Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

ΤΖΩΝ ΓΚΡΗΚ (περιοδικό)

$
0
0

Από τη Βικιπαίδεια

Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του περιοδικού

Εξώφυλλο της δεύτερης έκδοσης του περιοδικού
Το TΖΩΝ ΓΚΡΗΚ ήταν εβδομαδιαίο φυλλάδιο αστυνομικών περιπετειών στον χώρο της παιδικής λαϊκής λογοτεχνίας που κυκλοφόρησε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 (α’ εποχή) και στα τέλη του 1964 (β’ εποχή). Πρωταγωνιστικός χαρακτήρας του ο Τζων Γκρηκ (Τζον Γκρικ, σύμφωνα με τη σύγχρονη ορθογραφία), ένας fictional (αποκύημα φαντασίας) Ελληνοαμερικανός ιδιωτικός αστυνομικός στη Νέα Υόρκη.
Δημιουργός του χαρακτήρα υπήρξε ο συγγραφέας Νίκος Β. Ρούτσος, ο οποίος τον πρωτοπαρουσίασε σε ραδιοφωνικά σκετς από το Β’ πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.) το 1956 με τον τίτλο «Οι περιπέτειες του Τζων Γκρηκ».
Η πρωτοφανής επιτυχία της εκπομπής ήταν η αιτία να μεταφερθούν οι «Περιπέτειες του Τζων Γκρηκ» και στο χαρτί.
Το περιοδικό, που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1958 με τον ίδιο τίτλο της εκπομπής από τις εκδόσεις «Πελαργός», ανήκει στον χώρο των παιδικών λαϊκών αναγνωσμάτων σε εβδομαδιαία φυλλάδια.
Ο Νίκος Ρούτσος έγραψε περίπου 80 ραδιοφωνικά επεισόδια και τα 12 πρώτα τεύχη από τα 42 συνολικά του περιοδικού. Το συνέχισαν και ολοκλήρωσαν τον εκδοτικό του κύκλο κατά σειρά οι συγγραφείς Γιάννης Φιλιππάτος (τεύχη 13-19) και Δημήτρης Σαμαράς (20-43, όπου το 43ο, ενώ αναγγέλθηκε δεν είναι γνωστό αν κυκλοφόρησε). Η ραδιοφωνική εκπομπή συνεχίστηκε από την τελευταία εβδομάδα του Μαΐου 1958 έως και την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου της ίδια χρονιάς από άλλους συγγραφείς και με τίτλο «Οι περιπέτειες του Τζώννυ Φιλ».
Το 1964 για λογαριασμό των εκδόσεων «Γενικαί Εκδοτικαί Επιχειρήσεις ΟΕ» ο Νίκος Ρούτσος επανέφερε τον Τζων Γκρηκ στο προσκήνιο για οκτώ μόλις τεύχη μεγαλύτερου σχήματος από το κλασικό σχήμα ‘‘τσέπης’’ των υπολοίπων λαϊκών παιδικών περιοδικών.
Τον κεντρικό χαρακτήρα του ιδιωτικού ντετέκτιβ Τζων Γρηκ τον πλαισίωναν σε δεύτερους ρόλους ο επιθεωρητής Πήτερσον, μάλλον γελοιογραφική φιγούρα κομπορρήμονα ευτραφούς αστυνομικού και η όμορφη και φιλόδοξη αστυνομική ρεπόρτερ Έλεν. Ο αισθηματικός δεσμός της με τον ντετέκτιβ δεν αναφέρεται ρητά στο ανάγνωσμα, αλλά είναι διακριτός από τη συμμετοχή της στην πλοκή.
Στην δεύτερη εποχή του αναγνώσματος είχε προστεθεί και ο μικρός Τζακ Μπιλ, προστατευόμενος του Τζων Γκρηκ και επίδοξος ντετέκτιβ, στον οποίο ο Ρούτσος είχε δώσει τις ιδιότητες ενός πανέξυπνου και δραστήριου έφηβου με θράσος και αγοραία συμπεριφορά.

Φανούρη, Φανουράκη μου, κάνε το χατηράκι μου

$
0
0


Δραπετσώνα, 5 Νοεμβρίου 2014
"Ώρα 3 Μεσονυκτίου"

Αγαπητοί, Φίλοι και Φίλες

Πρώτα ρωτάω για την υγεία σας. Εύχομαι να είστε όλοι καλά, πνευματικά και 
σωματικά.
Αυτή τη στιγμή που σας γράφω είμαι και εγώ καλά. Μετά δεν ξέρω...
Σας γράφω την παραμονή ενός μεγάλου γεγονότος για τη ζωή μου.
 Γεννήθηκα στη Δραπετσώνα, κοντά στον Άγιο Φανούριο.

Οκτώ ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι καμπάνες του Αγίου Φανουρίου
 χτυπούσαν ασταμάτητα, ειδοποιώντας τους κατοίκους της Δραπετσώνας, 
για τις τυχόν επιδρομές των εχθρικών αεροπλάνων, των Ιταλικών δηλαδή.
 Γεννήθηκα λοιπόν με κωδωνοκρουσίες, βροντές και αστραπές.


Όποιος δεν ξέρει τη Δραπετσώνα δεν ξέρει και τον Άγιο Φανούριο. 
Αη Φανούργον Φανουράκι τον έλεγε η αείμνηστη κυρά Ρήνη Ρασπίτσου,
 η νεοκόρισσα που πέθανε πριν 9 μήνες πλήρης ημερών 
(104 ετών). Μάνα πολύτεκνη, καραβοτσακισμένη. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, 
θυμάμαι και την κυρά Ρήνη, να υπηρετεί μικρούς, μεγάλους, νέους,
 γέρους, τους ιερείς, τους ιεροψάλτες και όλον τον κόσμο που μπαινόβγαινε 
ασταμάτητα στο Ναό. Όλοι κάτι ζήταγαν, όλοι κάτι ήθελαν. Και εκείνη πάντα
 πρόθυμη μια στο ιερό μια στο ψαλτήρι, έδωσε τη ζωή της εκεί που ήταν 
η καρδιά της !!!

Φανούρη, τον έλεγε ο άντρας μου και σύντροφος στη ζωή. Στην εκκλησία 
δεν πήγαινε παρά μόνο στις κηδείες, στους γάμους και στα βαφτίσια 
και για κανένα πιστοποιητικό. Πήγαινε όμως τις ημέρες που δεν είχε
 κόσμο, άναβε τρία κεριά και έλεγε: "Φανούρη, άμα θέλεις κάντο,
 και άμα μπορείς κι αν δεν τον κάνεις εσύ ξέρεις."

Αυτός ο άνθρωπος που δεν πήγαινε στην εκκλησία, χτύπαγε πόρτες άγνωστων
 σημαντικών ανθρώπων και με τον τρόπο του, κατάφερνε να βρει λύση 
σε προβλήματα φίλων και γνωστών, χωρίς χρήματα. Και σε άλλα θέματα, 
όπως μαθήματα σε παιδιά που δεν είχαν χρήματα, μεσολαβήσεις 
σε επώνυμους για λύσεις προβλημάτων. Ο Θεός να τον αναπαύσει.

Ο Άγιος Φανούριος είναι τόσο δεμένος με τη ζωή μας των Δραπετσωνιτών
 και δύσκολα μπορεί να τον καταλάβει ένας ξένος..

Το 1922, οι γονείς μας διωγμένοι από την πατρίδα τους στην Μικρά Ασία, 
ήρθαν ... διακοπές στην Ελλάδα, συνωστιζόμενοι. Το καράβι "Σεμίραμις" 
που τους ξέβρασε στον Πειραιά, τους παράτησε στην αποβάθρα. 
Εκεί ούτε μουσική τους περίμενε, ούτε κανένας επίσημος τους έδειξε 
το ξενοδοχείο που θα έμεναν, ούτε και καμιά λιμουζίνα.

Δεν ήξεραν που να πάνε και που να σταθούν. Διωγμένοι και κλαίγοντας 
τους νεκρούς και τους εκτελεσμένους που άφησαν πίσω τους. 
Με τα λίγα υπάρχοντά τους που οι Τούρκοι τους επέτρεψαν να πάρουν.
 Η γιαγιά μου Ειρήνη με την κόρη, το γιο της και τα αδέλφια της, φόρτωσαν 
τα πράγματά τους σε ένα κάρο και σε λίγα λεπτά βρέθηκαν στο βράχο 
της Δραπετσώνας. Κάποιοι συγγενείς τους φιλοξένησαν σε ένα μικρό σπιτάκι.

Δεκαεπτά άτομα σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στα Λιπάσματα. Έκλαιγαν 
για αυτά που άφησαν και για αυτά που βρήκαν και για αυτά που 
τους φύλαγε ο Θεός να ζήσουν. Σκούπισαν τα δάκρυα τους. Ζώστηκαν 
με την πίστη στο Θεό και την ελπίδα και με την αγάπη για δουλειά και 
έβαλαν πλώρη για το μακρύ δρόμο της λησμονιάς.... και της ζωής. 
Οι δικοί μου ήρθαν από τον Πόντο. Κρυμμένα στις αποσκευές τους είχαν 
τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας τους της Υπαπαντής. Τα πήραν και τα πήγαν
 στον Άγιο Διονύση στο λιμάνι. Τα πήγαν για φύλαξη γιατί πίστευαν 
ότι θα ξαναγυρίσουν στα σπίτια, στις εκκλησίες και στα σχολεία τους. 
 Η τελευταία μέρα του 1922. Παράλληλα με αυτούς ήρθε πολύς 
κόσμος από τη Σμύρνη, από την Καππαδοκία και από όλα τα μέρη της
 Μικράς Ασίας.

Από τη Σμύρνη ήρθαν πολλές οικογένειες. Μαζί ήρθε και ο Παπατσάκαλος. 
Το ακριβές όνομά του ήταν Μιχαήλ Τσαγκρίδης. Αυτός έφερε μαζί του την 
εικόνα του Αγίου Φανουρίου.

Με την οικογένεια του έστησε ένα αντίσκηνο και στέγασε και τον Άγιο μας. 
Αγιός μας είναι. Είναι στο τραπέζι μας, στον ύπνο και στον ξύπνιο μας.
 Και βέβαια οι πίτες του χορταίνουν συνέχεια τον κόσμο.
 Ότι αίτημα μπορείτε να φανταστείτε θα το ακούσετε.

Άγιε βρες το γάτο μου. Άγιε μου να περάσει ο γιος μου στις εξετάσεις
 του ή να βγουν καλές οι εξετάσεις στο γιατρό. Να μπω σε σχολή. Να βρω 
καλή δουλειά. Να παντρευτεί η κόρη μου. Να μη χωρίσει ο γιος μου.
 Η μαμά μου έλεγε. Άγιε Φανούριε πρόφτασε. Που είναι το βελονάκι μου.
 Που έβαλα τα γυαλιά μου. Που αυτό που εκείνο.

Η γιαγιά μου η Μαρίκα έπαιρνε το κλειδί της μεγάλης πόρτας του Αγίου 
και Δευτέρα πρωί πριν πάει κανείς στην εκκλησία, πήγαινε πρώτη μαζί 
με μια κοπέλα που ήθελε να παντρευτεί και έλεγε στα ποντιακά
 "Αη Φανούργο έβρε έναν καλόν παιδάν για τατό το κορτσόπον.
Δηλαδή, βρες ένα καλό παιδί για αυτό το κοριτσάκι. Και ο Άγιος έπραττε
 αναλόγως.
Δώδεκα χρονών χτύπαγα την καμπάνα. Κα-τη-χητικό κατηχητικό. 
Επάνω στο καμπαναριό, όχι από κάτω.

