- Είπα τη συμπεθέρα μου που άμα γυρίσουμε απέ την Πόλη θέλω να περάσουμε μια να σας διούμε κι ήρταμε!
- Και πολύ καλά εκάματε! Πέστε μας τα νέα σας, αρέσανε τα δώρα που τσ'επήρατε;
- Ναι, πάρα πολύ!
Οι καλοβαλμένες αδερφές, υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά τη Σουλτάνα και τη Μαρίκα στο μαγαζί που διατηρούσαν από χρόνια. Υφάσματα, ρούχα έτοιμα καλοραμμένα, καπέλα, τρέσες, χάντρες, βελούδινα λουλούδια, ο,τι επιθυμούσε μια κομψή κυρία το έβρισκε εκεί. Ένα γιο και μια κόρη είχε η μεγαλύτερη, που έκανε στενή παρέα με την πρώτη της εξαδέρφη. Δεν πρόλαβε να κάνει άλλο παιδί η μικρότερη, γιατί έχασε νωρίς τον άντρα της. Ευτυχώς που στεκόταν καλά οικονομικά και τους άφησε μπόλικους παράδες, έβγαζε κι από το μαγαζί και ζούσαν αξιοπρεπώς.
Παράγγειλαν τσάι κι η κουβεντούλα άναψε. Έμαθαν τα νέα της γειτονιάς και χάρηκαν για το λογοδόσημο της κόρης του χασάπη.
- Καλή κοπέλα, νοικοκυρεμένη κι έμορφη! Άιντε μπρε και στων κοριτσιών σας!
Αναστέναξαν ταυτόχρονα οι δυο αδερφές.
- Απέ τον στόμα σου και στου Θεού τ'αυτί Σουλτάνα μου... Με τα μυαλά που κουβαλάνε τσι βλέπουμε στο ράφι...
- Σους! Τι πράματα είναι αυτά που με λέτε, μια χαρά κορίτσια είναι!
- Και τι να το κάμεις; Του κόσμου τσι τύχες έχουνε διώξει! Ο ένας έτσι κι ο άλλος αλλιώς και δεν τσ'αρέσει κανένας! Καλοί γαμπροί ούλοι που τσ'ηπροξενεύγανε, όχι του πεταμού! Κι εδώ που τα λέμε, δεν είναι και τίποτα μικρούλες, δυο χρόνια διαφορά έχουνε... Θα περάσουνε τα τριάντα κι άιντε να ιδούμε...
Η Μαρίκα άφησε το τούλι που περιεργαζόταν και συμμερίστηκε τις μάνες. Δυο κόρες είχε κι ήξερε την αγωνία για την τύχη τους.
- Μπας κι έχουνε βάλει άλλους στο μάτι;
- Μπα, όχι... Ούλη μέρα στολίζουντε κι ηβγαίνουνε στο σεργιάνι και μετά βάζουνε τα γέλια μ'αυτούς που τσ'ηπειράξανε... Μα ούλοι οι άντροι κουσουράτοι είναι;
Οι άλλες κοπέλες πού τσ'ηβρίσκουνε και παντρεύουντε;
Η Σουλτάνα κούνησε το κεφάλι φουρκισμένη.
- Πολύ τεμπελιάσανε η αλήθεια! Αμά τα σπιτικά τους χώρια θα τ'ανοίξουνε για! Άμα τον εύρη η μια, θα διείτε πως θα βιαστεί κι η άλλη! Αυτό το πράμα κολνάει σαν τη γρίπη!
- Από λόγια δεν καταλαβαίνουνε!
- Απέ τα δικά σας όχι βέβαια, τα δικά μου όμως;
Η μεγάλη αδερφή έκανε πως ξαφνιάστηκε όταν είδε τη Σουλτάνα να της χτυπάει την πόρτα.
- Καλώς τη μου! Ίσια που προλαβαίνουμε να πιούμε καφέ, θα πάω στο μαγαζί σε λίγο!
Το γέλιο και τα χωρατά της ξεσήκωσαν τα κορίτσια που βγήκαν από το δωμάτιο κι έγιναν οι συστάσεις.
Η Μερόπη κι η Ευγενία, καλοκαμωμένες και κομψές, άκουγαν με προσοχή τη συνταγή για τη μαγική αλοιφή που έκανε το δέρμα απαλό σε γόνατα, αγκώνες και φτέρνες.
- Άμα τη σιάξετε, μπόλικη να είναι για να φτουρήσει! Κάθε μέρα πρέπει να βάζετε για να μη γένουνε σκληρά και σκάζουνε!
