει μέσα. Ακολουθήτε με.

Ούτω βαδίζοντες έφθασαν προ μιας μικράς, μονορόφου οικίας. Τα παράθυρα με σιδηρά εξώφυλλα ήσαν κλειστά, ίχνη δε πληγών επί των τοίχων και επί των εξωφύλλων επρόδιδον, ότι η οικία αύτη συχνά υφίστατο ισχυράς πολιορκίας.

-Εδώ είναι, είπεν ο Σφαιρίδης προς τον Στανάν.

-Φοβούμαι, απήντησεν ούτος.

-Τι φοβάσαι; Μα να σου πω την αλήθειαν και εγώ όταν πρωτοήλθα φοβήθηκα. Και αυτό είναι το πρώτο σπήτι τοιούτου είδους εις το οποίον εισέρχεσαι;

-Όχι στην Σμύρνην είχα πάει πολλαίς φοραίς.

Η παρέα παρετάχθη εις τον τοίχον εις ένα ζυγόν κατά συμβουλήν του Περδικόπουλου, δια να φαίνωνται ολίγοι. Αυτός δε προχωρήσας εκτύπησεν ελαφρά με το μπαστούνι του εις μικρόν τετραγωνίδιον, το οποίον εσχημάτιζε το προς την θύραν παράθυρον.
Καμμία απάντησις.

-Τικ, τικ!

Το τετραγωνίδιον ήνοιξε σιγά και φωνή γυναικός γραίας ηκούσθη έσωθεν.

-Ποιος είσαι;

-Εγώ;

-Ποιος εγώ;

Ο Περδικόπουλος επλησίασε πλειότερον προς το παράθυρον και απήντησε:

-Ελαφρύ μπαστούνι!

-Μόνος σου;

-Όχι έχω και δυο άλλους.

-Δεν κάνει απόψε. Τα κορίτσια έχουν ρανδέ-βου.

-Μα κυρά Καλομοίρα θα μ’αφίσης έτσι να πεθάνω λοιπόν; Είπε ο Περδικόπουλος με κωμικώς κλαυθμηρόν ύφος. Σούφερα και λίγο μαδιστήρι.

-Καλά, στάσου!

Μετ’ολίγα λεπτά ήνοιξεν ιεροκρυφίως η θύρα και επρόβαλεν η κεφαλή της κυράς Καλομοίρας.

-Μωρέ σεις είσθε σύνταγμα!

-Είναι η σκιαίς μας κυρά, απήντησεν ο Βασιλείου.

-Μπα κακό να σούρθη πάλαι εσύ. Μωρ’εσύ είσαι πετηνάρι;

-Ο  καιρός τώχει κυρά, απήντησεν ο Βασιλείου σπρώχνων την θύραν και εισερχόμενος βία.

Μόλις εισήλθον εις εν δωμάτιον εν είδει αιθούσης και οσμή βαρεία μήλου ψημμένου επρόσβαλε τους εισελθόντας.

-Καθήστε ‘δω μια στιγμή, είπεν η κυρά Καλομοίρα να γλυτώσουν τα κορίτσια. Και εκάθισε πλησίον του Περδικόπουλου.

Τα κορίτσια προσήλθον. Η Μαρίκα, η Μπεμπέ, η Βιολέττα.

-Μα είμεθα πέντε; ηρώτησε δειλώς ο Στανάς τον Σφαιρίδην.

-Οι δύο θα περιμένουν,  απήντησεν ούτος σοβαρώς.

Η Μπεμπέ επλησίασε τον Στανάν.

-Κύττα τον καλά σαν τα μάτια σου, τη είπεν ο Περδικόπουλος, σφυρίζων κάτι τι εις το αυτί της. Αυτή γέλασεν ηχηρώς.

-Μη σεκλετίζεσαι, πιπίνι μου, είπεν η Μπεμπέ ημίγυμνος εις τον Στανάν, ο οποίος είχε όψιν κόττας βρεμμένης, πέρασε εις την κάμαραν….»

(Από την τρίτομη ηθογραφία-μυθιστόρημα του λόγιου Νίκου Σπανδώνη «Η Αθήνα μας» που κυκλοφόρησε το 1893 από τις εκδόσεις «Φέξη»).

Πλήθος Λαού στου Μαξίμου!!!!!!

$
0
0



Η Κυβέρνηση δύο ημέρες πρίν την άφιξη της Τρόϊκα διεμήνυσε προ ολίγου
σε Μέρκελ και Ολάντ τα εξής...

-Δεν  πρόκειται να προχωρήσει σε νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων....
-Καταργεί το χαράτσι μέσω ΔΕΗ....
-Αυξάνει μισθούς και συντάξεις 10% από 1/6/2013....
-Μειώνει το ΦΠΑ από 23 σε 6%....
-Επισπεύδει με συνοπτικές διαδικασίες τις δανειοδοτήσεις επιχειρήσεων
με προϋπόθεση την πρόσληψη ανέργων....
-Επαναφέρει τον βασικό μισθό στα 790 ευρώ και θεσπίζει αυξήσεις 2ετίας
της τάξεως του 10%....

Αυτή την ώρα πλήθος κόσμου έξω από του Μαξίμου ζητωκραυγάζει
την Κυβέρνηση των τριών κομμάτων....
Συγκινητικές στιγμές με ηλικιωμένους να κρατούν φωτογραφίες
των Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη δαφνοστεφανωμένες....
Ένα από τα συνθήματα που ακούγονται....

" Είστε οι Σωτήρες μας!!!!!!"


Καταζητούνται Αλβανοί μακελάρηδες!


Η ανεμελιά της γειτονιάς ...

$
0
0



Άτιμη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις, αγαπημένη φράση του Έλληνα Κακομήρογλου, στους χαλεπούς αυτούς καιρούς. Από το 1967 που η ατυχήσασα Δέσποινα (Μήτση Κωνσταντάρα) το ξεστόμισε στο «Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι», φαίνεται πως τελικά μας κατατρέχει η τύχη και η ανέχεια, για αυτό το λέμε και το ξαναλέμε.

Κάθε πέρσι και καλύτερα, στην κυριολεξία, αφού όσο πάει μας ξεβρακώνει πιο γοργά και σταθερά η κρατική παλίρροια. Η άμπωτη παίρνει μαζί της τα τελευταία μας πανωφόρια και η πλημμυρίδα δε φέρνει πίσω ούτε τρύπια φανέλα. Κλάψε όμως λίγο, ίσως σου αξίζει.
Παρέα με τiς πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, που και εγώ ο καψερός μαθαίνω για δαύτες που και πού, ψάχνοντας στο Google και στο Wikipedia, άλλαξαν και οι συνήθειες των ανθρώπων σε αυτόν τον τόπο. Εμείς, η γενιά των (δεν ξέρω πόσο) ευρώ, βιαζόμαστε τελικά να γεράσουμε, υιοθετώντας τον τρόπο των μεγαλυτέρων, που δε λένε να ξεκολλήσουν.

Κι όμως παλιά ζούσαν μάλλον διαφορετικά. Έχω ακούσει ιστορίες για ζωντανές γειτονιές ...

Ο έλληνας στα πολιτικά και στα ποδοσφαιρικά ξεφεύγει εδώ και χρόνια, όμως τώρα έχει χάσει τον έλεγχο και στον τρόπο με τον οποίο ζει. Χορτάσαμε κλεισούρα κι απομόνωση. Που είναι η ζωή στους δρόμους, οι χαρούμενοι άνθρωποι, οι όμορφες συνήθειες και η παλιά ανεμελιά της γειτονιάς ; Ζούμε μέσα σε μία πόλη, τόσοι πολλοί και τόσο κοντά, μα απέχουμε παρασάγγας. Συχνά αναρωτιέμαι, γιατί προτιμάμε το σπίτι μας περισσότερο απ’ τις πλατείες, κι ας είναι τσιμεντένιες. Ένας υπέροχος καναπές, το air condition που αγοράσαμε χαρούμενοι μόνο με 50 δόσεις και οι πολλές οθόνες, αυτό μας έμεινε. – “Όλοι M(ou)ga ...” όταν έχει Πρετεντέι-ντέι και Τρέμ(ε), στο δελτίο !

