Στις 7 Μαρτίου 1948 η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της για την αποστολή παιδιών στις ανατολικές χώρες. Η οργάνωση των αποστολών είχε ξεκινήσει αρκετές εβδομάδες νωρίτερα μετά από απόφαση του ΚΚΕ. Σύμφωνα με την κομματική εφημερίδα «Εξόρμηση», «από τα μέσα Φλεβάρη ώς στις 5 του Μάρτη από 59 χωριά οι γονείς έδωσαν 4.784 παιδιά». Συνολικά αρκετές χιλιάδες παιδιά ηλικίας 5 - 13 ετών (20 - 25.000, ανάλογα με τις πηγές) μετακινήθηκαν το 1948 - 1949 από τον Δημοκρατικό Στρατό στις Λαϊκές Δημοκρατίες.
Η μετακίνηση εκτός Ελλάδας χιλιάδων παιδιών ενείχε έναν ισχυρό συμβολισμό, προβλέψιμα αξιοποιήσιμο από την ελληνική κυβέρνηση που προσέφυγε σε διεθνείς οργανισμούς καταγγέλλοντας το ΚΚΕ για την επιλογή του αυτή. Αναμφισβήτητα, στον πόλεμο της προπαγάνδας τα παιδιά αποτέλεσαν ιδιαιτέρως χρήσιμα εργαλεία. Απέναντι στην εμφανώς πολεμική προπαγάνδα των αντιπάλων του πως επρόκειτο για πράξη γενοκτονίας και γενιτσαρισμού, το ΚΚΕ αντέτεινε πως στόχος της επιχείρησης υπήρξε η σωτηρία των παιδιών από τα δεινά του πολέμου και πως οι γονείς έδωσαν τα παιδιά τους εθελοντικά. Την άποψη αυτή έχουν αναπαραγάγει αργότερα αρκετά στελέχη του ΔΣΕ που έγραψαν μαρτυρίες και απομνημονεύματα. Επρόκειτο για αμυντική στάση έναντι των καταγγελιών της κυβέρνησης της Αθήνας που υποστήριζε αντίθετα πως τα παιδιά «απήχθησαν βιαίως» με σκοπό τον αφελληνισμό τους.
Στην πραγματικότητα, πάντως, το ΚΚΕ αποφάσισε να μετακινήσει τα παιδιά εξαιτίας της δυσμενούς γι'αυτό εξέλιξης της εμφύλιας σύρραξης και του προβλήματος των εφεδρειών που αντιμετώπιζε, παρά για ανθρωπιστικούς λόγους. Η απόφαση της μετακίνησης των παιδιών στηρίχθηκε, λοιπόν, πάνω σε στρατιωτική λογική και όχι σε ανθρωπιστική ανάγκη.
Υποχρεωτική στρατολογία γυναικών και εφήβων
Ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα προσέλευσης μαχητών. Οπως έγραφε ο ίδιος ο Μάρκος Βαφειάδης, η εθελοντική κατάταξη στον ΔΣΕ δεν αποτελούσε ούτε το 10% των νεοεισερχομένων στο αντάρτικο το 1947. Από ένα σημείο και μετά, όμως, οι αντάρτες δεν έβρισκαν άνδρες και εφήβους στα χωριά να στρατολογήσουν και έπαιρναν με το ζόρι ακόμη και γυναίκες και έφηβες. Με την πάροδο του χρόνου ο αριθμός των γυναικών ανταρτισσών αυξήθηκε δραματικά. Την άνοιξη του 1949 οι γυναίκες αποτελούσαν το 30% των μάχιμων και το 70% των βοηθητικών στις μονάδες του ΔΣΕ. Ομως, η υποχρεωτική στρατολογία δεν μπορούσε να έχει την κανονικότητα του επίσημου κράτους. Μια τέτοια κανονικότητα θα σήμαινε στράτευση με βάση ηλικιακές σειρές, φροντίδα για κάποιες ειδικές κατηγορίες του πληθυσμού κ.ά. Αντίθετα, η στρατολογία στον ΔΣΕ ήταν άτακτη χρονικά και γεωγραφικά και βασιζόταν κυρίως στις ξαφνικές βραδινές εισβολές των ανταρτών σε χωριά και κωμοπόλεις ή στις ενέδρες που έστηναν σε τόπους παζαριών των χωρικών. Μπαίνοντας σε κατοικημένες περιοχές οι στρατολόγοι του ΔΣΕ εισέβαλλαν στα σπίτια των κατοίκων αναζητώντας ό,τι υπήρχε διαθέσιμο. Ο παρακάτω κατάλογος οδηγιών προς στρατολογητές είναι χαρακτηριστικός:
«1. Να ψάχνουμε καλά μία μία γωνιές, κάμαρες, αποθήκες, αποχωρητήρια, κρυψώνες, καταφύγια. 2. Να μην ξεγελιώμαστε από κεράσματα και ξεχνάμε το καθήκον της στρατολογίας δίνοντας καιρό να κρύψουν τα παιδιά τους. 3. Να χρησιμοποιούμε πονηρίες π.χ. θα γκρεμίσουμε το σπίτι γιατί είναι ανάγκη για τη μάχη. 4. Η στρατολογία θα γίνεται θαρρετά κατά τη διάρκεια της μάχης. 5. Να προετοιμασθούμε ποιες μαχήτριες θα δώσουμε για συνεργεία στρατολογίας. 6. Να τους προετοιμάσουμε τι να πουν στις μάνες όταν κλαίνε για να τους δώσουν τα κορίτσια τους μ'εμπιστοσύνη. 7. Να μην κάνουμε πλιάτσικο. 8. Να είμαστε χτενισμένες, πλυμένες, περιποιημένες όταν πάμε για στρατολογία».
Η απόφαση του «παιδομαζώματος», λοιπόν, ελήφθη, προκειμένου οι γονείς των παιδιών και ιδιαίτερα οι μάνες να μπορούν να πολεμήσουν απρόσκοπτα και με μειωμένο τον κίνδυνο λιποταξίας. Ηταν ένα είδος ομηρίας, η πιο σίγουρη λύση ώστε ο ΔΣΕ να διασφαλίσει την αφοσίωση των ανταρτών του. Σε αυτό συνηγορούν και τα στοιχεία που δείχνουν πως πολλά από τα παιδιά είχαν γονείς ή αδέλφια στο αντάρτικο. Ετσι, με τα παιδιά «μέσα» οι γονείς δεν μπορούσαν να λιποτακτήσουν και να φύγουν εκτός περιοχών που ήλεγχε το αντάρτικο.
Επιπλέον, ο εθελοντικός χαρακτήρας αυτής της μετακίνησης υπήρξε περιορισμένος χρονικά. Ο ΔΣΕ επέτρεψε την εθελοντική μετακίνηση των παιδιών μόνο σε πρώτη φάση. Στη συνέχεια, από τα μέσα του 1948, πιθανότατα επειδή δεν υπήρξε η απαραίτητη ανταπόκριση, οι γονείς υποχρεώθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά τους. Η διάσημη προσωπική ιστορία της Ελένης Γκατζογιάννη στον Λια δεν είναι παρά μία από τις πολλές τραγωδίες του «παιδομαζώματος».
Πολλά παιδιά χάθηκαν κατά τη μεταφορά
Η μετακίνηση των παιδιών προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες δεν υπήρξε χωρίς προβλήματα. Η μεταφορά τους, μέσα από τους ορεινούς όγκους της Βόρειας Ελλάδας, ενείχε μεγάλους κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα των παιδιών. Παρά τις εκκλήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ προς τις σοσιαλιστικές χώρες για άμεση βοήθεια και την ανταπόκριση αυτών, χιλιάδες παιδιά υπέφεραν από την πείνα, το κρύο και τις ατελείωτες πορείες. Μαρτυρίες αναφέρουν πως σημαντικός αριθμός παιδιών πέθανε ή χάθηκε στον δρόμο.
Το θέμα του «παιδομαζώματος» συνδέεται άμεσα με το ζήτημα των ανήλικων μαχητών του ΔΣΕ. Ο κόσμος των ανήλικων ανταρτών παραμένει σχεδόν ανεξερεύνητος. Για τη στρατολόγηση και την πολεμική δράση τους βρίσκει κανείς σκόρπιες πληροφορίες. Από τα στοιχεία, πάντως, που διαθέτουμε υπολογίζουμε πως το 1949 ένας στους πέντε μαχητές του ΔΣΕ ήταν σίγουρα 18 ετών και κάτω.
