Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Περίπατος στην παλιά Αθήνα (1850-1920)

$
0
0



Aριστερά σταθμευμένες σούστες και κάρο και δεξιά δύο ιππήλατα τραμ στην πλατεία Συντάγματος, τις αρχές του 20ου αιώνα. H πλατεία πιο μεγάλη, με στενότερο τον δρόμο απ’ όπου δύο γραμμές κατευθύνονταν προς τις οδούς Mητροπόλεως και Φιλελλήνων. Πολλοί Αθηναίοι, επειδή οι αποστάσεις στην Αθήνα ήταν μικρές «το έκοβαν με τα πόδια», όπως συνήθιζαν να λένε. Και επειδή όταν έβρεχε κόλλαγε στα παπούτσια τους λάσπη, έλεγαν «έκοψα λάσπη». Από τότε καθιερώθηκε η έκφραση που λέμε μέχρι σήμερα, όταν θέλουμε να πούμε ότι απομακρυνόμαστε γρήγορα από κάτι.




Ένα ιππήλατο αμαξάκι (λαντό) σταθμευμένο στην οδό Πανεπιστημίου. Ο κάθε επαγγελματίας είχε και το δικό του μεταφορικό μέσο. Ο μανάβης της γειτονιάς ξεκινούσε για το παζάρι τα ξημερώματα με τη σούστα του. Ο γαλατάς μοίραζε το γάλα και τα γιαούρτια με το αμαξάκι του. Ο εμποράκος είχε φορτωμένη κι αυτός όλη την πραμάτειά του πάνω σε μια κλειστή άμαξα και γυρόφερνε τις γειτονιές. Ο νερουλάς, επίσης, πουλούσε το πόσιμο νερό στα χρόνια που οι Αθηναίοι κόντευαν να «κορακιάσουν», γυρίζοντας από γειτονιά σε γειτονιά με το δικό του κάρο, που είχε μετατρέψει σε βυτιοφόρο. Τα σκουπιδιάρικα ήταν κι αυτά ειδικά κατασκευασμένα κάρα με πλαϊνά υψωμένα, από πρόσθετες σανίδες στην καρότσα, για να χωράνε περισσότερα σκουπίδια. Στην υπηρεσία του Δήμου μπήκανε κάποτε και τα κάρα-καταβρεχτήρια. Με αυτά βρέχονταν οι χωμάτινοι δρόμοι το καλοκαίρι, έτσι ώστε να σηκώνεται όσο το δυνατόν λιγότερη σκόνη από το φύσημα του αέρα και από τις άμαξες.

Σπάνια φωτογραφία (1870) που δείχνει την Ιερά οδό να είναι καρόδρομος. Η φωτογραφία είναι σπάνια γιατί ελάχιστες φωτογραφίες υπάρχουν για τα περίχωρα της Αθήνας, καθώς οι φωτογράφοι της εποχής επικέντρωναν τη θεματολογία τους στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας.
Στην κορυφή του λόφου του Κολωνού, βρίσκονται δύο μνημεία φιλελλήνων αρχαιολόγων. Το ένα είναι πάνω στον τάφο του Γερμανού αρχαιολόγου Κάρολου Μίλερ (1797-1840), που εργάστηκε και πέθανε στην Αθήνα. Είναι έργο του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν (1803-1883). Πρόκειται για μια επιτύμβια στήλη, που καταλήγει σε διακόσμηση με άνθη. Δίπλα στο μνημείο του Μίλερ, υπάρχει και το μνημείο του Γάλλου αρχαιολόγου Σαρλ Λενορμάν (1802-1859), που επίσης πέθανε στην Αθήνα. Πρόκειται για μια μαρμάρινη λουτροφόρο υδρία, στο εσωτερικό της οποίας έχει ταφεί η καρδιά του. Ο Δανός συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που επισκέφτηκε τον Κολωνό σ’ ένα ταξίδι του στην Ελλάδα το 1841, περιγράφει τις εντυπώσεις του από το φυσικό περιβάλλον του Κολωνού: «Η ροή στον Κολωνό… Εδώ είναι θαμμένος ο Γερμανός Κάρολος Μίλερ, που πέθανε πριν λίγο καιρό και που τόσα χρωστά σ’ αυτόν η επιστήμη… Ακούμπησα στον υγρό τάφο… Ο βουνήσιος αέρας κατέβαινε κρύος και τσουχτερός… Σε ολόκληρη τη φύση υπήρχε ένα μεγαλείο που ούτε η Ελβετία μπορεί να σου προσφέρει».

Η οδός Συγγρού (1890) προς τιμή του πάμπλουτου Κωνσταντινουπολίτη τραπεζίτη και πολιτικού Ανδρέα Συγγρού. Έχει χαρακτηριστεί μέγας εθνικός ευεργέτης. Θεωρήθηκε ότι υπήρξε ο ισχυρότερος άντρας της εποχής του, πιο πάνω και από τον βασιλιά Γεώργιο Α'. Στον αντίποδα, αμφισβητήθηκε έντονα λόγω των Λαυρεωτικών. Ο κόσμος, δε, τον αποκάλεσε «Λαυριοφάγο», γιατί αγόρασε τα ορυχεία Λαυρίου και έντεχνα διέρρευσε μέσω του τύπου ότι βρέθηκαν σ’ αυτά κοιτάσματα χρυσού. Ο Συγγρός μετοχοποίησε τα ορυχεία και χιλιάδες Αθηναίοι έσπευσαν να αγοράσουν μετοχές. Η συνέχεια είναι γνωστή, αφού αποδείχθηκε «άνθρακας ο θησαυρός» (από τότε βγήκε η παροιμία) και χιλιάδες Αθηναίοι έχασαν τις περιουσίες τους. Άλλοι χαρακτηρίζουν τον Α. Συγγρό μηχανορράφο και επιδέξιο πολιτικάντη, άλλοι ως λωποδύτη φιλάνθρωπο, ενώ ο τύπος της εποχής χρυσοκάνθαρο! Κατηγορήθηκε ότι παρίστανε μετά τον εθνικό ευεργέτη για να εξαγνίσει τις αμαρτίες του.
Η επονομαζόμενη villa Marguerite, «ο πύργος της Μαργαρίτας», που έλεγαν οι παλιοί Αθηναίοι. Παραμυθένιο κτίσμα στη συμβολή Β. Σοφίας και Μεσογείων, ήταν μια αρχιτεκτονική φαντασία με κόκκινη πελεκητή πέτρα, κωνικό τρούλο και στέγες καλυμμένες από μολυβδόφυλλα. Ο κήπος της ήταν κατάφυτος. Την είχε σχεδιάσει Άγγλος αρχιτέκτονας κατά παραγγελία Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία. Το σπίτι όμως το αγόρασε ο Ευστάθιος Λάμψας, πλούσιος επιχειρηματίας κι ιδιοκτήτης του κεντρικού ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία». Παντρεμένος με τη Γαλλίδα Παλμύρας Παλφρουά, το ζευγάρι είχε μια θετή κόρη, τη Μαργαρίτα. Από εκεί προήλθε και το όνομα της βίλας, η οποία κατεδαφίστηκε λίγο πριν το 1970.
Το 1903, ο τραπεζίτης Ι. Πεσμαζόγλου εγκαινίασε το θαυμάσιο ξενοδοχείο Ακταίο, στο Π. Φάληρο. Το ξενοδοχείο κτίστηκε με σχέδιο των αρχιτεκτόνων Ερνέστου Τσίλερ και Καραθανασόπουλου, κατά τα πρότυπα των «Palace» των ευρωπαϊκών λουτροπόλεων. Ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά κτίρια της εποχής, με 160 υπνοδωμάτια και μεγάλες πολυτελέστατες αίθουσες υποδοχής και δεξιώσεων. Για την ανέγερση, την εσωτερική διακόσμηση και τον εξοπλισμό του δαπανήθηκε το τεράστιο για την εποχή ποσό των 2.000.000 δραχμών. Υπήρξε για αρκετά χρόνια το επίκεντρο της κοινωνικής και κοσμικής ζωής της Αθήνας και του Πειραιά. Εκεί δίνονταν επίσημοι χοροί όλο τον χρόνο. Στη διάρκεια του πολέμου εγκαταλείφθηκε, για να ακολουθήσει η κατεδάφισή του, που ολοκληρώθηκε τα τελευταία χρόνια με την εξαφάνιση και του μικρού τμήματος του κτιρίου που είχε διασωθεί κι άξιζε να διατηρηθεί σαν «τεκμήριο» μιας εποχής που χάθηκε οριστικά.
Φωτογραφία από card postal της εποχής 1905. Τότε, σύμφωνα με τα πρώτα δημογραφικά στοιχεία, η Αθήνα στις αρχές του 20ου αιώνα αριθμούσε 123.000 κατοίκους.
Η οδός Αθηνάς (1905), όπου διακρίνουμε τις κλειστού τύπου άμαξες, αγγλικού τύπου (τις «Βικτώριες»). Μερικά από τα κτίρια που διακρίνουμε, κατά μήκος του δρόμου προς το Μοναστηράκι, σώζονται μέχρι σήμερα.
Η κοίτη του Ιλισού ποταμού (1895) ξεκίνησε να καλύπτεται επί Μεταξά, στα τέλη της δεκαετίας του ’30, από το ύψος της παλαιάς Σχολής Χωροφυλακής μέχρι την άλλοτε γέφυρα του Σταδίου, για να δημιουργηθεί η σημερινή οδός Μιχαλακοπούλου. Αργότερα, το 1960, οι εργασίες επικάλυψης συνεχίστηκαν για να δημιουργηθεί η οδός Καλλιρόης.
Ο ποταμός Κηφισός, το 1870, τότε που στις όχθες του η περιοχή Ρέντη (Κολοκυνθού) ήταν γεωργικό προάστιο της Αθήνας. Είχε κι αυτός την τύχη του Ιλισού. Οι ιθύνοντες, αφού έστρωσαν κακόγουστα με πέτρα και σκυρόδεμα τις κοίτες του, στη συνέχεια στη δεκαετία του 1990-2000 επικαλύφθηκε πλήρως για να διαπλατυνθεί η Εθνική οδός.

