Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Πίσω στα παλιά: Πώς ήταν το σχολείο το '40

$
0
0




Με οδηγό τον φωτογραφικό φακό του LIFE, οι ΕΙΚΟΝΕΣ μπαίνουν στις τάξεις με τους

 πρώτους μαθητές της μεταπολεμικής Ελλάδας. Αυτής του εμφυλίου, της βοήθειας

 της «Ούντρα», των εθελοντών δασκάλων και των γκρεμισμένων σχολείων.

 Της Ελλάδας που τα παιδιά των «πλουσίων» δεν ξεχώριζαν στην τάξη από το 

τι μάρκα παπούτσια φορούσαν, αλλά από το ότι φορούσαν.

ethnos.gr ΚΩΣΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Tο φθινόπωρο του ‘40 ήταν συνώνυμο με τη βαρυχειμωνιά των ελληνικών σχολείων. 
Οι Γερμανοί έκαναν επίταξη σε 8.345 σχολεία για τις ανάγκες τους, ενώ στα λιγοστά 
που έμειναν ελεύθερα η σχολική χρονιά δεν κράτησε πάνω από τρεις μήνες. 
Την επόμενη χρονιά η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη. Το σχολικό «έτος» 
1941-42 διήρκεσε 20 ημέρες.
Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μπορεί να σήμαινε για τις περισσότερες 
χώρες της Ευρώπης την επιστροφή στους κανονικούς ρυθμούς? για την Ελλάδα,
 όμως, η κατάσταση παρέμεινε ίδια λόγω του ξεσπάσματος του Εμφυλίου. 
Περίπου 1.700 σχολεία θα καταστραφούν, ενώ πολλά παιδιά θα στρατολογηθούν.
Ο αστικός κρατικός μηχανισμός ήταν ανύπαρκτος. Στις πρωτοβουλίες για την
 ανασύνταξή του, ενεργό ρόλο είχαν πλέον οι Αγγλοι σύμμαχοι. Για το εκπαιδευτικό 
σύστημα που θα έπρεπε να ακολουθηθεί, ο ΜακΜίλαν (υπουργός για θέματα 
Μεσογείου της κυβέρνησης Τσόρτσιλ και μετέπειτα πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας)
 είχε συμβουλεύσει τον Πλαστήρα τον Μάρτιο του 1945 να επιλέξει η χώρα μας 
«τον δρόμο της καμήλας», δηλαδή να πηγαίνει σταθερά ευθεία, χωρίς να 
παρεκκλίνει ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά. Με δύο λόγια, 
να μην επιτρέψει πολιτικές σκοπιμότητες να εισέλθουν στον χώρο του σχολείου.
Επιστροφή στα θρανία
Σε επίπεδο πραγματικότητας, η κατάσταση ήταν κωμικοτραγική. Ελλείψει 
Δημοσίου δεν υπήρχαν μισθοί για να πληρωθούν δάσκαλοι. Την πρωτοβουλία
 για τη λειτουργία των πρώτων σχολείων την πήραν συνταξιούχοι και αδιόριστοι
 εκπαιδευτικοί, οι οποίοι έναντι ενός πιάτου φαγητού από γονείς αναλάμβαναν
 να μάθουν γράμματα τα παιδιά (σ.σ. ο αναλφαβητισμός κινούνταν στα επίπεδα
 του 50%), τα οποία είχαν να πάνε σχολείο πριν από την Κατοχή.
Επιστροφή στα θρανία
Τους χειμερινούς μήνες, οι μαθητές υποχρεούνταν να φέρουν μαζί με 
το τετράδιό τους ?βιβλία δεν είχαν τυπωθεί λόγω έλλειψης υποδομών? 
και ένα κούτσουρο για τη σόμπα ή και το φαγητό του δασκάλου αν ήταν
 η σειρά της οικογένειάς τους να φροντίσει για τη σίτισή του. Τα παιδιά των
 πιο φτωχών οικογενειών θα έτρωγαν στο σχολείο από τη βοήθεια 
της UNNRA (ή Ούντρα για τους πολλούς), της Οργάνωσης Βοήθειας
 και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών.
Επιστροφή στα θρανία
Οι άτακτοι μαθητές υποχρεώνονταν να πάνε ώς το δέντρο της αυλής για 
να κόψουν τη βίτσα, το κλαδί του δέντρου που χρησιμοποιούνταν για την
 τιμωρία τους, ενώ οι ακόμη πιο «θορυβώδεις» έμεναν για αρκετές ώρες 
μόνοι τους στο σχολείο μετά το τελευταίο κουδούνι. Η σύγκριση με το σήμερα 
φαντάζει σαν να υπάρχει χάσμα αιώνων, αν και η εποχή δεν είναι και τόσο
 μακρινή. Κάποιοι στην οικογένειά μας την έχουν ζήσει και μας την
 αφηγούνται· σαν παραμύθι ή έναν εφιάλτη που είχε, τελικά, αίσιο τέλος.

http://www.ipaideia.gr








Στο κέντρο της Αθήνας

$
0
0

Δημήτρης Παπαδήμος. Πλατεία Κοτζιά, λήψη προς την οδό Ευπόλιδος. 
Μέσα δεκαετίας 1960.
 (Φ.Α. DP25.02.01)




Δημήτρης Παπαδήμος. Οδός Σταδίου, αμέσως μετά τη συμβολή της με την
 Εδουάρδου Λω.
Στο κέντρο, το κτίριο του κρατικού ενεχυροδανειστηρίου του Ταχυδρομικού 

Ταμιευτηρίου.
Δίπλα, το κτίριο που στέγαζε το ζαχαροπλαστείο "Διεθνές"και στην εικόνα 

είναι σε φάση
κατεδάφισης. Λήψη στα μέσα της δεκαετίας 1960. Όλα τα κτίρια

 κατεδαφίστηκαν
 και σήμερα
ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από τις
οδούς Πανεπιστημίου-Εδουάρδου Λω-Σταδίου-Ομήρου καταλαμβάνεται 

από το κτίριο
 της Τραπέζης της Ελλάδος. (Φ.Α. DP25.03.03)
Δημήτρης Παπαδήμος. Οδός Φιλελλήνων 12, η οικία Αλεξάνδρου Σούτσου: 
το κτίριο
 καταδεφίστηκε

και σήμερα είναι υπαίθριος χώρος στάθμευσης. Αριστερά διακρίνεται

 η έκθεση επίπλων
 Αθηναίου

και Βαράγκη. Λήψη στα μέσα της δεκαετίας του 1960. (Φ.Α. DP25.03.03).

fa-elia-miet-polis.blogspot.gr

Πάμε σαν άλλοτε....έρχεται καλοκαίρι

Εν Αθήναις....άλλα χρόνια

$
0
0




Ο τεκές της Μαρίας
Επιστροφή στο Cantina Social (στοά Λεωκορίου 6-8), όπου ο Λεωνίδας Χαμοσφακίδης πίνει ακόμα τσίπουρα και η παρέα έχει μεγαλώσει. Αναμνήσεις, εικόνες και πληροφορίες για μια άλλη εποχή πέφτουν κατά ριπάς. «Εδώ παραπάνω γεννήθηκα, στην Ασωμάτων. Τότε ζούσαν οικογένειες σε σπίτια με αυλές, οι γειτόνισσες κάθονταν στις πόρτες. Στη γωνία υπήρχε ένας στάβλος με αγελάδες και πιο κάτω είχε μαγαζί ο πατέρας του Γιώργου Φούντα, του ηθοποιού, που έφτιαχνε γιαούρτι. Στη Μίκωνος μέχρι και στις αρχές του ’60 υπήρχε ο τελευταίος τεκές της περιοχής, ο τεκές της Μαρίας, και στην οδό Σαρρή ήταν το στέκι του Σίμου του υπαρξιστή» – τα πάρτι του οποίου μνημονεύει ο Λεωνίδας Χρηστάκης στο βιβλίο του «Της Αθήνας», που εκδόθηκε από την Τυφλόμυγα τον Ιούλιο του 2009, τρεις μήνες μετά το θάνατό του. Ο λόγος και πάλι στις ιστορίες του κυρίου Λεωνίδα: «Τα παλιά τα χρόνια υπήρχαν εδώ μάγκες και κουτσαβάκια. Οι μάγκες είχανε μπέσα, τα κουτσαβάκια ήτανε τύποι θρασύδειλοι που τραβάγανε μαχαίρι για ψύλλου πήδημα και τρομοκρατούσανε τον κόσμο. Μια φορά, λένε, καθότανε ένα κουτσαβάκι στο τέρμα της οδού Αγίων Αναργύρων και ψαχνότανε για καβγά. Είχε λύσει το ζωνάρι του και το είχε απλώσει κάτω στο δρόμο – και όλοι που τον ξέρανε κάνανε τον κύκλο για να μην περάσουν από πάνω. Εκείνη την ώρα εμφανίζεται από το πουθενά ένας βλάχος, Κρητικός πρέπει να ήτανε, που δεν ήξερε, και περνάει πάνω από το ζωνάρι. Σηκώνεται το κουτσαβάκι, τραβάει το μαχαίρι και τον χτυπάει. Αυτό ήτανε. Τον έκανε ασήκωτο ο Κρητικός κι εκείνο το κουτσαβάκι δεν το ξαναείδε κανείς στη γειτονιά».
πηγή

Και στην Αγίας Ελεούσης υπήρχε η μάντρα πάρκινγκ για τις άμαξες-ταξί
της εποχής μαζί με το μικρό σπιτάκι ενός αμαξά 
που έμενε με την οικογένειά του
και όταν πέθανε η χήρα του νοίκιαζε τον χώρο σε αμαξάδες για να ζήσει
το παιδί της...τον θείο δηλαδή που συνήθιζε να δηλώνει με υπερηφάνεια
βέρος Αθηναίος.
Γνώριζε τους ταβερνιαρέους της Συνοικίας των Θεών από όπου ξεκίνησε
να δουλεύει από παιδί.
"Γκαρσονάκι ήμουνα..."έλεγε και δάκριζε.... 
Και μας έλεγε για τους κανταδόρους και κυρίως για τις ωραίες Πλακιώτισες
και ότι δεν βγήκε τυχαία το τραγούδι...