Δεν ήταν έτσι ο κόσμος παλιά. Φρόντιζαν ακόμα και στα δύσκολα να μην ξεχνάνε τη ζήση τους. Αν αναζητήσεις εικόνες σε παλιές φωτογραφίες, θα διαπιστώσεις πως ακόμα και στα παραπήγματα υπάρχουν χαμογελαστές φιγούρες. Δεν τα παράταγαν εύκολα, ο αγώνας τους για επιβίωση ήταν το τοπάζι στις καρδιές τους, κι ας αποδεικνύονταν αρκετές φορές φρούδες οι ελπίδες. Τότε ξέπλεναν τον πόνο τους με καλό κρασί και κάποια τραγούδια, που ίσως στους περισσότερους μοιάζουν τώρα παρωχημένα, κι ας είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. «Χίλιες φορές καλύτερα στη φτώχεια μου να ζήσω, παρά το αίμα τ’ αλλουνού να πιω και να πλουτίσω.» (Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Πρώτη εκτέλεση Στέλιος Καζαντζίδης).

Βυθισμένοι στη λήθη, ακολουθούμε το σύνδρομο της εποχής μας, περνώντας τις στιγμές μας με φειδώ και σύνεση. Μήπως τελικά αυτό πρέπει να αλλάξει ;

Δε χρειάζονται ψιλά στην τσέπη για να βγεις έξω και να κάνεις μια βόλτα, όλοι οι δρόμοι μπορούν να γίνουν δικοί σου. Οι μικρές αυλές που έχουν απομείνει ίσως σου δώσουν μια ανάσα. Η καλή παρέα, οι συζητήσεις, οι διαφωνίες, κάθε κουβέντα με έναν γείτονα, ίσως σε απομακρύνουν απ’ το αδιέξοδο. Αναμοχλεύοντας το παρελθόν σου θα βρεις σίγουρα τέτοιες στιγμές, που έχεις ξεχάσει. Κάντο στην πράξη, δε θα είναι φυγή από τα προβλήματα σου, αυτά πάντα θα υπάρχουν και σίγουρα θα πρέπει να ψάχνεις τη λύση, μα θα είναι κάτι όμορφο που θα σου δίνει κουράγιο, εκεί στην ανεμελιά της γειτονιάς σου.

Σπύρος Φ.

Καθημερινές κλοπές με στυλ... Ελληνικό

$
0
0

Οι επιτήδειοι αφαιρούν από ρόδες μέχρι πίτσες και καρπούζια

Yπάρχει στην Καλαμάτα ο δύστυχος αγρότης που ένα πρωί πήγε να δει τις καλλιέργειες του και ανακάλυψε πως το μόνο που είχε απομείνει ήταν ο... σκελετός απ' το θερμοκήπιό του.

Υπάρχει και στην Κρήτη ο καλλιεργητής του Πλάτανου Γορτυνίας, που ένα βράδυ Τρίτης αναγκάστηκε, θέλοντας και μη, να αποχωριστεί ολόκληρη την παραγωγή του: το πρωί της Τετάρτης πήγε στο μποστάνι και διαπίστωσε πως του λείπουν... τέσσερις τόνοι καρπούζια.

Ο μόνος που μπορεί να τον καταλάβει είναι ο σύντεκνός του απ' το Βιάννο της Κρήτης. Γιατί εκείνου του πήραν... τέσσερις τόνους αγγούρια. Οσο η κρίση βαθαίνει, τόσο πλαταίνει η κοίτη του σουρεαλισμού στον οποίο τσαλαβουτούν οι κάθε λογής απατεώνες.

Ο Γιάννης Αργυρίου το πρωί της προηγούμενης Κυριακής κατέβηκε απ' το σπίτι του, να πάρει το αυτοκίνητό του. «Εβαλα μπροστά. Αλλά κάπως σαν να έγερνε το αυτοκίνητο. Βγαίνω έξω, και τρελαίνομαι!». Ο άνθρωπος δεν πίστευε στα μάτια του: απ' τη μεριά που ήταν προς το πεζοδρόμιο, κάποιος είχε κλέψει τις δύο ρόδες μαζί με τα μπουλόνια, κι είχε ακουμπήσει το σασί σε δύο τούβλα από μπετόν. «Ηταν τόσο παράλογο, που άρχισα να γελάω», λέει ο κ. Αργυρίου. «Φυσικά, μετά που πλήρωνα τον γερανό και τον μηχανικό και το βουλκανιζατέρ, δεν γελούσα καθόλου».

Η κρίση προχωράει, και μαζί της τα αντικείμενα αποκτούν νέα αξία. «Μετακόμισα πριν από δύο εβδομάδες», περιγράφει η Μαρία Ηλιού. «Ηρθα από τα Πετράλωνα στο Νέο Ηράκλειο. Οταν φτάσαμε με το φορτηγό στο καινούργιο σπίτι, τότε μόνο κατάλαβα πως κάπου στον δρόμο χάσαμε ένα ολόκληρο κρεβάτι!». Η κ. Ηλιού χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να καταλάβει τι είχε συμβεί.

«Το ανυψωτικό κατέβασε τα έπιπλα στο πεζοδρόμιο κι έφυγε για την αποθήκη, απ' την οποία ο οδηγός θα έφερνε το φορτηγό. Στα δέκα λεπτά που έκανε να επιστρέψει, έμειναν τα πράγματα μόνα τους στον δρόμο. Κάποιος κιάλαρε το κρεβάτι του γιου μου και το βούτηξε, μαζί με το στρώμα!». Ο οδηγός της μεταφορικής εταιρείας δεν το πίστευε όταν κατάλαβε τι έχει συμβεί – «μα πώς το κουβάλησαν;».

Αλλά η αλλόκοτη κλοπή δεν είναι θέμα μεγέθους. Είναι θέμα στυλ. «Πήγα να πάρω το μηχανάκι μου να πάω στη δουλειά», λέει η Μ. Ορφανίδου, «και έλειπε η μανέτα. Ξέρετε τι είναι η μανέτα; Είναι το σιδεράκι αυτό που έχει και το ποδήλατο. Κάνει τρία ευρώ. Το πατάς με το χέρι και πιάνει το φρένο». Στην αρχή νόμιζε πως το φρένο κάπου χτύπησε και η μανέτα έπεσε μόνη της. «Αλλά όταν πήγα στο συνεργείο», λέει, «ο μηχανικός γελούσε, "σε κλέψανε, κοπέλα μου, ξύπνα!", μου είπε. "Χθες μέχρι και μηχανάκι χωρίς αλυσίδα μού έφεραν. Κάποιος την πήρε απ' το δίκυκλο έτσι όπως ήταν, με τα γράσα!”.

Είναι από αυτές τις κλοπές που δεν δηλώνονται ποτέ στην αστυνομία – αλλά, αν σου συμβούν, δεν τις ξεχνάς και ποτέ. Οπως κι αυτήν που περιγράφει στην Καθημερινή ο Στέλιος Κανάρας. Ο νεαρός δουλεύει delivery σε πιτσαρία και πριν από τρία βράδια έβαλε λουκέτο στο κουτί της μηχανής του. «Με είχαν βάλει στο μάτι. Φόρτωσα τρεις παραγγελίες και ξεκίνησα για την πρώτη, στο Κουκάκι. Κατέβηκα απ' το μηχανάκι και, με την πρώτη παραγγελία στο χέρι, έψαχνα τα κουδούνια. Αλλά πουθενά το όνομα. Οταν γύρισα στο μηχανάκι, είδα το κουτί πίσω ανοιχτό». Όσο για το τι του έκλεψαν... «Τρεις πίτσες, μία καρμπονάρα, μια σεφ, μία καίσαρα και οκτώ μπίρες».

