Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Mην είδατε τον Παναγή; O απατεωνίσκος που είχε αρραβωνιαστεί 10 κοπέλες στην Αττική, έτρωγε τα λεφτά των πεθερικών &εξαφανίστηκε την ημέρα του γάμου, που όρισε με όλες μαζί!

$
0
0

Πώς ένα λαμόγιο κατόρθωσε τη δεκαετία του 1940 ν’αναστατώσει, με τα γαμπριάτικα καμώματά του, ολόκληρη την Αττική.


Πώς ένα λαμόγιο κατόρθωσε τη δεκαετία του 1940 ν’αναστατώσει, με τα γαμπριάτικα καμώματά του, ολόκληρη την Αττική.
Πρωτοφανές μας φάνηκε, γαμπρός μεσ’ στην Ελλάδα,
ο πονηρός ο Παναής, και του ζητούνε αράδα.
Για να τον επαντρέψουνε με όμορφες κοπέλες,
του δίνουνε πολλά προικιά, αμπέλια και μπαξέδες.
Κορίτσια τον περίμεναν, ρωτούσαν τους διαβάτες,
μην είδατε τον Παναή, να ‘ρχεται απο τις στράτες.
Σ’ ένα χωριό τον πιάσανε, πούλαγε κομπολόγια
και γέλαγε τις κοπελιές, με τα γλυκά του λόγια.
Που είναι ο Παναής, που είναι ο Παναής,
μην τον είδατε παιδιά τον Παναή.
Ο θρυλικός Παναγής από τα Μέγαρα, όπως σημειώνει το paliaathina.com, έδρασε στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Οι νεώτεροι που θα διαβάσουν παρακάτω τα «κατορθώματά»  του, ασφαλώς και θα αναρωτηθούν πώς μπορούσαν να στήνονται απατεωνιές τέτοιου μεγέθους. Όσοι, όμως, έχουν μελετήσει την καθημερινή ζωή στην Παλιά Αθήνα θα κατανοήσουν και θα δουν με συμπάθεια τους χωρικούς εκείνης της εποχής που, αποκομμένοι από την Αθήνα, ζούσαν κυριολεκτικά στον μικρόκοσμό τους.
Αλλά ας αφήσουμε τον γλαφυρό Ασημάκη Γιαλαμά να μας τα διηγηθεί καλύτερα, μέσα από την εφημερίδα «Βραδυνή»:  
«Τα παληά χρόνια, λέγει ο θρύλος, οι ναυτικοί που διέσχιζαν τη Μεσόγειο συναντούσαν τη Γοργόνα, η οποία έβγαινε από τα κύματα, μπροστά στο καράβι και ρωτούσε:
-Μην είδατε το Βασιληά Αλέξαντρο;
Κάτι τέτοιο ακούνε σήμερα όσοι βγαίνουν έξω απ’ την Αθήνα, πηγαίνοντας προς τα χωριά της Αττικής. Σμήνη παιδιών και πολλές φορές και μεγάλοι βγαίνουν στο δρόμο ή προβάλλουν μέσα από τα αμπέλια και τα χωράφια, όταν περνά λεωφορείον απ’ την Αθήνα και φωνάζουν στους επιβάτες:
-Μην είδατε τον Παναγή;
Ποιος είνε αυτός ο Παναγής; Μέγας επι των ημερών μας κατακτητής όσον και ο Αλέξανδρος. Με τη διαφορά ότι, αντί να κατακτήση ασιατικά κράτη, κατέκτησε τις καρδιές δέκα και πλέον κοριτσιών της Αττικής. Κι’ όπως ο Μέγας Αλέξαντρος έλυσε τον γόρδιον δεσμόν, έτσι κι’ ο Παναγής έλυσε για κάμποσο καιρό…  το οικονομικό του πρόβλημα.
Η ιστορία του περιβοήτου αυτού ανδρός είνε αυτή. 
Προ κάμποσων μηνών έκαμε την εμφάνισί του στα χωριά της Αττικής ένας κομψός και δραστήριος νέος. Ήταν ο Παναγής. Παρίστανε τον μεγαλέμπορο απ’ την Αθήνα και σεκάθε χωριό που πήγαινε ζητούσε ν’ αγοράση όσες ποσότητες τροφίμων υπήρχαν. Έλεγε φερ’ ειπείν σ΄ένα χωρικό που είχε για πούλημα φακές:
-Πόσο θέλεις την οκά;
-Τέσσερες χιλιάδες, έλεγε αίφνης ο χωρικός.
-Ωραία. Τις αγοράζω.
Κι’ έδινε μια προκαταβολή. Δεν έκανε ποτέ παζάρια. Σ’ ότι κι’ αν ζητούσαν, συμφωνούσε. Ιδεώδης αγοραστής!...
Έκαμε μερικές τέτοιες γενναίες εμπορικές χειρονομίες σ’ όλα τα γύρω χωριά κι’ έτσι εκέρδισε την εμπιστοσύνη των χωρικών. Κατόπιν προχώρησε στο δεύτερο στάδιο του κατεστρωμένου σχεδίου του. Ευρήκε στο κάθε χωριό κι’ από μια κοπέλλα όμορφη, δροσερή και προ παντός ευκατάστατη. Και την αρραβωνιάστηκε.
Απάνω από δέκα αρραβώνες συνήψε κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Κάθε κορφούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και κλέφτης» λέγει για τον Όλυμπο το δημοτικό τραγούδι. Κάτι παρόμοιο μπορούσε να λεχθή και για τον Παναγή: «Κάθε χωριό και μια μνηστή. Κάθε μνηστή και… μεζές σπουδαίος».
Διότι αμέσως ο Παναγής έβαλε σ’ ενέργεια την οικονομική εκμετάλλευσι των αρραβώνων του. Κάθε τόσο αρριβάριζε στο κάθε χωριό και έλεγε στα μέλλοντα πεθερικά του:
-Δώστε ένα τσουβάλι κουκιά ή ένα τουλούμι τυρί που θέλει κάποιος πελάτης μου στην Αθήνα κι’ αργότερα σας φέρνω τα λεφτά.
-Δεν πειράζει για τα λεφτά, απαντούσαν γενναιοφρόνως τα πεθερικά.
Κι’ έδιναν προθύμως τα κουκιά, το τυρί, τα πάντα. «Ό,τι θέλει ο γαμπρός μας. Ό,τι θέλει το παιδί μας». Κι’ όλο και τσιμπούσε ο Παναγής. Κι’ αυτό το τσίμπημα ήταν… δεκαπλούν. Συνέβαινε δηλαδή και με τις δέκα αρραβωνιαστικές. 
Αφήνω τις γενναίες προκαταβολές που έπαιρνε ο πολυσύνθετος αυτός αρραβωνιαστικός από τις εκλεκτές του σε φιλιά, αγκαλιάσματα και λοιπά. Από τη μία έφευγε, στην άλλη επήγαινε. Δεν πρόφταιναν να στεγνώσουν τα φιλιά της μιανής, άρχιζε το τρύγημα των φιλιών της άλλης. Κι’ έτσι η ζωή του ευτυχούς Παναγή έρρεε μέσα σε αγκαλιές, φιλιά, γλυκόλογα και εκλεκτά φαγοπότια στο κάθε σπίτι των πεθερικών του.
Αλλά τα πράγματα έπρεπε κάποτε να βαδίσουν προς την λύσιν των. Οι γονείς της κάθε μνηστής άρχισαν να θέτουν στον Παναγή όλο και επιτακτικώτερο το ερώτημα:
-Πότε ο γάμος, Παναγή;
Ο Παναγής υπεξέφυγε τη μια φορά, υπεξέφυγε την άλλη. Αλλά τέλος κατάλαβε ότι είχαν σωθή τα’ αστεία. Έπρεπε να ορίση τους γάμους. Και το έκαμε! Είπε στους γονείς όλων των αρραβωνιαστικών του:
-Στις τάδε του μηνός θάρθω να κάμουμε το γάμο.
Και στις δέκα αρραβωνιαστικές ώρισε την ίδια ημερομηνία. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της φάρσας που εσκηνοθέτησε ο ανεκδιήγητος Παναγής.
Δέκα και παραπάνω ίσως σπίτια σε ισάριθμα χωριά της Αττικής ετοιμαζόνταν ταυτοχρόνως να δεχθούν τον πολυπόθητο γαμπρό. Δέκα μωρές παρθένες επερίμεναν τον νυμφίο.
Και ήρθε η μεγάλη ημέρα. Το κάθε σπίτι είχε τελειώσει όλες τις προετοιμασίες του γάμου και περίμενε να καταφθάση ο Παναγής απ’ την Αθήνα. Αλλά η ημέρα προχωρούσε, ο ήλιος όπως έγραφαν οι παληοί διηγηματογράφοι, έκλινε προς την δύσιν του και ο Παναγής δεν φαινότανε.
Τότε οι οικείοι της κάθε νύφης άρχισαν ν’ ανησυχούν. Και κατέβηκαν στην πλατεία του χωριού κι’ όταν έφθανε λεωφορείο απ’ την Αθήνα ρωτούσαν:
-Μην τον είδατε τον Παναγή;
Το ίδιο συνέβαινε σ’ όλα τα χωριά εις τα οποία είχε… διαπράξει αρραβώνα ο Παναγής. Όλη δηλαδή σχεδόν η Αττική εδονείτο εκείνη την ημέρα από την ερώτησι:-Μην είδατε τον Παναγή;
Η φράσις αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα, απλώθηκε σα βουερό σύννεφο κι’ εκάλυψε όλο το αττικό λεκανοπέδιο. Κι’ αφού ο Παναγής δεν ξαναφάνηκε στα χωριά η φράσις έγινε το σύμβολο ενός θρύλου. Και τώρα όταν βγήτε έξω απ’ την Αθήνα με λεωφορείο, θ’ ακούσετε σ’ όλη τη διαδρομή να σας ρωτούν:
-Μην είδατε τον Παναγή;
Η ερώτησις έγινε το σύνθημα της εποχής. Σήμερα που οι απάτες και οι μηχανές είνε το τρέχον νόμισμα και οι Παναγήδες έχουν επικινδύνως πληθυνθή, ήταν αναπόφευκτο να βρεθή μια φράσις προειδοποιητική για τους αφελείς, κάτι σαν το «βάρδα φουρνέλλο» που φωνάζουν οι λατόμοι. Όταν λοιπόν οσφραίνεσθε του λοιπού κάποια καιομένη θρυαλίδα απάτης, δεν έχετε παρά να φωνάζετε:
-Μην είδατε τον Παναγή;».
http://www.eirinika.gr

Εν Αθήναις...οι παστρικιές

$
0
0


Όταν γυρίζω πίσω στα παλιά  δεν μπορώ να μη θυμηθώ

τα σκαμνάκια και τα καρεκλάκια των γυναικών στο πεζοδρόμιο τα απογεύματα
όταν είχε καλοσύνη ο καιρός.
Με το κρύο η ίδια ομήγυρις μέσα στο πιο ευρύχωρο δωμάτιο της αυλής
και γύρω από το μαγκάλι για ζέστα.
Πλέξιμο....κέντημα ...μαντάρισμα...και άρχιζε το δελτίο "ειδήσεων"
της γειτονιάς....
Πρώτο θέμα για τις μισότριβες όπως τις έλεγαν...
Ήταν βλέπεις ο φόβος και ο τρόμος μήπως και ξεμυαλιστούν οι άντρες τους.
Αυτές κυκλοφορούσαν με νάϋλον κάλτσες με ραφή στην γάμπα ενώ οι κυρίες
της αυλής με χοντρές χούλα χούπ ή με σοσόνια (κοντές)...
Τώρα γιατί μισότριβες....
Οι μοιραίες αυτές κυρίες έμεναν μόνες τους και συνήθως δουλεύανε
τα βράδυα....καλντερίμι....αρπαχτές στα σπίτια τους....επίσημα σε "σπίτια"
κοντά εκεί στο Μεταξουργείο....
Οι πιτσιρικάδες όμως τις υπερεκτιμούσαν γιατί ήταν ανοιχτοχέρες.
Στην ζούλα από την μάνα για να γλυτώσεις το χαστούκι πήγαινες απ΄έξω
από το σπίτι και δήθεν έπαιζες με το τόπι....σε έβλεπε από το παράθυρο
και σε φώναζε με ένα χαρτάκι να πάς στον μπακάλη ....
Το ταλληράκι το είχες σίγουρο....
Θα πρέπει να σημειώσω για αυτές τις γυναίκες ότι είχαν πολύ μεγάλη
καρδιά και βοηθούσαν ανήμπορους οικονομικά στην γειτονιά
πληρώνοντας τα τεφτέρια τους στον μπακάλη.

Πίσω στα παλιά

Προσφυγικό....διαπραγμάτευση...ΔΝΤ ....ανεργία....Κυβέρνηση σε αμηχανία !

Πωλείται η βίλα της αξέχαστης Ρένας Βλαχοπούλου στην Κέρκυρα

$
0
0
Σύμφωνα με την espresso....

Το πολυτελές σπίτι της πρωταγωνίστριας του ελληνικού κινηματογράφου 

πωλείται για 450.000 ευρώ αλλά δεν «βρίσκει» αγοραστές

Πωλείται η βίλα της Ρένας Βλαχοπούλου, στην κοσμοπολίτικη Δασιά της Κέρκυρας, για 450.000 ευρώ, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Espresso. Είναι το σπίτι που η αγαπημένη ηθοποιός μαζί με τον σύζυγό της, Γιώργο Λαφαζάνη, περνούσε τα καλοκαίρια της.

Το πολυτελές σπίτι της αξέχαστης πρωταγωνίστριας του ελληνικού κινηματογράφου, χτίστηκε το 1985 και διαθέτει πέντε υπνοδωμάτια, τρία λουτρά, δύο κουζίνες, δύο σαλονοτραπεζαρίες, καθώς και ξεχωριστό γραφείο, μίνι γυμναστήριο και δωμάτιο υπηρεσίας με δικό του μπάνιο.

Το σπίτι διατίθεται προς πώληση εδώ και τρία χρόνια, ωστόσο λίγοι έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να το αγοράσουν. Για τον λόγο αυτό, οι νόμιμοι κληρονόμοι του σπιτιού, έχουν κατεβάσει την τιμή στα 450.000 ευρώ από τα 680.000 ευρώ που ζητούσαν το 2013.

Η βίλα- με 450 τ.μ. βασικού οικήματος και 5.700 τ.μ. οικόπεδο- διαθέτει μοναδική θέα στη θάλασσα.

