Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ | ||||
Εκεί, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και καθώς βαδίζαμε πλησίστιοι για το εξήντα, χαμογέλασε δειλά δειλά το χειλάκι μας. Με δάκρυα στα μάτια ακόμη νωπά, αρχίσαμε να γευόμαστε τις μικρές εκείνες χαρές που ούτε μπορούσαμε να ονειρευτούμε πως θα χαιρόμαστε κάποτε, όταν ζούσαμε βουτηγμένοι μέσα στον ζόφο. Ένα ατέλειωτο «λούκι» που κράτησε κοντά 20 χρόνια, με πολέμους, κατοχή, πείνα, εκτελέσεις, εξαθλίωση, συν έναν αδικαιολόγητο αιματηρό εμφύλιο που ακολούθησε. Και για επιδόρπιο οι καταστροφικοί σεισμοί των Ιονίων Νήσων και της Μαγνησίας. Χρόνια γεμάτα αίμα και ερείπια. Και τώρα, που όλα καταλάγιασαν, μια καινούργια ζωή ανοιγόταν μπροστά μας. Μια ζωή… «χλιδάτη» και ανέλπιστη. Στα μαγαζιά φιγουράριζαν φορέματα και κοστούμια μοδάτα για να πετάξουμε από πάνω μας τα αποφόρια, βοήθεια της ΟΥΝΡΑ. Παπούτσια κρεπ με δυο δάχτυλα σόλα φόραγαν ανδρικά και γυναικεία ποδάρια. Φυσικά τα γυναικεία πρόβαλλαν ωραιότερα μέσα σε κάλτσες «νάιλον», που τότε ήσαν πανάκριβες, και αβίαστα γινόταν παραφθορά του γνωστού αξιώματος ότι οι «νάιλον κάλτσες θέλουν και… επιδέξιες γάμπες». Κομψοί νεαροί κάλυπταν το απαστράπτον από «μπριγιόλ» τριχωτό μέρος της κεφαλής τους με καπέλα πλατύγυρα, αντιγράφοντας τον Κλαρκ Γκέιμπλ ή τον Τάιρον Πάουερ, που έβλεπαν στα αμερικάνικα φιλμ στον «Ορφέα», τον «Έσπερο» και τα «Τιτάνια». Οι ίδιοι αυτοί νεαροί κομψευόμενοι, πάντα φρεσκοσιδερωμένοι και ατσαλάκωτοι, αποκτούσαν επαξίως τον τίτλο του «σνομπ» και κοκορεύονταν. Η άρση των περιορισμών απελευθέρωσε την εισαγωγή ΙΧ αυτοκινήτων, που λαμποκοπούσαν στις αντιπροσωπείες. Στη σειρά φιγουράριζαν μάρκες που πολλές δεν υπάρχουνε πια, προκαλώντας όσους είχαν εξασφαλισμένο εισόδημα να αποκτήσουνε «ρόδα» με μικρή προκαταβολή και πολλές δόσεις. Επιβραδυντικός παράγοντας στην εξάπλωση του ιδιωτικού αυτοκινήτου ήταν η επιβολή «έκτακτης εισφοράς», με δικαιολογία τους σεισμούς του Βόλου. Πάνω στους καινούργιους ασφαλτοστρωμένους δρόμους κυκλοφορούσαν «αφεντάδικα» Όπελ, Τάουνους, Κόνσουλ και άλλα, ενώ τους νεότερους κατακτούσαν παιχνιδιάρικα Saab, mini Cooper, τρεχαλιτζίδικα καμπουριαστά Volvo 544 και στρουμπουλές Τζουλιέτες, αστέρια της Alfa Romeo, με ασυγκράτητους σπορτίφ οδηγούς, που έσπαγαν συνέχεια τα μούτρα τους. Στους αντίποδες ήσαν τα συντηρητικά, για τους «πτωχούς και όχι ανοήτους», δηλαδή κυρίως τα οικονομικά σε κατανάλωση βενζίνης. Ένα που έγινε ιστορικό από διαφήμιση του Μποστ στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» ήταν η Dauphine της Ρενό, όπου «Νέος τίμιος και εργατικός προτείνει γάμον» με γράμμα που έστειλε σε κοπελιά, και που ανάμεσα στα προσόντα του προβάλλει το πόσο οικονόμος είναι. Γράφει «αγόρασα αφτοκίνιτον ακούων ις το όνομα Ντωφίν, 5 θέσεων, πλήρη κονφόρ, κέων το δοχείον εις τα 280…» Η επιστολή άρχιζε:- «Αγαπητή Δεσποινίς Σοφία, Ποθό να συνεβρεθό μετά του σεβαστού πατρός σας με σκοπόν τον γάμον…» Για την ιστορία, η απάντησή της ήταν ενθαρρυντική… Το πολυπόθητο αυτοκίνητο ήταν η κυριαρχούσα συζήτηση στις παρέες. Ανταλλάσανε οι νέοι πληροφορίες για την τάδε μάρκα, την ανώτατή της ταχύτητα και τη ρεπρίζ της, με βασική ερώτηση στα «πόσα δευτερόλεπτα πιάνει τα 100 χιλιόμετρα την ώρα» και αν τα καθίσματα γίνονται κρεβάτι. Οι οικογενειάρχες, πάλι, ρωτούσαν για την κατανάλωση, τους φορολογήσιμους ίππους, τη χωρητικότητα του πορτμπαγκάζ και άκρως… εμπιστευτικά και χαμηλόφωνα, μιας και οι τοίχοι έχουν αυτιά, αν τα καθίσματα γίνονται κρεβάτι… Οι συναναστροφές είχαν χωριστεί σε… ανδρών και γυναικών, όπου οι μεν αρσενικοί, μαζεμένοι σε μιαν άκρη, κουβέντιαζαν ώρες συγκρίνοντας ίππους και στροφές, οι δε γυναίκες παραπέρα μιλούσανε για φλεξ-φόρμ, για συνταγές φαγητών που δεν παχαίνουν και έπλητταν θανάσιμα. Ήσαν ανεπανάληπτα εκείνα τα χρόνια με το ξεπέταγμα της χώρας μας σε όλους τους τομείς. Η πανίσχυρη δραχμούλα μας ήταν περιζήτητη στο εξωτερικό, καθώς είχαν αρχίσει τα ταξίδια με αυτοκίνητο στην Ευρώπη, που έγιναν προσιτά με το δρομολογημένο Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Μπρίντιζι φέρι «Εγνατία» και το κόκκινο εκατοντάδραχμο ήταν παντού καλοδεχούμενο. Ο Έλληνας πρωτογνώρισε τα μεγάλα σουπερμάρκετ και επισκέφθηκε μέρη που είχε ακουστά ή που διάβασε σε βιβλία. Συνάντησε άλλους πολιτισμούς, επισκέφτηκε μουσεία και συνεννοήθηκε με λίγες ξένες λέξεις και πολλή παντομίμα. Έστειλε καρτ ποστάλ «με αγάπη από…» και επιστρέφοντας έφερε μικρά δωράκια, σουβενίρ από το ταξίδι του για να τον ζηλεύουν περιγράφοντας εντυπώσεις. πηγή συνέχεια |
↧
Μια Φορά Και Έναν Καιρό
↧