Έκλεισε το ιστορικό βιβλιοπωλείο ΕΣΤΙΑ

$
0
0



To Σάββατο 30 Μαρτίου 2013 ήταν η τελευταία ημέρα λειτουργίας του ιστορικού βιβλιοπωλείου της Εστίας στην οδό Σόλωνος 60 στο κέντρο της Αθήνας.
Το βιβλιοπωλείο της Εστίας έχοντας ανοίξει από το 1885 λειτούργησε 128 συνεχόμενα έτη. Η μεταφορά του από την οδό Σταδίου στην οδό Σόλωνος, πριν από 21 χρόνια, ήταν η αιτία να μεταφερθούν πολλά βιβλιοπωλεία στον συγκεκριμένο δρόμο, και τελικά η περιοχή να γίνει αυτή με τα περισσότερα βιβλιοπωλεία στην πρωτεύουσα.
Οι φιλόξενοι χώροι του ιστορικού αθηναϊκού βιβλιοπωλείου αποτέλεσαν στέκι συγγραφέων και βιβλιόφιλων πολιτικών και δημοσιογράφων όλα τα χρόνια και μέχρι σήμερα, παρά την ύπαρξη πλέον των υπερσύγχρονων λαμπερών βιβλιοπωλείων - πολυκαταστημάτων.
Από τους πιο ιστορικούς θαμώνες της Εστίας στη Σόλωνος υπήρξε ο Φρέντυ Γερμανός, που καθισμένος με τις ώρες στους χώρους ξεφύλλιζε βιβλία και έπιανε κουβέντα με όποιον τον πλησίαζε. Η Εστία αποτελούσε το δεύτερο "πνευματικό σπίτι" του, μετά το πρώτο που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πάνω στον ίδιο δρόμο. Για το λόγο αυτό με πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίου έξω από το βιβλιοπωλείο υπάρχει σχετική μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα.
Οι εκδόσεις της Εστίας θα συνεχίσουν κανονικά την δραστηριότητά τους. Το όμορφο και αγαπημένο βιβλιοπωλείο δυστυχώς δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στις πιέσεις της οικονομικής κρίσης.
Η ιστορία ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου
Η ιστορικός Αννα Καρακατσούλη στο έργο της Στη χώρα των βιβλίων - Η εκδοτική ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας 1885-2010 (Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων) μάς παραδίδει την ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας διατρέχοντας μια 125ετία πλούσια σε παραγωγή ιδεών και βιβλίων.
Αν σκεφθούμε ότι με την ίδρυση του ελληνικού κράτους ο αναλφαβητισμός ήταν σχεδόν γενικός στο σύνολο του πληθυσμού (το έτος 1879 ως αναλφάβητο καταγράφεται το 69,20% των ανδρών και το 92,96% των γυναικών), καταλαβαίνουμε τη σημασία της ίδρυσης και της εξέλιξης της Εστίας.
Η Εστία ξεκίνησε ως εβδομαδιαίο περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1876 από τον Παύλο Διομήδη και το 1881 την ανέλαβε ο τήνιος δάσκαλος Γεώργιος Κασδόνης. Ηταν χρονιά εθνικής ανάτασης, μια και μόλις είχαν προσαρτηθεί στη χώρα η Θεσσαλία και η Αρτα. Η Εστία συσπείρωσε γύρω της την περίφημη γενιά του 1880 η οποία διαπνεόταν από καινοτόμες αντιλήψεις (δημοτικισμός, ηθογραφία, σύγχρονη ζωή).
Διαρκής ανανέωση
Το Βιβλιοπωλείον της Εστίας δημιουργήθηκε από τον Γ. Κασδόνη το 1885 και στεγάστηκε στην οδό Σταδίου 32. Τη συνέχεια του εκδοτικού οίκου ανέλαβε 
ο ανιψιός του Ιωάννης Δ. Κολλάρος, ο οποίος θα συνδέσει το όνομά του με τα καλά εκπαιδευτικά βιβλία, το Πανελλήνιον Βιβλιογραφικόν Δελτίον, τις μεταφράσεις αρχαίων ελλήνων συγγραφέων κτλ. Το 1925 εισέρχεται στον εκδοτικό οίκο ο Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος, ανιψιός του Ι. Δ. Κολλάρου, που θα αναλάβει την επιχείρηση μόνος του μετά τον θάνατο του θείου του, το 1956.
Ο Κ. Σαραντόπουλος θα συνδέσει το όνομά του με τη δημιουργία της περίφημης Σειράς Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας στην οποία θα στεγαστεί το σύνολο της γενιάς του ΄30. Το 1972 ο εκδοτικός οίκος περνάει στα χέρια της κόρης 
του Κ. Σαραντόπουλου, Μαρίνας (Μάνιας) Καραϊτίδη, η οποία θα ανανεώσει την εκδοτική παραγωγή με νέες σειρές και ονόματα. Τη συνέχεια κρατούν σήμερα τα παιδιά της κυρίας Μάνιας, η Εύα Καραϊτίδη στο εκδοτικό και ο Γιάννης Καραϊτίδης στο βιβλιοπωλείο. Η Εστία διατήρησε τον πνευματικό της ρόλο έχοντας όλα αυτά τα χρόνια δίπλα της το περιοδικό «Νέα Εστία» με διαδοχικούς διευθυντές σημαίνοντα πρόσωπα της λογοτεχνικής μας ζωής (Γρ. Ξενόπουλος,
 Π. Χάρης, Ε. Μόσχος, Στ. Ζουμπουλάκης - σήμερα). Μια ξεχωριστή μελέτη για το περιοδικό αυτό θα συνέβαλλε αποφασιστικά στη γνώση μας για τις εξελίξεις στο λογοτεχνικό τοπίο της χώρας μας.
Αυτό που διατήρησε την Εστία σε κορυφαία θέση ανάμεσα στους καλούς εκδοτικούς οίκους είναι η διαρκής τάση ανανέωσής της και από την άλλη πλευρά η εμμονή της σε βασικές αξίες: στη γλώσσα, στην καλή λογοτεχνία (σε μια εποχή που όλοι οι εκδότες αναζητούσαν το μπεστ σέλερ), στη μη εμπλοκή σε κομματικά - πολιτικά κατεστημένα, στη διαχρονική αγάπη για το βιβλίο. Σημαντικές πρωτοβουλίες στη νεότερη ιστορία της είναι οι δύο σειρές που δημιουργήθηκαν από την Εύα Καραϊτίδη μετά το 1985, χρονιά των 100 χρόνων δράσης του οίκου. Πρόκειται για τη σειρά με μεταφράσεις σημαντικών συγγραφέων όπως 
οι Γκ. Γκρας, Μ. Κούντερα, Φ. Σελίν κ.ά. και τη νέα λογοτεχνική σειρά που καθιέρωσε τη γενιά των συγγραφέων του 1980, όπως είναι ο Π. Τατσόπουλος,
 ο Χ. Χωμενίδης, ο Φ. Ταμβακάκης και πολλοί άλλοι.


ΠΗΓΗ

Γωνία Σταδίου και Πεσματζόγλου

$
0
0



Το ζαχαροπλαστείο του Κουρμαλίδη στη γωνία Σταδίου και Πεσματζόγλου ήταν το πρώτο μαγαζί της Αθήνας που, για να ξεχωρίσει, προσέλαβε το 1906 δύο σερβιτόρες!

Το νέο μαθεύτηκε αμέσως και πλήθος κόσμου άρχισε να συγκεντρώνεται έξω από το μαγαζί για να χαζέψει το θέαμα και να πει, φυσικά, τη γνώμη του -συνηθισμένα πράγματα για εκείνη την εποχή. Τα σχόλια του κοινού κινούνταν μεταξύ του «να καεί το μαγαζί για παραδειγματισμό» και…«να κρεμαστεί 
ο Κουρμαλίδης στην πλατεία Συντάγματος». Μέσα σ’όλα αυτά, κάποιοι νεαροί φοιτητές είχαν «κολλήσει» εντός του μαγαζιού και δεν το κουνούσαν
 με τίποτα!