Η Ρένα Βλαχοπούλου, έφυγε από τη ζωή το 2004 και άφησε με διαθήκη το σπίτι στον σύζυγό της Γιώργο Λαφαζάνη. Όταν έφυγε και εκείνος από τη ζωή, το 2010, η κατοικία πέρασε στους νόμιμους κληρονόμους του.







http://www.protothema.gr/


Πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Αθήνα: Η άφιξη και η αντίδραση των γηγενών

$
0
0


Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; Αφιέρωμα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη
 
Πρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα:
Πτυχές μιας δύσκολης συμβίωσης
Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάζονταν θριαμβευτής στη Σμύρνη το Μάιο του 1919, κανένας δεν περίμενε την κατάληξη που θα είχε η Μεγάλη Ιδέα, με αποκορύφωμα όσα διαδραματίστηκαν στην ίδια πόλη τρία χρόνια αργότερα. Η κατάρρευση του μετώπου και η εκκένωση των μικρασιατικών παραλίων από τον ελληνικό στρατό, άφησε έκθετους τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς. Κατά την άτακτη υποχώρηση του στρατού και κυρίως μετά την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, περίπου 1.500.000 άτομα εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους και ήρθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Η κοινωνική γεωγραφία της χώρας άλλαξε άμεσα. Η Ελλάδα του 1930 ήταν μια «άλλη χώρα» σε σχέση με αυτή του 1920.
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο έντονης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου εκδηλώθηκε το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 από τμήματα του ελληνικού στρατού που είχαν διαφύγει στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Επικεφαλής του κινήματος τέθηκαν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς και ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, οι οποίοι απαίτησαν και πέτυχαν τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Οι εξελίξεις αυτές εξασφάλισαν στην Επαναστατική Επιτροπή μια ευρεία λαϊκή υποστήριξη, ενώ ταυτόχρονα συσπείρωσαν τους αντιβενιζελικούς εναντίον της.   
Η κρισιμότητα της πολιτικής κατάστασης κορυφώθηκε όταν δύο μόλις μήνες μετά την πολιτική αλλαγή της 15ης Σεπτεμβρίου 1922, εκτελέστηκε στο Γουδή η ηγεσία της αντιβενιζελικής παράταξης: ο αρχιστράτηγος της στρατιάς στη Μ. Ασία Γεώργιος Χατζηανέστης, ο υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μπαλτατζής, και οι τρεις τελευταίοι πρωθυπουργοί της χώρας Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος και Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης. Συνειδητά και μη, οι αντιβενιζελικοί συνέδεσαν την άφιξη των προσφύγων με την καταδίκη και εκτέλεση της πολιτικής τους ηγεσίας, γεγονός που όρισε από πολύ νωρίς το πολιτικό χάσμα που τους χώριζε από αυτούς.   
Δεν ήταν όμως μόνο οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών του 1922 που διαμόρφωσαν την ελληνική πραγματικότητα. Οι αντοχές, κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές, της ελληνικής κοινωνίας είχαν ήδη δοκιμαστεί σκληρά. Είχε προηγηθεί μια ολόκληρη δεκαετία συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων που είχε αρχίσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, συνεχίστηκε με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ολοκληρώθηκε με την αποστολή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Μ. Ασία. Ήδη από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και λόγω των διωγμών του ελληνικού στοιχείου που αυτοί προκάλεσαν, ένα πρώτο μεγάλο κύμα προσφύγων είχε φτάσει στην Ελλάδα. Την περίοδο 1912-1919 ζήτησαν καταφύγιο εντός των ελληνικών συνόρων περίπου 800.000 πρόσφυγες, προερχόμενοι από την τότε βουλγαρική Θράκη, την ανατολική Θράκη, τη Βόρειο Ήπειρο, τη Μ. Ασία, τον Πόντο, τη Νότιο Ρωσία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την ιταλοκρατούμενη Μ. Ασία και την Αίγυπτο. Ένα σημαντικό τμήμα των προσφύγων αυτών επανήλθε στις εστίες του μετά το 1919, όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και κατέλαβε την ευρύτερη περιοχή της, για να επιστρέψουν εκ νέου ως πρόσφυγες μετά το 1922.
Σε πολιτικό επίπεδο, τη σύμπνοια και την εθνική έπαρση της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων, διαδέχθηκε ο εθνικός διχασμός ανάμεσα σε βασιλικούς και βενιζελικούς κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου. Η τεταμένη πολιτική κατάσταση σε συνδυασμό με την οικονομική επιβάρυνση των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων, δοκίμασαν σκληρά τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας. Ένα μεγάλο τμήμα του ενεργού εργατικού δυναμικού βρίσκονταν σε διαρκή επιστράτευση, γεγονός που συνεπαγόταν πέρα από το ψυχολογικό και ένα βαρύ οικονομικό κόστος για τις οικογένειές τους. Επιπρόσθετα, οι τουλάχιστον 50.000 νεκροί του ελληνικού στρατού υπήρξαν το βαρύ αντίτιμο που πλήρωσε η ελληνική κοινωνία στα πεδία των μαχών.
Έτσι λοιπόν, αν και υπήρχε ήδη από το 1914 εμπειρία στη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος, το μέγεθος του προσφυγικού κύματος μετά το 1922, η οξυμμένη πολιτική κατάσταση και η οικονομική και ψυχολογική εξάντληση των κατοίκων του ελληνικού κράτους, συνιστούσαν το εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον εντός του οποίου καλούνταν να συμβιώσουν οι παλαιοί και οι νέοι πολίτες της χώρας.
 
Η άφιξη των προσφύγων

Από τις αρχές του Σεπτέμβρη του 1922 χιλιάδες πρόσφυγες άρχισαν να καταφθάνουν καθημερινά με πλοία στο λιμάνι του Πειραιά. Σε μια κατάσταση πραγματικού χάους, με την πολιτική ηγεσία σε πλήρη κατάρρευση, έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για την υποδοχή των προσφύγων. Το φθινόπωρο του 1922 όλοι οι δημόσιοι χώροι της Αθήνας και του Πειραιά είχαν «καταληφθεί» από πρόσφυγες. Κεντρικές πλατείες και δρόμοι, δημόσιες υπηρεσίες, θέατρα, ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, αποθήκες και υπόστεγα «στέγαζαν» χιλιάδες ανθρώπους. Τον Σεπτέμβριο του 1922, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας έκδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία επιτρεπόταν η τοποθέτηση κλινών στους διαδρόμους των ξενοδοχείων, ενώ παράλληλα ίδρυσε γραφεία εξεύρεσης εργασίας σε Αθήνα και Πειραιά, ανακοινώνοντας ότι «πάντες οι έχοντες ανάγκην υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ως και οι ζητούντες εργασίαν δύνανται να προσφύγωσιν εις τα άνω γραφεία.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1922, σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου του δημάρχου Αθηνών, περίπου 70.000 πρόσφυγες διέμεναν σε 130 πρόχειρους καταυλισμούς διάσπαρτους σε ολόκληρη την πόλη. Η δημοτική αρχή επιδόθηκε σε ένα αγώνα με το χρόνο για να καθαρίσει και να διαμορφώσει κατάλληλα χώρους στους οποίους θα μπορούσαν να διαμείνουν προσωρινά οι πρόσφυγες. Άμεσα παραχωρήθηκαν χώροι στο Σταθμό Λαρίσσης, στους στρατώνες του Ρουφ, στο Νέο Κόσμο, στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης, στη Γούβα Παγκρατίου και στη συνοικία Άρεως. Επίσης πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στον εσωτερικό χώρο του Πολυτεχνείου, στα υπόγεια του Υπουργείου Επισιτισμού, ενώ διαμορφώθηκαν κατάλληλα οι χώροι των λουτρών στον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων όπου εγκαταστάθηκαν 150 άτομα, ο χώρος των Παλαιών Σφαγείων όπου βρήκαν στέγη 600 πρόσφυγες και ο χώρος του Δημοτικού Θεάτρου για να φιλοξενήσει 1.300 άτομα. Παράλληλα, οι υπηρεσίες του δήμου κατασκεύασαν τέσσερα μεγάλα περίπτερα στην οδό Πέτρας στον Κολωνό, όπου στεγάστηκαν 500 οικογένειες προσφύγων.  
Πρόσφυγες στεγάστηκαν επίσης στο «αεροδρόμιον Γουδίου», το οποίο επιτάχθηκε για αυτό τον σκοπό, στο Εθνικό Θέατρο, στο θέατρο Ολύμπια, στο Ζάππειο Μέγαρο, στα Παλαιά Ανάκτορα, σε όλα τα σχολεία του Πειραιά και σε μεγάλο αριθμό σχολείων της Αθήνας, σε αποθήκες του Δημοσίου, σε εργοστάσια, ακόμα και σε όλες τις χαρτοπαικτικές λέσχες όπου εγκαταστάθηκαν «οι της καλλιτέρας κοινωνικής τάξεως πρόσφυγες» με την καταβολή ανάλογου μισθώματος. Παράλληλα το Βαρβάκειο στην οδό Αθηνάς και η Αστυκλινική Αθηνών μετατράπηκαν σε νοσοκομεία προσφύγων.
Χαρακτηριστική της κατάστασης που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες μετά την αποβίβασή τους στο λιμάνι του Πειραιά, είναι η εικόνα που καταγράφεται στην αφήγηση της Τασίας Χρυσάφη – Ακερμανίδου. Η Ακερμανίδου ήταν από τα παιδιά που γεννήθηκαν πάνω στα πλοία κατά τη διάρκεια μεταφοράς των προσφύγων στην Ελλάδα. Όταν η οικογένειά της έφτασε μετά από πολυήμερο ταξίδι στο λιμάνι του Πειραιά, βρέθηκε αντιμέτωπη με την παρακάτω εικόνα:

«Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, γιατί με το μωρό στην αγκαλιά η μαμά μου […] πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε “τσ!”, ούτε όχι δεν λέγανε “τσ!” κάναν με τη γλώσσα τους και αυτό ήτανε. Εζήτησε λέει ένα ποτήρι γάλα για τη λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε. Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα. “Ήρθαν οι “πρόσφυγγες” να πάρουν το ψωμί μας”, έτσι λέγανε.»

Μετά από περιπλάνηση αρκετών ημερών, η οικογένεια Ακερμανίδη βρήκε στέγη με τη βοήθεια μιας γυναίκας που έμενε στη συνοικία της Γαργαρέττας κάτω από την Ακρόπολη. Ο μοναδικός χώρος που μπορούσε να τους προσφέρει ήταν ένα κοτέτσι στην αυλή του σπιτιού της. Αφού πρώτα έσφαξε τη μοναδική κότα που είχε και ασβέστωσε καλά το χώρο, το κοτέτσι αποτέλεσε το πρώτο «σπίτι» της οικογένειας Ακερμανίδη για ένα τουλάχιστον μήνα μετά την άφιξή της στην Αθήνα.
 
Τα πεδία εκδήλωσης των αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς
Επιτάξεις ακινήτων και αναγκαστικές απαλλοτριώσεις

Μια πρώτη ένδειξη των νέων δεδομένων που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων στην Αθήνα, προκύπτει από την κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού της. Σύμφωνα με την τελευταία, πριν την άφιξη των προσφύγων του 1922, απογραφή πληθυσμού, το 1920 στην Αθήνα κατοικούσαν 297.276 άτομα. Οκτώ μόλις χρόνια μετά, σύμφωνα με την απογραφή του 1928, η Αθήνα είχε πληθυσμό 459.211 ατόμων, ο οποίος κατηγοριοποιούνταν ως εξής: 131.810 γηγενείς, 129.380 πρόσφυγες και 198.021 εσωτερικοί μετανάστες.  Αν ληφθεί υπόψη το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό θνησιμότητας ανάμεσα στους πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι περίπου 150.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα την πρώτη πενταετία μετά την μικρασιατική καταστροφή. Μόνο από τους αριθμούς γίνεται κατανοητό ότι η αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε το μεγαλύτερο έως τότε, και ίσως έως σήμερα, εγχείρημα που ανέλαβε το ελληνικό κράτος. 
Στο χαοτικό κλίμα που προκλήθηκε από την άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων εξαθλιωμένων ανθρώπων, το πρώτο μέτρο της Επαναστατικής Επιτροπής που ανέλαβε την εξουσία με την άφιξή της στην Αθήνα στις 15 Σεπτέμβρη του 1922, ήταν η επίταξη δημοσίων κτιρίων (κυρίως σχολίων) αλλά και ιδιωτικών, για την προσωρινή εγκατάσταση προσφύγων. Το μέτρο της επίταξης - όπως κωδικοποιήθηκε και επεκτάθηκε με τα νομοθετικά διατάγματα της 11ης Νοεμβρίου 1922 «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων» και της 22ας Νοεμβρίου 1922 «Περί επιτάξεως κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων ακινήτων» - προκάλεσε τις πρώτες προστριβές ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους κατοίκους της πόλης. Το γεγονός ότι όλοι οι δημόσιοι χώροι είχαν κατακλιστεί από πρόσφυγες, ότι δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν τα σχολεία λόγω της εγκατάστασης προσφύγων σε αυτά, αλλά κυρίως η αναγκαστική συγκατοίκηση γηγενών και προσφύγων στα ίδια σπίτια, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και διαμαρτυρίες από την πλευρά των γηγενών.
Η αναγκαστική συγκατοίκηση γηγενών και προσφύγων στα σπίτια των πρώτων, έπρεπε άμεσα να αντιμετωπιστεί για να αποφευχθούν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Έπρεπε λοιπόν το συντομότερο δυνατό να κατασκευαστούν οικήματα σε χώρους εκτός του οικιστικού ιστού της πόλης με στόχο να στεγαστούν σε αυτά οι πρόσφυγες που διέμεναν στα επιταγμένα σπίτια των γηγενών, αλλά και στους επιταγμένους δημόσιους χώρους όπως τα σχολεία. Η προσπάθεια της «Επαναστάσεως» να εξομαλύνει την κατάσταση προσέκρουε στην αντίδραση των προσφύγων που διέμεναν σε σκηνές ή πρόχειρα καταλύματα. Έτσι όταν τον Μάιο του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) κατασκεύασε τα πρώτα ξύλινα οικήματα στην Καισαριανή για να στεγάσει μέρος των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στα επιταγμένα σπίτια των Αθηναίων, οι πρόσφυγες που ζούσαν σε σκηνές και παραπήγματα στη συνοικία, διεκδίκησαν την απόδοση των οικημάτων σε αυτούς. Σε περιπτώσεις σαν και αυτή, όπου το κράτος έπρεπε να εφαρμόσει την όποια πολιτική αποκατάστασης, η σύγκρουση συμφερόντων δημιουργούσε ένα ακόμα πεδίο προστριβών ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς.
Η στάση των κρατικών αξιωματούχων και υπαλλήλων, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της αποκατάστασης και στη συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχονταν από την Παλαιά Ελλάδα, καθώς οι πρόσφυγες δεν είχαν ενταχθεί ακόμα στον κρατικό μηχανισμό, γίνονταν αντιληπτή από τους πρόσφυγες ως εχθρική απέναντί τους λόγω της καταγωγής τους. Το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς τους υπαλλήλους και αξιωματούχους εκμεταλλεύτηκαν τη δεινή θέση των προσφύγων για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη, δημιούργησε τη στερεοτυπική εικόνα του διεφθαρμένου παλαιοελλαδίτη κρατικού υπαλλήλου. Ο Παναγιώτης Σταμπούλος διέμενε με την οικογένειά του σε σκηνή στον πρόχειρο καταυλισμό πίσω από το νοσοκομείο Συγγρού, στην περιοχή όπου αργότερα δημιουργήθηκε η συνοικία της Καισαριανής. Η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει για την οικογένειά του ένα από τα ξύλινα οικήματα που έχτισε το Ταμείο Περιθάλψεως τον Μάιο του 1923, είναι χαρακτηριστική:

«Ο Μητσοτάκης είναι Κρήτας, υπάλληλος του ταμείου περιθάλψεως, σε αυτόν είχε ανατεθεί η διεύθυνσις στεγάσεως προσφύγων, και η υπηρεσία του στεγάζετο εις τα παλαιά Ανάκτορα […] Ήταν κατεργάρης, τα κατάφερνε  θαυμάσια, και χρηματίζετο από τους πλουσίους Αθηναίους των οποίων τα μέγαρα είχαν επιταχθεί για τους πρόσφυγας. Γιαυτό εις τα παραπήγματα του καταυλισμού μας μετέφερε τις οικογένειες των επιταγμένων σπιτιών των Αθηναίων […] Μέσα στον σορόν των γυναικών που κατάκλυζε καθημερινώς το γραφείον του υπήρχαν φυσικά !!! και νοστιμούλες γυναίκες, ή κορίτσια, οι υπάλληλοί του καταλλήλως πλησίαζαν όσες από αυτές ημπορούσαν, και από μίαν ιδιαιτέραν είσοδον τες περνούσαν εις το γραφείον του. Εκεί εγένετο ο συνδυασμός του γλεντιού και της διαφθοράς και κατόπιν μερικές από αυτές προηγούντο στην Στέγασιν. Βλέποντας αυτά τα πράγματα, πίστευα πως δεν θα κατόρθωνα τίποτα με την νομιμόφρονα τακτική μου, και μια μέρα έχασα την υπομονή μου μπήκα στο γραφείον του δια της βίας, και όταν ξαφνικά είδα το παζάρεμα της Στεγάσεως και της διαφθοράς των προαναφερθέντων γυναικών, νευρίασα, και πάνω από το γραφείον του πήρα ένα βαρύ μελανοδοχείον το πέταξα στα μούτρα του Μητσοτάκη. Αυτό ήταν !!!»
         
