Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Οι τελευταίες φωτογραφίες του περίφημου δίδυμου Χοντρός και Λιγνός λίγο πριν πεθάνει ο πρώτος -Είχε χάσει 45 κιλά

$
0
0
Οι τελευταίες φωτογραφίες του περίφημου δίδυμου Χοντρός και Λιγνός λίγο πριν πεθάνει ο πρώτος -Είχε χάσει 45 κιλά [εικόνες]

Χοντρός και Λιγνός. Ενα κινηματογραφικό δίδυμο που έγινε διάσημο κυριολεκτικά σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, προσφέροντας γέλιο ακόμα από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής τους: ο Ολιβερ Χάρντι χοντρός με αγαθό πρόσωπο, ο Σταν Λόρεν αδύνατος, κοντούλης, νευρώδης. Οι τελευταίες φωτογραφίες που έβγαλαν, καθώς ετοίμαζαν την επιστροφή τους στον κινηματογράφο είναι ελάχιστα γνωστές και δείχνουν πόσο ... διαφορετικός ήταν ο Χοντρός. Λίγους μήνες μετά πέθανε και το come back, δεν έγινε ποτέ.

Οι φωτογραφίες αυτές τραβήχτηκαν τον Φεβρουάριο 1956.
 Ο Χάρντι ήταν ήδη άρρωστος, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με την καρδιά του και ο γιατρός του είχε ζητήσει να χάσει τουλάχιστον 45 κιλά. Ηταν όμως έτοιμος να επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη. Ομως μια σειρά εγκεφαλικών του στέρησαν μερικώς την ικανότητα της κίνησης και της ομιλίας. Πέθανε τελικά τον Αύγουστο του 1957, εξαντλημένος, έχοντας χάσει περί τα 63 κιλά. Η είδηση του θανάτου του οδήγησε σε μια γιγαντιαία επανακυκλοφορία των ταινιών του Χοντρού και του Λιγνού στους κινηματογράφους. 

Οσο ο Χάρντι βρισκόταν στο κρεβάτι ανίκανος να μιλήσει, ο Λόρεν τον επισκεπτόταν συνέχεια και   οι δυο τους ήταν απολαυστικοί καθώς επικοινωνούσαν μόνο με κινήσεις και γκριμάτσες, ξεκαρδίζονταν, συγκινούνταν. Ο σύνδεσμος μεταξύ του ήταν ισχυρός. Οταν ο Σταν Λόρεν έμαθε για τον θάνατο του φίλου του δήλωσε «Είμαι σοκαρισμένος. Ηταν σαν αδελφός μου. Ετσι τελειώνει η ιστορία του Χοντρού και του Λιγνού».


Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΠΡΟΜΠΟΝΑ

$
0
0



Ο ναξιώτης Δημήτρης Προμπονάς έρχεται στην Αθήνα σε ηλικία μόλις 16 ετών για να σπουδάσει. Με γνώσεις δημοτικού καταφέρνει να γίνει βοηθός φαρμακοποιού. Στα είκοσι πέντε του χρόνια γράφεται στο Γυμνάσιο. Με πολλές στερήσεις καταφέρνει να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο. Το 1909 πήρε το πτυχίο της φαρμακευτικής και ανοίγει δικό του φαρμακείο όπου ειδικεύονταν στα ορθοπεδικά είδη. Στη συνέχεια γράφεται στην ιατρική σχολή όπου τερματίζει τις σπουδές του με επιτυχία. Παράλληλα με την εργασία του ως γιατρός πολιτεύεται με επιτυχία στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Μαζί με την καλή του φήμη δημιουργεί και μεγάλη περιουσία στην Αθήνα. Μετά τον θάνατό του το 1949 το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τού το δωρίζει στηνΠολεμική Αεροπορία. Μια μεγάλη έκταση που είχε μετατρέψει σε κήπο στη περιοχή τηςΡιζούπολης κληροδοτείται στον Δήμο Αθηναίων. Ο μοναδικός όρος της διαθήκης ήταν το κτήμα του Δ. Προμπονά να μεταβληθεί από τον Δήμο Αθηναίων σε κήπο αναψυχής των κατοίκων της πρωτεύουσας. Το κτήμα περνάει νόμιμα στη δικαιοδοσία του Δήμου το 1950. Τα έργα ολοκληρώθηκαν το 1954 και έδωσαν στους κατοίκους ένα πάρκο με μια από τις πρώτες για την εποχή της παιδική χαρά. Το μεγαλύτερο μέρος του κήπου ωστόσο αποτελεί ανοικτό φυτώριο για τις δημοτικές υπηρεσίες. Ψηλά δέντρα και φυτά που αντέχουν το αττικό κλήμα δημιουργούσαν ένα ιδιαίτερο ζεστό χώρο στα μακρινά ακόμα Άνω Πατήσια. Εξάλλου και τότε ο κήπος Προμπονά αποτελούσε το μοναδικό μεγάλο χώρο πρασίνου για τη Ριζούπολη και τα Άνω Πατήσια.
Η Ριζούπολη τότε είχε αρχίσει να δημιουργεί ένα ιδιαίτερο βιοτεχνικό προφίλ. Προσπαθώντας να καλύψει τις ανάγκες σε μικρό-βιοτεχνίες ενδυμάτων από τις οποίες είχε ήδη κορεστεί η γειτονική Νέα Ιωνία. Στα εριουργία που δημιουργήθηκαν κοντά στον Προμπονά ίσως η πιο φημισμένη, μη εργοστασιακή εγκατάσταση, ήταν αυτή της Columbia. Το κτίριο της, εμβληματικό για την Λεωφόρο Ιωνίας, έχει συνδεθεί με τις ηχογραφήσεις των μεγαλύτερων σε κυκλοφορία και πιο ιστορικών ελληνικών δίσκων. Ο Προμπονάς τότε ήταν ίσως η φυσική απόληξη της Columbia. Μιας και βρίσκεται στο πίσω μέρος της Columbia. Είναι χαρακτηριστική εξάλλου η φωτογραφία του Διον. Σαββόπουλουτο 1969 όπου λίγο μετά την ηχογράφηση του δίσκου «Στο περιβόλι του Τρελού» κάθεται με τον Γ. Κοντογεώργο στα παγκάκια του πάρκου Προμπονά.
Κάπως περίεργα μαζί με τις διάφορές βιομηχανίες στην γύρω περιοχή ήρθε και η «αγορά των λουλουδιών». Δίπλα στο δημοτικό φυτώριο στο κήπο Προμπονά που είχε σκοπό να καλύψει τις ανάγκες της πόλης σε άνθη, φυτά και δέντρα ξεπετάχτηκαν σιγά – σιγά μικρά και μεγάλα καταστήματα που πουλούσαν σε χονδρική λουλούδια. Έμποροι έφερναν στην περιοχή τα λουλούδια από την Ελλάδα και όλον τον κόσμο. Προκειμένου να τροφοδοτήσουν τους ανθοπώληδες της πρωτεύουσας. Ήταν φυσικό λοιπόν ο δρόμος με την αγορά τον λουλουδιών να ονομαστεί και επίσημα «Οδός Ανθέων». Στη συνέχεια το εμπόριο αυτό οργανώθηκε καλύτερα και σήμερα στεγάζεται σε μια μεγάλη ανθαγορά που εμπορεύεται τα προϊόντα της σαν ένα «ανθισμένο» χρηματιστήριο!
Οι τελευταίες παρεμβάσεις στου Προμπονά έγιναν το 1973 όταν αναμορφώθηκε η πλατεία και η παιδική χαρά. Στα μέσα του `80 δημιουργήθηκαν και οι χώροι άθλησης με τα δυο μικρά γήπεδα καλαθοσφαίρισης. Η μεταφορά του δημοτικού φυτώριου σε μεγαλύτερο χώρο στουΓουδή ήταν ίσως η αρχή της παρακμής για την έκταση στου Προμπονά.
Η τροποποίηση ωστόσο του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου στην ευρύτερη περιοχή με μετατροπή από «βιομηχανικό πάρκο» σε «βιομηχανικό πάρκο προς εξυγίανση» ήταν το έναυσμα για να ανοίξει ο δρόμος για αλλαγές. Αυτό σημαίνει ότι από το 2007 απαγορεύτηκαν στην συνοικία δίπλα στο Προμπονά οι εγκαταστάσεις όχλησης με αναγκαστική απομάκρυνση των ήδη υπαρχόντων.  Η απόφαση του πρώην ΥΠΕΧΩΔΕ έκανε σαφή μνεία στην ανάπτυξη και αξιοποίηση του πάρκου Προμπονά έτσι ώστε να δημιουργηθεί «λειτουργική συνάφεια με τις εγκαταστάσεις του γηπέδου του Απόλλωνα».  Παράλληλα μείωνε το συντελεστη δόμησης με δυνατότητα αύξησής του μόνο αν δοθεί ως αντάλλαγμα έκταση που θα μετατραπεί σε χώρο πρασίνου. Προτείνει μάλιστα και την ενοποίηση του πάρκου Προμπονά με το εργοστάσιο της Columbia με την μετατροπή του σε ιστορικό μουσείο σε έναν ευρύτερο πολύ-λειτουργικο χώρο.
Ο Τύπος εκείνο τον καιρό κάνει λόγο για άνοιγμα της περιοχής σε επενδυτικά σχέδια. Εμφάνιζαν ακόμα και τον Ερυθρό Σταυρό να δρομολογεί μεγαλεπήβολα σχέδια ανάπτυξης σε εκτάσεις που κατείχε δίπλα στο Προμπονά.
Οι απόψεις αυτές φαίνεται πως «ξύπνησαν» το ενδιαφέρον της δημοτικής αρχής. Με τάχιστες διαδικασίες πραγματοποιείται μελέτη για δημιουργία χώρου πρασίνου και αναψυχής στη περιοχή Προμπονά. Το έργο χρηματοδοτείται από κοινοτικούς πόρους και εντάσσεσαι στο ΠΕΠ Αττικής. Οι εργασίες ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2009 και ολοκληρώθηκαν σε κάτι λιγότερο από ένα χρόνο.
Με βάση τον σχεδιασμό τα 29 στρέμματα του άλσους Προμπονά μετατράπηκαν σε κοινόχρηστο χώρο πρασίνου που θα συνδυάζει αθλητικό, αισθητικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Έτσι ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει ως οικολογικό πάρκο, για περίπατο, αθλοπαιδιές, και περιβαλλοντική εκπαίδευση. Στο νέο πάρκο Προμπονά φυτεύτηκαν 5.160 δέντρα με τα παλαιά παρτέρια του δημοτικού φυτωρίου να φιλοξενούν το καθένα ξεχωριστά φυτά και θάμνους. Διαχωρίστηκαν οι λειτουργικές εγκαταστάσεις, δημιουργήθηκαν βραχόκηποι και δυο σιντριβάνια. Εκσυγχρονίστηκε το κέντρο παιδική χαράς και δημιουργήθηκαν μικρά καθιστικά μέσα στους χώρους του πάρκου. Το οικολογικό πνεύμα του πάρκου συνδέθηκε με τα ειδικά φωτιστικά σώματα που προστέθηκαν και την αξιοποίηση παλαιάς γεώτρησης για πότισμα του κήπου.
Ταυτόχρονα με την ανάπλαση του πάρκου ξεκίνησαν και οι εργασίες για την ανοικοδόμηση του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου Κήπου Προμπονά. Το μικρό εξωκκλήσι που λειτουργεί ακόμα μέσα στο κήπο θα συνορεύει σε λίγο καιρό με έναν ολοκαίνουργιο ναό σε ρυθμό βασιλικής. Το κληροδότημα 
Δ. Προμπονά ανέλαβε την δημιουργία του νέου ναού του Αγίου Γεωργίου που κατά τον προϋπολογισμό αναμένεται να στοιχίσει περί το 1,5 εκ. ευρώ. Όταν η δημιουργία του χώρου πρασίνου στοίχισε συνολικά κάτι λιγότερο από 2,5 εκ. ευρώ!
Οι κάτοικοι της περιοχής είχαν αντιταχθεί στη ανάπλαση του πάρκου. Θεωρούσαν ότι είναι η αρχή για την «εμπορευματοποίηση της περιοχής». Όπως ανέφεραν η δημιουργία της νέας μεγάλης εκκλησίας γίνεται προκειμένου να αποτελέσει το πάρκο ένας νέος τόπος για δεξιώσεις και τελετές μέσα στην Αθήνα. Συνάμα είχε δημιουργηθεί ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα με τον προηγούμενο δήμαρχο Ν. Κακλαμάνη. Αφενός γιατί η μεγάλη δαπάνη του έργου δεν δικαιολογεί το τελικό αποτέλεσμα. Αφετέρου γιατί κόπηκαν πολλά ψηλά δέντρα που δημιουργούσαν μια ειδυλλιακή εικόνα για το πάρκο χωρίς φυσικά να αντικατασταθούν επαρκώς στην ανάπλαση που πραγματοποιήθηκε.
Όπως και να έχει όμως το πάρκο Προμπονά είναι ένας σημαντικός χώρος πρασίνου για τα Πατήσια. Η κοντινή απόσταση που έχει με τον ηλεκτρικό και τις περιοχές των Άνω Πατησίων και της Νέας Ιωνίας τον κάνουν ιδανικό τόπο για αναψυχή, ποδηλατάδα ή για μικρούς τοπικούς αγώνες και παιχνίδι από την πιτσιρικαρία της περιοχής. 

Η ΑΘΗΝΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΙΤΡΙΝΑ

«Προσφυγική απειλή» για την ηθική τάξη: «Φιλήδονη ανατολίτισσα»

$
0
0



Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; 
Οι πρόσφυγες ως απειλή για την ηθική τάξη

