Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Αυστραλία: Πέθανε σε ηλικία 110 ετών η γηραιότερη Ελληνίδα

$
0
0


  Η Κατερίνη Κιλικίδου ίσως να ήταν η γηραιότερη Ελληνίδα της Αυστραλίας που πέθανε στη Μελβούρνη σε ηλικία 110 ετών. Το πιο εντυπωσιακό, όπως είπε ο γιος της Αναστάσης Κιλικίδης, είναι ότι και η μητέρα της πέθανε σε ηλικία 110 ετών.
  "Ο πατέρας μου έφυγε σε 93 ετών. Παρασύρθηκε και σκοτώθηκε από αυτοκίνητο στη Μελβούρνη" είπε ο κ. Κιλικίδης.
  Η Κατερίνη Κιλικίδη έφερε στον κόσμο τέσσερα παιδιά. Ο Αναστάσης Κιλικίδης, 70 χρονών, είναι ο μικρότερος γιος της. Ο μεγαλύτερος, όπως μας είπε ο ίδιος, είναι 86 ετών. Όλα τα παιδιά είναι εν ζωή. Η Κατερίνη Κιλικίδη αφήνει πίσω της ακόμα εγγόνια, δισέγγονα και τρισέγγονα.
  "Πρέπει να είχε καλά γονίδια, τα οποία και κληρονομήσαμε" είπε ο κ. Κιλικίδης και πρόσθεσε πως η μάνα του ήταν ιδιαίτερα λιτή με το φαγητό της αλλά και προσεκτική.
  Η Κατερίνη Κιλικίδου έζησε τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922 και επέζησε στο δύσκολο χερσαίο ταξίδι από την Τουρκία στην Ελλάδα. Πέρασε με τους γονείς της τη φτώχεια και τη μιζέρια που έφερε ο ξεριζωμός και έστησαν το σπιτικό τους στο Βορένος, χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη, που λόγω της μαζικής εγκατάστασης προσφύγων από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, μετονομάστηκε σε Νικομηδινό.
  Στα 19, την πάντρεψαν με τον συγχωριανό της αείμνηστο Χαράλαμπο Κιλικίδη, μέχρι που μια μέρα, το ζευγάρι πήρε τη μεγάλη απόφαση για το υπερπόντιο ταξίδι προς τη χώρα του Νότου.
Η Κατερίνα Κιλικίδη, μας είχε πει πριν λίγα χρόνια:
  "Το χωριό είχε πολλούς Έλληνες. Εγώ δεν πήγα σχολείο γιατί οι Τούρκοι προύχοντες, το κρατούσαν κλειστό. Οι γονείς μου Αβραάμ και Τριανταφυλιά μιλούσαν τουρκικά. Εμείς τα παιδιά δεν μάθαμε τη γλώσσα. Με την καταστροφή, πήραμε το δρόμο περπατώντας ανάμεσα στα βουνά και με γαϊδουράκια μας, φτάσαμε στην Ελλάδα. Θυμάμαι πως περάσαμε πολύ δύσκολες μέρες μέχρι τον προορισμό μας. Στο χωριό Βορένος μας έδωσαν σπίτι και γη να την καλλιεργούμε. Είχε μια εκκλησιά, ένα σχολείο κι ένα μπακάλικο. Δυστυχώς οι γονείς μου δεν με έστειλαν σχολείο. Για αυτό δεν μπορώ να διαβάζω.
  Με πάντρεψαν με τον συγχωριανό μου Χαράλαμπο. Ο γάμος μας ήταν φτωχικός, με λίγους συγγενείς και λιγότερους φίλους. Αποκτήσαμε 4 παιδιά. Μια θυγατέρα τη Θωμαή που απεβίωσε και τέσσερις γιους. Τον Δημήτρη, το Νίκο, το Γιάννη και τον Αναστάση», θυμάται η κ. Κατερίνα.
  Η οικογένεια έζησε όλα τα χρόνια στο Footscray. "Η γειτονιά που μέναμε είχε οικογένειες από την Τουρκία. Ακούστε λοιπόν σύμπτωση. Τα τουρκικά που δεν έμαθα στον τόπο που γεννήθηκα, τα έμαθα από τη γειτόνισσά μου την Αϊσέ, με την οποία ανέπτυξα μεγάλη φιλία" είχε πει.
 defencenet.gr

Αστυνομικός σκύλος αποχαιρετά τον συνεργάτη του

$
0
0


ΕΠΕΣΕ ΣΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ

Ο αστυνομικός Τζέισον Ελις έχασε τη ζωή του, σε ηλικία μόλις 33 ετών, όταν εν ώρα υπηρεσίας έπεσε σε ενέδρα κακοποιών οι οποίοι τον δολοφόνησαν, και, όπως ήταν...αναμενόμενο, στην κηδεία του επικρατούσε μεγάλη θλίψη, ωστόσο, ένας συγκεκριμένος συνεργάτης του έκανε τους πάντες να λυγίσουν.



Ο λόγος για τον αστυνομικό σκύλο Φίγκο, ο οποίος ήταν και ο άμεσος συνεργάτης του αδικοχαμένου Ελις στη δίωξη ναρκωτικών.


Ο τετράποδος αστυνομικός που ήταν παρών στην κηδεία του φίλου του, όταν βρέθηκε μπροστά στο φέρετρο ακούμπησε το πόδι του σε μια κίνηση τελευταίου αποχαιρετισμού στον συνεργάτη του.


Το παρήγορο για όλους είναι ότι μετά το θάνατο του Ελις, ο Φίγκο βγήκε στη σύνταξη και τη φροντίδα του θα αναλάβει η χήρα του αδικοχαμένου αστυνομικού και τα δύο μικρά παιδιά της. 

Tμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Τότε, στα ' 70ς

$
0
0


Δύο απορίες
  1. Γιατί τόση αντίδραση για την ΕΡΤ; Τόσες χιλιάδες μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις που έκλεισαν, τόσοι άνεργοι, τόσοι απολυμένοι, έχουν διαφορετικό στομάχι από τους υπαλλήλους της «δημόσιας» τηλεόρασης; Πεινάνε λιγότερο, δεν πληρώνουν ενοίκια, δεν έχουν παιδιά, γονείς με μηδαμινή σύνταξη;
  2. Τι διαφορά έχει το «εγέρθητω» των ηλιθίων, από το μανιφέστο του Σαμαρά και, μάλιστα, χωρίς συλλογικότητα;
Ρητορικές ερωτήσεις, δίχως απάντηση που να μη γνωρίζω.
Το να έχεις τηλεόραση τη δεκαετία του '70 ήταν, αν μη τι άλλο, πολυτέλεια. Εμείς δεν είχαμε. Σε μια γειτονιά στην Ακαδημία Πλάτωνος εδώ που τα λέμε, θα ήταν περίεργο να είχαμε. Όλα τα παιδιά των φτωχών-μεσαίων οικογενειών απλά είχαμε ακούσει οτι υπάρχει ένα μαγικό κουτί που έχει μέσα ανθρωπάκια. Περιττό να αναφέρω ότι είχα σκυλιάσει που δεν είχα, γιατί είχα ακούσει ότι δείχνει και τη Βουγιουκλάκη κάθε τόσο σε συνεντεύξεις, ασπρόμαυρες και έδινε ευχές σε όλο τον κόσμο πριν τα Χριστούγεννα.
Στην οδό Αλικαρνασσού λοιπόν, παίζαμε τα μήλα κάθε απόγευμα μπροστά από μια μονοκατοικία με μαρμάρινες σκάλες και πίσω από την πράσινη ξύλινη πόρτα με τα μαντεμένια σκαλιστά παράθυρα, βλέπαμε ένα κεφάλι ενός κοριτσιού, μεγαλύτερο από εμάς, να μας παρακολουθεί. Κάθε μέρα, κάθε απόγευμα. Είχε απόγνωση και λαχτάρα το βλέμμα της. Τόλμησα και πήγα και της μίλησα. Και λέω τόλμησα γιατί το σπίτι παραήταν «ακριβό» για την περιοχή. Και οι ιδιοκτήτες του ακόμη πιο ακριβοθώρητοι. Βγαλμένο σαν από ελληνική ταινία. Το κορίτσι αυτό ήταν αυτιστικό. Δεν του επιτρεπόταν να παίξει μαζί μας. Δεν το δεχόμουν με τίποτα. Σίγουρα όχι με σκέψη, ενστικτωδώς. Θα ήμουν 12 στα 13. Απλά δεν μου άρεσε η απομόνωσή της.
Τη ζάλισα την καημένη την Κατερίνα: «Έλα να παίξουμε» και «έλα να παίξουμε», κάθε απόγευμα, κάθε μέρα. Άναρθρες φωνούλες έβγαιναν απ' το κόκκινο βαμμένο στόμα της. Δεν μπορούσα να καταλάβω και επέμενα!
Βγήκε η μητέρα της κάποια μέρα, ελαφρώς θυμωμένη... αλλά πώς να αντισταθεί στην επιμονή ενός παιδιού που εκλιπαρούσε να αφήσει την κόρη της να παίξει μαζί μας; Η επιμονή μου και η υπομονή μου είναι τα δυο χαρίσματά μου. Κέρδισα, φυσικά.
Βγήκε από το φρούριο η Κατερίνα. Καθόταν στα σκαλιά και γελούσε μαζί μας σαν μωράκι, 30 χρονών γυναίκα. Άλλαξε η ζωή της. Και η δική μας, σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Και μπήκαμε εμείς στο φρούριο σιγά-σιγά. Είχαν πόνο οι άνθρωποι και επιφύλαξη. Μα δεν γελάσαμε. Αγκαλιάσαμε, φιλήσαμε, μάθαμε το διαφορετικό να το αγαπάμε, μας έκαναν πάρτι για χάρη της Κατερίνας. Και μας άφησαν να δούμε το μαγικό κουτί.
Τεράστιο. Το κουτί! Γιατί το γυαλί του δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Σε μια ειδική κατασκευή, με ντουλάπι από κάτω και με τρύπες για να παίρνει αέρα χαζεύαμε τα ανθρωπάκια να μιλούν, να χορεύουν, να περπατάνε, να τραγουδούν. Ασπρόμαυρα. Αυτό μου έκανε πιο πολύ εντύπωση.
Εννοείται πως έπιασα στασίδι, κάθε μέρα, κάθε απόγευμα. Μπας και πετύχω την Αλίκη. Έβλεπα άλλες ξανθιές θεές. Σακκάκου με την υπέροχη χροιά να λέει ειδήσεις. Και η Νάκη Αγάθου έτοιμη για οργασμό κάθε φορά. Αν την έβλεπα σήμερα για πρώτη φορά, θα έβαζα στοίχημα πως κάτι σαν εξόγκωμα θα έχει η καρέκλα της από κάτω. Αλλά τότε... Τότε με μάγευαν όλα αυτά. Ούτε την πονηράδα είχα για δεύτερες σκέψεις.
Και την πέτυχα ένα βράδυ με τον Φρέντυ Γερμανό. Παρέα με την Κατερίνα που δεν καταλάβαινε γιατί είχα τέτοια τρέλα με την Αλίκη, παρέα με τη μητέρα της να με κοιτάει μέσα απ' τα γυαλιά της με ευγνωμοσύνη, που έκανα παρέα στην κόρη της, έστω και προς όφελός μου.
Μετά χάθηκα. Έψαξα την «Αλίκη» στην πραγματική ζωή! Στη χώρα των θαυμάτων και των τραυμάτων...
Πέρασα πριν δυο χρόνια από εκεί. Έτρεμε το χέρι μου όταν χτύπησα το κουδούνι. Πέθανε ο κ. Δημήτρης με το γλυκό χαμόγελο και τα κάτασπρα μαλλιά. Πάντα μου έδινε καραμέλες, κρυφά από τα άλλα παιδιά. Ήξερε πόσο αγαπούσα το παιδί του. Μου άνοιξε η κα Γιώτα την πόρτα. Γερασμένη, φυσικά. Δεν με γνώρισε. Ένα αγοράκι15 χρονών αποχωρίστηκε και τώρα έβλεπε μπροστά της, αυτό που βλέπετε κι εσείς. Δάκρυσε, με αγκάλιασε και με πήγε στο ίδιο δωμάτιο. Με άλλη τηλεόραση, πλάσμα και, φυσικά, με χρώματα.
Κι όμως η Κατερίνα... με γνώρισε. Βούρκωσα απ' την επιβεβαίωση των συναισθημάτων, μετά από τόσα πολλά χρόνια; Βούρκωσα επειδή ήταν... ολόιδια; Επειδή το πρόσωπό της, ο χώρος, η μυρωδιά, έφεραν σαν ταινία ένα παιδάκι στη γωνία να περιμένει με τα χέρια στο πηγούνι αδημονώντας να δει την Αλίκη του; Δεν ξέρω. Έκλαψα αγκαλιά με την παιδικότητά μου. Θυμηθήκαμε, γελάσαμε, αναθεματίσαμε με τους δικούς μας κώδικες. Ο καθένας απ' το δικό του «περιθώριο».
Σήμερα η σχέση μου με την τηλεόραση είναι σαν τον γκόμενο που μ' έχει απατήσει αλλά έχει παραμείνει σαν μια ερωτική -και ουχί σεξουαλική- εξάρτηση. Ούτε καν ειδήσεις. Καμιά φορά τη Στάη για να θαυμάσω τα ελληνικά της και κάνα καινούριο lifting.
Για την ταμπακέρα δεν έχω να πω σχεδόν τίποτα. Μίλησαν και έγραψαν οι ειδήμονες επί παντός του επιστητού! Οι ίδιοι που γράφουν για πολιτικά θέματα οι ίδιοι γράφουν και μάλιστα με την ίδια σοβαρότητα αν η Μπεζαντάκου έφαγε ραδίκια ή σταμναγκάθι.
Κλείνω μόνο με γλυκές σκέψεις. Την Κατερίνα μου να γελάει με κείνο το παράξενα καθαρό απόκοσμο γέλιο, την Αλίκη μου να λάμπει ακόμη και ασπρόμαυρη και την Κέλλυ Σακκάκου που πρόσφατα έγινε «φίλη» μου στο fb. Αν ήταν χρυσοπληρωμένη η δουλειά της, τότε που τη γνώρισα, ούτε το ήξερα, ούτε με ενδιέφερε. Η Ιστορία από ανθρώπους χαράσσεται, έτσι κι αλλιώς.
Άννα Κουρουπού
 Protagon