Στον κομματικό Τύπο το θέμα παρουσιαζόταν ωραιοποιημένα. Αρθρα όπως αυτό για την 15χρονη Αλίκη που υπηρετούσε στην Πολιτοφυλακή «και η επιμονή της για τη δουλειά έχει κάνει σ'όλους εντύπωση» φρόντιζαν να εξιδανικεύουν την κατάσταση. Αναφορές στελεχών μιλούσαν για 15χρονα «παιδιά του Κόμματος» που είχαν μπει στον αγώνα και είχαν καιρό να δουν την οικογένειά τους. Ομως περισσότερο από ρομαντισμό η κατάσταση αποκάλυπτε μια ωμή στρατιωτική επιλογή.
Κάτω των 14 ετών
Σε στρατόπεδα της Ανατολικής Ευρώπης συγκεντρώθηκαν παιδιά και έφηβοι προκειμένου να εκπαιδευτούν και να αποσταλούν στα μέτωπα του Γράμμου και του Βίτσι. Η απόφαση αυτή, που αναμφίβολα ήταν από τις πλέον σκληρές του πολέμου, πάρθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ σε πλήρη γνώση των Λαϊκών Δημοκρατιών που οργάνωσαν τα στρατόπεδα αυτά. Από τα αρχεία του ΚΚΕ μαθαίνουμε πως στη Βουλγαρία, στις αρχές του 1949, ο κομματικός υπεύθυνος διάλεξε 88 από τα 400 αγόρια του στρατοπέδου προκειμένου να τα στείλει στο βουνό να πολεμήσουν. Τα περισσότερα από τα παιδιά που εστάλησαν ήταν κάτω των 14 ετών. Ηταν τόσο καχεκτικά ώστε προκλήθηκε η αντίδραση ακόμη και της κομματικής ηγεσίας, η οποία εκτός του ότι έκρινε τα παιδιά ακατάλληλα να πολεμήσουν θεώρησε πως «ο ερχομός τους μας δημιουργεί μεγάλα ζητήματα». Στην Τσεχοσλοβακία εκατοντάδες Ελληνες έφηβοι ηλικίας 16 έως 18 ετών συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδο της Μπρατισλάβα την άνοιξη του 1949 προκειμένου να σταλούν στην Ελλάδα. Το σχέδιο τελικά δεν υλοποιήθηκε «λόγω των εξελίξεων στη Γιουγκοσλαβία». Εντέλει, από γιουγκοσλαβικές και πολωνικές πηγές υπολογίζεται πως περίπου 2.000 παιδιά στάλθηκαν στα μέτωπα του εμφυλίου εκπαιδευμένα σε αυτά τα στρατόπεδα.
Αγνωστος ο συνολικός αριθμός των θυμάτων
Πόσα από τα παιδιά αυτά σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή συνελήφθησαν με το όπλο στο χέρι και στάλθηκαν φυλακή ή εξορία δεν γνωρίζουμε. Επίσης δεν γνωρίζουμε πόσα από τα μεταφερόμενα στις ανατολικές χώρες παιδιά χάθηκαν στον δρόμο, πεθαίνοντας από τις κακουχίες, το κρύο ή τους βομβαρδισμούς. Από γραπτές μαρτυρίες γνωρίζουμε πως πολέμησαν και σκοτώθηκαν μικρά παιδιά στο βουνό, ενώ άλλα τα έπιασε ο στρατός με το όπλο στο χέρι.
Στα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού έχει εντοπιστεί πως υπήρχε ένας αξιομνημόνευτος αριθμός κρατουμένων ανηλίκων σε στρατόπεδα και φυλακές. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ένας αριθμός από αυτούς τους ανήλικους κρατουμένους είχαν συλληφθεί ως αντάρτες.
Στις Λαϊκές Δημοκρατίες πολλά από τα παιδιά του «παιδομαζώματος» αντιμετωπίστηκαν με στοργή και αξιοπρέπεια. Μορφώθηκαν και ενσωματώθηκαν στις κοινωνίες υποδοχής χωρίς να χάσουν την ελληνική τους ταυτότητα. Αρκετά επούλωσαν τα τραύματά τους και θυμούνται τις παιδικές τους στιγμές στους παιδικούς σταθμούς με νοσταλγία. Ομως αυτό είναι πραγματικά μια άλλη ιστορία.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου (Πράγα) και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.