Το 1869, η ελληνική κυβέρνηση οριοθέτησε 80 στρέμματα δημόσιας γης για το κτίριο του Ζαππείου, στο χώρο μεταξύ των κήπων του Παλατιού και του αρχαίου ναού του Ολυμπίου Διός. Η Βουλή των Ελλήνων πέρασε επίσης νόμο στις 30 Νοεμβρίου του 1869 ειδικά για τις κατασκευές των κτιρίων των Ολυμπιακών αγώνων του 1896, αφού το Ζάππειο ήταν το πρώτο κτίριο παγκοσμίως που κτίστηκε αποκλειστικά για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Το πρώτο σχέδιο του κτιρίου εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα Φ. Μπουλανζέ, το οποίο στη συνέχεια τροποποιήθηκε από τον Αναστάσιο Θεοφιλά και τελικά εγκαταλείφτηκε. Ο Κ. Ζάππας αναθέτει τελικά τον σχεδιασμό του κτιρίου στον Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν. Μετά από πολλές καθυστερήσεις το κτίριο θεμελιώθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1874. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν με πανηγυρικό τρόπο στις 20 Οκτωβρίου του 1888. Η αρχιτεκτονική του κτιρίου ακολουθεί τον νεοκλασικό ρυθμό, με πρόπυλο κορινθιακού ρυθμού. Το κτίριο σε συνδυασμό με την πέτρινη γέφυρα του Ιλισού (είχε κατασκευαστεί με χορηγία του Ε. Ζάππα) και τους γύρω κήπους, αποτέλεσαν την εικόνα της Αθήνας στις αρχές του 20ου αιώνα. Δυστυχώς, ο Ε. Ζάππας δεν έζησε αρκετά για να δει το κτίριο στην τελική του μορφή.
Το Ολυμπιακό Ποδηλατοδρόμιο στο Παλαιό Φάληρο. Κατασκευάστηκε το 1895 για τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη κατά τη διάρκεια των αγώνων. Στο βάθος διακρίνονται στον κάμπο τα πρώτα καπνεργοστάσια. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και έπειτα χρησιμοποιείτο ως γήπεδο ποδοσφαίρου. Το 1964, στη θέση του κατασκευάστηκε το στάδιο Γ. Καραϊσκάκης.
Στη θέση του κεντρικού κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας, στην οδό Αιόλου, υπήρχαν τον 19ο αιώνα δυο χωριστά διώροφα κτίρια, χτισμένα τη δεκαετία του 1840. Αριστερά βρισκόταν η οικία Δομνάνδου, που αγοράστηκε το 1845 από τον τραπεζίτη Γεώργιο Σταύρου και στέγασε το πρώτο τραπεζικό κατάστημα της ελεύθερης Ελλάδας. Δεξιά βρισκόταν το ξενοδοχείο «Αγγλία» του επιχειρηματία Φραγκίσκου Φεράλδη, που αγοράστηκε με τη σειρά του μια δεκαετία αργότερα, με την επέκταση των εργασιών της τράπεζας. Τα δυο κτίρια διέθεταν τον ίδιο αριθμό ορόφων και το ίδιο ύψος, ώστε το 1899-1900 ενοποιήθηκαν με σχετική ευκολία, για να αποτελέσουν, ανακαινισμένα και με νέα εξωτερική διαμόρφωση σε νεοκλασικό ύφος, το ενιαίο μέγαρο που ξέρουμε σήμερα και το οποίο ευτυχώς διασώθηκε.
Ο αρχικός πυρήνας του κτιριακού συγκροτήματος του Νοσοκομείου Ευαγγελισμόςοικοδομήθηκε μεταξύ 1881-1884, με βάση τα σχέδια του στρατιωτικού μηχανικού Αναστασίου Θεοφιλά. Το 1888 προστέθηκε το Α'Χειρουργείο, ενώ το 1897-1898 κτίστηκε ο οίκος των αδελφών νοσοκόμων. Το Νοσοκομείο ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας, ενώ στην ανέγερση και στη συμπλήρωση των διαφόρων πτερύγων, συνεισέφεραν οικονομικά ο τσάρος Αλέξανδρος Β', η Μονή Ασωμάτων (Πετράκη) και γνωστοί Έλληνες επιχειρηματίες, όπως ο Αντρέας Συγγρός, ο Γεώργιος Δρομοκαΐτης, ο Μ. Κοργιολένιος, ο Δ. Θεοδωρίδης κα. Για πάνω από μισό αιώνα, παρέμεινε το μεγαλύτερο Νοσοκομείο της πρωτεύουσας, με 425 κλίνες.
Η οδός Ερμού, το 1904. Διακρίνουμε τα καινούργια ηλεκτρικά φανάρια στο δρόμο. Η Αθήνα άρχισε να ηλεκτροδοτείται σιγά-σιγά από το 1889. Πριν, αντί για ηλεκτρικό ρεύμα, υπήρχε το φωταέριο. Οι πρώτες εγκαταστάσεις του εργοστασίου παραγωγής φωταερίου, στην οδό Πειραιώς («το γκάζι», όπως αποκαλείτο) το οποίο υπάρχει αναπαλαιωμένο σήμερα, οικοδομήθηκε το 1860, με βάση γαλλική μελέτη, για λογαριασμό του επιχειρηματία Φραγκίσκου Φεράλδη, που το 1857 είχε αποκτήσει το σχετικό αποκλειστικό προνόμιο εκμετάλλευσης για 50 χρόνια, που στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στην Εταιρεία Αεριόφωτος και ανανεώθηκε διαδοχικά μέχρι το 1938, οπότε και περιήλθε στον Δήμο Αθηναίων.
Ο καθεδρικός ναός της Αθήνας (φωτογραφία του 1890), αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, βρίσκεται στην πλατεία Μητροπόλεως. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1842 και ολοκληρώθηκε το 1862. Ο τύπος του ναού είναι σταυροειδής τρίκλιτη βασιλική με τρούλο. Το κόστος κατασκευής ξεπέρασε τον προϋπολογισμό. Η διαφορά καλύφθηκε μερικώς από την πώληση εκκλησιαστικής περιουσίας και από δωρεές της πλούσιας οικογένειας του εθνικού ευεργέτη Σίνα που ζούσε στη Βιέννη. Ο ναός χτίστηκε σε 4 φάσεις. Ο αρχιτέκτονας Θ. Χάνσεν ετοίμασε τα πρώτα σχέδια, στα οποία βασίστηκε το μέρος του κτιρίου μέχρι το ύψος της πρώτης σειράς των παραθύρων. Έπειτα, το 1843, οι εργασίες διακόπηκαν λόγω οικονομικών προβλημάτων. Το 1846, ανέλαβε ο Δημήτριος Ζέζος, εισάγοντας το ελληνοβυζαντινό στοιχείο. Μετά το θάνατό του, το 1857, ο Δήμος Αθηναίων ζήτησε από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Francois Boulanger να συνεχίσει την κατασκευή. Αυτός εργάστηκε μαζί με τον Παναγιώτη Κάλκο, που ήταν υπεύθυνος για την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής. Για το χτίσιμο του ναού χρησιμοποιήθηκε υλικό από ερειπωμένες βυζαντινές εκκλησίες. Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό, που είναι έργα του Σπυρίδωνα Γιαλλινά και του Alexander Seitz, ακολουθούν τη βυζαντινή παράδοση, ενώ η διακόσμηση ανήκει στον ζωγράφο Κωνσταντίνο Φανέλλη, από τη Σμύρνη. Τα γλυπτικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα κιονόκρανα και ο άμβωνας σχεδιάστηκαν από τον γλύπτη Γεώργιο Φιτάλη. Οι πολυάριθμες αρχιτεκτονικές διαφοροποιήσεις κατά την κατασκευή οδήγησαν σ’ έναν απροσδιόριστο αρχιτεκτονικό ρυθμό, που είναι ιδιαίτερα ορατός.
Η οδός Πατησίων (εδώ βλέπουμε το τέρμα), από τους ωραιότερους δρόμους της παλιάς Αθήνας. Η οδός αυτή συνέδεε το κέντρο της πόλης με το κοσμοπολίτικο προάστιο των Πατησίων. Κατά μήκος του δρόμου αυτού είχαν τις επαύλεις τους για αρκετές δεκαετίες οι οικονομικοί παράγοντες της εποχής. Σήμερα, από τις παλιές επαύλεις σώζεται μόνο η παλιά κατοικία του βιομήχανου Ιωάννη Σοφιανόπουλου (απέναντι από το σταθμό του Ηλεκτρικού).

Τα Πατήσια (από κάρτα της εποχής), από τα ωραιότερα και κοσμοπολίτικα προάστια της παλιάς Αθήνας (1904).

Η οδός Ερμού, ήδη από το 1835, ως κύρια οδός της νέας πρωτεύουσας, σταδιακά διαπλατύνεται, αποκτά αρχοντικές οικίες που στεγάζουν δημόσιες υπηρεσίες και υπουργεία, καλλωπίζεται, πλημμυρίζει με άμαξες κάθε είδους και αναδεικνύεται σε εμπορικό δρόμο με καταστήματα τροφίμων, σιδεράδικα, ραφτάδικα και τσαρουχάδικα. Έκτοτε και μέχρι σήμερα ανελλιπώς η οδός Ερμού παραμένει η καρδιά της εμπορικής κίνησης της Αθήνας.
Φωτογραφία τραβηγμένη από το ύψος του Αγ. Σώστη (1905). Η λεωφόρος Συγγρού έχει πλέον δεντροφυτευτεί κατά μήκος της. Βλέπουμε τα πρώτα σπίτια των συνοικιών του Κουκακίου και του Μακρυγιάννη. Η Αθήνα στις αρχές του 20ου αιώνα έχει πλέον αρχίσει να οικοδομείται.
Η οδός Αθηνάς, στις αρχές του 20ου αιώνα (1906), εμπορικός δρόμος από τότε. Διακρίνουμε τα μαγαζιά κιόσκια της εποχής και τους μικροπωλητές κατά μήκος του δρόμου. Για τους παλιούς Αθηναίους ο δυτικός τρόπος ντυσίματος έχει πλέον καθιερωθεί. Ο φουστανελοφόρος πωλητής της φωτογραφίας είναι πιθανότατα από τα γύρω χωριά, από όπου κατέβαινε καθημερινά με το γαϊδουράκι στην Αθήνα για το μεροκάματο.
Τα «Αναφιώτικα» είναι οικισμός της Πλάκας που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Δημιουργήθηκε από τους ονομαστούς πετράδες χτίστες που ήρθαν από το νησί της Ανάφης για να δουλέψουν στην οικοδόμηση των ανακτόρων και των μεγάλων επιβλητικών κτιρίων της βαυαρικής αρχιτεκτονικής. Ήταν περιζήτητοι μάστορες και δούλεψαν αργότερα και στην οικοδόμηση των νεοκλασικών. Τους παραχωρήθηκε ο χώρος κάτω από την Ακρόπολη και έχτισαν μόνοι τους τα σπιτικά τους, ακολουθώντας την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική. Πέτυχαν να «δέσουν» τα σπίτια τους αρχιτεκτονικά με τα υπόλοιπα της Πλάκας, χωρίς να αφαιρούν μέρος του μεγαλείου των αρχαίων μνημείων. Ευτυχώς σώζονται μέχρι σήμερα (φωτογραφία του 1903).
Τα ανάκτορα της Αθήνας περιστοιχισμένα από νεοκλασικά κτίρια (1880).
Από τα πρώτα κοσμικά καφεζαχαροπλαστεία του Βάρσου, στη γωνιά Πανεπιστημίου και Σανταρόζα, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Φωτογραφία από τον Λυκαβηττό, με την περιοχή του Κολωνακίου. Δέστε τα υπέροχα επιβλητικά νεοκλασικά κτίρια βαυαρικής αρχιτεκτονικής. Σήμερα στην περιοχή δεν σώζεται κανένα.
Η λεωφόρος Κηφισίας στο ύψος της Μεσογείων, «πατημένος» χωματόδρομος, το 1907. Μεταπολεμικά θα διαπλατυνθεί. Βλέπουμε τις ξύλινες κολώνες στήριξης των ηλεκτρικών καλωδίων και τους μεταλλικούς πυλώνες. Η ηλεκτροδότηση της Αθήνας είναι γεγονός ότι έχει σχεδόν ολοκληρωθεί.
Ο χωματόδρομος της σημερινής οδού Πλουτάρχου στο Κολωνάκι, στις αρχές του 20ου αιώνα (1908). Στο βάθος διακρίνεται ο Λυκαβηττός.
Φωτογραφία (1908) τραβηγμένη από την περιοχή του Κεραμεικού, τότε που το Θησείο ήταν ακόμα χωριό (φωτογραφικό αρχείο Μουσείου Μπενάκη).
Φωτογραφία (1910) τραβηγμένη από την Ακρόπολη. Βλέπουμε την πύλη του Αδριανού, το λόφο του Μετς, αριστερά το Παναθηναϊκό στάδιο, πιο πίσω αριστερά τα πρώτα σπίτια του Παγκρατίου. Στο βάθος ο Υμηττός, που τον καιρό εκείνο ήταν «φαλακρός», δασώθηκε αργότερα.
Η βίλα Θων ήταν μια από τις πολλές επαύλεις που υπήρχαν περί τα τέλη του 19ου αιώνα και αργότερα στο καταπράσινο προάστιο των Αμπελοκήπων. Οι Αμπελόκηποι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν αμπελώνες. Το όνομά τους, λοιπόν, δεν είναι συμπτωματικό. Οι παλιότεροι γνώριζαν τη βίλα Θων. Τελικά και το κτίριο αυτό δεν είχε καλύτερη τύχη. Το κράτος το άφησε στον βωμό των επιχειρηματικών συμφερόντων να κατεδαφιστεί και να γίνει ο σημερινός ουρανοξύστης. Κάποιος κροίσος Σαουδάραβας αγόρασε τα μπάζα από την κατεδάφιση και με αυτά έφτιαξε στην πατρίδα του ακριβώς τον ίδιο «Πύργο της Σταχτοπούτας», όπως ονόμαζαν τη βίλα. Στη φωτογραφία, μπροστά στο κτίριο, πιθανότατα «ποζάρουν» τα μέλη της οικογένειας.
Η οικία Ράλλη-Σκαραμαγκά (κτίριο αριστερά) ήταν από τα τελευταία μέγαρα που χτίστηκαν στη Β. Σοφίας, γύρω στο 1920 (κατεδαφίστηκε το 1955). Στη θέση του σήμερα υπάρχει το υπουργείο Εσωτερικών. Δεξιά, το σημερινό Μουσείο Μπενάκη.
Αθηναϊκός τυπικός καφενές από πρώην Αιγυπτιώτες. Έτσι αποκαλούνταν οι Έλληνες στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Παρατηρείστε τη νεοεισερχόμενη, μοντέρνα για την εποχή, επιγραφή «ΚΑΦΕ-ΜΠΑΡ» (Φωτογραφία γύρω στο 1920, από άγνωστη φωτογραφική πηγή).

Ποιος ήταν ο Γιουσουρούμ; Μοναστηράκι: σε μία πλατεία 4 θρησκείες, 2 δόγματα, 3 ήπειροι