Δεν ήταν όμως τόσο οι πράξεις αυτές που ανησυχούσαν τους γηγενείς της πόλης, τουλάχιστον όπως η ανησυχία αυτή καταγράφονταν στις εφημερίδες της εποχής. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί, πέρα από τους κινδύνους που αναφέρθηκαν παραπάνω, αποτελούσαν απειλή για την υπάρχουσα ηθική τάξη. Αν οι πρόσφυγες μέσα από την έντονη κοινωνικότητα και την καθημερινή εκδήλωση των διαφορετικών πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών, προσπαθούσαν να ενισχύσουν τη συνοχή των τοπικών κοινωνιών και να «διασκεδάσουν» τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα της νέας τους ζωής, οι γηγενείς έβλεπαν στην κοινωνικότητα αυτή μια σειρά από κινδύνους που αφορούσαν τη διασάλευση της ηθικής τάξης. Η διαφορετική μουσική, η «εξωτική» κουζίνα, η ανατολίτικη θηλυκότητα και η χρήση της τουρκικής γλώσσας, από τουρκόφωνους αλλά και ελληνόφωνους πρόσφυγες, υπήρξαν τα κύρια γνωρίσματα της καθημερινότητας στους προσφυγικούς συνοικισμούς που «τρομοκρατούσαν» κάποιους από τους γηγενείς, όπως κατέγραφαν οι σύγχρονοι αρθογράφοι.
Όπως προκύπτει από πολλές μαρτυρίες, η μουσική και το τραγούδι υπήρξαν από τις κυριότερες «ιεροτελεστίες» μέσω των οποίων τα μέλη της κοινότητας επαναβεβαίωναν την κοινή τους ταυτότητα. Ο Γιάννης Κακουλίδης θυμάται τη μεγάλη εντύπωση που του έκανε μια σκηνή κατά τη διάρκεια ενός γάμου στην Καισαριανή το 1930. Μετά από ατελείωτο χορό και τραγούδι κάποια στιγμή ο επικεφαλής της κομπανίας βιολιστής Αναστάσης Μπαλτάς, «κάνει νόημα να σταματήσουν όλοι και αρχίζει ο τραγουδιστής της κομπανίας έναν αμανέ στα τούρκικα, με συνοδεία τον Μπαλτά με το βιολί του, και βλέπω όλα τα μάτια να τρέχουν δάκρυα. Τα έχασα κυριολεκτικά. Κοίταζα από ‘δω κι από ‘κει· όλοι κλαίγανε. Ρωτώ τη μητέρα μου: “Γιατί κλαίνε;”. “Θα σου πω στο σπίτι” μου απαντά και βέβαια σπίτι δεν μου είπε τίποτα.»[1]
Η μουσική και το τραγούδι που έκανε τους πρόσφυγες να κλαίνε από συγκίνηση, τραγουδημένο μάλιστα στα τούρκικα, για κάποιους άλλους αποτελούσε δείγμα υπανάπτυξης και παρακμής. Σε άρθρο της πειραιώτικης εφημερίδας Θάρρος, καταγράφεται το άγχος του συντάκτη για την τύχη των δημοτικών τραγουδιών, της «εθνικής» μουσικής των Ελλήνων, καθώς η δισκογραφία είχε στραφεί προς τους ανατολίτικους αμανέδες: «Απλούστατα, οι βρωμεροί αμανέδες εξορισθέντες από τον τόπον τους ευρήκαν εις την Ελλάδα μίαν δευτέραν πατρίδα, ενώ η εθνική μουσική των Ελλήνων πηγαίνει περίπατον».[2]
Οι φόβοι των ανθρώπων για τους οποίους ο αμανές ήταν ξένος, είτε διότι ήταν παλαιοελλαδίτες, είτε ακόμη και πρόσφυγες που ανήκαν στην αστική τάξη και έβλεπαν τον αμανέ ως στοιχείο πολιτισμικής παρακμής, καθησυχάστηκαν όταν τον Νοέμβριο του 1937 η δικτατορία της 4ης Αυγούστου απαγόρευσε τους αμανέδες ως «αναχρονιστικά άσματα». Αυτό που «τρόμαζε» τους γηγενείς και τους προσφυγικής καταγωγής αστούς της Αθήνας, ήταν ότι διέβλεπαν όχι μόνο στον αμανέ αλλά γενικότερα στην έντονη κοινωνικότητα των λαϊκών στρωμάτων τον κίνδυνο ανατροπής της ηθικής τάξης. Οι νέοι της «καλής τάξης» που ελκύονταν από τη μόδα του αμανέ και των «ντάνσιγκ» της Κοκκινιάς, όπου ο αμανές και το ρεμπέτικο αναμιγνύονταν με το φοξ-τροτ και το τσάρλεστον, υπήρχε κίνδυνος να «παρασυρθούν» από τις «φιλήδονες ανατολίτισσες» οι οποίες προσδοκούσαν μ’ ένα επιτυχημένο γάμο να «αποδράσουν» από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών, θέμα για το οποίο θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.   
Μπορεί λοιπόν αυτού του είδους η αρθογραφία να διαμόρφωνε τις απόψεις ανθρώπων που δεν συγχρωτίζονταν με τους πρόσφυγες, τα πράγματα όμως ήταν διαφορετικά για όσους είχαν αναπτύξει σχέσεις με το προσφυγικό στοιχείο. Οι κίνδυνοι που διέβλεπαν κάποιοι στις εκδηλώσεις του προσφυγικού λαϊκού πολιτισμού, δεν φαίνεται να ίσχυαν για ορισμένα γηγενή λαϊκά στρώματα. Σε πλήρη αντίθεση με την επιχειρηματολογία των άρθρων που παρουσιάζονταν στις εφημερίδες της εποχής, έρχονται τα λόγια του Μάρκου Βαμβακάρη αλλά και πολλών άλλων μη προσφυγικής καταγωγής δημιουργών του ρεμπέτικου. Ο Βαμβακάρης «έβλεπε» το διαφορετικό τρόπο διασκέδασης και την έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων ως ιδιαίτερα θετικό στοιχείο, γεγονός που καταδεικνύει τους ποικίλους τρόπους προσέγγισης του «προβλήματος» της πολιτισμικής ετερότητας των προσφύγων: «Αυτοί οι ανθρώποι ήτανε μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Όλοι οι πρόσφυγες μηδενός εξαιρουμένου. Μπορεί να δούλευε όλη τη βδομάδα σα σκύλος αλλά το Σαββατοκύριακο πήγαινε να γλεντήσει. Να βγει, να πάει, να δείξει, να κάνει […] Όπως μέχρι τώρα από τους πρόσφυγες, και κοντά στους πρόσφυγες μάθαν και οι δικοί μας τώρα.»[3]
Ο Βαμβακάρης διέκρινε στην καθημερινότητα των προσφύγων ένα πολιτισμικό πλούτο, ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, που έλκυε όσους γηγενείς ξεπερνούσαν τις στερεοτυπικές απεικονίσεις των προσφύγων ως «αρπακτικών» των περιουσιών τους ή «ανήθικων τουρκομεριτών» που απειλούσαν τα ήθη της Παλαιάς Ελλάδας. Σε αντίθεση με τον αρθογράφο της εφημερίδαςΘάρρος, ο οποίος προειδοποιούσε για τους κινδύνους που διέτρεχε το δημοτικό τραγούδι από τη «μόδα» των αμανέδων, ο Βαμβακάρης αναφέρεται στον εμπλουτισμό της ελληνικής μουσικής που προκλήθηκε από την άφιξη μεγάλων μικρασιατών μουσικών, γεγονός που «έσπασε» τη μονοκρατορία του δημοτικού τραγουδιού ανοίγοντας το δρόμο για το ρεμπέτικο: «Πρώτα είχαμε δω πέρα, οι δικοί μας οι μουσικοί επαίζανε σχεδόν μόνο τα δημοτικά. Ποτέ κανένα μανεδάκι. Ενώ αυτοί εδώ όταν ήρθαν αρχινήσανε τσιφτετέλια, συρτά, πολλά, πολλά πράγματα. Μανέδες, τζιβαέρια, αϊβαλιώτικα, πολλά.»[4]
Η μεγάλη επιτυχία της μουσικής των προσφύγων, που τόσο πολύ ανησύχησε κάποιους από τους παλιούς κατοίκους της πρωτεύουσας, εντοπίζεται τόσο στην ποικιλία των ήχων και των ρυθμών της, όσο και στη σαφώς μεγαλύτερη εξοικείωση των μουσικών της με τους κανόνες της αγοράς. Αυτό συνέβη διότι στην πλειοψηφία τους οι μικρασιάτες μουσικοί «προέρχονταν από ένα γνησίως αστικό περιβάλλον», γνώριζαν πως «να ανιχνεύουν τη ζήτηση ώστε να προσανατολίζουν την παραγωγή τους» και να εκμεταλλεύονται «τις τεχνικές της διαφήμισης».[5] Τα προβλήματα που δημιουργούσε η μουσική των προσφύγων δεν αφορούσαν μόνο τους ακροατές, αλλά και τους ίδιους τους μουσικούς. Η άφιξη σπουδαίων μουσικών από τη Μ. Ασία και η κυριαρχία τους στην αγορά της εποχής, έθετε στο περιθώριο τους «παλαιοελλαδίτες» δημιουργούς και ερμηνευτές, συγκροτώντας ένα ακόμη πεδίο αντιπαράθεσης προσφύγων και γηγενών. Όπως επισημαίνει ο Μανόλης Αθανασάκης:

«Στους ρυθμούς των μικρασιατικών τραγουδιών συναντάμε το συρτό, τον μπάλο, το τσιφτετέλι, τον καλαματιανό, τα ζεϊμπέκικα, τους καρσιλαμάδες, το χασάπικο και το χασαποσέρβικο. Ακόμη, έχουν καταγραφεί πολλά τραγούδια με δυτικούς ρυθμούς, όπως ταγκό, βαλς, εμβατήρια κ.α. […] Για τους λόγους αυτούς ελάχιστοι απ’ τους “Παλαιοελλαδίτες” συνθέτες, μουσικούς και τραγουδιστές μπορούσαν να επιβιώσουν και να διακριθούν σ’ αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον».[6] 
    Η «προκλητικότητα» της ανατολίτισσας

    Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση για τα χρηστά ήθη των γηγενών πήγαζε από τον έκδηλο «ηδονισμό» των «γυναικών της Ανατολής». Το αρνητικό στερεότυπο της «φιλήδονης» προσφυγοπούλας, ανεξάρτητα από την οικονομική της επιφάνεια και την κοινωνική της καταγωγή, υπήρξε δημοφιλές ανάμεσα στους γηγενείς. Οι αναφορές στις εφημερίδες και τα περιοδικά του Μεσοπολέμου, συγκρότησαν την εικόνα της προσφυγοπούλας των λαϊκών συνοικιών, η οποία μέσα από τη σύναψη σχέσεων με γηγενείς νέους επεδίωκε την εξασφάλιση μιας καλλίτερης ζωής μακριά από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών.
    Σε αυτά τα άρθρα αποτυπώνονταν εικόνες γυναικών που κάπνιζαν επιδεικτικά, φορούσαν ρούχα που αποκάλυπταν τους ώμους και τις γάμπες τους, χόρευαν προκλητικά με διάφορους άνδρες και τραγουδούσαν άσεμνα τραγούδια. Η έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων γινόταν αντιληπτή από τους γηγενείς, σε ότι είχε να κάνει με το γυναικείο προσφυγικό πληθυσμό, ως στοιχείο ηθικής έκπτωσης. Η κοινωνικότητα των προσφύγων, ο διαφορετικός τρόπος διασκέδασης και η βαρύτητα που αυτή είχε για την οργάνωση της καθημερινότητάς τους, αποτυπώνεται παραστατικά στην αφήγηση μιας Αρμένισσας που επισκέφτηκε τη συνοικία της Κοκκινιάς:

    «Μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν έμοιαζε ούτε στην Αθήνα ούτε στον Πειραιά. Λες και ήταν πανηγύρι. Πολύς κόσμος κυκλοφορούσε χαρούμενος. Ταβέρνες, καφενεία γεμάτα κόσμο. Ορχήστρες ανατολίτικες. Κορίτσια τραγουδούσαν στη σειρά καθισμένες με τους οργανοπαίκτες. Τα πεζοδρόμια μέχρι και το δρόμο γεμάτα τραπεζάκια. Τα ούζα, τα σις κεμπάπ, τα τζατζίκια, οι παστουρμάδες και τα σαγανάκια μοσκοβολούσαν».[7]

    Η περιγραφή της «διαφορετικής» Κοκκινιάς ολοκληρώνονταν με την αναφορά στις σχέσεις ανάμεσα στους γηγενείς νέους και τις προσφυγοπούλες. Οι νέοι αυτοί που ελκύονταν από τη ζωή μιας συνοικίας, η οποία δεν «έμοιαζε ούτε στην Αθήνα ούτε στον Πειραιά», «παρασύρονταν» από τα «θέλγητρα» των «γυναικών της ανατολής», σ’ ένα «εξωτικό» περιβάλλον όπου η μουσική, το ποτό, ο χορός και το φαγητό, συνέθεταν το «σκηνικό». Η αντίληψη των γηγενών για τις προσφυγοπούλες που προσπαθούσαν να «τυλίξουν» τα αγόρια τους, καταγράφεται παραστατικά στη συνέχεια της περιγραφής για τη ζωή στην Κοκκινιά, η οποία είχε μετατραπεί σε κέντρο διασκέδασης όχι μόνο του Πειραιά αλλά και της Αθήνας:

    «Εδώ […] πέφτει πολύ χρήμα. Όλοι οι νέοι της Αθήνας και του Πειραιά έρχονται για να διασκεδάσουν. Έχουν ξετρελαθεί με τα κορίτσια, τις προσφυγοπούλες. Τις βρίσκουν πιο όμορφες και πιο εξελιγμένες. Στην αρχή ήρθαν για διασκέδαση και να βρουν καμία καμωματού. Όμως γρήγορα του τυλίγει κάποια και παντρεύονται. Οι ντόπιοι έχουν κατατρομάξει για τα παιδιά τους. Τα χάνουν από το δικό τους περιβάλλον. Κάθε γονιός φοβάται μην τυχόν πάρει ο γιος του καμία προσφυγοπούλα δίχως προίκα».[8]
      
    Το στερεότυπο για τη «φιλήδονη ανατολίτισσα» δεν περιορίζονταν στην περίπτωση των κοριτσιών από τις φτωχές προσφυγικές συνοικίες. Για διαφορετικούς λόγους, στο «στόχαστρο» των επικρίσεων βρέθηκαν και οι εύπορες γυναίκες προσφυγικής καταγωγής. Στη δική τους περίπτωση το πρόβλημα δεν εντοπίζονταν στην προσπάθειά τους να «παρασύρουν» τους νέους γηγενείς σε ένα «κερδοφόρο» γάμο, αλλά στο «νεοπλουτισμό» τους, στη διεκδίκηση δηλαδή μιας θέσης στην αθηναϊκή αστική τάξη. Μια από τις χαρακτηριστικότερες και πλουσιότερες σε εικόνες καταγραφές αυτού του στερεοτύπου προσφέρει μακροσκελές άρθρο του «δυτικοτραφή» αστού συγγραφέα Κώστα Ουράνη στην εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος στις 10 Ιουλίου 1923. Σε αυτό το άρθρο ο Ουράνης προσπαθούσε να θέσει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα «νεόπλουτα θηλυκά» και τις «κυρίες» που προέρχονταν από την παλαιά αθηναϊκή αστική τάξη. Παρ’ όλα αυτά, σε μια δεύτερη ανάγνωση, τα λόγια του αντανακλούν μια διττή αίσθηση απώθησης και παράλληλα γοητείας που προκαλούσε η παρουσία τους, οι «χυδαίοι» αλλά και ταυτόχρονα ελκυστικοί τρόποι τους:

    «Είναι γυναίκες που αρέσκονται πολύ να προκαλούν. Έχουν λευκή και απαλή επιδερμίδα, είναι όλες με υποβλητικές καμπυλότητες […] και μάτια […] γεμάτα ηδονισμό […] Αρέσκονται […] σε μια πολυτέλεια νεοπλουτική, στα φαγητά με παχιές σάλτσες, […] στις πολύ δυνατές μυρωδιές και στις θορυβώδεις διασκεδάσεις, τις γεμάτες σπατάλη και χυδαία χαρά […] καπνίζουν με ηδονή και αγαπούν να είναι διαρκώς άνεργες και να φλυαρούν. Δεν έχουν πάνω τους καμία αρχοντιά […] Δεν είναι “κυρίες”. Είναι θηλυκά. Το κλίμα της Ανατολής τις έκανε μαλθακές, σαρκώδεις και φιλήδονες […] Πολλές, υπό το πρόσχημα της ζέστης, έχουν καταργήσει το μεσοφόρι, όταν δε περπατούν μέσα στον ήλιο οι γραμμές του σώματός των διαγράφονται καθαρά μέσα από τα φουστάνια. Με γυμνούς λαιμούς, με γυμνά μπράτσα […] προκαλούν την προσοχή που ανοίγει το στόμα και ξυπνούν αιφνίδιους πόθους […] Κάπου κάπου βλέπει κανείς μερικές νεαρές γυναίκες ντυμένες με διακριτική κομψότητα, με βλέμμα που κοιτάζει από ψηλά, με βάδισμα αργό και περήφανο […] είναι αυτές, οι Αθηναίες. Αλλά εκτοπισμένες.»[9]