"Στης Πλάκας τις ανηφοριές, που γέρνουν οι κληματαριές
έχει κάτι Πλακιώτισσες, που λες ροδόσταμο τις πότισες..."


΄Αλλες εποχές.....

Πίσω στα παλιά


1948 Οι Γερμανοί ξανάρχονται

ZHTEITAI ΨΕΥΤΗΣ !!!!!

$
0
0




"Άγρια μεσάνυχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, μόλις έπεσε το «μαύρο» στην ενημέρωση και ελάχιστες ώρες πριν εισαχθεί εσπευσμένα στην Βουλήγια ψήφιση το φορολογικό νομοσχέδιο, εκατοντάδες χιλιάδες χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι  των 600-800 ευρώ το μήνα, έχασαν  σε μια στιγμή 909 ευρώ από το αφορολόγητο που είχαν (ή σχεδόν 500 ευρώ παραπάνω από όσα ήξεραν και υπολόγιζαν όταν στην κυβέρνηση μιλούσαν για αφορολόγητο 9.100 ευρώ)  αλλά και 50-200 ευρώ από την τσέπη τους για επιπλέον φόρους, ενώ πριν δεν πλήρωναν τίποτε σε φόρους εισοδήματος.

Χρειάστηκαν να περάσουν 6 μήνες εξαντλητικών διαπραγματεύσεων και 23 μέρες από τότε που δημόσια δήλωνε στις κάμερες  ο υπουργός Οικονομικών κύριος Ευκλείδης Τσακαλώτος πως «δεν είμαι διατεθειμένος να καταθέσω στην Βουλή των Ελλήνων ένα νομοσχέδιο που θα έχει αφορολόγητο χαμηλότερο» από τα 9.100 ευρώ, για να έρθει τελικά η τροπολογία-σοκ, που «πετσοκόβει» το αφορολόγητο, από τα 9.550 ευρώ που ισχύει τώρα, κάτω όχι μόνον από τα 8.900 ευρώ όπως έλεγαν οι τελευταίες πληροφορίες, αλλά πιο κάτω και από τα 8.650 ευρώ, σε μόις 8.636 ευρώ το χρόνο."

Άγρια μεσάνυχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, μόλις έπεσε το «μαύρο» στην ενημέρωση και ελάχιστες ώρες πριν εισαχθεί εσπευσμένα στην Βουλήγια ψήφιση το φορολογικό νομοσχέδιο, εκατοντάδες χιλιάδες χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι  των 600-800 ευρώ το μήνα, έχασαν  σε μια στιγμή 909 ευρώ από το αφορολόγητο που είχαν (ή σχεδόν 500 ευρώ παραπάνω από όσα ήξεραν και υπολόγιζαν όταν στην κυβέρνηση μιλούσαν για αφορολόγητο 9.100 ευρώ)  αλλά και 50-200 ευρώ από την τσέπη τους για επιπλέον φόρους, ενώ πριν δεν πλήρωναν τίποτε σε φόρους εισοδήματος."
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ


Σύσσωμη η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζει αύριο φορολογικό και ασφαλιστικό νομοσχέδιο αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις !

Mαμά γερνάω

$
0
0

Τα χάζευα τα χέρια της μάνας μου πάντα. 

Ήταν ωραία, πολύ γυναικεία χέρια όπως τα έλεγαν κάποτε, με μια μπουλ ωραία χρυσή βέρα. 

Τίποτα άλλο δε φορούσε. 

Τίποτα.


Καθάριζα πατάτες και ξαφνικά κοίταξα τα χέρια μου και κοκάλωσα. Είχα βάλει ένα λεκανάκι με νερό, δίπλα ένα πιατάκι που έβαζα τα φλούδια και ο νεροχύτης έγινε ο μαρμάρινος στο πατρικό μου και εγώ η μάνα μου.
Και ύστερα κάθισα αποκαμωμένη στην καρέκλα. Με έβλεπα να βάζω τα κλειδιά δίπλα στην πόρτα, σε ένα τασάκι που δε χρησιμοποιώ ποτέ, να φοράω το καλσόν μου, το κραγιόν μου, να ισιώνω την άκρη του κρεβατιού, να διπλώνω το σεντόνι πριν το απλώσω, να χαϊδεύω ένα κέντημα, να ακουμπάω με όλη την παλάμη στη σελίδα της εφημερίδας.
Όλα αυτά τα ξέρω γιατί κάποτε με έχουν εκνευρίσει. Το κρεβάτι φάκελος, το καλσόν που την ταλαιπωρεί να το φορέσει αλλά δεν αλλάζει μέθοδο, τον τρόπο που στρώνει τα μακαρόνια στο παστίτσιο, τις ηρωϊκές μάχες που έχουμε δώσει «πως κόβεις έτσι το μήλο βρε μαμά»;
 Τη βέρα της να τη βγάζει μόλις μπαίνει στο σπίτι. Τις παντόφλες της σαν να είναι σε βιτρίνα παπουτσάδικου. Ό,τι κάνω δηλαδή.


Πάμε μια βόλτα της είπα να αλλάξουμε τον αέρα μας. Και πήγαμε στο Λυκαβηττό

Η μάνα μου τίποτα δε μου έχει ζητήσει. 
Ή μου ζητάει τόσα πολλά που τα θεωρώ καθημερινότητα, αλήθεια δεν ξέρω. 
Πάμε μια βόλτα της είπα να αλλάξουμε τον αέρα μας. Και πήγαμε στο Λυκαβηττό, το χέρι της ακουμπούσε το μπαστούνι, με ρούφηξε το χέρι της, ήταν η τελευταία βόλτα που κάναμε μαζί έξω.
Με ρούφηξε το χέρι της. Το έχω σε χίλιες φωτογραφίες να με κρατάει. Στο Σύνταγμα, στο Ζάππειο, σε διακοπές, παρανυφάκι, στο σχολείο στις επιδείξεις.
Τα χάζευα τα χέρια της μάνας μου πάντα. Ήταν ωραία, πολύ γυναικεία χέρια όπως τα έλεγαν κάποτε, με μια μπουλ ωραία χρυσή βέρα. Τίποτα άλλο δε φορούσε. Τίποτα.
Καμιά φορά, ασυναίσθητα, ακουμπάω το χέρι μου στο χέρι της. Χωρίς λόγο την ώρα που μιλάμε. Είναι ίδια τα χέρια μας, ίδια, δεν ήταν έτσι παλιά. «Μιλάτε κάπως ίδια με τη μαμά σου» μου είπε η Μαρία. «Γίνομαι ίδια με τη μαμά μου Μαρία» της είπα μετά από πολλά χρόνια. 
Γίνομαι σιγά - σιγά αυτά που έχω μισήσει και αγαπήσει πολύ. Γερνάω. Κοιτάζομαι λιγότερο στα μάτια με το είδωλό μου στον καθρέφτη, δεν προλαβαίνω. Αλλά με πιάνω να κοιτάω τα χέρια μου. Με τα περλέ απαλά μανόν. 
Τα στρογγυλά κομμένα νύχια. 
Να τα κοιτάω με το κεφάλι χαμηλά, να τα ρωτάω. Τη μάνα μου ρωτάω, τα χέρια της.
 Και στα χέρια μου τη βλέπω.
 Ότι είναι εκεί.

Γιατί τα Σεπόλια λέγονται Σεπόλια ;

$
0
0



Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή τα Σεπόλια πήραν το όνομά τους από την λέξη «εξωπόλια».
Έτσι ονομάζονταν οι περιοχές που ήταν έξω από τις πόλεις, ήταν εκτός σχεδίου πόλεως και δεν είχαν ασφάλτινους δρόμους. Είναι γνωστόν ότι μεγάλες περιοχές των σημερινών Σεπολίων ήταν περιβόλια μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες.
Στην αρχαιότητα η περιοχή ήταν γνωστή ως "Μύλοι των Αθηνών"γιατί εκεί οι Αθηναίοι άλεθαν το σιτάρι.
Η μητέρα μου όμως, γέννημα - θρέμμα της γειτονιάς αυτής, είχε μιά άλλη άποψη. Ισχυρίζονταν ότι η λέξη Σεπόλια ήταν σύνθετη λέξη και προέρχονταν από το saint (άγιος) και πόλια (πόλις), δηλαδή Αγία Πόλις. Ήθελε έτσι να σκόπιμα να δώσει μιά κοσμοπολίτικη χροιά σε αυτήν την ανέκαθεν λαϊκή και φτωχική γειτονιά.

