Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Τα νότια προάστια στην κατοχή του 40

$
0
0

Όλοι ξέρουμε τι έγινε στο κέντρο της Αθήνας κατά τη διάρκεια της κατοχής των Γερμανικών στρατευμάτων. Τι γινόταν όμως εκείνη την εποχή στα νότια της πόλης;
Τα νότια προάστια στην κατοχή του 40
Το στρατηγείο της Γκεστάπο βρισκόταν στον αριθμό 6 της οδού Μέρλιν στο κέντρο της πόλης. Και διάσπαρτα τριγύρω του όλα τα κτίρια της διοίκησης των κατοχικών στρατευμάτων. Με τους Έλληνες σε κατοχή, την πόλη να ασφυκτιά σε κάθε της γωνιά και μόνο εκείνους που πρόδιδαν το έθνος να ζουν πλουσιοπάροχα υπό τις ευλογίες των κατακτητών. Αλλά η ιστορία της κατοχής στην Αθήνα, είναι λίγο ως πολύ γνωστή.
Στα νότια προάστια τι γινόταν στις αρχές της δεκαετίας του 40; Ευτυχώς έχουν διασωθεί ιστορικές πηγές για να μας διαφωτίσουν.

Η Γλυφάδα στην κατοχή

Η Γλυφάδα όπως και οι περισσότερες περιοχές των νοτίων αποτελούσαν τα χρόνια πριν τον πολεμο τόπο παραθερισμού. Όπως ήταν φυσικό, οι παραθεριστές λιγόστεψαν κατά τα χρόνια της κατοχής με τις συγκοινωνίες με το κέντρο της Αθήνας να έχουν διακοπεί από τον κατακτητή. Οι μεγάλες εκτάσεις βοσκής και καλλιέργειας ήταν ευεργετικές για τους κατοίκους της περιοχής οι οποίοι κατάφεραν να περάσουν τα δύσκολα αυτά χρόνια με τις προμήθειες που παρήγαγε ο τόπος τους.
Τα αρκετά νερά της Γλυφάδας και η εξαιρετική δραστηριότητα αρκετών Γλυφαδιωτών βοήθησαν και η Γλυφάδα πέρασε χωρίς θύματα την μαύρη κατοχή. Η κοινωνική αλληλεγγύη έκανε θαύματα κατά την περίοδο της κατοχής. Οι παλιοί μιλούν με νοσταλγία και συγκίνηση για τους κήπους που χάθηκαν. Η Γλυφάδα λοιπόν, ή μάλλον οι κάτοικοί της δεν πείνασαν στον πόλεμο και στην Κατοχή, όμως βομβαρδίστηκαν ανελέητα. Η Γλυφάδα υπέστη άγριους βομβαρδισμούς που οφείλονταν στην γειτνίαση με το στατιωτικό αεροδρόμιο στο οποίο είχαν εγκατασταθεί οι Γερμανοί. Σχεδόν όλη η συνοικία του Βοσπόρου καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς  των αγγλικών αεροπλάνων και τα καταφύγια και τα ορύγματα έγιναν μόνιμος τρόπος ζωής για τους λιγοστούς Γλυφαδιώτες .
Το δάσος της Γλυφάδας οι Γερμανοί το χρησιμοποίησαν για απόκρυψη και παραλλαγή πυρομαχικών και μεταφορικών μέσων. Έτσι το δάσος γλίτωσε από την άγρια ξύλευση της κατοχής, πράγμα που δεν γλίτωσε το δάσος του γειτονικού Υμηττού. Ακόμη οι Γερμανοί επίταξαν τα περισσότερα σπίτια των παραθεριστών και εγκατέστησαν σε αυτά αξιωματικούς αλλά και απλούς στρατιώτες .Ενώ  λοιπόν η κατοχή δεν έδωσε θύματα από την πείνα στη Γλυφάδα, έδωσε αντίθετα μεγάλες υλικές καταστροφές  αλλά και νεκρούς από τους συνεχείς βομβαρδισμούς .
Είναι μέσα στην κατοχή που η παντελής έλλειψη συγκοινωνίας, οδήγησε τους Γλυφαδιώτες στη διεκδίκηση, σύσταση  και λειτουργία του πρώτου γυμνασίου της Γλυφάδας. Είναι μέσα στην κατοχή που η κοινότητα αναβαθμίστηκε σε Δήμο με την ονομασία Δήμος Ευρυάλης πρώτος Δήμαρχος Ευρυάλης ο Ανδρέας Λαζαράκης, φυσιογνωμία που σφράγισε με την δράση του την κατοχική Γλυφάδα.
Στην περιοχή της Γλυφάδας όπως και σε εκείνη της Βούλας εντοπίζονται καταφύγια τα οποία είτε δημιουργήθηκαν είτε απλά έπεσαν στα χέρια των Γερμανών. Υπάρχει λεπτομερής καταγραφή των καταφυγίων που υπάρχουν στη Βούλα και τη Γλυφάδα, με το δίδυμο καταφύγιο της Γλυφάδας να έχει μείνει αναλλοίωτο στο χρονο. Το καταφύγιο της Γλυφάδας είναι σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της Βούλας, λίγο όμως μεγαλύτερο και εντελώς εγκαταλειμμένο και αφρόντιστο, ίσως και από την εποχή που το άφησαν οι Γερμανοί. Πλέον λείπει οτιδήποτε μεταλλικό από το εσωτερικό, όπως τα στηρίγματα για τις πόρτες και οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Υπάρχουν σημειώσεις στους τοίχους από επισκέπτες παλαιότερων εποχών (δεκαετίας κυρίως του 1950-60), οι χαρακτηριστικές φωλιές πολυβόλου σκουριασμένες στα σκαλιά εισόδων εξόδων, υδραυλικά φρεάτια, μία τριπλή δεξαμενή νερού και πλήθος θαλάμων και υπογείων τούνελ που τους συνέδεαν, σε διάταξη κατασκευής ακριβώς ίδια με του καταφυγίου της Βούλας.

Η Βουλιαγμένη στην κατοχή

Η όμορφη περιοχή της Βουλιαγμένης, τόπος παραθερισμού, πέρασε δύσκολα κατά τη Γερμανική κατοχή μιας και το σημείο ήταν στρατηγικής σημασίας για τον κατακτητή. Η περιοχή μοιαζει έρημη, μια και έχει περάσει πια ο καιρός της ειρήνης και των εκδρομών και αρχίζει η μαύρη περίοδος της κατοχής και της αγωνίας. Με τους μόνιμους κατοίκους να παλεύουν για να επιβιώσουν και τους Γερμανούς να έχουν κάνει επίσχεση σχεδόν σε κάθε πιθανή διέξοδο προς την παραγωγή αγαθών.
Η ταβέρνα της οικογενείας Λάμπρου επιτάσσεται από τις κατοχικές δυνάμεις. Η ταβέρνα μοναδικός χώρος σε διαστάσεις αλλά και στρατηγική θέση στο κόλπο της Βουλιαγμένης είναι το πρώτο οίκημα που επιτάσσεται. Ο Γερμανός που είναι επικεφαλής διατάσσει την άμεση εκκένωση του οικήματος, για να παραδοθεί άδειο και με ορθάνοιχτες πόρτες και παράθυρα στη στρατιωτική διοίκηση. Παράλληλα, το Ορφανοτροφείο λειτουργεί ως το κτίριο της Ναυτικής Διοίκησης των Γερμανών, με το νησάκι Φλέβες να είναι ενδεχομένως πιο ‘ζωντανό’ από την στεριά. Το νησάκι Φλέβες ήταν μεγάλο οχυρό των Γερμανών, εβάριθρα στελεχωμένο από σπίτια, ένα θέατρο ακόμα και οίκο ανοχής.
Kατά την Γερμανική κατοχή ο εργολάβος Μπαχάουερ έφερνε με ρυμουλκούμενο καμιόνι εργάτες από την Αθήνα για να ανοίξει το δρόμο που σήμερα αντιστοιχεί με τη Λ.Αθηνάς και οι παλαιότεροι ονόμαζαν Περιοχή είχαν κτίσει και μαγειρείο στό ύψος του σημερινού ξενοδοχείου Αρμονία, πίσω από το οποίο σύχναζαν τα μικρά πεινασμένα Ελληνόπουλα ζητιανεύοντας τα περισσεύματα των Γερμανών. Η διαμονή των Γερμανών εξυπηρετούνταν από μεγάλα στρατιωτικά τόλ αντί σκηνών.Η διαρρύθμιση του ξενοδοχείου ΑΚΤΗ είχε αλλάξει, ώστε να εξυπηρετηθούν οι Γερμανοί ναύκληροι των υποβρυχίων. Γοητευμένοι από τον Όρμο της Βουλ/νης το 1941 κατασκεύασαν πρόχειρη προβλήτα μπροστά στο μαγαζί ''Λάμπρος''. Ο Γερμανός Διοικητής που είχε επιτάξει το Ορφανατροφείο μάζεψε από τα κτίρια ότι σιδερένιο αντικείμενο υπήρχε κρεββάτια,καροτσάκια κλπ και κατασκεύασε με αυτά και τσιμέντο στην αρχή του μώλου του Ν.Ο.Β μία προβλήτα για να αράζει την βενζινάκατό του.
Ήταν μόνο η τύχη και ένα μεγάλο ναυάγιο το 1941 που επέτρεψαν στους κατοίκους να βρουν τροφή και να καταφέρουν να επιβιώσουν. Η Βουλιαγμένη ήταν γεμάτη συρματοπλέγματα που είχε στήσει ο Γερμανικός στατός για να περιορίσει κατοίκους και τους όποιους επισκέπτες της περιοχής. Τα συρματοπλέγματα είνα εμφανη στη φωτογραφία ντοκουμέντο της οικογένειας Κορδώνη - Διαπούλη από την παραλία της Βουλιαγμένης το καλοκαίρι του 42.

Το Ελληνικό στην κατοχή

Το 1943 με τη Γερμανική Κατοχή δίνεται η εντολή εκκένωσης της περιοχής και οι κάτοικοι βρίσκουν καταφύγιο σε σπίτια στην Καλλιθέα, την Κοκκινιά και τη Νέα Σμύρνη. Η περιοχή διαμορφώνεται σε εικονικό αεροδρόμιο με απώτερο σκοπό να μη βομβαρδιστούν οι πραγματικές εγκαταστάσεις. Οι βομβαρδισμοί επέτειναν την καταστροφή και την ερήμωση. Στην Κατοχή οι κοινότητες Γλυφάδας και Ελληνικού καταργούνται και στη θέση τους δημιουργείται ο Δήμος Ευρυάλης με το Νόμο 239/1943 ΦΕΚ Α΄ 174/1943. Δύο χρόνια αργότερα με αναγκαστικό Νόμο του 1945 αποσπάστηκε από το Δήμο Ευρυάλης και ανασυστάθηκε ως Κοινότητα Ελληνικού.
Με τη λήξη του πολέμου τον Οκτώβριο του ΄44 οι παλιοί κάτοικοι των Σουρμένων επιστρέφουν από τη «δεύτερη εξορία» όπως οι ίδιοι λένε και ξαναχτίζουν τα σπίτια τους. Η ανάγκη για χρήματα τους κάνει να πουλήσουν μέρος του κλήρου τους κυρίως σε άλλους Πόντιους πρόσφυγες.

Ο Άλιμος κα το Καλαμάκι στην κατοχή

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, το Καλαμάκι ήταν ένα απέραντο στρατόπεδο, επειδή ήταν κοντά στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Πρωτον μέλημα ήταν η οργάνωση του αεροδρομίου με βελτίωση για παροχή υπηρεσιών, απαραίτητη στους Γερμανούς, που θα εξυπηρετούσε επιθετικές και αμυντικές ανάγκες. Ο κύριος διάδρομος Βορρά-Νότου έπρεπε να μεγαλώσει για να δέχεται μεγάλα αεροπλάνα .Η επέκταση του έγινε από την πλευρά του Άλιμου χρησιμοποιώντας μπάζα από έναν λόφο που ήταν μεταξύ ρέματος Άγιου Νικολάου και σημερινών πρώτων υπόστεγων επισκευής αεροπλάνων Ολυμπιακής (πάνω από το μικρό λιμανάκι και την παραλιακή).Ίσως με την ενέργεια τους αυτή να κατέστρεψαν ότι είχε απομείνει από τον Αρχαίο ναό του Απόλλωνα του Δήμου Αλιμουντος όπως αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς -ιστορικοί που τον περιγράφουν ως ένα μεγαλόπρεπη ναό που τον που τον ξεχώριζαν όταν περιέπλεαν τα παράλια του Σαρωνικού. Η φρουρά του αεροδρομίου ήταν κατανεμημένη στον Άλιμο ως εξής: Μέσα στο αεροδρόμιο ήταν Γερμανοί έχοντας ως στρατηγείο τους την οικία Τογκλη (ανατολικά του γήπεδο ΣΟΚ).Φρουρούς είχαν Αυστριακούς με βάση τους την οικία Σταμουλη(βόρεια του αερολιμένα και κοντά στον κεντρικό διάδρομο)παρατηρητήριο της οικίας Υφαντιδη(κοντά στην παράλια )το είχαν οι Ιταλοί που κατά μεγάλο ποσοστό εξυπηρετούσαν και τα παράλια πολυβολεια. Αυτα ήταν εγκατεστημένα στον Αγ.Κοσμα,στον Ζέφυρο (πάνω από την σημερινή πλαζ, αρκετά υπερυψωμένα την εποχή εκείνη πριν την διαμόρφωση τους όπως είναι σημερα) και των λόφων Πανός-Αγ.Αννας.
Στο σημερινό Καλαμάκι είχαν επιταχθεί την οικία Μπολοβινου (Θουκυδιδου και Αθανάσιου Διάκου).Η κομαντατουρα ήταν επί της Αθ.Διακου σχεδον. Η δε τεχνική υποστηρικτική μονάδα για τα οχήματα τους ήταν στο Δημοτικο Σχολείο επί των Φαν Βαικ και παραλιακής .Επιπλέον χρησιμοποιήσουν και κτήρια επί της οδού Τον Βαικ και Θουκυδιδου για στρατόπεδα και μαγειρεία .Όλες όμως οι υπηρεσίες και η Διοίκηση αυτών των μονάδων ήταν στο Ανατολικό τμήμα του αερολιμένα. Αργότερα στον Δήμο μας εγκαινίασαν το Συμμαχικό Κοιμητήριο (μεταξύ Εδέμ και Άλιμου) για να τιμήσουν όσους έπεσαν κατά την διάρκεια του πόλεμου στην Ελλάδα .