Η ευλογία του Αγίου είναι και σήμερα τόσο μεγάλη που από τα γεύματα 
του χορταίνουν 254 άνθρωποι. Για την προετοιμασία των γευμάτων 
συμβάλουν οι ιερείς του ναού, το προσωπικό του ναού, η φιλόπτωχη
 επιτροπή και οι πολίτες που προσφέρουν από το υστέρημά τους.
 Κάθε Τετάρτη, ο ναός συνήθως έχει περισσότερο κόσμο, εξαιτίας 
της λαϊκής και είναι η μέρα που οι περισσότεροι προτιμούν 
να φέρνουν τις πίτες, αλλά και τις άλλες μέρες αν πάτε σίγουρα
 θα βρείτε μια πίτα να δοκιμάσετε.

Πολυξένη

Η φωτογραφία της ανάρτησης είναι της Βούλας Παπαϊωάννου, 
φέρει τίτλο "Συσσίτιο στην Στέγη Δραπετσώνος" 1942 - 43. 
Από τις συλλογές και αρχεία του Μουσείου Μπενάκη
http://pireorama.blogspot.gr/ 


ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ…

Εν Αθήναις....πριν από τις γιορτές

$
0
0


Μια στάση στα Χαυτεία κοιτάζοντας την Πατησίων Δεκέμβρη μήνα και λοιπόν
καμμία σχέση με τα παλιά αρχές δεκαετίας του ΄60.
Καμμία γιορτινή λάμψη και όχι μόνον γιατί αυτή η περιοχή κάποτε είχε ζωή...
Τα θρυλικά σινεμά "Ροζικλαίρ"και "Αλάσκα"για προχωρημένους θεατές και αφελείς
επαρχιώτες που έβγαιναν έξω φωνάζοντας ...."...το πορτοφόλι μου...".
Είχε και εξώστη για περισσότερο προχωρημένους και από κάτω στην πλατεία
οι έμπειροι καθόντουσαν αρκετά μακριά από τον εξώστη αποφεύγοντας
το κατούρημα του από πάνω ...έτσι για την πλάκα.
Το φτύσιμο ήταν σίγουρο όμως...
Οι ταξιθέτριες-καθαρίστριες ήταν ηρωϊδες....
Τις ημέρες αυτές όλοι έκαναν τον οικογενειακό προϋπολογισμό ...ήταν βλέπεις
και το δώρο...ένας μισθός ακόμα και η οικογένεια καθότανε στο τραπέζι
να υπολογίσει τις αγορές.
Πρώτα οι λογαριασμοί....το νοίκι...το ηλεκτρικό...τα τεφτέρια...
Αυτά τα άτιμα...μπακάλης...δοσάς στην καλύτερη περίπτωση.
Στον μπακάλη δεν θα είχες μούρη να ξαναπάς και ο δοσάς έτσι και δεν του άνοιγες
την πόρτα σε έκανε ρεζίλι στην γειτονιά με τις φωνές.
Οπότε φάτε μάτια ψάρια κοιτάζοντας τις βιτρίνες στα κυριλέ μαγαζιά της Σταδίου
και της Πανεπιστημίου αλλά και της Αιόλου με τον ΔΡΑΓΩΝΑ και τον ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟ
όπου απ΄έξω υπήρχε συνωστισμός.
Δεν σε πείραζε και τόσο σε ευχαριστούσε αυτή η γιορτινή ατμόσφαιρα
την ζούσες.
Ερχότανε το 15νθήμερο των σχολικών διακοπών και εκεί ζοριζόσουνα γιατί
την επόμενη ημέρα θα πήγαινες στο μαγαζί του Κέντρου που ήθελε
μικρό για τις γιορτές.

πίσω στα παλιά








Χριστούγεννα στο Σύνταγμα!

$
0
0
φωτο

"Λόντρα, Παρίσι, Νιου-Γιορκ, Βουδαπέστη, Βιέννη,
μπρος στην Αθήνα, καμιά σας, καμιά σας δεν βγαίνει..."

Η «ασθένεια» των λευκών τριχών και η «θαυματουργή» πιγμεντίνη

$
0
0

1 (3)Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Πριν από εκατό χρόνια τα πάντα γύρω από το βάψιμο των μαλλιών και των μουστακιών κινδύνευαν να ανατραπούν και ο περίφημος Μποτσαράκος με την «καραμπογιά» του να χάσει την αίγλη του. Εξάλλου, η Πολιτεία παρενέβαινε και με εγκυκλίους της προσπαθούσε να εξορθολογήσει τη λειτουργία των κουρείων. Πλέον ο κουρέας και οι τυχόν υπάλληλοι έπρεπε να φορούν υποχρεωτικά άσπρες μπλούζες, οι οποίες -όπως τονιζόταν- έπρεπε να είναι επιδεκτικές στο πλύσιμο! Επίσης, «ο κουρεύς και εν γένει πας υπάλληλος κουρείου οφείλει να έχη τας χείρας του τελείως καθαράς και τους όνυχας βαθέως κεκομμένους» και έπρεπε απαραιτήτως πριν ξεκινήσει την περιποίηση του πελάτη να πλύνει τα χέρια του «διά μετουσιωμένου οινοπνεύματος ή κολώνιας, ή δι’ ύδατος αφθόνου και σάπωνος». Όσο για το βάψιμο των μαλλιών, μία υγειονομική διάταξη προσπαθούσε να τερματίσει τη χρήση της περίφημης μαντέκας και των μουστακοδετών! «Απαγορεύεται απολύτως η χρησιμοποίησις μαντέκας διά την στίλβωσιν του μύστακος πελατών ως και η χρησιμοποίησις μουστακωδετών», ανέφερε η εγκύκλιος. Εν πάση περιπτώσει, αν χρησιμοποιούνταν μεταλλικός «μουστακοδέτης», έπρεπε να απολυμαίνεται με οινόπνευμα ή να απολυμαίνεται με φλόγα. Όσο για τις πετσέτες για το σκούπισμα των προσώπων και των χεριών μετά το ξύρισμα και το μανικιούρ, έπρεπε να χρησιμοποιούνται για έναν και μόνον πελάτη.
Αλλά το γεγονός που συντάραζε την Αθήνα του 1913 ήταν η νέα ανακάλυψη που άκουγε στο όνομα ΠΙΓΜΕΝΤΙΝΗ. Ήταν η εποχή κατά την οποία, πέραν της σύνδεσης του ασπρίσματος των μαλλιών με τα γηρατειά, θεωρείτο πλέον ότι επρόκειτο για ασθένεια. Οφειλόταν δε στην παρουσία στην τρίχα «κακοποιών μικροβίων», των «πιγμεντοφάγων», που κατέστρεφαν το χρώμα των τριχών. Έτσι ανακαλύφθηκε η «πιγμεντίνη», που φόνευε τους κακούς «πιγμεντοφάγους» και λειτουργούσε με αποτελεσματικότητα στα μαλλιά και τα γένια παρέχοντας φυσικό χρώμα στις τρίχες. «Ας ελπίσωμεν ότι κατόπιν τούτων θα παύσωμεν μετ’ ολίγον καιρόν να βλέπομεν λευκοπώγωνα γεροντίδια και ότι αι λευκαί τρίχες εις το εξής θα θεωρούνται ασθένεια», έγραφε ο Γεώργιος Πωπ ξεσηκώνοντας τα πλήθη.
Ακολούθησαν βαθυστόχαστες αναλύσεις επί αναλύσεων και οι πρωτοσέλιδες αναφορές έδιναν κι έπαιρναν. Δεν έλειψαν και οι κοινωνιολογικές αναλύσεις που ανέφεραν ότι ο άνθρωπος λευκαινόταν νωρίτερα και νεότερος από άλλοτε, διότι άρχιζε την πάλη της ζωής από την εφηβική ηλικία, οπότε τον γερνούσαν πρόωρα και του άσπριζαν τα μαλλιά οι μέριμνες για την απόκτηση περιουσίας. Όταν ο άνδρας έχοντας λίγα άσπρα μαλλιά αλλά σφριγηλός και πεπειραμένος αναζητούσε εργασία, «του την αρνείται πας τις ασπλάχνως». Όσο για τις γυναίκες, «η εμφάνισις των πρώτων λευκών τριχών εις την κόμην των δηλητηριάζει την ζωήν των και προ παντός εις τας ωραιοτέρας αίτινες βλέπουσι χανόμενα τα θέλγητρα και καταρρέουσαν την ωραιότητά των»! Οπότε η «πιγμεντίνη» θα αναλάμβανε να αποκαταστήσει τα πράγματα. Ουσιαστικά επρόκειτο για φυσική χρωστική ουσία (pigment = χρωστική), αλλά η υπόθεση των «πιγμεντοφάγων» προβλημάτισε πολλούς. Ορισμένοι πρότειναν το ξύρισμα των μαλλιών, ώστε να καταστρέφονται τα φθονερά και αόρατα μικρόβια που έτρωγαν τη νιότη, αλλά υπήρχαν και εκείνοι που χρησιμοποίησαν διάφορα μικροβιοκτόνα προκαλώντας σοβαρές βλάβες στο τριχωτό της κεφαλής τους.
Μπορεί οι σχετικές διαφημιστικές καταχωρίσεις να επικαλούνταν ανακοινώσεις που είχαν γίνει στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών από τον «ιατρό Κατέρς Γκλάσκου, έναν των περιφημότερων σοφών του Ινστιτούτου Παστέρ», αλλά στην Αθήνα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το ενδιαφέρον εστιάστηκε στα αόρατα ζουζούνια που υποτίθεται ότι λεύκαιναν τις τρίχες και η παρέμβαση των υγειονομικών Αρχών φαίνεται πως απέτρεψε την κυκλοφορία του προϊόντος πριν γίνουν κασίδηδες οι μισοί Αθηναίοι.

Αγάπες και λουλούδια

Οι πρόσφυγες ως πολιτική απειλή στην μεταπολεμική Αθήνα

$
0
0

Οι πρόσφυγες ως πολιτική απειλή στην μεταπολεμική Αθήνα
Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα;
 Η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων

Δεν ήταν όμως μόνο η πολιτισμική διαφορά ή οι προστριβές λόγω των επιτάξεων και των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων που επιδείνωναν τις σχέσεις προσφύγων και γηγενών. Οι αλλαγές που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων ήταν τόσο μεγάλες που δεν άφησαν ανεπηρέαστο κανένα τομέα. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν ένα πολυάριθμο και χαμηλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό, το οποίο λειτουργούσε ανταγωνιστικά ως προς τους γηγενείς εργάτες. Οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες – σε μεγάλο βαθμό γυναίκες και ανήλικα παιδιά – προτιμούνταν από τους εργοδότες κυρίως ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, διότι ήταν διατεθειμένοι να εργαστούν με μικρότερες απολαβές. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι οι πρόσφυγες δεν έφεραν συνδικαλιστική εμπειρία - καθώς στα χωριά και τις μικρές πόλεις της Μ. Ασίας δεν είχε αναπτυχθεί συνδικαλιστικό κίνημα – τους καθιστούσε πολύτιμη δεξαμενή απεργοσπαστών.

Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, πολλές ήταν οι περιπτώσεις όπου στις απεργιακές κινητοποιήσεις οι εργοδότες απαντούσαν με την πρόσληψη του συνδικαλιστικά ανοργάνωτου προσφυγικού εργατικού δυναμικού. Όπως επισήμαινε ο Δημήτρης Στρατής, γνωστός συνδικαλιστής του Μεσοπολέμου, σε επιστολή του προς το διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας A. Thomas στις 2 Μαρτίου 1927: «Η εργατική τάξη είναι αδύνατο να επιβληθεί στους εργοδότες οι οποίοι σε κάθε εργατική διεκδίκηση των οργανωμένων εργατών απαντούν με μαζικές απολύσεις, αντικαθιστώντας τους συνδικαλισμένους εργάτες με ασυνδικάλιστους από τους πρόσφυγες.»[1]

Δεν ήταν όμως μόνο η διάσταση ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς εργάτες η οποία τροφοδοτούσε τις προστριβές στους χώρους εργασίας. Οι εφημερίδες προσφυγικών συμφερόντων, αναδείκνυαν με κάθε ευκαιρία την αρνητική στάση των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες. Ένα από τα πλέον πρόσφορα πεδία ήταν αυτό των σχέσεων ανάμεσα στο γηγενή εργοδότη και τον πρόσφυγα εργάτη. Υπονομεύοντας την ταξική διάσταση της σχέσης - άλλωστε οι μεγάλες προσφυγικές εφημερίδες είχαν το ρόλο του διαμορφωτή της προσφυγικής κοινής γνώμης, της προβολής των προσφυγικών διεκδικήσεων και παράλληλα της εξασφάλισης ότι αυτές δεν θα συνδέονταν με ανατρεπτικά νοήματα - οι εφημερίδες αυτές πρόβαλαν περιπτώσεις όπου η σύγκρουση εργοδότη και εργαζομένου είχε ή ερμηνεύονταν από τον αρθογράφο ότι είχε, πολιτισμικά και όχι ταξικά αίτια. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος γραφής του κεντρικού άρθρου της ευρείας κυκλοφορίας προσφυγικής εφημερίδας Προσφυγικός Κόσμος, που στόχευε στο να φορτίσει συναισθηματικά τον αναγνώστη:

«Δύο πρόσφυγες εκ Σμύρνης ξυλουργοί, βιοπαλαισταί, προσεκλήθησαν εις ένα σπίτι περί την Βάθην, την περασμένην εβδομάδα δια να προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις την επισκευήν των κουφωμάτων της οικίας. Οι άνθρωποι αυτοί, τότε μόνον έγιναν δεκτοί, από τον ιδιοκτήτην της οικίας να εργασθούν εις αυτήν, αφού εδήλωσαν προηγουμένος, καταλλήλως ερωτηθέντες, ότι δεν είνε πρόσφυγες, αλλά Ηπειρώται. Μήπως είσασθε πρόσφυγες; Ήταν το στυγνόν αλλά απειλητικόν ερώτημα. Και οι άνθρωποι εδήλωσαν ψευδώς ότι δεν ήσαν [...] Την τετάρτην ημέραν επήλθε το μοιραίον. Εζητήθη και ένας σουβατζής δι’ άλλας επισκευάς και αυτός προσεκομίσθη από την Καισαριανήν. Το λεκτικόν του όμως, ανεκαλύφθη από τον ιδιοκτήτην του σπιτιού και η ανακάλυψις επήρε μορφήν εγχειριδίου εμπηχθέντος εις τα στήθη των δυστυχών ανθρώπων. Είσθε λοιπόν πρόσφυγες; Είνε σαν να τους ερωτούσε: Είσθε άχθη αρούρκς (sic); Είσθε παρίαι; [...] Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, δεν απήντησεν αμέσως. Ειδοποίησεν όμως με την υπηρέτριαν τους τρεις εργάτας να περάσουν το βράδυ να πληρωθούν, διότι από της επομένης δεν υπήρχεν εργασία πλέον […] Είνε γενικόν το αντιπροσφυγικόν αίσθημα που πνέει απ’ άκρου εις άκρον του τόπου αυτού. Δεν μας χωνεύουν! Δεν υπάρχει οίκτος, δεν υπάρχει ολίγη ευσπλαχνία για μας εδώ. Δεν μας χωνεύουν λοιπόν. Αλλά διατί; Μήπως διότι είμεθα βενιζελικοί; Όχι! Δεν μας χωνεύουν διότι είμεθα πρόσφυγες! Αυτό είνε.»[2]

Οι χώροι εργασίας ήταν οι μοναδικοί χώροι καθημερινής επαφής ντόπιων και προσφύγων. Ο χωροταξικός διαχωρισμός συνέβαλε και στον κοινωνικό διαχωρισμό των δύο πληθυσμιακών ομάδων. Η καθημερινότητα ντόπιων και προσφύγων δεν «συναντιόταν» στους χώρους διασκέδασης, στα καταστήματα ή στις πλατείες του κέντρου και των παλαιών συνοικιών της Αθήνας. Έτσι, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων, ο κύριος χώρος συγχρωτισμού τους με τους γηγενείς, ήταν αυτός της εργασίας.

Η αφήγηση του Μανώλη Τάσσου, παρουσιάζει και τις δύο πλευρές της συμπεριφοράς που αντιμετώπισαν πολλοί πρόσφυγες στον εργασιακό τους χώρο. Στα έντεκά του χρόνια ο Μανώλης Τάσσος, που κατοικούσε στην Καισαριανή, έπιασε δουλειά σ’ ένα τσαγκαράδικο της πλατείας Πλαστήρα στο Παγκράτι. Ο τρόπος που εκδήλωνε την αντιπάθειά του για αυτόν, ο Γιώργος, ο καλφάς του τσαγκαράδικου και παράλληλα ψάλτης στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στο Παγκράτι, διατηρήθηκε στη μνήμη του εδώ και 70 περίπου χρόνια:

«Κι όλο αυτός με φώναζε “Έλα δω ρε Τούρκο, άντε να πάρεις μια δραχμή ψωμί κι ένα πενηνταράκι φέτα”. Όλο “Τούρκο έλα δω”. Μια μέρα εγώ τόσο πολύ δεν μπορούσα να πούμε, έβαλα τα κλάματα. Με βλέπει το αφεντικό […] “Έλα δω” μου λέει. “Γιατί κλαις;” Λέω “τίποτα. Πες μου γιατί κλαις;” Του λέω έτσι κι έτσι. “Ρε παλιάνθρωπε δεν ντρέπεσαι; Έτσι και ξαναπείς τίποτα στο παιδί θα πεταχτείς έξω, δεν θα ξαναδείς την πόρτα”.»[3]

Λόγω των χαρακτηριστικών που έφερε η προσφυγική εργασία – χαμηλότερα ημερομίσθια, ανειδίκευτη εργασία, έντονη κινητικότητα – πολύ σύντομα το προσφυγικό εργατικό δυναμικό συνιστούσε σημαντικό τμήμα της οικονομικής ζωής σε Αθήνα και Πειραιά. Σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος, το 1928 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 25,42% στον κλάδο των ορυχείων και μεταλλείων, το 38,18% στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία, το 35,17% στην οικοδομή, το 20,35% στις μεταφορές και τις επικοινωνίες, το 27,84% στο εμπόριο, και το 38,22% του εργατικού και υπαλληλικού προσωπικού.[4] Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, οι πρόσφυγες ήδη το 1928, συνιστούσαν το 1/3 του εργατικού δυναμικού.

Η «συνάντησή» τους με τους γηγενείς εργάτες στους ίδιους χώρους εργασίας, με δεδομένη την επιβαρυμένη οικονομικά και πολιτικά κατάσταση της περιόδου και την πολιτισμική διαφορά των δύο αυτών πληθυσμιακών ομάδων, ευνοούσε τη διατήρηση των μεταξύ τους διαχωριστικών γραμμών. Αν και η κοινή κοινωνική τους θέση θα μπορούσε να λειτουργήσει ομοιογενοποιητικά, το πολιτισμικό χάσμα που τους χώριζε και η διαφορετική τους πολιτική συμπεριφορά (αντιβενιζελικοί γηγενείς και βενιζελικοί πρόσφυγες), συντηρούσε τις μεταξύ τους διακρίσεις. 
   
Οι πρόσφυγες ως πολιτική απειλή
                                      
Η κύρια διάσταση ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς στην Αθήνα, η οποία τροφοδοτούσε όλες τις άλλες μορφές αντιπαράθεσης, ήταν η πολιτική. Η ενσωμάτωση των προσφύγων στο προϋπάρχον διχαστικό σχήμα βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί, αποτέλεσε την κύρια αιτία των προστριβών τους με τους παλαιούς κατοίκους της πόλης. Η άφιξη χιλιάδων βενιζελικών προσφύγων στην πρωτεύουσα, ανέτρεψε τους συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στους δύο κυρίαρχους πολιτικούς χώρους. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Λαϊκού Κόμματος στην Αθήνα προέρχονταν από την Παλαιά Ελλάδα, η άφιξη των προσφύγων όξυνε το διχαστικό κλίμα, το οποίο πλέον εκφράζονταν και από το δίπολο πρόσφυγες βενιζελικοί – παλαιοελλαδίτες αντιβενιζελικοί.

Η ταύτιση των προσφύγων με το βενιζελικό χώρο, που πήγαζε από την απόδοση των ευθυνών για τη μικρασιατική καταστροφή αποκλειστικά στην αντιβενιζελική παράταξη και το βασιλιά, καταγράφηκε εντυπωσιακά στις εκλογές του 1928. Τα ποσοστά που συγκέντρωσε στις προσφυγικές συνοικίες η βενιζελική παράταξη ήταν συντριπτικά για τους υποψηφίους του αντιβενιζελικού χώρου: 98,5% στην Καισαριανή, 98,1% στη Ν. Ιωνία, 98% στη Ν. Κοκκινιά, 97,4% στο Βύρωνα, όταν στην περιοχή πρωτευούσης συγκέντρωσε το 63,7%.[5]

Στην προσπάθειά του να υποβαθμίσει τις ευθύνες των αντιβενιζελικών για την κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας, ο αντιβενιζελικός Τύπος ερμήνευε την ταύτιση των προσφύγων με το πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως αποτέλεσμα οικονομικής συνδιαλλαγής σε βάρος των γηγενών. Η κυβέρνηση Βενιζέλου, «το κράτος των προσφύγων», τους επέτρεπε να παρανομούν σε βάρος των γηγενών καταπατώντας τις περιουσίες τους με αντάλλαγμα τη βενιζελική ψήφο. Στα δημοσιεύματα του αντιβενιζελικού Τύπου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος χαρακτηρίζεται ως ο «αγύρτης πολιτικός» που εκμεταλλεύονταν την «αφέλεια» των προσφύγων για να σπείρει το «μίσος κατά των πολιτικών του αντιπάλων». Οι πρόσφυγες παρουσιάζονται ως «δούλοι της ανάγκης, είλωτες της αγέλης», οι οποίοι στερούμενοι «πολιτικής αγωγής», λόγω του μακροχρόνιου «ξενικού ζυγού» κάτω από τον οποίο ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια, υπέκυπταν στον «αγύρτην εκμεταλλευτήν της δυστυχίας και της πείνης των».[6]