Πλατεία Ανεξαρτησίας (Βάθης)

$
0
0


 
Η πλατεία αυτή είναι περισσότερο γνωστή ως «Πλατεία Βάθης», όνομα που προέρχεται από παλαιά ονομασία της θέσεως (Βάθη), γιατί από εκεί περνούσε ο δρόμος του Μενιδίου (Αχαρνών) μέσα από την κοίτη του ρέματος του Κυκλοβόρου.



Το ρέμα αυτό στη συνέχεια καλύφθηκε και αποτέλεσε την σημερινή οδό Μάρνη. Η πλατεία ονομάστηκε επίσημα «Ανεξαρτησίας» για να τιμηθεί η απελευθέρωση και ανεξαρτησία της Ελλάδας μετά την επανάσταση του 1821.
Βρίσκεται στην συμβολή των οδών Αχαρνών, Μάρνη, Καματερού, Μαιζώνος και Λιοσίων.

 http://68gym-athin.att.sch.gr



Εν Αθήναις...από τα Πατήσια στους Ποδαράδες.... στην Κοκκινιά

$
0
0




Τέρμα Πατησίων εκεί τελείωνε ο δρόμος που ξεκινούσε από τα Χαυτεία από την Ομόνοια και είχε το όνομα της ωραίας (κάποτε) αυτής συνοικίας.
Ήταν γνωστό το Τέρμα και σαν Αλυσίδα ....
Η Νέα Ιωνία τότε ήταν γνωστή σαν Ποδαράδες....
Κατέβαιναν στην Αλυσίδα οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που αποτελούσαν
τον κύριο πληθυσμό της Ν.Ιωνίας και πήγαιναν με τα πόδια στα σπίτια τους.
Αυτά κάπου στο 1930 με τον παππού τον Μικρασιάτη να μας τα λέει τα απογεύματα
στο μικρό τσαγκάρικο στα Πατήσια.
Αυτή ήταν η εκδοχή για τους Ποδαράδες που πάντα έτσι έλεγε την Ν.Ιωνία
ο παππούς και Ποδαριώτες τους συγγενείς του που έμεναν εκεί.
Άλλη εκδοχή για τους Ποδαράδες ήταν ότι πήρε αυτό το όνομα στην αρχαιότητα
επειδή οι κάτοικοι έπλεναν τα πόδια τους στον κοντινό ποταμό Ποδονίφτη.
Όσο για τον Ποδονίφτη εννοούμε την Νέα Φιλαδέλφεια...
Μικρασιάτες πρόσφυγες και εκεί και ήταν φυσικό να γίνει η έδρα της Αθλητικής
Ένωσης Κωνσταντινουπόλεως της ΑΕΚΑΡΑΣ μας δηλαδή.
Και περιμένουμε να γίνει εκεί και η Αγιασοφιά μας το γήπεδό μας...
Συγγενείς λοιπόν και στους Ποδαράδες και στην Κοκκινιά...Μικρασιάτες....
Άλλες ονειρομένες βόλτες των παιδικών χρόνων σε εκείνα τα μικρά παστρικά
σπιτάκια των συγγενών που όλοι οι καλοί χωρούσαν και που υπήρχε
πραγματικός συνωστισμός (Κα Ρεπούση μας).
Φιαγμένα από ποικιλία υλικών....τσιμεντόλιθους...τούβλα....λαμαρίνες....
παλιά δοκάρια με πίσσα βαμμένα και....χαρακτηριστική μυρουδιά....με πισόχαρτο...
πόρτες παράτερες από ...υλικά οικοδομών σε τιμές ευκαιρίας.
Και που ήταν παράτερες και που δεν έκλειναν καλά....πατζούρια επίσης
από κατεδάφιση με γρίλιες να λείπουν και στην θέση τους χοντρό χαρτόνι.
Και άκουγες την συμβουλή του θείου στην μάνα....
"βάλε το παλτό του παιδιού γιατί κάθεται κοντά στο παράθυρο...."που έμπαζε.
Στην άκρη του δωματίου το μαγκάλι με την γιαγιά να το φροντίζει.

Πίσω στα παλιά




Ασφαλιστικό και φορολογικό νομοσχέδιο σε λίγες ώρες νόμος του Κράτους !

$
0
0

Η γκιλοτίνα....



Οι δήμιοι....



Οι μελλοθάνατοι....

Ο θείος μου ο Αττίκ

$
0
0

Η Πέλεια Τζαρτίλη μας ξεναγεί, με ανέκδοτο υλικό, στον μελωδικό κόσμο του ποιητή της ερωτικής απογοήτευσης, που εξακολουθεί να συγκινεί 64 χρόνια μετά το θάνατό του. Aρχές Αυγούστου, ο θείος έρχεται στο σπίτι μας. Αυτό το θυμάμαι. Είμαι μικρό παιδί. Βλέπω κι ακούω όλη τη στιχομυθία μεταξύ της μητέρας μου και του Κλέωνα. Η μητέρα μου λεγόταν Βακώ. Του λέει η μητέρα μου: Κλέων, να σε κεράσω μια βυσσινάδα; Είναι φρεσκοκαμωμένη. Ναι, της λέει εκείνος, να μου την κεράσεις. Σηκώνει το ποτήρι και προσθέτει: Στην υγειά σου Βακώ, αυτή είναι και η τελευταία που πίνω από τα χέρια σου. Γιατί εγώ θα αυτοκτονήσω. Tου απαντά η μητέρα μου: Έλα, καημένε Κλέων, για όνομα του Θεού, μια ζωή μας απειλείς με αυτή την αυτοκτονία σου. Και το έφερε βαρέως μετά, γιατί δεν τον πήρε στα σοβαρά τότε.
Αρχές Αυγούστου του 1944 το είπε αυτό. 28 Αυγούστου το είχε κάνει. Εκείνο τον Αύγουστο ο Κλέων επιστρέφει με το ποδήλατο στο σπίτι και κατά λάθος σκουντά έναν Γερμανό στρατιώτη, ο οποίος εκφράζει πάνω του τα πιο βίαια ένστικτά του. Αιμόφυρτος φτάνει στο σπίτι, μπαίνει στο δωμάτιό του και ζητάει ένα χαμομήλι. Το ποτήρι της ευαισθησίας και της περηφάνιας του ξεχειλίζει. Στα κατάλοιπα του χαμομηλιού αυτού εντοπίζεται η υπερβολική δόση από το υπνωτικό βερονάλ. Η προσωπική μαρτυρία της Πέλειας Τζαρτίλη που με μουσειακή φροντίδα διασώζει σήμερα το μοναδικό αρχείο που υπάρχει για τον αγαπημένο της θείο, έναν από τους πιο σπουδαίους συνθέτες, ποιητές, ερμηνευτές και πιανίστες που ανέδειξε στο πρώτο ήμισυ του περασμένου αιώνα αυτός ο τόπος, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Γιατί αν το όνομα Κλέων Τριανταφύλλου δεν λέει κάτι σε πολλούς, τότε σίγουρα το ψευδώνυμό του, Αττίκ, μαρτυρεί πολύ περισσότερα. Ο Αττίκ γεννιέται το 1885 στο Ζαγαζίκ της Αιγύπτου. Ο πατέρας του, Δημήτριος Τριανταφύλλου, βαθύπλουτος βαμβακοπαραγωγός και έμπορος της Αιγύπτου, πεθαίνει μόλις μεταφέρει την οικογένειά του στην Ελλάδα. Από την άλλη, η μητέρα του, η Εριθέλγη, διαθέτει ένα απαράμιλλο πάθος για τις τέχνες και τα γράμματα. Μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό που νοικιάζει ολόκληρο σιδηροδρομικό συρμό για την ίδια, τα παιδιά και το υπηρετικό προσωπικό για ένα ταξίδι-αστραπή στο Παρίσι μόνο και μόνο για να μη χάσουν την παράσταση με τον Καρούζο στην Όπερα! Επιπλέον, οι «Μουσικές Ώρες» αποτελούν κάτι σαν θεσμό για την οικογένεια, όταν η μητέρα και τα δύο αγόρια εναλλάξ, κάθονται στο πιάνο, παίζοντας μουσικές για «τέσσερα χέρια» (a quatre mains). Ο Αττίκ μαθαίνει πιάνο και παράλληλα φλάουτο, τελειοποιώντας το στο Ωδείο Αθηνών. Μετά τις νομικές σπουδές στην Αθήνα τα δύο αδέλφια φεύγουν το 1907 για το Παρίσι. Όπου αντί να σπουδάσουν Πολιτικές Επιστήμες -προορίζονταν για μια λαμπρή διπλωματική καριέρα- εγγράφονται στο περίφημο Conservatoire de Paris. Ο Κλέων μαθαίνει αντίστιξη στην τάξη του Penard και μεταξύ των δασκάλων του συγκαταλέγεται και ο Saint-Sans. Γρήγορα γίνεται περιζήτητος συνθέτοντας και παίζοντας στα μεγαλύτερα κέντρα του Παρισιού. Η αναγνώρισή του είναι τέτοια που υπογράφει συμβόλαιο με τον εκδοτικό μουσικό οίκο Editions Universelles ως ένας από τους τέσσερις μόνιμους συνθέτες του. Αφού όμως στο Παρίσι πηγαίνει ως Τριανταφύλλου, πώς μένει στην ιστορία της γαλλικής πρωτεύουσας ως Αττίκ; «Οι Γάλλοι συνάδελφοί του συνήθιζαν να τον πειράζουν. Το «φυλλού» στα Γαλλικά πάει να πει μπαγαπόντης», εξηγεί η ανιψιά του. «Και έλεγε: αυτό πρέπει να το αλλάξω. Το έκοψε και το έκανε «Τριανταφύλλ». Αλλά ήταν μακρόσυρτο. Και σκεφτόταν: κάτι που να θυμίζει και Ελλάδα και να διαβάζεται στα Λατινικά. Έτσι κατέληξε στο Αττίκ. Και από τότε δεν το άλλαξε». Λόγω της ασθένειας της αδερφής του Νόρας πολύ γρήγορα γυρίζει πίσω στην Ελλάδα. Η Αθήνα δεν του κόβει τα φτερά. Αντιθέτως: Εδώ ανακαλύπτει την έφεσή του στο στίχο. «Είχε από μικρός τη φλέβα. Οταν ήταν στο Παρίσι ο στίχος ήταν ως επί το πλείστον Γάλλων ποιητών. Από τη στιγμή που βάζει τα ελληνικά λόγια αποφασίζει και λέει μόνο δικά του. Αποδεικνύει ότι ήταν και ποιητής».
Πόσοι περνούν απελπισμένοι
με βλέμμα σκυθρωπό
γιατί τρελά πίστεψαν οι καημένοι
στη λέξη «σ'αγαπώ»
Tη λέξη αυτή τη μάγισσα
που 'χει ομορφιές πολλές
μ'άρωμα χάνει,
γίνεται πλάνη
Παντρεύεται τρεις φορές. Το μοναδικό παιδί που κάνει, μωρό ακόμη, πεθαίνει. Η πρώτη του γυναίκα, ο μεγάλος του έρωτας, η Μαρί-Ελέν, μη αντέχοντας την απώλεια, έπειτα από λίγους μήνες φεύγει κι εκείνη από τη ζωή. Η σχέση με τη δεύτερη σύζυγό του, ηθοποιό και καλλονή Μαρίκα Φιλιππίδου, θα αποτελέσει ένα από τα πιο θρυλικά ρομάντζα της εποχής. Για εκείνη γράφει το πασίγνωστο «Είδα Μάτια»:
Είδα μάτια πολλά
γαλανά στη ζωή μου
να κοιτούν απαλά
kαι ν'ανάβουν την ψυχή μου
Μα τόσο μαγικά
να μιλούν πιο γλυκά
dεν είδα άλλα και τόσο μεγάλα
στο λέω αληθινά.
Μούσα για τον Αττίκ είναι κάθε του έρωτας. Όταν η Μαρίκα Φιλιππίδου «ξεμυαλίζεται» με τον ψηλό ίλαρχο Σταμάτη Μερκούρη (πατέρα της Μελίνας Μερκούρη) και εγκαταλείπει τον Αττίκ, εκείνος βιώνει μία τραγωδία, την οποία μετουσιώνει σε ποίηση και μουσική. Μάλιστα, όταν κάποιο βράδυ η Μαρίκα επισκέπτεται με το δεύτερο σύζυγό της τη Μάντρα, το κοινό αντιλαμβάνεται την παρουσία τους και ζητάει επίμονα και ρυθμικά το «Είδα Μάτια». Ο Αττίκ φεύγει από τη σκηνή και μέσα σε ελάχιστο χρόνο επιστρέφει με ένα τραγούδι-απάντηση, όπου αποτυπώνει τη συναισθηματική του οδύνη. Πρόκειται για το «Ζητάτε να σας πω»:
Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια
ζητάτε είδα μάτια
με σκίζετε κομμάτια