Eν Αθήναις....το σπίτι του πρόσφυγα παππού

$
0
0



Έλεγε ο παππούς ο Μικρασιάτης ....
Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα για τους πρόσφυγες ακόμα και μετά από δέκα χρόνια
που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Τι να σου κάνει και η Ελλάδα ....φτώχεια και των γονέων.
Παράγκες πρόχειρες και στα "εξοχικά"Πατήσια σύνορα με την Ριζούπολη κοντά
στο γήπεδο του Απόλλωνα.
Χωμάτινοι δρόμοι με χαντάκια όπου κυλούσαν οι ακαθαρσίες.
Δίπλα έπαιζαν παιδιά που τσαλαβουτούσαν στα παλιόνερα παίζοντας.
Και πάλι καλά που είχαν δική τους παράγκα...
Υπήρχαν και μεγάλες μακρόστενες που χωρούσαν πάνω από 300 νοματαίους
και απ΄έξω με καλαμωτές πρόχειρες τουαλέτες με λινάτσα-πόρτα.
Οι αρρώστιες θέριζαν ....τα μωρά έκλαιγαν...οι ηλικιωμένοι ήθελαν να ησυχάσουν.
Κάθε χρόνος ο Δήμος μοίραζε δωρεάν πισόχαρτα στους πρόσφυγες για τις σκεπές
στις παράγκες.
Φτώχεια και των γονέων...
Χωρίς νερό...ηλεκτρικό...κανονικό κρεβάτι και τα "δωμάτια"της παράγκας
να έχουν πόρτα-σεντόνι.
Αυτοσχέδια σκαμνάκια...κανένα τραπεζάκι που βρήκαν και θα του έλειπε
και κάποιο πόδι .
Η λάμπα πετρελαίου ...μερικά τσίγκινα πιάτα αλλά....
Υπήρχε καθαριότητα όμως και τάξη μέσα στην παράγκα αλλά και έξω από
αυτή.
Τα πάντα ασβεστωμένα.
Η παράγκα του παππού υπήρχε και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄50
με ένα μικρό δωματιάκι τούβλινο όπως έλεγε ...δίπλα.
Κάπως μας φαινότανε σε εμάς τους μικρούς το σπίτι του πρόσφυγα παππού
με το μικρό τσαγκάρικο στον δρόμο ....αλλά γι αυτό σε άλλη ανάρτηση.

Πίσω στα παλιά

15/3/1950 ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΠΟΛΕΩΝ εναντίον ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ

Απίστευτη ρετρό ιστορία που θυμούνται λίγοι! Στα πρώτα διόδια δεν πλήρωναν για τη διέλευση των οχημάτων αλλά για το...!!!

$
0
0




Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι τη δεκαετία του ΄20, κοντά στη γέφυρα της Χαλκίδας υπήρχε παράγκα του Δήμου, όπου οι αρμόδιοι υπάλληλοι εφάρμοζαν τα λεγόμενα  «διαπύλια τέλη» , ένα θεσμό που υπήρξε προπομπός των διοδίων.
Οι υπάλληλοι  φρόντιζαν να ελέγχουν όλα τα είδη των εμπορευμάτων που έμπαιναν στη πόλη, αγροτικά και άλλα, και να εισπράττουν τον ανάλογο δημοτικό φόρο. Το καθημερινό εμπόρευμα ήταν το γάλα που το έφερναν οι Χαλιώτες για να το πουλήσουν στη Χαλκίδα μέσα σε κάδους φορτωμένους σε γαϊδουράκια. Οι υπάλληλοι εξέταζαν το γάλα και αν καμιά φορά το έβρισκαν νερωμένο το αδειάζαν στη θάλασσα!
Τέτοιους δημοτικούς σταθμούς για την είσπραξη τελών υπήρχαν και σε άλλα σημεία της πόλης που ήταν περάσματα προς τα ενδότερα: στον Άγιο Στέφανο, την οδό Μεσσαπίων και στην Λιανή Άμμο. Κάρα γεμάτα προϊόντα από κηπευτικά, ντομάτες, μελιτζάνες, σταφύλια και άλλα φρούτα πηγαινοέρχονταν καθημερινά από τα γύρω χωριά τροφοδοτώντας τη Χαλκίδα
mixanitouxronou

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΠΟΥΑΤ

$
0
0

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΜΕΘΟΥΣΕ - ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΠΟΥΑΤ
του Σπύρου Αραβανή και του Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ)
Μισόν αιώνα μετά την εμφάνισή τους, το μουσικό ύφος και ήθος των μπουάτ φαίνεται να επιστρέφει. Η μουσική παράσταση «Από την Πλάκα στο Γκάζι» στη σκηνή της Ωδήςιας, με τη συμμετοχή ορισμένων εκ των  πρωτεργατών του Νέου Κύματος προσέλκυσε πρόσφατα νοσταλγούς κάθε ηλικίας. Οι δίσκοι με τους «νεοκυματικούς» τραγουδιστές έρχονται ξανά στο προσκήνιο και το κοινό τους αγκαλιάζει. Οι μικρές μουσικές σκηνές, που αναζητούν τον πυρήνα του τραγουδιού, όπως αυτός παρουσιαζόταν στις θρυλικές μπουάτ της δεκαετίας του ’60 και του ’70 ολοένα και αυξάνονται. Μόδα ή ανάγκη; Αναζήτηση χαμένης εμπορικής φλέβας χρυσού ή χαμένης αθωότητας;  Το «boîte» ή ««κουτί», στα ελληνικά, κρύβει πιθανόν πολλές εκπλήξεις ακόμα. Ας το ανοίξουμε…




Ο μικρός χώρος με ένα πιάνο, μια κιθάρα και μια φωνή πάνω στη λιλιπούτεια σκηνή, τοποθετημένη σε απόσταση αναπνοής από τους θαμώνες, χρωστά την έμπνευσή του στον Γιώργο Μπουκουβάλα, ο οποίος το 1960 άνοιξε τον «Τιπούκειτο», στην οδό Νικοδήμου στην Πλάκα. Εκεί, όπου τα νοίκια ήταν φθηνά, οι πολυκατοικίες αποκλεισμένες δια νόμου και οι άνθρωποι του μόχθου. Οι  νεαροί Λάκης Παππάς και Κώστας Χατζής εμφανίζονται διαδοχικά εκεί και ο κόσμος αρχίζει να συγκεντρώνεται για να ακούσει τα τραγούδια «γυμνά». Δύο χρόνια μετά, ο χώρος κλείνει, και ο ιδιοκτήτης του ανοίγει το «Συμπόσιο». Όπως περιγράφει και ο Διονύσης Σαββόπουλος στο cd «Καταγραφές» του περιοδικού Ήχος & Hi-Fi: «Πιο υποφωτισμένο μαγαζί δεν είχε ξαναδεί η Αθήνα· ο κόσμος καθόταν κάτω στο δάπεδο, πάνω σε αρχαίες μαξιλάρες πίνοντας κρασί μέσα από χάλκινα ποτήρια και άκουγε τα καινούργια τραγούδια». Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα οι μπουάτ αρχίζουν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στην περιοχή. «Απανεμιά», «Αυλαία», «Δώμα», «Εσπερίδες», «Ερωτόκριτος», «Ζώδια», «Καρυάτις», «Κατακόμβη», «Κιβωτός», «Λεωνίδας», «Λήθη», «Λημέρι», «Λυχνάρι», «Νεφέλες», «Ρουλότα», «Σκορπιός», «Σούσουρο», «Σοφίτα», «Στοά», «Συμπόσιο», «Στέκι του Γιάννη», «Σχολείο», «Ταβάνια», «Τετράδιο», «Τζάκι», «Χάντρες», «Χρυσό Κλειδί», ατελείωτος ο κατάλογος. Οι περισσότερες συγκεντρωμένες στην Πλάκα, επί των οδών Μνησικλέους και Θόλου. Και εκτός Αθηνών, στη Μύκονο, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στην Ύδρα, από τις αρχές του ’60, οι χώροι ανοίγουν ο ένας μετά τον άλλον.
Ενδεικτικό της αποδοχής των μπουάτ ήταν οι μέχρι και τρεις παραστάσεις που περιελάμβανε το πρόγραμμα: 8-10, 10-12, 12-2 μετά τα μεσάνυχτα. Κύριο χαρακτηριστικό τους, η άμεση επικοινωνία ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στο κοινό. Η Μαρίζα Κωχ επιχειρεί έναν ορισμό αυτών των χώρων: «Η μπουάτ για μένα ορίζει μια εποχή που έχει μικρά καρεκλάκια και μεγάλο στριμωξίδι. Ένας προβολέας αυτοκινήτου πάνω στη σκηνή, καμία ωραιοποίηση, γυμνή αλήθεια. Οι μπουάτ υπήρξαν η γυμνή αλήθεια της μουσικής μας». Ο Σαββόπουλος, ο οποίος ανδρώθηκε μουσικά στις μπουάτ, μας επισημαίνει: «Έπρεπε να τα καταφέρεις με το τίποτα. Με μία κιθάρα, άντε κι ένα πιάνο. Οι θαμώνες κάθονταν μισό μέτρο απ’ τον τραγουδιστή  και οι τελευταίοι το πολύ στα πέντε-έξι μέτρα. Έπρεπε να ‘σαι απλός και άμεσος και έτοιμος να αυτοσχεδιάσεις». Και αναπολώντας συνεχίζει: «Στη «Στοά». 1964-65. Στην οδό Ξάνθου, στο Κολωνάκι. Με τη Μαρία Φαραντούρη και το Μάνο Λοΐζο. Απίστευτο πρόγραμμα. Το θυμάμαι και δεν το πιστεύω. Στη «Ρουλότα» ’65-’66. Οδός Βουλής. Πλάκα. Με την Καίτη Χωματά και τον Θάνο Μικρούτσικο ως πιανίστα». Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, παιδί και αυτός των ίδιων χώρων καταθέτει τη δική του αναφορά στην ιστοσελίδα MusicHeaven: «Τον Ιούνιο του 1968 κατέβηκα για πρώτη φορά στην Αθήνα και ο Πατσιφάς φρόντισε να με βάλει δίπλα στο Γιώργο Ζωγράφο κι αυτός ανέλαβε να με συστήσει στο εξαιρετικό κοινό που γέμιζε κάθε βράδυ την αυλή της μπουάτ "11"που βρισκόταν στο νούμερο 11 της Κυδαθηναίων. Τραγουδούσα μπροστά στην αφρόκρεμα του πνεύματος και έκανα γνωριμίες με σπουδαίους ανθρώπους. Για μένα ήταν η αυλή του παραδείσου. Δεν έβλεπα την ώρα πότε θα βραδιάσει για να ξαναζήσω τη μαγεία».
Το 1964 η μουσική που ακουγόταν στις μπουάτ απέκτησε και όνομα: «Νέο Κύμα». Νονός ο Αλέκος Πατσιφάς και η νεοσύστατη δισκογραφική εταιρεία Λύρα. «Νέο Κύμα» κατά το γαλλικό «nouvel vague». Οι μουσικοί του είτε μόλις είχαν αποφοιτήσει από το σχολείο (Καίτη Χωματά, Πόπη Αστεριάδη) είτε ήταν φοιτητές (η Αρλέτα και ο Νίκος Χουλιαράς σπούδαζαν στη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Γιώργος Κοντογιώργος σπούδαζε ιατρική και ο Μιχάλης Βιολάρης ήταν φοιτητής φιλολογίας). Εξέχουσα μορφή τους και ο πρόσφατα εκλιπών Γιώργος Ζωγράφος που είχε ξεκινήσει ως ηθοποιός, απόφοιτος της Σχολής του Κουν. Πρωτοτραγούδησε στην μπουάτ «Θαλάμη» της Μυκόνου κάνοντας στη συνέχεια σπίτι του για δυο δεκαετίες τις πλακιώτικες μπουάτ. Ο Γιάννης Σπανός γράφει μερικές από τις πιο αναγνωρίσιμες μελωδίες, εμπνεόμενος και από τις παρισινές μνήμες του. Άλλοι γνωστοί συνθέτες που συνδέουν την τέχνη τους με το Νέο Κύμα είναι ο Γιάννης Γλέζος, ο Λίνος Κόκοτος, ο Νίκος Μαμαγκάκης και ο Νότης Μαυρουδής, ενώ ποιητικές προσωπικότητες όπως ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Δημήτρης Ιατρόπουλος και ο Κώστας Κωτούλας προσφέρουν στίχους. Η μπαλάντα αποτελεί το βασικό μορφολογικό πυρήνα του Νέου Κύματος, το οποίο όμως γεννά και νησίδες λαϊκού ήχου, παραδοσιακών προσμίξεων, ή ροκ πειραματισμού. Όλα, με μιαν αύρα ανεμελιάς, αθωότητας και καλώς εννοούμενου ερασιτεχνισμού. Ο Σαββόπουλος, πάλι στο cd «Καταγραφές», αφήνει αινιγματικά ερωτήματα γύρω από την ουσία αυτού του ρεύματος: «Κι εγώ Νέο Κύμα είμαι. Δεν μας έλειψε το ταλέντο, ούτε ο πόθος του αγνώστου. Κι όμως, από όλη αυτή την ιστορία δεν έμεινε παρά μόνο το αεράκι μιας ελαφρότητος. Γιατί; Μήπως επειδή ό,τι πετύχαμε ήταν τίποτε μπροστά σε ό,τι ονειρευτήκαμε και θα θέλαμε; Ή μήπως ζήσαμε αυτή την τεράστια διαφορά σαν κάτι ελαφρύ και διασκεδαστικό»;