Πέρα όμως από τις επιτάξεις ακινήτων, οι σχέσεις ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους κατοίκους της Αθήνας δοκιμάστηκαν και από τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που διενεργούσε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ). Η οικιστική αποκατάσταση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων, απαιτούσε την εξεύρεση κατάλληλων εκτάσεων για να πραγματοποιηθεί.
Στην προσπάθεια ελαχιστοποίησης των κοινωνικών αναταραχών που προέκυπταν από τις επιτάξεις δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, οι αρχές που ήταν επιφορτισμένες με την οικιστική αποκατάσταση των προσφύγων, πρόκριναν τη λύση της δημιουργίας προσφυγικών συνοικισμών σε «ασφαλή» απόσταση από τον υπάρχοντα οικιστικό ιστό της Αθήνας και του Πειραιά. Η επιλογή αυτής της λύσης συνεπαγόταν εκτεταμένες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις. Στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους όπου το ιδιοκτησιακό καθεστώς χαρακτηρίζονταν από τη σχεδόν παντελή απουσία δημόσιας περιουσίας, οι εκτάσεις αυτές έπρεπε να βρεθούν μέσω της απαλλοτρίωσης ιδιωτικών περιουσιών. Σύμφωνα με τη Λίλα Λεοντίδου, οι αρχές προχώρησαν σ’ ένα προμελετημένο και εσκεμμένο αποκλεισμό και γεωγραφικό διαχωρισμό των προσφύγων, καθώς «οι 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί συνοικισμοί που δημιουργήθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου τόσο από την ΕΑΠ, όσο και από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, απείχαν 1-4 χλμ. από τα όρια της οικοδομημένης κατά το 1922 περιοχής».
Μετά την έλευση των προσφύγων δημιουργήθηκαν οι συνοικίες της Ν. Ιωνίας, Ν. Φιλαδέλφειας, Ν. Σμύρνης, Ν. Χαλκηδόνας, Περιστερίου, Καισαριανής, Βύρωνα, Υμηττού καθώς και μεγάλος αριθμός μικρότερων. Ουσιαστικά η άφιξη των προσφύγων είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας πόλης, εξέλιξη που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική γεωγραφία της πρωτεύουσας.
Αν και σε πολλές περιπτώσεις ακολουθήθηκε η πολιτική της αγοράς ή απαλλοτρίωσης μεγάλων ιδιοκτησιών – π.χ. ο αρχικός πυρήνας της Ν. Ιωνίας δημιουργήθηκε σε ιδιοκτησία 1.230 στρεμμάτων που αγόρασε τον Αύγουστο του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων από το Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου – σε άλλες πραγματοποιήθηκαν αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και μικρών ιδιοκτησιών.
Αυτές κυρίως οι περιπτώσεις, όπου η εγκατάσταση των προσφύγων έθιγε πολλούς μικροϊδιοκτήτες, αποτέλεσαν άλλο ένα πεδίο σύγκρουσης προσφύγων και γηγενών. Για παράδειγμα, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που πραγματοποιήθηκαν στον Κοπανά, περιοχή στα σύνορα του Βύρωνα με τον Υμηττό, προκάλεσαν τη δυναμική αντίδραση των κατοίκων. Σε άρθρο αντιβενιζελικής εφημερίδας με τίτλο: «Από τα σκάνδαλα των απαλλοτριώσεων. Η συνοικία Κοπανά εν αναστατώσει. Απειλείται αιματοχυσία», γινόταν λόγος για το «κράτος των προσφύγων» το οποίο στερούσε από τους γηγενείς τις ιδιοκτησίες τους για να τις προσφέρει στους πρόσφυγες, οι οποίοι τις πουλούσαν εκ νέου «προς 50 και 60 δραχ. τον πήχυν» για να αποκομίσουν κέρδη.
Η εφημερίδα κατηγορεί το βουλευτή της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων Ιασωνίδη και την ΕΑΠ, για την απόδοση ιδιοκτησιών στους διάφορους «Αρπαξόγλου και Αποζημιωσόγλου», χαρακτηρίζοντας την πράξη αυτή ως διωγμό των γηγενών. Ο αρθογράφος προειδοποιούσε ότι εάν δεν σταματούσε η κατεδάφιση κτιρίων από την ΕΑΠ, «ασφαλώς θα ευρεθώμεν τάχιστα προ εμφυλίου σπαραγμού εις την γωνίαν αυτήν των Αθηνών». Σύμφωνα με το άρθρο, οι γηγενείς κάτοικοι του Κοπανά έλαβαν την απόφαση να «αντιτάξουν την βίαν κατά της βίας, αποφασισμένοι να αποκρούσουν δια των όπλων, κάθε νέαν επιδρομήν των πειρατών αυτών της ξηράς». Η εφημερίδα ζητούσε την απόδοση δικαιοσύνης «εκτός εάν ο νέος υπουργός της Προνοίας φρονεί ότι οι γηγενείς πρέπει να μεταβληθούν εις δουλοπαροίκους των ψηφοφόρων του κ. Ιασωνίδου.»
http://tvxs.gr

Εν Αθήναις...στις μαγικές αυλές

$
0
0




Δεκαετία του ΄50 ....
"Πολυκατοικία "της εποχής πόσο πίσω με γυρίζει και με κάνει να χαμογελάω
και θυμάμαι....
Αρχίζω από το κλουβάκι που βλέπω που συνήθως είχε καρδερίνα ή καλύτερα
τον καρδερίνη όπως τον έλεγε ένας συναυλικός βαρύμαγκας που τον είχε
για ξεκάρφωμα πάνω από την γλάστρα με την καναβουριά.
Και του φωνάζανε οι άλλοι και τον λυπόντουσαν και του έδιναν κανένα πιάτο φαϊ
και δεν άφηναν τα παιδιά να τον πλησιάζουν και δεν καταλάβαιναν εκείνα το γιατί.
Μετά τον εμφύλιο και η κατάσταση δύσκολη και περίεργη.
Στο βάθος βλέπουμε το ρολόϊ της ηλεκτρικής της Πάουερ που αργότερα την είπαμε
ΔΕΗ.
Από εκεί ξεκινούσε ένα καλώδιο πρόχειρο και έδινε ρεύμα στα υπόλοιπα
"διαμερίσματα" (κάμαρες νοικιασμένες) με ενδιάμεσο μετρητή.
Κάθε μήνα υπήρχαν μικροφασαρίες όταν η σπιτονοικυρά προσπαθούσε
να μαζέψει τα λεφτά .
Χαρτί και μολύβι και αριθμητικές πράξεις και τόσα χρωστάς και τόσα για τον βόθρο
και τόσα για το νερό και φυσικά το νοίκι.
Αρχές του μήνα ήταν δύσκολα τα πράγματα γιατί στην συνέχεια περίμενε
ο μπακάλης με το τεφτέρι.
Δεν βαριέσε....όλοι έβαζαν ένα χέρι μέσα στην αυλή και βοηθούσαν αυτόν
που δυσκολευότανε.
Οι συναυλικοί μπορεί να είχαν τα μικροκαυγαδάκια τους είχαν όμως και τα ωραία τους.
Κυριακή μεσημέρι δεν θυμήθηκα να τρώγαγαμε μόνοι....Σαββατόβραδα δεν είμαστε
μόνοι.
Οι κάμαρες της αυλής  δεν είχαν κλειδαριές και γιατί να είχαν...
Τον χειμώνα η κουζίνα της σπιτονοικοκυράς γινότανε κοινόχρηστη
λόγω καιρικών συνθηκών ενώ από την άνοιξη λειτουργούσαν οι υπαίθριες.
Ένας τσίγκος από πάνω ένας πάγκος και πάνω από αυτό η γκαζιέρα
ενώ το τηγάνι και η κατσαρόλα σε καρφιά στον τοίχο.
Υπήρχαν και κάποιες επίσημες στιγμές ....
Όταν υπήρχε συνοικέσιο ....λογοδόσημο...αρραβώνιασμα η σπιτονοικυρά
διέθετε το σαλόνι της.
Εκεί πηγαίναμε φορώντας τα καλυτερότερα ....αυτά που είχαμε
δια Κυριακάς και εορτάς και που μύριζαν ναφθαλίνη και φαινότανε
το μάκρυμα στο παντελόνι όταν μεγάλωνε το γαϊδουράκι και μίκραινε
το σαμαράκι όπως έλεγε η μάνα.

Πίσω στα παλιά


Τα συνεταιράκια....

$
0
0
'







"Στη ζωή τους έτσι η μοίρα τά’χει φέρει
Κι έχουν γίνει συνεταίροι
Ένας γρήγορος κι ένας ακαμάτης
Ο Γρηγόρης
Κι ο Σταμάτης
Στην δουλειά τους άσοι
Και ωραίοι άνδρες 
Μα μη μας ματιάσει
Κρεμάστε μας δυο χάντρες..."

Σοφία Βέμπο: Η κοκέτα που τα είχε δοκιμάσει όλα, που τα είχε φορέσει όλα!

$
0
0

αρχείο λήψης (4)
«Φορέματα, καπέλα, μαντήλια, κοσμήματα- η Σοφία Βέμπο τα είχε δοκιμάσει όλα, τα είχε φορέσει όλα! Ήταν κοσμοπολίτισσα. Μία γυναίκα μπροστά από την εποχή της -και στυλιστικά». Με αφορμή την έρευνα που προηγήθηκε, την documentation, προκειμένου να αναπαραστήσει ενδυματολογικά το στυλ πέντε δεκαετιών, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1930, η Εύα Νάθενα (με μία εμμονική σχεδόν, σημασία στη λεπτομέρεια) αναζήτησε την εικόνα της γυναίκα, της «performer» όπως χαρακτηρίζει τη Σοφία Βέμπο.«Η Βέμπο ήταν η πρώτη που μεταμόρφωσε κοστούμι επί σκηνής και μάλιστα, με τον πιο «φυσικό» τρόπο, «σκίζοντας» ένα φόρεμα. Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Τα κοστούμια της σκηνής και της ζωής της, έμοιαζαν. Οι φωτογραφίες που βρήκα είναι αποκαλυπτικές: Είτε περπατά στους δρόμους της Νέας Υόρκης, είτε στέκεται στην κορυφή της σκάλας ενός αεροπλάνου, είτε φορά ένα απλό πουλόβερ με φούστα ακουμπώντας σε ένα τραπεζάκι, είτε βρίσκεται ανάμεσα σε στρατιώτες -ήξερε να διαχειρίζεται θαυμάσια τα πλήθη, να εντάσσει τον εαυτό της σ’ αυτά- η Βέμπο είναι σταρ. Παρακολουθεί τη μόδα της εποχής της, φροντίζει πολύ την εμφάνιση της, χτενίζει τα μαλλιά της «σκάλες» α λα Ρίτα Χεϊγουορθ, εμφανίζεται με φορέματα θεαματικά και την ίδια στιγμή, εντελώς λιτή, με ένα μαντήλι. Πάντα όμως, με σιγουριά. Διέθετε μία απίθανη αίσθηση της πόζας…»
images (2)
Με αίσθηση μέτρου
«Προσπάθησα να μπω στη θέση του ανθρώπου που βλέπει τη Βέμπο τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Σήμερα, είμαστε απόλυτα εξοικειωμένοι με τα υπερ-θεαματικά κοστούμια, τότε όμως, η εμφάνιση της πρέπει να ήταν αφοπλιστική για τον μέσο θεατή. Θα μπορούσα να σχεδιάσω κοστούμια εξτρίμ (ακόμη και για τα μέτρα του Λας Βέγκας), αλλά θα έχανα την αίσθηση του μέτρου. Θα αλλοίωνα την ατμόσφαιρα των τραγουδιών της. Οπότε, στα 20 κοστούμια που αλλάζει η Μαρινέλλα, η έγνοια μου ήταν να μη χάσω το μέτρο. Στην παράσταση, η Μαρινέλλα άλλοτε στέκεται «απ’ έξω», ως αφηγήτρια και άλλοτε μπαίνει μέσα στην ιστορία και παίρνει τη μορφή της Βέμπο….»
«Το βεστιάριο της Βέμπο δεν υπάρχει. Η δουλειά έγινε μέσα από φωτογραφίες και από το αρχείο του Μίμη Τραϊφόρου, το οποίο φυλάσσεται στο (κλειστό, λόγω επίσχεσης εργασίας των εργαζομένων) Θεατρικό Μουσείο. Εκεί όπου βρίσκεται και το «καμαρίνι» της Βέμπο…»
images (4)
Σοφία Βέμπο ( 1910 – 1978)
Η τραγουδίστρια και ηθοποιός, Έφη Μπέμπο, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, που μεσουράνησε από την περίοδο του μεσοπολέμου μέχρι και τη δεκαετία του 1950, γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1914 με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, όπου και επέστρεψε στη Τσαριτσάνη και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ’ ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933». Στην επιθεώρηση αυτή η Μπέμπο παρουσιαζόταν σαν τσιγγάνα με μια κιθάρα με την οποία και απέδιδε το πρώτο της τραγούδι που ήταν “Μια γυναίκα πέρασε”.
Τέσσερις φορές χρειάστηκε η Μπέμπο να επαναλάβει αυτό το τραγούδι κατά τη πρεμιέρα προκειμένου να ικανοποιήσει το κοινό που παραληρούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Στο τέλος της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί την συνεχάρησαν μεταξύ αυτών, ο Ορέστης μακρής και η μαρίκα Νέζερ. Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης κοντράλτο φωνής της, η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.
αρχείο λήψης (3)
Η «χρυσή» εποχή
Το 1937 αποτελεί σταθμό στη καριέρα της Βέμπο. Εκτός της ηχογράφησης των νέων της τραγουδιών πηγαίνει μετά από πρόσκληση στην Αίγυπτο, για εμφανίσεις στο Γκράν Τριανόν της Αλεξάνδρειας. Κατά την διάρκεια των παραστάσεων δέχεται πρόταση του κινηματογραφιστή παραγωγού Τόγκο Μιζράχι, με τον οποίο υπογράφει συμβόλαιο και συμμετέχει στη ταινία «Προσφυγοπούλα». Παράλληλα, οι δισκογραφικές επιτυχίες της Βέμπο είναι εκπληκτικές. Η Κολούμπια στο νέο συμβόλαιο της μεταβιβάζει το 10% των κερδών από την πώληση κάθε δίσκου της, γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά, ενώ όλοι οι άλλοι πληρώνονταν κατ΄ αποκοπή (μεροκάματο) για κάθε δισκογραφία. Το Καλοκαίρι του 1938 στο θέατρο Σαμαρτζή που έχει ανεβάσει την επιθεώρηση «Σιρουέτα» η Βέμπο τραγουδά το “Κάποιο μυστικό” και το “Κλαις” σε στίχους Κοφινιώτη και μουσική Λεό Ραπίτη, των οποίων ακολούθησε η σούπερ επιτυχία “Ζεχρά”, σε στίχους Αιμίλιου Σαββίδη και μουσική Σογιούλ. Ακολούθησαν το «Θα σε περιμένω» και το “Άσε τον παλιόκοσμο να λέει” των Αλέκου Σακελάριου και Μιχάλη Σογιούλ. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εγκαθίσταται ραδιοφωνική κεραία στο Ζάππειο, όπου τα τραγούδια της Βέμπο αποτελούν την πρώτη πειραματική μετάδοση. Το 1939 η Σοφία Βέμπο έχει ήδη καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού.
article2907_5.w_l
Η τραγουδίστρια της Νίκης
Με την κήρυξη του πολέμου, το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των Ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα. Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού στη Μέση Ανατολή. Παρέμεινε εκεί σχεδόν τρεισήμισι χρόνια (1942-1946). Τραγουδούσε για να ψυχαγωγήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, συγκροτούσε θιάσους, ανέβαζε επιθεωρήσεις, έδινε ρεσιτάλ. Στη Μέση Ανατολή είπε σπουδαία τραγούδια, όπως «Αθήνα και πάλι Αθήνα», «Ραντεβού στην Αθήνα», «Αγάπη μου η ώρα φθάνει», «Για σένα τραγουδώ», «Καινούργια ζωή», «Λόντρα, Παρίσι», «Πότε», «Πάντα μαζί», «Σβήσε το φως», «Τι κι αν χαθείς»… Με την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής τής διέθεσε πολεμικό αεροσκάφος για να γυρίσει στην Ελλάδα. Η ζωή της δεν κινδύνευε πια.
upl5486d1b42d2ce
Νέα Υόρκη, Κάρνεγκι Χολ
Και ενώ η καριέρα της βρισκόταν στο ζενίθ, το 1947 φεύγει για το Παρίσι και αμέσως μετά για τις ΗΠΑ. Στη Νέα Υόρκη, στο Κάρνεγκι Χολ, θα δώσει ρεσιτάλ υπέρ της Ελληνικής Πολεμικής Περίθαλψης.. Το θέατρο με χωρητικότητα τριών χιλιάδων θέσεων θα γεμίσει και θα χωρέσει και 500 άτομα επιπλέον. Η Βέμπο τραγουδά χωρίς μικρόφωνο σαράντα τραγούδια. Οι κριτικές στον ομογενειακό Τύπο αλλά και στους New York Times και στην New York Herald Tribune είναι επαινετικές. Η παραμονή της στην Αμερική είναι πλούσια σε συναυλίες και εκπομπές σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Τα έσοδα των συναυλιών διατίθενται στις ελληνικές κοινότητες. Το 1948 θα βρεθεί για δεύτερη φορά, στο Κάρνεγκι Χολ. Οι εφημερίδες τη συγκρίνουν με την Μάρλεν Ντίτριχ. Οι New York Times γράφουν: «Όπως έκανε ο Μωρίς Σεβαλιέ για τη Γαλλία, το ίδιο κάνει και η Βέμπο για την Ελλάδα. Τα τραγούδια, οι αναφορές και οι μικροί λόγοι αποδόθηκαν στα ελληνικά και ως εκ τούτου ήταν αδύνατο να κατανοηθούν από το κοινό που δε γνώριζε την ελληνική. Αλλά η Βέμπο ήταν τόσο συγκινητική, τόσο ελκυστική και η σύνθεση λαϊκών, κωμικών και πατριωτικών τραγουδιών τόσο ατόφια, που μπόρεσε να κρατήσει και το ξένο κοινό σε εγρήγορση για δυο σχεδόν ώρες με το τραγούδι και την εκφραστικότητά της». Στην Αμερική έμεινε σχεδόν δυόμισι χρόνια (1947-1949) αλλά είχε πάντα τη σκέψη στην Ελλάδα. «Η Ελλάδα με δημιούργησε και σ’ αυτή θέλω να γυρίσω. Θέλω να τελειώσω της καριέρα μου στον τόπο που μου τα έδωσε όλα με το παραπάνω» έλεγε.
images (3)
Το θέατρο, ο κινηματογράφος, ο γάμος
Το 1949 απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μια εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς. Ταυτόχρονα, λανσάρει το «αρχοντορεμπέτικο». Φεύγει για περιοδεία στη Νότιο Αφρική την οποία θα επαναλάβει το 1956. Η αγάπη της με τον συγγραφέα και στιχουργό, Μίμη Τραϊφόρο, επισφραγίστηκε με γάμο το 1957. Το 1959 πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, όπου συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι -είχε κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1938 στην «Προσφυγοπούλα».
Μακριά από τα φώτα – η εξέγερση του Πολυτεχνείου
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά. Ζει με τις αναμνήσεις της στο σπίτι που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Πατησίων και Στουρνάρη. Η Βέμπο είχε «δύσκολη» με τη χούντα. Τη νύχτα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η Ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της. Σε εκδήλωση στο Καλλιμάρμαρο (1974) για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας η Βέμπο θα τραγουδήσει δυο τραγούδια γραμμένα για τα παιδιά του Πολυτεχνείου.
Ενδεικτικό της προσήλωσής της στην Ελλάδα αποτελεί και η στάση της όταν πληροφορήθηκε ότι η ΕΠΕΝ στην προεκλογική της εκστρατεία χρησιμοποιούσε τραγούδια της περιόδου του ΄40. Στέλνει επιστολή στην οποία αναφέρει: «Επειδή η μετάδοση αυτή γίνεται χωρίς την έγκρισή μου κι επειδή πιστεύω πως τα τραγούδια αυτά είναι κληρονομιά του κάθε Έλληνα θεωρώ ότι οφείλουν να ακούγονται μόνο σε στιγμές εθνικής έξαρσης».
Πέθανε στις 11 Μαρτίου 1978. Η κηδεία της μετατρέπεται σε πάνδημο συλλαλητήριο.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ ΚΗΛΑΗΔΟΝΗΣ