Εν Αθήναις.....Σάββατο κι απόβραδο

$
0
0




Και καλοκαίριαζε και Σάββατο σούρουπο το ταβερνάκι της γειτονιάς γέμιζε....
δηλαδή η αυλή του....παλιό σπίτι και σε ένα δωμάτιο έμενε και ο ιδιοκτήτης
ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο.
Για όλα τα βαλάντια οι τιμές και έδινες παραγγελία χωρίς φόβο και χωρίς πάθος.
Μια αλιάδα με μπόλικο σκόρδο καμμιά ελιά...σαλάτα....πιάζ...σαρδέλες
και για τον άμαχο πληθυσμό μπιφτεκάκια στα κάρβουνα με ένα βουνό
τηγανιτές πατάτες.
Όλο και κάτι θα άφηναν τα πιτσιρίκια και οι μεγάλοι θα γυάλιζαν τα πιάτα
στη συνέχεια.
Ποιά ντροπή όλοι το ίδιο έκαναν.....
Και η ρετσίνα από το βαρέλι ....
Να γεμίζουν τα ποτήρια και εβίβα και καλή καρδιά....
Αν γλάρωνε κανένα πιτσιρίκι το πήγαιναν στο δωμάτιο του κάπελα
για ύπνο....οικογενειακή υπόθεση....άνθρωπος της γειτονιάς και αυτός.
Δεν αργούσε να πιάσει δουλειά και ο καλλιτέχνης με το τριμμένο κοστούμι.
Καθότανε σε μια γωνιά σε ένα τραπεζάκι και έβαζε μια μπουκιά στο στόμα του
δωρεά του καταστήματος... το νυχτοκάματο ήταν υπόθεση δική του.
Με την κιθάρα και το τσίγκινο πιατάκι άρχιζε την δουλειά του από τραπέζι
σε τραπέζι....με τραγούδια της εποχής.
Έτσι κάπως περνούσαν τότε στην γειτονιά...Σάββατο και απόβραδο.

πίσω στα παλιά


Ο καθένας με τον χαβά του!!!!!

$
0
0
Τούρκικος χαβάς!!!!



Ελληνικός χαβάς!!!!

Μας έχετε ζαλίσει...τα βασανάκια του Λαού ποιός θα τα λύσει;

$
0
0

Αθήνα, ώρα μηδέν. 
| Καμιά δεκαπενταριά μαζεμένοι, πάρλα στην πάρλα, 
| κι αυτός με τα μαύρα γυαλιά έχει το λόγο.
 | Φοράει τα γυαλιά τα σκούρα,
 | το βλέμμα του σκληρό και φλατ.
 | Ο άνθρωπός μας έχει κουλτούρα:
 | βιβλία, τέχνη και μπουάτ.

 | Μα προς Θεού, μα προς Θεού, 
| μας έχετε ζαλίσει.
 | Τα βασανάκια του λαού
 | ποιος θα τα τρα,
 | ποιος θα τα τραγουδήσει;
 | Αθήνα, ώρα δύο και τριάντα μετά τα μεσάνυχτα.
 | Η συζήτηση συνεχίζεται με βαρβαρότητα.
 | αυτός που σου φοράει τα γυαλιά τα μαύρα έχει πάλι το λόγο.
 | Σβηστό τσιμπούκι και μαλλούρα, 
| συζήτηση ως το πρωί.
 | Ο άνθρωπός μας έχει κουλτούρα
 | και θα μας φτιάξει τη ζωή.
 | Μα προς Θεού, μα προς Θεού,
 | μας έχετε ζαλίσει.
 | Τα βασανάκια του λαού
| ποιος θα τα τρα,
 | ποιος θα τα τραγουδήσει;
 | Χαράματα.
 | Η συνεδρίαση διακόπτεται.
| Οι κουλτουριτζήδες εξέρχονται και η συνέχεια αύριο.

Η κουλτούρα Τραγούδι: Γιώργος Ζαμπέτας
Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας | Στίχοι: Πυθαγόρας

Ποιός έχει σειρά να γίνει Πρωθυπουργός να σηκώσει το χέρι του!!!!!!

$
0
0

-Εγώ....εγώ....εγώωωωω!!!!!!