Τα υπαρκτά ερωτήματα γύρω από το Νέο Κύμα και την κληρονομιά του δεν αναιρούν τη σημασία της συνάντησής αυτού του τραγουδιού με τις μπουάτ. Ο Νίκος Μαμαγκάκης αποτιμά γενναιόδωρα τον χαρακτήρα αυτών των χώρων: «Οι μπουάτ ήταν ιερατεία του καλού τραγουδιού. Οι βραδιές στις μπουάτ ήταν ένα είδος μουσικών λειτουργιών. Πήγαιναν νέοι άνθρωποι που είχαν μια φαντασία και ένα όραμα, και άκουγαν κατεξοχήν υψηλή, μελοποιημένη ποίηση. Και ήταν και πρόσφορες, φτηνές, δεν χρειαζόταν να έχεις πολλά λεφτά για να πας». Το  αίσθημα που εξέφρασαν οι μπουάτ περιγράφει εύστοχα και οΜανώλης Ρασούλης («Εδώ είναι του Ρασούλη», εκδ. Ιανός): «Ήταν οι δικοί μας χώροι. Πήγαινες μ’ ό,τι ρούχα φορούσες. Καθόμασταν δίπλα-δίπλα κι όλοι μαζί μέσα σε μια κοινή μοίρα και πρεμούρα να επικοινωνήσουμε, να πλατσουρίσουμε σαν νήπια στο συλλογικό μας ασυνείδητο και σε μια νέα εθνική συνειδητότητα». Αυτή η συνειδητότητα ορίζεται και πολιτικά, μέσα από μια νεολαία και μιαν εποχή που έβραζαν. Ο Σαββόπουλος προσδιορίζει τις πηγές του κινήματος των μπουάτ ως εξής: «Ήταν η εποχή της ελπίδας διεθνώς. Εδώ στην Ελλάδα το φοιτητικό κίνημα 1-1-4 ήταν αυτονομημένο και ακηδεμόνευτο από το κόμματα. Μιλούσαμε εμείς και αυτοί άκουγαν. Η νεολαία χρειαζόταν τα τραγούδια της. Υπήρχαν βέβαια ποπ γκρουπάκια αλλά η τέχνη τους δεν ξεπερνούσε τα στενά όρια της χορευτικής μόδας. Λίγο πολύ μαϊμουδίζανε τους ξένους, ενώ η νεολαία ήθελε κάτι που να τις επιτρέψει να αισθανθεί μοντέρνα, χωρίς να χάσει την ψυχή της. Αυτό έψαχνε να βρει στις μπουάτ».
Τόπος γνωριμίας, λοιπόν, οι μπουάτ και συνάντησης. Όχι μόνο απλοί μουσικοί χώροι, κέντρα διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Αυτό μας τονίζει και ο Γιάννης Κούκλης, ο οποίος επί 50 χρόνια ζει και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στην οδό Μνησικλέους και πρόκειται εν έτει 2010 να ανοίξει εκεί μια καινούργια μπουάτ, ένα μουσικό καφενείο, όπως το ονομάζει: «Οι μπουάτ, αν δεν είχαν προοδευτικά μηνύματα, δεν μπορούσαν να σταθούνε. Ήταν προορισμένες για τους νέους αλλά και για τον απλό, φτωχό λαό. Ερχόντουσαν σε αυτές και πίνανε το βερμουτάκι τους, το κρασάκι τους, την πορτοκαλάδα τους και πλήρωναν ένα φθηνό εισιτήριο. Στις μπουάτ ερχόντουσαν και ποιητές και παρουσίαζαν τα ποιήματά τους. Θυμάμαι τακτικό θαμώνα τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Γινόντουσαν συζητήσεις για το τραγούδι, την τέχνη, την πολιτική…». Στις μπουάτ παίζονταν και δοκιμάζονταν ζωντανά τα καινούργια τραγούδια, ενώ γίνονταν ακόμα και τυχαίες συναντήσεις συνθετών και στιχουργών που γεννούσαν με τη σειρά τους νέες συνεργασίες. Ενδεικτικά, στη βιογραφία του Μάνου Λοΐζου («Μάνος Λοΐζος …η δική του ιστορία», εκδ. Σύγχρονη Εποχή»), ο Θανάσης Συλιβός σημειώνει: «Το 1964, μαζί με τον Σαββόπουλο και τη Φαραντούρη, ο Μάνος δουλεύει σε μια μπουάτ στο Κολωνάκι, τη «Στοά». Εκεί γνωρίζεται με την Κωστούλα Μητροπούλου (…). Μερικούς μήνες αργότερα, ο Μάνος γνωρίζεται με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο σε μια μπουάτ, όπου τραγουδούσε ο Ζωγράφος».
Το κίνημα των μπουάτ - γιατί περί κινήματος επρόκειτο – ανακόπτεται, όπως και τόσες άλλες πτυχές του λαϊκού πολιτισμού, από τη Χούντα των συνταγματαρχών. Αλλά η πολιτική διάστασή του εντείνεται. Στην ανέκδοτη αυτοβιογραφία του σε επιμέλεια Κώστα Νέλλα, ο Βαγγέλης Ντίκος, ο ιδιοκτήτης της «Απανεμιάς», τονίζει: «Οι μπουάτ υπήρξαν στέκια ανθρώπων συνήθως αριστερής πολιτικής τοποθέτησης. Ο κόσμος αυτός όταν έγινε δικτατορία συνέχισε να έρχεται εδώ. (…) Πολλές φορές κάποιος ή από τους τραγουδιστές ή από τους πελάτες φύλαγε τσίλιες στην πόρτα όταν τραγουδούσαμε ένα απαγορευμένο τραγούδι, μην τυχόν φανεί κάποιος άντρας της ασφάλειας ή της Ε.Σ.Α.». Στο υπόγειο μιας τέτοιας μπουάτ, το 1973 - «Αγρύπνια» το όνομά της και είκοσι μέρες η «ζωή» της ελέω δικτατορίας - κατέβηκε ο Νίκος Ξυλούρης για να ακούσει και ο ίδιος την παράσταση του Χρήστου Λεοντή, για την οποία είχε δημιουργηθεί θόρυβος. Όπως μας λέει ο συνθέτης, εκεί γνωρίστηκε με τον Ξυλούρη και εκεί οφείλει τη γέννησή του, ένας από τους σημαντικότερους ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών: το «Καπνισμένο Τσουκάλι», τα μελοποιημένα, δηλαδή, ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.
Μετά τη Χούντα, η έξαρση του πολιτικού τραγουδιού περνάει και στις μπουάτ, με κύριο εκφραστή τον Πάνο Τζαβέλα και το «Λημέρι» του, όπου ακούγονται κάθε βράδυ τα Αντάρτικα. Προωθημένες πρωτοβουλίες, όπως αυτή του Νικόλα Άσιμου και του Γιάννη Ζουγανέλη με το «Σούσουρο» της οδού Αδριανού, ένα είδος μπουάτ - πολιτικού καμπαρέ, ολοκληρώνονται άδοξα. Η εμφανής κληρονομιά της Δικτατορίας και οι αφανείς διαδικασίες ομογενοποίησης της Μεταπολίτευσης με τον ένα ή τον άλλον τρόπο έχουν ήδη συμβάλλει καθοριστικά στην αρχή του τέλους των μπουάτ. Από τα μέσα του ’70, η διαδρομή τους συνεχίστηκε με κατεβασμένες όμως πια τις ταχύτητες. Η περιοχή της Πλάκας αρχίζει να αλλάζει, οι μπουάτ γίνονται ταβέρνες και κοσμικά κέντρα, δημιουργούνται νέες μεγαλύτερες σκηνές (οι οποίες εξ ορισμού δεν μπορούν να αναβιώσουν το κλίμα των μπουάτ), οι τραγουδιστές  «αυξάνουν» τις απαιτήσεις τους, και το τραγούδι ακολουθεί το δρόμο της ΕΟΚ… Η Μαρίζα Κωχ δε μασάει τα λόγια της: «Στην Πλάκα μετά τη μεταπολίτευση, το ’74, έσκασε μύτη μια ομάδα ανθρώπων με πολλά χρήματα, οι οποίοι ήταν από τη Λαχαναγορά. Χρηματοδότησαν το «Θεμέλιο», την «Αρχόντισσα», τρεις-τέσσερις μπουάτ που μεγάλωσαν και έγιναν «σαν βαπόρια». Αυτοί έρχονταν με τις τσέπες γεμάτες χιλιάρικα, δέσμες. Άλλαξαν οι καρέκλες, έγιναν καθίσματα καφενείου, ήρθαν τα μεγάλα μεροκάματα, μπήκαν οι νέοι καλλιτέχνες, οι φίρμες της εποχής». Στη δεκαετία του ‘90 τα πράγματα χειροτερεύουν, δεδομένης και της απουσίας του αντίστοιχου τραγουδιού που θα μπορούσε εν δυνάμει να υποστηρίξει τέτοιους χώρους. Οι μουσικές σκηνές που γεννιούνται εκείνη την περίοδο ως αντίδραση στις μεγάλες πίστες φέρουν λίγο από το άρωμα των μπουάτ, ο μαρασμός των οποίων όμως συνεχίζεται αδιάκοπα.  Έτσι φτάνουμε στις αρχές του 2000, όταν και οι παραδοσιακές μπουάτ περιορίζονται στις εξής τρεις: «Εσπερίδες», «Απανεμιά», «Βάτραχοι». Αξίζει να μνημονεύσουμε ξεχωριστά και τις τρεις, εκ των οποίων οι δύο τελευταίες συνεχίζουν τη λειτουργία τους.
Οι «Εσπερίδες» υπήρξε ο χώρος του Γιάννη Αργύρη, του «πατριάρχη των μπουάτ». Τραγουδιστής και στιχουργός ο ίδιος, έξοχος μίμος και σατυρικός ηθοποιός, χάρισε το λόγο του σε τραγούδια-σταθμούς του Νέου Κύματος: «Έλα μαζί μου», «Πάει κι αυτή η Κυριακή», «Κάποιος γιορτάζει», «Μην κουραστείς να μ’ αγαπάς». Σε μια κουβέντα του με τον αείμνηστο Πάνο Γεραμάνη («Η ζωή μου ένα τραγούδι», εκδ. Καστανιώτης»), ο Αργύρης μνημόνευσε τα εξής: «Έδωσα πραγματικές μάχες με το εμπορικό κατεστημένο της μουσικής και με τον λαϊκισμό για να περάσει η αντίληψη των μπουάτ στις αρχές του ’60». Σε αυτές τις μάχες, ο Αργύρης βγήκε νικητής, κρατώντας τη φλόγα του ’60 ζωντανή στις «Εσπερίδες», από το 1964 ως και το 2004, όταν και έκλεισε ο χώρος. Σήμερα ο Γιάννη Αργύρης, απών από τα μουσικά πράγματα λόγω μιας σοβαρής ασθένειας που το ταλαιπωρεί από τις αρχές της δεκαετίας, παραμένει παρών στις συνειδήσεις και στις καρδιές τόσο των τραγουδιστών που πέρασαν από τις «Εσπερίδες» (Μαρία Φαραντούρη, Δημήτρης Μητροπάνος, Γιάννης Πουλόπουλος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς κ.ά.) όσο και του κοινού. Οι θαυμαστές του εκφράζονται ακόμα και στο Facebook, στην ομάδα «Εσπερίδες». Εμπνευστής της ένας ερασιτέχνης μουσικός της τελευταίας γενιάς που έπαιξε στις «Εσπερίδες», στις αρχές του 2000, ο Βασίλης Γαλλιάκης μας μεταφέρει θραύσματα στιγμών από εκείνα τα βράδια: «Κοντεύει 21:00 σε λίγο ξεκινάμε... Οι περαστικοί κοιτάνε από το παραθυράκι  πάνω από τα σκαλοπάτια· «ή μέσα, ή μέσα» φωνάζει ο Γιάννης Αργύρης. Παρέα με τον Αλέξανδρο κουρδίζουμε τις κιθάρες, πίνουμε τσικουδιές και σπάμε πλάκα με τον Γιάννη... Ο κόσμος σιγά σιγά μαζεύεται. Βλέπεις όλες τις ηλικίες… Τα ηχεία είναι γερασμένα, όπως και η μπουάτ μας αλλά ο κόσμος τραγουδάει μαζί μας και οι πιο τολμηροί ανεβαίνουν στην σκηνή. Χειροκρότημα, «αίσχος» φωνάζει ο Γιάννης Αργύρης. Πολλές φορές από τα γέλια δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε! (…) Η ώρα κοντεύει 03:00. Δεχόμαστε παραγγελιές και αφιερώσεις. Ο Βαγγέλης κερνάει. Τραγουδάμε Κατσιμιχαίους, Κηλαηδόνη, Γερμανό, Πάριο, Παπακωνσταντίνου, Σαββόπουλο, Πυξ Λαξ, Θαλασσινό, Ιωαννίδη, Σιδηρόπουλο και Θηβαίο».
Κι όμως οι «Εσπερίδες» έκλεισαν όταν συμπληρώθηκε τριακονταπενταετία και οι ιδιοκτήτες του χώρου έκαναν έξωση στο όνειρο ζητώντας μεγαλύτερο ενοίκιο. Σήμερα ο χώρος παραμένει γυμνός. Κοιτάζοντας μέσα από τα κάγκελα βλέπει κανείς ξεθωριασμένες τις φωτογραφίες που διακοσμούσαν τους τοίχους, συνθήματα στους τοίχους, τα περίφημα σκαλάκια της χορταριασμένα…Ο «υπόγειος ουρανός» όπως μας λέει χαρακτηριστικά σήμερα ο Γιάννης Αργύρης έχει μετατραπεί σε ένα βρώμικο υπόγειο. Κι όμως δεν του άξιζε τέτοιο μέλλον. Σε ένα χώρο όπου κάθε βράδυ για τόσες δεκαετίες νέοι και νέες συναντιόνταν για να αναπνεύσουν τα τραγούδια και τα αστεία νούμερα, όπου όπως θυμάται ο Αργύρης «είχε έρθει μέχρι και ο Όρσον Γουέλς, ο μεγάλος Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης, τον οποίο μάλιστα μια κυρία μπέρδεψε με τον Μάνο Χατζιδάκι», όπου «αρκετές φορές είχε έρθει ο Ωνάσης» και όπου «το κοινό δεν διακρινόταν σε πράσινους, κόκκινούς ή μπλε», «η αδιαφορία της πολιτείας και πιο συγκεκριμένα της Ντόρας Μπακογιάννη όταν ήταν Δήμαρχος της Αθήνας» συνεχίζει να είναι επιδεικτικά χαρακτηριστική. Ούτε καν σε επίπεδο τιμητικής σύνταξης…


Στριμωγμένη στην οδό Θόλου, το ιστορικό σοκάκι της Πλάκας και πλάι στις εγκαταλειμμένες «Εσπερίδες», η «Απανεμιά» με τον Βαγγέλη Ντίκο στο τιμόνι της κρατάει ακόμα ψηλά τη σημαία της «μπουατικής» διασκέδασης. Τον χώρο ανοίγει το 1964 ο ηθοποιός Αρτέμης Μάτσας, ενώ από τη σαιζόν ’70-’71 περνάει στα χέρια του Ντίκου. Το 1977 ο Ντίκος κυκλοφορεί στην Columbia τα «Τραγούδια της Απανεμιάς», ένα δίσκο με 12 αντιπροσωπευτικά τραγούδια του χώρου και του κοινού του. Σήμερα, η συγκεκριμένη μπουάτ είναι ένας δημοφιλής χώρος ψυχαγωγίας, κόντρα στα σημεία των καιρών, και φιλοξενεί ένα μίγμα νέων αλλά και παλαιότερων καλλιτεχνών.. Με την εμπειρία δεκαπέντε χρόνων στη σκηνή της Απανεμιάς, ο Θεόφιλος Μήτσης παρατηρεί το κοινό: «με ενθουσιάζει ότι έρχεται πάρα πολύ νεολαία, η πλειοψηφία είναι ηλικίας 16-17 μέχρι 27-30 ετών. Τη δεκαετία του ’90 ήταν πιο λίγη η νεολαία, πιο μαζεμένη… Η νεολαία ξέρει τα τραγούδια, ακόμα και τραγούδια που δεν ακούγονται από ραδιοφωνικούς σταθμούς». Ενώ ο Βαγγέλης Κορομηλής περιγράφει το στόχο που υπηρετεί η παρουσία του στην Απανεμιά: «να μνημονεύω και να υποστηρίζω τα τραγούδια και τους ποιητές που έγραψαν υγιή πράγματα. Η μπουάτ ‘Απανεμιά’ είναι μία όαση, ένας οίκος τέχνης. Ένα κρυφό σχολείο. Και θα γυρίσει πάλι εδώ το πράγμα. Αυτοί οι χώροι οι μικροί είναι οι ανθρώπινοι».
Οι «Βάτραχοι» στη Σόλωνος είναι νεότεροι της «Απανεμιάς», κρατάνε από το 1983 με πρωτεργάτη τον Γιώργο Αραπάκη, και από φέτος στο τιμόνι τους συνεχίζουν με τον τραγουδοποιό Μιχάλη Κλεάνθη. Ο Κλεάνθης έχει μακρά θητεία στο χώρο από το 1989, έχοντας περάσει και από τα σχολεία των «Εσπερίδων» και της «Απανεμιάς». Οι «Βάτραχοι» αυτοαποκαλούνται «ανεξάρτητος χώρος έκφρασης», χώρος που όμως αποπνέει άμεσα λίγο από το άρωμα των μπουάτ. Σε αυτόν έχουν παίξει κατά καιρούς ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Βασίλης Καζούλης, ο Δημήτρης Παναγόπουλος, ο Σταμάτης Μεσημέρης, ο Γιάννης Γιοκαρίνης, ο Νικόλας Άσιμος κ.ά. Ο Κλεάνθης μας περιγράφει το στίγμα του χώρου: «Δεν κρυβόμαστε πίσω από τα φώτα και τα ηχητικά τερτίπια της εποχής. Λέμε την αλήθεια έτσι όπως ακριβώς τη νιώθουμε. Εκφράζουμε όσο μπορούμε τον φρέσκο, τον ανήσυχο νου. Τα παιδιά που παίζουν δεν βιοπορίζονται αποκλειστικά από τη μουσική, έχουν όμως τέτοιο μουσικό επίπεδο που θα μπορούσαν να παίξουν άνετα σε οποιοδήποτε μουσικό σχήμα. Σήμερα στις παραστάσεις μας παίζουμε τραγούδια σύγχρονα (κυρίως τραγουδοποιών) αλλά και παλαιότερα… Γενικότερα πάντως μια μπουάτ για μένα είναι σαν να έρχεται κάποιος στο σπίτι σου και να τον κερνάς γλυκό σταφύλι και να του δίνεις ένα ποτήρι νερό. Να μη μεταχειρίζεσαι τους ακροατές ως πελάτες».
Οι μπουάτ, λοιπόν, αποτέλεσαν μία από τις πιο υγιείς, ζωντανές και άμεσες εκφάνσεις του ελληνικού τραγουδιού ως τρόπου ψυχαγωγίας και επικοινωνίας. Η αναγέννησή του κλίματος της μπουάτ, όχι ως μνημόσυνο και νεκρολογία αλλά ως σύγχρονη πρόταση με άποψη και λόγο ύπαρξης, είναι ένα ενδεχόμενο που μας γεννά χαρά και αισιοδοξία. Αν μη τι άλλο, ο αυθορμητισμός και η απλότητα των μουσικών «κουτιών» είναι στοιχεία που λείπουν από το τραγούδι μας, και από τις νυχτερινές του περιπλανήσεις σε μεγάλες πίστες και μουσικές σκηνές. Ο θόρυβος από τα πιάτα, τα ποτήρια και την οχλαγωγία των θαμώνων είναι στοιχείο αντίθετο της λογικής των μπουάτ. Η επιβίωση όσων λειτουργούν ακόμα και η διάδοση της αισθητικής τους σε ένα ευρύτερο κοινό είναι ένα στοίχημα που μπορεί και πρέπει να κερδηθεί. Αρκεί να βρεθούν τα σημεία συνάντησης με την τωρινή εποχή. Με τα λόγια του Διονύση Σαββόπουλου: «Άμα βρεις το κοινό στοιχείο που ενώνει εκατό ανθρώπους, μετά μπορείς να απευθυνθείς και σε εκατό χιλιάδες ανθρώπους. Αυτό μου ‘μαθε η μπουάτ. Να ψάχνεις το κοινό στοιχείο».