$
0
0

 συνέντευξη(από την Λίνα Καμπούρογλου)

Picture








«Είναι οι εποχές που κάνουν τα μεγάλα πράγματα και όχι οι δημιουργοί»

Ο φτωχός και μόνος καουμπόυ της Πατησίων μας συνάντησε στον προσωπικό του 
χώρο στο Μεταξουργείο που βρίσκεται κάτω από το σπίτι του. Ένα χώρος 
ανθρώπινος σαν τον ίδιο. Το προσωπικό του αρχείο θα λέγαμε. Σχεδόν όλα όσα
 έκανε και έζησε. Με το που μπαίνεις μέσα νιώθεις έντονα την αίσθηση της 
δημιουργίας και μιας μεγάλης ιστορίας να ξετυλίγεται μπροστά σου. Ακόμα
 και το πιο μικρό μπιμπελό έχει την ιστορία του και πιστέψτε με είναι πολλά… 
Ένας φίλος μου είπε πως στον Λουκιανό δεν πρέπει να κάνεις ερωτήσεις,
αλλά να τον αφήσεις να μιλάει από μόνος του, με τόσα που έχει να πει.
 Κάπως έπρεπε να ξεκινήσει όμως..


Μια γειτονιά στην Αθήνα η Κυψέλη. Έχεις μια ιδιαίτερη σχέση μαζί της.

Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα σε αυτή την γειτονιά, στην Νέα Κυψέλη για την 
ακρίβεια. Η Κυψέλη έχει μια ζωντάνια που δεν την είχε καμιά άλλη περιοχή.
 Μυστήριο. Παραμένει ακόμα αυτή η ζωντάνια κατά κάποιο τρόπο, παρόλο 
τις δύσκολες εποχές.

Ήταν κέντρο πολιτισμού.

Ήταν πάντα ένας ξεχωριστός δρόμος. Ενώ η Πανεπιστημίου και η Σταδίου είναι 
δρόμοι του κέντρου παρόλο αυτά είναι απρόσωποι, δεν έχουν δική τους ζωή, δεν 
ανήκουν κάπου. Η Πατησίων ανήκει στους Κυψελιώτες. Αυτό την ξεχώριζε από τα
 άλλα που ήταν απρόσωπα. Η Πατησίων ήταν ακόμα και των Εξαρχείων, μέχρι και 
τέρμα Πατήσια.

Για πες μας λοιπόν για τη γειτονιά σου.

Τα πρώτα χρόνια της εφηβείας κατηφορίζαμε από Φωκίωνος Νέγρη μέχρι που
 φτάσαμε κάποια στιγμή στην Πατησίων. Ενδιάμεσα υπήρχαν πολλά στέκια, 
σφαιριστήρια και καφενεία που συχνάζαμε. Μετά βγήκαμε στην Πατησίων και 
αρχίσαμε το πάνω κάτω. Την ανακαλύπταμε σιγά-σιγά. Τότε η Πατησίων είχε
 πολλούς καλοκαιρινούς και χειμερινούς κινηματογράφους που πηγαίναμε .
Πέρασα από το 2ο γυμνάσιο που ήταν στην Χέυδεν , το 5ο στην Τοσίτσα και 
Τσαμαδού, τελείωσα μετά βασάνων και κόπων στον Τοιχόπουλο στην Κύπρου,
 στην πλατεία Αμερικής. Πολλά κορίτσια, μεγάλες παρέες. Σύχναζα πολύ 
σ’ ένα μπαράκι στη Σκαραμαγκά, ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης σαν αυτά
 τα αμερικάνικα που βλέπουμε στις ταινίες. Τραπέζια με πορτατίφ, μεγάλη πίστα
 που χορεύουν τα ζευγάρια κ.τ.λ. Κλαμπ τότε λέγαμε,μιλάω για τη δεκαετία του 
50-60 μέρη στα οποία πήγαινε η νεολαία έπαιρνε ένα ποτό, καθαρό και βάζαν
ε δισκάκια 45 στροφών με μπλουζ και ροκ εν ρολ και χορεύαμε. Αυτό ήταν όλο!
 Στο green park επίσης είχε ένα υπόγειο από κάτω, που ρημάζει τώρα όπως και
 πολλοί άλλοι χώροι στην Πατησίων. Το χειμώνα το υπόγειο αυτό γινόταν κλαμπάκι, 
μιλάμε για χώρο των 80-100 ατόμων και περνούσαμε καλά. Μέσα λοιπόν στο πάρκο 
υπήρχαν και 2 αναψυκτήρια, το ένα εκ των οποίων το άλσος του Οικονομίδη λεγόταν, 
τα οποία λειτουργούσαν τα καλοκαίρια. Στην πορεία ανακαλύψαμε το au revoir όπου
 συχνάζαμε πολύ. Στην Θάσου υπήρχε ένα ακόμα που λεγόταν Μπαρίνο. Και εκεί
 έβγαινα. Έπειτα ένα καλοκαιρινό σινεμά που έγινε μετά το μπαρ Κάμελοτ με 
εσωτερική αυλή. Τι να λέμε τώρα την Πατησίων άμα την πάρουμε στενό με στενό 
έχει ιστορία και δική μου κυρίως. Μετά στο πολυτεχνείο στο 4ο έτος (γιατί πρώτα
 ήμουν στην Θεσσαλονίκη) στο Μετσόβιο. Τις κενές ώρες που δεν είχα μάθημα 
πηγαίναμε στον κήπο του Μουσείου για καφέ. Μέχρι αρχές του ‘60 έμεινα στην 
Κυψέλη, αλλά παρόλο αυτά συνέχισα να έχω επαφή με την περιοχή.