    Τα λόγια του Ουράνη αντανακλούσαν το φόβο των γηγενών – και αυτός ήταν ένας διαταξικός φόβος από την εργατική έως την αστική τάξη – για τη μορφή που θα έπαιρνε η πρωτεύουσα μετά την άφιξη των προσφύγων, για το ποιος τρόπος ζωής, ποια ήθη, θα επικρατούσαν. Η απογοήτευση, ιδιαίτερα της αστικής τάξης των παλαιών κατοίκων της πόλης, καταγράφονταν με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στα περίφημα λόγια του εκδότη της Καθημερινής Γεωργίου Βλάχου: «Το σύμβολο της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβηλώνεται από την “προσφυγικήν αγέλην”. Η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη μόνο των “καθαρών” Ελλήνων, αλλά και πόλη των προσφύγων».[10]
    Ο κεντρικός ρόλος που είχαν οι γυναίκες στη δημόσια ζωή των προσφυγικών συνοικισμών, δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας διαδικασίας χειραφέτησής τους. Οι ανάγκες της επιβίωσης «αναβάθμισαν» το ρόλο της γυναίκας στις προσφυγικές συνοικίες. Ήταν αυτές οι ανάγκες που «ώθησαν» μαζικά τις γυναίκες προς την εργασία και την «έξοδο» στο δημόσιο χώρο. Ανεξάρτητα από το μεγάλο ποσοστό οικογενειών ορφανών από πατέρα, οι μητέρες και οι κόρες τους ανέλαβαν ένα μεγάλο κομμάτι για το βιοπορισμό κάθε προσφυγικής οικογένειας.
    Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρονται σε πίνακα της Κοινωνίας των Εθνών που συντάχθηκε τον Ιούνιο του 1926, για την αναλογία των κατοίκων σε σχέση με το φύλλο και την ηλικία στις τέσσερις μεγάλες προσφυγικές συνοικίες. Στις ηλικίες άνω των 16 ετών, καταγράφηκαν 2.392 άνδρες και 4.479 γυναίκες στο Βύρωνα, 2.367 άνδρες και 4.268 γυναίκες στην Καισαριανή, 4.030 άνδρες και 6.360 γυναίκες στη Νέα Ιωνία και 7.240 άνδρες και 11.068 άνδρες στην Κοκκινιά.[11] Έτσι στους τέσσερις παραπάνω μεγαλύτερους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας, είχαν εγκατασταθεί το 1926, συνολικά 16.029 άνδρες και 26.175 γυναίκες άνω των 16 ετών, γεγονός που πιστοποιεί τη μεγάλη ανισοκατανομή ανάμεσα στα δύο φύλλα και τον εκ των πραγμάτων σημαντικό ρόλο που καλούνταν να διαδραματίσουν οι γυναίκες στην προσπάθεια των προσφύγων να ανασυγκροτηθούν οικονομικά και κοινωνικά.
    Η μαζική γυναικεία εργασία, η έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων, αλλά και πιθανότατα τα χαμηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού που κατέγραφαν οι γυναίκες προσφυγικής καταγωγής σε σχέση με τις γηγενείς - σύμφωνα με τον Α. Αιγίδη, η απογραφή πληθυσμού του 1928 αποδείκνυε «ότι η γυναικεία παίδευσις είχε προοδεύσει μεταξύ του υποδούλου Ελληνισμού πολύ ενωρίτερον από τον ελεύθερον, διότι εκείνος είχεν εγκαταλείψει εγκαιρότερον τας οπισθοδρομικάς περί γυναικός αρχάς του παρελθόντος αιώνος και ίδρυσεν ενωρίτερον ανώτερα εκπαιδευτήρια της θηλείας νεότητος»[12] - παρουσίαζαν μια «απειλητική» εικόνα για την επικρατούσα ηθική τάξη.
    Οι επιπτώσεις του «προσφυγικού πολιτισμικού σοκ» στην αθηναϊκή και γενικότερα ελληνική κοινωνία δεν ήταν μονοσήμαντες. Η εισαγωγή πολλών νέων και διαφορετικών «τρόπων ζωής» δημιούργησε αντιδράσεις που πολλές φορές ξεπερνούσαν το δίπολο πρόσφυγες – γηγενείς. Πίσω από τις αντιδράσεις του αστικού κόσμου, μέσω των εφημερίδων και των περιοδικών της εποχής, μπορεί κανείς να διακρίνει τη διαμάχη ανάμεσα στον «ανώτερο» πολιτισμό της αστικής τάξης και τον «ευτελή» των λαϊκών στρωμάτων. Ανεξάρτητα λοιπόν από τη γηγενή ή προσφυγική καταγωγή της – π.χ. στο «μέτωπο» που δημιουργήθηκε ενάντια στον αμανέ συμμετείχαν και πρόσφυγες των μεσοαστικών ή και ανώτερων αστικών στρωμάτων που έβλεπαν σ’ αυτόν ένα θλιβερό απομεινάρι της οθωμανικής «σκλαβιάς» – η αστική τάξη της πόλης εκλάμβανε την έντονη κοινωνικότητα και την κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων ως απειλή απέναντι στην επικρατούσα ηθική τάξη.
    Η άφιξη των προσφύγων - δεδομένης της κοινωνικής «ισοπέδωσης» που υπέστησαν καθώς ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση που κατείχαν στις χριστιανικές κοινότητες των μικρασιατικών παραλίων αποτελούσαν πλέον ένα εξαθλιωμένο αδιαφοροποίητο σύνολο – λειτούργησε ευεργετικά για την ανάπτυξη του λαϊκού πολιτισμού στην Αθήνα. Η άνθηση που γνώρισε η λαϊκή κουλτούρα στο Μεσοπόλεμο, αντιμετωπίστηκε ως απειλή από τη γηγενή και προσφυγική αστική τάξη, οδηγώντας στις διώξεις και απαγορεύσεις των κύριων εκφράσεών της (ρεμπέτικα, χασικλίδικα, αμανέδες, καραγκιόζης) κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, υπό την υποστήριξη και τους επαίνους της αστικής τάξης.
    Η δυναμική εμφάνιση του λαϊκού πολιτισμού μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα – η οποία σε μεγάλο βαθμό είχε να κάνει με την άμεση και ευρεία «συνάντηση» της μικρασιάτικης και της ντόπιας λαϊκής κουλτούρας στο αστικό περιβάλλον της πόλης με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη λαϊκή μουσική της πόλης, το ρεμπέτικο – «έσπαγε» το δίπολο πρόσφυγες και γηγενείς, συγκροτώντας μια ταξική «συμμαχία» ανάμεσα σε γηγενείς και πρόσφυγες αστούς που αισθάνονταν ότι απειλείται η πρωτοκαθεδρία της «ανώτερης» κουλτούρας.      

    Εν Αθήναις....σκουπίδιαααααα!

    $
    0
    0



    Δεν περνούσε το απορριμματοφόρο κάθε ημέρα από την γειτονιά....
    Και τι σκουπίδια να πάρει...
    Τι είχαν για πέταμα;
    Αποφάγια ελάχιστα και μας μισούσαν ακόμα και οι σκύλοι και οι γάτες για την τσιγκουνιά μας.
    Χαρτιά υγείας χρησιμοποιημένα;
    Δηλαδή κομμάτια εφημερίδας που έβαζαν στο καρφί στην κοινόχρηστη τουαλέτα
    και ευχαριστιόσουνα το επόμενο κομμάτι όταν είχε την φωτογραφία κάποιου
    πολιτικού.
    Πού τέτοια μπερκέτια σήμερα!!!!
    Τα χρησιμοποιημένα  δεν τα πετούσαν στον τενεκέ σκουπιδιών για λόγους
    υγιεινής.
    Αυτός δεν είχε ούτε καπάκι...ένας απλός γκαζοτενεκές ήταν δώρο του μπακάλη
    από Φυτίνη...τυρί φέτα...
    Στην αυλή υπήρχε δίπλα στο πλυσταριό ένα παλιό βαρέλι με τρύπες στα πλάγια.
    Εκεί έριχναν τα της τουαλέτας και τα έκαιγαν.
    Ένας οδηγός απορριμματοφόρου τότε ήταν γείτονας...
    Τα παιδιά όταν τον έβλεπαν έτρεχαν  κοντά  του γιατί πάντα κάποιο παιχνίδι
    που είχε βρεί σε κάποιον σκουπιδοντενεκέ καλής συνοικίας θα είχε να τους δώσει.
    Ακόμα και ρούχα...
    Έτσι πορευόντουσαν εκείνα τα χρόνια...
    Οι σκουπιδοντενεκέδες εκείνης της συνοικίας με τα ευρήματα  είχαν την αίγλη τους...
    Ειδικοί μεταλλικοί με καπάκι...
    Τους έβγαζαν στο πεζοδρόμιο οι υπηρέτριες και  άκουγαν και το πειραγματάκι τους από τον εργάτη του Δήμου.
    Αρκετές φορές μεταξύ των σκουπιδιών υπήρχαν και χαρτονομίσματα κατοχικά
    που φυσικά  εκεί ήταν η θέση τους.
    Στο πίσω μέρος του φορτηγού ένα μεγάλο χαρτοκούτι πάντα για να βάζουν
    μέσα οι εργάτες διάφορα αντικείμενα που θα εύρισκαν.
    Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποια από αυτά είχαν κάποια αξία
    και  βρέθηκαν στα σκουπίδια από λάθος.
    Έξω από την πόρτα του οδηγού του σκουπιδιάρικου υπήρχε μεταλλικό καμπανάκι που το χτυπούσε όταν περνούσε από τον δρόμο ενώ ο εργάτης πάνω στην καρότσα φώναζε..."...σκουπίδιααααα...."

    πίσω στα παλιά

    Ο Αλέξης καλπάζοντας για Πρωθυπουργός...συμπληρώνει το βιογραφικό του

    Η Παλιά Αθήνα

    $
    0
    0





    (σ.σ. Βρισκόμαστε στο 1937. Προκαλεί ίσως μειδίαμα στον σημερινό αναγνώστη, το να διαβάζει προτάσεις όπως: "Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι". Καλά να το λέμε εμείς, αλλά να το λέγανε και τότε;! Κι όμως, ο λαμπρός δημοσιογράφος Δ.Ευαγγελίδης έχει δίκιο. Κάτι είχε αλλάξει και τότε. Σίγουρα τα πράγματα δεν ήταν πια όπως παλιότερα.

    Οι περισσότερες ταβέρνες είχαν μεταλλαχτεί σε κοσμικές ταβέρνες. Το μενού είχε αλλάξει, "πλουτισμένο"με φαγητά και ποικιλίες γαλλικής επιρροής ή ακριβέστερα, γαλλικής επιγραφής. Έτσι, το ψητό Κρήτης είχε γίνει "ανιώ α λα παλληκάρ". Η μουσική δεν ήταν πια η ίδια. Η βιομηχανία δίσκων είχε φροντίσει για την πλήρη τυποποίησή της. Πού είχαν πάει οι κανταδόροι και οι αυθόρμητες παρέες; Αυτές είχαν γίνει πλέον "ατραξιόν". Μια φορά το χρόνο, στις Αποκριές, μπορούσες σίγουρα να βιώσεις τα παλιά χρόνια.

    Το χρήμα έρεε άφθονο. Οι ταβερνιάρηδες είχαν γίνει πλέον επιχειρηματίες. Αλλά η πραγματική, αυθεντική ατμόσφαιρα είχε πετάξει οριστικά... "Καλύτερα να μη τα θυμάσαι, παρά να κάνεις παρωδίες"... τραγουδούσαν οι πραγματικοί, παλιοί Αθηναίοι, οι λεγόμενοι γκάγκαροι, παραπονεμένα...)

    "Η πλακιώτικη ιστορική ταβέρνα εμφανίζεται "μεταμφιεσμένη". Ετούτες τις μέρες ξαναφορεί το παλιό κουστούμι της και προσπαθεί να δειχθή πάλι "σαν τότε". Απλή, πρωτόγονη, απέριττη, σμυρτοστόλιστη και σκινομυρωμένη, με τους ανορθόγραφους στίχους χαραγμένους απ'το τεμπεσίρι στα βαρέλια (σ.σ. κιμωλία με την οποία οι ταβερνιάρηδες έγραφαν τα βερεσέδια) και τις κιτρινισμένες λιθογραφίες του Νταβέλη και της Γενοβέφας, καρφωμένες στο μαυροκαπνισμένο τοίχο. Φιλοδοξεί να θυμίση το νοσταλγημένο, παληό εαυτό της, να ξαναγίνη σοβαρός παράγων της τραγουδισμένης αθηναϊκής γωνιάς, να ξαναπάρη τη θέσι της "στης Πλάκας τις ανηφοριές"και να ξαναμυρίση τη στιφή μυρωδιά του ρετσινιού.

    Αγωνίζεται να γίνη πάλι "Καπηλειό", "Κρασοπουλειό". Γι'αυτό η πλακιώτικη ιστορική ταβέρνα παρουσιάζεται "μετημφιεσμένη"και παρατάει αυτές τις μέρες τη συγχρονισμένη της εμφάνιση για να ξαναφορέση το παληό της κουστούμι, σα ντόμινο πια.

    Δέστε την απόψε. Ζήστε την οργανωμένη, την επιμελημένη της γραφικότητα. Είνε γεμάτη. Πνίγεται. Στον αέρα της κυκλοφορούν οι καπνοί των τσιγάρων που ανακατεύονται με την κνίσσα της ψημένης μπεκάτσας και με το ντόπιο άρωμα της σύγχρονης ταβερνοπούλας, που θυμίζει γκαρσόνα μαρσεγιέζικου μπαρ.

    Η πελατεία μπορεί να κατηγορηθή για κέφι "εκ προμελέτης", κοσμικότης άψογη, ανακατεμένη με λαϊκό σικισμό. "Πτι γκρι"και φουστανάκια. Γνήσια μπριγιάν. Σνομπαρία. Σε μια γωνία κάποια γκαγκαραίικη παρέα. Οι μισοί έχουν πια ισόβιο χειμώνα στα μαλλιά. Οι άλλοι ζούνε την πρώτη άνοιξη της ζωής. Μια κιθαρούλα στα γόνατα ενός ακομπανιάρει διακριτικά:

    "Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι
    των ερώτων φαιδρά εποχή..."

    Καντάδα με σουρντίνα. Μια ατίθαση κορώνα ξεπετιέται άξαφνα ορμητική και απειθάρχητη στον αέρα. Και το γκαρσόνι τρέχει με νεύρα προϊσταμένης αρχής:

    -Μα δεν είπαμε σιγά;

    Την ίδια στιγμή, ο ντιζέρ αναλαμβάνει να διακόψη το "μνημόσυνο".

    "Σκότωσέ με
    στη ζωή χωρίς εσένα τι να κάνω
    σκότωσέ με
    προτιμότερο για μένα να πεθάνω"

    -Ώπλες! Ώπλες! Ενθουσιάζεται περιέργως με τον απειλούμενο φόνο ένα νεαρό δεσποινίδιον που καπνίζει πεπειραμένον.

    Ώπλες! Ώπλες! επαναλαμβάνει το κόρο της παρέας.

    -"Με κατέστρεψες"παραπονείται τώρα μελωδικώς ο ντιζέρ.

    -Μούφαγες τα λεφτά μου! συνεχίζει ένας απ'την παρέα της νεολαίας και βουτάει το μαχαίρι απ'την πιατέλλα με τ'αρνάκι για να χορέψη ζεϊμπέκικο. Η ορχήστρα χαβάγια, σαντούρι και ακκορντεόν, παληά και νέα χρόνια ανακατωμένα, μαζί Ευρώπη και Μεταξουργείο, τον συνοδεύει πρόθυμα.

    -Πολύ εντερεσσάν στη μπαναλιτέ του! κριτικάρει ένα "πτι-γκρι".

    Επί τέλους παύει ο ντιζέρ και η γκαγκαραίικη παρέα αποτολμά νέο ψιθύρισμα καντάδας:

    "Στον τόπο που σε πρωτοείδα
    θε να φυτέψω μουσμουλιά..."

    -Μνήσθητί μου Κύριε... Που πάνε και τα βρίσκουνε, αγανακτεί ο δανδίσκος.

    Μ'όλο του το δίκηο ο Χριστιανός. Δεν του λέει τίποτε το τραγούδι. Που να τη φυτέψη τη μουσμουλιά; Στο χοροδιδασκαλείο;

    Η παρέα αντιλαμβάνεται τη δυσφορία και αλλάζει από λεπτότητα το τραγούδι:

    "Ξύπνα, ξύπνα, διότι χαράζει,
    δεν ακούς τα πουλάκια που λαλούνε..."

    -Πίσω μου σ'έχω Σατανά, μασάει μέσ'στα δόντια του ο νεαρός.

    Κι 'έχει και πάλι δίκηο. Όταν χαράζει, η "Εκείνη"του γυρίζει στο σπίτι σκνίπα στο μεθύσι και "δεν ακούει τα πουλάκια που λαλούνε". Πως να τ'ακούση; Στ'αυτιά της έχει τυμπανοκρουσίες απ'το ουίσκυ. Ευτυχώς η επέμβασις του "ντιζέρ"γίνεται έγκαιρος:

    "Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με
    κι'αν έφτιαξα εγώ
    τ'ομολογώ
    μην κλαις αναίτια
    ήταν μια τρέλλα μου
    μια περιπέτεια
    συγγνώμη σου ζητώ..."

    Και έρχεται η σειρά του γερογκάγκαρη ν'αγανακτήση:

    -Τι λέει; ρωτάει.

    -Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρησέ με...

    -Μέγας είσαι, Κύριε.

    -Γιατί;

    -Αυτά δεν είν'αντρίκια πράμματα παιδί μου!

    ***

    Σιγά-σιγά αδειάζουν τα τραπέζια. Ο "ντιζέρ"χασμουριέται άκεφος και φοράει το παλτό του. Και μένει τελευταία η γκαγκαραίικη παρέα ν'αυτοσχεδιάζη:

    "Φτωχά σοκάκια γραφικά
    λουλουδιασμένα
    είσαστε μελαγχολικά
    λες και θυμόσαστε γλυκά
    τα περασμένα

    Μένει για σας ο ουρανός
    νύχτα και μέρα σκοτεινός
    μα κι'όταν ψιχαλίζη
    κι'είνε θλιμμένος και βαρύς
    θαρρείς
    πως ο Θεός δακρύζει.

    Καινούρια Αθήνα μου φτωχή
    εσύ ποτέ δεν τάδες
    γλέντια που κάναν ν'αντηχή
    όλ'η παληά μας η εποχή
    από καντάδες.

    Καινούρια Πλάκα μου πεζή,
    με το μοντέρνο μαγαζί
    και με τις χορωδίες
    μην τα θυμάσαι τα παληά
    σταλιά
    και κάνεις παρωδίες.

    Κάτω στης Πλάκας τα στενά
    τα σκοτεινά
    στη γλάστρα γέρνει το γεράνι μαραμένο
    κι'οι λεύκες ψιθυρίζουν σιγανά στα δειλινά
    κάποιο παληό τραγούδι ξεχασμένο"

    -Βίβα παιδιά!

    -Στην υγειά μας!..."