Το βασικό επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αντιβενιζελικοί για να εξηγήσουν την πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων, ήταν ότι οι πρόσφυγες δεν έφεραν την εμπειρία του κοινοβουλευτισμού, αλλά ούτε και αυτή του πολίτη, καθώς ζούσαν υπό τον «οθωμανικό ζυγό» στα μικρασιατικά παράλια. Χωρίς να έχουν λοιπόν αναπτύξει το «πολιτικόν αισθητήριον» αποτελούσαν θύματα της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Σε αυτή την ιδέα στήριξαν ακραίοι αντιβενιζελικοί το αίτημα της αφαίρεσης από τους πρόσφυγες όχι απλά του δικαιώματος να είναι υποψήφιοι στις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά ακόμη και του δικαιώματος να ψηφίζουν.[7]

Σε άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κατάφορος νόθευσις του λαϊκού φρονήματος. Ευρύνεται το χάσμα μεταξύ γηγενών και προσφύγων», δημοσιοποιούνταν οι δηλώσεις του καθηγητή Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος, Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Διαμαρτυρόμενος για το εκλογικό σύστημα, «το πραξικόπημα της μεταβολής του εκλογικού νόμου συμφώνως προς τας ορέξεις του Βενιζελικού κόμματος», ο Δεμερτζής υποστήριζε ότι οι αντιβενιζελικοί θα έπρεπε να απέχουν από την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Ο βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος κατηγορούσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο ότι έδινε στην προσφυγική ψήφο «εικοσαπλάσιαν δύναμιν» σε σχέση με αυτή των υπολοίπων Ελλήνων. Το γεγονός ότι σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, στην περιφέρεια Αθηνών – Πειραιώς εκλέγονταν οι 32 από τους 250 βουλευτές του κοινοβουλίου, εξασφάλιζε, σύμφωνα με τον Δεμερτζή, την επιτυχία στο κόμμα των Φιλελευθέρων «λόγω των προσφυγικών ψήφων». Με αυτό τον τρόπο ο Βενιζέλος επεδίωκε «την εγκαθίδρυσιν της προσφυγικής δικτατορίας, μεθ’ όλων των ολεθρίων συνεπειών της ένεκα του μίσους και της διακρίσεως, ήτις αυτομάτως προκαλείται οσάκις η μια μερίς της χώρας δεν σέβεται τα ιστορικά και αναμφισβήτητα δικαιώματα της ετέρας.»[8]

Το πρόβλημα της προσφυγικής ψήφου «τακτοποιήθηκε» για το Λαϊκό Κόμμα, όταν αυτό ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές του 1933. Ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης ήταν η απόσπαση των προσφυγικών συνοικιών από το Δήμο Αθηναίων και Πειραιώς και η μετατροπή τους σε αυτόνομους δήμους. Αξιοποιώντας την τακτική του «εκλογικού μαγειρέματος», για την οποία κατηγορούσαν έως τότε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, υπονόμευσαν την προσφυγική ψήφο στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Για παράδειγμα, οι προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά αποσπάστηκαν από τους δύο μεγάλους δήμους και εντάχθηκαν στο Νομό Αττικοβοιωτίας όπου διακυβεύονταν μόλις τρεις κοινοβουλευτικές έδρες σε σχέση με τις 31 σε Αθήνα και Πειραιά. [9] 

Η ταύτιση των προσφύγων με το βενιζελικό στρατόπεδο είχε γίνει από πολύ νωρίς κατανοητή από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Πολλές ήταν οι περιπτώσεις που η διάσταση βενιζελικών – αντιβενιζελικών υπήρξε ουσιαστικά μια έκφραση της πολιτισμικής διάστασης ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς. Έτσι, πολιτική συμπεριφορά και πολιτισμική συγκρότηση υπήρξαν συχνά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στην αντιπαράθεση γηγενών και προσφύγων. Χαρακτηριστικά ήταν τα όσα σημειώθηκαν μετά τη λήξη του αιματηρού φιλοβασιλικού συλλαλητηρίου στο κέντρο της Αθήνας στις 9 Δεκεμβρίου 1923. Όπως αναφέρει σε άρθρο της την επόμενη ημέρα η εφημερίδα Εστία, στο συλλαλητήριο συμμετείχαν μαζικά οι βασιλόφρονες κάτοικοι των Μεσογείων, αρβανίτες στη μεγάλη τους πλειοψηφία.

Μετά τα έκτροπα στο κέντρο της πρωτεύουσας οι διαδηλωτές στράφηκαν εναντίον των ορφανών παιδιών προσφυγικής καταγωγής που φιλοξενούνταν στο χώρο του Ζαππείου μεγάρου υπό την περίθαλψη της αμερικανικής οργάνωσης «Near East Relief»: «Οι Αμερικανοί του Ορφανοτροφείου του Ζαππείου εξεφράσθησαν μετ’ αγανακτήσεως κατά των διαδηλωτών, τους οποίους αντελήφθησαν να υβρίζουν χυδαιότατα τα ορφανά προσφυγόπαιδα του ιδρύματος».[10] Στη συνέχεια όταν το τρένο που τους μετέφερε πίσω στα Μεσόγεια σταμάτησε για λίγο στους Ποδαράδες (Νέα Ιωνία) «[…] εξετέλεσαν και το τελευταίον μέρος του “πατριωτικού” των προγράμματος. Επρόβαλον, δηλαδή, από τα παράθυρα του τραίνου και ήρχισαν να μουτζώνουν τους συγκεντρωμένους προ του συνοικισμού πρόσφυγας.»[11]

Η «συνάντηση» προσφύγων και γηγενών στη μεσοπολεμική Αθήνα - δύο δηλαδή πληθυσμιακών ομάδων της πόλης οι οποίες παρά τις εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις εμφανίζονταν ως συμπαγείς στα πολλαπλά πεδία των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων – δημιούργησε κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις που εμπόδισαν την ομαλή ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Έχοντας ως κύριο πεδίο αντιπαράθεσης την πολιτική διάσταση ανάμεσα σε βενιζελικούς πρόσφυγες και αντιβενιζελικούς γηγενείς, η διάκριση ανάμεσα στις δύο αυτές πληθυσμιακές ομάδες εκδηλώθηκε σε πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Οι πρόσφυγες δεν μπορούσαν να «χαθούν» μέσα στην πολυπληθή Αθήνα, για τον πολύ απλό λόγο ότι αποτελούσαν ένα αριθμητικά μεγάλο κομμάτι της.

Επιπρόσθετα, η πολιτισμική τους ετερότητα, λόγω της μεγάλης βαρύτητας που είχε για την εσωτερική τους συνοχή, η οποία ήταν τόσο αναγκαία για την επιβίωσή τους στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες των πρώτων ετών της εγκατάστασης στην Αθήνα, αποτελούσε διαρκές στοιχείο διάκρισης που εμπόδιζε τη σύντομη και ομαλή ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Ένας ακόμη βασικός και αλληλένδετος με τους προηγούμενους, ανασταλτικός παράγοντας ως προς την ομαλή συμβίωση προσφύγων και γηγενών στην πόλη, υπήρξε ο χωροταξικός και διοικητικός διαχωρισμός των προσφύγων. Σε μια καθημερινότητα όπου η κοινωνική και οικονομική τους περιθωριοποίηση ήταν εμφανής, οι πρόσφυγες αντιλαμβάνονταν τα όρια του προσφυγικού συνοικισμού ως το ζωτικό τους χώρο και μέσα από αυτή την αίσθηση, το κέντρο της πόλης και τις παλιές της συνοικίες, ως «ξένους» χώρους. Με άλλα λόγια, η πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων και η διαχείρισή της από τα πολιτικά κόμματα, τροφοδοτούσε και παράλληλα τροφοδοτούνταν από τις πολιτισμικές διαφορές τους με τους γηγενείς, σε μια πολιτική και οικονομική πραγματικότητα που περιθωριοποιούσε ένα σημαντικό τμήμα τους.

Αυτά που χώριζαν πρόσφυγες και γηγενείς ήταν πολλά και χρειάζονταν χρόνος για να αμβλυνθούν. Όμως στη δύσκολη πολιτικά και κοινωνικά περίοδο του Μεσοπολέμου, ο χρόνος αυτός δεν ήταν αρκετός. Σύντομα η κοινή τραγική εμπειρία της Κατοχής θα λειτουργήσει ομογενοποιητικά, διαγράφοντας τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς. Η διαδικασία αυτή θα ενισχυθεί όταν μετά τον πόλεμο, νέοι κάτοικοι της πόλης δεν ήταν πλέον οι πρόσφυγες, αλλά οι χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που κατέκλυσαν την Αθήνα. Οι πρόσφυγες θα ενσωματωθούν σταδιακά στην ελληνική κοινωνία, διατηρώντας κάποια από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, ως στοιχεία πλέον του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.   

Εν Αθήναις...οι φορεσιές

$
0
0




Δεν ήταν εύκολο να αγοράζεις ρούχα κάθε τόσο εκείνα τα χρόνια και αδιανόητο
να παρακολουθείς την μόδα.
Τους γείτονες και τους συγγενείς τους είχες ταυτίσει με συγκεκριμμένη ενδυμασία
που θα την έλεγες και "στολή".
Συγκεκριμμένη φορεσιά καθημερινά και μια ακόμα για γιορτές...κηδείες....επισκέψεις
σε ονομαστικές εορτές.
Όταν πήγαιναν  επίσκεψη άφηναν τα παλτά τους στο κρεβάτι συνήθως το ένα πάνω στο άλλο.
Αν ήταν καλύτερα τα οικονομικά του εορτάζοντα υπήρχε χώρος στο χώλ στην ειδική
κρεμάστρα με θέσεις και για καπέλα στο πάνω μέρος.
Όταν έφευγαν οι επισκέπτες ο οικοδεσπότης δεν χρειαζότανε να ρωτήσει ποιανού
ήταν το παλτό...το γνώριζε από χρόνια όπως και ο άλλος το δικό του.
Έτσι και έβαζε κάποιος άλλο ρούχο τον άρχιζαν στις ευχές....μπράβο ωραίο καλορίζικο... και άκουγες...το ίδιο είναι αλλά το μεταποίησα.
Είχαν δουλειά τότε οι μοδίστρες ....μετά από συννενόηση οι κυρίες της αυλής
έφερναν την μοδίστρα για ένα-δύο μεροκάματα μετά φαγητού για τις "αναπαλαιώσεις" των ρούχων τους.
Τα αντρικά κοστούμια τώρα...
ένα φυλαγμένο για Κυριακές εορτές...έραβαν και δεύτερο παντελόνι
από το ίδιο ύφασμα για να κρατήσει χρόνια αυτή η κολώνια.





Ευτυχώς  για τα παιδιά στο σχολείο υπήρχαν οι μαθητικές ποδιές οπότε δεν υπήρχαν διαφορές στο ντύσιμο.
Αργότερα στο γυμνάσιο τα πράγματα δυσκόλευαν ...και εκεί "στολές"η πλειοψηφία.




Όσο για τα παπούτσια εκείνα ήταν που δεν άλλαζαν εύκολα ...
Έχοντας το προνόμιο του παππού τσαγκάρη στην γειτονιά άλλαζες και τα παλιά
με άλλα λιγότερο παλιά που είχαν μείνει αμανάτι στο τσαγκαράδικο από πελάτες
που δεν πήγαν να τα πάρουν.
"Κέρδη και ζημίες ας είναι καλά ο άνθρωπος και δεν βαριέσε ..."
Είπαμε Μικρασιάτης με μεγάλη καρδιά.

πίσω στα παλιά

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ!

$
0
0
  Από την Σκύλλα....



Στην Χάρυβδη....




