Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Τραπεζάκια έξω...όπως παλιά - Πως θα γίνουν οι πλατείες Ομονοίας - Κοτζιά - Βικτωρίας

$
0
0


- Στόχος να γεμίσουν ζωή οι πλατείες του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας
ΚοτζιάΒικτωρίας και Ομόνοια οι πρώτες πλατείες που θα τοποθετηθούν τραπεζάκια και ομπρέλες
- Με διαδικασίες εξπρές οι άδειες στους επιχειρηματίες που πληρούν τις προϋποθέσεις
- Αποκλειστικά στο Newsit το σχέδιο του Δήμου Αθηναίων

Νέα πνοή επιθυμεί να δώσει ο Δήμος Αθηναίων στις ιστορικές πλατείες της Αθήνας που σήμερα έχουν εικόνα υποβάθμισης.

Σκοπός του Δήμου είναι οι πλατείες Ομονοίας, Βικτωρίας και Κοτζιά να γίνουν τόπος συνάντησης, ψυχαγωγίας, παιχνιδιού και πολιτιστικών εκδηλώσεων  για όλους τους πολίτες. Στο πλαίσιο αυτό θα δώσει άδειες σε επιχειρηματίες που διατηρούν καφέ και εστιατόρια να βγάλουν τραπεζοκαθίσματα και ομπρέλες στις πλατείες ενώ ταυτόχρονα ο Δήμος θα τοποθετήσει παγκάκια και θα δημιουργήσει χώρους πρασίνου.

Οι πλατείες θα έχουν διαχωριστικές ομοιόμορφες κατασκευές απο αλουμίνιο και γυάλινα πλέγματα ενω περιμετρικά θα υπάρχουν μεταλλικά δοχεία με λουλούδια.

ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΟΜΟΝΟΙΑΣ
Από έτσι που ειναι σήμερα...


Θα γίνει έτσι...


ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΤΖΙΑ
Από έτσι που είναι σήμερα...


Θα γίνει έτσι...



ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ

Από έτσι που είναι σήμερα...


Θα γίνει έτσι...



Σύμφωνα με το σχέδιο του Δήμου Αθηναίων οι ομπρέλες θα έχουν συγκριμένες διαστάσεις για όλες τις πλατείες. Θα ειναι μονόχρωμες η ριγέ, σε έναν απο τους χρώματισμους θα υπάρχει λευκό η αποχρώσεις του κίτρινου ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή φωτεινότητα ενώ απαγορεύεται στα πανιά να υπάρχουν διαφημιστικά μηνύματα.

Τα καταστήματα θα πρέπει να έχουν ομοιόμορφα τραπεζάκια και στον εσωτερικο και στον εξωτερικό χώρο ενώ απαγορεύεται να χρησιμοποιήσουν τραπεζοκαθίσματα από πλαστικό υλικό. Στις πλατείες ωστόσο επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί δάπεδο με ξύλινη επένδυση τύπου deck, με συγκεκριμένες προδιαγραφές ως προς την ποιότητα και τις διαστάσεις ενώ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ 
να υπάρχει πρόσβαση για ΑΜΕΑ.

Ως προς την ηλεκτροδότηση των κατασκευών αυτών, τα τεχνικά κλιμάκια του Δήμου Αθηναίων θα εξετάζoυν αν πληρούνται οι τεχνικές προδιαγραφές και θα εισηγείται στη ΔΕΗ την παροχή ρεύματος.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΞΠΡΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ
Στόχος του Δήμου Αθηναίων είναι να μην υπάρχουν γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που θα ταλαιπωρούν τους πολίτες.  Απο την ημέρα που θα καταθέτουν τον φάκελο οι επιχειρηματίες και καλύπτουν τις προϋποθέσεις
 η αδειοδότηση θα γίνεται σε μόλις 15 μέρες. 
Newsit

Ιστορίες λαγνείας και κρυφού έρωτα στο Σταρ της Ομόνοιας

$
0
0


M.Hulot
Το Σταρ είναι ένα από τα ιστορικά σινεμά της Ομόνοιας που αποκλείεται να μην έχεις προσέξει όταν περπατάς στην Αγίου Κωνσταντίνου. Είναι δίπλα στο Εθνικό, αλλά οι αφίσες του πάντα έκλεβαν τις εντυπώσεις, ακόμα και σήμερα που είναι ένα κτίριο φάντασμα.
Από αίθουσα πρώτης προβολής πριν τα ’70s και αποκλειστικό σημείο όπου μπορούσες να δεις καράτε και σπαγγέτι γουέστερν στα ’80s, έγινε ένα εμβληματικό πορνοσινεμά, στο οποίο για χρόνια εκτόνωσαν την καύλα τους κοπάδια αντρών κάθε ηλικίας, χρώματος και εθνικότητας. Το Σταρ έχει σημαδέψει την ιστορία του κέντρου και στους χώρους και τον περίγυρό του εκδηλώθηκαν τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης κρίσης.
 Ο Τόνυ, -εκτός από ιδιοκτήτης του μέχρι το 2010 που αποφάσισε να το κλείσει, είναι σκηνογράφος, μουσικός και ένας άνθρωπος με μεγάλο ενδιαφέρον-, έζησε πολλά μέσα σε αυτό και έχει άπειρες ιστορίες να διηγηθεί. Αυτό είναι ένα μέρος μιας μαραθώνιας συνέντευξης από τις εμπειρίες του με τον κόσμο της λαγνείας και του κρυφού έρωτα στην καρδιά της Αθήνας.  
Να ξεκινήσουμε με ιστορίες όπό το σινεμά…
Κοίτα, λειτουργώ καθαρά σημειολογικά, θα το βρούμε όμως.
Το πιο άγριο περιστατικό που συνέβη εκεί μέσα ποιο είναι;
Διάφορα.
Πες μας ένα.
Υπήρχε ανταγωνισμός και ενίοτε βία πολλών μεταξύ τους…
Για τον ίδιο άνδρα εννοείς;
Ναι, αυτό είναι ένα πράγμα που δεν θα το πιάσεις στον αέρα. Εγώ θα σου πω πού το διέκρινα. Ο κόσμος που σύχναζε ήταν διαχωρισμένος:
 gay άτομα και τρανς και οι διαθέσεις ήταν άκρως ανταγωνιστικές. 
Δεν τα αφήνανε τα τρανς, τα τρώγανε, τα ροκανίζανε. Υπήρχαν δολοπλοκίες. Και όσο είσαι νέος στα ερωτικά λειτουργείς καλά, μετά όταν έρθει ο άλλος και σου πάρει τη θέση, αρχίζει η διχόνοια και άντε να βγάλεις άκρη. Δηλαδή, σαν να είχα παιδάκια που πήγαιναν σχολείο, πώς να σου το εξηγήσω; 
Είχατε σταθερό κοινό;
Βεβαίως, μα με το σταθερό κοινό ζουν αυτοί οι χώροι. Πώς ζούνε; Με τον τυχαίο περαστικό; Η επαρχία ήταν το 10-15%. Οι ηλικίες είχαν όλες τις εκτάσεις. Από 18 μέχρι 60-70 και είχε ένα μοίρασμα πάσας. Κάποιος μικρός θα πήγαινε με κάποιον πολύ μεγάλο, ήτανε όλες οι νοοτροπίες.
Και περνούσαν ώρες μέσα στο σινεμά; 
Εννοείται.
Δηλαδή, δεν έρχονταν για μισή-μία ώρα και έφευγαν…
Υπήρχε αριθμός ατόμων, πάνω από 100, που πηγαίνανε, ερχόντουσαν, πηγαίνανε, ερχόντουσαν, ήταν σπίτι τους.
Δεν υπήρχαν επαγγελματίες; 
Α, δηλαδή που έρχονταν για ψωνιστήρι; Να πάρουνε λεφτά; Αυτά που σου έλεγα πριν τελείωσαν το 2007, που ήταν ο προάγγελος της κρίσης. «Το πάω να γνωρίσω» ήταν μια χαρά μέχρι τότε. Ζεις σε άλλο κόσμο, 
ζεις στην εποχή που δεν είδες το θρίλερ. Από το 2008-2009 αγρίεψαν τα πράγματα. Αυτό που ζεις τώρα στην Αθήνα, η Ομόνοια το έζησε πρώτη, πάντα ήταν ο προάγγελος για όσα θα ακολουθήσουν. Ήταν εντελώς απόκοσμη πριν από όλα αυτά. Όταν οι άλλοι ήταν πάρτι και αχαχουχα, εκεί γινότανε κόλαση. Δεν πίστευα ποτέ ότι το ίδιο το Σταρ θα βγει στους δρόμους.
Οι μετανάστες όμως είχαν έρθει πολύ νωρίτερα. Στην πρώτη γενιά Αλβανών, ήταν τα πράγματα πιο αγνά;
Αγνά; Οι Αλβανοί ποτέ δεν είναι αγνοί. Δεν διακατέχονται από αγνότητα..
Εννοώ, ήθελαν λεφτά από την αρχή;
Ναι, όλοι ήθελαν λεφτά, κυρίως οι ξένοι. Αλλά εξαρτάται. Ένας Αιγύπτιος και τώρα που είναι φτωχούλης, θα συντηρηθεί και με τη σχέση του, κάπως κυλάει. Όταν όμως πέσεις στον Βούλγαρο και στο Ρουμάνο, τι περιμένεις; Σου βγάζουν μαχαίρι.
Και πώς μπορούσες να κρατήσεις μια ισορροπία στο χώρο, εσύ ως ιδιοκτήτης;
Έμπαινες μέσα και σε σκάναρα με το γεια. Και φρόντιζα αυτόν που θα δημιουργούσε  πρόβλημα να τον φάω γλυκά. Με την πρώτη πληροφορία. Να μην τον αγριέψω και μετά έρθει και μου κάνει τσαμπουκάδες στο μαγαζί, να μου τα σπάσει, γιατί αργότερα κάνανε και τέτοια. Ήθελε τρόπο. Πώς νομίζεις κράτησα το μαγαζί; Δεν μπορείς να κρατήσεις έναν τέτοιο χώρο αν δεν είσαι μάχιμος, όποιος το λέει είναι ψεύτης. Αν απλά τα αφήσεις να συμβούν, καταλήγεις σε άθλια χάλια.

Εν Αθήναις....συμβαίνουν

$
0
0

Πρωϊ στο Σύνταγμα μια κοπέλα έχει μια πινακίδα μεγάλη με διαφήμιση της καφετέριας της πλατείας για φτηνό καφέ.
Η πινακίδα είναι ίσα με το μπόϊ της ....ταυτόχρονα δείχνει και κατά πού πέφτει
η καφετέρια.
Προσπαθεί να κρατηθεί και η καφετέρια και να βγάλει κάτι και το κοριτσάκι....
Στους Άγιους Θόδωρους στην Κλαυθμώνος το περίπτερο έχει πινακίδα
"χύμα τσιγάρα"....χαμογέλασα και θυμήθηκα τα νειάτα μου στο περίπτερο
να αγοράζω χυμαδάκια..."αλλά ΕΘΝΟΣ" που έλεγε και η διαφήμιση.
Κοιτούσε ο περιπτεράς αλλά συνέχιζες και του έλεγες κοκκινίζοντας
"...του πατέρα μου είναι..." και σιγά που το πίστευε.
Στην Μητροπόλεως άστεγοι κοιμούνται ....τουρίστες με ξεναγούς πηγαίνουν
προς ΑΚΡΟΠΟΛΗ μεριά....12 ευρώ το εισιτήριο....κόσμος και κοσμάκης
στα ιερά μάρμαρα....πού πάνε οι εισπράξεις αυτές ....είναι πολλά τα λεφτά
Άρη....
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που είναι μεσοτοιχία με του Άκη στην Αεροπαγήτου
έχει βάλει στην πόρτα σε χαρτί Α4 το όνομά του με κεφαλαία μεγάλα γράμματα
προς ....αποφυγείν παρεξηγήσεων....ενώ στον τοίχο ένα μεγάλο Α σε κύκλο
και από κάτω η λέξη ΠΡΟΔΟΤΗΣ.
Τώρα το ΠΡΟΔΟΤΗΣ με μπέρδεψε....αυτός για άλλους λόγους είναι μέσα.
Στο ΜΟΥΣΕΙΟ χαμός...πραγματικό κόσμημα πάντως....νοιώθεις να ψηλώνεις
κάτι πόντους από περηφάνεια.
Ναι έχουμε τουρισμό....φτάνει όμως μόνο αυτό;

πίσω στα παλιά

Ενα ψηφιακό μουσείο για τον Πλάτωνα στην Ακαδημία του

$
0
0


Το πρόγραμμα έχει ενταχθεί στο ΕΣΠΑ και υλοποιείται από το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Ενα ψηφιακό μουσείο για τον Πλάτωνα στην Ακαδημία του



Ψηφιακό  μουσείο για τη  ζωή και το  έργο  του Πλάτωνα  πρόκειται να  «εγκατασταθεί» στον  κατ΄εξοχήν  χώρο που  σχετίζεται με τον μεγάλο  φιλόσοφο της αρχαιότητας, την Ακαδημία Πλάτωνος. Το  μουσείο θα  στεγαστεί  σε  ένα  λυόμενο  κτίριο  μέσα στον αρχαιολογικό  χώρο -θα  είναι δηλαδή, μία  απολύτως αναστρέψιμη επέμβαση-   και  θα  έχει  εμβαδόν 100-120 τ.μ.