Ένα κιλό λάδι καλό
Δέκα μεγάλες κουταλιές βούτυρο κακάο
Πέντε κουταλάκια μελισσοκέρι
Μια μικρή κουταλιά σόδα
Ζεσταίνεις το λάδι με το μελισσοκέρι, αμά η φωτίτσα χαμηλή να είναι κι άμα λιώσει βάζεις το βούτυρο κακάο.
Αυτό αρχινάει να πήζει και τότενες ρίχνεις γιαβάς γιαβάς τη σόδα.
Άμα κρυώσει κομμάτι, θα το βάλεις σε βαζάκια που θα τα έχεις κάμει αποστείρωση καλή.
- Ξέρουμε, βρασμένα!
- Έτσι, σωστά τα λέτε! Θα σας έλεγα κι άλλα, αμά αφού η μαμά σου φεύγει Μερόπη μου, να παγαίνω κι εγώ...
Οι ξαδέρφες που κρέμονταν από τα χείλη της έβαλαν τις φωνές.
- Κάτσε κυρία Σουλτάνα μου εσύ, έλααααα!
Η μητέρα έκανε το σταυρό της στο διπλανό δωμάτιο που ετοιμαζόταν.
<<Ευτυχώς που πάει καλά το πράμα!>>
Μπήκε στο σαλόνι γελαστή και συμφώνησε.
- Καλά σε λένε, κάτσε! Μόνο που δεν ηπρόλαβες να μου ειπείς τον καφέ, κρίμας...
- Λες και το φλιτζάνι; Ευγενία πάω να ψήσω και για μας!
Θα μας το πεις, ε; Δε σ'αφήνουμε να φύγεις!
Η Σουλτάνα χαμογέλασε και τις χτύπησε χαϊδευτικά στα πόδια.
<<Όχι που θα με γλιτώνατε απτάλες!>>
Τα κατακάθια στέγνωναν και περίμεναν να πουν τα μελλούμενα όσο η συζήτηση περιστρεφόταν στα αρσενικά.
- 'Ετσι που λέτε τόνε πήρε το μορφονιό η γειτόνισσά μου στην Πόλη!
Σορόπι της κανέλας τόνε πότισε και γλύκανε ο στόμας του! Απέ κει που είχε την υπόθεση χαμένη, ούλα επήγανε καλά! Ο άντρας θέλει τα μεζεκλίκια και το κρασί, να ευχαριστηθεί και να χορτάσει το μάτι αμά και το στομάχι του, θέλει όμως και τα σερμπέτια, να στάζει η γλύκα μέσα του για!
- Μερόπη, φέρε μολύβι και χαρτί να γράψουμε!
Τέσσερα φλιτζάνια ζάχαρη
Δυο φλιτζάνια νερό
Τρία μασούρια κανέλα
Έξι μοσχοκάρφια
- Τα βράζεις ίσα με να γένει ωραίο σοροπάκι, πηχτούτσικο. Άμα κρυώσει ρίχτο στα μπουκάλια και να τα κλείσεις καλά. Προσοχή μόνο, μη και βάλετε πιο πολύ κανέλα γιατί φέρνει πολλοί χτύποι στην καρδιά! Και με το καϊμάκι πάει πολύ ωραία, και ρόφημα ακόμα καλύτερα! Βάζεις λίγο στο φλιτζάνι και ρίχνεις καυτό νερό, το ανακατώνεις και γένεται μούρλια!
- Ωραία, τα έγραψα!
- Μπρε σεις, αρέσετε κάνα ασίκη; Καιρός σας είναι!
- Όσοι μας αρέσουν δεν είναι πια λεύτεροι, τους πρόλαβαν άλλες...
- Αμ έτσι αφήνουνε τις καλές τύχες; Κι εσείς τι κάμετε κοκόνες, όρθιες κοιμόσαστε;
- Ε, δεν ήτανε τυχερό μας...
- Άκου λόγια κοριτσιών! Μπρε σεις, άμα δεν κουνηθείτε κομμάτι, έτσι θα φύγει η ζωή σας! Τέτοιες κοπέλες ωραίες και να σας φεύγουνε οι γαμπροί επειδής οι άλλες είναι πιο ξύπνιες; Και καλά κάμουν δηλαδή, μα έρως είναι, μα προξενιό, σημασία δεν έχει, ο άθρωπος μετράει! Ούλες έτσι παντρευτήκαμε αυτοί που θέλαμε!
- Θα μας πεις κυρία Σουλτάνα να μάθουμε κι εμείς τα κόλπα;
- Πρώτα να διούμε τι θα πει το κουπάκι κι έγνοια σας!