Κατάδικος απειλεί να φάει τον καρούτζο (λαρύγγι)...του Υπουργού Δικαιοσύνης....




Θα ξανακάψουν την Αθήνα σήμερα;




Φοβού τους Τούρκους και δώρα φέροντας....φεύγει σήμερα ο Κεφάλας
Πρωθυπουργός της Τουρκίας αφού μας την είπε...διπλωματικά...
Είναι αυτό που λέει ο Λαός...μάθανε ότι μας πηδάνε Ευρώπη και ΔΝΤ
και πλακώσανε και οι Τούρκοι....

Όταν τα ζευγαράκια εν έτει 1932 αναζητούσαν ερωτικά καταφύγια στο κέντρο της Αθήνας: Ζάππειο &Λυκαβηττός τα δημοφιλέστερα!

$
0
0

Τα ζευγαράκια πανηγυρίζουν. Ζέστανε ο καιρός και «ανοίξανε» ομαδικά όλα τα ερωτικά στέκια της Παλιάς Αθήνας. 


Μας το θύμισε το κείμενο που μας έστειλε η φίλη μας Α.Κ., παρμένο  από το «Εξέλσιορ» του 1932: 

«Τώρα το καλοκαίρι δεν είνε η εποχή μόνον της ζέστης, της σκόνης, των κουνουπιών και των αυτοκτονιών, αλλά και η εποχή που η δράσις του έρωτος βρίσκεται στο ζενίθ της. Μέσα στις τόσες πληγές βλέπετε, που μας φέρνει το αφιλότιμο, αυτή η τελευταία είνε η πιο χειρότερη και η πιο πολυέξοδη. Στο κάτω-κάτω της γραφής όλες οι προηγούμενες πού ανέφερα μπορούνε να μπαλωθούν οπωσδήποτε. Αλλά ο έρωτας ; 

Αυτός θέλει έξοδα, λεφτά μπόλικα, διασκεδάσεις, πράγματα τέλος πάντων, που η σημερινή κρίσις πολύ δύσκολα μπορεί να επιτρέψη. Και μιλώ για τον έρωτα του καλοκαιριού και όχι τον χειμωνιάτικο. Γιατί σ’ αυτόν κι’ αν δεν θέλεις να ξοδέψης έχεις τουλάχιστον κάποια δικαιολογία. Βρέχει; Δεν έχεις παρά να μην πάς να βρής το αμόρε σου. Φυσσά, κάνει κρύο, χιονίζει; Το ίδιο. Ενώ τώρα το καλοκαίρι; Τα κέντρα των διασκεδάσεων κάθε μέρα και ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια. Κινηματογράφοι, θέατρα, βαριετέ! Κάπου πρέπει τέλος πάντων να καθίσης. Και κάθισμα σε καλοκαιρινό κέντρο ίσον με πετσόκομμα.

Την παληά καλή εποχή, σε παρόμοιες περιπτώσεις, έπαιρνες τη φιλεναδούλα σου από το χέρι, μπαρκαριζόσουνα σ’ ένα οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο και καταστάλαζες σε μιάν εξοχή, όπου με τιποτένια σχεδόν έξοδα θα ανέπνεες καθαρόν αέρα και θα έβρισκες και κάποιο «δωμάτιον δι’ οικογενείας» για να στεγάσης αν ήθελες την ευτυχία σου.


Ναι, αλλά αυτά γινότανε, είπαμε, μόνο την καλή εποχή, που δένανε τους σκύλους με τα λουκάνικα. Σήμερα αν θές να κάνης μια τέτοια εκστρατεία πρέπει νάχης αρκετά φουσκωμένο προϋπολογισμό και πολύ κουράγιο για να την επαναλαμβάνης τακτικά.

Τα πράγματα όμως δεν έπρεπε να μένουν έτσι. Κάπου θάταν σωστό και οι ερωτευμένοι να βρίσκουν καταφύγιο και να μπορούν να πούνε και τα δικά τους με την ησυχία τους. Και ο ρωμηός που δεν τα βάζει κάτω ποτέ, εσκέφθη, έκρινε και αποφάσισε, ότι τα λίγα πάρκα που υπάρχουν στην Αθήνα ήσαν τα πιο κατάλληλα γι’ αυτή τη δουλειά. 

Έτσι ο κήπος του Ζαππείου, του Μουσείου, της Ακροπόλεως, ανέλαβαν να φέρουν το δυσβάστακτο βάρος του καλοκαιρινού έρωτος και να διαθέτουν όλως διόλου αφιλοκερδώς την σκιά των δένδρων για την τέλεσι των μυστηρίων του.

Δεν σας κρύβω πως κεντήθηκε η δημοσιογραφική μου περιέργεια για να δώ πώς τα περνούν τα ζευγαράκια πού φέρνουν τα βήματά τους μέχρις εκεί, δι’ αυτό και μια βραδυά που δεν είχε φεγγάρι, απεφάσισα να κάνω μια νυκτερινή εκστρατεία στους βωμούς αυτούς του υπαιθρίου έρωτος.

Οπλίστικα λοιπόν με ψυχραιμία, με υπομονή –παρά λίγο να πώ και μ’ ένα φανάρι- κι’ αρχίνησα την περιοδεία μου από το Μουσείο. Ο ανύποπτος διαβάτης που θα περάση από το φωτισμένο του πεζοδρόμιο και θα δή τον κόσμο να κάθεται ήσυχος-ήσυχος να πέρνη το παγωτό του και να ακούη την μουσική να παίζη τα τελευταία κομμάτια της μόδας, δεν θα φανταστή ποτέ ότι λίγα βήματα πιο μέσα, ο έρωτας εκδηλώνεται σε όλους τους τόνους.

Στα τραπεζάκια που είνε τοποθετημένα στη σκιά, στα παγκάκια κάτω από τα δένδρα ξετυλίγεται ένα ολόκληρο ηχητικό παρλάν και … διεργετικώτατο. Τα ζευγαράκια με τη βοήθεια του σκοταδιού που βασιλεύει δεν παύουν να εφαρμόζουν το ευαγγελικό ρητό «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου».

Για μια στιγμή που ακούμπησα σε κάποιο δένδρο για να μπορέσω να διακρίνω τι γινόταν γύρω μου, αισθάνθηκα το δένδρο να μετατοπίζεται από την πλάτη μου και μια φωνή μπάσου να μου φωνάζη:

-Ρέ σύ, στραβός είσαι κι’ ήρθες να πέσης επάνω μας;

Σαστισμένος εζήτησα συγνώμην κι’ έσπευσα να απομακρυνθώ από το καταραμένο μέρος όπου τα δένδρα γίνονται άνθρωποι και τα κλωνάρια ορύονται, σαν τους χαλάση κανένας την ησυχία τους. 


Η ίδια κατάστασις βασιλεύει και στο άλσος του Ζαππείου. Εδώ τα ειδύλια πλέκουνται υπό τους ήχους της «Σάντα Λουτσία» και του «Caminito». Η παρουσία των ανθρώπων δεν τους ταράσσσει καθόλου. Τους είνε αδιάφορο αν εκείνος που περνά δίπλα τους στενοχωριέται, νευριάζει, ανάβει κι’ αυτός σαν άνθρωπος με κρέας και οστά. Αυτοί φίλοι μου τη δουλίτσα τους.

-Παρθενόπη μου σφίξε με, ακούγεται μια λιγωμένη φωνή να μουρμουρίζη.

-Να ζήσης Αναξαγόρα μου όχι άλλο πειά, αποκρίνεται εκείνη σα ξεκουρντισμένη νότα οκτάβας.

Τα παγκάκια έχουν καταληφθή από τρία ζευγάρια το καθένα, τα οποία είνε τόσον αφοσιωμένα στη δουλειά τους, ώστε δεν θα τους ενδιέφερε κι’ αν καθόντανε άλλοι τόσοι ακόμη. 

Τα ίδια και χειρότερα θα συναντήση κανείς στον ανηφορικό δρομάκο πού φέρνει προς την Ακρόπολη και προς το Μνημείον του Φιλοπάππου. Με την διαφοράν όμως ότι για να πάη κανείς σ’ αυτά τα μέρη με γυναίκα πρέπει να είναι οπλισμένος σαν αστακός για το φόβο των Ιουδαίων.

Σ’ αυτά τα μέρη που ανέφερα παραπάνω μαζεύονται ένα μωσαϊκό ανθρώπων, πάσης τάξεως, προελεύσεως και ποιού. Η μοδιστρούλα εκεί θα καταφύγη όταν σχολάση απ’ τη δουλειά της. Ο φτωχός φοιτητάκος, του οποίου το κομπόδεμα είνε πολύ αδύνατο, εκεί θα πάη μήπως μπορέση και βρή κι’ αυτός την φιλεναδίτσα του. Και η κοσμική όμως δεσποινίς εκεί θα κρύψη το πεταχτό ραντεβουδάκι της. Ο κύριος με το μονόκλ και ο μάγκας θα θεαθούνε πλάι-πλάι χωρίς αυτό να τους δυσαρεστή καθόλου. Μ’ άλλα λόγια καθώς βλέπετε μια τέλεια κατάργησις των κοινωνικών τάξεων».  

Ευχαριστούμε αγαπητή Α.Κ.

Πηγή: http://www.paliaathina.com

ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΣΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ

$
0
0

Δύο έρωτες στο ρωμαϊκό... σπα

Νέες εντυπωσιακές παραστάσεις έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, στο μεγάλο ψηφιδωτό που αποκαλύπτεται κομμάτι κομμάτι στο δάπεδο του ρωμαϊκού λουτρού στην Πλωτινόπολη Διδυμοτείχου.

