Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Εν Αθήναις....οι κιοφτέδες

$
0
0


Αρκετοί οι Μικρασιάτες στην γειτονιά στα Πατήσια τότε και φυσικά οι συγγενείς μου.
Σε παράγκες έμεναν που είχαν μετατραπεί σε κανονικά σπίτια όπως-όπως....
όλοι όμως ήταν ευχαριστημένοι.
Τα φαγητά μοσχομυρίζανε έξω στον χωματόδρομο που παίζαμε μπάλα τα απογεύματα.
Πού τις έχανες πού τις εύρισκες τις νοικοκυρές στις κουζίνες με τα τζετζερέδια.
Η γκαζιέρα δίπλα στην εφεδρική και παραδίπλα το καμινέτο για το γάλα και τον καφέ.
Η ψωμιέρα πάνω στο τραπέζι και πάντα με ψωμί....δεν πετιότανε το παλιό ποτέ....ήταν αμαρτία και κυρίως οικονομία.
Μεγάλες οικογένειες με πολλά παιδιά γι αυτό και μεγάλα τα τηγάνια και τα κατσαρολικά.
Ο κυμάς ο καταψυγμένος με μπόλικο ψωμί μπαγιάτικο μουλιασμένο και φυσικά
τα μπαχάρια σήμα κατατεθέν της χαμένης πατρίδας τους....
Άκουγες λοιπόν να φωνάζουν τα παιδιά κρατώντας το τσίγκινο βαθύ πιάτο....
"....ελάτε βρε να φάτε κιοφτέ....τώρα που είναι ζεστός...."
Και τσακιζόμαστε και πηγαίναμε....το πιάτο άδειαζε στην στιγμή και αυτή γελώντας ξαναγύριζε στην κουζίνα της για να συνεχίσει.
Η οικογένεια μαζευότανε το βράδυ και στρωνότανε το τραπέζι....
πρώτα ο σταυρός από τον πατέρα για να συνεχίσουν οι υπόλοιποι.
Στον λαιμό δενότανε η πάνινη πετσέτα για να μην λερωθούν τα ρούχα που δεν ήταν εύκολο να αγοράζουν συχνά.
Άλλη μια ημέρα είχε φτάσει στο τέλος της....για την επόμενη είχε ο Θεός.

Πίσω στα παλιά


Ζαννίνα. Ένα αστεράκι σε χαμηλή πτήση.

$
0
0


    Η προχθεσινή ενασχόληση με τον Φώτη Πολυμέρη απετέλεσε πρώτης τάξεως αφορμή γιά μιά βαθύτερη ανασκαφή της μνήμης κι επιστροφή σ’ εκείνα τα παλιά, τα δύσκολα  χρόνια της πρώιμης παιδικής ηλικίας, που τόσο γοητευτικά φαντάζουν τώρα. 
   Θα ήταν άνοιξη του 1950 που τραβήχτηκε η συνημμένη φωτογραφία, στην ταράτσα του σπιτιού μας στην Ακαδημία Πλάτωνος. Εμφανίζονται τα μικρά δίδυμα αδέλφια μου και στη μέση τα αγκαλιάζει η τραγουδίστρια Ζαννίνα!

   Η Ζαννίνα σχετιζόταν τότε με τον αδελφό της μητέρας μου, τον μακαρίτη πλέον Σταύρο Σταυρόπουλο, έναν γόη της εποχής με πολλές κι επώνυμες κατακτήσεις, μεταξύ των οποίων και πασίγνωστη πρωταγωνίστρια της αρχαίας τραγωδίας, σε νεαρή της ηλικία. Επειδή σήμερα ζεί, αναφέρω μόνο τα αρχικά της, Ε. Π. την λένε.


   Η τραγουδίστρια Ζαννίνα, γλυκύτατη και πολύ ευγενική κυρία, δεν έφτιαξε σπουδαία καριέρα στο τραγούδι και χάθηκε σύντομα χωρίς ν’ αφήσει πολλά ίχνη πίσω της. Μόλις και μετά βίας την εντόπισα ν’ ακομπανιάρει την Ιωάννα Άλβα και την Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου σε κάποια τραγούδια του Χρ. Χαιρόπουλου, π.χ. το «Ό,τι και να μου κάνεις σε συγχωρώ», το«'Ονειρα σβησμένα» και να τραγουδάει αυτή σαν πρώτη το  «Μη με ζητάς» του Θ. Παπαδόπουλου, συνοδευόμενη από τον Νίκο Παπαδάκη σε ηχογράφηση του 1939. Στο βίντεο που επισυνάπτω, ( «Ό,τι και να μου κάνεις σε συγχωρώ») κάπου εμφανίζεται η φωτογραφία της, ακριβώς όπως την γνώρισα και την θυμάμαι! 
   Με πολλή συγκίνηση θα άκουγα γι’ αυτήν. Αν κάποιος αναγνώστης αυτής της ανάρτησης γνωρίζει κάτι σχετικό με τη λεπτεπίλεπτη και φινετσάτη εκείνη κοπέλα που, όταν την έφερνε σπίτι ο θείος μου, συχνότατα, πάντα μας γέμιζε τις τσέπες με καραμέλες και τη μνήμη σήμερα με νοσταλγία.
   Η αναφορά μου σ’ αυτήν γίνεται, κατά βάση, γιά έναν λόγο. Κάτι που με εντυπωσίασε χρόνια μετά, αναδρομικά, αφού όταν έζησα τα γεγονότα ήμουν πολύ μικρός γιά τέτοιους εντυπωσιασμούς, (τα μικρά παιδιά απλώς βλέπουν, δεν κρίνουν, δεν προβληματίζονται), και επειδή εκείνη η κατάσταση φάνταζε σε μένα, τότε, ως κάτι το πολύ φυσικό γιά την εποχή της.
   
   Κάποιο απόγευμα ο θείος Σταύρος πήγε να πάρει την Ζαννίνα και να την συνοδεύσει στο θέατρο που τραγουδούσε. Και πήρε μαζί του κι εμένα, τον πιτσιρίκο. Ποδαράτοι ή με το τραμ το 11 όλοι, εννοείται.
    Η Ζαννίνα έμενε μέσα στο ….. παλιό Καπνεργοστάσιο! Το μεγάλο πέτρινο διώροφο κτίριο προς το τέρμα της Λένορμαν, όπου σήμερα στεγάζεται η Βιβλιοθήκη της Βουλής.
   Εκείνη την εποχή, με τον εμφύλιο στα τέλη του αλλά και την Ελλάδα κατεστραμμένη, ιδίως στην επαρχία της, το Καπνεργοστάσιο στέγαζε πρόχειρα κόσμο και κοσμάκη. Άστεγοι πρωτευουσιάνοι και πρόσφυγες εξ επαρχίας, έβαζαν το κεφάλι τους κάτω από τη στέγη του εγκαταλελειμμένου θηριώδους κτιρίου μέχρι να ορθοποδήσουν και τακτοποιηθούν κάπου καλύτερα. Η έλλειψη στέγης ήταν μεγάλη και σε συνάρτηση με τη φτώχεια, ο θεσμός του «ενοικιοστασίου» δούλευε στο φουλ. Έμενες όπου εύρισκες και δόξαζες και το Θεό που δεν κοιμόσουν στο δρόμο! Θυμάμαι καθαρά πως ο διαχωρισμός των χώρων, ανά οικογένεια, μέσα στην απεραντοσύνη του άδειου εργοστασίου γινόταν με ριντώ, κουρτίνες, κουρελούδες και ότι διέθεταν, τέλος πάντων οι άνθρωποι, προκειμένου να απομονώσουν τον «δικό» τους ιδιωτικό χώρο με ένα  στοιχειώδη διαχωρισμό. Όλα αυτά τα διαχωριστικά κρέμονταν από σύρματα που είχαν τοποθετηθεί οριζόντια και κάθετα από τοίχο σε τοίχο και «μπακλαβαδοποιούσαν» τον γυμνό εργοστασιακό χώρο, με τα δημιουργούμενα κομμάτια-νοικοκυριά, σε ευθεία αναλογία, από πλευράς μεγέθους «σπιτικού», με το πλήθος των μελών της στεγαζόμενης οικογένειας! Οι πολυμελείς πιό μεγάλο κομμάτι, οι ολιγομελείς λιγότερο. Κι αυτό το κουρελαριό να κρέμεται όχι από οροφής, που ήταν πανύψηλη, αλλά από ορισμένο ύψος και κάτω. Ίσα να κόβεται η οπτική επαφή. Γιά ακουστική, ούτε λόγος!   
   Η Ζαννίνα, (γύρευε από πιό ερημωμένο χωριό ή πόλη κράταγε η σκούφια της, η ίσως από ποιά μετοικεσία βρέθηκε στην Ελλάδα), ζούσε με την μητέρα της, οπότε σε δυό άτομα αναλογούσε… «καμαρούλα μιά σταλιά»! Την θυμάμαι, σαν τώρα, καθισμένη σ’ ένα στενόμακρο τραπεζάκι-τουαλέτα, κολλημένο στον τοίχο και τον μικρό καθρέφτη κρεμασμένο σ' αυτόν. Στον μόνο πραγματικό τοίχο του… σπιτιού αφού οι άλλοι τρεις ήσαν ....κουρελούδες, να μακιγιάρεται με τις ώρες και να χτενίζει τα μακρειά μαλλιά της κότσο, καθώς η ηλικιωμένη μητέρα της την παρακολουθούσε καθισμένη στο κρεβάτι κι εμείς όρθιοι!
   Δεν ξέρω πόσο κράτησε η σχέση της Ζαννίνας με τον θείο μου, αλλά η ανάμνησή της, αιθέρια όπως κι η ίδια, χάθηκε στο ύφασμα του χρόνου, όπως χάθηκε κι από τη ζωή ο θείος Σταύρος πριν προφθάσω, από την υπεύθυνη θέση της ωριμότητος, να τον «ξεψαχνίσω» σχετικά μ’ αυτή την πολύ σεμνή και τρυφερή κοπέλα που ποτέ δεν την άκουσα, όντας παιδί άλλωστε, να τραγουδάει. 
   Βλέπεις όσο είσαι νέος κοιτάς μόνο μπροστά και πρέπει να γεράσεις γιά να γυρίσεις με νοσταλγία το βλέμμα σου πίσω.



     Αυτά τα συμβάντα εκείνων των εποχών, μοιάζουν απίστευτα κι ακατανόητα σ' έναν σύγχρονο  νέο, αλλά σφυρηλατούν την καρτερία, ημών των παλαιοτέρων, στις σημερινές δύσκολες συγκυρίες, χαλυβδώνουν την θέλησή μας γιά προσπάθεια ανάκαμψης κι εξόδου από το σκοτάδι που μας τυλίγει και τονώνει τη πίστη μας σε ένα φωτεινότερο αύριο, στο οποίο  προσβλέπουμε.     
ORPHEAS

Συνταξιούχος στην Κύπρο «σώθηκε» επειδή σήκωνε τα λεφτά της κάθε Παρασκευή

$
0
0



Φωτογραφία αρχείου. Θα μπορούσε βέβαια να εικονίζει την προνοητική γιαγιά με τις φίλες της να ατενίζουν τη θάλασσα της Πάφου
Συνταξιούχος στην Κύπρο «σώθηκε» επειδή σήκωνε τα λεφτά της κάθε Παρασκευή

Εδώ και ένα μήνα μία συνταξιούχος γιαγιά - ρωσοπόντια στην καταγωγή - πήγαινε κάθε Παρασκευή στο υποκατάστημα της Ελληνικής Τράπεζας στην Πάφο και έκανε ανάληψη των δέκα χιλιάδων ευρώ που είχε στο λογαριασμό της και τα κατέθετε ξανά τη Δευτέρα.

Την υπόθεση της γιαγιάς, που φαίνεται ότι υποψιαζόταν το επερχόμενο «κούρεμα», δημοσιεύει η ιστοσελίδα «cyprusnews.eu».

Μάλιστα πριν από δύο βδομάδες, το προσωπικό του υποκαταστήματος δεν άντεξε και την ρώτησε γιατί το κάνει αυτό. Η απάντηση της τότε, που προκάλεσε σε όλους γέλιο, στα όρια της κοροϊδίας, ήταν: «ο γιος μου είναι οικονομολόγος στη Ρωσία και μου είπε πως αν γίνει κάτι με τις τράπεζες θα γίνει το Σαββατοκύριακο. Έτσι μου είπε κάθε Παρασκευή να παίρνω τα χρήματα μου σπίτι».

