Έμεινε στη μνήμη ως ο κωμικός των κωμικών. Δεν εκβίασε ποτέ το γέλιο, απλώς το έκανε να αναδύεται αυθόρμητα από την ψυχή μας. Σήμερα, από όλα όσα έχουν γραφτεί γι’ αυτόν, το πιο πλήρες είναι ίσως εκείνο που σημείωσε κάποτε ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Oτι «Ο Λογοθετίδης υπήρξε ο άνθρωπος του λαού, που ένιωσε το λαό και που έπαιξε για το λαό». Tο εικοσιδυάχρονο αγόρι που φτάνει από την Πόλη στην Αθήνα με μια ξεφτισμένη βαλίτσα γεμάτη όνειρα, τρυπώνει πίσω από την κουίντα του θεάτρου Κοτοπούλη και με την άγνοια κινδύνου που του παρέχει το σφρίγος της νιότης, δηλώνει ευθαρσώς ότι θέλει να γίνει «δραματικός ηθοποιός». Η Μαρίκα Κοτοπούλη, εντυπωσιασμένη πάντα από τους ανθρώπους που φιλοδοξούν, δεν τον απορρίπτει. Σύντομα, όμως, αντιλαμβάνεται το προφανές: ότι δεν είναι πλασμένος για δραματικός ηθοποιός. «Εσύ, Βασίλη», του λέει τότε, στα 1919, «είσαι γεννημένος κωμικός». Δεν χρειάζεται να περάσει πολύς καιρός για να δικαιωθεί.
Από τα πρώτα κιόλας έργα, ο νεαρός Λογοθετίδης ξεχωρίζει. Είναι η φυσικότητά του, το ταπεραμέντο του, οι κινήσεις του, που ενθουσιάζουν το κοινό. Oλα αυτά, σε συνδυασμό με μια φωνή που θαρρείς και γεννήθηκε για να ξεστομίζει ξεκαρδιστικές ατάκες, δημιουργούν έναν ηλεκτρισμό γύρω από τη φιγούρα του και το αποτέλεσμα δεν μένει παρά να δικαιώσει την Κοτοπούλη στα χρόνια που έρχονται: η συνεργασία τους θα κρατήσει πάνω από τρεις δεκαετίες και θα γεννήσει μεγάλες επιτυχίες.
Τον χειμώνα του ’42, ο Λογοθετίδης είναι σαράντα πέντε χρόνων και το θέατρο Κοτοπούλη ετοιμάζεται να ανεβάσει το έργο του Αλέκου Λιδωρίκη «Aνδρας-Γυναίκα-Διάβολος». Ζητούν από τον Λογοθετίδη να παίξει το νεαρό εραστή. «Εγώ, το νεαρό εραστή;»απορεί εκείνος. «Πώς στην ευχή θα παίξω το νεαρό εραστή και, μάλιστα, πλάι στον Μυράτ;» «Εάν δεν μπορούσες, δεν θα σου το ζητούσα», του λέει ο Λιδωρίκης. Ο Λογοθετίδης επιμένει: «Βρε αδελφέ μου, εγώ θα παίξω τώρα τον ωραίο; Κι εγώ θα φάω στο τέλος τον Μυράτ;» «Ναι, εσύ», του απαντάει κατηγορηματικά ο Λιδωρίκης. «Βασίλη μου», συνεχίζει,«η ομορφιά ενός άνδρα δεν βρίσκεται πάντα στο πρόσωπο. Βγαίνει πιο πολύ από την προσωπικότητα, από την ψυχική του λεβεντιά, από τη χαρά που αναδίνει, από την εξυπνάδα και από τη γνώση του ωραίου…». Χρόνια αργότερα, ο Λιδωρίκης θα θυμόταν το περιστατικό και θα έλεγε: «Oταν του τα είπα όλα αυτά, με κοίταξε με εκείνο το πονηρό βλέμμα του και μου απάντησε, ‘Μωρέ τι μας λες’. Και το επόμενο πράγμα που έκανε ήταν να παίξει το ρόλο που του ζητούσαμε. Και όχι μόνο έπαιξε τον ωραίο, το χορευτή, τον εραστή, εκείνον που στο τέλος κερδίζει το κορίτσι. Μέσα από την επιτυχία του, εξασφάλισε και στο συγγραφέα ψωμί και νοίκι για τη μισή κατοχική εποχή. Αυτός ήταν ο Βασίλης».