$
0
0


24grammata.com/ Ιστορίες της Αθήνας
γράφει ο Γιώργος  Δαμιανός
Αφήνοντας πίσω σας το Τζαμί του Τσισδαράκη (μα, έχουμε Τζαμί στην Αθήνα;) και την παλιά καθολική εκκλησία του Μπονεφάτση (τη σημερινή Παναγία  Παντάνασσα*) μπαίνουμε στο Γιουσουρούμ. Μέσα στο μυαλό μου ο Νικόλας  Άσιμος σιγοτραγουδάει το στιχάκι: «κι εμείς ξεπουλιόμαστε στο γιουσουρούμ,  για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ», ενώ σκέφτομαι ότι σε κανένα σημείο του πλανήτη δεν αγκαλιάζει τόσο αρμονικά η Ανατολή τη Δύση, όσο στην περιοχή γύρω από το Μοναστηράκι. Δίχως φανφάρες, υστερίες, πατριωτικές κορώνες και αντισημιτικές χυδαιότητες συνυπάρχουν, χιλιάδες χρόνια τώρα, οι δωδεκαθεϊστές (η αρχαία Αγορά και η βιβλιοθήκη του Αδριανού), οι Μουσουλμάνοι (Τζαμί του Τσισδαράκη, σημερινό μουσείο Λαϊκής Τέχνης), οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι στην ίδια εκκλησία (την Παναγία Παντάνασσα) και οι Ιουδαίοι, γόνος των οποίων έδωσε το όνομα του στην περιοχή. Πρόκειται για την εβραϊκή οικογένεια του Νώε Γιουσουρούμ ή Γιεσουρούμ, που ήρθε το 1863 από τη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε στο Μοναστηράκι ως παλαιοπώλης μαζί με άλλες οικογένειες ομοθρήσκων του. Ήταν, μάλλον, ένας αξιαγάπητος άνθρωπος που οι Αθηναίοι τον συμπάθησαν και προς τιμήν του ονόμασαν ολόκληρη την περιοχή της πλατείας Αβησσυνίας**, ως Γιουσουρούμ. Κάποιος από την οικογένεια των Γιεσουρουμ είχε διατελέσει και πρώτος πρόεδρος του σωματείου παλαιοπωλών, που είχε ιδρυθεί το 1922. Η εβραϊκή λέξη είναι Γιεσουρούμ και σημαίνει «άνθρωπος του Γιαχβέ».
Σχετικά με τη λέξη Αβησσυνία (:Αιθιοπία), προέρχεται, μάλλον από κάποιους Αβησσύνιους (: Αιθίοπες) που κατοικούσαν εκεί ή, κατά μία πιο ρομαντική εκδοχή, επειδή εκεί μοιράστηκε, το 1922,  η ανθρωπιστική βοήθεια από την Αιθιοπία προς τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Έτσι, για να μην ξεχνάμε ότι όποιος δέχεται τον ανθρωπισμό, πρέπει και να τον ανταποδίδει.
Σε κάθε χώρα θα συναντήσετε περιοχές με πραγματική αγορά παλαιών αντικειμένων  (στο Λονδίνο: το portobello, στη Ρώμη: την porta Portese, στο Παρίσι: την Porte de Clignancourt). Δυστυχώς, σ΄εμάς ελάχιστα μαγαζιά της περιοχής του Γιουσουρούμ, σήμερα, μπορούν να θεωρηθούν παλαιοπωλεία. Τα περισσότερα είναι καταστήματα τουριστικών ειδών ή εξειδικευμένη (και φτηνή) αγορά ρουχισμού.
Πάντως,  όταν ακούτε τις λέξεις: Αρχαία Αγορά, βιβλιοθήκη του Αδριανού, Τζαμί Τσισδαράκη,  καθολική εκκλησία του Μπονεφάτση, Παναγία  Παντάνασσα, εβραίος Γιεσουρούμ, Αβησσυνία, Γύφτικη πόρτα του τείχους του Χασεκή, θα νομίζετε ότι όποιος τα είδε όλα αυτά, είναι, σίγουρα,  κοσμογυρισμένος. Στην πραγματικότητα, αυτός ο μυθικός κόσμος ανοίγεται μπροστά σας, καθώς βγαίνετε από τον Ηλεκτρικό Σταθμό  στο Μοναστηράκι. Αν δεν είναι κοσμοπολίτικη τούτη η πλατεία, τότε ποια είναι; Μήπως το νεοπλουτίστικο κιτσαριό των “ανοιχτών αγορών”;
* παντάνασσα (γεν. παντανάσσης). Η βασίλισσα των πάντων (προσωνύμιο της Θεοτόκου). Ετυμ.: παντ + άνασσα/άναξ. Στο αρσενικό απαντάται και παντάναξ: ο Θεός, ο άρχοντας των πάντων.
** Αβησσυνία < από την αραβ. λέξη habes (: μικτός, συρφετός πολλών εθνών). 
Γι αυτό, ως ξένη λέξη, σωστή και η ορθογρ. Αβισινία

Γιατί τρώμε ψαρόσουπα μετά την ταφή;

$
0
0

Το έθιμο ή ή συνήθεια αν προτιμάτε να καταναλώνουμε ψαρόσουπα μετά την ταφή, είναι ένα αρχαίο ελληνικό έθιμο.

Ωστόσο αν και το έθιμο να καταναλώνουμε ψαρόσουπα, έχει ελληνικές ρίζες… δεν έχει στενή σχέση με την ορθόδοξη εκκλησιαστική παραδοση.
Μέχρι τον 4ο αι. , κατά τα μνημόσυνα, προσέφεραν ψωμί και κρασί με ελιές ή τυρί ή ρύζι και ευχόταν «μακαρία ή μνήμη αυτού». Γι’ αυτό και λέγονταν «μακαριαί». Απομεινάρια αυτών των εκδηλώσεων είναι τα σημερινά αρτουλάκια και ο καφές τα οποία προσφέρονται κατά τα μνημόσυνα σήμερα από τούς συγγενείς τού κοιμηθέντος.
Αυτό που ανήκει στην παράδοση μας και έχει σχέση με την χριστιανική φιλοξενία, είναι η περιποίηση και η ευχαρίστηση των παρευρισκομένων σε μια κηδεία ή σε ένα μνημόσυνο.Τώρα, τι θα καταναλωθεί δεν έχει τόσο σημασία. Αν βέβαια είναι περίοδος νηστείας ή μέρα νηστείας, προσφέρονται νηστίσιμα.
Ίσως, η ψαρόσουπα είναι πιο πρακτική να καταναλωθεί και πιο εύπεπτη, γιαυτό προτιμάται περισσότερο. Έτσι, είναι όμορφο, για κάποιον που ήρθε από μακριά για να προσευχηθεί για τον νεκρό μας, να του προσφέρουμε ένα πιάτο ζεστό φαγητό, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την απόσταση που διένυσε, για να παρευρεθεί στο μνημόσυνο ή στην κηδεία. Το ίδιο ισχύει και για τον καφέ που προσφέρεται.
Άρα, δεν τρώμε απαραιτήτως μετά την ταφή και δεν τρώμε απαραιτήτως ψαρόσουπα.
http://www.dogma.gr/


Εν Αθήναις...τα καφενεία...

$
0
0




Παλιά η Αθήνα είχε πολλά καφενεία στο Κέντρο ....
Χώροι συνάντησης με διάφορες ονομασίες για επαγγελματίες όπως
 "των μουσικών"..."των οικοδόμων"....αλλά και συμπατριωτών
 όπως "η ωραία Κρήτη" ...."...η Ήπειρος"....
Από των μουσικών που ήταν παλιά Αθηνάς 33 πέρασαν 
η Εσκενάζυ...ο Τσιτσάνης....
Αργότερα πήγε στην Μενάνδρου....
Το μεροκάματο έβγαινε δύσκολα και σε αυτά τα καφενεία έκλειναν
καμμία αρπαχτή  αλλά και μοντάρανε κανένα στίχο και καμμιά νότα....
Γράφανε όπου βρίσκανε χαρτί σε κουτί από τσιγάρα και αλλού....
Οι οικοδόμοι στο δικό τους καφενείο περιμένανε και αυτοί κανέναν εργολάβο
για δουλειά....
Στην γειτονιά στο κοντινό καφενεδάκι μαζευόντουσαν όταν σουρούπωνε
μετά την δουλειά....πρέφα...τάβλι...ουζάκι.....
Την Κυριακή το πρωϊ ακολουθούσαν τους μεγαλύτερους και οι πιτσιρικάδες
μετά την εκκλησία....
Καθόντουσαν στο τραπεζάκι και περιμένανε το γαλακτομπούρεκο....
το κανταϊφι (με ίχνη καρυδιού αλλά κάργα σιρόπι).....
Για πότε τελείωνε το άτιμο χαμπάρι δεν έπαιρνες....
Και όταν ο τακτικός θαμώνας σημείωνε απουσίες αρκετές
ο καφετζής έστελνε τον βοηθό στο σπίτι του για να μάθει τι συμβαίνει....
Είπαμε άλλα χρόνια......

Πίσω στα παλιά

Δέχεται συλλυπητήρια Τρίτη-Πέμπτη-Σάββατο 5-8 μ.μ. !!!!!!!

$
0
0

Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ: 

Θρηνώ, αλλά θα ψηφίσω τα μέτρα !!!!!!

«Θρηνώ γιατί θα ψηφίσω μέτρα που δεν θέλω αλλά δεν έχω άλλη εναλλακτική για την πατρίδα μου», είπε ο Γ. Δημαράς (ΣΥΡΙΖΑ) στη Βουλή...."The Toc



1896. Τι συμβούλευαν οι ξένοι οδηγοί τους επισκέπτες των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων

$
0
0
Ιστορίες από την παλιά Αθήνα
1896. Τι συμβούλευαν οι ξένοι οδηγοί τους επισκέπτες των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων

Προκαλεί κατάπληξη στον σύγχρονο Αθηναιογράφο πώς ένα νεοσύστατο και πτωχευμένο κράτος ανέλαβε την διεξαγωγή ενός τέτοιου, μεγάλου αθλητικού γεγονότος και πώς του εμπιστεύτηκαν ένα τέτοιο εγχείρημα.

Η απάντηση είναι μάλλον απλή: Η Ελλάδα, παρά τις οικονομικές δυσκολίες της περιόδου 1894-1896 που ακολούθησαν την πτώχευση του 1893, διατηρούσε ηγετική θέση στα πολιτιστικά δρώμενα της Ευρώπης, σα φυσικός κληρονόμος της αρχαίας αίγλης της. Με κριτήριο, λοιπόν, την ιστορία της κι όχι τις δυνατότητες και τις υποδομές της, πήρε το χρίσμα του οργανωτή των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων. 

Η πανελλήνια ενεργοποίηση όλων όσοι μπορούσαν να βοηθήσουν και η σημαντική συμβολή των Ελλήνων του εξωτερικού, συνετέλεσε, ώστε η οργάνωση και διεξαγωγή των αγώνων να αφήσει τους πάντες άφωνους.   

Ας δούμε τώρα περιληπτικά τι γράφει και τι προτείνει ο γαλλικός τουριστικός οδηγός "Guide Joanne"στους ξένους επισκέπτες της Αθήνας:

Οι Έλληνες

Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν κληρονομήσει από τους αρχαίους προγόνους τους την εγκράτεια, την εξυπνάδα και την φιλοπερίεργη διάθεση. Ο ξένος επισκέπτης θα εκπλαγεί από το πνεύμα των νεώτερων Ελλήνων: Στη χώρα του Οδυσσέα, η πονηριά θεωρείται στοιχείο εξυπνάδας...

Άφιξη στον Πειραιά
Τα μεγάλα ξενοδοχεία στέλνουν δραγουμάνους (ξεναγούς-διερμηνείς) σε βάρκες με τα διακριτικά του ξενοδοχείου, για να παραλάβουν τους πελάτες από το πλοίο. Η αποβίβαση στον Πειραιά είναι μια πολύπλοκη υπόθεση για όποιον δεν μιλάει τη γλώσσα. Ο επισκέπτης δέχεται την επίθεση ενός ετερόκλητου πλήθους λιμενικών, λεμβούχων, αχθοφόρων, διερμηνέων, στην πίεση των οποίων πρέπει να αντιδράσει σθεναρά.



Ξενοδοχεία Αθηνών
Τα ξενοδοχεία που καταλύουν οι περισσότεροι ξένοι βρίσκονται στην πλατεία Συντάγματος, στην οδό Σταδίου και στην πλατεία Ομονοίας. Ένα μέρος του προσωπικού ομιλεί την γαλλική.
Φυσικά, προτείνεται το Ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας (120 δωμάτια, ηλεκτρικό, μπάνιο, καλοριφέρ, γαλλική κουζίνα, τιμή 15-17 δραχμές, το πρωινό 5 δραχμές επιπλέον), το Grand Hotel Saint George (Σταδίου 16 έναντι Βουλής, 128 δωμάτια, ασανσέρ, κεντρική θέρμανση), το Grand Hotel d'Hermes (Πανεπιστημίου και Προαστίων, 150 δωμάτια με σαλόνι, ηλεκτρικό, ασανσέρ, μπιλιάρδα). Σαν πιο φτηνά -ο οδηγός διευκρινίζει διακριτικά ότι "έχουν συνήθως ελληνική πελατεία"- αναφέρονται τα δύο μεγάλα ξενοδοχεία της Ομονοίας: Ο Μέγας Αλέξανδρος (το δωμάτιο 4 δραχμές, γεύμα 3.50 δραχμές, με κρασί 4 δραχμές) και το Μπάγκειον (το δωμάτιο 8-10 δραχμές, μπάνιο, ηλεκτρικό).

Ελληνική Κουζίνα
Προτείνονται πιάτα "τοπικής ή τουρκικής κουζίνας", όπως: σούπα με λεμόνι, κεμπάπ, ντολμάδες, κεφτέδες, μουσακάς, γιουβαρλάκια, μπάμιες, γεμιστά, αρνί α λα παλικάρι (ψητό σε κληματόβεργες). Το κρασί της Αττικής (ρετσίνα) μπορούν να το πιούν μόνο τα παλικάρια -σύμφωνα πάντα με τις παρατηρήσεις του οδηγού- και στοιχίζει 60 λεπτά η οκά. Το ποτηράκι χρεώνεται μια πεντάρα. 



Ειδικές οδηγίες δίνονται για το νερό: "Το νερό της πόλης είναι ύποπτο στομαχικών διαταραχών. Καλό είναι να αποφεύγετε τους περιφερόμενους νερουλάδες και να μην παραγγέλνετε γκαζόζες, λεμονάδες και παγωτά, που επίσης παρασκευάζονται με νερό της πόλης. Ζητείστε εμφιαλωμένο Άνδρου, Λουτρακίου, Αμαρουσίου, Καισαριανής (0.50 λεπτά). Οι Έλληνες ξεκινούν την ημέρα με ένα μεγάλο ποτήρι νερό που καθαρίζει το στομάχι και έχει χίλιες υγιεινές αρετές. Για τους περισσότερους αποτελεί ιερή τελετουργία: Πρώτα κάνουν το σταυρό τους και μετά το πίνουν κλείνοντας με ευχαρίστηση τα μάτια!!!

