Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; Αφιέρωμα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη. (Συνέχεια από το «Πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Αθήνα: Η άφιξη και η αντίδραση των γηγενών»)
Οι προσφυγικοί συνοικισμοί
Όμως ποια ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας τα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία τους; Σε μια από τις πρώτες δημοσιογραφικές έρευνες στις προσφυγικές συνοικίες – τέτοιου είδους έρευνες παρουσιάζονταν συχνά σε όλες τις εφημερίδες του Μεσοπολέμου – αρθογράφος τουΡιζοσπάστη επισκέφτηκε το συνοικισμό της Καισαριανής τον Μάιο του 1925.
Σ’ ένα μακροσκελές άρθρο προσπάθησε να αποτυπώσει τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εντόπιζαν ήταν ο συνωστισμός των οικογενειών στα δωμάτια των ξύλινων παραγκών: «Σ’ ένα δωμάτιο 3 ½ μέτρων με 2 ½ κάθονται 7-9 άτομα, σε πολλά δε κάθονται και δύο – τρεις οικογένειες με συνολικό αριθμό ατόμων 10-12, αν και το κανονικό κατά τους υπολογισμούς τουλάχιστον της Ε.Α.Π. πρέπει να είναι μόνον τέσσερα ή πέντε άτομα.»[1]
Σαφώς μεγαλύτερο ήταν το πρόβλημα της παντελούς έλλειψης υποδομών για την ύδρευση της Καισαριανής. Το μέγεθος του προβλήματος καταγράφεται στο εν λόγω άρθρο με την αναφορά στην ύπαρξη ενός μεγάλου ντεπόζιτου χωρητικότητας 500 οκάδων, από το οποίο έπρεπε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των περίπου 10.000 κατοίκων του συνοικισμού. Την κατάσταση επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι η παροχή του νερού όχι μόνο δεν ήταν συνεχής, αλλά διαρκούσε μόλις μία ώρα ημερησίως. Την άθλια εικόνα που παρουσίαζε η ζωή στη συνοικία, συμπλήρωναν οι μόνιμα υπερχειλισμένες κοινές τουαλέτες, αλλά και τα βρώμικα νερά που αναμεμειγμένα με τις ακαθαρσίες των ζώων – οι πολυάριθμοι πλανόδιοι επαγγελματίες της συνοικίας είχαν άλογα και γαϊδούρια που τα χρησιμοποιούσαν για να περιφέρουν τα εμπορεύματά τους, ενώ παράλληλα πολλές οικογένειες συντηρούσαν κατσίκες, κότες και γουρούνια προς ιδία κατανάλωση – διέρχονταν από τους δρόμους αποτελώντας μεγάλη απειλή για τη δημόσια υγεία.
Όταν ο Ριζοσπάστης θα επιστρέψει στην Καισαριανή οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά, τον Μάιο του 1932, η κατάσταση όχι μόνο δεν είχε βελτιωθεί, αλλά είχε επιδεινωθεί λόγω της ανυπαρξίας ουσιαστικών παρεμβάσεων σε θέματα υποδομών και του υπερδιπλασιασμού του πληθυσμού, που αριθμούσε πλέον περίπου 25.000 κατοίκους:
«Ένας μαύρος πολτός κυλάει σιγαλά, γεμάτος βρωμιές κι ακαθαρσίες […] Εδώ δα μπροστά μας τα παιδάκια παίζουν με τη ζωή τους. Τσαλαβουτούν αξένοιαστα μες στα βρωμερά νερά, που σκορπάνε δηλητήριο […] Ένα αγεράκι σηκώνει μπόλικη σκόνη […] Τα δωμάτια γεμίζουν, του κάκου τρέχουν οι γυναίκες να κλείνουν τα πατζούρια […] Το νεροζούμι που βράζει στη φουφού γέμισε κι’ όλας από σκόνη […] Τα Λαγκάδια. Έτσι λέγονται κάτι μακρυνές παράγγες σα μάντρες, δίχως χωρίσματα. Σε κάθε μια από δαύτες ζούνε περί τις 70 – 80 οικογένειες […] Για φαντασθήτε περί τις 400 ψυχές σ’ αυτούς τους “στρατώνες”. Έχουν μωρά, αρρώστους, γέρους, άλλος τραγουδάει, τ’ άλλο κλαίει, κειν’ εκεί η οικογένεια έχει φασαρίες. Είνε υποχρεωμένοι όλοι αυτοί που στεγάζονται κάτω από την ίδια στέγη, νύχτα η μέρα νάνε σε ανησυχία μεγάλη.»[2]
