Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Τι είναι οι Χαιρετισμοί της Παναγίας;

$
0
0


χαιρετισμοί

Ο Ακάθιστος Ύμνος ή αλλιώς Χαιρετισμοί, είναι ένα μεγάλο και σπουδαίο ποίημα, γραμμένο τον 6ο αιώνα μ.Χ., που μιλάει στην Παναγία και της λέει επαίνους, ευχαριστίες και προσευχές.

Οι Χαιρετισμοί εμπερικλείουν σε ποιητική μορφή, με πανέμορφα λόγια, όλες οι βασικές διδασκαλίες της Ορθοδοξίας για το Χριστό, την ενανθρώπισή του, το ρόλο της Παναγίας για τη σωτηρία του ανθρώπου, την αγνότητα και την αγιότητά Της κ.λ.π., αλλά και για τον αγώνα του ανθρώπου για ένωση με το Θεό και τη βοήθεια που ζητάει από το Χριστό και την Παναγία γι” αυτό τον αγώνα.
Ποιητής των Χαιρετισμών είναι μάλλον ο άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, ένας από τους μεγαλύτερους ελληνόγλωσσους ποιητές όλων των εποχών. Το ποίημα είναι μελοποιημένο, έχει μουσική και ανήκει στο είδος κλασικής μουσικής του Βυζαντίου που λέγεται «κοντάκιο». Έχει 24 στροφές «οίκους», οι οποίοι αρχίζουν, με τη σειρά, από τα 24 γράμματα της αλφαβήτου.
Πολύ όμορφοι Χαιρετισμοί έχουν γραφτεί και για πολλούς άλλους αγίους, αλλά οι Χαιρετισμοί της Παναγίας είναι η βασική έμπνευση για όλους τους άλλους που έχουν γραφτεί μετά.
Τον 7ο αιώνα, όταν ο λαός της Κωνσταντινούπολης σώθηκε από την επίθεση των Αβάρων μετά από παρέμβαση της Παναγίας, όλοι έψαλλαν στην Αγία Σοφία τον Ακάθιστο Ύμνο όρθιοι, εξ’ ου και το όνομά του. Τότε, μάλλον, γράφτηκε το πασίγνωστο αρχικό τροπάριο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ψάλλει τους Χαιρετισμούς κάθε Παρασκευή βράδυ, τις πρώτες 5 εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής.
Για την ακρίβεια, κόβουμε τους Χαιρετισμούς σε 4 κομμάτια, λέγονται «4 στάσεις» και λέμε από ένα κάθε Παρασκευή, ενώ την 5η Παρασκευή λέγεται ολόκληρο το έργο.
Τους Χαιρετισμούς τους απαγγέλλει με τη μουσική τους ο ιερέας. Πριν απ” αυτό, οι ψάλτες έχουν ψάλει ένα άλλο περίφημο μουσικό και ποιητικό έργο, που λέγεται «κανόνας των Χαιρετισμών» (οι κανόνες είναι ένα άλλο είδος βυζαντινής κλασικής μουσικής) και δημιουργός του είναι ένας ακόμη κορυφαίος ποιητής και μουσικός του Βυζαντίου, ο άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος.
Πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί μέσα στους αιώνες (και σήμερα) συνηθίζουν να διαβάζουν τους Χαιρετισμούς κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούν, αντί για άλλη προσευχή. Από τις πολλές φορές, συχνά τους μαθαίνουν απ” έξω. Η συνήθεια αυτή είναι πολύ ωραία και σωστή, αφού οι ορθόδοξοι προτιμούμε να προσευχόμαστε με τις προσευχές της Εκκλησίας, παρά με προσευχές που δημιουργούμε εκείνη τη στιγμή (αν και λέμε στο Θεό και τέτοιες, αυτοσχέδιες, προσευχές). Ένας λόγος είναι ότι έτσι ο νους μας ξεκουράζεται και μπορεί να γίνει η προσευχή κυρίως με την καρδιά, δηλ. να στραφούμε ψυχικά προς το Θεό, χωρίς να απασχολούμαστε με το να φτιάξουμε εκείνη την ώρα τα λόγια που θα του πούμε. Και φυσικά, όταν διαβάζουμε μια προσευχή από βιβλίο (π.χ. τους Χαιρετισμούς ή ένα παρακλητικό κανόνα), ξέρουμε τι ακριβώς θέλουμε να πούμε στην Παναγία, στο Θεό ή σε έναν άγιο – κι εκείνος επίσης το ξέρει (ακόμα κι αν εμείς δεν ξέρουμε τι θέλουμε να του πούμε, εκείνος ξέρει τι υπάρχει στην καρδιά μας και, καθώς στρεφόμαστε προς αυτόν πνευματικά μέσω της προσευχής που διαβάζουμε, είναι σα να του το λέμε).
Πηγή: xristianos.gr

Ο Παύλος Νιρβάνας για τους Μικρασιάτες Πρόσφυγες τον Σεπτέμβρη του 1922

$
0
0

NIRBANAS
«Εκείνοι που απέθαναν εις την γην που είδαν τον ήλιον, εκείνοι που εσφάγησαν, που εκάησαν, που διεμελίσθησαν κάτω από την στέγην, που υπήρξε κάποτε δική των, εκείνοι που εξεψύχησαν σιμά εις τους εφεστίους θεούς των, υπήρξαν οι ευτυχέστεροι. Αυτοί που πλανώνται έρημοι, μακρυά από τα σπίτια τους, που δεν υπάρχουν πλέον…εκείνοι που ανεμοδέρνωνταιμακρυά από καθετί, το οποίον συνυφάνθη με την ζωήν τους, αυτοί που έχουν σπίτι τους το πεζοδρόμιον και τροφήν τους το ξεροκόμματο που ρίχνουν εις τους σκύλους και συντρόφους των τηναδιαφορίαν και την υβριστικήνκαλωσύνην του διαβάτου και αύριόν τους το αύριον του κουρελιού που σέρνει ο άνεμος, αυτοί … τους οποίους κυνηγά μαζί με την λαίλαπα της Μοίρας η ανάμνησις της χαμένης ευτυχίας των, αυτοί τους οποίους δεν επρόλαβε το φάσγανον του Κεμάλ, αυτοί είνε η τραγωδία των τραγωδιών».
pavlos nirvanas2
Ο Παύλος Νιρβάνας, είναι διακεκριμένος έλληνας λογοτέχνης.
Γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας, στο σημαντικό κέντρο του παρευξείνιου ελληνισμού, το 1866 και πέθανε το 1937. Το πραγματικό του όνομα είναι Πέτρος Αποστολίδης. Όταν ήταν μικρός η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στον Πειραιά.
Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε για περισσότερα από τριάντα χρόνια στο Πολεμικό Ναυτικό, φθάνοντας στον βαθμό του γενικού αρχίατρου. Αποστρατεύθηκε το 1922.
Εμφανίστηκε στα γράμματα ήδη από το 1881.
Παράλληλα με την ιατρική του δραστηριότητα ασχολήθηκε συστηματικά με τη λογοτεχνία.
Το 1928 αναγορεύθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Συνέγραψε πολλά διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, χρονογραφήματα κλπ και συμμετείχε ενεργά στη λογοτεχνική κίνηση της εποχής του.
Το κείμενο που αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια, δημοσιεύτηκε στο τεύχος της αθηναϊκής Εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ» της 6ης Σεπτεμβρίου 1922.Σε αυτό ο Παύλος Νιρβάνας μας δίνει με λογοτεχνικό τρόπο εικόνες της τραγικής κατάστασης των μικρασιατών προσφύγων ελάχιστες ημέρες μετά την άφιξη του πρώτου κύματος στην Ελλάδα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει, κατά τη γνώμη μου, ότι ο Παύλος Νιρβάνας αναγνωρίζει από την πρώτη στιγμή και στιγματίζει στο κείμενό του την απαράδεκτη στάση πολλών ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες.
Φαίδων Παπαθεοδώρου
mikrasiates prosfyges plateia peiraiaΜικρασιάτες Πρόσφυγες στην πλατεία του Πειραιά
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Έξω από τον σταθμόν του Ηλεκτρικού, εις την Ομόνοιαν, ένας κύκλος χαζών παρηκολούθει το αξιοπερίεργον θέαμα. Το κέντρον του κύκλου απετέλουν γυναίκες και κορίτσια τραγικής παραστάσεως, εις τα χέρια των οποίων εκυκλοφορούσε ένας σιδερένιος κουβάς, κατά τι μικρότερος από εκείνους, με τους οποίους ποτίζονται τα άλογα. Και ο κουβάς περνούσε από χέρι σε χέρι, και ο κουβάς εφέρετο από χείλη σε χείλη -ωχρά γεροντικά χείλη και κερασένια χείλη παρθένων– και τα δυστυχισμένα πλάσματα, των οποίων τα σπλάχνα έκαιεν ο πυρετός όλων των αγωνιών –ρουφούσαν το νεράκι του Θεού, ως σπάνιον και πολύτιμονδώρον. Ένα χλωμό κοριτσάκι, έτοιμον να λιποθυμήση, ετοποθετήθη από τους παρισταμένους σε κάποιο κάθισμα και ο κουβάς ήλθε και στα δικά του χείλη. Το κοριτσάκι κατάπιε με δυσκολίαν δύο-τρεις γουλιές και ένας αναστεναγμός ανακουφίσεως εβγήκεν από τα στήθη του. Ανεστέναξεν, εστήριξε το κεφαλάκι του εις τα στήθη μιας άλλης γυναίκας και δύο δάκρυα εκύλησαν από τα μάτια του. Και ο κουβάς-με τον οποίον ποτίζουν τα άλογα- έκαμνε τον γύρον του εις τα βρεγμένα χείλη, που χθες ίσως άγγιζαν κρυστάλλινα ποτήρια.
Μία σκηνή αυτή, μία τιποτένια σκηνή, από τας αναριθμήτους της προσφυγικής τραγωδίας, που εκτυλίσσεται εμπρός μας τας ημέρας αυτάς. Θέλετε τώρα και το παντάν της σκηνής αυτής; Εξελίσσεται εις την μικράν πλατείαν του Τελωνείου Πειραιώς, πλημμυρισμένην από ανθρώπινα κουρέλια, που ασώρευσεν εκεί ο κακός άνεμος. Μία λιπαρά κυρία, κατάφορτη από διαμαντικά και ακτινοβολούσα όλας τας ευτυχίας, έχει φθάσει έως εκεί δια να προσφέρη τα δώρα της ελεήμονος καρδίας της εις την μαύρηνδυστυχίαν. Επληροφορήθη ότι, εις την παρούσαν κρίσιν των υπηρετριών, θα μπορούσε να εύρη, υπό τους συμφερότερους όρους, μεταξύ των προσφύγων, τον άνθρωπον που της εχρειάζετο. Αφού περιήλθε τους θλιβερούς ομίλους, ανιχνεύουσα με το κατάχρυσο φασαμέν(1) της, εσταμάτησεν εμπρός εις μίαν νέαν. Την είχε προσελκύσει το ωραίονευγενικόν πρόσωπον, η αριστοκρατική έκφρασις, φωτεινοτέρα ακόμη μέσα εις την δυστυχίαν, και οι συμπαθητικοί τρόποι της νέας, της οποίας τα αβρότατα, κατάλευκα δάκτυλα, που υψώνοντο συχνά επάνω εις τα βαριά βλέφαρα, εμαρτυρούσαν ότι είχαν κινηθεί μάλλον επάνω εις τα κόκκαλα του πιάνου και τας σελίδας ενός εκλεκτού βιβλίου, παρά εις την πλύστραν της σκάφης.
-Δεν μου λες, κορίτσι μου; Είπεν η λιπαρά κυρία, στηρίζουσα αφ’ υψηλού το φασαμέν της επί του ξεριζωμένου λευκού άνθους. Μπαίνεις δούλα;
-Θέλω να εργασθώ, κυρία μου, είπεν η νέα, καταπνίγουσα ένα λιγμόν. Πρέπει να ζήσω τον εαυτό μου και τον γέρο μου τον πατέρα.
Και έδειξεν ένα ευγενικόνερείπιον πλάι της, επάνω εις τας πλάκας του πεζοδρομίου.
-Να σε πάρω, λοιπόν, παιδί μου επειδή σε λυπήθηκε η ψυχή μου! Επρότεινεν η λιπαρά κυρία. Θα σου δίνω τριάντα δραχμές, θα κάνεις τη λάτρα του σπιτιού και θα βοηθάς και στην μπουγάδα. Έρχεσαι;
Ένα αιφνίδιον κύμα αίματος επλημμύρισε το χλωμόν πρόσωπον της νέας. Η φωνή της άρχισε να τρέμη. Τα μάτια της εβούρκωσαν.
-Περιμένατε τη δυστυχία μας, κυρία μου, ετραύλισε, για να…
Δεν ημπόρεσε να προχωρήσηπερισσότερον. Και κλίνουσα, όπως κλίνουν τα μακρόμισχα άνθη, υπό την πνοήν των κακάν ανέμων, εις τα στήθη του γέρου, που ήταν ο πατέρας της, τα επλημμύρισε με δάκρυα.
 prosfyges-agios-nikolaos-pe
Μικρασιάτες Πρόσφυγες στον Αγιο Νικόλαο Πειραιά
Λοιπόν όχι κυρία μου! Δεν ήταν αυτή η «δούλα» που σας εχρειάζετο. Ευρεθήκατε εμπρός στην τραγωδίαν και δεν την εννοήσατε, όπως δεν εννοεί η ευτυχία την συμφοράν. Δεν εννοήσατε ότι η τραγωδία του πρόσφυγοςείνε η μεγαλυτέρα τραγωδία που είδε ποτέ ο κόσμος. Εκείνοι που απέθαναν εις την γην που είδαν τον ήλιον, εκείνοι που εσφάγησαν, που εκάησαν, που διεμελίσθησαν κάτω από την στέγην, που υπήρξε κάποτε δική των, εκείνοι που εξεψύχησαν σιμά εις τους εφεστίους θεούς των, υπήρξαν οι ευτυχέστεροι. Αυτοί που πλανώνται έρημοι, μακρυά από τα σπίτια τους, που δεν υπάρχουν πλέον -έχετε κάποιαν ιδέαν, κυρία μου, από το χθεσινό σας καλύβι και το σημερινόν σας μέγαρον τι θα πει σπίτι δια τον άνθρωπον- εκείνοι που ανεμοδέρνωνταιμακρυά από καθετί, το οποίον συνυφάνθη με την ζωήν τους, αυτοί που έχουν σπίτι τους το πεζοδρόμιον και τροφήν τους το ξεροκόμματο που ρίχνουν εις τους σκύλους και συντρόφους των της αδιαφορίαν και την υβριστικήνκαλωσύνην του διαβάτου και αύριόν τους το αύριον του κουρελιού που σέρνει ο άνεμος, αυτοί τέλος πάντων, κυρία μου, που ποτίζονται το νεράκι του Θεού, ως σπάνιονδώρον, με τον κουβά που ποτίζονται τα άλογα και τους οποίους κυνηγά μαζί με την λαίλαπα της Μοίρας η ανάμνησις της χαμένης ευτυχίας των, αυτοί τους οποίους δεν επρόλαβε το φάσγανον(2) του Κεμάλ, αυτοί είνε η τραγωδία των τραγωδιών.
Εις την ιδίαν αυτήν γην, οι θεαταί του Διανυσιακού Θεάτρου δεν είχαν αισθανθή ίσως βαθύτερον ρίγος, από το ρίγος που σκορπίζει γύρω μας η Μοίρα της Μικράς Ασίας.
pavlos nirvanas
Λεξιλόγιο
(1)φασαμέν=ματαγυάλια με μικρή λαβή. Αποτελούσαν εξάρτημα της εμφάνισης των γυναικών της υψηλής κοινωνίας
(2)φάσγανον=δίκοπο ξίφος. Ομηρική λέξη. Από την ίδια ρίζα προέρχονται οι λέξεις σφαγή, σφάζω, σφαγέας κλπ.

