Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Παππούς είχε καταπιεί χρυσές λίρες και τις βρήκαν ανάμεσα στα οστά του κατά την εκταφή!

$
0
0

Οι κληρονόμοι έστησαν καυγά!

Σκηνές από ελληνική ταινία διαδραματιστήκαν πριν από λίγα εικοσιτετράωρα σε ένα χωριό της Πελοποννήσου που βρίσκεται στα όρια της Αχαϊας με την Ηλεία.


Όλα συνέβησαν όταν δόθηκε εντολή από γνωστή οικογένεια της περιοχής να ανοιχθεί ο οικογενειακός τάφος, προκειμένου να γίνει η ταφή μέλους της.
 Η διαδικασία έγινε με την επίβλεψη συγγενικού προσώπου της οικογένειας που είχε υποβάλει το σχετικό αίτημα.

Το συγκεκριμένο μνήμα είχε χρησιμοποιηθεί πριν μια πενταετία, προκειμένου να «φιλοξενήσει» τον παππού της οικογένειας, ο οποίος είχε πεθάνει. Η εικόνα που αντίκρισαν όσοι εργάστηκαν για να ανοιχθεί ο τάφος παραπέμπει σε ανέκδοτο, καθώς μαζί με τα λίγα εναπομείναντα οστά του γέροντα της οικογένειας, βρέθηκαν και δέκα χρυσές λίρες.

Το αρχικό ξάφνιασμα διαδέχθηκε η απορία και η αναζήτηση απαντήσεων στο πώς βρέθηκαν εκεί οι λίρες. Η εξέταση όλων των εκδοχών έφερε στο προσκήνιο ένα απίστευτο αλλά περά για πέρα υπαρκτό σενάριο, που ήθελε ο παππούς πριν αποδημήσει να είχε καταπιεί τις λίρες προκειμένου να τις …πάρει μαζί του.

Βέβαια μετά από αυτήν την ανακάλυψη πάνω από τον τάφο και εν μέσω πένθους στενά συγγενικά πρόσωπα τόσο του παππού που είχε αφήσει τα εγκόσμια πριν από χρόνια, όσο και του πρόσφατα εκλιπόντος, άρχισαν να τσακώνονται για το ποιος είναι ο νόμιμος δικαιούχος των λιρών που βρέθηκαν μέσα στον τάφο.

Εν Αθήναις....πάμε επίσκεψη

$
0
0



Πήγαινες επίσκεψη σε ονομαστική εορτή εκείνα τα χρόνια έπρεπε να πάρεις κάτι
για δώρο.
Κανένα γλυκό ...κανένα ποτό...
Όλα είχαν την τιμή τους οπότε φρόντιζαν να βρίσκουν οικονομικές λύσεις.
Υπήρχαν και χύμα ποτά...ούζο...κονιάκ...μαυροδάφνη...πίπερμαν...βερμούτ...
κουαντρό....κ.λ.π.
Αν είχες δικό σου μπουκάλι και δεν το είχες δώσει για να πάρεις μανταλάκια
σου ερχότανε ακόμα φθηνότερα.




Το πρόβλημα ήταν με τις γνωστές γιορτές....για τον Γιάννη...Κώστα...Ελένη ....
 είχες περισσότερες από μια επισκέψεις.
Και κόστος μεγαλύτερο αλλά και κουβάλημα από σπίτι σε σπίτι....και άντε να χρειαζότανε και συγκοινωνία.
Έπιανες δουλειά από το μεσημέρι και μετά....έβαζες πρόγραμμα και άφηνες στο τέλος τον εορτάζοντα που θα είχε τραπέζι .
Ήταν κάτι το συνηθισμένο και δεν υπήρχε ντροπή και άλλα τέτοια...
Δύσκολα χρόνια ...
Χτυπούσες την πόρτα χαιρετούσες έδινες το ένα μπουκάλι με το χύμα ηδύποτο
και άφηνες σε μια γωνιά τα υπόλοιπα δίπλα από αυτά που άφησαν οι άλλοι
που πήγαν για να ευχηθούν.
Το κονιάκ τότε ήταν στο φόρτε του και ειδικά του ΜΕΤΑΞΑ των 7 αστέρων
που είχε όμως την τιμή του και δεν μπορούσε να το αγοράσει ο οποιοσδήποτε
και να το πάει δώρο.
Οπότε όταν έβλεπες αυτόν που το πήγαινε και δεν τον γνώριζες ρωτούσες με τρόπο
τι δουλειά κάνει.
Δεν βαριέσε και το χύμα καλό ήταν....
Από αυτό σερβίριζαν και στα καφενεία...






Στις γιορτές η σειρά του ταρταρίσματος ήταν πρώτα το σοκολατάκι με το λικέρ.
Στη συνέχεια το γλυκό που θα ήταν αγοραστό συνήθως εργολάβος (αμυγδαλωτό)...
πάστα αλλά και σπτικό όπως μπακλαβάς...κανταϊφι.
Θα μείνω στην πάστα την χαρά των παιδιών ....σοκολατίνα και ξεγυρισμένο κομμάτι...
με σαντιγύ από πάνω και το κουτάλι να ανάβει από το ανεβοκατέβασμα και  η μούρη
να γεμίζει σοκολάτα ενώ η μάνα στα πρόθυρα εγκεφαλικού να κάνει νοήματα...
για το φόβο του ρεζιλικιού.
"...άσε το παιδί να φάει όπως θέλει..."ήταν η φράση κλειδί που κάποιος θα έλεγε
και θα σωνότανε η παρτίδα.

πίσω στα παλιά

Ένας ωραίος άνθρωπος

$
0
0



Ο ηθοποιός Νικήτας Πλατής (1912 - 1984) υπήρξε από τις πιο αναγνωρίσιμες κωμικές φάτσες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου με κορυφαία τη συμμετοχή του στην ταινία Ο φίλος μου ο Λευτεράκης - εκεί υποδυόταν τον τρόφιμο της ψυχιατρικής κλινικής που ήθελε να κάνει στον Ντίνο Ηλιόπουλο την εγχείρηση πάνω από τα ρούχα...   Παρ'όλο το ολίγον spooky παρουσιαστικό του στην εν λόγω κωμωδία, λέγεται πως ο Πλατής υπήρξε ένας γοητευτικός άνδρας στα νιάτα του και μεγάλος γυναικοκατακτητής.   Δε νομίζω να ασχολούμουν με την περίπτωση του αν δεν έπεφτε πριν λίγες μέρες στα χέρια μου το βιβλίο του με τίτλο Τα Παραπονεμένα, το οποίο είχε κυκλοφορήσει στα 1982 πιθανώς με έξοδα του ίδιου του ηθοποιού και συγγραφέα, όχι δηλαδή από κάποιον κραταιό εκδοτικό οίκο της εποχής. 





  Παραπονεμένα είχε ονομάσει ο Πλατής τα στιχουργήματα του που δεν έτυχαν μελοποιήσεων από τότε που ξεκίνησε να γράφει στο χώρο της επιθεώρησης. Απευθυνόμενος μάλιστα, στον πρόλογο του βιβλίου, σε ''όσους βρίσκονται στο χώρο του τραγουδιού'', αφού εκφράζει μία πικρία γι'αυτούς που ''έχουν περιφράξει το τραγούδι με αγκαθωτά συρματοπλέγματα και ανοίγουν το πορτάκι μόνο όπου αυτοί θέλουν'', δηλώνει πολύ ευτυχής σε περίπτωση που κάποιος διαβάσει τα πονήματα του και ενδιαφερθεί. Χαρακτηριστικά δίνει επίσης τα τηλέφωνα και τη διεύθυνση του  για την επαφή ''με τους καλύτερους οικονομικούς όρους''! Αφελής; Ίσως. Γραφικός; Δε θα τό'λεγα. Μάλλον ένας ατόφιος λαϊκός καλλιτέχνης ήταν ο Πλατής!   Το βιβλίο κλείνει με την εξής παρατήρηση του συγγραφέα: ''Τι θα χάσουμε να τά'χουμε καλά με το Θεό; Αφού υπάρχει!!!'', ενώ λίγο πριν εξιστορεί ένα παιδικό του βίωμα από τη γενέτειρα του, την Αμοργό, με ήρωες έναν άθεο κομμουνιστή και έναν μεγαλόψυχο παπά. Σαν χιουμοριστική ιστορία του συντηρητικού Ψαθά διαβάζεται το συγκεκριμένο story. Απ'την άλλη, υπάρχει και η διαβόητη συνέντευξη του Στυλιανού Παττακού, στην οποία ο χουντικός πρωτεργάτης τοποθέτησε τον Νικήτα Πλατή μαζί με τη Βουγιουκλάκη, τη Λάσκαρη, τον Βουτσά, τον Παπαγιαννόπουλο, τη Μοσχολιού, τον Μπιθικώτση, τον Ζαμπέτα και πολλούς άλλους, μεταξύ των Ελλήνων καλλιτεχνών που υποστήριξαν σθεναρά την Επανάσταση της 21ης Απριλίου του ΄67! 





  Ο Πλατής, τέλος, πάλι στον πρόλογο του βιβλίου, εξηγεί πως σκέφτηκε να γράψει, μια και η παύση του θρυλικού σήριαλ Μεθοριακός Σταθμός, που τον έβαζε κάθε Τετάρτη στα σπίτια 2.000.878 Ελλήνων, τον έριξε σε απραξία και μελαγχολία. Σεβαστό...   Σε ότι αφορά τα στιχουργήματα του, ομολογουμένως δε λένε και τίποτα συγκριτικά με τα δεδομένα της σύγχρονης ποίησης - στιχουργικής, στέκονται όμως σα ντοκουμέντα μιας αγνής naive Ελλάδας από την τρίτη δεκαετία του 20ου αι. και μετά. Εξαιρούνται κάποια που έγιναν τραγούδια για πλακιώτικες κρασοκατανύξεις (ένα απ'αυτά, το Φέρτε κρασί, έχω την εντύπωση ότι τραγουδήθηκε από τον Ορέστη Μακρή στην οπερέτα Όταν μιλούν τα νιάτα), καθώς και ένα άλλο, αυτοβιογραφικού τύπου, αφιερωμένο στην πρώτη του, αυστηρή μάλλον, σύζυγο.   Το ποίημα - τραγούδι του Πλατή με τίτλο Αγγελική πάει ως εξής:   Γυναίκα μου Αγγελική/ έχεις ψυχή αγγελική/ και δεν ξεχνώ που μ'έσωσες/ σε κάποια κλινική. Με έχεις πάντα καθαρό/ σα νά'μαι πρίγκιπας σου/ παρ'όλα τα απαίσια/ φριχτά αρθριτικά σου. Γι'αυτό κι εγώ σε έγραψα/ σε δίκαιο κατάστιχο/ ότι κι αν έχω στη ζωή/ δικά σου θε να γίνουνε/ όταν με πιάσει λάστιχο. Μα μες τα τόσα σου καλά/ έχεις κι ένα κακό/ όχι γι'άλλους μα για με, είναι προσωπικό/ ποτέ δε σ'αρσε η ζωγραφική μου/ ακόμα και στο θέατρο/ σκληρή μού'κανες κριτική στην υποκριτική μου. Αν πεις για τα τραγούδια μου/ τα Παραπονεμένα δηλαδή/ δεν τ'άφησες ν'ανθίσουνε/ και σε χλωρό κλαρί. Τόσο καιρό δε μίλαγα/ γιατί δεν το συνήθιζα/ να σε κακοκαρδίζω/ μα ήρθε η ώρα να στο πω/ για να σ'εκδικηθώ/ ΕΤΟΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ/ ΣΕ ΣΕΝΑ ΤΟ ΧΑΡΙΖΩ.   Κανονική ψυχανάλυση δια του χιούμορ, έτσι;   Με τη Ρένα Βλαχοπούλου στη Χαρτοπαίχτρα.   Πέραν όλων αυτών, τα Παραπονεμένα όνομα και πράγμα του Πλατή χρήζουν και ερευνητικής σημασίας, εφόσον περιέχουν ακόμη τις σημειώσεις του για όλα τα έργα - επιθεωρήσεις κυρίως - που έγραψε ο ίδιος και έπαιξε από το 1928 σε νεαρότατη ηλικία.   Το βιβλίο κυκλοφόρησε, όπως είπαμε, το 1982. Δύο χρόνια μετά, στις 14 Νοεμβρίου του 1984, ο Νικήτας Πλατής θα έφευγε από τη ζωή ξαφνικά, την ώρα που έβλεπε τηλεόραση, σε ηλικία 72 ετών. Τον Δεκέμβριο του 1989, θα τον ακολουθούσε και η δεύτερη σύζυγος του, η ηθοποιός Γκόλφω Μπίνη, σε ηλικία 85 ετών. 
Πηγή: www.lifo.gr

Όγδοο Γυμνάσιο Αθηνών

$
0
0

της Αρετής Κολλάτου-Τζαβέλλα //



8oGymnasio
Ο θεσμός OpenHouse μου έδωσε τη δυνατότητα να επισκεφτώ, μετά από μισό περίπου αιώνα, το σχολείο μου, το Όγδοο Γυμνάσιο Αθηνών.
Κυριακάτικο πρωινό. Με τη συγκίνηση να διατρέχει το πνεύμα μου κατηφορίζω την οδό Νικοπόλεως στα Πατήσια. 
Την κατηφόριζα επί τρία συνεχή σχολικά έτη (1964-’65 έως 1967-’68), μαθήτρια στις τρεις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου.
«Εκ Λαρίσης ορμωμένη», με το φόβο και την αγωνία να με κυκλώνουν, ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι θα φοιτούσα σ’ ένα τόσο ιστορικό σχολείο. Μετά τα έμαθα – πολύ αργότερα· πολλά μόλις σήμερα, μέσα από την «πριβέ» ξενάγηση που μου έκανε η γελαστή Μαριλένα (παράλειψή μου που δε συγκράτησα το επώνυμο).
Την είδηση την είδα μόλις χθες βράδυ, αργά, και δεν μπόρεσα να καταπνίξω τη νοσταλγία εκείνων των ημερών, των εφηβικών μου χρόνων τη γοητεία.
Άλλαξα τον προγραμματισμό της ημέρας και ξεκίνησα – δε θα το έχανα με τίποτα αυτό το δώρο.
Διστακτικά πέρασα στο προαύλιο, έριξα με λαχτάρα το βλέμμα μου γύρω, να δω τι άλλαξε.
Πολλά, και τίποτα! Ανεπαίσθητες μου φάνηκαν οι αλλαγές, ζωντανές οι μνήμες με κατέκλυζαν – σχεδόν άκουγα τα βήματά μας να αντηχούν στις μαρμάρινες σκάλες, πρόσωπα μαθητριών και καθηγητών να ζωντανεύουν, σκηνές από τη μαθητική μας ζωή, ο γυμνασιάρχης, «δεξιά τω εισερχομένω», να εξετάζει τον ποδόγυρο, η γυμνάστρια να κάνει τις παρατηρήσεις της, ο μαθηματικός να υφίσταται τις φάρσες μας…
Γεώργιος Πάντζαρης ο αρχιτέκτων· από τους πρώτους αποφοίτους της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ. Με τα πρώτα σχέδια να ακολουθούν τις επιταγές του εκλεκτικισμού, αλλά να αλλάζουν στην πορεία σε πιο λιτές γραμμές.
Στο μεταίχμιο μιας εποχής –ξεκίνησε να κτίζεται στο κτήμα του Μιχαήλ Νομικού
 (αχ αυτοί οι υπέροχοι Έλληνες ευεργέτες, πόσο μας λείπουν σήμερα!) το 1926 και τελείωσε το 1931−, και υπακούοντας στην κρατούσα την εποχή εκείνη τάση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης για απλά και λειτουργικά εκπαιδευτήρια (Γόντικας και Παπανδρέου οι τότε υπουργοί Παιδείας, Δελμούζος και Γληνός οι εμπνευσμένοι δάσκαλοι που τόλμησαν τη μεταρρύθμιση), το σχολείο ΔΙΔΑΚΤΗΡΙΑ Ο ΝΟΜΙΚΟΣ πέρασε στην ιστορία.
Την περίοδο 1928-1932, επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου, κτίστηκαν 330 σχολεία στα αστικά κέντρα με βάση τις αρχές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και σύμφωνα με τις νέες τάσεις της παιδαγωγικής, τα οποία έμειναν στην ιστορία ως «σχολεία Παπανδρέου» ή «σχολεία του ʼ30». Σύμφωνα με τις προδιαγραφές του υπουργείου Παιδείας, τα νέα διδακτήρια έπρεπε «να είναι απλά κατά την μορφήν και την σύνθεσιν […] ήτοι δέον να αποφεύγωνται τα πολυτελή και ανωφελή στοιχεία, να επιδιώκεται λιτότης εν ταις διακοσμήσεσιν, ιδίως δε να αποφεύγωνται χώροι περιττεύοντες και πολύπλοκοι και σύνθετα σχήματα μη οργανικά». (Αρβανίτου, κ.ά., 2003: 16)
Ο Μιχαήλ Νομικός κληροδότησε το κτήμα του στα Πατήσια στο δήμο με τον όρο «να ιδρύση εν τω κτήματι τούτω οιαδήποτε σχολεία αρρένων και θηλέων, κατά το νεώτατον σύστημα, εις τα οποία να τεθεί το όνομα Μιχαήλ Κ. Νομικός».
Σήμερα έμαθα –πρόσεξα να πω καλύτερα− το πάντρεμα που έκανε ο αρχιτέκτονας των στοιχείων του εκλεκτικισμού με τις λιτές γραμμές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής (μου τα εξήγησε η Μαριλένα). Έμαθα ότι είναι το πρώτο σχολείο στην Ελλάδα με κεντρική θέρμανση· με λουτρά στα υπόγεια. Έμαθα για τις τοιχογραφίες του Παπαλουκά στο εκκλησάκι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, ένα πρωτοποριακό έργο του αρχιτέκτονα Νικόλαου Μητσάκη, με επικλινή στέγη και ανοιχτό στο μαθητικό κοινό (τώρα, δυστυχώς, έχει κτιστεί και πρόσοψη), στο οποίο δινόταν η ευκαιρία να «ατενίσει» μέσα απ’ αυτόν τον άξονα το θείον. Μόλις τώρα έμαθα για τα εξαιρετικά βιτρό της αίθουσας θεάτρου, που καθιστούσαν το χώρο μαγευτικό· συνειδητοποίησα ακόμα ότι τα ανοιχτά γυμναστήρια, που περιέτρεχαν όλο τον προαύλιο χώρο, ήταν κι αυτά μια πρωτοποριακή επιλογή.
Σήμερα έμαθα και ότι το ιστορικό αυτό σχολείο επέζησε της Κατοχής, αλλά υπέστη φοβερές καταστροφές κατά την περίοδο του Εμφυλίου!
Με την ψυχή κατάφορτη από συγκίνηση θέλησα να κλείσω μέσα μου το χρόνο, να ενώσω το παρελθόν με το μέλλον.
Έτσι όπως βαδίζαμε σ’ εκείνον τον ολοφώτεινο διάδρομο –ο ήλιος ήταν ακόμα λαμπρός και μας έλουζε από τα τεράστια παράθυρα, τα οποία ήταν φανερό πως είχαν σχεδιαστεί στη λογική της εξοικονόμησης ενέργειας− ήταν σαν να περνούσα αβίαστα από το σήμερα των εξήντα τεσσάρων μου χρόνων στο χθες των δεκατεσσάρων και να ξαναζούσα τα εφηβικά μου όνειρα.