Εν Αθήναις....το κουκλί της Κοκκινιάς

$
0
0



"Κλαίγω μυστικά κουκλάκι μου,
μην το μάθει ο ντουνιάς
ότι για σένα λιώνω και πονώ μικράκι μου,
όμορφο κουκλί της Κοκκινιάς.
Μ’ άναψαν φωτιά μες στην καρδιά τα κάλλη σου
πάρε με μικρό μου μέσα στην αγκάλη σου
και μες στα φιλιά να σβήσω, πόθος της καρδιάς,
όμορφο κουκλί της Κοκκινιάς.
Μ’ άνοιξες πληγή κουκλάκι μου
μες στα φύλλα της καρδιάς
και η ζωή μου σβήνει πια για σε μικράκι μου,
όμορφο κουκλί της Κοκκινιάς."

Παλιό ρεμπέτικο που έγραψε ο Μικρασιάτης πρόσφυγας Παναγιώτης Τούντας.
Γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1886 και ήρθε στον Πειραιά με την
Καταστροφή όπου και εγκαταστάθηκε.
Έπαιξε σε διάφορα κέντρα της εποχής με δική του ορχήστρα.
Πέθανε στα χρόνια της Κατοχής.
Για κάποιους λόγους το παραπάνω ρεμπέτικο μου αρέσει και μου θυμίζει....
συγγενείς πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στην Κοκκινιά....
Οι Κοκκινιώτισες ανηψιές του παππού θείες μου....ήταν πανέμορφες
στα νειάτα τους.
Γεννημένες στην Κοκκινιά και με προχωρημένες ιδέες...
Το απόγευμα έξω από το προσφυγικό έκαναν την τσάρκα τους οι γαμπροί
και ο πατέρας των κοριτσιών έβγαινε με την φαλτσέτα
(τσαγκάρης σαν τον παππού κι αυτός),
για να τον δούν και να επιταχύνουν το βήμα τους.
Οι Κοκκινιώτισες ήταν ωραίες κοπέλες ....από Μικρασιάτισες μανάδες είχαν πάρει
από αυτές και ήταν κοκέτες. 
Ήξεραν να ντύνονται ...να περιποιούνται τον εαυτό τους....να συμπεριφέρονται.
Είχαν συνηθίσει να ακούνε τα διάφορα που έλεγαν γι αυτές ότι ήταν
εξ όλης και προόλης λόγω καταγωγής.
Περάσανε χρόνια για να αποδεχτούν οι ντόπιοι τους πρόσφυγες
αλλά και να πάρουν πολλά από αυτούς.

Πίσω στα παλιά

"Μ’ έριξες στο παραμύθι σαν να ήμουν κουτορνίθι, και τη μάσησα μαστίχα κι έχασα ό,τι κι αν είχα."

$
0
0
"Η δύναμη είναι στο παραμύθι "







Ένα εξώφυλλο απ'το 2007, στο Free Press «BLOW»
 Πηγή: www.lifo.gr

Ελάτε να καθαρίσουμε την Πανεπιστημίου

$
0
0

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η οδός Πανεπιστημίου, από τη Βουκουρεστίου προς την Αμερικής και την Ομήρου. Δεσπόζει η οικία Ερρίκου Σλήμαν, το Ιλίου Μέλαθρον, όπου στεγάζεται το Νομισματικό Μουσείο.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Για κάθε τετραγωνικό μέτρο εξωτερικής επιφανείας που έχει βανδαλιστεί απαιτείται ένα ενδεικτικό ποσόν των 20 ευρώ για να καθαριστεί αν το υλικό είναι μάρμαρο ή πέτρα. Αν είναι μπετόν ή χρωματισμένο μέταλλο, η τιμή πέφτει γύρω στα 15 ευρώ και, αν είναι πλαστικό, γυαλί ή ανοξείδωτο μέταλλο, το κόστος ανά 1 τ.μ. είναι περίπου 6 ευρώ. Απαραίτητη όμως είναι μετά η επίστρωση με αντιγκράφιτι υλικό, που κοστίζει 7 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Είναι σημειώσεις από το νέο φυλλάδιο του Δήμου Αθηναίων «Οδηγίες για την αφαίρεση των γκράφιτι», το οποίο έχει ήδη αρχίσει να μοιράζεται ούτως ώστε να υπάρχει αρχικά ενημέρωση και κινητοποίηση.

Ο δήμος εγκαινιάζει το πρόγραμμα «Ενας για όλους και όλοι για έναν», με αφετηρία και κορμό την οδό Πανεπιστημίου και με γενική φιλοσοφία μια ρεαλιστική προστασία της πόλης σε συνεργασία με τους πολίτες. Συνεργεία του δήμου καθάρισαν ήδη τον εξωτερικό τοίχο του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού, αλλά το ενδιαφέρον εστιάζεται στη συνεργασία δήμου, φορέων, επιχειρηματιών και ιδιωτών στην οδό Πανεπιστημίου, που, ως δρόμος υψηλού συμβολισμού, προσφέρεται ως «αστικό εργαστήρι» για τις συνέργειες που ελπίζεται ότι θα ευοδωθούν.


«Η αφαίρεση των γκράφιτι στην Αθήνα που αναλαμβάνει ο δήμος είναι, πέραν της συζήτησης περί τέχνης του δρόμου, και καλλιτεχνικής αστικής παρέμβασης», λέει η αντιδήμαρχος Αμαλία Ζέπου, δημιουργός του δικτύου «συνΑθηνά», μέσα από το οποίο ο δήμος επικοινωνεί και συντονίζει τις πρωτοβουλίες πολιτών. «Είναι μια ευκαιρία για σωστή ενημέρωση, εκπαίδευση και κυρίως προστασία και διατήρηση των σημείων όπου υπάρχει ήδη μια προσπάθεια από κατοίκους και ιδιοκτήτες».

Αν περπατήσει κανείς την Πανεπιστημίου, από το Σύνταγμα ώς την Ομόνοια, θα μετρήσει συνολικά 65 κτίρια (33 στην αριστερή πλευρά, κατεβαίνοντας από Σύνταγμα, και 32 στη δεξιά πλευρά). Εκτός από την αθηναϊκή τριλογία, που επί σειρά ετών είναι στόχος βανδαλισμών, υπάρχει μια μεγάλη διακύμανση στην ποιότητα και την τυπολογία κτιρίων, από το Ιλίου Μέλαθρον, την Αγροτική Τράπεζα, την Τράπεζα της Ελλάδος, τα κτίρια της Alpha Bank, το Αρσάκειο, το Ρεξ και το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στην Ομόνοια ώς εμπορικά κτίρια γραφείων χωρίς χαρακτήρα. Ενδιαμέσως, υπάρχουν ενδιαφέροντα κτίρια, αλλά το ζητούμενο εν προκειμένω είναι η ποιότητα του δημοσίου χώρου και κυρίως η αποτελεσματική αντιμετώπιση της διαρκούς παρακμής της πόλης. Ενδεικτική είναι η απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών να διατηρεί τις λαμαρίνες περιμετρικά του μεγάρου, για την προστασία του, με αποτέλεσμα η αισθητική εντύπωση να είναι αυτή της βαρβαρότητας.

Ο Δήμος Αθηναίων επιθυμεί, συνειδητοποιώντας και τις δυνάμεις του, να εκπαιδεύσει τους πολίτες αλλά και φορείς που έχουν οικονομική δυνατότητα για ένα έξτρα κονδύλι να επιστρώσουν τις εξωτερικές επιφάνειες με αντιγκράφιτι υλικό. «Ο δήμος αναλαμβάνει μέσω του “συνΑθηνά” να συντονίσει συνέργειες που θα συμβάλουν στη διατήρηση καθαρών προσόψεων», λέει η Αμαλία Ζέπου. «Ηδη, πολλές οργανώσεις, όπως το Ιστορικό Δίκτυο του Κέντρου της Αθήνας, το Let’s Do it Greece και άλλοι ιδιώτες έχουν δηλώσει τη συμμετοχή τους, που θα δώσει ένα παράδειγμα προς μίμησιν».

Το πρόγραμμα της οδού Πανεπιστημίου θα αρχίσει στις αρχές Απριλίου, θα είναι διάρκειας ενός έτους και θα έχει πιλοτικό χαρακτήρα. Ηδη έχουν γίνει επαφές με φορείς που έχουν έδρα την οδό Πανεπιστημίου, και η πρόσκληση συνεργασίας θα επεκταθεί. Σκοπός είναι η δημιουργία και ενός ταμείου, με τη μέθοδο του crowdfunding αλλά και της υιοθεσίας κτιρίων, με σκοπό τη συντήρησή τους. «Είναι ένα σύνθετο εγχείρημα που αναδεικνύει έναν νέο συσχετισμό του δήμου με τους πολίτες: εκπαίδευση, συνέργειες, συμμετοχή πολιτών, ρόλος του δήμου ως συντονιστή και ενορχηστρωτή ενεργών πολιτών και διαθέσιμου δυναμικού της πόλης». Τα λόγια της Αμαλίας Ζέπου ηχούν ευοίωνα, αλλά φυσικά απαιτείται ευρύτερη συνεργασία. Η προσπάθεια, όμως, αυτή πρέπει να υποστηριχθεί. Κυρίως από τους πολίτες.