Εν Αθήναις...ο Μίμης ο Ατσαλάκωτος

$
0
0


Πίσω από την Κλαυθμώνος σε ένα καφενεδάκι μέσα σε μια στοά
βρήκα φίλους από τα παλιά..
-Πού είσαι ρε παιδί (τέλος πάντων) κάτσε να σε κεράσουμε......
Αρκετά μεγαλύτεροι παλιοί μαγαζάτορες της περιοχής συνταξιούχοι
σήμερα..
Η συζήτηση άρχισε με τα οικονομικά μέτρα και συνεχίστηκε
για παλιούς φίλους....
Ρε συ ζεί ο δείνα πού είναι ο τάδε.....
Κάποια στιγμή θυμηθήκανε τον Μίμη τον Ατσαλάκωτο
έφυγε εδώ και χρόνια.
Τον είχα γνωρίσει όταν δούλευα σε κάποιο μαγαζί της Σταδίου
σε πολύ μικρή ηλικία..
Ατσαλάκωτος το παρατσούκλι του γιατί πράγματι ήταν με τα κοστούμια
του τα γυαλισμένα παπούτσια του και τις χρυσές καδένες.
-Αλήθεια (ρώτησα) τι δουλειά έκανε στα νειάτα του;
Γελάσανε.....
-Είχε κάτι γκόμενες στην Σωκράτους....τις βάραγε και του τα φέρνανε.....
Τι να σου λέμε....άστα....πάντως ήταν ανοιχτοχέρης και ωραίος
στην παρέα.......
Τους χαιρέτησα και συνέχισα ........


Πίσω στα παλιά


Η Ελλάδα και με την βούλα...έγινε νήσος Έλλις

$
0
0

Λίγα λόγια για την Ευρωπαϊκή Μετανάστευση στις ΗΠΑ

Τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών, η μετανάστευση σ’αυτό ήταν μικρή, μόλις 6.000 περίπου άτομα το χρόνο. Το 1812, με την κήρυξη του πολέμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας, ο αριθμός αυτός έπεσε πολύ για να εκτιναχθεί στα ύψη μετά το 1814, έτος λήξης των εχθροπραξιών. Με δεδομένα την μεγάλη διάρκεια του ταξιδιού και τις κακές συνθήκες πάνω στα ιστιοφόρα καράβια της εποχής, κάποιοι έχαναν στη διάρκεια του ταξιδιού τη ζωή τους ενώ πολλοί άλλοι έφθαναν στην αμερικανική γη άρρωστοι. Σε αντιμετώπιση της κατάστασης, το 1819, το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο Steerage Act, ο οποίος απαιτούσε από τους καπετάνιους των πλοίων λεπτομερείς καταστάσεις των επιβατών και εξασφάλιση καλλίτερων συνθηκών στους επιβάτες.

Μέχρι τη δεκαετία του 1850, εκατομμύρια μετανάστες κατευθύνθηκαν στην Αμερική εξαιτίας αφ’ενός της “πείνας” στην Ιρλανδία από την καταστροφή της παραγωγής της πατάτας και αφ’ετέρου των συνεχών συγκρούσεων μεταξύ των κρατιδίων της Γερμανίας.
Τη δεκαετία του 1880, η δύναμη του ατμού είχε ήδη συντομεύσει κατά πολύ το ταξίδι στην Αμερική. Μετανάστες από την Ευρώπη, τη Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή αρχίζουν να εισρέουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μόνο στη δεκαετία του 1880, το 9% του συνολικού πληθυσμού της Νορβηγίας μετανάστευσε στην Αμερική. Μεταξύ 1890 και 1921, 19 εκατομμύρια έφθασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που ανάγκασε το Κογκρέσο να προχωρήσει στους πρώτους αυστηρούς περιορισμούς. Έτσι, ο Νόμος για τη μετανάστευση του 1924, γνωστός ως Johnson-ReedImmigration Act, περιέκοψε τον αριθμό των νεοεισερχομένων θέτοντας ανώτατα όρια υπολογιζόμενα ανά έθνος προέλευσης. Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 επιβράδυνε τη μετανάστευση ακόμα περισσότερο. Με το κοινό αίσθημα σαφώς αντίθετο στη μετανάστευση, λίγοι σχετικά πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933.

Οι περισσότεροι μετανάστες έφθαναν συνήθως στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, προτιμώμενος προορισμός από τις ατμοπλοϊκές εταιρείες. Υπήρχαν βέβαια και εκείνοι που αποβιβάζοντο σε άλλα λιμάνια, όπως η Βοστώνη, η Φιλαδέλφεια, η Βαλτιμόρη, η Σαβάννα, το Μαϊάμι και η Νέα Ορλεάνη. Οπωσδήποτε, οι μεγάλες ατμοπλοϊκές εταιρείες, όπως η White Star, η Red Star, η Cunard και η Hamburg-Amerika, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο ευρωπαϊκό κύμα μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ.




Η μετανάστευση Ελλήνων στις ΗΠΑ στα 1900 – Η Σταφιδική Κρίση
Η μετανάστευση από την Ελλάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν αποτέλεσμα της συνδυαστικής ενέργειας πολλών γεγονότων. Κατ’αρχήν ήταν η λεγόμενη σταφιδική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1890. Ακολούθησε η πτώχευση της χώρας το 1893. Θα επακολουθήσει ο ατυχής Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 και η επιβολή στη χώρα του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Οι περιπέτειες της χώρας θα συνεχισθούν με τον Μακεδονικό Αγώνα, τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και, τέλος, την Μικρασιατική Εκστρατεία και την Καταστροφή.
Είναι προφανές πως όλο αυτό το διάστημα ο λαός δυστυχούσε. Δεν ήταν μόνο η πτώχευση και η ύφεση. Οι πολεμικές εμπλοκές ήταν συνεχείς και οι οικογένειες των στρατευμένων στέναζαν από την απουσία των χεριών που θα καλλιεργούσαν τη γη. Αρκετοί θα επιδιώξουν τη μετανάστευση για να αποφύγουν τη στράτευση. Αλλά και το δημογραφικό δεν ήταν μικρότερο πρόβλημα. Ο οικογενειακός προγραμματισμός ήταν έννοια άγνωστη, με αποτέλεσμα οι αγροτικές οικογένειες να είναι πολυμελείς την ίδια στιγμή που ο μικρός γεωργικός κλήρος αδυνατούσε να τις θρέψει. Η αδυναμία αυτή αλλά και το γεγονός πως υπήρχαν και οι ανύπανδρες κόρες/αδελφές που έπρεπε να αποκατασταθούν οδηγούσε πολλούς στην απόφαση να ξενητευτούν.
Από όλες τις παραπάνω αιτίες θα επικεντρωθούμε στη σταφιδική κρίση, αφενός γιατί είναι συνδεδεμένη με την Πελοπόννησο και την “παληά” –τρόπος του λέγειν- Ελλάδα, αλλά και γιατί θεωρούμε πως είναι ένα θέμα λίγο πολύ άγνωστο σε πολλούς.

Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα η κορινθιακή σταφίδα αναδείχθηκε στο κύριο εξαγωγικό προιόν της χώρας δεδομένης της μεγάλης ζήτησής της στις ευρωπαϊκές αγορές και, κυρίως, στην Αγγλία. Το αμπέλι εκαλλιεργείτο στις παράλιες περιοχές της Πελοποννήσου, από Κόρινθο έως Πάτρα αλλά και στην Ηλεία. Αργότερα η καλλιέργειά του θα περάσει και σε παράλιες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, όπως το Μεσολόγγι, αλλά και στα Επτάνησα που προσαρτήθηκαν το 1864 (η Θεσσαλία θα προσαρτηθεί το 1881). Η λόγω της μεγάλης ζήτησης επίτευξη υψηλών τιμών είχε ως αποτέλεσμα να ενταθεί η καλλιέργειά της σε βάρος άλλων παραδοσιακών προϊόντων, όπως το ελαιόλαδο, τα δημητριακά, το καλαμπόκι και η σηροτροφία (Αιγιαλεία). Πολλοί δανείστηκαν κεφάλαια για να φυτέψουν αμπέλια αλλά και για να επεκτείνουν την καλλιέργεια και σε εκτάσεις που μέχρι τότε έμεναν ακαλλιέργητες. Την δεκαετία του 1870 η επένδυση σε αμπελώνες συνδυάστηκε με αποεπένδυση παγίου κεφαλαίου, δηλαδή με το ξερίζωμα αιωνόβιων ελαιώνων οι οποίοι δεν είχαν κόστος απόσβεσης όπως οι αμπελώνες. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να εμφανίζεται η Ελλάδα ως μονοεξαγωγική οικονομία, πράγμα που δεν απείχε από την πραγματικότητα, αφού υπήρξε περίοδος όπου το 75-80% της συνολικής αξίας των εξαγωγών καλύπτετο από τις πωλήσεις σταφίδας. Το 1830 η καλλιέργειά της κάλυπτε 30 χιλ στρέμματα. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1870, οι εκτάσεις δεκαπλασιάστηκαν και η παραγωγή εκτινάχθηκε στα ύψη. Οι έμποροι αποκόμιζαν κολοσσιαία κέρδη συγκριτικά με άλλους κλάδους του εγχώριου εμπορίου.

Οι σχετικές με την καλλιέργεια της σταφίδας εργασίες ήταν πολλές και εξειδικευμένες και έπρεπε να γίνονται με τα χέρια. Μηχανικός εξοπλισμός την εποχή εκείνη δεν υπήρχε και επειδή την καλλιεργητική περίοδο, από Φεβρουάριο έως Αύγουστο, απαιτούντο πολλά εργατικά χέρια, οι παραγωγοί έδιναν μεγάλα μεροκάματα για να προσελκύσουν εργάτες. Αυτή η ζήτηση, που επετάθη μετά την αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, προκάλεσε μετακίνηση αγροτικών πληθυσμών από τις ορεινές στις πεδινές περιοχές με επιπτώσεις που θα εγίνοντο αισθητές χρόνια αργότερα. Η μεταστροφή στην καλλιέργεια της σταφίδας αποτελούσε επένδυση που έπρεπε να αποσβεσθεί. Ομως, το αμπέλι καρποφορεί πολύ αργά και φθάνει σε πλήρη καρποφορία μετά το δέκατο έτος. Ετσι, στο μεσοδιάστημα, πολλοί παραγωγοί αναγκάζοντο να δανεισθούν για να πληρώσουν τα υψηλά ημερομίσθια καθώς και το, μετά το 1856, κόστος του θειαφιού.

Το γεγονός ότι η σταφίδα ήταν ένα κατ’εξοχήν εξαγωγικό προϊόν έκανε το εμπόριό της ευαίσθητο στις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών της. Από τη σταφίδα εξαρτώντο όχι μόνο οι σταφιδοπαραγωγοί και οι σταφιδεργάτες αλλά και οι σταφιδέμποροι καθώς και η ίδια η εθνική οικονομία που είχε ανάγκη σκληρού συναλλάγματος για την χρηματοδότηση των έργων ανάπτυξης της χώρας. Ολόκληρες περιοχές της Πελοποννήσου, αλλά και των Επτανήσων, αγωνιούσαν κάθε χρόνο για τις τιμές στις διεθνείς αγορές. Ολοι έτρεμαν τις κρίσεις του σταφιδεμπορίου που ήταν συχνές. Από όλες, σχετικά μεγάλη ήταν η εσωτερική κρίση της δεκαετίας του 1850. Παρ’όλα αυτά η καταστροφή των γαλλικών και ισπανικών αμπελώνων από την φυλλοξήρα του 1866-1872 όχι μόνο θα διασώσει την εγχώρια αγορά σταφίδας αλλά και θα ωθήσει στην επέκταση της καλλιέργειάς της.

Οι Γάλλοι, εντωμεταξύ, δεν έμειναν άπρακτοι. Αντικατέστησαν τα άρρωστα αμπέλια τους με καινούργια που άρχισαν να καρποφορούν από το 1890. Το 1892, για πρώτη φορά οι ελληνικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 30-40%, ενώ το 1893 οι Γάλλοι επέβαλαν υψηλούς δασμούς στις εισαγωγές σταφίδας με άμεσες συνέπειες στα δημόσια έσοδα της Ελλάδας. Η σταφιδική κρίση ήταν πλέον γεγονός. Την ίδια εποχή, το 1892, ο Χαρίλαος Τρικούπης θα αποτύχει να εξασφαλίσει το δάνειο που διεπραγματεύετο για την χώρα, με συνέπεια να οδηγηθεί η Ελλάδα σε πτώχευση το 1893. Οπωσδήποτε κρίσεις στο σταφιδεμπόριο υπήρξαν αρκετές μέσα στον 19ο αιώνα, όμως εκείνη της δεκαετίας του 1890 είχε συνέπειες καταλυτικές τόσο στην οικονομική όσο και στην κοινωνική ζωή της χώρας. Με την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής παραγωγής και την διαμόρφωση εντός της χώρας σταθερού ετήσιουπλεονάσματος σταφίδας σε ποσοστό 20% της ετήσιας παραγωγής, οι τιμές της σταφίδας στη διεθνή αγορά θα κατρακυλήσουν. Στην αγορά του Λονδίνου η τιμή του ενετικού εκατόλιτρου θα πέσει από τα 21 σελίνια το 1892 στα 6 σελίνια το 1893, τιμή κάτω του κόστους των μεταφορικών.[2] Το πλήγμα στην ελληνική κοινωνία κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα θα είναι μεγάλο.

Η κρίση οδήγησε στην καταστροφή πολλούς μεγαλοεξαγωγείς και μεγαλεμπόρους και μαζί τους παρέσυρε και όσους συνδέοντο επαγγελματικά μαζί τους, με αποτέλεσμα να διογκωθεί το κύμα ανεργίας στην περιοχή. Πολλοί αδυνατούσαν πλέον να εξυπηρετήσουν τα δάνεια που είχαν πάρει. Οι πλειστηριασμοί περιουσιών αλλά και οι προσωποκρατήσεις ήταν συνεχείς ενώ η τοκογλυφία έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Τώρα, όλοι έπρεπε να προσαρμοστούν κατά τρόπο οδυνηρό στη νέα οικονομική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στη χώρα με την πτώχευση, την ύφεση και τις συνεχείς πολεμικές περιπέτειες. Οι περισσότεροι θα μείνουν στον τόπο τους και θα την υπομείνουν. Πολλοί θα μεταναστεύσουν μαζικά στην Αμερική, ενώ άλλοι θα κατευθυνθούν προς τα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά.




Η Νήσος Έλλις
Η Νήσος Έλλις είναι ένα νησάκι στον κόλπο της Νέας Υόρκης, πολύ κοντά στην ακτή της Πολιτείας της Νέας Υερσέης. Το νησί αρχικά ήταν μιά αμμουδέρα που την ώρα της παλίρροιας μόλις διεκρίνετο πάνω από την επιφάνεια του νερού. Η αρχική του έκταση των 3,3 έϊκερς αυξήθηκε στα 27,5 έϊκερς (111.290 τ.μ. περίπου) μέσω επιχωματώσεων, μέρος των οποίων  προήλθε από τις εκχωματώσεις του υπό κατασκευήν τότε συστήματος υπογείου σιδηροδρόμου της Νέας Υόρκης.
Οι τοπικές ινδιάνικες φυλές ονόμαζαν το νησί Γλαρονήσι. Για πολλές γενιές, κατά τις περιόδους του Ολλανδικού και Αγγλικού αποικισμού, το νησί ήταν γνωστό σαν Στρειδονήσι επειδή είχε άφθονα στρείδια. Μέχρι το 1775, που περιήλθε στην ιδιοκτησία κάποιου Σαμουήλ Έλλις, το νησί πήρε διάφορα ονόματα. Το σημερινό του όνομα, Έλλις, το πήρε το 1861. Αυτός ο Έλλις, έμπορος και γαιοκτήμονας, κληροδότησε το νησί στους απογόνους του, από τους οποίους το αγόρασε η Πολιτεία της Νέας Υόρκης η οποία, με τη σειρά της, το πώλησε στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση το 1808 για την κατασκευή οχυρωματικού έργου για την προστασία του λιμανιού κατά τον πόλεμο του 1812. Το έργο αυτό ονομάστηκε Fort Gibson στη μνήμη ενός γενναίου αξιωματικού που έπεσε κατά τον Πόλεμο του 1812. Στη συνέχεια, μέχρι το 1890 που ελήφθη η απόφαση μετατροπής του σε μεταναστευτικό κέντρο, το νησί χρησιμοποιήθηκε από τον Στρατό και το Ναυτικό σαν στρατιωτική εγκατάσταση.