Το πολυπόθητο στεφάνι φάνηκε πεντακάθαρα στης Ευγενίας, μακρινό κι εμποδισμένο.
- Να και τα ευχάριστα! Διες το κοκόνα μου κι εσύ!
Τα γέλια και τα ξεφωνητά ακούστηκαν σε όλο το σπίτι.
- Ποιος να είναι άραγε; Πότε θα γίνει, αργεί πολύ;
- Το στεφάνωμα και πολύ κοντά δεν είναι, αμά ετοιμάσου για αίσθημα!
Στης Μερόπης τίποτα. Κάτι συναντήσεις και λόγια μόνο.
Η Σουλτάνα δεν ήθελε να την απογοητεύσει.
- Κι εσένα σε πέφτει γιαβρί μου! Λίγο πιο αργά, αμά βιάσου για να είναι οι χαρές διπλές!
- Να βιαστώ... Δε με ζήτησε και κανένας της προκοπής...
Ο μαύρος βελούδινος γιακάς ταίριαξε θαυμάσια στο κρεμ παλτό της Μαρίκας. Το βλέμμα της έπεσε στο ασορτί καπελάκι.
- Για να ιδώ πως με πάει!
- Για να ιδώ πως με πάει!
Οι συμπεθέρες είχαν πάει από νωρίς στο μαγαζί κι η Σουλτάνα ορμήνευε τις μάνες όσο χάζευαν και προβάριζαν αξεσουάρ.
- Σε μένα θα τα λέτε αφού με δείξανε εμπιστοσύνη!
Έτσι που τις έφερα βόλτα θα με ακούσουνε και θα τις κουκουλώσουμε! Υπάρχουνε τώρα τίποτις γαμπροί της προκοπής λέτε;
Τίποτα θετικό. Ο γιος ενός εμπόρου που τις προμήθευε τρέσες ήταν καλή περίπτωση, αλλά ακούστηκε ότι έχει μπλεχτεί με μια πεταχτούλα που ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε να την ακούσει. Η μάνα έπνιγε τον καημό της γιατί είχε φιλίες με τη δική της.
- Και τι μάθατε, πάει για στεφανώματα;
- Έτσι λένε, τι να σ'ειπούμε... Ούλα τα κέντρα πια τσ'ηξεύρουνε που γλεντοκοπάνε και να ιδείς παράδες που αφήνει αυτός...
- Μπα;
- Και να σ'ειπώ ακόμα ένα; Με πολλοί άντροι ήμπαινε κι ήβγαινε αυτή! Η μάνα τση ήλεγε στη δικιά του που ήκαμε χίλια παρακάλια να εύρη έναν άθρωπο να την ηστεφανώσει για να μπει σε μια σειρά, να ηκάμει το σπιτικό τση. Και καλά που την ήγνοιαζε όπως κάθε μάνα η τύχη τση, όχι που ήτο στα σοκάκια από κορίτσι μικρό... Στο μάτι τον είχενε για γαμπρό σ'ηλέγω και με τούτα και μ'εκείνα τόνε τυλίξανε!
- Μπα;
- Και να σ'ειπώ ακόμα ένα; Με πολλοί άντροι ήμπαινε κι ήβγαινε αυτή! Η μάνα τση ήλεγε στη δικιά του που ήκαμε χίλια παρακάλια να εύρη έναν άθρωπο να την ηστεφανώσει για να μπει σε μια σειρά, να ηκάμει το σπιτικό τση. Και καλά που την ήγνοιαζε όπως κάθε μάνα η τύχη τση, όχι που ήτο στα σοκάκια από κορίτσι μικρό... Στο μάτι τον είχενε για γαμπρό σ'ηλέγω και με τούτα και μ'εκείνα τόνε τυλίξανε!
Κι η γυναίκα τώρα τι να κάμει; Ηβλαστήμησε την ώρα που ήκαμε φιλίες μαζί τση και δεν ημπορεί να ειπεί και τίποτις... Μέγα μπλέξιμο Σουλτάνα μου...
- Καταλαβαίνω... Να την κάμει προσβολή δε γένεται, δίκιο έχει η χριστιανή... Να σας πω κι ένα πράμα όμως,
ο μπαμπάς του λεβέντη δε θα μαζώξει τον παρά του;
Χώρια που θα τόνε βγάλει κι όξω απ'τη δουλειά μη και μείνει στην ψάθα αφού τόνε τραβάει από γλέντι σε γλέντι αυτή!