Οπως  αποφασίσθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο η  κατασκευή  θα  είναι καλαίσθητη ενώ  η παρουσία του μουσείου σ΄ αυτήν  την περιοχή  αναμένεται  να  αυξήσει την επισκεψιμότητα του αρχαιολογικού  χώρου δεδομένου  ότι θα  περιλαμβάνει πολυμεσικές εφαρμογές   γύρω από την δράση και  τη διδασκαλία του  φιλοσόφου.
Το πρόγραμμα έχει ενταχθεί στο ΕΣΠΑ και υλοποιείται από το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας και τον δήμο Αθηναίων.
TO BHMA

Επιτρέπεται η είσοδος στο πάρτυ μόνο με καλάσνικοφ και αμφίεση Μουτζαχεντίν....

$
0
0




Αφίσα Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ.....για το πάρτυ.

...καλεσμένοι....ο τελευταίος φέρνει παγάκια για το μοχίτο....


Και ένα από τα τραγούδια.....

Boom, boom, boom, boom, boom
................. kutz, kutz ehy ja
Boom, boom, boom, boom, boom
Kana hi naj kutz, kutz ehy ja
Devla, .....................
Devla, ....................
Devla, mi dzav te mange an(do) for?
Jek bar? kalashnikov
Kalashnikov
Kalashnikov
Kalashnikov, kalashnikov
Eeeeeeh...

Boom, boom, boom, boom, boom



Φρενίτιδα με τις λίρες. Ακόμη και φθαρμένες τις αγοράζουν οι Ελληνες

$
0
0

Φρενίτιδα με τις λίρες. Ακόμη και φθαρμένες τις αγοράζουν οι Ελληνες
Αυξημένη είναι η ζήτηση το τελευταίο διάστημα για χρυσές λίρες που, όμως, φαίνεται να παρουσιάζουν έλλειψη, αφού η Τράπεζα της Ελλάδος δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή λίρες «του κουτιού», αλλά μόνο με μικροφθορές.
Από το πρωί σήμερα έχουν επισκεφτεί την Τράπεζα της Ελλάδος πάνω από 150 άνθρωποι για να αγοράσουν ή να πουλήσουν χρυσές λίρες.
Το ενδιαφέρον για τις λίρες φαίνεται πως έχει αναζωπυρωθεί το τελευταίο διάστημα, καθώς είναι αρκετοί εκείνοι που τις επιλέγουν ως επένδυση, ενώ υπάρχει και κόσμος που ρευστοποιεί λίρες για να καλύψει τρέχουσες ανάγκες.
Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει αυτή τη στιγμή άφθαρτες χρυσές λίρες, αλλά μόνο λίρες με μικροφθορές (π.χ. γδαρσίματα). Αυτό δεν επηρεάζει την αξία του χρυσού, αλλά τη νομισματική αξία κάθε λίρας.
Η τιμή πώλησης της χρυσής λίρας από την ΤτΕ είναι αυτή τη στιγμή 317 ευρώ/λίρα, ενώ, εάν κάποιος θέλει να μετατρέψει πάνω από 10.000 ευρώ σε λίρες, τότε θα κληθεί να πληρώσει κάθε λίρα 337 ευρώ, ενώ θα του ζητηθούν και μία σειρά από δικαιολογητικά.
Η τιμή στην οποία η ΤτΕ αγοράζει τις χρυσές λίρες σήμερα είναι 262,88 ευρώ/λίρα.
Συγκριτικά, εάν υπήρχαν προς διάθεση άφθαρτες λίρες, η τιμή πώλησης της λίρας από την ΤτΕ θα ήταν 326 ευρώ και η τιμή αγοράς κάθε λίρας από την Τράπεζα 271 ευρώ.
Την τελευταία διετία, η τιμή της χρυσής λίρας έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 100 ευρώ.
Μάλιστα, η ζήτηση για χρυσές λίρες ήταν ιδιαίτερα αυξημένη μέχρι τις εκλογέςτου περασμένου Ιουνίου, εν συνεχεία επέστρεψε σε κανονικά επίπεδα και παρουσιάζει αναζωπύρωση το τελευταίο διάστημα.
Πηγή: «Ημερησία»


πηγή

Η μεγάλη «σύναξη» των αθηναϊκών σινεμά

$
0
0

 Μιά νοερή βόλτα στην Αθήνα που έφυγε.


    Με αφορμή κι ερέθισμα κάποιο τυχαίο γεγονός, το μυαλό με γύρισε πολλά χρόνια πίσω και συγκεκριμένα στην μεγαλύτερη μεταπολεμική συγκέντρωση κινηματογράφων που έζησα παιδί στην Αθήνα. 
Οι κινηματογράφοι, ειδικά την δεκαετία 1955 – 1965, γνώριζαν απίθανες πιένες και μακριές ουρές προσέλευσης κόσμου, μέσα στο γενικό κλίμα ευφορίας κι αμεριμνησίας που υπήρχε τότε, καθώς αποτελούσαν τον βασικότερο παράγοντα ψυχαγωγίας. Με το ποδόσφαιρο, ακόμη, ν’ αποτελεί καθαρά αντρική συνήθεια, και μάλιστα περιορισμένης εφαρμογής, (μόνο Κυριακή απόγευμα υπήρχαν ματς), το «σινεμά» αποτελούσε την μοναδική, σχεδόν, μόνιμη και συνεχή οικογενειακή διασκέδαση των Αθηναίων. Σε μιά εργώδη και ζωντανή εποχή όπου το κάθε «αύριο» ήταν καλύτερο από το κάθε «χθες». 
   Χωρίς οι καιροί να ήσαν πλούσιοι, περιείχαν όμως πολύ κέφι και πολύ όρεξη γιά δουλειά και ζωή, μέσα σε μιά αφάνταστη γιά τα σημερινά δεδομένα κοινωνική γαλήνη, τάξη και ασφάλεια. Με όλη την πόλη στη διάθεσή σου, καθ’ όλο το 24/ωρο, και το κλείδωμα της εξώπορτας, όχι ιδιαιτέρως απαραίτητο. Η ανοδική τάση της κοινωνίας και της οικονομίας ήταν εμφανής.
   Όλοι οι κινηματογράφοι, κοινό χαρακτηριστικό, έβγαζαν μπροστά στην είσοδο, στο κέντρο της, μεγάλη τρίποδη ταμπέλλα με καρφιτσωμένες απάνω φωτογραφικές σκηνές από το παιζόμενο έργο. Και στη μέση, η μικρή ταμπελίτσα «ΣΗΜΕΡΟΝ»! Σε περιμετρικές προθήκες είχαν επίσης φωτογραφίες με σκηνές έργων και ταμπέλες «Προσεχώς», μαζί με αφίσες και φωτογραφίες διασήμων ηθοποιών. 

   Σίγουρα, η μεγαλύτερη συγκέντρωση κινηματογράφων, σε μικρότερο δυνατό χώρο, υπήρξε στην οδό Πανεπιστημίου, μεταξύ των οδών Χαρ. Τρικούπη και Εμμ. Μπενάκη, όπου υπήρχαν, συνολικά, 
5 σινεμά και ένα θέατρο.

 
 Μετρώντας πρώτα στην δεξιά πλευρά, κατεβαίνοντας προς Ομόνοια, συναντώνται κατά σειράν, τα κινηματοθέατρα «Ιντεάλ», «Ρεξ», «Σινεάκ» και «Τιτάνια». Κάθε αίθουσα με την ιστορία της.

   Στο «Ιντεάλ», θυμάμαι, πως πρωτοεμφανίστηκαν  οι τρισδιάστατες ταινίες. Αυτές που έπρεπε να φοράς κάτι ειδικά χάρτινα γυαλιά γιά να τις παρακολουθήσεις. Στην πρώτη, (που την είδα εντυπωσιασμένος κάμποσες (!) φορές), θυμάμαι έντονα μιά σκηνή όπου ο καρχαρίας έβγαινε από το εκράν κι ερχόταν, τσιφ, κατά πάνω σου. Κι εσύ έσκυβες έντρομος, μπας και πέσει απάνω σου και σε.... φάει! Δεν θυμάμαι επακριβώς τον τίτλο. Κάτι με «βυθό» ή «σιωπή», νομίζω,  έλεγε. «Ο κόσμος του βυθού», «Ο κόσμος της σιωπής», κάτι τέτοιο. Πάντως σαν είδος, ο τρισδιάστατος κινηματογράφος δεν έπιασε παγκοσμίως.

   Ένα διάστημα λειτούργησε ως  «Θέατρο Κατερίνα» με θιασάρχη την μεγάλη ηθοποιό, αλλά αρκετά δύστροπη στον  χαρακτήρα, Κατερίνα Ανδρεάδη, πιό γνωστή ως Κα Κατερίνα, σκέτο, (η ίδια το απαιτούσε), κατά το πρότυπο των μεγάλων ξένων καλλιτέχνιδων, που κόλλαγαν στο όνομά τους το «Dame»! (π.χ. η Dame Margot Fontane)

   Εκεί, θυμάμαι, έπαιζε κάποτε ο θίασος Φωτόπουλου - Ηλιόπουλου και προς αποφυγή επαγγελματικού ανταγωνισμού, πράγμα διαχρονικά σύνηθες στον καλλιτεχνικό κόσμο, υπήρχε στην μετώπη του θεάτρου κάθετη φωτεινή επιγραφή, όπου το «-ΟΠΟΥΛΟΣ» ήταν σταθερά αναμμένο και σε μικρά, τακτά, διαστήματα, άναβε μπροστά του, μιά το «ΦΩΤ-» και μιά το «ΗΛΙ-»!    Ένα έξυπνο κόλπο και μιά σολομώντειος λύση που εξασφάλιζε ισοτιμία στην προβολή και αλώβητο το επαγγελματικό γόητρο των δύο δημοφιλών πρωταγωνιστών.

   Στη συνέχεια υπήρχε το επιβλητικό και μεγαλοπρεπές, όντως Βασιλικό ως κτήριο, το «Ρεξ».  Ένα μνημειώδες μεγαθήριο του μεσοπολέμου, αφού κτίστηκε μεταξύ 1935 και 1937, που λειτουργούσε σε τρία επίπεδα και στέγαζε τα εξής. Επάνω θεατρική σκηνή, («Κοτοπούλη»), στο ισόγειο τον ομώνυμο κινηματογράφο «Ρεξ» και στο υπόγειο, το περίφημο παιδικό σινεμά «Σινεάκ», που αποτελούσε ταυτόχρονα και την χαρά του… παιδεραστή, (κ…. μπαράδες, τους λέγανε τότε)! Δεν θυμάμαι φορά που να πήγα εκεί και να μην έγινε σαματάς από τα .. τσιρίγματα μητέρας, που συνελάμβανε κάποιον ανώμαλο να «μπαχαλεύει» το παιδί της. Μιά φορά, θυμάμαι, έγινε τόσο μεγάλη βαβούρα,  που άναψαν τα φώτα αλλά αυτή συνέχιζε να τον κοπανάει με την τσάντα, μέχρι που τον ανέλαβε ο προστρέξας σχετικός… πόλισμαν! Πέρασαν αρκετά χρόνια γιά να καταλάβω γιατί όταν μας συνόδευαν δύο μεγάλοι, έβαζαν εμάς τα μικρά πάντα στη μέση, ή όταν ήταν μόνο ένας, συνήθως η μητέρα, εγώ ως μεγαλύτερος καθόμουν πάντοτε στη σίγουρη άκρη, στον διάδρομο, κι ο συνοδός μας στο τέλος της σειράς των πιτσιρίκων!

   Την περίοδο που το «Σινεάκ» ήταν στο ηλικιακό μου βεληνεκές, θυμάμαι χαρακτηριστικά πως η λειτουργία του ήταν συνεχής, με τα φώτα ν’ ανάβουν γιά λίγα δευτερόλεπτα, στο τέλος του προγράμματος, και να χαμηλώνουν σχεδόν αμέσως, με την παράσταση να ξαναρχίζει. Με μιά ροή του προγράμματος αέναη και χωρίς κανένα διάλειμμα. Το ρεπερτόριο αυτού του κινηματογραφικού παραδείσου περιείχε, πάντοτε και εν αφθονία: «Χοντρό – Λιγνό», «Σαρλώ», «Τρίο Στούτζες», «Άμποτ και Καστέλο» και σε μεγάλες ποσότητες Μίκυ Μάους.  Από τις αριστουργηματικές πρώτες παραγωγές του Ντίσνεϋ. Όλα έγχρωμα και διασκεδαστικά. Σου άνοιγαν την καρδιά και δεν τα χόρταινες ποτέ. Τα κινούμενα σχέδια εκείνης της εποχής ήσαν τόσο δημοφιλή και ευχάριστα, ώστε πολλά σινεμά παρουσίαζαν με την έναρξη της παράστασης, σαν ορ-ντ-έβρ, ένα μίκυ- μάους. Όχι σαν τα σημερινά κακότεχνα και κακόγουστα καρτούνς, με τις αγριόφατσες και τις εγκληματικές δράσεις, που τους μεν μεγάλους τους αγριεύουν και απωθούν, τους δε μικρούς τους εκπαιδεύουν στη βία:

   - Δες  εδώ παιδί μου πως σκοτώνουν και τράβα να γίνεις… τρομοκράτης! Τέτοια ωραία και.. ηθοπλαστικά.