Μεταφορές
Η Αθήνα και ο Πειραιάς διαθέτουν ιππήλατα τραμ. Είναι πολύ εξυπηρετικά, με δίκτυο 16 γραμμών στην πρωτεύουσα. Οι άμαξες αποτελούν το πιο αριστοκρατικό μέσο μετακίνησης. Το κόστος όμως είναι υπέρογκο: 30-40 δραχμές και μάλιστα προκαταβολικά. Προτιμήστε πιο ταπεινά μέσα, όπως τη σούστα που στοιχίζει 2-3 φορές λιγότερο. Για τις ορεινές περιοχές υπάρχει μία μόνο επιλογή: το μουλάρι. Μπορείτε να κάνετε "αρραβώνα"με τον αγωγιάτη, υπολογίζοντας 7-10 δραχμές την ημέρα. Πρόκειται για άξιους επαγγελματίες που περπατούν αδιάκοπα 10-12 ώρες την ημέρα. 
... και μερικές πρακτικές συμβουλές

Τα ρούχα που θα πάρετε να είναι ντεμί-σεζόν λευκά. Υποχρεωτικώς πλατύγυρα καπέλα για τον ήλιο και παπούτσια από ανθεκτικό δέρμα για τις βραχόσπαρτες διαδρομές. Τα όπλα μπορεί να αποδειχτούν λιγότερο χρήσιμα και περισσότερο επικίνδυνα: Εάν πυροβολήσετε ένα σκύλο που σας επιτίθεται, πιθανώς να εμπλακείτε άσχημα με τον ιδιοκτήτη του…

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com
    

http://www.protothema.gr

Η περιπετειώδης ζωή του γοητευτικού και εκκεντρικού «ληστή με τις γλαδιόλες»

$
0
0






Η περιπετειώδης ζωή του γοητευτικού και εκκεντρικού «ληστή με τις γλαδιόλες»

Η ιστορία του γοητευτικού Θόδωρου Βενάρδου, γνωστού ως «ληστή με τις γλαδιόλες», θα μπορούσε να είναι ένα επιτυχημένο χολιγουντιανό σενάριο που θα έσπαγε ταμεία. Ευφυής, λάτρης της πλούσιας ζωής, των ταξιδιών, των ακριβών αυτοκινήτων και της νυχτερινής διασκέδασης.
Της Μαρίας Ζαχαροπούλου
Όμορφος, σαν σταρ του σινεμά, αγαπήθηκε από τις γυναίκες τις οποίες και ο ίδιος λάτρεψε. Το 1973 παντρεύτηκε με μια 17χρονη και χώρισε μέσα σε τρεις μήνες, ενώ σάλο προκάλεσε η αποκάλυψη του έρωτα του με την Μπελίντα, μια τρανσέξουαλ με την οποία διατηρούσε δεσμό για δυο χρόνια και της είχε προτείνει ακόμη και γάμο. Ήταν ερωτευμένος μέχρι το τέλος και μέσα από τη φυλακή, υπέγραφε επιστολές με το ίδιο του το αίμα και τις έστελνε στην αγαπημένη του Άννα την οποία γνώρισε ενώ ήταν κρατούμενος. Οι θαυμάστριες του, όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του, έσπευσαν στο νεκροτομείο για να δουν για τελευταία φορά το είδωλο τους.
Ο Θόδωρος Βενάρδος, πρώην μηχανικός του εμπορικού ναυτικού, είχε δύσκολα παιδικά χρόνια με τον πατέρα του να εγκαταλείπει την οικογένεια όταν ήταν 5 ετών και τον πατριό να είναι ιδιαίτερα βίαιος μαζί του. «Ήταν ένα πικραμένο αλλά ευγενικό παιδί», θα πει αργότερα, η μητέρα του. Έζησε μια περιπετειώδη ζωή και στην κηδεία του ένα από τα στεφάνια έφερε την υπογραφή της 17Ν. Αν και πολλοί είπαν πως ο αποστολέας δεν ήταν τα μέλη της Οργάνωσης, για τους δικούς του ο Θόδωρος ήταν ένα άτομο «κοινωνικά ανένταχτο, αντικρατιστής, με μια φυσική άρνηση προς την καθεστηκυία τάξη». Μάλιστα, ο θρυλικός ληστής ισχυριζόταν πως «οι ληστείες του ήταν μια πράξη αντίστασης κατά των συνταγματαρχών».

Οι ληστείες, η τζάγκουαρ και οι γλαδιόλες που… μάλλον ήταν γαρύφαλλα

Ήταν παραμονή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, όταν ο Θόδωρος Βενάρδος έκανε την πρώτη του ληστεία. Μπήκε σε υποκατάστημα τράπεζας στο Παγκράτι, ντυμένος σαν καθολικός παπάς και κάτω από το ράσο του έκρυβε μια κοντόκανη καραμπίνα. Η συγκεκριμένη ληστεία έχει καταγραφεί ως η πρώτη ένοπλη ληστεία σε τράπεζα στην Ελλάδα.
Η λεία του άγγιξε το αστρονομικό ποσό των 2.375.000 δραχμών. Ο νεαρός ληστής έφυγε με μια τζάγκουαρ που είχε παρκάρει έξω από την τράπεζα! Η ληστεία έγινε πρώτη είδηση και οι εφημερίδες έγραφαν: «Ασύλληπτος ο ληστής με την τζάγκουαρ». Για τους αστυνομικούς η σύλληψη του νεαρού ληστή έγινε θέμα τιμής αλλά ο Βενάρδος είχε άλλα σχέδια. Πέντε ημέρες μετά την ληστεία έφυγε από την Ελλάδα με προορισμό το Σεν Μόριτς της Ελβετίας. Έμεινε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο κάνοντας πλούσια ζωή. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1973 αναχώρησε για ένα δεκαήμερο ταξίδι στη Ζυρίχη, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη, το Μιλάνο και την Μπολόνια και στις 3 Ιανουαρίου του 1974 επέστρεψε στην Αθήνα. Ο Βενάρδος συνέχισε να διασκεδάζει και να ξοδεύει σε νυχτερινά κέντρα, στο καζίνο της Πάρνηθας, σε ιππικούς ομίλους και τον ιππόδρομο και αγόρασε ένα αυτοκίνητο έναντι 250.000 δραχμών. Ο νεαρός δεν άργησε να πέσει στα χέρια της αστυνομίας όταν έφτασαν σε αυτή πληροφορίες για τα υπέρογκα ποσά που σκορπούσε.
Στις 24 Απριλίου 1974 ο Βενάρδος απέδρασε με κινηματογραφικό τρόπο από τις φυλακές Κορυδαλλού όπου κρατείτο. Ο νεαρός εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο φρουρός πήγε να πιάσει την μπάλα των κρατουμένων που έπεσε έξω από το προαύλιο της φυλακής και σκαρφάλωσε τον ψηλό τοίχο. «Ήταν πολύ γυμνασμένος, ανέβηκε σαν γάτα, βρήκε την πόρτα της σκοπιάς ανοιχτή και βγήκε έξω…» θα έλεγε αργότερα, ένας από τους κρατούμενους. Οι εφημερίδες εκείνων των ημερών αφιερώνουν μεγάλα ρεπορτάζ στην απόδραση, γράφοντας πως απέδρασε καταχειροκροτούμενος από 100 κρατούμενους που του φώναζαν «μπράβο Βενάρδο». «Εκπληκτική απόδραση. Πώς ο Βενάρδος ξεγέλασε τους φρουρούς και διέφυγε μέσα από τον Κορυδαλλό», ήταν ένας από τους πρωτοσέλιδους τίτλους. Ο ίδιος αποκάλυψε, αργότερα, ότι χρησιμοποίησε τρία ταξί για να διαφύγει. Όπως αποδείχθηκε, στη συνέχεια, ο νεαρός είχε ήδη αρχίσει να οργανώνει τη δεύτερη ληστεία του. Στις 17 Μαΐου 1974, ο Θόδωρος Βενάρδος μπαίνει και πάλι σε μια τράπεζα κρατώντας αυτή τη φορά ένα μεγάλο μπουκέτο με λουλούδια. Κάτω από τα λουλούδια είχε κρύψει την κοντόκανη καραμπίνα με την οποία απείλησε τους υπαλλήλους και τον διευθυντή της τράπεζας προκειμένου να πάρει 555.000 δραχμές από το ταμείο.
Ο Βενάρδος έφυγε την ώρα που οι υπάλληλοι προσπαθούσαν να τον σταματήσουν, αφήνοντας πίσω τα λουλούδια. Όταν, λίγο αργότερα, ένας αστυνομικός πήρε το μπουκέτο ως αποδεικτικό στοιχείο οι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν τι είναι και εκείνος απάντησε, «γλαδιόλες» αν και μάλλον ήταν γαρύφαλλα. Εκείνη τη στιγμή ο Βερνάρδος βαφτίστηκε «ληστής με τις γλαδιόλες».
Η φήμη του Βενάρδου εξαπλώθηκε αστραπιαία. Οι γυναίκες… έπιναν νερό στο όνομα του και η αστυνομία τον επικήρυξε για 300.000 δραχμές. Οι εφημερίδες έκαναν λόγο για «Ληστεία αλά Σικάγο», αναφέροντας πως κατά 99%, ο Βενάρδος είναι ο ληστής της τράπεζας. Σε έρευνα που έγινε από την αστυνομία στο δωμάτιο του, λέγεται πως βρέθηκαν όλα τα επίμαχα δημοσιεύματα και δίπλα στους τίτλους ο ίδιος είχε σημειώσει με κόκκινο μαρκαδόρο: «100% ληστής ο Βενάρδος». Η χούντα απαγόρευσε την δημοσιοποίηση ειδήσεων για τον Βενάρδο ο οποίος είχε αρχίσει να γίνεται δημοφιλής. Ο μύθος του καθημερινά ενισχυόταν καθώς δεν είχε χρησιμοποιήσει το όπλο του σε βάρος ανθρώπων, ενώ κυκλοφορούσε και η φήμη πως πέταγε χρήματα έξω από τις τράπεζες τα οποία μάζευε ο κόσμος.

Το φιατάκι του ποδοσφαιριστή Σιδέρη, η Αμερική και η τελευταία πτήση

Ο Βενάρδος, προφανώς, είχε σχεδιάσει και την διαφυγή του, καθώς όπως προέκυψε, μια εβδομάδα πριν την δεύτερη ληστεία, είχε κλέψει από την Κυψέλη ένα αυτοκίνητο Φίατ 125 το οποίο ανήκε στον ποδοσφαιριστή Νίκο Σιδέρη. Μέσα στο αυτοκίνητο, εκτός από τις 10.000 δραχμές που υπήρχαν στο ντουλαπάκι, ο ποδοσφαιριστής είχε ξεχάσει και την ταυτότητα του. Το αυτοκίνητο βρέθηκε δυο μήνες αργότερα, έξω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, αλλά η ταυτότητα του Σιδέρη …ταξίδευε μαζί με τον Βενάρδο για την Αμερική με ένα νορβηγικό καράβι. Για λίγες εβδομάδες ο Βενάρδος κυκλοφορούσε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού με την ταυτότητα του Σιδέρη αλλά η Υπηρεσία Μεταναστεύσεως των Η.Π.Α τον απέλασε επειδή δεν είχε ταξιδιωτικά έγγραφα και βίζα. Ο Βενάρδος ταξίδεψε για την Αθήνα κάνοντας ένα ολόκληρο σόου μέσα στο αεροπλάνο. «Έλεγες είναι ή εφοπλιστής ή βιομήχανος…», θα έλεγε αργότερα, μια από τις αεροσυνοδούς η οποία ακόμη θυμάται τον νεαρό όμορφο, αριστοκρατικό άνδρα να δωρίζει αρώματα, που είχε αγοράσει στην Νέα Υόρκη, σε όλο το πλήρωμα. «Στο Ελληνικό θα με περιμένουν δημοσιογράφοι και φωτογράφοι. Θα μου κάνουν μεγάλη υποδοχή», εκμυστηρεύτηκε στην γυναίκα που καθόταν δίπλα του στο αεροπλάνο, ο καλοβαλμένος νεαρός. Μόλις αποβιβάστηκε ο Βενάρδος, συνελήφθη από τους αστυνομικούς που τον περίμεναν στο αεροδρόμιο.
Ο Βενάρδος οδηγήθηκε στη φυλακή και προσπάθησε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Γυναίκες κάθε ηλικίας του έστελναν καθημερινά ερωτικές επιστολές, φωτογραφίες και λουλούδια και όπως έγραψε στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ισοβίτης ή δραπέτης» ο Βαγγέλης Ρωχάμης, φίλος του από τα παλιά, ο Θόδωρος «ήταν ατίθασος και θαρραλέος (…) στο κελί του είχε τις πιο ωραίες φωτογραφίες και τις πιο όμορφες γυναίκες, που είχα δει σε φωτογραφία. Ήταν πάντα κομψά ντυμένος και πάντα μύριζε κάποιο καινούργιο άρωμα. Έτρωγε λίγο και συχνά. Όταν τον είχα κάποτε ρωτήσει γιατί, μου είχε απαντήσει πως έτσι πρέπει να τρώει όλος ο κόσμος για να μην χαλαρώνει το στομάχι του. Πρόσεχε πολύ τον εαυτό του. Ακόμη και το φαγητό που έτρωγε ήταν λίγο και εκλεκτό. Απ’ τα ναρκωτικά ήταν πολύ μακριά. Δεν ήθελε ούτε να ακούει γι’ αυτά. Κι όποιον έβλεπε να κάνει χρήση ναρκωτικών, του έβαζε τις φωνές και του έλεγε να κάνει γυμναστική κι ότι η ζωή είναι ωραία δίχως τα ναρκωτικά κι έξω απ’ τη φυλακή».