«Αυτό ήταν το μυστικό του: Ανθρωπιά, ευγένεια, ευψυχία. Μελωδίες τέλειες. Αρμονίες άψογες και πλούσιες. Στίχοι ποιητικοί, πότε Βερλαίν και Πορφύρας, πότε Σουρής και Ραμπαγάς. Σε ουσία και φόρμα», γράφει το 1986 στο βιβλίο της, με τίτλο μόνο τη λέξη ΑΤΤΙΚ και μάλιστα σε κεφαλαία γράμματα, η Δανάη Στρατηγοπούλου, μούσα του Αττίκ και του Πάμπλο Νερούδα. «Ηταν ολόκληρος κόσμος γεμάτος μουσική ο άνθρωπος αυτός. Ήταν μια πλημμύρα από μελωδίες, μια ανάγκη έκφρασης με τραγούδια, τραγούδια, τραγούδια…».

Σε μια παλιά πληγή
που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
αφού ο καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει

«Εμιμείτο πολύ ωραία τι νομίζετε; Τη μύγα. Άκουγε το βουητό το οποίο εμιμείτο θαυμάσια. Του άρεσε από μικρός να χαζεύει στα τζάμια τις μύγες. Πώς ερωτεύονταν, πώς πήγαιναν δυο δυο, πώς μιλούσε μια μύγα στην άλλη», θυμάται η ανιψιά του Πέλεια. Τις πλούσιες καλλιτεχνικές του ιδιότητες και ανησυχίες θα ξετυλίξει το 1930 στην περίφημη Μάντρα. Ένα πρωτοποριακό εγχείρημα με πρωταγωνιστή τον ίδιο στον πολλαπλό ρόλο του πιανίστα, του συνθέτη, του τραγουδιστή, του ηθοποιού, του μίμου, του «κονφερανσιέ». Πλάι του η Κάκια Μένδρη, η Δανάη, η Νινή Ζαχά, ο Μίμης Τραϊφόρος και αργότερα το «παιδί της ψυχής του», όπως ονομάζει τη Λουίζα Ποζέλι. Ο Αττίκ γράφει για τη Μάντρα τον Ιούνιο του 1944: «Τι ήταν η πρώτη Μάντρα; Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ενα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή, ύψους 6-7 μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα είσοδος. Στο δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα φτωχικό διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα». Αρχικά στην οδό Μεθώνης και αργότερα στην οδό Αχαρνών, «μαντρώνει» τους Αθηναίους, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι νυχτόβιοι της εποχής, συγκεντρώνει τους πιστούς της καλής μουσικής και συγκινεί με τα «οχτάστιχά» του, που αποδεικνύουν τη μανία του για την τέλεια ρίμα και τη μαγική του διάθεση για αυτοσχεδιασμό πάνω στη σκηνή. Ο Αττίκ είναι ο πρώτος που κάνει οne-man-show στην Ελλάδα. Είναι ο εμπνευστής τού -χωρίς ιστορικό προηγούμενο- ταυτόχρονου διπλού σφυρίγματος. Από τα χείλη του ηχεί μια διπλή μελωδία ισάξια με δύο πνευστά μουσικά όργανα. Και φυσικά στη Μάντρα επιστρατεύει το χιούμορ του ως αντίδοτο στην έντονα συναισθηματική του φόρτιση. Τραγουδά λοιπόν για τον «ξακουστό στην πολυφαγία και λαιμαργία» φίλο του:
Δε σου πάει το πάχος Δημητράκη
Κάνε πια και δίαιτα λιγάκι
Πρέπει να αποφεύγεις τα πολλά γλυκά
Ρύζια, μακαρόνια και ζαχαρωτά
Το ίδιο τραγούδι λέει στα δύσκολα και στη μητέρα του. «Οταν ήταν κακόκεφη εκείνος πήγαινε στο πιάνο, της το τραγουδούσε, εκείνη άρχιζε να χαμογελάει και άλλαζε η ατμόσφαιρα», θυμάται η αγαπημένη ανιψιά του, εξηγώντας την παθολογική αγάπη του Αττίκ για τη μητέρα του. Και όταν το 1940 εκείνη πεθαίνει, η δημιουργική του διάθεση πέφτει ξαφνικά στο κενό. Το τελευταίο του τραγούδι με τον εύγλωττο τίτλο «Χωρίς εσένα», αν και πολλοί νομίζουν ότι είναι ερωτικό, αναφέρεται στη μητέρα του. Μάλιστα, το γράφει, παρατηρώντας τη θέση των πουλιών πάνω στα καλώδια του ρεύματος. Φαντάζεται τα καλώδια ως πεντάγραμμο και τα πουλιά ως νότες. Έτσι γράφονται οι πρώτες νότες του «Χωρίς Εσένα». «Είδες που μπορείς να ξανασυνθέσεις;» του λέει ο αδερφός του. «Ναι, αλλά δεν έχω διάθεση, δεν θέλω. Αυτό το έκανα για τη μητέρα», απαντά εκείνος.
Χωρίς εσένα το μυαλό μου αργεί
άλλους κόσμους η ψυχή μου
τραγικά νοσταλγεί
σαν υπνοβάτης μόλις βγούνε τ'αστέρια
όλο απλώνω τα χέρια προς άλλη γη.
Ο θάνατος της μητέρας του, το άσβεστο μίσος του για τους Γερμανούς κατακτητές, το γεγονός ότι δεν προλαβαίνει έγκαιρα να μεσολαβήσει για να σωθούν τα δύο παιδιά συνεργάτη του από τη Μάντρα και οι συνεχείς αιμοδοσίες στον Ερυθρό Σταυρό κλονίζουν τον εύθραυστο χαρακτήρα του. Αν και σε όλη του τη ζωή αστειεύεται απειλώντας με την αυτοκτονία, εκείνο τον Αύγουστο του 1944 σοβαρολογεί και συντάσσει τη διαθήκη του, γνωρίζοντας πως το τέλος δεν αργεί
Χωρίς εσένα με βαραίνει η ζωή
όσο και να την υμνούνε τα πουλιά το πρωί
κι όταν βραδιάζει το φριχτό μου μαράζι
χρωματίζει μ'ασχήμια ως κι αυτά τα γιασεμιά
στην ερημιά.
Ευφυής και τρυφερός. Αιματηρά γνήσιος και ειλικρινής. Με ακραία μελό λέξεις και ιστορίες. Χωρίς να γίνεται «μελό». Με το σφυγμό να χτυπά δυνατά στο σήμερα. Ακριβώς έτσι, με τα δάχτυλα στο πιάνο και με πεντάλ κάποιον έρωτα στην τσέπη, 
ο Αττίκ διαχρονικά αυτοσχεδιάζει, σφυρίζει, τραγουδάει, γελάει, πονάει. Μουσικά ανυπότακτος και τολμηρός. Πάντα πιστός στην αληθινή νότα της ευαισθησίας.
 Ως πότε; Όσο ακόμη αντέχουν τα συναισθήματα. Κι όπως εκείνος συνοψίζει:
Έκλαψα για να γράψω
έγραψα για να τραγουδήσω
κι ετραγούδησα για να ζήσω
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΝΤΙΛΣΙΖΙΑΝ