Ο Σταθμός Υποδοχής του Castle Garden
Την πρώτη περίοδο της ίδρυσης του κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών δεν υπήρχε επίσημη εθνική μεταναστευτική πολιτική. Ο έλεγχος της μετανάστευσης είχε αφεθεί εν πολλοίς στις Πολιτείες που είχαν τους δικούς τους ρυθμιστικούς κανόνες και η μόνη υποχρέωση τους απέναντι στην Κυβέρνηση ήταν να την ενημερώνουν για τον αριθμό των αφίξεων. Φυσικά, δεν υπήρχε κεντρικό σημείο υποδοχής των επιβατών, ενώ μόνο μετά το 1820 τα ονόματά τους καταχωρούντο σε Βιβλία αφικνουμένων επιβατών. Η όλη κατάσταση ευνοούσε την εκμετάλλευση των μεταναστών τόσο πριν την αναχώρηση από την Ευρώπη όσο και μετά την άφιξη τους στην Αμερική. Προκειμένου να προστατεύσει τις χιλιάδες των μεταναστών, η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, από το 1855 έως το 1890, χρησιμοποίησε σαν σταθμό υποδοχής τους το Castle Garden, στην τοποθεσία Battery, στο νοτιότερο άκρο του Μανχάτταν. Το ενδιάμεσο διάστημα από το 1890 μέχρι το 1892, οπότε λειτούργησε ο νέος ομοσπονδιακός σταθμός στο Ελλις Αϊλαντ, ο έλεγχος των αφικνουμένων μεταναστών ελάμβανε χώρα στο BargeOffice, στο ΝΑ άκρο του Μανχάτταν, σε μικρή απόσταση από το Castle Garden.
Το Castle Garden χτίστηκε το 1807 σαν αμυντικό οχυρωματικό έργο, για την προστασία του λιμένα της Νέας Υόρκης. Μετά τον πόλεμο του 1812 το όνομά του άλλαξε σε Fort Clinton. Αρχικά απείχε 300 πόδια από την ακτή και συνδεόταν με αυτή με ένα ξύλινο πέρασμα αλλά, σταδιακά, μέσω επιχωματώσεων, ενώθηκε με το Battery. Το 1824, το οχυρό περιτοιχίστηκε και έγινε ένα δημοφιλές θέατρο που εξυπηρετούσε 6.000 καθημένους. Το 1892, όταν ξεκίνησε η λειτουργία του νησιού Έλλις, το κτήριο μετετράπη σε Ενυδρείο, Aquarium. Ώσπου το 1946, ανακηρύχθηκε εθνικό μνημείο και σήμερα λειτουργεί σαν εκδοτήριο εισιτηρίων για τα φέρρυς προς το Νησί Έλλις και το Άγαλμα της Ελευθερίας.

Πριν το 1855, οι επιβάτες αποβιβάζοντο σε όποια αποβάθρα έδενε το καράβι που τους είχε μεταφέρει. Επρόκειτο για μιά τεράστια έκταση γεγονός που καθιστούσε δύσκολη αν όχι αδύνατη την προστασία των νεο-αφικνουμένων από κακοποιά στοιχεία. Αμέσως μετά την αποβίβασή του ο μετανάστης πολιορκείτο από κάθε είδους κλέφτες και κομπιναδόρους που του έκλεβαν τις αποσκευές, του πουλούσαν ψεύτικα εισιτήρια τραίνου σε προορισμούς του εσωτερικού, τον οδηγούσαν σε πανσιόν της κακιάς ώρας με υπέρογκες χρεώσεις και γενικά του έκαναν τη ζωή δύσκολη. Ηταν τον Οκτώβριο του 1858 που οι Γερμανικοί Σύλλογοι των Ηνωμένων Πολιτειών ζήτησαν από το Κογκρέσο να περάσει νόμο για την προστασία των μεταναστών τόσο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού όσο και κατά την άφιξή τους στη χώρα. Μεταξύ των μέτρων που ζητούσαν ήταν η εγγύηση για την ασφαλή παράδοση των αποσκευών κατά την άφιξη στη χώρα, ο έλεγχος της αγοράς σιδηροδρομικών και θαλάσσιων εισιτηρίων για προορισμούς του εσωτερικού, η εξασφάλιση καλλίτερων συνθηκών στα πλοία όσον αφορά τις γυναίκες επιβάτες, κ.ά.

Στις 3 Αυγούστου 1855, το Castle Garden υποδέχθηκε τους πρώτους μετανάστες. Προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σαν σταθμός υποδοχής, το οχυρό ανακαινίσθηκε, προστέθηκαν σ’αυτό οι απαραίτητες για τις τότε ανάγκες εγκαταστάσεις, ενώ περικλείστηκε από ένα μεγάλο ξύλινο φράχτη.
Αμέσως μετά την πρόσδεση ενός πλοίου στην αποβάθρα της εταιρείας, οι επιβάτες πρώτης και δεύτερης θέσης ήταν ελεύθεροι να περάσουν στην πόλη, ενώ εκείνοι της θέσης steerage μεταφέροντο με πλοιάρια στην αποβάθρα του Castle Garden. Όλοι οι μετανάστες της θέσης αυτής έπρεπε να αποβιβασθούν στις εκεί εγκαταστάσεις οι οποίες, πιά, ήταν μη προσβάσιμες στους κλέφτες και απατεώνες. Οι μετανάστες περνούσαν από ένα πρώτο ιατρικό έλεγχο. Οσοι περνούσαν τον έλεγχο οδηγούντο στη μεγάλη αίθουσα του σταθμού, στη ροτόντα, που καλύπτετο στο μεγαλύτερο μέρος της από ξύλινους πάγκους. Οσοι, πάλι, απορρίπτοντο μεταφέροντο με πλοιάρια σε νοσοκομείο της νήσου Wards ή της Blackwell. Ο χώρος της ροτόντας ήταν μεγάλος, μπορούσε να δεχθεί μέχρι και 3000 άτομα. Στην αίθουσα υπήρχε αριθμός γραφείων όπου υπάλληλοι-ελεγκτές ήλεγχαν τα χαρτιά των μεταναστών και τους υπέβαλαν σειρά ερωτήσεων. Στο τέλος της διαδικασίας κάποιοι θα περνούσαν, οι περισσότεροι, ενώ λίγοι θα απορρίπτοντο. Η αγωνία και ο φόβος της απόρριψης ήταν τα συναισθήματα που ένοιωθε ο Ελληνας μετανάστης της εποχής και ακριβώς τα αισθήματα αυτά εκφράζει η λέξη Καστιγκάρι, παραφθορά του ονόματος του σταθμού.
Στη διάρκεια των επόμενων 35 ετών περισσότεροι από οχτώ εκατομμύρια μετανάστες θα περάσουν τις πύλες τουCastle Garden. Οι τελευταίοι που διάβηκαν τις πόρτες του ήταν στις 18 Απριλίου 1890.

Οι αναστατώσεις που γνώρισε η Ευρώπη τον 19ο αιώνα, προκάλεσαν τη μεγαλύτερη μαζική ανθρώπινη μετακίνηση στην παγκόσμια ιστορία. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του κύματος που κατευθύνετο στην Αμερική κατέπλεε στην Νέα Υόρκη, σύντομα έγινε φανερό πως οι περιορισμένες εγκαταστάσεις του σταθμού Castle Gardenαδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό μεταναστών. Την κατάσταση χειροτέρευαν φαινόμενα ανικανότητας αλλά και εκμετάλλευσης των μεταναστών, οι περισσότεροι από τους οποίους αγνοούσαν τη γλώσσα.
Ακόμη και σήμερα, πολλοί Αμερικανοί αγνοούν το Castle Garden και πιστεύουν πως οι Ευρωπαίοι πρόγονοι τους που μπήκαν στη χώρα μέσω του λιμένα της Νέας Υόρκης, πέρασαν υποχρεωτικά από το νησί Έλλις. Στην Αμερικανική ιστορική μνήμη το Castle Garden δεν πήρε τη θέση που του άξιζε καθώς το κάλυψε πλήρως η σκιά της Νήσου Έλλις.



Ο Σταθμός Υποδοχής της Νήσου Έλλις

Το 1890 ήταν η χρονιά κατά την οποία ο έλεγχος της μετανάστευσης παρεδόθη στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η μετανάστευση έπαυε πιά να είναι θέμα πολιτειακό και περνούσε οριστικά στην αρμοδιότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Το ίδιο έτος, η κυβέρνηση έκλεισε το Castle Garden και, μετά από εξέταση αρκετών εναλλακτικών τοποθεσιών, αποφάσισε να κατασκευάσει το νέο σταθμό στο νησί Έλλις. Το 1890, ο Πρόεδρος Βενιαμίν Χάρρισον ανακήρυξε τον σταθμό σαν το πρώτο ομοσπονδιακό κέντρο υποδοχής μεταναστών. Θεωρήθηκε πως με τον νέο σταθμό στο νησί οι μετανάστες αφενός θα ελέγχοντο καλλίτερα, αλλά και θα προστατεύοντο από τους διάφορους επιτήδειους μέχρι τη στιγμή της εξόδου τους στη χώρα. Ο τελευταίος μετανάστης που πέρασε από το Castle Gardenήταν τον Απρίλιο του 1890.

Η κυβέρνηση όρισε ένα κονδύλι $75.000 για την κατασκευή του νέου κέντρου. Το διάστημα μέχρι την λειτουργία του νέου σταθμού, ως χώρος υποδοχής των μεταναστών θα εχρησιμοποιείτο το Barge Office, ένα κτίριο κοντά στο -κλειστό πιά- Castle Garden.
Για να μετατραπεί το νησί σε μεταναστευτικό σταθμό απαιτήθηκαν σημαντικές κατασκευές. Κατασκευάστηκαν προκυμαίες και κτήρια. Το κυρίως κτήριο, που κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν ξύλινο, άνοιξε την 1η Ιανουαρίου του 1892. Την επόμενη ημέρα, η Άννυ Μουρ, ένα 15χρονο κορίτσι από την Ιρλανδία που συνοδευόταν από τα δύο αδέλφια της, θα ήταν ο πρώτος μετανάστης που περνούσε την είσοδο του νέου σταθμού. Πέντε χρόνια αργότερα, τη νύχτα της 14ης Ιουνίου 1897, φωτιά κατέκαψε το σταθμό χωρίς, ευτυχώς, ανθρώπινες απώλειες. Προσωρινά, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του ελέγχου των αφίξεων, ξανάνοιξε το Barge Office. Ο Υπουργός Οικονομικών έδωσε εντολή για την άμεση επανακατασκευή του σταθμού με υλικά αντιπυρικά. Η νέα κατασκευή κόστισε τότε $1,5 εκατομμύριο. Το εξωτερικό του κτηρίου ήταν από τούβλα και είχε τσιμεντένια πατώματα. Στις 17 Δεκεμβρίου 1900 το νέο Κεντρικό Κτήριο άνοιξε την πύλη του. Οι πρώτοι μετανάστες που δέχθηκε ήταν 654 Ιταλοί που διέσχισαν τον Ατλαντικό με το πλοίο Kaiser Wilhelm II. Το κτήριο σχεδιάστηκε να εξυπηρετεί μισό εκατομμύριο μετανάστες τον χρόνο. Σύντομα όμως ο αριθμός έφθασε το ένα εκατομμύριο το χρόνο και παρέμεινε σ’αυτό το επίπεδο μεταξύ 1900 και 1914. Αυτό σημαίνει πως τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια –μέχρι την έναρξη του Α’ ΠΠ- δεκαπέντε εκατομμύρια άνθρωποι διάβηκαν την πύλη του.
Τα πρώτα μετά το 1900 χρόνια, η υπηρεσία μετανάστευσης πίστευε πως το μεγάλο κύμα είχε περάσει. Η πραγματικότητα όμως την διέψευσε καθώς η μετανάστευση είχε, αντίθετα, πάρει ανοδική πορεία. Την 17ηΑπριλίου 1907, 11.747 μετανάστες πέρασαν από τον καθιερωμένο έλεγχο. Ήταν η ημέρα κατά την οποία ο σταθμός δέχθηκε τον μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών. Συνέπεια αυτής της αυξημένης και απρόσμενης ροής μεταναστών ήταν η ανάγκη επέκτασης των παλαιών κτηρίων και ανέγερσης νέων προκειμένου να εξυπηρετηθεί το τεράστιο κύμα. Αυτό προϋπέθετε γη που όμως δεν υπήρχε. Προστέθηκαν τότε στο αρχικό νησάκι Έλλις δύο ακόμη, μέσω επιχωματώσεων. Στο νησάκι αριθμός 2 , όπως θα το ονομάσουμε, στεγάσθηκε το Νοσοκομείο (1902) και οι πτέρυγες μεταδοτικών νοσημάτων, ενώ στο νησάκι αριθμός 3 κατασκευάσθηκε η ψυχιατρική πτέρυγα. Το 1906 βρίσκει το Νησί με έκταση 27,5 έϊκερς από τα 3,3 που αρχικά είχε. Μεταξύ 1900 και 1915 χτίστηκε πυρετωδώς πάνω στο νησί πληθώρα κτηρίων και βοηθητικών εγκαταστάσεων, ώσπου κάποια στιγμή ο αριθμός τους έφθασε τα 30. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 τα δύο πρόσθετα νησάκια ενώθηκαν μεταξύ τους μέσω επιχωμάτωσης με αποτέλεσμα να πάρει το νησί τη σημερινή του όψη.



Ο Διάπλους του Ατλαντικού
Πριν το 1850, οι Ευρωπαίοι μετανάστες ταξίδευαν στην Αμερική με ιστιοφόρα. Η διάρκεια του ταξιδιού εξαρτάτο από πολλούς παράγοντες: ανέμους, παλίρροιες, κ.α. Η διάρκεια του ταξιδιού εκτιμάτο σε 4-24 εβδομάδες, με μέση διάρκεια τις 8 εβδομάδες. Αργότερα, ιστιοφόρα ενισχυμένα με πλαϊνούς τροχούς και ατμοκίνητα χρειάζοντο περίπου 6 εβδομάδες.
Από το 1850 άρχισαν να χρησιμοποιούνται ατμόπλοια στον διάπλου του ωκεανού. Το ταξίδι από τη Βρέμη της Γερμανίας έως την Νέα Υόρκη διαρκούσε 17 ημέρες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1860 οι περισσότεροι μετανάστες ταξίδευαν πιά με ατμόπλοια. Παρ’όλα αυτά, μέχρι τη δεκαετία του 1870 υπήρχαν πολλοί που συνέχιζαν να ταξιδεύουν με ιστιοφόρα. Μέχρι τον Α’ ΠΠ, τα ατμόπλοια έκαναν 2-3 εβδομάδες, ενώ μέχρι το 1920 ο χρόνος μειώθηκε στις 1-2 εβδομάδες.

Τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης στην Αμερική, τα λιμάνια αναχώρησης των μεταναστών ήταν αυτά της Βόρειας, λεγόμενης, Ευρώπης. Αυτά ήταν το Λίβερπουλ και το Σαουθάμπτον στην Αγγλία, η Χάβρη, η Βουλώνη και το Χερβούργο στη Γαλλία, το Ρόττερνταμ στην Ολλανδία, και το Αμβούργο και η Βρέμη στη Γερμανία. Στη Μεσόγειο ήταν τα λιμάνια της Μασσαλίας, της Νάπολης, του Παλέρμο και της Τεργέστης ή Τριέστης, όπως την έλεγαν τότε. Σ’αυτά προστέθηκαν κάποια στιγμή και ο Πειραιάς, η Πάτρα, και η Κωνσταντινούπολη.
Πολλοί μετανάστες δεν αναχωρούσαν κατ’ευθείαν από τις πατρίδες τους για την Αμερική. Πρώτα επιβιβάζοντο σε κάποιο μικρότερο ατμόπλοιο, καλούμενο “πλοίο τροφοδότης” (feeder ship), που τους μετέφερε σε Βρετανικό, Γαλλικό, Ολλανδικό ή Γερμανικό λιμάνι, όπου επιβιβάζοντο στο υπερωκεάνιο. Υπήρχαν και περιπτώσεις όπου οι μετανάστες έπρεπε, μετά την αποβίβαση από το πλοίο-τροφοδότη, να ταξιδέψουν και σιδηροδρομικώς μέχρι να φθάσουν στο τελικό λιμάνι επιβίβασης. Το λιμάνι της Hull, στην ανατολική ακτή της Αγγλίας, ήταν το κύριο ενδιάμεσο λιμάνι που δέχθηκε το μεγαλύτερο μέρος των Σκανδιναυών μεταναστών προς την Αμερική. Από τη Hullοι μετανάστες ταξίδευαν σιδηροδρομικώς μέχρι το Λίβερπουλ, κυρίως, απ’όπου και αναχωρούσαν για την Αμερική, κάνοντας συχνά στάση στο Κουίνσταουν της Ιρλανδίας για να πάρουν και από εκεί επιβάτες.