Η δίκη με τη γούνα, ο αγώνας κατά της χούντας και τα χρόνια της φυλακής

Η δίκη του Θόδωρου Βενάρδου ορίστηκε για τις 21 Απριλίου 1975, ανήμερα της χουντικής επετείου, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε να πάει γιατί, όπως είπε, εκείνη την ημέρα «έπρεπε να δικαστεί η χούντα και όχι αθώοι άνθρωποι και άλλοι που δεν έκαναν κάποιο έγκλημα. Αν το κάνετε θα κάνω ότι μπορώ για να ματαιώσω τη δίκη μου». Στο δικαστήριο εμφανίστηκε, τελικά, φορώντας γούνα, παπιγιόν και γυαλιά ηλίου.
Τον Ιούλιο του 1975 ο εκκεντρικός ληστής, μαζί με την αδελφή του Αννίτα και πέντε συγκατηγορουμένους του, δικάζονται από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Ο Βενάρδος στην απολογία του παραδέχτηκε μόνο τις δυο ληστείες και την κλοπή των αυτοκινήτων και αρνήθηκε ότι εμπλέκεται σε μια σειρά άλλων ληστειών που είχαν διαπραχθεί από το 1968 έως τον Ιανουάριο του 1973, τις οποίες ομολόγησε, όπως είπε, μετά από βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε από τους αστυνομικούς. Μάλιστα, ισχυρίστηκε πως μεγάλο μέρος από την πρώτη του ληστεία στο Παγκράτι το διέθεσε στον αγώνα κατά της δικτατορίας. «Έδινα χρήματα χωρίς να ζητώ αποδείξεις. Εκεί μέσα όλοι αγωνιζόντουσαν για ένα κοινό σκοπό. Και εγώ πρόσφερα ότι μπορούσα γιατί αγόρασα όπλα, μπαρούτι, χειροβομβίδες και είχα φέρει ασύρματο και ραδιοπομπούς από την οργάνωση στο εξωτερικό με κίνδυνο της ζωής μου…Μόνος μου ήμουν, είχα όμως μαζί μου και τους άλλους τους οποίους εκπαίδευα στα όπλα και τη χρήση των χειροβομβίδων», είχε πει.
Στις 25 Ιουλίου ο Βενάρδος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών και 7 μηνών, ενώ το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του «ελαττωμένου καταλογισμού». Μαζί του καταδικάστηκαν και οι συγκατηγορούμενοι του, ενώ στην αδελφή του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 7 μηνών για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, κατηγορία την οποία η ίδια αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Τα πρώτα χρόνια στη φυλακή ήταν πολύ δύσκολα για τον «ληστή με τις γλαδιόλες». Κατήγγειλε καψώνια από φύλακες και συγκρατούμενους του αλλά σύντομα, όπως περιγράφουν άνθρωποι που έζησαν από κοντά εκείνη την περίοδο, ο Βενάρδος έγινε αποδεκτός από την κοινωνία των ελίτ της φυλακής, καθώς ξεχώριζε για την πολυτελή αντίληψη της ζωής. Άλλωστε, συγκρατούμενοι του ήταν, εκείνη την περίοδο, ο Νίκος Κοεμτζής, ο Σπύρος Μπέσκος και ο Βαγγέλης Ρωχάμης.
Ο Βερνάρδος, ωστόσο, δεν άντεξε τον εγκλεισμό και κατέρρευσε ψυχολογικά. Άρχισε να αυτοτραυματίζεται για να μπορεί να βγαίνει από τη φυλακή. Κατάπινε ξυραφάκια, μπαταριές, έκανε πολλές απόπειρες αυτοκτονίας για να νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, όπου μια φορά ένας αστυνομικός τον πυροβόλησε καθώς, όπως είπε, επιχείρησε να αποδράσει. Ο Βενάρδος είχε γίνει η σκιά του εαυτού του. Διάβαζε νομικά βιβλία και έγραφε δεκάδες μηνυτήριες αναφορές στις οποίες έκανε καταγγελίες για άθλιες συνθήκες στις φυλακές. Έραψε το στόμα του με μια βελόνα για να διαμαρτυρηθεί. Άρχισε να κάνει αιτήσεις χάριτος οι οποίες απορρίπτονταν…Μέσα από τη φυλακή ανακοίνωσε ακόμη και την ίδρυση πολιτικού κόμματος. «Μάνα ούτε στο τρελάδικο δεν με πάνε», έγραφε σε γράμματα που έστειλε στη μητέρα του. Τον Ιούλιο του 1984 απορρίπτεται και πάλι η αίτηση χάριτος που είχε κάνει. Απογοητευμένος παρουσιάζει σημάδια κατάθλιψης, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες, είχε γίνει και χρήστης ουσιών. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε απειλήσει πως θα αυτοκτονήσει αλλά τότε κανείς δεν τον πίστεψε αφού είχε ήδη κάνει, μέσα σε 12 χρόνια, 15 απόπειρες αυτοκτονίας. Στις 10 του ίδιου μήνα ο θρυλικός ληστής βρίσκεται κρεμασμένος από ένα σεντόνι μέσα στο κελί του. Ήταν μόλις 35 ετών.
Ο Βενάρδος, για μια ακόμη φορά, γίνεται πρωτοσέλιδο με τίτλους όπως «Γλαδιόλες στον νεκρό ληστή», «Νεκρός -Ελεύθερος». Οι ιατροδικαστές εκτίμησαν πως δεν ήθελε να πεθάνει αλλά τελικά δεν πρόλαβαν να τον βοηθήσουν οι φρουροί, ενώ ένας από τους συγκρατημένους του, χρόνια αργότερα, είπε πως «τον αυτοκτόνησαν γιατί είχε ανακαλύψει πως έβαζαν ναρκωτικά μέσα στις φυλακές».

Η κηδεία και η 17 Νοέμβρη

Η κηδεία του Θόδωρου Βερνάρδου έγινε στα Σπάτα. «Έφυγε με χειροκροτήματα και πολλές γλαδιόλες», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής που κάλυψαν την κηδεία του «ληστή με τις γλαδιόλες» με εκτενή ρεπορτάζ. Στην πρώτη σελίδα και το στεφάνι που έφερε την υπογραφή της 17Ν και έγραφε: «Στον αγαπημένο μας Θόδωρο. Τα αήττητα παιδιά της 17 Νοέμβρη». Πολλοί είπαν πως το στεφάνι δεν εστάλη από την 17Ν, ωστόσο οι εφημερίδες της εποχής, έγραφαν πως η Οργάνωση απειλούσε τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Αλέξανδρο Μαγκάκη θεωρώντας τον υπεύθυνο για την αυτοκτονία Βερνάρδου.
Η οικογένεια του Βενάρδου έκανε λόγο για εγκληματική ενέργεια και ζήτησε έρευνα. Άλλωστε, η μητέρα και η αδελφή του στάθηκαν στο πλευρό του μέχρι το τέλος. Ήταν γνωστή η αδυναμία που είχε ο Βενάρδος στην Αννίτα, την καλλονή αδελφή του, που πήγαινε σε σχολή μανεκέν και ήθελε να γίνει τραγουδίστρια. Μάλιστα, ο αστικός μύθος λέει, πως πολλά χρήματα από τη λεία των ληστειών χρησιμοποιήθηκε για να κάνει πραγματικότητα τα όνειρα της η Αννίτας.
Το 1981 ο σκηνοθέτης Γιάννης Φαφούτης γύρισε την ταινία «Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια» το σενάριο της οποίας ήταν εμπνευσμένο από την ζωή του Βενάρδου. Ήταν η παρθενική κινηματογραφική εμφάνιση του Γιώργου Κιμούλη που κράτησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
http://www.newsbeast.gr

Η πρώτη κινηματογραφική προβολή στην Αθήνα (1896)

$
0
0


γράφει ο Σωτήρης Αθηναίος
Διαβάζω σε διάφορους, ανεπίσημους, δικτυακούς τόπους ότι στις πρώτες κινηματογραφικές προβολές στην Αθήνα ο κόσμος είχε εξαγριωθεί και ήθελε να σπάσει τα μηχανήματα του «διαβόλου». Πολλές φορές, η μυθολογία γίνεται Ιστορία. Τίποτα απ αυτά δεν έκαναν οι Αθηναίοι στα τέλη του 1800, όταν πρωτοείδαν κινηματογραφικές προβολές (ήταν αθώοι, αλλά όχι ηλίθιοι).
Η πρώτη κινηματογραφική παράσταση στην Αθήνα δόθηκε το Νοέμβριο του 1896 σε μια αίθουσα στην οδό Κολοκοτρώνη. Το κοινό ήταν, ήδη, ενημερωμένο για τη νέα τεχνολογία από τις εφημερίδες. Από το 1893 οι Αθηναϊκές εφημερίδες αναφέρουν τακτικότατα για τις δραστηριότητες του πολυτάλαντου Thomas Edison. Η νέα εφεύρεση δεν άργησε πολύ να έρθει στη χώρα μας (αντίθετα με την γκρίνια ορισμένων, που θεωρούν ότι η Ελλάδα ήταν πολύ πίσω σε όλα). Αρκεί να σκεφτητε ότι στις 15 Φεβρουαρίου 1896 οι Louis και Auguste Lumière  κατοχύρωσαν, επίσημα, την εφεύρεση τους (δέκα μήνες πριν την πρώτη προβολή στην Αθήνα).
Μυητής της νέας Τέχνης στην Αθήνα ήταν ο Αlexandre Promio (1868-1926), οπερατέρ και αντιπρόσωπος των Λουμιέρ, ο οποίος κατευθυνόταν προς την Κωνσταντινούπολη, για να διαδώσει τη νέα Τέχνη και σταμάτησε για ένα μήνα και στην Αθήνα. Ο Promio θεωρείται ως ο μυητής του κινηματογράφου και στην Ισπανία, το Μάιο του 1896.
Στην οδό Κολοκοτρώνη, λοιπόν, αναρτήθηκε η επιγραφή Cinematofotographe Edison (προσέξτε το αρχικό όνομα: κινηματοφωτόγραφος, όχι κινηματογράφος) και στις 29 Nοεμβρίου 1896 ξεκίνησαν οι προβολές για, περίπου, ένα μήνα. Κάθε μέρα δίνονταν 16 παραστάσεις (επρόκειτο για ταινίες μικρού μήκους) και το εισιτήριο ήταν 2,20 δρχ. (πανάκριβο εισιτήριο, αν αναλογιστείτε ότι ένα καλό μεροκάματο ήταν 4 δρχ).
Πάντως, η πρώτη ουσιαστική επένδυση στον κινηματογράφο θα αργήσει να έρθει. Βλέπετε, αμέσως μετά την πρώτη προβολή,το Ελληνικό Κράτος θα πτωχεύσει και στη συνέχεια θα μπούμε στις πολεμικές προετοιμασίες για τους Βαλκανικούς πολέμους καθώς και για τον πρώτο παγκόσμιο. Τελικά το 1913, δεκαέξι χρόνια μετά την πρώτη προβολή, κτίστηκε η πρώτη αίθουσα ειδικά κατασκευασμένη για κινηματογράφο το «Παλλάς», το οποίο αργότερα γκρεμίστηκε  και κτίστηκε (1923 – 1928) το επταώροφο Μέγαρο Εφεσίου (Σταδίου 28). Το μέγαρο Εφέσιου είναι ένα από τα πρώτα κτήρια, που κατασκευάστηκε με οπλισμένο σκυρόδεμα, “μπετόν”, (φαίνεται ότι εξ αρχής το τσιμέντο καταδίωκε τις αίθουσες σινεμά).
Την ίδια χρονιά άνοιξε το «Νέον», Πατησίων 8, ενώ πάντα το 1913 (οι Βαλκανικοί πόλεμοι δεν είχαν τελειώσει. Ο στρατός βρίσκεται στον πόλεμο, αλλά η Αθήνα …διασκεδάζει) θα λειτουργήσει και το Ροζικλαίρ, Πατησίων 12, (το όνομα του κινηματογράφου οφείλεται στις κόρες του ιδιοκτήτη: Ρόζα και Κλαίρη).

http://www.24grammata.com

Ο έρωτας που άνθισε στο Λεμονοδάσος

$
0
0
      
                «Εγώ έγραφα, εκείνη ζωγράφιζε. 
Ηταν παράδεισος!»


      Το  παγκοσμίως γνωστό Λεμονοδάσος του Πόρου, υπήρξε  η « άγνωστη φωλιά» ενός  μεγάλου έρωτα, ενός ήρωα του δεύτερου  παγκοσμίου και μιας πριγκίπισσας.


        Λη φέρμορ το 1995
                                                      
 Η Μπαλάσα το 1920                        

  
                                                                                                

       Εκεί στα 1935, εκτός από τις λεμονιές που άνθιζαν και ευωδίαζε ο τόπος,  άνθισε ο έρωτας του γνωστού μας Πάτρικ Λι Φέρμορ  που «έφυγε» πρόσφατα (10/6/2011) και της Μολδαβής  πριγκίπισσας  Μπαλάσα Καντακουζηνού.  Ενας έρωτας που τελικά  έσβησε άδοξα.
       Ο Σερ Πάτρικ «Πάντι» Μάικλ Λη Φέρμορ - με την πολυτάραχη ζωή - γεννήθηκε το 1915 στο Λονδίνο και ήταν ιρλανδικής καταγωγής. Θεωρείται δε σαν ένας  από τους  σημαντικότερους ταξιδιωτικούς  συγγραφείς.
      Σε ηλικία 18 ετών, το 1933, πέρασε τη Μάγχη και ξεκίνησε να διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Και έφτασε εκεί   την Πρωτοχρονιά του 1935. Από εκεί  πέρασε στην Ελλάδα,  έμεινε στον Άθω και   ταξίδεψε στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Στερεά Ελλάδα μαθαίνοντας τα ήθη και τη γλώσσα της χώρας που έμελλε να γίνει δεύτερη πατρίδα του.
      To 1935 o Φέρµορ γνώρισε στην Αθήνα την Μπαλάσα (Μαρία Μπλανς) Καντακουζηνού,  μολδαβή  πριγκίπισσα με βυζαντινό επίθετο.
     Η οικογένεια των Καντακουζηνών ήταν παλαιά οικογένεια βογιάρων (πριγκίπων) της Βλαχίας  που είχε τις ρίζες της στο βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ'Καντακουζηνό.Η Μπαλάσα  ήταν κόρη του Ρουμάνου  πριγκιπα  Leon Cantacuzene και   αδελφή του πρίγκιπα Gregoire Lwovitch Cantacuzene, Συμβούλου στην Πρεσβεία του Λονδίνου. και  αδελφή της   Helene Cantacuzene.
      Ηταν   ένας  έρωτας  κεραυνοβόλος.  Η Μπαλάσα Καντακουζηνού ήταν τότε 36 ετών (γεν 1899), δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη από τον νεαρό, 20χρονο, Πάτρικ. Και μόλις  χωρίσει από το σύζυγό της, έναν ισπανό διπλωµάτη.
      «Συναντηθήκαμε τη σωστή στιγμή και πέσαμε  ο ένας στην αγκαλιά του άλλου», θα πει αργότερα ο Φέρµορ. «Ηταν ακαριαίο, ταιριάξαµε αµέσως. Φύγαµε μαζί και ζήσαμε σε έναν νερόμυλο στην Πελοπόννησο για πέντε μήνες. Εγώ έγραφα, εκείνη ζωγράφιζε. Ηταν παράδεισος!».  (ΤΑ ΝΕΑ Μανόλης Πιμπλής 18-6-11)

 
      Ο νερόμυλος αυτός που δεν αποκάλυψε ο Φέρμορ, ήταν ο νερόμυλος του Καρδάση (Λαζάρου) στο Λεμονοδάσος του Πόρου.
      Κάτοικοι του Λεμονοδάσους  που τους έζησαν από κοντά,κείνα τα χρόνια,  έχουν πολλά να αφηγούνται  σήμερα για τον έρωτα εκείνο.
      « Εμοιαζαν με δυο ερωτευμένα πιτσουνάκια, μας λένε.  Εμείς χαιρόμαστε να τους βλέπουμε, τους βοηθούσαμε, τους κάναμε όποια εξυπηρέτηση  ήθελαν, μας λέει  ο Α.Κ.
      »Εκείνος ένας ψηλός  νεαρός, με κάποιες φορές το βλέμμα αφηρημένο, ποιος ξέρει,  σκεφτόταν τι θα γράψει.