Τι κάνουμε τα στέφανα σε περίπτωση θανάτου ή διαζυγίου;

$
0
0

Τα στέφανα είναι σύμβολα βασιλικά. Με το γάμο δημιουργείται ένα νέο βασίλειο. Το σπίτι και η οικογένεια των δύο νεόνυμφων. Τι κάνουμε, όμως, τα στέφανα σε περίπτωση θανάτου του ενός εκ των δύο ή στην περίπτωση διαζυγίου;

Πρώτα η εκκλησία είχε κοινά τα στέφανα για όλο τον κόσμο. Εν συνεχεία το κάθε νέο ζευγάρι έφτιαχνε δικά του τα στέφανα. Μέχρι σήμερα για τα εν Ελλάδι δεδομένα μας ισχύει αυτό το έθιμο. Τα στέφανα από τους νεονύμφους διατηρούνται σε ειδική θήκη. Αυτή συνήθως διατηρείται στην κρεβατοκάμαρα. Στο παραπάνω ερώτημα η απάντηση που συνήθως δίδει ο απλός λαός, είναι ότι κατά τον θάνατο ενός εκ των δύο η πρόληψη θέλει το ένα από τα δύο στέφανα να μπαίνει μαζί του στον τάφο, ενώ άλλη πρόληψη λέει ότι τα στέφανα παραμένουν μέσα στην κρεβατοκάμαρα μέχρι του θανάτου και του άλλου μέλους, οπότε τότε μπαίνουν και τα δύο στέφανα στον τάφο του δευτέρου, δηλώνοντας έτσι ότι ο θάνατος σταματάει το συγκεκριμένο ανδρόγυνο. Αυτά όμως εντάσσονται στη σφαίρα των προλήψεων και δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με την ορθόδοξη ζωή. Τα στέφανα, εφόσον επέρχεται θάνατος ή διαζύγιο, μπορούν οι άμεσοι συγγενείς να τα προσκομίζουν στον ιερό ναό. Τα ίδια αυτά τα στέφανα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε άλλο γάμο ή να τοποθετούνται στο χωνευτήρι, αφού πρώτα καούν. Για τον λόγο αυτό, σε παλαιότερες εποχές τα στέφανα ήταν λειτουργικά σκεύη του ναού. Αυτό σήμαινε ότι τα στέφανα ήταν κοινά για όλους τούς πιστούς και όχι όπως συμβαίνει σήμερα όλα να ιδιωτικοποιούνται. Έτσι και το ερώτημα που μας τίθεται σε παλαιότερες εποχές δεν θα προέκυπτε.

Η παλιά Αθήνα ζει ακόμη!

$
0
0

Η λατέρνα, ο μπαρμπέρης, τα καφενεία με τα μωσαϊκά, οι κυρίες της αυλής και οι δρόμοι με τις νεραντζιές είναι λίγες μόνο από τις μνήμες της παλιάς Αθήνας που ζουν ακόμη ανάμεσά μας. Συγκεντρώσαμε και τις υπόλοιπες για να… νοσταλγήσουμε μαζί σας. 
Η παλιά Αθήνα ζει ακόμη!


του Γιώργου Κόκουβα

Από μακριά ακούγεται ο ήχος του ακορντεόν. Βγαίνεις στο μπαλκόνι, και βλέπεις τους πλανόδιους μουσικούς με τα ακορντεόν και κυρίες να πετούν νομίσματα από τα μπαλκόνια. Περπατάς στην Ερμού, και δίπλα από τις πολυεθνικές και τους περαστικούς hipsters, στέκεται μια λατέρνα που βγάζει νοσταλγικές νότες. Ανάμεσα στα hip café στο Μοναστηράκι, δεκάδες παλαιοπωλεία αραδιάζουν αναμνήσεις.
Ένα μωσαϊκό παρόντος και παρελθόντος. Αυτό είναι η Αθήνα: Ψηφίδες από παλιές εποχές έρχονται να κάνουν αντίθεση, να μας εκπλήξουν ευχάριστα και τελικά να παντρευτούν με τις εικόνες του σήμερα. Ποιος μπορεί να πει όχι, άλλωστε, σε λίγη νοσταλγία; Εμείς πάντως όχι, γι’ αυτό φροντίσαμε να εντοπίσουμε τα αντικείμενα, τα κτίρια, τις καθημερινές συνήθειες και τις εικόνες από την παλιά Αθήνα, που επιβιώνουν μέχρι και τις μέρες μας. Κοιτάξτε γύρω σας, θα τις βρείτε παντού.

*Οι δρόμοι με τις νεραντζιές
Προφανώς κάποια «τάση» λίγες δεκαετίες πριν, επέβαλε στον Δήμο των Αθηναίων να δενδροφυτεύσει τις περισσότερες από τις πιο όμορφες και παραδοσιακές γειτονιές της πόλης με νεραντζιές. Και να τις κάνει ακόμη πιο όμορφες. Η Άνοιξη που τις στολίζει με τα ανθάκια και την χαρακτηριστική ευωδία μπορεί να μετατρέψει έναν μουντό δρόμο σε όαση. Εξαιρούνται τα δέντρα του κέντρου, που φέτος «ρημάχτηκαν» από τις δημοτικές αρχές για να αποφευχθούν οι ρίψεις των καρπών τους στους πολιτικούς. Προφανώς οι τελευταίοι δεν αγαπούν όσο εμείς την Άνοιξη. 

*Τα νεοκλασικά κτίρια
Είναι εκείνα τα κτίσματα του Τσίλλερ που ο πολιτογραφημένος Έλληνας αρχιτέκτονας σκόρπισε απλόχερα στην πόλη. Είναι τα Μουσεία, η Τριλογία της Πανεπιστημίου, τα αρχοντικά της Πλάκας και τα νεοκλασικά του Μεταξουργείου, που ξεχωρίζουν σαν την μύγα μες στο γάλα από τα εκτρώματα του δικτατορικού μπετόν. Είναι εκείνα τα κτίρια που είδαμε να κοσμούν τους «πρωτόγονους» δρόμους της πρωτεύουσας στο φωτογραφικό μας αφιέρωμα στην παλιά Αθήνα. Και θα κάναμε πολλά για να εξασφαλίσουμε ένα τέτοιο για να μείνουμε.

*Η Λατέρνα
Είναι ρετρό, είναι ξεπερασμένη, είναι συνώνυμη της υπερβολής και της διακοσμητικής πληθωρικότητας, είναι ελαφρώς «ξεκούρδιστη» από την κλισέ τουριστική της χρήση, αλλά είναι πάντα η λατέρνα. Εκείνη που αγαπήσαμε στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, και συνδυάσαμε με το φιλότιμο, την φτώχεια, και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι – και όλα τα παραπάνω βρίσκονται στο DNA μας.

*Τα θερινά σινεμά
Η μπομπίνα ξετυλίγεται και στο δροσερό καλοκαιρινό αεράκι κάνουν την εμφάνισή τους στο πανί εικόνες από κλασικό ή σύγχρονο κινηματογράφο. Οι παλιές αγαπημένες καρέκλες, το κουτάκι της μπύρας, το γλυκό του κουταλιού μετατρέπουν την προβολή σε μυσταγωγία νοσταλγικού ντελίριο. Δεν ήταν άλλωστε μόνο η θέα στην Ακρόπολη που συντέλεσε στο να ψηφιστεί τοΣινέ Θησείον ο καλύτερος κινηματογράφος του κόσμου.

