Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές η αλληλοβοήθεια στην γειτονιά γινότανε
κουραστική.
Δεν κλείδωνε κανένας το δωμάτιο της αυλής και δεν θυμήθηκα να κουβαλάμε
κλειδιά όταν λείπαμε.
Ήθελε αλάτι ή ζάχαρη η γειτόνισα άνοιγε την πόρτα σου και έμπαινε και έπερνε.
Και βέβαια πολλά τα ευτράπελα από αυτές τις εφόδους ειδικά όπου έμεναν
νέα ζευγάρια.
Την έπαθε μια την έπαθε δυό έβαζε και αυτός μια καρέκλα πίσω από την πόρτα
και έφευγε αναψοκοκκινισμένη από την ντροπή η φουριόζα γειτόνισα.
Από την άνοιξη στην αυλή ήταν καλύτερα τα πράγματα....
Κάτω από την μεγάλη ελιά που σήμερα αυτή απέμεινε από την αρχαιολογία
για να θυμίζει την παλιά αυλή.....έβαζαν ένα τραπεζομάντηλο και έτρωγαν
οι αυλικοί.
Ο καθένας την κατσαρόλα του και τα παιδιά είχαν το προνόμιο να διαλέξουν
μενού.
Αδέλφια ήταν στην ουσία μεταξύ τους....όλα κάτω από την ίδια στέγη.
Η υπαίθρια κουζίνα από την άνοιξη και μετά φιλοξενούσε τις γκαζιέρες
και τα κατσαρολικά.
Ένας συγγενής συγκάτοικου δούλευε στις αποθήκες του ΙΚΑ και είχε φέρει
παλιές τάβλες από ξυλοκιβώτια για να αναλάβει την κατασκευή ο αδερφός
άλλου συγκάτοικου που ήταν μαραγκός.
Κάπως έτσι βολευότανε η κατάσταση και ο καιρός περνούσε και πάνω που
συνήθιζες αυτήν την υπέροχη μεγάλη οικογένεια.....την γειτονιά....τις αλάνες
στα αρχαία....τους φίλους....ερχότανε το φορτηγό για να σε μεταφέρει
σε άλλη....πάντα λίγα λεπτά από την Ομόνοια όπως έλεγε παλιά διαφήμιση.
πίσω στα παλιά