Σ’αυτά τα φαιδρά και στα παρατράγουδα που σίγουρα θα επακολουθούσαν, έβαλε τέλος την τρίτη μόλις μέρα η Αστυνομία. Το ζαχαροπλαστείο σφραγίστηκε και ο καθένας μπορούσε να διαβάσει στην πόρτα του:
 «Το κατάστημα εκλείσθη κατόπιν αποφάσεως της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών. Απαγορεύεται αυστηρώς η εν αυτώ είσοδος. Η παρούσα διαταγή εξεδόθη προς περιφρούρησιν των Ηθών από πάσης προσβολής ή βλάβης».

Εν Αθήναις...ο παγωτατζής

$
0
0


Την άνοιξη μαζί με τα χελιδόνια στην παλιά γειτονιά ερχότανε 
και ο παγωτατζής....
Την επίσημη πρώτη την έκανε Κυριακή απόγευμα με το άσπρο σακάκι τον σκούφο και το φρεσκοβαμένο καροτσάκι-ποδήλατο με την επιγραφή ΕΒΓΑ.
" Παγωτάααα..." και άνοιγαν οι αυλόπορτες και πεταγόντουσαν τα πιτσιρίκια
στον δρόμο αλλά και οι μεγάλοι.
Ξυλάκι κρέμα-σοκολάτα το κλασικό για όλα τα βαλάντια και άκουγες
κάποια μάνα   "....μην ξεχάσεις και της γιαγιάς...."
Πώς το περίμενε η φουκαριάρα η γερόντισα....και ντρεπότανε....
Το μοιραζότανε η μαύρη με την κόρη της ....το έτρωγε στο πιατέλο
με του κουταλάκι και αναστέναζε από την απόλαυση.
Στο πεζοδρόμιο οι πιτσιρικάδες καθόντουσαν ο ένας δίπλα στον άλλον
να απολαύσουν την λιχουδιά.
Φούσκωναν το χάρτινο σακουλάκι για να ξεκολλήσει από το παγωτό.
Ο παγωτατζής με χαμόγελο συνέχιζε το δρομολόγιό του για την άλλη γειτονιά.
Γνώριζε τις αλάνες όπου θα εύρισκε πελάτες....
Παγωτά υπήρχαν και στα γαλακτοπωλεία στα ΕΒΓΑΤΖΙΔΙΚΑ όπως τα έλεγαν
μαζί με το γάλα σε γυάλινο μπουκάλι στην αρχή και αργότερα σε πλαστικό.
Ο ΕΒΓΑΤΖΗΣ είχε ένα πιτσιρικά και μοίραζε το γάλα στα σπίτια.
Άφηνε το μπουκάλι έξω από την πόρτα και έπαιρνε πίσω το άδειο γυάλινο
μπουκάλι.
Η πληρωμή κάθε Σάββατο με το τεφτέρι.

Πίσω στα παλιά


Σκίτσα του Μποστ -Η ρακένδυτη Ελλάς, ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα- επίκαιρα όσο ποτέ

$
0
0


Το 1958 ο Μέντης Μποσταντζόγλου, ο γνωστός Μποστ, σχεδίασε μια σειρά γραμματοσήμων για να σχολιάσει την επικαιρότητα της εποχής εκείνης. Η Ανεργίτσα και ο Πειναλέων ήταν τα δύο παιδιά της μετεμφυλιακής ρακένδυτης Ελλάδας.
Μια μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη φωτίζει τον Μποστ και 42 γελοιογραφίες του μοιάζει να μιλούν για το σήμερα της κρίσης και της φτώχειας.
Η Ανεργίτσα με την αξιοθρήνητη περικεφαλαία, τον φιόγκο και το βιβλιάριο απόρου κορασίδος και ο Πειναλέων με το ναυτικό πηλήκιο και τη σφεντόνα δίπλα στην φτωχή γερασμένη, ξεδοντιασμένη και κατάκοπη μητέρα τους, την μαμά Ελλάδα, ρίχνουν τα σαρκαστικά βέλη τους κατά της εξουσίας με τα χαμογελαστά αλλά ξεψυχισμένα πρόσωπά τους. Ποιος όμως θα φανταζόταν ότι εκείνοι οι αντιήρωες της μετεμφυλιακής Ελλάδας θα είχαν, δυστυχώς για την έννοιά τους, ευτυχώς για την καλλιτεχνική τους αξία, τόση απήχηση μέχρι σήμερα.
Σε ένα από αυτά τα γραμματόσημα ο Μποστ είχε ζωγραφίσει τον κυβερνήτη του ιστιοφόρου «Ζάλονγκον»- τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου να ταξιδεύει στη Γερμανία για να ζητήσει δάνειο. Στο περιθώριο του γραμματοσήμου αναγράφονταν οι εξής στίχοι, πάντα γραμμένοι εντελώς ανορθόγραφα, μια συμβολική γραφή που ο Μποστ εισήγαγε: «Πάμε στο άγνωστο για μάρκα με ελπίδα – να ζητιανέψουμε σε τόπους μακρυνούς – να ορθοποδήσουμε πριν έρθη καταιγίδα – και αμνηστέβουμαι κε άλλους Γερμανούς – Σκίσον πλοίον τας θαλάσας – εις την Μπον να είμε φτάσας – Σκίσον τα νερά προπέλαι – Αραχνιάσαν αι μασέλε». Πόσο σημερινό!
Από καιρού εις καιρόν η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι χαρακτήρες του Μποστ επανέρχονται στην επικαιρότητα και πολλοί τους θυμούνται μάλλον με λύπηση ενώ άλλοι με σαρκασμό. Τότε τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας ήταν η ανεργία, η φτώχεια που επέλαυνε με περικοπές στους μισθούς και πληθωρισμό, οι πελατειακές σχέσεις και το άρρωστο διεφθαρμένο κράτος ενώ η κοινωνία βίωνε απελπισία και απόγνωση. Σας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Βγαλμένα από το σήμερά μας, η Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει βελτιωθεί και πάρα πολύ από τότε, αν και υπήρξαν ανά περιόδους ψήγματα ανάπτυξης και προόδου που είτε κάλυπταν τις μόνιμες αδυναμίες ενός κράτους που δημιουργήθηκε πάνω σε σαθρές υποδομές ή διεφθαρμένες νοοτροπίες που μας τραβάνε πίσω και εμποδίζουν την δημιουργικότητα και τον ενθουσιασμό κάποιων από μας, ίσως των πιο αδύναμων.
Τα συνήθη θύματα της κρίσης βρήκαν τον εαυτό τους στους χαρακτήρες της Ανεργίτσας και του Πειναλέοντα.
Ο μικροαστός ή μικρομεσαίος αλλά και μεσοαστός Ελληνας του σήμερα όπως και την δεκαετία του '60 συναντά τους δυο απογόνους της ψωροκώσταινας στην διπλανή του πόρτα, στον δρόμο για τη δουλειά του, στη στάση του λεωφορείου, στην παρέα του, στην οικογένειά του.
Η εξάρτηση της Ελλάδας από τον ξένο παράγοντα, η μόνιμη δανειοδότηση του κράτους μας από τους συμμάχους- εταίρους μας, τα κακώς κείμενα της πολιτικής ζωής στη χώρα μας, οι πελατειακές σχέσεις πολιτών και πολιτικών, η διαφθορά και η κακή πλευρά του Ελληνα που σατιρίζονταν τότε υφίστανται ακόμα.


πηγή

Και μη χειρότερα!


Έρχεται η Τρόϊκα αύριο....

$
0
0



....Υπουργός της Κυβέρνησης κάνει πρόβα για να τους υποδεχθεί.....