*Παλαιοπωλεία
Αν βρεθεί κανείς Σάββατο μεσημέρι στην πλατεία Αβησσυνίας, δύσκολα θα μπορέσει να βρει κάτι που να του θυμίσει ότι βρίσκεται στον 21ο αιώνα. «Ρολόγια και σπαθιά, φορεσιές και αντίκες, πολυθρόνες, δραχμές και κιτρινισμένες αφίσες, καθρέφτες και ξεκούρδιστα βιολιά, σκονισμένοι πίνακες και αγάλματα θεοτήτων, προπολεμικά ραδιόφωνα, δίσκοι βινυλίου και κόμικς του Καρλ Μπαρκς». Κάπως έτσι ξεκινούσε το δημοσίευμά μας, προϊόν της βόλτας μας στους παραδείσους αναμνήσεων του Μοναστηρακίου. Αλλά επειδή, μία εικόνα, χίλιες αναμνήσεις, δείτε και το φωτογραφικό κομμάτι του δημοσιεύματος εδώ

*Ακορντεόν στους δρόμους
Είναι Σάββατο πρωί. Ή και μεσημέρι – το Σάββατο αυτές οι έννοιες συνήθως ταυτίζονται. Μια περίεργη φασαρία σε ξυπνάει. Κι εκεί που σηκώνεσαι σκουντουφλώντας για να δεις από το μπαλκόνι ποιος ηλίθιος σε ξυπνά μία από τις λίγες μέρες που μπορείς να κοιμηθείς όσο θέλεις, βλέπεις έναν συμπαθέστατο γεράκο με ακορντεόν να περνά από την γειτονιά. Και τα νεύρα γίνονται χαμόγελο, όσο οι ηλικιωμένες γειτόνισσες ρίχνουν τα πενηντάλεπτα από τα παράθυρα. Κι αν δεν παίζει το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία», πετάς κι εσύ το κατιτίς σου, και το Σαββατοκύριακό σου αρχίζει με τον καλύτερο τρόπο.

*Καφενεία με μωσαϊκά
Βρίσκονται ανάμεσά μας. Συγκεκριμένα ανάμεσα στα πιο σύγχρονα στέκια της πόλης, γράφοντας την δική τους ιστορία, σε ένα παράλληλο, πιο χαριτωμένο, πιο παραδοσιακό, πιο χαλαρό σύμπαν. Όπως αυτό που κρύβεται στα περίτεχνα πατώματα του Δημήτρη Πικιώνη στην «Ωραία Ελλάς», ή στα μωσαϊκά που δόξασε η Άλκηστη Πρωτοψάλτη στον Άδωνι, ή στο πάτωμα «σκακιέρα» στο τεϊοποτείον οι Στροφές στην Βικτώρια. Συνοδεύονται απαραιτήτως με ελληνικό καφέ στη χόβολη και χάζι στη διακόσμηση και στους υπερήλικες θαμώνες που παίζουν μια το κομπολόι τους και μια τις ζαριές στο τάβλι τους. 

*Παραστάσεις με άρωμα παρελθόντος
Δεν ξέρουμε αν το παρατηρήσατε κι εσείς, αλλά το παρελθόν έγινε μόδα. Ίσως γιατί σε κάθε δύσκολη περίοδο της Ιστορίας, επιστρέφουμε στην θαλπωρή των αναμνήσεων και των πιο ανέμελων εποχών. Αυτό έκαναν και οι περισσότεροι θίασοι της Αθήνας την τελευταία σεζόν, προσφέροντάς μας την ευκαιρία να ξανασυναντήσουμε την Μάντρα του Αττίκ («Αναζητώντας τον Αττίκ»), τον αθηναϊκό Μεσοπόλεμο («Μεσοπόλεμος» από τον θίασο Κανιγκούντα), το «Έκτο Πάτωμα» (διασκευή Άννα Παναγιωτοπούλου), την μεταπολεμική "Αυλή των Θαυμάτων" (του Ιάκωβου Καμπανέλλη) και πολλές ακόμη εκπλήξεις θεατρικής και μουσικής βουτιάς στο παρελθόν. Εμείς το είχαμε κάνει ήδη, στο σχετικό μας αφιέρωμα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου – δείτε το εδώ

*Ο σαλεπιτζής της γειτονιάς
Εντάξει, πλέον καμία γειτονιά δεν έχει τον σαλεπιτζή της, αλλά το χαρακτηριστικό ρόφημα με το εξίσου χαρακτηριστικό μάρκετινγκ (βλ. την μακρόσυρτη ιαχή «Σαλέπιιιι» αλά τελάλης) θα τα συναντήσετε σίγουρα ακόμα κάπου στο ιστορικό κέντρο. 

*Μαλλί της γριάς
Και όχι μόνο. Μαλλί της γριάς, πασατέμπο και γλειφιτζούρι-κοκοράκι μπορεί να βρει κανείς ακόμη με μια βόλτα στους πεζόδρομους του Θησείου. Κι αν δεν έχετε μαζί σας παιδί, τότε σίγουρα θα θυμηθείτε το παιδί που ήσασταν κάποτε, και σας επιτρέπουμε να παλιμπαιδίσετε με ένα αφράτο μαλλί της (Αθηναίας) γριάς. Ή να πάρετε ένα πακετάκι πασατέμπο και να περάσετε την ώρα σας σε ένα παγκάκι με θέα.

*Η παλιά γειτονιά
Ή αλλιώς, οι κυρίες της αυλής, που θα συναντήσουμε ακόμα τα καλοκαιριάτικα απογεύματα στα Πετράλωνα ή στο Κουκάκι, να κάθονται στις πλαστικές τους καρέκλες έξω από τις αυλόπορτές τους και να αναλύουν με περισπούδαστο ύφος τα νέα της γειτονιάς κουνώντας τις βεντάλιες τους – πραγματικές αρχόντισσες.

*Οι ρετρό πινακίδες
Αυτές δηλαδή που έμειναν στα λίγα παραδοσιακά μαγαζάκια και τεχνικά εργαστήρια, για να θυμίζουν την εποχή της… καθαρευούσης ή την εποχή που η αθηναϊκή αγορά είχε υποκύψει στην εξωτική γοητεία των ξένων λέξεων και καταλήξεων. Μία μπουτίκ ετοίμων ενδυμάτων σε ένα στενό, ένα «βιβλιοδετείον» στο άλλο, μια ένδειξη «στο βάθος κήπος» με νέον στην γωνία ή ένα «γαλακτοπωλείον» και μια «ΕΒΓΑ» στον διπλανό πεζόδρομο , και είσαι σίγουρος ότι είσαι σε σκηνικό της Φίνος Φιλμς. 

*Περνάει ο… αραμπάς
Ο αραμπάς, ο γύφτος, ο καρπουζάς, ο πλανόδιος με το Datsun, ο παλιατζής με το ενοχλητικά καλτ ηχογραφημένο του μήνυμα στον τηλεβόα… Πολλές εκδοχές υπάρχουν για αυτούς που τριγυρνούν ακόμη στους δρόμους της πόλης και διαλαλούν την πραμάτεια τους, αλλά όλοι τους «γεννήθηκαν» και γνώρισαν εποχές δόξας, τότε που πραγματικά όλοι τους περίμεναν να περάσουν για να προμηθευτούν τα ζαρζαβατικά της εβδομάδας ή να ξεφορτωθούν τον βελούδινο καναπέ που του έχουν πεταχτεί οι σούστες. 

*Θέατρα και σκιές
Είτε πρόκειται για ιστορικά θέατρα, όπως το Ρεξ, είτε για έναν απλό… μπερντέ που γύριζε στις γειτονιές της Αθήνας, οι παραστάσεις που ανεβαίνουν ακόμη από τα «μυθικά» αυτά θέατρα αξίζουν όχι μόνο για την σκηνοθετική ματιά, αλλά και για το περιβάλλον και την όλη διαδικασία που φωνάζει από μακριά «Ιστορία».

*Τα μπαχαρικά της Ευριπίδου
Ένα μικρό παζάρι διεξάγεται κάθε μέρα στους πολύχρωμους δρόμους του κέντρου. Η Ευριπίδου δεσπόζει ανάμεσά τους, χάρη στις μυρωδιές από τα μπαχαρικά και τις εκατοντάδες κόσμου που συρρέουν για «χάζι» και δημιουργούν ατμόσφαιρα πολίτικου Grand Bazaar, σε έναν δρόμο που ελκύει τους μερακλήδες, τις καλές  νοικοκυράδες και τους παλιούς Αθηναίους που μαζεύονται για το καθημερινό… μπλα μπλα. 

*Τα παραδοσιακά μαγειρεία
Δεν βρίσκεται πολύ μακριά από το παραπάνω σκηνικό ο «Παπανδρέου» στη Βαρβάκειο, που βγάζει κάθε μέρα απ’ το «τσουκάλι» το πιο λαχταριστό και ξακουστό φαγητό της αγοράς. Στα Εξάρχεια, τον ανταγωνίζεται ο μπαρμπα-Γιάννης. Στα Πετράλωνα, ο Οικονόμου. Στο παλαιό Φάληρο, η Παληά Φάβα. Αλλά στην καρδιά μας –και στο στομάχι μας- είναι όλοι ίσοι και πεντανόστιμοι, και οι ταβέρνες τους, να τις πιεις στο παραδοσιακό κρασοπότηρο.