   Από όλη τη γκάμα των κωμωδιών,  προτιμούσα την παλιοπαρέα, που είχε σαν γενικό τίτλο των επεισοδίων: «Οι μικροί Σατανάδες». Οι ετερόκλητοι εκείνοι  μπόμπιρες, με τις συνεχείς  διαολιές τους, με εξέφραζαν απόλυτα. Ιδίως ο ψηλός μαυρούκος, με τα μακριά, κρεμασμένα, παντελόνια, το ημίψηλο, τσαλακωμένο, καπέλο και το μπλαζέ ύφος, ήταν γιά μένα, αυτό που λένε… «όλα τα λεφτά».

   Κάτι  που μ’ ενοχλούσε αφάνταστα στο «Σινεάκ», ήταν η συχνή εμφάνιση ταξιθέτριας με μιά μεγάλη τρόμπα φλιτ στο χέρι που ψέκαζε, δεξιά κι αριστερά,  λες και η αίθουσα ήταν γεμάτη… κουνούπια. Η δικαιολογία του μικρού και κλειστού χώρου και η ανάγκη κάποιου υποτυπώδους καθαρισμού και φρεσκαρίσματος της ατμόσφαιρας, έκαναν τη δοκιμασία, κατ’ ανάγκην, ανεκτή.   Εκεί, επίσης, πρωτοσυνάντησα σε κινηματογράφο, με τον γενικό τίτλο: «επίκαιρα», τα φιλμαρισμένα νέα των προηγουμένων… δεκαετιών. Προπολεμικά και… βάλε!

   Από την «Τιτάνια» δεν θυμάμαι τίποτε ιδιαίτερο, πέραν από το γεγονός πως τα καλοκαίρια που έκλειναν τα κλειστά χειμερινά σινεμά, λόγω ζέστης, η είσοδός της μετατρεπόταν σε ένα είδος αναψυκτηρίου. Εκεί πρωτοεμφανίστηκε το επαγγελματικό μίξερ που άλεθε φρούτα και έφτιαχνε δροσιστικούς  χυμούς  γιά τους θερμόπληκτους Αθηναίους και περιουσία γιά τον έξυπνο επιχειρηματία που είχε τη φαεινή  ιδέα. Κτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του '30 και απετέλεσε το αντίπαλο δέος του Παλλάς, αφού είχε κι αυτή τεράστια χωρητικότητα, (2000 θέσεις). Γκρεμίστηκε το 1970, θύμα της εμπορευματοποίησης του αθηναϊκού κέντρου και του μεγάλου της οικοπέδου. Στη θέση της ανηγέρθη το ομώνυμο ξενοδοχείο.

Στο απέναντι πεζοδρόμιο και πριν από την οδό Μπενάκη, συναντούσες τον αριστοκρατικό κινηματογράφο «Πάνθεον», πρώτα, και μετά, αφού διασχίσεις την οδό, το μάλλον δευτεροκλασσάτο σινεμά «Μόντιαλ», που αρχικά ήταν θέατρο του Μακέδου, από τους πρώτους κινηματογράφους που μετεξελίχθη, πρώτα σε πολύ λαϊκό, (δύο έργα, μπιρ παρά), και μετά σε ήπιο «τσοντάδικο» που πρόβαλε μαζί  και έργα «καράτε», γιά ειδικό κοινό. Ένας κινηματογράφος που γκρεμίστηκε και αντικαταστάθηκε από μέγαρο γραφείων και σήμερα, κατά περίεργο κι ανεξήγητο λόγο, έχουν εξαφανιστεί πλήρως τα ίχνη του, λες και άνοιξε η γη και το κατάπιε, ώστε αρκετοί νεώτεροι  αγνοούν τελείως την, κάποτε, ύπαρξή του! Λίγο πριν τον πόλεμο, τη θεατρική περίοδο '39- '40, εκεί άρχισε επίσημα την καριέρα της ως τραγουδίστρια η Ρένα Βλαχοπούλου, τραγουδώνας, ντουέτο με την Σοφία Βέμπο, σε κάποια επιθεώρηση.
   Στο «Πάνθεον» πρωτογνώρισα το δίδυμο Ντιν Μάρτιν – Τζέρρυ Λιούις, σε μιά από τις πρώτες τους ταινία με τίτλο που δεν τον θυμάμαι ακριβώς, παρά μόνο πως τελείωνε σε «…. γιά κλάματα». Φυσικά η ταινία ήταν γιά γέλια και μάλιστα πολλά.

   Το «Μόντιαλ» το έχω συνδέσει με τη φοβερότερη κινηματογραφική, και όχι μόνο, εμπειρία της ζωής μου, που με σημάδεψε ανεξίτηλα ως θεατή. Αν και αρκετά προχωρημένος σε ηλικία, περί τα τέλη του γυμνασίου, είδα εκεί το πρώτο από τη μεγάλη σειρά  φιλμ τρόμου,  με βασικό ήρωα τον Δράκουλα. Λεγόταν «Δράκουλας, ο βρικόλακας των Καρπαθίων», (ξεχνιούνται αυτά, με την τρομάρα που πήρα!).   και είχε πρωταγωνιστή τον Κρίστοφερ Λη.  Ένα έργο που μας αγρίεψε όλους, (το φιλμ το είχαμε δει, τσούρμο, όλοι οι συμμαθητές μετά τον εκκλησιασμό και το ετήσιο μνημόσυνο που κάναμε γιά τον Βαρβάκη, στον Άγιο Κωνσταντίνο Ομονοίας). Όμως το μεγαλύτερο κάζο απ’ αυτό το έργο το έπαθα τη νύχτα. Τότε μέναμε σε παλιά μονοκατοικία στην  Ακαδημία Πλάτωνος. Το ίδιο βράδυ έτυχε κάποιο παράθυρο του σπιτιού να μην είναι καλά κλεισμένο και ο χειμωνιάτικος αέρας, (Γενάρης ήταν), να δυναμώσει ξαφνικά και ν’ αρχίσει να κοπανάει, μέσα στην κατασκότεινη νύχτα,  το παντζούρι με λύσσα! Πετάχτηκα αγγελοκρουσμένος και μισοκοιμισμένος - μισοξύπνιος, με τη σκέψη:

   - Νάτος,  ο π..…ης ο Δράκουλας. Ήρθε γιά μένα! 

   Μετά από μισό, και βάλε, αιώνα περασμένο από τότε, δεν ντρέπομαι να τ’ ομολογήσω. Εκείνο το βράδυ, μέχρι να πεταχτώ, να βάλω τις φωνές, να βρω ν’ ανάψω το φως και να έρθω στα συγκαλά μου.... κατουρήθηκα επάνω μου! Και κάτι ακόμη. Από τότε, δεν ξανάδα ποτέ  -ποτέ μα ποτέ-θρίλερ σε σινεμά και TV! Τα μίσησα και τα έβγαλα τελείως από… τη ζωή μου.  

Πολλά βάζετε ...πολλά παίρνετε


Μην ξεχνάς την χλωρίνη νεοσύλλεκτε!

$
0
0




Τι πρέπει να έχει μαζί του ένας νεοσύλλεκτος; 




Αυτά που γνωρίζαμε ως τώρα πρέπει να τα ξεχάσουμε.
 Λουκέτα και άλλα σχετικά χρειάζονται αλλά στην λίστα προστέθηκε 
και …η χλωρίνη!
Κι αυτό γιατί αν δεν πάρετε μαζί σας θα αναγκαστείτε να την αγοράσετε εντός του Κέντρου Νεοσυλλέκτων , όπως γίνεται στο ΚΕΝ ΑΥΛΩΝΑ.

Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν νεοσύλλεκτοι με καταγγελία τους στο Δίκτυο Ελεύθερων Φαντάρων. Σύμφωνα με τις καταγγελίες οι νεοσύλλεκτοι αν θέλουν να βάλουν εθνόσημο σε μία από τις δύο στολές παραλλαγής για να την μετατρέψουν σε επίσημη ,πρέπει να αγοράσουν το εθνόσημο προς 3 ευρώ.

Όσο για τις χλωρίνες το κόστος έχει καθοριστεί σε ένα ευρώ ανά νεοσύλλεκτο!


 OnAlert.gr

Mια άλλη Αθήνα: Ποιές είναι οι πέτρες του Πικιώνη που πατάμε και δεν γνωρίζουμε

$
0
0

Mια άλλη Αθήνα: Ποιές είναι οι πέτρες του Πικιώνη που πατάμε και δεν γνωρίζουμε [εικόνες]
Aκόμα και όσοι σπάνια επισκέπτονται τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, έχουν περπατήσει στα λιθόστρωτα μονοπάτια που σχεδίασε και διαμόρφωσε πριν από περίπου μισό αιώνα ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο του Φιλοπάππου.
Ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968) ήταν έλληνας αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός, με πλούσιο ζωγραφικό, ποιητικό και συγγραφικό έργο. Εχτισε σπίτια, σχολείο, αλλά οι διάσημες πέτρες στον αρχαιολογικό χώρο γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο Φιλοπάππου, είναι το σημαντικότερο έργο του.
Δεν ξέρουν τον Πικιώνη οι Ελληνες
Ακόμα και όσοι αντιλαμβάνονται την αρχιτεκτονική ως συμπλήρωμα της εργολαβίας, παρά ως μία εκ των εφαρμοσμένων τεχνών, πιθανότατα αντιδρούν θετικά στο άκουσμα του ονόματος του Πικιώνη, καταχωρίζοντάς τον στο πάνθεον των Μεγάλων Ελλήνων. Σ' εκείνους τους σεβάσμιους παππούδες για τους οποίους αισθανόμαστε σεβασμό και δέος, χωρίς όμως να γνωρίζουμε πότε ακριβώς έζησαν, τι έκαναν, τι πίστευαν.
Στην πραγματικότητα, μόλις το 5% των ερωτηθέντων γνώριζαν σωστά την ιδιότητα του Πικιώνη σε παλαιότερη έρευνα που διεξήγαγε το περιοδικό «Highlights» για τις πολιτιστικές συνήθειες και γνώσεις των Ελλήνων. Το 88% δεν τον είχε καν ακουστά, ενώ 6% τον γνώριζαν αλλά με λάθος ιδιότητα. Πάλι καλά, αν αναλογιστεί κανείς πως ακόμα λιγότεροι, μόλις το 3%, γνώριζαν τον επίσης σημαντικό αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη.
Εχτισε το 14ο Δημοτικό στον Λυκαβηττό
Μια ευχάριστη έκπληξη επιφυλάσσει η Αθήνα στον ανήσυχο διαβάτη. Στους πρόποδες του Λυκαβηττού, λίγα μέτρα από το Γαλλικό Ινστιτούτο, συναντά το 14ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών «Δημήτρης Πικιώνης». Το νεοκλασικό κτίσμα του 1932 αποτελεί αναμφισβήτητα ένα πρότυπο αρχιτεκτονικής, δημιούργημα του μεγάλου Ελληνα αρχιτέκτονα που θέλησε να εμπλουτίσει το ρεύμα του μοντερνισμού με στοιχεία της μακραίωνης ελληνικής παράδοσης.
Ωστόσο το κτίριο κινδυνεύει από το χρόνο. «Υπάρχουν διαρροές από την ταράτσα, τα σιδηρά κουφώματα δεν λειτουργούν, ενώ οι φεγγίτες δεν ανοίγουν πλέον, με συνέπεια να εργαζόμαστε με μεγάλη υγρασία και υψηλή θερμοκρασία το καλοκαίρι» περιγράφει στην «Καθημερινή» ορισμένες δυσλειτουργίες η διευθύντρια του σχολείου, Δήμητρα Παπαδημητρίου, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου.
Ποιός είναι ο Πικιώνης
Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1887 από χιώτες γονείς, και ήταν πρώτος εξάδελφος του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα και του δημοσιογράφου και συνιδρυτή της εφημερίδας Το Βήμα Γεωργίου Συριώτη.
Ο πατέρας του από μικρός -όπως και ο ίδιος- είχε κλίση στη ζωγραφική. Ποίηση και ζωγραφική αποτέλεσαν λοιπόν, το πρώτο περιβάλλον για το Δημήτρη Πικώνη. Το 1906 έγινε ο πρώτος (χρονολογικά) μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη ενώ παράλληλα σπούδαζε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών, απ' όπου το 1908 πήρε το δίπλωμα του Πολιτικού Μηχανικού. Συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο και στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου διδάχθηκε σχέδιο και ζωγραφική στην Académie de la grande Chaumiére. Παράλληλα γράφτηκε στο εργαστήριο του αρχιτέκτονα Chifflot και παρακολούθησε τα μαθήματα των αρχιτεκτονικών συνθέσεων στην École des Beaux Arts. Η πραγματική του επιθυμία βέβαια, ήταν να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, και όχι με την αρχιτεκτονική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του σημαντική ήταν και η παρουσία του Αναστάσιου Ορλάνδου, του Giorgio de Chirico, του Περικλή Γιαννόπουλου και του Γιώργου Μπουζιάνη.
Ζωγράφος και διανοούμενος
Το 1912, την περίοδο των επιστρατεύσεων Βαλκανικών πολέμων, επέστρεψε στην Ελλάδα. Συνέχισε να ζωγραφίζει και ξεκίνησε τις πρώτες μελέτες για την αρχιτεκτονική της νεοελληνικής παράδοσης· σχεδίασε πολλά σπίτια από τη λαϊκή αρχιτεκτονική της Αίγινας. Το 1921 διορίστηκε επιμελητής του Καθηγητή Α. Ορλάνδου στο μάθημα της Μορφολογίας της Αρχιτεκτονικής και Ρυθμολογίας όπου παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1923. Παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Αναστασίου (1925) με την οποία στη συνέχεια απέκτησε πέντε παιδιά. Την ίδια χρονιά ονομάστηκε έκτακτος Καθηγητής του Ε.Μ.Π. στην έδρα της Διακοσμητικής και μονιμοποιήθηκε το 1930. Την περίοδο αυτή διατήρησε σημαντικές πνευματικές φιλίες με Σπύρο Αλιμπέρτη, Μπουρνιά, Γιάννη Αποστολάκη, Γιώργο και Φώτο Πολίτη, Κόντογλου, Παπαλουκά, αρχιτέκτονα Μητσάκη, Σ. Δούκα, Βέλμο, Γκίκα, Τσαρούχη, Εγγονόπουλο, Διαμαντόπουλο και Γεράσιμο Στέρη.
Μεταξύ 1935 και 1937 έκδοσε μαζί με το ζωγράφο και φίλο του, Χατζηκυριάκο-Γκίκα, το περιοδικό 3ο Μάτι, στο οποίο δημοσίευσε ο ίδιος αρκετά κείμενά του. Το περιοδικό χαρακτηριζόταν ως καλλιτεχνικό και συνεργαζόταν με ονόματα όπως οι συγγραφείς Στρατής Δούκας και Τάκης Παπατσώνης, ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς, ο θεατρικός σκηνοθέτης Σωκράτης Καραντινός, ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος και ο χαράκτης Άγγελος Θεοδωρόπουλος.
Το έργο του ως αρχιτέκτονας ξεκίνησε με την οικία Μωραΐτου στις Τζιτζιφιές (1921-1923). Ήταν οικοδόμημα με χαρακτήρα αττικής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Το 1932, με την ολοκλήρωση του Δημοτικού Σχολείου στα Πευκάκια Λυκαβηττού, διαπίστωσε πως δεν τον ικανοποιούσαν τα έργα του και άλλαξε τις αισθητικές του αντιλήψεις. Στοχάστηκε πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητας. Όλα του τα επόμενα αρχιτεκτονικά έργα βασίστηκαν σ' αυτή την αντίληψη. Τη δεκαετία 1940-1950 η αρχιτεκτονική του δημιουργία περιορίστηκε σε προσχέδια τάφων. Όμως, την αμέσως επόμενη περίοδο, από το 1951 ως το 1957, ασχολήθηκε με πολλά έργα. Ανάμεσά τους η διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο Φιλοπάππου, ίσως το σημαντικότερο έργο του.
Στις 28 Αυγούστου του 1968 πέθανε στην Αθήνα. 
Πηγή Wikipedia για το βιογραφικό


