Πολλά έχουν λεχθεί και έχουν γραφτεί για τους διάφορους ρεμπέτες.
Λίκνο των ρεμπέτηδων ήταν η περιοχή του Πειραιά, πρώτα η Δραπετσώνα και μετά
η Τρούμπα.
Στις περιοχές αυτές γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι γύρω στα 1920.
Απέναντι από τον Άγιο Διονύση είναι η γέφυρα του Ρεμπέτη, η γέφυρα που ενώνει τον Πειραιά
με τη Δραπετσώνα, που από κάτω περνούσε το τραίνο της Λαρίσης.
Για να γίνει κανείς ρεμπέτης έπρεπε να περάσει τη γέφυρα.
Στη Δραπετσώνα έγιναν μετά το 1922 τα πρώτα μπουζουκτσίδικα που συγκέντρωναν τους
μάγκες της εποχής. Ο ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας γιος ψαρά από τη
Σαλαμίνα - αναφέρει σε μια αφήγησή του: « Η Δραπετσώνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα
στέκια της μαγκιάς. Στους τεκέδες της και στα Βούρλα σύχναζαν κάθε καρυδιάς καρύδι.
Στους τεκέδες οι μάγκες κάπνιζαν ναργιλέ».
Στην «Κρεμμυδαρού» ήταν πολλοί τεκέδες όπως του Μίχαλου, του Σάλωνα, του
Μαρκεζίνη, του Σαραντόπουλου και άλλων.
Πολύ αργότερα, το 1968, έκλεισαν και τα «σπίτια», λιγόστεψαν τα καμπαρέ, όμως η φήμη
κι ο φόβος στην Τρούμπα έμεινε.
Ένας Θεσσαλονικιός, ο Θανάσης Π. που επισκέφθηκε την περιοχή το 1989, όταν
διορίστηκε δικαστικός αντιπρόσωπος σε εκλογές σημειώνει: «Κάνοντας μια βόλτα πίσω
από το Πρωτοδικείο στη Σκουζέ, είδα ένα βαμμένο κατακόκκινο μαγαζί. Δεν ήταν αυτό που
νομίζετε και νόμιζα κι εγώ αρχικά. Ηταν κέντρο διασκέδασης, "οικογενειακό"έγραφε
μάλιστα !!! Εκεί τραγουδούσε πλέον ο Γιώργος Ζαμπέτας, λίγο πριν πεθάνει, στην
Τρούμπα. Ηταν μέρα όταν πέρασα απ΄έξω, παρόλα αυτά μ'έπιασε φόβος, καθότι:
"Πέντε μάγκες στον Περαία....."
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ
Στην περιοχή αυτή έδωσε μαθήματα μπουζουκιού ο Γιοβάν Τσαούς ή Γιάννης
Εϊτζιρίδης - δηλαδή Γιάννης ο Λοχίας, από τον βαθμό με τον οποίο υπηρέτησε
στον τουρκικό στρατό- (1924-1925 τότε που το μπουζούκι ήταν απαγορευμένο όργανο).
Στην περιοχή αυτή έμαθαν μπουζούκι, έγραψαν, τραγούδησαν ή έσυραν τα βήματά
τους πολλές φορές οι Ρεγγίνας, Ζυμαρίτης, Μιμίκος Βογιατζής, Σκριβάνος, ο Στέλιος
Περπινιάδης, ο Γιάννης Γυλιάς, το Αλεκάκι, ο Χαρίλαος Κηρομύτης, ο Νίκος Αϊβαλιώτης,
ο Γιώργος Μπάτης, ο Γιάννης Παπαιωάννου, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Βασίλης Τσιτσάνης,
ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης –που δούλευε σαν εκδοροσφαγέας στο
γειτονικά σφαγεία – ο Ανέστης Δελιάς, ο Γιάννης Λελάκης, ο Στέλιος Κερομύτης,
ο Ηλ.Ποτοσίδης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Δημ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας),
ο Παναγιώτης Τούντας, ο Σ. Περιστέρης, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Μακαρόνας,
ο Σοφρωνίου και πολλοί άλλοι.
Οι Στράτος,Μάρκος, Μπάτης, Δελιάς είχαν σκαρώσει την κομπανία "τετράς".
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ - ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΕΡΟΜΥΤΗΣ
Οι γέννημα- θρέμμα ρεμπέτες του Πειραιά ήταν ο Στέλιος Κερομύτης, ο Δημ. Γκόγκος
από Ποριώτη πατέρα και ο Μιχάλης Γενίτσαρης.