*Ο μπαρμπέρης
Όπου «κουρείον» και μάλαμα. Οι μπαρμπέρηδες των παλιών εποχών υπάρχουν ακόμα ανάμεσά μας, και πολλοί εξ ημών τους ξαναθυμόμαστε τώρα που η οικονομική δυσπραγία βάζει λουκέτο στα hair salons των 50€ ανά ψαλιδιά. Κάπως έτσι, ξαναθυμόμαστε το παραδοσιακό άσπρο σακάκι τους, τις ρετρό ταμπέλες τους, και φυσικά, γινόμαστε και πάλι αυτόπτες μάρτυρες του πατροπαράδοτου ξυρίσματος και της αρωματικής… σφαλιάρας. 

*Οι παλιοπαρέες της πλατείας
Κάποιες συνήθειες δεν πεθαίνουν ποτέ. Όπως αυτή των συνταξιούχων να σκοτώνουν τα πρωινά και τα απογεύματά τους στις πλατείες, επιδιδόμενοι σε εκτενείς πολιτικές συζητήσεις, απολαυστικό χιούμορ ή… γκρίνια για την έξαλλη νεολαία που περνά. Εκεί δημιουργούνται ακόμη τα πηγαδάκια και ξεχωρίζουν οι opinion leaders που παίζουν την πολιτική στα δάχτυλα, επηρεάζοντας τους γύρω τους. Εκεί επίσης, βρίσκονται ακόμη ξέμπαρκες οι ψάθινες καρέκλες, στις οποίες κάθονται με τα κομπολόγια τους και διαβάζουν τις εφημερίδες τους. Όρεξη να έχει κανείς, και να καθίσει να τους κάνει χάζι ή και… μάστερ στην κοινωνιολογία. 

Ποιες είναι οι δικές σας αγαπημένες μνήμες από την παλιά Αθήνα, που ζουν ακόμα… ανάμεσά μας; Περιμένουμε τις δικές σας παρατηρήσεις στο κάτω μέρος του δημοσιεύματος. 

Εν Αθήναις...πόσο κοστίζει η ανδρεία

$
0
0


Παλιατζίδικο έχει και στην Αθηνάς απέναντι από την Βαρβάκειο.
Ρωτάς για την τιμή ενός αντικειμένου στον σωρό και κάθε φορά
ακούς διαφορετική τιμή.
Έχει γούστο!
Θα βρείς και πολλά παράσημα...
αριστείο ανδρείας....εξαιρέτων πράξεων...ευδοκίμου υπηρεσίας κ.λ.π.
Η οικονομική κρίση δεν αστειεύεται....
Η ανάγκη ανοίγει τα σεντούκια και κατεβάζει τα κάδρα με τα παράσημα
από τους τοίχους.
Και οι αναμνήσεις σκοτώνονται για λίγα ευρώ...
Θυμήθηκα την αξέχαστη ταινία "ένας ήρως με παντούφλες"....
με τον Λογοθετίδη στον ρόλο του απόστρατου στρατηγού Δεκαβάλα
που πούλησε η γυναίκα του το σπαθί του και το πηλίκιο για να τα βγάλουν πέρα....
Ρωτάω λοιπόν τον υπάλληλο για ένα παράσημο....
"Πόσο κάνει αυτό πατριώτη;"
"Ποιό...δίπλα στο καράβι  40 ευρώ..."
Πήγα να φύγω....
"Κάτσε....πόσα δίνεις ;"
Δεν ήθελα....θα μπορούσα όμως και με 15 ευρώ  ή με τρία τάληρα που λέγαμε παλιά να αγοράσω την ανδραγαθία του άγνωστου σε εμένα άξιου στρατιώτη.

Πίσω στα παλιά

Ψηφίστηκε το ασφαλιστικό και το φορολογικό από ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τον Πρωθυπουργό να δηλώνει ότι..."φρόντισε"για το 95 % του Ελληνικού Λαού !

$
0
0



"Πιάσαν τα πόστα κοθώνια
Όλα τα ξέρουν, ξεράδια
Κι ήρθανε λέει να μας σώσουν,
Που να μη σώσουνε ποτέ

Να δεις που κάποτε
Θα μας πούνε και μαλάκες
Να δεις που κάποτε
Θα μας πούνε και χαζούς..."


(στίχοι Γιάννης Μηλιώκας)

Το μισοφέγγαρο της πλατείας Κουμουνδούρου

$
0
0

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ελάχιστο δείγμα της καμπύλης εσοχής της πλατείας Κουμουνδούρου.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Μ​​όλις αφήσει κανείς πίσω τον θόρυβο της Πειραιώς και εισέλθει στο ημικύκλιο της πλατείας Κουμουνδούρου, οι ήχοι καταλαγιάζουν. Προχωρούσα προς την κατεύθυνση της Κριεζή και της Διπύλου, με προορισμό την οδό Αγίων Ασωμάτων, όταν κοντοστάθηκα να παρατηρήσω και πάλι την ιστορική, αυτή, πλατεία. Εχω πάντα ανάμεικτα συναισθήματα γι’ αυτόν τον αθηναϊκό τόπο, γιατί «τόπος» είναι η Κουμουνδούρου, με αστική ιστορία βαθιά, που δύσκολα μπορεί κανείς να αφηγηθεί χωρίς να προκαλέσει δυσπιστία. Δύσκολο να φανταστεί κάποιος όλη αυτήν την περιοχή –πέριξ της πλατείας, κατά μήκος της Πειραιώς και μέσα στα στενά μέχρι την Ομόνοια– ώς το κέντρο των αστών στα χρόνια του Οθωνα, δηλαδή πριν από το 1863, όταν ακόμη αυτό το κομμάτι της Κουμουνδούρου ήταν η «νέα πόλη». Εκεί έχτιζαν τα μεγάλα, αστικά μέγαρα.
Ορισμένα από αυτά, στη Δεληγιώργη, στη Μενάνδρου, στην Αγησιλάου, στην Κριεζή, ήταν μνημεία αθηναϊκού κλασικισμού και σπίτια υψηλής αισθητικής. Τότε δεν υπήρχε Κολωνάκι, δεν υπήρχε καν η έννοια της Πατησίων ως κομμάτι του συμπαγούς άστεως.
Γι’ αυτό αυτή η περιοχή τις τελευταίες δεκαετίες, όταν άρχισε η βάρβαρη κακοποίησή της, αφήνει αύρα θλίψης και παραίτησης. Στην Ευριπίδου έχουν μείνει μερικά μέγαρα, πλήρως ερειπωμένα, και η οδός Διπύλου έχει μερικά φροντισμένα δείγματα. Αλλά η γενική εικόνα είναι αυτή ενός σπασμένου υαλοδοχείου, με σκόρπια τα θρύμματα. Η πλατεία, ενταγμένη στο σχέδιο του Λέο φον Κλέντσε, είχε ημικυκλικό σχήμα.
Δημιουργούσε δηλαδή ένα μισοφέγγαρο κατά το πολεοδομικό πρότυπο που διαδόθηκε αρκετά στη γεωργιανή περίοδο στη Βρετανία αλλά και αργότερα. Στο Μπαθ και στο Μπράιτον, τα Royal Crescents ανήκουν στην παγκόσμια κληρονομιά.
Η ταπεινή, σε σύγκριση, μέτρο και φιλοδοξίες πλατεία Κουμουνδούρου (ή Ελευθερίας) δεν είχε αξιώσεις να λογιστεί ως παγκόσμιο μνημείο. Είχε όμως καταφέρει να είναι ένας γλυκύς αθηναϊκός τόπος που στεφάνωνε το παλιό Βρεφοκομείο (νυν Δημοτική Πινακοθήκη) και γεννούσε ένα κοίλο τόξο με θέα την Πειραιώς. Υπήρχε πυκνότητα αστικής ώσμωσης ήδη από το 1840 και έως τα μέσα του 20ού αιώνα, με σταδιακή πτώση γοήτρου. Ηταν αστικό περιδέραιο στην ακμή της, 1850-1880, εξέπεσε λίγο λίγο καθώς όλη η περιοχή άλλαζε ύφος και άλλες συνοικίες της Αθήνας τραβούσαν, πλέον, τους αστούς.
Το 1978, όταν γκρεμίστηκε ένα από τα ιστορικά κτίσματα της πλατείας (προς την Ευριπίδου), η οικία Κουμουνδούρου, που στέγασε αργότερα το 9ο Γυμνάσιο Αθηνών, ήταν σαν να μπήκε δυναμίτης. Το παλιό 9ο Γυμνάσιο, κτίριο της δεκαετίας του 1830 με δύο αετώματα, τρεις εξώστες και 11 παράθυρα στον πρώτο όροφο, ήταν αρχικά γνωστό και ως Μέγαρο Καρατζά και εκεί συγκεντρώνονταν οι επιφανέστεροι Ελληνες της εποχής. Η κατεδάφισή του ήταν βιαστική, όπως συνέβαινε συχνά όταν οι διαμαρτυρίες φούντωναν. Σήμερα, στη θέση του είναι μια χαίνουσα πληγή. Ο αρχιτέκτων καθηγητής Μάνος Γ. Μπίρης είχε γράψει τότε στην «Καθημερινή» και χαρακτήριζε την οικία Κουμουνδούρου «υπόδειγμα του αθηναϊκού κλασικισμού». Αλλά από εκείνη την επιστολή που έχω αποθησαυρίσει κρατώ την επισήμανσή του, που μιλούσε για «εφιαλτικό σκηνικό καταστροφής» στην πλατεία Κουμουνδούρου. Τόσα χρόνια μετά, αυτή η πλατεία προκαλεί τη φαντασία με τις δυνατότητες ανάπλασης που προσφέρει...