πηγή

Εν Αθήναις....όταν τουμπάρανε τα τρόλεϋ

$
0
0

ΤΑ ΝΕΑ 2/12/1960


Η αστυνομία τότε το ΄60 έτρεμε τους οικοδόμους....
Όταν γινόντουσαν διαδηλώσεις οι συγκρούσεις ήταν σκληρές και από τις δύο τις πλευρές.
Αυτή η Ομόνοια είχε  βαφτεί με αίμα....
Στα χρόνια μας ξαναβάφεται από τους χρήστες με τις σύριγγες
και τα ξυράφια.
Ήταν της μόδας και το τουμπάρισμα των αυτοκινήτων....
Τα καδρόνια ...οι πέτρες....σωροί.
Είχαν αιτήματα αυτοί οι άνθρωποι όπως και πολλοί άλλοι με την διαφορά 
ότι οι τελευταίοι δεν ήταν τόσο οργανωμένοι.
Σκληρή η δουλειά στην οικοδομή με τον τενεκέ στον ώμο και το σκερπάνι
πάνω στις σκαλωσιές με όλες τις καιρικές συνθήκες.
Ζητούσαν λιγότερα ένσημα για θεμελίωση σύνταξης ....ήταν δύσκολο να τα μαζέψουν αφού οι εργολάβοι διαλέγανε από το παζάρι εργατών της Ομόνοιας αυτούς που δεν τα ζητούσαν.
Οι Κυβερνήσεις όπως και σήμερα....φρόντιζαν μόνο για το πώς θα κρατηθούν στην εξουσία και πώς θα ξαναβρεθούν πάλι σε αυτή προκειμένου να "κολλήσουν"  τα δικά τους ένσημα για να εξασφαλίσουν άνετα τα γεράματά τους.
Ειδικά στην Αθήνα επικρατούσε αναρχία και η κατάσταση αυτή δεν εξυπηρετούσε τους "συμμάχους" μας που ήθελαν ησυχία στο "εξοχικό" τους.
Έπρεπε κάτι να κάνουν....η Αστυνομία είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά....
στα Χαυτεία τουμπάρανε και τρόλεϋ οι διαδηλωτές....
Και έκαναν ...οι πρόθυμοι βρέθηκαν....φορούσαν στρατιωτικές στολές
και είχαν ελάχιστο μυαλό.
Εύκολα τους έπεισαν ότι θα γίνουν "Σωτήρες" και αυτοί δεχτήκανε
και ετοίμασαν την "ΕΘΝΟΣΩΤΗΡΙΟ".

πίσω στα παλιά

ΣΥΡΙΖΑ και Πρώην Ανεξάρτητοι Έλληνες ....τακίμια!

$
0
0


Τ’ αδέλφια δε χωρίζουνε, 
η μοίρα το ’χει γράψει
κι ανάμεσά τους όποιος μπει
φωτιά να τονε κάψει.

Και σφάξανε και κλέψανε και δανεικά πήρανε και δεν χρωστάνε σύμφωνα με τον υπουργό της Γερμανίας Σόϊμπλε!

Ημέρες Γερμανικής Κατοχής στην Μυτιλήνη

$
0
0


Ημερολόγιο Κατοχής της Μυτιλήνης 1942 - 1944
Μια μοναδική περιγραφή από τον ηγούμενο της Φραγκοκλησιάς Εσπεντίτο Ντανκά

Μάιος 1942

4- Σήμερα την αυγή τουφεκίστηκαν τρεις Έλληνες, μεταξύ των οποίων ένας αστυνομικός γιατί επιβιβάζονταν κρυφά για τις ακτές της Μικράς Ασίας απέναντι και στάλθηκαν πίσω από τις τούρκικες αρχές.
9- Από τις 9 π.μ. μέχρι το μεσημέρι, δύο αεροπλάνα ή μάλλον γερμανικά υδροπλάνα έκαναν το γύρο του νησιού και των πέριξ - Λέγεται ότι ο κυβερνήτης ενός ελληνικού ιστιοφόρου ανέφερε ότι είδε ένα αγγλικό υποβρύχιο.
15- Την αυγή, τουφεκίστηκαν 7 άτομα, μεταξύ των οποίων ένας δόκιμος αξιωματικός, ένας υπαξιωματικός, ένας αστυφύλακας κατηγορούμενοι ότι εγκατέλειψαν το νησί με την πρόθεση να ενεργήσουν εναντίον του Άξονα… Αυτήν τη φορά η θανατική απόφαση λέγεται ότι προκηρύχτηκε σύμφωνα με τους γερμανικούς νόμους. Τους πρόδωσε ο βαρκάρης και λοιπόν περιμένει την ανταμοιβή στο τέλος του πολέμου. Πληρώθηκε και από τους μεν και από τους δε. Νέος Ιούδας Έλληνας.
24- Την αυγή τουφεκίστηκαν 4 Έλληνες με τη συνηθισμένη κατηγορία ότι ενήργησαν εναντίον του Άξονα και ότι πήγαν κρυφά στην απέναντι ακτή της Μικράς Ασίας. Συνολικά ήταν πέντε αλλά ένας πέθανε στη φυλακή από καρδιά, λίγες μέρες πριν, πατέρας πολλών παιδιών - και έτσι είχε κηδεία, ενώ τους τουφεκισμένους τους βάζουν σε σάκκους και τους πετάνε στη θάλασσα… - Μετά τον τουφεκισμό, τους βάζουν σε σάκκο, τους ανοίγουν την κοιλιά με τρόπο που τα εντόσθια να πέφτουν στον πάτο του σάκκου, που κατόπιν τον δένουν, και το περιέχον και το περιεχόμενο το δίνουν τροφή στα ψάρια, και γι’ αυτό οι σαρδέλες είναι γευστικότατες και παχιές! καλή όρεξη… Ένας από τους προαναφερθέντες προδόθηκε από τον ανεψιό (εγγονό) του, που ήθελε να τον κληρονομήσει! Πράγματα απίστευτα, αλλά όντως αληθινά στους τρέχοντες καιρούς…

EmprosNet.gr

Περίεργες ρετρό φωτογραφίες

$
0
0

Οι άνθρωποι πάντα κουβαλούσαν τρέλα!

πηγή
Η τεχνολογία καλπάζει συνεχώς. Η επιστήμη προχωρά κάθε μέρα και περισσότερο.
 Η τρέλα όμως….παραμένει ίδια!
Ανέκαθεν οι άνθρωποι κουβαλούσαν μια τρέλα πάνω τους.
Ανεξαιρέτως σε ποιον αιώνα ή σε ποια δεκαετία ζούσαν ή ζουν διακατέχονται από μια αχόρταγη όρεξη.
Μια όρεξη για διασκέδαση, για γέλιο, για παλαβομάρα!
Εμείς συγκεντρώσαμε ορισμένες φωτογραφίες περασμένων δεκαετιών που χαρακτηρίζονται ακριβώς από αυτήν την τάση του ανθρώπου να ψάχνει καινούριος και περίεργους τρόπους να διασκεδάζει.

Και οι σκύλοι έχουν δικαίωμα στο σινεμά!


Περισσότερο creepy παρά αστεία θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την παρακάτω φωτογραφία.


Το ταξί στρουθουκάμηλος στις υπηρεσίες σας…!


Ο Μπαρμπα-Γιάννης και οι κόρες του σε στιγμές χαλάρωσης

Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου είναι… η μαϊμού του!

Ο γάιδαρος, ο δράκος και η Γκόλφω;

Το μαύρο πρόβατο της οικογένειας

Μία διαφορετική καρέκλα φωτογραφίου…

Μάγια η μέλισσα;



Η σέξυ πλευρά της νοικοκυράς…


Οι μαφιόζοι και το αρκουδάκι

Τι θέλει να πει ο ποιητής;

Μία διαφορετική κυνηγός

Αλοίμονο στους νέους

$
0
0


alloinononeous
«..εμ έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Νέος, μεσόκοπος, γέρος – Τέζα!»
Είδος: Κωμωδία
Σκηνοθεσία: Σακελλάριος Αλέκος
Σενάριο: Σακελλάριος Αλέκος, Γιαννακόπουλος Χρήστος
Παραγωγή: Αξαρλής – Παπαγεωργίου – Σακελλάριος
Πρωταγωνιστούν: Χορν Δημήτρης, Κοντού Μάρω, Ντούζος Ανδρέας, Στεφανίδου Σμαρώ, Μουσούρης Σπύρος, Φέρμας Νίκος, Βελέντζας Γιώργος, Καρύδης Ντίνος, Νικολοπούλου Μ., Ευαγγελίδου Εύα, Βλαδίμηρου Υβόννη
Διάρκεια: 88
Εισιτήρια: 37302
Α” Προβολή: 30/10/1961