Λίρα με ουρά!

$
0
0

-Ζήτησαν και έλαβαν σχετική άδεια ώστε να ξεκινήσουν τις έρευνες νόμιμα

Έναν “κρυμμένο θησαυρό” αναζητούν τέσσερις πολίτες από την Ξάνθη στο κέντρο των Φερών στον Έβρο, ελπίζοντας πως η τύχη θα τους χαμογελάσει και πως οι πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους θα επαληθευθούν. 

Πρόκειται για τέσσερα άτομα από την περιοχή της Ξάνθης, τους Δ.Τ., Τ.Ι., Σ.Ο. και Τ.Σ., οι οποίοι αιτήθηκαν και έλαβαν από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας – Θράκης άδεια ανεύρεσης κρυμμένου θησαυρού, αναζητώντας προφανώς λίρες και άλλα τιμαλφή, στο κέντρο των Φερών στον Έβρο. 

Ο κρυμμένος θησαυρός, σύμφωνα με τους αιτούντες, βρίσκεται σε ακίνητο στο οποίο στο παρελθόν στεγάζονταν το Αστυνομικό Τμήμα Φερών ενώ από πλευράς Αποκεντρωμένης ορίστηκαν συνολικά πέντε δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίο συνθέτουν την επιτροπή για την παρακολούθηση και την εποπτεία των εργασιών έρευνας και ανασκαφής, για την ανεύρεση του θησαυρού. Πρόκειται για την Προϊσταμένη της Κτηματικής Υπηρεσίας Ν. Έβρου καθώς και μια ακόμη υπάλληλο της ίδιας υπηρεσίας, τον Αν. Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Φερών, έναν , εκπρόσωπο της 15ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και έναν εκπρόσωπο της ΙΘ΄Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. 

Όπως προβλέπεται σε αντίστοιχες περιπτώσεις οι εργασίες ανασκαφής για την ανεύρεση θησαυρού θα πραγματοποιηθούν για δύο ημέρες ,σε ημερομηνίες που θα καθορισθούν από τη Κτηματική Υπηρεσία Ν. Έβρου , θα αρχίσουν στις 8:00 π.μ. και θα τελειώσουν στις 15:30 μ.μ. Το ωράριο μπορεί να παραταθεί μόνο αν βρεθεί θησαυρός και για τον απαιτούμενο χρόνο για συγκέντρωση και καταμέτρηση αυτού. 

Κατά την εργασία για την ανεύρεση του θησαυρού απαγορεύεται η χρήση εκρηκτικών υλών (ισχυρών), αλλιώς η σχετική άδεια που χορηγείται μπορεί να ανακληθεί, ενώ απαγορεύεται στον χώρο εργασιών να παρευρίσκονται άτομα τα οποία δεν αναγράφονται στην άδεια, εκτός των χειριστών μηχανημάτων ανασκαφής ή των εργατών εσκαφής. 

H μετάβαση των μελών της Επιτροπής στον τόπο έρευνας και ανασκαφής, βαρύνει αποκλειστικά τους καταδείκτες και θα γίνεται μόνο εάν χορηγηθεί μεταφορικό μέσο,  ενώ Καθ΄όλο το διάστημα των εργασιών η επιτροπή θα βρίσκεται επί τόπου και θα ασκεί εποπτεία και παρακολούθηση των ερευνών. 

Εάν βρεθούν αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας θα παραδοθούν στην αρχαιολογική Υπηρεσία, ενώ σε περίπτωση ανεύρεσης αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου οι εντεταλμένοι σε αυτό έχουν υποχρέωση να διακόψουν αμέσως κάθε εργασία για τη διενέργεια ανασκαφικής έρευνας από τα αποτελέσματα της οποίας θα εξαρτηθεί και η συνέχισή τους. 

Σε περίπτωση που ο ευσεβής πόθος των “κυνηγών” επιβεβαιωθεί και βρεθεί θησαυρός θα περιγραφεί με λεπτομέρεια και θα καταμετρηθεί από την επιτροπή και τους καταδείκτες. Για το λόγο αυτό θα συνταχθεί πρωτόκολλο που θα υπογραφεί επί τόπου, από την επιτροπή και τους καταδείκτες και αμέσως ο θησαυρός θα κατατεθεί στο πλησιέστερο υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος. Η μεταφορά θα γίνει με τη συνοδεία Αστυνομικής Δύναμης , της Επιτροπής και των καταδεικτών.  Η Επιτροπή υποχρεούται να έχει ενημερώσει το υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος, για να δεχθεί την κατάθεση σε περίπτωση ανεύρεσης θησαυρού. 

Τα έξοδα ανασκαφής και επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν από την ανασκαφή κατάστασή τους, βαρύνουν τους αιτούντες την ανασκαφή, οι οποίοι, για το σκοπό αυτό, έχουν καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της Δ.Ο.Υ. Ξάνθης ως εγγύηση, ποσό 1000 Ευρώ με το αριθ.29178/20.8.2014 Γραμμάτιο Σύστασης Παρακαταθήκης . Το ποσό θα τους επιστραφεί μετά την τακτοποίηση των υποχρεώσεών τους. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος αιτείται και λαμβάνει σχετική άδεια για την ανεύρεση κρυμμένου θησαυρού, μιας και τα τελευταία χρόνια μόνο η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας και Θράκης έχει εκδώσει αναρίθμητες αντίστοιχες άδειες για εκτάσεις στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης, της Καβάλας αλλά και της Κομοτηνής και Ξάνθης. Φυσικά δεν είναι λίγοι οι “κυνηγοί” που επιχειρούν αντίστοιχες ανασκαφές και έρευνες χωρίς την έκδοση αδειών, θεωρώντας πως έτσι το όφελος θα είναι μεγαλύτερο για τους ίδιους, εφόσον φυσικά οι πληροφορίες τους ευσταθούν! 

Πρόσφατα, σύμφωνα με πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας μια επιχειρηματίας στην περιοχή της Κομοτηνής εικάζεται πως βρήκε ένα τσουκάλι με λίρες, ενώ κάτι αντίστοιχο έχει ακουστεί και για την περιοχή της Ξάνθης πριν από μερικούς μήνες, χωρίς ωστόσο επισήμως να επιβεβαιωθεί. 

Το σπίτι με τις Καρυάτιδες στην οδό Ασωμάτων που μάγεψε τον Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν και τον Τσαρούχη

$
0
0
Το σπίτι με τις Καρυάτιδες στην οδό Ασωμάτων που μάγεψε τον Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν και τον Τσαρούχη [εικόνες]


Ενα σπίτι που ανήκει στην αστική μυθολογία της πόλης είναι αυτό στον αριθμό 45 της Ασωμάτων. Ενα διόροφο νεοκλασικό, όχι ιδιαίτερης λαμπρότητας, ένα λαϊκό σπίτι της ευρύτερης περιοχής του Ψυρρή, που έφερε στο μπαλκόνι δύο περήφανες Καρυάτιδες. Με τoν λαϊκό θρύλλο να μιλά για τον καημό του ιδιοκτήτη για το χαμό των δύο θυγατέρων του (θρύλλος που δεν επιβεβαιώνεται από τους συγγενείς), το σπίτι μάγεψε τον Γιάννη Τσαρούχη αλλά και τον περίφημο Γάλλο φωτογράφο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν.
(η περίφημη φωτογραφία του Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν από τη δεκαετία του '50)

Το σπίτι χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της λαϊκής αρχιτεκτονικής της περιοχής. Το αποτέλεσμα  είναι μοναδικό, σπάνιο, μακριά από κιτς απηχήσεις, έγινε πίνακας από τον Γιάννη Τσαρούχη αλλά και καθήλωσε τον Μπρεσόν που το φωτογράφησε καθώς από μπροστά περνούσαν δυο μαυροντυμένες γυναίκες, δημιουργώντας μια εμβληματική φωτογραφία.

(Ο πίνακας του Γιάννη Τσαρούχη)
Ομως, το σπίτι με τις καρυάτιδες, ήταν και η οικία της Εκάβης στο περίφημο μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή «Το Τρίτο Στεφάνι». Διάβαζουμε στο blog omadaasty, σε θέμα για την Αθήνα του Ταχτσή: «Η χρήση του Σπιτιού με τις Καρυάτιδες στο Τρίτο Στεφάνι μοιάζει να αποκρυσταλλώνει όλη την ιδεολογική φόρτιση του νεοκλασικισμού σαν συνδετικού κρίκου ανάμεσα στην αρχαία και την σύγχρονη Αθήνα. Αποτυπωμένο πρώτη φορά το 1952 από τον Γιάννη Τσαρούχη, το λαϊκό νεοκλασικό της Αγίων Ασωμάτων θα περάσει από το Τρίτο Στεφάνι για να συμπεριληφθεί, τριάντα χρόνια αργότερα και πάλι από τον Τσαρούχη στα σκηνικά των Θεσμοφοριαζουσων του Αριστοφάνη, σε μετάφραση του ίδιου του Κώστα Ταχτσή, μετάφραση που ο ίδιος υποστήριζε ότι συγγένευε με τη γλώσσα που μιλούσαν οι γυναίκες των παιδικών του χρόνων, τις λογοτεχνικές αντανακλάσεις των οποίων τοποθετεί στο ίδιο σπίτι. Σε αυτό το πλαίσιο, ίσως να μην είναι τυχαίο ότι ο πατέρας της Εκάβης, έτερος ένοικος αυτού του σπιτιού – συμβόλου, εμφανίζεται ως  «πρακτικός αρχαιολόγος» που ήθελε «να γεφυρώσει το χάσμα που χώριζε την αρχαία Ελλάδα από την νέα». Μιλώντας για λογοτεχνικές αντανακλάσεις, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Άκης, alter ego του Κώστα Ταχτσή στο Τρίτο Στεφάνι, ξεκινά την πορεία του ως ζωγράφος ζωγραφίζοντας «παλιά αθηναϊκά σπίτια», μια αναφορά ίσως στον Γιάννη Τσαρούχη, που έθεσε τη βάση για το πέρασμα του Σπιτιού με τις Καρυάτιδες στον μύθο.»
(Ο Γιάννης Τσαρούχης φωτογραφίζεται στην Ασωμάτων, κάτω από τις καρυάτιδες)

Το σπίτι ανακηρύχθηκε διατηρητέο το 1989. Δέκα  χρόνια αργότερα ανακαινίστηκε με την επίβλεψη του αρχιτεκτονικού γραφείου του Στέφανου Πάντου-Κίκκου.
(το σπίτι στη φάση της εγκατάλειψης)
(το σπίτι σήμερα)

http://www.iefimerida.gr/

Εν Αθήναις...καμαρούλα μια σταλιά

$
0
0


Ε ναι...έτσι ήταν τα καμαράκια στις αυλές της Αθήνας....δεν τα έλεγαν δωμάτια.
Η μια και μοναδική πόρτα δεν είχε κλειδί...και γατί άλλωστε.
Ας δούμε λίγο καλύτερα αυτή την υπέροχη φωτογραφία....
Συγγενείς και φίλοι μαζεμένοι σε μια γιορτή...έτσι έγραφε η λεζάντα....
Ένα τραπέζι μερικές καρέκλες....μια ντουλάπα...ο πίνακας του ηλεκτρικού...ο Χριστός
στο κάδρο...η νυφική φωτογραφία παραδίπλα.
Απ΄έξω ήταν το ενδιάμεσο που μετρούσε το ρεύμα που κατανάλωνες
με την μια λάμπα.
Μεγάλοι και παιδιά φορώντας τα καλά τους πήγαν να ευχηθούν....
Το γλυκό πρώτα θα έβγαινε και στην συνέχεια οι κατσαρόλες που όλοι θα πήγαιναν
για να στηθεί το τσιμπούσι.
Πρώτα θα έτρωγαν τα παιδιά....δεν θα ήταν και λίγα....παρ΄όλες τις κακουχίες
εκείνων των χρόνων οι γεννήσεις καλά κρατούσαν.
Οι φράσεις...."έχει ο Θεός..."..."...τα παιδιά είναι ευτυχία..."κυριαρχούσαν.
Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι ότι δύσκολα μπορούσες να προσδιορίσεις
την ηλικία των ανθρώπων τότε.
Φεύγοντας η οικογένεια κάποια στιγμή από την καμαρούλα μια σταλιά πήγαινε
στο δωμάτιο και κουζίνα.
Το έβλεπαν σαν παλάτι....στην κουζίνα έμπαινε το μπαουλοντίβανο και κοιμότανε
το παιδί.
Το τραπέζι θα ήταν πολλαπλής χρήσεως και θα έκανε και χρέη γραφείου για διάβασμα.
Τα υπόγεια είχαν μικρότερο ενοίκιο αλλά και καλύτερη ζέστη τον χειμώνα και δροσιά
το καλοκαίρι.
Αυτά τα άκουγες από τον ιδιοκτήτη όταν πήγαινες να το νοικιάσεις.
Παλιό...παμπάλαιο με επιγραφή 1924 ....ενοικιοστάσιο.
Οι οδηγίες του ιδιοκτήτη ήταν ....προσοχή στα καρφιά όταν βάλεις κανένα κάδρο γιατί έπεφτε ο σοβάς.
Να πληρώνεις κανονικά το μερίδιό σου στο ρεύμα...στον βόθρο...στο ηλεκτρικό...
στο νερό γιατί διαφορετικά θα σου έκανε έξωση.
Αυτές έδιναν και έπαιρναν...κλητήρας...πολιτσμάνος...ένας εργάτης
και τα πράγματά σου στο πεζοδρόμιο.
Φυσικά η γνωστή μυρουδιά της μούχλας υπήρχε αλλά σε καθησύχαζε ο εισοδηματίας ότι πρίν μπείς θα το περάσει...μια ώχρα...ασβέστη με χρώμα δηλαδή.
Όλα αυτά όμως δεν τα έπαιρνες στα σοβαρά....τώρα θα είχες μια κάμαρα παραπάνω
και δικό σου κλειδί.
Η τουαλέτα και εδώ θα ήταν κοινόχρηστη στην υπόγεια αυλή.

πίσω στα παλιά

Οι Αθηναίοι γεύονται την μαγεία ενός blackout...

$
0
0




…και συμπεριφέρονται σαν τα μικρά παιδιά
Αι Αθήναι πλέουσαι εις άπλετον... σκότος

«Απρόοπτος διακοπή του ηλεκτροφωτισμού της πρωτευούσης επέλθουσα χθες ολίγον προ της 6 1/2 μ.μ. επέφερεν αναστάτωσιν γενικήν και έγεινε πρόξενος απείρων φαιδροτάτων επεισοδίων. Αι χιλιάδες των Αθηναίων περιπατητών που ευρέθησαν εξαφνικά πλέοντες εις ένα απροσδόκητον ηλεκτρικόν σκότος, ηξιώθησαν ν'απολαύσουν ένα θέαμα, το οποίον δεν ειμπορούσαν να το περιμένουν ποτέ.

