Πριν δυο Σάββατα μέσα σε ένα λάθος λεωφορείο. Στο διπλανό κάθισμα μια γυναίκα γύρω στα εβδομήντα. Στα πόδια της τέσσερις γεμάτες σακούλες του «Βερόπουλου». Ένας παππούς κρατάει από το χέρι του το εγγόνι και ετοιμάζεται να κατέβει στην επόμενη στάση. Τότε η γυναίκα εντελώς ξαφνικά γυρίζει προς τα εμένα. «Κοίτα πως μας έχουν καταντήσει γέρους ανθρώπους» μου λέει δείχνοντας τον παππού, «Έβγαλαν τους γέρους από τα γηροκομεία για να ξαναπάρουν τις συντάξεις. Τους κρατάμε ξανά τα παιδιά. Βλέπεις αυτές τις σακούλες; Κάθε Σάββατο η ίδια δουλειά. Φορτώνομαι» καταλήγει και με κοιτάζει στα μάτια. «Ναι έτσι είναι» της λέω «Η Κρίση έφερε ξανά τους ανθρώπους κοντά. Η οικογένεια είναι ξανά το καταφύγιο των ανθρώπων. Οι οικογενειακοί δεσμοί στην Ελλάδα είναι ισχυροί. Άλλωστε υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να μεγαλώνεις, να είσαι καλά στην υγεία σου και να έχεις δίπλα τα εγγόνια σου;» καταλήγω (σ. σ Όταν δεν έχω τι να πω σε αγνώστους, από την αμηχανία μου μιλάω όπως οι ήρωες του Παπακαλιάτη). Τότε για ελάχιστα δευτερόλεπτα νομίζω ότι είδα μια ανεπαίσθητη κλίση του κεφαλιού της γυναίκας προς τα πάνω. «Καλά τα λες. Όμως όταν όλα πήγαιναν μια χαρά δεν μας έδιναν καν σημασία. Τους παρακαλούσαμε να σηκώσουν το τηλέφωνο. Αυτό δεν μετράει;» μου είπε και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε η γυναίκα αρχίζει και αδειάζει την οργή της στην Μέρκελ και την Τρόικα. Πόσες αλήθειες κρύβουν αυτά τα λόγια της γιαγιάς; Για αρκετούς οι γέροι γονείς είναι ένα είδος καλόβολου pet. Λίγα κόκαλα αγάπης αραιά και που φαίνονται αρκετά. Στα μυαλά τους, ο άνθρωπος που γερνάει μετατρέπεται σε οσιομάρτυρας. Ένα ταπεινό πλάσμα που πρέπει να δεχθεί τα χτυπήματα των απογόνων μέχρι το τέλος του. Ένα πλάσμα που συγχωρεί, που ανέχεται τα πάντα, που βάζει την προσωπικότητα του στην άκρη για χάρη των παιδιών. Ακόμα και αν τα έχεις τετρακόσια και είσαι υγιής οφείλεις να κάνεις το χαζό για να μην έρθεις σε σύγκρουση με τους κανακάρηδες-δημιουργήματα. Είσαι εβδομήντα και αντί να ηρεμήσεις, να διαλογιστείς πάνω στο θέμα του θανάτου σου που πλησιάζει, να κάνεις μια βλακεία που δεν έκανες μια ολόκληρη ζωή, όλοι απαιτούν «μια τελευταία θυσία». Και επειδή δεν είσαι έφηβος για να σου συγχωρεθεί η οποιαδήποτε οργισμένη αντίδραση, πρέπει να καταπίνεις και να καταπίνεις. Ο κομμένος ομφάλιος λώρος ξαναδένεται, γίνεται τώρα στο τέλος μια θηλιά γύρω από το λαιμό της μάνας και του πατέρα. Και πρέπει να σκύψεις το κεφάλι και να υποστείς τα πάντα, ίσως κρατώντας για λόγους ασφαλείας κάποιο άγραφο οικόπεδο ή διαμέρισμα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής σου γίνονται μια παρτίδα σκάκι με τα παιδιά σου. Μια λάθος κίνηση και σε έχουν πετάξει έξω από το παιχνίδι. Καθώς η γυναίκα με χαιρετούσε και κατέβαινε από το λεωφορείο σκεφτόμουν ότι η αλήθεια δεν σε εγκαταλείπει στα γεράματα. Αντιθέτως γίνεται ένα τεράστιο κύμα. Μεγαλώνει, μεγαλώνει, ανεβαίνει προς τα πάνω και κάποια στιγμή «σκάει». Και όποιον πάρει ο χάρος. Ακόμα και έναν άγνωστο μέσα σε ένα λεωφορείο.
πηγή