Η Ωραία Κοιμωμένη του Μεσοπολέμου

$
0
0


modernism

Αναφερόμαστε συχνά στο παρελθόν της Αθήνας με έντονη τη διάθεση του θαυμασμού και της νοσταλγίας. Είναι διάχυτη στη δημόσια σφαίρα μια εύλογη αναπόληση για την παλιά Αθήνα και τη ζωή σε αυτή, που συνυπάρχει με μια εικόνα ενίοτε εξιδανικευμένη – κάτι που όμως δικαιολογείται απόλυτα αφού συνηθίζουμε να παρατηρούμε τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα είτε αυτοτελώς, αποκομμένα από το ευρύτερο περιβάλλον τους, είτε υπό το διαθλαστικό φως του πυκνού ιστορικού χρόνου.
Όταν ιδίως μνημονεύουμε το κτηριακό παρελθόν της πρωτεύουσας οι τάσεις αυτές δεν αντιστοιχούν σε κάτι γενικό και αόριστο, αλλά ενσωματώνουν ένα ολόκληρο σύνολο μνημειακού πλούτου που εκκινεί χρονολογικά στα χρόνια μετά την απελευθέρωση και φτάνει μέχρι την είσοδο της χώρας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι, όμως, η περίοδος αυτή μία, ενιαία και αδιαίρετη εθνικά, ιστορικά, αισθητικά, καλλιτεχνικά, οικονομικά και κοινωνικά; Αναμφίβολα, όχι.  Αφήνοντας κατά μέρος τις αναζητήσεις περί περιοδολόγησης στη γνωσιακή βάση και την «εργαλειοθήκη» (για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που έγινε της μόδας για άλλους λόγους)  της ιστορικής επιστήμης, θα αναφερθούμε σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο: Την περίοδο του αθηναϊκού Μεσοπολέμου.
Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος περιλαμβάνει τα έτη ανάμεσα στη Μικρασιατική Καταστροφή και το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, δηλαδή το διάστημα μεταξύ του 1922 και του 1940.
Ήταν, αναμφίβολα, μια περίοδος κοσμογονίας τόσο για τον Ελληνισμό, όσο και για την πόλη των Αθηνών. Η καταστροφή του μακραίωνου, λαμπρού ιωνικού πολιτισμού και ο ξεριζωμός των εκατομμυρίων προσφύγων είναι τα γεγονότα που στιγμάτισαν την τόσο ταραγμένη αυτή φάση. Λειτούργησαν μάλιστα ως θρυαλλίδα εξελίξεων σε μια χώρα που καλείτο να διαχειριστεί το οδυνηρό τέλος της «μεγάλης ιδέας», τις οικονομικές δυσχέρειες, τις πολιτικές αναταραχές σε συνδυασμό με την εγκατάσταση των προσφυγικών πληθυσμών σε διάφορες περιοχές της χώρας –  και, φυσικά, στην Αθήνα.
Την περίοδο εκείνη η Αθήνα διπλασίασε τον πληθυσμό της. Η σταδιακή ένταξη των προσφύγων, με μύρια βάσανα και δυσκολίες, με φτώχεια, ανέχεια και στερήσεις, αποτέλεσε πραγματικό άθλο για την πόλη, τις κρατικές δομές και φυσικά τους ίδιους τους ξεριζωμένους Μικρασιάτες. Προσφυγικοί καταυλισμοί στην περιφέρεια συνυπήρχαν με  πολυτελείς αστικές οικοδομές στο κέντρο. Μέσα σε αυτή την πρωτοφανή συγκυρία, μέσα σε συνεχή πολιτική αναταραχή παλινορθώσεων, πραξικοπημάτων, περιόδων συνταγματικής ανωμαλίας, μέσα σε βυθίσεις και ανόδους του οικονομικού κύκλου, η Αθήνα γνώρισε την τελευταία καλλιτεχνική καρποφορία στη σύγχρονη ιστορία της.
Η αλήθεια είναι πως έχουμε συνηθίσει να ταυτίζουμε το μνημειακό αρχιτεκτονικό παρελθόν γενικά με το νεοκλασικισμό, που έφτασε ως αντιδάνειο από τη Δύση και ενσωματώθηκε δημιουργικά και εξελικτικά στον εκλεκτικισμό χαρίζοντας στην Αθήνα αριστουργήματα και διαμορφώνοντας ένα αρχιτεκτονικό σκηνικό -σπαράγματα του οποίου μας μένουν σήμερα. Όμως ο αθηναϊκός Μεσοπόλεμος δεν έχει το νεοκλασικισμό ως κύριο χαρακτηριστικό του. Διαφορετικά και ετερογενή καλλιτεχνικά ρεύματα συσσωματώθηκαν σε έναν αθηναϊκό εκλεκτικισμό, αναπτύχθηκαν, ωρίμασαν, συνδυάστηκαν και έφτασαν στην ακμή τους λίγο πριν το ξέσπασμα του Πολέμου.
Αποκορύφωμα αυτής της διεργασίας ήταν αναμφίβολα τα εκατοντάδες κτήρια του «Μοντέρνου Κινήματος» που άνθησε στην Αθήνα τη δεκαετία του 1930, όταν και οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες την ευνόησαν. Παράλληλα με την υψηλή ανεργία και τη φτώχεια, τα χρόνια εκείνα αυξήθηκε κατακόρυφα ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής ενώ ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός του 1929 διαμόρφωσε το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο στηρίχθηκε η οικοδομική δραστηριότητα.
Οι διεθνείς εξελίξεις στην αρχιτεκτονική δεν βρήκαν την Ελλάδα στο περιθώριο, αφού  δεν ήταν αποκομμένη από τις ευρωπαϊκές τάσεις, ιδίως του γαλλικού εκλεκτικισμού και, βεβαίως, του Μοντέρνου Κινήματος. Πολυκατοικίες, μικρότερες κατοικίες, σχολικά κτήρια (στο πλαίσιο του προγράμματος του Οργανισμού Σχολικών Κτηρίων του 1930 από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου), Νοσοκομεία και άλλες κατασκευές φέρουν τα κοινά χαρακτηριστκά του Κινήματος αυτού, συχνά σε συνδυασμό με άλλους ρυθμούς.
Αν και οι απαρχές του και η ανάπτυξή του βρίσκονται στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, οι Έλληνες αρχιτέκτονες του Μεσοπολέμου, απόφοιτοι Σχολών της Ευρώπης και της Κωνσταντινούπολης ή της ελληνικής πια Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ που λειτούργησε το 1917, διαμόρφωσαν ένα μοναδικό εγχώριο ιδίωμα με χαρακτηριστικά που εντυπωσιάζουν σήμερα, όπως θα εντυπωσιάζουν και στο μέλλον:Επιβλητικές κυβιστικές προεξοχές στις όψεις (τα γνωστά στους αρχιτέκονες ως έρκερ), ελλειπτικά ή ημικλυκλικά επαναλαμβανόμενα μπαλκόνια και προεξοχές, στρογγυλοί φεγγίτες, γωνιώδη μεγάλα παράθυρα που βλέπουν ταυτόχρονα σε δύο σημεία του ορίζοντα, ψευδοδοκοί στις οροφές που μοιάζουν με καλοστημένα αρχαία ερείπια δημιουργώντας την εντύπωση της νοσταλγίας και του αχρονικού (ίσως μια εκδοχή ενός αθηναϊκού αρκαδισμού) που συνυπάρχει με την έλευση του μέλλοντος. Το μέλλον ως προσδοκία διαμορφώνουν και υπαινίσσονται τα νεωτερικά στοιχεία όπως τα στρογγυλά παράθυρα που παραπέμπουν σε παράθυρα αεροπλάνων.
«Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας», έγγραφε το 1935 ο Ανδρέας Εμπειρίκος στην Υψικάμινο, την ίδια χρονιά που χτιζόταν η πολυκατοικία της οδού Ομήρου 18, η οποία συνδύαζε τις κυβιστικές προεξοχές, τα γωνιώδη παράθυρα με τα γαλάζια εφυαλωμένα πλακίδια που αναπαριστούν κυματισμό. Τα τελευταία ήταν ελληνικής κατασκευής, από την ακμάζουσα τότε και έντονα εξαγωγική βιομηχανία κεραμικών.
Ταυτόχρονα, μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη μεταλλοτεχνία διατρέχει όλους τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Μια ελληνική εκδοχή της ευρωπαϊκής «αρ νουβώ» και «αρ ντεκώ» στα κάγκελα των μπαλκονιών, στις θύρες και στους φεγγίτες με σφυρίλατα μέταλλα και εξευγενισμένα σχέδια γεμάτα εκλέπτυνση και φαντασία. Αυτή η απαράμιλλη καλλιτεχνική γλώσσα υψηλής αισθητικής, διάχυτη από την απλούστερη κατοικία ως την πολυτερέστερη κατασκευή και στην οποία συνέβαλαν οι πρόσφυγες με την καλλιτεχνική τους παιδεία, δεν θα επανέλθει ποτέ πια μετά τον πόλεμο και αποτελεί κοινό γνώρισμα σε όλες τις κατασκευές της περιόδου εκείνης.
Ήταν μια τέχνη που πήγασε από μια συγκεκριμένη κοινωνία, δημιουργήθηκε από το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων και τάξεων στο μέτρο της καθεμιάς και απευθυνόταν στους πάντες, ενταγμένη στο ευρύτερο καλλιτεχνικό περιβάλλον της λεγόμενης «Γενιάς του ‘30». Ήταν μια γνήσια ελληνική και αθηναϊκή τέχνη με κοινή εκφραστική γλώσσα παρά τις ρυθμολογικές διαφοροποιήσεις, η οποία δεν θα επανεμφανιστεί στη μεταγενέστερη περίοδο όταν οι συνθήκες θα είναι πια διαφορετικές. Μόνο απόηχοί της θα απαντούν σε μεμονωμένες μορφές, όμως θα έχει χαθεί το ζωτικό πνεύμα εντός του οποίου δημιουργήθηκε. Η Αθήνα μετά τον πόλεμο, θα είναι μια άλλη Αθήνα.
Από εκείνη την εποχή μας έχουν μείνει ανέλπιστα πολλά. Πολλά κτίρια διασώζονται σε ικανοποιητική κατάσταση, όμως τα περισσότερα δυστυχώς αφήνονται να παρασυρθούν στην αμείλικτη ροή του χρόνου ενώ άλλα πέφτουν θύματα βανδαλισμού. Η δε κρατική προστασία είναι δυστυχώς ασθενική, αφού ο Μεσοπόλεμος αδικούμενος δεν έχει ενταχθεί στο επίσημο αφήγημα, ώστε να εκπορευθούν οι αναγκαίες δημόσιες πολιτικές.
Τη δεκαετία του 1980 ξεκίνησε το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, ενώ τα τελευταία χρόνια η κοινωνία των πολιτών δραστηριοποιείται όλο και πιο έντονα για την καταγραφή και τη διάσωση αυτής της πολύτιμης πολιτιστικής κληρονομιάς (όπως για παράδειγμα το “Monumenta” και το Modmovathens). Αλλά και πρωτοβουλίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με πρώτη του Νίκου Βατόπουλου με το πρωτοποριακό «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα», που αφύπνισε χιλιάδες πολίτες ή η ομάδα «Αθηναϊκός Μοντερνισμός» παρέχουν πολύτιμα ερεθίσματα ενδιαφέροντος σε πολίτες που δεν είναι υποχρεωτικά εξοικειωμένοι με την περίοδο δημιουργώντας το υπόστρωμα για την περαιτέρω ενεργοποίηση της δυναμικής αυτής που μπορεί να οδηγήσει στη σωτηρία περισσοτέρων μνημείων.
Διασχίζοντας σήμερα κάποιος την Αθήνα, ανακαλύπτει διαρκώς εικόνες του αθηναϊκού Μεσοπολέμου ή περιστοιχίζεται από αυτές χωρίς να το γνωρίζει:  Πολλές φορές σαν αρχιτεκτονικό σκηνικό με τις εξέχουσες γραμμές των κτηρίων που συνομιλούν ρυθμικά με το χώρο και το χρόνο, άλλοτε σαν μυστήριο που διαμορφώνουν οι σκιές της χαρακτηριστικής διακόσμησης στις εξώθυρες υπό το βραδινό φως των λαμπτήρων, άλλοτε πάλι σαν έκπληξη όταν ξεπροβάλλει απρόσμενα στο φως του αττικού ήλιου ή στα φώτα των οδών η μυστικιστική φιγούρα ενός τέτοιου κτηρίου. Όλες αυτές οι εικόνες δεν ανήκουν, φυσικά, μόνο στο παρελθόν. Ανήκουν στο αθηναϊκό παρόν και πρέπει να γίνουν θουκυδίδειο «κτήμα ες αεί»,αναπόσπαστο τμήμα μιας πανέμορφης μεσοπολεμικής πόλης που θέλει να μας αφηγηθεί, πολλά αλλά παραμένει εν υπνώσει. Της Ωραίας Κοιμωμένης του Μεσοπολέμου.
Εικόνα: το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας του Μοντέρνου Κινήματος στην οδό Ομήρου 18 (1935)
Ευχαριστίες, εκτός από το Νίκο Βατόπουλο, εκφράζονται στον Αρχιτέκτονα κ. Νίκο Καββαδά για την συνεχή του διδασκαλία και τη διαρκή μετάγγιση των γνώσεών του, στον Δρα Μενέλαο Χαραλαμπίδη και την Αρχιτέκτονα κα Καλλιόπη Κατσικαβέλη για τις πολύτιμες συζητήσεις και τη βοήθειά τους.

MIA ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ! Η Αγάπη της Μάνας και ο γιος που ντρεπόταν για εκείνη !

$
0
0

grioula
















Η ιστορία αυτή έκανε χιλιάδες μάτια να δακρύσουν…

Μια ιστορία αληθινή, αφιερωμένη στην αγάπη της μάνας προς τα παιδιά….

Η μητέρα του Γιάννη είχε μόνο ένα μάτι, ήταν μια γυναίκα ηλικιωμένη και καταπονημένη από την ζωή. 
Ο Γιάννης ντρεπόταν γι’ αυτήν κι ώρες ώρες την μισούσε. Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους.
Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας καθαρίστριας με ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα.
Μα από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του.
Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γεια.
Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένος. «Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό»;… αναρωτιόταν… Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε. Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου είναι σαν κύκλωπας έχει μόνο ένα μάτι!».
Ήθελε να πεθάνει , ήθελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!».
Αυτή δεν του απάντησε.
«Ήθελα να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Έτσι διάβαζα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά για σπουδές και τα κατάφερα, μα ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει. Δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού;» έλεγε αργότερα σ’ ένα φίλο του.
Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του!
Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί.
Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, θύμωσε μαζί της , επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει.
Τότε της φώναξε: «πως τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!».
Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους.
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε. Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια. 
Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ. 
Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι’ αυτόν:
“Αγαπημένε μου γιέ, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο υπερήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι. Ακόμη ένα πράγμα, είχα κάνει και μια μικρή ασφάλεια ζωής σε περίπτωση που μου συνέβαινε κάτι να μπορέσεις να μεγαλώσεις με αξιοπρέπεια, και ευτυχώς δεν μου συνέβηκε κάτι. Στην ασφάλιση αυτή έχουν μαζευτεί κάποια λεφτά και σε παρακαλώ πάρε τα για να σπουδάσουν τα εγγονάκια μου που αγαπώ όσο και εσένα..

Θα σε αγαπώ για πάντα

Η μάνα σου ”

ipaideia.gr

Εν Αθήναις...το μεροκάματο...το σχολείο

$
0
0





Τα νυχτερινά σχολεία εκείνα τα χρόνια είχαν πολλούς μαθητές.....
Τα πρωϊνά δουλεύανε για να βοηθήσουν τα σπίτια τους.
Για το ενοίκιο στο δωμάτιο της αυλής......για το συμπλήρωμα στο μικρό μεροκάματο
του πατέρα.
Πολλά παιδιά πουλούσαν λαχεία στο Κέντρο της Αθήνας.
Έπερναν και οι φτωχοί έστω να πετύχουν το αμορτί ....τον λήγοντα
να πάρουν πίσω το ταλληράκι και ακόμα ένα.
Δεν ψάχνανε για τα πολλά......
Τα παιδιά του νυχτερινού σχολείου ήταν το παράδειγμα για την γειτονιά....
Έφευγαν χαράματα για την δουλειά με την καστάνια (τάπερ της εποχής με φαϊ)
και τα βιβλία αναμάσχαλα.
Θα εύρισκαν κάποια ώρα το μεσημέρι να διαβάσουν σε κάποια αποθήκη
της δουλειάς σε κάποιο πατάρι και το βράδυ θα έφευγαν βιαστικά
για να μην αργήσουν στο σχολείο.





Έξω από το νυχτερινό σε κάποια γωνιά έβαζαν το κασελάκι με τις βούρτσες
και τα βερνίκια για τα παπούτσια....τους ταβλάδες για τα κουλούρια.
Αργά θα γύριζαν στο σπίτι .
Πολλά από αυτά δεν άντεχαν και άφηναν το σχολείο.
Μετά τον πόλεμο και οι μη γνωρίζοντες γραφή και ανάγνωση στις γειτονιές
ήταν πολλοί και είχαν καϋμό να μάθουν γράμματα τα παιδιά τους.
Έπρεπε όμως και αυτά να συνεισφέρουν στο τσίγκινο κουτί...στο ταμείο
της οικογένειας ειδικά όταν δεν υπήρχε πατέρας.
Συχνό το φαινόμενο...θα είχε πεθάνει....θα ήταν εξορία...θα ήταν μέθυσος...
θα είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του.

Πίσω στα παλιά



ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και υπομονή...θα περάσει και αυτό !

Σεξ στου Οθωνα τα χρόνια, όpγια στην Αθήνα του Ά30...

$
0
0
«Πικάντικα» δημοσιεύματα και «βρώμικα» χρονογραφήματα από το 1834 έως το 1938

Σεξ στου Οθωνα τα χρόνια, όpγια στην Αθήνα του Ά30... - «Πικάντικα» δημοσιεύματα και «βρώμικα» χρονογραφήματα από το 1834 έως το 1938