ΕΡΤ

$
0
0
Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ



Συνοικία, το όνειρο

$
0
0

Αναφιώτικα
Κρατούσε ένα μπουκετάκι φρέζες στο ένα του χέρι και στο άλλο μια πιατελίτσα με βλίτα ο κύριος Βαμβακούσης, όταν τον συναντήσαμε στην είσοδο των Αναφιώτικων, ψηλά πάνω, από την πλευρά της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. «Ανάργυρος όταν δεν έχω χρήματα και Αργύρης όταν έχω» μας συστήθηκε, προσθέτοντας ότι πήγαινε λουλούδια και φαγητό σε μια γειτόνισσα που περίμενε επίσκεψη τα παιδιά της.
«Αναφιώτης;», ρωτήσαμε. «Οχι, Σαντορινιός είμαι» απάντησε, και βλέποντάς μας να κοιτάμε τις γλάστρες που στόλιζαν το χώρο δίπλα από το σπιτούδι του, πρόσθεσε: «Ερχονταν οι σύριγγες εδώ, αλλά φρόντισα να φύγουν. Με καλό τρόπο».
Ηταν αυτή η πρώτη συνάντηση σ' ένα χώρο που διακονούμε τα τελευταία σαράντα χρόνια και που βρεθήκαμε εκεί πρώτη φορά για ρεπορτάζ. Στα Αναφιώτικα που τα βρίσκουμε στον κατάλογο των νεοτέρων μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού και που από το 1972 με τις υποχρεωτικές απαλλοτριώσεις τα 47 σπίτια που τα αποτελούν τυπικά ανήκουν στο Δημόσιο. Και όμως, περισσότερα από είκοσι από αυτά κατοικούνται, κληρονομικώ δικαίω ή, αν θέλετε, με την ανοχή και όχι με τη συνδρομή της πολιτείας.
Το 1960 έρχεται να συναντήσει στο ίδιο ακριβώς σημείο το σήμερα. Τα τότε παιδιά είναι σημερινοί μεσήλικοι.Το 1960 έρχεται να συναντήσει στο ίδιο ακριβώς σημείο το σήμερα. Τα τότε παιδιά είναι σημερινοί μεσήλικοι.Να συντηρήσουμε τον οικισμό
Η ιστορία τους είναι παλιά. Χτισμένα το 1847-1863 στους βορειοανατολικούς πρόποδες της Ακρόπολης, ήταν μια «αυθαίρετη» συνοικία που χτίστηκε κυρίως από Αναφιώτες, αλλά και από άλλους Κυκλαδίτες μάστορες που είχαν μεταναστεύσει στην Αθήνα και εργάζονταν στην οικοδόμηση των ανακτόρων αλλά και της πρωτεύουσας γενικότερα. Ως πρώτοι οικιστές αναφέρονται ο ξυλουργός Γ. Δαμίγος και ο κτίστης Μ. Σιγάλας από την Ανάφη, ενώ το παράδειγμά τους ακολούθησαν αργότερα και άλλοι συμπατριώτες τους, οικοδομώντας με τη σειρά τους τα σπίτια τους εκεί, λαθραία μεν, αλλά με την ανοχή προφανώς των αρχών. Παράλληλα, οι δύο ημιερειπωμένες παλιές εκκλησούλες της περιοχής, ο Αγιος Γεώργιος του Βράχου και ο Αγιος Συμεών, αναστηλώθηκαν, διασκευάστηκαν και απέκτησαν νεόκτιστα καμπαναριά.
Τα μικρά σπιτάκια της περιοχής αποτελούν, κατά τον Κ. Μπίρη, αρχιτεκτονικό δείγμα «απλού δομικού αισθήματος και ευφυούς εξοικονομήσεως αναγκών». Με τις επίπεδες στέγες τους, ενωμένα το ένα με το άλλο «ως κοπάδιον λευκών αμνάδων» (Α. Μωραϊτίδης), σε συνδυασμό με τη ρυμοτομία των στενών ανηφορικών σοκακιών και τα λαξευμένα σκαλιά, συνθέτουν μιαν απροσδόκητη «νησιώτικη» εικόνα στην άκρη της νεοκλασικής Πλάκας. Η οίκηση παρέμεινε σχεδόν αμιγής μέχρι το 1922, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες που έζησαν για ένα διάστημα σε παράγκες στο παρκάκι που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη γειτονιά, για να μετακινηθούν στη συνέχεια στα προσφυγικά του Νέου Κόσμου και του Φιλοπάππου. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα στενά δρομάκια της περιοχής, που οριοθετείται μεταξύ της οδού Στράτωνος και του βράχου της Ακρόπολης, εξακολουθούν να παραμένουν ανώνυμα και τα σπίτια αριθμούνται ως Αναφιώτικα 1, 2, κ.λπ.
«Προσπαθούμε να συντηρήσουμε τον οικισμό με νύχια και με δόντια» λέει η Αλεξάνδρα Κατσουράνη, φιλύποπτη στην αρχή για την παρουσία μας, ξεναγός και «προξενήτρα» μας, στη συνέχεια, με τους άλλους κατοίκους.
«Ουσιαστικά κάνουμε μόνοι μας τις όποιες επισκευές χρειάζονται τα σπίτια, όπως γινόταν από την εποχή που άρχισαν να χτίζονται. Μετά τις αναγκαστικές απολλοτριώσεις η διαδικασία της αγοραπωλησίας τελείωσε. Κάποιοι από τους παλιούς κατοίκους πήραν τα χρήματα, άλλοι όχι. Πρόκειται για ιδιαίτερο καθεστώς. Αυτό που ζητάμε από το κράτος είναι να βρεθεί μια λύση κι όχι να μας αντιμετωπίζει ως παρίες και καταληψίες. Σαράντα χρόνια μετά τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις είμαστε ακόμα εδώ, κάνοντας τους κλαδευτές, τους σκουπιδιάρηδες, τους ασπριτζήδες», λέει η Αλεξάνδρα.
Τα σπίτια που εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους μετά το 1972 έμειναν έρημα και έπεσαν. Είναι πια εστίες μόλυνσης, παρά τις συνεχείς προσπάθειες των κατοίκων.
«Η υγρασία από το βράχο μπορεί να ρίξει εύκολα ένα σπίτι, αν δεν θερμαίνεται και δεν αερίζεται. Ειλικρινά φτύνουμε αίμα για να συντηρήσουμε τα Αναφιώτικα. Είναι ιδιαίτερος οικισμός. Φροντίσαμε να μην προδώσουμε την αρχιτεκτονική του. Ομως θα θέλαμε να έρθουν εδώ αρχιτέκτονες που να έχουν ιδέα από παραδοσιακούς οικισμούς και να μας καθοδηγήσουν. Αν πάλι το κράτος θέλει να ξεπουλήσει τ' Αναφιώτικα, θα μας βρει μπροστά του», τονίζει η Αλεξάνδρα.
Πάμε στο σπίτι της Ελένης Ξινού και του Θανάση Γιαννακάκη. Καμαρούλα μια σταλιά δύο επί δύο, κυριολεκτικά, το καθιστικό τους. «Είμαι γέννημα θρέμμα στ' Αναφιώτικα. Ζούσαμε πέντε αδέλφια εδώ και οι γονείς μας. Φιλοξενούσαμε και συγγενείς στρωματσάδα», λέει η Ελένη. «Δείτε τα σπίτια μας, είναι καθαρά, περιποιημένα. Ο,τι μπορούμε κάνουμε», συνεχίζει.
«Πες τους για το σύλλογο», την προτρέπει ο Θανάσης. «Μα, ναι, έχουμε σύλλογο και ταμείο. Πρόεδρός μας είναι ο αρχιτέκτονας Χρήστος Παπούλιας. Και, ξέρετε, κάνουμε περιπολίες κάθε βράδυ. Εχει μειωθεί η παραβατικότητα εδώ. Να φανταστείτε ώς και βιασμός πήγε να γίνει προ καιρού, αφήστε την πιτσιρικαρία που έρχεται στο άνοιγμα πάνω από τα σπίτια τα βράδια και κάνει φασαρία. Οσο μπορούμε τους συμμαζεύουμε».
Ψάξαμε να βρούμε τον πρόεδρο. Ελειπε και τα τηλέφωνα στα Αναφιώτικα, εν έτει 2013, είναι κομμένα από την ημέρα της καταιγίδας.
Φυσικά υπάρχει φως και νερό «και φυσικό αέριο. Είμαστε από τους πρώτους που το χρησιμοποίησαν. Αλλωστε στο Γκάζι δούλευαν πολλοί Αναφιώτες μια εποχή», σχολιάζει η Ελένη.
Και παιδιά; Υπάρχουν παιδιά στ' Αναφιώτικα; «Στον καιρό μου», λέει η Ελένη, «ήμασταν εβδομήντα οκτώ παιδιά. Τώρα έχουν μείνει μόνο τέσσερα».
Φωτογραφίζουμε την Εύα και τον Αντώνη. Είναι στην πρώτη τους εφηβεία και καθόλου δεν τους λείπουν τα διαμερίσματα της πόλης. «Είμαστε καλά εδώ», μας λένε.
Η οικογένεια του Νίκου Γαβαλά προέρχεται από την Ανάφη. «Εδώ μεγάλωσα», θα πει, «και τι είναι αυτά που λες για διαμερίσματα! Αμα πάω να μείνω σε πολυκατοικία, θα πεθάνω. Είκοσι χρόνια ήμουν στα βαπόρια, και όλο έλεγα πότε να γυρίσω στη γειτονιά μου. Πιο όμορφα από εδώ υπάρχει; Ζεις και στην Αθήνα και στο νησί μας. Μα ρώτα και τον ξάδελφό μου».
Μας έχει πλησιάσει ο Νίκος Σαχάς. «Ολοι με μαμή γεννηθήκαμε σ' αυτή τη γειτονιά. Και με τη μυρωδιά του φαγητού να μπαίνει από το ένα σπίτι στο άλλο. Μόλις ανοίξει ο καιρός στρώνουμε έξω, πίνουμε το κρασάκι μας και λέμε τις κανταδούλες μας. Οσο για την πολιτεία, μη μου τη μολογάς. Μας θυμούνται μόνο στις εκλογές».
«Μακάρι η πολιτεία να έδινε τα άδεια σπίτια σε οικογένειες», παρεμβαίνει η Αλεξάνδρα. «Οχι σε ανθρώπους που θέλουν να καμώνονται πως ζουν κάτω από το βράχο της Ακρόπολης, αλλά σε εκείνους με μεσαία και μικρά εισοδήματα, που θα έχουν σχέση με τους κατοίκους του οικισμού ώστε να γίνουν αποδεκτοί».
Ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Δεν θέλουν να μας αφήσουν. Από μια καραβόσκαλα ανεβαίνουμε στο ταρατσάκι της Αλεξάνδρας να πιούμε ένα ποτήρι νερό. Μια λεμονιά κατάφορτη μας κάνει συντροφιά, η άγρια τριανταφυλλιά πάνω από τα κεφάλια μας σε λίγο θα είναι κατακόκκινη.
«Ενα τσίπουρο για το δρόμο, θα το πιείτε;» ρωτάει η Αλεξάνδρα. «Αλλη φορά» τη διαβεβαιώνουμε, σίγουροι πως θα τηρήσουμε την υπόσχεσή μας.