Η οδός Βερανζέρου...άλλοτε

Μποστ

$
0
0

 Εθνική λυτότης, 1961, άγνωστο σκίτσο + Ενα ποίημα


ΦΑΓΗΤΑ ΠΟΥ ΑΠΕΤΟΥΝΤΕ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝ ΓΕΝΙΚΑ
ΕΙΝΕ ΤΩΝ ΑΦΘΟΝΩΝ ΧΟΡΤΩΝ ΚΕ ΤΑ ΠΛΕΙΣΤΑ ΡΑΔΙΚΑ
ΑΙ ΠΑΤΑΤΕ ΑΝΕΦ ΛΑΔΙ ΕΠΙ ΕΛΑΦΡΟΥ ΤΗΓΑΝΕΩΣ
ΚΕ ΚΟΛΟΚΙΝΘΕΙΑ ΜΕΤΑ Η ΑΝΕΦ ΡΗΓΑΝΕΟΣ
ΚΟΥΤΟΧΟΡΤΟΝ ΕΠΙΣΗΣ ΟΦΕΛΗ ΣΥΧΝΑΚΕΙΣ
ΚΑΘΟΣ ΚΕ ΒΛΗΤΩΝ, ΡΑΠΑΝΟΝ ΚΕ ΠΑΝΤΖΑΡΑΚΕΙΣ
ΟΛΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΔΙΔΑΣΚΗ Η ΕΠΙΣΤΙΜΗ ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΝ ΔΙΟΤΗ
ΦΕΡΟΥΝ ΑΝΟΜΑΛΙΕ ΚΕ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕ ΕΙΣ ΤΟ ΣΥΚΟΤΗ.
Εθνική λΥτότης, όχι σήμερα, αλλά πριν 52 χρόνια
Εθνική λΥτότης, όχι σήμερα, αλλά πριν 52 χρόνια
Και το συνοδευτικό ποίημα (επίσης επίκαιρον), που με λίγη προσπάθεια, πιστεύουμε ότι διαβάζεται, ν’ ες πά;;;
Κλικ για μεγέθυνση
Κλικ για μεγέθυνση πηγή

Τι απέγινε το νεοκλασικό της Ελλης Λαμπέτη στο Κολωνάκι

$
0
0

Το 1928 η οικογένεια Λούκου μετακομίζει στην Αθήνα από τα Βίλια της Αττικής. Η πολυμελής οικογένεια θα εγκατασταθεί σε ένα σπίτι στο κέντρο της Αθήνας αναγκαζόμενη να στριμωχτεί στο αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας.
Εκεί η νεαρή Λούκου τελειώνει τις σχολικές της σπουδές. Την βρίσκει ο πόλεμος μέσα στο μεγάλο σπίτι της οδού Δελφών. Μια αποτυχημένη εξέταση στο Εθνικό Θέατρο την κάνει να αλλάξει το όνομά της σε Έλλη Λαμπέτη. Το 1941 καταφέρνει να εισαχθεί στη Σχολή Κοτοπούλη. Η πρώτη της θεατρική εμφάνιση γίνεται το 1943. Τελικά από το πατρικό της θα φύγει λίγο καιρό αργότερα.
Το σπίτι στη γωνία Δελφών και Διδότου έζησε τα πρώτα χρόνια της πορείας της ηθοποιού Έλλης Λαμπέτης. Από της αγωνίες τις οικογενειάς της όταν αργούσε η ίδια στα μαθήματα, μέχρι τις πρώτες ανθοδέσμες θαυμασμού στην νεαρή ηθοποιό. Σήμερα φυσικά το σπίτι της Λαμπέτη έχει αλλάξει χέρια. Το μικρό στενάκι του Κολωνακίου έχει πεζοδρομηθεί και η μονοκατοικία κρύβεται μοναχικά πίσω από τις ανθισμένες νερατζιές και τα μικρά καταστήματα που περιτριγυρίζουν την άλλοτε αρχοντική συνοικία.
Το 1998 ο Δήμος Αθηναίων προκήρυξε διαγωνισμό για την φιλοτέχνηση προτομής της ηθοποιού. Τελικά επιλέγεται το μαρμάρινο έργο του Αν. Γκιόκα που τοποθετείται έξω από το σπίτι της Έλλης Λαμπέτη.
Λίγα χρόνια πριν όταν η βιογραφία της Λαμπέτη είχε οπτικοποιηθεί σε τηλεοπτική σειρά αρκετές σκηνές είχαν γυριστεί στον πεζόδρομο της οδού Δελφών.



πηγή

Μπουζούκια: ιστορίες από τα περασμένα μεγαλεία

$
0
0


Το ΒΗmagazino μιλάει με πρωταγωνιστές της σκληρής αθηναϊκής νύχτας, αναζητεί ιστορίες εκατομμυρίων ευρώ, ανασύρει μνήμες από τον και Αριστοτέλη Ωνάση και εντοπίζει την απειλή του ΣΔΟΕ
Μπουζούκια: ιστορίες από τα περασμένα μεγαλεία


Ζεις μέσα σε ένα ξέφρενο πάρτι που φαίνεται ότι δεν θα τελειώσει ποτέ. Κρατάει επτά ημέρες την εβδομάδα. Φοράς τα πιο ακριβά ρούχα, τινάζεις τα μαλλιά σου και ο κόσμος παραληρεί. Ανοίγει σαμπάνιες στα πόδια σου, σε ραίνει με λουλούδια, σπάει πιάτα για να σου τραβήξει την προσοχή. Ολα σού φαίνονται φυσικά όταν ζεις μέσα σε αυτό το φλύαρο σύμπαν. Και τα αληθινά άλογα που χλιμιντρίζουν στην πίστα, και τα πανάκριβα αυτοκίνητα που οδηγείς πάνω σε αυτήν, και οι πισίνες πάνω στη σκηνή, και η ιπτάμενη εκδοχή σου – φτάνει να εμπιστευθείς έναν καλό χορογράφο και τεχνικούς που σου εγγυώνται ότι δεν θα σκάσεις κάτω σαν καρπούζι. Κοιμάσαι στις 7.00 το πρωί και ξυπνάς στις 7.00 το βράδυ. Και πάλι απ’ την αρχή. Ζεις. Και μετά, ξυπνάς.

Η δεκαετία του ’90 κατάφερε να μετατρέψει τη νυχτερινή Αθήνα σε ένα πολύβουο λούνα παρκ. Μπορεί να ζαλιζόσουν, να πήγαινες στη δουλειά με πονοκέφαλο, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μετανιώσεις επειδή ήσουν εκεί. Οι μετάνοιες ήρθαν πολλά χρόνια αργότερα, όταν το πάρτι τελείωσε. Το ΒΗmagazino μιλάει με πρωταγωνιστές της αθηναϊκής νύχτας. Με επαγγελματίες που έζησαν στην εποχή του παραλογισμού, προσπαθούν να συμβιβαστούν με την (όποια) σεμνότητα κυριαρχεί στη σημερινή αθηναϊκή νύχτα. Ολοι είναι κουρασμένοι. Και όλοι μιλούν για άλογα, φορέματα, σπατάλες και τον φόβο του ΣΔΟΕ.

