«Ιδού τι τρώγει ο ταλαίπωρος κοσμάκης: Σκωληκόβρωτον τυρόν, σάπιον μπακαλιάρον, γλυκίσματα και σιρόπια εις ωξειδωμένα αγγεία, σκόνην, κατσαρίδας, ποντικούς, μυΐας, διάφορα άλλα έντομα, ευρωτιώντα παντοειδή τρόφιμα, γάλα κυτίων δηλητηριώδες». Με αυτές τις λέξεις σε πρωτοσέλιδο χρονογράφημά του ο Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης άνοιγε έναν κύκλο συζητήσεων για τα ακατάλληλα τρόφιμα που κατανάλωναν οι Αθηναίοι το 1927.
Οι λεπτομέρειες κατατρομοκράτησαν τους Αθηναίους, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο να προβληματίζονται για όλα τα είδη διατροφής. «Το σκάνδαλον του πικρού άρτου» ανέφερε δίστηλο δημοσίευμα, το οποίο στον τίτλο συμπλήρωνε: «πιτυρούχος άρτος πικρός και μυρίζων σαπίλλαν», «άλευρα από αναμμένον σίτον». Για να αναρωτηθεί τελικά «πταίει η ζύμη;». Καταλόγιζε βεβαίως και τις σχετικές ευθύνες: «Η μεγίστη ευθύνη του υπουργού και της υπηρεσίας».
Η δημοσιογραφική έρευνα ήταν ευρηματική, καθώς περιλάμβανε δειγματοληψία και χημικές αναλύσεις, που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για την κακή ποιότητα του ψωμιού έφταιγαν τα δύσοσμα άλευρα από τον αναμμένο σίτο.
Ωστόσο, οι εποχές ήταν βολικές στη συγκάλυψη τέτοιων «μικροσκανδάλων». Έτσι, μετά τις ανακρίσεις οι υπεύθυνοι δεν τιμωρήθηκαν. «Η πετρωμένη αυτή ζύμη είναι ακατάλληλος ακόμη και διά τα ζώα» επισήμαινε ο δημοσιογράφος, τονίζοντας ότι κινδύνευε η δημόσια υγεία και πως έπρεπε να ξεσηκωθούν όχι μόνον ο αρμόδιος υπουργός, αλλά η Βουλή και ο Τύπος. Η κοινωνία ολόκληρη. Στο στόχαστρο της έρευνας μπήκαν και το δίκτυο διακίνησης τροφίμων (μεταπράτες, έμποροι κ.ά.), οι πλανόδιοι πωλητές, οι ψαράδες, που τριγυρνούσαν με τα πανέρια στο κεφάλι, αλλά και οι «νερουλάδες». Αρκούσε να πάρει κανείς ένα βαρέλι, να το γεμίσει νερό, να το τοποθετήσει σε δίτροχο, για να το πουλάει δήθεν ως νερό καλής πηγής. Εκεί όμως που η δημοσιογραφική έρευνα εντόπιζε το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν τα συνοικιακά καταστήματα.
Ωστόσο, οι εποχές ήταν βολικές στη συγκάλυψη τέτοιων «μικροσκανδάλων». Έτσι, μετά τις ανακρίσεις οι υπεύθυνοι δεν τιμωρήθηκαν. «Η πετρωμένη αυτή ζύμη είναι ακατάλληλος ακόμη και διά τα ζώα» επισήμαινε ο δημοσιογράφος, τονίζοντας ότι κινδύνευε η δημόσια υγεία και πως έπρεπε να ξεσηκωθούν όχι μόνον ο αρμόδιος υπουργός, αλλά η Βουλή και ο Τύπος. Η κοινωνία ολόκληρη. Στο στόχαστρο της έρευνας μπήκαν και το δίκτυο διακίνησης τροφίμων (μεταπράτες, έμποροι κ.ά.), οι πλανόδιοι πωλητές, οι ψαράδες, που τριγυρνούσαν με τα πανέρια στο κεφάλι, αλλά και οι «νερουλάδες». Αρκούσε να πάρει κανείς ένα βαρέλι, να το γεμίσει νερό, να το τοποθετήσει σε δίτροχο, για να το πουλάει δήθεν ως νερό καλής πηγής. Εκεί όμως που η δημοσιογραφική έρευνα εντόπιζε το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν τα συνοικιακά καταστήματα.
Σε αυτά «έχει εγκατασταθεί η αισχροκέρδεια συναγωνιζομένη την νοθείαν και ταύτην ο άκρατος μισανθρωπισμός»!