    (Δ.Κ.Ευαγγελίδης, Μάρτιος 1937, "Έθνος")
    http://yardcafe.blogspot.gr

    Τι έτρωγαν οι Αρχαίοι Αθηναίοι;

    $
    0
    0



    Μαρμάρινο τμήμα από το νότιο τμήμα της ζωφόρου του Παρθενώνα που απεικονίζει νέους να οδηγούν βόδια στη θυσία (438-432 π.Χ.).
     Βρετανικό Μουσείο © The Trustees of the British Museum  

     Η πρώτη μου εκδρομή στην αθηναϊκή Αγορά ήταν μέσα στη ζέστη, κατακαλόκαιρο του 2007. Όταν μπήκα στην Αγορά, αντίκρισα ένα πλήθος. Άνθρωποι όλων των εθνών, που αψηφούσαν τον σκονισμένο αέρα: συνταξιούχοι, φίλοι και γκρουπ μαθητών. Για κάθε ηλιοκαμένο άτομο που χασμουριέται από πλήξη όταν βρίσκεται σε έναν αρχαιολογικό χώρο υπάρχει κάποιος άλλος που χάνεται στις σκέψεις του, καθώς φαντάζεται μια φιλοσοφική ή δημοκρατική συζήτηση του παρελθόντος ανάμεσα στις κολόνες των μνημείων ή βλέπει τις αρχαίες κρήνες να ξεχειλίζουν από νερό. Κι ενώ οι εμπειρίες των επισκεπτών από τα αρχαία ερείπια έχουν προσωπικό και άρα μοναδικό χαρακτήρα, όλες αυτές οι ομάδες θα συμφωνούσαν σε ένα πράγμα αργότερα εκείνη τη νύχτα: το ελληνικό φαγητό είναι καλό, ίσως θα 'πρεπε να πάρουμε κι άλλους κολοκυθοκεφτέδες, παϊδάκια ή γιαούρτι με μέλι... Όταν τα μνημεία ήταν ακόμα στη θέση τους, πρέπει να μαζευόταν πλήθος στην Αγορά. Το πλήθος αυτό θα απαρτιζόταν πρωτίστως από Αθηναίους πολίτες που γεύονταν την τσίκνα των ζώων που θυσιάζονταν για τα Παναθήναια. Τα Παναθήναια γίνονταν τον πρώτο μήνα του αθηναϊκού έτους, τον Εκατομβαιώνα, έναν μήνα που πήρε το όνομά του από τη θυσία εκατό ζώων. Οι Αθηναίοι περιέφεραν βοοειδή και άλλα ζώα μέσα από την Αγορά και ως την Ακρόπολη, όπως φαίνεται και στη ζωφόρο του Παρθενώνα, προκειμένου να καθαγιαστεί το μεγάλο φαγοπότι. Το κρέας θα μοιραζόταν αργότερα στην Αγορά ή κάπου εκεί κοντά. Τα πέτρινα ημερολόγια των θυσιών και αρχαία κείμενα αποκαλύπτουν συχνές θυσίες ζώων: ένας Αθηναίος πολίτης του 350 π.Χ. μπορεί να παρευρισκόταν σε σαράντα περίπου φαγοπότια μετά θυσιών ετησίως. Κάθε χρόνο η πόλη παρείχε 800 βοοειδή και 500 κατσίκες περίπου και οι δήμοι 200 βοοειδή και 2.500 πρόβατα και κατσίκες (Rosivach 1994). Το τελετουργικό της θυσίας έχει γίνει, ευτυχώς, ευρέως γνωστό από την αρχαία τέχνη, κείμενα και καμένα οστά (Reese 1989). Οι Αθηναίοι αφαιρούσαν τη σάρκα από τα μηριαία οστά των ζώων, τα άλειφαν με λίπος και τα έκαιγαν επάνω στον βωμό. Οι φλόγες, ενισχυμένες από το λίπος, έφταναν ως τον ουρανό και η τσίκνα του ψησίματος κατέβαινε στους κατοίκους της πόλης. Όμως, μερικές εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα, πριν ανεγερθούν τα μνημεία της Αγοράς, τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ένα πολύ διαφορετικό σκηνικό: οικογένειες που ζούσαν σε σπίτια. Χωρίς το αποχετευτικό σύστημα, η περιοχή πρέπει να γινόταν ελώδης κατά τη διάρκεια ενός βροχερού χειμώνα. Χωρίς τις κρήνες, το νερό προερχόταν από τα πηγάδια που συχνά έφταναν σε βάθος μεγαλύτερο των είκοσι μέτρων. Χωρίς φαρδείς δρόμους, τα αγαθά δεν μπορούσαν να μεταφέρονται τόσο εύκολα. Ωστόσο, τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. η ανάπτυξη της αστικής υποδομής άλλαξε εντελώς την ίδια τη διάρθρωση της καθημερινότητας των κατοίκων.   Η πιο πρόσφατη επίσκεψή μου στην Αθήνα διήρκεσε τρία χρόνια. Η τρέχουσα αρχαιολογική έρευνά μου έχει στόχο να γεμίσει τα άδεια ερείπια που φέρνουν στο φως οι ανασκαφές με αρχαίους ανθρώπους. Επέλεξα το φαγητό ως το θέμα της έρευνας επειδή είναι πρωταρχικής σημασίας για την υγεία μας, κατέχει κεντρικό ρόλο στην κοινωνική μας ζωή και αποτελεί καθημερινή εμπειρία. Οι περισσότεροι χώροι και τα εκθέματα που έχουν ανασκαφεί έχουν κάποια σχέση με το φαγητό. Η διαδικασία του φαγητού λαμβάνει χώρα παντού, είτε το περιβάλλον είναι θρησκευτικό, ιδιωτικό, πολιτικό, νεκρώσιμο ή διασκεδαστικό. Οι δύο πιο συνηθισμένοι τύποι αρχαιολογικών ευρημάτων είναι αποθηκευτικά σκεύη για το φαγητό (ή ποτό) και κατάλοιπα φαγητού. Πώς, λοιπόν, μπορεί η ανάπτυξη ενός αστικού περιβάλλοντος να επηρεάσει την καθημερινή ζωή των κατοίκων του;  







     Οστά από σφαγμένα ζώα στην Αρχαία Αγορά. Φωτογραφία: Jonida Martini 1.Χοιρινοί γνάθοι 
    2.Kομμάτια σπονδυλικής στήλης και πλευρών ζώου. 
    3.Κομμάτια από ισχύο βοοειδούς.
    4.Ώμος σφαγμένου ελαφιού.
    5.Οστό σφαγμένου γαϊδουριού. 
    6.Οστά ποδιών προβάτου και κατσίκας, με εμφανές το σημείο όπου κόπηκε το γόνατο. 
    7.Οστά σφαγμένου βοοειδούς. 
    8.Οστό σκύλου με σημάδι από μαχαίρι. 

    Πριν από την ανάπτυξη του κέντρου της αρχαίας Αθήνας, τα σπίτια της περιοχής ήταν μεγαλύτερα και είχαν αποθηκευτικούς χώρους με πολύ μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία φαγητών και υγρών που αποδείκνυαν το κοινό χαρακτηριστικό της μακροχρόνιας αποθήκευσης: τρόφιμα για ένα ή δύο χρόνια. Η γενιά που ακολούθησε την ανάπτυξη της αστικής Αγοράς είχε μικρότερα σπίτια κι εργαστήρια, κι έτσι τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία εξαφανίστηκαν από την περιοχή (Rotroff 2006). Η ανάπτυξη των κρηνών και της Αγοράς σήμαινε ότι οι άνθρωποι δεν είχαν ανάγκη πια να αποθηκεύουν μεγάλες ποσότητες φαγητού ή ποτού. Τα κεραμικά αγγεία που προορίζονταν για μαγειρική και σερβίρισμα αρχίζουν να ποικίλλουν σε σχήμα και χρησιμοποιούνται ποσότητες που δείχνουν ότι υπάρχουν νέες συνταγές. Η εισροή πλούτου, τεχνολογίας, τροφίμων και ανθρώπων από όλη τη Μεσόγειο δημιουργεί μια αστική κουζίνα με μεγαλύτερη ποικιλία. Μια συνηθισμένη επίσκεψη στη σύγχρονη Αγορά δεν δίνει τις σωστές διαστάσεις του μεγάλου ανοιχτού χώρου που υπήρχε στη μέση της Αγοράς της Κλασικής Περιόδου (περ. 500-300 π.Χ.) – κι επεκτάθηκε τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ο τριγωνικός ανοιχτός χώρος συχνά πρέπει να μετατρεπόταν σε λαϊκή, με πωλητές να φωνάζουν τις προσφορές τους σε φρέσκα προϊόντα: σταφύλια, σύκα, μήλα, γογγύλια, φιστίκια, ρεβίθια, μέλι και εποχικές πρασινάδες. Επίσης, έβρισκε κανείς διαθέσιμα συντηρημένα προϊόντα, όπως ελιές, λουκάνικα, παστά κρέατα και αποξηραμένα φρούτα και βότανα. Κωμικοί συγγραφείς όπως ο Αριστοφάνης και ο Μένανδρος ονομάζουν κάθε τμήμα της Αγοράς από το είδος του προϊόντος που πουλούσε. Τα κυρίως φρέσκα και ντόπια υλικά και οι συνταγές ενός σύγχρονου ελληνικού χωριού διαφέρουν σημαντικά από την αστική ποικιλία της κουζίνας και των υλικών που είναι άμεσα διαθέσιμα στη σύγχρονη Αθήνα. Η αρχαία Αθήνα αποτελούσε επίσης ένα ποικιλόμορφο, κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Με την ανάπτυξη του αρχαίου λιμανιού του Πειραιά και της Αγοράς στην πόλη μπορούσε κανείς να βρει αγαθά από όλη τη Μεσόγειο: ιταλικά κρασιά, χέλια από τη λίμνη Κωπαΐδα, παστά ψάρια από τη Βόρεια Αφρική και ψωμί με αλεύρι Λήμνου. Το αθηναϊκό κράτος εγγυόταν τον ανεφοδιασμό της πόλης με φαγητό μέσω της φορολογίας των σπόρων, εμπορικών κινήτρων και της δημόσιας απόδοσης τιμών σε πλούσιους πάτρωνες. Σε αυτούς που προμήθευαν αγαθά στην πόλη προσφερόταν δείπνο στο Πρυτανείο, το δημόσιο κέντρο της πόλης. Τα αρχαία απομεινάρια ζώων, το κεντρικό θέμα της έρευνάς μου, παρέχουν πιο άμεσες ενδείξεις όσον αφορά τα αστικά υλικά και την ετοιμασία του φαγητού. Αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν τη διαθεσιμότητα μεγάλου αριθμού βρώσιμων ζώων: βοοειδή, γουρούνια, πρόβατα και κατσίκες φυσικά, αλλά και ελάφια, λαγοί, τόνος και σφαγιασμένα σκυλιά (MacKinnon 2014). Τα σημάδια σφαγιασμού αποκαλύπτουν ότι καταναλώνονταν όλα τα κομμάτια του ζώου: κεφάλι, κορμός, πόδια, ακόμα και ο μυελός. Με την ανάπτυξη της αρχαίας πόλης, η χρήση μεγάλου μπαλτά για το τεμάχισμα των οστών γίνεται κοινή πρακτική. Τα σημάδια του μπαλτά στα οστά δείχνουν καθαρά ότι τα περισσότερα ζώα ήταν κρεμασμένα κατά τη διάρκεια του σφαγιασμού τους. Η προετοιμασία για μεγάλης κλίμακας θυσίες πρέπει να έμοιαζε με τη Βαρβάκειο Αγορά. Ουσιαστικά, η συνέπεια στην τακτική σφαγιασμού στην αρχαία Αθήνα δείχνει ότι η ανάπτυξη επαγγελματικών στυλ σφαγιασμού συνέπεσε με την αστική χρήση του μπαλτά. Για παράδειγμα, ο πιο διαδεδομένος τρόπος αφαίρεσης της επιγονατίδας ήταν με το κρέμασμα του ποδιού ανάποδα και τον τεμαχισμό του κατά μήκος του γονάτου. Αρχαία ίχνη κοπής δείχνουν επίσης πώς το κρέας κοβόταν σε μερίδες για να ετοιμαστεί. Μεγαλύτερα τμήματα, όπως ο γοφός, ο ώμος και τα πόδια, συνήθως κόβονταν με συγκεκριμένες τομές, που σε μεγάλο ποσοστό ακολουθούσαν την ανατομία του ζώου. Περιέργως, τα μάγουλα του γουρουνιού κόβονταν σε πολύ μικρές μερίδες, και μάλιστα φέρουν πολλά σημάδια από μαχαίρι. Τα διατηρούσαν σε άλμη, μέλι ή καπνιστά; Όπως και να 'χει, οι μικρές μερίδες τους δείχνουν ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι εκτιμούσαν τη γεύση μιας καλής συνταγής με χοιρινά μάγουλα.   Σφάγια στην κρεαταγορά της Αθήνας σήμερα. Φωτογραφία: Jonida Martini Τελειώνω την έρευνά μου τώρα και όταν επιστρέψω στην Αμερική τον Σεπτέμβριο ξέρω ότι δεν θα μπορώ να βρω καλά παϊδάκια. Η σύγχρονη αμερικανική μέθοδος σφαγιασμού γίνεται σε βιομηχανική κλίμακα με μεγάλα πριόνια, δημιουργώντας μακράν κατώτερα αρνίσια παϊδάκια σε σχέση με αυτά που μπορείς να βρεις σε έναν σημερινό Αθηναίο χασάπη που χρησιμοποιεί μπαλτά. Η αλλαγή εργαλείων με τη χρήση μπαλτά για τον σφαγιασμό στην αρχαία αστική Αθήνα αντιπροσώπευε επίσης μια τεράστια αλλαγή ως προς το τι έτρωγαν οι Αθηναίοι στην πόλη τους. Κατά κάποιον τρόπον το φαγητό στην αρχαία Αθήνα πρέπει να ήταν παρόμοιο με της σύγχρονης πόλης. Μπορεί η αθηναϊκή Αγορά να έμοιαζε με τη Βαρβάκειο, οι ήχοι της να ακούγονταν σαν της λαϊκής, η μυρωδιά της να ήταν σαν της Τσικνοπέμπτης, αλλά η γεύση της μάλλον ήταν κάπως διαφορετική από αυτή των σύγχρονων ελληνικών εδεσμάτων. Εξάλλου, δεν υπήρχε δυνατότητα ψύξης, κι έτσι τα γαλακτοκομικά θα ήταν δυσεύρετα και τα λαχανικά και τα φρούτα θα διετίθεντο μόνο εποχικά. Δεν υπήρχαν ντομάτες, πατάτες, πορτοκάλια ή ζάχαρη. 
    Δεν μπορούσες να πιεις καφέ ή ούζο. Το κριθάρι πρέπει να ήταν πιο συνηθισμένο από το αλεύρι. Το κρέας δεν τρωγόταν τόσο συχνά όσο σήμερα, με το κοτόπουλο να είναι εξαιρετικά σπάνιο και τον σκύλο να τρώγεται περιστασιακά. Οι περισσότερες συνταγές περιλάμβαναν βράσιμο. Παρ'όλα αυτά, τα στοιχεία για την αρχαία αθηναϊκή μαγειρική αποκαλύπτουν πως η καθημερινότητα των ανθρώπων επηρεαζόταν από την αστικοποίηση της πόλης. 
    Το πιο σημαντικό: είμαι σίγουρος ότι η μαγειρική της αρχαίας Αθήνας ήταν νόστιμη.  
     Πηγή: www.lifo.gr

    Όταν η αριστερά ήταν και πάλι αξιωματική αντιπολίτευση....12/5/1958


    Πετρέλαιο στο Μοσχάτο!

    $
    0
    0






    Γιατί "ξεχάστηκε"μιά φοβερή ανακάλυψη του 1933; 
    Ένα σκάνδαλο που ζητάει σήμερα τη δικαίωσή του. ΣΧΟΛΙΑ (2) 268 Με μεγάλη έκπληξη διαβάσαμε στην πρώτη σελίδα της έγκριτης εφημερίδας «ΕΘΝΟΣ» τους εξής πηχυαίους τίτλους: ΑΝΕΚΑΛΥΦΘΗ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΠΗΓΗ ΕΙΣ ΜΟΣΧΑΤΟΝ ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΤΗΝ ΘΕΩΡΟΥΝ ΠΟΛΥ ΑΞΙΟΛΟΓΟΝ ΣΥΝΕΣΤΗΘΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Το ρεπορτάζ συνέχιζε:  «Παρά το Μοσχάτον, αριστερά της οδού Πειραιώς και όπισθεν ακριβώς του Παγοποιείου «Όλυμπος» ανεκαλύφθη πετρελαιοπηγή πολύ αξιόλογος, ως βεβαιοί τουλάχιστον ο χημικός κ. Ζαμάνος….» 





    Οι πρώτες αναλύσεις του Γενικού Χημείου, όπως ανέφερε ακολούθως το ρεπορτάζ, βεβαίωναν την αρίστη ποιότητα του πετρελαίου, οι δε πρώτες ενδείξεις  μιλούσαν για τεράστια αποθέματα. Οι σχετικές φωτογραφίες των εργατών πού άδειαζαν με κουβάδες τον αναβλύζοντα μαύρο χρυσό ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικές. (Βλέπε «ΕΘΝΟΣ, 1-4-1933) Και ρωτάμε και μεις με τη σειρά μας σήμερα, γιατί δεν εδόθη συνέχεια;





    Ποιες σκοτεινές δυνάμεις θέλουν την χώρα μας μικρή και αδύναμη. Ας ενημερωθούν άμεσα οι υποψήφιοι τοπικοί άρχοντες της περιοχής διότι καμιά φορά δεν ξέρεις τι Ελδοράδο κρύβεται κάτω από τα πόδια σου. Εξυπακούεται ότι όλα τα στοιχεία, πού με πολύ κόπο συγκεντρώσαμε, βρίσκονται στη διάθεση κάθε αρμόδιου… Τελειώνοντας κάνουμε έκκληση σε όλους τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής να μας γνωρίσουν τυχόν ενδείξεις πού έχουν υποπέσει στην αντίληψή τους. 
    Πηγή: www.lifo.gr

    Εν Αθήναις....θύμησες παλιές

    $
    0
    0



    φωτο


    Πλατεία Ομονοίας αρχές του ΄50 ....το περίφημο συντριβάνι μέσα στο οποίο

    έβλεπες στους Αθηναϊκούς καύσωνες θαρραλέους να πέφτουν μέσα για να δροσιστούν
    και μετά να τους μαζεύει η κλούβα της Αστυνομίας και να τους πηγαίνει στο
    Δ΄Αστυνομικό Τμήμα στην Σωκράτους.
    Στο ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ το σινεμά παίζει το μεγάλο γουέστερν της εποχής ΣΑΝΤΑ ΦΕ.