Ο Βασίλης Καρράς κουράστηκε

Σάββατο βράδυ, στις 11.30, στο καμαρίνι του Βασίλη Καρρά. Ο τραγουδιστής ξεκουράζεται. Φοράει τζιν παντελόνι, μαύρο T-shirt και αθλητικά παπούτσια. Βλέπει μια ταινία με τη Σούζαν Σαράντον, «από τα λίγα καλά κοινωνικά, έτσι για να περάσει η ώρα» ώσπου να βγει στη σκηνή στη 1.40 το πρωί. Είναι κουρασμένος και μιλάει με τη σοφία των ατελείωτων ξενυχτιών. «Κοίταξε, γλυκιά μου, αν δεν υπήρχε η νεολαία, θα είχαμε τελειώσει τώρα. Η γενιά των σαραντάρηδων και των πενηντάρηδων σπάνια μας επισκέπτεται, γιατί τώρα βγήκαν τα παιδιά τους και είναι υποχρεωμένοι να δώσουν το εικοσάρικο στο παιδί για να βγει, παρά να γλεντήσουν οι ίδιοι. Να μάθουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Δεν βγαίνει ο κόσμος. Παρ’ όλα αυτά, στερείται και δίνει στο παιδί του για να διασκεδάσει. Μόνο νεανικό κοινό υπάρχει πλέον. Μόνο! Χάθηκαν, για παράδειγμα, οι νεόπλουτοι, εξαφανίστηκαν απ’ την πιάτσα. Η δεκαετία του ’90 δεν υπήρχε! Οχι μόνο για μένα, για όλον τον κόσμο. Αλλά και από τη δεκαετία του ’80 έχω να θυμάμαι κάτι σαν ανέκδοτο: κάποιος έδωσε 50 εκατομμύρια με τη μία, σε πιάτα. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω αν ήταν πολύ καψούρης. Πάντως, δεν νομίζω ότι το μετάνιωσε την επόμενη ημέρα. Λεφτά υπήρχαν τότε».

Στο Teatro δημιουργείται εφέτος το αδιαχώρητο. Το σχήμα Παντελίδης-Πάολα-Καρράς είναι το μοναδικό που διασώθηκε. Ενώ πάρα πολλά μαγαζιά με ονόματα-κράχτες κατέβασαν από νωρίς αυλαία, η συγκεκριμένη τριάδα έσπασε ταμεία. Ενας πρωτοεμφανιζόμενος αοιδός που ανέδειξε το YouTube επομένως έχει το νεανικό κοινό με το μέρος του, μια τραγουδίστρια με αξιοπερίεργη σκηνική παρουσία και μια παλιά καραβάνα.

Ο Βασίλης Καρράς δουλεύει νύχτα σαράντα χρόνια και ξέρει από πρώτο χέρι πόσο απρόβλεπτη είναι η νύχτα: «Να μην πάρουμε, όμως, μόνο ως παράδειγμα το Teatro, γιατί αρκετά μαγαζιά έκλεισαν, άλλοι καλλιτέχνες δεν “πήγαν” καθόλου, του χρόνου κάποιος άλλος θα ’ναι ο τυχερός. Υπάρχουν παντού άνθρωποι απλήρωτοι εδώ και πολλές βδομάδες, η κρίση δεν αγνόησε τα μπουζούκια. Ειλικρινά στενοχωριέμαι γιατί ποτέ δεν αναφέρεται ότι από ένα τέτοιο μαγαζί ζουν περίπου 250 οικογένειες. Μουσικοί, σερβιτόροι, μετρ, κορίτσια με λουλούδια, καθαρίστριες κτλ., κτλ. Και είναι πάρα πολύ μεγάλο το βάρος για έναν καλλιτέχνη. Οταν δεν έρχεται κόσμος να τον δει, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περιμένουν από ένα διήμερο για να ζήσουν, μένουν στον δρόμο».

Οι διακριτικοί πολιτικοί

Τη χρυσή εικοσαετία των μπουζουκιών, από το 1985 ως το 2005 δηλαδή, «έρχονταν κάθε βράδυ πολιτικοί. Σαν κοινοβούλιο ήταν από κάτω. Εδώ και δύο χρόνια δεν έρχονται, φοβούνται». `Η, όταν πηγαίνουν, υποχρεώνονται να απαρνηθούν τα αλλοτινά προνόμια των πρώτων τραπεζιών και λοιπών μεγαλείων. Οπως μας πληροφορεί βετεράνος μετρ: «Οι πολιτικοί πλέον δεν πατάνε, αλλά τις καλές εποχές ήταν πιο τζαμπατζήδες από τους celebrities. Τώρα, και οι μεν και οι δε δεν έρχονται για να μην προκαλέσουν. Κάποιοι πολιτικοί που επιμένουν να έρχονται, πάντως, κάνουν κράτηση με ψευδώνυμο και από ’κεί που σκοτώνονταν και σου έδιναν τεράστιο φιλοδώρημα για πρώτο τραπέζι πίστα, τώρα ζητούν “κάτι πιο διακριτικό, πίσω πίσω”».

«Το έβλεπα να έρχεται»

Ο Γιώργος Μαργαρίτης έχει εξίσου βαριά φωνή, αλλά και εμπειρία. Την επομένη της συνομιλίας μας πετούσε για Αμερική, για συναυλίες στους έλληνες ομογενείς. Από το τέλος Μαρτίου ξαναρχίζει τις επιτυχημένες εμφανίσεις του στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, κάνοντας στροφή «στο καλό ρεμπέτικο, σε διαμάντια του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη. Αυτά για μένα είναι το φιλέτο μου». Και μπήκαμε στο ψητό: «Παλιά είχαμε τα μυαλά στα κάγκελα. Οι ράτσες μας στην Ελλάδα είχαν χτυπηθεί και έβγαλαν όλον τον καημό και το άχτι τους μαζεμένο μέσα σε 20 χρόνια. Από το ’85, που άρχισε ο τζερτζελές, μέχρι το 2005. Μετά τους Ολυμπιακούς πήραμε την κάτω βόλτα. Τότε ξέδινε ο κάθε ακροατής, την έβρισκε, έφευγε το μυαλό του. Από την άλλη, όμως, έπρεπε την επομένη να πάει στη δουλειά και δεν σηκωνόταν. Και να πού κατέληξε το πράγμα. Το έβλεπα από τότε ότι κάποια στιγμή θα πέθαινε αυτό το επτά ημέρες την εβδομάδα. Ελεγα στους επιχειρηματίες: “Τι να την κάνετε τη Δευτέρα, την Τρίτη και την Τετάρτη; Αφήστε τον κόσμο να πηγαίνει το πρωί στη δουλειά του, να ξεκουράζεται κι εμάς η φωνή μας”. Το ’βλεπα το τσουνάμι να ’ρχεται. Ούτε οι πλούσιοι δεν είχαν τόσο χρόνο να ξενυχτήσουν».

Επτά ημέρες την εβδομάδα

Η Καίτη Γαρμπή είναι πρωινός τύπος, και ας τραγουδούσε σε νυχτερινά μαγαζιά από πολύ μικρή, από τότε που πήγαινε σχολείο, στο πλευρό του Γιάννη Φλωρινιώτη, μαζί με την αδελφή της. Το ραντεβού μας δόθηκε σε ένα βιβλιοπωλείο κοντά στο σπίτι της στη Νέα Ερυθραία. Ζεστή και άμεση, καταλαβαίνεις γιατί ο κόσμος που τη βλέπει στον δρόμο τη φωνάζει «Καιτούλα» και της λέει «πες μας ένα τραγουδάκι». «Αν ήμουν μποξέρ, τι θα μου ζητούσατε;» τους απαντάει χαμογελώντας. Κάπου το άκουσε και της άρεσε.