- Τι να κάμει με τέτοια νύφη... Μόνο να ιδείς πως ντύνεται, ούλα τα λούσα απάνου τση φορεί! Τόσοι παράδες φορτωμένη απέ πάνω ως κάτου! Δε θα ηλέγει κι ο άθρωπος που αυτή θα μας ητινάξει; Άστα κοκόνα μου...
Α, να, ο αδερφός του έρχεται!
Καλοστεκούμενος ο κύριος Ζήσης. Με το κοστούμι και τη φανταχτερή γραβάτα, μπήκε γελώντας στο μαγαζί.
- Ηπαρήγγειλα τσάι για πέντε! Είδα που έχετε και δυο ωραίες κυρίες εδώ κι είπα να ζεσταθούμε ούλοι!
Συμπαθέστατος, ευγενικός, χαριτωμένος. Η Σουλτάνα ρώτησε τη μητέρα της Μερόπης όσο εκείνος δειγμάτιζε στην αδερφή της κάτι ωραία σιρίτια με ασημένιες κλωστές.
- Μαζί έχουνε τη δουλειά βλέπω, ε Καλλίτσα;
- Ναι, ηγιόμισαν ούλα τα μαγαζιά με τα δικά τους πράματα απ'την αρχή. Τα καλύτερα έχουνε!
- Φορτωμένος παράδες κι αυτός! Γυναίκα, παιδιά, έχει;
- Χήρος είναι πολλά χρόνια. Κομμάτι μεγάλη του ήτο εκείνη κι ήφυγε, παιδί δεν ήκαμε...
- Και θα τόνε κληρονομήσουνε τα ανίψια μάλλον...
- Δεν ηξεύρω... Θέλει να παντρευτεί ξανά και να πάρει μικρή γυναίκα αυτή τη φορά, πολύ μικρή!
- Πα πα πα! Να βρεθεί καμιά σαν του ανιψιού και να τόνε μασήσει!
- Να σκεφτείς που ήριξε τα μάτια του στη Μερόπη μου μια φορά που ήτο εδώ! Κοντά τριάντα χρόνια την περνάει τρομάρα του, καθόλου δεν ησκέφτηκε αυτό το πράμα!
- Μη με το λες, θα παλαβώσω! Στην κοπέλα σου θα έβγαζε το άχτι του που είναι παιδί του;
Η παραγγελία έκλεισε κι ο Ζήσης βγήκε για λίγα λεπτά.
Σε ένα τέταρτο περίπου ο μικρός του γωνιακού μαγαζιού τους έφερε ούζο με μεζέδες. Χαιρόταν τη συντροφιά των ωραίων γυναικών κι όταν το καραφάκι άδειασε κι άνοιξε το άλλο, η κουβέντα ήρθε στο γάμο.
Η Σουλτάνα που τον έκανε γούστο, άρχισε να του παίρνει λόγια για τον ανιψιό του. Της καλάρεσε ο γιος του εμπόρου κι ήταν κρίμα να του τρώει τους παράδες η παρδαλή, ενώ μπορούσε θαυμάσια να τους τραγανίσει η μια από τις δυο ξαδέρφες.
- Δύσκολο πράμα να βρει καλό άντρα μια κοπέλα κυρ-Ζήση μου. Αυτό λέγαμε εδώ με τις φιληνάδες μας που έχουνε κόρες λεύτερες και πολύ καλές! Να βρούνε αθρώποι καθώς πρέπει, να πάνε στην κόχη τους...
- Και καλές και όμορφες είναι!
- Και να διεις χρυσοχέρες! Νοικοκυρές σε ούλα τους, στα φαγιά και στα γλυκά πρώτες!
Η Μαρίκα έκλεισε το μάτι στις άλλες.
- 'Ηκαμε η Μερόπη κι ένα σορόπι τση κανέλας ζουλευτό που δεν το χορταίνεις, μες στη γλύκα είναι!
- Μμμμμ... Χαρά σ'αυτόνε που θα το πιει!
Η Σουλτάνα πέταξε τη μπηχτή.
- Ο γαμπρός να είναι ο τυχερός!
- Εγώ να σ'ειπώ, πολύ συμπαθώ τη Μερόπη, το είπα και τη μαμά της...
- Α! Για τον ανιψιό σου λες, ε;
- Όχι, για μένα! Μη κοιτάς που έχω κάμποσα χρόνια στην πλάτη μου, κρατιέμαι πολύ καλά, είμαι γερό κόκαλο!
- Ναι κυρ-Ζήση μου, αμά άντρα για γαμπρό θέλουμε, όχι για σούπα!