Της Ρικέτας Ταρφών – Ζακάρ
http://www.jct.gr
http://www.jct.gr
η Στέλλα Χασκίλ και η Ρόζα Εσκενάζη. Οι πιο ελεύθερες γυναίκες που γνώρισε η σύγχρονη Ελλάδα, τα τραγούδια των οποίων, έγιναν θεμέλιο της ελεύθερης λαϊκής έκφρασης.
Σε κάθε τραγούδι κι ένα κομμάτι από την ψυχή τους μοιρασμένο όσο πιο δίκαια μπορούσε να γίνει, μίλησε στην καρδιά των ανδρών και των γυναικών από τις καπνεργατικές εξεγέρσεις του 1914 ή του 1936 ως τις φυλακές και τις εξορίες του εμφυλίου. Μαζί με τις άλλες ρεμπέτισσες στάθηκαν όρθιες και σταδιοδρόμησαν σ’ ένα εύθραυστο και καθόλου «καθώς πρέπει» επάγγελμα, υπηρέτησαν με έμπνευση και πίστη, με ερωτισμό και συγκίνηση το «κέντρο πρώτων βοηθειών» της ψυχής που υπήρξε πάντα το λαϊκό τραγούδι. Και μέσα από τη δύναμη της ερμηνείας και τη λάμψη της παρουσίας τους επηρέασαν με πλάγιο αλλά καθοριστικό τρόπο τις αντιλήψεις ενός ολόκληρου πολιτισμού, για τη συναισθηματική και ηθική θέση της γυναίκας στην κοινωνία, για τη βαθύτερη φύση, τον ψυχισμό της, για τις ανάγκες έκφρασης και εκπροσώπησης της, για τη μητρότητα και τον ερωτικό της σπαραγμό.
Το Χαρικλάκι, η Λιλή η σκανδαλιάρα, η Δημητρούλα, η γκαρσόνα δείχνουν κορίτσια ιδιαίτερα ελεύθερα για τα ήθη της εποχής του 1930. Η Στέλλα Χασκίλ, εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1918. Ήταν γνωστή ως «Σαλονικιά». Πατέρας της ο Χαΐμ Γαέγο και μητέρα της η Πέρλα Καμχή, σύζυγος του Ιάκωβου Γιεχασκέλ. Η Στέλλα άδικα παραγνωρισμένη και σχεδόν ξεχασμένη σήμερα, υπήρξε αναμφίβολα από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Η φωνή της είχε πράγματι κάτι το ιδιαίτερο που την έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες σύγχρονες ρεμπέτισσες. Ο τρόπος ερμηνείας της απλός και απέριττος χωρίς περίσσιες καλκάντζες αλλά ταυτόχρονα ειλικρινής και ζεστός κατά ομολογία αρκετών μουσικών ερευνητών και συναδέλφων της, χωρίς να επιδιώξει ιδιαίτερα την αυτοπροβολή της υπήρξε πάντα σεμνή και προσγειωμένη σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης. Η βελούδινη φωνή της αποτυπώθηκε σε 135 τραγούδια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ηχογράφησε σε πρώτη εκτέλεση τραγούδια της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής περιόδου με αλληγορική στιχουργική και παραπλανητικούς στίχους και η φωνή της τα επέβαλε παρά την αυστηρή λογοκρισία. Το «Κάποια μάνα στενάζει» και το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» έγιναν ύμνοι των εξόριστων και των κυνηγημένων. Η σημαντική αυτή γυναίκα έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή χτυπημένη από τον καρκίνο στις 28 Φεβρουαρίου 1954 σε ηλικία μόλις 36 ετών.
Η Ρόζα Εσκενάζι, η φημισμένη Ελληνίδα ντίβα ήταν σεφαραδίτισα Εβραία. Λεγόταν Σάρα και ήρθε από την Κωνσταντινούπολη με τον πατέρα της Αβραάμ, τη μητέρα, την αδερφή και τους αδερφούς της Σάμη και Νισίμ. Το απεριόριστο, τεράστιο ταλέντο της, της έδωσε μια πολύχρονη καριέρα από τις σημαντικότερες. Τραγουδούσε Ελληνικά, Τουρκικά, Αραβικά, Ιταλικά, Εβραϊκά, Αρμένικα και Ισπανοεβραϊκά. Ερμήνευσε όλη τη γκάμα του ελληνικού τραγουδιού από το δημοτικό μέχρι το ελαφρό. Η καριέρα της σηματοδοτείται από την ακμή του ρεμπέτικου, του οποίου υπήρξε η βασική γυναικεία φωνή. ’ψογη ερμηνεύτρια, με ύφος, τεχνική και πάθος υπήρξε σημείο αναφοράς και πρότυπο όλων των μετέπειτα τραγουδιστριών.