Πέντε χειμώνες αργότερα, ο Λογοθετίδης κάνει πραγματικότητα το όνειρό του: γίνεται θιασάρχης. Στη δική του πλέον σκηνή, έχει να υπερασπιστεί τις προσωπικές του επιλογές τόσο σε ηθοποιούς όσο και σε έργα και οι γκρίνιες κάνουν σύντομα την εμφάνισή τους, αφού κάποιοι θεωρούν ότι χαραμίζεται με έργα πολύ κατώτερα του ταλέντου του. Εκείνος δεν δίνει σημασία και πορεύεται στο δρόμο που του ανοίγει το ένστικτό του. Και αυτός ο δρόμος είναι αφιερωμένος αποκλειστικά στο νεοελληνικό έργο, με μιαν αφοσίωση που αγγίζει τα όρια της εμμονής. «Πολλοί ηθοποιοί αγάπησαν το νεοελληνικό θεατρικό έργο, αλλά κανένας δεν το αγάπησε ή δεν μπόρεσε να το αγαπήσει περισσότερο από τον Λογοθετίδη», θα έγραφε ο συγγραφέας Γ. Ρούσσος. Και η καυστική πένα ενός άλλου συγγραφέα, του Δ. Ψαθά, θα αποκάλυπτε μιαν άλλη όψη αυτής της αφοσίωσης: «Ναι, αγαπάει το νεοελληνικό έργο αλλά ο ίδιος είναι συμφορά για κάθε ευσυνείδητο συγγραφέα. Γιατί είναι αδύνατον να καταλάβει ο συγγραφέας εάν η επιτυχία οφείλεται στο έργο ή στον πρωταγωνιστή». Oποια κι αν είναι η ετυμηγορία του καθενός, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: με όχημα το νεοελληνικό έργο, ο Λογοθετίδης καθηλώνει τα πλήθη και οδεύει από επιτυχία σε επιτυχία. Φτάνει, μάλιστα, να ταυτιστεί σε τέτοιο σημείο με τον «Ηλία του δέκατου έκτου», που για μερικά χρόνια θα λαμβάνει ευχετήριες κάρτες του Προφήτη Ηλία!
Με αυτή την αλησμόνητη θεατρική βερσιόν, ο κόσμος ξεχνάει ακόμη και το ότι τον λένε Βασίλη. Εντούτοις, η επιτυχία δεν τον αλλάζει. Παραμένει ο ίδιος απλός άνθρωπος, ένα γήινο πλάσμα που εξακολουθεί να περιφέρεται με μια ξεφτισμένη βαλίτσα γεμάτη όνειρα που τώρα τα μετατρέπει σε θεατρικές ομολογίες. Αυτό που, ωστόσο, θα τον αλλάξει, έγκειται σε ένα απρόοπτο της μοίρας που δεν καταλαβαίνει από καλλιτεχνικές επιτυχίες: είναι η πολύμηνη νοσηλεία του, τον χειμώνα του ’48. Ο Λογοθετίδης αρρωσταίνει και μπαίνει στο νοσοκομείο. Οι πάντες ανησυχούν. Οι εφημερίδες γράφουν καθημερινά για την περιπέτειά του. Ανθοδέσμες πλημμυρίζουν το δωμάτιό του. Ευτυχώς, όμως, είναι κάτι περαστικό. Όταν παίρνει εξιτήριο από το νοσοκομείο, ο τότε δήμαρχος της Αθήνας Παυσανίας Κατσώτας δίνει εντολή και η πόλη φωταγωγείται για να υποδεχτεί και πάλι το πιο μεγάλο της ταλέντο. Ωστόσο, αυτή η περιπέτεια θα αφήσει ίχνη ευδιάκριτα πάνω του. Γιατί τότε κάνει την εμφάνισή της μια αδιόρατη θλίψη που γίνεται αντιληπτή από πολλούς. Φυσικά, ήταν πάντα ένας άνθρωπος της μοναξιάς. Αλλά με τον καιρό, αυτή η μοναξιά αποκτά κάτι το βιβλικό που έρχεται να συνταιριαστεί με την μελαγχολία ενός απογεύματος πριν από την βραδινή παράσταση ή με την εσωστρέφεια του επόμενου πρωινού.