Όμως ακόμη και δύο ολόκληρες δεκαετίες μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, οι κάτοικοι των προσφυγικών συνοικιών εξακολουθούσαν να ζουν σε «τρισάθλια» δωμάτια. Ο Ξενοφών Φιλέρης περιγράφει το σπίτι, για την ακρίβεια το δωμάτιο, όπου ζούσαν δύο φίλοι του και η μητέρα τους στο Βύρωνα την περίοδο της Κατοχής:
«Μ’ άλλα λόγια, σκέτη δυστυχία. Χωρίς έπιπλα, χωρίς νερό και ηλεκτρικό, χωρίς κρεβάτια, χωρίς τίποτα. Κοιμόντουσαν κατάχαμα πάνω σε κουρελούδες και στην πόρτα είχαν βάλει έναν μπερντέ για να τους προστατεύει από τον αέρα. Μόνο ένα τραπεζάκι – κι αυτό κουτσό -, τρία σκαμνάκια, μια λάμπα πετρελαίου, μια φουφού και μερικά πήλινα πιάτα υπήρχαν μέσα σ’ αυτήν την τρώγλη. Μια τρώγλη όμως, που η μάνα τους την είχε πάντα πεντακάθαρη, έλαμπε από πάστρα».[3]
Αν τα άρθρα του Ριζοσπάστη παρουσίαζαν την άθλια κατάσταση που επικρατούσε στις λαϊκές προσφυγικές συνοικίες με στόχο την ανάδειξη των προβλημάτων επιβίωσης των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων που οφείλονταν στην αδιαφορία των αστικών κυβερνήσεων, η αρθογραφία των αντιβενιζελικών κυρίως εφημερίδων, προσέγγιζε τα ίδια προβλήματα από μια διαφορετική οπτική. Σε άρθρο της με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μαθαίνουν Ελληνικά αλλά μιλούν Τούρκικα», η εφημερίδα Εμπρός επισήμαινε τον «εθνικό» κίνδυνο που συνιστούσαν οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες. Σ’ ένα ρεπορτάζ αφιερωμένο στις ελλείψεις των εκπαιδευτικών υποδομών στη συνοικία των Ποδαράδων (Νέα Ιωνία), αρθογράφος της εφημερίδας επισκέφτηκε το τοπικό σχολείο. Συνομιλώντας με το διευθυντή του και με μαθητές, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο «συνοικισμός της Σαφραμπόλεως κατοικείται ως επί το πλείστον από Έλληνας τουρκοφώνους και όπως είναι φυσικόν, όπως συμβαίνει δυστυχώς και με τους αλβανοφώνους της Αττικής, τα παιδάκια ομιλούν την τουρκικήν».[4]
Καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών του σχολείου είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, η χρησιμοποίηση της τουρκικής γλώσσας από αυτούς οφειλόταν στο γεγονός ότι τόσο στο οικογενειακό περιβάλλον όσο και στη γειτονιά, οι κάτοικοι μιλούσαν την τουρκική και όχι την ελληνική γλώσσα που τους ήταν άγνωστη. Αντιμέτωπο με αυτή την κατάσταση το ελληνικό σχολείο δεν καλούνταν απλά να εκπληρώσει το εκπαιδευτικό του έργο, αλλά και να υλοποιήσει μια εθνική «αποστολή», να «σπάσει» αυτή τη συνέχεια «δημιουργώντας» ελληνόφωνα παιδιά από τουρκόφωνους γονείς. Σε αυτή τη λογική, ο αρθογράφος καλούσε το κράτος να λάβει μέτρα ενάντια στο φαινόμενο ενισχύοντας τις εκπαιδευτικές υποδομές «δια να απαλλαγώμεν του αίσχους, να ομιλούν Ελληνόπουλα, εις την πρωτεύουσαν του Ελληνισμού την τουρκικήν.»[5]
Στην ίδια λογική, αλλά μέσα από τη διαπραγμάτευση ενός άλλου μεγάλου προβλήματος που παρουσιάζονταν στις προσφυγικές συνοικίες, κινούταν ένα ακόμα άρθρο της ίδιας εφημερίδας. Όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία του αρθογράφου, ο οικιστικός διαχωρισμός των προσφύγων από τους γηγενείς, περιλάμβανε μεταξύ άλλων, και τη διάσταση της προστασίας του «υγιούς» τμήματος του πληθυσμού από τις μεταδοτικές ασθένειες που είχαν «εγκατασταθεί» μαζί με τους πρόσφυγες στους συνοικισμούς. Την εποχή που «επάρατη νόσος» ήταν η φυματίωση, οι Αθηναίοι παρακολουθούσαν με τρόμο την ασθένεια αυτή να αποδεκατίζει τους κατοίκους των προσφυγικών συνοικισμών που είχαν «περικυκλώσει» το κέντρο της πόλης.