Tο 1923 «έντιμος υπηρέτρια με ζήλο και με ζέσιν» θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Γάτος» αγγελία, με την οποία «ζητά να βρη ανάλογον μέσα σε σπίτι θέσιν, με τα εξής προσόντα: ξανθά μαλλιά, μάτια γλαρά, καλοφτιαγμένο σώμα, γλυκύτατο χαμόγελο που μοιάζει σαν Τζοκόντα, δαχτυλιδένιο στόμα, γάμπες κανονικές, ματιές σατανικές, ζαχαρί ομιλία, παρέχει προς τον κύριον την κάθε... ευκολία». Μερικά χρόνια αργότερα οι συντάκτες του περιοδικού «Μπουκέτο» θα ενημερώσουν τους Αθηναίους για τα συμπτώματα της γυναικείας απιστίας ενώ «κοινωνική έρευνα» της εφημερίδας «Χρεοκοπία» θα αποκαλύψει πως οι έκφυλοι γλεντζέδες διαφθείρουν τις αθώες μικρές, ποτίζοντάς τες με κανθαρίνη! Σοφέρ αφηγούνται σε περιοδικά ιστορίες για τις ερωτικές ατασθαλίες των πρώτων κυριών των Αθηνών, αφοσιωμένες καμαριέρες εκμυστηρεύονται πως είναι αναγκασμένες να «ανέχονται» τον κύριο για να καλύπτουν την κυρία, μανικιουρίστες αποκαλύπτουν πως τα αριστοκρατικά κομμωτήρια στην πραγματικότητα είναι διαφθορεία. Αποκλειστικά ρεπορτάζ πληροφορούν την αθηναϊκή κοινωνία πως, πέρα από τα πορνεία γυναικών και τις γκαρσονιέρες, υπάρχουν και τα χαμαιτυπεία ανδρών για αχόρταγες μαντάμ, καθώς επίσης και οι «φιγιέρες» ή αλλιώς οι «κοριτσιέρες».Εχοντας γράψει για τη γαστρονομία, τη διασκέδαση και την καθημερινή ζωή στην παλιά Αθήνα κατά την περίοδο από την άφιξη του Οθωνα έως και πριν από την έναρξη του Β'Παγκοσμίου Πολέμου («Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται 1834-1938», Εκδ. Ωκεανίδα), ο οικονομολόγος και συγγραφέας Θωμάς Σιταράς, αυτήν τη φορά, μπαίνει στις κρεβατοκάμαρες (και όχι μόνο) των Αθηνών για να αποκαλύψει πώς ερωτεύονταν και κυρίως πώς ερωτοτροπούσαν οι Αθηναίοι εκείνης της εποχής. Αντλώντας υλικό από προσωπικές μαρτυρίες, σπάνιες φωτογραφίες και σκίτσα, χρονογραφήματα, διαφημίσεις και γελοιογραφίες, ο συγγραφέας παρουσιάζει στοιχεία για τις σχέσεις των δύο φύλων, τη σεξουαλική επανάσταση της εποχής, την εξέλιξη της θέσης της γυναίκας, τον έρωτα, τη διαφθορά και τη λαγνεία, για το πώς χαλιναγωγούσαν και, κυρίως, για το πώς ικανοποιούσαν οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες την ερωτική τους επιθυμία.
Με αφετηρία τις νεαρές τροφαντές Ατθίδες της περιόδου μετά την απελευθέρωση και κατάληξη τις κοσμικές κυρίες της «αμαρτωλής» δεκαετίας του 1930 που αναζητούν «αγοράκια 12-14 ετών», στις σελίδες αυτού του πρωτότυπου λευκώματος συνωστίζονται οι «παρδαλές», οι «παστρικές» και γερμανίδες «αρτίστες» του τέλους του 19ου αιώνα, ο Μιμίκος και η Μαίρη και οι πρώτες γυναίκες σερβιτόρες της Αθήνας, παρθένες με στολή και νοστιμούλες που προσφέρονται για περιπετειούλες στο Ζάππειο, γυναίκες «εγκαταλελειμμένες», γυναίκες «μαϊμουδίτσες», γυναίκες «κυρίες των κυρίων», συφιλιδολόγοι, άνδρες εραστές και άνδρες κερατωμένοι, «μπεμπεκούλες» και «θείοι» και κορίτσια «ανεγνωρισμένης παρθενίας» και πάσης φύσεως «ντεμουαζελίδια», κοινώς δεσποινίδια. Τα καμώματα όλων αυτών και πολλών άλλων πρωταγωνιστών μιας ερωτικότατης Αθήνας παρέχουν στον συγγραφέα τη δυνατότητα να ολοκληρώσει με τον πλέον «αδιάκριτο» τρόπο την απεικόνιση μιας κοινωνίας και μιας εποχής μακρινής πλέον αλλά ακόμη άκρως σκανδαλιστικής. Οσον αφορά τη λαγνεία πλέον και όχι τόσο τον ερωτισμό των κυρίων και κυρίως των κυριών της παλιάς Αθήνας, από τις δέκα δεκαετίες που παρουσιάζονται στο λεύκωμα, κυρίαρχη αναδεικνύεται η τελευταία, η δεκαετία του 1930. Ο συντηρητισμός της οθωνικής και της ρομαντικής περιόδου (1834-1880) θα αρχίσει να εξασθενεί κατά την τριακονταετία της Ωραίας - παρά τους πολέμους, τη φτώχεια και τις στερήσεις - Εποχής (Belle Époque), για να εξαλειφθεί εντελώς κατά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Πλέον οι γυναίκες κυριαρχούν - εργάζονται, κυκλοφορούν, διασκεδάζουν και ερωτοτροπούν, ξεσαλώνουν. Η Αθήνα του '30 ήταν πλήρως απελευθερωμένη σεξουαλικά και «απολύτως γαντζωμένη», όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «στο άρμα της μεγάλης αμαρτωλής ματρόνας, που λέγεται Γαλλία».
«ΒΛΕΠΙΣΤΕΣ». Μεταξύ των πολλών αθηναϊκών «ανωμαλιών», ιδιαίτερη θέση είχε και η οφθαλμοπορνεία ή αλλιώς το μπανιστήρι. Για όποιον «βιτσιόζο» ήθελε να «βλέπη το αγκάλιασμα των άλλων» υπήρχε το σπίτι της κυρίας Μαρίκας, διάσημο για τα «ερωτικά περισκόπιά» του, ήτοι «κάτι μαγικά κλειδιά που σας εισάγουν στους ερωτικούς παραδείσους των άλλων. Μπαίνετε σα διαρρήκτες μέσα, κλέβετε την ευτυχία των άλλων - με τα μάτια σας - και φεύγετε δίχως να σας αντιληφθούν». Με άλλα λόγια, «τα περισκόπια είναι μπανιστήρια ωργανωμένα, επιστημονικά, όπου κάθε "βλεπιστής"ικανοποιεί το βίτσιο του» ενημέρωνε το αθηναϊκό κοινό το περιοδικό «Φρου-Φου» σε ρεπορτάζ του 1934.
του Σάκη Μαλαβάκη /πηγή: tanea.gr
http://www.akous.gr

Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου: Πάμε σαν άλλοτε...

$
0
0

Τι ίχνη απέμειναν από την Ελλάδα της Μικρασιατικής Καταστροφής και του «Όχι»; Πόσο διέφερε η ζωή του Μεσοπολέμου από την σημερινή; Το in2life επιχειρεί μια διερευνητική ματιά στην πιθανώς πιο καθοριστική περίοδο του 20ου αιώνα και συνειδητοποιεί πόσους κύκλους κάνει η Ιστορία.
Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου: Πάμε σαν άλλοτε...



του Γιώργου Κόκουβα

Φοξ τροτ και τσάρλεστον ακούγονται από τα καλύτερα σαλόνια. Κυρίες περνούν επιδεικνύοντας τον φετιχισμό τους στα καπέλα, ενώ τα καλοκαίρια οι πλαζ φιλοξενούν τα πρώτα «μπεν-μιξτ», τα προκλητικά μικτά μπάνια. Από την Μάντρα του Αττίκ ακούγονται νοσταλγικές μελωδίες, ο Ελύτης συζητά με τον Εμπειρικό στις γωνιές της πόλης, ενώ στην Αθήνα καταφθάνουν οι ευρωπαϊκές μόδες της φυσιολατρίας, της Κοκό Σανέλ και των καζίνο. Όπως θα καταλάβατε, μπήκαμε στην μηχανή του χρόνου και μεταφερθήκαμε λίγες δεκαετίες πίσω, στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. 

Και ενώ η κοσμική Αθήνα ανθεί, η πολιτική ζωή… πενθεί τον θάνατο της σταθερότητας. Μεταξύ δύο δεινών, μεταξύ ενός «ωχ» και ενός «όχι» ορίζεται ο ελληνικός Μεσοπόλεμος. «Γεννήθηκε» στις στάχτες της Σμύρνης και στις μαύρες σελίδες της Μικρασιατικής Καταστροφής και πέθανε την (γνωστή) 28η Οκτωβρίου με την διάσημη άρνηση. 

Τι συνέβη όμως σε αυτές τις δύο δεκαετίες που καθόρισαν την πορεία της χώρας στον 20ο αιώνα; Οι ιστορικοί επιμένουν πως στον Μεσοπόλεμο διαμορφώθηκε ο κορμός του σύγχρονου ελληνισμού, γι’ αυτό και αναζητάμε τα χνάρια και την μυρωδιά του στην πορεία της Ιστορίας και αναρωτιόμαστε: Είναι τελικά τόσο μακρινή όσο ακούγεται εκείνη η εποχή; 

Πάμε σαν άλλοτε 





Ο Μεσοπόλεμος ξεκινά για την Ελλάδα αρκετά καθυστερημένα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει, ο ελληνισμός συνεχίζει να δοκιμάζεται στο «μέτωπο» του αλυτρωτισμού. Η Μικρασιατική Καταστροφή φέρνει στην χώρα ένα τεράστιο προσφυγικό κύμα, το πολιτικό σκηνικό κλονίζεται από πραξικοπήματα, δημοψηφίσματα και σκάνδαλα και το κραχ του 1929 σφραγίζει το ασταθές σκηνικό. 

Και ενώ όλοι σπεύδουν να παραλληλίσουν την σημερινή κατάσταση με την χρεοκοπημένη Ελλάδα του Τρικούπη, στον Μεσοπόλεμο ίσως κρύβεται η απαρχή των διλημμάτων και των πολώσεων της κοινωνίας όπως την βιώνουμε και σήμερα.Διαβάστε τις παρακάτω προτάσεις και σκεφθείτε αν ισχύουν για… παραπάνω από μία εποχές. 

- Προσφυγικά ζητήματα:
 Οι μετανάστες γίνονται σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, οι συνθήκες διαβίωσης γίνονται δύσκολες και για αυτούς αλλά και για τα μεσαία στρώματα που πλήττονται από την φορολογία και οι αυτόχθονες αντιμετωπίζουν τους νεοφερμένους ως παρίες που τους απειλούν. 

- Οικουμενική κυβέρνηση: Ένας τραπεζίτης αναλαμβάνει πρωθυπουργός της Ελλάδας εν μέσω εκτάκτων συνθηκών για να αποφευχθεί η ακυβερνησία και να οδηγήσει τελικά την χώρα σε εκλογές. Είναι ο Αλέξανδρος Ζαΐμης και αναλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία μιας οικουμενικής κυβέρνησης μετά από την δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος ανέλαβε «πρωθυπουργός» παίρνοντας μάλιστα ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή των Ελλήνων, και πριν την επάνοδο του Βενιζέλου. 

- Δικομματισμός: Μετά από μία μακρά περίοδο επικράτησης δύο παρατάξεων και αλληλοδιαδοχής τους στην εξουσία, ο λαός «αγανακτεί» με τα σκάνδαλα των κυβερνήσεων και το πολιτικό σκηνικό αναδιαρθρώνεται. Στην περίπτωση του Μεσοπολέμου, πρόκειται για τους βενιζελικούς και τους φιλοβασιλικούς, των οποίων η ασταθής πολιτική προξένησε πραξικοπήματα, απόπειρες δολοφονίας (περίπτωση Βενιζέλου), καθεστώτα ουσιαστικής ανελευθερίας (δικτατορία Μεταξά), αποχωρήσεις στελεχών τους και σχηματισμό νέων κομματικών ομάδων και φυσικά, έντονες λαϊκές κινητοποιήσεις. Οι καπνοπαραγωγοί απεργούν σε όλη την βόρεια Ελλάδα, ενώ την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Βενιζέλου είναι η τελευταία του Μεσοπολέμου που διανύει ολόκληρη την τετραετία της (’28-’32), πέφτοντας τελικά υπό το βάρος ενός σκανδάλου περί συμβάσεως του δημοσίου με την εταιρία ηλεκτρισμού Power. 

- Δημοψήφισμα: Ένα από τα ελάχιστα δημοψηφίσματα που έχουν διενεργηθεί στην χώρα μας πραγματοποιήθηκε στις 13/4/1924, το δίλημμα του οποίου ήταν «κατάργηση ή όχι της βασιλευομένης δημοκρατίας». Η ζυγαριά έκλινε προς την κατάργηση, ο Βασιλιάς αποχώρησε, και τελικά, μία δεκαετία αργότερα, το αποτέλεσμα «μαγικά» αναιρέθηκε, καθώς μέσα στην αστάθεια των εξελίξεων, ο Γεώργιος Β’ επέστρεψε στον άδειο θρόνο. 

Ελάτε μαζί στο Τελωνείο του Πειραιά το 1936

$
0
0




Στην «Αίθουσα» του Τελωνείου, με τους επιβάτες που φτάνουν στον Πειραιά... Αγωνία για κάθε Έλληνα ταξιδιώτη εκείνης της εποχής. Μη κοιτάτε τώρα που τα ξεχάσαμε όλα αυτά λόγω Ε.Ε..
«Ο Έλλην μπορεί να καυχάται παντού όπου κι’ αν βρίσκεται για την καταγωγή του, και ένας Θεός ξέρει αν δεν το κάνει. Όχι όμως και όταν πρόκειται να αποβιβασθή εις το λιμάνι του Πειραιώς, προερχόμενος από το εξωτερικόν.

Εκεί, από τη στιγμή πού θα δοθή το «πράτικο» -η άδεια δηλαδή της εξόδου των επιβατών εις την ξηράν- έως την ώρα πού θα μπορέση, ελεύθερος πιά να επικοινωνήση με τον υπόλοιπο κόσμο, μεταβάλλεται εις ένα άθλιον και ελεεινόν όν, πού αν δεν έχει να ντραπή για τίποτα άλλο, θα πρέπει να ντρέπεται ασφαλώς γιατί είνε Έλλην και δεν έχει γεννηθή Βούλγαρος, Γάλλος, Γερμανός, Τούρκος, Άγγλος, Ισπανός ή Μεξικάνος.

Για όλους αυτούς και για τας υπολοίπους ακόμη φυλάς του κόσμου, μεταξύ της αποβάθρας και του σταθμού των ταξί δεν υπάρχει κανένα εμπόδιον. Μπορούν να περάσουν ανενόχλητοι τον μεταξύ χώρον.

Αλλά για τους άλλους –και οι άλλοι είνε οι Έλληνες- μεταξύ της αποβάθρας και των ταξί υψώνεται ένα τρομερόν κτίριον, το Τελωνείον Πειραιώς και η περίφημος «Αίθουσα» του, από την οποίαν υποχρεωτικώς πρέπει να περάσουν. Αν βγαίνοντας από εκεί διασώζουν ατσαλάκωτη την αξιοπρέπειάν τους θα πρέπει ασφαλώς να είνε πολύ τυχεροί.

Από την «Αίθουσα» περνούν βέβαια και οι ξένοι, αφού είνε το φυσικόν πέρασμα εκ της αποβάθρας προς την πλατείαν. Αλλά περνούν με όλας τας τιμάς. Κανείς δεν τους ενοχλεί.

Ο αρμόδιος τελωνειακός υπάλληλος στέκεται στην πόρτα, περιορίζεται να τους ρωτήση με όλην την δυνατήν ευγένειαν και εις γλώσσαν πού μοιάζει αορίστως με τα Γαλλικά:

-Ο κύριος έχει να δηλώση τίποτε;

Η απάντησις είνε συνήθως αρνητική. Και εδώ σταματούν όλες οι διατυπώσεις. Ο ξένος αφήνεται να περάση και να συνεχίση τον δρόμον του έως την εξώθυρα διά να παραδοθή εις τις φροντίδες και τις περιποιήσεις των σωφέρ πού περιμένουν.

Αλλά για τον ντόπιον, για τον απόδημον Έλληνα πού ξαναγυρίζει στην πατρίδα του ή για τον έμπορον πού επιστρέφει από ένα ταξίδι στο εξωτερικό τα πράγματα αλλάζουν.

-Περιμένετε!

Με την λέξι αυτή, πού απευθύνεται προς όλους όσους έχουν την τιμήν να είνε Έλληνες χωρίζονται τα πρόβατα από των εριφίων. Και αφού οι ξένοι απομακρυνθούν αρχίζει ο έλεγχος.

Ο έλεγχος δεν είνε εφεύρεσις των τελωνειακών υπαλλήλων πού δεν κάνουν παρά μόνον το καθήκον των. Τον ορίζει ο νόμος. Κάθε επιβάτης προερχόμενος από το εξωτερικόν δεν μπορεί να έχη άλλα αντικείμενα εκτός από εκείνα πού του χρησιμεύουν προς ατομικήν χρήσιν. Όλα τα άλλα υπόκεινται εις δασμόν.