Είναι πλέον η εποχή του κινηματογράφου, με τις αθάνατες ταινίες να διαδέχονται η μία την άλλη. «Μαντάμ Σουσού», «Δεσποινίς ετών… 39», «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Κάλπικη λίρα» και πάει λέγοντας. Το 1957 στάθηκε μια χρονιά-σταθμός για τον Λογοθετίδη. Τότε βγήκε στις αίθουσες το «Δελησταύρου και υιός», που ήρθε να συμπληρώσει την επιτυχία του «Ζηλιαρόγατου» της προηγούμενης χρονιάς. Επίσης, τότε ήταν που ανέλαβε την περίφημη καλλιτεχνική περιοδεία στην Αμερική με σκοπό την καθιέρωση συστηματικής επαφής μεταξύ των θεάτρων όλων των χωρών της Γης. Ο θρίαμβος του υπήρξε ανεπανάληπτος. Έδωσε παραστάσεις σε οκτώ πόλεις των ΗΠΑ και κατά την υποδοχή του στο Πίτσμπουργκ, ο δήμαρχος του παρέδωσε την «χρυσή κλείδα» της πόλης, τιμή που δεν έχει ξαναγίνει σε Έλληνα ηθοποιό. Ο μικρόσωμος αυτός άντρας με τα μαύρα διαπεραστικά μάτια στοιχειώνει τη μεγάλη οθόνη και το κοινό υποκλίνεται. Όλοι υποκλίνονται. Μακριά από τα φώτα, όμως, εκεί: πιασμένος στο αγκίστρι της θλίψης του. Παρότι είναι ο αγαπημένος του κόσμου, παρότι δοκιμάζεται σε δύο γάμους, παρότι βλέπει τη φήμη του να γιγαντώνεται, αποπνέει εκείνη την ομιχλώδη αύρα που μοιάζει με κατάρα για κάθε σπουδαίο κωμικό: την αύρα ενός ανθρώπου θλιμμένου. Την ίδια αύρα αποπνέουν, την ίδια εποχή, ο Μπάστερ Κίτον, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ακόμα κι εκείνος ο καινούργιος, ο Τζέρι Λιούις. Να γιατί έχουν δίκιο όσοι λένε ότι οι πραγματικοί κωμικοί είναι στο βάθος πολύ θλιμμένοι άνθρωποι.
