ο «Τιτανικός» της Ελλάδας. Το επιβατηγό-οχηματογωγό πλοίο «Ηράκλειον», το οποίο εκτελούσε το δρομολόγιο Χανιά-Πειραιάς βυθίζεται κοντά στην βραχονησίδα Φαλκονέρα (23 ν.μ. βορειοδυτικά της νήσου Μήλου), με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο 273 άνθρωποι.
Το «Ηράκλειον» επρόκειτο να αποπλεύσει στις 19:00 το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου 1966 από το λιμάνι της Σούδας, με προορισμό τον Πειραιά. Το δρομολόγιο καθυστέρησε περίπου 20 λεπτά, εξαιτίας της καθυστερημένης άφιξης στο λιμάνι ενός φορτηγού-ψυγείου, βάρους 25 τόνων, το οποίο μετέφερε εσπεριδοειδή. Ο λιμενάρχης Χανίων εξέφρασε επιφυλάξεις για την είσοδο του φορτηγού στο πλοίο, λόγω του βάρους του. Ωστόσο, παρά τις αντιρρήσεις ο πλοίαρχος, Εμμανουήλ Βερνίκος παίρνει τη μοιρά, όπως αποδείχθηκε, απόφαση που έμελε να γράψει μία από τις τραγικότερες ναυτικές τραγωδίες. Το ψυγείο-φορτηγό φορτώθηκε βιαστικά, χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενοι κανόνες ασφαλείας. Το πλοίο αναχώρησε για τον προορισμό του στις 19:20 το βράδυ.
Το χρονικό της τραγωδίας
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έπνεαν στο Αιγαίο ισχυροί άνεμοι εντάσεως έως 9 μποφόρ. Την ώρα που το πλοίο βρισκόταν κοντά στη βραχονησίδα Φαλκονέρα, στα όρια του Κρητικού με το Μυρτώο Πέλαγος, το βαρύ φορτηγό - ψυγείο, που ήταν λυμένο, παλινδρομεί εγκάρσια και συγκρούεται με δύναμη με τα πλευρικά τοιχώματα και την πόρτα εισόδου, μέχρι που με ένα δυνατό χτύπημα σπάει τη μία από τις δύο μπουκαπόρτες, δημιουργώντας ένα ρήγμα 17 τ.μ.
Τα νερά εισβάλουν ορμητικά και ο ασυρματιστής μόλις που προλαβαίνει να εκπέμψει σήμα κινδύνου στις 2:06 π.μ: «SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36° 52' B., 24° 08 A., Βυθιζόμαστε.» Και μετά η σιγή.
Οι απέλπιδες προσπάθειας των επιβατών
Περίπου 15 λεπτά ήταν αρκετά για να βρεθεί το πλοίο σε βάθος περίπου 800 μέτρων παρασύροντας στο βυθό επιβάτες και μέλη του πληρώματος. Κάποιοι εγκλωβίστηκαν στις καμπίνες, με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο. Αλλοι έχασαν τη ζωή τους όταν τραυματίστηκαν θανάσιμα από βαριά αντικείμενα που τους καταπλάκωσαν. Κάποιοι άλλοι στην προσπάθειά τους να σωθούν έπεσαν στη θάλασσα. ελπίζοντας πως θα σωθούν. Σύμφωνα με μαρτυρίες των ανθρώπων που σώθηκαν από την τραγωδία το πλοίο βυθίστηκε πρώτα με την πλώρη.
Η επιχείρηση διάσωσης και η τραγική ειρωνεία
Αμεσως έχει σημάνει συναγερμός στο Λιμενικό. Εμπορικά και πολεμικά πλοία φθάνουν με καθυστέρηση στο σημείο, λόγω την δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην θαλάσσια περιοχή.
Ηταν μόλις 10:00 το πρωί όταν οι Αρχές εντόπισαν το πρώτο εύρημα. Το μοιραίο φορτηγό. Μισή ώρα αργότερα, βρέθηκε η πρώτη σχεδία ναυαγού, για να αναπτερώσει τις ελπίδες για επιζώντες. Ωστόσο, τα συνεργεία διάσωσης και τα πλοία που έσπευσαν στον τόπο του ναυαγίου κατάφεραν να περισυλλέξουν μόνο 47 επιζώντες και 25 σορούς.
Οι 47 διασωθέντες μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία του Πειραιά και της Αθήνας, όπου έφτασε ο Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου... για να αντικρίσει τα παγωμένα πρόσωπα των ναυαγών που θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη του: «Τα πρόσωπά τους ήταν τόσο άγρια από την όλη προσπάθεια, που δεν είχαν συνέλθει ακόμα. Αυτοί πάντως σώθηκαν. Οι άλλοι χάθηκαν για πάντα...».
Πρώτος εγκατέλειψε ο καπετάνιος
Ο άνρθωπος που πήρε την τελική απόφαση να φορτωθεί τελικά στο πλοίο το μοιραίο φορτηγό έμελε να είναι από τους πρώτους που θα εγκατέλειπαν το «Ηράκλειον». Ο πλοίαρχος, Εμμανουήλ Βερνίκος φορώντας ένα σωσίβιο πήδηξε στη θάλασσα προκειμένου να σωθεί, εγκαταλείποντας στην τύχη τους τους επιβάτες. Ωστόσο, ποτέ δεν βρέθηκε ο ίδιος ή η σορός του.