Προσωπικότητες που έζησαν στο Μεταξουργείο

$
0
0

Σωτήρης Σπαθάρης
Γεννήθηκε το 1892 στη Σαντορίνη και μεγάλωσε στο Μεταξουργείο. Πατέρας του διάσημου δάσκαλου του θεάτρου σκιών, Ευγένιου. Ο Σωτήρης Σπαθάρης ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης του είδους που εισήγαγε στον Καραγκιόζη την λεγόμενη διαφημιστική «ρεκλάμα», χαρακτηριστικό είδος λαϊκής ζωγραφικής που κατόπιν υιοθετήθηκε και από άλλους καραγκιοζοπαίκτες. Επίσης, θεωρείται και ο δημιουργός της «αποθέωσης», του έμψυχου, δηλαδή, θεατρικού επιλόγου των ηρωικών συνήθως έργων, που ερμηνευόταν με κατεβασμένο τον μπερντέ από τον ίδιο τον καραγκιοζοπαίκτη και τους βοηθούς του. Υπήρξε, τέλος, ένας από τους πρώτους ιδρυτές και ένθερμους υποστηρικτές του Πανελλήνιου Σωματείου Καραγκιοζοπαικτών που σχηματίστηκε το 1924
Αντώνης Σαμαράκης- συγγραφέας
Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με μεγάλη κοινωνική δράση υπήρξε από τους δημοφιλέστερους Έλληνες τόσο ως συγγραφέας όσο και ως ενεργός πολίτης.
Αλέκος Φασιανός- ζωγράφος
Με την τελευταία του δουλειά «Ο μύθος της γειτονιάς μου», που εκτίθενται στον σταθμό του Μετρό, στο Μεταξουργείο, μας οδηγεί σε κόσμο γεμάτο χρώματα και εικόνες άλλης εποχής. Κρυμμένης στη μνήμη και την καρδιά του καλλιτέχνη, που μας την αποκαλύπτει στον υπόγειο σταθμό του Μεταξουργείου.
Στα δύο μεγάλα έργα (4Χ2 μ.) που είναι τοποθετημένα¬ σαν θεατρική σκηνογραφία ¬ στο πρώτο επίπεδο του σταθμού, ο Αλέκος Φασιανός έχει αποτυπώσει με αδρές γραμμές όσα θυμάται από τη δεκαετία του ’50, από τη γειτονιά των παιδικών του χρόνων.
«Θέλησα να φτιάξω μια μυθική ηθογραφία της μεταπολεμικής εποχής. Δεν λειτούργησα όμως σαν μια απλή φωτογραφική μηχανή», διευκρινίζει στα «ΝΕΑ». «Κράτησα μέσα στο μυαλό μου την ουσία της μεταπολεμικής εποχής και έφτιαξα δύο πραγματικά έργα τέχνης με καθαρή ζωγραφική και πομπηιανά χρώματα ¬ έντονο κόκκινο και μπλε».
Ο θερινός κινηματογράφος «Αλκαζάρ» κυριαρχεί στο πρώτο έργο. Ο κόσμος περιμένει ουρά για τα εισιτήρια και απέξω ο φιστικάς με το καροτσάκι του διαλαλεί την πραμάτεια του. Πιο δίπλα, μία από τις γνωστές ανδρικές φιγούρες του καλλιτέχνη οδηγεί το ποδήλατό της και χαιρετά την κοπέλα που τραγουδά στον κήπο-αναψυκτήριο του ξενοδοχείου «Άστρα». «Ιδανική εποχή, λίγα αυτοκίνητα…», νοσταλγεί ο δημιουργός. Αφήνοντας τούτη την εικόνα δεν μπορεί το βλέμμα να μη σταθεί στην ολάνθιστη μπουκαμβίλια, που σκαρφαλώνει νωχελικά στον τοίχο.
Στο δεύτερο έργο συναντάμε τον παραδοσιακό μανάβη να ζυγίζει σταφύλια στην παλάντζα, ενώ ένας πελάτης διαλέγει φρέσκα προϊόντα από τα καφάσια. Πίσω από την ανοιχτή πόρτα του μαγαζιού, το πανόραμα της μεταπολεμικής Αθήνας. Οι επιγραφές του ιστορικού θεάτρου «Βέμπο» και του κινηματογράφου «Βικτώρια» καθώς και τα νεοκλασικά σπίτια. Στο βάθος προβάλλει απειλητικά μία από τις πρώτες αθηναϊκές πολυκατοικίες.
Κατερίνα Γώγου- Ηθοποιός ποιήτρια 1940-1993
Αυτοκτόνησε το 1993 σε ηλικία 53 ετών, τις 2 τελευταίες μέρες της ζωής της γύρισε στο σπίτι της γιαγιάς της στο Μεταξουργείο εκεί που είχε μεγαλώσει
Τάσος Λειβαδίτης- Ποιητής 1922
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922 και έφυγε στα 66 χρόνια του και «έφυγε» ξημερώματα Κυριακής στις 30 Οκτωβρίου του 1988.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. Ο πατέρας του καταγόταν από την Αρκαδία, ήταν εύπορος μεγαλέμπορος που πτώχευσε λόγω του πολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Κοντοπούλου, ήταν Αθηναία.
Από τα τέσσερα αδέρφια του, τα δύο ήταν καλλιτέχνες. Ο Μίμης μουσικός της Λυρικής, ο Αλέκος, επιτυχημένος ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου, που πέθανε το 1980 κι αυτός από την ίδια πάθηση με τον ποιητή, ανεύρισμα κοιλιακής αορτής.
Το 1934 εγγράφεται στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου), κοντά στο πατρικό του σπίτι στην οδό Λεωνίδου.
Αριστομένης Προβελέγγιος
1914 Γεννήθηκε στην Αθήνα, από μητέρα καταγωγής από τον Μάρκο Μπότσαρη και πατέρα από τη Σίφνο. Θείος του πατέρα του ο γνωστός ποιητής από τη Σίφνο Αριστομένης Προβελέγγιος. Μεγάλωσε στο σπίτι τους στον Κεραμεικό.
1931- 1936 Σπουδάζει στο ΕΜΠ, ΣΤΗ Σχολή Αρχιτεκτόνων, με καθηγητές του τον Ορλά;νδο, τον Σώχο, τον Ασπρογέρακα, τον Πικιώνη. Συμμαθητές του ο Τριάντης, ο Κανδύλης, ο Δημ. Μωρέττης, η Αλεξάνδρα Πασχαλίδου- Μωρέττη, ο Τσίγκος, κλπ.
1946-1951 Μετά τη μάχη της Αθήνας φεύγει κρυφά για το Παρίσι. Από τον Ιανουάριο του 1946 δουλεύει στο γραφείο του LECORBUSIER ,στο Αtelier Sevres.
1952-1957 Δουλεύει μόνος του, ελεύθερα, στη Γαλλία. Κατασκευάζει τοτε το Comite d’ Acceuil- Κτίριο υποδοχής Σπουδαστών, ως προσθήκη, στο πνεύμα του μοντερνισμού, σε υπάρχον παλαιότερο κτίσμα. Περιλαμβάνεται στον Κατάλογο των 120 Εργων Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Παρισιού, το 1973 , και προστατεύεται.
1957-1967 Τη δεκαετία αυτή έρχεται στην Ελλάδα και ασχολείται επαγγελματικά με την κατασκευή, διδάσκει στην Ανωτάτη Σχολή Βιομηχανικού σχεδίου και συμμετέχει σε διαγωνισμούς. Το 1962 εκλέγεται Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχιτεκτόνων .
Στη δεκαετία αυτή κατατάσσονται όλα τα έργα του, που έχτισε στην Αθήνα. Το Ξενοδοχείο Green Coast στην Σαρωνίδα είναι σήμερα κατεδαφισμένο. Το Τυπογραφείο ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ, δίπλα στη λεωφ. Κηφισίας, στο Μαρούσι, είναι επίσης εγκαταλελειμενο, αλλά τα ίχνη της ηθικής ,και η αξία του μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική του είναι σαφή. Σώζονται σχετικά καλά το Κτίριο Γραφείων επί της οδού Ερμού-8 η Κλινική Παντοκράτωρ και οι ιδιωτικές κατοικίες.
Κάνει επίσης πολλές πολεοδομικές προτάσεις όπως το Πολεοδομικό Ηρακλείου, ή προτάσεις ανάπλασης και τουριστικής αξιοποίησης για τον ΕΟΤ, όπως π.χ. για το Φαληρικό Δέλτα, τη Βάρκιζα κλπ, Δημοσιεύει σε περιοδικά τις αρχές και τον προβληματισμό του για τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Πηγαινοέρχεται στο Παρίσι.
1965. Την 1η Ιουλίου 1951 αποχαιρετά για τελευταία φορά τον Le Corbu στο Παρίσι. Του ζητά ένα τελευταίο μήνυμα πριν πεθάνει. Είναι το μήνυμα που στέλνει ο Le Corbusier προς τους Ελληνες αρχιτέκτονες.
Ξαναγυρίζει λίγους μήνες μετά, φέρνοντας λίγο χώμα ελληνικό,από το χώρο της Ακρόπολης στην κηδεία του.
1967. Τον Μάη του 1967 φεύγει ξανά για το Παρίσι, για να εγκατασταθεί μόνιμα πιά εκεί.
1968-1979 Εργάζεται ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, επί έντεκα χρόνια , από όπου παίρνει σύνταξη, και επιστρέφει στην Ελλάδα.
1979-1999 Μένει στην Αθήνα, στο διαμέρισμά του επί της οδού Χατζιδάκη 11με το μικρό γραφείο του στο ισόγειο. Περνά τα καλοκαίρια του στη Σίφνο. Ασκεί κριτική για τις αλλαγές στο Αττικό Τοπίο, με διαλέξεις. Γενικά αρνείται την Αθήνα που παρατηρεί γύρω του, επιμένοντας στα ιδανικά που διατηρεί μέσα του. Εκτιμά τις δυσμενείς συνέπειες που θα έχουν, για την Αθήνα, οι αποφάσεις μιας κακής και ιδιοτελούς πολεοδομίας. Αρνείται συνειδητά την συμμετοχή του στο ελεύθερο επάγγελμα, και διακηρύττει την ασυμβατότητα να εξασκεί το ελεύθερο επάγγελμα ,όταν είναι καθηγητής στο πανεπιστημίου. Γενικά έχει θέσει τον εαυτόν του «υπό σκιάν»
1998 Το Δεκέμβρη του 1998 το ΕΜΠ τον ανεκηρύσσει, επίτιμο διδάκτορα του ΕΜΠ. Η τελετη απονομής του τίτλου γίνεται στο κατάμεστο αμφιθέατρο της σχολής, εν μέσω κατάληψης των σπουδαστών του Ε.Μ.Π.Το κλίμα αυτό, αν και αργοπορημένα, «του ταιριάζει» λέει ο ίδιος.
1999 Τον Οκτώβρη του 1999, πεθαίνει μόνος στο διαμέρισμά του, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της αγαπημένης του Λού. Πιθανότατα την 28-10-99.
Γ. Τσακίρης
Χωρίς υπερβολή ο κ. Γ. Τσακίρης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ο επιχειρηματίας που έμαθε στους έλληνες καταναλωτές να τρώγουν πατατάκια». Ο ίδιος θεωρεί ότι του αξίζει αυτός ο «τίτλος» και πιστεύει ότι θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος ενός βιβλίου που θα αφορά την επιχειρηματική του διαδρομή, η οποία είναι συνυφασμένη με την ίδια του τη ζωή για πέντε ολόκληρες δεκαετίες. Μια ιστορία που αρχίζει στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν τα τσιπς ήσαν ντελικατέσσεν που απευθύνονταν σε μια μικρή κατηγορία εύπορων καταναλωτών, συγκεντρωμένων τότε στην περιοχή του Κολωνακίου, και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Μάλιστα η σχέση του κ. Τσακίρη με την επιχείρησή του είναι τόσο ισχυρή ώστε, αν και την έχει πουλήσει πριν από περίπου οκτώ χρόνια, κάθε ημέρα βρίσκεται εκεί και, όπως λέει ο ίδιος, «είναι πωλητής»!
Όλα άρχισαν το 1954, όταν ο κ. Γ. Τσακίρης δημιουργεί την πρώτη μονάδα παραγωγής πατατοτσίπς. Ο χαρακτηρισμός «μονάδα» είναι μάλλον σχήμα λόγου παρά μια πραγματική κατάσταση. Τόπος παραγωγής είναι το υπόγειο του σπιτιού του ή μάλλον του δωματίου όπου έμενε, διαστάσεων 2Χ3 μέτρα, στη συμβολή των οδών Κωνσταντινουπόλεως και Λένορμαν, στην Αθήνα, ενώ ο εξοπλισμός του αποτελείται από απλές, καθημερινές συσκευές. Το κόψιμο της πατάτας γίνεται χειρωνακτικά με κοπίδι – λεπίδα που κόβει το λάχανο σαλάτα. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο κοπίδι έχει πλέον αποκτήσει συλλεκτική αξία και φυλάσσεται στην εταιρεία θυμίζοντας την αφετηρία της διαδρομής. Σε μια μικρή φριτέζα τηγανίζονται τα τσιπς χρησιμοποιώντας ως καύσιμο υλικό το κάρβουνο. Το προϊόν συσκευάζεται με το χέρι σε διαφανείς νάιλον σακούλες με πρώτο πελάτη το ζαχαροπλαστείο «Ελληνικόν» στο Κολωνάκι. Και φυσικά η διανομή γίνεται από τον ίδιο τον Γ. Τσακίρη.
* Τα πρώτα βήματα
Γεννημένος το 1928 στο χωριό Μόρια της Μυτιλήνης, μικρασιατικής καταγωγής, βρέθηκε το 1951 και ως το 1953 να εργάζεται στο εστιατόριο «Ιντεάλ», επί της οδού Πανεπιστημίου, ως μπάρμαν. Αμέσως μετά έπιασε δουλειά στου «Ζόναρς», φημισμένο στέκι της εποχής. Εκεί δούλεψε ως βοηθός μαγείρου. Και κάθε ημέρα μεταξύ των άλλων καθηκόντων του ήταν να πηγαίνει ντελίβερι σε έναν καλό πελάτη του καταστήματος, στον καπνοβιομήχανο Κουμουνδούρο, ο οποίος έμενε στο Κολωνάκι.
Κάθε ημέρα τού πήγαινε μία οκά φρεσκοτηγανισμένα τσιπς από του «Ζόναρς», τα οποία ο πελάτης τα πλήρωνε 80 δραχμές (0,23 ευρώ). «Επειτα από λίγες ημέρες» διηγείται ο ίδιος «κάθησα και έκανα το κοστολόγιο της ποσότητας που παρέδιδα. Οι πατάτες έκαναν επτά δεκάρες η οκά. Για μία οκά τσιπς χρειάζονταν τέσσερις οκάδες πατάτες. Τα υπολόγισα όλα τα κόστη και μάλιστα πλούσια. Διαπίστωσα έκπληκτος ότι μία οκά τσιπς δεν κόστιζε περισσότερο από 12-13 δραχμές και την πωλούσαμε 80 δραχμές. Τότε μου μπήκε η ιδέα». Και συνεχίζει: «Τότε για να τα βγάλουμε πέρα παίρναμε μπροστάντζα από τον μισθό. Εγώ πληρωνόμουν 1.017 δραχμές τον μήνα. Περνούν οι ημέρες που καλύπτεται η μπροστάντζα, παίρνω και τις υπόλοιπες 525 δραχμές που όφειλαν και αποχωρώ από του «Ζόναρς». Πηγαίνω κατευθείαν στο Μοναστηράκι, αγοράζω μια φουφού, που έπαιρνε δύο κιλά λάδι, μία κατσαρόλα, κάρβουνο, μισό τενεκέ λάδι, τον τρίφτη που χρησιμοποιούσαμε για το λάχανο και δέκα οκάδες πατάτες. Την επόμενη ημέρα πηγαίνω στον ίδιο πελάτη στο Κολωνάκι, αυτόν του «Ζόναρς», και αφού του εξηγώ τι συμβαίνει, του προσφέρω μία οκά τσιπς με 60 δραχμές αυτή τη φορά. Δέχεται, και συμφωνώ μαζί του να πηγαίνω κάθε ημέρα μία οκά. Αμέσως μετά πηγαίνω στο καφενείο «Ελληνικόν», που ήταν στην πλατεία Κολωνακίου, συζητώ μαζί τους και δέχονται να τους πηγαίνω κάθε ημέρα δύο οκάδες».
Από τότε τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, και συμπληρώνει: «Επί τρία χρόνια έτρωγα καθημερινά πατάτες τηγανητές και ελιές».
Τη διανομή φυσικά για αρκετά χρόνια την έκανε μόνος του, στην αρχή με τα πόδια και μετά με το ποδήλατο. Προνομιακός χώρος του ήταν τα κοντινά θερινά σινεμά και ζαχαροπλαστεία. Μετά το 1960 αγοράζει ηλεκτρονικό δίσκο με δύο μαχαίρια για την κοπή της πατάτας σε φιλέτα, τηγανίζει σε μεγαλύτερη φριτέζα χρησιμοποιώντας καυστήρα πετρελαίου και συνεχίζει να συσκευάζει το προϊόν. Τότε αναγκάζεται να μεταφέρει το εργοστάσιο παραγωγής του από τον χώρο κατοικίας του σε μεγαλύτερο ισόγειο χώρο (διαστάσεων 4Χ4 μ.) στην οδό Γιατράκου στο Μεταξουργείο. Η οικοτεχνία έγινε μια μικρή βιοτεχνία και η διανομή γίνεται με δίκυκλο μοτοποδήλατο και τελικά με τρίκυκλη μοτοσικλέτα.
Βίκυ Μοσχολιού & Γιώργος Ζαμπέτας
Η Βίκυ Μοσχολιού ξεκίνησε την καριέρα της το Πάσχα του 1962 στην «Τριάνα» του Χειλά δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα. Καθιερώθηκε το 1964 τραγουδώντας το «Χάθηκε το φεγγάρι» του Σταύρου Ξαρχάκου στην κινηματογραφική παραγωγή «Λόλα» και συνέχισε σε συνεργασίες, μεταξύ άλλων, με τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Γιώργο Κατσαρό, τον Άκη Πάνου, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Μίμη Πλέσσα και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη.Στα τραγούδια της που έγιναν επιτυχίες συγκαταλέγονται τα: «Πάει, πάει», «Αλήτη», «Πού πας χωρίς αγάπη», «Ναύτης βγήκε στη στεριά», «Τα δειλινά», «Οι μετανάστες», «Άνθρωποι μονάχοι». Δύο επιτυχίες της ονοματοδότησαν δύο νυκτερινά κέντρα της Αθήνας, τα «Δειλινά» και τα «Ξημερώματα».
Η Βίκυ Μοσχολιού ήταν από τις πρώτες ερμηνεύτριες που τραγούδησαν σε μπουάτ, κάνοντας τις κυριότερες εμφανίσεις της στον «Ζυγό» και το «Zoom» της Πλάκας στο πλευρό του Δήμου Μούτση στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στην διάρκεια της σταδιοδρομίας της είχε δώσει συναυλίες ενώ εμφανίστηκε και στις βασιλικές αυλές της Ελλάδας, της Περσίας και της Ιορδανίας.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας, ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες του μπουζουκιού γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, στις 25 Ιανουαρίου του 1925.
Γονείς του ήταν ο Μιχάλης Ζαμπέτας, που ήταν κουρέας και η Μαρίκα Μωραΐτη, ανηψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής.
Από πολύ μικρή ηλικία ο Γιώργος Ζαμπέτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες. Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του, σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του, λίγο πριν το θάνατό του.
Το 1932, σε ηλικία μόλις 7 ετών κερδίζει το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της α’ δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό.
Παρά τις αντιδράσεις, ο μικρός Γιώργος συνέχισε με απόλυτη προσήλωση να υπηρετεί τη μεγάλη του αγάπη, ενώ η γνωριμία του στα 1938 με το μεγάλο Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.
Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απόκτησε ένα άρρηκτο δεσμό με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι», κατά τη διάρκεια μια περιοδείας του στη Βρετανία.
https://metaxourgeio.wordpress.com

Eν Αθήναις...το τεμπεσίρι

$
0
0
Τεμπεσίρι δηλαδή η κιμωλία δηλαδή η αγορά επί πιστώσει πίσω στα παλιά...
Οι ταβερνιάρηδες είχαν ένα μαυροπίνακα και κιμωλία και έγραφαν τα βερεσέδια
των πελατών.
"Φέρε μισή οκά ένα σκέτο από γιουβέτσι και...τεμπεσίρι..."
Ξύνιζε ο ταβερνιάρης ...ο κάπελας ειδικά όταν ο πελάτης
"ξεχνούσε"να πληρώσει.
Εκείνα τα χρόνια το τεμπεσίρι και το τεφτέρι ήταν πολύ γνωστά στις
λαϊκές γειτονιές της Αθήνας...
Οι εργάτες πληρωνόντουσαν κάθε Σάββατο...οι υπάλληλοι κάθε
δεκαπέντε ή κάθε πρώτη του μήνα.
Ο μπακάλης...ο φούρναρης...ο χασάπης...ο ψιλικατζής  της γειτονιάς προκειμένου
και αυτοί να επιβιώνουν έπρεπε να κρατάνε τεφτέρια.
Ο ψιλικατζής τα πουλούσε ...οργανωμένα πράγματα.
Υπήρχαν όμως και τα μεγαλομπακάλικα που έβλεπες σε περίοπτη θέση
την πινακίδα "πίστωση δεν δίδεται".
Άσε που έτσι και σε έβλεπε ο μπακάλης της γειτονιάς που είχες το τεφτέρι
να ψωνίζεις από τον μεγαλομπακάλη...σου έκοβε την πίστωση.
Φυσικά τον πληροφορούσαν και οι ρουφιάνοι του.
Στα μαγαζιά εκείνων των χρόνων έβλεπες και το κάδρο με τον
πωλών τοις μετρητοίς και επί πιστώσει.
Έτσι καταλάβαινες την πολιτική του μαγαζάτορα και έκοβες ρόδα μυρωμένα
δηλαδή έκανες μεταβολή.

Πίσω στα παλιά


Ότι μπορεί κάνει και Η ΑΥΓΗ πετώντας την μπάλα στην εξέδρα λίγο πρίν την φοροεπιδρομή και το ψαλίδισμα των συντάξεων !

Και αυτός στον κόσμο του ....

$
0
0



Ο Καμμένος ντύθηκε ...Top Gun και πέταξε με Φάντομ

Με αφορμή στρατιωτική άσκηση, ο Π. Καμμένος ντύθηκε πιλότος και δεν παρέλειψε να φωτογραφηθεί μπροστά στο μαχητικό Φάντομ.
http://www.thetoc.gr
o-kammenos-ntuthike-top-gun-kai-petakse-me-fantom

Κύκνος παραδόθηκε στην αγκαλιά του ανθρώπου που τον έσωσε

$
0
0

Κύκνος παραδόθηκε στην αγκαλιά του ανθρώπου που τον έσωσε

Στην αγκαλιά του ανθρώπου που τον έσωσε παραδόθηκε ένας κύκνος, που τραυματίστηκε όταν στην προσπάθειά του να πετάξει έπεσε πάνω σε συρμάτινο φράχτη.

Ο παρουσιαστής της εκπομπής «Γεννημένος για εξερεύνηση, Ρίτσαρντ Γουίζ, επισκέφθηκε το Abbotsbury Swannery του Ηνωμένου Βασιλείου μαζί με μια οργάνωση διάσωσης κύκνων που είχε μεταβεί στην περιοχή για να βοηθήσει τα πτηνά.

Εκείνος επέλεξε να σώσει τον τραυματισμένο κύκνο. Προσπάθησε να τον κάνει να αισθανθεί όσο πιο άνετα μπορούσε για να μπορέσει να μεταφερθεί.

«Όταν τον έβαλα δίπλα μου άκουγα την καρδιά του να χτυπά και ξαφνικά άρχισε να χαλαρώνει στην αγκαλιά μου βάζοντας τον λαιμό του γύρω από τον δικό μου. Είναι ένα υπέροχο συναίσθημα όταν ένα ζώο σε εμπιστεύεται απόλυτα» είχε πει ο ίδιος στο ΑΒC News.