Έως τώρα επρεσβεύετο ως δόγμα αξιωματικόν, ότι οι Αθηναίοι είνε τα φωτοχαρέστερα των διπόδων της υφηλίου. Από χθες πρέπει να θεωρήται ως αλήθεια αδιάψευστος, ότι οι κάτοικοι της πρωτευούσης αγαπούν το σκοτάδι σαν τις νυχτερίδες. Τόση υπήρξεν η τρελλή χαρά, η οποία κατέβαλε τους ανθρωποχειμάρρους της πλατείας του Συντάγματος, της οδού Σταδίου και όλων των κέντρων μόλις εσβέσθησαν τα φώτα. Αληθές πανδαιμόνιον διεδέχθη το σβέσιμον, αλαλαγμοί, πανζουρλισμός.

Και δεν ήτο μόνον το σβέσιμον των φώτων. Οι κινηματογράφοι διεκόπησαν, πάσαι αι ηλεκτροκίνητοι μηχαναί εν γένει εσταμάτησαν, η κυκλοφορία των τραμ διεκόπη και πολλοί ανερχόμενοι από ορόφου εις όροφον δια των ηλεκτρικών αναβατήρων, έμειναν μετέωροι και εδέησε να κάμουν ακροβατικά γυμνάσια δια να αναρριχηθούν με σχοινιά ή να κατέβουν.

Τα καφενεία και λοιπά κέντρα, τα οποία εχρησιμοποίουν φωταέρια, ησθάνθησαν την χρησιμότητα του παλαιού αυτού περιφρονητικού φωτισμού. Το καφενείον Ζαχαράτου, έμεινε θεοσκότεινον και η Σεβαστή Γερουσία εύρε τροφήν νέων σχολίων. Επίσης, το "Πανελλήνιον"έμεινε στα σκοτεινά. Οι θαμώνες των έμειναν καθηλωμένοι εις τας θέσεις των, άλλοι σοβαρώς συζητούντες και άλλοι σκασμένοι στα γέλοια. Ότι όμως έγεινεν εις τους κινηματογράφους, δεν περιγράφεται -καθώς λέγουν η... κακές γλώσσες...

Εκείνοι όμως που ωργίασαν κυριολεκτικώς, ήσαν οι μετημφιεσμένοι. Τους κατέλαβεν ένα μένος πανζουρλισμού απερίγραπτον και δεν ήξευραν και αυτοί πώς να χαρούν την μεγάλην ελευθερίαν που τους παρείχε το σκοτάδι: επιτείνον την εκ της μεταμφιέσεως ελευθερίαν.

Η ζωηρότης αυτή επεξετάθη και εις τους αμασκάρευτους ενθαρρυνομένους επίσης από το σκότος. Κωμικώταται δε, ήσαν αι σκηναί εις τα σταματημένα τραμ. Οι ταξειδιώται δεν εννοούσαν να το κουνήσουν. Ευρήκαν όμως τον μπελάν των από νεαρούς εκδρομείς, οι οποίοι εισήλθαν και κτυπώντες τα κουδούνια εφώναζαν:

-Βάρα αμαξά.

-Εμπρός λοιπόν, χτύπα τα ψωράλογά σου να ξεκινήσουν. Ντεεε...

Ένα αυτοκίνητον, ερχόμενον από την Ομόνοιαν προς το Σύνταγμα, εφάνταζε με τους φανούς του σαν δίδυμος ήλιος του μεσονυκτίου. 
Και μια δεσποινίς ηκούσθη να λέγη το εξής αμίμητον:

-Μα που το ευρήκε το ηλεκτρικό το αυτοκίνητο, αφού εκόπη το ρεύμα;»

                                                                («Ακρόπολις» 1934)

Aναμνήσεις από τη γειτονιά του ΄60

$
0
0

Η «Eλξη» είναι το «βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μας» .Εδώ και αρκετά χρόνια , περίπου 15, βρίσκεται απέναντι ακριβώς από την πόρτα του σχολείου επί της Ζεύξιδος.
Είχαμε λοιπόν το θάρρος να καθήσουμε λίγη ώρα παραπάνω και η κα Κατερίνα και ο κος Νίκος να μας μιλήσουν για τις παιδικές αναμνήσεις τους από την «παλιά γειτονιά»,την δεκαετία του ΄60.
Από την συζήτηση λοιπόν αυτή και οργανώνοντας κάπως τις σημειώσεις μας γράψαμε την παρακάτω «συνέντευξη»…..
Mε τί ασχολούνταν οι γυναίκες;
 Οι γυναίκες εκείνη την εποχή ασχολούνταν κυρίως με τα οικιακά.Σχεδόν καμία γυναίκα δεν δούλευε με εξαίρεση εκείνες που ήταν καθηγήτριες.Έβγαιναν από το σπίτι για να ψωνίσουν τα απαραίτητα για το σπίτι να ή να κάτσουν με τις φίλες -πολλές φορές πλέκοντας- τους όσο οι σύζυγοι και τα παιδιά τους ήταν στο σχολείο.
Πώς ήταν τα σπίτια;
 Τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες ή και δυόροφα και τις περισσότερες φορές αυλή στο μπροστινό ή και στο πίσω μέρος.Οι πόρτες δεν κλείδωναν ποτέ μέχρι και το '80 και οι κάτοικοι κοιμόντουσαν συχνά στις αυλές τα καλοκαίρια χωρίς φόβο για κλέφτες.Τα περισσότερα σπίτια είχαν μεταλλική είσοδο και στα πεζοδρόμια έξω από αυτά υπήρχαν πάντα δέντρα (συνήθως ακακίες) τα οποία όταν άρχιζαν να χτίζονται πολυκατοικίες (μετά το '85-'90) ξηλώθηκαν με σκοπό την εξοικονόμιση χώρου.Σε κανένα σπίτι δεν υπήρχε τηλέφωνο και λάμπες όπως τις ξέρουμε σήμερα.Ακόμα υπήρχαν και "συγκροτήματα"σπιτιών στα οποία ζούσαν μέχρι και τέσσερις οικογένειες με μια κοινή τουαλέτα και μια κοινή αυλή.
Ποιά επαγγέλματα υπήρχαν που τώρα δεν υπάρχουν;
 Στην θέση των σημερινών παντοπωλείων υπήρχαν τότε τα λεγόμενα εδώδιμα αποικιακά .Τα εδώδιμα αποικιακά είχαν τα τρόφιμα όπως μακαρόνια, ρύζι κτλ χύμα ,σε πάγκους.
Υπήρχαν επίσης τα μανάβικα τα οποία πουλούσαν φρούτα και λαχανικά με το κιλό πάνω σε πάγκους και αυτά.
Οί τσαγκάρηδες υπήρχαν σε αφθονία τότε και δεν έκαναν μόνο επισκευές όπως σήμερα αλλά και κατασκευές. Οι άνθρωποι πήγαιναν στον τσαγκάρη, έβαζαν το πόδι τους σε ένα καλούπι το οποίο ο τσαγκάρης προσάρμοζε ανάλογα και μετά εξηγούσαν πως ήθελαν το σχέδιο το χρώμα κτλ.
Στους ράφτες και τις μοδίστρες πήγαιναν οι άνθρωποι για να φτιάξουν τα κοστούμια τους καθώς δεν υπήρχαν μαγαζιά που να πωλούν.
Συνεργεία αυτοκινήτων και μαγαζιά με ανταλλακτικά υπήρχαν -από τότε- πάρα πολλά στην περιοχή από Καλλιρρόης μέχρι Άγιο Ιωάννη με όρια Βουλιαγμένης και Φραντζή.
Τα επιπλοποιεία και τα ξυλουργεία επισκεύαζαν παλαιά έπιπλα αλλά κατασκεύαζαν και καινούργια. Στην περιοχή του Νέου Κόσμου με όρια Βουλιαγμένης, Αγκύλης και Βρεσθένης υπήρχαν τουλάχιστον 15.
Στα μικρότερης κατηγορίας μαγαζιά εντάσσονται τα λεγόμενα καρβουνιάρικα τα οποία πουλούσαν κάρβουνο για τα τζάκια και τις σόμπες αλλά και κρασί. Πολλές φορές εκείνοι οι οποίοι τα πουλούσαν δεν είχαν καταστήματα. Αντίθετα τα πουλούσαν απευθείας από τις αποθήκες των σπιτιών τους ή των ταβερνών.
Στην ίδια κατηγορία βρίσκονται τα παγοπωλεία τα οποία πουλούσαν πάγο σε κολώνες και ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα μιας και την εποχή εκείνη στα σπίτια δεν υπήρχαν ψυγεία ή καταψύκτες.
Εκτός από εκείνους οι οποίοι είχαν μαγαζιά, υπήρχαν και άλλα επαγγέλματα όπως οι ι γυρολόγοι. Ένας γυρολόγος ήταν ο γαλατάς ο οποίος έβγαινε κάθε βράδυ με ένα κάρο ή με ένα ποδήλατο και φώναζε και οι νοικοκυρές έβγαιναν και αγόραζαν το γάλα βάζοντάς το σε κανάτες ή κατσαρόλες. Οι γαλατάδες έρχονταν συνήθως από τα Δερβενοχώρια. Υπήρχαν επίσης και οι τυροπιτάδες…

Δρακάκη Χαρούλα
Ζήση Χριστίνα
Κέκελου Αθανασία
Αρβανίτη Εύη

Article 4

$
0
0

Τμήμα... Παρακολούθησης των φοιτητών


Από την φίλη μας Ξ.Ζ. πήραμε αυτή τη καταχώρηση του 1930 στη σατυρική έκδοση του περιοδικού «Σατανάς». Φαίνεται ότι η φοιτώσα νεολαία (και) εκείνης της εποχής είχε πιο χαλαρή εικόνα για τη ζωή και τις αναγκαίες ιεραρχήσεις της και πως κάποιοι βρήκαν έναν ευφάνταστο τρόπο να επιτηρούν τους ατίθασους φοιτητές. Ή μήπως όχι; Στη σάτιρα όλα επιτρέπονται.

Πολλές ευχαριστίες αγαπητή φίλη.

Πρόσφυγες στην Αθήνα: Οι συνοικισμοί και η πολιτισμική ετερότητα

$
0
0



Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; Αφιέρωμα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη. (Συνέχεια από το «Πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Αθήνα: Η άφιξη και η αντίδραση των γηγενών»)
Οι προσφυγικοί συνοικισμοί

Όμως ποια ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας τα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία τους; Σε μια από τις πρώτες δημοσιογραφικές έρευνες στις προσφυγικές συνοικίες – τέτοιου είδους έρευνες παρουσιάζονταν συχνά σε όλες τις εφημερίδες του Μεσοπολέμου – αρθογράφος τουΡιζοσπάστη επισκέφτηκε το συνοικισμό της Καισαριανής τον Μάιο του 1925.
Σ’ ένα μακροσκελές άρθρο προσπάθησε να αποτυπώσει τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εντόπιζαν ήταν ο συνωστισμός των οικογενειών στα δωμάτια των ξύλινων παραγκών: «Σ’ ένα δωμάτιο 3 ½ μέτρων με 2 ½ κάθονται 7-9 άτομα, σε πολλά δε κάθονται και δύο – τρεις οικογένειες με συνολικό αριθμό ατόμων 10-12, αν και το κανονικό κατά τους υπολογισμούς τουλάχιστον της Ε.Α.Π. πρέπει να είναι μόνον τέσσερα ή πέντε άτομα.»[1]
Σαφώς μεγαλύτερο ήταν το πρόβλημα της παντελούς έλλειψης υποδομών για την ύδρευση της Καισαριανής. Το μέγεθος του προβλήματος καταγράφεται στο εν λόγω άρθρο με την αναφορά στην ύπαρξη ενός μεγάλου ντεπόζιτου χωρητικότητας 500 οκάδων, από το οποίο έπρεπε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των περίπου 10.000 κατοίκων του συνοικισμού. Την κατάσταση επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι η παροχή του νερού όχι μόνο δεν ήταν συνεχής, αλλά διαρκούσε μόλις μία ώρα ημερησίως. Την άθλια εικόνα που παρουσίαζε η ζωή στη συνοικία, συμπλήρωναν οι μόνιμα υπερχειλισμένες κοινές τουαλέτες, αλλά και τα βρώμικα νερά που αναμεμειγμένα με τις ακαθαρσίες των ζώων – οι πολυάριθμοι πλανόδιοι επαγγελματίες της συνοικίας είχαν άλογα και γαϊδούρια που τα χρησιμοποιούσαν για να περιφέρουν τα εμπορεύματά τους, ενώ παράλληλα πολλές οικογένειες συντηρούσαν κατσίκες, κότες και γουρούνια προς ιδία κατανάλωση – διέρχονταν από τους δρόμους αποτελώντας μεγάλη απειλή για τη δημόσια υγεία.
Όταν ο Ριζοσπάστης θα επιστρέψει στην Καισαριανή οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά, τον Μάιο του 1932, η κατάσταση όχι μόνο δεν είχε βελτιωθεί, αλλά είχε επιδεινωθεί λόγω της ανυπαρξίας ουσιαστικών παρεμβάσεων σε θέματα υποδομών και του υπερδιπλασιασμού του πληθυσμού, που αριθμούσε πλέον περίπου 25.000 κατοίκους:

«Ένας μαύρος πολτός κυλάει σιγαλά, γεμάτος βρωμιές κι ακαθαρσίες […] Εδώ δα μπροστά μας τα παιδάκια παίζουν με τη ζωή τους. Τσαλαβουτούν αξένοιαστα μες στα βρωμερά νερά, που σκορπάνε δηλητήριο […] Ένα αγεράκι σηκώνει μπόλικη σκόνη […] Τα δωμάτια γεμίζουν, του κάκου τρέχουν οι γυναίκες να κλείνουν τα πατζούρια […] Το νεροζούμι που βράζει στη φουφού γέμισε κι’ όλας από σκόνη […] Τα Λαγκάδια. Έτσι λέγονται κάτι μακρυνές παράγγες σα μάντρες, δίχως χωρίσματα. Σε κάθε μια από δαύτες ζούνε περί τις 70 – 80 οικογένειες […] Για φαντασθήτε περί τις 400 ψυχές σ’ αυτούς τους “στρατώνες”. Έχουν μωρά, αρρώστους, γέρους, άλλος τραγουδάει, τ’ άλλο κλαίει, κειν’ εκεί η οικογένεια έχει φασαρίες. Είνε υποχρεωμένοι όλοι αυτοί που στεγάζονται κάτω από την ίδια στέγη, νύχτα η μέρα νάνε σε ανησυχία μεγάλη.»[2]

Όμως ακόμη και δύο ολόκληρες δεκαετίες μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, οι κάτοικοι των προσφυγικών συνοικιών εξακολουθούσαν να ζουν σε «τρισάθλια» δωμάτια. Ο Ξενοφών Φιλέρης περιγράφει το σπίτι, για την ακρίβεια το δωμάτιο, όπου ζούσαν δύο φίλοι του και η μητέρα τους στο Βύρωνα την περίοδο της Κατοχής:

«Μ’ άλλα λόγια, σκέτη δυστυχία. Χωρίς έπιπλα, χωρίς νερό και ηλεκτρικό, χωρίς κρεβάτια, χωρίς τίποτα. Κοιμόντουσαν κατάχαμα πάνω σε κουρελούδες και στην πόρτα είχαν βάλει έναν μπερντέ για να τους προστατεύει από τον αέρα. Μόνο ένα τραπεζάκι – κι αυτό κουτσό -, τρία σκαμνάκια, μια λάμπα πετρελαίου, μια φουφού και μερικά πήλινα πιάτα υπήρχαν μέσα σ’ αυτήν την τρώγλη. Μια τρώγλη όμως, που η μάνα τους την είχε πάντα πεντακάθαρη, έλαμπε από πάστρα».[3]

