Το παίρνουμε από τον κεντρικό σταθμό της Ομόνοιας και προχωρούμε χωρίς εμπόδια στον προορισμό μας. Το βαγόνι είναι σχεδόν πάντα γεμάτο με ανθρώπους λογιών λογιών, που τίποτα δεν τους εμποδίζει, εθνικότητα, ήθη, θρησκεία, να συνταξιδεύουν φιλικά διακείμενοι ο ένας προς τον άλλο. Βέβαια, κάποτε μέσα από τούτο το ανθρώπινο χαρμάνι ακούγεται κάποιος να λέει ότι χάθηκε το πορτοφόλι του και ...να φωτογραφίζει τους αλλοδαπούς για το πάθημά του. Ως ένα βαθμό δεν έχει άδικο, όμως έχουμε και τους δικούς μας επιδέξιους πορτοφολάδες! Με τα φώτα αναμμένα βγαίνει από το τούνελ ο συρμός και το φως της μέρας είναι μια ανακούφιση για το επιβατικό κοινό. Στους επόμενους σταθμούς ως τα Κάτω Πατήσια, οι πιο πολλοί που κατεβαίνουν είναι ξένοι με πλεονάζοντες τους Αλβανούς, αλλά και οι έγχρωμοι δεν είναι λιγοστοί. Οι ξένες παροικίες αυξάνουν και πληθύνονται. Τα Κάτω Πατήσια της αστικής κοινωνίας, όπως και η Κυψέλη παλιά, που για τον μεροκαματιάρη δεν υπήρχε πρόσβαση, έχουν ...αλωθεί από φτωχούς μετανάστες! Στον Αγιο Ελευθέριο και τα Ανω Πατήσια οι ξένοι λιγοστεύουν. Η ...άρια φυλή υπερτερεί!
Στους ...Ποδαράδες
Η ονομασία Ποδαράδες δεν πιστεύω να προήλθε από την ταλαιπωρία των προσφύγων που περπατούσαν χιλιόμετρα για να πάνε στη δουλιά τους, υπάρχει και η εκδοχή ότι η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι στην αρχαιότητα επειδή οι κάτοικοί της ...ένιπταν τα πόδια στους στον ποταμό Ποδονίφτη, του οποίου το όνομα έφερε η Νέα Φιλαδέλφεια πριν μετονομαστεί! Αντε τώρα να βρεις την αλήθεια!
Του Ποδαράδες τους γνώρισα σε πολύ μικρή ηλικία, καθώς οι γονείς μου είχαν συγγενείς στο συνοικισμό και νιώθανε την επιθυμία να τους βλέπουν τακτικά. Το ίδιο κι εκείνοι, παρά τις δυσκολίες της συγκοινωνίας κατέβαιναν τακτικά στην Κοκκινιά και γινόταν του Κουτρούλη το πανηγύρι με τα εξαδελφάκια μου.
Η εξάλειψη της γειτονιάς
Αυτά σε ό,τι αφορά τον παλιό καλό καιρό. Σήμερα ο συνοικισμός δε διακρίνεται πουθενά. Σπάνια θα συναντήσει ο επισκέπτης κάποιο απομεινάρι του. Τα σπιτάκια της «αποκατάστασης», όλα ομοιόμορφα κεραμιδοσκέπαστα, με βασικά υλικά κατασκευής την πέτρα, την ξυλεία, το κεραμίδι, έχουν κατεδαφιστεί και στη θέση τους υψώνονται τα τσιμεντένια κλουβιά της απομόνωσης και της εξάλειψης της γειτονιάς. Η συνοικία ενωμένη ολόγυρα με τις άλλες δεν παρουσιάζει τίποτα το ξεχωριστό, μόνον οι ονομασίες των πόλεων διαφέρουν. Εκείνο που εντυπωσιάζει στην περιοχή είναι τα μισογκρεμισμένα εργοστάσια, όπως του Μποδοσάκη και άλλα που έπαψαν να λειτουργούν από ετών, με αποτέλεσμα τα παραγωγικά χέρια να βρίσκονται σε αδράνεια και το σαράκι της ανεργίας να ροκανίζει ψυχές. Αυτά σε μια πόλη που έσφυζε από ζωή και κίνηση και στην αγορά της δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έρχονταν να κάνουν τα ψώνια τους από γειτονικές συνοικίες, μα και μακρινές.
Η Νέα Ιωνία που περιτριγυριζόταν από πευκοδασύλλια, μια φορά κι έναν καιρό, σήμερα δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για το πράσινό της. Να υπερηφανευτεί για το πλήθος των γιωταχί της, ναι! Είναι τόσα πολλά, που οι κάτοχοί τους δυσκολεύονται να βρουν μια πατημασιά γης να τα παρατήσουν. Πάλι καλά, θα πει κανείς σε σχέση με άλλες συνοικίες της Αθήνας, όπου η κατάσταση είναι εξωφρενική! Δίνονται μάχες για μια θέση παρκαρίσματος!
Αυτά εν ολίγοις από τον άλλοτε προσφυγικό συνοικισμό, που στέγασε τους καταπονημένους ομοεθνείς που ρίζωσαν και πρόκοψαν με την εργατικότητά τους στον τόπο αυτό στους πρώην Ποδαράδες!
Βαγγέλης ΜΗΝΙΩΤΗΣ
7/5/2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