Την περασμένη Παρασκευή η γιαγιά είχε τα χρήματα της στο σπίτι και ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές του γιου της, «γλίτωσε» το «κούρεμα»...
ΤΑ ΝΕΑ 19/3/13

From Cyprus with Love

$
0
0


Καλά αλλά ας μεν σhαιρούμαστε ακόμα. Εμπήκα εψές στο τουίτερ τζιαι ούλοι εγράφαν "συγχαρητήρια" τζιαι "μπράβο". Μα γιατί σhαίρουντε τόσο; Εν ενικήσαμε τίποτε.

Η μάδερ επαρομοίασε την κυβέρνηση Μέρκελ με το Δ' Ράιχ. Ίσως, αλλά το ότι είπαμε 'ΟΧΙ' (το αθάντο τούντο ΟΧΙ, που 9 χρόνια μετά το Δημοψήφισμα εξαναείπαμε το στην Ε.Ε) εν άλλαξε ή έλυσε τίποτε. Ακόμα καθούμαστε σε αναμένα κάρβουνα (εεεεε μάστρε τράβα μια ζιβάνα μάνα μου).

Μπορεί ναι, να είναι προς τιμήν μας το καθοριστικό αυτό 'ΟΧΙ' αλλά αυτό δε παύει να σημαίνει ότι η οικονομία μας είναι ακόμα ένα μάτσο χάλια. Τωρά βουρούμε τους Ρώσους που τα πισών (απ' ότι είδα έφυε τζιαι για Μόσχα ο Νικολάκης δις μόρνινγκ) για να σώσουμε αυτά που δεν σώζονται. Τώρα να δούμε τι θα γίνει.

Στο γραφείο πάντως έπεσε η απόλυτη "άκρα του τάφου σιωπή στο γραφείο βασιλεύει" τζιαι οι Ρώσοι με εσυμβούλεψαν το εξής σας παρακαλώ (πάρτε νόουτς):

"Θα πάεις σούπερ-μάρκετ, θα αγοράσεις ντομάτες τζιαι πατάτες τζιαι γενικά ξηρά τροφή για το σπίτι, θα φυλάξεις ΟΤΙ ρευστό έσhιεις τζιαι θα περιμένεις να περάσουν οι δύσκολες μέρες. Μπορεί να εν εβδομάδες, μπορεί να εν μήνες, μπορεί να εν χρόνια, ακόμα τζιαι δεκαετία, αλλά θα κάμεις υπομονή. Εμείς επεράσαμε φτώσhια σόου ξέρουμε τζιαι γι' αυτό να κάμεις τζίνα που θα σου πούμε τζιαι θα είσαι μια χαρά."

Αποφάσισα λοιπόν να κρωστώ στους Ρώσους. Κάτι παραπάνω θα ξέρουν δε γίνετε. Τουλάχιστον για την ώρα δεν εφύαν.

Γι' αυτό όλα καλά τζιαι ωραία να λέμε, μπράβο στο 'ΟΧΙ' μας (σαν πολλά όχι δε λέμε γενικά σαν λαός; μήπως μας που αρνητικούς στην Ευρώπη;;;;; - κρύο αστείο της ημέρας) αλλά τα ζητήματα παραμένουν άλυτα.

Προτάσεις δεν έχω, μια μικρή Λου είμαι, αλλά χαίρομαι, και ελπίζω δηλαδή, για την αφύπνιση του λαού. Ας ελπίσουμε να μην είναι περαστική. 
Λυκόφως

Απαγόρευση καπνίσματος στου ΟΘΩΝΑ τα χρόνια!

$
0
0
πηγή
 Στου Οθωνα τα χρόνια, με Βασιλικό Διάταγμα (31 Ιουλίου 1856) υπογεγραμμένο από τη βασίλισσα Αμαλία, είχαμε την πρώτη ανακοίνωση για απαγόρευση του καπνίσματος!
Ευχαριστούμε το Γιάννη Κουτσοδόντη για την αποστολή του ντοκουμέντου που παρουσιάζουμε στη συνέχεια.

Τα σύνορα Ολλανδίας-Βελγίου μια καφετέρια

Yψηλή Pαπτική και Mόδα στην Eλλάδα του 20ου αιώνα

$
0
0



ΠΑΛIEΣ ΑΣΠPOMΑYPEΣ φωτογραφίες, άγνωστες όμορφες κυρίες, ρούχα γοητευτικά, μεταξωτά με δαντέλες, έξωμα, κομψά και με προσωπικότητα, συνθέτουν το κλίμα των αρχών του 20ού αιώνα, σε μια Eλλάδα που αναζητούσε το πρόσωπό της ανάμεσα στην τότε βασιλική αυλή και στο λαό που ακόμη δεν είχε χειραφετηθεί. H πρώτη κοσμική κίνηση που διαμορφώνεται κυρίως γύρω από το παλάτι δημιουργεί απαιτήσεις για τις Αθηναίες. Eκεί κοντά στο γύρισμα του αιώνα εμφανίζονται και τα πρώτα μοδιστράδικα περιωπής. Mε επίκεντρο την Πλάκα, την Eρμού κι αργότερα το Kολωνάκι, διεκδικούν το δικαίωμα να ντύσουν τη νεοπαγή μεγαλοαστική τάξη σύμφωνα με τα παρισινά πρότυπα. 
Γι' αυτό, άλλωστε, οι ιδιοκτήτες των πρώτων ελληνικών οίκων μόδας πηγαίνουν τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο στο Παρίσι, αγοράζουν κάποια κομμάτια, τα ακριβοπληρώνουν, τα αντιγράφουν, τα μεταποιούν, για να ικανοποιήσουν έτσι τα γούστα της γυναικείας πελατείας τους. Eισάγουν υφάσματα και αξεσουάρ. Σιγά- σιγά όμως κόβεται ο ομφάλιος λώρος. Eμφανίζονται οι πρώτοι Eλληνες σχεδιαστές μόδας, οι οποίοι δεν περιορίζονται μόνο στο σχεδιασμό ρούχων αλλά και υφασμάτων.
Mετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα πράγματα αλλάζουν άρδην. Oργανώνονται γκαλά σε οίκους μόδας και μεγάλα ξενοδοχεία, σταδιακά δημιουργείται μια μικρή αλλά σταθερή βιομηχανία γύρω από τη μόδα, με γνωστά μανεκέν και επώνυμους οίκους. Kι όπως πάντα ο περιοδικός κυρίως Tύπος της εποχής συμμετέχει ενεργά. H ελληνική μόδα αποκτά πρόσωπο, διεκδικεί κάποτε τα πρωτεία στην Eυρώπη και κυρίως στην Αμερική. H δεκαετία του '70 δημιουργεί ελπίδες. Oμως το θαύμα διαρκεί λίγο. Σήμερα, ελάχιστοι είναι οι Eλληνες σχεδιαστές μόδας που ξεχωρίζουν στο διεθνές στερέωμα. Eλπίδες υπάρχουν. Kανείς όμως επίσημος φορέας δεν φαίνεται να πιστεύει σ' αυτές.

πολιτισμός: Νίκος Καζαντζάκης: Η ζωή του ένας ανήφορος

$
0
0


130 χρόνια από τη γέννηση του
πολιτισμός: Νίκος Καζαντζάκης: Η ζωή του ένας ανήφορος
Δύο Ελληνες πασίγνωστοι στο διεθνές στερέωμα, ο γίγαντας του πνεύματος Νίκος Καζαντζάκης και η λαμπερή Μελίνα Μερκούρη, απολαμβάνουν τον ήλιο


Στις 18 Φεβρουαρίου 1883 γεννήθηκε ο μεγάλος έλληνας συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης. Μαζί με τον Καβάφη είναι οι δύο πιο γνωστοί έλληνες λογοτέχνες στο εξωτερικό, εξαιρουμένων των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Εφέτος που συμπληρώνονται 130 χρόνια από τη γέννησή του είναι μια σημαντική χρονιά καθώς έχουν προγραμματιστεί πλήθος εκδηλώσεων μετά και το τέλος, όπως είναι ήδη γνωστό, της πολυετούς διαμάχης μεταξύ της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν. Καζαντζάκη και των Εκδόσεων Νίκου Καζαντζάκη, πράγμα που γεμίζει τους μελετητές και τους αναγνώστες του συγγραφέα με αισιοδοξία για την ευρύτερη διάδοση του έργου του. Επιπλέον οι εκδόσεις των έργων του απέκτησαν νέο φιλολογικό επιμελητή, τον γλωσσολόγο και μελετητή του έργου του συγγραφέα δρα Νίκο Μαθιουδάκη.

Πληθωρικός

Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε μια πληθωρική λογοτεχνική προσωπικότητα. Από την πρώτη του δημοσίευση, δοκίμιο και πεζά ποιήματα με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή στο περιοδικό «Πινακοθήκη» και το πρώτο βιβλίο «Οφις και Κρίνος» (1906) ως την προβολή το 1957 στο Φεστιβάλ Καννών της ταινίας του Ζυλ Ντασσέν «Εκείνος που πρέπει να πεθάνει», βασισμένης στο μυθιστόρημά του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», ο Νίκος Καζαντζάκης έζησε μια πλήρη ζωή, γεμάτη ένταση, πνευματικές αναζητήσεις, λογοτεχνικές διαμάχες, μεγάλες φιλίες και μεγάλους έρωτες.

Παρά τα δύο Νομπέλ Λογοτεχνίας που έχει η Ελλάδα, ο Νίκος Καζαντζάκης εξακολουθεί να παραμένει ο πιο γνωστός έλληνας σύγχρονος συγγραφέας στο εξωτερικό και τα βιβλία του να κοσμούν όχι μόνο τα μεγάλα βιβλιοπωλεία αλλά και τα περίπτερα στα αεροδρόμια και στους τουριστικούς τόπους. Η ταινία «Ζορμπάς, ο Ελληνας» του Μιχάλη Κακογιάννη, με την εκπληκτική ερμηνεία του Αντονι Κουίν, έκανε τον ήρωά του πιο γνωστό ακόμη και από τον συγγραφέα του και αποτέλεσε ένα παγκόσμιο brand για την ελληνική ψυχή.

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου και τελείωσε το γυμνάσιο. Σπούδασε νομικά, τελειώνοντας με άριστα, στην Αθήνα. Παρακολουθεί αργότερα μαθήματα Φιλοσοφίας με τον Μπερξόν στο Παρίσι και συνεχίζει να δημοσιεύει. Η υφηγετική διατριβή του για τον Νίτσε θα σημαδέψει τη φιλοσοφία του, την προσωπική του στάση και την αισθητική του. Θα ασχοληθεί και με την πολιτική, καθώς θα δουλέψει στο γραφείο του πρωθυπουργού Βενιζέλου, γενικός διευθυντής στο νεοσύστατο υπουργείο Περιθάλψεως για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου, αλλά σχεδιάζει και παράνομη πολιτική δράση (αποτυχημένη) στην Κρήτη (1924-1925) και συλλαμβάνεται για λίγο. Μαχητικός δημοτικιστής, γίνεται ιδρυτικό μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου.

Ταξιδεύει πολύ σε όλον τον κόσμο, στις ευρωπαϊκές χώρες, στη Ρωσία και στην Κίνα. Γνωρίζεται με τον ρουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι και γίνονται αδελφικοί φίλοι. Παντρεύεται το 1910 τη Γαλάτεια Αλεξίου, με την οποία χωρίζει επισήμως το 1926. Το 1924 γνωρίζεται με την Ελένη Σαμίου, με την οποία θα παντρευτούν το 1945 με κουμπάρο τον μεγάλο φίλο του Αγγελο Σικελιανό, και θα ζήσουν όλα τα χρόνια μαζί. Προτάθηκε τρεις φορές για το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ενώ η Ιερά Σύνοδος θέλησε να απαγορευτούν τα βιβλία του. Ο «Τελευταίος πειρασμός», έργο του 1953, βρίσκεται στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Πολύπτυχο έργο

Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη είναι πολύπτυχο και εκτείνεται σε πολλές περιοχές της λογοτεχνίας. Εγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα, κάντος, ταξιδιωτικά, σενάρια για κινηματογράφο, θεατρικά έργα, παιδικά έργα, αναγνώσματα για το δημοτικό σχολείο, μεταφράσεις, διασκευές κλασικών, λεξικά, μυθιστορηματικές βιογραφίες που δημοσίευε ανώνυμα σε εφημερίδες και περιοδικά για βιοπορισμό, πολιτικά ρεπορτάζ κ.ά.