Ο Μπέμπης

$
0
0

Ετσι τον φωνάζαμε όλοι στη γειτονιά, Μπέμπη. Οχι γιατί ήτανε πιο μικρός από μας στην ηλικία ή στο σώμα. Αντίθετα, μάλιστα, μας περνούσε τρία ως πέντε χρόνια και πάνω από δυο κεφάλια στο μπόι. Κι όπως μας δήλωσε, με κομπασμό, ένα βραδάκι που καθόμασταν στη σκάλα της κυρίας Ζωής, και κάναμε το συνηθισμένο μάθημα της αστρονομίας, ξυριζόταν κιόλας, γιατί, έλεγε, αυτό όμως δεν το πιστεύαμε, τα γένια του ενοχλούσαν τη Στελίτσα που την είχε γκόμενα. Και πότε πότε, όταν, μάλιστα, την τσάκωνε δίπλα στην κρασαποθήκη του Κύπρου, της τραβούσε κανένα γρήγορο, σκαστό φιλί, και κείνη τσίριζε με τη γαργαλιστική τη φωνή της.
- Θα το μαρτυρήσω στον αδερφό μου, και τότε θα δεις!
Και πάνω σ' αυτή την ομολογία, μας παρακαλούσε με νόημα να μην πούμε τίποτε και το μυριστεί ο μεγάλος της αδερφός, ο επονομαζόμενος Τσαγανιάς και τότε θα την είχε δύσκολα. Και οι κομπασμοί του Μπέμπη δε σταματούσαν εδώ. Ενα άλλο βραδάκι, και πάλι στη σκάλα της κυρίας Ζωής, μας ομολόγησε, με τον ίδιο πάντα κομπασμό ότι κάπνιζε. Οχι, βέβαια, ολόκληρα τσιγάρα, γιατί πού να βρεθούν χρήματα για τέτοιες αγορές, αλλά μόνο γόπες, που τις μάζευε από δω κι από κει και τις φύλαγε σε ένα τενεκεδένιο κουτί από πούρα που το είχε μαζέψει από το μεγάλο λάκκο της γειτονιάς μας. Μ' αυτά και μ' αυτά, ο Μπέμπης μας είχε δέσει για τα καλά. Τον είχαμε αποδεχτεί ασυζητητί για αρχηγό και τρέχαμε πίσω του. Οταν, μάλιστα, άρχιζε το μάθημα της αστρονομίας, τσιμουδιά. Κρεμόμασταν όλοι από το στόμα του. Και κείνο που μας γοήτευε πιο πολύ, δεν ήταν οι αριθμοί και τα διάφορα επιστημονικά δεδομένα που μας αράδιαζε, εξάλλου κανείς από μας δεν μπορούσε να βεβαιώσει πως αυτά που μας έλεγε ο Μπέμπης είχανε καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Ξέραμε, βέβαια, πως όλ' αυτά δεν τα 'βγαζε από το μυαλό του. Το είχαμε πληροφορηθεί όλοι πως ένας θείος του, απόστρατος ταγματάρχης από το κίνημα του '35, του είχε χαρίσει μερικούς τόμους της εγκυκλοπαίδειας του «Ηλιου», και σ' αυτούς στήριζε την ενημέρωσή του. Δε δίναμε σημασία όμως σ' όλ' αυτά. Εκείνο που μας τραβούσε και δεν ξεκολλούσαμε από το στόμα του Μπέμπη, ήταν τα διάφορα παραμύθια που συνδύαζε ο μεγάλος μας αρχηγός με τις άλλες μισοεπιστημονικές του πληροφορίες. Επρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, να πέσει στα χέρια μου ένα εκλαϊκευμένο βιβλίο για την αστρονομία και κει να δω πως πολλά από τα αστρονομικά παραμύθια του Μπέμπη είχανε μεγάλη δόση αλήθειας. Μας εξηγούσε, π.χ., γιατί λέγανε τη Μεγάλη Αρκτο έτσι, και τι ήτανε ο Ορίων πριν να γίνει αστερισμός, και πώς οι αρχαίοι λατρεύανε την Πούλια, και γιατί οι Ινδοί πίστευαν πως όσοι έβλεπαν με γυμνό μάτι τον Αλκόρ, το μικρό αστεράκι που βρίσκεται δίπλα στο μεσαίο άστρο της ουράς της Μικρής Αρκτου, δεν πρέπει να είχαν και ούτε θα είχαν πρόβλημα όρασης.
Ητανε και κάτι άλλο, όμως, που μας κρατούσε δεμένους με τον Μπέμπη. Ούτε η σωματική του υπεροχή, γιατί, εξάλλου, και μεις τα είχαμε τότε τα «ποντίκια» μας και τα προκλητικά μας χνούδια, που όλο και ξεπρόβαλλαν εδώ και κει στα μάγουλά μας και κάτω από τη μύτη μας. Και όσο να πεις, κάτι περίεργο κυκλοφορούσε στο μαλακό μας υπογάστριο, ζητώντας την ευκαιρία να κατηφορίσει προς τη ζωή που θορυβούσε γύρω μας πότε με τα πουλιά και πότε με τα γυμνά μπράτσα της Χρυσαυγής, που κάθε μεσημέρι κρατώντας το αλουμινένιο κατσαρολάκι της κατέβαινε τρέχοντας για τα μπλόκια, όπου δούλευε ο αδερφός της, ο Θανασάκης, τραγουδώντας παράφωνα το «Μπελ αμί». Δεν ήτανε, λοιπόν, τα μούσκουλα του Μπέμπη που μας έκαναν πιστούς και φανατισμένους οπαδούς του, ούτε τα αστρονομικά του παραμύθια. Τα τραγούδια του ήτανε. Ναι, τα τραγούδια που μας μάθαινε τα καλοκαιρινά απογέματα. Ενα μάθημα, σκέτη ιερή τελετή για μας, που την περιμέναμε με μεγάλη αγωνία για δυο λόγους. Ο ένας ήτανε γιατί κάθε φορά στο «μάθημα» ο Μπέμπης μας έφερνε και ένα καινούριο τραγούδι. Και ο άλλος γιατί είχαμε καταλάβει πως όλη εκείνη η ιστορία είχε κάτι από το παραμύθι του «κρυφού σχολειού». Είχαμε καταλάβει, δηλαδή, πως ο Μπέμπης δεν είχε μιλήσει σε κανένα για κείνα τα μαθήματα, και επιπλέον μας είχε παρακαλέσει να μην τραγουδάμε κανένα από τα τραγούδια που μας μάθαινε στο σχολείο. Μας είχε δώσει, μάλιστα, και έναν κατάλογο, γραμμένο με τα ολοστρόγγυλα γράμματά του πάνω σε γκρίζο στρατσόχαρτο που είχε πάρει από το μπακάλικο του Στούγκου, πληρώνοντάς τον με μια σακούλα μύδια που είχε μαζέψει από τα μπλόκια, κοντά στο Λευκό Πύργο, που τότε ήτανε ακόμα «λευκός». «Λευτεριά πανώρια κόρη», «Στο Γοργοπόταμο στην Αλαμάνα», «Στ' άρματα στ' άρματα», «Πέσατε θύματα αδέρφια εσείς...», «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά», και μερικά άλλα που δεν τα θυμούμαι καλά. Και συμπλήρωνε με την καθαρή του φωνή:
- Ούτε καν στο σπίτι σας. Ετσι;
Κι όταν εμείς τον ρωτούσαμε γιατί, μας απαντούσε, με μυστήριο ύφος:
- Θα σας το πω, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή.
Και κάθε φορά που μας έδινε αυτή την απάντηση, έβγαζε μια γόπα από το τενεκεδένιο κουτί του, την άναβε και την κάπνιζε με μισόκλειστα τα μάτια του. Και μεις περιμέναμε πότε θα τελειώσει εκείνο το ηδονικό κάπνισμα, για να συνεχίσουμε το μάθημα της παράνομης ωδικής. Και αυτή η αναμονή δε μας άφηνε αδιάφορους, γιατί συνοδευόταν από μια σειρά προετοιμασίες. Πρώτα πρώτα ετοιμάζαμε την «τάξη», δηλαδή τη γωνιά που είχε διαλέξει ο Μπέμπης και που ήτανε μια γωνιά στην αυλή της κυρίας Μίνας, της γιαγιάς του. Μια γωνιά, που τη σκέπαζε ένας θεόρατος λωτός, και που τον είχε φυτέψει εκεί ο Θεοχάρης, ένας περίεργος, σαρανταπεντάρης, αμίλητος και με ένα μόνιμο τσιρότο στο φαρδύ του κούτελο. Το λωτό τον είχε φέρει από τη Βέροια, όπου πήγαινε να συναντήσει την Τασία μια ξανθιά, ξεβαμμένη «πουτάνα», κατά τα λεγόμενα της κυρίας Μίνας, που μετακόμισε εκεί, γιατί δεν έπιανε η μπογιά της πια στη Θεσσαλονίκη, πάντα κατά την κυρία Μίνα. Η Βέροια, βλέπεις, τότε που ήτανε στο φουλ ο Εμφύλιος, είχε πήξει στο φανταρομάνι και έβγαινε καλό μεροκάματο για τις λογής Τασίες, που είχαν κουβαληθεί εκεί την εποχή εκείνη. Οπως μαθεύτηκε όμως αργότερα, η κυρία Μίνα δεν ήτανε καλώς πληροφορημένη. Η Τασία ούτε πουτάνα ήτανε ούτε πήγε στη Βέροια για μεροκάματο. Οργανωμένη κομμουνίστρια ήτανε και «έπαιζε» την πουτάνα, για να ρίχνει στάχτη στα μάτια της αστυνομίας που παρακολουθούσε τη γειτονιά μας μέρα νύχτα, μια και ήτανε πήχτρα από παράνομους κουκουέδες, όπως έλεγε και ο πατέρας μου. Και όλη η αλήθεια για την Τασία βγήκε στην επιφάνεια, όταν έγραψε η «Μακεδονία» και διαδόθηκε σαν αστραπή στη γειτονιά ότι ανάμεσα στα μέλη της ΜΛΑ (Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα) ήτανε κι αυτή και πως θα την έφερναν να την περάσουν από το έκτακτο στρατοδικείο, που συνεδρίαζε αβέρτα εκεί κοντά στη γειτονιά μας, μέσα στο στρατόπεδο του Γ` Σώματος. Εμείς, βέβαια, δε χάσαμε ευκαιρία, παρατήσαμε το παιχνίδι και τρέξαμε στην αυλή του στρατοδικείου, για να δούμε την Τασία. Δεν περιμέναμε και πολύ. Κατά τις 10 το πρωί, σταμάτησε ένα «GMC» σχεδόν δίπλα μας και άρχισαν να κατεβαίνουν οι υπόδικοι. Ανάμεσά τους και η Τασία. Τα ξανθά της μαλλιά είχανε ξεβάψει και φάνηκαν από κάτω οι άσπρες «λούνες» της. Το πρόσωπό της ήτανε χλωμό, και το αριστερό της μάτι χαμένο μέσα σε ένα μαύρο κύκλο. Στο άλλο πεζοδρόμιο στεκότανε ο Θεοχάρης, με τα χέρια χωμένα στις βαθιές τσέπες της ίδιας βρώμικης γκαμπαρντίνας του, που τη φορούσε χειμώνα καλοκαίρι. Δεν ορκιζόμασταν, βέβαια, αλλά υποστηρίζαμε με επιμονή πως μόλις ο Θεοχάρης είδε την Τασία να κατεβαίνει από το «Τζέιμς» σήκωσε τη σφιγμένη του γροθιά και χαιρέτισε.
Υστερα από ένα μήνα, την Τασία την εκτέλεσαν πίσω από το Επταπύργιο. Ο Θεοχάρης από εκείνη τη μέρα χάθηκε. Εμεινε, όμως, πίσω του ο λωτός που γέμιζε την άνοιξη πουλιά και κουτσούλαγαν την «τάξη» μας.
Εγώ, για λόγους συναισθηματικούς, παρακάλεσα τον Μπέμπη ένα βράδυ, ένα μήνα περίπου μετά τη δίκη της Τασίας, να κάνουμε το μάθημα στην πλατεία της γειτονιάς, εκεί που παίζαμε και δερνόμασταν τακτικά, σχεδόν κάθε μέρα. Εκεί που ένα βράδυ, αγκαλιά με τη Χρυσαυγή, τραγουδήσαμε ένα από τα απαγορευμένα τραγούδια που μας είχε μάθει ο Μπέμπης κι εγώ τη βρήκα ευκαιρία να βουλιάξω μαζί με το εφηβικό μου χέρι εκεί κάπου ανάμεσα στην κόλαση και στις ζεστές επιφάνειές της. Ενώ εκείνη με τρεμάμενη φωνή της έλεγε και ξανάλεγε παράφωνα από την ερωτική ταραχή «Λευτεριά πανώρια κόρη κατεβαίνει από το βουνό».
Ο Μπέμπης με κοίταξε αυστηρά και μου απάντησε κοφτά:
- Οχι. Το μάθημα θα γίνεται κάτω από το λωτό που φύτεψε ο Θεοχάρης. Εχω τους λόγους μου.
Ετσι, και κείνο το βράδυ το μάθημα έγινε κάτω από το λωτό που είχε φυτέψει ο Θεοχάρης. Ο Μπέμπης ήτανε ανήσυχος. Ολο κοίταζε ένα φτηνό μικρό ρολογάκι με μπακιρένιο σκέπασμα που το κρέμαγε από την κουμπότρυπα του μαύρου του γιλέκου και χτυπούσε νευρικά τη μακριά του βίτσα, που πάντα κράταγε στο χέρι του, όταν έκανε το μάθημα. Εβγαλε και μια γόπα από το γνωστό κουτί και μας είπε να τραγουδήσουμε το «Πέσατε θύματα, αδέρφια εσείς». Τώρα που το θυμάμαι τ' ορκίζομαι πως όσο τραγουδούσαμε εμείς, τα μάτια του Μπέμπη είχανε γεμίσει δάκρυα. Το γιατί, πέρασαν πολλά χρόνια για να το καταλάβω, μια και εκείνο το βράδυ ήτανε η τελευταία φορά που είδαμε το δάσκαλό μας. «Τον έπιασαν», είπαν οι μεγάλοι το άλλο πρωί. Και μεις οι μικροί δεν ξανατραγουδήσαμε πια τα τραγούδια του.. Ούτε ξαναπήγαμε στην «τάξη» μας, κάτω από το λωτό που είχε φυτέψει ο Θεοχάρης.
Υστερα από χρόνια που πέρναγα ένα απογευματάκι από την παλιά μου τη γειτονιά, σταμάτησα για να πάρω τσιγάρα. Το περίπτερο το δούλευε τότε ο Λευτέρης, ένα ψηλόλιγνο παιδί της παλιάς παρέας. Χάρηκε που με είδε, με κέρασε και μια «Κόκα - Κόλα».
- Σε χάσαμε, ρε Γιώργη. Οι γονείς σου ζούνε; Η κυρία Αναστασία, ο κυρ Χαράλαμπος.
- Ζούνε, ζούνε, είπα και έκανα να φύγω. Κάτι με φόβισε εκείνη τη στιγμή, χωρίς να ξέρω τι.
- Οι δικοί μου πεθάνανε και οι δυο.
Συνέχισε ο Λευτέρης:
- Κι ο Θεοχάρης πέθανε, τον θυμάσαι;
Και χωρίς να περιμένει για να του απαντήσω, έβγαλε το κεφάλι του από το άνοιγμα του περίπτερου και μου είπε με σιγανή φωνή:
- Τον εκτελέσανε κι αυτόν, πίσω από το Επταπύργιο. Οπως την Τασία. Τη θυμάσαι;
Δεν απάντησα. Ακούμπησα το κουτί της «Κόκα -Κόλα» και έφυγα βιαστικά. Κι ούτε ξαναπέρασα από την παλιά μου γειτονιά. Εν τω μεταξύ είχα κόψει και το τσιγάρο. Και το μόνο που μου είχε μείνει από εκείνη την εποχή, ήτανε να σιγοσφυρίζω πότε πότε «Λευτεριά πανώρια κόρη κατεβαίνει από τα όρη». Για την Τασία άραγε ή για τη Χρυσαυγή; Δεν παίρνω και όρκο!
πηγή
Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