Τον Γενάρη του 1960, το Θέατρο Αθηνών ετοιμάζεται να γιορτάσει τις 150 παραστάσεις του έργου του Γ. Τζαβέλα, «Η δε γυνή να φοβήται τον άντρα». Είναι μεσημέρι και όλοι βρίσκονται στο γραφειάκι του θεάτρου, προσπαθώντας να συμφωνήσουν για τις κατάλληλες λέξεις στο κείμενο που θα συνοδεύσει την πανηγυρική αναγγελία. Όταν φτάνουν στο επίθετο που θα χαρακτηρίσει τον Λογοθετίδη, η σύσκεψη παίρνει φωτιά. Ο θεατρώνης προτείνει «Ο μεγάλος Λογοθετίδης». Ο συγγραφέας λέει να βάλουν «Ο άφθαστος Λογοθετίδης». Και άλλες λέξεις πέφτουν στο τραπέζι, όπως «ο μοναδικός», «ο κορυφαίος», «ο ανεπανάληπτος». Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής κάθεται σιωπηλός σε μια γωνιά και τους ακούει ατάραχος.«Όχι», τους λέει κάποια στιγμή έπειτα από ώρα. «Δεν θέλω τίποτε από όλα αυτά. Βάλτε απλώς ο Λογοθετίδης. Σκέτος». Και αφού ευχαριστεί τους πάντες για τα καλά τους λόγια, σηκώνεται να φύγει. Τις επόμενες εβδομάδες τις περνάει μέσα στη μοναξιά του, τη μοναξιά εκείνη που θα έκανε τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο να γράψει ότι, για τον Λογοθετίδη, «Η ώρα της πικρής μοναξιάς κάνει πιο ανθρώπινη την άλλη εκείνη ώρα του γέλιου». Αλλά έτσι πορεύεται πλέον: από την ώρα της μοναξιάς στην ώρα του γέλιου και αντίστροφα. Κάπου ανάμεσα, παραμονεύει το ξυράφι του θανάτου. Και αυτό το ξυράφι το νιώθει να διαπερνά το υποσυνείδητό του σε τέτοιο βαθμό, που έχει αρχίσει να εκμυστηρεύεται σε κάποιους φίλους πού θα ήθελε να πεθάνει. «Θα ήθελα να πεθάνω στο θέατρο», τους λέει. Γιατί το θέατρο είναι το σπίτι του. Στο θέατρο, λοιπόν.
Λίγη ώρα πριν ανέβει στη σκηνή, στις 20 Φεβρουαρίου του 1960, ο Βασίλης Λογοθετίδης αφήνει την τελευταία του πνοή στο καμαρίνι του. Έξω ο άνεμος λυσσομανάει και η Αθήνα μοιάζει βυθισμένη σε έναν από τους πιο παγερούς χειμώνες των τελευταίων ετών. Μέσα ένας άνθρωπος γερασμένος πριν την ώρα του, λύνει επιτέλους τα στοιχειά της θλίψης και πετάει στον ουρανό πάνω από πλατείες που τώρα δεν γελούν, παρά κείτονται σιωπηλές περιμένοντας το τρίτο κουδούνι που δεν θα ξαναχτυπήσει ποτέ. Ας είναι. Μπορεί το τρίτο κουδούνι να σβήνει για πάντα μια κρύα, χειμωνιάτικη μέρα, μένει όμως πίσω εκείνη η ξεφτισμένη βαλίτσα. Μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα μεταφρασμένα σε ταινίες.
Δεν απέκτησε ποτέ του παιδιά και ζούσε στο Παλαιό Φάληρο. Στην κηδεία του χιλιάδες άνθρωποι πλημμύρισαν τους δρόμους γύρω από τη Μητρόπολη Αθηνών. Κηδεύτηκε «δημοσία δαπάνη» και τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο.
Κείμενο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ, ethnos.gr
a
Η κριτική στην υποκριτική του
Ο Βασίλης Λογοθετίδης έπαιξε συνολικά σε δώδεκα ταινίες. Η πρώτη του ήταν το «Κακός δρόμος», εν έτει 1933. Η τελευταία του ήταν το «Ένας ήρως με παντούφλες» του 1958. Οι περισσότερες από τις ταινίες του, αν όχι όλες ήταν μεταφορά θεατρικών έργων. Οι κριτικοί της εποχής εκθείαζαν το Βασίλη Λογοθετίδη σαν ηθοποιό, αλλά όχι τα κείμενα που έπαιζε, καθώς το ταλέντο του τα ξεπερνούσε κατά πολύ. Χαρακτηριστικά έγραψαν:
«Η θεατρική παραγωγή των Γιαννακοπούλου – Σακελλάριου είναι χωρισμένη θεληματικώς σε δύο σκέλη. Το πρώτο αντιπροσωπεύεται από τον “Ήρωα με τις παντόφλες”, την “Δεσποινίδα 39 ετών” και την “Μεγάλη παρένθεση”, δηλαδή ένα έργο που κυριαρχεί η πνευματική ποιότης ως σύλληψις του θέματος, αλλά και -κατά σοβαρό ποσοστό- ως χειρισμός. Στο δεύτερο σκέλος πρέπει να κατατάξουμε όλα τα άλλα θεατρικά έργα της δυάδας, μηδέ του “Δελησταύρου και Υιός” εξαιρουμένου, που παρουσιάσθηκε προχθές από το θίασο Λογοθετίδη στο θέατρο “Κοτοπούλη”. Η σύλληψις και συγγραφή των έργων αυτών έχει ένα και μόνο σκοπό: Πώς, διά της εντέχνου εκμεταλλεύσεως των μεγάλων κωμικών δυνατοτήτων του Λογοθετίδη να προκληθή το άφθονο γέλιο ενός κοινού που δεν έχει αξιώσεις ποιότητος κειμένου για να γελάση. (…) Παρακολουθώντας προχθές το “Δελησταύρου και Υιός” και γελώντας με την καρδιά μου, αναρωτιόμουν: θα κατόρθωνα άραγε έστω και να μειδιάσω αν τον ρόλο του Λογοθετίδη τον έπαιζε οποιοσδήποτε άλλος από τους ηθοποιούς μας, έστω και ισάξιος του Βασίλη στο ταλέντο; Χμ… Φοβάμαι πως μάλλον θα χασμουριόμουν. Συνεπώς φρονώ ότι πράξις δικαιοσύνης είναι να παραδεχθούμε πως δημιουργοί του “Δελησταύρου και Υιός” δεν είναι μόνον δύο, αλλά τρεις: Γιαννακόπουλος – Σακελλάριος – Λογοθετίδης.»
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ – εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ, 19/10/1951
a
Ο Δημήτρης Μυράτ περιγράφει τον φίλο και συνεργάτη του, Βασίλη Λογοθετίδη
«Ο Λογοθετίδης δεν ήταν φυσικά αλκοολικός, αλλά έπινε πολύ, κι όταν ακόμα του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί. Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι φεύγαμε μαζί από το θέατρο Μουσούρη. Είχεν εγερθή κάποια διαφορά μεταξύ του Κώστα Μουσούρη και της τριάδας Λαμπέτη – Παππά – Χορν για την «Λουίζα Μίλερ» του Σίλερ. Την είχαν αναγγείλει και τη διεκδικούσαν και οι δύο θίασοι. Αποφασίσαμε να λύσουμε τη διαφορά με διαιτησία και οι αντίδικοι δέχτηκαν τον μακαρίτη, την Κατερίνα και μένα. Φεύγοντας απ’ το θέατρο της πλατείας Καρύτση, σταθήκαμε στου Αγαλλιώτη, γιατί του είχε κοπεί λίγο η ανάσα. Είχε πιει πολλά ούζα στη διάρκεια της συνεδριάσεως και τον είχε λίγο πειράξει. Τότε, με το θάρρος της παλιάς φιλίας, τον ρώτησα γιατί αυτοκτονεί. «Το είπες, αυτοκτονώ», μου απάντησε χαμηλόφωνα, χωρίς ίχνος ρομαντικής διαθέσεως. Λίγοι, στενοί κοινοί φίλοι, πληροφορήθηκαν αυτή τη στιχομυθία. Και ξέραμε πια πως κάθε προσπάθεια να τον πείσουμε να ξεκουραστεί κανένα καλοκαίρι θα ήτανε μάταιη, αφού είχαμε μαντέψει πως ήθελε να πεθάνει στη σκηνή. Πώς μπορούσε να συνταιριαστεί η ηθελημένη αποχώρηση από τη ζωή με μιαν άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του, τη θρησκευτικότητα, δεν κατάλαβα.