Αν τα άρθρα του Ριζοσπάστη παρουσίαζαν την άθλια κατάσταση που επικρατούσε στις λαϊκές προσφυγικές συνοικίες με στόχο την ανάδειξη των προβλημάτων επιβίωσης των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων που οφείλονταν στην αδιαφορία των αστικών κυβερνήσεων, η αρθογραφία των αντιβενιζελικών κυρίως εφημερίδων, προσέγγιζε τα ίδια προβλήματα από μια διαφορετική οπτική. Σε άρθρο της με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μαθαίνουν Ελληνικά αλλά μιλούν Τούρκικα», η εφημερίδα Εμπρός επισήμαινε τον «εθνικό» κίνδυνο που συνιστούσαν οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες. Σ’ ένα ρεπορτάζ αφιερωμένο στις ελλείψεις των εκπαιδευτικών υποδομών στη συνοικία των Ποδαράδων (Νέα Ιωνία), αρθογράφος της εφημερίδας επισκέφτηκε το τοπικό σχολείο. Συνομιλώντας με το διευθυντή του και με μαθητές, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο «συνοικισμός της Σαφραμπόλεως κατοικείται ως επί το πλείστον από Έλληνας τουρκοφώνους και όπως είναι φυσικόν, όπως συμβαίνει δυστυχώς και με τους αλβανοφώνους της Αττικής, τα παιδάκια ομιλούν την τουρκικήν».[4]
Καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών του σχολείου είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, η χρησιμοποίηση της τουρκικής γλώσσας από αυτούς οφειλόταν στο γεγονός ότι τόσο στο οικογενειακό περιβάλλον όσο και στη γειτονιά, οι κάτοικοι μιλούσαν την τουρκική και όχι την ελληνική γλώσσα που τους ήταν άγνωστη. Αντιμέτωπο με αυτή την κατάσταση το ελληνικό σχολείο δεν καλούνταν απλά να εκπληρώσει το εκπαιδευτικό του έργο, αλλά και να υλοποιήσει μια εθνική «αποστολή», να «σπάσει» αυτή τη συνέχεια «δημιουργώντας» ελληνόφωνα παιδιά από τουρκόφωνους γονείς. Σε αυτή τη λογική, ο αρθογράφος καλούσε το κράτος να λάβει μέτρα ενάντια στο φαινόμενο ενισχύοντας τις εκπαιδευτικές υποδομές «δια να απαλλαγώμεν του αίσχους, να ομιλούν Ελληνόπουλα, εις την πρωτεύουσαν του Ελληνισμού την τουρκικήν.»[5]
Στην ίδια λογική, αλλά μέσα από τη διαπραγμάτευση ενός άλλου μεγάλου προβλήματος που παρουσιάζονταν στις προσφυγικές συνοικίες, κινούταν ένα ακόμα άρθρο της ίδιας εφημερίδας. Όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία του αρθογράφου, ο οικιστικός διαχωρισμός των προσφύγων από τους γηγενείς, περιλάμβανε μεταξύ άλλων, και τη διάσταση της προστασίας του «υγιούς» τμήματος του πληθυσμού από τις μεταδοτικές ασθένειες που είχαν «εγκατασταθεί» μαζί με τους πρόσφυγες στους συνοικισμούς. Την εποχή που «επάρατη νόσος» ήταν η φυματίωση, οι Αθηναίοι παρακολουθούσαν με τρόμο την ασθένεια αυτή να αποδεκατίζει τους κατοίκους των προσφυγικών συνοικισμών που είχαν «περικυκλώσει» το κέντρο της πόλης.
Στις αρχές του Δεκέμβρη του 1927, όταν ο δημοσιογράφος επισκέφτηκε το συνοικισμό των Νέων Σφαγείων, αντίκρισε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Και σε αυτόν τον προσφυγικό συνοικισμό, όλα ευνοούσαν τη διάδοση των μεταδοτικών ασθενειών και κυρίως της φυματίωσης: οικογένειες στοιβαγμένες σε δωμάτια, κοινά αποχωρητήρια χωρίς καμία μέριμνα για την εκκένωση των οχετών, διάτρητες στέγες και ξύλινα χωρίσματα οικιών από τα οποία περνούσαν ο κρύος αέρας και η βροχή και τέλος μια τεράστια τάφρος γεμάτη σκουπίδια, τα οποία «έχουν πολτοποιηθεί με την πάροδο του χρόνου […] Δυσώδης οσμή προσβάλλει την όσφρηση παντός επισκέπτου και αποπνίγει…»[6] Ο δημοσιογράφος παρουσιάζει την οικτρή κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι περίπου 5.000 κάτοικοι των Νέων Σφαγείων, για να καταλήξει ότι οι προσφυγικοί συνοικισμοί αποτελούσαν εστίες μεταδοτικών ασθενειών που απειλούσαν τη δημόσια υγεία όχι μόνο των προσφύγων, αλλά κυρίως των γηγενών κατοίκων του κέντρου της πρωτεύουσας:

«Το γεγονός όσον και αν είνε θλιβερόν δια τους πρόσφυγας θα είχεν ολιγώτερον σημασίαν, αν δεν εξεδηλούτο ένα φαινόμενον. Ότι δηλαδή όσοι δύνανται να εξοικονομήσουν κάποιο περίσσευμα φεύγουν εκ των Νέων Σφαγείων και εγκαθίστανται εις τας Αθήνας με τους ασθενείς των, μεταφυτεύοντες ούτω τα μικρόβια των νόσων εις τον πληθυσμόν της πρωτευούσης […] Αν δεν κινηθούν [οι αρμόδιοι] προβλέπω μεν τάχιστα επερχομένην την ημέραν καθ’ ην – δεν φαιδρολογούμεν – ο άλλος πληθυσμός της Ελλάδος θα αναρτίση εις τα πρόθυρα των Αθηνών πινακίδας “πόλις της φθίσεως και της χολέρας”.»[7]

Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν ήταν τόσο αυτό των εξαιρετικά υψηλών ποσοστών θνησιμότητας των προσφύγων λόγω της φυματίωσης, που εύρισκε ευνοϊκές συνθήκες εξάπλωσης στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Το πρόβλημα εντοπιζόταν στον κίνδυνο «εξόδου» της φυματίωσης από τους προσφυγικούς συνοικισμούς, στον κίνδυνο δηλαδή να προσβληθεί μαζικά το υγιές τμήμα του πληθυσμού. Σε αυτό το απόσπασμα αντανακλάται ξεκάθαρα η αντίληψη που κυριαρχούσε ανάμεσα στους γηγενείς: οι πρόσφυγες ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ήταν ένα βάρος ανεκτό όσο αυτοί περιορίζονταν στους συνοικισμούς τους, αλλά επικίνδυνο όταν εμφανίζονταν στο ζωτικό χώρο των γηγενών.                       

Η πολιτισμική ετερότητα των προσφύγων

Αν λοιπόν το κέντρο της πόλης και οι συνοικίες του αποτελούσαν το ζωτικό χώρο των γηγενών, η «τακτοποίηση» των προσφύγων στις προσφυγικές συνοικίες, ο χωροταξικός διαχωρισμός τους από τους γηγενείς που αντανακλούσε την κοινωνική και οικονομική τους περιθωριοποίηση, οδήγησε στη δημιουργία του δικού τους διακριτού ζωτικού χώρου. Με αυτό τον τρόπο η προσπάθεια άμβλυνσης των κοινωνικών επιπτώσεων που είχε το σοκ της άφιξης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο λεκανοπέδιο, οδήγησε στη συντήρηση των διαχωριστικών γραμμών. Μπορεί λοιπόν να αποφευχθήκαν οι έντονες προστριβές που προκαλούσε η συμβίωση στα επιταγμένα κτίρια και οικίες, παράλληλα όμως ο χωροταξικός διαχωρισμός συντηρούσε τη διάκριση γηγενών και προσφύγων, λειτουργώντας ανασταλτικά στη διαδικασία ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Με άλλα λόγια, η περιθωριοποίηση των προσφύγων υπονόμευε την κοινωνική συνοχή σε μια περίοδο έντονης πολιτικής και οικονομικής ρευστότητας.
Οι προσφυγικές συνοικίες υπήρξαν λοιπόν οι ζωτικοί χώροι όπου οι πρόσφυγες επιχείρησαν να ανασυγκροτηθούν οικονομικά και κοινωνικά. Έχοντας απωλέσει τις περιουσίες τους και σε μεγάλο βαθμό την επαγγελματική τους ενασχόληση, οι πρόσφυγες συσπειρώθηκαν γύρω από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά στην προσπάθειά τους να ανασυγκροτηθούν. Αν και υπήρξαν φορείς διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων (τουρκόφωνοι αγρότες από την περιοχή του Πόντου, ελληνόφωνοι αστοί της Σμύρνης ή καραμανλήδες αγρότες και έμποροι από τη μικρασιατική ενδοχώρα), η εμπειρία της προσφυγιάς λειτούργησε ομοιογενοποιητικά δημιουργώντας μια νέα και κοινή σε μεγάλο βαθμό ταυτότητα. Οι πρόσφυγες αντί να εισέλθουν σε μια διαδικασία πολιτισμικής αφομοίωσης, χρησιμοποίησαν τα ιδιαίτερα αυτά πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά ως στρατηγική επιβίωσης και διεκδίκησης.
Από τη στιγμή που έφεραν την εμπειρία μιας διαφορετικά οργανωμένης κοινωνίας - οι ελληνικές κοινότητες στις οποίες ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια δεν ήταν οργανωμένες με βάση τις ταξικές αλλά τις πολιτισμικές διαφορές – όσα τους διέκριναν σε πολιτισμικό επίπεδο με τους γηγενείς απέκτησαν μεγάλη βαρύτητα για την εσωτερική τους συνοχή. Έτσι, τα πρώτα κυρίως χρόνια της εγκατάστασης, η παράδοση αντίστασης και ανυπακοής απέναντι στις οθωμανικές αρχές που έφεραν από τα μικρασιατικά παράλια, εκδηλώθηκε στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας μέσα από καταλήψεις οικοπέδων και δημοσίων οικημάτων και την αυθαίρετη δόμηση οικιών.

Η «παραβατικότητα» των προσφύγων. Καταλήψεις οικημάτων και αυθαίρετη δόμηση

Απέναντι σ’ ένα κρατικό μηχανισμό που αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στο τεράστιο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, αυτοί ανέλαβαν την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους προτάσσοντας την αυτενέργεια και σε πολλές περιπτώσεις την παραβατικότητα, ως στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας. Έτσι με την άφιξη των προσφύγων εμφανίστηκε το φαινόμενο της αυθαίρετης δόμησης σε μαζικό επίπεδο, ως μια διαδικασία που συμπλήρωνε την αδυναμία του κράτους να προσφέρει φτηνή στέγη. Παράλληλα η αυθαίρετη δόμηση λειτουργούσε ως δικλείδα ασφαλείας που εκτόνωνε τις κοινωνικές εντάσεις, τόσο ως ένας τρόπος άμεσης εξασφάλισης στέγης, όσο και ως μια μορφή οικονομικής δραστηριότητας που πρόσφερε εργασία σε σημαντικό αριθμό προσφύγων.
Ο πατέρας της Ευτυχίας Μορίκη ξεκινώντας από τη γειτονιά που είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά του στα Ταταύλα, άρχισε να χτίζει αυθαίρετα οικήματα για τη στέγαση προσφύγων. Σύντομα εξελίχθηκε σε εργολάβο που διέθετε συνεργεία για το χτίσιμο αυθαιρέτων σε διάφορους προσφυγικούς συνοικισμούς. Λόγω της «ιδιομορφίας» της - οι εργασίες έπρεπε να γίνουν νύκτα και να ολοκληρωθούν μέσα σε μερικές ώρες - η δουλειά αυτή εξασφάλιζε πολύ καλά μεροκάματα. Στην αφήγησή της η Ευτυχία Μορίκη περιγράφει τη διαδικασία ανέγερσης των αυθαιρέτων, αλλά και την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σχέση που αναπτύσσονταν ανάμεσα στους εργολάβους και τους εκπροσώπους του νόμου, σχετικοποιώντας τη διαχωριστική γραμμή που διέκρινε το νόμιμο από το παράνομο:  

«Το χτίσαμε σε 24 ώρες. Επήρε και κάνα δυό-τρεις άλλους και το ‘χτισε. Όσο θες μεγάλο ας τόκανες μέσα σε μια νύχτα για να μη σε πιάσουνε, χωρίς άδεια. Και να του ρίξεις από πάνω σκεπή, δεν είχε δικαίωμα να σου το γκρεμίσουνε. Έχτισε στη Πετρούπολη πολλά ο πατέρας μου και στη Νέα Σμύρνη. Αλλά και να σ’ έπιανε κανένας, ο χωροφύλακας […] άμα του ‘βαζες ένα πακέτο τσιγάρα ή ένα πενηντάρι στο χέρι, στραβά μάτια. Τι μισθό είχανε; Και είχε γίνει έτσι, είχε βρει καμπόσους, τους έλεγε “εγώ σήμερα θα κάνω αυτό. Αν έχεις βάρδια τράβα από κει μην έρθεις απ’ τον δρόμο μας και εκτεθείς, πάρε και δέκα δραχμές. Άσε να βάλουμε [κόσμο στα σπίτια] που είμαστε στ’ αντίσκηνα […] και να χωρίσουνε [να αραιώσουν] και οι οικογένειες”.»[8]  

Η αυθαίρετη δόμηση στις προσφυγικές συνοικίες υπήρξε μια συλλογική διαδικασία. Οι ίδιοι οι κάτοικοι της συνοικίας συμμετείχαν στην ανέγερση των αυθαίρετων οικημάτων, ενισχύοντας μέσα από αυτή τη διαδικασία τους μεταξύ τους δεσμούς. Επιπρόσθετα, το κατεπείγον της ανάγκης για στέγαση οικογενειών που ζούσαν σε σκηνές ή ήταν άστεγες, αναιρούσε στην πράξη το νόμο. Στις συνειδήσεις των προσφύγων αυτό που ήταν παράνομο σύμφωνα με το κράτος, ήταν απόλυτα νομιμοποιημένο και επιβεβλημένο λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους και της ιδιαίτερης αλληλεγγύης που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους.
Σε αυτή τη λογική, οι βαθειά θρησκευόμενοι Πόντιοι κάτοικοι της Καλλιθέας έλαβαν την απόφαση να χτίσουν αυθαίρετα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στην οποία θα μπορούσαν να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Σύμφωνα με την αφήγηση του Γιάννη Κακουλίδη, ένα πρωί σε αλάνα μεταξύ των οδών Φιλαρέτου και Ελ. Βενιζέλου όπου τα πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα, εμφανίστηκαν ξαφνικά κάρα φορτωμένα με ξυλεία και πολλοί μάστορες οι οποίοι βιαστικά άρχισαν τις εργασίες μέχρι αργά το βράδυ. Η δουλειά αυτή ξεκίνησε εκ νέου νωρίς την επόμενη ημέρα και ολοκληρώθηκε μετά την άφιξη ενός φορτίου με κεραμίδια τα οποία τοποθετήθηκαν από τους μάστορες σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, «ενώ ο κόσμος τους φώναζε: “γρήγορα παιδιά!”». Τα πιτσιρίκια κατάλαβαν λίγο αργότερα το λόγο της βιασύνης όλων των κατοίκων που είχαν μαζευτεί στην αλάνα: «[…] κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν: “Έρχονται, έρχονται!”. Γύρισα να δω ποιοι έρχονται και βλέπω τους χωροφύλακες. Ύστερα κάποιος άλλος φώναξε: “να φύγουν οι άντρες και τα παιδιά. Να μείνουν μόνο οι γυναίκες” […] Το τι είδαν τα μάτια μας, δεν περιγράφεται. Να βαράνε οι χωροφύλακες με τα γκλομπ, να βαράνε οι γυναίκες με τα ξύλα…»[9]
Η αυτενέργεια και η ανυπακοή των προσφύγων δεν εκδηλώθηκε μόνο μέσα από την αυθαίρετη δόμηση οικιών. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις όπου πρόσφυγες καταλάμβαναν εκτάσεις σε κτήματα μεγαλοϊδιοκτητών, αλλά και οικήματα της ΕΑΠ. Για παράδειγμα ομάδα προσφύγων από την Αργυρούπολη του Πόντου, που είχαν εγκατασταθεί πρόχειρα στην Καλλιθέα, κατέλαβαν το φθινόπωρο του 1926 έκταση του κτήματος Γερουλάνου από την οποία εκδιώχθηκαν μετά την επέμβαση της χωροφυλακής. Μετά από νέες προσπάθειες πέτυχαν την απαλλοτρίωση 300 στρεμμάτων όπου εγκαταστάθηκαν είκοσι οικογένειες. Οι οικογένειες αυτές αποτέλεσαν τον πυρήνα του οικισμού από τον οποίο προέκυψε η σημερινή Αργυρούπολη.[10]   
Η πιο εντυπωσιακή δυναμική επιχείρηση των προσφύγων στην Αθήνα, ήταν αυτή της ταυτόχρονης κατάληψης οικημάτων της ΕΑΠ σε Καισαριανή, Βύρωνα και Ν. Ιωνία. Και σε αυτή την περίπτωση πρωτοστάτησαν οι γυναίκες των συνοικιών, οι οποίες μάλιστα συγκρούστηκαν με τις τότε δυνάμεις καταστολής κατά τη διάρκεια εκτεταμένων επεισοδίων που διήρκησαν μια ολόκληρη ημέρα. Στο Βύρωνα οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν όταν μετά τη σύλληψη 15 γυναικών από τη στρατιωτική δύναμη που επενέβη και την κράτησή τους στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, πολυάριθμη ομάδα γυναικών επιτέθηκε «διά λίθων και ξύλων» στη στρατιωτική δύναμη. Η ένταση της σύγκρουσης ήταν τέτοια που παρά το γεγονός ότι ο επικεφαλής αξιωματικός έδωσε εντολή στους στρατιώτες «όπως γεμίσουν τα όπλα των και επιβάλουν πάση θυσία την τάξιν», αυτό δεν κατέστη δυνατό. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων ήταν ο σοβαρός τραυματισμός μιας εγκύου η οποία απέβαλε, ο ελαφρότερος άλλων έξι γυναικών και 15 παιδιών.[11]
 
Ο κεντρικός ρόλος των γυναικών σε όλες τις διεκδικήσεις των κατοίκων στις φτωχές προσφυγικές συνοικίες, έχει να κάνει με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και με τις στρατηγικές επιβίωσης που αυτοί ακολούθησαν. Λόγω των διωγμών που υπέστη το ελληνικό στοιχείο στη Μ. Ασία, το ποσοστό των ορφανών από πατέρα οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στους φτωχούς προσφυγικούς συνοικισμούς ήταν εξαιρετικά μεγάλο. Επιπρόσθετα, η έκθεση των γυναικών στους κινδύνους που συνεπάγονταν η αντιπαράθεση με τις αρχές, λειτούργησε ως μια στρατηγική επιβίωσης. Ο «αποδεκατισμένος» ενεργός ανδρικός πληθυσμός που κατάφερε να φτάσει στην Αθήνα, έπρεπε να «προστατευθεί». Πέρα από τη βαρύτητα που είχε η παρουσία του άνδρα για κάθε οικογένεια στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς, η προσπάθεια οικονομικής ανασυγκρότησης των προσφυγικών οικογενειών στηρίζονταν κυρίως στην ανδρική εργασία, λόγω των σαφώς καλύτερων αμοιβών που απολάμβανε το ανδρικό σε σχέση με το γυναικείο εργατικό δυναμικό.