Στο μυθιστορηματικό του έργο παλεύει το απολλώνιο με το διονυσιακό στοιχείο, διαμάχη τόσο εμφανής στον «Καπετάν Μιχάλη» όσο και στον «Ζορμπά». 
Ο Μπερξόν, ο Νίτσε, ο Δάντης και Ομηρος είναι οι μεγάλοι του δάσκαλοι.
 Η «Ασκητική» του εδώ και χρόνια αποτελεί ένα μανιφέστο που επηρεάζει ποικιλοτρόπως τις νεανικές συνειδήσεις. Εμβληματικό έργο του είναι η εκ 33.333 στίχων «Οδύσσεια», η οποία, σε αντίθεση με το ταξίδι προς τα έξω που επιχειρεί ο ομηρικός Οδυσσέας, σε αυτήν ο Καζαντζάκης-Οδυσσέας επιχειρεί μια κατάβαση στον εσωτερικό του χώρο. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος τη χαρακτήρισε το έπος της μεταμοντέρνας εποχής σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι ο ποιητής σαν άλλος Βούδας «έφαγε όλα τα φύλλα της μουριάς και τα έκανε μετάξι».

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης βλέπει τη ζωή του σαν έναν διαρκή ανήφορο, μια αέναη πάλη. Λέει χαρακτηριστικά στο τελευταίο αυτοβιογραφικό χειρόγραφό του, στον πρόλογο του βιβλίου του «Αναφορά στο Γκρέκο»: «Τέσσερα στάθηκαν τ' αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας. Αυτή την αιματερή πορεία μου, από τη μια από τις μεγάλες αυτές ψυχές στην άλλη, τώρα που ο ήλιος βασιλεύει, μάχουμαι στο Οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω: έναν άνθρωπο να ανεβαίνει, με την ψυχή στο στόμα, το κακοτράχαλο βουνό της μοίρας του. Αλάκερη η ψυχή μου μια Κραυγή, κι όλο μου το έργο, το σχόλιο στην Κραυγή αυτή».

«Είμαι λέφτερος»

Εφυγε για πάντα από τη ζωή στις 26 Οκτωβρίου 1957, νοσηλευόμενος από απανωτές ασθένειες, στη μικρή γερμανική πόλη Φράιμπουργκ. Η κηδεία του έγινε στις 5 Νοεμβρίου, στο κατάμεστο από κόσμο Ηράκλειο. Ενταφιάζεται στον προμαχώνα Μαρτινέγκο. Στον τάφο του δεσπόζει ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός από ακατέργαστους κορμούς και η επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη περιγράφει ως εξής τον θάνατό του: «Ορθιος, όπως έζησε, παρέδωσε την ψυχή του, σαν τον βασιλιά που, αφού γλέντησε στο μεγάλο τραπέζι, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα και χωρίς να στραφεί πίσω διάβηκε το κατώφλι».

Οι Αγγελοι του Κολωνακίου

$
0
0


Η κλέφτρα πολυτελείας, οι εκπεσούσες κυρίες της καλής Αθήνας
 και οι Κινέζες με τα iPad μέσα από τα μάτια μιας αεροσυνοδού 
με κομμένα φτερά
Οι Αγγελοι του Κολωνακίου


Eίχε βαλιτσάκι με διπλό πάτο, εκεί καταλήξαμε τελικά. Στην κάμερα ασφαλείας είδαμε ότι ακούμπησε το βαλιτσάκι της στο ράφι με τις τσάντες και με το άλλο χέρι άρχισε να ψαχουλεύει στην τσέπη της. Μετά, χτύπησε το κινητό της, είπε «Περίμενε λίγο, δεν σε ακούω καλά» και βγήκε έξω, για ν’ ακούσει καλύτερα υποτίθεται. Δύο εκρού τσάντες από τη νέα ανοιξιάτικη κολεξιόν έκαναν φτερά. Πριν από λίγο έφυγαν οι άντρες της ιδιωτικής ασφάλειας. Μόλις έκλεισαν οι πόρτες πίσω τους αναρωτήθηκα φωναχτά αν οι παλιές μας πελάτισσες, αυτές που δεν έρχονται πια επειδή οι άντρες τους βρίσκονται στη φυλακή, έχουν γίνει κλεπταποδόχοι. «Δεν θα είχε μεγάλη πλάκα;» είπα στα κορίτσια. «Στ’ αλήθεια! Να είχε οργανώσει τη ληστεία μια γυναίκα που ο άντρας της κήρυξε πτώχευση, αλλά εκείνη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την καινούργια κολεξιόν;».
Είμαστε τέσσερις. Με μυαλό στο κεφάλι και μάτια στην πλάτη. Ακόμη δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι μας έκλεψε με αυτό το φτηνό κόλπο. Είμαστε χρόνια σε αυτή τη δουλειά. Εχουμε εκπαιδευτεί σε έναν από τους μεγαλύτερους οίκους μόδας στον κόσμο. Δεν φοράμε ποτέ μανό σε έντονα χρώματα, το μακιγιάζ μας είναι διακριτικό, τα μαλλιά μας πιασμένα κότσο. Είμαστε σαν αεροσυνοδοί πρώτης θέσης, αυτό μας είχαν πει στο σεμινάριο. Πρέπει να κινούμαστε με αβρές κινήσεις και διακριτικό χαμόγελο ανάμεσα στους πελάτες, να λέμε «Τι ωραίο αυτό που φοράτε» και να χαμογελάμε με κατανόηση, αλλά και με την απόλυτη συναίσθηση ότι εκείνοι κι εμείς ανήκουμε σε άλλους κόσμους. Αεροσυνοδοί, ναι. Μόνο που το αεροπλάνο είναι άδειο.
Λίγα χρόνια πριν, όλα ήταν διαφορετικά. Εμπαιναν στο κατάστημα πλούσιες γυναίκες με βαρύ άρωμα, έντονες χειρονομίες και μαργαριτάρια σε όλα τα δάχτυλα. Μερικές φορές, όταν κλειδώνουμε την πόρτα και τρώμε κάτω, στο κουζινάκι, η Τάνια, η Θεοδώρα, η Μίκα κι εγώ θυμόμαστε τις εποχές που ο οίκος μόδας έμοιαζε με γεμάτο λεωφορείο – έπρεπε να κρατιέσαι για να μην πέσεις. Το 2004 δεν χρειάζονταν σεμινάρια. Δεν προλάβαινες να πεις «Αυτή η τσάντα της νέας σειράς είναι ιδιαίτερα θηλυκή», επειδή η πελάτισσα έλεγε λαχανιαστά, με την έξαψη που έφερνε κάποτε η κατανάλωση, «Πολύ καλά, θα την πάρω». Τότε κι εμείς, υπνωτισμένες, επειδή συμμετείχαμε σε μια τόσο αυθόρμητη, τόσο απλή συναλλαγή, περνάγαμε τις πιστωτικές κάρτες στο μηχάνημα. Ακούγαμε τον μαλακό, σχεδόν τρυφερό, ήχο του πλαστικού που σέρνεται επάνω στο μέταλλο και χαιρόμασταν που όλα γίνονταν χωρίς προσπάθεια.
Μας φαινόταν φυσικό να λέμε μπροστά στο ταμείο με καθαρή, ακύμαντη φωνή: «Κοστίζει 2.500 ευρώ. Θα χρειαστείτε κάτι άλλο;». Και η αλήθεια ήταν πως όλες κάτι χρειάζονταν. Εκτός από εκείνες που προσπαθούσαν σκληρά, που μάζευαν χρήματα για μια καλή τσάντα. Συχνά θυμόμαστε μια κυρία που είχε έρθει με το μασουράκι της. Μετρημένα χαρτονομίσματα σε μια πλαστική θήκη, κι αυτή η θήκη τοποθετημένη σε μια άλλη μεγαλύτερη θήκη, και όλα αυτά σε ένα ξεφτισμένο πορτοφόλι. «Ηταν το όνειρό μου» μας είπε. Τότε, ακόμη και οι δημόσιοι υπάλληλοι αγόραζαν μια ακριβή τσάντα, από το μπόνους. Γύρω στο 2006 δεν ξέρω αν υπήρχε εργαζόμενη γυναίκα που να μην είχε μία επώνυμη τσάντα.
Υπήρχαν, φυσικά, και οι άλλες. Αυτές που μας έδειχνε η Μίκα στα περιοδικά, που κρατούσαν τις τσάντες στο χέρι σαν να ήταν πίνακες ζωγραφικής. Κάτω από τις γούνες, επάνω στο στέρνο τους, έλαμπαν ζαφείρια. Σύζυγοι ποδοσφαιριστών, μεγαλοεκδοτών, εμπόρων όπλων. Τραγουδίστριες, άεργες φιλάνθρωπες, παρουσιάστριες της πρωινής ζώνης. Εκείνες δεν έρχονταν, δεν τις βλέπαμε ποτέ. Τηλεφωνούσαν οι γραμματείς, έλεγαν η κυρία τάδε είδε στη γαλλική «Vogue» κάτι μοβ πλατφόρμες από δέρμα πύθωνα. Κι εμείς απαντούσαμε «Βεβαίως, μόλις τις παραλάβαμε, είναι εκτυφλωτικές. Ασφαλώς, έχουμε το νούμερο, 37, μάλιστα. Να τις φέρει το απόγευμα ο σοφέρ μας;».
Σήμερα βαράγαμε μύγες. Η γραμματέας της κυρίας τάδε δεν μας τηλεφωνεί πια. Πρέπει να τηλεφωνούμε εμείς. Και να λέμε ανέμελα, με τον τόνο που μας διδάσκουν στα σεμινάρια, «ξέρετε, ήρθε ένα βραδινό στο στυλ σας». Ή «Ηρθε μια κόκκινη καπιτονέ τσάντα και σας σκέφτηκα». «Ευγενική υπενθύμιση» λέγεται αυτό στη γλώσσα των σεμιναρίων. Αλλά δεν πιάνει πάντα, επειδή η κυρία τάδε ψωνίζει πολύ λιγότερο και σε κάθε περίπτωση από το εξωτερικό. Δεν θέλει να πέσει στη δαγκάνα της Εφορίας. Ισως, όμως, είναι πιο περίπλοκο. Ισως θέλει να ψωνίζει από ένα μέρος όπου δεν θα νιώθει ένοχη, από μια πόλη όπου οι άνθρωποι χαμογελούν ακόμη και πηγαίνουν σε δεξιώσεις.
Οσες έρχονται ακόμη μας λένε πράγματα που δεν θα έλεγαν ποτέ πριν από πέντε χρόνια. «Πόσο κάνει αυτό το σακάκι;». Ή «Φοβάμαι πως έχω κάτι παρόμοιο». Ή «Πού να το φορέσω; Δεν έχουμε πια τέτοια καλέσματα». Κάποτε ήταν ντροπή να μιλάνε έτσι, να ρωτάνε τιμές. Σήμερα έχουν προσαρμοστεί στο γενικό αίσθημα και μερικές το παίζουν και κακομοίρες επιπλέον. Δεν ξέρουν, όμως, τι σημαίνει κακόμοιρος. Υπάρχουν, φυσικά, και εκείνες που σου λένε εξωφρενικά πράγματα, που ακούγονται σαν νέα κάποιου άλλου πλανήτη. «Είμαι απαρηγόρητη, έφυγε η Φιλιππινέζα μου». Και τότε, μου έρχεται να τους πω κάτι που απαγορεύεται διά ροπάλου στα σεμινάρια: «Κυρία μου», θέλω να πω, «να σας συνοδεύσω έξω; Αν δεν έχει έρθει ακόμη ο οδηγός σας και κατηφορίσετε λίγο, θα δείτε ανθρώπους να τρώνε από τα σκουπίδια. Ισως μπορείτε να τους πείτε, όπως η Μαρία Αντουανέτα, αν δεν έχουν ψωμί, να φάνε παντεσπάνι και να δούμε όλοι μαζί τι θα συμβεί τότε». Οι φράσεις που δεν μπορώ να ξεστομίσω, οι ερωτήσεις που δεν μπορώ να θέσω έχουν φρακάρει μέσα μου και ο μόνος τρόπος να συνεχίσω να ζω είναι να παριστάνω πως είμαι μια ηθοποιός, ότι παίζω τον ρόλο μιας γκέισας που δεν τρεμοπαίζει ούτε βλέφαρο. Η Μίκα λέει ότι για ν’ αντέξει τη σύγκρουση των δύο κόσμων
– του εξωτερικού, που αρχίζει όταν κλειδώσουμε το κατάστημα και πάει η καθεμιά στο σπίτι της, και αυτού του κόσμου, του δικού μας, που διαρκεί όλη μέρα – έχει πάψει να βλέπει ειδήσεις. Λέει πως μόνο έτσι μπορεί να συνεχίσει να πουλάει και να χαμογελάει, κάνοντας πως τίποτα δεν έχει συμβεί. «Δηλαδή», της λέω, «δεν άκουσες ότι ο Λοβέρδος αποκάλεσε τους χρυσαυγίτες ακτιβιστές;». «Ποιος είναι ο Λοβέρδος;» απαντάει η Μίκα με απάθεια.
Ολες έχουμε αλλάξει. Δεν είναι θυμός ακριβώς, όχι, όχι, είναι μια αίσθηση ματαιότητας που προσπαθώ να τινάξω από πάνω μου για να συνεχίσω να κάνω τη δουλειά μου. Μερικές φορές αγγίζω τις γούνες, τα αιθέρια υφάσματα, και ονειρεύομαι ότι είναι δικά μου, αλλά όχι όπως παλιά. Αλλωστε, είδα τόσες κοπέλες να μπαίνουν στο κατάστημά μας συνοδευόμενες από γέρους που τρέμουν καθώς σηκώνουν το δάχτυλο και δείχνουν τα ρούχα. Ανοίγουν μετά ένα δερμάτινο πορτοφόλι και πληρώνουν τις κοπέλες, απλώς, αντί να πληρώνουν στην κρεβατοκάμαρα πληρώνουν εδώ, μπροστά στα μάτια μας.
Η πολυτέλεια δεν μου λέει τίποτα πια, το συζητάμε και με τα κορίτσια. Οταν φύγουν οι στυλίστες με τα ρούχα, μετά την εβδομαδιαία αλλαγή βιτρίνας ή μετά τον ποιοτικό έλεγχο μιας καινούργιας παραλαβής, υπάρχουν μερικές στιγμές μεγάλης σιωπής και τρόμου. Λες και ο πύθωνας των παπουτσιών ζωντανεύει και σέρνεται στο ωραίο γυαλιστερό μας πάτωμα. Ξεχνιόμαστε όλες χωρίς να μιλάμε. Οχι μόνο επειδή έχουμε πολύ χρόνο πια, αλλά και επειδή αυτό που σκεφτόμαστε δεν μπορεί να συζητηθεί, δεν έχει να κάνει με λέξεις. Είναι τρομερό και βαθύ, πιο βαθύ κι από τον πάτο της συλλεκτικής τσάντας που μας έκλεψε αυτή η γυναίκα με τη βαλίτσα.
«Τι λέτε; Αν την πιάναμε στα πράσα, δεν θα μπορούσαμε να τη βάλουμε κάτω;» 
είπε η Τάνια. Και τότε κοιταχτήκαμε και είπαμε ότι δεν αξίζει τον κόπο να παλέψουμε με την κλέφτρα για δύο τσάντες, άλλωστε στα σεμινάρια δεν μας έχουν μάθει πολεμικές τέχνες. Γελάσαμε πολύ με τη σκέψη ότι θα μπορούσαμε να ακινητοποιήσουμε την κλέφτρα σαν να ήμασταν οι Αγγελοι του Τσάρλι, «Οχι, όχι, οι Αγγελοι του Κολωνακίου, αυτό είναι όνομα για εμάς» είπε η Θεοδώρα και μας ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι και είδαμε έξω από την τζαμαρία ένα γκρουπ Κινέζων.
 Η παράταξή τους μπροστά στη βιτρίνα μάς ανακάλεσε στην τάξη.
Αλλη μια μέρα με tax free αρχίζει – είπαμε – και στρωθήκαμε στη δουλειά. Οι Κινέζοι είναι οι καλύτεροι πελάτες μας, ακόμη και η νέα παραλαβή γυαλιών γράφει επάνω «Αsian fitted». Μαζί τους η δουλειά είναι εύκολη, ξέρουμε τι τους αρέσει. Τα γυαλιστερά λουστρίνια και καθετί κόκκινο ή άσπρο, αλλά και μια απόχρωση του ροζ που θεωρούν ότι τους πάει. Δεν μιλάνε αγγλικά κι έτσι δεν σπάει αυτή η θεσπέσια σιωπή στο κατάστημα, μας δείχνουν μόνο κάτι στο iPad, την Κίρα Νάιτλι ή την Ντρου Μπάριμορ με ένα συγκεκριμένο φόρεμα, με μια ζώνη ή ένα μεσάτο σακάκι, κι εμείς χαμογελάμε συγκαταβατικά και τους οδηγούμε στα δοκιμαστήρια. Και έτσι περνάει άλλη μια μέρα με κλοπές και Κινέζους και πορεία προς τη Βουλή. Αύριο βλέπουμε.