Ο νόμος όμως αφήνει πλήρη ελευθερίαν στους υπαλλήλους ως προς τον τρόπον της ασκήσεως αυτού του ελέγχου. Οι αρμόδιοι επί του ελέγχου υπάλληλοι κρίνουν με το μάτι τους επιβάτες. Και η πείρα τους κάνει να μην γελιούνται. Σε ένα νεύμα του αρμοδίου ελεγκτού –και υπάρχουν πέντε ή έξη εις την «Αίθουσαν»- βαλίτσες, μπαούλα, τα πάντα, ανοίγονται με μιας και το περιεχόμενόν των έρχεται εις το φώς.

Για τους άνδρες ισχύει η ακόλουθος κατάταξις:

Πρώτοι έρχονται οι επιβάται της τρίτης θέσεως. Σ’ αυτούς ο έλεγχος είνε γενικός και αυστηρότατος. Και τις πιο πολλές φορές αποδεικνύεται όχι άχρηστος. Από τη Δευτέρα θέσι αρχίζουν η εξαιρέσεις, κατά την κρίσι πάντοτε του αρμοδίου ελεγκτού. Και εις την πρώτη γενικεύονται. Πρέπει να υπάρχουν σοβαραί υπόνοιαι εναντίον επιβάτου της πρώτης θέσεως, όπως μας είπαν, για να γίνη έρευνα είτε σωματική, είτε στις αποσκευές τους.

Όλοι όσοι συλλαμβάνονται εισάγοντες αφορολόγητα αντικείμενα δεν πληρώνουν μόνον τον ανάλογον δασμόν. Πληρώνουν συγχρόνως και πρόστιμον πού κάποτε φθάνει εις το διπλάσιον του δασμού. Το δικαστήριον των τελωνειακών παραβάσεων πού εδρεύει μέσα εις το Τελωνείον εργάζεται αδιακόπως… ».

«Ακρόπολις», 1936
(Διαβάστε επίσης, αγαπητοί φίλοι, στη στήλη μας «Συνεντεύξεις» τι δήλωσαν κάποιοιτελωνειακοί στον ρεπόρτερ της εφημερίδας)

Εν Αθήναις...στο δημοτικό σχολείο

$
0
0


Μια τάξη Δημοτικού σχολείου από τα αξέχαστα χρόνια.
Ποδιά και γιακαδάκι άσπρο που δεν το φόραγα ποτέ γιατί κάπως
μου έκανε.
Η καθαρεύουσα .... με τις περισπωμένες...τις δασείες ...τις ψιλές.....
Στην αρχή πένα με μελάνι και μετά το μπίκ......
H δασκάλα......"....πιο στρογγυλά τα γράμματά σου.....μπράβο έτσι...."....
Και από τους παλιούς συμμαθητές .....άλλοι "έφυγαν"νωρίτερα....
άλλοι υπάρχουν ....αγνώριστοι από τον αδυσώπητο χρόνο.
Μερικοί έπαιξαν ρόλους στην διακυβέρνηση του τόπου....
Άλλοι είναι  γνωστοί καλλιτέχνες......
Τις πινακίδες στην τάξη τις έγραφε ο καλλιγράφος...
Είχαμε και τετράδιο καλλιγραφίας και φυσικά μάθημα...
Η δασκάλα γύριζε ανάποδα την σελίδα και εξηγούσε ότι έτσι καταλάβαινε
τον καλύτερο σε αυτό το μάθημα.
Μια πινακίδα γράφει...."μας επήραν το σχολείο μας για τις εκλογές..."
Άλλη για τον αργαλειό της Ελενίτσας....η τάξη αυτή προφανώς θα ήταν
στην επαρχία.
Το δικό μας δημοτικό σχολείο ήταν ένα παλιό αρχοντικό δωρεά
κάποιου εύπορου των χρόνων εκείνων.
Ευτυχώς που υπήρχαν και αυτοί....
Στην αυλή το πλυσταριό ήταν ο χώρος που έμενε η επιστάτρια του σχολείου.
Στο διάλειμμα μοίραζε στα παιδιά το γάλα και το τυρί που μας έστελναν οι σύμμαχοι.
Έβγαζες το ψωμί από την τσάντα έβαζες το τυρί ενδιάμεσα ....
Στο τσίγκινο κύπελο που είχες πάντα θα έπινες το συμμαχικό γάλα από σκόνη
κλείνοντας την μύτη...για να τα καταφέρεις.

Πίσω στα παλιά


Και ενώ η Χώρα βουλιάζει ....

$
0
0





Αγωγή εναντίον της Ολγας Γεροβασίλη 

καταθέτει ο Γιώργος Κουμουτσάκος

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Την κατάθεση αγωγής κατά της κυβερνητικής εκπροσώπου Όλγας Γεροβασίλη ανακοίνωσε
 ο εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας Γιώργος Κουμουτσάκος, με μήνυμά του στο Twitter.
«Καταθέτω αγωγή κατά της κ. Γεροβασίλη», έγραψε ενώ με προηγούμενο μήνυμα του είχε πει :
«Όταν σου επιτίθενται ταυτόχρονα οι μηχανισμοί της εξτρεμιστικής δεξιάς και της Συριζαίικης προπαγάνδας, ξέρεις ότι είσαι στο σωστό δρόμο».
Αφορμή για την αγωγή του κ. Κουμουτσάκου κατά 
της κ. Γεροβασίλη αποτέλεσε τοποθέτηση της τελευταίας, η οποία έκανε λόγο για σχέσεις του κ. Κουμουτσάκου με άτομα που εμπλέκονται σε υποθέσεις πολιτικού εκβιασμού, επικαλούμενη δημοσίευμα.
Νωρίτερα με δήλωσή του ο κ. Κουμουτσάκος είχε τονίσει:
«Στην εποχή της κυβέρνησης που καταστρέφει τη χώρα, τρέχουσες συνομιλίες μεταξύ εκλεγμένου βουλευτή - Εκπροσώπου Τύπου πολιτικού Κόμματος και δημοσιογράφου, που γίνονται σε ανύποπτο χρόνο και δεν έχουν την παραμικρή σχέση με υπόθεση που απασχολεί τη Δικαιοσύνη, καταγράφονται από κρατικές υπηρεσίες, δημοσιοποιούνται και μετά παραποιούνται δολίως από την κυβερνητική εκπρόσωπο! Η γκεμπελικής έμπνευσης, χονδροειδής απόπειρα σύνδεσης παντελώς άσχετων πραγμάτων αποδεικνύει ότι, με τρόπο βορβορώδη, στήνουν σκηνικό λασπομαχίας και διχασμού εν όψει της Τρίτης», ανέφερε νωρίτερα με δήλωσή του 
ο κ. Κουμουτσάκος, απαντώντας στην κ. Γεροβασίλη.

Θέλω στα μπουζούκια... μεσημέρι να με πας

$
0
0

ΓΙΩΤΑ ΣΥΚΚΑ

Η λειτουργία των μουσικών σκηνών και ειδικότερα της πίστας έχει συνδεθεί με ατελείωτο ξενύχτι, όμως οι αναδουλειές φέρνουν νέους κανόνες.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Αν ο χώρος του θεάτρου βρήκε δεκάδες τρόπους για να αντιμετωπίσει την κρίση, και τα κατάφερε, τακτικές επιβίωσης αναζητεί και ο χώρος του τραγουδιού και της νυχτερινής διασκέδασης. Τραγουδιστές μετακινούνται στο θέατρο και ιδίως στις παραστάσεις μιούζικαλ, άλλοι δοκιμάζουν τις θεατρικές τους αντοχές όπως η Τάνια Τσανακλίδου στο Θέατρο Τέχνης, άλλοι γράφουν και ερμηνεύουν τη ζωή τους όπως η Χαρούλα Αλεξίου συγκινώντας το κοινό, άλλοι μετακινούνται διαρκώς σε διαφορετικές μουσικές σκηνές μέσα στη σεζόν, οι νεότεροι εξαντλούν τα όριά τους εκτός κέντρου.

Αυτή την εποχή που όλα δοκιμάζονται μήπως και βρεθεί το καινούργιο που θα δώσει τη λύση, φαίνεται πως επιβίωσε και η διασκέδαση της Κυριακής. Το ανάλαφρο τραγουδάκι του Γιώργου Μητσάκη «Θέλω στα μπουζούκια απόψε να με πας», με τη φωνή της Μαρίκας Νίνου, έγινε κάλεσμα σε φιλικές συνομιλίες στο facebook για τα μεσημέρια της Κυριακής. Και αυτό ακριβώς είναι το οξύμωρο. Η λειτουργία των μουσικών σκηνών και ειδικότερα της πίστας έχει συνδεθεί με ατελείωτο ξενύχτι, μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ. Oμως οι αναδουλειές στη λειτουργία των κέντρων φέρνουν νέους κανόνες.


Το τετραήμερο Πέμπτη με Κυριακή της δεκαετίας του ’90 έγινε τριήμερο, συρρικνώθηκε σε διήμερο και σε κάποιες περιπτώσεις μόνο Σάββατο βράδυ, ειδικά για τις μεγάλες πίστες στο Γκάζι. Μαζί, «έπεσε» και όλη η αλυσίδα. Οι χώροι στάθμευσης, που πολλαπλασιάστηκαν με την αλλαγή της φυσιογνωμίας της Ιεράς Οδού σε λεωφόρο διασκέδασης, τα τελευταία χρόνια αναζητούν πελάτες. Οσο για την Παρασκευή, που κάποτε ήταν η καλύτερη επιλογή για εκτόνωση μαζί με το βράδυ του Σαββάτου, παρέδωσε πια τη θέση της.

Οι αλλεπάλληλες αλλαγές και η επιφύλαξη του άλλοτε άνετου κοινού οδήγησαν τους επιχειρηματίες στην επιλογή του μεσημεριού της Κυριακής. Στην «Ιερά Οδό» η επιστροφή του Γιάννη Πάριου στη νύχτα με τη Μελίνα Ασλανίδου και τους Stavento θεωρείται από τις επιτυχημένες επιλογές της σεζόν. Μια χαρά όμως τα καταφέρνει το σχήμα και με την κυριακάτικη εκτόνωση. Ανάλογο είναι και το μοντέλο του Vox, στο οποίο η Νατάσα Θεοδωρίδου με τους νεότερους Στέλλα Καλλή, Νικηφόρο Ραφαηλίδη και Κωνσταντίνο Φραντζή έφτιαξαν ένα λαϊκό πρόγραμμα και με παρλάτες (γιατί βέβαια το τραγούδι φλερτάρει διαρκώς με το θέατρο κι εκείνο μαζί του). Το ωράριο ίδιο: αρχίζει στις 4 και διαρκεί έως τις 9.30 το βράδυ.

Αν η λειτουργία της πίστας μεσημεριάτικα είναι κάτι πρωτόγνωρο για τις συνήθειες της νυχτερινής λάιφ στάιλ επίδειξης και συμπεριφοράς, για τα λαϊκά πάλκα και τα ρεμπετάδικα είναι γνώριμη τακτική. Στη «Στοά των Αθανάτων», στη Σοφοκλέους, όπου άλλοτε τραγουδούσαν στιβαρές μορφές του ρεμπέτικου όπως ο Κούλης Σκαρπέλης, ο Τάκης Μπίνης, ο Χοντρονάκος, σήμερα πιάνουν δουλειά μεσημέρι - βράδυ Παρασκευής, Σαββάτου (Κυρ. μόνο μεσημέρι) οι Δημήτρης Τσαουσάκης, Κατερίνα Σκορδαλάκη, Χρήστος Μανιάτης και Μαρία Δεικτά. Στο «Αρχοντικό του Σαράντη», οι Γ. Λεμπέσης, Μαρία Σταφυλοπάτρη και Μαριάνθη Λιουδάκη διασκεδάζουν σε ρεμπέτικους δρόμους Παρασκευή, Σάββατο, αλλά και το μεσημέρι της Κυριακής, όπως και στο «Περιβόλι τ’ ουρανού» στην είσοδο της Πλάκας οι Πίτσα Παπαδοπούλου, Λένα Αλκαίου και Ζωή Παπαδοπούλου. Το ίδιο και «Στων Αγγέλων τα μπουζούκια» στην πλατεία Ανοιξης, όπου εμφανίζεται ο Μιχάλης Δημητριάδης με τη Μαρία Σουλτάτου και τον Μανώλη Μιχαλάκη.

Σ’ αυτή την περίπτωση φαίνεται πως οι μικρότεροι χώροι (όχι όλοι), ταυτισμένοι με την παραδοσιακή λαϊκή διασκέδαση, αντέχουν περισσότερες ημέρες λειτουργίας την εβδομάδα. Ομως, αν παρατηρήσει κανείς την εικόνα της συνοικιακής ψυχαγωγίας, θα δει πως όλο και περισσότερες ταβέρνες προσθέτουν φωνές και όργανα στο κυριακάτικο τραπέζι στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν περισσότερους πελάτες μετά τον πρωινό καφέ.

Διαφορετικό είδος οι «Γραμμές» στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, στον Κεραμεικό, διάλεξαν κι εδώ την επιλογή του μεσημεριού στο πρόγραμμα που κρατούν ο Γιώργος Μαργαρίτης και η Ραλλία Χρηστίδου.

Σαν κυριακάτικο τραπέζι

«Οι παραστάσεις της Παρασκευής τα τελευταία χρόνια στα μπουζούκια έπεσαν στο 1/2 κι εκείνες του Σαββάτου στο 1/3», λέει μετρ νυχτερινού κέντρου, εξηγώντας πως η Παρασκευή δεν είναι πια ασφαλής επιλογή. Οσο για την τάση της κυριακάτικης εκτόνωσης, που ξεκίνησε δειλά δειλά τα τελευταία χρόνια σε πίστες αλλά και μεγάλες αίθουσες που έστηναν προγράμματα ανάλογης αισθητικής μεσημεριάτικα, συνδυάζει –τονίζει συνάδελφός του σε πίστα της Πειραιώς– πολλά: «Εχει κάτι από τον χαρακτήρα του μεσημεριανού κυριακάτικου φαγητού, της οικογενειακής συνάντησης με φίλους και συγγενείς, που άλλοτε βλέπαμε στα σπίτια και σήμερα περισσότερο στις ταβέρνες. Ουσιαστικά οι επιχειρηματίες αντικαθιστούν τη «φθαρμένη» Παρασκευή με άλλη ημέρα. Οσο για την Κυριακή, οι Ελληνες πάντα σχεδίαζαν μια έξοδο. Απλώς μειώνουν την κατανάλωση».