Πλάκα: Είναι η πιο όμορφη γειτονιά της πόλης;;;

$
0
0

Η Πλάκα διαχρονικά αναδεικνύεται στην πιο αγαπημένη βόλτα στην πόλη. Ναι, μαζί με εσένα θα είναι φυσικά και δεκάδες τουρίστες που θα την «τρώνε» με τα μάτια τους και θα τη φυλακίζουν στους φωτογραφικούς τους φακούς, όση ώρα δεν χαζεύουν τα δερμάτινα και τα αρχαιοελληνικού στυλ φορέματα και αξεσουάρ στα μαγαζάκια της Αδριανού· εσύ όμως μην πτοείσαι. Δεν διέσχισες χιλιάδες χιλιόμετρα για να φτάσεις έως εδώ. Βρίσκεσαι στον τόπο σου, παρόλο που εδώ -παραδόξως- νιώθεις πως είσαι τουρίστας... Το κλίμα άλλωστε το ευνοεί και σε βάζει αμέσως σε αυτόν το ρόλο. Γιατί να μην χαζέψεις κι εσύ μαζί τους το φολκλόρ σκηνικό, ως το πλέον εξαγώγιμο τουριστικό μας προϊόν; Κι αλήθεια, αυτό πουλάει... Τσολιαδάκια, συρτάκι και άγιος... ο αρχαίος πολιτισμός! Όσο όμως τουριστική κι αν φαντάζει η Πλάκα στα δικά σου μάτια, παραμένει μια από τις ελάχιστες γραφικές συνοικίες και ίσως η μοναδική που καταφέρνει να σε ταξιδέψει στην Αθήνα των τελευταίων 100 και πλέον χρόνων...

Η ΠΛΑΚΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ....
Ο τόπος που πατάς ήταν ανέκαθεν το κέντρο της πρωτεύουσας. Με σημείο αναφοράς τον αρχαίο βράχο αναπτύχθηκε όλη η σύγχρονη πόλη και χάρη σε ανθρώπους όπως η Μελίνα Μερκούρη και ο Αντώνης Τρίτσης (με δική τους πρωτοβουλία όλα τα κτήρια κρίθηκαν διατηρητέα) μπορείς νοερά να παρακολουθήσεις ανάγλυφα μέχρι και σήμερα την εξέλιξή της. Θα περπατήσεις και θα δεις δίπλα στα νεοκλασικά αριστουργήματα -μάρτυρες μιας ευημερησάσης αστικής τάξης- σημαντικά δείγματα της αρχιτεκτονικής που τείνει να εξαφανιστεί... Κακώς, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάς ότι η Πλάκα ήταν μια άκρως λαϊκή γειτονιά, ιδιαίτερα ξακουστή για τα καπηλειά της. Δεν είναι τυχαίο ότι από εδώ ξεκίνησε η κλασική αθηναϊκή ταβέρνα, η πιο αντιπροσωπευτική μορφή της νυχτερινής διασκέδασης προπολεμικά. Μετά βέβαια από τον πόλεμο, ο ζωγράφος Μίνως Αργυράκης βγάζει τα σκίτσα και τις ιστορίες του για την Πλάκα, δημιουργώντας τη μόδα της εποχής με τις γνωστές μπουάτ και πολύ αργότερα τις ντισκοτέκ. Η εποχή της δικτατορίας βρίσκει την Πλάκα σε παρακμή, καθώς οι οχληρές χρήσεις των καταστημάτων οδηγούν σταδιακά στην απομάκρυνση του πληθυσμού και την εκκένωση της περιοχής. Μέχρι βέβαια τον καιρό που το διάταγμα περί χρήσεων γης έδιωξε τα νυχτερινά μαγαζιά και έφερε μια σχετική ισορροπία, η οποία ωστόσο παλινδρομεί μέχρι και τις μέρες μας.
Η ανάπτυξη της Πλάκας ως τουριστικός ομφαλός της πρωτεύουσας έγινε βάση μεθοδευμένης κρατικής στρατηγικής στις δεκαετίες του '50-'60, βάζοντάς την στο κέντρο της αντίστοιχης προβολής της χώρας μας. Σήμερα αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην Αδριανού, με τα δεκάδες μαγαζιά που απευθύνονται κυρίως σε ξένους.

Η δεκαετία του '80 σηματοδοτήθηκε από μεγάλες αλλαγές. Στο μεγαλύτερο μέρος της η Πλάκα πεζοδρομήθηκε και μπήκε σε ένα πρόγραμμα γενικότερης ανάπλασης. Οι νέες πολιτικές επέβαλαν τη δημιουργία ενός μουσείου -που σήμερα βρίσκεται στον αντίποδα εκείνων των σχεδιασμών και στοχεύουν σε έναν τουρίστα μορφωμένο, που αναζητά κάτι πιο ουσιαστικό από συρτάκι και greek salad. Έπρεπε να φτάσουμε στον 21ο αιώνα για να μιλήσουμε επιτέλους για το Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο σε συνδυασμό με το μετρό και την πεζοδρόμηση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου έδωσαν το δικό τους στίγμα, παρασύροντας την Πλάκα σε μια νέα εποχή...

ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ...
Είτε επιλέξεις ως αφετηρία το σταθμό στο Μοναστηράκι, είτε αυτόν του μετρό στην Ακρόπολη, για να νιώσεις τον παλμό της καρδιάς της Πλάκας θα πρέπει να περπατήσεις οπωσδήποτε στην Αδριανού (από τη μεριά της Πλάκας, γιατί ο δρόμος συνεχίζει μέχρι το Θησείο). Δεξιά και αριστερά δεν θα χορταίνεις τα κρεμασμένα στα ράφια αναμνηστικά που αποτελούν την πεμπτουσία της άκρως εμπορικής και πιο δημοφιλούς περαντζάδας. Όσο πλησιάζεις στην Κυδαθηναίων τα πρώτα ταβερνάκια και τα ελάχιστα cafes κάνουν αισθητή την παρουσία τους, με τους χαρακτηριστικούς κράχτες να διαφημίζουν την «πραμάτεια» τους. Από εκεί, η ομώνυμη πλατεία με μερικές από τις πιο φημισμένες και πιο παλιές ταβέρνες της περιοχής είναι σε απόσταση αναπνοής. Αν ωστόσο θέλεις να αποφύγεις το συνωστισμό, μπορείς εναλλακτικά να επιλέξεις το μονοπάτι που, μολονότι ανηφορικό, θα σε ανταμείψει οδηγώντας σε στο πιο γραφικό -κατά τη γνώμη μου- κομμάτι της Πλάκας.
Σαν νησιώτικες καρτ ποστάλ οι άκρως παραδοσιακές γωνιές από εδώ και πέρα συνιστούν πλέον τον κανόνα. Στα πέτρινα σκαλιά στριμώχνονται τα τραπέζια από τα ταβερνάκια και τα μικροσκοπικά cafes, ενώ ο κόσμος απολαμβάνει τον ήλιο παρέα με ουζάκι και καλομαγειρεμένους μεζέδες.
Όποιο στενό κι αν ακολουθήσεις, το σίγουρο είναι ότι θα γοητευτείς. Από τα πιο όμορφα σημεία, θα συμφωνήσεις μαζί μου, ότι είναι η Μνησικλέους που φτάνει μέχρι τη Θρασυβούλου... Πίνακας ζωγραφικής! Η Ακρόπολη παρακολουθεί κάθε σου βήμα και εσύ εκεί κάπου, μεθυσμένος από το άρωμα του γιασεμιού, θέλοντας να φτάσεις όλο και πιο κοντά της, θα ανακαλύψεις κάτω από τη σκιά της ένα ολόκληρο νησί. Οι αφίσες που «φωτογραφίζουν» την Ανάφη σε συνδυασμό με το λευκό-μπλε θα σε μπερδέψουν για λίγο, αλλά εσύ πρέπει να ξέρεις ότι μόλις έφτασες στα Αναφιώτικα. Εδώ ήρθαν το 1830 οι πρώτοι κτίστες από το ομώνυμο νησί, για να φτιάξουν το παλάτι του Όθωνα φέρνοντας εκτός από την τέχνη και ένα «κομμάτι» της πατρίδας τους... Μην απογοητευτείς από την εγκατάλειψη. Η μικροσκοπική γειτονιά που θυμίζει έντονα Κυκλαδονήσι θα σε κερδίσει ούτως η άλλως, ενώ η αμφίπλευρη θέα στην Αθήνα και στην Ακρόπολη θα σε κάνει να νιώθεις πιο κοντά στους θεούς, αφού δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η Πλάκα αναφέρεται ως η γειτονιά τους... Kι εκεί που θα είσαι βυθισμένος στις σκέψεις και τις εικόνες, θα αφήσεις τον ήχο της ζωντανής μουσικής από κάποιο κοντινό ταβερνείο και τις φωνές από τους γραφικούς κράχτες «nice table, nice view» να σε καθοδηγήσουν πάλι εκεί όπου τα φλας παίρνουν φωτιά και απαθανατίζουν ξέγνοιαστες στιγμές.
Πλάκα: Τι να δείτε
Θα περπατήσεις τη Λυσίου και την Τριπόδων, θα περάσεις και τη Διοσκούρων με το φημισμένο cafe και θα νιώθεις όλη αυτή την καλοκαιρινή αύρα που θα σε κυρίευε αν ήσουν σε κάποιο ελληνικό νησί. Ακόμα κι αν σε «χαλάσουν» τα παρκαρισμένα έξω από τα ανακαινισμένα νεοκλασικά και πανάκριβα 4x4, θα χαμογελάσεις γιατί στην περίπτωση της Πλάκας δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν το ύφος της. Γιατί; H απάντηση βρίσκεται στα διάσπαρτα αρχαία, τις βυζαντινές εκκλησίες, τα πανέμορφα -στην πλειονότητά τους- διώροφα κτήρια, τις ολάνθιστες αυλές με τους φοίνικες, τα σκαλιά με τα παραδοσιακά καφενεία· όλα αποτελούν ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων και εικόνων ανεπανάληπτο μέσα σε μια Αθήνα που αντιστέκεται...
Κι όταν πια φτάσει το σούρουπο κι έχει έρθει η ώρα να γράψεις τον πιο ρομαντικό επίλογο, το μονοπάτι της Θόλου θα σε οδηγήσει στα λεγόμενα «βραχάκια». Το βράδυ δεν θα είσαι μόνος σου, καθώς πολλοί θα είναι αυτοί που μοιράστηκαν την ίδια σκέψη με εσένα και θα αράξουν στον συγκεκριμένο βράχο για κουβεντούλα, ατελείωτη ρέμβη και χάζι στη βραδινή Αθήνα. Εσύ βρες το δικό σου ιδανικό σημείο, χαλάρωσε και θαύμασέ την από το... μπαλκόνι των θεών. Μην ξεχνάς που και που να ρίχνεις καμιά κλεφτή ματιά στη φωταγωγημένη Ακρόπολη που στέκει πίσω σου, μια ανάσα μακριά, την ίδια ώρα που η πόλη θέλγεται από την ακτινοβόλο λάμψη της και έχει «αγκιστρωμένα» θαυμασμό και βλέμμα αιώνια πάνω της...

Εν Αθήναις....κάτω στο Μοναστηράκι

$
0
0



φωτο


Αρχές του ΄60 στην φωτογραφία στην Πλατεία στο Μοναστηράκι...το καμπαναριό της Παντάνασσας η ταβέρνα του Σιγάλα...δίπλα στέφανα βαπτιστικά...
Η ταβέρνα αυτή παλιά Αθηναϊκή με τα βαρέλια στην μόστρα στην σάλα ήταν στέκι των επαγγελματιών της περιοχής.
Ήταν συνήθεια να πάνε να πιούνε ένα κατοστάρι να τσιμπήσουν κάτι για να πάρουν δυνάμεις μέχρι το βράδυ.
Ένα δυό πιάτα στην μέση ωραία ρετσίνα και θα μιλούσαν για την δουλειά...για τα πολιτικά.
Αρχές του ΄70 την ταβέρνα αυτή την πήρε ο Μπαϊρακτάρης για να γίνει αργότερα μεγάλος και τρανός.
Αγόρασε και άλλα ακίνητα στην περιοχή....μεγάλη οικογένεια όλοι στην δουλειά και το σουβλατζίδικο αποδείχτηκε χρυσορυχείο.
Στην συνέχεια πήγαν κοντά και ο Σάββας και ο Θανάσης και το σουβλάκι με πίττα στο Μοναστηράκι έγινε παγκοσμίως γνωστό.
Είχε μια μαγεία από παλιά η περιοχή...
Εκεί θα εύρισκες σίγουρα να αγοράσεις αυτό που ήθελες σύμφωνα με το πορτοφόλι σου.
Εκτός από  καινούργια  και  μεταχειρισμένα...
Άκουγες...."...ελαφρώς μεταχειρισμένο....από το καθαριστήριο....δεν είναι γυρισμένο...."
Εννοούσαν το κοστούμι που πουλούσαν ....το γύρισμα στα κοστούμια τότε ήταν συνηθισμένο γι αυτό και δούλευαν οι ραφτάδες.
Όταν από τα χρόνια γυάλιζε από την χρήση γύριζαν το μπρός πίσω...
Παπούτσια....φρεσκοσολιασμένα....
Στο Μοναστηράκι είναι και η οδός Μιαούλη γνωστή από παλιά σαν ο δρόμος των τσαγκαράδων....
Πολλά μαγαζιά (κάποια υπάρχουν ακόμα) πουλούσαν δέρματα....βενζινόκολες...καρφάκια....
ξυλόκαρφα....εργαλεία (κατσαμπρόκο....σφυριά....τανάλιες).
Τα τσαγκαράδικα υπήρχαν στις περισσότερες γειτονιές....τότε δεν πετούσες παπούτσια....
Άλλα μαγαζιά που θα εύρισκες ήταν νυφικά-βαπτιστικά....
Νυφικά με ενοίκιο προσιτά σε τιμή....δεν κοιτούσαν μόδα ...
Τούλια με το μέτρο και κουφέτα με την οκά για να φιάξεις μόνος σου τις μπομπονιέρες...
Η πλατεία Αβησσυνίας ...η μαγική πλατεία...εκεί η οικογένεια θα μπορούσε να βρεί
από μεταχειρισμένα κρεβάτια ντουλάπες τραπέζια καρέκλες....
Φτωχομάνα η περιοχή....ανθρώπινη....

πίσω στα παλιά

Ο Αλέξης Τσίπρας πάει να δει τον Πάπα

$
0
0
















Ήταν πάντα η συλλογιά μου να μπω στο Βατικανό,
να τον έβλεπα μπροστά μου φυσικό και ζωντανό,
λένε πως είναι ωραίος, είναι διακριτικός,
και βαρβάτος και μοιραίος και γλυκός, πολύ γλυκός.

Θέλω να τον δω, θέλω να τον δω,
θέλω να δω τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα,
θέλω να δω τον Πάπα, θέλω να τον δω.

Θέλει να τον δει, θέλει να τον δει,
θέλει να δει τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα,
θέλει να δει τον Πάπα, θέλει να τον δει.

Νιώθω πως όταν μπροστά μου τον ειδώ πρώτη φορά,
θα κοπούν τα ήπατά μου και θα νιώσω μια χαρά,
κι απ’ την ταραχή θα φρίξω αντικρύ του σαν βρεθώ,
και μ’ ευλάβεια θα σκύψω μπρος του να τον ασπαστώ.

Θέλω να τον δω, θέλω να τον δω,
θέλω να δω τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα,
θέλω να δω τον Πάπα, θέλω να τον δω.

Θέλει να τον δει, θέλει να τον δει,
θέλει να δει τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα,
θέλει να δει τον Πάπα, θέλει να τον δει.


Θεόφραστος Σακκελαρίδης

Σκέψεις.. τώρα που το ταξίδι φτάνει στο τέλος.