Εν Αθήναις...το πράσινο σαπούνι και η ατομική καθαριότης

$
0
0

"Το παραδοσιακό  πράσινο σαπούνι από ελαιόλαδο φημίζεται για τις δερματολογικές, αντιρρυπαντικές και οικολογικές αρετές του."
Εκείνα τα χρόνια ποιός νοιαζότανε για τις "αρετές" του πράσινου σαπουνιού.
Σου έδινε το διχτάκι η μάνα την λίστα με τα χρειαζούμενα και φυσικά το τεφτέρι και γραμμή για το "παντοπωλείον η αφθονία".
Μεταξύ των άλλων που αγόραζες ήταν και πράσινο σαπούνι ....
Με αυτό λούσιμο και μπανιάρισμα στην σκάφη ...όλη η οικογένεια.
Το απολιφάδι το έβαζες στην κοινόχρηστη γούρνα της αυλής όπου έπλαινες
τα χέρια σου όταν έβγαινες από την κοινόχρηστη αλά Τούρκα τουαλέτα
με κώλ πέϊπερ από εφημερίδα στο καρφί.
Ο γκαζοντενεκές με τα χρησιμοποιημένα αδειαζότανε σε άλλον μεγαλύτερο
με τρύπες μαυρισμένο και καιγόντουσαν ....αυτό για σεβασμό στον σκουπιδιάρη
που άδειαζε τα σκουπίδια στο ανοιχτό φορτηγό και τα πατούσε για να εξοικονομήσει χώρο.

Από την Κύπρο....

$
0
0

Χαζοί

Νομίζω ο πολλύς κόσμος εν καταλάβει πόσο δύσκολα εν τα πράματα, ακόμα. Εγώ εν ξέρω να σας πω που τούτες τες μαλακίες. Εγώ ημουν χαρούμενη στον κόσμο μου. Εγώ εν καταλάβω ναμπον οι χώρες εχτός που τεράστιες εταιρείες, εγώ εν καταλάβω νάμπον τα λεφτά εχτός που μέσο εικονικό-χαρτούθκια-για απόκτηση αγαθών, εγώ εν καταλάβω νάμπον τα αγαθά εχτός που κάποια πράματα που μπορεί να σε ευχαριστούν, εγώ εν καταλάβω νάμπον οι τράπεζες εχτός που καμπόσους που ασχολούνται με αέρα κουπανιστό, τίποτε, εικονικά λεφτά, χρεώσεις και πιστώσεις, συναούμαστεν ούλλοι και αποφασίζουμε τούτο αξίζει τόσα, εσύ χρωστάς τόσα. Όπως που είμαστεν μιτσhιοί και επάιζαμε κούκλες, κουμέρες, λύκους και αρνάκια, εκάμναμε κάποιους κανόνες και ακολουθούσαμε τους, έτσι και τούτοι τωρά. Εγω εν καταλάβω δικαιώματα, νόμους, ιδιοκτησίες, εν καταλάβω τι σhίζουντε ούλλοι, εν θέλω τίποτε, εγώ νιώθω περαστική που τούτο τον τόπο, ασήμαντη, και ασήμαντα τούτα ούλλα. Και λυπούμε τους τούτους ούλλους, επειδή χάνουν το νόημα. Νομίζουν έχουν δύναμη, όπως η βασίλισσα των μελισσών, η βασίλισσα των μυρμηγκιών, το πιο δυνατό βακτήριο, τόση δύναμη έχουν στο σύμπαν. Χαζοί.

Εγώ θέλω την επιστήμη μου, να θωρώ τον ουρανό γαλάζιο και να σκέφτουμε αντανακλάσεις, να θωρώ το ψωμί και να σκέφτουμε ζυμώσεις, να εν όλα απτά, αληθινά και όμορφα, ηλεκτρόνια και πρωτόνια, μάζα και κενό. Εγώ θέλω τον χορό μου, να εν το πιο σημαντικό πράμα να με σώνει ένας καβαλιέρος να με σηκώσει στον αέρα και να μεν την φάω με τα μούτρα χαμέ, εγώ θέλω την μουσική μου, να ακούω τες νότες και να νιώθω πλήρης, θέλω να οδηγώ μες τον δρόμο με ανοιχτά παράθυρα, θέλω να στριφογυρίζω μες την πίστα, θέλω να πιω όλο το βόσπορο, θέλω να διαβασω ούλλα τα βιβλία του κόσμου, θέλω να περνώ τες ώρες μου να παρατηρώ τα αστέρια, να σπάζω τον νου μου να καταλάβω ποιά είμαι, ποιός είσαι, ποιοί είμαστε, θέλω να συζητώ για οτιδήποτε άλλο, θέλω μιαν ζωή που την έχω να την ζήσω όπως θέλω. Δυστυχώς πρέπει να είμαι μέλος τούτης της κοινωνίας, και να δρω με τους κανόνες της. Καταπιέζουμε, επειδή εν έχει νόημα για μένα τούτο ούλλο. 

Θέλω να νιώθω για τούτο τον τόπο όπως ένιωθα κάθε φορά που επέστρεφα και έβλεπα την πρώτη άκρια της γης από το παράθυρο του αεροπλάνου. 
Θέλω να μεν έκαμα λάθος
Θέλω να μείνω
Αλλά η ζυγαριά σάννα μου και κλίνει από την άλλη μεριά.
Επειδή εν φκαίνουν οι ισορροπίες, εν πολλοί οι συμβιβασμοί.
Η ζωή μου μια είναι, και ήδη επέρασα το 1/3 της.