Η τραγική είδηση «βυθίζει» στο πένθος την Ελλάδα
Γύρω στις 12 το μεσημέρι, όλη η Ελλάδα πλέον γνωρίζει για το τραγικό συμβάν και δεκάδες άνθρωποι συρρέουν στα γραφεία της εταιρείας Τυπάλδου σε Χανιά και Πειραιά για να μάθουν για την τύχη των αγαπημένων τους προσώπων. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου (3η κυβέρνηση «Αποστατών») κηρύσσει πένθος για μία εβδομάδα. Τα μέσα ενημέρωσης μιλούν για καιρό για τη ναυτική τραγωδία.
Οι τραγικές παραλείψεις
Η βύθιση του σκάφους, σύμφωνα με τους ειδικούς, υπήρξε ακαριαία, λόγω παραλείψεων στους όρους ασφαλείας: κακή φόρτωση των αυτοκινήτων, ελλιπής κατασκευή του συστήματος ασφάλειας της «μπουκαπόρτας», έλλειψη συστήματος εκροής των εισερχομένων υδάτων και υψηλή ταχύτητα του πλοίου πάρα τη θαλασσοταραχή, για τη διατήρηση της φήμης του ως του ταχύτερου οχηματαγωγού της γραμμής Κρήτης.
Το πλοίο είχε ναυπηγηθεί στη Γλασκόβη το 1949 ως δεξαμενόπλοιο με το όνομα «Λέστερσαϊρ», για λογαριασμό αγγλικής εταιρείας. Είχε χωρητικότητα 8.922 κόρων, μήκος 498 πόδια, πλάτος 60 πόδια, βύθισμα 36 πόδια και ανέπτυσσε ταχύτητα 17 κόμβων. Το 1964, μετά τη μετασκευή του σε οχηματαγωγό, περιήλθε στην κραταιά εταιρεία των Αδελφών Τυπάλδου («Typaldos Lines») και από το 1965 δρομολογήθηκε στις ακτοπλοϊκές γραμμές της Κρήτης, με δυνατότητα μεταφοράς 1.000 επιβατών και 300 αυτοκινήτων.
Για τη μετατροπή του σε οχηματαγωγό είχε απαιτηθεί η αφαίρεση των υποκαταστρωμάτων και έρματος βάρους 200 τόνων για να γίνει το γκαράζ, με αποτέλεσμα την ανύψωση του μεσοκεντρικού βάρους και τη μείωση της ευστάθειάς του. Πάντως, είχε πάρει άδεια πλοϊμότητας από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας.
Η δικαστική απόφαση που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων
Η δίκη η οποία πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες μετά, αλλά και η εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό αφήσαν στους επιζώντες και τους συγγενείς των θυμάτων την πικρή γεύση της ατιμωρησίας εκείνων που θεωρούν έως σήμερα ενόχους.
Η δίκη των κατηγορουμένων άρχισε στις 19 Φεβρουαρίου 1968 στο Κακουργιοδικείο Πειραιά. Είχε προηγηθεί μια σειρά αποκαλύψεων σχετικά με βαρύτατες ευθύνες του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας στην έκδοση πλαστογραφημένων πιστοποιητικών αξιοπλοΐας του σκάφους. Στο εδώλιο κάθισαν τέσσερα στελέχη της πλοιοκτήτριας εταιρίας.
H απόφαση του δικαστηρίου εξεδόθη στις 21 Μαρτίου του ιδίου έτους. Με ποινές φυλάκισης από πέντε ως και επτά έτη τιμωρήθηκαν ο εκ των ιδιοκτητών του «Ηράκλειον» Xαράλαμπος Τυπάλδος,
ο διευθυντής της εταιρείας Παναγιώτης Κόκκινος και δύο αξιωματικοί του πλοίου. Οι συγγενείς έκαναν λόγο για επιεικείς ποινές σε βάρος των υπευθύνων. Στις 9 Ιανουαρίου 1969 ο δικαστικός φάκελος της υπόθεσης έκλεισε οριστικά, καθώς ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης των τεσσάρων, οι οποίοι είχαν καταδικασθεί και σε δεύτερο βαθμό για την τραγωδία.
Οι μαρτυρίες που μιλούν για το τραγικό λάθος
Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση -τότε- του υποπλοίαρχου Αλέξανδρου Στεφαδούρου: «Περίπου στις 2 τα ξημερώματα άκουσα έναν κρότο. Γύρισα το κεφάλι μου, και είδα να ανοίγει η μπουκαπόρτα και να πέφτει στη θάλασσα ένα αυτοκίνητο ψυγείο που κουβαλούσε τρόφιμα». Ο ίδιος, τότε, άφησε αιχμές για τον τρόπο με τον οποίο τοποθετήθηκε στο πλοίο εγκάρσια το φορτηγό ψυγείο, το οποίο έφτασε την τελευταία στιγμή και δεν ασφαλίστηκε κατάλληλα:
«Όταν το πλοίο πήρε κλίση από την εισροή υδάτων, ο πλοίαρχος Εμμανουήλ Βερνίκος έδωσε το σύνθημα δια κωδωνοκρουσιών. Μετά τον αντελήφθην να χάνει την ψυχραιμία του. Κατά τη γνώμη μου βασική αιτία δεν ήταν το όχημα. Το πλοίο είχε υποστεί πριν από μία εβδομάδα επισκευές. Εκλεισαν ρωγμές στο διαμέρισμα του αμαξοστασίου κατά τρόπο πλημμελή, από το οποίο ίσως να συνέρρευσαν ύδατα».
πηγή
Στην μνήμη του φίλου Αρτέμη!
Πίσω στα παλιά