Η παγκόσμια, οικονομική κρίση είχε βαθιά επίδραση στην οικονομία και τα δημοσιονομικά του ελληνικού κράτους. Η αποσύνθεση του διεθνούς, οικονομικού συστήματος, επηρέασε πολλαπλά την Eλλάδα παρεμποδίζοντας την αναπτυξιακή της  ανέλιξη.

Το διάστημα 1929-1932 αποτέλεσε τη μοναδική αρνητική περίοδο στη θετική  πορεία της Ελλάδας του Μεσοπολέμου. Από το 1933 άρχισε για τη χώρα παρατεταμένη, οικονομική ανάκαμψη, ενώ παρατηρήθηκε νέο κύμα βιομηχανικής ανάπτυξης.

Για την επαναλειτουργία του Χρηματιστηρίου απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων, που συσσωρεύτηκαν εξαιτίας του πολύμηνου κλεισίματος. Οι εργασίες, ωστόσο, καθυστερούσαν υπερβολικά.

Η κυβέρνηση είχε εξ ολοκλήρου στραμμένη την προσοχή στο νομισματικό πρόβλημα προσπαθώντας να αποφύγει υποτίμηση της δραχμής, λόγω της μεγάλης πτώσης της λίρας.

Δεν τολμούσε να προβεί στο άνοιγμα του χρηματιστηρίου από το φόβο της εκδήλωσης νέου κραχ εξαιτίας του κλονισμού της δραχμής. Ο καιρός πέρναγε με συζητήσεις πάνω σε διάφορά σχέδια, μέχρι τη στιγμή που η κυβέρνηση παραδέχτηκε πως έχασε τη μάχη με τη δραχμή.

Στις 26 Απριλίου του 1932, με το νόμο 5422, επανήλθε και πάλι το μέτρο της αναγκαστικής κυκλοφορίας. Πριν απ΄ αυτό, είχε ανασταλεί η καταβολή του  χρεολυσίου των εξωτερικών δανείων και είχε σταματήσει η μεταφορά στο εξωτερικό ακόμη και των τόκων λόγω της συναλλαγματικής αστάθειας.

Από το αδιέξοδο βγήκε η οικονομία της χώρας μόνο μετά τη σύναψη συμφωνίας με τους ξένους ομολογιούχους, σύμφωνα με την οποία άρχισε η καταβολή του 30% των τόκων από τον Ιανουάριο του 1933.

Ο άσχημος αντίκτυπος των εξελίξεων με τα Εθνικά Δάνεια καθιστούσε ακόμα δυσχερέστερη την τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων του Χ.Α.

Επί κυβέρνησης Βενιζέλου η μόνη πρόοδος ήταν η ψήφιση του νόμου 5469, που επέτρεπε τη ρύθμιση των εκκρεμοτήτων του Χ.Α.

Το Διάταγμα, όμως,  εφαρμόστηκε επί κυβέρνησης Π. Τσαλδάρη, στις 15 Δεκεμβρίου 1932.

Έτσι από την επόμενη μέρα, κατέστη δυνατό το άνοιγμα του χρηματιστηρίου, επιτρέποντας προσωρινά μόνο τις συναλλαγές που γίνονταν τοις μετρητοίς.




Εφημερίδα Εμπρός, 16 Σεπτέμβρη 1930

Η δεινή θέση των χρηματιστών
Όταν στις 16 Δεκεμβρίου 1932, τα μέλη του χρηματιστηρίου συγκεντρώθηκαν γύρω από το «κάγκελο» του χρηματιστηρίου, μετά τη δεκαπεντάμηνη αργία, ευελπιστούσαν πως η ομαλοποίηση του ρυθμού της αγοράς θα τους επέτρεπε να εξοφλήσουν τα δυσβάσταχτα χρέη  που είχαν επωμιστεί.

 Σοβαρότατες ήταν οι παλιές υποχρεώσεις τους, όπως  το αλληλέγγυο δάνειο των 37 χρηματιστών του 1929 και το άλλο δάνειο των χρηματιστών, ύψους 15 εκατομμυρίων δραχμών, διάρκειας δέκα ετών, με επιτόκιο 10%. Για την εξυπηρέτηση του δευτέρου είχε διατεθεί το 10% των μεσιτικών δικαιωμάτων των χρηματιστών.

Το σημαντικότερο, όμως,  πρόβλημα ήταν ο μεγάλος όγκος των χρεογράφων που  η τιμή τους θα προσδιοριζόταν τις πρώτες είκοσι μέρες μετά το άνοιγμα του Χ.Α.  Συνεπώς, από ενδεχόμενη πτώση των τιμών δεν αποκλείονταν και νέες ζημιές για τους κατέχοντες τους τίτλους.