“Πού σε βρήκα; Στο Κλιν;”

$
0
0
EGKYKLOPAIDIA KLYNEX 1 CT
Ακόμη κάτι με δύναμη από το παρελθόν, από τα χρόνια της ανεμελιάς μιας ολόκληρης γενιάς. Είναι και αυτό ένα ενθύμιο πια, αλλά μπορεί να μας γυρίσει πίσω και να κοιτάξουμε σε κείνα τα χρόνια… Κάποια στιγμή, ακουγόταν σαν σύνθημα, ατάκα αν θέλετε, στα στόματα δεκάδων χιλιάδων συμπατριωτών μας. “Πού σε βρήκα; Στο Κλιν;” Τι ήταν αυτό; Διαβάστε πιο κάτω το κείμενο του φίλου Γιώργου, που πάλι έκανε το θαύμα του και μας γέμισε όμορφες εικόνες! Γιώργο, ένα τεράστιο ευχαριστώ! Ξέρεις τι τα κάνει τόσο μοναδικά, όσα μοιράζεσαι μαζί μας; Ο τρόπος που αναπολείς και αφηγείσαι… Και είναι να ξέρεις αυτό που μας αγγίζει περισσότερο και ξυπνάει μνήμες… Ευτυχώς, που κάθε φορά που πάνε να μας κάνουν να ξεχάσουμε πώς κυλούσε κάποτε η ζωή μας, βρίσκονται άνθρωποι σαν εσένα!
EGKYKLOPAIDIA KLYNEX 2 CTEGKYKLOPAIDIA KLYNEX 3 CT XARTHS KLYNEX 1 CT
…θυμήθηκα ότι εκτός από τ’ αγαπημένα άλμπουμ με τις συλλεκτικές κάρτες,  την δεκαετία τού 60, προσφορές δώρων έκαναν ακόμη και προϊόντα που είχαν να κάνουν με την οικιακή καθαριότητα… μου έρχεται στον νου…
…το σακουλάκι με την σκόνη πλυσίματος ΚΛΙΝ, τότε που το παιδικό χέρι ψαχούλευε μέσα στην συσκευασία μέχρι να βρει το στρατιωτάκι δώρο…!!!
Λίγο αργότερα, γύρω στο 1964,  θυμάμαι το απορρυπαντικό ROL, που μας χάριζε την σειρά τών βιβλίων “ΗΜΟΥΝ ΚΙ’ ΕΓΩ ΕΚΕΙ”, με τα εξαιρετικά κείμενα της Γεωργίας Ταρσούλη και πρωταγωνιστή τον νεαρό Άλκη και τα περιπετειώδη ταξίδια του στο παρελθόν…!!!
…το 1966 θυμάμαι την χλωρίνη  KLINEX να μας προσφέρει εκείνους τους ανάγλυφους χάρτες τών ηπείρων, μαζί με ένα όμορφο πολύχρωμο έντυπο με  πληροφορίες και στοιχεία για κάθε μια από αυτές: Β. Αμερική, Ν. Αμερική, Ασία, Αφρική, Αυστραλία  και Ευρώπη!
…τι τραβούσαν και οι μαμάδες όταν τις πιέζαμε, ενίοτε με κλάψες, να βάλουν πολλές μπουγάδες και αρκετές φασίνες, ώστε να καταναλωθεί το προϊόν γρήγορα, για ν’ αγοράσουν καινούργιο κουτί κι’ εμείς, πονηρά σκεπτόμενοι, να κερδίσουμε άλλο ένα δώρο…!!!
Όμορφα νοσταλγικά χρόνια, ίσως και με αρκετές παιδιάστικες, αθώες ζαβολιές…!!!
HMOYN KI EGO EKEI 3 CT HMOYN KI EGO EKEI 4 CT

Του Κύ(ρ)τσου η μπάρα κάθονταν: επιχειρήσεις nightlife έχει πλέον ο εκδότης!

$
0
0


Δυναμικά στη... νύχτα έχει μπει και, μάλιστα, οικογενειακώς ο Γιώργος Κύρτσος, που άφησε τις εκδόσεις και το «έριξε» στα μπαρ και τα μεζεδοπωλεία!

Λίγο η οικονομική κρίση, λίγο το αρνητικό κλίμα από την επέλαση των Μνημονίων, δεν ήθελε και πολύ ο δημοσιογράφος – εκδότης για να αλλάξει ρότα: αφορμή στάθηκαν οι επιχειρηματικές κινήσεις του 30χρονου γιού του, Χρήστου.

Από «City Press»... αλκοολούχα και αναψυκτικάμεταφέρουν πλέον τα φορτηγάκια που είχε στην κατοχή του ο Γιώργος Κύρτσος, ενώ οι nightlife επιχειρήσεις της οικογένειας έφτασαν από τα βόρεια προάστια της Αθήνας, στη Λαμία απ’ όπου κατάγεται η σύζυγος του δημοσιογράφου.

Το  νησιώτικο «χτύπημα» της οικογένειας γίνεται στη Μύκονο, όπου ο Χρήστος άνοιξε μπαρ και εστιατόριο σε συγκρότημα με 170 βίλες εκλεκτών και επώνυμων προσώπων, ενώ μπαράκι άνοιξε η φαμίλια Κύρτσου και στη Γιάλοβα, κοντά στην Πύλο.

Και οι business δεν σταματούν εδώ: αυτό τον καιρό, η οικογένεια ετοιμάζει καινούργιο εστιατόριο 150 τετραγωνικών στην Κηφισιά, τις δημόσιες σχέσεις του οποίου θα αναλάβει προσωπικά ο Γιώργος Κύρτσος!