    Errol Flynn....Olivia de Havilland και Ronald Reagan ο μετέπειτα Πρόεδρος των ΗΠΑ....
    Ουρές στο ταμείο....







    Η ΕΒΓΑ τα μακαρόνια ΗΛΙΟΣ στις ταράτσες των κτιρίων που άναβαν το βράδυ....






    Η TWA επίσης διαφήμιση....μεγάλη και τρανή αεροπορική εταιρεία τότε με πολλούς
    πελάτες.
    Μετά τον εμφύλιο ερχόντουσαν Ελληνοαμερικάνοι να δούν ότι απέμεινε από τα σπίτια τους...όσους δικούς τους επέζησαν από τους δύο πολέμους.
    Πώς τους έβλεπαν στην γειτονιά;
    Όποιον ξένο έβλεπαν να φοράει πουκάμισα με μούτζες όπως έλεγαν τα πολύχρωμα
    Αμερικάνικα ρούχα περιπεχτικά...καδένες...δαχτυλίδια έτρεχαν επάνω του...
    Η χαρά του ΕΒΓΑΤΖΗ....μπροστά αυτός πίσω η μαρίδα....
    "...κέρασέ τους ότι θέλουν..."
    Την πάστα στο ένα χέρι...το παγωτό στο άλλο...





    Άλλη διαφήμιση στην ΟΜΟΝΟΙΑ....GRUNDIG....
    Είχε τον ρόλο της η Γερμανική αυτή η εταιρεία μεταπολεμικά....
    Με πρώτο το ραδιόφωνο την μοναδική ψυχαγωγία του φτωχού ....το τρανζίστορ.....
    και για τους έχοντες τα πικάπ-έπιπλα-μπαράκια και φυσικά αργότερα τις πρώτες
    ασπρόμαυρες τηλεοράσεις που άργησαν πολύ να μπούν στις αυλές.


    πίσω στα παλιά


    Οι παλιοί θυμούνται....

    $
    0
    0
    φωτο

    Μετά από την μοτοσυκλέτα και πρίν φτάσει στο αυτοκίνητο λόγω κόστους υπήρχε και αυτή  η οικονομική λύση .
    Η κυρία λόγω ζέστης και μικρού χώρου....βρήκε την λύση.

    Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα

    $
    0
    0


    • Άποψη της πόλης των Αθηνών, από την Ακρόπολη προς το Λυκαβηττό, περί το 1860. (Photo: eie.gr)
      Άποψη της πόλης των Αθηνών, από την Ακρόπολη προς το Λυκαβηττό, περί το 1860. (Photo: eie.gr)




    «Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ, Βουδαπέστη, Βιέννη / μπρος στην Αθήνα, καμιά μα καμιά σας δεν βγαίνει», κομπορρημονούσε το τραγούδι των Λεό Ραπίτη (μουσική), Μίμη Τραϊφόρου (στίχοι) που πρωτακούστηκε από τη Σοφία Βέμπο το 1946. Η τσιμεντοποίησή της δεν είχε ξεκινήσει ακόμη.
    Οι κάτοικοι της τουρκοκρατούμενης Αθήνας επαναστάτησαν κατά των Οθωμανών στις 21 Απριλίου 1821 αλλά μπόρεσαν να κυριεύσουν την Ακρόπολη στις 10 Ιουνίου 1822. Η τότε κωμόπολη αριθμούσε 8.645 κατοίκους. Στα 1827, οι Τούρκοι την ξαναπήραν. Παρέδωσαν την Ακρόπολη και εγκατέλειψαν την περιοχή στις 31 Μαρτίου 1833. Σχεδόν 18 μήνες αργότερα, στις 18 Σεπτεμβρίου 1834, πριν από ακριβώς 180 χρόνια, η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της Ελλάδας. Στις 10 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, ο βασιλιάς Όθων και οι αρχές εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν με κάθε επισημότητα. Η αύξηση του πληθυσμού ήταν ραγδαία και οι κάτοικοι ήσαν κιόλας 12.000!
    Υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις να δημιουργηθεί μια πανέμορφη μεγαλούπολη με βάση το πολεοδομικό σχέδιο που είχαν φτιάξει από το 1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Έντουαρντ Σάουμπερτ. Το έργο εγκρίθηκε με διάταγμα στις 29 Ιουνίου 1833 αλλά τον επόμενο χρόνο κλήθηκε ο αρχιτέκτονας Κλέντσε να το βελτιώσει. Αυτός, όμως, μάλλον το κατέστρεψε: μίκρυνε το πλάτος των δρόμων και σχεδίασε μια γραφική κωμόπολη ανάμεσα στην Ακρόπολη και του Φιλοπάππου. Η οδός Πανεπιστημίου γλίτωσε με πλάτος 32 μέτρα.
    Το 1856, ο πληθυσμός είχε φτάσει τους 30.000 κατοίκους και το 1889 ξεπέρασε τους 107.000. Καινούριες συνοικίες σχηματίζονταν από τους νέους κατοίκους χωρίς σχέδια και χωρίς πρόγραμμα. Οι 125.000 από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, που κατέλυσαν σ’ αυτήν, έκαναν την κατάσταση να επιβαρυνθεί. Προστέθηκαν οι κάτοικοι των χωριών, που συνέρεαν κατά χιλιάδες, καθώς η ανάπτυξη της βιομηχανίας ζητούσε νέα χέρια, η συγκέντρωση όλων των υπηρεσιών στην πρωτεύουσα οδηγούσε την επαρχία σε μαρασμό και οι άνθρωποι αναζητούσαν καλύτερες συνθήκες ζωής: εκπαίδευση, ψυχαγωγία, ανέσεις κ.λπ. Ήταν το μεγάλο ρεύμα της αστυφιλίας, όπως το ονόμασαν. Ταυτόχρονα, ο οικοδομικός οργασμός της δεκαετίας του ’60, όταν η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή έδωσε την άδεια να κτισθούν πολυώροφες πολυκατοικίες ακόμα και στους πιο στενούς δρόμους, οδήγησε στη δημιουργία της τσιμεντούπολης, όπως κατάντησε τελικά η άλλοτε όμορφη πόλη.
    Ένα από τα πρώτα προβλήματα ήταν το ότι η νέα πρωτεύουσα δεν διέθετε δίκτυο ύδρευσης. Νερό έπαιρναν από τις βρύσες και τις πηγές, όπου υπήρχαν. Στα 1834, θυμήθηκαν το αρχαίο Αδριάνειο υδραγωγείο, που λειτουργούσε ως το 1730. Το επισκεύασαν και το ξαναχρησιμοποίησαν. Εκεί, συγκεντρώνονταν τα νερά της Πεντέλης και με έναν αγωγό που ξεπερνούσε τα 17,5 χμ. έφταναν στη Δεξαμενή, στο Λυκαβηττό. Το 1925, η εταιρεία Ούλεν ανέλαβε να λύσει οριστικά το πρόβλημα με το φράγμα της λίμνης του Μαραθώνα, που εγκαινιάστηκε το 1931. Το 1977 εγκαινιάστηκε το έργο της λίμνης Υλίκης και το 1981 το φράγμα του Μόρνου.
    Τον χειμώνα του 1989 - 90 ξηρασία έπληξε τη χώρα. Τα αποθέματα άρχισαν να μειώνονται και ο κίνδυνος να μείνει η πρωτεύουσα χωρίς νερό ήταν μεγάλος. Τα έργα για τη μεταφορά νερού από τις πηγές του Αναβάλου και η άφθονη βροχή των επόμενων χρόνων απομάκρυναν το φάσμα της λειψυδρίας.
    Στη νέα πρωτεύουσα όμως, ούτε δημόσιος φωτισμός υπήρχε. Όταν ο ήλιος βασίλευε, η πόλη βυθιζόταν στο σκοτάδι. Στα σπίτια, είχαν τα λυχνάρια. Το 1835, ο δήμος τοποθέτησε δεκαπέντε φανάρια με λάμπες λαδιού σε μερικά κεντρικά σημεία. Ως το 1850, είχαν φτάσει τα 200. Στη συνέχεια, τα αντικατέστησαν με φανάρια πετρελαίου κι από το 1862 με λάμπες φωταερίου. Οι λάμπες πετρελαίου καταργήθηκαν σταδιακά ως το 1873. Από το 1889, άρχισε ο ηλεκτροφωτισμός της πόλης αλλ’ ως το 1915 ήταν ελάχιστος. Το 1926, τον ηλεκτροφωτισμό ανέλαβε η ΗΕΑΠ (Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών Πειραιώς) που βελτίωσε τον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στο Νέο Φάληρο και δημιούργησε τον σταθμό στο Κερατσίνι. Αργότερα, ο σταθμός στο Νέο Φάληρο καταργήθηκε και η πόλη άρχισε να παίρνει ρεύμα από το Αλιβέρι της Εύβοιας. Το 1950, δημιουργήθηκε η ΔΕΗ (Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού) κι όλες οι εταιρείες παραγωγής ρεύματος (ανάμεσά τους και η ΗΕΑΠ) απορροφήθηκαν σ’ αυτήν.
    Ούτε δημόσιες μεταφορές υπήρχαν στη νέα πρωτεύουσα, όπου χρησιμοποιούσαν το γαϊδουράκι και την γκαμήλα. Το 1833, εμφανίστηκαν οι πρώτες ιδιωτικές άμαξες. Ανήκαν όλες σε Βαυαρούς. Μετά, κάποιοι Αθηναίοι επιχειρηματίες έφεραν από την Ιταλία μεγάλες μεταχειρισμένες άμαξες για τη μεταφορά επιβατών με εισιτήριο. Το 1860, καθιερώθηκε τακτική συγκοινωνία Αθήνας - Πειραιά με άμαξες. Τρία χρόνια πριν, το 1857, άρχισε να κατασκευάζεται η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή από τον Πειραιά ως το Θησείο. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1869, ενώ αργότερα (1895) η γραμμή επεκτάθηκε ως την Ομόνοια.
    Μια νέα σιδηροδρομική γραμμή άρχισε να λειτουργεί το 1883: Το «θηρίο» όπως το ονόμασαν οι Αθηναίοι. Κινιόταν στη γραμμή πλατεία Αττικής - Κηφισιά (καταργήθηκε το 1938). Το 1885, εγκαινιάστηκε και η σιδηροδρομική γραμμή Ηράκλειο - Λαύριο και, πέντε χρόνια αργότερα, στα 1890, ένα ατμοκίνητο τρενάκι με εφτά βαγόνια, ο «κολοσούρτης», όπως το βάφτισαν οι Αθηναίοι. Έκανε το δρομολόγιο Ακαδημία - Καλλιθέα - Παλιό Φάληρο.
    Το 1904, τα τρένα της γραμμής Πειραιάς - Ομόνοια έγιναν ηλεκτροκίνητα, ενώ το 1908 εμφανίστηκαν τα πρώτα τραμ. Όμως, η μεγάλη επανάσταση στις αθηναϊκές συγκοινωνίες έγινε το 1922. Τότε, έκαναν την εμφάνισή τους στους δρόμους τα πρώτα λεωφορεία: Μπορούσαν να μεταφέρουν δεκατρείς καθιστούς επιβάτες. Στα 1925, η αγγλική εταιρεία Πάουερ και οι μικρές ελληνικές ενώθηκαν και σχημάτισαν δύο μεγάλες: Την ΕΕΣ (Εταιρεία Ελληνικών Σιδηροδρόμων) που ανέλαβε την εκμετάλλευση των τρένων της Αθήνας και την ΗΕΜ (Ηλεκτρική Εταιρεία Μεταφορών), που ανέλαβε την εκμετάλλευση των τραμ. Στα 1930, η ΕΕΣ ένωσε την Ομόνοια με την πλατεία Αττικής με ενδιάμεσο σταθμό στην πλατεία Βικτορίας, δημιουργώντας τη γραμμή Πειραιάς - Ομόνοια - Κηφισιά που λειτουργεί ως σήμερα.
    Η ΗΕΜ έφερε τα μοντέρνα τότε πράσινα τραμ κι από το 1940 τα ακόμα πιο σύγχρονα κίτρινα. Αλλά, από το 1954, οι γραμμές των τραμ άρχισαν να ξηλώνονται. Ήρθαν τα πιο ευέλικτα τρόλεϊ. Το τραμ επαναλειτούργησε τον Ιούλιο του 2004.
    Το άπλωμα της σύγχρονης πόλης ξεκίνησε από τους πρόποδες της Ακρόπολης: Η Πλάκα είναι η πιο παλιά συνοικία και γι’ αυτό λέγεται και Παλιά Αθήνα. Χάρη και σε ορισμένους προστατευτικούς νόμους που θεσπίστηκαν ανάμεσα στο 1975 και το 1990, διατηρεί το παλιό της χρώμα. Από αυτήν προέκυψε η νέα πόλη. Δυτικά της Πλάκας αρχίζει το Μοναστηράκι, η παλιά εμπορική συνοικία με συνέχειά της του Ψυρρή. Η ρυμοτομία και τα σπίτια της, έμοιαζαν με της Πλάκας. Εκεί είχαν τα στέκια τους οι «κουτσαβάκηδες», οι μάγκες της παλιάς Αθήνας. Το Μεταξουργείο είναι μια ακόμη παλιά και μεγάλη συνοικία. Πήρε το όνομά της από το πρώτο εργοστάσιο επεξεργασίας του μεταξιού που κτίστηκε εκεί (1854). Σήμερα, είναι υποβαθμισμένη, όπως και οι γειτονικές Αχαρνών και Αττικής. Πλάι σ’ αυτές αναπτύχθηκαν τα Σεπόλια και η συνοικία του Αγ. Νικολάου Πευκακίων.
    Οι συνοικίες Μακρυγιάννη, Βεΐκου και Κουκάκι αρχικά αποτελούσαν κτήματα, τα οποία το κράτος είχε παραχωρήσει σε αγωνιστές του 1821. Ανατολικά τους, αναπτύχθηκαν οι συνοικίες Νέος Κόσμος και Κυνόσαργες. Νοτιοδυτικά της Ακρόπολης, δημιουργήθηκαν οι συνοικίες Κεραμεικός, Λαχαναγορά (παλιά και νέα) και Πετράλωνα. Κι ανάμεσα στην παλιά και νέα Λαχαναγορά, το Γκάζι. Και μετά τη νέα Λαχαναγορά, η συνοικία Ρουφ που είχε στρατώνες, αποθήκες και βοηθητικό σιδηροδρομικό σταθμό: Μπήκε στο «σχέδιο πόλεως» μόλις το 1932. Οι περισσότερες από αυτές τις συνοικίες είναι σήμερα υποβαθμισμένες, όπως και οι συνοικίες του Λόφου Σκουζέ και του Κολωνού. Πλάι στην Ιερά οδό, αναπτύχθηκε η συνοικία του Βοτανικού. Προέκτασή της είναι οι συνοικίες Ασυρμάτου, Βούθουλα και Αγ. Σάββα. Εγκαταλειμμένες επί δεκαετίες από την πολιτεία, συμπληρώνουν την εικόνα της υποβαθμισμένης Δυτικής Αθήνας.
    Η πρώτη συνοικία που ιδρύθηκε πέρα από τα όρια της παλιάς πόλης, ήταν η Νεάπολη, εξοχικό προάστιο αρχικά. Δίπλα της αναπτύχθηκαν τα Εξάρχεια, που απλώθηκαν ως τη συνοικία του Μουσείου. Αμέσως μετά, αναπτύχθηκε η συνοικία Αγγελοπούλου (προάστιο παλιότερα) και πλάι της οι συνοικίες Γκύζη και Αβέρωφ (από το όνομα των φυλακών). Πιο πέρα, γύρω από τη διασταύρωση των λεωφόρων Β. Σοφίας και Αλεξάνδρας αναπτύχθηκε η συνοικία των Αμπελοκήπων. Στην αρχή ήταν εξοχή με λίγες βίλες. Στη συνέχεια πυκνοκατοικήθηκε εξαιτίας και των νοσοκομείων που δημιουργήθηκαν εκεί. Γύρω από τους Αμπελόκηπους, ξεπρόβαλαν οι συνοικίες πλατείας Μαβίλη, Ερυθρού Σταυρού, Γηροκομείου και Ελληνορώσων.
    Γύρω στα 1900 δημιουργήθηκε η συνοικία Κολωνακίου, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Η προνομιακή της θέση (γειτονική στα τότε νέα ανάκτορα - τη σημερινή Βουλή - και με όμορφη θέα) ανέβασε τις τιμές των οικοπέδων με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε πολύ αριστοκρατική.
    Ως το 1910, η περιοχή από την πλατεία Αγάμων (σήμερα, Αμερικής, μετά την Αγγελοπούλου) ως το τέρμα Πατησίων, ήταν γεμάτη λαχανόκηπους. Οι Αθηναίοι πήγαιναν εκεί εκδρομή την Πρωτομαγιά για να μαζέψουν αγριολούλουδα. Όμως, στη δεκαετία 1910 - 1920, δημιουργήθηκαν ραγδαία οι αρχικά φτωχικές συνοικίες Αγάμων, Κολιάτσου, Αγ. Λουκά, Κλωναρίδου, Κυπριάδου, Αλυσίδας, Κάτω Πατησίων. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι συνοικίες αυτές γνώρισαν πολύ γοργή ανάπτυξη, ενώ η πυκνή δόμηση τις οδήγησε στην υποβάθμιση. Οι νησίδες πράσινου εξαφανίστηκαν, το τσιμέντο και η άσφαλτος κάλυψαν τα πάντα και οι κολλημένες η μια στην άλλη πολυκατοικίες έφεραν το έμφραγμα.
    Στα ανατολικά του καλλιμάρμαρου, δημιουργήθηκε στα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων το Παγκράτι. Η συνοικία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μετά το 1922. Σχεδόν προέκταση στο Παγκράτι, μετά το 1920, δημιουργήθηκε η συνοικία του Γουδή. Αναπτύχθηκε γρήγορα εξαιτίας των στρατιωτικών εγκαταστάσεων που προϋπήρχαν εκεί και, μετά το 1965, της πανεπιστημιούπολης.
    Στους νότιους πρόποδες των Τουρκοβουνίων, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, αναπτύχθηκε η συνοικία της Κυψέλης, που γρήγορα απλώθηκε νοτιοδυτικά για να δημιουργηθούν οι συνοικίες της Αγ. Ζώνης και (μετά το 1935) της αριστοκρατικής Φωκίωνος Νέγρη. Γειτονική στην πλατεία Αγάμων, έγινε στέκι καλλιτεχνών και διανοουμένων.
    Πιο νωρίς, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, πλάι στις συνοικίες Αγγελοπούλου και Φωκ. Νέγρη αναπτύχθηκε το Πολύγωνο: Μια απέραντη συνοικία με χαμόσπιτα προορισμένα να στεγάσουν τους ξεριζωμένους πρόσφυγες. Ανάλογη συνοικία δημιουργήθηκε απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, ενώ, πλάι στη λεωφόρο Συγγρού, στο ύψος του παλιού εργοστασίου Φιξ, χτίστηκαν άθλιες πολυκατοικίες για να στεγάσουν πρόσφυγες, δημιουργώντας τη συνοικία Δουργούτη. Και οι τρεις δεν υπάρχουν πια. Στην πρώτη δημιουργήθηκε η συνοικία Ευελπίδων, που σήμερα είναι από τις πιο ακριβές εξαιτίας των δικαστηρίων που μεταφέρθηκαν εκεί. Η δεύτερη έχει υπαχθεί στους Αμπελόκηπους και η τρίτη στο Νέο Κόσμο.