Στις αρχές του Δεκέμβρη του 1927, όταν ο δημοσιογράφος επισκέφτηκε το συνοικισμό των Νέων Σφαγείων, αντίκρισε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Και σε αυτόν τον προσφυγικό συνοικισμό, όλα ευνοούσαν τη διάδοση των μεταδοτικών ασθενειών και κυρίως της φυματίωσης: οικογένειες στοιβαγμένες σε δωμάτια, κοινά αποχωρητήρια χωρίς καμία μέριμνα για την εκκένωση των οχετών, διάτρητες στέγες και ξύλινα χωρίσματα οικιών από τα οποία περνούσαν ο κρύος αέρας και η βροχή και τέλος μια τεράστια τάφρος γεμάτη σκουπίδια, τα οποία «έχουν πολτοποιηθεί με την πάροδο του χρόνου […] Δυσώδης οσμή προσβάλλει την όσφρηση παντός επισκέπτου και αποπνίγει…»[6] Ο δημοσιογράφος παρουσιάζει την οικτρή κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι περίπου 5.000 κάτοικοι των Νέων Σφαγείων, για να καταλήξει ότι οι προσφυγικοί συνοικισμοί αποτελούσαν εστίες μεταδοτικών ασθενειών που απειλούσαν τη δημόσια υγεία όχι μόνο των προσφύγων, αλλά κυρίως των γηγενών κατοίκων του κέντρου της πρωτεύουσας:
«Το γεγονός όσον και αν είνε θλιβερόν δια τους πρόσφυγας θα είχεν ολιγώτερον σημασίαν, αν δεν εξεδηλούτο ένα φαινόμενον. Ότι δηλαδή όσοι δύνανται να εξοικονομήσουν κάποιο περίσσευμα φεύγουν εκ των Νέων Σφαγείων και εγκαθίστανται εις τας Αθήνας με τους ασθενείς των, μεταφυτεύοντες ούτω τα μικρόβια των νόσων εις τον πληθυσμόν της πρωτευούσης […] Αν δεν κινηθούν [οι αρμόδιοι] προβλέπω μεν τάχιστα επερχομένην την ημέραν καθ’ ην – δεν φαιδρολογούμεν – ο άλλος πληθυσμός της Ελλάδος θα αναρτίση εις τα πρόθυρα των Αθηνών πινακίδας “πόλις της φθίσεως και της χολέρας”.»[7]
Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν ήταν τόσο αυτό των εξαιρετικά υψηλών ποσοστών θνησιμότητας των προσφύγων λόγω της φυματίωσης, που εύρισκε ευνοϊκές συνθήκες εξάπλωσης στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Το πρόβλημα εντοπιζόταν στον κίνδυνο «εξόδου» της φυματίωσης από τους προσφυγικούς συνοικισμούς, στον κίνδυνο δηλαδή να προσβληθεί μαζικά το υγιές τμήμα του πληθυσμού. Σε αυτό το απόσπασμα αντανακλάται ξεκάθαρα η αντίληψη που κυριαρχούσε ανάμεσα στους γηγενείς: οι πρόσφυγες ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ήταν ένα βάρος ανεκτό όσο αυτοί περιορίζονταν στους συνοικισμούς τους, αλλά επικίνδυνο όταν εμφανίζονταν στο ζωτικό χώρο των γηγενών.