Πηγή: εφημερίδα «Πρώτο Θέμα»

Θεός σχωρέστην

$
0
0


 Στη δική μου συνείδηση ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα που έγιναν στην Αθήνα από τη μεταπολίτευση και μετά ήταν η μετατροπή της πλατείας Ομονοίας σ’ αυτή την αθλιότητα που είναι σήμερα. Όσοι τη ζήσαμε την εποχή που ήταν ακόμα στρογγυλή, που είχε ένα, φθισικό έστω, σιντριβάνι, καταλαβαίνετε τι λέω. Από πού να το πιάσεις; Από το επάνω, το ας το πούμε επίγειο;
 Με το φαρμακείο του Μπακάκου δεκαετίες σημείο ραντεβού για όλους τους επαρχιώτες, για τα φτηνά ξενοδοχεία τα φτηνά ενίοτε και δηλητηριώδημαγέρικα, για τους μικροπωλητές και τους υπαίθριους ενεχυροδανειστές που σκότωνες το χρυσό δόντι της μάνας σου για ένα κατοστάρικο, το περίφημο προποτζίδικο που έπιανε συχνά τα πρώτα νούμερα κι όλοι εκεί έτρεχαν ν’ αγοράσουν, τις μυρωδιές απ τα σουβλάκια με το ύποπτο κρέας, τα καφενεία όπου άραζαν οι ταξιτζήδες μέχρι να βρουν αγώγι για Ναύπλιο Αγρίνιο Καλαμάτα, όπου.
πηγή

Εν Αθήναις....το πήρε και η εφημερίδα

$
0
0


Όλες αυτές τις ημέρες με την απεργία των παπαγαλακίων των ΜΜΕ λόγω
"συμπαράστασης" στους συναδέλφους  των  στην ΕΡΤ όχι λόγω αγάπης φυσικά
αφού μια ζωή τους λοιδορούσαν ως Κρατικοδίαιτους....αλλά λόγω φόβου
υπερπληθώρας εργατικών χεριών με ότι αυτό σημαίνει ....θυμήθηκα τα παλιά
χρόνια.
Στην γειτονιά όποιος ήθελε να διαβάσει εφημερίδα πήγαινε στο καφενείο
να πιεί ένα καφέ και να διαβάσει τα νέα.
Έπρεπε να είχε υπομονή όμως να έρθει η σειρά του....
Η εφημερίδα από την χρήση γινότανε τσιγαρόχαρτο....την επομένη ήταν παλιά
αλλά δεν πετιότανε...ο καφετζής την τεμάχιζε και την κάρφωνε στο καρφί
της αλά Τούρκα τουαλέτας του καταστήματος.
Έτσι έπαιρνες εκδίκηση από τον Πολιτικό που δεν συμπαθούσες....διάλεγες
το κομμάτι με την φωτογραφία του...για τα περαιτέρω.
Η ενημέρωση ήταν και διαγειτονική το απόγευμα έξω στο πεζοδρόμιο.
Μαζευόντουσαν οι "δημοσιογράφοι" και ενημερώνανε....γνωστά ονόματα
στην γειτονιά....η κυρά Βαγγελιώ...η κυρά Αλεξάνδρα....έγκυρες γλώσσες.
Τα τοπικά νέα μέσα σε λίγα λεπτά....
Τσακώθηκε με τον άντρα της η τάδε....τον έπιασε στα πράσα η άλλη....
Όταν βράδιαζε γυρνούσαν από το καφενείο οι άντρες ενημερωμένοι
από την εφημερίδα....
"....έγινε έγκλημα ...."
"...τι λές...αλήθεια;"
"...ναι σου λέω το πήρε και η εφημερίδα..."

πίσω στα παλιά

Σήμερα αποφασίζουν οι τρείς αρχηγοί αν θα πάμε για εκλογές.....

$
0
0







....πρώτα θα σβήσουν  το κεράκι των πρώτων γενεθλίων της

Κυβέρνησης (και πολύ κράτησε)!!!!!

Στις 8 μ.μ. μιλάει ο Πρόεδρος του Σύριζα στο Σύνταγμα!!!!!!

$
0
0





Από το πρωϊ ακούγονται επαναστατικά τραγούδια....

"Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει, 
καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση.
Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει, 
μικρέ μου ήρωα Γιώργο Θαλάσση.

"Εγώ δεν ξεκουράζομαι ποτέ
είμαι παντού όπου το χρέος με προστάζει
κι όσο θα υπάρχουνε στη γη κατακτητές, 
θα τους συντρίβω και το αίμα τους θα στάζει".



Συνωστισμός στην Κατεχάκη...από "τουρίστες"!!!!!

$
0
0


 Υπηρεσίες Ασύλου και Πρώτης Υποδοχής μεταναστών, Αρχής προσφύγων
 κ.ά. η παλιά ΕΡΤ δηλαδή......
Χαμός....
Ατέλειωτες οι ουρές!!!!!!
Απασχολούνται και αρκετοί αστυνομικοί για την τήρηση....της ουράς!!!!!!!
Η Άλωση της Χώρας συνεχίζεται και οι Πολιτικοί μας περί άλλων τυρβάζουν.....

Μεϊχανέδες, μαντίλες και ο Τσόμσκι

$
0
0

 του Στέλιου Ελληνιάδη
 Από την Πόλη φύγαμε το 1958. Πηγαίνοντας συχνά στην Ουκρανία, μέσω Κωνσταντινούπολης, παρ' όλο που κάθε φορά περίμενα πολλές ώρες στο αεροδρόμιο Κεμάλ Ατατούρκ το αεροπλάνο για την Κριμαία, δεν το αποφάσιζα να βγω στην Πόλη.  