 Και κείνη, μια 35χρονη θεά!  Που ζωγράφιζε τον καταρράκτη του μύλου, τις  λεμονιές, τα νησάκια απέναντι προς τον Πόρο  με το Μοναστήρι. Από κει είχε δεκάδες τοπία  να ασχοληθεί. Ακόμα και μένα με είχε ζωγραφίσει, αλλά δεν ξέρω που την έχω τη ζωγραφιά. Αλλά κάποτε έφυγαν για τη Ρουμανία!  Μάλλον βαρέθηκε εκείνη. Ηταν και μαθημένη αλλιώς... Πριγκίπισσα βλέπεις...Και στενοχωρηθήκαμε...  Φανταστείτε όμως,  την έκπληξή μας όταν μετά από 5-6 χρόνια ο Πάτρικ, ξανάρθε σαν κομάντος μαζί με άλλους Αγγλους. Χαρήκαμε που τον είδαμε!  Τον ρωτήσαμε για την Μπαλάσα, που είναι, τι κάνει; "Ποιος ξέρει;"Απάντησε  και τα λόγια του έκρυβαν θλίψη. Θλίψη ποιος; αυτός που πολεμούσε τον εχθρό με  νύχια  και με  δόντια....διακινδυνεύοντας τη ζωή του! Ισως γιατί ενδόμυχα  κάτι του έλειπε!».

                                       
      Το εξώφυλλο του βιβλίου  του Φέρμορ με φωτογραφία του στον Πόρο το 1935, και δεξιά το ανάκτορο  Μπαλένι.

        Το ειδύλλιο περιγράφεται  στο βιβλίο του Φέρμορ  «Λόγια του Ερμή» (εκδ. Άρτεμις Cooper, John Murray 2003) που αναφέρεται στην παραμονή του στο Λεμονοδάσος του Πόρου:
       Στην Αθήνα  συνάντησε την πρώτη μεγάλη αγάπη της ζωής του, τη Μπαλάσα.  Και οι δύο ήθελαν να ξεφύγουν από την πόλη -   για να γράψει αυτός, να ζωγραφίσει αυτή: και για πολλούς μήνες ζούσαν σε ένα παλιό νερόμυλο που περιβάλλεται από λεμονιές, με θέα προς το νησί του Πόρου. Αλλά δεν θα μπορούσαν  να ζήσουν  εκεί   για πάντα.   Ηρθε  η ώρα  που η  Μπαλάσα πρότεινε να πάνε προς τη Μολδοβλαχία, τη βορειότερη επαρχία της Ρουμανίας, όπου ήταν το σπίτι της, που ονομαζόταν Baleni, από την πριγκιπική καταγωγή της.  
       Το 1937, λοιπόν,  το ζευγάρι μετακινήθηκε  στο κτήμα της Μπαλάσα στη χώρα της, στη Μολδοβλαχία της Ρουμανίας. Πήγαν εκεί   κοντά στην  αδελφή της Μπαλάσα. Ο Φέρμορ αφηγήθηκε: «Οι δύο αδελφές ήταν καλές, όμορφες, θαρραλέες, με ταλέντο και φαντασία, και είχαν βουτηχτεί στη λογοτεχνία και τις τέχνες. Ηταν ευγενικές, εύθυμες, αντισυμβατικές. Ολοι τις αγαπούσαν, το ίδιο κι εγώ».
      Ο  Πάτρικ Λι Φέρµορ  θα αφηγηθεί αργότερα ότι πέρασε στη Ρουμανία δύο χρόνια  απολαμβάνοντας  τα απομεινάρια ενός κόσμου που χανόταν. «Η οικογένεια της Μπαλάσα, ήταν μέρος ενός παλιομοδίτικου γαλλοτραφούς κόσμου γαιοκτημόνων, που έλεγες ότι ξεπηδούσε από σελίδες του Τολστόι», λέει για αυτή την περίοδο ο Λι Φέρµορ. «Πέρασα τον καιρό μου διαβάζοντας με δικό µου τρόπο το σύνολο της γαλλικής λογοτεχνίας αλλά και παίζοντας σκάκι. Φυσικά και ήθελα να την παντρευτώ αλλά μου  είπε....«μη γίνεσαι γελοίος, είμαι πολύ μεγαλύτερή σου».
      Ηταν ένας  έρωτας που έσβηνε....Το οριστικό τέλος του το προκάλεσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. «Ημασταν έξω για πικνίκ,(Σεπτέμβριος 1939) λέει ο Φέρμορ, κάποιοι από μας έφιπποι και άλλοι σε ανοιχτές άμαξες, όταν κάποιος φώναξε ότι οι Γερμανοί είχαν μπει στην Πολωνία. Πήρα αμέσως την απόφαση: αν ξεσπούσε πόλεμος έπρεπε να καταταγώ στον στρατό. Πίστευα ότι θα τελείωνε σε έξι μήνες».
      Ο Φέρμορ   γύρισε στην Αγγλία  και κατατάχτηκε  στην Ιρλανδική Φρουρά, με τη γνωστή δράση.
       Κι από τότε  δεν ξαναείδε την Μπαλάσα για 25 χρόνια. Οι δύο αδελφές έγιναν νοσοκόμες.
       Με το τέλος του πολέμου (1946) έκλεισαν τα σύνορα, η Μπαλάσα δεν μπορούσε να βγει πια από τη Ρουμανία, ούτε ο Λι Φέρμορ να μπει σ’ αυτήν. Οταν κάποτε κατάφερε να βρει τρόπο και να ταξιδέψει στη χώρα ως δημοσιογράφος, (1965) βρήκε την Μπαλάσα να ζει  μέσα στη φτώχεια, σε μια σοφίτα του Βουκουρεστίου, κερδίζοντας το  ψωμί της  ως δασκάλα αγγλικών, γαλλικών και ζωγραφικής (όταν  η Μπαλάσα ήταν 66 ετών  κι ο Φέρμορ  50).
        Η Οικογένεια των  Καντακουζηνών είχε χαρακτηριστεί «στοιχεία με σάπιο παρελθόν» και τα κτήματά τους δημεύτηκαν από το καθεστώς Τσαουσέσκου. Τα έχασαν  όλα.  Η πολιτοφυλακή  μπήκε στο σπίτι τους και έδωσε στις δύο αδελφές ένα τέταρτο προθεσμία για να μαζέψουν τα πράγματά τους, μία βαλίτσα η κάθε μία. Το μέγαρό τους μετατράπηκε σε άσυλο ψυχοπαθών.
       «Καθήσαµε μαζί για 48 ώρες, έγραψε ο Φέρμορ, σχεδόν χωρίς να κοιμηθούµε, γελώντας όλη την ώρα,  λέγοντας ο ένας στον άλλο, «Θυµάσαι;» Ηταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα, μία ώρα,,,,Η Μπαλάσα τα έβλεπε όλα με στωικό και γοητευτικό τρόπο. Ηταν σπουδαία γυναίκα. Ζήσαμε όλες αυτές τις ώρες με τις αναμνήσεις... Αλλά  ερωτικά  όλα  έμοιαζαν άνοστα.  Αλλωστε  εγώ εκείνη  την εποχή ήμουν με την Τζόαν…» διευκρίνισε ο Φέρμορ. Μετά από λίγα χρόνια  η Μπαλάσα  πέθανε. Στο μεταξύ τα πράγματα είχαν αλλάξει κάπως, και κηδεύτηκε πριγκιπικά. Η δε σαρκοφάγος  της  αργότερα τοποθετήθηκε  στο   Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Ρουμανίας.

                              
     Η σαρκοφάγος της πριγκήπισσας Μπαλάσα Καντακουζηνού. Δεξιά το παλάτι της οικογένειας  στο Βουκουρεστι. (Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια)

       Ο  δεύτερος έρωτας του Πάτρικ με την φωτογράφο Τζόαν Ελίζαμπεθ Ρέινερ - κι αυτή ήταν μεγαλύτερή του 3 χρόνια - κατέληξε σε γάμο το 1968. Με την οποία ζούσαν τον περισσότερο καιρό στο σπίτι που οι ίδιοι σχεδίασαν στην Καρδαµύλη και λίγους μόνο μήνες του χρόνου περνούσαν στην Αγγλία.  Με την Τζόαν επισκεπτόταν τα τελευταία   χρόνια  το Λεμονοδάσος. Είτε για να θυμηθεί την αντιστασιακή δράση του εναντίον των Γερμανών, είτε τον πρώτο έρωτά του με την Μπαλάσα.
       Με την Τζόαν δεν απόκτησε παιδιά - πέθανε το 2003 στα 91 της χρόνια.
                                
                                                                                       Βασίλης  Κουτουζής
                                                                                    Δημοσιογράφος ερευνητής
                                                                            21  - 6 - 2011
                                                                                                                

πηγή  www.koutouzis.gr .

Εν Αθήναις...ωραία που΄ναι η Κυριακή

$
0
0



Έγραψε τους στίχους ο Σακελλάριος και τραγούδησε η Αλίκη την Κυριακή....


"Ωραία που ‘ναι η Κυριακή
μα να ‘ταν πιο μεγάλη
γιατί περνάει γρήγορα
κι αργεί να έρθει η άλλη

Η Κυριακή, η Κυριακή
να ήταν πιο μεγάλη

Κυριακή, γιορτή και σχόλη
να ‘ταν η βδομάδα όλη
κι η Δευτέρα να ‘ταν μόνο
κανα δυο φορές το χρόνο

Της Κυριακής το ξύπνημα
έχει δικιά του χάρη
δε σε κρατάει το στρώμα σου
μήτε το μαξιλάρι

Η Κυριακή, η Κυριακή
έχει δικιά της χάρη "


Μεγάλη ημέρα τότε....χαράς...διασκέδασης με λίγα ή πολλά κι αν είχες....

Από το πρωϊ στην γειτονιά όλοι στο πόδι....οι μανάδες με τα ταψιά για τον φούρνο...τα παιδιά για την εκκλησία και μετά για το κατηχητικό....
έφερναν στο σπίτι και την χάρτινη εικονίτσα που μοίραζε ο κατηχητής...
Έβγαζαν τα Κυριακάτικα και βάζανε τα καθημερινά για την αλάνα....
"...μαθήματα δεν έχεις; ...πότε θα διαβάσεις..."
Ο αιώνιος καυγάς για όλους στην αυλή και στην γειτονιά....
Το μεσημέρι όλοι στο Κυριακάτικο τραπέζι.....δεν ήταν σαν το καθημερινό
αν και τα έπιπλα ήταν τα ίδια....είχε μια πολυτέλεια....
Όταν σουρούπωνε άρχιζε η μελαγχολία....ερχότανε η Τσαγκαροδευτέρα....
κάθε κατεργάρης στον πάγκο του...μας φώναζαν οι ηλικιωμένοι....
Και ο καθένας είχε τον πάγκο του...το σχολείο....το μεροκάματο και αργότερα
σαν έφηβοι και σχολείο και μεροκάματο με ελεύθερο μόνο το Κυριακάτικο απόγευμα....σινεμαδάκι....ραντεβουδάκι....όνειρα και υποσχέσεις.

Πίσω στα παλιά


Σχεδόν καλώς...