Υπόθεση:
Ο Ανδρέας και ο Αγησίλαος είναι δύο εύποροι ηλικιωμένοι φίλοι που περνάνε την ώρα τους κουβεντιάζοντας για την υγεία τους και χαζεύοντας την όμορφη και φτωχή Ρίτα. Και ενώ οι δυο τους κάνουν όνειρα να κατακτήσουν την νεαρή Ρίτα, ο Ανδρέας θα βρεθεί γρήγορα κοντά της, όταν ο διάβολος – σε ένα όνειρό του – θα του δώσει πίσω τα χαμένα νιάτα του, κάνοντας τον έναν όμορφο αλλά φτωχό τριαντάρη.
Σχόλια:
Ελεύθερη διασκευή του μύθου του Φάουστ, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό των Χρήστου Γιαννακόπουλου και Αλέκου Σακελλάριου.
Ο ρόλος του Ανδρέα (Χορν), είχε προταθεί στον Ντίνο Ηλιόπουλο, ο οποίος όμως τον απέρριψε! Λίγα χρόνια πριν, συνέβει το αντίθετο στη ταινία Θανάσακης ο Πολιτεύομενος (ο πρωταγωνιστικός ρόλος γράφτηκε για τον Βασίλη Λογοθετίδη που τον απέρριψε για να πάρει τη θέση του ο Ντίνος Ηλιόπουλος, που έπαιξε έναν από τους καλύτερους ρόλους στην καριέρα του!).
Ο ρόλος του Χορν σαν Ανδρέας, του χάρισε το Α” Βραβείο ανδρικής ερμηνείας του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ατάκες:
ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ (ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ): Βρε αυτό είναι, για να το φας ολόκληρο.
ΑΝΔΡΕΑΣ (ΧΟΡΝ): Ε, να το φας βέβαια, αλλά με τι δόντια;
ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ: Με τη μασελίτσα μας. Σιγά-σιγά. Χράτσα-χρούτσα, χράτσα-χρούτσα και ότι καταφέρουμε.
ΓΙΑΤΡΟΣ (ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ): Εμένα, μια φορά περισσότερο απ” όλα, μ” ανησυχεί το ζάχαρο.
ΑΝΔΡΕΑΣ: Γιατρέ μου, άστα να παν στο διάολο. Από δω και μπρος, ότι είναι να κατέβει, θ” ανεβαίνει κι ότι είναι ν” ανέβει, θα κατεβαίνει.
ΑΝΔΡΕΑΣ: Ε, ρε και να “ρχόταν εδώ ο διάολος. Αλλά άντε να τον βρεις. Βλέπεις όλοι στο διάολο σε στέλνουν, αλλά όταν τον χρειαστείς εσύ, άντε βρες τον.
ΔΙΑΟΛΟΣ (ΧΟΡΝ): Λοιπόν, πόσο θέλεις να σε κάνω; Να σε κάνω δεκάξι;
ΑΝΔΡΕΑΣ: Όχι, όχι στην εφηβεία και αρχίσω να πετάω γιαούρτια στους καθηγητές μου.
ΔΙΑΟΛΟΣ: Να σε κάνω είκοσι;
ΑΝΔΡΕΑΣ: Όχι, καλύτερα να το έχω τελειώσει το στρατιωτικό μου. Μην ξαναπάω και για δεύτερη φορά. Δε θα τ” αντέξω.
ΡΙΤΑ (ΚΟΝΤΟΥ): Ζηλεύεις αγοράκι μου;
ΑΝΔΡΕΑΣ: Ακούς εκεί, να ζηλέψω εγώ τον Αγησίλαο! Βρε εγώ είμαι νέος! Άκουσες τι είπες; Αγοράκι μου. Αυτόν πώς θα τον έλεγες; Γεροξουράκι μου;
ΡΙΤΑ: Ανδρέα άσε τις σαχλαμάρες.
ΑΝΔΡΕΑΣ: Άσε που μπορει να μην έρθει κιόλας.
ΡΙΤΑ: Γιατί να μην έρθει;
ΑΝΔΡΕΑΣ: Γιατί ακόμα κι αν θα “ρθει, εδώ στις σκάλες που δεν ανεβαίνει αυτοκίνητο, τονε βλέπω να σωριάζεται κάτω, με την γλώσσα έξω σαν κουτσομούρα. Έχεις δει πως ανεβαίνω τις σκάλες εγώ; Πριτ-πριτ, πριτ-πριτ, σαν κατσικάκι.
ΡΙΤΑ: Μμμ, κρυάδες.
ΑΝΔΡΕΑΣ: Άκου λέει, να ζηλέψω τον Αγησίλαο! Να ζηλέψει η άνοιξη, την βαρυχειμωνιά!
ΡΙΤΑ: Πολλές φορές μια νέα γυναίκα, μπορεί να συμπαθήσει ευκολότερα έναν ηλικιωμένο, από έναν νέο.
ΑΝΔΡΕΑΣ: Μπα; Αυτό δε μας το “χες πει Ριτούλα. Θα μου πεις, βέβαια, γιατί όχι; Μια νέα γυναίκα, πολύ εύκολα θα συμπαθήσει έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, γιατί σου λέει: «πόσο καιρό θα ζήσει ακόμα»; Να κι ο Αγησίλαος από δω. Συμπαθέστατος δεν είναι; Αλλά όπου να “ναι, περίμενε ν” ακούσεις τα χαμπέρια του.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΕΝΗ (ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ): Ανδρέα, σε παρακαλώ επιτέλους! Τι λόγια είναι αυτά; Ευτυχώς που ο κύριος Αγησίλαος δεν είναι από αυτούς που παρεξηγούνε, ε;
ΑΝΔΡΕΑΣ: Να παρεξηγήσει; Σάμπως είπα τίποτα κακό; Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Έτσι είναι η κλίμαξ δηλαδή. Νέος, μεσόκοπος, γέρος, τέζα!
ΑΝΔΡΕΑΣ: Και θα απλώσεις μωρέ αυτά τα ρυτιδιασμένα χέρια, ν΄ αγγίξεις αυτό το ροδοπέταλο;
ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ (ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ): Βέβαια και θ΄ απλώσω, πως και τι το περιμένω
ΑΝΔΡΕΑΣ: Και θα τολμήσεις βρε παλιόγερε, μ΄αυτό το στόμα που στο ΄χουν φτιάξει σαρανταπέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες να φιλήσεις αυτό το αλάβαστρο;
ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ: Μωρέ θα του αλλάξω τα φώτα σου λέω…κι όσο για σένα που είσαι τόσο ρομαντικός, περίμενε το διάβολο να σε κάνει νέο!
ΑΝΔΡΕΑΣ: Αχ! Τι να σου πω, μωρέ, που ήρθε ο διάβολος, αλλά ήρθε στον ύπνο μου. Δεν ερχόταν στο ξύπνιο μου και σου ΄λεγα εγώ! Γιατί τώρα ξέρω καλά πώς να τον παζαρέψω. Νέος, βέβαια, κι ωραίος, αλλά όχι φτωχός. Μην κοιτάς που ήρθε στον ύπνο μου και μου την έσκασε! Για να΄ρθει και στο ξύπνιο μου και σου λέω εγώ!…..

Η ιστορία της Κυψέλης μέσα από μνήμες

$
0
0

Η εθελοντική Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης (OΠΙΚ), αυτοσυστήνεται στην Κρυσταλία Πατούλη, καταθέτοντας όχι μόνο τις αιτίες όσο και αναγκαιότητες της ύπαρξής της, τον τρόπο δράσης και τους στόχους της, αλλά και τις εκλπληκτικές ρεαλιστικές μαρτυρίες των κατοίκων της για μία πόλη... που μπορεί να επισκεφτεί κανείς πια,  μόνο μέσα από ανάλογες πολύτιμες μνήμες, αναδεικνύοντας την μοναδική ιστορική αξία της βιωματικής αφήγησης και όχι μόνο...


Η ομάδα αυτή ουσιαστικά «γεννήθηκε» μέσα από μια σειρά ανοικτών σεμιναριακών μαθημάτων που πραγματοποιήθηκαν την άνοιξη του 2011 και αποσκοπούσαν στην εξοικείωση των εθελοντών με τη μεθοδολογία τηςΠροφορικής Ιστορίας και τις πρακτικές συλλογής προφορικών μαρτυριών.
Η δουλειά της Ομάδας οργανώθηκε κατά θεματικές, με κύριους άξονες α) τη δεκαετία του ’40, με άλλα λόγια, το βίωμα της Κατοχής και το τραύμα του Εμφυλίου, β) την Καθημερινή Ζωή σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Αθήνας από τον Μεσοπόλεμο και, κυρίως, από τη δεκαετία του ’50 και έπειτα,  γ) τη Μετανάστευση, που ειδικά τα τελευταία χρόνια έχει επιφέρει τεράστιες αλλαγές στη δημογραφία της περιοχής.
Όσοι από μας προτιμήσαμε τη θεματική ομάδα της Καθημερινής Ζωήςξεκινήσαμε αναζητώντας όψεις της Κυψέλης που σήμερα έχουν λησμονηθεί και ίχνη του παρελθόντος  που επιβιώνουν στην καθημερινότητα των σημερινών κατοίκων της. Βρήκαμε πολύ περισσότερα: ανθρώπους κάθε ηλικίας πρόθυμους να μας μιλήσουν για τη ζωή τους και τη γειτονιά τους, να μας δεχτούν στα σπίτια τους ή στον επαγγελματικό τους  χώρο και να μοιραστούν μαζί μας, με απλότητα και αμεσότητα, προσωπικές εμπειρίες τους από την Κυψέλη. Και ακόμη, ανθρώπους που συχνά επιχειρούσαν με νηφαλιότητα, αλλά και χιούμορ, τη σύγκριση του χθες με το σήμερα, με το τώρα της κρίσης εν τη γενέσει της. Οι αφηγήσεις τους αναφέρονται σε πλήθος επί μέρους θεμάτων, όπως η ανοικοδόμηση και η σταδιακή αλλαγή του αστικού τοπίου, η οικογενειακή ζωή, η εργασία, η εκπαίδευση, οι συνήθειες, η ψυχαγωγία και η διασκέδαση, τα νεανικά στέκια, οι επαγγελματίες της περιοχής, με άλλα λόγια, φέρνουν στην επιφάνεια τα πολλά πρόσωπα της Κυψέλης επανεξετάζοντας τις ωραιοποιήσεις του παρελθόντος και τους στερεοτυπικούς – αρνητικούς – χαρακτηρισμούς που ολοένα και συχνότερα πια συνηθίζεται να της αποδίδουν" Κ.Κ.


Η καθημερινή ζωή στην Κυψέλη – Οι μαρτυρίες

Το  τοπίο ή από...τη στάνη στο διαμέρισμα

[...] Στάνη υπήρχε και εδώ στην οδό Κυψέλης [...], που είναι τώρα τα λουλούδια που εδώ πουλάνε; Μεταξύ Ιθάκης και Ύδρας. Ήταν μαντρί. Στην Κατοχή ήταν αυτό [...]Το κοπάδι το έβγαζε έξω στην Κυψέλης. Τα πρόβατα διέσχιζαν την Κυψέλης και το τραμ ανεβοκατέβαινε. Τέτοιες φωτογραφίες μπορούσαμε να είχαμε; Μόνο στη μνήμη μου τα έχω αυτά τα πράγματα. [Σ.Μ.]

Η  περιοχή δεν έχει  καμία σχέση [αρχές του ’50] με αυτό που είναι  τώρα. Κατ’ αρχάς όλα τα σπίτια ήταν μονώροφα.  Δεν υπήρχε καν διώροφο. ΄Η μονώροφα με υπόγεια λόγω της κλίσης του εδάφους [...]Υπήρχαν πολλά άκτιστα οικόπεδα , τεράστια, στα οποία παίζαμε βέβαια. Οι  δρόμοι ήταν όλοι χωματόδρομοι και ψιλογκρεμοί , μονοπάτια στις ανηφόρες.
Υπήρχε πολύ πράσινο , πολλά δένδρα. Στον  κήπο μου είχαμε είκοσι εννέα πεύκα μεγάλα, χώρια αμυγδαλιές, ελιές,  ροδακινιές [...] Και  βεβαίως εκεί  πέρα υπήρχαν  σαράντα κότες, όταν  ήμασταν  μικρά  υπήρχε η κατσίκα για το γάλα, γιατί η  μάνα μου  δεν είχε εμπιστοσύνη στην ΕΒΓΑ, και  παίζαμε  κιόλας με τα ζώα. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον αυτό, άλλο αν τα σφάζαμε το Πάσχα, άλλο αυτό.     [Κ.Τ.]
 
Εγώ ήρθα απ’ την Ρουμανία, το Βουκουρέστι το... του Αγίου Δηµητρίου το 1947. Ως τότε ήµουνε στο Βουκουρέστι, εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγαινα στο σχολείο, αλλά μετά ήρθαν έτσι, ο πόλεμος, τα διάφορα κι είμαστε αναγκασμένοι να φύγουμε. Ήρθαμε µιά μέρα βροχερή και - το θυµάµαι πολύ καλά - που όταν φτάσαμε στον Πειραιά έλεγα της µαµάς µου, «Εδώ είναι χωριό, πάμε να φύγουμε πίσω». Ήρθανε οι φίλοι... οι θείοι µου, µας πήρανε στο σπίτι τους, εδώ στην Κυψέλη, Κύπρου 66, που ήταν ένα τριώροφο σπίτι µε κηπάκο, αλλά η Ιωάννου Δροσοπούλου και η Επτανήσου ήτανε χωµατόδροµοι. Και κλάμα, κακό εγώ, δε λέγεται. Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε η ξαδέλφη µου, η πρώτη µου ξαδέλφη και µε πήγανε στη Φωκίωνος Νέγρη που ήτανε ε...τότε μόλις είχε βγει...είχε γίνει το Σελέκτ...εδώ, στην γωνία Φωκίωνος Νέγρη και Επτανήσου και εγώ τα ’βλεπα όλα σαν παλιατζούρες. [...] [Α.Λ.]

Η οδός Δροσοπούλου ήταν άστρωτη, ήταν χωράφι. Απέναντι είχαμε άλλα χωράφια που είχανε γαζίες, μοσχοβόλαγε ο τόπος. Πολύ ωραία ήτανε. Διώροφα, μονοκατοικίες, τότε είχαν αρχίσει κάποιες πολυκατοικίες αραιά και που. Το πιο ψηλό σπίτι ήταν τριώροφο… [Τ.Ζ.]

 [...] Η γειτονιά έχει [αρχές του ’50] αυτά τα ελάχιστα σπίτια που μένουν ακόμα, η Σπετσών, κάτι διώροφες πολυκατοικίες και κάτι τέτοια, αλλά έχει και πάρα πολλά φτωχά σπίτια, δηλαδή αυτό το...καγκελόπορτα με την εσωτερική αυλή και γύρω γύρω τα δωμάτια και...τα κεραμίδια. Η γωνία Ευβοίας και Σπετσών ανεβαίνοντας δεξιά ...ήτανε μία σειρά από χαμηλά σπιτάκια, δηλαδή εμείς στο σπίτι μας από τον πρώτον όροφο βλέπαμε όλο τον Υμηττό και τον Λυκαβηττό και, αν σκύβαμε, απ’ το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου βλέπαμε και την Ακρόπολη[...]    [Π.Π.]