Ετραγουδούσα συνέχεια παλιά το "Τα καράβια μου καίω"
ΠΗΓΗ

Επιστροφή στην Πατησίων

$
0
0


Tου Νικου Βατοπουλου
Υπάρχει κάτι διάχυτα παλαιο-αστικό στον άξονα της Πατησίων. Τυλίγει τις παλιές ακακίες και βάφει τα κτίρια. Πρόσφατα, χρειάστηκε να περπατήσω από τον σταθμό της Βικτώριας μέσω 3ης Σεπτεμβρίου, Αγίου Μελετίου, πλατείας Αμερικής για να φθάσω κοντά στην Αγίας Ζώνης. Ηταν μία περιδίνηση στον τροχό του χρόνου.
Σκεφτόμουν πόση αγάπη έχει μαζέψει αυτό το κομμάτι της Αθήνας (από το Μουσείο έως την Κυπριάδου και από τον Αγιο Ελευθέριο έως την πλατεία Λαυρίου) από τότε που πήρε την κάτω βόλτα. Οσο πιο πολύ κατρακυλούσε η «Πατησίων» (με όλες τις συνηχήσεις και τις αντιδράσεις που γεννάει το άκουσμά της), τόσο πιο τρυφερά τη σκέφτονταν όσοι την είχαν εγκαταλείψει, όσοι την υπέμεναν, όσοι παρακολουθούσαν το πέρασμά της σε μια μετέωρη κατάσταση. Ηταν σαν η Πατησίων να είχε περάσει σε ένα ουτοπικό καθεστώς ημι-σοβιετικής ανελευθερίας και η παλιά της ζωή να ήταν φωτογραφία σε κορνίζα.
Στη διάρκεια του 2013 «τρέχει» το πρόγραμμα «Η Πατησίων μας», που ξεκίνησε στην πλατεία Καλλιγά και λίγο μετά ξετυλίχτηκε με την ανοιχτή έκθεση φωτογραφίας σε βιτρίνες κλειστών καταστημάτων. Και θα συνεχιστεί με μια βεντάλια δράσεων με διαδρομές που ανιχνεύουν κινηματογράφους, θεάματα, κήπους. Ενα σύστημα αιμοφόρων αγγείων ξανά σε χρήση.
Ολα αυτά, που τα ξεκίνησαν πολίτες (όπως το Αθηναϊκό Καλλιτεχνικό Δίκτυο, που συντονίζει όλες αυτές τις δράσεις), προκαλούν νέες ματιές. Προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ συναισθηματικά από το μυθικό, για μένα, εκτόπισμα της «Πατησίων» (καθώς είναι η πατρίδα των παιδικών μου χρόνων) και να τη «διαβάσω» ψυχρά. Κάθε φορά με υπνωτίζει το αστικό της βάθος, το κτιριακό της απόθεμα και η «ενδιάμεση» μνήμη της, στα όρια του υποσυνείδητου, η μνήμη του άστεως, που κολυμπά σε μια θάλασσα προβολών και επιθυμιών. Και κάθε φορά που η ματιά μου σκανάρει παραθυρόφυλλα του 1930 και ξεχασμένες επιγραφές του 1960, σχηματίζεται στον νου η εικόνα για την Πατησίων του αύριο, που ίσως ξαναγεννηθεί, που ίσως αγαπηθεί ακόμη πιο πολύ.
Σήμερα, που ξανασυζητάμε, την Αθήνα του 2015-2020, με τη λαχτάρα να πιστέψουμε ότι η πόλη θα κινηθεί μπροστά και θα αρχίσει να λειτουργεί ως πρωτεύουσα, η Πατησίων ξεπροβάλλει σαν βραχίονας του αθηναϊκού κέντρου ως το πιο αυθεντικά αστικό κομμάτι της πόλης. Δρόμοι σαν την Πατησίων και την 3ης Σεπτεμβρίου έρχονται σήμερα να προσφέρουν δυνητικές υπηρεσίες στην Αθήνα του άμεσου μέλλοντος ως λεωφόροι με υλική και άυλη παρακαταθήκη. Σημαντικές οι υποδομές, αλλά αυτό που κάνει μια πόλη να είναι «πόλη» είναι αυτή η ανεξήγητη, φευγαλέα και ρευστή ατμόσφαιρα, που εισχωρεί στις αισθήσεις μας και αγκυλώνεται σαν δεύτερο σώμα. Η ατμόσφαιρα μιας πόλης είναι, όσο μακάβριο κι αν ακούγεται, οι σκιές των νεκρών της και οι ψίθυροι του παρελθόντος, εγγεγραμμένου σε προσόψεις κτιρίων, σε παλιά δέντρα, σε φωταγωγούς. Στην Πατησίων, τα φαντάσματα της «Ατθίδος», του «Αττικα», του «Ράδιο Σίτυ» επιζούν τρεμοπαίζοντας σε βουβή οθόνη μνήμης ή σε ροή αφηγήσεων, αλλά είναι αυτή ακριβώς η απουσία τους, όπως ένα πένθος, που μπορεί σήμερα να ξαναφέρει, με πείσμα, την Πατησίων μπροστά.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 10/3/13

Ο Τέρης Χρυσός δεν πληρώνει την εφορία

$
0
0




Ο Τέρης Χρυσός σε πρόσφατη συνέντευξή του σε εβδομαδιαίο περιοδικό μίλησε για τις οικονομικές δυσκολίες που περνάει, ενώ αναφέρθηκε και στην απόφασή του να σταματήσει να πληρώνει την εφορία.

«Δυσκολεύομαι πάρα πολύ. Όταν πήρα τη σύνταξή μου είχα πάρει αναδρομικά και τώρα μου έρχεται και μου ζητάει αυτά τα 15.000 που είχα πάρει, μου τα κάνει 23.000 ευρώ και μου τα ζητάει πίσω. Τους λέω λοιπόν ότι δεν έχω και μου προσημείωσαν το σπίτι μου. Πλήρωνα δυο χρόνια τις δόσεις μου αλλά τώρα τελευταία δεν μπορώ. Δεν αντέχω με τα 750 ευρώ της τιμητικής σύνταξης να ζω, να τρώω, να πληρώνω έκτακτες εισφορές και ένα σωρό άλλα πράγματα. Έτσι σταμάτησα να πληρώνω και λέω ας γίνει ό,τι θέλει... Δεν μπορώ να πληρώσω. Στο φινάλε μου χρωστάει το ΙΚΑ δεν του χρωστάω! Ο,τι θέλει ας γίνει», δήλωσε ο τραγουδιστής στο περιοδικό «Χάι», ο οποίος κινδυνεύει με έξωση από το ημιυπόγειο διαμέρισμά του στην Κυψέλη.

Ο τραγουδιστής αναφέρθηκε και στην Αννίτα Πάνια: «Η Αννίτα είναι πολύ καλή μου φίλη. Με έχει βοηθήσει αρκετά και αυτό το γεγονός το εκτιμώ ιδιαίτερα. Ήταν μια υπόθεση της σύνταξής μου, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, γιατί με έχουν αδικήσει πάρα πολύ σε αυτό το θέμα και με είχε καλέσει να το συζητήσουμε. 

Με είχαν βάλει και στην επιτροπή τραγουδιού - τότε έκανε την εκπομπή με τα ταλέντα. Με στεναχωρεί βέβαια το γεγονός ότι πολλοί καταξιωμένοι τραγουδιστές δεν ήθελαν να πάνε και με έβριζαν όταν πήγα λέγοντάς μου μα πως θα πας σε μια τέτοια εκπομπή μπανάλ χωρίς ουσιώδη θέματα. Μετά βέβαια πήγαν όλοι οι υπόλοιποι. Μετά δεν ήταν μπανάλ».
πηγή


.

"Επιστροφή απ' το Αύριο". (μυθιστόρημα)

$
0
0


Μικρά, τυχαία αποσπάσματα.... 

                                                      "..........................................................................................................
Επιστροφή απ΄ το αύριο    Δυστυχώς, στο σχολείο δεν είχαμε μάθει ακόμη για τον Άτλαντα ώστε να μπορέσω να τον αντιστοιχίσω, όμως μου θύμιζε, ακριβέστατα, έναν άλλο τύπο της γειτονιάς, τον περίφημο Τάσο! Τον μπεχλιβάνη, τον παλαιστή, το παλικάρι, τον ήρωα! 
   Ο τύπος αυτός εμφανιζόταν τ’ απογεύματα σεδιάφορες πλατείες στις γειτονιές της Αθήνας. Μεγάλες, κεντρικές και πολυσύχναστες κατά προτίμηση, για ευνόητους λόγους. Εκεί έδινε τις παραστάσεις του, σαν καλός σολίστας - μπεχλιβάνης. Παραστάσεις δύναμης και παλικαριάς.
   Άπλωνε, κατ’ αρχήν, τα σύνεργά του στην πλατεία. Αλυσίδες, σίδερα, σχοινιά, τράπουλες, τούβλα και διάφορα άλλα περίεργα. Για να βλέπει το φιλοθεάμον κοινό και να εντυπωσιάζεται. Μαζί με φωτογραφίες σε πόζες αγριμιού έτοιμου να σε κατασπαράξει, μετάλλια αγνώστων ανδραγαθημάτων (μάλλον αγορασμένα από το Μοναστηράκι, Δημοπρατήριο το λέγανε τότε) και διάφορα άλλα τέτοια … πιστοποιητικά ανδρείας και λεβεντιάς! Μετά μάζευε, διαλαλώντας με στεντόρεια φωνή την παράσταση, στην αρχή τημαρίδα και τους αργόσχολους και μετά, λίγο-λίγο, όλους τους περίεργους περαστικούς ή και όσους τον ήξεραν από προηγούμενες εμφανίσεις. Γδυτός μ’ ένα λιγδιασμένο δερμάτινο σορτσάκι, φαρδιά πέτσινη ζώνη στη μέση με γυαλιστερή, μπρούτζινη, αγκράφα, κορδέλα στο μέτωπο και φαρδιά δερμάτινα βραχιόλια να σφίγγουν τους καρπούς των χεριών. Ίδιος ο περίφημος δούλος Σπάρτακος, επί το...λυμφατικότερο, αφού ο ταλαίπωρος Τάσος ήταν σκέτος σπάγκος στο σουλούπι! Πετσί και κόκαλο. Όμως  για να λέμε την αλήθεια, διέθετε πολύ νεύρο και μεγάλη δύναμη.
   Αυτός λοιπόν ο Τάσος, τι «ταρζανιά» ήθελες και δεν έκανε. Λύγιζε σίδερα, έσπαγε πέτρες και τούβλα μ’ ένα χτύπημα καράτε, έσκιζε ολόκληρες τράπουλες στα δύο, κράταγε πρόκες ανάμεσα στα δάχτυλα και με μια μπουνιά τις κάρφωνε σε μια σανίδα που κρατούσε στο άλλο χέρι και έκανε ένα σωρό άλλα «κατορθώματα» που άφηναν όλους, και ιδίως εμάς τους μικρούς θαυμαστές του, έκθαμβους και κατάπληκτους! 
   – Τς, τς, τς…. Τι κάνει, ρε συ, το παλικάρι!! 
   Και κάθε τέταρτο ο λεβέντης σταμάταγε για λίγο τη δράση για ξεκούραση αλλά, κυρίως, για να βγάλει δίσκο, περιφέροντάς τον στον ευρύτατο κύκλο του φιλοθεάμονος κοινού και μαζεύοντας πενταροδεκάρες. 
   – Για να βγει η φασολάδα, ρε παιδιά! Ο,τι έχετε ευχαρίστηση. Οπως δήλωνε ο ίδιος. Για να ζήσει ο αθλητής, ρε παιδιά!
   Το μεγάλο κλου, όμως, της παράστασης ήταν το αλυσόδεμά του! Το μεγαλύτερό του ανδραγάθημα. 
   Ζητούσε από την παρακολουθούσα ομήγυρη κάποιον, ή κάποιους δυνατούς εθελοντές, τους έδινε μια τεράστια και μακριά αλυσίδα και τους έλεγε να τον δέσουν. Όσο πιο σφιχτά μπορούσαν. Κι αυτός, μετά, με διάφορες κινήσεις, τσαλίμια και τινάγματα λυνόταν. Σε σύντομο χρόνο! Θαύμα! Μπράβο το παλικάρι! Χαλάλι του πλέον τα φραγκοδίφραγκα που έπεφταν βροχή στον δίσκο αντικαθιστώντας τις, προηγούμενα ριφθείσες, πενταροδεκάρες. Και δώσ’ του χειροκρότημα και σφυρίγματα επιδοκιμασίας της παιδικής γαλαρίας! 
   Ωσπου κάποια μέρα ήρθε η καταστροφή! Η κωμικοτραγική αποκαθήλωση του ήρωα Τάσου και η πλήρης ξεφτίλα και γελοιοποίηση. Ο φουκαράς δεν απέφυγε τη μοιραία κατάληξη του πλείστου των «λαϊκών» ηρώων του είδους και της λαϊκής ζήλιας και κακεντρέχειας. Καταραμένη μοίρα και κοινωνία άσπλαχνη!
   Η απομυθοποίηση έγινε στη μικρή πλατεία, μπροστά στον Άγιο Κωνσταντίνο της Λένορμαν, εν όσο η παράσταση προχωρούσε κανονικά κι ο «λεβέντης» θριάμβευε. Ξαφνικά, εκεί που ο τύπος, αγωνιζόμενος σκληρά, ίδρωνε και ξίδρωνε, είχε την ατυχή έμπνευση να ζητήσει λίγο νεράκι από τους θεατές. Να ξεδιψάσει λιγάκι. Αρχή καλοκαιριού ήτανε, ζέστη έκανε, κουρασμένος ήτανε, το νερό του χρειαζόταν. Κοράκιασε ο χριστιανός. 
   – Λίγο νεράκι, ρε παιδιά, στο παλικάρι! 
   Κάποιοι μάγκες, που μάλλον του την είχαν στημένη, ή θέλησαν να κάνουν πλάκα, όπως αυτοί την εννοούσαν, προσφέρθηκαν να τον κεράσουν λεμονάδα. Και του έδωσαν μία καθαρτική! Ο ατυχής Τάσος, μέσα στη μεγάλη του δίψα, την κατέβασε μονορούφι, χωρίς ν’ αντιληφθεί περί τίνος επρόκειτο. Αμφιβάλλω αν είχε πιει ποτέ του καθαρτική λεμονάδα. Ακόμη και η συνολική πείρα του για τις κοινές λεμονάδες θα ήταν, σίγουρα, φτωχή λόγω… φτώχειας. Οι εποχές καθιστούσαν το είδος σπάνιο… απεριτίφ! 
   Η παράσταση προχωρούσε κανονικά, μια και η δράση του καθαρτικού δεν είναι ακαριαία, αλλά απαιτεί κάποιο χρόνο. Και αυτό έγινε, κατά διαβολική σύμπτωση, όταν ο δυστυχής βρέθηκε δεμένος με την αλυσίδα!
   Θέλεις η ατυχής συγκυρία, θέλεις το, περιστασιακά, καλύτερο δέσιμο, θέλεις η απώλεια δυνάμεων λόγω του φαρμάκου και της αγωνίας για τουαλέτα, ο Τάσος βρέθηκε, τη… στιγμή μηδέν, αλυσοδεμένος σφιχτά να προσπαθεί απεγνωσμένα ν’ απαλλαγεί από τα δεσμά για να αναζητήσει, επειγόντως, τουαλέτα και να μην μπορεί! Ενα πολλαπλό και πολύπλοκο πρόβλημα με πολύ δύσκολη επίλυση στην πιο ακατάλληλη στιγμή!! Το μεγαλύτερο, ίσως, της «αθλητικής» του καριέρας. Ο τετραγωνισμός του κύκλου για τον «σπουδαστή» Τάσο!
   Οι θεατές, που στην αρχή δεν καταλάβαιναν τίποτε, έβλεπαν απορημένοι το «παλικάρι» με ιδιαίτερη μανία και ορμή να προσπαθεί να λυθεί. Να παλεύει, να στριφογυρίζει, να κυλιέται στο έδαφος και σιωπούσαν αμήχανοι αγωνιούντες κι αυτοί με την προσπάθεια του παλικαριού. Στο μεταξύ, άρχισε να διαδίδεται, σιγά σιγά, ο λόγος της αγωνίας του Τάσου και η αρχική θυμηδία, προϊόντος τουχρόνου, μεταβαλλόταν σε τρανταχτά γέλια που έπνιγαν τις απεγνωσμένες κραυγές του «λεβέντη» για βοήθεια.  Στο τέλος δεν άντεξε! 
   – Έλεος  χριστιανοί, βοηθήστε με, μωρέ, γιατί χέζομαι. Λύστε με, βρε! 
   Σιγά μη νοιαστεί κανείς! Τα γέλια, τα ξεφωνητά και τα σφυρίγματα της γαλαρίας έφταναν μέχρι την Ομόνοια! 
   – Βοήθεια, χριστιανοί, χέζομαι!!! 
   Ο φουκαράς ο Τάσος σφιχτοδεμένος σαν λουκάνικο με τις αλυσίδες του μαρτυρίου προσπαθούσε με μικρά βηματάκια, αφού το δέσιμό του έφτανε μέχρι τα γόνατα, ίδια γιαπωνέζα γκέισα σαν τη Μαντάμ Μπατερφλάι, ας πούμε, να φύγει από την πλατεία και σπεύσει, πελιδνός και κάθιδρος, να βρει χωράφι να «τα κάνει» με την ησυχία του! Λίγο πιο πέρα, πίσω από το θερινό σινεμά το « Άκρον», όντως υπήρχε άχτιστο οικόπεδο. Και μάλιστα με ψηλά χορτάρια. Προς τα εκεί κατευθύνθηκε χοροπηδώντας αλυσοδεμένος, σαν καγκουρό,  ο δύσμοιρος Τάσος. Με το σορτσάκι, τις αλυσίδες, με τα όλα του! Φτάνει ν’ ανακουφιστεί από τα σουβλερά κοψίματα της κοιλιάς του.
   Η πιτσιρικαρία στην αρχή τον ακολουθούσε κατά πόδας σφυρίζοντας και γιουχάροντας. 
   – Όλο! Ο Τάσος χέζεται. Ζήτω! 
   Και δώσ’ του χάχανα και πανηγύρια. Καμιά φορά η παιδική αφέλεια γίνεται αφόρητο σαδιστικό βάσανο και τα απερίσκεπτα παιδικά μαρτύρια, χωρίς τη λογική της ωριμότητας, θα τα ζήλευε κι η πιο σκληρή και αδυσώπητη χούντα!
   Τελικά οι μεγάλες τσουκνίδες και η άναρχη βλάστηση του παρακείμενου χωραφιού περιέσωσαν τα λείψανα της αξιοπρέπειας του ταλαίπωρου μπεχλιβάνη και του επέτρεψαν… ν’ ανακουφιστεί, κρυμμένος στα χόρτα, χωρίς περαιτέρω ξεφτίλα.
   Κι εκεί καλυμμένος δεμένος και ολόχεστος, σαν μωρό στις πάνες του, έμεινε μέχρι να νυχτώσει και ν’ αραιώσει η κίνηση!
   Το φινάλε της ιστορίας το έμαθα την επομένη, γιατί η νύχτα που έπεφτε και ο ατελής δημόσιος φωτισμός έβαζε τέλος στη παράσταση επιβάλλοντας διάλυση της ιλαρής συγκέντρωσης και την εσπευσμένη επιστροφή στο σπίτι, καθ’ όσον η μητρική κουτάλα δεν συγχωρούσε και πολύ μεγάλες αργοπορίες. Η νύχτα τρόμαζε τη μητέρα μου και η κουτάλα εμένα!
   Ο δυστυχής ο Τάσος, αφού λύθηκε, χεσμένος σαλτάρισε στην παρακείμενη κλειδωμένη Παιδική Χαρά, πλύθηκε, ξεσκατίστηκε, μάζεψε τα εγκαταλελειμμένα στην πλατεία σύνεργα της μοιραίας παράστασης κι όπου φύγει φύγει. Συντετριμμένος, ταπεινωμένος και … κατάχεστος!
   Έκτοτε, δεν ξαναφάνηκε ποτέ στη γειτονιά. Οι πληροφορίες ανέφεραν ότι εθεάθη, κάπου κατά Θησείο μεριά, να δίνει τις παραστάσεις του. Μπορεί. Πάντως τα δυτικά σύνορα του Μεταξουργείου δεν τα ξαναπέρασε ποτέ!