Το 1988, οι γονείς μου ξαναπήγαν στην Πόλη, αλλά στην επιστροφή τους, στο Ελληνικό, ο πατέρας μου ήταν αγνώριστος. Αντί να ανταποδώσει τα καλωσορίσματά μας, ψέλλισε συντετριμμένος «Πάει η Ελλάδα»! Ολόκληρος ο κόσμος που εκείνος φύλαγε σαν μαργαριτάρι στο μυαλό και την καρδιά του, είχε εξαφανιστεί... Εκείνη τη χρονιά, το ελληνικό κράτος, ύστερα από τριάντα χρόνια, αξιώθηκε να μου δώσει την ελληνική υπηκοότητα για να πάψω τυπικά να είμαι άπατρις! Θυμάμαι πόσο ντρεπόμουν που, μικρά παιδιά, στεκόμασταν στην ουρά στο Κέντρο Αλλοδαπών, μαζί με τους ξένους, κάθε έξι μήνες επί δεκαπέντε χρόνια, για να μας κάνουν τη χάρη να μας ανανεώσουν τις άδειες παραμονής μας. Μεγαλώνοντας άρχισα να θυμώνω και όταν φοιτούσα στο πανεπιστήμιο αποφάσισα να μην ξαναπατήσω στο δεύτερο όροφο της Χαλκοκονδύλη, κυκλοφορώντας πλέον με ληγμένη την άδεια παραμονής, παράνομος! Όταν όμως έκανα αίτηση για διαβατήριο τύπου «Ε» που κατά βούληση έδιναν στους ομογενείς, ο τότε διευθυντής του Κέντρου Αλλοδαπών, ο γνωστός βασανιστής της Ασφάλειας Λάμπρου, με περιποιήθηκε με το πολύ πατριωτικό «Θα σε στείλω πίσω στους Τούρκους, ρε!», επειδή είχα μακριά μαλλιά και έκανα παρέες με αντιφρονούντες φοιτητές. Τελικά, σ' ένα από τα προπέρσινα ταξίδια μου διανυκτέρευσα αναγκαστικά στην Πόλη. Κι έτσι, πάτησα ξανά τα χώματα της ιδιαίτερης πατρίδας μου, 43 χρόνια μετά! Κι από τότε, πηγαινοέρχομαι, σαν στο σπίτι μου!
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ - ΜΠΛΕ ΤΕΜΕΝΟΣΗ Πόλη δεν είναι μία. Υπάρχει η Πόλη του τουρίστα, η 
Πόλη του Ρωμιού και η Πόλη του πλήθους. Η πρώτη περιλαμβάνει επισκέψεις στην Αγία Σοφία και το Τοπ Καπί, παζάρια στοΤσαρσί και μια βραδιά σε μαγαζί χιλίων θέσεων με μπουζούκια και χορό της κοιλιάς από Αμερικάνες και Ρωσίδες χορεύτριες. Η δεύτερη περιλαμβάνει νοσταλγία, πόνο, σχολεία με λίγους μαθητές, εκκλησίες με μικρό εκκλησίασμα, νεκροταφεία, χαλασμένες γειτονιές, το Πατριαρχείο, παλαμίδες και καλκάνια, αναμνήσεις από καλοκαίρια στα Πριγκηπόνησσα... Η τρίτη περιλαμβάνει τους ουρανοξύστες που συμβολίζουν τον πλούτο της μειοψηφίας, τις κακοχτισμένες πολυκατοικίες της πλειοψηφίας, ένα σύγχρονο οδικό δίκτυο, πανεπιστήμια, αστυνομοκρατία, φιλόξενους ανθρώπους, βαποράκια στην Προποντίδα, Μπιενάλε σε αρχαιολογικούς χώρους, αγάλματα του Κεμάλ, μαντίλες γύρω από όμορφα πρόσωπα και τις φωνές των ιμάμηδων από τους μιναρέδες γραμμένες σε CD!  Βιβλία και δημοκρατία. 
Κατά καλή μου τύχη, αναμείχθηκα ως γενικός γραμματέας του συλλόγου εκδοτών βιβλιοπωλών της Αθήνας, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Κωνσταντινούπολης και ανέπτυξα ζεστές σχέσεις με τους Τούρκους εκδότες και συγγραφείς, οι οποίοι ενδιαφέρονται για το ελληνικό βιβλίο, αλλά συναντούν δυσκολίες. Η αγορά τους δεν είναι ευκαταφρόνητη σε μέγεθος, αλλά είναι μικρή σε τζίρο λόγω της χαμηλής τιμής του βιβλίου και της πειρατείας.
Επίσης, και στις δύο χώρες, είναι λίγοι οι μεταφραστές. Έτσι, τα μεταφρασμένα βιβλία είναι λίγα σε σχέση με τη βιβλιοπαραγωγή περίπου πενήντα για την κάθε πλευρά, μεταξύ των οποίων έργα των Ν. Καζαντζάκη, Γ. Ρίτσου, Δ. Σωτηρίου, Οδ. Ελύτη, Ναζίμ Χικμέτ, Αζίζ Νεσίν, Ορχάν Παμούκ, Κ. Μουρσελά κ.α.
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΛΕΑΝΔΡΟΥΣτην Ελλάδα υπάρχει ακόμα μούδιασμα για τους Τούρκους συγγραφείς, ενώ στην Τουρκία υπάρχουν σοβαρά προβλήματα λογοκρισίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τιμώμενο πρόσωπο της «
KitapFuari» ήταν ο Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος πήγε στην Πόλη για να εκφράσει τη συμπαράστασή του στους εκδότες που έχουν συρθεί στα δικαστήρια για τα δικά του βιβλία και για να εκφράσει τη διαμαρτυρία-καταγγελία του εναντίον των ΗΠΑ για το Ιράκ.
Πάντως, η ελληνική παρουσία έδωσε μεγάλη χαρά στους εκδότες που αγωνίζονται για τον εκδημοκρατισμό της χώρας και την ελευθερία της έκφρασης. Ενθουσιασμένοι ήταν και οι επισκέπτες που ζητούσαν βιβλία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες αλλά και για τον Άρη Βελουχιώτη! Πιο επίμονοι, οι φοιτητές των ελληνικών σπουδών στα δύο πανεπιστήμια της Πόλης, ενδιαφέρονταν για λεξικά της ελληνικής γλώσσας. Το περίπτερό μας με την ελληνική σημαία αναρτημένη φαρδιά πλατιά συμπλήρωνε την πολυπολιτισμικότητα της έκθεσης, με τις τούρκικες σημαίες, τις φωτογραφίες του Κεμάλ, τις αφίσες του Τσε και το Κοράνι. Πάντως, η πρωτοβουλία της ομοσπονδίας των εκδοτών και βιβλιοπωλών -με την οικονομική υποστήριξη του ΥΠΠΟ- δεν θεωρήθηκε από τα ελληνικά ΜΜΕ τόσο σημαντική για την ελληνοτουρκική φιλία όσο ο αγώνας Παναθηναϊκού - Γαλατά Σεράι που κατέληξε σε επικοινωνιακό φιάσκο! Στη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων, τα 
Ταταύλα, ξαναβρέθηκα όταν ο Τσετίν, ο Μετίν, ο Χακάν, ο Μουζαφέρ, η Αϊσέ και η Μπαχάρ μας πήγαν στον μεϊχανέ της Δέσποινας. Το μαγαζί είναι όπως παλιά, αλλά οι πελάτες είναι πια μόνο Τούρκοι. Η φωτογραφία της γοητευτικής ιδιοκτήτριας σε υποδέχεται στην είσοδο, αλλά η ίδια έχει πλέον αποτραβηχτεί, άρρωστη και γερασμένη, στο σπίτι της. Υπό τους ήχους της χωρίς μικρόφωνα κομπανίας φάγαμε πολίτικους μεζέδες, ήπιαμε ρακί, χορέψαμε και τραγουδήσαμε παρέα με τους άλλους θαμώνες τούρκικα και ελληνικά τραγούδια.
Τα Ταταύλα που άλλαξαν.
Όμως, γύρω γύρω, η παλιά ελληνική συνοικία έχει αλλάξει εντελώς. Γυρνούσα νυχτιάτικα για να βρω κάτι που να αντιστοιχεί στις άσβηστες παιδικές μου μνήμες. Μάταια. Εκεί που ήταν το τριώροφο σπίτι μας, στέκεται μια πολυκατοικία, φτηνιάρικη, γκρίζα και απεριποίητη, σαν τις χιλιάδες που χτίστηκαν πρόχειρα για να στεγάσουν εκατομμύρια φτωχούς μετανάστες από την Ανατολή. Μοναδικό σημείο αναφοράς στην άλλοτε ελληνική φυσιογνωμία των Ταταούλων, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου με το περιτοιχισμένο προαύλιο που τις Κυριακές κάναμε ποδήλατο μετά τον πρωινό εκκλησιασμό και, απέναντι, το ωραίο κτίριο του σχολείου μας που, με δύο μαθητές, αργοπεθαίνει.
Σχολεία σε κρίση. Από τα δέκα που λειτουργούν ακόμα, στο Ζωγράφειο Λύκειο, όλα μοιάζουν -σχεδόν- όπως παλιά. Ο διευθυντής Γιάννης Δεμιρτζόγλου και το προσωπικό κρατάνε την αρχοντιά του σχολείου. Στο μεγαλοπρεπές μέγαρο όλα είναι στη θέση τους. Οι ευεργέτες, τα έπαθλα, η προτομή του Κεμάλ. Αίθουσες φυσικής, χημείας και ανθρωπολογίας με βολτόμετρα, δοκιμαστικούς σωλήνες, φακούς, πετρώματα, σκελετούς κ.τ.λ., αλλά και αίθουσες ξένων γλωσσών με συστήματα ενδοεπικοινωνίας και πληροφορικής με υπολογιστές.
Στο ωραίο θέατρο του Ζωγραφείου παρακολούθησα μια συγκινητική γιορτή, μαζί με μερικές δεκάδες Ελλήνων της Πόλης· τη μαθητική χορωδία σε έργα 
Χατζιδάκι, καθώς και τον Θωμά Κοροβίνη με τη Μαρία Φωτίου που παρουσίασαν τραγούδια της Κωνσταντινούπολης.
Στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, μετά την ελληνοτουρκική προσέγγιση που έλαμψε στους σεισμούς, οι επιδιορθώσεις που οι αρχές επέτρεψαν να γίνουν, έφεραν στην επιφάνεια εντυπωσιακές ζωγραφιές που υπογραμμίζουν το χαρακτήρα του σχολείου. Σαν τα υπέροχα ψηφιδωτά της 
Αγίας Σοφίας που χάρη σε έμπειρους τεχνίτες απελευθερώνονται από σοβάδες αιώνων, φανερώνοντας (μέχρι στιγμής) τον Βασιλέα των Ρωμαίων, τη Μητέρα του Θεού, τον Χριστό, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο! Δυστυχώς, τα ελληνικά σχολεία που αποτελούν, μαζί με τις εκκλησίες, τις πιο ζωντανές εστίες του πολιτισμού μας, μαραζώνουν μέχρι θανάτου, από την έλλειψη μαθητών, μου εξομολογήθηκε με θλίψη ο σύμβουλος εκπαίδευσης Νίκος Νικολούλης, αφού παραμένουν ανοιχτά χάρη στους αραβόφωνους χριστιανούς μαθητές!
Σεπτεμβριανά - νύχτα τρόμου
Οι περισσότεροι Τούρκοι αγνοούν τα γεγονότα που οδήγησαν στον ξεριζωμό του ελληνικού στοιχείου από την Πόλη, αλλά θέλουν να μάθουν. Μίλησα γι' αυτά σε ραδιοφωνικές εκπομπές και η εφημερίδα «Vatan» δημοσίευσε συνέντευξή μου, που αφηγούμαι την οικογενειακή μας τραγωδία αρχίζοντας από την απόπειρα να μας κάψουν ζωντανούς με πετρέλαιο, στα Σεπτεμβριανά του 1955! Μάλιστα, η εφημερίδα κάτω από τον υπερβολικά τολμηρό για τα τουρκικά δεδομένα τίτλο «Ημέρα ντροπής», αναφέρει όλες τις φοβερές καταστροφές που προκάλεσε ο όχλος μέσα σε μία νύχτα στη Ρωμηοσύνη6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1955 - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣΈκαψαν και κατέστρεψαν, γράφει, πρώτα τις ελληνικές εφημερίδες και εν συνεχεία 4.000 καταστήματα, 73 εκκλησίες, 110 ξενοδοχεία, 27 φαρμακεία, 20 εργοστάσια, 2.600 σπίτια, 52 ελληνικά και 8 αρμένικα σχολεία! Ήταν η νύχτα της κολάσεως, για την οποία προσπάθησαν να ενοχοποιήσουν τους κομουνιστές και έριξαν στη φυλακή τον Αζίζ Νεσίν, τον Κεμάλ Ταχίρ και δεκάδες άλλους διανοούμενους.
Ένα βράδυ είδα ένα ειδικό αφιέρωμα στο 
CNN Turk με τη συμμετοχή Ρωμιών που περιέγραφαν τα παθήματά τους και Τούρκων που αποδοκίμαζαν τις βαρβαρότητες και αναφέρονταν στον τότε πρωθυπουργό Μεντερές, ο οποίος εν τέλει καταδικάστηκε σε θάνατο, κατηγορούμενος μεταξύ άλλων και για την οργάνωση των ανθελληνικών επεισοδίων της Πόλης.
Στο Πέραν
Περπατώντας στο Πέραν, αισθάνεσαι ότι μεγάλωσες. Ένας ατελείωτος ποταμός νέων,Η Οδός του ΠΕΡΑΝ - Ιστικλαλ Τζαντεσί που κοιτάει προς την Ευρώπη ή ακολουθεί τη σύγχρονη ισλαμική κουλτούρα, πλημμυρίζει τον πεζόδρομο των δύο-τριών χιλιομέτρων, υπογραμμίζοντας τη δημογραφική έκρηξη της Τουρκίας, που θα παίξει σημαντικότατο ρόλο στις παρυφές μιας γερασμένης Ευρώπης. Μετά, χαζεύεις τα καταπληκτικά κτίρια, που διασώθηκαν από τη σκούπα της ανοικοδόμησης που σάρωσε την Πόλη. Σε ορισμένα ακόμα διακρίνεις τις εντοιχισμένες επιγραφές με τις ελληνικές ονομασίες.
Κινηματογράφοι, βιβλιοπωλεία, καταστήματα με χαλιά, κοσμήματα και τρόφιμα, τα πάντα εκτεθειμένα με γούστο. Τα ψάρια αραδιασμένα σαν λουλούδια στα ψαράδικα, οι παστουρμάδες και τα αλλαντικά αιωρούμενα σαν κορδέλες, τα πολύχρωμα μπαχαρικά σε ωραία δοχεία, εκφράζουν έναν άλλο τρόπο ζωής που περνάει στη σύγχρονη εποχή χωρίς να χάσει το μεράκι και την αισθητική του. Κι αυτό όχι μόνο στο κέντρο της πόλης, αλλά καΤο Σκούταρι - Η Χρυσούπολιςι στις συνοικιακές αγορές. Στο Καντίκιοϊ, στην ασιατική πλευρά, ψάχναμε κασέτες και 
cd σ' ένα δισκάδικο διακοσμημένο με τεράστιες φωτογραφίες διάσημων μουσικών και τραγουδιστών της παραδοσιακής μουσικής και στο Σκούταρι, ο λούστρος που μου έβαφε τα παπούτσια στο πεζοδρόμιο, μάς πρόσφερε τσάι, ενώ ο διπλανός του έφερε ένα σκαμπό για να μην περιμένει όρθια η φίλη μου και φύλακας άγγελός μου Μπαχάρ.
Η ελληνική μουσική στους μεϊχανέδες
Η ελληνική μουσική ήταν και είναι δημοφιλής. Όπως ξέρουμε από τους γονείς μας κι όπως τα περιγράφει η Σούλα Μπόζη στο βιβλίο της για το Πέραν, οι μερακλήδες Τούρκοι ήταν τακτικοί θαμώνες στα ελληνικά κέντρα διασκέδασης της δεκαετίας του '50 και του '60 για να ακούσουν Τσιτσάνη, Καζαντζίδη, Παπαϊωάννου και Χιώτη αυτοπροσώπως! Παρ' όλ' αυτά, η σύγχρονη Ελλάδα «ανέθεσε» την πολιτιστική μας εκπροσώπηση στην Άντζελα Δημητρίου! Ίσως η «Πολίτικη Κουζίνα» να ανεβάσει τους δείκτες ευαισθησίας μας.
Έχουν περάσει χρόνια από την εποχή που ο ψάλτης 
Νικηφόρος Μεταξάς και οι Τούρκοι δεξιοτέχνες μάς έκαναν γνωστά με την ορχήστρα «Βόσπορος» τα σπουδαία μουσικά έργα των ρωμιών συνθετών της Πόλης, χωρίς να υπάρξει από την Ελλάδα καμία σοβαρή ανταπόκριση. Και σχεδόν κανένας δεν γνωρίζει τον Μουαμέρ Κετεντζόγλου που όχι μόνο παίζει και ηχογραφεί με το συγκρότημά του ελληνικά τραγούδια, αλλά έχει και site στο Ιντερνέτ στην ελληνική γλώσσα!
Αλλά, αν οι μουσικοί γνωρίζουν τα ρεμπέτικα και τα δημοτικά μας τραγούδια, στους χώρους καθημερινής διασκέδασης, στους μεϊχανέδες, και στα κυριλέ εστιατόρια του 
Βοσπόρου, τα ελληνικά είναι αναπόσπαστο μέρος των προγραμμάτων. Από λαϊκά μέχρι σκυλάδικα εποχής! Κατηφορίζοντας την ΙστικλάλΠΕΡΑΝαπό τα δισκάδικα ξεχύνονται οι φωνές της Δέσποινας Βανδή και του Πασχάλη Τερζή, αλλά και της Μαρίκας Παπαγκίκα και του Στράτου Παγιουμτζή!
Η «Μάντρα» είναι ένα υπόγειο στο Παγκάλτι, σαν τα παλιά μπουζουξίδικα της Αθήνας, με ιδιοκτήτη Ρωμιό, Τούρκους και έλληνες καλλιτέχνες και πελάτες. Τούρκους που διασκεδάζουν μέχρι πρωίας με ελληνικά τραγούδια! Η παρέα μας, εκδότες, δάσκαλοι, δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες, έγινε ένα με όλες τις παρέες κι όταν η Φιγκέν με καταγωγή από την Κομοτηνή, χόρεψε τον «Σαλονικιό», η πίστα γέμισε λουλούδια και χειροκροτήματα. Κι ένα σαββατόβραδο, σ' ένα μεϊχανέ κοντά στο γήπεδο τηςΓαλατά Σεράι, μια κομπανία έπαιζε όμορφα τούρκικα κομμάτια, με κανονάκι, ούτι, βιολί και ντέφι, και, στη συνέχεια, η φίρμα του μαγαζιού, ένας νεαρός Τούρκος με μπουζούκι, γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Αλέκος», τραγούδησε Τσιτσάνη, Καλδάρα, Χιώτη και Μπιθικώτση. Όλο το μαγαζί χόρευε ζεϊμπέκικα και χασαποσέρβικα. Μετά, η Σεβάλ, διάσημη ηθοποιός, μας τραγούδησε σμυρναίικους αμανέδες και το «Όλα σε θυμίζουν» με τούρκικα λόγια.
Η Πόλη είναι πόλη μεταναστών. Όλοι οι εργάτες στο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής του πατέρα μου στοΕμίνονου ήταν Κούρδοι. Τώρα όμως έχουν προστεθεί και οι πρόσφυγες από τα χιλιάδες χωριά που έχει κατεδαφίσει ή εκκενώσει βίαια ο στρατός για να περιορίσει τον ζωτικό χώρο των εξεγερμένων Κούρδων. Έτσι, σε πολλά στέκια, νεαροί μουσικοί παίζουν κλασικά τούρκικα και κούρδικα τραγούδια, με σάζι, τουμπερλέκι και ούτι. Σ' αυτά τα μαγαζιά είναι πολύ εύκολο να κάνεις φιλίες. Στο 
Deli Mavi, ένας νεαρός Αμερικάνος ταξιδευτής της Ανατολής, μου έλεγε ότι αυτά τα μαγαζιά μοιάζουν με τα ρεμπετάδικα. Ο χώρος, η ατμόσφαιρα, οι συμπεριφορές, τα πρόσωπα. Εκείνη την ώρα, άντρες και γυναίκες χόρευαν ένα κούρδικο τραγούδι πανομοιότυπο με ποντιακό.
Στο 
Eylül Türk Evi, σ' ένα στενό πεζόδρομο με αγόρια και κορίτσια που παίζουν τάβλι και ντάμα πίνοντας τσάι, τραγούδια-ιστορίες για τσακισμένους έρωτες, για ξεριζωμούς και για φυλακές. Ακούγοντάς μας να μιλάμε ελληνικά, δύο νεαροί μάς κέρασαν ρακί και μας είπαν ότι είναι Αρμένιοι από τη Γαλλία που ήρθαν για να γνωρίσουν τον τόπο καταγωγής τους, αλλά φοβούνται να δηλώσουν την εθνικότητά τους. Ένα πρόβλημα που εγώ δεν το αντιμετώπισα πουθενά. Αντιθέτως, λέγοντας «ben Yunan», τα χαμόγελα γίνονται διάπλατα. Ακόμα και στα απομονωμένα ορεινά χωριά της Ανατολικής Θράκης που οι αγρότες ήθελαν να μας φιλοξενήσουν επειδή χιόνιζε και ήταν δύσκολη η επιστροφή μας στην Πόλη. Βέβαια, δεν έτυχε να πέσουμε πάνω σε λυσσασμένους γκρίζους λύκους!..
Μακρύς δρόμος
Ο δρόμος είναι μακρύς για να ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις, χωρίς να κλείσουμε τα μάτια στη σκοτεινή πλευρά της τούρκικης πραγματικότητας, ενισχύοντας κάθε προσπάθεια για εκδημοκρατισμό και ειρήνη.
Στην Τουρκία υπάρχουν πράγματα που όποιος τα αγγίξει κινδυνεύει σοβαρά. Μέρα μεσημέρι, ένας πανεπιστημιακός δολοφονήθηκε για τις πολιτικές πεποιθήσεις του. Ο στρατός δεν αποτελεί αντικείμενο κριτικής, το Κουρδικό καίει και οι εφημερίδες δεν γράφουν για τους δεκάδες πολιτικούς κρατούμενους, αριστερούς και Κούρδους, που πεθαίνουν από απεργία πείνας στις φυλακές. Έτσι, όλη η οργή του κόσμου για τη φτώχεια και τη διαφθορά, εστιάστηκε στην πολιτική νομενκλατούρα που εξαφανίστηκε ως διά μαγείας από τις βουλευτικές έδρες στις τελευταίες εκλογές. Τι θα κάνουν τώρα ο Ετσεβίτ, η Τσιλέρ και οι άλλοι; -ρώτησα τον ταξιτζή που με πήγαινε στο αεροδρόμιο, κι αυτός με αγανάκτηση αναφώνησε: Αϊ σιχτίρ, τα χαϊβάνια!
Όμως, όσες αλλαγές κι αν έγιναν, η Κωνσταντινούπολη δεν μ' άφησε ούτε στιγμή να νιώσω ξένος. Όχι μόνο γιατί στάθηκα δίπλα στον Πατριάρχη στον Άγιο Νικόλαο και θαύμασα τον πολιτισμό που αποπνέει η Μεγάλη του Γένους Σχολή που φοιτούσε ο πατέρας μου, αλλά και γιατί επιβεβαίωσα ότι τα τούρκικα παραμένουν η δεύτερή μου γλώσσα και γιατί η Ισίν μού έδειξε το φρέσκο πρόσωπο της Τουρκίας, η Σεμρά μού χάρισε ένα βιβλίο με τα τρυφερά ποιήματά της για την Κύπρο και ο
Dündar τρεις δίσκους 78 στροφών με τραγούδια του Μανώλη Χιώτη, του Στελλάκη Περπινιάδη και του Σταύρου Τζουανάκου, τυπωμένα στην Πόλη πριν από πολλές δεκαετίες!