Ο χειμώνας ήταν έξω δηλαδή πολύ δύσκολο να κυκλοφορήσεις στη γειτονιά όταν έβρεχε, ειδικά διότι δεν υπήρχε αποχέτευση ομβρίων. Όλη η Κυψέλη ήταν κάπως ορεινή. Από τότε που ρίξαν  την άσφαλτο, γιατί παλιά όταν ήταν το χώμα ρούφαγε και λίγο, εντάξει, αλλά μετά που ασφαλτοστρώθηκαν οι δρόμοι, όλο το νερό , έπρεπε να πατήσεις σχεδόν μέχρι το γόνατο για να περάσεις [...] Το καλοκαίρι έκανε πάντα ζέστη [...] Είχα τύχει σε καύσωνα που ανέβαινα την οδό Δοιράνης και είχε λιώσει η άσφαλτος και έτρεχε σαν ποταμάκι, και θυμάμαι μου άρεσε να πατάω πάνω στην άσφαλτο και πήγα σπίτι με τα παπούτσια  τέτοια, και έφαγα το ξύλο της αρκούδας. Τέτοια ζέστη. Απλώς ήταν υποφερτά γιατί ήταν ανοικτά, φύσαγε αέρας, ήταν τα σπίτια μικρά, κυκλοφορούσε ο αέρας, δεν είχε τις αντανακλάσεις αυτές που έχει τώρα με τα μπετά και κυρίως δεν είχε τα κλιματιστικά που βγάζουν τη ζέστη έξω. Ήταν πολύ υποφερτά. Ειδικά με ένα καπέλο δεν είχες καν πρόβλημα, έλεγες, κάνει ζέστη, είναι καλοκαίρι. Τώρα είναι ανυπόφορα σχετικά στις μέρες του καύσωνα. [Κ.Τ]

[…] Έτσι μετακινηθήκαμε εκεί [Φωκίωνος Νέγρη και Ζακύνθου, αρχές του ’50],στον 4ον όροφο, είχαμε όλοι πια τα δικά μας δωμάτια, λουτρό, δηλαδή,  αν και το σπιτάκι μας της Καλλιθέας είχανε γίνει διάφορες επισκευές και είχαμε αρκετές ευκολίες,  αυτό [το διαμέρισμα] ήτανε κτισμένο για μια  αστική οικογένεια που ζούσε... ήθελε να ζήσει λιγάκι πιο σωστά τη ζωή της.  Βεβαίως δεν ήταν πολύ σπουδαία αρχιτεκτονικά η πολυκατοικία, τώρα το λέω  με απαιτήσεις αρχιτεκτονικές εγώ, αλλά είχε μεγάλη υποδοχή, φανταστείτε 13 μέτρα μήκος όπου χωριζότανε σε σαλόνι, ας πούμε, και τραπεζαρία, τα υπνοδωμάτιά μας με βεραντάκια κι αυτά, και κυρίως πολύ φωτεινή κουζίνα για τη μητέρα μας, η οποία  ήτανε κλασική νοικοκυρά,  έμενε μέσα, είχε και τη...μία βοηθό τότε ( έτσι πάντα που συνηθιζότανε), με τα βοηθητικά της δωμάτια, με τα μικροδωματιάκια για πρόχειρη τραπεζαρία…είχε όλες τις ανέσεις  και κυκλοφοριακά είχε και τη μυστική κυκλοφορία εσωτερικά και την επίσημη από την άλλη μεριά. Βέβαια ήταν μεγάλος ο περιορισμός της μητέρας μου, πέρα από το ότι είχε πολύ ωραίο φως και  θέα προς τα Τουρκοβούνια, ήτανε εσωτερική η κουζίνα οπωσδήποτε, δεν είχε το περιβολάκι της... κοτούλες, την πρασινάδα της που έκοβε από τα...μέχρι και μαρουλάκια, τα μυρωδικά φυτά και όλα αυτά, αλλά είχε και μια ξεκούραση πια, όπως μεγάλωνε η οικογένεια και οι γονείς, δεν είχε τις αυλές, δεν είχε το πεζοδρόμιο, τα σκαλοπατάκια να πλένει, να κάνει, να σφουγγαρίζει  - ήτανε δηλαδή μια διαφορετική ζωή που αρχίζαμε  να κάνουμε. [Μ.Φ.]

[...] για πολλά χρόνια ήταν πολύ ωραία η Κυψέλη. Τώρα λίγο είναι πιο δύσκολη η κατάσταση, έχει αλλάξει πάρα πολύ. Το γνωστό, δεν γνωριζόμαστε πλέον. Λίγους γνωρίζουμε στην πολυκατοικία. Μπήκαμε το ’67, ’68 μπήκαμε εδώ, στην πολυκατοικία. Καινούργια, δηλαδή, τότε μας παραδόθηκε. Δώσαμε αντιπαροχή το σπίτι και μπήκαμε εδώ. Και τότε είμαστε όλοι γνωστοί, ήταν διαφορετικά. Μετά σιγά-σιγά έχει αλλάξει το τοπίο. Ε, είναι πολλοί. Και ξένοι και Έλληνες. Που δεν ξέρουμε δηλαδή. Δεν είναι μόνο οι ξένοι. Δεν είναι θέμα. Με ξένους έχουμε πολύ καλές σχέσεις μέσα στη πολυκατοικία, δεν υπάρχει, δηλαδή, δεν είναι αυτό το πρόβλημά μας. Και άλλαξε η γειτονιά. Ε, δεν νιώθεις πια το ίδιο καλά όπως ήταν παλιά. [Α.Π.]

Τώρα γνωρίζω ότι υπάρχουν ξενοίκιαστα διαμερίσματα και δεν νοικιάζονται, γιατί δεν θέλουνε ξένους, γιατί, λέει, το νοικιάζεις σε δύο και μένουνε δώδεκα, ξέρω ’γω. Πέρασε μία κυρία η οποία μου λέει ότι έχει βγάλει φωτογραφίες εδώ όταν ήταν μαθήτρια, το γάμο της, την κόρη της, το γάμο της κόρης της και έχει βγάλει και την εγγονή της. Ε, λέω, πού είστε; Α, μου λέει, έχω φύγει. Έφυγαν οι κυψελιώτες ή οι της Φωκίωνος Νέγρη. [Σ.Κ.]

Η γειτονιά

[...] οι μόνοι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι στην Κυψέλη ήταν η Κυψέλης και η Σπετσών [...] εμείς, εγώ κι ο αδερφός μου που είναι δυο χρόνια μικρότερος, θυμόμαστε τη Σπετσών ασφαλτοστρωμένη [δεκ.’50], η Κερκύρας ήτανε ρέμα και μας φαινότανε τεράστια, πολύ φαρδιά, γιατί είχε και χαμηλά σπίτια και άχτιστα οικόπεδα και...όταν φτάναμε  μόνοι μας μέχρι την Κερκύρας ήτανε μεγάλο ταξίδι...και ήταν ένας αχανής δρόμος σαν μεγάλο οικόπεδο, με αραιά σπιτάκια, με κάτι μικρές ταβέρνες εκεί που ανέβαινε η Ευβοίας προς τα Τουρκοβούνια.    (Π.Π.)

[...] τα προσφυγικά του Πολυγώνου [...] ήτανε πιο χαμηλά απ’ το επίπεδο του δρόμου, δηλαδή εμείς για να πάμε να παίξουμε στο Πεδίο του Άρεως ή στην τότε ονομαζόμενη αλάνα, όταν διασχίζαμε τη Ζακύνθου μέχρι απάνω, κατέβαινες, πέρναγες μέσα απ’ τη γειτονιά που ήτανε προσφυγικά σπιτάκια με δρομάκια και όλα αυτά και ξανανέβαινες μπροστά από τη σχολή Ευελπίδων[...] Εκεί ήτανε μια συνοικία με άπειρο κόσμο μέσα  [...] Ήταν πολύ μικρά σπιτάκια, ελάχιστα, τα οποία τα είχανε χτίσει βέβαια, οι στέγες ήτανε τσίγκος κλπ, στην αρχή ήτανε όλο και πιο φτωχά, αλλά μετά κάπως...[...] και εκεί τα παιδά παίζαν στον δρόμο κλπ, περνάγαμε μέσα από μία άλλη συνοικία για να βγούμε στο Πεδίο του Άρεως. Ήτανε μια άλλη, εντελώς διαφορετική γειτονιά  που οι άνθρωποι πηγαίναν στις δουλειές τους και γύριζαν το βράδυ [...]                  (Π.Π.)

Κατά τη γνώμη μου, μετά το σεισμό του 1981 σιγά -σιγά έχουμε μια βαθμιαία αποχώρηση των παλαιών κατοίκων της περιοχής. Η αλήθεια είναι ότι είχε χτιστεί πάρα πολύ η Κυψέλη με πολυκατοικίες πενταώροφες και εξαώροφες, δεν υπήρχαν ελεύθεροι χώροι, δεν υπήρχε πράσινο, δεν υπήρχε πάρκινγκ, γενικά οι συνθήκες ήτανε ασφυκτικέ ...Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αρχές δεκαετίας του ’90 έρχεται το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα που είναι Αλβανοί, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Πολωνοί δηλαδή μετανάστες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Εγκαθίστανται κυρίως στα υπόγεια και στα ισόγεια των πολυκατοικιών, όπου τα ενοίκια είναι φτηνά. Και αρχίζουν να εργάζονται, οι άντρες κυρίως  ως οικοδόμοι και οι γυναίκες ως οικιακές βοηθοί. Το δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα έρχεται προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και αρχές του 2000 και είναι μετανάστες κυρίως από χώρες της Αφρικής. Αλλάζει το τοπίο της γειτονιάς. Αρχίζουν, όχι αρχίζουν γιατί είχαν αρχίσει, είπαμε, από το ’81, αλλά σιγά-σιγά αποχωρούν οι παλαιοί κάτοικοι και αλλάζει η κοινωνική σύνθεση της γειτονιάς. [Μ.Μ.]

Κοίταξε, αλλάζει το περιβάλλον αισθητικά μόνο, δηλαδή το μόνο ζήτημα που τίθεται είναι αυτό, είναι σαν ανάποδο γαμώτο εδώ πέρα, δηλαδή δεν έχει τίποτα , πουθενά, το μόνο που έχει είναι το πάρκο Κύπρου και Πατησίων, όπου και με χίλια ζόρια κρατήθηκε, γιατί τώρα έχουν κόψει το νερό, φαντάζομαι να το ξέρεις αυτό, ο δήμος έχει κόψει την υδροδότηση στην Κύπρου και Πατησίων και απ' την άλλη έχουν μαζευτεί και ντιλέρια ας πούμε υπάρχει γενικά μια μάχη του πάρκου με τους κατοίκους, οι κάτοικοι δεν πάνε στο πάρκο οπότε ξέρεις. Αυτό δεν υπάρχει λίγο ομορφιά. [Σ.Ρ.]

Οικογενειακός προϋπολογισμός

[...] η γιαγιά μου λοιπόν [...] κανόνιζε τα πάντα.
Ο μπαμπάς μου, ας πούμε, ερχόταν και της άφηνε το…ημερομίσθιο, έπαιρνε τότε…στο δωμάτιό τους μέσα, όπου ήταν ένας μεγάλος καθρέπτης… στο περβάζι στον καθρέπτη, κάθε βράδυ, ερχόταν και άφηνε το ημερομίσθιο και από 'κει η γιαγιά κανόνιζε, ας πούμε, για τα ψώνια, για το ένα και το άλλο, για τι θα πάρουμε για 'μας, όποιος χρειαζόταν κάποιο ρούχο, η γιαγιά κανόνιζε όλα. [Α.Π.]

Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα…είχε μαθητεύσει σε ένα μοδιστράδικο στην Κυψέλη και συγκεκριμένα στη Φωκίωνος Νέγρη και από 15 χρονών είχε ξεκινήσει και ασκούσε το επάγγελμα της μοδίστρας...το ένα από τα δωμάτια του σπιτιού ήτανε το εργαστήριο της. [...] Εκείνη την εποχή, υπήρχανε κορίτσια που τελείωναν το δημοτικό, δεν συνέχιζαν, δεν πήγαιναν στο γυμνάσιο αλλά οι γονείς τους έρχονταν και ζητούσαν από τη μητέρα μου να τις πάρει για να μαθητεύσουν στο εργαστήριό της. Λοιπόν, είχε η μητέρα μου τέσσερα – πέντε κορίτσια …από 12 έως 16 ετών …τα οποία έρχονταν και μάθαιναν από τις απλές τις βελονιές μέχρι το μάθημα της κοπτικής, που ήτανε μετά το δεύτερο χρόνο [...] Θυμάμαι ότι στην αρχή κάθε σαιζόν, δηλαδή Οκτώβριο, Ιανουάριο ή ξέρω ‘γω…καλοκαίρι, Ιούνιο, πήγαινε και αγόραζε όλα τα γαλλικά φιγουρίνια που είχανε μέσα όλη την καινούργια μόδα της εποχής και έρχονταν οι κυρίες, οι πελάτισσες της, ξεφύλλιζαν τα φιγουρίνια συζητούσανε για το τι θέλανε να ράψουνε, συνήθως ήτανε τα παλτά και τα φουστάνια το χειμώνα, τα καλοκαιρινά ρούχα το καλοκαίρι και τα μαντώ και τα «ντεμι- σεζόν» το φθινόπωρο. Πολλές φορές πηγαίνανε και ψωνίζανε μόνες τους οι πελάτισσες τα υφάσματα.… στη γειτονιά υπήρχαν πάρα πολλά μαγαζιά με υφάσματα. Πουλούσαν υφάσματα με το μέτρο. Εκείνη την εποχή δεν ήτανε πολύ εύκολο να βρεις prêt-a-porter, δηλαδή το έτοιμο να φορεθεί, όπως βρίσκεις σήμερα και οι γυναίκες, ιδίως οι αστές, είχανε την άποψη ότι άλλο πράγμα ήτανε το ετοιματζίδικο, το οποίο δεν στρώνει απόλυτα στο σώμα και άλλο πράγμα είναι το ραμμένο στο σώμα σου. [Μ.Μ.]