Μια Φορά Και Έναν Καιρό

$
0
0

Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ



Όσο κι αν φανεί σε πολλούς απίστευτο, υπήρξε εποχή που ήμασταν κι εμείς παιδιά. Σε μια εποχή που η χώρα μας μετρούσε τις πληγές της και προσπαθούσε να τις θεραπεύσει πασαλείβοντάς τες με βάμμα ιωδίου, μεγαλώναμε με τα κοντά παντελονάκια μας, γεμάτοι αθωότητα, στις αλάνες της γειτονιάς.

Τρέχαμε και κυνηγιόμασταν παίζοντας κρυφτό, κυνηγητό ή κλέφτες κι αστυνόμους, αλλά και υπερασπιζόμασταν με πετροπόλεμο την επικράτειά μας αν δεχόμασταν επιδρομή από τον «επάνω μαχαλά», που εποφθαλμιούσε τους βόλους και τις γκαζές μας.

Στα άχτιστα οικόπεδα, όπου πέταγαν οι περίοικοι τα ξεχαρβαλωμένα έπιπλά τους και ό,τι άλλο άχρηστο είχαν, θέριευαν οι τσουκνίδες και ήταν αρκετό ένα ακούμπισμα πάνω τους για να νταουλιάσει το γυμνό ποδαράκι σου και να πεις «μπιρ Αλλάχ» από τη φαγούρα. Πάνω στην παρθένα και αδιαμόρφωτη γη φύτρωναν την άνοιξη κάθε λογής αγριολούλουδα, με κυρίαρχο το ευωδιαστό χαμομήλι, που το συναγωνίζονταν όπου έβρισκαν λίγο χώμα άγριες κίτρινες μαργαρίτες, με εμβόλιμη ανάμεσά τους καμιά καχεκτική παπαρούνα, που πρόσθετε το χρώμα της και τον εφήμερο βίο της στο πανηγύρι της φύσης. Η ίδια αυτή παρθένα γη μεταμορφωνόταν σε σκόνη το καλοκαίρι, που πασπάλιζε τα πάντα, τον δε χειμώνα σε λάσπη αδιάβατη, που τσαλαβουτούσαμε μέσα της ως τους αστραγάλους για να πάμε σχολείο. Επιστρέφοντας, μας καταχέριζε η μάνα μας επειδή της λασπώναμε τα κιλίμια.

Μεγαλώναμε με τα κοντά παντελονάκια μας, γεμάτοι αθωότητα, χωρίς να μας απασχολούν και να μας βασανίζουν υπαρξιακά προβλήματα, έχοντας όμως πλήρη επίγνωση της ανωτερότητας του ανδρικού φύλου μας. Έτσι, η ομάδα μας αντιμετώπιζε τα κορίτσια όπως αντιμετώπιζαν τους μαύρους στη Νότια Αφρική. Όταν τις συναντούσαμε στον δρόμο, πεταχτούλες, με τους ροζ φιόγκους στα κοτσιδάκια τους, να ψιλοτρέχουν φοβισμένες, απλώς τις περιφρονούσαμε. Αλλά, όταν είχαμε κέφια, τους ορμούσαμε πότε για να χώσουμε καμιά ακρίδα στο ντεκολτέ τους και πότε για να πετάξουμε κανέναν βάτραχο στη μούρη τους. Σκέτη απόλαυση ήταν τα ουρλιαχτά τους. Ιδίως τότε που χώσαμε μια τόση δα μικρούλα σαύρα, ζωντανή, στον κόρφο της Μαιρούλας, που από τον φόβο κατουρήθηκε επάνω της…

Πάντως, συν τω χρόνω, οι μεγαλύτεροι της γειτονιάς, υπό τη μορφή κρυφού σχολειού και με αμοιβή το πενιχρό μας χαρτζιλίκι, μας μύησαν στη χρησιμότητα του γυναικείου φύλου. Και από τότε, ηρέμησαν μεν εκείνες, αναστατωθήκαμε όμως εμείς.

Έτσι κυλούσε ο χρόνος στη γειτονιά μας, μια τυπική γειτονιά σαν όλες σχεδόν της Αθήνας, που ονομάζονταν Καλλιθέα, Κατσιπόδι, Ποδαράδες και τόσες άλλες, όπου το «αύριο» σε τίποτα δεν έμοιαζε με αύριο, καταπώς λέει ο ποιητής. Μόνον κάθε χρόνο τέτοιες μέρες που βαδίζαμε πλησίστιοι προς το Πάσχα οι γειτονιές άλλαζαν όψη, και ειδικά από την Καθαρά Δευτέρα, που μπαίναμε στη Σαρακοστή, άρχιζαν οι λαμπριάτικες ετοιμασίες. Για εμάς όμως τα παιδόπουλα το μεγάλο πανηγύρι άρχιζε με τις Απόκριες. Από την Πρωτοχρονιά γνωρίζαμε πότε το «Τριώδιον άρχεται» διαβάζοντας τα «πασχάλια» στον Καζαμία του «Αστέρος» και του Σαλίβερου. Βέβαια, καταπώς λέγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι: «Ουδέν καλόν αμιγές κακού», ή και αντίστροφα, διότι ποια γλέντια και ποια ξεφαντώματα να ονειρεύεσαι και να προσδοκάς όταν πάνω από την «εν χρω κεκαρμένη» κεφάλα σου επικρέμονταν ως δαμόκλειος σπάθη οι εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου; Πώς να γελάσεις με την αστεία μουτσούνα του μασκαρά όταν στη θέση της σου πρόβαλλε σαν όραμα η ξινισμένη μουράκλα του «μαθηματικού»; Και με τι καρδιά ν' ακούσεις τους μασκαρεμένους «τροβαδούρους» που περιφέρονταν στη γειτονιά τραγουδώντας παρλάτες με χοντρά διφορούμενα; Χασκογελούσαν κοκκινίζοντας οι κοπέλες, αλλά στα παιδικά μας μάτια πρόβαλλε πάλιν νοερά σαν Χάρος ο μαθηματικός, κραυγάζοντας: «Τι εστί ελάχιστον κοινόν πολλαπλάσιον;».