Τον 19ο αιώνα, οι μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες που ανταγωνίζοντο στις γραμμές Ευρώπης με Αμερική ήταν οι παρακάτω (τα έτη σημειώνουν το έτος ίδρυσής τους):

1840Cunard Steamship Co,Βρετανική
1847Hamburg-Amerika Line,Γερμανική
1857North German Lloyd,Γερμανική
1869White Star Line,Βρετανική
1872Red Star Line,Βελγική
1873Holland-Amerika Line,Ολλανδική

Σύντομα άρχισε ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών. Ο ανταγωνισμός δεν περιορίζετο μόνο στο μέγεθος των πλοίων και στις παρεχόμενες στους επιβάτες ανέσεις αλλά και στην ταχύτητα των καραβιών τους. Όμως, ο συνολικός χρόνος διάπλου του Ατλαντικού δεν ήταν μέγεθος συγκρίσιμο δεδομένου ότι οι πορείες των καραβιών ήταν διαφορετικές. Αυτό που τελικά μπορούσε να τεθεί σε σύγκριση ήταν η ταχύτητα που επιτύγχαναν τα πλοία μετρούμενη σε κόμβους ανά ώρα. Αυτό προϋπέθετε τον ορισμό δύο σημείων στις απέναντι όχθες του Ατλαντικού που θα λειτουργούσαν ως σημεία αφετηρίας/τερματισμού. Με αυτά ως σημεία αναφοράς εμετράτο η τελική ταχύτητα που επιτύγχανε ένα καράβι. Το σημείο αυτό στην αμερικανική ακτή ήταν συνήθως η θέση Sandy Hook, στην είσοδο του Κόλπου της Νέας Υόρκης. Στην Ευρώπη, ανάλογα την ναυτιλιακή εταιρεία, επιλέγοντο διάφορα σημεία, τα βασικότερα των οποίων ήταν τέσσερα: για τα πλοία που αναχωρούσαν ή τερμάτιζαν στο Σαουθάμπτον, ήταν the Needles , στο δυτικό άκρο της Νήσου Γουάϊτ, στη νότια ακτή της Αγγλίας; για όσα είχαν βάση το Λίβερπουλ, ήταν το Κουίνσταουν της Ιρλανδίας, τελευταίο λιμάνι πριν την έξοδο στον ωκεανό; τρίτο σημείο ήταν το λιμάνι του Χερβούργου, για γαλλικά και γερμανικά πλοία; τέταρτο, τέλος, σημείο ήταν ο Φάρος στο Eddystone Rocks , ανοιχτά των ακτών της Κορνουάλης, του Ηνωμένου Βασιλείου, που το χρησιμοποιούσαν συχνά γερμανικά πλοία.

Ένας μικρός Αθηναίος το 1914 που θα ήθελε να είχε ένα κινητό

$
0
0


 
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Σταδίου προς Αμερικής και Κολοκοτρώνη, 1914. Φωτ. Ιωάννη Κανδήλη.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Θ​υμάμαι ακόμη τη φωνή του στο τηλέφωνο, παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια. Ο Ιωάννης Δ. Κανδήλης. Ηταν Αθηναίος ώς το μεδούλι, γεννημένος το 1904, χημικός στο επάγγελμα, και τον φέρνω συχνά στο νου μου κάθε φορά που βλέπω παιδιά και εφήβους να φωτογραφίζονται στους δρόμους της Αθήνας. Ο Κανδήλης ήταν γεννημένος περιπατητής της πόλεως, με μια τεράστια φυσική περιέργεια, που είχε ως αποτέλεσμα από την ηλικία των δέκα ετών να καταγράφει τους δρόμους της Αθήνας συχνά και με τη φωτογραφική μηχανή του, πράγμα μάλλον ασυνήθιστο για παιδί πριν από 100 χρόνια.
Ο λόγος που ανασύρω στην επιφάνεια την περίπτωση αυτού του υποδειγματικού Αθηναίου είναι όχι μόνο γιατί είναι εξαιρετική από μόνη της αλλά γιατί, στην παρούσα συγκυρία, μας βοηθάει να αντιληφθούμε τη σχετικότητα των πραγμάτων και τη ροή του χρόνου ως κάτι ανεξάρτητο από την ανθρώπινη συνθήκη. Ο μικρός Ιωάννης Κανδήλης, γιος του φιλόλογου Δημητρίου Εμμ. Κανδήλη και της Αριάδνης Κανδήλη, το γένος Ιω. Δ. Καμπάνη, ζούσε κοντά στο Φιξ της Συγγρού, στην οδό Πετμεζά και Ιλισού (νυν Καλλιρρόης), σε ένα σπίτι που είχε χτιστεί το 1906, «νεοκλασικού ρυθμού, μικρό παλατάκι για τις περιορισμένες αξιώσεις της εποχής και την απόμερη τότε περιοχή του, που συγκαταλεγόταν στα περίχωρα της Αθήνας, χάρις στο ξύλινο γεφύρι που έζευε τον ποταμό, και στον οποίον κατέληγε η Πετμεζά...». Αυτά έγραφε ο ίδιος ο Κανδήλης γιατί εκτός από περιπατητής, καταγραφέας της πόλης, ερασιτέχνης φωτογράφος και φυσικός αισθητήρας όλων των αστικών αλλαγών, υπήρξε και συγγραφέας. Εγραψε πολλά κείμενα αλλά το πιο πυκνό είναι αυτό που έγραψε μετά τα 80 του χρόνια, το «Η Αθήνα όπως την έζησα και τη γνώρισα» (εκδ. Τ. Πιτσιλός, 1987), ένα βιβλίο 150 σελίδων που αξίζει να επανεκδοθεί.
Οι πρώτες διαδρομές στο κέντρο της Αθήνας (έξω από τα όρια της Πλάκας όπου πήγαινε στο δημοτικό στο ιστορικό σχολείο του Διαλησμά) ήταν το άνοιγμα σε έναν κόσμο, μεγάλο και ρευστό. Τις πρώτες φωτογραφίες που έβγαλε από την Αθήνα ήταν το 1914, ανάμεσα στους Βαλκανικούς και τον Εθνικό Διχασμό, μία περίοδο μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Σκέφτομαι πόσο περιορισμένα μέσα υπήρχαν τότε για να προχωρήσει κανείς το χόμπι της καταγραφής της πόλεως. Ποδαρόδρομος, λάσπη, καβαλίνες και όλο το χαρτζιλίκι για φιλμ, εκτύπωση, βιβλία. Πολύς χρόνος για σκέψη, οργάνωση υλικού... αυτός ο χρόνος ήταν δωρεάν και γι’ αυτό υπερπολύτιμος, ως προσωπική επιλογή.
Ο Ιωάννης Κανδήλης, όταν έγινε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συνέχισε να καταγράφει το κέντρο, κτίριο προς κτίριο, από την Ιλισού ώς την Πανεπιστημίου, στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Είχε πνευματική δίψα και επιπλέον ένα χάρισμα που αμφιβάλλω αν υπάρχει σήμερα τόσο ανεπτυγμένο ανάμεσα στους χιλιάδες που φωτογραφίζουν την πόλη ή φωτογραφίζονται σε αυτήν. Είχε πλήρη συνείδηση του ποιος ήταν, σε ποιο σημείο και ποια στιγμή. Αυτή η συνειδητότητα κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε έναν διαβάτη και έναν καταγραφέα του αισθήματος του άστεως. Φωτογράφιζε και πονούσε την πόλη ώς το τέλος.
Αναλογίζομαι πώς θα ήταν ο Ιωάννης Κανδήλης αν ήταν σήμερα νέος. Αν είχε όλη την τεχνολογία στη διάθεσή του και αν η περίπτωσή του θα μπορούσε να διασώσει τη μοναδικότητά της ή αν θα ήταν ένας ακόμη ανάμεσα σε πολλούς. Ενα ερώτημα χωρίς απάντηση.

Επεισοδιακή επίσκεψη σε δισκοπωλείο του 1937

$
0
0
Ιστορίες από την Παλιά Αθήνα
Επεισοδιακή επίσκεψη σε δισκοπωλείο του 1937

«Το κομψό μουσικό κατάστημα με την μοντέρνα εσωτερική διακόσμηση και το κομμένο σε κυβιστικά σχήματα "κόντρα πλακέ", έχει ζωηρή κίνηση. Οι ιδιαίτεροι μικροί θαλαμίσκοι, στους οποίους ο πελάτης ακούει την πλάκα, είνε διαρκώς "οκκυπέ".

Οι αβρές πωλήτριες με τη μαύρη ποδιά, δεν προφθαίνουν να περιποιούνται τον κόσμο. Είνε κόσμος κάθε είδους. Μια πολυτελής κυρία με το "πεκινουά"στην αγκαλιά, μια χαριτωμένη "μιντινέττα", ένας σοβαρός γκριζομάλλης κύριος, ένας λεπτεπίλεπτος νεαρός, ένας εργατικός ανθρωπάκος, όλες οι αντιπροσωπείες των κοινωνικών ποιοτήτων.

-Μπορώ ν'ακούσω τους τελευταίους δίσκους;
-Ευχαρίστως, κύριε, περάστε.



Υπάρχουν πάντοτε νέοι δίσκοι. Κάθε μήνα, τα εργοστάσια ξεφουρνίζουν δέκα ως δεκαπέντε νέα προϊόντα. Αρχίζει, λοιπόν, η ηχητική παρέλασις των μελοποιημένων στίχων με τη βοήθεια της βελόνης του γραμμοφώνου, ενώπιον του πελάτου:

"Τι να το κάνω αν λες πως μ'αγαπάς
κι'όλο για μένα πως καρδιοχτυπάς
αφού μέσ'στη ματιά σου
βλέπω την ξενοιασιά σου
κι'όλα τα βράδυα
λόγια και χάδια
όπου βρεθής σκορπάς"
-Βγάλτε το! Βγάλτε το! δυσανασχετεί ο πελάτης.
-Γιατί; Δε σας αρέσει;
-Το θέλω για τη γυναίκα μου. Δεν μπορεί να της πάω ένα κομμάτι που να λέη "σκορπάει χάδια όπου βρεθή"! Αυτό με θίγει!
-Όπως νομίζετε!
Και δοκιμάζεται άλλος δίσκος:
"Αγαπώ μια καστανή
μια κουκλίτσα αληθινή..."
-Άλλο, άλλο! διακόπτει πάλι ο πελάτης. Η γυναίκα μου είνε ξανθή. Αυτό το "αγαπώ μια καστανή", θα το παρεξηγήση!
-Θα σας άρεσε το "Θέλω με φιλιά να μεθύσω";
-Έχω και παιδιά, δεσποινίς. Δε μπορώ να βάζω στο γραμμόφωνο τέτοια πράμματα!
-Το "Έπαψες τρελλή να μ'αγαπάς";
-Μα τι λέτε τώρα;
-Το "Δεν είσ'αυτή π'αγάπησα";
-Αυτή είνε. Πως δεν είν'αυτή; Μα τι αηδίες γράφουνε βρε αδερφέ;
Και ο πελάτης φεύγει δυσαρεστημένος απ'το θαλαμίσκο, για να εισέλθη αμέσως άλλος:
-Εχετε αυτό το "ταγκό"του Σαίξσπηρ;
-Ταγκό του Σαίξσπηρ; ρωτάει η δεσποινίς κατάπληκτη.
-Μάλιστα. Αυτό το... "Να ζη κανείς ή να μη ζη!".
-Α! του Αττίκ θέλετε να πήτε.
-Του Αττίκ; Λοιπόν, δεσποινίς, ο Αττίκ έκλεψε τον Σαίξσπηρ.
-Μπορεί να έκλεψε και ο Σαίξσπηρ τον Αττίκ. Τέλος πάντων. Θέλετε να τ'ακούσετε;
-Αν είνε δυνατόν...
Το ακούει και του αρέσει.
-Έχετε τίποτ'άλλο;
-Πολλά.
-Θέλω ένα για τη μνηστή μου...
-Να σας δώσω.
Και μπαίνει στο γραμμόφωνο ένα από τα πολλά:
"Μαριτάνα, Μαριτάνα
αχ! ας νοιώσω κοντά σου
τον έρωτά σου
μια νύχτα μόνο..."
-Μα δεν τη λένε Μαριτάνα, δεσποινίς. Αλεξάνδρα τη λένε.
-Δυστυχώς δεν έχουμε κανένα ταγκό μ'αυτό τ'όνομα.
-Τι να γίνη λοιπόν.
-Γράψτε σεις ένα.
-Εγώ; Πως είνε δυνατόν;
-Γιατί όχι; Όλος ο κόσμος γράφει ταγκό.
                                                    


Μια κυρία με ύφος επίσημο και δυνατά σφιγμένα τα χείλια εις ένδειξιν σοβαρότητος, μπαίνει στο κατάστημα.

-Πλάκες σας παρακαλώ.
-Ευχαρίστως.
Η βελόνα τίθεται εν ενεργεία:
"Κουράστηκα να σ'αγαπώ
ήρθ'ο καιρός να σου το πω
πως θα με χάσης..."
-Μα τι σαχλαμάρες είν 'αυτές. Εγώ ζω με τον άντρα μου δώδεκα χρόνια και είμαι ερωτευμένη μαζί του. Πως θα βάλω τέτοιο τραγούδι στο γραμμόφωνο;
-Μα μην το παίρνετε προσωπικά.
-Αλλά πως να το πάρω; Βάλτε κάτι άλλο.
-Το "Αν κάποτε σε χάσω";
-Χριστός και Παναγία!
Και η πελάτις χτυπάει ξύλο και φεύγει έξω φρενών!
                                                        


Η πολυβασανισμένη δεσποινίς "επί της πωλήσεως"περιποιείται τώρα μια μαμά με την κόρη της.

-Θέλετε το "Συγγνώμην σου ζητώ";
-Όχι κουταμάρες. Πρόκειται ν'ακούση τους δίσκους ο μνηστήρ της.
-Το "Μ'αρέσει να πονώ";
-Όχι σαδισμούς δεσποινίς!
-Τότε... να σας δώσω το "Σου δόθηκα";
-Το κορίτσι μου δεν εδόθηκε σε κανέναν κοπέλλα μου! Και να προσέχης πως μιλάς!...
-Με συγχωρείτε κυρία, δεν ήθελα...
-Τον κακό σου τον καιρό!
                                          


Είνε γενικό το κακό. Η πελατεία συνδυάζει το τραγούδι με τις προσωπικές υποθέσεις της. Ο σύζυγος, ο μνηστήρ, η φίλη, τα παιδιά, η πεθερά, η οικογένεια και οι γνωριμίες της παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στην εκλογή του δίσκου. Το "Σ'αγαπώ"δεν μπορεί να το προσφέρη ο φίλος εις το γνωστό του ανδρόγυνον. Υπάρχει κίνδυνος να συμβή... δράμα τιμής! Το "Με κατέστρεψες"είνε φοβερόν δια την φίλην και συμβολίζει διαμαρτυρίαν δια τας οικονομικάς θυσίας που έγιναν προς χάριν της. Το "Δε σε πιστεύω ό,τι κι'αν λες"αποτελεί προσβολήν του χειρίστου είδους. Και τα λοιπά και τα λοιπά...

Όλα λένε κάτι που μπορεί να παρεξηγηθή. Ευτυχώς που υπάρχουν τρεις πλάκες... για τα μάτια. "Μάτια γαλανά", "Μάτια καστανά"και "Μαύρα είν'τα μάτια π'αγαπώ". Εδώ πλέον "διαλέγετε και παίρνετε"!