Μέχρι στιγμής έχουν ανασκαφεί τα 90 από τα 140 τ.μ. του τεράστιου ψηφιδωτού δαπέδου
Μέχρι στιγμής έχουν ανασκαφεί τα 90 από τα 140 τ.μ. του τεράστιου ψηφιδωτού δαπέδου
Στα δυτικά της κεντρικής παράστασης, όπου κυριαρχούν ιχθυοκένταυροι, δελφίνια, Νηρηίδες, αλλά και ο νεαρός Εβρος, γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου, που αναδύεται από το νερό, αποκαλύφθηκε φέτος μία παράσταση με θαλάσσιο ίππο και δύο έρωτες, που συμπληρώνουν διάχωρα με πτηνά και φυσικά μοτίβα. Ο ένας κρατάει τα χαλινάρια του ίππου και ο άλλος το κεφάλι του σε στάση «σκεπτόμενος».
Μέχρι στιγμής έχουν ανασκαφεί τα 90 από τα 140 τ.μ. του τεράστιου ψηφιδωτού δαπέδου με το εξαιρετικά ασυνήθιστο για την περιοχή θέμα, με τα θαλάσσια, μυθικά όντα.
«Είναι μια εντυπωσιακή παράσταση που όταν αποκαλυφθεί στο σύνολό της θα φέρει στο φως έναν ''θαλάσσιο θίασο'', με δελφίνια, ερωτιδείς, Νηρηίδες, που ιππεύουν θαλάσσια μυθικά όντα, όπως ιχθυοκένταυρους και ίππους. Παρόμοια θέματα βρίσκουμε σε παραστάσεις στην Οστια της Ιταλίας, αλλά και την οικία των κόκκινων κιόνων στην Τυνησία», είπε στο «Eθνος» ο επικεφαλής της ανασκαφής, αρχαιολόγος της ΙΘ'Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Ματθαίος Κουτσουμανής.
«Είναι μια εντυπωσιακή παράσταση που όταν αποκαλυφθεί στο σύνολό της θα φέρει στο φως έναν  θαλάσσιο θίασο , με δελφίνια, ερωτιδείς, Νηρηίδες, που ιππεύουν θαλάσσια μυθικά όντα», λέει ο επικεφαλής της
«Είναι μια εντυπωσιακή παράσταση που όταν αποκαλυφθεί στο σύνολό της θα φέρει στο φως έναν "θαλάσσιο θίασο", με δελφίνια, ερωτιδείς, Νηρηίδες, που ιππεύουν θαλάσσια μυθικά όντα», λέει ο επικεφαλής της ανασκαφής, Ματθαίος Κουτσουμανής
Με χρήματα του Δήμου Διδυμοτείχου η ανασκαφή συνεχίστηκε φέτος προς τα δυτικά της κεντρικής παράστασης, όπου εκτός από τον θαλάσσιο ίππο και τους έρωτες αποκαλύφθηκαν γεωμετρικά μοτίβα, το ένα μάλιστα «ο κύβος του Σολομώντα» -εγγεγραμμένος σε πέλτες- μαίανδροι, ενώ στο κάτω μέρος της παράστασης υπάρχουν δύο διάχωρα με πτηνά και φυσικά μοτίβα. Η όλη παράσταση είναι κατασκευασμένη από υαλοψηφίδες και περικλείεται από βλαστοσπείρες και κισσόφυλα, γεγονός που σύμφωνα με τους αρχαιολόγους δείχνει προς τη λατρεία του Διόνυσου.
«Το σοβαρό πρόβλημα, που καθυστερεί την ολοκλήρωση της αποκάλυψής του ψηφιδωτού δαπέδου είναι η ύπαρξη των τοίχων. Σε διάφορα μέρη του εμφανίζονται χοντροί τοίχοι, προφανώς από μεταγενέστερη χρήση του χώρου. Μέχρι στιγμής οι τοίχοι ''πατάνε''στο ψηφιδωτό και αυτό είναι καλό, γιατί μπορούμε να τους απομακρύνουμε, αν ωστόσο κάποια στιγμή βρεθούν θεμελιωμένοι, θα έχουν καταστρέψει το εξαιρετικό εύρημα», ανέφερε ο κ. Κουτσουμανής.
Το ψηφιδωτό χρονολογείται στο β'μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα και στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα και ανήκει σε triclinium (αίθουσα συνεστιάσεων με τρεις κλίνες) λουτρού.
Οσο προχωρά η ανασκαφή, οι αρχαιολόγοι καταλήγουν στο ότι το? spa ήταν δημόσιο και δεν αποτελούσε τμήμα πολυτελούς έπαυλης, ενώ οι τοίχοι, καθώς επίσης τέσσερις λίθινοι τροχοί, αξίνες και λόγχες, που βρέθηκαν φέτος, αποδεικνύουν ότι στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (4ος-5ος αιώνας) λειτουργούσε εκεί εργαστήριο κεραμικής.
Το κτίριο ήταν σε συνεχή χρήση έως τον 7ο αιώνα, όπως μαρτυρά ένα νόμισμα του Φωκά (602 μ.Χ.), αρκετά παρακμασμένο ωστόσο τους τελευταίους αιώνες και μετά εγκαταλείφθηκε, όπως και ολόκληρη η πόλη. Σε κάποια φάση πιθανόν χρησιμοποιήθηκε εκτός από εργαστήριο κεραμικής και ως πιθεώνας, καθώς βρέθηκαν τεράστια πιθάρια αποθήκευσης σιτηρών.
Η Πλωτινόπολη είναι μια ρωμαϊκή πόλη που ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Τραϊανό,
 ο οποίος της έδωσε το όνομα της γυναίκας του, Πλωτίνης.
Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται στα βορειοανατολικά του Διδυμοτείχου, στον λόφο της Αγίας Πέτρας, όπου το 1965 κατά την κατασκευή χαρακώματος από στρατιώτες βρέθηκε η χρυσή σφυρήλατη προτομή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.).
ΕΘΝΟΣ

Ο Αθηναίος Μένης Κουμανταρέας

$
0
0


 Με αφορμή την σημερινή είδηση της δολοφονίας του Μένη Κουμαναταρέα, αναδημοσιεύουμε την παλιά του συμμετοχή στη στήλη μας Οι Αθηναίοι.... 
"Γεννήθηκα στην πλατεία Βικτωρίας. Προχθές, μ'έπιασε στον δρόμο ένα τηλεοπτικό συνεργείο που έκανε ένα αφιέρωμα στην Κυψέλη με τον Χωμενίδη και με ρώτησε αν είμαι Κυψελιώτης. Απάντησα, «όχι, Βικτωριανός». Δεν ξέρω αν κατάλαβαν ότι εννοούσα την πλατεία και όχι τη βασίλισσα Βικτωρία.   > Μικρός ήμουν σχολείο-σπίτι, σπίτι-σχολείο. Και τα καλοκαίρια στην Κηφισιά. Ήμουν ένα πολύ προστατευμένο παιδί. Αυτό λειτούργη- σε και θετικά και αρνητικά. Θετικά στο ότι ήμουν συγκεντρωμένος στον κόσμο και όχι τόσο στα μαθήματα. Δεν ήμουν και τόσο καλός μαθητής, αλλά διάβαζα πάρα πολύ. Βέβαια, από την άλλη, ήταν ένα συντηρητικό κέλυφος που μου στέρησε άλλα πράγματα. Δεν πέρασα καθόλου εφηβεία. Άρχισα να μαλώνω με τον πατέρα μου στα 21.   > Στην Κυψέλη ήρθα κάποια στιγμή το '80 με τη γυναίκα μου. Είναι ένα ζωντανό μέρος ακόμα. Θα ευχόμουν να ήταν λιγότερο βρόμικο και να έχει λιγότερες ακαθαρσίες από τους σκύλους. Είναι ένα περίεργο χαρμάνι από συνταξιούχους που έρχονται το πρωί και κάθονται στα παγκάκια και στα καφέ και τη νεολαία που πλακώνει το μεσημέρι.   > Στη Φωκίωνος Νέγρη ερχόμουν αραιά και πού. Υπήρχαν κάποια εμβληματικά μαγαζιά που επισκεπτόμουν. Όλα στην Αθήνα έχουν μια τάση ν'αντικαθίστανται. Είναι μια πόλη που πολλές φορές απαρνιέται το παρελθόν της. Ή από φιλαρέσκεια ή επειδή γερνάει ή επειδή θέλει να ανανεωθεί για να συντηρηθεί. Υπάρχουν πολλές εκδοχές. Καμία φορά μικρότεροι από εμένα φίλοι μου με πάνε με το αυτοκίνητο σε μέρη που δεν ξέρω. Εμένα, που είμαι Αθηναίος κανονικός.   > Δεν είμαι καθόλου νοσταλγός της παλιάς Αθήνας. Τα ίδια άκουγα και μικρός από τους δικούς μου. Έλεγαν, «τότε η Πλάκα και οι καντάδες...». Είμαι αλλεργικός στη νοσταλγία. Βέβαια, δεν μπορεί, μεγαλώνοντας κάποιος, να μη νοσταλγεί μερικά πράγματα. Ας πούμε, την παρέα με τον Βασίλη Διοσκουρίδη και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, με τους οποίους έχω χαθεί τελείως. Αλλά υπάρχουν νέες φιλίες που έρχονται και η μία σκεπάζει την άλλη. Όπως συμβαίνει και στην πόλη: έρχονται νέα στρώματα που σκεπάζουν τ'άλλα.     > Εγώ είμαι κατεξοχήν και κατ'εξακολούθηση αθηναιογράφος. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να μη μένω τόσο πολύ στα τοπωνύμια. Οι αναγνώστες θα έχουν βαρεθεί να διαβάζουν συνέχεια για την πλατεία Βικτωρίας. Αποφεύγω να γίνομαι ένας τουρίστας στην πόλη. Όταν γράφεις μια ιστορία για την πόλη πρέπει να κοιτάς τους ήρωες από πολύ κοντά και να είσαι αποστασιοποιημένος κιόλας. Η αρχική φωλιά για να τους βρεις είναι πάντα ο εαυτός σου. Υπάρχει ο κίνδυνος να γίνεις εγωκεντρικός και αυτάρεσκος. Μετά είναι οι άνθρωποι που γνωρίζεις. Οι άγνωστοι είναι πιο καλοί για μυθοπλασία, γιατί φαντάζεσαι με αυτούς. Το σπορ που μου αρέσει όταν πάω για καφέ είναι να κάθομαι να ακούω τι λένε στα διπλανά τραπέζια και να προσπαθώ να φανταστώ τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί που συζητούν. Αυτό αποτυπώνεται σ'ένα γραπτό: η σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους, η σχέση τους με την πόλη και η σχέση τους με την εποχή.   > Η συγγραφή είναι ένα επάγγελμα, αλλά ο συγγραφέας θέλει κάποιες στιγμές να μην είναι επαγγελματίας. Θέλει να ξεχνάς κάποιες στιγμές. Μου είπε κάποιος κάποτε, «γυρίζεις τις νύχτες και αναζητάς την έμπνευσή σου». Απάντησα «όχι, πάω να περάσω καλά με τους ανθρώπους». Το ότι αυτοί μπορεί να είναι έναυσμα για τη δουλειά μου μετά, εντάξει, αλλά όχι ότι πάω γυρεύοντας. Δεν είμαι δημοσιογράφος. Αν και πέρασα ένα φεγγάρι παλιά από τη «Μεσημβρινή».   > Υπάρχει ένα αντίβαρο στα πολιτιστικά σκουπίδια του τόπου μας. Εκτός από τα βιβλία είναι η φιλία, οι αρχές που σέρνονται μέσα μας, η ανάγκη να προσαρμοστείς στην εποχή, αλλά χωρίς να της μοιάσεις σαν φωτογραφία. Τώρα όλοι θιγόμαστε από την οικονομική κρίση, αλλά και πάλι υπερβάλλουμε ως Έλληνες. Φοβάμαι για την οικονομική κρίση και για τα λεφτά του κόσμου στην τράπεζα, αλλά φοβάμαι εξίσου όταν πηγαίνω το βράδυ να πετάξω τα σκουπίδια και είναι ένας κύριος, 45άρης, μ'ένα μωρό στο καρότσι και μου παίρνει τα σκουπίδια από το χέρι, τα πετάει αυτός και μετά μου λέει «ένα ευρώ, παρακαλώ». Με κυνηγάει αυτό το πράγμα. Υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν φαγητό. Αυτό με αγγίζει πιο πολύ από το αν η εφορία με κυνηγάει περισσότερο ή λιγότερο.   > Η κρίση μάς έκοψε τον υπερκαταναλωτισμό. Αρχίζουμε και συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε μια μηχανή που καταναλώνει μόνο και χρησιμοποιεί το πλαστικό χρήμα. Οι πιστωτικές είναι μια βραδυφλεγής βόμβα στις τσέπες μας που έχουν σκλαβώσει κυρίως τις γυναίκες. Πρέπει να μάθουμε πώς να ξοδεύουμε, ανεξάρτητα από το αν είμαστε σπάταλοι ή τσιγκούνηδες. Εγώ είμαι σπάταλος. Δεν υπάρχει ένα μέτρο. Πρέπει να κατανοήσουμε τα ελαττώματά μας και να μην υπερβάλουμε με τα προτερήματά μας.   > Θεωρώ ότι είναι ανόητο αυτό που λένε για τη σιωπή των πνευματικών ανθρώπων. Δεν είναι δουλειά μας να βγαίνουμε στην τηλεόραση και να κάνουμε αφορισμούς. Δουλειά μας είναι να στηρίζουμε αυτό που ονομάζεται πνευματική ζωή στον τόπο. Παρεξηγεί ο κόσμος εύκολα. Ακόμα και οι διαμαρτυρίες που μας ζητούν να υπογράψουμε είναι εκ του πονηρού. Το κλισέ που λέει ότι δεν υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι σήμερα είναι μια μαλακία. Θα υπάρξουν, μοιραία. Κάθε εποχή έχει και τους ανθρώπους της. Λέγαμε για το θέατρο και την Κοτοπούλη. Υπάρχουν και σήμερα πολλές «Κοτοπούλες».   > Δεν έχω κανένα παράπονο από το «σύστημα». Από την πρώτη στιγμή, παρότι δυσκολεύτηκα να βρω εκδότη και, απ'ό,τι φαίνεται, θα δυσκολευτώ και στο μέλλον, δεν είχα ποτέ τέτοια προβλήματα. Νομίζω ότι έκανα αρκετά καλά τη δουλειά μου ώστε να με αποδέχονται. Ποτέ δεν είχα το κακομοίρικο ύφος ότι με αγνόησαν και είμαι παραμερισμένος. Αυτά είναι κατινιές ή σκέψεις ανθρώπων που δεν πήραν στα σοβαρά τη δουλειά τους ή την πήραν πολύ στα σοβαρά. Κάπου κάπου πρέπει να ξεχνάς ότι είσαι συγγραφέας. Δεν μπορώ να έχω συνέχεια αυτή την ταμπέλα. Όχι ότι δεν είμαι, αλλά δεν μπορώ να κυκλοφορώ με αυτή την ταμπέλα.   > Αυτή την εποχή είμαι υπό την επήρεια ενός πολύ κακού πράγματος που μου συνέβη. Η γυναίκα μου πέθανε πριν τρεις μήνες. Αυτό είναι ένα πολύ κακό πράγμα που με σκιάζει. Αλλά αντιδρώ και δεν το αφήνω να με ταλαιπωρήσει πέρα από την πρακτική άποψη. Οι άνθρωποι τους οποίους έχεις αγαπήσεις και δεν υπάρχουν πια μένουν σαν μια παρακαταθήκη μέσα σου. Είναι όπως τα βιβλία των κλασικών συγγραφέων.   > Ο χρόνος είναι μια εφεύρεση των ανθρώπων. Ένα παιχνιδάκι. Περνάει πάρα πολύ γρήγορα. Είναι σαν τα λεωφορεία που αργούν να έρθουν και τελικά έρχονται πάντα πιο γρήγορα απ'ό,τι τα περιμένεις. Όταν βρίσκεσαι σε μια άλλη εποχή, πρέπει να προσαρμόζεσαι. Δεν πρέπει να προσπαθείς να νιώθεις νέος. Τα χρόνια που έχουν περάσει σε έχουν πλουτίσει με κάτι. Αυτός ο θησαυρός πρέπει να ξοδευτεί στη Γη. Ούτε κάτω από το χώμα, ούτε στον ουρανό ξοδεύεται.
 Πηγή: www.lifo.gr