Τραγική σύμπτωση, το ρεμπέτικο του τεκέ, που τόσο ιδανικά υπηρέτησε, έμελλε να σβήσει με αφορμή ένα δικό της τραγούδι. Το «πρέζα όταν πιείς» στάθηκε αφορμή για την επιβολή της Λογοκρισίας του Μεταξά που άνοιξε το δρόμο στη σχολή Τσιτσάνη, θέτοντας στο περιθώριο τους ρεμπέτες του Μεσοπολέμου. Η Ρόζα είχε ένα εστιατόριο στην οδό Σατοβριάνδου στην Αθήνα. Κατά τη Γερμανική Κατοχή ήταν φημισμένη γιατη γενναιόδωρη βοήθεια που έδινε στους ανθρώπους αυτά τα δύσκολα χρόνια. Ρίσκαρε τη ζωή της καθώς βοηθούσε τους άλλους. Η ίδια εκπροσωπούσε οτιδήποτε κατεδίωκε το ναζιστικό καθεστώς: ήταν μια επιτυχημένη Εβραία καλλιτέχνιδα και επιχειρηματίας. Η υψηλότερα αμοιβόμενη καλλιτέχνιδα της εποχής της,
ηχογράφησε πάνω από 500 τραγούδια στη δεκαετία του 1930.
Τραγική σύμπτωση, το ρεμπέτικο του τεκέ, που τόσο ιδανικά υπηρέτησε, έμελλε να σβήσει με αφορμή ένα δικό της τραγούδι. Το «πρέζα όταν πιείς» στάθηκε αφορμή για την επιβολή της Λογοκρισίας του Μεταξά που άνοιξε το δρόμο στη σχολή Τσιτσάνη, θέτοντας στο περιθώριο τους ρεμπέτες του Μεσοπολέμου. Η Ρόζα είχε ένα εστιατόριο στην οδό Σατοβριάνδου στην Αθήνα. Κατά τη Γερμανική Κατοχή ήταν φημισμένη γιατη γενναιόδωρη βοήθεια που έδινε στους ανθρώπους αυτά τα δύσκολα χρόνια. Ρίσκαρε τη ζωή της καθώς βοηθούσε τους άλλους. Η ίδια εκπροσωπούσε οτιδήποτε κατεδίωκε το ναζιστικό καθεστώς: ήταν μια επιτυχημένη Εβραία καλλιτέχνιδα και επιχειρηματίας. Η υψηλότερα αμοιβόμενη καλλιτέχνιδα της εποχής της,
ηχογράφησε πάνω από 500 τραγούδια στη δεκαετία του 1930.
Μετά την αναβίωση της ρεμπέτικης μουσικής στη δεκαετία του 70 η νέα γενιά ασχολήθηκε πάλι με τη Ρόζα. Παρόλο που ήταν πια 75 ή 85 χρονών, τραγουδούσε ζωντανά και χόρευε, εμφανιζόταν και στην τηλεόραση. Σε συνέντευξη το 1972 είπε ότι είχε τρία εγγόνια από το μοναδικό της γιο, άρα υπάρχουν συγγενείς της και σήμερα. Πέθανε στις 2 Δεκεμβρίου 1980, θάφτηκε κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου. Η Ρόζα είχε μια γλυκιά σοπράνο φωνή με εξαιρετική έκταση, δύναμη και έλεγχο. Η δηκτική της φωνή είχε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ποιότητα. Η τρωτότητα στη φωνή της επικοινωνεί άμεσα με τον ακροατή μέσω της ερμηνείας των στίχων, χαρακτηριστικό που είχαν επίσης οι Edith Piaf και Billie Holiday. Μέσα από τις ηχογραφήσεις της, το μοναδικό ξεχωριστό κληροδότημα της Ρόζας εκτιμάται από τις επόμενες γενιές και εξακολουθεί να ζει.
Οι Ρεμπέτισσες είναι φαινόμενο κοινωνικό και μουσικό ανυπολόγιστης αξίας. Το έργο τους αποδεικνύεται κλασσικό. Γι’αυτές ενδιαφέρονται και ασχολούνται με κέφι νέοι άνθρωποι, σημαντικό παράδειγμα οι μαθητές του Μουσικού Σχολείου Καλαμάτας με το βιβλίο τους «Εμείςοι ρεμπέτισσες». Αυτή η εκδήλωση της επιτροπής μας είχε για το κοινό μια έκπληξη. Η δεκαεφτάχρονη Στελίνα Ζακάρ, μέλος της Εβραϊκής Νεολαίας Θεσσαλονίκης, βρήκε ανέκδοτα στοιχεία, φωτογραφίες και βίντεο για τις μεγάλες Εβραίες ρεμπέτισσες και τα παρουσίασε η ίδια. Η συμμετοχή αυτή είναι επιτυχία και ευχόμαστε να φέρει και άλλους κοντά μας.