Μεγαλωμένος στην Πόλη, στην χριστιανική της ατμόσφαιρα, που χρησίμευε σαν πανοπλία μέσα στο εχθρικό περιβάλλον, ήξερε όλα τα τροπάρια και όλα τα κοντάκια, και τα στιχηρά και τα ιδιόμελα, κι όταν τύχαινε, σε κάπως παλιότερα χρόνια, να πάμε μαζί στην εκκλησία, τον άκουγα να σιγοψέλνει τις υπέροχες βυζαντινές μελωδίες, με μια κατάνυξη που μόνο εκείνοι που είχαν ζήσει στις χώρες του αλύτρωτου ελληνισμού μπορούσανε να νιώσουν. Ίσως αυτός ο αργός θάνατος να μην του φαινότανε, έξω από τις λίγες στιγμές που το συνειδητοποιούσε από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, πραγματική αυτοκτονία. Ποιος ξέρει; Μια φορά είναι βέβαιο πως δεν κοιμήθηκε ποτέ νύχτα χωρίς να προσευχηθεί. Και δεν ήταν η προληπτική συνήθεια ή η συναλλαγή που επιζητούν πολλοί άνθρωποι με το θείο, αλλά ήταν η προσευχή ενός θρησκευόμενου ανθρώπου που θέλει στο τέλος της ημέρας να ξεφορτώσει τη βαρημένη ψυχή του.
Μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του ήτανε πολύ παράδοξη. Η φεουδαρχική, τολμώ να πω, αντίληψη της θεατρικής εργασίας. Όχι πως δυνάστευε ποτέ τους συναδέλφους του, όσοι είχαν την τύχη να δουλέψουν μαζί θα τον θυμούνται με αγάπη ως τα βαθιά τους γεράματα, δυσκολευότανε ωστόσο να αναγνωρίσει τους καινούριους όρους που διέπουν τις σχέσεις εργαζομένου και εργοδότου. Την αύξηση της αμοιβής δεν ήθελε να την αναγνωρίσει σαν δικαίωμα κερδισμένο με συνδικαλιστικούς αγώνες όλων, αλλά σαν επιβράβευση της επιδόσεως, του ταλέντου, του καταβαλλομένου μόχθου. Στα χρόνια που έκανε ο Λογοθετίδης τα πρώτα του βήματα στο θέατρο, δεν υπήρχαν συμβάσεις, άδειες, δώρα, ο ηθοποιός συμφωνούσε έναν ορισμένο μισθό, μπορούσε όμως να πάρει αύξηση ένα μήνα μετά την πρόσληψή του, και αύξηση σημαντική, αν έπαιζε με επιτυχία έναν ρόλο. Αυτό ίσχυε μόνο για τους ικανούς, δεν ήταν γενικό μέτρο που συμπεριελάμβανε και τους ατάλαντους.
Αλλά εκείνος ήταν προσκολλημένος στα παλιά, στα χρόνια που τον φώναξε ο πατέρας μου στο γραφείο του και του ανάθεσε τον πρώτο του κωμικό ρόλο, έναν υπηρέτη στη γαλλική φάρσα «Πανσιόν Μαρινιάν». Πολλοί νομίζουν πως το επεισόδιο συνέβη με τη Μαρίκα, δεν είναι αλήθεια, ο πατέρας μου, ο Μήτσος Μυράτ, ήταν τότε διευθυντής του θεάτρου «Κοτοπούλη», και εκείνος κανόνιζε τις διανομές. Ο Λογοθετίδης, με πολύ σεβασμό, αρνήθηκε τον κωμικό ρόλο, δικαιολογούμενος πως είναι έξω από τις δυνατότητές του, και οπωσδήποτε μακριά από τις καλλιτεχνικές του επιδιώξεις, γιατί ήθελε να γίνει δραματικός ηθοποιός. Ο πατέρας μου επέμεινε, χάλασε ο κόσμος απ’ το γέλιο στην πρεμιέρα και το άλλο πρωί διπλασιαζόταν ο μισθός του.
Δεν υπήρξε ποτέ ωραίος, αλλά είναι κι αυτό ένα παράξενο χαρακτηριστικό των κωμικών, αρέσουν στις γυναίκες. Ο Λογοθετίδης είχε εξαιρετική επιτυχία. Σκυλιάζαμε οι νεότεροι του θιάσου, ο Μινωτής, εγώ, παριστάναμε τους καρδιοκατακτητές επί σκηνής, τις κατακτήσεις εκτός θεάτρου τις είχε εκείνος!»
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ - εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 28/04/1963