Η μπουγάδα με τις φανέλες, τα σώβρακα και τις βελέντζες στην αυλή του σπιτιού. Αναγνωρίζετε το σημείο της Αθήνας όπου το 1839 η κοινωνία αναστατώθηκε από επίθεση τσακαλιών σε νεανική παρέα;

$
0
0
Πιο κεντρικό σημείο δεν μπορεί να υπάρξει στην Αθήνα. Φυσικά η ευρύτερη περιοχή σήμερα έχει αλλάξει αρκετά και το σημείο προστατεύεται από την αρχαιολογική υπηρεσία.






Έτσι σήμερα φανέλες, σώβρακα και κάλτσες δεν κρέμονται πλέον από τα μανταλάκια. Πολύ περισσότερο οι βελέντζες και τα βαριά υφαντά, που όπως βλέπουμε στην φωτογραφία, έχουν απλώσει οι ένοικοι πάνω στην πέτρινη περίφραξη. Λίγο πιο δίπλα από την κατοικία με την μεγάλη αυλή μια μαυροφορεμένη γυναίκα κάθεται με την πραμάτεια της. Αυτό υποθέτουμε βλέποντας το ξύλινο καρότσι. Από την λήψη καταλαβαίνουμε ότι στέκεται κάτω η πύλη του Αδριανού και η περιοχή παρά την οικιστική ανάπτυξη δείχνει πολύ ήσυχη. 






Στο βάθος του δρόμου η οδός Λυσικράτους οδηγεί στο ομώνυμο μνημείο στην Πλάκα. Φωτογραφία του 1890. Η περιοχή που περιγράφουμε είναι ο σημερινός αρχαιολογικός χώρος όπου βρίσκεται ο ναός του Ολυμπίου Διός. Το σημείο πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση εξακολουθούσε να είναι ερημικό και μάλιστα το 1838 καταγράφεται επίθεση τσακαλιών σε παρέα νεαρών κοντά στο ναό. Λίγους μήνες αργότερα υπήρξε αναφορά για το απειλητικό πέρασμα ενός λύκου. Στα τέλη του 19ου αιώνα η περιοχή εξακολουθούσε να είναι αγροτική και τα ελάχιστα σπίτια είχαν αυλές και βοηθητικά κτίσματα για τα οικόσιτα και αποθήκες. Το βουκολικό σκηνικό σε συνδυασμό με την αρχαιοελληνική μεγαλοπρέπεια του ναού και της Ακρόπολης ενθουσίαζε όλους τους ξένους περιηγητές που έκαναν ειδική αναφορά στην περιοχή.






 Γύρω από τον ναό υπήρχαν πολλά αλώνια και μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους στο χώρο λειτούργησε ασβεστοκάμινος όπου έκαναν ασβέστη τα πεσμένα μάρμαρα του ναού! Μετά το 1880 η Αθήνα έκανε το μεγάλο πληθυσμιακό άλμα και ξεπέρασε το όριο των 100 χιλιάδων κατοίκων.




 Τα επόμενα σαράντα χρόνια θα έφτανε τις 300 χιλιάδες πληθυσμό και οι αυλές θα γίνονταν οικόπεδα έτοιμα για οικοδόμηση. Οποιαδήποτε άλλη πληροφορία για την τεκμηρίωση της αρχικής φωτογραφίας είναι ευπρόσδεκτη....

 http://www.mixanitouxronou.gr

Λογαριασμός και... κοριοί

$
0
0




Ξεκινά τώρα τον Απρίλη η νέα τουριστική σεζόν και σας μεταφέρω ένα σχετικό κειμενάκι του 1935, για να πάρετε μια ιδέα για τα πρώτα πέτρινα χρόνια της διαμόρφωσης, αυτού που αποκαλούμε τουριστικό προϊόν:

«Όταν είδα το λογαριασμό που μου παρουσίασε ο ξενοδόχος μ’ έπιασε ζάλη. Συνήλθα όμως άμα σκέφτηκα ότι μπορεί να έκανε λάθος. Βέβαια θα μου έδωσε το λογαριασμό πολυμελούς οικογενείας που μένει πολύν καιρό στο ξενοδοχείο του. Άμα όμως τον εξήτασα καλά δεν μου έμεινε αμφιβολία. Ο λογαριασμός ήταν δικός μου!

Αλλά πως μπορέσαμε δύο άνθρωποι να δαπανήσουμε σε δύο ημέρες οκτακόσιες δραχμές; Άρχισα πάλι να κάνω έλεγχο στο λογαριασμό και έπειτα απευθύνθηκα στον ξενοδόχο:

-Με συγχωρείς. Μας λογαριάζεις τέσσερες μέρες διαμονής στο ξενοδοχείο σου, ενώ εμείς δεν είμαστε εδώ ούτε τρείς ημέρες. Εφθάσαμε την Δευτέρα την νύχτα και φεύγουμε Πέμπτη ξημερώματα.

-Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη. Να τέσσερες ημέρες.

-Μάλιστα, αλλά δεν έχεις την αξίωσι να μας φορτώσης την Δευτέρα για είκοσι λεπτά της ώρας που περάσαμε εδώ, ούτε την Πέμπτη, αφού βλέπεις ότι φεύγουμε μόλις ξημέρωσε.

-Έτσι συνηθίζουμε εμείς να λογαριάζουμε στο ξενοδοχείο μας. Κάθε μέρα που ξημερώνει πληρώνεται ολόκληρη.

-Α! Δεν το ήξερα αυτό. Δεν μας εξηγείς όμως γιατί μας λογαριάζεις και ηλεκτρικό φωτισμό για τις τέσσερες ημέρες;

-Μα έτσι είνε κύριε. Μήπως εγώ δεν πληρώνω την Πάουερ;

-Και δεν μου λες που στο διάβολο είδαμε εμείς το ηλεκτρικό σου φως;

-Αυτό είνε αλήθεια. Είχε χαλάσει το ρολόγι. Μήπως όμως δεν σας είχα βάλει κεριά;

-Ναι, αλλά βάζεις και τα κεριά στο λογαριασμό…

-Αυτό έλειπε να μη βάλω στο λογαριασμό τα κεριά. Μήπως δεν τα αγοράζω;

-Μα αφού μας βάζεις να πληρώσουμε ηλεκτρικό, γιατί να πληρώσουμε και κεριά;

-Ο ηλεκτρισμός είνε τακτική δαπάνη. Το κερί είνε έκτακτο έξοδο.

-Και τι ζητεί αυτό εδώ το κονδύλι; «Προμήθεια γραφικής ύλης πέντε δραχμαί». Εμείς δεν γράψαμε τίποτε.

-Βέβαια, αλλά έγραψαν άλλοι για σας!

-Ποιοι άλλοι;

-Εμείς. Τη νύχτα άμα ήρθατε σας παρουσίασαν ένα φύλλο χαρτί για να γράψετε το όνομά σας. Έπειτα κάθε ημέρα, όταν καθόσαστε στο τραπέζι σας έδιναν ένα άλλο, κατάλογο των φαγητών. Δεν ήταν αυτό χαρτί; Και τέλος αυτός ο λογαριασμός που σας έφεραν δεν είνε γραμμένος σε χαρτί;

Δεν μπορούσα να απαντήσω τίποτε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Παραιτήθηκα πια απ’ την ιδέα να συζητήσω μαζί του. Ότι και αν του έλεγα θα με νικούσε. Νόμισα όμως ότι έπρεπε να καταφύγω στην ειρωνεία. Πήρα λοιπόν ένα κοροϊδευτικό ύφος και είπα:

-Μα κάτι ξέχασες. Δεν πέρασες στο λογαριασμό τους… κορέους!

-Μπα… Είχατε κορέους;

-Ένα μιλλιούνι!

-Περίεργο! Πολύ περίεργο αυτό που ακούω. Κάποτε τους πετυχαίνουμε, αυτά όμως τα αφωρισμένα ξαναγυρίζουν…

Τότε να σου δώσω εγώ μια αλάθητη συνταγή να τους κάνης να φύγουν και να μη ξαναγυρίσουν. Θέλεις;

-Ω! Θα σας το γνώριζα ως μεγάλη χάρι.

-Λοιπόν την πρώτη φορά που θα ιδής κοριούς να τους παρουσιάσης ένα λογαριασμό σαν κι αυτόν που μου έφερες. Αν τους ξαναϊδής να γυρίσουν στο ξενοδοχείο σου να με πάρουν χίλιοι διαβόλοι!

Και έφυγα από το ξενοδοχείο ανακουφισμένος».

Αθηναϊκή» 1935, Γ. Ασημάκης
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>