«Τα μπουζούκια πέθαναν. Ολο αυτό δεν λένε; Για πήγαινε να δεις, όμως, τι γίνεται. Νομίζω ότι αναβιώνει η εποχή των 90s, που από τη μία πήγαινες ν’ ακούσεις Γαρμπή και “Θα μελαγχολήσω“ και μετά για after, και χτυπιόσουν στο Αμφιθέατρο – το θυμάσαι το Αμφιθέατρο; Η διαφορά με το σήμερα είναι ότι πλέον είναι όλα σε ένα. Και το λαϊκό πρόγραμμα, και o dj, και το χιπ-χόπ. Μπαίνεις στις 11.00 το βράδυ, βγαίνεις στις 6.00 το πρωί, και τα ’χεις δει και τα ’χεις ακούσει όλα. Η χρυσή εποχή άρχισε για μένα το ’97, από τότε που δήλωσα δισκογραφική ταυτότητα και άρχισα να τραγουδάω σε χώρους κυριλέ. Εκεί γίνονταν φοβερά πράγματα. Τραγουδούσα στο Διογένης Παλλάς - “Πρέπει να πας”, που ήταν τότε το σλόγκαν. Για περίπου μία ώρα η σκηνή μεταμορφωνόταν σε θεατρικό σκηνικό κι εγώ έκανα την Εσμεράλδα. Καμπαναριά, Κουασιμόδος, χορευτές, γελωτοποιοί, φωτιές, τα πάντα. Ηταν μια σεζόν απίστευτη, εξαιτίας της όμως έπαθα υπερκόπωση, γιατί, εκτός από το βραδινό πρόγραμμα, το πρωί στον πάνω χώρο έπαιζα και την Εσμεράλδα σε παιδικό. Είχα το ραντσάκι μου μέσα, ξεκουραζόμουν λίγο και μετά ξανάρχιζα».

Μιλώντας με τους πρωταγωνιστές των μπουζουκιών, ένας μύθος καταρρίπτεται πρώτος πρώτος. Οτι έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας όταν δούλευαν επτά ημέρες την εβδομάδα. Ο Βασίλης Καρράς ήταν ο πρώτος που ζήτησε να έχουν μία ημέρα ρεπό στα 90s, όπως θυμάται η Καίτη Γαρμπή. Μεγάλη κατάκτηση τότε. Αλλος ένας μύθος είναι ότι δυσανασχετούσαν με τον νόμο που ήθελε τα μαγαζιά να κλείνουν νωρίς και όχι τα άγρια χαράματα: «Εφτασε μια στιγμή που μετά το ξενύχτι πήγαινα κατευθείαν σχολείο. Τότε βγήκε ο νόμος που έλεγε ότι τα μπουζούκια έπρεπε να κλείνουν στις 2.00 π.μ. Τραγουδούσα με τον Φλωρινιώτη και έπαθαν όλοι πανικό “ποπό τι θα γίνει τώρα, τι θα κάνουμε;”. Σε πληροφορώ ότι ο κόσμος διασκέδαζε μια χαρά κι εμείς κοιμόμασταν σαν άνθρωποι. Το θεώρησα ό,τι καλύτερο είχε συμβεί στη ζωή μου». Ο Αντώνης, πορτιέρης σε μαγαζί που εφέτος «ήταν από τα τυχερά που δούλεψαν», δίνει τη δική του εξήγηση: «Το άγριο ξενύχτι το επιβάλλει ακόμη ο κόσμος και ακολουθούν οι επιχειρηματίες. Αν ο Ελληνας δεν βγει χαράματα από το μαγαζί, να φάει και το βρώμικό του, νιώθει ότι τον κορόιδεψαν, ότι αυτό που είδε δεν άξιζε τα λεφτά του. Η νύχτα πρέπει να γίνει μέρα για να γυρίσει σπίτι».

Η καρικατούρα της Μαντόνα

Οσο για τις νύχτες του ατελείωτου γκλάμουρ, η Καίτη Γαρμπή έχει πολλά να θυμηθεί: «Ηταν πολύ της μόδας τότε, εκτός από τη φωνή, να δειγματίζεις και τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά, το μακιγιάζ. Ολα ήταν πληρωμένα από μένα, δεν υπήρχε αυτό που γίνεται τώρα, κανείς δεν μας χάριζε ρούχα. Και δίναμε πάρα πολλά λεφτά, αστρονομικά ποσά, με πολλά μηδενικά από πίσω, για τα ρούχα μας. Πολλά πράγματα τα κάναμε σε υπερβολικό βαθμό, ακριβώς επειδή ερχόταν τόσο πολύς κόσμος και έπρεπε να βλέπει το διαφορετικό, δεν του έφτανε μόνο να ακούσει, έπρεπε και να δει. Σε περνούσε ακτινογραφία από πάνω μέχρι κάτω, οπότε μπαίναμε κι εμείς στο παιχνίδι του λάιφσταϊλ, της κατανάλωσης. Ολοι το έκαναν, απλά σε εμάς φαινόταν περισσότερο. Εκείνα τα χρόνια, αυτό που κάναμε δεν μπορούσε κανείς να το δει πουθενά. Τώρα μπαίνεις στο Internet και βλέπεις τα πάντα και απλά εσύ είσαι μια καρικατούρα της Μαντόνα, γιατί αυτή κάνει το τοπ. Ο κόσμος τότε δεν ήξερε τι να πρωτοκοιτάξει. Τις χορεύτριες και τους χορευτές; Τα σκηνικά που ανεβοκατέβαιναν; Τις πίστες με τις μυστικές εισόδους που δεν ήξερες από πού βγαίνει ο τραγουδιστής; Ακόμη και κανονική πισίνα είχε κατασκευαστεί στον Διογένη επί Παπαθεοχάρη. Προτού αρχίσει το πρόγραμμα, ανέβαινε η πισίνα και μέσα υπήρχαν κορίτσια που έκαναν συγχρονισμένη κολύμβηση. Ακροβατούσε στα όρια του γραφικού, αλλά εικονογραφεί μια εντελώς άλλη εποχή».

Από τις καλύτερες σεζόν της καριέρας της ήταν το 1999-2000 με την Αννα Βίσση στο Fever, «γινόταν κόλαση». Εβγαιναν με δύο αυτοκίνητα στη σκηνή, έκαναν ότι παραλίγο να τρακάρουν, τσακώνονταν, μετά τα έβρισκαν και άρχιζαν τα ντουέτα. Οι εκδηλώσεις λατρείας, πολλές και σ’ όλη τη διάρκεια της πορείας της. Από έναν πάρα πολύ πλούσιο και αριστοκρατικό κύριο που έγινε η σκιά της στη μετά Φλωρινιώτη εποχή, αλλά προτού βγάλει δισκογραφία: «Δεν σταματούσε να μου στέλνει κάθε βράδυ κουβάδες με γαρδένιες, μόνο γαρδένιες. Ηταν αστείο. Προσπαθούσες να κλείσεις τα μάτια και να ερμηνεύσεις και “γκααααπ” έσκαγαν οι κουβάδες στα κομψά μου πεδιλάκια». Ή αργότερα, στις χρυσές και πλατινένιες εποχές της, ίσως ο πιο φανατικός θαυμαστής της, ο Νεκτάριος, έκανε τατουάζ σε ολόκληρη την πλάτη του τα γατίσια μάτια της. Οπως πληροφορηθήκαμε, πάντως, με ανακούφιση, βρέθηκε γυναίκα που δέχτηκε να τον παντρευτεί, παραβλέποντας ότι ο αγαπημένος της έχει μάτια και στην πλάτη.

Ο Ωνάσης στα μπουζούκια

Και οι τρεις τραγουδιστές που μίλησαν στο ΒΗmagazino, εκτός από τα σπάταλα 90s, έχουν πολύ έντονες αναμνήσεις και από τα 80s. Η ένταση της διασκέδασης ήταν η ίδια όπως θυμούνται. Απλώς δεν υπήρχαν τόσο εντυπωσιακοί, «κυριλέ» όπως τους αποκαλούν, χώροι. Τα λουλούδια υπήρχαν και τότε, τότε όμως υπήρχαν και πιάτα. Γύψινα. Οι τραγουδίστριες κατέληγαν πάρα πολλές φορές με τραυματισμένα πόδια στο Α΄ Βοηθειών. Οι άνδρες πατούσαν με τα καλογυαλισμένα παπούτσια τους πάνω σε σωρούς από πιάτα και κιβώτια σαμπάνιες. Για μερικά λεπτά, πάνω στο τσακίρ κέφι, έκανε σόλο η σκούπα: ανέβαιναν δυο-τρεις σερβιτόροι και τα μάζευαν όλα στην άκρη. Ηταν πολύ αστείο θέαμα, σχεδόν καρτουνίστικο. Η καταπακτή που ανοίγει και τα πετάς όλα μέσα είναι εφεύρεση της δεκαετίας του ’90, τότε δεν υπήρχαν αυτά. Η τρελή επίδειξη πλούτου και το αλόγιστο ξόδεμα χρήματος ήταν καθημερινά, καθεβραδινά μάλλον, φαινόμενα. Δεν τους έκαναν εντύπωση γιατί τα έβλεπαν κάθε βράδυ, αυτός ήταν ο τρόπος διασκέδασης. Μόνο που παλαιότερα υπήρχαν οι επιφανείς Αθηναίοι, που ήταν απολύτως απαραίτητο να πάνε στα μπουζούκια, να βγάλουν την παρέα τους, να κάνουν το κομμάτι τους.