    Όταν άπλωναν σωβρακοφανέλες στην Ακρόπολη

    $
    0
    0



    Οι Άγγλοι αλεξιπτωτιστές είχαν καταλάβει την Ακρόπολη 
    στις 6 Δεκεμβρίου 1944 για να μην πέσει στα χέρια του ΕΛΑΣ....
    http://www.aplotaria.gr

    Πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Αθήνα: Η άφιξη και η αντίδραση των γηγενών

    $
    0
    0


    Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; Αφιέρωμα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη
     
    Πρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα:
    Πτυχές μιας δύσκολης συμβίωσης
    Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάζονταν θριαμβευτής στη Σμύρνη το Μάιο του 1919, κανένας δεν περίμενε την κατάληξη που θα είχε η Μεγάλη Ιδέα, με αποκορύφωμα όσα διαδραματίστηκαν στην ίδια πόλη τρία χρόνια αργότερα. Η κατάρρευση του μετώπου και η εκκένωση των μικρασιατικών παραλίων από τον ελληνικό στρατό, άφησε έκθετους τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς. Κατά την άτακτη υποχώρηση του στρατού και κυρίως μετά την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, περίπου 1.500.000 άτομα εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους και ήρθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Η κοινωνική γεωγραφία της χώρας άλλαξε άμεσα. Η Ελλάδα του 1930 ήταν μια «άλλη χώρα» σε σχέση με αυτή του 1920.
    Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο έντονης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου εκδηλώθηκε το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 από τμήματα του ελληνικού στρατού που είχαν διαφύγει στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Επικεφαλής του κινήματος τέθηκαν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς και ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, οι οποίοι απαίτησαν και πέτυχαν τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Οι εξελίξεις αυτές εξασφάλισαν στην Επαναστατική Επιτροπή μια ευρεία λαϊκή υποστήριξη, ενώ ταυτόχρονα συσπείρωσαν τους αντιβενιζελικούς εναντίον της.   
    Η κρισιμότητα της πολιτικής κατάστασης κορυφώθηκε όταν δύο μόλις μήνες μετά την πολιτική αλλαγή της 15ης Σεπτεμβρίου 1922, εκτελέστηκε στο Γουδή η ηγεσία της αντιβενιζελικής παράταξης: ο αρχιστράτηγος της στρατιάς στη Μ. Ασία Γεώργιος Χατζηανέστης, ο υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μπαλτατζής, και οι τρεις τελευταίοι πρωθυπουργοί της χώρας Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος και Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης. Συνειδητά και μη, οι αντιβενιζελικοί συνέδεσαν την άφιξη των προσφύγων με την καταδίκη και εκτέλεση της πολιτικής τους ηγεσίας, γεγονός που όρισε από πολύ νωρίς το πολιτικό χάσμα που τους χώριζε από αυτούς.   
    Δεν ήταν όμως μόνο οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών του 1922 που διαμόρφωσαν την ελληνική πραγματικότητα. Οι αντοχές, κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές, της ελληνικής κοινωνίας είχαν ήδη δοκιμαστεί σκληρά. Είχε προηγηθεί μια ολόκληρη δεκαετία συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων που είχε αρχίσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, συνεχίστηκε με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ολοκληρώθηκε με την αποστολή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Μ. Ασία. Ήδη από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και λόγω των διωγμών του ελληνικού στοιχείου που αυτοί προκάλεσαν, ένα πρώτο μεγάλο κύμα προσφύγων είχε φτάσει στην Ελλάδα. Την περίοδο 1912-1919 ζήτησαν καταφύγιο εντός των ελληνικών συνόρων περίπου 800.000 πρόσφυγες, προερχόμενοι από την τότε βουλγαρική Θράκη, την ανατολική Θράκη, τη Βόρειο Ήπειρο, τη Μ. Ασία, τον Πόντο, τη Νότιο Ρωσία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την ιταλοκρατούμενη Μ. Ασία και την Αίγυπτο.[1] Ένα σημαντικό τμήμα των προσφύγων αυτών επανήλθε στις εστίες του μετά το 1919, όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και κατέλαβε την ευρύτερη περιοχή της, για να επιστρέψουν εκ νέου ως πρόσφυγες μετά το 1922.
    Σε πολιτικό επίπεδο, τη σύμπνοια και την εθνική έπαρση της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων, διαδέχθηκε ο εθνικός διχασμός ανάμεσα σε βασιλικούς και βενιζελικούς κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου. Η τεταμένη πολιτική κατάσταση σε συνδυασμό με την οικονομική επιβάρυνση των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων, δοκίμασαν σκληρά τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας. Ένα μεγάλο τμήμα του ενεργού εργατικού δυναμικού βρίσκονταν σε διαρκή επιστράτευση, γεγονός που συνεπαγόταν πέρα από το ψυχολογικό και ένα βαρύ οικονομικό κόστος για τις οικογένειές τους. Επιπρόσθετα, οι τουλάχιστον 50.000 νεκροί του ελληνικού στρατού υπήρξαν το βαρύ αντίτιμο που πλήρωσε η ελληνική κοινωνία στα πεδία των μαχών.[2]
    Έτσι λοιπόν, αν και υπήρχε ήδη από το 1914 εμπειρία στη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος, το μέγεθος του προσφυγικού κύματος μετά το 1922, η οξυμμένη πολιτική κατάσταση και η οικονομική και ψυχολογική εξάντληση των κατοίκων του ελληνικού κράτους, συνιστούσαν το εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον εντός του οποίου καλούνταν να συμβιώσουν οι παλαιοί και οι νέοι πολίτες της χώρας.
     
    Η άφιξη των προσφύγων

    Από τις αρχές του Σεπτέμβρη του 1922 χιλιάδες πρόσφυγες άρχισαν να καταφθάνουν καθημερινά με πλοία στο λιμάνι του Πειραιά. Σε μια κατάσταση πραγματικού χάους, με την πολιτική ηγεσία σε πλήρη κατάρρευση, έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για την υποδοχή των προσφύγων. Το φθινόπωρο του 1922 όλοι οι δημόσιοι χώροι της Αθήνας και του Πειραιά είχαν «καταληφθεί» από πρόσφυγες. Κεντρικές πλατείες και δρόμοι, δημόσιες υπηρεσίες, θέατρα, ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, αποθήκες και υπόστεγα «στέγαζαν» χιλιάδες ανθρώπους. Τον Σεπτέμβριο του 1922, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας έκδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία επιτρεπόταν η τοποθέτηση κλινών στους διαδρόμους των ξενοδοχείων, ενώ παράλληλα ίδρυσε γραφεία εξεύρεσης εργασίας σε Αθήνα και Πειραιά, ανακοινώνοντας ότι «πάντες οι έχοντες ανάγκην υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ως και οι ζητούντες εργασίαν δύνανται να προσφύγωσιν εις τα άνω γραφεία.[3]
    Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1922, σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου του δημάρχου Αθηνών, περίπου 70.000 πρόσφυγες διέμεναν σε 130 πρόχειρους καταυλισμούς διάσπαρτους σε ολόκληρη την πόλη. Η δημοτική αρχή επιδόθηκε σε ένα αγώνα με το χρόνο για να καθαρίσει και να διαμορφώσει κατάλληλα χώρους στους οποίους θα μπορούσαν να διαμείνουν προσωρινά οι πρόσφυγες. Άμεσα παραχωρήθηκαν χώροι στο Σταθμό Λαρίσσης, στους στρατώνες του Ρουφ, στο Νέο Κόσμο, στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης, στη Γούβα Παγκρατίου και στη συνοικία Άρεως. Επίσης πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στον εσωτερικό χώρο του Πολυτεχνείου, στα υπόγεια του Υπουργείου Επισιτισμού, ενώ διαμορφώθηκαν κατάλληλα οι χώροι των λουτρών στον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων όπου εγκαταστάθηκαν 150 άτομα, ο χώρος των Παλαιών Σφαγείων όπου βρήκαν στέγη 600 πρόσφυγες και ο χώρος του Δημοτικού Θεάτρου για να φιλοξενήσει 1.300 άτομα. Παράλληλα, οι υπηρεσίες του δήμου κατασκεύασαν τέσσερα μεγάλα περίπτερα στην οδό Πέτρας στον Κολωνό, όπου στεγάστηκαν 500 οικογένειες προσφύγων.[4]     
    Πρόσφυγες στεγάστηκαν επίσης στο «αεροδρόμιον Γουδίου», το οποίο επιτάχθηκε για αυτό τον σκοπό, στο Εθνικό Θέατρο, στο θέατρο Ολύμπια, στο Ζάππειο Μέγαρο, στα Παλαιά Ανάκτορα, σε όλα τα σχολεία του Πειραιά και σε μεγάλο αριθμό σχολείων της Αθήνας, σε αποθήκες του Δημοσίου, σε εργοστάσια, ακόμα και σε όλες τις χαρτοπαικτικές λέσχες όπου εγκαταστάθηκαν «οι της καλλιτέρας κοινωνικής τάξεως πρόσφυγες» με την καταβολή ανάλογου μισθώματος. Παράλληλα το Βαρβάκειο στην οδό Αθηνάς και η Αστυκλινική Αθηνών μετατράπηκαν σε νοσοκομεία προσφύγων.[5]
    Χαρακτηριστική της κατάστασης που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες μετά την αποβίβασή τους στο λιμάνι του Πειραιά, είναι η εικόνα που καταγράφεται στην αφήγηση της Τασίας Χρυσάφη – Ακερμανίδου. Η Ακερμανίδου ήταν από τα παιδιά που γεννήθηκαν πάνω στα πλοία κατά τη διάρκεια μεταφοράς των προσφύγων στην Ελλάδα. Όταν η οικογένειά της έφτασε μετά από πολυήμερο ταξίδι στο λιμάνι του Πειραιά, βρέθηκε αντιμέτωπη με την παρακάτω εικόνα:

    «Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, γιατί με το μωρό στην αγκαλιά η μαμά μου […] πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε “τσ!”, ούτε όχι δεν λέγανε “τσ!” κάναν με τη γλώσσα τους και αυτό ήτανε. Εζήτησε λέει ένα ποτήρι γάλα για τη λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε. Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα. “Ήρθαν οι “πρόσφυγγες” να πάρουν το ψωμί μας”, έτσι λέγανε.»[6]

    Μετά από περιπλάνηση αρκετών ημερών, η οικογένεια Ακερμανίδη βρήκε στέγη με τη βοήθεια μιας γυναίκας που έμενε στη συνοικία της Γαργαρέττας κάτω από την Ακρόπολη. Ο μοναδικός χώρος που μπορούσε να τους προσφέρει ήταν ένα κοτέτσι στην αυλή του σπιτιού της. Αφού πρώτα έσφαξε τη μοναδική κότα που είχε και ασβέστωσε καλά το χώρο, το κοτέτσι αποτέλεσε το πρώτο «σπίτι» της οικογένειας Ακερμανίδη για ένα τουλάχιστον μήνα μετά την άφιξή της στην Αθήνα.
     
    Τα πεδία εκδήλωσης των αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς
    Επιτάξεις ακινήτων και αναγκαστικές απαλλοτριώσεις

    Μια πρώτη ένδειξη των νέων δεδομένων που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων στην Αθήνα, προκύπτει από την κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού της. Σύμφωνα με την τελευταία, πριν την άφιξη των προσφύγων του 1922, απογραφή πληθυσμού, το 1920 στην Αθήνα κατοικούσαν 297.276 άτομα. [7] Οκτώ μόλις χρόνια μετά, σύμφωνα με την απογραφή του 1928, η Αθήνα είχε πληθυσμό 459.211 ατόμων, ο οποίος κατηγοριοποιούνταν ως εξής: 131.810 γηγενείς, 129.380 πρόσφυγες και 198.021 εσωτερικοί μετανάστες. [8] Αν ληφθεί υπόψη το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό θνησιμότητας ανάμεσα στους πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι περίπου 150.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα την πρώτη πενταετία μετά την μικρασιατική καταστροφή. Μόνο από τους αριθμούς γίνεται κατανοητό ότι η αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε το μεγαλύτερο έως τότε, και ίσως έως σήμερα, εγχείρημα που ανέλαβε το ελληνικό κράτος. 
    Στο χαοτικό κλίμα που προκλήθηκε από την άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων εξαθλιωμένων ανθρώπων, το πρώτο μέτρο της Επαναστατικής Επιτροπής που ανέλαβε την εξουσία με την άφιξή της στην Αθήνα στις 15 Σεπτέμβρη του 1922,[9] ήταν η επίταξη δημοσίων κτιρίων (κυρίως σχολίων) αλλά και ιδιωτικών, για την προσωρινή εγκατάσταση προσφύγων. Το μέτρο της επίταξης - όπως κωδικοποιήθηκε και επεκτάθηκε με τα νομοθετικά διατάγματα της 11ης Νοεμβρίου 1922 «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων» και της 22ας Νοεμβρίου 1922 «Περί επιτάξεως κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων ακινήτων» [10] - προκάλεσε τις πρώτες προστριβές ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους κατοίκους της πόλης. Το γεγονός ότι όλοι οι δημόσιοι χώροι είχαν κατακλιστεί από πρόσφυγες, ότι δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν τα σχολεία λόγω της εγκατάστασης προσφύγων σε αυτά, αλλά κυρίως η αναγκαστική συγκατοίκηση γηγενών και προσφύγων στα ίδια σπίτια, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και διαμαρτυρίες από την πλευρά των γηγενών.
    Η αναγκαστική συγκατοίκηση γηγενών και προσφύγων στα σπίτια των πρώτων, έπρεπε άμεσα να αντιμετωπιστεί για να αποφευχθούν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Έπρεπε λοιπόν το συντομότερο δυνατό να κατασκευαστούν οικήματα σε χώρους εκτός του οικιστικού ιστού της πόλης με στόχο να στεγαστούν σε αυτά οι πρόσφυγες που διέμεναν στα επιταγμένα σπίτια των γηγενών, αλλά και στους επιταγμένους δημόσιους χώρους όπως τα σχολεία. Η προσπάθεια της «Επαναστάσεως» να εξομαλύνει την κατάσταση προσέκρουε στην αντίδραση των προσφύγων που διέμεναν σε σκηνές ή πρόχειρα καταλύματα. Έτσι όταν τον Μάιο του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) κατασκεύασε τα πρώτα ξύλινα οικήματα στην Καισαριανή για να στεγάσει μέρος των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στα επιταγμένα σπίτια των Αθηναίων, οι πρόσφυγες που ζούσαν σε σκηνές και παραπήγματα στη συνοικία, διεκδίκησαν την απόδοση των οικημάτων σε αυτούς. Σε περιπτώσεις σαν και αυτή, όπου το κράτος έπρεπε να εφαρμόσει την όποια πολιτική αποκατάστασης, η σύγκρουση συμφερόντων δημιουργούσε ένα ακόμα πεδίο προστριβών ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς.
    Η στάση των κρατικών αξιωματούχων και υπαλλήλων, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της αποκατάστασης και στη συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχονταν από την Παλαιά Ελλάδα, καθώς οι πρόσφυγες δεν είχαν ενταχθεί ακόμα στον κρατικό μηχανισμό, γίνονταν αντιληπτή από τους πρόσφυγες ως εχθρική απέναντί τους λόγω της καταγωγής τους. Το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς τους υπαλλήλους και αξιωματούχους εκμεταλλεύτηκαν τη δεινή θέση των προσφύγων για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη, δημιούργησε τη στερεοτυπική εικόνα του διεφθαρμένου παλαιοελλαδίτη κρατικού υπαλλήλου. Ο Παναγιώτης Σταμπούλος διέμενε με την οικογένειά του σε σκηνή στον πρόχειρο καταυλισμό πίσω από το νοσοκομείο Συγγρού, στην περιοχή όπου αργότερα δημιουργήθηκε η συνοικία της Καισαριανής. Η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει για την οικογένειά του ένα από τα ξύλινα οικήματα που έχτισε το Ταμείο Περιθάλψεως τον Μάιο του 1923, είναι χαρακτηριστική:

    «Ο Μητσοτάκης είναι Κρήτας, υπάλληλος του ταμείου περιθάλψεως, σε αυτόν είχε ανατεθεί η διεύθυνσις στεγάσεως προσφύγων, και η υπηρεσία του στεγάζετο εις τα παλαιά Ανάκτορα […] Ήταν κατεργάρης, τα κατάφερνε  θαυμάσια, και χρηματίζετο από τους πλουσίους Αθηναίους των οποίων τα μέγαρα είχαν επιταχθεί για τους πρόσφυγας. Γιαυτό εις τα παραπήγματα του καταυλισμού μας μετέφερε τις οικογένειες των επιταγμένων σπιτιών των Αθηναίων […] Μέσα στον σορόν των γυναικών που κατάκλυζε καθημερινώς το γραφείον του υπήρχαν φυσικά !!! και νοστιμούλες γυναίκες, ή κορίτσια, οι υπάλληλοί του καταλλήλως πλησίαζαν όσες από αυτές ημπορούσαν, και από μίαν ιδιαιτέραν είσοδον τες περνούσαν εις το γραφείον του. Εκεί εγένετο ο συνδυασμός του γλεντιού και της διαφθοράς και κατόπιν μερικές από αυτές προηγούντο στην Στέγασιν. Βλέποντας αυτά τα πράγματα, πίστευα πως δεν θα κατόρθωνα τίποτα με την νομιμόφρονα τακτική μου, και μια μέρα έχασα την υπομονή μου μπήκα στο γραφείον του δια της βίας, και όταν ξαφνικά είδα το παζάρεμα της Στεγάσεως και της διαφθοράς των προαναφερθέντων γυναικών, νευρίασα, και πάνω από το γραφείον του πήρα ένα βαρύ μελανοδοχείον το πέταξα στα μούτρα του Μητσοτάκη. Αυτό ήταν !!!»[11]
             
    Πέρα όμως από τις επιτάξεις ακινήτων, οι σχέσεις ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους κατοίκους της Αθήνας δοκιμάστηκαν και από τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που διενεργούσε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ). Η οικιστική αποκατάσταση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων, απαιτούσε την εξεύρεση κατάλληλων εκτάσεων για να πραγματοποιηθεί.
    Στην προσπάθεια ελαχιστοποίησης των κοινωνικών αναταραχών που προέκυπταν από τις επιτάξεις δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, οι αρχές που ήταν επιφορτισμένες με την οικιστική αποκατάσταση των προσφύγων, πρόκριναν τη λύση της δημιουργίας προσφυγικών συνοικισμών σε «ασφαλή» απόσταση από τον υπάρχοντα οικιστικό ιστό της Αθήνας και του Πειραιά. Η επιλογή αυτής της λύσης συνεπαγόταν εκτεταμένες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις. Στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους όπου το ιδιοκτησιακό καθεστώς χαρακτηρίζονταν από τη σχεδόν παντελή απουσία δημόσιας περιουσίας, οι εκτάσεις αυτές έπρεπε να βρεθούν μέσω της απαλλοτρίωσης ιδιωτικών περιουσιών. Σύμφωνα με τη Λίλα Λεοντίδου, οι αρχές προχώρησαν σ’ ένα προμελετημένο και εσκεμμένο αποκλεισμό και γεωγραφικό διαχωρισμό των προσφύγων, καθώς «οι 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί συνοικισμοί που δημιουργήθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου τόσο από την ΕΑΠ, όσο και από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, απείχαν 1-4 χλμ. από τα όρια της οικοδομημένης κατά το 1922 περιοχής».
    Μετά την έλευση των προσφύγων δημιουργήθηκαν οι συνοικίες της Ν. Ιωνίας, Ν. Φιλαδέλφειας, Ν. Σμύρνης, Ν. Χαλκηδόνας, Περιστερίου, Καισαριανής, Βύρωνα, Υμηττού καθώς και μεγάλος αριθμός μικρότερων. Ουσιαστικά η άφιξη των προσφύγων είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας πόλης, εξέλιξη που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική γεωγραφία της πρωτεύουσας.
    Αν και σε πολλές περιπτώσεις ακολουθήθηκε η πολιτική της αγοράς ή απαλλοτρίωσης μεγάλων ιδιοκτησιών – π.χ. ο αρχικός πυρήνας της Ν. Ιωνίας δημιουργήθηκε σε ιδιοκτησία 1.230 στρεμμάτων που αγόρασε τον Αύγουστο του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων από το Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου[13] – σε άλλες πραγματοποιήθηκαν αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και μικρών ιδιοκτησιών.
    Αυτές κυρίως οι περιπτώσεις, όπου η εγκατάσταση των προσφύγων έθιγε πολλούς μικροϊδιοκτήτες, αποτέλεσαν άλλο ένα πεδίο σύγκρουσης προσφύγων και γηγενών. Για παράδειγμα, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που πραγματοποιήθηκαν στον Κοπανά, περιοχή στα σύνορα του Βύρωνα με τον Υμηττό, προκάλεσαν τη δυναμική αντίδραση των κατοίκων. Σε άρθρο αντιβενιζελικής εφημερίδας με τίτλο: «Από τα σκάνδαλα των απαλλοτριώσεων. Η συνοικία Κοπανά εν αναστατώσει. Απειλείται αιματοχυσία», γινόταν λόγος για το «κράτος των προσφύγων» το οποίο στερούσε από τους γηγενείς τις ιδιοκτησίες τους για να τις προσφέρει στους πρόσφυγες, οι οποίοι τις πουλούσαν εκ νέου «προς 50 και 60 δραχ. τον πήχυν» για να αποκομίσουν κέρδη.
    Η εφημερίδα κατηγορεί το βουλευτή της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων Ιασωνίδη και την ΕΑΠ, για την απόδοση ιδιοκτησιών στους διάφορους «Αρπαξόγλου και Αποζημιωσόγλου», χαρακτηρίζοντας την πράξη αυτή ως διωγμό των γηγενών. Ο αρθογράφος προειδοποιούσε ότι εάν δεν σταματούσε η κατεδάφιση κτιρίων από την ΕΑΠ, «ασφαλώς θα ευρεθώμεν τάχιστα προ εμφυλίου σπαραγμού εις την γωνίαν αυτήν των Αθηνών». Σύμφωνα με το άρθρο, οι γηγενείς κάτοικοι του Κοπανά έλαβαν την απόφαση να «αντιτάξουν την βίαν κατά της βίας, αποφασισμένοι να αποκρούσουν δια των όπλων, κάθε νέαν επιδρομήν των πειρατών αυτών της ξηράς». Η εφημερίδα ζητούσε την απόδοση δικαιοσύνης «εκτός εάν ο νέος υπουργός της Προνοίας φρονεί ότι οι γηγενείς πρέπει να μεταβληθούν εις δουλοπαροίκους των ψηφοφόρων του κ. Ιασωνίδου.»

    Εν Αθήναις....ο αρκουδιάρης

    $
    0
    0



    "Ήρθε στο χωριό ο αρκουδιάρης
    ένας μαύρος γύφτος ξεδοντιάρης
    λεύτερη κι ανέμελη η ψυχή του, 
    πέρα ως πέρα οι κάμποι είναι δικοί του.

    Πώς καθρεφτίζονται τα όμορφα κορίτσια; Έι!
    Και ο τσομπάνος πώς κρατάει την αγκλίτσα; Όπα!
    Οι αφεντάδες πώς κτυπούν το κομπολόι, έι!
    Και πώς κουρδίζουν το χρυσό τους το ρολόι;"

    (Κ.Βίρβος)
    Δεν ήταν και το καλύτερο θέαμα στις γειτονιές της Αθήνας εκείνα τα χρόνια.....
    Ο αρκουδιάρης συνήθως τσιγγάνος είχε δεμένη με αλυσίδα μια αρκούδα και έδινε
    "παραστάσεις"στο δρόμο.
    Βαστούσε και ένα ξύλο για να τον φοβάται το ζωντανό.
    Έπαιζε το ντέφι και εκείνο στα πισινά του πόδια χοροπηδούσε για να γελάσει το φιλοθεάμον κοινό και να ρίξει κανένα κέρμα στο ντέφι στην συνέχεια.
    Αντί για αρκούδα μπορεί να είχε και μαϊμού...αυτή θα έκανε και τούμπες στον αέρα....
    Χαρακτηριστικές και οι ατάκες του τσιγγάνου....
    "...πώς πλένετε η (κάποια γνωστή ηθοποιός της εποχής);"
    Και έκανε κινήσεις για να γελάσει ο κόσμος....
    Η εκπαίδευση αυτών των ζώων ξεπερνούσε τα όρια της φαντασίας...
    Τότε δεν υπήρχαν φιλοζωϊκές οργανώσεις και κανείς δεν νοιαζότανε.
    Άναβαν κάρβουνα μέσα σε ένα λάκκο και έβαζαν επάνω μια λαμαρίνα.
    Όταν αυτή άρχιζε να καίει έβαζαν επάνω το ζώο χτυπώντας το ντέφι ενώ αυτό χοροπήδαγε από τον πόνο.
    Έτσι το χτύπημα με το ντέφι σήμαινε για αυτά το συγκεκριμένο μαρτύριο και άρχιζαν
    να χοροπηδάνε.
    Για το πώς πλένεται η τάδε  έριχναν ένα μαντήλι στο κεφάλι της μαϊμούς και αυτή προσπαθούσε να το βγάλει ενώ ο τσιγγάνος με ένα ξύλο το ξαναέβαζε στο πρόσωπό της.
    Τις αρκούδες τις εύρισκαν στα βουνά μωρά και τις μεγάλωναν ενώ τις μαϊμούδες
    τις έπαιρναν από κανένα τσίρκο φυσικά πληρώνοντας.
    Κάποτε μια μαϊμού κάνοντας επίδειξη στην Πλατεία Κοτζιά κατόρθωσε να το σκάσει...
    για γέλια και για κλάμματα οι σκηνές.
    Προσπαθούσε να ανέβει κάπου ψηλά για ασφάλεια ...
    Είχε αγριέψει όμως και χρειάστηκε η βοήθεια της πυροσβεστικής που την μάζεψε
    με ένα δίχτυ και την πήγε στον Βασιλικό Κήπο (έτσι τον έλεγαν τότε).

    πίσω στα παλιά





    Αμφίπολη....ευτυχώς που υπάρχει και αυτή!

    ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ : ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΕΤΟΣ 1916 !

    $
    0
    0



     ΚΑΠΩΣ ΑΡΓΑ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ 
    ΘΥΜΗΘΗΚΕ
     ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΗΣ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ


                                   https://www.facebook.com/panos.canellopoulos/posts/986810961346023








        Οι φωτογραφίες αν μη τι άλλο μαρτυρούν ότι τα ανοίγματα 
    που βρέθηκαν στους δύο πρώτους διαφραγματικούς τοίχους
     αποτελούν την τεχνοτροπία της σφράγισης του τάφου
     από τον Δεινοκράτη.

    "Μη στέκεσθε ποτέ απέναντι εις το κύμα""Μικραί συμβουλαί δια να παίρνει κανείς θαλάσσιον λουτρόν ωφέλιμον και υγιεινόν"

    $
    0
    0





    Εις τον «Θεατή» του 1928 διαβάζουμε τις εξής εμπνευσμένες οδηγίες προς τους λουόμενους: «Δια να παίρνη κανείς ένα θαλάσσιον λουτρόν ωφέλιμον και υγιεινόν, δια να επωφελήται δηλαδή όλων των ευεργετημάτων, τα οποία ημπορεί να προσφέρει εις τον οργανισμόν η θάλασσα, πρέπει να ξεύρη πώς να το παίρνη. 
    Δεν αρκεί να πέφτη κανείς εις την θάλασσαν όταν του έρχεται η όρεξις και να βγαίνη όταν βαρυνθή. Ιδού μερικαί μικραί συμβουλαί, χρησιμώταται δι’εκείνους που παίρνουν θαλάσσια λουτρά: »Περιμένετε δια να κάμετε μπάνιο, να είναι ο στόμαχός σας κενός. Θεωρητικώς, πρέπει να υπολογίζωνται πέντε ή εξ ώραι μετά το φαγητόν. Πρακτικώς, όμως τρεις ώραι αρκούν. »


    Το πρωινό μπάνιο είναι προτιμώτερο από το βραδυνό!
     Ο οργανισμός διατελεί εν αναπαύσει, δεν υπέστη ακόμη τον αντίκτυπον των κοπώσεων της ημέρας, επομένως επωφελείται όλων των ευεργετημάτων του θαλασσίου λουτρού. »Μπήτε στο νερό σιγά-σιγά. Ο απότομος τιναγμός που φέρει το ψυχρό νερό, δεν ωφελεί διόλου. Αν σας αρέση να κάμετε βουτιές, κάμετέ τας μετά την πρώτην επαφήν με τη θάλασσαν και ποτέ πριν. »Μη στέκεσθε ποτέ απέναντι εις το κύμα. 




    Τοποθετείσθε πάντοτε κατά τρόπον, ώστε να το δέχεσθε εις την ράχιν. »Δια να παλαίσητε εναντίον της απωλείας της θερμότητος, η οποία οφείλεται εις την επίδρασιν εκ του ψυχρού νερού, μη μένετε ακίνητοι. Κινείσθε όσον ημπορείτε περισσότερον. Βλέπομεν τακτικούς λουόμενους που κάμνουν ανάσκελα επί ώραν πολλήν. Αυτό είναι μεγάλο λάθος, διότι το σώμα παθαίνει ψύξιν. »Η διάρκεια του μπάνιου είναι κεφαλαιώδους σπουδαιότητος. Μη μένετε ποτέ πολλήν ώραν εις την θάλασσαν, αλλά ούτε πολύ ολίγην. 




    Είκοσι λεπτά αντιπροσωπεύουν τον ωφέλιμον μέσον όρον.
    Μη λησμονείτε ποτέ ότι με ένα μπάνιο σχετικώς βραχύ, εξασφαλίζει κανείς την μεγαλειτέραν τόνωσιν. »Όταν βγήτε από το νερό, μην πάτε αμέσως στην καμπίνα σας. Περιπατήσατε, τρέξατε, κινηθήτε επάνω εις την αμμουδιά. Ολίγη γυμναστική άσκησις είναι πολύ ωφέλιμος». 




    Αν τώρα πιστεύετε αγαπητοί φίλοι ότι όλα αυτά τα «απαγορευτικά» λειτουργούσαν αποτρεπτικά, μάλλον πλανάστε. Οι καλοί μας πρόγονοι γέμιζαν τις παραλίες και χαιρόντουσαν, όπως και μείς σήμερα, το νερό σε συνδυασμό πάντα με το ανυπέρβλητο θέαμα των λουομένων Ατθίδων … 
    Πηγή: www.lifo.gr

    Η τελευταία αιματηρή μονομαχία στην Ελλάδα: Υπουργός σκότωσε βουλευτή

    $
    0
    0


    Ποια η τελευταία αιματηρή μονομαχία στην Ελλάδα;
    Για ποιον λόγο μονομάχησαν ο βουλευτής Χατζηπέτρος και ο υπουργός Στάης; Μάταια προσπάθησε να τους αποτρέψει ο πρωθυπουργός Θεοτόκης

    Ο θάνατος του βουλευτή Χατζηπέτρου από τον υπουργό Στάη, έφερε και το τέλος των φονικών μονομαχιών στην Ελλάδα.
    Μονομαχία αλά ελληνικά. Στην Ελλάδα οι μονομαχίες γίνονταν για «ψύλλου πήδημα». Αρκούσε ένα προσβλητικό σχόλιο, για να υπάρξει πρόσκληση σε μάχη.
    Πολλές φορές μεσολαβούσαν συγγενείς, φίλοι ή συνεργάτες και την τελευταία στιγμή άλλαζαν γνώμη στον ένα από τους δύο μονομάχους. Εντυπωσιακό είναι, ότι σε μονομαχίες συνήθως δεν κατέφευγαν οι απλοί πολίτες, αλλά αξιωματικοί του στρατού, δικηγόροι, ακόμα και βουλευτές.