Παρ' όλα ταύτα, καθώς σε όλη τη διάρκεια της Αποκριάς οι ατραξιόν δεν έλειπαν, τον λιγοστό μας άρτο συμπλήρωναν πλουσιοπάροχα θεάματα, που κυρίως εμείς τα πιτσιρίκια απολαμβάναμε μέχρι τρυγός. Τα «δρώμενα», για να μεταχειρισθώ την προσφιλή λέξη του αείμνηστου Έβερτ τα χρόνια της δημαρχίας του, ήσαν προκαθορισμένα. Άλλοτε πρώτο έκανε την εμφάνισή του στη γειτονιά «το αλογάκι», ένα ομοίωμα αλόγου από χαρτόνι που είχε ζωσμένο στη μέση του και χόρευε ο καλλιτέχνης, άλλοτε παράσταση έδινε το «γαϊτανάκι», όπου μερικοί αρλεκίνοι, κρατώντας μια χρωματιστή κορδέλα που κατέληγε σ' ένα υψηλό κοντάρι, φέρνανε γυροβολιές, με χορό που έμοιαζε ανάμεσα σε βαλς εζιτασιόν και τσάμικο. Υπήρχε, τέλος, και η ζωντανή αρκούδα που, αλυσοδεμένη από τη μύτη, ήταν εξπέρ στην παντομίμα. Την πρόζα κάλυπτε ο «Πασχάλης», ένα υποτυπώδες κουκλοθέατρο που μπορούσε να χαρακτηρισθεί «το θέατρο του ενός», αφού τον Πασχάλη υπεδύετο ο θιασάρχης-ηθοποιός, που ταυτόχρονα εκτελούσε και χρέη ταμία. Το νταούλι ήταν το κυρίως μουσικό όργανο που χρησίμευε στις υπαίθριες αυτές παραστάσεις για μουσική υπόκρουση, συνοδευόμενο ενίοτε κι από κλαρίνο. Με τον ήχο του ειδοποιούνταν οι κάτοικοι για την άφιξη του θιάσου πριν ακόμη φτάσει σε κάποιο πλάτωμα της συνοικίας, απ' όπου θα άρχιζε την παράσταση.

Εκείνο όμως που μας έμεινε αξέχαστο, εκείνο που κάθε χρόνο έρχεται στη μνήμη μας και μας πλημμυρίζει την ψυχή από συγκίνηση, ήταν οι αετοί που φτιάχναμε με μοναδική μαεστρία με τα χεράκια μας για να τους αμολήσουμε την Καθαρά Δευτέρα. Καθένας έφτιαχνε τον δικό του, αλλά στην κατασκευή συνεργαζόταν όλη η παρέα, ακολουθώντας το ιπποτικό «όλοι για όλους». 
Το φτιάξιμο, η ουρά, τα ζύγια ήταν παιχνίδι. Το δύσκολο ήταν οι πρώτες ύλες, που κόστιζαν για τα πτωχά βαλάντιά μας πανάκριβα. Για τον σκελετό δεν υπήρχε πρόβλημα. Κάπου θα βρίσκαμε μια καλαμιά για να κόψουμε ένα καλάμι σε βέργες. Εκείνο όμως το στέρεο λεπτό χρωματιστό χαρτί που έμοιαζε με λαδόχαρτο, το κάθε φύλλο του κόστιζε μια περιουσία. 
Μεγάλο κόστος είχε και ο σπάγκος, και χρειαζόσουν αρκετό για ν' αμολήσεις καλούμπα και να πάει ψηλότερα απ' όλους. Κλέβαμε από την κουζίνα του σπιτιού αλεύρι για να φτιάξουμε αλευρόκολλα και φώναζε η γιαγιά του Κωστάκη που δεν έβρισκε αλεύρι να φτιάξει κουρκούτι για το τηγάνισμα. Ήταν μια ζαρωμένη αεικίνητη γριούλα, πρόσφυγας από τη Σμύρνη, που τον αετό τον έλεγε «τσερκένι». Προνοητικοί, είχαμε προμηθευτεί ένα κονσερβοκούτι από καιρό και το είχαμε κρυμμένο. Τότε, σε κονσέρβα κυκλοφορούσαν στην αγορά μόνον πελτές τομάτας, το σακχαρούχο γάλα Βλάχας και τα ντολμαδάκια Ρεκόρ. Και ήταν σκεύος απαραίτητο για την κατασκευή της αλευρόκολλας. Πολύ χρόνο καταναλώναμε για να γίνουν όλα τέλεια. Τον στολίζαμε με «σκουλαρίκια», με δυο φούντες, δηλαδή, στο πλάι, και μια γιρλάντα γύρω γύρω για ν' ακούς ένα «φρου φρου» από τον αέρα καθώς θα έπαιρνε ύψος, και καρτερούσαμε τη μέρα που θα αναμετριόμασταν στους… αιθέρες!
...Χρόνια αργότερα, γερόντιο πια, έβλεπα στη Λεωφόρο Ποσειδώνος στο Φάληρο να καταφθάνουν φορτηγάκια και να ξεφορτώνουν εκατοντάδες αετούς βιομηχανοποιημένους, με ποδοσφαιρικά εμβλήματα σαν πλακάτ στην πρόσοψη, με ουρές προκατασκευασμένες, λειψές, να περιμένουν να σταθεί η κούρσα με τον πελάτη. Ήταν ένα θέαμα φαντασμαγορικό από την πολυχρωμία του. Ένα θέαμα που σ' εμάς τους παλιούς έφερνε δάκρυα, γιατί νιώθαμε πως καμιά ψυχική επαφή δεν έχουνε πια τα παιδιά με τα θλιβερά αυτά αντικείμενα… 
πηγή

Εν Αθήναις....η ταξιθέτρια

$
0
0


Δούλευε στο θέατρο εκείνα τα χρόνια....δεν ήταν ηθοποιός αλλά γενικών καθηκόντων.
Έμενε στην γειτονιά σε ένα δωμάτιο μόνη της...πάντα περιποιημένη ευγενική.
Έφευγε το μεσημέρι και γύριζε αργά το βράδυ όταν τελείωναν οι παραστάσεις
πολλές φορές και με τα πόδια.
Η δουλειά της ταξιθέτρια αλλά και βοηθός στα καμαρίνια των ηθοποιών.
Έραβε τα ξηλωμένα κοστούμια....έφιαχνε καφέδες....
Όταν τελείωνε η παράσταση καθάριζε μαζί με τις άλλες ταξιθέτριες
το θέατρο.
Δεν είχε μισθό....φιλοδωρήματα μόνον από τους θεατές που τους έδειχνε
τις θέσεις τους και από τους ηθοποιούς για τα θελήματα.
Οι γείτονες την αγαπούσαν της πήγαιναν και κανένα πιάτο φαϊ και αυτή 
δεν το ξεχνούσε.
Τους έδινε προσκλήσεις για το θέατρο....
Τα παιδιά τα πήγαινε στα καμαρίνια να δούν τους ηθοποιούς και να πάρουν
φωτογραφίες με αφιέρωση.
Μαγεία τότε το θέατρο....η επιθεώρηση....οι κωμικοί ηθοποιοί που τους είχαμε
και στα χαρτάκια στις χαπαχούπες που παίζαμε....που τους βλέπαμε στον κινηματογράφο ήταν μπροστά μας στην σκηνή.
Αλλά και μετά στα καμαρίνια να σε χαιρετούν να σε ρωτούν το όνομά σου
και εσύ την επόμενη ημέρα στην αλάνα να τα λές στους φίλους σου.

Πίσω στα παλιά


Ο ψεύτης και ο κλέφτης....

$
0
0

....πορεία μικροομολογιούχων στο Κέντρο της Αθήνας.
πηγή

Από την Κύπρο

$
0
0

Ένα μάτσο ξεφτιλισμένοι φιλάργυροι!

Το κείμενο δεν είναι δικό μου.
Είναι καλό food for thought και αναδημοσιεύω από εδώ:



Την επόμενη φορά που θα κληθούμε να πάρουμε μία σοβαρή απόφαση, ας ρίξουμε πριν μία ματιά στον Πενταδάκτυλο. Και ας διερωτηθούμε: γιατί είμαστε η μοναδική ημικατεχόμενη χώρα στην Ευρώπη;

Προφανώς και…

δεν φταίνε για όλα οι ξένοι και το σύστημα.

δεν βάλθηκαν όλοι να μας καταστρέψουν.

δεν τα κάνουμε όλα τόσο σωστά όσο νομίζουμε.

δεν είμαστε το κέντρο της γης.

δεν εξαρτάται όλος ο πλανήτης από τα κέφια μας.

είμαστε ευκολόπιστοι.

εκδηλώνουμε με λάθος τρόπο τον πατριωτισμό μας.

τη κρίσιμη στιγμή παίρνουμε λάθος αποφάσεις.

Δεν είμαστε οι έξυπνοι της ευρωζώνης
Είμαστε μικρή χώρα. Αδύναμη. Οι Ρώσοι κάνουν 40 δις εμπόριο με την Τουρκία και προμηθεύουν αέριο όλη τη Γερμανία. Σιγά να μην τα θυσιάσουν για εμάς, που τόσο χρόνια τους «τσιμπάγαμε» τους καταθέτες - ακόμα παρακαλάει ο Πούτιν για τη λίστα.

Είναι λάθος να κάνουμε παιχνίδια εκεί που δεν μας παίρνει. Ισπανοί, Ιρλανδοί, Πορτογάλοι, Έλληνες, οι Ιταλοί  ίσως αύριο, δεν είναι όλοι βλάκες. Δεν περίμεναν τους έξυπνους Κύπριους να δείξουν το δρόμο.

Μόνο οι… εκβιαστές
Η πικρή αλήθεια είναι πως ούτε οι Αμερικάνοι, ούτε η Ρώσοι, ούτε η Ελλάδα έδωσαν λεφτά. Μόνο οι εκβιαστές, οι νεοναζί, οι κλέφτες της ευρωζώνης πρόσφεραν κατιτίς, έστω 10 δις ευρώ (και άλλα τόσα για τις τράπεζες). Λεφτά που πληρώνει ο Γερμανός, ο Αυστριακός, ο Φιλανδός, για να είμαστε δίκαιοι.

Αν δεν μας αρέσουν οι όροι τους, δεν μας υποχρεώνει κανένας να δανειστούμε από αυτούς. Μπορούμε (;) να πάμε και μόνοι μας.

Την επόμενη φορά που θα κληθούμε να πάρουμε μία σοβαρή απόφαση, ας αφήσουμε στην άκρη τις προσωπικές φιλοδοξίες και τους λαϊκισμούς.

Τζάμπα μάγκες
Ηρωισμός δεν είναι να ταυτιστείς με την πλειοψηφία, προσδοκώντας στην εξαργύρωση της άποψής σου, μελλοντικά. Ηρωισμός είναι η δύσκολη απόφαση. Αυτή που λίγοι τολμούν. Αυτή που θυσιάζεις τον εαυτό, τη ζωή σου για να σωθούν οι υπόλοιποι.

Ηρωισμός είναι να είσαι έτοιμος να πεινάσεις και αν πεις «όχι» στη Τρόικα, ν’ ανεβείς μόνος το Γολγοθά, όχι να παρακαλάς για επαναδιαπραγμάτευση. Διαφορετικά να έχεις τη μαγκιά και να πάρεις το κόστος του «ναι».

Ας μην βεβηλώνουμε άλλο τη μνήμη των ηρώων μας, παραλληλίζοντάς τους με τους λαϊκιστές και τους ευθυνόφοβους της σημερινής βουλής.

Στην πραγματικότητα, ούτε πατριώτες είμαστε, ούτε περήφανοι, ούτε αξιοπρέπεια έχουμε.

Εξαγριωθήκαμε γιατί πήγαν να βάλουν χέρι στα λεφτά μας. Αρνηθήκαμε να πληρώσουμε τον λογαριασμό για το φαγοπότι των του υπερδανεισμού και των ελλειμματικών (κατά 1.5 δις το χρόνο) προϋπολογισμών μας. Της Eurocypria, τωνΚ. Αερογραμμών και της Ocean Tankers, του 1.8 δις της Λαϊκής.

Κάναμε διαδήλωση για να μην κουρέψουν τους Ρώσους μεγιστάνες και τους εκατομμυριούχους φίλους μας. Κατεβάζουμε τα παντελόνια, αφήνουμε κόσμο στο δρόμο, υποθηκεύουμε το μέλλον των παιδιών μας, για να μην πειράξουν το τραπεζικό σύστημα.

Ω τι εθνική περηφάνια: το τραπεζικό σύστημα!

Είμαστε ένα μάτσο ξεπουλημένοι (στο ρωσικό κεφάλαιο), ξεφτιλισμένοι φιλάργυροι.