[τα μικρότερα μαγαζιά] κλείσανε, αλλά τώρα έχει ανοίξει ένα μαγαζάκι εδώ, Αγία Ζώνης, δύο τετράγωνα πιο πάνω από ’µας, το οποίο άνοιξε και τεφτέρι [...] Ήτανε μια κυρία πριν από µένα, «Γράψ’ το µου σε παρακαλώ». Και βλέπω βγάζει το τεφτέρι και τα γράφει. Και έμεινα µε το στόμα ανοιχτό γιατί πριν, όταν ήρθα κι εγώ απ’ την Ρουμανία, ήταν ένας..εδώ, Ιωάννου Δροσοπούλου, ένας μπακάλης, κι αυτός, «γράψ’ το µου» ήτανε και µου έκανε εντύπωση, λέω, «Κοίτα πώς γυρίσαμε στα παλιά!»[...]Μου ’κανε εντύπωση. Και μάλιστα τον ρώτησα και µου λέει, «Τι να κάνομε, να βοηθάμε λίγο και τον κόσμο».  [Α.Λ.]

Τα παιδικά χρόνια

Άλλη μια φορά, ε, ίσως αμέσως μετά την Κατοχή, ε, δεν είχα παπούτσια. Γιατί μεγάλωνα, όπως όλα τα παιδιά. Κι η μητέρα μου είχε μια δερμάτινη τσάντα, με την οποία, θα την πήγαινε στον τσαγκάρη της γειτονιάς, που θα έκοβε το δέρμα από ‘κει να μου κάνει παπούτσια. Α, ήμουνα μικρός και μιλούσα αρκετά, και μου έλεγε η μητέρα μου, “Τώρα, μη φωνάζεις στο δρόμο που θα τους δεις, πού πάμε.” Ότι πάμε, δηλαδή, την τσάντα στον τσαγκάρη, να την κόψει και να μου κάνει παπούτσια. [Χ.Κ.]

Ήμασταν  όλοι υπό την κηδεμονία της γειτονιάς, δηλαδή αν φεύγαμε από την γειτονιά  πηγαίναμε πιο μακριά  σε έβλεπε  κάποιος  και σου έλεγε, τι δουλειά έχεις εδώ, πήγαινε γρήγορα στο σπίτι σου. Ήμασταν πολύ  προστατευμένα. Βέβαια δεν υπήρχε η εγκληματικότητα.  [Κ.Τ]

[...]΄Ενα από τα παιχνίδια μας [αρχές του ’50]  ήτανε όταν ερχότανε το συνεργείο του Δήμου να κλαδέψει τα κλαριά, παίρναμε τις βέργες και κάναμε τόξα. Αυτό ήτανε ΤΟ κλασικό παιχνίδι, όταν γινότανε το κλάδεμα. Όλα τα παιδιά της Κυψέλης. Παίζαμε ποδόσφαιρο στη Σπετσών και βάζαμε πέτρες που παίρναμε από την Ευβοίας που ήτανε χωματόδρομος [...] και κάναμε τα τέρματα. Τα αυτοκίνητα, όταν περνάγανε, δεν ενοχλούσανε βέβαια, γιατί περνάγανε ένα αυτοκίνητο κάθε τόσο. Και οι πέτρες μένανε για την επόμενη μέρα [...] Δεν υπήρχε θέμα να μετακινηθούν οι πέτρες που όριζαν τα γκολπόστ, γιατί δεν πέρναγαν αυτοκίνητα. [Π.Π.]

Λοιπόν ο ελεύθερος χρόνος ήτανε πολύ παιχνίδι με τα παιδιά της γειτονιάς και μάλιστα μετά τα έξι μου χρόνια που μετακομίσαμε στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας, έπαιζα με τα παιδιά που μέναμε στην ίδια πολυκατοικία. Συγκεκριμένα παίζαμε το κρυφτό το κυνηγητό, όλα τα παιχνίδια μέσα στην πολυκατοικία. Ανεβοκατεβαίναμε σκάλες, υπήρχε και η σκάλα της υπηρεσίας, το ασανσέρ...Ακόμα πηδούσαμε και φράχτες πολυκατοικιών και κρυβόμασταν σε άλλη πολυκατοικία. Δεν μας ενοχλούσε, δηλαδή αυτό ότι μέναμε σε πολυκατοικία. Μαζευόμασταν στο υπόγειο, που υπήρχε ένας τεράστιος χώρος, μάλλον είχανε προβλέψει για καταφύγιο  και παίζαμε, διάφορα παιχνίδια από «πινακωτή» μέχρι «στρατιωτάκια ακούνητα – αμίλητα-αγέλαστα». Λοιπόν πολύ παιχνίδι και επίσης πολύς κινηματογράφος. Η γειτονιά ήτανε γεμάτη κινηματογράφους...Θυμάμαι το «Αελλώ», τον κινηματογράφο «Αελλώ», που υπάρχει μέχρι σήμερα σε άλλη μορφή, το  «Broadway”, θυμάμαι το  “Select”, την «Άντζελα», την «Αλόη», το «σινε Μοντ», την «Αμαλία» που ήταν στην οδό Δροσοπούλου...Τα περισσότερα από αυτά δεν υπάρχουν σήμερα. [Μ.Μ.]

Τα ηλεκτρονικά παιγνίδια μπήκαν [στη ζωή μου] όταν εμφανίστηκαν, δηλαδή το ’90, φαντάσου ότι play station 1 παίζαμε με το Γιάννη το ’96 ή όχι, παίζαμε και segamega drive, εγώ. Βασικά εγώ πήγα και σε αμιγκάδικα, ο πρόγονος του ίντερνετ καφέ, που έχετε και εδώ από κάτω. Εγώ λοιπόν έχω κάψει ως και σε αμιγκάδικα, Amiga ήταν ένα παλιό pc, Amiga ήταν μια εταιρία που έβγαζε υπολογιστές στους οποίους έπαιζες κυρίως παιγνίδια και λεγόταν Amiga,είχε Amiga 500, Amiga 1200, 1800 και υπήρχαν πως είναι σήμερα ένα ίντερνετ καφέ αλλά παλαιολιθικό, δηλαδή άσπρος τοίχος. [Σ.Ρ.]

Αναμνήσεις από τη σχολική ζωή

30ό Δημοτικό σχολείο, απέναντι απ’ τα παπάκια. Ζει ακόμα [η κα Μαρία, δασκάλα της Α΄Δημοτικού], περνάει καμιά φορά [...] και τρέχουν τα μάτια, εντάξει, ο.k.[…] Είχαμε πραγματικούς δασκάλους τότε [...] Σταθόπουλος, Μοσχανδρέου, Σαντίκος, «ονόματα» αυτά στη Φωκίωνος, ήταν πασίγνωστοι λόγω του σχολείου και για την αυστηράδα τουςTη   μέρα της αποφοίτησης, 12/6, την έχουμε «ζουρ φιξ» κάθε χρόνο [Σ.Κ.]

Δηλαδή, πήγαινα στο Γυμνάσιο, ήξερε [η μητέρα] ότι σε πέντε λεπτά έπρεπε να είμαι σπίτι από την ώρα που σχόλαγα. Περνάγανε τα πέντε λεπτά, στα επτά λεπτά έστελνε τον πατέρα μου φυσέκι στην Αγίου Μελετίου να δει αν έρχομαι. Ε, και μετά με τα ήθη που αλλάξανε δεν είχαμε πολλές ελευθερίες, γιατί φοβόνταν οι γονείς πάρα πολύ. Να σκεφτείς η αδερφή που γεννήθηκε το 1943, όταν πήγαινε στο Γυμνάσιο, πόσο χρονών ήταν; Που κάνανε την εκδρομή της Πέμπτης Γυμνασίου, έτσι; Την πενθήμερη. Ε, δεν την άφησε η μητέρα μου να πάει. Δεν την άφηνε να πάει ούτε αυτή την εκδρομή. Και θυμάμαι που καθόταν και έκλαιγε στο παράθυρο όλη μέρα. [Σ.Μ.]

[το 8ο Γυμνάσιο] ήταν ένα απ’ τα καλύτερα [σχολεία]. Ήταν δημόσιο γυμνάσιο με τεράστιους χώρους, με μεγάλη άνεση, με πολύ ωραία αυλή, με εκκλησάκι που το γιορτάζαμε Μιχαήλ και Γαβριήλ κάθε χρόνο, με θέατρο, με εργαστήρια, με πολλά πράγματα που δεν είχαν άλλα γυμνάσια...Είχε εξαιρετικούς και καθηγητές και γυμνασιάρχες.…Ήταν εξαιρετικοί και πολύ αυστηροί…Μπορούσανε ακόμη και να χειροδικήσουν…Είχα υποστεί μερικές απ’ τις αυστηρές τους τιμωρίες. [Τ.Ζ.]


Βέβαια, εγώ από την αρχή ως το τέλος, ως την Γ’ Λυκείου, φορούσα την ποδιά. Τέλειωσα το σχολείο με την ποδιά. Ομολογώ ότι, κυρίως στην εποχή της εφηβείας δεν μου άρεσε αυτό. Ήθελα να φοράω τα ρούχα μου, ήθελα να διαλέγω κάθε μέρα το ρούχο που θα φορούσα για να πάω στο σχολείο [...] Και δεν ήτανε μόνο η ποδιά… Ήτανε η κορδέλα που έπρεπε να τραβάει πίσω τα μαλλιά, να μην υπάρχουν αφέλειες, ήτανε η κάλτσα –  δεν μας επέτρεπαν να φοράμε νάιλον κάλτσες – η κάλτσα έπρεπε να είναι ώς το γόνατο, το παπούτσι έπρεπε να είναι ίσιο, η ποδιά έπρεπε να είναι κάτω από το γόνατο, έπρεπε να υπάρχει σήμα του σχολείου και επιπλέον να φοράμε και ζώνη από το ίδιο ύφασμα με την ποδιά... Δηλαδή ήτανε όλα απόλυτα προγραμματισμένα. Κι αυτό δεν μου άρεσε…Ήθελα να επιλέγω την εμφάνισή μου. [Μ.Μ.]

Μεγαλώνοντας στην Κυψέλη

[...] δεν υπήρχαν τα ραντεβού, δεν είχαμε ραντεβού, δεν βγαίναμε, εγώ όταν πήγαινα στο μάθημα, μια φορά τη βδομάδα, δύο, περνούσα από κει, μια καλησπέρα, μία αυτή, τρεχάλα, γιατί η μάνα μου ήξερε, εφτά με οκτώ κάνω μάθημα, πόση ώρα θα κάνω να πάω, θα κάνω να γυρίσω και τα λοιπά. [Β.Λ.]

[...] Ναι, τραγουδούσαμε στα πάρτι [...] είχαμε φίλους που είχανε κιθάρα, ένας και αργότερα δύο, ε, τραγουδούσαμε, τραγουδούσαμε. Ε, όταν είχαμε...στ’ αυτοκίνητο που πηγαίναμε εκδρομές, που μεγαλώσαμε και υπήρχε αυτοκίνητο, ε, τραγουδούσαμε στις παραλίες, τραγουδούσαμε, τραγουδούσαμε πάρα πολύ. Στις ταβέρνες τραγουδούσαμε, πηγαίναμε και τα λοιπά.  [Α.Π.]

[...] και μου λέει, "Θέλεις να συναντηθούμε στην Φωκίωνος;" πάντοτε η Φωκίωνος ήτανε, λέω "Ναι" -πως µου ’ρθε και μένα- τέλος πάντων, λέω..."Είπα της μαμάς µου ότι σε γνώρισα και έφαγες επτά παγωτά και ήθελε να σε γνωρίσει." Ε, τέλος πάντων, "Ντρέπομαι," λέω, "πως θα με γνωρίσει η μαμά σου;" Λέει, "Έλα πέντε λεπτά να σε γνωρίσω." Λέω, "Καλά." Πήγα πάνω πέντε λεπτά, η πεθερά µου δεν ήξερε καλά ελληνικά, διότι είναι Αιγυπτία. Ήταν κόρη πασά και την έκλεψε ο πεθερός µου κι έτσι δεν ήξερε καλά, εκεί, η πεθερά μου ελληνικά. Με θαύμασε που έφαγα επτά παγωτά, διότι εκείνη δεν επέτρεπε στους γιούς της να φάνε επτά παγωτά. Ε, και τέλος πάντων, συνεχίσαμε την βόλτα, μετά από δυο χρόνια αρραβωνιαστήκαμε και παντρευτήκαμε, αυτό. [Α.Λ.]
       