18 / 01 / 2004 

D-DAY: Φωτογραφίες - ντοκουμέντο από την απόβαση της Νορμανδίας

$
0
0


Συγκλονιστικές φωτογραφίες από την απόβαση των Συμμάχων στην Νορμανδία στις 6 Ιουνίου του 1944. Φωτογραφίες που δεν έχουν κυκλοφορήσει πολύ από τη τεραστίων διαστάσεων στρατιωτική επιχείρηση που άλλαξε οριστικά την ροή των εξελίξεων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στην επιχείρηση συμμετείχαν 1.213 πολεμικά πλοία από τη Βρετανία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, και άλλες συμμαχικές χώρες (ανάμεσά τους και την Ελλάδα), 4.000 αποβατικά διαφόρων τύπων και 1.100 αμφίβια σκάφη, τα οποία κινήθηκαν προς τη Νορμανδία.

Τα σχέδια προέβλεπαν απόβαση 156.000 ανδρών, της 1ης Αμερικανικής Στρατιάς, (73.000 περίπου) και της 2ης Βρετανικής Στρατιάς (περίπου 83.000, από τους οποίους 14.000 ήταν Καναδοί) σε πέντε σημεία στην ακτή της Νορμανδίας, με μέτωπο συνολικά περίπου 72 χιλιόμετρα. Οι αμερικανικές δυνάμεις επιχειρούσαν στο δυτικό μέρος (ακτές Omaha και Utah) και οι βρετανικές στο ανατολικό (ακτές Sword, Juno, Gold).

Αερομεταφερόμενες μονάδες προστάτευαν τα πλευρά της απόβασης, αμερικανικές στα δυτικά, βρετανικές στα ανατολικά. Την πρώτη μέρα της απόβασης χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα από 5.000 πλοία και 11.000 αεροπλάνα. Αποβιβάστηκαν επίσης 900 τεθωρακισμένα και 600 πυροβόλα.

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ







































OnAlert.gr

Γιάννης Αλτσχάϊμερ.....

Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>