Ο Γιώργος Μαργαρίτης θυμάται τον Αριστοτέλη Ωνάση: «Απ’ όσους διάσημους έχω δει να διασκεδάζουν στα μπουζούκια, αυτός μου έχει μείνει. Τον είχα δει σε πολλά μαγαζιά, εκεί μεταξύ ’70-’80. Εφευγε και τους χαιρετούσε έναν έναν και τους έδινε και χαρτζιλίκι. Δεν έκανε επίδειξη, οι άλλοι τον είχαν από κοντά, πολλές φίρμες. Ονόματα δεν λέμε...».

Οι εποχές άλλαξαν και οι Ελληνες μοιάζουν πλέον να ξενυχτούν περισσότερο λόγω άγχους παρά λόγω νυχτοπερπατήματος. Κι έτσι αλλάζουν και οι όροι του παιχνιδιού. Οι θαμώνες θέλουν κυνήγι και παρακάλια, δεν έρχονται από μόνοι τους. Για να θεωρείσαι καλός μετρ στα μπουζούκια, πρέπει να έχεις ατζέντα. Δεν έχει σημασία ποιος είσαι, αλλά ποιους ξέρεις. Το μαγαζί πρέπει να δείχνει γεμάτο, ακόμη και αν δεν υπάρχουν κρατήσεις. Για να μη μιζεριάσει αυτός που έχει κλείσει τραπέζι αν τα διπλανά είναι άδεια. Επιστρατεύουν φίλους από τα παλιά, όλο τους το σόι, αν χρειαστεί. Ολα δωρεάν.

Ψεύτικοι «τραυματισμοί»

Εκτός από το σχήμα του Teatro, πολύ καλά πήγαν εφέτος οι Ρέμος-Ρόκκος, ο Μαζωνάκης και ο Κιάμος. Οι υπόλοιποι έχουν να θυμούνται πολύ καλύτερες σεζόν. Κατά έναν περίεργο τρόπο, αυτή τη σεζόν, πάντως, πάρα πολλά πρώτα ονόματα αρρώσταιναν τις Παρασκευές και αναβαλλόταν το πρόγραμμα. Και τα Σάββατα, που όλο και κάτι γινόταν από κρατήσεις, ξαναγίνονταν περδίκια.

Χαρακτηριστικό είναι αυτό που συνέβη με έναν τραγουδιστή και κυκλοφόρησε σαν ανέκδοτο στη νυχτόβια πιάτσα, όπως μας πληροφόρησε ο μετρ, ζητώντας μας για μια ακόμη φορά να διατηρήσουμε για ευνόητους λόγους την ανωνυμία του: «Ακόμη και για έναν τραγουδιστή που τράκαρε Παρασκευή, η πρώτη σκέψη πολλών ήταν ότι πήγε να αντιγράψει τον Κεντέρη και τη Θάνου. Τελικά, όμως, τράκαρε στ’ αλήθεια».

Ο Βασίλης Καρράς, πάντως, αναγκάστηκε πολλές φορές εφέτος να τραγουδήσει και με πυρετό μια και το μαγαζί ήταν γεμάτο. Αραγε, ένας τραγουδιστής προλαβαίνει να ψυχολογήσει το κοινό όπως νομίζει ότι τον ψυχολογεί κι εκείνο παρατηρώντας και αναλύοντας την κάθε του κίνηση επί σκηνής; «Ενας επαγγελματίας που βγαίνει στη σκηνή, με τα χρόνια της πείρας, μαθαίνει να σκανάρει. Ξέρεις τι κόσμο έχεις μέσα στο μαγαζί. Από το δεύτερο τραγούδι ξεκαθαρίζει το τοπίο». Σε ποια τραπέζια κάθονται οι αγαπημένοι; «Οι αγαπημένοι χάθηκαν, γλυκιά μου. Είναι λίγος ο κόσμος που σου θυμίζει κάτι από τα παλιά τώρα...».

Η Καίτη Γαρμπή δείχνει πολύ χορτασμένη από εκείνη την περίοδο. Δεν αποποιείται τίποτα, αλλά δηλώνει ότι δεν θέλει να επιστρέψει στα μπουζούκια. «Είδες; Ηρθε το πλήρωμα του χρόνου και όλα αυτά τελείωσαν. Καθόλου δεν πειράζει. Κατεβάσαμε τους τόνους, έπρεπε να καλλιεργήσουμε και λίγο την αισθητική μας, να μη μας νοιάζει μόνο ποιος θα φορέσει το καλύτερο ρούχο, ποιος θα πιάσει το πρώτο τραπέζι. Εφέτος, λοιπόν, δοκίμασα κάτι πολύ διαφορετικό. Τραγούδησα σε μια αίθουσα του κινηματογράφου Kosmopolis, με 350 θεατές καθισμένους ευλαβικά στις θέσεις τους, όχι ανεβασμένους στα τραπέζια. Υπήρχαν και τζαζ, φανκ διασκευές πολλών τραγουδιών μου. Ηταν οι ωραιότερες ημέρες της καριέρας μου. Δεν αποποιούμαι τίποτα, απλά το κεφάλαιο μπουζούκια τέλειωσε για μένα και θέλω εξέλιξη. Θέλω να κερδίσω κάποιους θεατές που δεν τους έχω. Γιατί εκείνοι μπορεί να είναι προκατειλημμένοι μαζί μου. Δεν μπορώ να υπηρετήσω πια αυτό το είδος τραγουδιού (σ.σ.: κάνει τη χαρακτηριστική κίνηση των χεριών όπως όταν τραγουδούσε τα παλιά σουξέ της). Θέλω να ξέρω πού βρίσκεται η φωνή τώρα. Οχι πού ήταν πριν».

Φιάλες 120 ευρώ

Τα μαγαζιά πλέον δεν γεμίζουν από μόνα τους. Βασίζονται σε χορούς συλλόγων, εκδρομές φοιτητών, πούλμαν από επαρχία, κουπόνια εφημερίδων. Ενα νέο φαινόμενο που βοηθάει τη νύχτα είναι τα «ντιλάδικα», τα sites που σου κλείνουν τραπέζι μέσω Internet σε πολύ καλύτερη τιμή, όπως το pamebouzoukia.gr και το kleisetrapezi.gr.

Δεν είναι επίσης λίγα τα μαγαζιά που τηλεφωνούν σε δημοσιογράφους και τους λένε να γράψουν ότι διατίθενται περιορισμένες φιάλες των 120 ευρώ, έτσι, για δόλωμα. Το πόσες ακριβώς είναι αυτές, κανείς δεν ξέρει. Συνήθως πηγαίνεις με την υπόσχεση του 120 (ναι, είναι φθηνή τιμή) και όταν καθήσεις στο τραπέζι σου σε περιμένει η κλασική ελληνική μανούρα με τις γνωστές παρεξηγήσεις και τα «ξέρεις ποιος είμ’ εγώ;». Κάποιος σημειολόγος θα μπορούσε να παρατηρήσει πως η ιστορία των μπουζουκιών λίγο-πολύ συμπυκνώνεται στην παραπάνω φράση. Από την αρχή ως το τέλος.

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗmagazino το Σάββατο 23 Μαρτίου 2013
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>