Αυτό που κάνει το γεγονός τόσο ξεχωριστό είναι πως οι κύκνοι δεν συνηθίζουν να εκφράζονται θερμά προς τους ανθρώπους.
http://www.tanea.gr

Τα παλιά κουρεία στην περιοχή του Πειραιά

$
0
0

     Όταν οι κουρείς ήταν πληροφοριοδότες
  οδοντίατροι  και  πρακτικοί  γιατροί
  
     Τελευταία  λέγεται  ότι ένας από τους υπουργούς που πήγε για κούρεμα, ήθελε ταυτόχρονα και ξύρισμα. Και αφού ο κουρέας του έκοψε πρώτα τα μαλλιά, ετοιμάστηκε να τον ξυρίσει. Μάλιστα ήταν από τα παραδοσιακά κουρεία. Αφού λοιπόν του έδεσε την πετσέτα κάτω από το λαιμό, τον ρώτησε:
- «Κύριε υπουργέ, θέλετε ξύρισμα πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας»;
- «Μα φυσικά πρώτης κατηγορίας, άνθρωπέ μου. Τι ερώτηση είναι αυτή;
    Ο μπαρμπέρης συγκατένευσε και αμέσως άρχισε να ετοιμάζει τη σαπουνάδα. Εριξε μέσα στο δοχείο την κατάλληλη ποσότητα σαπουνιού σε σκόνη και μετά άρχισε να φτύνει και να ανακατεύει. Ο υπουργός έκπληκτος τον κοίταζε να φτύνει μέχρι που σχηματίστηκε αφρός. Και μετά άρχισε να τον ξυρίζει. Κατά τη διάρκεια του ξυρίσματος, ο υπουργός -αν και εμφανώς ενοχλημένος- δε θέλησε να παραπονεθεί, μην τυχόν και διαταράξει τον κουρέα και του κάνει καμιά ζημιά με τη λεπίδα.  Οταν  όμως το ξύρισμα τελείωσε και ο κουρέας σκούπισε το πρόσωπο του πελάτη του, εκείνος με αυστηρό ύφος του είπε:
-«Συγνώμη, κύριος, αυτό το ξύρισμα που μου κάνατε θεωρείται πρώτης κατηγορίας»;
-«Βεβαίως, κύριε»;
-«Κι αν ζητούσα, δηλαδή δεύτερης κατηγορίας, τι διαφορετικό θα κάνατε»;
-«Θα έφτυνα απευθείας στα μούτρα σας».
       
      Μετά από αυτή την πιθανή ή απίθανη ιστορία, θα πούμε ότι τα κουρεία, ήταν  ανέκαθεν  κέντρα  σχολιασμών και …..κοινωνικών  ενασχολήσεων.
     Τα κουρεία τα παλιά  τα χρόνια ήταν τα κέντρα πληροφοριών,  ήταν  τα εξομολογητήρια  διαφόρων. Ο κουρέας, ή οι κουρείς  άκουγαν, ρωτούσαν, μάθαιναν  και άκουγαν οι αναμένοντες και αυτοί πληροφορούσαν κι άλλους.
      Εκεί  γινόταν ο παραδοσιακός τρόπος συνάντησης και συναναστροφής, ήταν τόπος αναψυχής και κοινωνικής κριτικής, και  πολλά μπαρμπέρικα διατηρούν ακόμα την αίγλη τους από ανθρώπους που αγάπησαν τη μυρωδιά της  κολόνιας λεμονιού, την αίσθηση της ζεστής πετσέτας και τον ήχο του παλιού γραμμοφώνου.
      Όμως όσο κι αν ήταν  «κοινωνικοί τόποι» δεν διατηρήθηκαν στοιχεία  για  την ύπαρξή τους στην περιοχή του Πειραιά. Ελπίζουμε με την αναφορά αυτή να συγκεντρώσουμε  στοιχεία από όσους μπορεί να  ξέρουν.

                      Από την αρχαιότητα   το…. κουτσομπολιό

        Από την αρχαιότητα  στα κουρεία και στα αρωματοπωλεία της Αθήνας και του Πειραιά, σχολιάζονταν τα τελευταία νέα ή  γίνονταν……φιλοσοφικές συζητήσεις.  Ηταν μια συνήθεια τόσο διαδεδομένη, που ο Δημοσθένης σ'ένα λόγο του κατηγορεί έναν Αθηναίο για "ακοινώνητο", γιατί "δεν μπαίνει ποτέ σε κουρεία, αρωματοπωλεία και άλλα καταστήματα". Ο προτιμούμενος τόπος συναντήσεων ήταν, αναμφισβήτητα, τα κουρεία. Ο Αθηναίος  και ο Πειραιώτης κουρέας μπορούσε να περηφανευτεί για την πλατιά και πολύπλευρη πείρα του.
      Ο πρώτος άνθρωπος που έφερε στην Αθήνα την είδηση της καταστροφής των Αθηναίων στη Σικελία το 413 π.Χ,  ήταν ένας κουρέας από τον Πειραιά. Είχε μάθει τη θλιβερή είδηση από το δούλο ενός λιποτάκτη και χωρίς διόλου  να αργήσει, άφησε το κουρείο του  κι έτρεξε γρήγορα στην Αθήνα, από φόβο μην τον προλάβει κανένας άλλος. Στην πόλη, όπου δεν ήξεραν τίποτε, η είδηση προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Ο κόσμος περικύκλωσε τον κουρέα και άρχισε να τον ρωτάει, μα αυτός δεν ήξερε ούτε το όνομα εκείνου που του είχε ανακοινώσει το τραγικό νέο. Οι πολίτες αγανακτισμένοι άρχισαν να φωνάζουν: «Ο ψεύτης στην ανάκριση!», «στα Βασανιστήρια!». Ο φουκαράς ο κουρέας είχε δεθεί κιόλας στον τροχό, όταν κατά καλή του τύχη έφτασαν κάμποσοι οπλίτες που είχαν γλιτώσει από το μακελειό και επιβεβαίωσαν την τρομερή αλήθεια.
        Αναστατωμένοι οι Αθηναίοι από τη φοβερή είδηση, σκόρπισαν στα σπίτια τους για να κλάψουν τους χαμένους τους συγγενείς και ξέχασαν τον κουρέα. Κι άφησαν δεμένο τον αγγελιοφόρο των κακών ειδήσεων. Τον θυμήθηκαν αργά τη νύχτα. Αλλά όταν κάποιος ήρθε να τον λύσει, η πρώτη ερώτηση που του έκανε ο κουρέας ήταν αν υπήρχε, κάποια είδηση για τον Νικία, κι αν είναι γνωστό πως πέθανε.
         Τότε οι κουρείς ήταν ενήμεροι για όλα τα νέα και μιλούσαν για τα πάντα. «Πώς θέλετε να σας κουρέψω;», ρώτησε  ένας   κουρέας το Βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο. «χωρίς πολλές κουβέντες», απάντησε ο Βασιλιάς.
        Την ώρα  που ο κουρέας έφτιαχνε την κόμη ενός πελάτη, οι άλλοι περίμεναν τη σειρά τους φλυαρώντας για όλα. Χάρη σ'αυτό τον τρόπο ζωής, οι κουρείς έγιναν εξαιρετικά κοινωνικοί. Ήταν κατατοπισμένοι για όλα τα νέα και τα κουτσομπολιά, που τα διέδιδαν και τα ερμήνευαν όπως ήθελαν. Δεν είναι παράξενο που είχαν τη φήμη ότι ήταν φλύαροι και αθυρόστομοι.
        Αυτή η…κοινωνικότητα έχει  περάσει  μερικώς στα σημερινά κομμωτήρια.
        Ακόμη και τότε οι άντρες, όπως και οι γυναίκες, έβαφαν τα μαλλιά τους ή για να τα κάνουν πιο ανοιχτά ή για να κρύψουν τη λευκότητά τους.
        Οι Αθηναίοι για να βοηθούν το μεγάλωμα των μαλλιών τα άλειφαν με λάδι ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες. Τον 6ο αιώνα οι άντρες είχαν μακριούς βοστρύχους, αλλά μετά τη μάχη του Μαραθώνα άρχισαν να τους κόβουν πιο κοντούς. Αργότερα, μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, ξύριζαν τα μουστάκια και τα γένια. Οι Έλληνες δεν άφηναν ποτέ μουστάκι χωρίς γένια. Έπειτα ο κουρέας τούς περιποιόταν τα χέρια κι όταν τελείωνε έδινε στον πελάτη έναν καθρέφτη για να θαυμάσει τον εαυτό του, έτσι ακριβώς όπως κάνουν οι κουρείς στις μέρες μας.

                                 Χάνονται τα παραδοσιακά κουρεία

     Κάποτε στα  παλιά  παραδοσιακά κουρεία του Πειραιά  δούλευαν  δυο  ή και τρεις κουρείς. Τώρα μόλις και μετά βίας  βρίσκεις  έναν, από  τους λίγους στην Αττική. Και, σήμερα, κάποιοι κουρεύονται σ αυτόν ...βερεσέ, με πίστωση.
      Οι πιο πολλοί άνδρες  κουρεύονται σε γυναικεία κομμωτήρια.. Λείπουν πολλοί άνδρες κουρείς!
 Σήμερα οι περισσότεροι ξυρίζονται μόνοι τους  με πλαστικές ξυριστικές μηχανές  ή     ηλεκτρικές.
       Τα παλιά παραδοσιακά  κουρεία, λοιπόν,  εκλείπουν.
      Σπάνια  βρίσκεις κάποιο από αυτά. Ένα Χορμοβίτου και Λακωνίας  έκλεισε. Ένα άλλο Αιτωλικού και  Ραιδεστού του  Ανδρεα  Κουβαράκη  ετοιμάζεται να κλείσει και αυτό.
                     Ο Ανδρέας Κουβαράκης επί το  έργον    
                                                      
        Διατηρούνται  όμως πολλά  στην επαρχία.  Στην Καλαμάτα,  μπαρμπέρης από… κούνια, είναι  ο Κώστας Γάλλος  που έμαθε την τέχνη δίπλα στον πατέρα του, τον πολυβραβευμένο Παναγιώτη Γάλλο.
        Υπάρχουν όμως και ορισμένοι που  δημιουργούν σήμερα  παραδοσιακά κουρεία  όπως ο κ. Παναγιώτης Γρηγορίου στο Kολωνάκι.
        Παλιά  κουρεία στον Πειραιά ήταν του Αθανάσιου  Κραλιοβίτη, πατέρα του  ηθοποιού και  θεατρικού  επιχειρηματία Μπάμπη Κράλιοβιτσς  στην οδό Νοταρά, μεταξύ Γεωργίου και Σωτήρος( ως το 1975), του  Δημήτρη  Κουμπή  από τον Πόρο  στην Ακτή Τζελέπη, (σκοτώθηκε στο βομβαρδισμό του Πειραιά στις  11-1-1944),του  Ι. Δρακούλη  στην Κοκκινιά  και άλλων. Ελπίζουμε όσοι έχουν στοιχεία να μας πληροφορήσουν μαζί με ιστορίες.

              Αντικείμενα  που  κοσμούσαν  ένα  παλιό  κουρείο
                                                                         
       Διάφορα αντικείμενα  κοσμούσαν ένα παλιό, παραδοσιακό κουρείο.
       Τα σύνεργα του πρώτου κουρέα ήσαν ένα ψαλίδι, ευρωπαϊκό, ένα χτένι, μια κουρευτική μηχανή, ένα ξυράφι με ακόνι και φυλλαδώρο για ακόνισμα, μια πετσέτα, ένα κύπελλο με το πινέλο για σαπουνάδα και ένα δυο, μπουκαλάκια με κολόνια. Μερικοί είχαν και το λεγόμενο λεγένι, μια εμαγιέ λεκάνη με ημικυκλική εγκοπή στο μπροστινό μέρος, που προσαρμοζόταν στο λαιμό του πελάτη μετά το ξύρισμα - το κρατούσε ο πελάτης- και  ο μπαρμπέρης έπλενε με νερό το ξυρισμένο πρόσωπο μετά δυο του χέρια. Αργότερα όταν το μπαρμπέρικο έγινε πιο συστηματικό  προστέθηκε και η πολυθρόνα, που καθόταν ο πελάτης, καθώς και ο μεγάλος καθρέφτης απέναντι της.

                    Οι κουρείς  οδοντίατροι και πρακτικοί γιατροί
   
      Ακόμα και στην εποχή  του  1922  οι κουρείς ήταν και …..οδοντίατροι, έκαναν   εξαγωγές    δοντιών.  Επίσης έκαναν   αφαιμάξεις με βδέλλες, για να κατεβάσουν την πίεση των   ασθενών. Ηταν η εποχή που ο κουρέας φορούσε άσπρη ποδιά, απολύμαινε τη φαλτσέτα του, είχε  την  εικόνα του…….. γιατρού.
     Οσο ο  μπαρμπέρης αποκτούσε πείρα, παράλληλα με τη μπαρμπερική πρόσφερε και άλλες υπηρεσίες και προ πάντων ιατρικές, γιατί άνοιγε και απολύμαινε αποστήματα, έπαιρνε κούφιες ή και κοφτές βεντούζες, διατηρούσε σε μπουκάλι με νερό βδέλλες που χρησιμοποιούσε για να παίρνει αίμα (αφαιμάξεις) έβγαζε   με τανάλια τα χαλασμένα δόντια, γιάτρευε ανοιχτά τραύματα με την επίθεση κρασόψυχας (ψωμί ποτισμένο σε κρασί), επανέφερε με κατάλληλα τραντάγματα τα   στραμπουλιγμένα   μέλη του σώματος στη θέση τους, και σε πολλά σπασίματα ξαναταίριαζε τα σπασμένο κόκαλα και τα έδενε με καλάμια ώσπου να ξαναδέσουν.  Στην εποχή αυτή της βαθιάς αμάθειας που ο γιατρός ήταν απελπιστικά  δυσέβρετος, ο μπαρμπέρης  με τις  πρωτόγονες……   ιατρικές του  υπηρεσίες  του ανακούφιζε  τους συνανθρώπους του.
                                                                                    Βασίλης  Κουτουζής
                                                                                Δημοσιογράφος ερευνητής
                                                                                                                    27-2-12

Πηγές: Προσωπικές εμπειρίες,ιστοσελίδες ίντερνετ,  Βικιπαίδεια

Εν Αθήναις...περπατώντας

$
0
0




Πώς φάνταζε εκείνα τα χρόνια το Κέντρο της Αθήνας στα παιδικά μάτια;
Μαγικό... ειδικά το βράδυ με τα φώτα....τις φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνανε
πάνω από το ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ στην ΟΜΟΝΟΙΑ με τον καφέ ΒRAVO....
την μπύρα ΦΙΞ  κάνει καλό ......
Έβγαινες βόλτα με τους γονείς κανένα βράδυ με  πασατεμπάκι
και περπάταγες και σταματούσες στις βιτρίνες και χάζευες τις φωτογραφίες
στα σινεμά με τα ΣΗΜΕΡΟΝ και τα ΠΡΟΣΕΧΩΣ....χτύπαγες και μια λουκουμάδες
στον ΚΡΙΝΟ (όχι συχνά) και γύρναγες πίσω γεμάτος από ευχαρίστηση
αλλά και για να προλάβεις τον ΤΖΩΝ ΓΚΡΗΚ στο ραδιόφωνο....
Υπήρχε κόσμος που σχόλαγε από τις δουλειές του ...που κατέβαινε στον υπόγειο
της ΟΜΟΝΟΙΑΣ για να μπεί στα ξύλινα βαγόνια και να πάει σπίτι του.... 
Κανένας δεν σε ενοχλούσε......
Πόσο άλλαξε σήμερα αυτό το σκηνικό;
Tι βλέπεις στις πρωϊνές βόλτες σου στα ίδια σημεία;
Εγκατάλειψη....λουκέτα....άστεγους....χρήστες....
Και προχωράς στην Σταδίου και βλέπεις τα κτίρια και θυμάσε
τα μαγαζιά που υπήρχαν κάποτε με τις βιτρίνες τον κόσμο που κοιτούσε.
Είχε κίνηση.... συνωστισμό στις γιορτινές ημέρες...
Και προχωράς και βλέπεις το άγαλμα με τον έφιππο Κολοκοτρώνη
να δείχνει ....
Αυτόν δεν τον άγγιξε η κρίση ευτυχώς έχει πάντα το ίδιο περήφανο ύφος.

Πίσω στα παλιά

Λογαριασμός και... κοριοί

$
0
0



Ξεκινά τώρα τον Απρίλη η νέα τουριστική σεζόν και σας μεταφέρω ένα σχετικό κειμενάκι του 1935, για να πάρετε μια ιδέα για τα πρώτα πέτρινα χρόνια της διαμόρφωσης, αυτού που αποκαλούμε τουριστικό προϊόν:

«Όταν είδα το λογαριασμό που μου παρουσίασε ο ξενοδόχος μ’ έπιασε ζάλη. Συνήλθα όμως άμα σκέφτηκα ότι μπορεί να έκανε λάθος. Βέβαια θα μου έδωσε το λογαριασμό πολυμελούς οικογενείας που μένει πολύν καιρό στο ξενοδοχείο του. Άμα όμως τον εξήτασα καλά δεν μου έμεινε αμφιβολία. Ο λογαριασμός ήταν δικός μου!