    Το 1914, ακόμα και ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης παρολίγον να πάρει μέρος σε μονομαχία, με τον βουλευτή Κ. Ζαβιτσιάνο. Ο λόγος ήταν, ότι οι δύο τους είχαν αλλεπάλληλες προσωπικές αντεγκλήσεις.
    Όλα είχαν συμφωνηθεί, αλλά την τελευταία στιγμή κανείς από τους υποψήφιους δεν εμφανίστηκε στον τόπο, που είχε οριστεί για τη μονομαχία.
    Κλασική περίπτωση κοκορομαχίας.
    Η τελευταία αιματηρή μονομαχία στην Ελλάδα
    Η δεύτερη μονομαχία έγινε  το 1904 και ήταν αιματηρή.
    O βουλευτής Τρικάλων Κοκός Χατζηπέτρος, με αφορμή κάποια αγόρευση στη Βουλή, έβρισε τον υπουργό Σπύρο Στάη, προσβάλωντας την οικογένειά του.

    Ο Σπυρίδων Στάης
    Αιτία της διαφωνίας ήταν, ότι ο φίλος του Χατζηπέτρου, Μελησινός, δεν έγινε καθηγητής ανατομίας.
    Τα αίματα άναψαν και οι δυο βουλευτές αντάλλαξαν βαριές κουβέντες, πριν μιλήσουν τα όπλα.
    Ακόμα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Γ. Θεοτέοκης, προσπάθησε να τους αποτρέψει, αλλά μάταια.
    Οι δύο μονομάχοι όρισαν ως σημείο της αναμέτρησης τον Ποδονίφτη, στη σημερινή Νέα Χαλκηδόνα, πάνω από την οδό Αχαρνών, σ’ ένα χωράφι.
    Ο Στάης υπέβαλε την παραίτησή του στον πρωθυπουργό Θεοτόκη και έσπευσε στον Ποδονίφτη, όπως είχε κάνει και ο Χατζηπέτρος, που έπασχε από μυωπία.
    Μετά από λίγο, δόθηκε από τους μάρτυρες το σύνθημα. Ακούστηκαν οι πυροβολισμοί και η σφαίρα του υπουργού βρήκε κατάστηθα τον βουλευτή Κοκό Χατζηπέτρο.
    Ο Κωνσταντίνος Χατζηπέτρος
    Το σοκ στην αθηναϊκή κοινωνία ήταν μεγάλο, αποτέλεσε όμως παράδειγμα προς αποφυγή και έκτοτε δεν ξανάγινε φονική μονομαχία. Σήμερα, έχει μείνει μόνο η φράση «αν είσαι άντρας, έλα να μετρηθούμε», σαν ανάμνηση της βάρβαρης τακτικής της μονομαχίας.
    Οι μονομαχίες στη δυτική Ευρώπη ξεκίνησαν τον 17ο αιώνα. Στην Ελλάδα ήταν λίγο πιο παλιές, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ο Αχιλλέας κάλεσε σε μονομαχία τον Έκτορα. Οι μονομαχίες γίνονταν για θέματα τιμής. Ο θιγμένος «καλούσε» σε μονομαχία, εκείνον που τον είχε προσβάλει. Ο αγώνας ήταν συναινετικός και για να πραγματοποιηθεί, ακολουθούνταν μια συγκεκριμένη διαδικασία.
    Το κάλεσμα του θανάτου
    Ο πρώτος μονομάχος, έπρεπε να στείλει γραπτώς το «κάλεσμα» στο σπίτι του αντιπάλου, με έναν απεσταλμένο της απολύτου εμπιστοσύνης του.
    Όταν ο δεύτερος μονομάχος αποδεχόταν την πρόκληση, έπρεπε να οριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία και τόπος για τη μονομαχία. Οι δύο μονομάχοι αποφάσιζαν, ποια όπλα θα χρησιμοποιούσαν.
    Μέχρι τον 18ο αιώνα, χρησιμοποιούνταν κυρίως σπαθιά και αργότερα πιστόλια.
    Παρόντες έπρεπε να είναι μάρτυρες, που διασφάλιζαν ότι η διαδικασία θα γίνει αξιοπρεπώς, γιατί η καλή κοινωνία επινόησε και τους αξιοπρεπείς φόνους.
    Πηγές: news247, Μηχανή του χρόνου

    Το Παγκράτι ξανά στη μόδα

    $
    0
    0


    ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

    ΣΕΜΙΝΑ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
    Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός.
    Από τότε που μετακόμισα στο κέντρο της Αθήνας, αντιμετωπίζω με επιφύλαξη τις φράσεις «νέα νυχτερινή πιάτσα» και «ανερχόμενη γειτονιά». Γιατί; Τα παραδείγματα μιλούν από μόνα τους: Γκάζι, Αγία Ειρήνη, Καρύτση, Εξάρχεια, Μοναστηράκι, Πετράλωνα, Ψυρρή - περιοχές που από εναλλακτικές έγιναν mainstream, άλλαξαν χαρακτήρα για να προσελκύσουν θαμώνες, μπούκωσαν από τον πολύ κόσμο και τελικά ξέπεσαν. Οποτε, λοιπόν, ακούω την παρέα μου να μιλάει για καινούργιο στέκι, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται «μόδα είναι, θα περάσει» και μετράω από μέσα μου αντίστροφα ώσπου να επιβεβαιωθώ.

    Δεν συνέβη το ίδιο όταν πριν από μερικούς μήνες έμαθα ότι το νέο hot spot της πόλης είναι το Κάτω Παγκράτι. Νεαρά ζευγάρια, φοιτητές ή καλλιτέχνες που αναζητούν μια γκαρσονιέρα με χαμηλό ενοίκιο, επιχειρηματίες που θέλησαν να εκμεταλλευτούν την αλλαγή ανθρωπογεωγραφίας σε μία από τις πιο κλασικές αστικές γειτονιές της Αθήνας, μετακόμισαν στα πέριξ του τριγώνου Βασιλέως Γεωργίου - Αρχελάου - Σπύρου Μερκούρη. Κάπως έτσι, καλύπτοντας τις ανάγκες ενός ετερόκλητου κοινού, πήρε και πάλι τα πάνω της μια περιοχή που είχε χάσει τον παλμό της μετά το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι - εμβληματικής μορφής της περιοχής.

    Ενα σκηνικό... οικειότητας

    Η πιάτσα που γνωρίζει σήμερα άνθηση χάρη στο νέο ρεύμα αφίξεων απλώνεται γύρω από τέσσερις πλατείες: Πλαστήρα, Προσκόπων, Βαρνάβα και Μεσολογγίου. Τα καινούργια καφέ-μπαρ που διαμορφώνουν το προφίλ της, όμως, δεν αλλοιώνουν ούτε στο ελάχιστο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της παλιάς Αθήνας, που γενικώς τείνει να χαθεί. Αντίθετα, ενώ το καθένα έχει δική του ταυτότητα, όλα ανεξαιρέτως διατηρούν ήπιους τόνους. Οι ιδιοκτήτες λειτουργούν περισσότερο σαν μέλη μιας ομάδας παρά ανταγωνιστικά.

    Ο Γιώργος και η Εύα άνοιξαν πριν από ένα χρόνο, απέναντι από το ιστορικό «Καφενείο η Ελλάς», το «Chelsea Hotel» (Αρχιμήδους 1 και Πρόκλου), ένα all day café-bar που έμελλε να εξελιχθεί στο πιο πολυσύχναστο στέκι της περιοχής με 15 άτομα προσωπικό. Με μποέμικη ατμόσφαιρα και διακόσμηση που παραπέμπει στο ομώνυμο θρυλικό νεοϋορκέζικο ξενοδοχείο (στους τοίχους υπάρχουν ασπρόμαυρα κάδρα των Iggy Pop, Patti Smith, Charles Bukowski κ.ά.), δύσκολα βρίσκει κανείς άδειο τραπέζι ή πεζούλι για να καθίσει. «Δεν περιμέναμε τέτοια ανταπόκριση, ειδικά επειδή δεν χρησιμοποιούμε καθόλου τα κοινωνικά δίκτυα. Οπως αποδείχτηκε, η καλύτερη διαφήμιση γίνεται, τελικά, από στόμα σε στόμα», μου λέει ο Γιώργος ενώ βγάζει στο πεζοδρόμιο σκαμπό και καρέκλες για να βολέψει τους πελάτες που  σχηματίζουν ουρά. Από τις 8 το πρωί έως το ξημέρωμα θα δεις εδώ τυχαίους περαστικούς με αθλητικά να πίνουν καφέ (ο εσπρέσο κοστίζει 2,20 ευρώ και ο φρέντο 3 ευρώ) μετά το τρέξιμο στο Καλλιμάρμαρο, διανοούμενους να απολαμβάνουν φθηνά ποτά (5,50 ευρώ), ηθοποιούς να κάνουν διάλειμμα από τις πρόβες πίνοντας τσίπουρο, ούζο ή ρακή συνοδεία τάρτας (4 ευρώ) ή ποικιλίας αλλαντικών και τυριών (8 ευρώ), δημοσιογράφους με λάπτοπ να περιεργάζονται τον κατάλογο με τα 15 είδη μπίρας. Οσο για τη μουσική; Μετά βίας ακούγονται έξω τζαζ μελωδίες. «Ανοιξε, γέμισε, λειτουργεί και ενσωματώνεται στην πλατεία... αθόρυβα, με σεβασμό στους ηλικιωμένους κατοίκους, και αυτό συνθέτει ένα σκηνικό οικειότητας».

    Λίγο πιο πάνω, στα σύνορα με το Αλσος Παγκρατίου, βρίσκεται η οδός Αρχελάου - μια μικρογραφία γειτονιάς βγαλμένη, θαρρείς, από τη δεκαετία του ’60. Στο νούμερο 8 άνοιξε ο Μίλτος το «Small 8», ένα all day café βερολινέζικης αισθητικής. Και εδώ μαζεύονται ηθοποιοί και χορευτές (ακριβώς απέναντι βρίσκεται η νέα θεατρική σκηνή «Skrow»), αλλά τη χαλαρή ατμόσφαιρα (συχνά οι μουσικές επιλογές περιλαμβάνουν άριες) εκμεταλλεύονται και νέοι γονείς που θέλουν να ξεσκάσουν - ένα βράδυ πέτυχα ένα ζευγάρι να απολαμβάνει το κρασί του αγκαλιά με το νεογέννητο μωρό τους. Το μπαρ φημίζεται για τα περισσότερα από 20 κοκτέιλ του: «sunset» με τζιν, μαρμελάδα πορτοκάλι και μέντα, «hemingway» με ρούμι και γκρέιπφρουτ «summer passion» με βότκα, πράσινο μήλο και τζίντζερ - στην τιμή των 8 ευρώ. Σερβίρονται επίσης σαλάτες (από 6,50 ευρώ) και σάντουιτς (από 4 ευρώ).

    Παρόμοιο τιμοκατάλογο διαθέτει και το «Musique Cafe» (Αρριανού 37 και Αρχελάου). Το πρώτο που προσέχει κανείς εδώ είναι η διακόσμηση βιομηχανικού στυλ - εντυπωσιακά φωτιστικά και φιάλες κρασιών για ντεκόρ. Εδώ, εκτός από πληθώρα κοκτέιλ που ετοιμάζουν οι έμπειροι bartenders και τα κανατάκια ρακόμελο, μπορεί κανείς να δοκιμάσει ορεκτικά και μεσογειακά πιάτα με έμφαση στις συνταγές και στα προϊόντα της Νάξου (γραβιέρα και λουκάνικα), από όπου κατάγεται ο ιδιοκτήτης Μάκης Μικές. Πίσω από την ξύλινη μπάρα, ο Αλεξ μού λέει πως «είναι μεγάλο αβαντάζ το να τελειώνεις τη δουλειά και να επιστρέφεις στο σπίτι με τα πόδια. Οσο αργά και να είναι, εδώ δεν φοβάσαι να κυκλοφορήσεις το βράδυ».

    Στον ίδιο δρόμο συναντά κανείς το «Pink Freud» (Αρχελάου 7) -διαθέτει τρία τραπέζια, πολλά ράφια με ενδιαφέροντες τίτλους βιβλίων και φιλοξενεί συχνά εκθέσεις φωτογραφίας-, το μπαρ «Τρίγωνο» (Αρχελάου 23) του Μένιου, γέννημα-θρέμμα Παγκρατιώτη, αλλά και το «Αλ Ταχρίρ» (Αρχελάου 14) για ναργιλέ.

    Σειρά έχει η πλατεία Προσκόπων. Η περιοχή παλιά λεγόταν Βατραχονήσι λόγω των βατράχων - σήμερα, αντί για... «κουάξ», ακούς την κίνηση της Βασιλέως Κωνσταντίνου και τις συζητήσεις μεταξύ ποιητών στα μπαλκόνια των αρχοντικών πολυκατοικιών με θέα την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό. Χαζεύοντας την περαντζάδα, δεν είναι διόλου απίθανο να συναντήσεις κάποιον «επώνυμο» που κατοικεί στην περιοχή, όπως η Θέμις Μπαζάκα, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Σταύρος Ζαλμάς κ.ά. Συγγραφείς απολαμβάνουν το κρουασάν τους διαβάζοντας κυριακάτικες εφημερίδες στο «Αερόστατο», ενώ τροβαδούροι κρατούν συντροφιά με νησιώτικες πενιές σε τουρίστες που απολαμβάνουν το κρασί τους συνοδεία μπεκρή μεζέ στην ταβέρνα «Ρολόι». 

    Τελευταία στάση στο «Superfly» (Εμπεδοκλέους 28), όπου ο Χρήστος και ο Δημήτρης έστησαν το δικό τους playroom με ρετρό επιτραπέζια και ηλεκτρονικά παιχνίδια  δωρεάν για την πιτσιρικαρία. «Ευτυχώς είναι κοντά σε μετρό και περνούν από εδώ τρεις γραμμές τρόλεϊ και περισσότερες από δέκα γραμμές λεωφορείων, γιατί όλα τα βρίσκει κανείς στο Παγκράτι εκτός από το να παρκάρει!» λέει η Αρτεμις, φοιτήτρια στην Καλών Τεχνών.

    Μια βόλτα στο ανανεωμένο Κάτω Παγκράτι με έπεισε ότι η γειτονιά πήρε τα πάνω της φιλοξενώντας ανθρώπους όλων των ηλικιών που αγαπούν την τέχνη και βαρέθηκαν την ηχορύπανση. Θα καταφέρει να αποφύγει τα κλισέ της αθηναϊκής διασκέδασης και να εξισορροπήσει την ποιότητα με τις προσιτές τιμές, ώστε η επιτυχία να μην είναι εφήμερη αλλά διαχρονική; Θα μιλάμε σε ένα χρόνο από τώρα για πρότυπο βιώσιμης επιχειρηματικότητας; Χρειάζεται μέτρο. Ακούγεται ουτοπικό, αλλά έτσι είναι το Παγκράτι. Ρομαντικό όσο το ρητό που είδα γραμμένο σε τοίχο του: «Ξυπνήστε αυτούς που κοιμούνται, αφήστε αυτούς που ονειρεύονται».

    «Επιστρέφουν» και τα παλιά στέκια

    Οπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις αναγέννησης μιας γειτονιάς, κοντά στα νέα στέκια ξαναγεμίζουν και τα παλιά, τα οποία με τη σειρά τους βιώνουν καινούργιες δόξες. Μερικά από αυτά είναι ο θερινός κινηματογράφος «Οασις» (Πρατίνου 7), στον κήπο μιας μονοκατοικίας με γάτες, το μοντέρνο μεζεδοπωλείο «Μαύρο πρόβατο» (Αρριανού 31), το νέας κοπής σουβλατζίδικο «Piggyπόπουλο» (Αρχελάου 16), το συνοικιακό βιβλιοπωλείο «Πλειάδες» (Σπύρου Μερκούρη 62), το μπεργκεράδικο «Colibri» (Εμπεδοκλέους 9), η ρακή και τα κρητικά τυριά του Μίνωα Τέρψη (Εμπεδοκλέους 69), το παγωτό μουστάρδα της Τούλας (Ευτυχίδου 41), τα ψάρια της Αιγινήτισσας (Φιλολάου 42), τα χοιρινά από το Αστρος Κυνουρίας του κ. Παπούλια (Πύρρωνος 4), το ψωμί στην «Πνύκα» (Πρατίνου 13), η μεσογειακή κουζίνα με 55ετή ιστορία στον «Μαγεμένο αυλό» (Αμύντα 4).
    Viewing all 12885 articles
    Browse latest View live


    <script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>