 (Δ.Κ.Ευαγγελίδης, Μάρτιος 1937, "Έθνος")

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
http://paliaathina.com/
http://www.protothema.gr/

Μεγάλη ανακάλυψη στον τάφο του Τουταγχαμών - Ενδείξεις για τη βασίλισσα Νεφερτίτη

$
0
0


Μεγάλη ανακάλυψη στον τάφο του Τουταγχαμών - Ενδείξεις για τη βασίλισσα Νεφερτίτη


Είναι 90% πιθανόν να υπάρχουν δύο κρυμμένοι θάλαμοι πίσω από τους τοίχους του
τάφου του φαραώ Τουταγχαμών στο Λούξορ της Αιγύπτου.
Αυτό ανακοίνωσε σήμερα το υπουργείο Αρχαιοτήτων κάνοντας λόγο για
προκαταρκτικά αποτελέσματα ανάλυσης που έγινε με σύγχρονα ραντάρ.
Αυτή η σχεδόν βεβαιότητα ενισχύει την άποψη του βρετανού αρχαιολόγου και αιγυπτιολόγου Νίκολας Ριβς, ο οποίος διαβεβαιώνει ότι ίσως πρόκειται για τον ηλικίας 3.300 και πλέον ετών τάφο της βασίλισσας Νεφερτίτης.
Ο αιγύπτιος υπουργός Αρχαιοτήτων Μαμντούχ αλ-Νταμάτι κλίνει μάλλον προς την εκδοχή ο τάφος να ανήκει σε άλλη σύζυγο του φαραώ Ακενατών, πατέρα του Τουταγχαμών.
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα μιας μελέτης με ραντάρ που διεξήχθη από τον
 ιάπωνα ειδικό Χιροκάτσου Βατανάμπε αποκαλύπτουν ότι "είναι 90% πιθανόν να
 υπάρχουν δύο θάλαμοι κρυμμένοι πίσω από τον τάφο του Τουταγχαμών", δήλωσε
 ο υπουργός σε συνέντευξη Τύπου στο Κάιρο. "Υπάρχουν κενοί χώροι"πίσω από δύο τοίχους "αλλά όχι εντελώς κενοί, περιέχουν οργανικά και μεταλλικά υλικά".
Ο υπουργός διευκρίνισε ότι πιο προωθημένες έρευνες θα πραγματοποιηθούν
 στα τέλη Μαρτίου μέσα στον τάφο που βρίσκεται στην κοιλάδα των Βασιλέων,
 στην όχθη του Νείλου, απέναντι από το Λούξορ.
Σε αντίθεση με τις νεκροπόλεις άλλων φαραώ οι οποίες σχεδόν στο σύνολό τους λεηλατήθηκαν, αυτή του Τουταγχαμών, που ανακαλύφθηκε τον Νοέμβριο του 1922
 από τον βρετανό αρχαιολόγο Χάουαρντ Κάρτερ, βρέθηκε ασύλητη, με περισσότερα
από 5.000 άθικτα αντικείμενα ηλικίας 3.300 ετών, μεγάλο μέρος των οποίων είναι φτιαγμένα από ατόφιο χρυσάφι.
Ο Ακενατών ήταν ο πατέρας του Τουταγχαμών. Η καλλονή Νεφερτίτη ήταν η κύρια σύζυγός του, αλλά δεν ήταν η μητέρα του Τουταγχαμών. Αυτή άσκησε μεγάλη 
επιρροή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του συζύγου της.
http://newpost.gr

Εν Αθήναις...στην Σταδίου την παλιά

$
0
0


H oδός Σταδίου την δεκαετία του ΄50.
Δεξιά τα δικαστήρια με το περίπτερο που διαφημίζει την ΚΟLYNOS οδοντόπαστα.
Αριστερά μπροστά το ρολογάδικο του ΙΓΓΛΕΣΗ (ΩΜΕΓΑ) το οποίο υπάρχει
και σήμερα με τους κληρονόμους του.
Ο δρόμος ήταν διπλής κατεύθυνσης για τα αυτοκίνητα (όσα υπήρχαν).
Αριστερά βλέπουμε έναν αξιωματικό του στρατού με την μακριά χλαίνη.
Ο κουστουμαρισμένος κύριος έχει ωρολόγιον τσέπης με την αλυσίδα
που βλέπουμε.
Στα παντελόνια τότε υπήρχε ειδική θέση.
Ο τροχονόμος στο βάθος μάλλον διακοσμητικός μοιάζει γιατί
κυκλοφοριακό πρόβλημα δεν υπήρχε.
Αργότερα η Σταδίου άρχισε να γίνεται εμπορικός δρόμος....
Μαγαζιά με ρούχα με παπούτσια αλλά και πολυκατάστημα το ΑΤΕΝΕ
που έβαζες τα καλυτερότερα ρούχα για να το επισκεφθείς να ανέβεις
με τις κυλιόμενες στους ορόφους να χαζέψεις....και ας μην ψώνιζες.
Κυριλέ μαγαζιά λέγαμε στην γειτονιά....
Και φυσικά ο δρόμος με τις μπόλικες στοές που τότε ήταν εμπορικές
είχαν κόσμο κίνηση.
Φυσικά έχω τα καλύτερα να θυμηθώ από αυτόν τον δρόμο
γιατί από εκεί ξεκίνησα να εργάζομαι σε πάρα πολύ νεανική ηλικία
τότε που υπήρχαν αγγελίες εργασίας στις βιτρίνες...ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΜΙΚΡΟΣ.

Πίσω στα παλιά



Μηχανή του Χρόνου: Μπογδάνο. Το κρυφό χωριό που κατέφευγαν οι φοροφυγάδες

$
0
0



Διαβάστε την ιστορία του μικρού χωριού στην Ήπειρο, στο οποίο κατέφευγαν οι φοροφυγάδες επί τουρκοκρατίας. Τι αποκαλύπτουν τα οθωμανικά αρχεία που άνοιξαν για πρώτη φορά για Έλληνες ερευνητές. Τα μεγάλα "τζάκια"και οι φοροεισπράκτορες (Pics)

Από τη Μηχανή του Χρόνου:

Τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του 16ου και 17ου αιώνα που αφορούν στην περιοχή της Θεσπρωτίας, αλλά και της Ηπείρου ήρθαν στα χέρια των ερευνητών και ρίχνουν φως σε εκείνη τη σκοτεινή περίοδο της ιστορίας. Αναδεικνύουν τον τρόπο φορολόγησης των χριστιανικών πληθυσμών, αλλά και τις προσπάθειες κάποιων να ξεφύγουν με κάθε τρόπο από τον φοροεισπράκτορα.
AdTech Ad

Τα ερείπια που εικονίζονται στη φωτογραφία είναι ένα πειστήριο εκείνης της περιόδου. Πρόκειται για ένα «κρυφό» χωριό που κάποτε υπήρξε το μυστικό καταφύγιο των φοροφυγάδων. Είναι το Μπογδάνο. Το χωριό που ανακάλυψαν οι σύγχρονοι ιστορικοί, ως τον τόπο που κρύβονταν όσοι ήθελαν να αποφύγουν το νόμο της εποχής.
Μετά από τις προσπάθειες του ιστορικού ερευνητή Θωμά Φώτση από το Πολύδροσο Θεσπρωτίας, το Ιστορικό Αρχείο της Κωνσταντινούπολης ικανοποίησε το αίτημα του Κέντρου Ιστορικών Μελετών Θεσπρωτίας (ΚΙΜΕΘΕ) και απέστειλε σε ηλεκτρονική μορφή αρχεία που θα ρίξουν φως στα οθωμανικά σαντζάκια της Ηπείρου.
Ο πρόεδρος του Κέντρου Ιστορικών Μελετών, Μιχάλης Πασιάκος, τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η εξασφάλιση των οθωμανικών κατάστιχων αποτελεί «ένα πρώτο βήμα για να γνωρίσουμε τη μεταβυζαντινή ιστορία της περιοχής, με στοιχεία μακριά από παραδοσιακές προσεγγίσεις».
Πρόκειται για 350 φύλλα, στα οποία καταγράφονται τα πλήρη ονόματα των αρχηγών των οικογενειών ανά χωριό, στοιχεία παραγωγής και φορολογίας αλλά και ιστορικές αναφορές.
Τα κατάστιχα φέρουν παλαιοτουρκική γραφή που είναι συλλαβική και όχι αλφαβητική, γι” αυτό εστάλη αντίγραφο σε ειδικούς, προκειμένου να τα μεταφράσουν με ακρίβεια.
Το αρχείο έχει ερευνηθεί από Έλληνες και Τούρκους. Με τη βοήθεια ειδικών προσπαθούμε να το μεταφράσουμε, ώστε να γνωρίσει το ευρύ κοινό που το δικαιούται, άγνωστες έως σήμερα πτυχές της ιστορίας μακριά από μυθοπλασίες, επισήμανε ο κ. Πασιάκος και πρόσθεσε πως ολοκληρωμένη τεκμηρίωση θα υπάρξει μετά από μήνες, όταν τελειώσουν η μετάφραση και η ταυτοποίηση.

Ο Τούρκος φοροεισπράκτορας

 

Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, στην περιοχή της Θεσπρωτίας, όπου οι Οθωμανοί διαδέχτηκαν τη βυζαντινή διοίκηση, υπήρχαν οικισμοί και χωριά που γνώρισαν μεγάλη ακμή και εκεί είχε εγκατασταθεί τούρκος φοροεισπράκτορας. Η εικόνα εκείνης της περιόδου είναι «κρυμμένη πίσω από ένα πέπλο», υποστηρίζει ο πρόεδρος του ΚΙΜΕΘΕ, καθώς, όπως αναφέρει, πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν πως δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία.
Το Φιλιάτι φιγουράρει το 1551 στη δεύτερη θέση, ενώ μέχρι σήμερα θεωρείται πως δημιουργήθηκε τον 17ο αιώνα. Ακολουθεί η Ουζντίνα, που ελέγχει τα στενά του Καλαμά και εκεί ήταν η γέφυρα-πέρασμα στον δρόμο για τα Γιάννενα. Το Σούλι καταγράφεται ως έδρα Τούρκου φοροεισπράκτορα, περιοχή πολυπληθής, με ευμάρεια.

Οι φαμίλιες και τα ονόματα των αρχηγών που πλήρωναν τους φόρους

Σε ερώτηση εάν εκείνη την εποχή υπήρχαν φοροφυγάδες, ο κ. Πασιάκος απάντησε: «Παρά τα αυστηρά μέτρα, και τότε πολλοί δεν πλήρωναν φόρους και κατέφευγαν για να γλιτώσουν από τους Τούρκους σε ένα μυστικό τόπο. Στο φαράγγι του Καλαμά, κοντά στο διοικητικό κέντρο της Ουζντίνας και κάτω από το σημερινό Μαλούνι υπήρχε ένα κρυφό χωριό, το Μπογδάνο, όπου εκεί κατέφευγαν οι φοροφυγάδες και οι φυγόδικοι, αφού έπαιρναν μαζί τους τα κοπάδια και την κινητή περιουσία τους».
Παράλληλα, το ΚΙΜΕΘΕ ερευνά και τα ιστορικά αρχεία της Βενετίας που έχουν σχέση με τη Θεσπρωτία.
Η ταυτόχρονη έρευνα των δυτικών και των ανατολικών πηγών θα φωτίσει τις άγνωστες πτυχές της ιστορίας της Θεσπρωτίας.

Γιάννης Γκιωνάκης

$
0
0




«Μωρέ εγώ θα σε αρπάξω με το ζόρι..». Η φράση του Σακελάριου που άλλαξε τη ζωή του Γκιωνάκη, ο οποίος παράτησε την Ιατρική Σχολή. Έπαιξε σε 85 ταινίες, αμέτρητα θεατρικά έργα και συμμετείχε σε βιντεοκασέτες  Ο Γιάννης Γκιωνάκης είναι ένας από τους πιο αγαπητούς κωμικούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και του θεάτρου. Στον επίλογο της καριέρας του έπαιξε και σε πολλές βιντεοταινίες, καθώς όπως και άλλοι καταξιωμένοι καλλιτέχνες, πίστευε ότι το βίντεο θα διαδεχόταν τις κινηματογραφικές παραγωγές που στην Ελλάδα ήταν σε παρακμή. Ο Γιάννης Γκιωνάκης γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1922 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο σπίτι της οικογένειας, στην οδό Δεριγνύ. Οι γονείς του είχαν οικονομική άνεση, καθώς ο πατέρας του ήταν γιατρός. Σε μια φτωχή χώρα, δεν του έλειψε ποτέ τίποτα και είχε καλή μόρφωση. Ο Γκιωνάκης ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του Μεγαλώνοντας έκανε την πιο φυσιολογική επιλογή. Αποφάσισε να σπουδάσει Ιατρική και να συνεχίσει το ιατρείο του πατέρα του, με εξασφαλισμένη πελατεία. Στις αρχές της δεκαετίας του’40, ενώ η Ελλάδα δοκιμαζόταν από τον πόλεμο, ο Γκιωνάκης βρέθηκε κάποια στιγμή να διασκεδάζει με την παρέα του κάνοντας μιμήσεις και αστείες γκριμάτσες. Διασκέδαζε όχι μόνο τους φίλους του, αλλά και τα γύρω τραπέζια. Έτσι τον πλησίασε ένας κύριος και τον ρώτησε αν είχε σκεφτεί να εκμεταλλευτεί το κωμικό του ταλέντο και να γίνει ηθοποιός. Ο νεαρός απάντησε ότι δεν το είχε σκεφτεί ποτέ και τα σχέδιά του για τη ζωή ήταν άλλα. Τότε ο κύριος του απάντησε: «Μωρέ εγώ θα έρθω να σε αρπάξω με το ζόρι από το πανεπιστήμιο και θα σε βγάλω στο θέατρο, τέτοια ταλεντάρα που έχεις». Ήταν ο Αλέκος Σακελλάριος, ο οποίος δεν χρειάστηκε τελικά να αρπάξει με το ζόρι τον Γκιωνάκη.  Λίγο καιρό μετά η σχολή του έκλεισε λόγω του πολέμου και του βομβαρδισμού του Πειραιά. Ο Γκιωνάκης πήγε στο θέατρο με έναν φίλο του για να παρακολουθήσει την παράσταση «Αγριόπαπια» του Ίψεν, από τον θίασο του Καρόλου Κουν. Αυτό ήταν. Η σπορά του Σακελλάριου είχε πιάσει. Ο Γκιωνάκης είδε με άλλο μάτι την παράσταση. Γοητεύτηκε από το θέατρο και τους ηθοποιούς. Ζήτησε να δει τον Κουν και του είπε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. Αυτός έκλεισε ραντεβού και μετά από μια ακρόαση, τον πέρασε στη σχολή του. Στα μέσα της δεκαετίας του ’40, ο παρ΄ολίγον γιατρός, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο σανίδι με τον θίασο του θεάτρου Τέχνης. Κατά ένα περίεργο τρόπο για τα ήθη της εποχής, οι γονείς του δεν αντέδρασαν όταν τους ανακοίνωσε την απόφασή του να εγκαταλείψει την ιατρική εξαιτίας της υποκριτικής. Υποσχέθηκε μόνο ότι μαζί με το θέατρο τέχνης θα πάρει και ένα πτυχίο πανεπιστημίου. Έτσι τελείωσε και την Πάντειο Σχολή, που θα μπορούσε άνετα να του ανοίξει πολλές επαγγελματικές πόρτες αν δε γινόταν ηθοποιός. Φυσικά δεν χρειάστηκε. Από το θέατρο του Κουν, όπου πήρε μέρος σε κλασικά έργα, μεταπήδησε στην επιθεώρηση, που όπως αποδείχτηκε του ταίριαζε πάρα πολύ. Του άρεσε ιδιαίτερα η γραφή του Δημήτρη Ψαθά, γι’ αυτό ανέβασε στο θέατρο σχεδόν όλα του τα έργα. Για πολλούς ο ρόλος του Μπρίλη στα κίτρινα Γάντια ήταν ο καλύτερος της καριέρας του. Εκτός από ηθοποιός, ο Γκιωνάκης ήταν αυτοδίδακτος μουσικός και χορευτής, αφού έμαθε μόνος του παίζει πιάνο και να χορεύει κλακέτες. Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το έκανε στο πλευρό του ανθρώπου που του είχε βάλει την ιδέα να γίνει ηθοποιός. Του Αλέκου Σακελλάριου στην ταινία «παπούτσι από τον τόπο σου» η οποία δυστυχώς δεν σώζεται κι έτσι δεν την έχει δει κανείς εκτός από τους θεατές του κινηματογράφου. Ήταν η ίδια ταινία που γύρισε το 1967 ο Γιάννης Δαλιανίδης με τίτλο «Γαμπρός απ’ το Λονδίνο». Έτσι ξεκίνησε η λαμπρή καριέρα του Γιάννη Γκιωνάκη, η οποία κλονίστηκε μετά από ένα σκάνδαλο στην προσωπική του ζωή, όταν πυροβόλησε τη σύντροφό του....