H Λεωφόρος Αλεξάνδρας και η άτυχη πριγκίπισσα Αλεξάνδρα (1870 – 1891)

$
0
0





Η Λεωφόρος Αλεξάνδρας και η πριγκίπισσα
Το όνομα της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας  δόθηκε στον  έρημο χωματόδρομο, που ένωνε την λεωφόρο Πατησίων με τους Αμπελόκηπους. Το Πεδίον του Άρεως θα δημιουργηθεί πολύ αργότερα, το 1934.
γράφει ο Σωτήρης Αθηναίος
Ποια ήταν η Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα;
Στην Αθήνα της δεκαετία του 1880 δεν υπήρχε, σαφέστατα, τηλεόραση και ραδιόφωνο. Για τους «δυστυχείς» Αθηναίους δεν υπήρχαν οι γάμοι των επωνύμων (ή, απλώς, ανόητων ανθρώπων) για να τους γεμίζουν την πλήξη τους. Τα μάτια των, τότε, ανθρώπων (όπως και των σημερινών) ήταν στραμμένα σε οτιδήποτε διέφερε απ αυτούς και μπορούσε να γεμίσει τη μίζερη ζωή τους. Γι αυτό η προσοχή τους ήταν στραμμένη στους γάμους της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας (1870 – 1891), κόρης του Γεωργίου Α΄ και της Όλγας .
Παντρολογούσαν, λοιπόν, την πριγκίπισσα Αλεξάνδρα (δεκαεξάχρονη παιδούλα) με τον Μεγάλο Δούκα Παύλο Αλεξάνδροβιτς της Ρωσίας. Ο γαμπρός ήταν αξιόλογος, ως προς τον τίτλο, και οι πρώτοι Γλύξμπουργκ της Ελλάδας  ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι για την τύχη της κόρης τους, αλλά και για την προβολή της οικογενείας στα μάτια του Ελληνικού Λαού. Οι εφημερίδες έγραφαν ασταμάτητα για τη μικρή ξανθή πριγκίπισσα, μέχρι και ο Γεώργιος Σουρής εξέφρασε τον καημό του με το στίχο: «…θα πω στην Αλεξάνδρα, εκείνον τον ρωσόφρονα να μην τον πάρει άνδρα…»  Ο μπαμπάς Γεώργιος Α΄ έτριβε τα χέρια του από την ικανοποίηση, αλλά στην τσέπη δεν τα έβαλε. Και ενώ οι γονείς των κοινών θνητών αποφασίζουν να προικίσουν, οι ίδιοι, τα παιδιά τους, σε τούτη την περίπτωση ο ελληνικός λαός ανέλαβε να προικίσει, από το υστέρημα του, τη βασιλοπούλα με 400.000 δραχμές (αναλογιστείτε ότι το μεροκάματο δεν ξεπερνούσε τις 3 δρχ.)
Η τύχη, όμως, της πριγκίπισσας δεν ήταν καλή. Επίσημα ήταν η Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας, αλλά  υπέφερε, εκεί στα ξένα, και μελαγχολούσε. Τελικά, θα πεθάνει κατά τη δεύτερη γέννα σε ηλικία, μόλις 21 ετών και με πολλές υποψίες για ραδιουργίες του συζύγου της. Ο απαρηγόρητος γαμπρός, την επόμενη της κηδείας θα αφήσει τα δυο παιδιά του στον αδελφό του, που ήταν άτεκνος και θα παντρευτεί τη Ολγα Βαλεριάνοβνα Καρνόβιτς (χωρισμένη με τρία παιδιά), με την οποία θα αποκτήσει άλλα τρία παιδιά και θα ζήσει στο Παρίσι, αφού ο δεύτερος γάμος έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του Τσάρου, ο οποίος και τον εξόρισε. Και ενώ ο ελληνικός λαός συνέχιζε να πληρώνει τη δόση του για την προίκα της Αλεξάνδρας, ο Παύλος “έτρωγε” την προίκα με την Όλγα στα Παρίσια. Ωραία που ΄ναι η ζωή!!!
Ο γιος της Αλεξάνδρας ήταν Ντιμίτρι Παυλοβιτς Ρομανώφ, ένας από τους δολοφόνους του μοναχού Ρασπουτιν. Εγγονός της ήταν ο Πώλ Ρωμανόφσκι-Ιλλίνσκι, Δήμαρχος, του  Παλμ Μπίτς, Φλόριδα, από το 1988 έως το 1999.

Eν Αθήναις...ο χορευτής

$
0
0


Πρίν από κάμποσα χρόνια περπατούσα ένα πρωϊ  στα στενά της Πλάκας παρατηρώντας τα παλιά σπίτια που δεν είχαν αναπαλαιωθεί .

Σε ένα ημιϋπόγειο το κουδούνι έγραφε το όνομα ενός πολύ γνωστού παλιού χορευτή...
Τότε σε πολλές Ελληνικές ταινίες ήταν απαραίτητο το τραγούδι 
και η χορογραφία....
Πρέπει να με είδε από το ημιπαράθυρο και άνοιξε την πόρτα και ανέβηκε
για να με καλημερίσει....
Τα χρόνια δεν τον είχαν λυπηθεί....δύσκολα τον αναγνώριζες....
"....είσαστε ο γνωστός...."
"....ναι σας ευχαριστώ που με θυμηθήκατε..."
Περνούσε δύσκολα...ήταν μόνος.....τον είχαν ξεχάσει....
Δεν είχε σκεφτεί ποτέ το αύριο ....μου είχε πει....αλλά και να το είχε κάνει
δεν ήταν και πολλά τα λεφτά που έπαιρνε....ζούσε αξιοπρεπώς όμως.
Τον προσκαλούσαν εκείνα τα χρόνια τα λαμπερά ονόματα ...γνωστοί εφοπλιστές στις βίλες τους στα πάρτυ και χόρευε γι αυτούς....
Όλη αυτή η εξομολόγηση στα σκαλοπάτια του παλιού ημιϋπόγειου .....
ντράπηκε να με καλέσει μέσα ....
"....ξέρετε δεν είναι και στην καλύτερη κατάσταση το δωμάτιο αλλά ευχαριστώ τον κύριο που μου το παραχώρησε μέχρι να αναπαλαιωθεί...."
"Έφυγε" πρίν να αναπαλαιωθεί.

Πίσω στα παλιά


Ψηφίστηκε το πολυνομοσχέδιο από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ !

1966 Ραντεβού στον αέρα


Η Κατριβάνου του ΣΥΡΙΖΑ κατεψήφισε το ξεπούλημα της Χώρας !

Γιατί συνηθίζεται να σκεπάζεται το κεφάλι των κεκοιμημένων;

$
0
0

κεφάλι των κεκοιμημένω


Η συνήθεια να σκεπάζεται το κεφάλι των κεκοιμημένων είναι πάρα πολύ παλιά και επικρατεί μέχρι και σήμερα μαζί με το σάββανο. Η συνήθεια αυτή διατηρείται και στις μοναχικές διατάξεις, όπου το κεφάλι του κεκοιμημένου από τη στιγμή που ενδύεται ο κεκοιμημένος τα μοναχικά του, παραμένει καλυμμένο μέχρι και αυτής της ταφής.

Το ειδικό αυτό ύφασμα που εκάλυπτε την κεφαλή του κεκοιμημένου έχει διάφορα ονόματα όπως: «σουδάριον προσώπου» κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης ή «κάλυμμα της θήκης» κατά τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο1. Αυτά τα καλύμματα φαίνεται – σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης τα έπαιρνε κατά την ταφή ο πιστός λαός για ευλογία. Έτσι «τα σουδάρια των προσώπων αυτού (ενν. του αγίου Μελετίου επισκόπου Αντιοχείας) εις φυλακτήρια των πιστών διετίλλετο» 2. Στον βίο της αγίας Μακρίνας της αδελφής του αγίου Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης αναφέρει ο ίδιος: «Επειδή το ιερόν εκείνο πρόσωπον αι παρθένοι προσέβλεψαν… μιας τινός ατάκτως εκβοησάσης, ότι ουκέτι μετά την ώραν ταύτην το θεοειδές τούτο προσβλέψομεν πρόσωπον…» 3. Ακόμη και καθ’ όλην την νεκρική πομπή της μεταφοράς της οσίας Μακρίνας το πρόσωπό της παρέμεινε σκεπασμένο. Όταν έφθασε η ώρα της ταφής το πρόσωπο της ξεσκεπάστηκε.
Η συνήθεια της καλύψεως με το σάββανο συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Καθ’ όλη την διάρκεια των μεταφορών το λείψανο παραμένει καλυμμένο. Η αποκάλυψη του προσώπου γίνεται κατά την ώρα της νεκρώσιμης ακολουθίας και κατά τη στιγμή της ταφής.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει σχετικά με το σκέπασμα του προσώπου του κεκοιμημένου στο Εγκώμιό του για τον Μέγα Βασίλειο: «Προεκομίζετο μεν ο άγιος, χερσίν αγίων υψούμενος σπουδή δ’ ην εκάστω, τω μεν κρασπέδου λαβέσθαι, τω δε σκιάς, τω δε του ιεροφόρου σκίμποδος, και ψαυσαι μόνον τι γάρ εκείνου του σώματος ιερώτερον τε και καθαρώτερον; τω δε των αγόντων ελθείν πλησίον, τω δε της θείας απολαύσαι μόνης, ως τι κακείνης πεμπούσης όφελος» 4.
Στο κεφάλαιο αυτό πρέπει να προσθέσουμε και κάποια παράξενη και ξενική συνήθεια για την καθ’ ημάς Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία που είναι το κλείσιμο και το σφράγισμα του φερέτρου του κεκοιμημένου προκειμένου να μην τον αντικρύσουν οι άνθρωποι και φοβηθούν. Υπογραμμίζουμε και σε άλλο σημείο του βιβλίου μας τη συνήθεια να μην έρχεται αντιμέτωπος ο άνθρωπος με τους νεκρούς. Αυτό φανερώνει κάποια αποξένωση από την πραγματικότητα. Κάποιοι διατείνονται και λένε υποστηρίζοντας το σφράγισμα των φερέτρων ότι οι συγγενείς δεν πρέπει να βλέπουν τον κεκοιμημένο τους, για να μη χαλάσει η εικόνα που είχαν γι’ αυτόν όπως ήταν εν ζωή. Αυτή δεν είναι σωστή αντιμετώπιση. Δυστυχώς τελευταίως παρατηρείται η ίδια κατάσταση και σε εκκλησιαστικά πρόσωπα, επισκόπους και ιερείς, γεγονός που προξενεί αλλοίωση της ιεράς Παραδόσεώς μας.
1 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 4, P.G. 55,512.
2 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ 1, P.G. 46,861.
3 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, σ. 84.
4 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, P.G. 36, AB.

Η Ελλάδα τον 20ο αιώνα 1945-1950: ΑΝΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