Ο Μπάτης ήταν από τα Μέθανα και Μάθεσης από τη Σαλαμίνα.
"Πολλοί από όσους προαναφέρθηκαν έμεναν στην «Κρεμμυδαρού», όπως ο Ανέστης
Δελιάς, ο Απόστολος Χατζηχρήστος και άλλοι..
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ στην Αυτοβιογραφία του αναφέρει:
«Εκείνη τη χρονιά (1937) άρχισα συνεργασία με το συνθέτη Απόστολο Χατζηχρήστο,
ο οποίος ήτο και ο πρώτος που συνεργάστηκα. Είχαμε γνωριστεί στη Δραπετσώνα όπου
κι εκείνος κατοικούσε εκεί από πολλά χρόνια. Έπαιζε μπουζούκι παρέα με τον
Ηλ. Ποτοσίδη, τον Ανέστο Δελιά και το Μακαρόνα…… Ήταν φτωχό παιδί και εξαιρετικός
άνθρωπος και συνθέτης. Πολύ σεμνό και πολύ καλό παιδί. Έντιμος, φιλαλήθης
και κουβαρντάς»…...
Κι ένα κομμάτι από την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη:
«Βέβαια στον κύκλο που γύριζα να πούμε, τον μάγκικο αυτό, στους τεκέδες που πήγαινα,
ακούγαμε πολλά για διάφορους κουτσαβάκηδες προσωπικότητες... Εκεί, όταν είχα
γνωρίσει τον Αλέκο τον Σχίζα να πούμε, κάθε μέρα επήγαινα στο σπίτι αυτουνού,
εκεί στην Κρεμμυδαρού που ήταν το Καστράκι. Πίναμε χασίσι..... Είχε λεφτά αυτός......
Επήγαινα και του μάθαινα μπουζούκι και φουμέρναμε κιόλας ε; Αυτός έμενε εκεί
κάτω στην Κρεμμυδαρού, εδώ στο λιμάνι του Πειραιώς. Και πήγαινα κάθε μέρα στην
κάμαρά του. Ώσπου τώρα αυτόν τον ζήταγε η Ασφάλεια Αθηνών για κάτι κλοπές που
γινόντανε. Και ξέρανε αυτοί ότι άλλος δε μπορεί να τις κάνει ειμή αυτός, αλλά δεν
ξέρανε που βρίσκεται...»
Σχετικά με τα Βούρλα ο Μάρκος Βαμβακάρης αφηγείται:
«…Δεκαεννιά χρονών (το 1924) έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης από
τη Σύμη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώτη μου ερωτική επαφή.
Μεγαλύτερη είκοσι εφτά, είκοσι οκτώ χρονών, μου 'δινε και λεφτά και κουστούμια.
Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισσα, τη Ζιγκοάλα,(τη γυναίκα που παντρεύτηκε)
και την απαράτησα…».
Για τη Δραπετσώνα γράφτηκε το τραγούδι... «Αφ ότου εγεννήθηκα». (Το τραγούδι είναι
στο όνομα του Καρυδάκη, φίλου του Μάρκου αλλά μάλλον είναι δικό του.
Στίχοι: Γ. Δερέμπεης. Μπουζούκι: Σ. Περιστέρης. Ο Γιώργος Δερέμπεης ήταν
ο πατέρας της σπουδαίας μουσικού και πιανίστριας Βούλας Δερέμπεη.
Ο Δημήτρης Καρυδάκης ή Καρυδάκιας, βρέθηκε νεκρός-δολοφονημένος-στα χρόνια
της κατοχής, στη Δραπετσώνα και κανείς δεν έμαθε ποτέ, ποιός και γιατί τον σκότωσε.
Ανήκε στην παρέα της Πειραιώτικης Κομπανίας, αλλά ήταν "σπιτικό"μπουζούκι και
απέφευγε τη δημοσιότητα, το πάλκο και τις εταιρείες.
ΣΤΗ 10ΕΤΙΑ ΤΟΥ 40 Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΗΤΑΝ ΑΓΡΙΟΣ
Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος. Από την μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά
μας μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν.
Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλαο,
Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες,
Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες το δρόμο παίζανε, περνούσε
ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη
επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσιο τον ρίξανε
χωροφύλακα στον Πειραιά μες τα λυσσασμένα τσακάλια. Πρωτοδικείο, Εισαγγελία
δεν είχε τότε ο Πειραιάς! Από την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλουν
την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενον. Ο Μαρούδας και
ο Γαλιγάλης, Οι μάγκες είχανε συνθέσει και στίχους για τους μόρτες καταδότες και ας μην
τους ήξεραν και το τραγουδούσαν παίζοντας το μπουζούκι τους.