Αλλά πως μπορέσαμε δύο άνθρωποι να δαπανήσουμε σε δύο ημέρες οκτακόσιες δραχμές; Άρχισα πάλι να κάνω έλεγχο στο λογαριασμό και έπειτα απευθύνθηκα στον ξενοδόχο:

-Με συγχωρείς. Μας λογαριάζεις τέσσερες μέρες διαμονής στο ξενοδοχείο σου, ενώ εμείς δεν είμαστε εδώ ούτε τρείς ημέρες. Εφθάσαμε την Δευτέρα την νύχτα και φεύγουμε Πέμπτη ξημερώματα.

-Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη. Να τέσσερες ημέρες.

-Μάλιστα, αλλά δεν έχεις την αξίωσι να μας φορτώσης την Δευτέρα για είκοσι λεπτά της ώρας που περάσαμε εδώ, ούτε την Πέμπτη, αφού βλέπεις ότι φεύγουμε μόλις ξημέρωσε.

-Έτσι συνηθίζουμε εμείς να λογαριάζουμε στο ξενοδοχείο μας. Κάθε μέρα που ξημερώνει πληρώνεται ολόκληρη.

-Α! Δεν το ήξερα αυτό. Δεν μας εξηγείς όμως γιατί μας λογαριάζεις και ηλεκτρικό φωτισμό για τις τέσσερες ημέρες;

-Μα έτσι είνε κύριε. Μήπως εγώ δεν πληρώνω την Πάουερ;

-Και δεν μου λες που στο διάβολο είδαμε εμείς το ηλεκτρικό σου φως;

-Αυτό είνε αλήθεια. Είχε χαλάσει το ρολόγι. Μήπως όμως δεν σας είχα βάλει κεριά;

-Ναι, αλλά βάζεις και τα κεριά στο λογαριασμό…

-Αυτό έλειπε να μη βάλω στο λογαριασμό τα κεριά. Μήπως δεν τα αγοράζω;

-Μα αφού μας βάζεις να πληρώσουμε ηλεκτρικό, γιατί να πληρώσουμε και κεριά;

-Ο ηλεκτρισμός είνε τακτική δαπάνη. Το κερί είνε έκτακτο έξοδο.

-Και τι ζητεί αυτό εδώ το κονδύλι; «Προμήθεια γραφικής ύλης πέντε δραχμαί». Εμείς δεν γράψαμε τίποτε.

-Βέβαια, αλλά έγραψαν άλλοι για σας!

-Ποιοι άλλοι;

-Εμείς. Τη νύχτα άμα ήρθατε σας παρουσίασαν ένα φύλλο χαρτί για να γράψετε το όνομά σας. Έπειτα κάθε ημέρα, όταν καθόσαστε στο τραπέζι σας έδιναν ένα άλλο, κατάλογο των φαγητών. Δεν ήταν αυτό χαρτί; Και τέλος αυτός ο λογαριασμός που σας έφεραν δεν είνε γραμμένος σε χαρτί;

Δεν μπορούσα να απαντήσω τίποτε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Παραιτήθηκα πια απ’ την ιδέα να συζητήσω μαζί του. Ότι και αν του έλεγα θα με νικούσε. Νόμισα όμως ότι έπρεπε να καταφύγω στην ειρωνεία. Πήρα λοιπόν ένα κοροϊδευτικό ύφος και είπα:

-Μα κάτι ξέχασες. Δεν πέρασες στο λογαριασμό τους… κορέους!

-Μπα… Είχατε κορέους;

-Ένα μιλλιούνι!

-Περίεργο! Πολύ περίεργο αυτό που ακούω. Κάποτε τους πετυχαίνουμε, αυτά όμως τα αφωρισμένα ξαναγυρίζουν…

Τότε να σου δώσω εγώ μια αλάθητη συνταγή να τους κάνης να φύγουν και να μη ξαναγυρίσουν. Θέλεις;

-Ω! Θα σας το γνώριζα ως μεγάλη χάρι.

-Λοιπόν την πρώτη φορά που θα ιδής κοριούς να τους παρουσιάσης ένα λογαριασμό σαν κι αυτόν που μου έφερες. Αν τους ξαναϊδής να γυρίσουν στο ξενοδοχείο σου να με πάρουν χίλιοι διαβόλοι!

Και έφυγα από το ξενοδοχείο ανακουφισμένος».

Αθηναϊκή» 1935, Γ. Ασημάκης

«Τα λιμπίζεται η καρδιά μου! Ας τα πάρουμε κι’ αυτά...»

$
0
0



Η αγροτική ζωή δεν ήταν πάντα εύκολη. Όταν όμως η γη έδινε τους καρπούς της και η σοδειά ήταν καλή, γέμιζε η πορτοφόλα και τότε… ποιος τον έπιανε το «βλάχο»!

«Εμπρός εις μίαν βιτρίναν χρυσοχοείου στέκεται μία οικογένεια αγροτών και θαυμάζει. Είνε εκτεθειμένα εκεί χρυσά και αργυρά αντικείμενα, τα οποία αποτελούν το όνειρον όλων των νεαρών υπάρξεων δια τας οποίας το κόσμημα είνε λαμπρότερον και από τον ήλιον.

Είνε ένας άνδρας, βλάχος με τσαρούχια και γκλίτσαν, δύο γυναίκες και πεντέξη παιδιά. Προφανώς το θέαμα δι’ αυτούς είναι σπάνιον. Ζή πραγματικός εκεί προ των οφθαλμών των, όλος ο φανταστικός κόσμος των παραμυθιών της καλύβης των. Τόσον όπου μένουν έκθαμβοι, λησμονούντες εαυτούς και την γύρω των ζωήν. Αι γυναίκες ιδίως έχουν εις τα μάτια των ζωηροτέραν την λάμψιν και από την των κοσμημάτων. Ο αιώνιος πόθος του θήλεως προ του κοσμήματος…

Μίαν στιγμήν η μία από τας γυναίκας σηκώνει το χέρι και δείχνει ένα κόσμημα. Λέγει με φωνήν περιπαθή.

-Αυτό το βραχιόλι θέλω.

-Εγώ εκείνα τα σκουλαρίκια ακούεται περιπαθεστέρα η φωνή της άλλης.

Ο βλάχος όστις μένει όπισθεν των, απαντά με την βραδύτητα την οποίαν έχουν οι άνθρωποι της εξοχής εις την φωνήν των.

-Σας αρέσουν λοιπόν;

-Τρέλλα είνε.

-Τα λιμπίζεται η καρδιά μου!

Με τον αυτόν τόνον ακούεται η ανδρική απάντησις.

-Ας τα πάρουμε κι’ αυτά.

Ο βλάχος προχωρεί με τα τσαρούχια του και την γκλίτσαν του προς την θύραν του καταστήματος. Η δύο γυναίκες ακολουθούν. Τα παιδιά επίσης. Η εμφάνισις των απροσδοκήτων αγοραστών κινεί την έκπληξιν των υπαλλήλων. Ουδέποτε σχεδόν εισήλθον εις χρυσοχοείον εις την ζωήν μου, αλλά το θέαμα εκείνο με είλκυσεν, όσον ούτε αν επρόκειτο να αγοράσω ο ίδιος τιμαλφή.

Εισήλθον και προσεποιήθην ότι εκύτταζα τα εκτεθειμένα κοσμήματα υπο τα γυαλιά των τραπεζιών. Οι επισκέπται εδήλωσαν απεριφράστως την επιθυμίαν των. Με αρκετόν δισταγμόν την εξεπλήρωσεν ένας υπάλληλος. Αι δύο γυναίκες έλαβον τα ποθητά πολύτιμα κοσμήματα. Εφαίνοντο ότι είχαν μεθύσει από παληό δυνατό κρασί.

Ο βλάχος ηρώτησε την τιμήν των. Δεν συνωφρυώθη εις το άκουσμά της. Δυόμιση χιλιάδες δραχμαί. Έβγαλε από τα στήθη του μίαν λερήν, μαύρην χρηματοσακούλαν, επλήρωσε το ποσόν με κολλαριστά μεγάλα χαρτονομίσματα. Και η συνοδεία εξήλθε του καταστήματος κατά την αυτήν τάξιν με την οποίαν είχεν εισέλθει. Όλα αυτά έγιναν με κινηματογραφικήν γοργότητα.

Η έκπληξις των υπαλλήλων ήτο μεγαλειτέρα τώρα κατά την έξοδον των απροσδοκήτων πελατών των, παρά κατά την είσοδόν των. Διάβολε, ούτε οι Μεγάλοι Δούκες άλλοτε δεν εψώνιζαν κοσμήματα με τόσην ταχύτητα. Ένας υπάλληλος τότε εστράφη προς εμέ.

-Ο κύριος επιθυμεί τίποτε;

Είπα διεθυνόμενος προς την θύραν.

-Ναι, κάτι. Μίαν γκλίτσαν αλλοίμονον!».

«Ακρόπολις», 1932, «Ο Πολυντώρ»

Η μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε το Πάσχα του '49

$
0
0

Ρεαλιστικές προτάσεις για ειρήνευση στον τόπο «ναυάγησαν», και η Ανάσταση που όλοι εύχονταν στα λόγια καθυστέρησε να 'ρθει...

  • ΕΘΝΟΣ
  •  17/4/2009

H «βουκολική» φωτογραφία θα μπορούσε να έχει τίτλο «Λίγο πριν από την Aνάσταση». Aλλά περιέχεται στο φωτογραφικό λεύκωμα του Δημοκρατικού Στρατού Eλλάδας με τη λεζάντα: «Λίγα λεπτά ξεκούραση και η μικρή τραυματιοφορέας θα ξεκινήσει και πάλι...»
H «βουκολική» φωτογραφία θα μπορούσε να έχει τίτλο «Λίγο πριν από την Aνάσταση». Aλλά περιέχεται στο φωτογραφικό λεύκωμα του Δημοκρατικού Στρατού Eλλάδας με τη λεζάντα: «Λίγα λεπτά ξεκούραση και η μικ