$
0
0

Ο Βασίλης Λογοθετίδης σε σκηνή της ταινίας «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», σε σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου (1948). Ο Σακελλάριος, μεταφέροντας στον κινηματογράφο την ομώνυμη αυτή θεατρική κωμωδία που έγραψε με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, περνάει και στην κινηματογραφική σκηνοθεσία.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών οι κινηματογραφιστές ανασκουμπώνονται. Από το 1945 ως το τέλος της δεκαετίας γυρίζονται σαράντα ταινίες από δεκατρείς εταιρείες παραγωγής. Δίπλα στον Φίνο, που προπορεύεται με μεγάλη διαφορά, αρκετοί άνθρωποι του χώρου, διανομείς, αιθουσάρχες, παραγωγοί επικαίρων και κάτοχοι κινηματογραφικών εργαστηρίων επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους στην παραγωγή ταινιών μυθοπλασίας. Ο Μαυρίκιος Νόβακ με τη Νόβακ φιλμ (Χειροκροτήματα, Μαρίνος Κοντάρας, Αδούλωτοι σκλάβοι, Αραββωνιάσματα), ο Αντώνης Ζερβός με την Ανζερβός (Άννα Ροδίτη, Διαγωγή μηδέν, Δύο κόσμοι), επιδιώκουν, όπως και ο Φίνος, καλές συνεργασίες και αξιοπρεπή αποτελέσματα.
Ο Φίνος είναι πιο διορατικός και πολύ προσεκτικός στις επιλογές του. Οι εννέα ταινίες που χρηματοδοτεί και υποστηρίζει τεχνικά ώς το 1950 έχουν ως σεναριογράφους έμπειρους θεατρικούς συγγραφείς, τον Ιωαννόπουλο, τον Σακελλάριο, τον Τσιφόρο, τον Τζαβέλλα. Μετά το επιτυχημένο πείραμα με τον Ιωαννόπουλο - ο Τζαβέλλας είχε ξεκινήσει με τη Νόβακ φιλμ - ο Σακελλάριος και ο Τσιφόρος σπρώχνονται στη σκηνοθεσία. Οι ταινίες τους όχι μόνο «βλέπονται και ακούγονται», σύμφωνα με τη βασική επιδίωξη του Φίνου, αλλά αφηγούνται ιστορίες με τρόπο που να κρατά το ενδιαφέρον του θεατή και έχουν θέματα που μπορούν να συγκινήσουν το κοινό στο οποίο απευθύνονται.
Διαφημιστική καταχώρηση της εποχής για τον «Κόκκινο βράχο» του Μιχάλη Γρηγορίου (1949). Πρόκειται για κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος «Φωτεινή Σάντρη» του Γρηγ. Ξενόπουλου. Ο Γρηγορίου, δουλεύοντας με μια εξαιρετική ομάδα συνεργατών, εγγράφεται πλέον στις ελπίδες του ελληνικού κινηματογράφου.
Θέματα από τη σύγχρονη ζωή και τα προβλήματα της (Παπούτσι από τον τόπο σου, Οι Γερμανοί ξανάρχονται, Χαμένοι άγγελοι, Έλα στο Θείο, Ο μεθύστακας), από τον πόλεμο (Τελευταία αποστολή) και δίπλα τους γυναίκες της αμαρτίας και της εξιλέωσης (Πρόσωπα λησμονημένα, Μαρίνα). Στις παραγωγές του Φίνου, όπως και στο σύνολο της παραγωγής, η γυναικεία απιστία ή η υποχώρηση στις ανδρικές ορέξεις και οι συνέπειες τους είναι έντονα παρούσες (π.χ. Δύο κόσμοι, Καταδρομή, Η ανθοπώλις των Αθηνών, Θύελλα στο φάρο).
Τρία είδη
Οι ελληνικές παραγωγές ακολουθούν τα ίχνη του κινηματογράφου πλατιάς κατανάλωσης: διαμορφώνονται σε είδη. Τα τρία βασικά είδη, το μελόδραμα, το δράμα και η κωμωδία, εμφανίζονται ώς το 1950. Το μελόδραμα είναι το πιο τυποποιημένο, με γυναίκες - θύματα, εκβιασμούς, ψέματα, ασθένειες, συμπτώσεις. Ανάλογα με τον βαθμό της αμαρτίας και τις προσπάθειες εξιλέωσης, οι γυναίκες συγχωρούνται και δικαιούνται να συνεχίσουν τη ζωή τους ή πεθαίνουν για να πληρώσουν τα σφάλματα τους. Το μελόδραμα υπάρχει όχι μόνο στην υπόθεση, αλλά και στους διάλογους, στη σκηνοθεσία, στην ερμηνεία των ηθοποιών, στη χρήση της μουσικής. Η παρουσία του ανιχνεύεται και στα δράματα, σε ταινίες που προσπαθούν να ξεφύγουν από την αυστηρή τυποποίηση και να αφηγηθούν με αυθεντικότητα τα ανθρώπινα πάθη. Οι μελοδραματικοί τρόποι κυριαρχούν στον αμερικανικό και τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και οι Έλληνες σκηνοθέτες, που έχουν μάθει την τέχνη τους μέσα στις σκοτεινές αίθουσες, έχουν επηρεασθεί βαθιά από τα εκφραστικά μέσα του μελοδράματος. Ο Σακελλάριος και ο Τσιφόρος τους αντιστέκονται σε μεγάλο βαθμό, ο Τζαβέλλας και ο Γρηγορίου (Ο κόκκινος βράχος, Θύελλα στο φάρο) τα αποφεύγουν συνειδητά, αν όχι πάντα στο σενάριο, τουλάχιστον στη σκηνοθεσία.
Λάμπρος Κωνσταντάρας και Έλλη Λαμπέτη στην αισθηματική κομεντί «Διαγωγή μηδέν», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Γαζιάδη - Γιάννη Φιλίππου (1949).
Από τη γενικότερη τάση, η οποία θέτει στο επίκεντρο τη σύγχρονη'ζωή, διαφοροποιείται η πρώτη προσπάθεια του Γρηγόρη Γρηγορίου, που μεταφέρει στον κινηματογράφο το δημοφιλές μυθιστόρημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου Ο κόκκινος βράχος. Με χρηματοδότη τον διανομέα Χρήστο Σπέντζο, ο Γρηγορίου δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα ομάδα, με οπερατέρ-μοντέρ τον Δημήτρη Γαζιάδη, μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, πρωταγωνιστές την Ίντα Χριστινάκη και τον Λυκούργο Καλλέργη, και καταφέρνει, με μεγάλες δυσκολίες, ελάχιστα μέσα και πολλές καλλιτεχνικές υποχωρήσεις από τα αρχικά σχέδια να γυρίσει ένα έργο εποχής με κατά το δυνατόν ελάχιστο κόστος. Η κριτική αναγνωρίζει τη «φιλότιμη προσπάθεια» και δείχνει, για μία από τις σπάνιες φορές, διάθεση να παραβλέψει ή να δικαιολογήσει τις ατέλειες. Με τη φροντισμένη δουλειά και τη σκηνοθεσία του, η οποία επιχειρεί να φωτίσει τον ψυχισμό των ηρώων του, ο Γρηγορίου κατατάσσεται στις ελπίδες του ελληνικού κινηματογράφου για ένα καλλιτεχνικό άνοιγμα.
Κωμωδία
Το μεγαλύτερο μέρος της παράγωγης έχει δραματικό περιεχόμενο. Όμως, αν και περιορισμένη αριθμητικά (λιγότερες από δέκα ταινίες ώς το 1950), η κωμωδία βρίσκει έναν ασφαλή δρόμο: τη διασκευή. Πρώτος ο Φίνος έχει την ιδέα να μεταφέρει στον κινηματογράφο την πρόσφατη επιτυχία των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου Ol Γερμανοί ξανάρχονται. Στη δεκαετία του '50 και ακόμα περισσότερο στη δεκαετία του '60 το μεγαλύτερο ποσοστό των θεατρικών κωμωδιών θα περνούν στον κινηματογράφο, ως επί το πλείστον με τους ίδιους συντελεστές. Ο εμπορικός κινηματογράφος στηρίζεται στους ηθοποιούς του και στη δημοτικότητα τους. Ο ελληνικός κινηματογράφος κατάφερε, ακόμα και σ'αυτή τη φάση, να φτιάξει τα δικά του πρόσωπα: τη Ζινέτ Λακάζ, την Ιντα Χριστινάκη, την Καίτη Πάνου, τη Στέλλα Γκρέκα και τη Σμαρούλα Γιούλη, την αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια της επόμενης δεκαετίας. Παράλληλα είλκυσε το ενδιαφέρον ηθοποιών που μεσουρανούσαν στο σανίδι, όπως ο Αιμίλιος Βεάκης, η Μιράντα, ο Γιώργος Παπάς, ο Βασίλης Λογοθετίδης, η Αννα Καλουτά, ο Μάνος Κατράκης, ή είχαν τραβήξει την προσοχή κριτικών και κοινού με τις πρώτες τους θεατρικές εμφανίσεις: Δημήτρης Χορν, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Έλλη Λαμπέτη, Μίμης Φωτόπουλος, Ντίνος Ηλιόπουλος, Ελένη Χατζηαργύρη. Οι ηθοποιοί δεν ήταν πλέον επιφυλακτικοί απέναντι στον κινηματογράφο, αλλά τον αντιμετώπιζαν, όπως και οι υπόλοιποι συντελεστές του, ως μέσον βιοπορισμού.
Η δεκαετία κλείνει με μια σημαντική πρωτοβουλία που είχε -και συνεχίζει να έχει- μεγάλη επίδραση στην κινηματογραφική παιδεία του τόπου: την ίδρυση της Ταινιοθήκης της Ελλάδος από την Αγλαΐα Μητροπούλου, η οποία έδωσε την ευκαιρία στους κινηματογραφόφιλους να παρακολουθούν ταινίες εκτός εμπορικού κυκλώματος, εισήγαγε το θεσμό των κινηματογραφικών λεσχών και συνέβαλε στη διάσωση μεγάλου μέρους της ελληνικής παραγωγής.

Ελίζα-Άννα Δελβερούδη 
(από το ένθετο της εφημερίδας
 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, επτά ΗΜΕΡΕΣ της 21.11.1999)

Ρομαντισμός και καινοτομία στη Λεωφόρο Αμαλίας

$
0
0

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Λεωφ. Αμαλίας. Η οικία της Λουίζης Ριανκούρ κατεδαφίστηκε το 1958.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Σ​​υχνά, όταν περνώ από την Αμαλίας, αναλογίζομαι αν αυτή η μοναδική σε θέση και συμβολισμό λεωφόρος, μπορεί να γεράσει αξιοπρεπώς. Η αστική γήρανση είναι διαφορετική από τη γήρανση του ανθρωπίνου σώματος. Οι χρονικοί της κύκλοι εκτείνονται σε βάθος αιώνων και η ιδιότητα αυτής της νίκης επί του θανάτου μπορεί να της προσδώσει γόητρο, που στην περίπτωση των πόλεων μεταφράζεται σε ατμόσφαιρα, σε συνοχή και αίσθηση του ανήκειν. Παρά την έλλειψη φροντίδας, γνώσης ή ενδιαφέροντος, η Αμαλίας είναι και στις μέρες μας μία λεωφόρος συγκρατημένης μεγαλοπρέπειας, ανοικτής στο αθηναϊκό τοπίο φύσης και μνήμης που διαμορφώνουν από κοινού ο Εθνικός Κήπος και το Ζάππειο.
Αυτό, όμως, που μου τράβηξε το ενδιαφέρον πρόσφατα ήταν η πολυκατοικία που είχε σχεδιάσει ο Τάκης Ζενέτος το 1958, δίπλα στο Μέγαρο Λυκιαρδοπούλου. Την παρατηρώ συχνά αυτήν την πολυκατοικία, από τα χαμηλόφωνα έργα τού τόσο σεβαστού στους Ελληνες μοντερνιστές ευφυούς αρχιτέκτονα. Και την παρατηρώ όχι γιατί τη βρίσκω ιδιαιτέρως ωραία ή σημαντική, παρότι έχει την αξία της, αλλά γιατί με οδηγεί σε σκέψεις για τη σχετικότητα του «νέου» και, φυσικά, του ελκυστικού ή του χρήζοντος της προσοχής μας. Δεν γνωρίζω πώς υποδέχθηκαν αυτήν την πολυκατοικία οι επαΐοντες Αθηναίοι του 1958, ενδεχομένως να υπήρξε και αρνητική κριτική, ιδίως από τους μεγαλύτερους που διατηρούσαν ακόμη μνήμες από την Αμαλίας, ως βουλεβάρτο ρομαντικών συναντήσεων για τη χρυσή νεολαία της περιόδου 1860-1920. Και επιπλέον, εκείνη την εποχή που χτίστηκε η πολυκατοικία Ζενέτου στην Αμαλίας, άλλαζε όλος ο δρόμος με αντικαταστάσεις οικοδομών, για να περιγράψει κανείς το φαινόμενο τεχνικά και μόνο. Σαφώς ήταν και είναι μία πολυκατοικία μίας ορισμένης διάνοιας και ενός συγκεκριμένου ύφους, όχι αμελητέου, αλλά θα με ενδιέφερε να ακούσω εκτιμήσεις σε σχέση με την προηγούμενη μορφή της Αμαλίας, πριν δηλαδή από το 1955. Στη θέση της πολυκατοικίας του Ζενέτου υπήρχε το σπίτι της Λουίζης Ριανκούρ, της Γαλλίδας που αφιέρωσε τη ζωή της στην Ελλάδα, ένα διώροφο μέγαρο σχεδιασμένο από τον πολιτογραφημένο Αθηναίο, Γάλλο αρχιτέκτονα Ευγένιο Τρουμπ. Ο Τρουμπ είχε σχεδιάσει πολλά «παλάτια» στην Αθήνα, όπως το Μέγαρο Νεγρεπόντη, γωνία Οθωνος και Αμαλίας. Το σπίτι της Λουίζης Ριανκούρ, το μνημονεύει εκτενώς ο Κώστας Η. Μπίρης και υπάρχουν όλες οι αναφορές στο βιβλίο του Μάνου Γ. Μπίρη «Κώστας Η. Μπίρης, βίος αφιερωμένος στην πόλη των Αθηνών» (εκδ. Μέλισσα).
Αν σκεφτεί κανείς ότι εκείνο το νεοκλασικό σπίτι χτίστηκε το 1880 και γκρεμίστηκε το 1958 (έζησε δηλαδή 78 χρόνια), και η πολυκατοικία Ζενέτου από το 1958 αριθμεί 58 έτη ζωής, βλέπουμε ότι η «νέα» Αθήνα γερνάει γρήγορα, και σε πολλά σημεία τα νεώτερα κτίρια έχουν μεγαλύτερο βίο από τα παλιά μέγαρα που στοιχειώνουν τη φαντασία. Τι θα μπορούσε να πει κανείς για τη σειρά των αρχοντικών «των παλιών οικογενειών» στην Αμαλίας, όπως τα μνημονεύει ο Δημήτρης Σκουζές. Για τα αρχοντικά Νοταρά, Χατζηλαζάρου, Δραγούμη, Σταθάτου, Μαύρου, Τυπάλδου, Κοζάκη, Κεχαγιά, Σκουζέ, Σταμπελοπούλου, Μαυρομιχάλη και Νεγρεπόντη... Οσα έμειναν τα χαρακτηρίζει στα γαλλικά «βωμούς παρελθόντος μεγαλείου». Θα είχε ενδιαφέρον να φανταστούμε πώς θα βλέπει ο Αθηναίος του 2060 τα αιωνόβια, τότε, «επώνυμα» έργα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής που στήθηκαν στη θέση των κλασικών «εστιών».

Εν Αθήναις...ο ταπετσέρης

$
0
0


Οικογενειακός φίλος   εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα....είχε ένα εργαστήρι

πίσω από την Πλατεία Αμερικής (Αγάμων την λέγαμε τότε)....ταπετσέρης και από τους καλούς.
Είχε πελατεία και από αρχοντόσπιτα ....
"...στέλνε τον μικρό να βλέπει μήπως πάρει την τέχνη...." 
είχε πεί στην μάνα  μου και πήγαινα αλλά δεν την έπαιρνα την άτιμη.
Περισσότερο μου άρεσε να ακούω τους πελάτες που φέρνανε τις καρέκλες
και τις πολυθρόνες για φιάξιμο....
"...να την προσέξεις μάστορα είναι κειμήλιο...
....την είχε ο παππούς μου ο στρατηγός..."
Δερμάτινη....είχε μπατάρει....
Δεν ήταν λίγες οι φορές που εύρισκε και κάτι ανάμεσα στις στόφες ο ταπετσέρης.
Συνηθίζανε να κρύβουν διάφορα....από γράμματα μέχρι χρήματα
και χρυσαφικά.
Οι νεανίδες πολύ παλιά είχαν αλληλογραφία και με τους καλούς τους
και φύλαγαν πολύ καλά τα γράμματα.....
Στα σκαμπό όπου καθόντουσαν οι κυρίες μπροστά στον οβάλ καθρέφτη
για να πουντραριστούν έφιαχναν ειδικές κρύπτες για τα κοσμήματά τους.
Ο ταπετσέρης  εκτός από άριστος τεχνίτης ήταν και  πολύ τίμιος άνθρωπος 
γι αυτό και ποτέ δεν έμεινε χωρίς μεροκάματο.
Καρέκλες του σαλονιού  από αυτόν υπάρχουν  ακόμα  σε πείσμα των καιρών
σαν να φιαχτήκανε χθές.

Πίσω στα παλιά


Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>