Εν Αθήναις....στην παλιά Ομόνοια και στα πέριξ

$
0
0







H Oμόνοια αρχές του ΄50 ανθρώπινη...επισκέψιμη....τότε που πουλούσαν λουλούδια και όχι πρέζα...
Κόσμος πάει και έρχεται...στέκεται και συνομιλεί χωρίς να κοιτάζει γύρω του με φόβο.
Ας αρχίσουμε με τα λουλουδάδικα ...
Σε κάθε σπίτι θα υπήρχε και ένα βάζο με φρέσκα λουλούδια αλλά και στις δουλειές τους στα μαγαζιά τους στα γραφεία τους.
Έβαζαν και στην ειδική θέση στο σακάκι οι μερακλήδες ένα λουλούδι...
Φάτσα στην πλατεία φυσικά το ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ με μεγάλη ρεκλάμα στην ταράτσα για το έργο ΠΡΟΣΕΧΩΣ.
Πήγαινε σινεμά ο κοσμάκης τότε ...προσιτή διασκέδαση....απογευματινή παράσταση με μειωμένο εισιτήριο μετά μια βόλτα προς την Αιόλου στον Κρίνο για λουκουμάδες.
Συνήθως Κυριακή απόγευμα και μετά πίσω στο σπίτι νωρίς για ύπνο ...
ξεκινούσε η νέα εβδομάδα με την Τσαγκαροδευτέρα όπως έλεγαν την σκληρότερη ημέρα σκεπτόμενοι το τραγούδι της εποχής...
"...Κυριακή γιορτή και σχόλη να ήταν η βδομάδα όλη και η Δευτέρα νάταν μόνο καναδυό φορές τον χρόνο..."
Πού να φανταζότανε εκείνη η γενιά πόσο ντεμοντέ θα ήταν στην σημερινή εποχή αυτό το τραγούδι όταν ο ένας στους δύο είναι άνεργος και όλες οι ημέρες της εβδομάδας είναι σχόλη.
Στην φωτογραφία βλέπουμε και το ΠΑΝΘΕΟΝ το ξενοδοχείο ...κατεδαφίστηκε δεν υπάρχει σήμερα.
Ήταν το σπίτι του Καυταντζόγλου του αρχιτέκτονα.....
Τα ΧΑΜΑΜ-ΛΟΥΤΡΑ φοινιξ δίπλα στο ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ για χρόνια....το ΧΑΜΑΜ ακουγότανε καλύτερα ανατολίτικο (ποτέ δεν ξεπεράσαμε 400 χρόνια βλέπεις δεν ήταν και λίγα).
Συνήθως επαρχιώτες ήταν οι πελάτες ....πίσω από αυτό οι δρόμοι του έρωτα γνωστοί και ως καλντερίμια με τις κοπέλες-καλντεριμιτζούδες αλλά και στεγασμένες με το κόκκινο φανάρι απ΄έξω.







Τα πάντα με τάξη και χωρίς ηθική φυσικά...
Φυσιολογικά όμως καθόλου περίεργα με τον Νόμο τα βιβλιάρια υγείας από του Συγγρού και φυσικά την Ηθών επι των επάλξεων να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα.
Περίπτερα πολλά ...περνούσες βράδυ αγόραζες την ΚΟΛΥΝΟΣ που σου είχε
τελειώσει ή το μπριγιόλ και την τσατσάρα που δεν έλειπε από την αντρική
τσέπη όπως και η ταυτότητα.
Κατεβαίνοντας την Αγίου Κων/νου στο Γεράνι (έτσι έλεγαν την περιοχή)
έμενε κόσμος.....
Είχαν τα πάντα δίπλα τους....την αγορά στην Αθηνάς....τις δουλειές τους...
ήταν διαφορετική η Αθήνα.
Ο γκάγκαρος κάτοικος του Κέντρου δεν έφευγε από εκεί...είχε μάθει...
ήθελε τις βόλτες του πήγαινε προς Πλάκα μεριά...Φιλοπάππου...Λυκαβηττό...
Βασιλικό Κήπο εκεί έκαναν καμάκι οι γόηδες στις νταντάδες.
Αργότερα το συντριβάνι της Πλατείας έδιωξε τα ανθοπωλεία ....
Ο εκσυγχρονισμός είχε αρχίσει χωρίς βέβαια κανένας να φαντάζεται ότι μετά από χρόνια η ίδια περιοχή θα ήταν σήμερα εμπόλεμη ζώνη.

"Και τ’ ανθοπωλεία σειρά στην πλατεία,
τριάντα περίπτερα πλάι,
κι από κάτω μετρό που περνάει.
Κάποιου εκεί κουλουρτζή ο ταβλάς,
να, η Ομόνοια Πλας.

Μια πλατεία παλιά όλο χάρη,
όλοι οι δρόμοι οδηγούν προς τα εκεί,
και μαζεύονται κι οι φαντάροι
το απόγευμα την Κυριακή.

Πλατεία κοκέτα, φαγιά σε πακέτα,
τσατσάρες, στυλό και λαχεία,
και χαζοί από την επαρχία.
Δυο μέτρα πιο κάτω, πολύ ορεξάτο,
παρφέμ ένα γύρω σκορπίζει
το ντονέρ το κεμπάπ που γυρίζει.


Και πριν ξημερώσει, ξενύχτηδες τόσοι
περνούνε να παν’ για το σπίτι
ενώ το πρώτο το τραμ σκάει μύτη.
Κάποιου εκεί κουλουρτζή ο ταβλάς,
να, η Ομόνοια Πλας."


πίσω στα παλιά

Σ΄αγαπώ...μ΄αγαπάς


Αττική επιτύμβια στήλη αποκαλύφθηκε στην ανασκαφή του Κεραμεικού

$
0
0

Χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 4ου πΧ αιώνα
Αττική επιτύμβια στήλη αποκαλύφθηκε στην ανασκαφή του Κεραμεικού
Η επιτύμβια στήλη που βρέθηκε στον Κεραμεικό (πηγή: Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο)

Αθήνα 
Μία αττική επιτύμβια στήλη, που χρονολογείται την κλασική περίοδο, έφερε στο φως η ανασκαφική έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, που διεξάγεται από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, σε συνεργασία με την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών.

Σύμφωνα με δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου (www.dainst.org), πρόκειται για τμήμα επιτύμβιας στήλης, που απεικονίζει ανάγλυφα σε πρώτο επίπεδο μια καθιστή γυναίκα και ένα κοριτσάκι και σε δεύτερο επίπεδο μια άλλη γυναίκα και έναν γενειοφόρο άνδρα. Οι μορφές βρίσκονται κάτω από ανάγλυφο επιστύλιο αετώματος, όπου υπάρχει δυσανάγνωστη επιγραφή, από την οποία ξεχωρίζει το όνομα «Δημόστρατος».

Σύμφωνα με τη δημοσίευση, τόσο το σχήμα της επιτύμβιας στήλης όσο και το είδος και το ύφος τής παρουσίασης, καθιστούν σαφές ότι το ταφικό μνημείο χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 4ου πΧ αιώνα. Πιθανόν το επιτύμβιο ανάγλυφο είχε αρχικά τοποθετηθεί στο αρχαίο νεκροταφείο, κατά μήκος του δρόμου μπροστά από την Ιερά Πύλη, ενώ σε άγνωστη χρονική στιγμή χρησιμοποιήθηκε ως δομικό υλικό, και συγκεκριμένα ως κατώφλι θύρας.

Στη συνέχεια, σε μια τρίτη χρήση, το θραύσμα της στήλης που εντοπίστηκε αποτέλεσε κάλυμμα του αποχετευτικού δικτύου κάτω από την Ιερά Οδό, όταν τον 6ο αιώνα επισκευάστηκε το σύστημα υδροδότησης της Αθήνας.

Σημειώνεται ότι τον περασμένο Φεβρουάριο το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έδωσε το «πράσινο φως» για τη συνέχιση της ανασκαφής στον Κεραμεικό, σε ένα μικρό τμήμα προς την πλευρά της Ερμού, που θα αποδώσει τη συνέχεια της Ιεράς Οδού εντός του αρχαιολογικού χώρου. Μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής, το τμήμα αυτό θα ενοποιηθεί με τον υπόλοιπο χώρο και θα αποδοθεί στο κοινό.