Αν ήμασταν πατριώτες θα τους είχαμε στείλει στα τσακίδια και θα γυρνάγαμε στο χωράφι να φυτέψουμε πατάτες και αγγουράκια. Δεν θα κλαίγαμε σαν τις παρθένες επειδή μας φέρθηκαν, λέει, άσχημα.

Όλη η Ευρώπη μας κοροϊδεύει που βγάλαμε στο δρόμο την αριστερά να υπερασπιστεί τα μεγάλα κεφάλαια. «Τους επενδυτές και όχι καταθέτες», όπως εύστοχα εντόπισε ο Ολλανδός με το δύσκολο όνομα.

 ΥΓ - Από τη κρίση θα βγούμε διότι είμαστε δουλευταράς λαός. Και πολυμήχανος. Επιχειρηματικά μυαλά. Θα τη βρούμε τη λύση, μόλις μας περάσει το σοκ.


 http://oilaomon.blogspot.com

Το εξώφυλλο του Economist για την Κύπρο

56' με τον άστεγο «Βασιλιά» του Φιλοπάππου

$
0
0


Ο κ. Δημήτρης τα τελευταία έξι χρόνια κατοικεί στον λόφο, ανάμεσα σε πρώην κακοποιούς και τοξικομανείς, έχει την Αθήνα πιάτο και επιβιώνει με τους κανόνες που επιτάσσει η σκληρή ζωή μέσα στους δρόμους Ο λόφος έχει τους κανόνες του και πρέπει να ζεις με αυτούς. Το πρώτο πράγμα που έμαθα είναι ότι η φιλία μεταξύ άστεγων ανθρώπων είναι δύσκολο πράγμα   Το καθιστικό του είναι ένα πράσινο παγκάκι. Η κουζίνα του ένα πρόχειρο κατσαρολάκι της κακιάς ώρας. Το δωμάτιό του τρία χιλιοταλαιπωρημένα από τους αέρηδες νάιλον που μπάζουν από παντού. Μόνο η θέα από το «μπαλκόνι» σκίζει. «Πόσα σπίτια βλέπουν Ακρόπολη από το παράθυρό τους;» ρωτά χαμογελαστός. Ο κ. Δημήτρης είναι ωραίος τύπος. Κουβαλά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που με ένα καλαμπούρι της στιγμής μπορούν να εξαφανίσουν την αμηχανία σου ως ταχυδακτυλουργοί. Ειδικά εκείνο το είδος της αμηχανίας που σε καταλαμβάνει μπροστά σε έναν 66χρονο άστεγο, ο οποίος ζει τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του σε έναν λόφο στο κέντρο της πόλης. «Δεν είμαι μόνος εδώ... Υπάρχουν και άλλοι άστεγοι, σκόρπιοι, στην περιοχή του Φιλοπάππου. Τον χειμώνα δεν είμαστε περισσότεροι από 10 με 15, όμως το καλοκαίρι φτάνουμε τους 40-50 ανθρώπους».    Μια μικρή, ιδιότυπη κοινωνία ανθρώπων που ανασαίνει χαμηλόφωνα στην πίσω αυλή της Αθήνας, προσπαθώντας να μην ενοχλήσει κανέναν. Μέσα της θα συναντήσεις από νεόπτωχους της ελληνικής κρίσης που το κύμα ξέβρασε στο βουνό σαν καραβοτσακισμένα βαπόρια βιβλικών παραβολών, μέχρι τοξικομανείς που γυρεύουν τη μοιραία δόση στην ησυχία του λόφου, μακριά από τους νοικοκυραίους της πόλης. Και από λαθρομετανάστες που θέλουν απλώς να περάσει άλλη μια νύχτα στο άγνωστο μέχρι «απόβλητους» που ξεπληρώνουν τα «εγκλήματά» τους στην απομόνωση του βουνού. «Απ' όλα έχει ο μπαχτσές...» λέει ο κ. Δημήτρης. «Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις ανθρώπων που ζουν στον λόφο. Ας πούμε, το καλοκαίρι έρχεται ένας συνταξιούχος καθηγητής πανεπιστημίου. Στην αρχή δεν το ήξερα ότι ήταν καθηγητής, νόμιζα ότι ήταν άστεγος. Έστησε, που λες, μια μέρα κοντά σ' εμένα το κατάλυμά του και γνωριστήκαμε. Είχε κάτι περίεργα, φουντωτά λευκά μαλλιά και από μέσα μου τον αποκαλούσα "Αϊνστάιν". Μου είπε ότι έχει σπίτι, αλλά από τότε που πέθανε η γυναίκα του δεν αντέχει να μένει εκεί. Παιδιά δεν είχε, έτσι ανέβαινε στο βουνό. Για ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Έρχεται ακόμα καμιά φορά, αλλά πλέον πιο σπάνια. Κι όταν τον ρωτάω πότε-πότε "γιατί δεν πας σπίτι σου να κοιμηθείς;" μου απαντά "ρε Δημήτρη, πού αλλού θα έχουμε την Αθήνα πιάτο;". Είναι υπέροχος άνθρωπος ο "Αϊνστάιν" και καλός συνομιλητής. Μόνο που έχει μανία με τις εφημερίδες. Κάθε μέρα διαβάζει ένα σωρό. Και ό,τι του αρέσει, το αρχειοθετεί και το πάει σπίτι».   Φωτό: Αλέξανδρος Κατσής Συχνά-πυκνά η μικρή κοινωνία αστέγων του Φιλοπάππου δέχεται τις ενοχλήσεις είτε της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είτε της Δημοτικής Αστυνομίας. «Έρχονται πάνω και μας κάνουν κάποιες παρατηρήσεις, αλλά στην πραγματικότητα κάνουν τα στραβά μάτια και αυτοί. Είναι παράνομο που είμαστε εδώ, όμως δεν μας διώχνουν, το βλέπουν ανθρώπινα. Πρόσφατα, βέβαια, ήρθαν δύο παιδιά της Δημοτικής Αστυνομίας και μου είπαν να τα μαζέψω, γιατί τώρα, την Καθαρά Δευτέρα, θα ανέβει κόσμος στον λόφο να πετάξει χαρταετό με τα παιδιά του. Οπότε, εκείνη την ημέρα πρέπει να χαθώ και αργότερα να ξαναστήσω κάπου. Τι να κάνεις, η ζωή συνεχίζεται». Ο κ. Δημητρής αυτή την εποχή δεν έχει κανένα εισόδημα, πέρα από το χαρτζιλίκι που κερδίζει στο θέατρο Σφενδόνη, βοηθώντας στα σκηνικά. «Τυχαία ξεκίνησα τη δουλειά στο θέατρο. Είχε ανέβει πριν από καιρό μια κοπέλα στον λόφο και πιάσαμε την κουβέντα. Γνωριστήκαμε και έκτοτε, όποτε ερχόταν πάνω, περνούσε να μου πει ένα γεια. Μια μέρα μου πρότεινε να βοηθάω στα σκηνικά στο θέατρο στο οποίο εργαζόταν. Ξέρεις, πιάνουν τα χέρια μου, έχω κάνει δεκάδες δουλειές στη ζωή μου. Από σερβιτόρος μέχρι οικοδομή και από εργοδηγός μέχρι μπογιατζής. Και πολλές άλλες. Δέχτηκα, λοιπόν, και την επόμενη μέρα πήγα. Να, αυτή είναι η κοπέλα...» λέει ο κ. Δημήτρης και ξεδιπλώνει μια αφίσα που απεικονίζει την ηθοποιό Κατερίνα Διδασκάλου στο έργο Πόρνη από πάνω. «Ωραία παράσταση, να έρθεις με τους φίλους σου να τη δεις. Είναι καλός άνθρωπος η Κατερίνα και φοβερή ηθοποιός». Δεν είναι, όμως, η μόνη του φίλη στον λόφο. «Πριν από λίγο καιρό γνώρισα και ένα πατριωτάκι μου! Είχε ανέβει στον λόφο για να περπατήσει λόγω ενός προβλήματος υγείας και πάνω στην κουβέντα αποδείχτηκε ότι είχαμε γεννηθεί στο ίδιο χωριό στην Καρδίτσα! Από τότε έρχεται συχνά και μου φέρνει πάντα λίγο φαγητό. Να, κι αυτά εδώ σήμερα αυτός τα έφερε...» λέει και ανοίγει δύο τάπερ με ρεβίθια και χωριάτικη σαλάτα. «Υπάρχει άλλη μία κυρία που μου φέρνει καμιά φορά φαγητό και εγώ, ως αντάλλαγμα, μαζεύω και της δίνω χόρτα από τον λόφο. Τώρα τελευταία, βέβαια, έχει προβλήματα υγείας και δυσκολεύεται να ανέβει, αλλά μου λέει πάντα καλόκαρδα "βρε Δημήτρη, αν δεν ανέβω να σου πω μια καλησπέρα, τι σόι βόλτα θα είναι αυτή;". Κι όταν πάλι ξεμένω από φαγητό, κατηφορίζω και τρώω στο συσσίτιο στην Καλλιθέα».   Φωτό: Αλέξανδρος Κατσής Συχνά η «συγκατοίκηση» με τους υπόλοιπους «ενοίκους» του λόφου είναι προβληματική. «Ο λόφος έχει τους κανόνες του και πρέπει να ζεις με αυτούς. Το πρώτο πράγμα που έμαθα είναι ότι η φιλία μεταξύ άστεγων ανθρώπων είναι δύσκολο πράγμα. Τρεις φορές μου έχουν κλέψει πράγματα "φίλοι", και μάλιστα πρώτης ανάγκης. Απ' αυτά που οφείλεις να έχεις, αν θέλεις να επιζήσεις εδώ». Αυτό τον καιρό ζουν περίπου 10 άνθρωποι στον λόφο του Φιλοπάππου. Γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους, χωρίς όμως να έχουν πολλά-πολλά. Ανάμεσά τους ζει και ο Ματθαίος Μονσελάς, που οι παλαιότεροι πιθανώς να θυμούνται από την πρωτόγνωρη για τα ελληνικά χρονικά ανθρωποκτονία με συναίνεση της οδοντιάτρου Γιόλας Βαγενά το 1994. Σήμερα αυτός ο άντρας, που ζει απομονωμένος στη σιωπή, δεν θυμίζει σε τίποτα τον νεαρό που πρωταγωνιστούσε πριν από 19 χρόνια στα δελτία ειδήσεων. «Ο καθένας εδώ έχει την ιστορία του. Το μυστικό είναι να μη σκαλίζεις πολύ τα πράγματα. Δεν χρειάζεται...» ψιθυρίζει ο κ. Δημήτρης καθώς κατηφορίζουμε στο μονοπάτι για μια «ξενάγηση» στην ενδοχώρα του Φιλοπάππου. Στη διαδρομή συναντάμε ένα ζευγάρι τοξικομανών σε ένα πρόχειρο κατάλυμα. «Είναι ξένοι αυτοί, ο άντρας από την Αυστρία, η γυναίκα από την Ολλανδία. Ζουν καιρό εδώ και τσακώνονται συνέχεια. Τα βράδια ακούς τις φωνές τους μέχρι κάτω».   Πίσω μας μια παρέα αδέσποτων σκύλων ακολουθεί σε μικρή απόσταση. «Μη φοβάστε, είναι δικά μου. Τι δικά μου, δηλαδή, αδέσποτα είναι που τα ταΐζω εγώ. Είναι καλή συντροφιά. Καμιά φορά καλύτερη και από τους ανθρώπους». Τον ρωτώ αν σκέφτηκε ποτέ να κάνει οικογένεια. «Δεν ξέρω καν τι είναι η οικογένεια. Γεννήθηκα μέσα στον Εμφύλιο. Ο πατέρας μου δολοφονήθηκε από τους αντάρτες και η μάνα μου πέθανε όταν ήμουν βρέφος. Με μεγάλωσε μια θεία μου που ζούσε μόνη της στα Τρίκαλα. Αυτή είναι η μόνη οικογένεια που γνώρισα ποτέ, και αυτό για λίγο. Ακόμα και με τα αδέρφια μου δεν κρατήσαμε επαφές. Έχω χρόνια να μάθω νέα τους. Ξέρω μόνο ότι ο αδερφός μου έφυγε για τη Γερμανία και ότι η αδερφή μου ζει στα Τρίκαλα. Κανένας μας δεν έκανε οικογένεια».  πηγή
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live