Ο Πειραιάς τότε είχε και έφιππη χωροφυλακή. Για τον σκυλόμαγκα ο άγραπτος νόμος είναι
σκληρός!
Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Τρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν
τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικο κ.λ.π. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι
για ταγκό κ.λ.π. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη
άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειρά τους βιολιά. Αυτή την διαρρύθμιση
είχαν όλα τα καφωδεία της Τρούμπας.
Οι φόνοι εκεί γινόντουσαν συχνότατα
Αφού του έτρωγε τα λεπτά του και τον έκανε στούπα, του έλεγε να την περιμένει
απέξω! Και η αρτίστα έβγαινε αγκαζέ με τον ντερβίση της, αλλά και ο άλλος ο επαρχιώτης
άγριος, και το ψυχικό γινότανε..
Επίσης και τα παιχνίδια ήταν πάμπολλα (λέσχες).
Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι, μπράβοι, αβανταδόροι, μούτρα, να πουν αμέσως φυλακή
σε ένα γνέμα!
Φόνοι πιο πολλοί στα παιχνίδια γιατί έχανες τα λεπτά σου, ίσως και ξένα που στα είχαν
εμπιστευθεί να τους ψωνίσεις κάτι πράγματα.
Και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι και ... όσο για μάγκες, δηλαδή ρεμπέτες, κάθε συνοικία
είχε τους δικούς της.
Αν ακουγότανε κανένας ρεμπέτης καλός με πράξεις σωστές ρεμπέτικες, δηλαδή
παλικαρίσιες εξηγήσεις, τότε ακουγότανε και στον Πειραιά, δηλαδή στην καρδιά του Πειραιά.
Στα παιχνίδια που είχαν οι νταήδες ανεγνωρισμένοι...
Έσπαγε τα δεσμά της συνοικίας του και από μαχαλόμαγκας αφανής –ενός μαχαλά -γινότανε
διεθνής.
Αναγνωριζότανε από όλες τις συνοικίες, αλλά πως;
Έπρεπε με έργα και όχι με λόγια, να μαλώσει, να μαχαιρώσει, να μπιστολίσει, να τραυματίσει
καλόν νταή ανεγνωρισμένον, ασχέτως εάν δεν πήγε στην φυλακή.
Μηνύσεις δεν γινόντουσαν, θα καθαρίζανε στον δεύτερο γύρο που θα έβγαινε ο χτυπημένος
απ'το νοσοκομείο...
Η αστυνομία το μάθαινε και ερχότανε να σου πάρει κατάθεση και εσύ τους έλεγες ότι έπεσες
από ένα μικρό γκρεμό και σου μπήκαν κάτι σίδερα στην κοιλιά... και σου έλεγε μακάρι μόλις
βγεις να σου μπούνε κι άλλα να ησυχάσουμε από εσάς τα τομάρια...
Αν όμως έκανες μήνυση κατέρρεες αυτομάτως και όλοι οι μάγκες είχαν να κάνουν με σένα
και να σε ξεφτιλίζουν...
Τέτοια γινόντουσαν που και που, μάλλον από γερασμένους νταήδες και από
φιγουρατζήδες ρεμπέτες...
Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τους μαγκίτες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης.
Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες
το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς)
ή από αργιλέ ή από τσιγαριλίκι.
Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε
μάθει στο σχολείο - φυλακή.
Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι.
Παιδιά κάτω των 20 χρόνων και ανώμαλοι απαγορευότανε η είσοδος δια καρπαζιάς,
σβουριχτής και κλοτσάς!
Εδώ το νταραβέρι είναι του τάδε και συχνάζει όλο το σκυλολόι».
Όταν δημιουργήθηκαν τα «Βούρλα» στη Δραπετσώνα, το 1875, η περιοχή ήταν ακατοίκητη.
Όμως μετά 60 χρόνια, το 1932, και αφού είχαν έρθει και οι πρόσφυγες από τη
Μικρά Ασία, ήταν κέντρο πυκνοκατοικημένης περιοχής και οι κάτοικοι δεν
ανέχονταν πια τα κακόφημα σπίτια.
Γι αυτό και έκαναν συνεχείς διαμαρτυρίες προς την Κυβέρνηση.
Τελικά το 1937 τα κακόφημα σπίτια των Βούρλων διαλύθηκαν και στο χώρο εκείνο
λειτούργησαν φυλακές.