Η πολιτισμική ετερότητα των προσφύγων
Αν λοιπόν το κέντρο της πόλης και οι συνοικίες του αποτελούσαν το ζωτικό χώρο των γηγενών, η «τακτοποίηση» των προσφύγων στις προσφυγικές συνοικίες, ο χωροταξικός διαχωρισμός τους από τους γηγενείς που αντανακλούσε την κοινωνική και οικονομική τους περιθωριοποίηση, οδήγησε στη δημιουργία του δικού τους διακριτού ζωτικού χώρου. Με αυτό τον τρόπο η προσπάθεια άμβλυνσης των κοινωνικών επιπτώσεων που είχε το σοκ της άφιξης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο λεκανοπέδιο, οδήγησε στη συντήρηση των διαχωριστικών γραμμών. Μπορεί λοιπόν να αποφευχθήκαν οι έντονες προστριβές που προκαλούσε η συμβίωση στα επιταγμένα κτίρια και οικίες, παράλληλα όμως ο χωροταξικός διαχωρισμός συντηρούσε τη διάκριση γηγενών και προσφύγων, λειτουργώντας ανασταλτικά στη διαδικασία ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Με άλλα λόγια, η περιθωριοποίηση των προσφύγων υπονόμευε την κοινωνική συνοχή σε μια περίοδο έντονης πολιτικής και οικονομικής ρευστότητας.
Οι προσφυγικές συνοικίες υπήρξαν λοιπόν οι ζωτικοί χώροι όπου οι πρόσφυγες επιχείρησαν να ανασυγκροτηθούν οικονομικά και κοινωνικά. Έχοντας απωλέσει τις περιουσίες τους και σε μεγάλο βαθμό την επαγγελματική τους ενασχόληση, οι πρόσφυγες συσπειρώθηκαν γύρω από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά στην προσπάθειά τους να ανασυγκροτηθούν. Αν και υπήρξαν φορείς διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων (τουρκόφωνοι αγρότες από την περιοχή του Πόντου, ελληνόφωνοι αστοί της Σμύρνης ή καραμανλήδες αγρότες και έμποροι από τη μικρασιατική ενδοχώρα), η εμπειρία της προσφυγιάς λειτούργησε ομοιογενοποιητικά δημιουργώντας μια νέα και κοινή σε μεγάλο βαθμό ταυτότητα. Οι πρόσφυγες αντί να εισέλθουν σε μια διαδικασία πολιτισμικής αφομοίωσης, χρησιμοποίησαν τα ιδιαίτερα αυτά πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά ως στρατηγική επιβίωσης και διεκδίκησης.
Από τη στιγμή που έφεραν την εμπειρία μιας διαφορετικά οργανωμένης κοινωνίας - οι ελληνικές κοινότητες στις οποίες ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια δεν ήταν οργανωμένες με βάση τις ταξικές αλλά τις πολιτισμικές διαφορές – όσα τους διέκριναν σε πολιτισμικό επίπεδο με τους γηγενείς απέκτησαν μεγάλη βαρύτητα για την εσωτερική τους συνοχή. Έτσι, τα πρώτα κυρίως χρόνια της εγκατάστασης, η παράδοση αντίστασης και ανυπακοής απέναντι στις οθωμανικές αρχές που έφεραν από τα μικρασιατικά παράλια, εκδηλώθηκε στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας μέσα από καταλήψεις οικοπέδων και δημοσίων οικημάτων και την αυθαίρετη δόμηση οικιών.
Η «παραβατικότητα» των προσφύγων. Καταλήψεις οικημάτων και αυθαίρετη δόμηση
Απέναντι σ’ ένα κρατικό μηχανισμό που αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στο τεράστιο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, αυτοί ανέλαβαν την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους προτάσσοντας την αυτενέργεια και σε πολλές περιπτώσεις την παραβατικότητα, ως στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας. Έτσι με την άφιξη των προσφύγων εμφανίστηκε το φαινόμενο της αυθαίρετης δόμησης σε μαζικό επίπεδο, ως μια διαδικασία που συμπλήρωνε την αδυναμία του κράτους να προσφέρει φτηνή στέγη. Παράλληλα η αυθαίρετη δόμηση λειτουργούσε ως δικλείδα ασφαλείας που εκτόνωνε τις κοινωνικές εντάσεις, τόσο ως ένας τρόπος άμεσης εξασφάλισης στέγης, όσο και ως μια μορφή οικονομικής δραστηριότητας που πρόσφερε εργασία σε σημαντικό αριθμό προσφύγων.