«Οπωσδήποτε, η αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του χρηματιστηρίου φάνταζε ως τιτάνιο έργο, σε μία εποχή, κατά την οποία, πέρα από τα συσσωρευμένα προβλήματα, οργίαζαν οι πολιτικοί και οικονομικοί κλυδωνισμοί.
Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου, στις εκλογές του Μάρτη του 1933, το «κατασταλέν» κίνημα του στρατηγού Πλαστήρα, η κατάθεση πρότασης από το Μεταξά για παραπομπή του Βενιζέλου στο Ειδικό Δικαστήριο και πλήθος ακόμα σοβαρών γεγονότων, είχαν άμεσο, αρνητικό αντίκτυπο στο Χ.Α..

Αναπόφευκτα, τα μέλη του χρηματιστηρίου εξαιτίας του περιορισμού των εργασιών και των οικονομικών υποχρεώσεών τους, αναγκάζονταν να προσφεύγουν στην Επιτροπή του Χ.Α., ζητώντας έκτακτη ενίσχυση ακόμη και για τις οικογενειακές τους ανάγκες. 


                                     Φιλική συνάθροιση  στην Αθήνα του Μεσοπολέμου,
                                                                        Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.
Ας σημειωθεί, πληροφοριακά πως το 1933 υπήρχαν στο Χ.Α. 189 ενεργά μέλη και στο κάθε μέλος, κατά τους πρώτους έξι μήνες της επαναλειτουργίας του, αντιστοιχούσαν έσοδα κατά μέσο όρο 2.117 δραχμές, ποσό εντελώς ανεπαρκές για την κάλυψη των βασικών αναγκών επιβίωσης.

H εφαρμογή του νόμου 5985/10-1-1934, έθεσε τέρμα στην έκρυθμη κατάσταση στις συναλλαγέ,ς με τη ρύθμιση των τεράστιων διαφορών, που προέκυψαν από το δεκαπεντάμηνο κλείσιμο του Χ.Α.Α. Βέβαια, μέχρι το τέλος του 1934, μάλλον τυπικά λειτουργούσε το Χ.Α.Α.

Ήταν η κυβέρνηση Τσαλδάρη, που επιδιώκοντας να επαναφέρει το χρηματιστήριο σε ομαλή λειτουργία, ψήφισε το νόμο 6410/14-11-1934, ο οποίος επέτρεψε τη διεξαγωγή κάποιων πράξεων με προθεσμία (σε ορισμένους μόνο τίτλους). Συνάμα, περιόρισε τους χρηματιστές σε πενήντα και καθιέρωσε, υποχρεωτικά, την κατάθεση εγγυήσεων για κάθε συναλλαγή.

Παρά τα ακραία πολιτικά και πολεμικά γεγονότα που επακολούθησαν, η ασφάλεια των συναλλαγών υπήρξε εξασφαλισμένη. Η τάξη των χρηματιστών, που αντιμετώπισε για άλλη μια φορά το φάσμα της πτώχευσης, εξαιτίας της πρωτοφανούς και παρατεταμένης κρίσης, δέχτηκε πανηγυρικά την εξαγγελία του νέου νόμου».           
                    



                                                                                   Rolls Royce, 1932

Εισηγητική έκθεση για το άνοιγμα του Χ.Α.

Στις 11 Απριλίου 1933, συντάχτηκε η Εισηγητική Έκθεση του ρυθμιστικού νόμου για το άνοιγμα του Χ.Α. που κυοφορήθηκε εννέα ολόκληρους μήνες. Οι τρεις υπουργοί που υπέγραψαν την έκθεση αυτή του  νόμου 5985  -  Σ.Ταλιαδούρος Δικαιοσύνης, Σ.Λοβέρδος Οικονομικών, Γ. Πεσμαζόγλου Εθνικής Οικονομίας - παραδέχονταν πως η δοθείσα λύση έπληττε τα συμφέροντα πολλών ενδιαφερομένων αλλά πως αυτό ήταν αναπόφευκτο αφού η «εκκαθάρισις επέρχεται μετά τόσον χρόνον από της αναστολής της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου και εις εποχήν διασαλεύσεως της Οικονομίας της χώρας μας».
Συμπερασματικά, από επίσημους κύκλους της εποχής κρίθηκε αδικαιολόγητη η παράταση του κλεισίματος του χρηματιστηρίου για δεκαπέντε μήνες καθώς και η γραφειοκρατική δυσλειτουργία των αρμοδίων υπηρεσιών, που αδυνατούσαν να κάνουν τις εκκαθαρίσεις, σύμφωνα και με την Έκθεση τηςΚοινοβουλευτικής Επιτροπής  Εθνικής Οικονομίας. (*)
Χρηματιστικόν δελτίον, 10/3/1930, εφημερίδας Εμπρός