Πριν από 60 χρόνια, λίγο πριν και μετά το Πάσχα του 1949, εκδηλώνεται η τελευταία απόπειρα για ειρήνευση στην Ελλάδα του Εμφυλίου πολέμου. Δυστυχώς, πάλι, χωρίς αποτέλεσμα, όπως κι ένα χρόνο νωρίτερα.
Τώρα, όμως, η τελική έκβαση είναι προδιαγεγραμμένη πια και ζήτημα χρόνου η στρατιωτική νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων. Η ελληνική στρατιωτικο-πολιτική ηγεσία ξορκίζει τις προτάσεις για ειρήνη. «Παράδοση άνευ όρων» είναι η μόνιμη επωδός. Δεν αρκείται στην ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Επιδιώκει τη συντριβή με απόλυτο τρόπο.
Ο αρχιστράτηγος Αλ. Παπάγος, στο πασχαλινό μήνυμά του, χαρακτηρίζει τις πρωτοβουλίες ως «απεγνωσμένη προσπάθεια του εχθρού». Τις καταγγέλλει «ως δήθεν ειρηνευτικές προτάσεις». Η αναφορά αυτή, καθώς και η σχετική διαταγή που θα ακολουθήσει λίγο αργότερα με το ίδιο περιεχόμενο και «οδηγίες» για την αντιμετώπισή τους, δείχνουν ότι η ειρήνευση είχε απήχηση στους στρατευμένους και τον λαό.
Οι προτάσεις είχαν διατυπωθεί τη Μεγάλη Εβδομάδα από την «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση». Αν και παραμένει αδιευκρίνιστο ποιος είχε τη σχετική πρωτοβουλία (η ίδια, η Σοβιετική Ενωση ή οι ΗΠΑ), συνιστούσαν μια αχτίδα φωτός εκείνη τη σκοτεινή εποχή.
Πρόθυμοι οι Αγγλοαμερικανοί
O βασιλιάς Παύλος «γιορτάζει» το Πάσχα του 1949 με στρατευμένους σε μονάδα των Aθηνών. Aνησυχεί για τις προτάσεις ειρήνης και δεν επιθυμεί να περιοριστεί στη «νίκη». Θέλει τη συντριβή των «κομμουνιστοσυμμοριτών».
O βασιλιάς Παύλος «γιορτάζει» το Πάσχα του 1949 με στρατευμένους σε μονάδα των Aθηνών. Aνησυχεί για τις προτάσεις ειρήνης και δεν επιθυμεί να περιοριστεί στη «νίκη». Θέλει τη συντριβή των «κομμουνιστο
Η ηγεσία του ΚΚΕ, παρά τις ρητορείες «περί αήττητου» του ΔΣΕ», για τον καθένα ήταν φανερό ότι αναζητούσε μια διέξοδο στα αδιέξοδα. Οι προτάσεις κινούνταν στον άξονα κατάπαυση του πυρός και γενική αμνηστία, με μεσολάβηση του ΟΗΕ. Διενέργεια εκλογών, με συμμετοχή εκπροσώπων της Αριστεράς στην προετοιμασία και διεξαγωγή τους. «Είμαστε διατεθειμένοι για τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις», διακήρυσσε.
Η σοβιετική διπλωματία έθεσε άτυπα το ζήτημα στον ΟΗΕ. Εκεί εκτός των άλλων περιλαμβάνονταν και άλλοι όροι όπως η διακοπή κάθε εξωτερικής βοήθειας, η απόσυρση των ξένων δυνάμεων από την Ελλάδα κ.λπ. Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη ανησυχούσε ότι με πρόσχημα τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και μετά την «αποσκίρτηση» της Γιουγκοσλαβίας, μπορούσε να εκδηλωθεί στρατιωτική επέμβαση στην Αλβανία και τη Βουλγαρία.
Αμερικανοί και Βρετανοί φάνηκαν διατεθειμένοι να το συζητήσουν. Για πολλούς και διάφορους λόγους, που δεν είχαν σχέση με τις ελληνικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αλλά με τη στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στην «ανταρσία» του Τίτο και γενικώς τα Βαλκάνια, όπου δεν επιθυμούσαν, μάλλον, ευρύτερα στρατιωτική εμπλοκή.
Οι προτάσεις θα υποβληθούν από τον υφυπουργό Εξωτερικών Α. Γκρομίκο και στην ελληνική αντιπροσωπεία στον διεθνή οργανισμό.
Η αναταραχή που κατέλαβε την Αθήνα εξαιτίας του φόβου ότι οι Αγγλοαμερικανοί σύμμαχοί της συζητούν ερήμην της το «Ελληνικό», κόπασε γρήγορα μετά τις διευκρινίσεις, που πήρε από την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο. Τα δυο κέντρα επαναβεβαίωσαν την προσήλωσή τους στη στρατιωτική λύση στο πεδίο της μάχης.
Aντί για αναστάσιμα πυροτεχνήματα τον ουρανό σκίζουν οι λάμψεις από βόμβες. H φωτογραφία προέρχεται από το Πολεμικό Mουσείο και αποτυπώνει την έκρηξη εμπρηστικής βόμβας Nαπάλμ στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Eλλάδας στον Γράμμο. Tην άνοιξη-καλοκαίρι του 1949 το νέο αμερικανικό όπλο δοκιμάστηκε με «επιτυχία» στα βουνά της Hπείρου και της Μακεδονίας.
Aντί για αναστάσιμα πυροτεχνήματα τον ουρανό σκίζουν οι λάμψεις από βόμβες. H φωτογραφία προέρχεται  από το Πολεμικό Mουσείο και αποτυπώνει την έκρηξη εμπρηστικής βόμβας Nαπάλμ στις γραμμές του Δημοκρ
Ετσι οι ειρηνευτικές προτάσεις περνώντας από διάφορες φάσεις (διαβουλεύσεις στον ΟΗΕ, διεθνές συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι, τετραμερή διάσκεψη για το γερμανικό κ.λπ.) θα ναυαγήσουν. Στα τέλη Μαϊου αποτελούσαν πλέον παρελθόν. Η Ανάσταση ούτε εκείνο το Πάσχα ήρθε...
Η ειρήνη δεν πρόλαβε να φυτρώσει μέσα στα χαλάσματαΑντί για αναστάσιμα πυροτεχνήματα τον ουρανό σκίζουν οι λάμψεις από βόμβες. Η φωτογραφία προέρχεται από το Πολεμικό Μουσείο και αποτυπώνει την έκρηξη εμπρηστικής βόμβας Ναπάλμ στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στον Γράμμο. Την άνοιξη-καλοκαίρι του 1949 το νέο αμερικανικό όπλο δοκιμάστηκε με «επιτυχία» στα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
20 Απριλίου 1949 Ο υπουργός Δικαιοσύνης στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση Μ. Πορφυρογένης διατυπώνει πρώτη φορά τις προτάσεις για ειρήνευση. Η ελληνική κυβέρνηση και ο αρχιστράτηγος Παπάγος στην Αθήνα τις καταγγέλλουν ως τέχνασμα των κομμουνιστοσυμμοριτών και δέχονται μόνο την «άνευ όρων παράδοση».
20 Μαϊου 1949Η Σοβιετική Ενωση ανακοινώνει λεπτομέρειες για το σχέδιο ειρήνευσης στην Ελλάδα, έπειτα από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Θα τις διατυπώσει και στο πλαίσιο της τετραμερούς διάσκεψης για το γερμανικό ζήτημα (Μάιος-Ιούνιος 1949), αλλά δεν θα υπάρξει απάντηση και συνέχεια.
Προπαγανδιστική φωτογραφία στο λεύκωμα ΔΣE. Tίτλος της «Πολεμάμε και τραγουδάμε...»
Προπαγανδιστική φωτογραφία στο λεύκωμα ΔΣE. Tίτλος της «Πολεμάμε και τραγουδάμε...»
Ιούνιος 1949 Οι προτάσεις για ειρήνευση αποτελούν παρελθόν. Ο Εθνικός Στρατός μετά τις εκκαθαρίσεις (Πελοπόννησο, Ρούμελη Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη) έχει περιορίσει τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας στον Γράμμο και το Βίτσι. Η αναλογία των δυνάμεων σε στρατιώτες είναι περίπου 20 προς 1...
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΔΕΚΑΕΤΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ
Πάνω απ όλα ο πόθος για ειρήνη
Γιατί αυτή η πανελλήνια διάθεση, εν μέσω του αδελφοκτόνου πολέμου, για «ξεφάντωμα» το Πάσχα του 1949; Οι επιδερμικές δημοσιογραφικές εξηγήσεις για την «επιδρομή εις τας εξοχάς» δίνουν εξηγήσεις του τύπου: «Είναι η αγάπη προς το ύπαιθρο που τους τραβάει; Είναι η ρομαντική επιθυμία για το ειδυλλιακό Πάσχα του ελληνικού χωριού και του νησιού που συγκινεί τη χριστιανική τους ψυχή; Είναι η επωφελής εκμετάλλευσις της διημέρου ή τριημέρου πασχαλινής αργίας; Είναι ίσως όλα αυτά...»
Ισως, αλλά δεν αρκούν ως απαντήσεις σε μια χώρα που γιόρταζε το Πάσχα έπειτα από μια μακρά διαδοχή «κατάμαυρων» γιορτών. Σαν να βρισκόταν σε μια διαρκή κατάσταση σταύρωσης... Οι ουσιαστικές απαντήσεις βρίσκονται αλλού. Κι αν έχουν σημασία δεν είναι μόνο γιατί εξηγούν τα φαινομενικά ακατανόητα. Αλλά και επειδή δίνουν απαντήσεις σε ευρύτερα ζητήματα.
Οπως για παράδειγμα στην απομόνωση του ΔΣΕ, αλλά, επίσης τις στρατιωτικές εξελίξεις και το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Ο ιστορικός Γ. Μαργαρίτης έχει ασχοληθεί και με την πτυχή αυτή στο κλασικό πλέον έργο του «Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-49») σημειώνει, λοιπόν, για την περίοδο (άνοιξη-αρχές καλοκαιριού 1949): «Κόντευαν να κλείσουν δέκα χρόνια «έκτακτων συνθηκών», μέσα στα οποία η ελληνική κοινωνία είχε γνωρίσει όλα τα χρώματα της βίας.
Εκδρομείς στην ΠάρνηθαΗ πολιτική διάθεση έκλινε μάλλον προς την παραίτηση και την παθητική αντιμετώπιση των καταστάσεων. Διακρινόταν στα κοινωνικά εκείνα στρώματα πού είχαν πετύχει να εξομαλύνουν κάπως την καθημερινότητά τους, μια εντυπωσιακή δίψα για ζωή. Δεν είχαν ακόμη φύγει οι τελευταίοι αντάρτες από την Πάρνηθα και το βουνό άρχισε να δέχεται «εκδρομείς» από τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα της Αθήνας. Για τους πολλούς ο πόλεμος ήταν πλέον αφύσικος, ενοχλητικός, εχθρικός Ακόμη και για τους προερχομένους από την Αριστερά, από το μεγάλο ρεύμα της Αντίστασης, οι αιτίες και τα επιχειρήματα του πολέμου είχαν καταστεί δυσνόητα και, σε κάθε περίπτωση, ανενεργά. Και όμως, οι αντάρτες ήταν ακόμη στην Εύβοια...»
Στις αλλαγές που έχουν συντελεστεί όλο το προηγούμενο διάστημα σε κοινωνικό επίπεδο καθοριστικό ρόλο φαίνεται να παίζει και μια άλλη καινούργια παράμετρος: « Η ελληνική κοινωνία, περίπου στο σύνολό της, είχε πλέον αποδεχτεί τη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων. Αυτό στην πράξη μεταφραζόταν σε πολλαπλασιασμό, ως και κυριαρχία, των πρακτικών, των προσωπικών στρατηγικών αποδέσμευσης από την παράταξη των ηττημένων...
Το ζητούμενο ήταν πλέον η επανένταξη στην κοινωνία, ή συνέχεια της ζωής, έστω και κάτω από τους δυσμενείς όρους που επιφυλάσσονταν στον νικημένο και στον ύποπτο. Η αλλαγή αυτή στον τρόπο σκέψης, αυτό το μαζικό κίνημα παραίτησης, δεν μπορούσε παρά να έχει άμεσες επιπτώσεις στις στρατιωτικές τύχες του πολέμου...»
Ο ΔΣΕ απομονωμένος στον Γράμμο και το Βίτσι, αποξενωμένος τυπικά και ουσιαστικά από τις κοινωνίες που βρίσκονται πια στα μετόπισθεν του «εχθρού», στα μηνιαία δελτία στρατολογίας δεν μνημονεύει νέους μαχητές για τον Απρίλιο του 1949.
«Ετοιμοι να σταματήσουμε...»«Για να πετύχουμε ειρήνη και γαλήνη στην Ελλάδα είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τις πιο μεγάλες υποχωρήσεις. Κάνουμε τη δήλωση αυτή αν και ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας παραμένει ακατανίκητος... Είμαστε έτοιμοι να σταματήσουμε τον πόλεμο μόλις στην Ελλάδα εξασφαλιστεί η δυνατότητα να ζει κανείς χωρίς τον τρόμο του θανάτου, μόλις θα σταματήσουν οι μαζικές εκτελέσεις, μόλις θα δοθεί γενική αμνηστία» (απόσπασμα από τις προτάσεις της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης για ειρήνευση).
«Μη δίνετε προσοχή...»«Η όλη προσπάθεια των Κομμουνιστοσυμμοριτών αποβλέπει εις τον κλονισμόν του ηθικού... Η υποταγή των κομμουνιστοσυμμοριτών δεν επιτυγχάνεται διά συμβιβασμών ή και κατευνασμών, αλλά διά της ισχύος των ενόπλων δυνάμεων, αι οποίαι τότε και μόνον θα θεωρήσουν το έργον των λήξαν, όταν ο Σλαβοκίνητος Κομμουνιστοσυμμοριτισμός καταθέση άνευ όρων τα όπλα... Μη δίδετε προσοχή ούτε και πίστιν εις τα διαδόσεις...» (Διαταγή του Γ Σώματος Στρατού για την «κομμουνιστική προπαγάνδα ειρηνεύσεως»)
Περιμένοντας την ήττα«...Την άνοιξη του 1949 διατύπωσε το ΚΚΣΕ τη γνώμη πως έπρεπε να σταματήσει ο ένοπλος αγώνας. Είδαμε κι εμείς αυτή την ανάγκη. Καταρτίσαμε και σχέδιο υποχώρησης. Και ήμασταν έτοιμοι να το εφαρμόσουμε, αλλά μεσολάβησε μια κίνηση στους κύκλους του ΟΗΕ για λύση του ελληνικού ζητήματος και αναβλήθηκε προσωρινά η εφαρμογή του σχεδίου. Με την προσμονή των αποτελεσμάτων της κίνησης για ειρηνική λύση του ελληνικού προβλήματος, μας πρόλαβε η επίθεση του κυβερνητικού στρατού τον Αύγουστο στον Γράμμο και η ήττα μας». (Μ. Παρτσαλίδης, επικεφαλής της Κυβέρνησης του Βουνού)
ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑΟ βασιλιάς Παύλος «γιορτάζει» το Πάσχα του 1949 με στρατευμένους σε μονάδα των Αθηνών. Ανησυχεί για τις προτάσεις ειρήνης και δεν επιθυμεί να περιοριστεί στη «νίκη». Θέλει τη συντριβή των «κομμουνιστοσυμμοριτών».
Μια παράξενη ομαδική έξοδος των Αθηναίων «Η μισή Αθήνα ετοιμάζεται σήμερα (Σάββατο) να το σκάση. Πάσχα στην Αθήνα; Ανιαρή και ενοχλητική υπόθεσις. Ας βγούμε και παραέξω λιγάκι. Κι ας κάνουμε Πάσχα στο Λουτράκι, στην Αίγινα, στην Υδρα, στις Σπέτσες, στη Μύκονο, στο Ναύπλιο, στον Μυστρά, στο Ξυλόκαστρο, στη Χαλκίδα...
Οπου τέλος πάντων πηγαίνει πλοίο, αυτοκίνητο, μοτοσυκλέτα, τραίνο, ποδήλατο, ημίονος. Οπουδήποτε, εκτός από την πανηγυρίζουσα και βαρελοκροτούσαν πρωτεύουσαν. Εκατοντάδες εκδρομών έχουν αναγγελθή και οργανωθή και ο προβλεπόμενος αριθμός των εκδρομέων έχει συμπληρωθή από εικοσαημέρου. Δεν χωράνε άλλοι. Οι άλλοι ας πάνε ιδιωτικώς. Και θα πάνε!»
Πασχαλινές κοινοτοπίες θα σκεφτεί οποιοσδήποτε. Ετσι θα ήταν οι σκέψεις, όπως και πάμπολλα παρόμοια ρεπορτάζ τις ίδιες μέρες στον Τύπο, δεν έβλεπαν το φως ακριβώς πριν από 60 χρόνια. Το 1949, όταν η Ελλάδα βίωνε ακόμη την τραγωδία του εμφυλίου πολέμου, διαβάζουμε στις εφημερίδες:
«Κόσμος και κοσμάκης εξεχύθη τα ημέρας του Πάσχα εις τας εκδρομάς...»
«Το Μεγάλο Σάββατο και την Κυριακή τα λεωφορεία αναχωρούσαν κάθε δέκα λεπτά της ώρας...»
Στο Λουτράκι «ξενοδοχεία, σπίτια, εστιατόρια, ταβέρνες, ήταν υπερπλήρη...»
Στα πλοία του Αργοσαρωνικού «πλήθος οι επιβάτες, γεμάτα τα σαλόνια, οι καμπίνες, το κατάστρωμα... Ο ένας περίμενε για να σηκωθή ο άλλος για να του πάρη τη θέση...»
Στα ξενοδοχεία των κοντινών νησιών «όλα ήταν πιασμένα. Πού να βρης δωμάτιο αν δεν είχες τηλεγραφήσει από τις προηγούμενες μέρες;
Παράλογα μοιάζουν όλα αυτά. Κάτι παραπάνω, αν αναλογιστείς ότι για να... εκδράμεις πέρα από το Λουτράκι, χρειαζόσουν ειδική άδεια. Ασυμβίβαστα πράγματα με την εντύπωση που έχουν οι περισσότεροι για την εποχή.
Τι συνέβαινε, λοιπόν, το Πάσχα της 24ης Απριλίου 1949 στην Αθήνα του 1,3 εκ. κατοίκων και γενικότερα στην Ελλάδα των 7 εκ. πολιτών;
Η εξήγηση είναι κάπως σύνθετη, αλλά θα μπορούσε να συνοψισθεί στον πανελλήνιο πόθο για ειρηνική ζωή».
(Σ.σ.: Οι πασχαλινές περιγραφές προέρχονται από τις εφημερίδες «ΕΘΝΟΣ», «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και «ΕΜΠΡΟΣ».)
Τάκης Κατσιμάρδος 

Εν Αθήναις...οι οικιακοί βοηθοί

$
0
0






Πίσω στα παλιά και στις γειτονιές της Αθήνας όπου υπήρχαν και αρχοντικά
σπίτια και καμαράκια με κοινόχρηστες τουαλέτες παραπέρα....
Στα αρχοντικά έμεναν και δούλευαν κοπέλες συνήθως από την επαρχία....
"δουλικά"τις έλεγαν γιατί έτσι τους συμπεριφερόντουσαν τα αφεντικά
 (υπήρχαν και οι εξαιρέσεις).....
Από πρώτο χέρι γνωρίζω τα παρακάτω....
Κορίτσι (οποία κατάρα) στα δώδεκα  και στην Μάνη εκείνα τα χρόνια σε πολυμελή οικογένεια
αγροτική με χωραφάκια που τα έσκαβες και έσπαγε ο κασμάς στις πέτρες...
Ο μεγάλος αδελφός το πήρε από το χέρι και το έφερε στην Αθήνα στο αρχοντικό
ενός μεγαλομπακάλη για να μείνει....εργαζόμενη....
Έκανε όλες τις δουλειές και κοιμότανε σε ένα αποθηκάκι....είχε δικό της χώρο δηλαδή...
Για σχολείο δεν το συζητάμε....ούτε απ΄έξω.....ποιός να ενδιαφερθεί.....
Ήρθε η Κατοχή ευτυχώς υπήρχε φαϊ καθ΄ότι μπακάλης το αφεντικό.....
και πούλαγε στην μαύρη αγορά και  θησαύριζε....
Κρύο....χειμώνας και τα ξύλα λιγοστά .....εντολή στο "δουλικό"
από το Κέντρο της Αθήνας  με τα πόδια στους πρόποδες της Πεντέλης  για να φέρει
ξύλα....όσα μπορούσε να σηκώσει και αύριο μέρα ήταν....
Οι Γερμανοί την άφηναν να περάσει από τα μπλόκα την μικρούλα....σιγά
και μην την φοβηθούν....
Η φυματίωση θέριζε και η μια κόρη του μπακάλη κάπου την άρπαξε....
εντολή γιατρού στην Πεντέλη σε ένα δωμάτιο για καθαρό αέρα και μπόλικο φαϊ.
Εύκολα και τα δύο .....
Το "δουλικό"έμενε με την άρρωστη ....σιγά και μην κολλήσει....λεπτομέρεια.....
Κάθε δύο ημέρες κάτω στην Αθήνα για να παίρνει φαϊ....
Στα 17 της αποφάσισε να απελευθερωθεί...ο γάμος ο μοναδικός
τρόπος....βρήκε τον πρώτο στην γειτονιά και πήγε μαζί του .....άφησε να γίνει και γνωστό....
πλάκωσαν τα αδέρφια της οι Μανιάτες....πήραν τον μέλλοντα γαμπρό
στην άκρη ...του έδειξαν ένα Κατοχικό 45ρι ....και τον έπεισαν να τους
ακολουθήσει στον Άγιο Βασίλειο πίσω από το Μουσείο  για τα στέφανα...
Ας αφήσουμε την συνέχεια και ας έρθουμε στο τέλος.....
Το "δουλικό"όχι σε μεγάλη ηλικία πέθανε.....
Στην κηδεία είχε έρθει και το άρρωστο κορίτσι του μπακάλη όπου δούλευε
η μικρούλα Μανιάτισα.....
Μεγάλη σε ηλικία αλλά καλοστεκούμενη.....
Συστήθηκε...."....ξέρετε είμαι η Κα Τάδε όπου στο σπίτι μας εκείνα τα χρόνια
τα δύσκολα....έμενε η ......(νεκρή)...."
Δεν ξέρω αλλά κάποιες φορές τα μάτια λένε χειρότερα από το στόμα....
Και φαίνεται ότι είπαν γιατί η Κυρία γύρισε την πλάτη και έσπευσε να εξαφανιστεί.

Πίσω στα παλιά

Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>