Ο πατέρας της Ευτυχίας Μορίκη ξεκινώντας από τη γειτονιά που είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά του στα Ταταύλα, άρχισε να χτίζει αυθαίρετα οικήματα για τη στέγαση προσφύγων. Σύντομα εξελίχθηκε σε εργολάβο που διέθετε συνεργεία για το χτίσιμο αυθαιρέτων σε διάφορους προσφυγικούς συνοικισμούς. Λόγω της «ιδιομορφίας» της - οι εργασίες έπρεπε να γίνουν νύκτα και να ολοκληρωθούν μέσα σε μερικές ώρες - η δουλειά αυτή εξασφάλιζε πολύ καλά μεροκάματα. Στην αφήγησή της η Ευτυχία Μορίκη περιγράφει τη διαδικασία ανέγερσης των αυθαιρέτων, αλλά και την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σχέση που αναπτύσσονταν ανάμεσα στους εργολάβους και τους εκπροσώπους του νόμου, σχετικοποιώντας τη διαχωριστική γραμμή που διέκρινε το νόμιμο από το παράνομο:
«Το χτίσαμε σε 24 ώρες. Επήρε και κάνα δυό-τρεις άλλους και το ‘χτισε. Όσο θες μεγάλο ας τόκανες μέσα σε μια νύχτα για να μη σε πιάσουνε, χωρίς άδεια. Και να του ρίξεις από πάνω σκεπή, δεν είχε δικαίωμα να σου το γκρεμίσουνε. Έχτισε στη Πετρούπολη πολλά ο πατέρας μου και στη Νέα Σμύρνη. Αλλά και να σ’ έπιανε κανένας, ο χωροφύλακας […] άμα του ‘βαζες ένα πακέτο τσιγάρα ή ένα πενηντάρι στο χέρι, στραβά μάτια. Τι μισθό είχανε; Και είχε γίνει έτσι, είχε βρει καμπόσους, τους έλεγε “εγώ σήμερα θα κάνω αυτό. Αν έχεις βάρδια τράβα από κει μην έρθεις απ’ τον δρόμο μας και εκτεθείς, πάρε και δέκα δραχμές. Άσε να βάλουμε [κόσμο στα σπίτια] που είμαστε στ’ αντίσκηνα […] και να χωρίσουνε [να αραιώσουν] και οι οικογένειες”.»[8]
Η αυθαίρετη δόμηση στις προσφυγικές συνοικίες υπήρξε μια συλλογική διαδικασία. Οι ίδιοι οι κάτοικοι της συνοικίας συμμετείχαν στην ανέγερση των αυθαίρετων οικημάτων, ενισχύοντας μέσα από αυτή τη διαδικασία τους μεταξύ τους δεσμούς. Επιπρόσθετα, το κατεπείγον της ανάγκης για στέγαση οικογενειών που ζούσαν σε σκηνές ή ήταν άστεγες, αναιρούσε στην πράξη το νόμο. Στις συνειδήσεις των προσφύγων αυτό που ήταν παράνομο σύμφωνα με το κράτος, ήταν απόλυτα νομιμοποιημένο και επιβεβλημένο λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους και της ιδιαίτερης αλληλεγγύης που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους.