 http://www.mixanitouxronou.gr

Οι Έλληνες ανθρακωρύχοι των Βρυξελλών από τις στοές στο φως της καθημερινότητας

$
0
0

Εκπρόσωποι της δεύτερης γενιάς οικονομικών μεταναστών μιλούν στο 

newsbeast.gr




Οι έλληνες ανθρακωρύχοι των Βρυξελλών από τις στοές στο φως της καθημερινότητας



Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο στις Βρυξέλλες, άρχισα να σέρνω βιαστικά τη βαλίτσα μου στους διαδρόμους του αεροδρομίου. Έπρεπε να προλάβω. Είχα ήδη δώσει το πρώτο μου ραντεβού στο Βέλγιο. Σε ένα από τα ελληνικά καφενεία των Βρυξελλών, το Πάνθεον, θα συναντούσα τους έλληνες ανθρακωρύχους.
Αποστολή στις Βρυξέλλες: Γιώργος Λαμπίρης
Ανοίγοντας την πόρτα της εισόδου, είδα να διαγράφεται μπροστά μου η εικόνα ενός παραδοσιακού ελληνικού καφενείου. Στα πρώτα τραπέζια δύο παρέες. Η καθεμία αποτελείται από δύο άνδρες καθισμένους αντικριστά. Στο ένα τραπέζι ακούγεται σχεδόν ρυθμικά ο ήχος από τα πούλια καθώς χτυπούν πάνω στο ευτελές κόντρα πλακέ.

vrixelles3
O Ανέστης Σουρτζής

Ο Ανέστης Σουρτζής μετράει με το μάτι τη διαδρομή που θα κάνουν τα μαύρα πούλια μέσα στο τάβλι, ενώ ο συμπαίκτης του περιμένει με ανυπομονησία, παιχνιδίζοντας τα ζάρια στη δεξιά του παλάμη.
Ο κύριος Ανέστης έφυγε από την Ελλάδα μετά το τέλος του Εμφυλίου. Πρόλαβε και παντρεύτηκε, μόλις στα 17 του και αφού ξεμπέρδεψε με το στρατιωτικό του αποφάσισε να μπαρκάρει. Δούλεψε για 5 χρόνια στα καράβια, ενώ τα υπόλοιπα 25 εργάστηκε ως ανθρακωρύχος.
Ανήκει στο δεύτερο μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων, το οποίο έφτασε στο Βέλγιο κατά τη δεκαετία του 1950, ακολουθώντας το δρόμο της ξενιτιάς.
«Όταν  ένας άνθρωπος δημιουργεί οικογένεια, πρέπει να την αποκαταστήσει με κάποιο τρόπο. Κι εγώ έκανα 4 παιδιά», αιτιολογεί την απόφασή του.
vrixelles9

«Θα με κυνηγάει για πάντα ότι έβγαλα 25 νεκρούς συναδέλφους μου από τις στοές»

Τον Αύγουστο του 1956 στην πόλη Μαρσινέλ έγινε ένα από τα μεγαλύτερα εργατικά ατυχήματα ορυχεία του Βελγίου με 262 νεκρούς ανθρακωρύχους. Ανάμεσά τους και 6 Έλληνες.
Στιγμές όπως αυτές έζησε κι εκείνος. Μισό αιώνα αργότερα δεν μπορεί να τις βγάλει από το μυαλό του, καθώς ως εργάτης στα ανθρακωρυχεία, αρκετές φορές έπρεπε να ανασύρει από τα συντρίμμια συναδέλφους του. Ανθρώπους με τους οποίους μοιράστηκε για χρόνια την καθημερινότητά του.
«Θα με κυνηγάει για πάντα ότι έβγαλα 25 νεκρούς συναδέλφους μου από τις στοές. Είναι πολύ βαρύ να τους βλέπεις να σκοτώνονται και να είσαι υποχρεωμένος να τους σηκώσεις, να τους τραβήξεις έξω. Δουλεύαμε όλοι μαζί, μια αγκαλιά», περιγράφει με συγκίνηση.
vrixelles8

Απόβαση στο «διαμαντένιο λιμάνι»

Η διαδρομή του στο Βέλγιο ξεκίνησε από την Αμβέρσα. Το «διαμαντένιο λιμάνι» όπως το έχουν βαφτίσει και ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Εκεί διακινείται ο μεγαλύτερος αριθμός διαμαντιών, τα οποία προορίζονται για κάποια αστραφτερή βιτρίνα κοσμηματοπωλείου μιας κοσμοπολίτικης πρωτεύουσας.
«Η Αμβέρσα ήταν ο τελικός μου προορισμός ως ναυτικός. Δεν ήθελα να ξαναμπαρκάρω. Τις περισσότερες φορές μέναμε ακόμα και δύο μήνες πάνω στο καράβι χωρίς να βλέπουμε στεριά. Έτσι, αφού δούλεψα σερβιτόρος στο κέντρο που είχε ένας Έλληνας στην Αμβέρσα, με τσάκωσε η αστυνομία: "Η Ελλάδα ή καράβια", ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπαν. Κατόπιν μου έδωσαν 48 ώρες διορία για να φύγω από το Βέλγιο. Σε μια προσπάθεια να γλιτώσω την απέλαση, άρχισα να ρωτάω φίλους και γνωστούς μήπως είχαν ακούσει κάτι για δουλειά. Τελικά βρέθηκα στα ανθρακωρυχεία το 1961».
Ο κύριος Ανέστης περιγράφει μία από τις πιο σκληρές και ανθυγιεινές δουλειές…
«Είναι η χειρότερη απασχόληση του κόσμου. Γι’ αυτό και όσοι δεν πρόσεχαν τον εαυτό τους και εισέπνεαν σκόνη χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες, με μοναδικό μέλημά να κάνουν λεφτά, δεν υπάρχουν πια. Πήγαν όλοι ταξίδι... Μπούκωσαν τα πνευμόνια τους κι αυτό ήταν».

«Η Ελλάδα δεν έχει Έλληνες»

Έχει ένα σπίτι στη Χαλκίδα, στην Αρκίτσα και πηγαίνει τα καλοκαίρια. «Η Ελλάδα είναι Ελλάδα, ό,τι και να πούμε. Αλλά δεν έχει Έλληνες. Όσοι λένε ότι είναι Έλληνες, μόνο αυτό δεν είναι… Με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τους πολιτικούς. Το μόνο που τους ενδιέφερε πάντα ήταν η καρέκλα».
Δύο τραπέζια παρακεί κάθεται άλλο ένα ζευγάρι συμπαικτών. Ο Παναγιώτης Στρατήγης κοιτάζει με προσήλωση τα φύλλα που έχει στα χέρια του. Μία ντάμα, ένας άσος, και μερικά μικρά φύλλα. Δεν σκαμπάζω πολλά από χαρτί. Προσπαθώντας να γεφυρώσω το χάσμα της άγνοιας, σπεύδω να του πιάσω την κουβέντα.

Ο κύριος Παναγιώτης στα δεξιά της φωτογραφίας
Ο Παναγιώτης Στρατήγης στα δεξιά της φωτογραφίας

«Συμπλήρωσα αισίως 53 χρόνια στο Βέλγιο. Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, φτωχόπαιδο. Πήρα δίπλωμα οικοδόμου όταν τελείωσα το στρατό. Ήθελα να δημιουργήσω τη δική μου οικογένεια και πίστευα ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να το πετύχω. Έχοντας ένα χαρτί στα χέρια μου. Ωστόσο δεν υπήρχαν οι βάσεις στην Ελλάδα. Ένιωθα διαρκώς ότι βάδιζα στα τυφλά. Κι έπρεπε να νιώσω ασφαλής. Να βρω μια σύντροφο. Άραγε δεν ενδιαφερόταν η πατρίδα να κρατήσει εργατικά χέρια;» αναρωτιέται.
«Έτσι έφυγα χωρίς να ξέρω τι θα συναντήσω και έπιασα δουλειά στα ανθρακωρυχεία. Τότε μπόρεσα να υπολογίσω πόσο είναι το μεροκάματο, πόσοι οι φόροι και τι θα μου έμενε στην τσέπη στο τέλος κάθε μήνα. Μόνο τότε ένιωσα την ασφάλεια που αναζητούσα. Είχα δουλειά και περίθαλψη».

«Γνώρισα τη γυναίκα μου φορώντας τις παντόφλες»

«Παρόλα αυτά δεν ήταν εύκολο να βρω γυναίκα και να παντρευτώ. Οι πατριώτες στο Βέλγιο δεν εμπιστεύονταν εύκολα έναν καινούργιο. Πού να ήξεραν ποιος είμαι και από πού κρατούσε η σκούφια μου; Ήμουν τυχερός όμως και παντρεύτηκα Ελληνίδα. Θυμάμαι ότι -εργένης ακόμα- είχα πάει με ένα φιλαράκι στο καφενείο. Φορούσαμε τις παντόφλες να φανταστείτε. Έτσι όπως ήμαστε, φύγαμε και πήγαμε στο διπλανό καφενείο, όπου έπαιζαν τα όργανα και διασκέδαζαν αλά ελληνικά. "Δεν πάμε να χαζέψουμε;"ρώτησα, προσπαθώντας να παρακινήσω το φίλο μου. Κι έτσι όπως ήμαστε, με τις παντόφλες, κινήσαμε για το άλλο καφενείο. Είδαμε τρία κορίτσια και αρχίσαμε να τα πειράζουμε. Πείραγμα στο πείραγμα κόλλησε το πράγμα και γνώρισα τη γυναίκα μου. Μαζί της απέκτησα δύο παιδιά».
Παρά τα 53 χρόνια στο Βέλγιο ισχυρίζεται ότι δεν έμαθε γαλλικά. «Μπουμπούνας. Τίποτα δεν έμαθα. Μόνο τα βασικά και για κανένα μπινελίκι», λέει γελώντας.
«Ψέματα λέει! Τα 'μαθε!», πετάγεται ο συμπαίκτης του, ο οποίος παρακολουθούσε την κουβέντα.
«Το κατόρθωμά είναι ότι μπόρεσα να σπουδάσω τα παιδιά μου», συνεχίζει ο κύριος Παναγιώτης. «Στην Ελλάδα είναι τόσο εκτεταμένη η παραπαιδεία που θα έπρεπε να πληρώνω τα διπλάσια για να τα στείλω στα πανεπιστήμιο».
vrixelles11

«Έχω σημάδια σε διάφορα μέρη του σώματός μου»

Μιλάει για τη ζωή του στα ανθρακωρυχεία. Για τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπισε. «Κουβαλούσαμε τούβλα στην πλάτη σαν τα γαϊδούρια και τα ανεβάζαμε στον έβδομο όροφο! Αν δεις έχω ακόμα τα σημάδια που μου άφησε η δουλειά σε διάφορα μέρη του σώματός μου».
«Μετά το πρώτο εξάμηνο, μάς εκπαίδευσαν να ανοίγουμε γαλαρίες. Μια φορά καθώς ανοίγαμε σήραγγα, έπεσε σωρός το κάρβουνο πάνω μας και μας πλάκωσε. Ευτυχώς ήταν μόνο κάρβουνο και σκόνη και δεν χτυπήσαμε. Τα χρειάστηκα όμως! Τότε δοκίμασα να φύγω με προορισμό τη Γερμανία μήπως γλιτώσω από τα ανθρακωρυχεία. Πίστευα πως εκεί θα έβρισκα καλύτερη τύχη. Δεν τα κατάφερα κι αναγκάστηκα να επιστρέψω. Ταλαιπωρήθηκα πολύ…»
Αναπόφευκτα η κουβέντα γυρίζει στην Ελλάδα. «Μου λείπει περισσότερο σε αντίθεση μ'εσένα», απαντάει όταν τον ρωτάω. Βουρκώνει. «Άστο, μην το συζητάς», λέει και κατεβάζει το βλέμμα στις μύτες των ποδιών του.
«Όποιος πει ότι ξεχνάει τον τόπο που γεννήθηκε, λέει ψέματα», κομπιάζει... «Δεν έχω ξεχάσει τίποτα από την Ελλάδα. Ούτε όταν έπαιζα πιτσιρικάς με τους φίλους μου, ούτε τους συγγενείς μου. Πείνασα όμως εκεί. Κι αυτό είναι κάτι που επίσης δεν ξεχνάω».

«Κέρασε έναν καφέ το παιδί!»

Λίγο πριν φύγω από το καφενείο για να συνεχίσω το δρόμο μου ακούω μία φωνή πίσω μου: «Κέρασε έναν καφέ το παιδί!»
Ο Δημήτρης και η Αφροδίτη Ζόλια, με καλούν στο τραπέζι τους. Είναι ένα από τα πιο παλιά ζευγάρια Ελλήνων που ζουν στις Βρυξέλλες.
«Με ρωτάς γιατί ήρθαμε εδώ; Γιατί εκείνη την εποχή στην Ελλάδα ήμαστε κυνηγημένοι από την πολιτική κατάσταση. Όπως κυνηγάει σήμερα η Συρία τον κόσμο της, έτσι μας κυνήγησαν κι εμάς. Η ανεργία μας έδιωξε μακριά», εξηγεί ο κύριος Δημήτρης.
«Το '56, '57, '58 ξεκίνησε η… λεγόμενη ανάπτυξη των Αθηνών. Είχα κάτι ξαδέρφες παντρεμένες στην Αθήνα και υπολόγιζα ότι θα με βοηθούσαν να βρω δουλειά. Όταν πήγα διαπίστωσα ότι ήμουν σαν τα σκυλιά στα σφαγεία. Έπρεπε να περιμένω μήπως πέσει κανένα κομμάτι κρέας και για 'μένα».

vrixelles2
Ο Δημήτρης και η Αφροδίτη Ζόλια

«Ο Έλληνας ξεχνάει τη διαδρομή που έκανε ως μετανάστης»

Τα βάζει με τους Έλληνες. Αυτό που περισσότερο τον ενοχλεί στη ράτσα μας είναι ο καιροσκοπισμός. Και φέρνει εμάς στη θέση εκείνων που σήμερα αναζητούν διέξοδο από τα προβλήματα της χώρας τους.
«Ο Έλληνας ξεχνάει σήμερα τη διαδρομή που έκανε εκείνος ή οι συγγενείς του, αναζητώντας μια δουλειά. Έχει πολύ κοντή μνήμη και είναι άνθρωπος της ευκαιρίας. Το μόνο που ενδιαφέρει τη φυλή μας είναι πώς θα αρπάξει!», λέει με θυμό.
Ο κύριος Δημήτρης και η γυναίκα του γνωρίστηκαν στη Φλώρινα. Η πρώτη συνάντησή τους έγινε στο πατρικό της κυρίας Αφροδίτης.
«Πώς την έφερα βόλτα; Νοίκιασα το σπίτι που είχε ο πεθερός μου για να μείνω. Δεν την άγγιξα όμως! Άλλωστε ένα ηθικός άνδρας δεν άγγιζε εύκολα μια κοπέλα την εποχή εκείνη… Γνώριζα άλλωστε ότι δεν θα μπορούσα να της προσφέρω τα απαραίτητα. Δεν είχα καθόλου χρήματα».
«Τη φτώχεια όμως την παλέψαμε μαζί. Ήταν κάτι που θέλαμε κι εκείνη κι εγώ. Εγώ ήμουν στρουμπουλός-στρουμπουλός, αλλά κι εκείνη δεν πήγαινε πίσω! Κάπως έτσι ψήθηκε το γλυκό. Υπήρχε όμως σεβασμός, αγάπη. Όλα τα συστατικά που χρειάζονταν για να κρατήσει μια σχέση στο πέρασμα του χρόνου».
vrixelles1
Στις Βρυξέλλες δούλεψε σε διάφορα εργοστάσια για να ζήσει την οικογένειά του. Αρχικά σε μία μεγάλη χαρτοβιομηχανία και αργότερα στο εργοστάσιο ελαστικών της Michelin.
Πλέον μοιράζει τη ζωή του τόσο στο Βέλγιο, όσο και στην Ελλάδα. Έξι μήνες εκεί και έξι εδώ. Αν πέτυχε κάτι μέχρι σήμερα είναι να ζει με αξιοπρέπεια. «Όταν είσαι μετρημένος χαρακτήρας ζεις καλά εδώ. Απολαμβάνεις τα πάντα. Εάν όμως είσαι πότης, καφενόβιος, χαρτοπαίκτης και σπάταλος, έχεις πρόβλημα. Κι εγώ έκανα τσιριτζάντουλες στα νεανικά μου χρόνια, δε λέω... Στη συνέχεια όμως σοβαρεύτηκα και κράτησα σταθερό το τιμόνι του σπιτικού μου».
Σε αντίθεση με τους δύο ανθρακωρύχους δεν νοσταλγεί τίποτα από αυτά που άφησε πίσω του φεύγοντας.
«Δεν μου λείπει τίποτα από την Ελλάδα. Τα έχουμε όλα εδώ. Ό,τι θέλουμε. «Δεν με πειράζει ότι δεν έχει τόσο ήλιο όπως στην Ελλάδα. Συνηθίσαμε τα πάντα».
Όμως το ταμπεραμέντο και η ψυχή του παραμένουν ελληνικά. Μιλάει έντονα, κινείται έντονα. Τα χέρια του βρίσκονται συνεχώς σε εγρήγορση, εκφράζοντας τα συναισθήματα του. «Είμαι αντίθετος σε κάθε πολιτικό. Το μόνο που κάνουν είναι να μας κοροϊδεύουν για να αρπάξουν μία καρέκλα. Όσοι λένε ότι βρήκαν κατεστραμμένη γη, ας μην έμπαιναν στην πολιτική. Φαίνεται όμως ότι είχαν απομείνει κάποια ψίχουλα. Και όπως και οι προηγούμενοι έπρεπε να τσιμπολογήσουν μερικά από αυτά τα ψίχουλα, ακόμα και αν δεν έχει μείνει ολόκληρο κομμάτι. Γι’ αυτό σας έλεγα ότι ο Έλληνας ενδιαφέρεται μόνο για τη βόλεψή του», λέει με νόημα.
vrixelles4
Αδειάζω βιαστικά το φλιτζάνι με τον καφέ μου και σηκώνομαι από την καρέκλα. Οι ανθρακωρύχοι των Βρυξελλών είναι εκεί. Ένας-δυο γυρίζουν να κοιτάξουν την πόρτα που μόλις άνοιξε. Κάνοντας ένα νεύμα με το κεφάλι, φεύγω.
«Στο καλό παλικάρι», προλαβαίνει να ψελλίσει κάποιος λίγο πριν κλείσει βαριά η πόρτα.
vrixelles5vrixelles6vrixelles7