Η άνοδος και η πτώση των λαϊκών σινεμά της Αθήνας

$
0
0

 
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Του Δημητρη Ρηγοπουλου

Αν μιλάμε για κινηματογράφο και μόνο η αναφορά σε λαϊκά (και μη) σινεμά ακούγεται τουλάχιστον ως πλεονασμός. Η κατεξοχήν λαϊκή τέχνη του 20ού αιώνα εξυπακούεται ότι θα παίζεται σε «λαϊκά» σινεμά. Δεν είναι έτσι. Πολύ σύντομα στην ιστορία του κινηματογράφου, ήδη από την εποχή του βωβού, διαμορφώθηκαν τάσεις και σχολές που δεν απευθύνονταν στο ίδιο κοινό. Οπως συμβαίνει και σήμερα, ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής προοριζόταν να καταναλωθεί από τις μάζες των πόλεων, ενώ ταινίες καλλιτεχνικών απαιτήσεων ήταν καταδικασμένες να προβληθούν σε ένα περιορισμένο δίκτυο αιθουσών.
Αυτές τις ημέρες στο πλαίσιο του 13ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, τις γνωστές μας «Νύχτες Πρεμιέρας» (19-30 Σεπτεμβρίου) βρίσκεται σε εξέλιξη ένα αφιέρωμα στο grindhouse. O όρος δεν περιγράφει κάποιο κινηματογραφικό είδος, αλλά μια συγκεκριμένη κατηγορία κινηματογραφικών αιθουσών που άνθησαν στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του '60 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80. Φωλιασμένα στις πιο κακόφημες γειτονιές των κέντρων των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, τα Grindhouse theatres αποτελούσαν την ξεθωριασμένη, βρωμερή κατάληξη των πολυτελών κινηματογράφων του '30 και του '40. Στα αμερικανικά Grindhouse το ρεπερτόριο ήταν αναπάντεχα ευρύ: σοκαριστικά ψευδοντοκιμαντέρ και υποτιθέμενα snuff movies, γυμνόστηθες στάρλετ αλλά και hardcore πορνογραφία, εξωτικά τσιμπούσια ανθρωποφαγίας, ανάστατες γυναικείες φυλακές και S&M ναζιστικά πάρτι, ζόμπι και αιματορουφήχτρες καλλονές, σπαγγέτι γουέστερν και οργίλες καλόγριες, άγριες συμμορίες και ψυχεδελικά τριπάκια. Μέρα και νύχτα πόρνες, πρεζόνια, νταβατζήδες, άστεγοι, ηδονοβλεψίες ή μοναχικοί τύποι με περίεργα γούστα πλήρωναν το ποταπό εισιτήριο και διάλεγαν τις βδελυρές αυτές αίθουσες για ύποπτες επαγγελματικές συναλλαγές ή ως τόπο διαφυγής από απαιτητικές συζύγους και τα αδιάκριτα μάτια του κόσμου.
Στην Ελλάδα η θεματολογία των λαϊκών σινεμά υπήρξε λίγο πιο περιορισμένη: περιπέτειες (βλέπε γουέστερν), πολεμικά, θρίλερ, καράτε, αισθησιακές ταινίες. Η πελατεία ήταν ανάλογη, σύμφωνα με τον Γιώργο Λαζαρίδη στο βιβλίο του «Φλας Μπακ: Μία ζωή σινεμά» (εκδόσεις Λιβάνη): «Στέκια της περιθωριακής αλητείας, των φανατικών χασομέρηδων, πρόχειρη λύση των άστεγων περαστικών, φροντιστήρια μαγκιάς στα προαλειφόμενα «σκληρά αντράκια», προσφιλές καταφύγιο των κοπανατζήδων όλων των γυμνασίων της Αθήνας».
Αν θέλει κάποιος να εντοπίσει τις βασικές διαφορές ανάμεσα σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ελλάδα, θα έλεγε ότι στις δικές μας αίθουσες οι «αισθησιακές ταινίες» απουσίαζαν εντελώς μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του '70. «Η τσόντα ως συνώνυμο του πορνό είναι μία έκφραση των αρχών του '70», γράφει ο Δημήτρης Φύσσας στο βιβλίο του «Αυστηρώς ακατάλληλον, προγράμματα αθηναϊκών κινηματογράφων Sex» (εκδόσεις «Δελφίνι»). Και συνεχίζει: «Αρχικά σήμαινε πράγματι συμπλήρωση/μάτισμα/εμβολή, αφού ο μηχανικός προβολής παρενέβαλε δύο ή τρία λεπτά πορνό ταινίας μέσα σ'ένα συμβατικό φιλμ, που προβάλλονταν όμως σε αίθουσα όπου αδημονούσε ένα μυημένο κοινό». Οι διαρκώς αυξανόμενες τιμές των οικοπέδων στα αστικά κέντρα, η διάδοση αρχικά της τηλεόρασης και στη συνέχεια του βίντεο οδήγησαν δεκάδες αιθουσάρχες σε απόγνωση. Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, άρχισαν να διανθίζουν τις προβολές τους με σκηνές από αισθησιακές σκηνές. Η πελατεία ζητούσε περισσότερο σεξ και πολύ γρήγορα σταμάτησε η mainstream παραγωγή για να επικρατήσει πανηγυρικά το σκληρό πορνό.
Σήμερα το είδος του λαϊκού κινηματογράφου δεν υπάρχει στην Αθήνα. Ο Δημήτρης Φύσσας διαφωνεί. «Για μένα τα μούλτιπλεξ είναι η σύγχρονη εκδοχή του λαϊκού σινεμά. Είναι το μέρος που θα βρεις ταινίες για να περάσεις την ώρα σου, ταινίες για όλη την οικογένεια. Προσωπικά μπορεί να μην είναι του γούστου μου, αλλά θα πρέπει να τους αναγνωρίσω την αναβίωση ενός αισθήματος που είχε χαθεί».
Καράτε - δύο έργα σεξ
Φυσικός διάδοχος των λαϊκών σινεμά είναι οι κινηματογράφοι που παίζουν αποκλειστικά ταινίες σεξ. Από τον αριθμό 35 της δεκαετίας του '80 σήμερα λειτουργούν μόλις πέντε. Οχι μικρός αριθμός αν σκεφθεί κανείς πόσο εύκολη είναι σήμερα η πρόσβαση στο συγκεκριμένο είδος παραγωγής. Ποιος μπορεί να έχει ανάγκη έναν κινηματογράφο σεξ; Τρεις κατηγορίες: οι μετανάστες, οι μεγαλύτερης ηλικίας άντρες και όσοι γκέι εξακολουθούν να έλκονται από την υπόσχεση μιας σύντομης σεξουαλικής συνεύρεσης σ'ένα γοητευτικά παρακμιακό περιβάλλον.
Το «Σταρ» της οδού Αγίου Κωνσταντίνου είναι ο «βασιλιάς» στο είδος του. Κι αν δεν έπαιζε ταινίες σεξ θα ήταν μία από τις δημοφιλέστερες (και πιο γοητευτικές) αίθουσες του κέντρου. Σχεδιασμένο από τον εβραϊκής καταγωγής Ζακ Μωσέ, ξεκίνησε ως οικογενειακός κινηματογράφος με μία ενδιαφέρουσα αρ ντεκό πρόσοψη, αλλά η ραγδαία υποβάθμιση της Ομόνοιας στη δεκαετία του '70 δεν άφηνε πολλά περιθώρια στους ιδιοκτήτες του. Η αρχή έγινε με καράτε, «καουμπόικα» και αισθησιακές ταινίες. Μαζί με το «Σταρ» επιβιώνουν άλλοι τέσσερις κινηματογράφοι του είδους. Το «Αβέρωφ» στην οδό Λυκούργου είναι μία ιστορική αίθουσα, κατασκευασμένη στα τέλη της δεκαετίας του '50. Δύσκολο να το φανταστεί κανείς σήμερα, αλλά το «Αβέρωφ» στις καλές εποχές ήταν ένα μικρό «Αττικόν» με κομψά θεωρεία και περιποιημένους εξώστες. Η πελατεία του ήταν αποκλειστικά οικογένειες που έσπευδαν γνωρίζοντας την προτίμηση των ιδιοκτητών του για την ελληνική παραγωγή. Με τη δύση του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου άρχισε και η παρακμή του «Αβέρωφ».
Το μεσοπολεμικό «Κοσμοπολίτ» στις παρυφές της Ομόνοιας έχει διατηρήσει τα γοητευτικά του αρχιτεκτονικά στοιχεία. Παραδόξως η κρίση της δεκαετίας του '80 «γέννησε» δύο καινούργιες αίθουσες. Το «Αθηναϊκόν», πίσω από το Δημαρχείο της πλατείας Κοτζιά, επί της οδού Κρατίνου 11, κατασκευάστηκε «επί τούτου», για να προβάλλει αποκλειστικά ταινίες σεξ. Είναι ο μοναδικός κινηματογράφος που διαθέτει ζώνη προβολής ταινιών γκέι θεματικής, ενώ χρωστάει το όνομά του στο γειτονικό, ομώνυμο σινεμά της οδού Κλεισθένους που έπαψε να λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια. Το «Ορφεο» στην πλατεία Αττικής άνοιξε μόλις το 2003, εκεί που μόλις πριν από λίγα χρόνια λειτουργούσε βιοτεχνία. Είναι ο μόνος συνοικιακός κινηματογράφος στην κατηγορία του.
Ενας αιώνας ιστορίας
- Το «Σιναμπάρ» της πλατείας Λαυρίου, ο πρώτος λαϊκός κινηματογράφος της Αθήνας, καταστράφηκε εξαιτίας πυρκαγιάς που ξέσπασε στην καμπίνα προβολής. Στη θέση του χτίστηκε το «Ματζέτστικ», από τα δημοφιλέστερα λαϊκά σινεμά της πιάτσας της Ομόνοιας.
- Το «Ροζικλαίρ» της οδού Πατησίων (απέναντι από το «Μινιόν») ήταν το «Αττικόν» των λαϊκών κινηματογράφων: είχε ακριβότερο εισιτήριο από τον «ανταγωνισμό» και απέφευγε την προβολή ελληνικών παραγωγών.
- Το «Ελλάς» (αργότερα «Νέον Ελλάς) στην αρχή της οδού Αθηνάς είχε αποκτήσει ιδιαίτερη φήμη καθώς ήταν δημοφιλές ανάμεσα στις πόρνες από τους γειτονικούς οίκους ανοχής της οδού Σωκράτους.
- Η επιτομή του λαϊκού σινεμά ήταν το «Αθηναϊκόν» στις πλάτες του Δημαρχιακού Μεγάρου στην οδό Σωκράτους. Εφιάλτης για τους νοικοκυραίους της εποχής και τους γονείς «ανήσυχων» νέων, συγκέντρωνε της αφρόκρεμα του αθηναϊκού περιθωρίου. Στη διάρκεια της μεγάλης του ιστορίας, σημειώθηκαν πέντε φόνοι για ξεκαθάρισμα λογαριασμών και επτά μαχαιρώματα, συνήθως ανάμεσα σε προστάτες ιερόδουλων.
- Η πελατεία των λαϊκών κινηματογράφων του κέντρου ήταν σχεδόν αποκλειστικά άντρες και εργαζόμενα παιδιά (κυρίως λουστράκια). Στις συνοικίες ο χαρακτήρας τους ήταν πιο οικογενειακός.
- Οι πρώτες εμβόλιμες σκηνές σεξ (γι'αυτό ονομάστηκαν και «τσόντες»), προβλήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '70, στην «Εύα», ένα λαϊκό σινεμά στην περιοχή του Αγίου Αρτεμίου, στο Παγκράτι.
- Οσα λαϊκά σινεμά επιβιώνουν μέχρι σήμερα παίζουν αποκλειστικά ταινίες σεξ.
- Από τους 35 κινηματογράφους σεξ της δεκαετίας του '80 λειτουργούν σήμερα μόλις πέντε.
- Υπήρξε μία ειδική κατηγορία λαϊκών κινηματογράφων που στη μεταπολίτευση εξελίχθηκαν σε σινεφίλ αίθουσες και στη συνέχεια (όταν πέρασε η μόδα) σε κινηματογράφους σεξ. Το «Playboy» ακολούθησε αντίστροφη πορεία: μετονομάστηκε σε «Αλφαβίλ» και άλλαξε εντελώς προφίλ!

Ομαδικός τάφος-γρίφος για τους αρχαιολόγους στο Φάληρο

$
0
0
Ενας ομαδικός τάφος με 1500 σκελετούς δεμένους πισθάγκωνα 
προβληματίζει τους αρχαιολόγους που προσπαθούν να φέρουν 
στο φως μια σκοτεινή πτυχή της ιστορίας.
omadikos-tafos-grifos-gia-tous-arxaiologous-sto-faliro

Σε απόσταση μόλις 7 χιλιομέτρων από το κέντρο της Αθήνας, ένας ομαδικός τάφος με 1500 σκελετούς, στην πλειοψηφία τους αλυσοδεμένους πισθάγκωνα, προβληματίζει τους αρχαιολόγους, οι οποίοι προσπαθούν να ρίξουν φως σε αυτήν την σκοτεινή πτυχή της ιστορίας της αρχαίας Αθήνας.



Ομοιότητες και διαφορές

Η ομαδική ταφή τοποθετείται χρονικά μεταξύ του 8ου και του 5ου αιώνα προ Χριστού μια δύσκολη περίοδο η οποία όμως έθεσε τις βάσεις για τη εγκαθίδρυση της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Εκτός από το γεγονός ότι οι σκελετοί ήταν αλυσοδεμένοι, οι αρχαιολόγοι διαπίστωσαν ότι οι νεκροί είχαν πεταχτεί μέσα στους λάκκους με τα πρόσωπα προς τα κάτω, γεγονός εξαιρετικά παράδοξο για τα ήθη των αρχαίων.



Ενό όμως οι ενήλικες βρέθηκαν θαμμένοι μέσα σε λάκκους, σχεδόν το ένα τρίτο των σκελετών βρέθηκαν μέσα σε πιθάρια και ανήκουν σε βρέφη και παιδιά. Επίσης ένα μικρό ποσοστό – μόλις 5% - αφορά σε αποτεφρωμένους νεκρούς και σε έναν τάφο, ο νεκρός είχε τοποθετηθεί σε μια βάρκα εν είδει φέρετρου.

Αρχαιολογικό CSI

Η ανασκαφή στο σημείο είχε αρχίσει πριν από περίπου έναν αιώνα και οι αιρχαιολόγοι συχνά την αναφέρουν ως «οι αιχμάλωτο ι του Φαλήρου». Η μεγάλη και ενδελεχής ανασκαφή άρχισε το 2012 και συνεχίζεται ακόμη από το Τμήμα Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού με επικεφαλής την αρχαιολόγο Στέλλα Χρυσουλάκη, με τους ερευνητές να επικεντρώνονται στους αλυσοδεμένους νεκρούς.



Οι σκελετοί αφαιρούνται μαζί με το χώμα σε μορφή μπλοκ, προκειμένου να γίνει λεπτομερής ανασκαφή σε ασφαλείς συνθήκες. Παράλληλα η περιοχή χαρτογραφείται με λεπτομέρεια.
Στην προσπάθεια να γίνει κατανοητό το τι συνέβη στο Φάληρο, στην έρευνα παίρνουν μέρος και βιοαρχαιολόγοι και ειδικοί εγκληματολόγοι – ανθρωπολόγοι με επικεφαλής την Τζέιν Μπιούικστρα, καθηγητρια βιοαρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα κλαι ο Τάκης Καρκανας διευθυντής του εργαστηρίου Wiener στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.



Αφού καθαριστούν και απογραφούν τα ευρήματα, οι ερευνητές θα πρέπει να βρουν την ηλικία των νεκρών, το φύλο τους και ενδεχόμενα στοιχεία της παθολογίας τους (ασθένειες, ατυχήματα κλπ.) μια εργασία εξαιρετικά επίπονη και χρονοβόρα λόγω του πλήθους των σκελετών.

Η ζωή στην Αθήνα πριν από 2.700 χρόνια

Το βασικό ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν οι ερευνητές είναι ανοι νεκροί της μαζικής ταφής ήταν θύματα της πολιτικής αναταραχής που επικρατούσε στην Αθήνα, πριν από την εγκαθίδρυση της Αθηναϊκής δημοκρατίας.



Παράλληλα όμως ελπίζουν ότι θα μάθουν για τη ζωή των παιδιών την εποχή εκείνη από τους μικρούς σκελετούς που βρέθηκαν μέσα στα πήλινα αγγεία, για τις διατροφικές συνήθειες των απλών κατοίκων της Αθήνας και τις ασθένειες που τους ταλαιπωρούσαν. 







Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>