Σε αυτή τη λογική, οι βαθειά θρησκευόμενοι Πόντιοι κάτοικοι της Καλλιθέας έλαβαν την απόφαση να χτίσουν αυθαίρετα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στην οποία θα μπορούσαν να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Σύμφωνα με την αφήγηση του Γιάννη Κακουλίδη, ένα πρωί σε αλάνα μεταξύ των οδών Φιλαρέτου και Ελ. Βενιζέλου όπου τα πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα, εμφανίστηκαν ξαφνικά κάρα φορτωμένα με ξυλεία και πολλοί μάστορες οι οποίοι βιαστικά άρχισαν τις εργασίες μέχρι αργά το βράδυ. Η δουλειά αυτή ξεκίνησε εκ νέου νωρίς την επόμενη ημέρα και ολοκληρώθηκε μετά την άφιξη ενός φορτίου με κεραμίδια τα οποία τοποθετήθηκαν από τους μάστορες σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, «ενώ ο κόσμος τους φώναζε: “γρήγορα παιδιά!”». Τα πιτσιρίκια κατάλαβαν λίγο αργότερα το λόγο της βιασύνης όλων των κατοίκων που είχαν μαζευτεί στην αλάνα: «[…] κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν: “Έρχονται, έρχονται!”. Γύρισα να δω ποιοι έρχονται και βλέπω τους χωροφύλακες. Ύστερα κάποιος άλλος φώναξε: “να φύγουν οι άντρες και τα παιδιά. Να μείνουν μόνο οι γυναίκες” […] Το τι είδαν τα μάτια μας, δεν περιγράφεται. Να βαράνε οι χωροφύλακες με τα γκλομπ, να βαράνε οι γυναίκες με τα ξύλα…»[9]
Η αυτενέργεια και η ανυπακοή των προσφύγων δεν εκδηλώθηκε μόνο μέσα από την αυθαίρετη δόμηση οικιών. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις όπου πρόσφυγες καταλάμβαναν εκτάσεις σε κτήματα μεγαλοϊδιοκτητών, αλλά και οικήματα της ΕΑΠ. Για παράδειγμα ομάδα προσφύγων από την Αργυρούπολη του Πόντου, που είχαν εγκατασταθεί πρόχειρα στην Καλλιθέα, κατέλαβαν το φθινόπωρο του 1926 έκταση του κτήματος Γερουλάνου από την οποία εκδιώχθηκαν μετά την επέμβαση της χωροφυλακής. Μετά από νέες προσπάθειες πέτυχαν την απαλλοτρίωση 300 στρεμμάτων όπου εγκαταστάθηκαν είκοσι οικογένειες. Οι οικογένειες αυτές αποτέλεσαν τον πυρήνα του οικισμού από τον οποίο προέκυψε η σημερινή Αργυρούπολη.[10]
Η πιο εντυπωσιακή δυναμική επιχείρηση των προσφύγων στην Αθήνα, ήταν αυτή της ταυτόχρονης κατάληψης οικημάτων της ΕΑΠ σε Καισαριανή, Βύρωνα και Ν. Ιωνία. Και σε αυτή την περίπτωση πρωτοστάτησαν οι γυναίκες των συνοικιών, οι οποίες μάλιστα συγκρούστηκαν με τις τότε δυνάμεις καταστολής κατά τη διάρκεια εκτεταμένων επεισοδίων που διήρκησαν μια ολόκληρη ημέρα. Στο Βύρωνα οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν όταν μετά τη σύλληψη 15 γυναικών από τη στρατιωτική δύναμη που επενέβη και την κράτησή τους στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, πολυάριθμη ομάδα γυναικών επιτέθηκε «διά λίθων και ξύλων» στη στρατιωτική δύναμη. Η ένταση της σύγκρουσης ήταν τέτοια που παρά το γεγονός ότι ο επικεφαλής αξιωματικός έδωσε εντολή στους στρατιώτες «όπως γεμίσουν τα όπλα των και επιβάλουν πάση θυσία την τάξιν», αυτό δεν κατέστη δυνατό. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων ήταν ο σοβαρός τραυματισμός μιας εγκύου η οποία απέβαλε, ο ελαφρότερος άλλων έξι γυναικών και 15 παιδιών.[11]
Ο κεντρικός ρόλος των γυναικών σε όλες τις διεκδικήσεις των κατοίκων στις φτωχές προσφυγικές συνοικίες, έχει να κάνει με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και με τις στρατηγικές επιβίωσης που αυτοί ακολούθησαν. Λόγω των διωγμών που υπέστη το ελληνικό στοιχείο στη Μ. Ασία, το ποσοστό των ορφανών από πατέρα οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στους φτωχούς προσφυγικούς συνοικισμούς ήταν εξαιρετικά μεγάλο. Επιπρόσθετα, η έκθεση των γυναικών στους κινδύνους που συνεπάγονταν η αντιπαράθεση με τις αρχές, λειτούργησε ως μια στρατηγική επιβίωσης. Ο «αποδεκατισμένος» ενεργός ανδρικός πληθυσμός που κατάφερε να φτάσει στην Αθήνα, έπρεπε να «προστατευθεί». Πέρα από τη βαρύτητα που είχε η παρουσία του άνδρα για κάθε οικογένεια στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς, η προσπάθεια οικονομικής ανασυγκρότησης των προσφυγικών οικογενειών στηρίζονταν κυρίως στην ανδρική εργασία, λόγω των σαφώς καλύτερων αμοιβών που απολάμβανε το ανδρικό σε σχέση με το γυναικείο εργατικό δυναμικό.