Εν Αθήναις...τα φλέρτ...τα ραντεβού

$
0
0



Πολύ παλιά δεν ήταν εύκολο το σ΄αγαπώ μ΄αγαπάς...
Υπήρχαν όμως τρόποι....
Στα καλά όπως έλεγαν τα σπίτια που είχαν τον τρόπο τους οι υπηρεσίες έκαναν
και χρέη ταχυδρόμου...το πήγαινε το γράμμα της δεσποινίδας αλλά και της κυρίας
το ραβασάκι δηλαδή στον καλό τους που περίμενε στην γωνία.
Θα μου πείς καλά η δεσποινίς αλλά και η κυρία ;
Συνήθως ο σύζυγος ήταν πολυάσχολος και κάποιας ηλικίας οπότε δεν γλύτωνε
το κέρατο.
Συχνά οι κυρίες αυτές πήγαιναν ταξίδια στας Ευρώπας παίρνοντας μαζί και τον 
συνοδό.
Στα χαμηλότερα στρώματα τα πράγματα ήταν δύσκολα...
Ένα άνοιγμα της γρίλιας....τότε ανοιγόκλειναν με κλειστά τα πατζούρια...και ήταν
το σύνθημα για το ναι ή το όχι για το ραντεβού που δεν θα διαρκούσε παραπάνω
από λίγα λεπτά.
Οι Μικρασιάτισες στις γειτονιές της Αθήνας ταράζουν τα λιμνάζοντα νερά.
Ντύνονται καλύτερα...περιποιούνται τον εαυτό τους έστω και με τα λίγα που έχουν.
Ο μπακάλης σχολιάζει ότι έχει μεγαλύτερη κατανάλωση το μοσχοσάπουνο τώρα.
Συνήθως το πράσινο πουλούσε που ήταν και για μπουγάδα και για ατομική υγιεινή
σκέτη ποτάσα.
Τις είπαν "παρδαλές"τις προσφυγοπούλες που μοσχοβολούσαν στον δρόμο
αλλά το ίδιο είπαν σύντομα και για τις ντόπιες που δεν άργησαν να τις ακολουθήσουν.
Στην ίδια αυλή έμεναν βλέπεις...
Τα φλέρτ άρχισαν να γίνονται περισσότερο φανερά και τα ραντεβού να γίνονται
στην απέναντι γωνία.
Τα ρομαντικά στο Φάληρο ...στου Φιλοπάππου ....μέχρι που θα ερχότανε η ώρα
που ο νέος θα ζητήσει επίσημα την νέα από τους γονείς της.
"Είναι καλό παιδί και δουλεύει..."έτσι απλά.
Συνήθως η νύφη δεν είχε προίκα...και πώς να είχε όταν η οικογένεια
έμενε σε ένα δωμάτιο μιας αυλής με νοίκι.
Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί κάποιο οικοπεδάκι εκτός σχεδίου
με προοπτική για...φώς... νερό...τηλέφωνο.
Ο αγώνας στην συνέχεια του ζευγαριού μεγάλος....
Πετραδάκι...πετραδάκι θα κατόρθωναν να στήσουν μια κάμαρα.

Αισιόδοξοι οι υπουργοί για την πορεία της αξιολόγησης !!!!!

Τα κείμενα μιας αιματοβαμμένης επιθεώρησης του Μεσοπολέμου

$
0
0
Τον Αύγουστο του 1931, αναστάτωση προκλήθηκε στην πρωτεύουσα από την επίθεση θεατών στο θέατρο "Περοκέ", την ώρα που ο ηθοποιός Βασίλης Αυλωνίτης παρουσίαζε το νούμερο του με τίτλο "Κοσμογονία"κατά τη διάρκειας της επιθεώρησης "Η Κατεργάρα". Ο ηθοποιός γλίτωσε εκ θαύματος, όμως τραγικό θάνατο από τις σφαίρες των δραστών βρήκε ο β'μηχανικός της παράστασης, ο 32χρονος Παναγιώτης Μωραΐτης. 


Οι "κίτρινες"εφημερίδες της εποχής σήκωσαν ψηλά το θέμα, εξαπολύοντας επίθεση κατά της κυβέρνησης του Ελευθέριου Βενιζέλου, ότι δήθεν κρυβόταν πίσω από την επίθεση. Στην πρώτη γραμμή του "κιτρινισμού"βρέθηκε η εφημερίδα "Η Ελληνική", η οποία εξαπέλυε επίθεση κατά πάντων και καλούσε το λαό σε αυτοάμυνα και λιντσάρισμα των κυβερνώντων. Ωστόσο, άθελα της, η εφημερίδα προσέφερε ένα ανεκτίμητης αξίας αρχειακό υλικό, δημοσιεύοντας σε συνέχειες ορισμένα από τα νούμερα της επιθεώρησης "Η Κατεργάρα". 
Έτσι, περισσότερα από 80 χρόνια μετά από εκείνο το τραγικό περιστατικό, έχουμε τη δυνατότητα να διαβάσουμε τους διαλόγους και τους στίχους από τα τραγούδια για τρία από τα νούμερα της παράστασης: "Βίβλος Γενέσεως", "Κοσμογονία"και το "Φινάλε"της παράστασης. Ειδικά το φινάλε της "Κατεργάρας"ήταν εξαιρετικό, αφού οι σεναριογράφοι κατέβασαν όλους τους πολιτικούς αρχηγούς της εποχής ως μέλη μιας υποτιθέμενης εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, ενώ ο πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, ως προπονητής έδινε στον καθένα κι από ένα ρόλο.

ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ
Λεωνίδας: Ιατρίδης
Πυθαγόρας: Μαυρέας

Στη σκηνή βγαίνουν δυο συνταξιούχοι. Διαβάζουν από ένα βιβλίο και προχωρούν. Στη μέση της σκηνής πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο....

Πυθ.: Στραβομάρα.
Λεων. Επίσης.
Π.: Ω! Ω, ποιον βλέπω! το φίλο μου και αγαπητό Λεωνίδα.
Λ: Ω, αγαπητέ μου Πυθαγόρα συ είσαι; (αγκαλιάζονται και φιλιούνται)
Π.: Δεν γνωρίζεις οπόσον συγκεκινημένος είμαι που σε επαναβλέπω εν τη ζωή.
Λ: Και εγώ ωσαύτως. Αφ'ης διεκόψαμεν την καθηγεσίαν των θρησκευτικών, δεν επανίδομεν πλέον εαυτούς και αλλήλους...
Π.: Και πώς τα διέρχεσαι Λεωνίδα;
Λ.: Πώς να τα διέλθω Πυθαγόρα μου.. Λιμώττω και δυστυχώς δεν έχω κανένα θείον εις τας Ινδίας. Λαμβάνω την σύνταξίν μου...
Π: Ήτις ανέρχεται;
Λ.: Δυστυχώς δεν ανέρχεται. Διαρκώς κατέρχεται.
Π: Και η δική μου επίσης. Πόσα λαμβάνεις μηνιαίως Λεωνίδα;
Λ.: Τριακοσίας μόνον. Είμαι βλέπεις ο Λεωνίδας με τας τριακοσίας....
Π: Λεωνίδα μου με συνεκίνησες (αγκαλιάζονται, φιλιούνται)
Λ: Αλλά και σε βλέπω δεν οπάγεις οπίσω. Το μανδίλιον το βλέπω εις το δεξιόν μέρος.
Π: Ε, τι να κάμεις. Τα έφερεν ο Θεός δεξιά.
Π: Ασχολείσαι δηλαδή εις μεταφράσεις;
Π: Ναι. Είναι μετάφρασις εκ του αρχαίου. Αλλά και συ... το σακάκι σου το βλέπω ετοιμόρροπον.
Λ: Ναι, το επείραξαν οι τελευταίο σεισμοί, ενθυμείσαι προ τεσσαράκοντα ετών.
Π: Βεβαίως το ενθυμούμαι (δείχνει το δικό του σακάκι). Είναι παλαιοί συνάδελφοι.
Λ: Εάν πει δε και διά το πανταλόνιον είναι έτοιμον να τινάξει τα κώλα.
Π: Λεωνίδα μου με συνεκίνησες (αγκαλιάζονται και φιλιούνται)
Λ: Και εις τι ασχολείσαι τώρα; Το έριξες βλέπω εις τας μελέτας.
Π: Ναι.
Λ: Τι μελετάς;
Π: Δυστυχώς, η μόνη παρηγοριά, ήτις μοι απέμεινεν, είναι η μελέτη της Βίβλου της γενέσεως. Την ανοίγεις και βλέπεις. Αβραάμ γέννησεν Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησεν Ιακώβ, Ιακώβ εγέννησε... και ούτω καθεξής. Εις την αρχαίοτητα φαίνεται εγέννων και οι άνδρες.
Λ: Τι σύμπτωσις! Και εγώ την ίδιαν βίβλον μελετώ επισταμένως.
Π: Μα τι βλέπω; Και τα υποδήματα σου ευρίσκονται εις οικτράν κατάστασιν.
Λ: Ναι, έχουν ανοιχθεί αυτοβούλως μερικαί θύραι και ολίγα παράθυρα διά να εισέρχεται καθαρός αήρ.
Π: Και δεν μου λέγεις... τι διαβάζεις εις την βίβλον της Γεννέσεως;
Λ: Άπαντα τα κεφάλαια. Εάν θέλεις ν'αναγνώσωμεν μερικάς περικοπάς εκ της βίβλου διά να φωτίσωμε και τον κόσμον τούτον των απίστων και ασεβών.
Π: Ναι, η ιδέα σου είναι λαμπρά.






Α:  Εκ μελετών πολυετών ας πεποιήκαμεν 
επείσθημεν καλώς και ηννοήσαμεν
την τ'ανθρωπίνου γένους ιστορίαν
που προκαλεί τοις πάσιν απορίαν...
Β:  Τα πάντα εν τη γενέσει αναφέρονται
και εξ Αβραάμ ως γεννηθέντα φέρονται
τα τέκνα των αρχαίων γενεών μας
κι αυτός ο Ζευς, ο πρώτος των Θεών μας....
Β: Ζευς γαρ εγέννησε την του Φειδία σμίλην
Α:  Φειδίας δε εγέννησε Κονδύλην
Β: Κονδύλης εγέννησε την βουλήν κ
και καραβανάδες τρεις τέσσαρες
Α; που μας επέρασαν γενεές δεκατέσσερες
Ρεφρέν
Θεοδώρα, Θεοδώρα, που ειν'ο Θοδωρής
διδάκτωρ να γίνει και να σωθεί η πατρίς.

Β: Πολλών δεινών και αφορήτων περιστάσεων
και λόγω των συχνών επαναστάσεων
μελαγχολείς παρ'όλας τας μελέτας
ενώπιον και πινακίου ομελέτας.
Α: Μα παρευθύς μετά πολλής ανέσεως
ανοίγετε την βίβλον της γενέσεως
και βρίσκετε εκεί με ευκολία
τα σχετικά της λέξεως αψιλία.
Α: Αψιλία γαρ εγέννησεν αδεκαρίαν
Β: Αδεκαρία εγέννησε απενταρίαν
Α: Απενταρία εγέννησεν αφαγίαν
Β:  Αφαγία εγέννησεν ατσιγαρίαν
Α: Ατσιγαρία δε εγέννησεν την σελεμίαν
Β: Οι σελέμηδες διά μεθόδου τινός υπούλου
Α: Καπνίζουν σιγαρέττα μάρκας Ξενοπούλου
Ρεφρέν
Αν είσαι φίλος καρδιακός
και δεν φοβάσαι χάρο
δώσε μου το πακέτο σου
να πάρω ένα τσιγάρο.

Α: Περί παντός ζητήματος τυρβάζοντες
και γνώσεις επί γνώσεων στοιβάζοντες
την αληθή αξίαν των οψονίων
ευρίσκομεν μηδέν άνευ πεκουνίων.
Β: Διότι όσοι υπ'αυτών εγκαταλείπονται
τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται
καθ'όσον εξ αυτών ρέει τα φαύλα
και άνευ αυτών όπως λέγει η βίβλος παύλα.
Β: Χρήμα γαρ εγέννησεν έρωτα
Α: Έρως δ'εγέννησεν αισθήματα
Β:  Αισθήματα εγέννησαν γάμον
που αν είναι άνευ προικός βλαστήματα
Α: Γάμος δε εγέννησεν την τρυφεράν συμβίαν 
Β:  Συμβία δε γεννά κάθε δυο χρόνια τρία
ων συ μεν είσαι ο κτήτωρ
Α: Άλλος δε είναι ο γεννήτωρ
Β: Και αν το πράγμα τούτο σε εξένισεν
Α:  Ε, τότε βλαστήμα την μάνα που σ'εγέννησε
Μανάκι μου, μανάκι μου
πιες μες στο ποτηράκι μου.

Β: ένθεν κακείθεν ζώμεν όλοι αλητεύοντες
κι εντός θολών υδάτων αλιεύοντες
την των πραγμάτων γενεολογίαν 
ανακαλύπτοντες κατ'αναλογίαν.
Α: Κι ως εκ του Πέλοπος εξήλθε η Πελοπόννησος
και εκ Λουρίου εγεννήθη η Μακρόνησος
από την βίβλον θα σας πούμε τσάτρα πάτρα
τι έτεκεν αισίως και η Πάτρα
Α:  Πάτρα εγέννησε Μιχαλανδρέαν
Β: Μιχαλανδρέας δ'εγέννησεν Ούλεν
Ούλεν δ'εγέννησε Πάουερ
Α: Πάουερ εγέννησε τραμ, δυόμιση παρακαλώ το εισιτήριον
Β:  Το τραμ δ'εγέννησε συνωστισμόν
Α:  και ο συνωστισμός το κολλητήριον
ρεφρέν 
Είναι πολύ μυστήριον 
αυτό το κολλητήριον 
που γίνεται μέσα στα τραμ 
σε δεσποινίδες και μαντάμ.