$
0
0




-Ελα, μη στέκεσαι ορθός στη πόρτα. Σήμερα λέω να μη κάνω τίποτα. Αυτή η λύσσα
 που έχω με τη καθαριότητα σε καλό μου βγαίνει θαρρείς; 
Γεράσαμε Αλέκο! 
Εσύ φωνή δεν έχεις και εγώ κουράγια. 
Και καλά εσύ, το έχεις πάρει απόφαση από τη γέννα σου, εγώ που δεν λέω να 
καταλάβω τα 81 μου; 
Πότε μωρέ, πέρασε η ζωή από πάνω μου και δεν το κατάλαβα; 
Σαν το τρένο που ανέβαινε, κατέβαινε βουνά, σφύριζε στους κάμπους, άλλαζε χρώματα 
σαν τον χαμαιλέοντα, κατά την περίσταση. 
Και εγώ μια επιβάτης, άλλοτε ορθή να δώσω θέση στους άλλους, άλλοτε καθισμένη,
 από την κούραση. 
Μου άρεσε να κρατάω τις χειρολαβές και να στροβιλίζομαι, στις απότομες στροφές. 
Ελεγα, η ζωή είναι δική μου, θα την πάω όπου θέλω! Στις στάσεις κατέβαινα, 
ν’ ανταμώσω τον ορίζοντα. 
Μου άρεζαν οι ανατολές. 
Ανασκιρτούσε, το μέσα μου… άφηνα το τρένο να φύγει, να ανταμώσω τη περιπέτεια. 
Ηξερα το δρομολόγιο. Θα το συναντούσα και πάλι. Εκεί μέσα καταστάλαζα, 
σαν η ζωή με κούραζε.  
Φευγάτοι έρωτες, δουλειές που βούλιαζαν και το σαράκι της ηθοποιίας μέσα μου!
 Ζουμερή γυναίκα ήμανε. Περίμενα με υπομονή, να περάσω σε πρωταγωνιστικούς
 ρόλους. Μα ο επιχειρηματίας έλεγε, πως μου ταιριάζει η επιθεώρηση. Με έντυναν 
στα φτερά και τα πούπουλα και τραγουδούσα, χόρευα, κατά πως ήθελαν εκείνοι. 
Το ταλέντο δεν αρκούσε. Και κείνες οι κάργιες που με καταδίωκαν να με πνίξουν
 και να φάνε το κουφάρι μου!  Αυτός ο λαμπερός κόσμος, έκρυβε εμπάθεια. 
Μη νομίζεις πως όλα ήταν θέμα ταλέντου. 
Καβάτζαραν τον συγγραφέα ή τον σκηνοθέτη και όποια ήταν προσγειωμένη στα
 κρεβάτια τους, μες’ από τα σεντόνια, τύλιγαν τη σαβούρα και άφηναν τη λάμψη
 να ξεμυτίσει. 
Και οι νέοι άντρες κοιμόνταν με τις μισο-γερασμένες  φτασμένες πρωταγωνίστριες. 
Όχι πως ήμουν αγία, μη με κάνεις να γελάω, έτσι όπως με κοιτάζεις! 
Κρατούσα τη φωτιά όσο άντεχα. Ημουν παράξενη! Μια γρουσούζα που ήθελε να
 επιλέγει. 
Ένα κουρέλι που ήθελε να γίνει ταφτάς! ΧΑ! 
Γνώρισα επιτυχίες, μα σαν μια σουφραζέτα με κοιτούσαν. 
Μη κοιτάς που ήρθε η δημοσιογράφος, να μου πάρει συνέντευξη! Ας τολμήσει να 
τα γράψει! Ολοι ανθρωπάκια του συστήματος! Θυμάσαι βρε, Αλέκο που προσπαθούσε 
να πλάσει το εγκώμιο μου…. να είναι καλά που με έκανε να γελάσω. 
Με κοιτούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα. 
Να δεις βρε που σαν τα κακαρώσω θα μου γράψει, βιβλίο που θα αφήνει αιχμές με μπερδεμένες κουβέντες, να αφήνει υπονοούμενα. Ποιος τολμά να γράψει αλήθειες; 
Κανένας κερατάς! Δειλά ανθρωπάκια που θα δέσουν τη σάλτσα με καλλωπιστικές
 λέξεις, να μη σκάσει η αλήθεια. Οι άνθρωποι είναι δειλοί. Βολεμένοι, έρμαια των
 αφεντικών. 
Αυτό δεν γίνεται παντού; Είτε είναι εξουσία, είτε τέχνη είτε μεροδούλι-μεροφάι…
 Δεν είναι πως δεν τα γνωρίζουν, απλά ακολουθούν το σύστημα. Οι ανάσες 
και οι φωνές που αντιστέκονται, είναι λίγες.  
Για αυτό διάλεξα το τρένο των τρελών.  
Και μετά ζητάμε τα ρέστα μας!
Θύτες του εντός μας είμαστε, οι περισσότεροι! Φωνάζουμε, χτυπιόμαστε και πάντα 
φταίει ο «απέναντι»! 
Δειλά ανθρωπάκια είμαστε! 
Που σαν φτάσουμε στο τέλος του δρόμου, σε άλλους έχει μείνει το μέλι στα δάχτυλα και ξεμωραμένοι τα γλείφουμε… άλλοι που θεωρούμε πως αδικηθήκαμε μας φταίε
ι οι κοινωνία! 
Αυτοί και εμείς… αυτή είναι η κοινωνία Αλέκο μου! Ολοι εμείς, έτοιμοι να κρίνουμε
 τον απέναντι και την δική μας τύφλα δεν βρέθηκε καθρέφτης να την αντικρύσουμε. 
Κάποιος θα φταίει πάντα για τη κατάντια μας! Και εγώ που παραμυθιάζομαι για ότι δεν κατάφερα, τους άλλους μέμφομαι. 
Χωνόμουν πάντα στο τρένο. Μια δειλή σαν τους ομοίους μου! 
Που τώρα τα λέω, τι νόημα έχει; Το ταξίδι φτάνει στο τέλος και εγώ τώρα άνοιξα τα
 σταβάδια μου, να δω τους συμβιβασμούς μου, το κρυφτό που έπαιζα και τότε το 
ονομάτιζα αδικία!

-Πάλι τρως; Χόντρυνες. Σήμερα θα πάμε στον γιατρό να δει τα μάτια σου. Θολά
 τα βλέπω και τα πόδια σου δεν σε κρατούν πια, χειρότερα από τα δικά μου 
κατάντησαν.
-Ελα εδώ, βρε αθεόφοβε να σου καθαρίσω τις τσίμπλες.  Μη κουνιέσαι!
 Ετσι μου έκανες και στο παγκάκι που συναντηθήκαμε. Ενας τρομαγμένος σκύλος
 και μια παλιόγρια! Μη μου κουνάς την ουρά! Θέλεις χαδάκια; Ελα να σου χτενίσω 
το τρίχωμα.
Δεν θέλω τις παντόφλες, μου τις ρήμαξες και αυτές.
Ασε θα περπατήσω ξυπόλητη να δροσιστούν τα πρησμένα μου πόδια.

"τετράδιο" 2001
http://giagia-antigonh.blogspot.gr

1943 ΗΤΑΝ

$
0
0


Tυπική φωτογραφία γάμου. Αυτή που βγάζανε τα ζευγάρια στο στούντιο του πλησιέστερου φωτογραφείου αμέσως μετά την τελετή και αργότερα τοποθετούσαν, καδραρισμένη, σε περίοπτη θέση στο σαλόνι. Για μερικά χρόνια. Στη συνέχεια στη ντουλάπα.
Οι ανθοστήλες, αριστερά και δεξιά,  απαραίτητο συμπλήρωμα του ζωγραφισμένου φόντου. Το ρετούς για να τονιστούν οι γραμμές των ρούχων απολύτως αναγκαίο τα παλιά χρόνια. Το χαμόγελο, προαιρετικό.
Το συντομότερο δυνατό μετά τη τελετή, ο γάμος έπρεπε να δηλωθεί στο Ληξιαρχείο. Ο κ. Ληξίαρχος κατέγραφε το συμβάν στο χοντρό βιβλίο του και στο ζευγάρι έδινε ένα  ευτελές φυλλάδιο 16 σελίδων με τίτλο “Οικογενειακόν βιβλιάριον”.
Πηγαίνοντας στις σελίδες 4 και 5 αντλούμε χρήσιμες πληροφορίες. Ο γάμος έγινε στις 23 Ιουνίου 1943, μεσούσης της Γερμανικής Κατοχής, στην Αθήνα. Στα χαρτιά βέβαια η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι Βασίλειο!
Ο άντρας ονομάζεται Σπυρίδων Θεοδοσίου, του Νικολάου και της Ζωής.  Γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι  27ετών. Η γυναίκα ονομάζεται Πηνελόπη Αποστολάκου, του Νικολάου και της Φιλίας. Γεννήθηκε στο Οίτυλο Λακωνίας και είναι 25 ετών.
Υπογραφή του Ληξίαρχου δυσανάγνωστος.
Οι επόμενες σελίδες προορίζονταν για να καταγραφούν οι γεννήσεις και οι θάνατοι των τέκνων. Είναι άγραφες. Έτσι δεν καταγράφηκαν ούτε τα δυο που επέζησαν ούτε τα τρία που πέθαναν λίγες μέρες μετά τη γέννησή τους. Προφανώς, πριν γεννηθεί το πρώτο, οι Γερμανοί έφυγαν  και τη Ληξιαρχείο άλλαξε τρόπο καταγραφής της γέννησης και του θανάτου των κατοίκων του Βασιλείου της Ελλάδος.
Αυτά που δεν καταγράφει επίσης το βιβλιάριο είναι ότι ο Σπύρος Θεοδοσίου ήταν υδραυλικός το επάγγελμα και η Πηνελόπη εργάτρια στην κλωστοϋφαντουργία “Ναθαναήλ” στα Κάτω Πατήσια κι ότι ο γάμος έγινε με συνοικέσιο.
Από τη τελετή του γάμου σώθηκαν ελάχιστες φωτογραφίες, τέσσερις  όλες κι όλες, ίσως το σύνολο αυτών που τραβήχτηκαν. Πιθανόν με τη μηχανή κάποιου συγγενή, ερασιτέχνη φωτογράφου, που διέθετε αυτή την πολυτέλεια. Μικρές σε μέγεθος και σε ευτελές φωτογραφικό χαρτί τυπωμένες, παρά  τα έντονα σημάδια της φθοράς του χρόνου αποτυπώνουν το κλίμα της εποχής. Υπόνοιες μειδιάματος σε κάποια πρόσωπα.
Στην αρχή δυο ομαδικές. Συγγενείς και φίλοι σε αναμνηστικές πόζες με το ζευγάρι.
Οι νεόνυμφοι μόνοι με το φακό. Ο φωτογράφος αναζητά τα φτωχά δέντρα της γειτονιάς για να δημιουργήσει ένα στοιχειώδες φόνο.
Η σκιά στην τελευταία φωτογραφία αποκαλύπτει και την ώρα: είναι μεσημέρι.
Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες στο δρόμο ή στην αυλή σπιτιού. Πιθανόν του σπιτιού που στέγασε εκείνα τα χρόνια την οικογένεια Θεοδοσίου.  Ένα πλινθόκτιστο με κεραμίδια, με δυο κάμαρες και μια κουζίνα. Στη γωνία των οδών Τράλλεων και Κλεώνων κοντά στη συνοικία Λαμπρινή. Η γειτονια εξαιρετικά αραιοκατοικημένη τότε.
Άλλες φωτογραφίες μάλλον δεν τραβήχτηκαν. Κι αυτές άλλωστε, μεγάλη πολυτέλεια, για την εποχή εκείνη θα πρέπει να ήταν. Αργότερα, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, επέστρεψε από τη Μέση Ανατολή ο θείος Άγγελος κι έφερε μαζί του μια “Λυμιέρ”, σκέτο κομψοτέχνημα. Κι έτσι έχουμε περισσότερες.
Από κείνο το συμβάν επέζησαν δυο ακόμα τεκμήρια: τα στέφανα…
κι οι βέρες με χαραγμένα στο εσωτερικό του δακτυλίου η μια το όνομά του άλλου.
Και ακόμα μια φωτογραφία της εποχής. Πιθανόν προγενέστερη του γάμου. Όταν ήταν αρραβωνιασμένοι. Σημειώνουμε και πάλι την έλλειψη οποιαδήποτε χαμόγελου. Ας μην ξεχνάμε, 1943 ήταν.
Σημείωση πάνω σε μια λεπτομέρεια.
Ένας επίμονος παρατηρητής  θα διαπιστώσει ότι τα πρόσωπα στην πρώτη και στην τελευταία φωτογραφία είναι ακριβώς τα ίδια. Στη δε πρώτη,  είναι σχετικά εμφανή τα στοιχεία του φωτομοντάζ, κυρίως στο κεφάλι του άντρα. Και το νυφικό, έχει διαφορές με αυτό της ομαδικής φωτογραφίας έξω από το σπίτι.
Σίγουρα η γαμήλια φωτογραφία δημιουργήθηκε από κάποιον ταλαντούχο φωτογράφο κάποια χρόνια αργότερα καλύπτοντας το κενό που η οικονομική ανέχεια της εποχής δημιούργησε. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει γάμος χωρίς το αποδεικτικό στοιχείο μιας καλής φωτογραφίας, έστω μιας.
Η σκηνοθετημένη ευτυχία.

Κρίση και στο φιλοδώρημα

$
0
0

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΟΥΡΝΑΡΑ

«Υπάρχουν πελάτες που κάνουν λογαριασμούς 100 και πλέον ευρώ, αλλά αφήνουν ελάχιστο πουρμπουάρ», λένε επαγγελματίες της εστίασης.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Θα το έχετε παρατηρήσει και εσείς: Αυτή την αυστηρή ματιά φίλων και συνδαιτυμόνων όταν κάποιος από την παρέα τολμά να αφήσει ένα γερό φιλοδώρημα μαζί με τον λογαριασμό, όπως στην προ κρίσεως εποχή.

Με σχόλια του τύπου «Ξέρεις πόσες δραχμές είναι αυτά τα ευρώ;» και «Φτάνει! Καλά είναι...», η ταρίφα του πουρμπουάρ έχει μειωθεί δραματικά, όπως λένε στην «Κ» εργαζόμενοι στον τομέα της εστίασης.

«Η πτώση ξεκίνησε την πρώτη χρονιά που έγινε αισθητή η ύφεση στη χώρα, δηλαδή το 2009 - 2010», υπογραμμίζει ο κ. Γιώργος Καλημέρης, ο οποίος έχει μια προϋπηρεσία 20 ετών σε εστιατόρια και τώρα έκανε τη δική του επιχειρηματική κίνηση σε καινούργιο wine bar στην καρδιά της Αθήνας, το οποίο εξειδικεύεται σε κρασιά και γεύσεις από την Ελλάδα.

«Οπωσδήποτε οι συμπατριώτες μας είναι πολύ πιο σφιχτοί όταν έρχεται η ώρα να δείξουν τη γενναιοδωρία τους στον σερβιτόρο», μας λέει και προσθέτει: «Δεν είναι μόνο θέμα ανέχειας αλλά και ψυχολογίας. Υπάρχουν πελάτες που κάνουν λογαριασμούς 100 και πλέον ευρώ, αλλά αφήνουν ελάχιστα. Παλαιότερα, ο κανόνας ήταν μεταξύ 5% και 10%. Σήμερα το ύψος του φιλοδωρήματος ποικίλλει με έμφαση τη χαμηλή κλίμακα». Τον ρωτάμε αν υπάρχουν και περιπτώσεις πελατών που «ξεχνούν» να αφήσουν έστω κι ένα ευρώ. Και μας απαντά: «Μικρή εξαίρεση είναι αυτοί που παρακάμπτουν εντελώς το πουρμπουάρ, αλλά είναι λίγοι». Και με τους ξένους, τι γίνεται; Είναι περισσότερο γαλαντόμοι; «Οσο για τους ξένους», μας λέει, «η συμπεριφορά τους δεν έχει αλλάξει πολύ: οι Αμερικανοί και οι Καναδοί είναι πιο γαλαντόμοι, οι Γάλλοι πιο τσιγκούνηδες, οι Βρετανοί και οι Γερμανοί στον μέσο όρο».

Ο Λάζαρος Μαύρος εργάζεται σε πολύ γνωστή ταβέρνα στα «βόρεια» του Κολωνακίου τα τελευταία οκτώ χρόνια. Δηλαδή, πριν και μετά την κρίση, οπότε μπορεί και να συγκρίνει. «Κατά τα χρόνια της κρίσης» θα πει «παρατηρούμε μείωση στα φιλοδώρημα που μπορεί να φτάσει και το 30% σε σχέση με το παρελθόν αναφορικά με τους Ελληνες. Οι ξένοι είναι συνηθισμένοι από τις πατρίδες τους και συνήθως αφήνουν το 10% του συνολικού λογαριασμού. Γενικά, πάντως, υπάρχει πάντα η αξιοπρέπεια και οι πελάτες φροντίζουν να δώσουν κάτι με τον λογαριασμό, ακόμα και αν το τελευταίος είναι μικρός».