Σύμφωνα με την ανασκαφική πρόταση του Γερμανικού Ινστιτούτου, οι έρευνες θα ολοκληρωθούν εντός του 2014, με τη δυνατότητα τα επόμενα δύο χρόνια να ερευνηθεί η στρωματογραφία του πρανούς και να δημιουργηθεί ένας τοίχος αντιστήριξης στο τμήμα που δεν υποστηρίζεται (κάτω από τις οδούς Μελιδώνη και Ερμού).

ΑΔΕΛΦΟΙ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΙ

$
0
0
7/12/1965




" Ενα νέο, άνετο και μεγάλο μοντέρνο κτίριο, ανηγέρθη υπό της Α.Ε. Αδελφοί Λαμπρόπουλοι επί της οδού Λυκούργου, ενεκαινιάσθη προχθές, παρουσία εκλεκτών μελών της αθηναϊκής κοινωνίας και ήρχισε ήδη την λειτουργίαν του.
Το ωραίον αυτό επταώροφον κτίριον, είναι έργον του αρχιτέκτονος κ. Εμμ. Βουρέκα. 
 Η εσωτερική διάταξις των χώρων, η οργάνωσις των εμπορευμάτων, και αι συνθήκαι εξυπηρετήσεως του κοινού τοποθετούν το νέον κατάστημα εις την θέσιν ομοίων επιχειρήσεων του εξωτερικού, γεγονός που θα ασκήση επίδρασιν εις τον εμπορικόν κόσμον της πρωτευούσης."

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Cartes postales από τα ταξίδια του Νίκου Καββαδία (Μαραμπού VΙ)

$
0
0



Όπως προανήγγειλα, με αυτήν την ανάρτηση κλείνει η ενότητα "Cartes postales 
από τα ταξίδια του Νίκου Καββαδία (Μαραμπού)" - αν και εδώ δεν πρόκειται
για κάρτες ταχυδρομικές. Πρόκειται για ενθύμια του τόπου, από όπου έφευγε
 ο Καββαδίας, 
ή όπου τον έπιανε "των αναχωρήσεων η μανία". 
Στην ποίηση του Καββαδία, το πρώτο που διαπιστώνει κανείς, είναι το πάθος των αναχωρήσεων (mal du depart) ή η τάση της φυγής. 



Γιατί θέλει κανείς να φεύγει;
Τι ήταν εκείνο που τον τράβηξε στη θάλασσα, στα μακρινά εκείνα ταξίδια, στην αέναη περιπέτεια. Δεν ήταν επιλογή, ούτε το πάθος της αναζήτησης του αγνώστου, αλλά μια βαθύτερη ανάγκη για να φύγει, η οποία τελικά φαίνεται να παρουσιάζεται ως εκείνη 
να τον είχε επιλέξει. 
Ίσως ο νεαρός Καββαδίας να μην μπορεί να εξηγήσει ή να συμβολοποιήσει ψυχικά τα βαθύτερα κίνητρα του για φυγή. Συμβολοποιεί όμως, μέσα από την ποίησή του, 
αυτήν την ανάγκη του. Της δινει "σάρκα και οστά", την κάνει κοσμοθεωρία αυτάξια
 και μύθο. Σαν αυτό που νιώθει μέσα του να "υπάρχει"και ταυτόχρονα να αποτελεί μια κατάσταση ανεξήγητη, ακόμη και γι αυτόν τον ίδιο. Αποξένωση;
Ο Καββαδίας γεννήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας. Τεσσάρων χρονών διασχίζει 
με τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο την Ασία, την Ρωσία και τα Βαλκάνια για 
εγκατασταθεί στην Κεφαλλονιά. Εφτά χρονών ζει τον Διχασμό, εννέα χρονών
 τον πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία, δώδεκα χρονών το τραύμα της
 Μικρασιατικής καταστροφής. Γίνεται έφηβος με τους απόηχους της Ρωσσικής 
επανάστασης, κατά την οποία κόντεψε να χάσει τον πατέρα του. Μετά την οικονομική καταστροφή του πατέρα του έρχεται η αστικοποιήση και η μετοίκηση από την
 Κεφαλλονιά στον Πειραιά. Η εχθρότητα ανάμεσα σε ντόπιους και πρόσφυγες,
 τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, το Ιδιώνυμο και οι εξορίες. Η αρρώστια και
 ο θάνατος του πατέρα του. Στην Ελλάδα όλα διώχνουν. Στην Ελλάδα όλα είναι ξένα.



Αυτή την "ξένη Ελλάδα", την Αθήνα και το λιμάνι της τον Πειραιά συναντάμε στα 
ποιήματα του Μαραμπού.




Αθήνα


Αθήνα, άποψη της πόλης το 1915.

Αθήνα, η θεμελίωση του σταθμού της Ομόνοιας το 1928.

Αθήνα, λαϊκή αγορά στο Θησείο τον μεσοπόλεμο.

Αθήνα, καταυλισμός προσφύγων στο Θησείο το 1923.

Αθήνα, λούστροι το 1929.

Αθήνα, μετακόμιση στην οδό Ξενοκράτους τον μεσοπόλεμο.

Αθήνα, η οδός Πανεπιστημίου το 1928.

Αθήνα, η πλατεία Ομονοίας το 1928.


"Αύριο φεύγω και μαζί μου φέρνω στην Αθήνα
ανάμνησες παράξενες, πολλές, με το σωρό..."
       Γράμμα από τη Μαρσίλια



"Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και νά 'χεις των αναχωρήσεων τη μανία..."
       Καφάρ






Πειραιάς

Πειραιάς, το Τουρκολίμανο το 1930.

Πειραιάς 1932.

Πειραιάς, το λιμάνι το 1910.

Πειραιάς, το Δημαρχείο το 1920.

Πειραιάς, υπαίθρια αγορά στην Ακτή Θεμιστοκλέους.

Πειραιάς, σκηνές από το λιμάνι τη δεκαετία του '20.

Πειραιάς, Αρμένιοι πρόσφυγες στην Κοκκινιά το 1923.

Πειραιάς, σκηνές από το λιμάνι τη δεκαετία του '20.

Πειραιάς, το λιμάνι το 1935.

"... μα τίποτε απ'το πλήρωμα δεν έπαθε κανείς
κι όλοι με κάποιο ρυμουλκό στον Πειραιά επιστρέψαν".
       Ο Πλοίαρχος Φλέτσερ. 

Οι απιστίες του Κώστα Βουτσά

$
0
0

 Ετοίμαζε γάμο με την Σπεράντζα Βρανά και τελικά παντρεύτηκε την Μπρόγιερ!

Οι απιστίες του Κώστα Βουτσά: Ετοίμαζε γάμο με την Σπεράντζα Βρανά και τελικά παντρεύτηκε την Μπρόγιερ!

Ο Κώστας Βουτσάς σε πρόσφατη συνέντευξή του δε δίστασε να αποκαλύψει πως δεν μπορεί να είναι μονογαμικό ον και πως στα νιάτα του ήταν πολύ...άτακτος στην προσωπική του ζωή. 

Ο σπουδαίος Έλληνας ηθοποιός μίλησε για τις απιστίες στα νιάτα του, όταν ήταν σε σχέση με τη Σπεράντζα Βρανά, πήγαιναν για γάμο και εκείνος ερωτεύτηκε και ετοίμαζε γάμο με τη νέα του αγαπημένη την οποία και τελικά παντρεύτηκε, την Έρρικα Μπρόγιερ. 

«Ήµουν άτακτος. Έκανα απιστίες» παραδέχεται ο ίδιος στο Βήmagazino και συνεχίζει: «Ήµασταν µε τη Σπεράντζα και κάποια στιγµή τα έφτιαξα µε την Ερρικα Μπρόγιερ. Η Ερρικα της έστειλε το προσκλητήριο του γάµου µας, ενώ η καλή µου Σπεράντζα έραβε νυφικό. "Αυτό είναι γκραν-γκινιόλ"γύρισε και είπε».

Εν Αθήναις...τα λεωφορεία

$
0
0





Μικρά ήταν τα λεωφορεία εκείνα τα χρόνια ανάλογα και με τον πληθυσμό

της πρωτεύουσας και φυσικά ιδιωτικά.
Άκουγες σε προξενιό "...πάρτην βρε να σωθείς έχει και μισό λεωφορείο προίκα..."
"...μα είναι άσχημη και λίγο μεγάλη..."..."...βρε άσε τις λεπτομέρειες που θα είσαι
αφεντικό και θα λιγδώσει το έντερό σου..."
Έτσι ήταν και δούλευαν οι συνιδιοκτήτες σαν οδηγοί ή έβαζαν οδηγό.
Στην αρχή οι επιβάτες έμπαιναν και από τις δύο πόρτες τύπου γιούργια με τον φουκαρά τον εισπράκτορα να γίνεται σάντουϊτς.
Για την στάση είχε ένα κορδόνι και πολλές φορές προσπαθούσαν να κρατηθούν από αυτό οπότε γινότανε το έλα να δεις.
Το μαρτύριο του εισπράκτορα σταμάτησε αργότερα όταν η επιβίβαση στα λεωφορεία γινότανε από την πίσω πόρτα και η αποβίβαση από την μπροστινή.
Ο εισπράκτορας απέκτησε και γραφείο δίπλα στην πόρτα και μικρόφωνο για να λέει τις στάσεις αλλά και τις γνωστές ατάκες..."...προχωρείστε παρακαλώ...."....
"...Κολιάτσου θα κατέβει κανείς;"....
Oι πινακίδες "...ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΖΕΙΝ..."
."...ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ..."
"...ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ..."
 ήταν υποχρεωτικές.
Και τα ευτράπελα μέσα στα λεωφορεία....
Τσακωνόντουσαν γιατί κάποιος θα πάταγε κάποιον στον συνωστισμό...
"....έχε χάρη ρε που απαγορεύεται το φτύσιμο ..."
Και τα λάθος χαστούκια ήταν συχνά όταν οι επισήμως από την αστυνομία λεγόμενοι εφαψίες ...θώπευαν τα πλούσια οπίσθια κάποιας καλονής εντέχνως 
και την πατούσε αυτός
που στεκότανε ακριβώς πίσω της και άντε να το αποδείξει.
Η ασφάλεια σε ώρες αιχμής μεσημέρια και βράδια έβαζε αστυνομικούς στις αφετηρίες αλλά και μέσα στα λεωφορεία.
Οι πορτοφολάδες γνωστοί και ως λαχανάδες έκαναν χρυσές δουλειές.
Οι παθόντες όταν κατέβαιναν στο Κέντρο φρόντιζαν να κρύβουν επάνω τους
καλά τα χρήματα μέσα σε μαντήλια και κατάσαρκα.
Οι οδηγοί και οι εισπράκτορες φορούσαν ειδικές στολές ....την λάτρα του λεωφορείου την έκαναν οι ίδιοι τον πρώτο καιρό.
Πάντως το να είχες λεωφορείο μισό ή ολόκληρο δικό σου τότε ήταν μεγάλη υπόθεση και ήταν δακτυλοδεικτούμενοι στην γειτονιά.
Θυμάμαι ένα γείτονα που όταν έμπαινε στο χασάπικο ο χασάπης ξεχνούσε τους υπόλοιπους πελάτες που περίμεναν για το κατεψυγμένο αρνί και τον κατεψυγμένο κυμά.

πίσω στα παλιά




Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>