Α: Ου μην, αλλά μόνον την βίβλον κατατρώγοντες
κι αέρα κοπανισμένον τρώγοντες
φιλοσοφούμεν επί των καρυκευμάτων
και των λοιπών ποικιλωνύμων εδεσμάτων
και γαρ και ταύτα εν τη βίβλω περιγράφονται
αλλά υπό των μαγείρων διαγράφονται
γιατί κι αυτοί εξ Αβραάμ ως προελθόντες
εγέννησαν ευθύς μόλις μαθόντες....
Β:  Θεός γαρ εγέννησε τον μάγειρον
Α:  Μάγειρος δ'εγέννησε μακαραονάδαν
Β:  Μακαρονάδα εγέννησεν εντράδαν
Α:  Εντράδα δ'εγέννησε ψαράκια
Β:  Ψαράκια δ'εγέννησαν κεφτεδάκια
Α:  που αν καμιά έγκυος μυρίσει
Β:  προώρως πριν τον μήνα θα γεννήσει
Α:  και έτσι συμφώνως με το έθιμον και με τον νόμον
Β:  θα το βρεις έκθετο σε κάνα δρόμον
ρεφρέν
Και ποιος το έκανε αυτό
το κορίτσι του μπακάλη του γειτονικού
και ποιος κοπίασε γι'αυτό
όλα τα κοθώνια όλα μαζί του ιππικού.

Α: Την πενιχράν μας σύνταξιν καταναλίσκοντες
και θυλικόν εδώδιμόν τι μη ευρίσκοντες
φιλοσοφούμεν δίχως την εκείνην
και γαρ συν Αθηνά και χείρα κίνη.
Β:  Ου μη αλλά εκ πεθεράς δεινοπαθήσαντες
και σύζυγοι την σύζυγον αφήσαντες
μετά χαράς διαβάζουμε απλήστου
το πάνσοφον το έργον του Υψίστου.
Α: Θεός γαρ εγέννησε τον Αδάμ και την Εύαν
Β:  Αυτή δ'εγέννησε όλας τας μαντάμ
Α: Καθ'όσον γνωρισθείσα με το οφίδιον
Β:  Της υπέδειξε να γευθεί το παλαιϊκόν απίδιον
Α:  μετά γεύσεως εκτάκτως τρυφεράς
Β:  Και μετά της σχετικής ουράς
Α:  Ευρούσα δεν τον καρπόν πρώτης γραμμής
Β:  Τον έφαγε και εγεννήθημεν εμείς
ρεφρέν
άντε το να μήλο τ'άλλο ρόιδο
την επιάσανε κορόιδο.



Η κατάρα που συνοδεύει το τζαμί στην καρδιά της Αθήνας

$
0
0



Στην καρδιά μιας από τις μεγαλύτερες αγορές τόσο του παλιού όσο και του σύγχρονου κόσμου της πρωτεύουσας, εκτός από το συνονθύλευμα πολιτισμών, τους πλανόδιους πωλητές και τα πάσης φύσεως εμπορικά καταστήματα, ο επισκέπτης συναντά και το Τζαμί Τσισδαράκη, το μόνο επισκέψιμο Τζαμί της Αθήνας.
Μια βόλτα στην πλατεία στο Μοναστηράκι είναι αρκετή για να το παρατηρήσει κανείς και μια
επίσκεψη στο εσωτερικό του μαρτυρά την ιστορία του, την οποία συνοδεύει ένας μύθος και μια κατάρα…
Χτίστηκε το 1759 από τον τότε βοεβόδα των Αθηνών Μουσταφά Αγά Τσισδαράκη, στην καρδιά της περιοχής που ήταν γνωστή ως κάτω Παζάρι. Πολλοί το αποκαλούσαν και Τζαμί του Κάτω Σιντριβανιού, από το σιντριβάνι που βρισκόταν μπροστά του. Η ανέγερσή του όμως σημαδεύτηκε από ένα θρύλο και μια καταστροφή, με αποτέλεσμα να θεωρείται καταραμένο.

Ο Αγάς Τζισδαράκης, για να εξασφαλίσει ασβέστη για το χτίσιμό του τζαμιού φαίνεται πως κατέστρεψε έναν από τους κίονες του ναού του Ολυμπίου Διός.
Αν και η οικοδομική αυτή πρακτική δεν ήταν ασυνήθιστη την περίοδο εκείνη, επικρατούσε η αντίληψη ότι η καταστροφή των αρχαίων μνημείων επέφερε μελλοντικές συμφορές.
Τότε, σύμφωνα με τον θρύλο, ξεκίνησε η κατάρα.
Οι Τούρκοι δε συμφωνούσαν με οποιαδήποτε μετακίνηση ή καταστροφή αρχαίων μνημείων. Θεωρούσαν κάθε τέτοια πράξη ιερόσυλη και πίστευαν ότι προκαλούσε συμφορές. Οι βέβηλοι τιμωρούνταν αυστηρά.

Ο Τζισδαράκης προσπαθώντας να αποφύγει τις συνέπειες της πράξης του, δωροδόκησε τον πασά του Ευρίπου, υπεύθυνο για την Αθήνα και ανώτερό του, στέλνοντάς του δεκάδες πουγκιά με γρόσια. Η πράξη του όμως δεν συγχωρέθηκε με αποτέλεσμα να καθαιρεθεί από το κονάκι του βοεβόδα, το λεγόμενο Διοικητήριο.
Στην απόφαση αυτή συνετέλεσε και η επιδημία πανώλης που ξέσπασε την ίδια περίοδο στην πόλη, η οποία αποδόθηκε στην καταστροφή της κολώνας του Δία, κάτω από την οποία ήταν θαμμένη η αρρώστια… Εξαιτίας των πολυάριθμων θυμάτων της πανώλης το Τζαμί από τότε θεωρήθηκε καταραμένο.
Ως μουσουλμανικό τέμενος λειτούργησε μόνο για 62 χρόνια, αφού η Ελληνική Επανάσταση που ακολούθησε σήμανε και το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας στην Αθήνα.
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους το 1830, χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή, ως χώρος άσκησης των στρατιωτικών μουσικών και ως αποθήκη. Αυτό μαρτυρούν τουλάχιστον τα τσιγάρα, η φλογέρα και άλλα μικροαντικείμενα που βρέθηκαν χωμένα στα κονιάματα των τοίχων, κατά τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου, μετά τους σεισμούς του 1981.

Από το 1918 το Τζαμί παραχωρήθηκε στο Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων και μετατράπηκε σε εκθεσιακό χώρο. Το μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης όπως μετονομάστηκε, φιλοξενήθηκε εκεί ως το 1973, όπου και μετακόμισε στη οδό Κυδαθηναίων 17. Από τότε το Τζαμί λειτουργεί ως παράρτημα του μουσείου φιλοξενώντας μια εντυπωσιακή συλλογή κεραμικών, ενώ παραμένει το μόνο επισκέψιμο τζαμί της Αθήνας.

ΠΗΓΗ
Από το periergaa

Eν Αθήναις...στην αιώνια γειτονιά

$
0
0



Είναι αλήθεια ότι μπαίνοντας σε ένα κοιμητήριο αμέσως ξεχνάς τι συμβαίνει
έξω από αυτό....δυστυχώς για λίγο γιατί μετά ξαναβγαίνεις και περνάς
στην πραγματικότητα.
Θα δείς τον πόνο αποτυπωμένο σε στιχάκια .....
Θα δείς παιχνιδάκια και αμέσως θα επιταχύνεις το βήμα σου 
γιατί δεν αντέχεις ......
Θα δείς φωτογραφίες  να γράφουν κάτι με νόημα.....
Θα δείς οικογένειες και πάλι μαζί όπως την ζωή.....
Θα δείς και τους δικούς σου να σε κοιτάζουν από φωτογραφίες
βγαλμένες από ευχάριστες στιγμές.
Και εσύ να γυρίζεις πίσω στα παλιά και να θυμάσαι ευχάριστες
στιγμές μαζί τους.
Θα δείς φίλους σου που είχες να δείς από τα παιδικά σου χρόνια
και δύσκολα να τους αναγνωρίζεις στην φωτογραφία.
Να σε γυρίζουν πίσω στις αλάνες...και μια από αυτές ήταν έξω από
την μάντρα του κοιμητηρίου που έκανες την επίσκεψη.
Και θυμάσαι...θυμάσαι ...
" ...ρε εσείς άμα πέσει το τόπι μέσα στα μνήματα
ποιός θα πάει να την πάρει;"
Και δώστου γέλια....
Προχωράς και κοιτάς...διαβάζεις στις μαρμάρινες πλάκες γνωστά ονόματα...
επαγγέλματα....ηλικίες....
Γρήγορα καταλαβαίνεις ότι βρίσκεσαι σε μια γειτονιά ιδιαίτερη
με τους δικούς της κανόνες.
Μια γειτονιά που σε αναγκάζει να την σεβαστείς....να την δεχτείς....
να σταματήσεις να την φοβάσαι...να την νοιώθεις περισσότερο
οικεία γιατί απλά γνωρίζεις ότι σε περιμένει να...εγκατασταθείς σε αυτή.
Και γιατί να σε τρομάζει η σκέψη ακόμα μιας μετακόμισης ;
Έχεις κάνει αρκετές !



Πίσω στα παλιά

Αξιολόγηση...προσφυγικό....νέοι φόροι...μειώσεις στις συντάξεις ...και αυτοί πετάνε την μπάλα στην εξέδρα...για πόσο κορόϊδα μας περνάνε ;

Μακελειό στις Βρυξέλλες...και πάλι στο όνομα του Αλλάχ

Μηχανή του χρόνου: 'Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας. Είναι το φιδάκι ο Διαμαντής'. Η ιστορία της διάσημης φράσης

$
0
0



«Στον δόκτορα ακαμάτη πονάει δόντι βγάζει μάτι». Ο θρυλικός έμπορος που έκανε χρυσές δουλειές με το «φιδάκι τον Διαμαντή…που δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας». Μια ιστορία από την καρδιά της Αθήνας (vid)

Το τραγούδι «Δεν είναι βόας», το έγραψε ο Κώστας Βίρβος με τον Μίμη Πλέσσα και εμπεριέχεται στον δίσκο «Το Πανόραμα», μέσα στον οποίο γίνονται αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα, παλαιότερων χρόνων. Η ιστορία του τραγουδιού ξεκινάει από έναν πλανόδιο πωλητή που γυρνούσε στην παλιά Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις για να πουλήσει μια υποτιθέμενη θαυματουργή οδοντόσκονη. “Άλλες φορές, ανάλογα με τη διάθεση του, πουλούσε και μια σκόνη που θεράπευε όλους τους πόνους. Ο παμπόνηρος έμπορος χρησιμοποιούσε ένα συγκεκριμένο τέχνασμα, ώστε να προσελκύει τους ανυποψίαστους πελάτες. Έστηνε ένα τραπεζάκι σε μια κεντρική πλατεία και πάνω έβαζε ένα μικρό κουτί. Μέσα υπήρχε ένα μικρό φιδάκι, σαν τα φιδάκια της Παναγίας που υπάρχουν στο Ιόνιο.
AdTech Ad


Στη συνέχεια φώναζε: «Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας, περάστε κυρίες και κύριοι, είναι το φιδάκι ο Διαμαντής. Ένα σπάνιο φίδι που βρέθηκε στη ζούγκλα της Αφρικής, έπειτα από χρόνια ερευνών». Ο κόσμος περίεργος, πλησίαζε να δει το σπάνιο φιδάκι, κι όταν μαζεύονταν αρκετοί, τους έλεγε: «Πριν όμως κύριοι ανοίξω το κουτί, με τον Διαμαντή, θα σας μιλήσω για την καινούργια, θαυματουργή σκόνη των δοντιών, που την ανακάλυψε ο μεγάλος…» και έλεγε ένα όνομα της φαντασίας του που το έκανε να ακούγεται αληθινό. Μετά συνέχιζε: «Η σκόνη αυτή κύριοι, σταματά αμέσως τον πονόδοντο, ενώ κάνει συγχρόνως τα δόντια σας να αστράφτουν».
Άλλες φορές μάλιστα, παρουσιαζόταν ο ίδιος ως μεγάλος γιατρός-ερευνητής, ο οποίος είχε ανακαλύψει τη σκόνη για τους πόνους. Πολλοί από τους παρευρισκόμενους πείθονταν και αγόραζαν τη σκόνη, ευελπιστώντας μάταια να τους περάσει ο πόνος. Έχοντας ως κράχτη το φιδάκι, τον Διαμαντή, πουλούσε οδοντόσκονη! Πολύ συχνά κατέληγε στο αυτόφωρο, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που τα θύματα του τον αναγνώριζαν και τον έπαιρναν στο κυνήγι.
Οι στίχοι του τραγουδιού είναι οι εξής:! Δεν είναι βόας, ούτε κροταλίας μα το φιδάκι μου το μαγικό και γύρω κόσμος πάσης ηλικίας για ν’αγοράσουν από το γιατρικό Κυρά μου όπου κι αν πονάς στη λεωφόρο Αθηνάς θα βρεις τον δόκτωρ ακαμάτη πονάει δόντι βγάζει μάτι Δόκτωρ που ήρθε απ” το Παρίσι κι έχει διπλώματα περίπου επτά τώρα αν σπούδασε στο Καρπενήσι για ψιλοπράγματα ποιος συζητά.

"Εδώ μαντάρονται κάλτσες"

$
0
0



Πριν αρχίσει να υπάρχει η αφθονία αγαθών, τα στολίδια
της γυναικείας καρνταρόμπας , λιγοστά ήταν.
Και είχαν κόστος.
Οι νάιλον κάλτσες , ήταν ένα από αυτά .
Τις προσέχαμε σαν τα μάτια μας, πάντα τυλιγμένες
σε σακουλάκια χάρτινα.
Το σουξέ της κοκέτας ήταν οι κάλτσες με ραφή!
Οι γάμπες που άντεχαν να τις αναδείξουν, ήταν
οι «τσουπωτές».
Γυναίκα κοκαλιάρα δεν το τολμούσε με τίποτα.
Φορούσε τις σκέτες.
Η μόδα απαιτούσε στενή φούστα, ή φόρεμα κολλητό,
να αναδεικνύει την ραφή και παπούτσια με στενή μύτη
και ψηλό τακούνι.
Η κίνηση του ισιώματος της ραφής ήτα σάλιωμα
στο δάχτυλο και πέρασμα από κάτω προς τα πάνω.
Φυσικά το απαραίτητο αξεσουάρ στήριξης ήταν οι ζαρτιέρες.
Δεν είχαν την φήμη του σεξιστικού συμβόλου.
Μια μάρκα που επικρατούσε ήταν η «Μπερξάιρ».
Και αν έφευγε πόντος;
Η καταστροφή!
Επρεπε να πάει για μαντάρισμα.
Κάθε ψιλικατζίδικο της γειτονιάς είχε την μανταρίστρα του.
Σε ένα μικρό τραπεζάκι είχε τα σύνεργα της.
Ένα δυνατό πορτατίφ, να ρίχνει το φως του σ΄ ένα
μεταλλικό κύλινδρο ανοιχτό από πάνω, εκεί που γλιστρούσε
η κάλτσα με τον φευγάτο πόντο.
Με το αριστερό χέρι, κυλούσε το «τραυματισμένο» κομμάτι
τεντωμένο στο κενό.
Με το δεξί ένα μικρό μεταλλικό μηχανάκι μικρό ίσα
που χωρούσε στην χούφτα, με καλώδιο που συνδεόταν
με το ρεύμα .
Στην άκρη είχε μια βελόνα που γάζωνε όπως
και η ραπτομηχανή.
Με γρηγοράδα απίστευτη ένας- ένας οι πόντοι γέμιζαν με την
μεταξωτή κλωστή, που έβγαινε από την βελόνα.
Μια δραχμή ο πόντος, αν δεν υπήρχε κοντινός ανταγωνισμός.
Κάθε κομμάτι που έπαιρνε το έβαζε σε άσπρο σακουλάκι
που έγραφε το όνομα τις πελάτισσας.
Ασταμάτητη δουλειά πρωί-απόγευμα.
Δεχόταν και τις πιέσεις από τις καλές πελάτισσες
για πιο γρήγορη παράδοση .
Η «δική»μας ήταν μια κοπελιά με το ξανθό μαλλί λάχανο
και τα κατάλευκα χέρια με τα περιποιημένα νύχια
βαμμένα ροζ περλέ.
Αυτά θυμάμαι από το κορίτσι που μαντάριζε την κοκεταρία μας.
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>