«Προσωπικά δεν έχω παράπονο» λέει η Μαίρη Καρατζαφέρη - Διαμαντοπούλου, ιδιοκτήτρια και μαγείρισσα ταβέρνας στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη, που έχει σταθερή πελατεία από τον καλλιτεχνικό και θεατρικό κόσμο. «Οπωσδήποτε το πουρμπουάρ έχει περιοριστεί. Μπορεί να είναι και 50% λιγότερο απ’ ό,τι πριν από την κρίση» θα μας κατ’ αρχήν, αλλά θα διευκρινίσει: «Ομως ας το σκεφτούμε λογικά. Πολλοί Ελληνες έχουν κόψει τις εξόδους για φαγητό. Οι τιμές στα βασικά προϊόντα δεν έχουν πέσει, ο ΦΠΑ ζορίζει. Οι φόροι είναι δυσβάσταχτοι. Ακόμα και μισό ευρώ να σου δώσει κάποιος είναι σχεδόν 170 δραχμές». Το τελικό συμπέρασμά της; «Να μην είμαστε άπληστοι και να αντιλαμβανόμαστε ποια είναι η πραγματικότητα του πελάτη, προσφέροντάς του ό,τι καλύτερο μπορούμε. Και θα ξαναέρθει και φιλοδώρημα θα αφήσει...».

Καμιά φορά, το ποσό του φιλοδωρήματος είναι και θέμα προσωπικής γνωριμίας. Γνωστή ψαροταβέρνα στα Ισθμια της Κορίνθου έχει θαμώνες που την επισκέπτονται εδώ και δεκαετίες. Οπότε, εδώ η σύγκριση που γίνεται είναι ακόμα ασφαλέστερη, γιατί έχει το ανάλογο βάθος χρόνου. «Οταν κάποιος σε ξέρει και τον έχεις σερβίρει δεκάδες φορές δεν θα σε αφήσει ποτέ παραπονεμένο. Ακόμα και δώρο στην ονομαστική μου εορτή μου έχουν φέρει» λέει η Βάσω Βεζδρεβάνη, που συχνά ξέρει τους πελάτες με τα μικρά τους ονόματα.

Κατά συνέπεια, ακόμα και η υπόθεση «φιλοδώρημα» έχει τη δική του διαβάθμιση. Ξεκινώντας από τη σχέση πελάτη - μαγαζιού και φτάνοντας στο σέρβις, την ποιότητα των υπηρεσιών, αλλά και την οικονομική δυνατότητα εκείνου που θα πάει σε ένα οποιοδήποτε μαγαζί, απλά, για να φάει...
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Οι πρόσφυγες ως πολιτική απειλή στην μεταπολεμική Αθήνα

$
0
0


Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; Αφιέρωμα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη
    Η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων

    Δεν ήταν όμως μόνο η πολιτισμική διαφορά ή οι προστριβές λόγω των επιτάξεων και των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων που επιδείνωναν τις σχέσεις προσφύγων και γηγενών. Οι αλλαγές που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων ήταν τόσο μεγάλες που δεν άφησαν ανεπηρέαστο κανένα τομέα. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν ένα πολυάριθμο και χαμηλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό, το οποίο λειτουργούσε ανταγωνιστικά ως προς τους γηγενείς εργάτες. Οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες – σε μεγάλο βαθμό γυναίκες και ανήλικα παιδιά – προτιμούνταν από τους εργοδότες κυρίως ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, διότι ήταν διατεθειμένοι να εργαστούν με μικρότερες απολαβές. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι οι πρόσφυγες δεν έφεραν συνδικαλιστική εμπειρία - καθώς στα χωριά και τις μικρές πόλεις της Μ. Ασίας δεν είχε αναπτυχθεί συνδικαλιστικό κίνημα – τους καθιστούσε πολύτιμη δεξαμενή απεργοσπαστών.
    Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, πολλές ήταν οι περιπτώσεις όπου στις απεργιακές κινητοποιήσεις οι εργοδότες απαντούσαν με την πρόσληψη του συνδικαλιστικά ανοργάνωτου προσφυγικού εργατικού δυναμικού. Όπως επισήμαινε ο Δημήτρης Στρατής, γνωστός συνδικαλιστής του Μεσοπολέμου, σε επιστολή του προς το διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας A. Thomas στις 2 Μαρτίου 1927: «Η εργατική τάξη είναι αδύνατο να επιβληθεί στους εργοδότες οι οποίοι σε κάθε εργατική διεκδίκηση των οργανωμένων εργατών απαντούν με μαζικές απολύσεις, αντικαθιστώντας τους συνδικαλισμένους εργάτες με ασυνδικάλιστους από τους πρόσφυγες.»[1]
    Δεν ήταν όμως μόνο η διάσταση ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς εργάτες η οποία τροφοδοτούσε τις προστριβές στους χώρους εργασίας. Οι εφημερίδες προσφυγικών συμφερόντων, αναδείκνυαν με κάθε ευκαιρία την αρνητική στάση των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες. Ένα από τα πλέον πρόσφορα πεδία ήταν αυτό των σχέσεων ανάμεσα στο γηγενή εργοδότη και τον πρόσφυγα εργάτη. Υπονομεύοντας την ταξική διάσταση της σχέσης - άλλωστε οι μεγάλες προσφυγικές εφημερίδες είχαν το ρόλο του διαμορφωτή της προσφυγικής κοινής γνώμης, της προβολής των προσφυγικών διεκδικήσεων και παράλληλα της εξασφάλισης ότι αυτές δεν θα συνδέονταν με ανατρεπτικά νοήματα - οι εφημερίδες αυτές πρόβαλαν περιπτώσεις όπου η σύγκρουση εργοδότη και εργαζομένου είχε ή ερμηνεύονταν από τον αρθογράφο ότι είχε, πολιτισμικά και όχι ταξικά αίτια. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος γραφής του κεντρικού άρθρου της ευρείας κυκλοφορίας προσφυγικής εφημερίδας Προσφυγικός Κόσμος, που στόχευε στο να φορτίσει συναισθηματικά τον αναγνώστη:

    «Δύο πρόσφυγες εκ Σμύρνης ξυλουργοί, βιοπαλαισταί, προσεκλήθησαν εις ένα σπίτι περί την Βάθην, την περασμένην εβδομάδα δια να προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις την επισκευήν των κουφωμάτων της οικίας. Οι άνθρωποι αυτοί, τότε μόνον έγιναν δεκτοί, από τον ιδιοκτήτην της οικίας να εργασθούν εις αυτήν, αφού εδήλωσαν προηγουμένος, καταλλήλως ερωτηθέντες, ότι δεν είνε πρόσφυγες, αλλά Ηπειρώται. Μήπως είσασθε πρόσφυγες; Ήταν το στυγνόν αλλά απειλητικόν ερώτημα. Και οι άνθρωποι εδήλωσαν ψευδώς ότι δεν ήσαν [...] Την τετάρτην ημέραν επήλθε το μοιραίον. Εζητήθη και ένας σουβατζής δι’ άλλας επισκευάς και αυτός προσεκομίσθη από την Καισαριανήν. Το λεκτικόν του όμως, ανεκαλύφθη από τον ιδιοκτήτην του σπιτιού και η ανακάλυψις επήρε μορφήν εγχειριδίου εμπηχθέντος εις τα στήθη των δυστυχών ανθρώπων. Είσθε λοιπόν πρόσφυγες; Είνε σαν να τους ερωτούσε: Είσθε άχθη αρούρκς (sic); Είσθε παρίαι; [...] Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, δεν απήντησεν αμέσως. Ειδοποίησεν όμως με την υπηρέτριαν τους τρεις εργάτας να περάσουν το βράδυ να πληρωθούν, διότι από της επομένης δεν υπήρχεν εργασία πλέον […] Είνε γενικόν το αντιπροσφυγικόν αίσθημα που πνέει απ’ άκρου εις άκρον του τόπου αυτού. Δεν μας χωνεύουν! Δεν υπάρχει οίκτος, δεν υπάρχει ολίγη ευσπλαχνία για μας εδώ. Δεν μας χωνεύουν λοιπόν. Αλλά διατί; Μήπως διότι είμεθα βενιζελικοί; Όχι! Δεν μας χωνεύουν διότι είμεθα πρόσφυγες! Αυτό είνε.»[2]

    Οι χώροι εργασίας ήταν οι μοναδικοί χώροι καθημερινής επαφής ντόπιων και προσφύγων. Ο χωροταξικός διαχωρισμός συνέβαλε και στον κοινωνικό διαχωρισμό των δύο πληθυσμιακών ομάδων. Η καθημερινότητα ντόπιων και προσφύγων δεν «συναντιόταν» στους χώρους διασκέδασης, στα καταστήματα ή στις πλατείες του κέντρου και των παλαιών συνοικιών της Αθήνας. Έτσι, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων, ο κύριος χώρος συγχρωτισμού τους με τους γηγενείς, ήταν αυτός της εργασίας.
    Η αφήγηση του Μανώλη Τάσσου, παρουσιάζει και τις δύο πλευρές της συμπεριφοράς που αντιμετώπισαν πολλοί πρόσφυγες στον εργασιακό τους χώρο. Στα έντεκά του χρόνια ο Μανώλης Τάσσος, που κατοικούσε στην Καισαριανή, έπιασε δουλειά σ’ ένα τσαγκαράδικο της πλατείας Πλαστήρα στο Παγκράτι. Ο τρόπος που εκδήλωνε την αντιπάθειά του για αυτόν, ο Γιώργος, ο καλφάς του τσαγκαράδικου και παράλληλα ψάλτης στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στο Παγκράτι, διατηρήθηκε στη μνήμη του εδώ και 70 περίπου χρόνια:

    «Κι όλο αυτός με φώναζε “Έλα δω ρε Τούρκο, άντε να πάρεις μια δραχμή ψωμί κι ένα πενηνταράκι φέτα”. Όλο “Τούρκο έλα δω”. Μια μέρα εγώ τόσο πολύ δεν μπορούσα να πούμε, έβαλα τα κλάματα. Με βλέπει το αφεντικό […] “Έλα δω” μου λέει. “Γιατί κλαις;” Λέω “τίποτα. Πες μου γιατί κλαις;” Του λέω έτσι κι έτσι. “Ρε παλιάνθρωπε δεν ντρέπεσαι; Έτσι και ξαναπείς τίποτα στο παιδί θα πεταχτείς έξω, δεν θα ξαναδείς την πόρτα”.»[3]

    Λόγω των χαρακτηριστικών που έφερε η προσφυγική εργασία – χαμηλότερα ημερομίσθια, ανειδίκευτη εργασία, έντονη κινητικότητα – πολύ σύντομα το προσφυγικό εργατικό δυναμικό συνιστούσε σημαντικό τμήμα της οικονομικής ζωής σε Αθήνα και Πειραιά. Σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος, το 1928 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 25,42% στον κλάδο των ορυχείων και μεταλλείων, το 38,18% στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία, το 35,17% στην οικοδομή, το 20,35% στις μεταφορές και τις επικοινωνίες, το 27,84% στο εμπόριο, και το 38,22% του εργατικού και υπαλληλικού προσωπικού.[4] Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, οι πρόσφυγες ήδη το 1928, συνιστούσαν το 1/3 του εργατικού δυναμικού.
    Η «συνάντησή» τους με τους γηγενείς εργάτες στους ίδιους χώρους εργασίας, με δεδομένη την επιβαρυμένη οικονομικά και πολιτικά κατάσταση της περιόδου και την πολιτισμική διαφορά των δύο αυτών πληθυσμιακών ομάδων, ευνοούσε τη διατήρηση των μεταξύ τους διαχωριστικών γραμμών. Αν και η κοινή κοινωνική τους θέση θα μπορούσε να λειτουργήσει ομοιογενοποιητικά, το πολιτισμικό χάσμα που τους χώριζε και η διαφορετική τους πολιτική συμπεριφορά (αντιβενιζελικοί γηγενείς και βενιζελικοί πρόσφυγες), συντηρούσε τις μεταξύ τους διακρίσεις. 
      
    Οι πρόσφυγες ως πολιτική απειλή
                                        
    Η κύρια διάσταση ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς στην Αθήνα, η οποία τροφοδοτούσε όλες τις άλλες μορφές αντιπαράθεσης, ήταν η πολιτική. Η ενσωμάτωση των προσφύγων στο προϋπάρχον διχαστικό σχήμα βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί, αποτέλεσε την κύρια αιτία των προστριβών τους με τους παλαιούς κατοίκους της πόλης. Η άφιξη χιλιάδων βενιζελικών προσφύγων στην πρωτεύουσα, ανέτρεψε τους συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στους δύο κυρίαρχους πολιτικούς χώρους. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Λαϊκού Κόμματος στην Αθήνα προέρχονταν από την Παλαιά Ελλάδα, η άφιξη των προσφύγων όξυνε το διχαστικό κλίμα, το οποίο πλέον εκφράζονταν και από το δίπολο πρόσφυγες βενιζελικοί – παλαιοελλαδίτες αντιβενιζελικοί.
    Η ταύτιση των προσφύγων με το βενιζελικό χώρο, που πήγαζε από την απόδοση των ευθυνών για τη μικρασιατική καταστροφή αποκλειστικά στην αντιβενιζελική παράταξη και το βασιλιά, καταγράφηκε εντυπωσιακά στις εκλογές του 1928. Τα ποσοστά που συγκέντρωσε στις προσφυγικές συνοικίες η βενιζελική παράταξη ήταν συντριπτικά για τους υποψηφίους του αντιβενιζελικού χώρου: 98,5% στην Καισαριανή, 98,1% στη Ν. Ιωνία, 98% στη Ν. Κοκκινιά, 97,4% στο Βύρωνα, όταν στην περιοχή πρωτευούσης συγκέντρωσε το 63,7%.[5]
    Στην προσπάθειά του να υποβαθμίσει τις ευθύνες των αντιβενιζελικών για την κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας, ο αντιβενιζελικός Τύπος ερμήνευε την ταύτιση των προσφύγων με το πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως αποτέλεσμα οικονομικής συνδιαλλαγής σε βάρος των γηγενών. Η κυβέρνηση Βενιζέλου, «το κράτος των προσφύγων», τους επέτρεπε να παρανομούν σε βάρος των γηγενών καταπατώντας τις περιουσίες τους με αντάλλαγμα τη βενιζελική ψήφο. Στα δημοσιεύματα του αντιβενιζελικού Τύπου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος χαρακτηρίζεται ως ο «αγύρτης πολιτικός» που εκμεταλλεύονταν την «αφέλεια» των προσφύγων για να σπείρει το «μίσος κατά των πολιτικών του αντιπάλων». Οι πρόσφυγες παρουσιάζονται ως «δούλοι της ανάγκης, είλωτες της αγέλης», οι οποίοι στερούμενοι «πολιτικής αγωγής», λόγω του μακροχρόνιου «ξενικού ζυγού» κάτω από τον οποίο ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια, υπέκυπταν στον «αγύρτην εκμεταλλευτήν της δυστυχίας και της πείνης των».[6]
    Το βασικό επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αντιβενιζελικοί για να εξηγήσουν την πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων, ήταν ότι οι πρόσφυγες δεν έφεραν την εμπειρία του κοινοβουλευτισμού, αλλά ούτε και αυτή του πολίτη, καθώς ζούσαν υπό τον «οθωμανικό ζυγό» στα μικρασιατικά παράλια. Χωρίς να έχουν λοιπόν αναπτύξει το «πολιτικόν αισθητήριον» αποτελούσαν θύματα της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Σε αυτή την ιδέα στήριξαν ακραίοι αντιβενιζελικοί το αίτημα της αφαίρεσης από τους πρόσφυγες όχι απλά του δικαιώματος να είναι υποψήφιοι στις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά ακόμη και του δικαιώματος να ψηφίζουν.[7]
    Σε άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κατάφορος νόθευσις του λαϊκού φρονήματος. Ευρύνεται το χάσμα μεταξύ γηγενών και προσφύγων», δημοσιοποιούνταν οι δηλώσεις του καθηγητή Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος, Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Διαμαρτυρόμενος για το εκλογικό σύστημα, «το πραξικόπημα της μεταβολής του εκλογικού νόμου συμφώνως προς τας ορέξεις του Βενιζελικού κόμματος», ο Δεμερτζής υποστήριζε ότι οι αντιβενιζελικοί θα έπρεπε να απέχουν από την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Ο βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος κατηγορούσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο ότι έδινε στην προσφυγική ψήφο «εικοσαπλάσιαν δύναμιν» σε σχέση με αυτή των υπολοίπων Ελλήνων. Το γεγονός ότι σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, στην περιφέρεια Αθηνών – Πειραιώς εκλέγονταν οι 32 από τους 250 βουλευτές του κοινοβουλίου, εξασφάλιζε, σύμφωνα με τον Δεμερτζή, την επιτυχία στο κόμμα των Φιλελευθέρων «λόγω των προσφυγικών ψήφων». Με αυτό τον τρόπο ο Βενιζέλος επεδίωκε «την εγκαθίδρυσιν της προσφυγικής δικτατορίας, μεθ’ όλων των ολεθρίων συνεπειών της ένεκα του μίσους και της διακρίσεως, ήτις αυτομάτως προκαλείται οσάκις η μια μερίς της χώρας δεν σέβεται τα ιστορικά και αναμφισβήτητα δικαιώματα της ετέρας.»[8]
    Το πρόβλημα της προσφυγικής ψήφου «τακτοποιήθηκε» για το Λαϊκό Κόμμα, όταν αυτό ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές του 1933. Ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης ήταν η απόσπαση των προσφυγικών συνοικιών από το Δήμο Αθηναίων και Πειραιώς και η μετατροπή τους σε αυτόνομους δήμους. Αξιοποιώντας την τακτική του «εκλογικού μαγειρέματος», για την οποία κατηγορούσαν έως τότε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, υπονόμευσαν την προσφυγική ψήφο στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Για παράδειγμα, οι προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά αποσπάστηκαν από τους δύο μεγάλους δήμους και εντάχθηκαν στο Νομό Αττικοβοιωτίας όπου διακυβεύονταν μόλις τρεις κοινοβουλευτικές έδρες σε σχέση με τις 31 σε Αθήνα και Πειραιά. [9]   
    Η ταύτιση των προσφύγων με το βενιζελικό στρατόπεδο είχε γίνει από πολύ νωρίς κατανοητή από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Πολλές ήταν οι περιπτώσεις που η διάσταση βενιζελικών – αντιβενιζελικών υπήρξε ουσιαστικά μια έκφραση της πολιτισμικής διάστασης ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς. Έτσι, πολιτική συμπεριφορά και πολιτισμική συγκρότηση υπήρξαν συχνά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στην αντιπαράθεση γηγενών και προσφύγων. Χαρακτηριστικά ήταν τα όσα σημειώθηκαν μετά τη λήξη του αιματηρού φιλοβασιλικού συλλαλητηρίου στο κέντρο της Αθήνας στις 9 Δεκεμβρίου 1923. Όπως αναφέρει σε άρθρο της την επόμενη ημέρα η εφημερίδα Εστία, στο συλλαλητήριο συμμετείχαν μαζικά οι βασιλόφρονες κάτοικοι των Μεσογείων, αρβανίτες στη μεγάλη τους πλειοψηφία.
    Μετά τα έκτροπα στο κέντρο της πρωτεύουσας οι διαδηλωτές στράφηκαν εναντίον των ορφανών παιδιών προσφυγικής καταγωγής που φιλοξενούνταν στο χώρο του Ζαππείου μεγάρου υπό την περίθαλψη της αμερικανικής οργάνωσης «Near East Relief»: «Οι Αμερικανοί του Ορφανοτροφείου του Ζαππείου εξεφράσθησαν μετ’ αγανακτήσεως κατά των διαδηλωτών, τους οποίους αντελήφθησαν να υβρίζουν χυδαιότατα τα ορφανά προσφυγόπαιδα του ιδρύματος».[10] Στη συνέχεια όταν το τρένο που τους μετέφερε πίσω στα Μεσόγεια σταμάτησε για λίγο στους Ποδαράδες (Νέα Ιωνία) «[…] εξετέλεσαν και το τελευταίον μέρος του “πατριωτικού” των προγράμματος. Επρόβαλον, δηλαδή, από τα παράθυρα του τραίνου και ήρχισαν να μουτζώνουν τους συγκεντρωμένους προ του συνοικισμού πρόσφυγας.»[11]

    Η «συνάντηση» προσφύγων και γηγενών στη μεσοπολεμική Αθήνα - δύο δηλαδή πληθυσμιακών ομάδων της πόλης οι οποίες παρά τις εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις εμφανίζονταν ως συμπαγείς στα πολλαπλά πεδία των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων – δημιούργησε κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις που εμπόδισαν την ομαλή ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Έχοντας ως κύριο πεδίο αντιπαράθεσης την πολιτική διάσταση ανάμεσα σε βενιζελικούς πρόσφυγες και αντιβενιζελικούς γηγενείς, η διάκριση ανάμεσα στις δύο αυτές πληθυσμιακές ομάδες εκδηλώθηκε σε πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Οι πρόσφυγες δεν μπορούσαν να «χαθούν» μέσα στην πολυπληθή Αθήνα, για τον πολύ απλό λόγο ότι αποτελούσαν ένα αριθμητικά μεγάλο κομμάτι της.
    Επιπρόσθετα, η πολιτισμική τους ετερότητα, λόγω της μεγάλης βαρύτητας που είχε για την εσωτερική τους συνοχή, η οποία ήταν τόσο αναγκαία για την επιβίωσή τους στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες των πρώτων ετών της εγκατάστασης στην Αθήνα, αποτελούσε διαρκές στοιχείο διάκρισης που εμπόδιζε τη σύντομη και ομαλή ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Ένας ακόμη βασικός και αλληλένδετος με τους προηγούμενους, ανασταλτικός παράγοντας ως προς την ομαλή συμβίωση προσφύγων και γηγενών στην πόλη, υπήρξε ο χωροταξικός και διοικητικός διαχωρισμός των προσφύγων. Σε μια καθημερινότητα όπου η κοινωνική και οικονομική τους περιθωριοποίηση ήταν εμφανής, οι πρόσφυγες αντιλαμβάνονταν τα όρια του προσφυγικού συνοικισμού ως το ζωτικό τους χώρο και μέσα από αυτή την αίσθηση, το κέντρο της πόλης και τις παλιές της συνοικίες, ως «ξένους» χώρους. Με άλλα λόγια, η πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων και η διαχείρισή της από τα πολιτικά κόμματα, τροφοδοτούσε και παράλληλα τροφοδοτούνταν από τις πολιτισμικές διαφορές τους με τους γηγενείς, σε μια πολιτική και οικονομική πραγματικότητα που περιθωριοποιούσε ένα σημαντικό τμήμα τους.
    Αυτά που χώριζαν πρόσφυγες και γηγενείς ήταν πολλά και χρειάζονταν χρόνος για να αμβλυνθούν. Όμως στη δύσκολη πολιτικά και κοινωνικά περίοδο του Μεσοπολέμου, ο χρόνος αυτός δεν ήταν αρκετός. Σύντομα η κοινή τραγική εμπειρία της Κατοχής θα λειτουργήσει ομογενοποιητικά, διαγράφοντας τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς. Η διαδικασία αυτή θα ενισχυθεί όταν μετά τον πόλεμο, νέοι κάτοικοι της πόλης δεν ήταν πλέον οι πρόσφυγες, αλλά οι χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που κατέκλυσαν την Αθήνα. Οι πρόσφυγες θα ενσωματωθούν σταδιακά στην ελληνική κοινωνία, διατηρώντας κάποια από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, ως στοιχεία πλέον του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.     

    Εν Αθήναις....και θυμόνταστα να κλαίς

    $
    0
    0
    "Το Σικιαρίδειο Ίδρυμα είναι Κέντρο Ανοιχτής Φροντίδας για την κατάρτιση παιδιών και νέων ηλικίας από 5 μέχρι 21 ετών με νοητική υστέρηση και μαθησιακές δυσκολίες.
    Ιδρύθηκε το 1939 από την οικογένεια του Βασίλειου Σικιαρίδη και ενώ αρχικά λειτουργούσε ως ορφανοτροφείο και πρεβαντόριο, απέκτησε την τωρινή του μορφή το 1971."
    Όταν υπήρχαν άνθρωποι και βοηθούσαν....
    Έσωσε πολλά παιδιά αυτό το ίδρυμα ....
    Πώς να ξεχάσουν αυτήν την οικογένεια τόσες ζωές που σώθηκαν;
    Φυσικά  στα χρόνια του εμφυλίου το πρεβαντόριο  τρόμαζε και μόνον με την αναφορά του γιατί απλά παρέπεμπε στην φυματίωση...στο χτικιό όπως το έλεγαν στις γειτονιές της Αθήνας.
    Ήταν θεραπευτικό ίδρυμα για την προληπτική θεραπεία παιδιών και εφήβων που ήταν εκτεθειμένα σε μόλυνση από φυματίωση και είχαν ενδείξεις.
    Ακουγότανε καλύτερα από το σανατόριο αν και η διαφορά δεν ήταν μεγάλη...
    ήταν το προηγούμενο σκαλοπάτι.
    Εμφύλιος....ο κοσμάκης έβλεπε φούρνο και στεκότανε στην ουρά να πάρει ψωμί...
    να το χορτάσει επιτέλους με την οικογένειά του.


    Οι μάχες στο Κέντρο της Αθήνας καλά κρατούσαν...



    καταστροφές παντού...





    Γεννιόντουσαν
    όμως παιδιά (ποτέ μου δεν κατάλαβα πού εύρισκαν το κουράγιο)...
    και πώς
    να τα ταϊσουν;
    Κάποιες μητέρες πήγαιναν στο Αστυνομικό Τμήμα της γειτονιάς
    και δήλωναν ότι δεν μπορούν να τα ταϊσουν .
    Η συνέχεια με συνοδεία αστυφύλακα πήγαιναν και το παρέδιδαν
    στο βρεφοκομείο.
    Τα περισσότερα από αυτά κατέληγαν υιοθετημένα στην Αμερική.
    Τουλάχιστον ζούσαν...τα της άσπλαχνης μάνας κ.λ.π. ήταν
    άγνωστες λέξεις και δεν είχαν καμμία σημασία.





    Στο Μαρούσι στο Σικιαρίδειο περίμεναν ουρά τα παιδιά για εξέταση
    απ΄έξω....




    Αγωνία η μάνα...έβγαινε η απάντηση το παιδί θα έμενε για νοσηλεία...
    εξοχή τότε η περιοχή με πεύκα...οξυγόνο αλλά και με καλό φαϊ
    και περίθαλψη.


    φωτογραφίες Β.Παπαϊωάννου Μουσείο Μπενάκη

    πίσω στα παλιά

    Τι έγινε στην Αμφίπολη;

    $
    0
    0

    Εννέα Οδοί ονομαζόταν η πόλη των Ηδωνών και εννιά δρόμοι οδηγούσαν σ’ αυτήν. Βρισκόταν πάνω στον Στρυμόνα, σε εξαιρετικά στρατηγικό σημείο. Όταν οι Πέρσες πέρασαν από εκεί, έθαψαν ζωντανούς «προς τιμή του ονόματος» εννιά αγόρια κι εννιά κορίτσια. Πήραν από τους Αθηναίους και την γειτονική Ηιόνα. Ο Κίμωνας την πήρε πίσω μετά από στενή πολιορκία (469 π.Χ.). Μετά, βάδισε με στρατό εναντίον των Εννέα Οδών, που όμως εποφθαλμιούσαν και οι Μακεδόνες αλλά και οι κάτοικοι της Θάσου. Απέτυχε να τις κυριεύσει όπως, στα 497 π.Χ. είχε αποτύχει κι ο Αρισταγόρας από τη Μίλητο. Μερικές δεκαετίες αργότερα, τα πράγματα είχαν αλλάξει.
    Ο βασιλιάς των Μακεδόνων Περδίκκας Β’ αντιμετώπιζε προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας του κι ευχαρίστως δέχτηκε να κλείσει συμμαχία με τους Αθηναίους. Με ορμητήριο την Ηιόνα, οι Αθηναίοι αυτή τη φορά δεν δυσκολεύτηκαν να απωθήσουν τους Ηδωνούς από τις Εννιά Οδούς. Ο γιος του στρατηγού Νικία, Άγνωνας, έφτασε στην περιοχή με αποίκους αλλά και «γείτονες» κι έκτισε την πόλη Αμφίπολη. Έμελλε να γίνει η πιο ένδοξη της Μακεδονίας. Περιβαλλόταν από το ποτάμι στις τρεις πλευρές της, καθώς κτίστηκε πάνω σε ημικυκλική καμπή, κι έλεγχε όλους τους δρόμους προς το εσωτερικό. Ισχυρά τείχη την προστάτευσαν. Η Ηιόνα έγινε το επίνειό της.
    Η ίδρυση της Αμφίπολης έγινε δεκτή με μεγάλη δυσαρέσκεια από τους κατοίκους των ελληνικών αποικιών στη Χαλκιδική. Είχαν να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη πίεση των Μακεδόνων, δέχονταν τις επιπτώσεις από την επεκτατική πολιτική του κράτους των Οδρυσών και ξαφνικά τους προέκυψαν και Αθηναίοι ανταγωνιστές. Συνέπηξαν ομοσπονδία με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων τους. Οι Αθηναίοι αντέδρασαν καθορίζοντας νέα ποσά ως εισφορές στο «συμμαχικό ταμείο» καθώς όλες οι εκεί πόλεις ήταν ενταγμένες στην Αθηναϊκή συμμαχία. Της Ποτίδαιας για παράδειγμα, η εισφορά, από έξι τάλαντα τον χρόνο, πήγε 15. Ο ανταγωνισμός οξύνθηκε τα επόμενα χρόνια και ήταν «σύμμαχοι» των Αθηναίων αυτοί που, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οδήγησαν τους Σπαρτιάτες του Βρασίδα να καταλάβουν την πόλη (424 π.Χ.).
    Δυο χρόνια αργότερα (422), ο Αθηναίος Κλέων με στρατό από την Ηιόνα βρέθηκε μπροστά στην Αμφίπολη. Η μάχη που ακολούθησε, εξελίχθηκε σε ήττα των Αθηναίων, ενώ οι δυο αρχηγοί (Κλέωνας και Βρασίδας) σκοτώθηκαν. Την επόμενη χρονιά (421), με την «Ειρήνη του Νικία», η Αμφίπολη επιστράφηκε στους Αθηναίους. Αντέδρασαν όμως οι Αμφιπολίτες οι οποίοι αρνήθηκαν να ξαναμπούν στο αθηναϊκό άρμα.
    Μισό αιώνα αργότερα, το Κοινό της Χαλκιδικής, η Αμφίπολη αλλά και οι Μακεδόνες του Αλεξάνδρου Β’ που επηρεαζόταν από τους Θηβαίους του Πελοπίδα, βρέθηκαν στο αντίπαλο της Αθήνας στρατόπεδο. Στα 368 π.Χ., οι Αθηναίοι έστειλαν στόλο υπό τον Ιφικράτη να πάρει την Αμφίπολη. Προσπάθησε επί τρία χρόνια αλλά δεν τα κατάφερε καθώς την πόλη βοήθησε και ο στρατός των Μακεδόνων. Στα 364, στην Αμφίπολη εγκαταστάθηκε μακεδονική φρουρά. Την απέσυρε, πέντε χρόνια αργότερα (359 π.Χ.), ο τότε νέος βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Β’. Όταν ο Φίλιππος σταθεροποιήθηκε στον θρόνο του κι ασφάλισε τα σύνορά του, αποφάσισε να πάρει την Αμφίπολη οριστικά. Η μακεδονική στρατιά κινήθηκε εναντίον της πόλης.
    Οι Αμφιπολίτες τα χρειάστηκαν. Θέλοντας και μη, στράφηκαν στους Αθηναίους ζητώντας τους βοήθεια. Ο Φίλιππος ζήτησε από τους Αθηναίους να μην ανακατευτούν κι έδωσε υπόσχεση ότι θα κυριεύσει την Αμφίπολη απλά για να τους την παραδώσει «ως εγγύηση φιλίας». Ήταν τότε τα πρώτα χρόνια του Φιλίππου κι ακόμα δεν είχε εκδηλωθεί το σχέδιό του να επιβληθεί σ’ όλη την Ελλάδα. Οι Αθηναίοι πείστηκαν να μη βοηθήσουν τους Αμφιπολίτες. Η πόλη έπεσε στους Μακεδόνες και έμεινε υπό την κατοχή τους ως την εποχή της ρωμαιοκρατίας (168 π.Χ.).
    Στην Αμφίπολη οδήγησε τους Μακεδόνες από την Πέλλα ο Μέγας Αλέξανδρος κι από εκεί ξεκίνησε την εκστρατεία του στην Ασία. Και στην Αμφίπολη σφάχτηκαν η Ρωξάνη κι ο γιος της Αλέξανδρος, όταν ο Κάσσανδρος θέλησε να ξεμπερδεύει με τους απογόνους του στρατηλάτη.
    Ο νικητής των Ελλήνων, Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος, εγκαταστάθηκε στην Αμφίπολη και την έκανε έδρα των δραστηριοτήτων του, αφού πρώτα τέλεσε εκεί τις ευχαριστήριες προς τους θεούς θυσίες. Η πόλη εξελίχθηκε σε πρωτεύουσα του εκεί τμήματος της αυτοκρατορίας και γνώρισε μεγάλη ακμή καθώς από εκεί περνούσε και η Εγνατία οδός.
    Στα 535 (μ.Χ.), μετονομάστηκε σε Άμφιπο, μετά Ποπολία κι έπειτα Χρυσόπολη, από το όνομα ενός βυζαντινού φρουρίου που κτίστηκε στην περιοχή.
    Κάποια στιγμή, καταστράφηκε. Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος την ξανάκτισε (1341) αλλά και πάλι η πόλη γνώρισε την καταστροφή κι εγκαταλείφθηκε.
    http://historyreport.gr
    Viewing all 12885 articles
    Browse latest View live


    <script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>