[...] το άλλο χαρακτηριστικό επίσης του Πανελληνίου, γιατί λέγαμε ότι ήταν και μεγαλοαστική           περιοχή...Στην Αθήνα, υπήρχαν δύο χώροι τέννις, ο σύλλογος του τέννις δίπλα στο κολυμβητήριο [στον Φωκιανό, στο Στάδιο], που ήταν και υποτίθεται έτσι...αριστοκρατικός       σύλλογος και το άλλο τέννις ήταν στον Πανελλήνιο.  Είχε τα περίφημα γήπεδα τέννις, με          εντευκτήριο, που ήταν λέσχη και πήγαιναν διάφοροι κύριοι, ήταν λέσχη χαρτοπαικτική, όχι κακόφημη (γέλιο), «καλόφημη», αλλά συνδυασμός λέσχης κάποιου κόσμου εισοδηματικά άνετου, συν το τέννις             μπροστά, έδινε και μια έτσι... ένα...μια γκλαμουριά στην περιοχή τότε (γέλια). Είχε δε πολύ πλάκα, διότι ήτανε λαϊκός κόσμος, αθλητές πάλης, π.χ. που ήτανε, προερχόντουσαν από πιο λαϊκά στρώματα, αθλητές μπάσκετ και στίβου, που ήτανε από όλες τις           κατηγορίες και οι πιο αριστοκράτες παίζαν τέννις μπροστά! (γέλια).
Ήταν ένας μικρόκοσμος η Κυψέλη, είχε όλες τις τάξεις, ας το πούμε, εκείνη την εποχή[Γ.Σ]

[...] χωρίς να έχουμε αντίληψη ότι είμαστε στο κέντρο της πόλης ούτως ή άλλως μας επηρέασε ότι ήμασταν στο κέντρο της πόλης, εκ των υστέρων αναχρονιστικά, αν σκεφτείς , δεν σκεφτόμουν τότε ότι ήμουν στο κέντρο της πόλης, αλλά ήμουν στο κέντρο της πόλης και είχα πρόσβαση σε περισσότερα ερεθίσματα ή οτιδήποτε, ναι αυτό. Από την άλλη είναι το κλασσικό πόλης και επαρχίας ας πούμε, ξέρεις πιο έξω είναι πιο ήρεμα, πιο μέσα είναι πιο έντονα, κάτι τέτοιο. Εντάξει όσο μεγαλώναμε σίγουρα χρησιμοποιήσαμε το κέντρο της πόλης περισσότερο. [ Σ.Ρ]

Αιώνιοι αντίπαλοι

[...] Και δύο μεγάλα στρατόπεδα, οι Ολυμπιακοί και οι Παναθηναϊκοί [...].δηλαδήεγώ θυμάμαι, και έχω και φωτογραφίες, την μπάντα του Δήμου Αθηναίων να παίζει εδώ μπροστά [συμβολή Φωκίωνος Νέγρη και Θήρας, στο φωτο Elite] διάφορα, επειδή πήρε ο Παναθηναϊκός το πρωτάθλημα και οι κολόνες της ΔΕΗ αυτές [δείχνει έξω από το φωτογραφείο] και τα φωτιστικά να έχουνε λάβαρα του Παναθηναϊκού [γέλια], τέτοιο πράγμα, και οι Ολυμπιακοί κόντρα από πάνω μεριά ας πούμε, δηλαδή από την πλατεία. Εκεί οι Ολυμπιακοί, εδώ οι Παναθηναϊκοί, γινότανε χαμός, αλλά....υπήρανε ονόματα, δηλαδή ο Αντωνάκος, ο Μπλούλης, τότε μεγάλοι για μας, έτσι; Ήτανε τρελοί Παναθηναϊκοί, δηλαδή [...] να πληρώνει, γιατί τους πλήρωσε, νά έρθει η ορχήστρα εδώ του Δήμου και ντάμπα ντούμπα όλο το βράδυ, επειδή ο Παναθηναϊκός πήρε το πρωτάθλημα. Και βέβαια εμείς, η πιτσιρικαρία και οι νεολαίοιαπό δίπλα να χαζεύουμε[...] και να συμμετέχουμε λίγο με φωνούλες, όλα αυτά... [Σ.Κ.]

1965, που παίρνει ο Ολυμπιακός το πρωτάθλημα. Θυμάμαι λοιπόν τη Φωκίωνος Νέγρη μια σωρεία τραπεζιών ενωμένων, σε διάφορες ταβέρνες, δηλ. φαντάσου τα τραπέζια να πιάνουν 30 – 40 μέτρα, δηλ. οι ταβέρνες να έχουν τα τραπέζια και πάνω λαμπιόνια, όπως βλέπουμε στις ταινίες,     αν θυμάσαι στη «Στέλλα», με σημαιάκια του Ολυμπιακού και ο κόσμος να γλεντάει και να πίνει κ.τ.λ. και να τραγουδάει τραγούδια εκεί [...] μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν ας    πούμε το κέντρο των Ολυμπιακών της Αθήνας η Φωκίωνος. Νέγρη (γέλια).   [Γ.Σ.]


Διασκεδάζοντας στη Φωκίωνος Νέγρη – και όχι μόνο

[...] αν εξαιρέσει κανείς την Πλάκα, που πάντα μάζευε κόσμο για διασκέδαση, που     ήταν και οι       μπουάτ και όλα αυτά, νομίζω η δεύτερη και μάλιστα ευρύτατη σε έκταση γειτονιά διασκέδασης της Αθήνας, ήταν ο συνδυασμός πλ. Βικτωρίας, Πατησίων, Κυψέλη. [Γ.Σ.]

[...] ήτανε...το alter ego του Κολωνακίου, δηλαδή είτε Κολωνάκι παίζατε είτε Φωκίωνος παίζατε...και καμιά φορά έβγαινε και η Φωκίωνος καλύτερη απ’ το Κολωνάκι[...] ήτανε πιο χάι-κλασάτη ας το πούμε η Φωκίωνος, [Σ.Κ.]

Δηλαδή την εποχή εκείνη, τη δική μας [τέλη ’60]το μετά τις 1:00 τη νύχτα είσαι «ο αλήτης της Φωκίωνος», έτσι; Είχαμε αυτήν την ταμπέλα, οπότε δεν έπρεπε να φτάσει μία, έπρεπε να είναι, ξέρω ’γω, δωδεκάμιση, για να μην είσαι ο αλήτης της Φωκίωνος,αλλά με την τότε έννοια ο αλήτης, έτσι;  [Σ.Κ.]

[...] είμαστε…μας λέγανε « οι γιεγιέδες», αν θυμάσαι (γέλια). Η Κυψέλη ήταν η περιοχή της ξένης μουσικής, με τα συγκροτήματα, τα τότε ροκ, τα τότε ποπ κ.τ.λ. και λόγω του ότι ήταν κέντρα διασκέδασης, σινεμά, νεολαία,  πλατείες κι όλη αυτή η αίσθηση, ας το πούμε χαρούμενης απελευθέρωσης, με τα πάρτι, μ’ όλα αυτά τα πράγματα, σαν να ’μαστε λίγο πρωτοπόροι στην απελευθέρωση, στη σχέση των φύλων, να φλερτάρουμε, να κάνουμε παρέες με κοπέλες, να πηγαίνουμε μαζί και να χορεύουμε, λίγο πολύ όπως τα βλέπουμε στις ταινίες, έτσι εκεί του ’60 με το Βουτσά και τη  Λάσκαρη και τη Νόρα Βαλσάμη, τέτοιο στυλ! Έτσι!...Ναι! Αισθανόμαστε...,.και τώρα το λέω αναδρομικά, και λίγο μοντέρνοι και λίγο πρωτοποριακοί, όχι τόσο επαναστάτες, αυτό ήρθε λίγο πιο μετά (γέλια), που ήρθε και η μεγαλύτερη πολιτικοποίηση. [Γ.Σ.]

τα καλοκαίρια  στη Φωκίωνος  με τα ποδήλατα, με το Σελέκτ να ποτίζει την άσφαλτο για να δροσίσει και να χτυπάει τους δίσκους στα τραπέζια, για να φεύγουν τα πουλιά [...] κουτσουλάγανε πάνω στα τραπέζια...[Σ.Κ.]

[Στη Ρεγγίνα, στα μπιλιάρδα] όλοι οι ανήλικοι ήμασταν 18 και πάνω, για να παίζουμε μπιλιάρδα και τέτοια[...] Και το αστυνομικό τμήμα τότε δεν ήταν εδώ [στη Θήρας], ήτανε στην Υακύνθου, οπότε έπεφταν τα σήματα, «βγήκανε...», «χαίρετε» εμείς απ’ τα σφαιριστήρια (γέλια) [...] ήμασταν ανήλικοι  και τότε δεν αστειευόντουσαν, όταν μπαίνανε μέσα [η Αστυνομία]...μπαίνανε...μάζεμα, έπεφτε και καμιά ψιλή, αλλά εντάξει... έφταναν στους γονείς καμιά φορά... [Σ.Κ.]

Θυμάμαι τη Φωκίωνος Νέγρη που ήτανε από τους ωραιότερους δρόμους της Αθήνας, υπήρχανε ακόμα και εμπορικά μαγαζιά, υπήρχανε ωραίες μπουτίκ, υπήρχανε μαγαζιά με διάφορα είδη και βέβαια οι κλασσικές καφετέριες, του «Φλόκα», το «Σελέκτ»…Θυμάμαι το εστιατόριο του Παεζάνου, ένα Ιταλικό εστιατόριο, θυμάμαι το Goody’s που έγινε το 1983 στην Φωκίωνος Νέγρη και Δροσοπούλου γωνία, το 1985 λίγο πριν τις εκλογές πεζοδρομήθηκε η Φωκίωνος Νέγρη και λίγο αργότερα πεζοδρομήθηκε και η οδός Αγίας Ζώνης Ήτανε πολύ όμορφα και βγαίναμε κυρίως και πηγαίναμε στα μαγαζιά της Φωκίωνος Νέγρη. [Μ.Μ.]

[...] το παλιό ΑΤΤΙΚΟΝ ήταν το τετράγωνο Καλογερά, Σκοπέλου, Φωκίωνος Νέγρη και πλατεία. Όλο αυτό ήταν ένα κινηματοθέατρο που πρέπει να είχε φτιαχθεί το 1926 με 1930, το οποίο έγινε αργότερα τέσσερες- πέντε πολυκατοικίες. Εκεί  στο ρετιρέ έμενε ο Λάσκος με την Μπεάτα Ασημακοπούλου, πήγαινα στη δημοτικό απέναντι και κάναμε χάζι [...] μέσα σε αυτή την δεκαετία [του ’70] εξαφανίστηκε κάθε προσωπικότητα της γειτονιάς. Μείναν ελάχιστα πράγματα, και βεβαίως οι Κυψελιώτες άρχισαν σιγά-σιγά και φεύγανε. [Κ.Τ.]

[...] 
είχαμε και έναν γνωστό της οικογένειας, που ήταν ο στρατηγός Ιωάννης Αβράσσογλου, Γιάννης Αβράσσογλου. Αυτός έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912. Και όταν μεγάλωνα εγώ, δηλαδή ’45. Ήταν ήδη πολύ μεγάλος, ίσως και 90, και το σπίτι του υπάρχει ακόμα στη πλατεία Κυψέλης και απ΄ το μπαλκόνι του που ήτανε στον πρώτο όροφο, πάνω απ’ το ισόγειο, φαινόταν η οθόνη στο “Αττικόν”. Λοιπόν, όταν οι γιαγιάδες μου πήγαιναν να επισκεφτούνε τους εξαδέρφους [...] ανεβαίναμε στο μπαλκόνι κι από ’κει έβλεπα, χωρίς να ακούω βέβαια, την ταινία, την οθόνη στο...στο “Αττικό”. [Χ.Κ.]

[...] το Ριάλτο [στην οδό Κυψέλης] ήταν το καλύτερο κινηματοθέατρο των Βαλκανίων, έτσι το λέγανε τότε. Των Βαλκανίων  ήταν όντως, γιατί δεν υπήρχε άλλο. Όλοι οι άλλοι κινηματογράφοι ήταν με χαλίκι κάτω. Αυτό ήταν πλακόστρωτο, με μάρμαρα, με θεωρεία, δηλαδή υπήρχαν τα τραπεζάκια, οι καρέκλες. Κάθε δύο καρέκλες υπήρχε τραπεζάκι που έβαζες το ποτό σου. [Σ.Μ.]

Παλιές συνήθειες, νέες γεύσεις...

Παλιά παλιά ήταν τα ταβερνάκια. Ήταν στη Χανίων ένα ταβερνάκι, πήγαινε και ο πατέρας μου. Ήταν στην Ευβοίας της Χήρας η ταβέρνα [...] Εν τω μεταξύ η μητέρα μου ήταν από την Ιθάκη, έκανε πάρα πολύ ωραία σκορδαλιά. Και όποτε μάζευε τους φίλους του στης Χήρας το ταβερνάκι, το οποίο πουλούσε κρασί και κάρβουνα, η παραγγελία του προς τη μητέρα μου ήταν σκορδαλιά και μπακαλιάρο. Και διασκεδάζαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ταβέρνες ήταν η Μυκονιάτικη γωνιά στους Αγίους Αποστόλους. Δεν ήταν ταβέρνα, αυτό ήταν κέντρο διασκέδασης κανονικό. Και θυμάμαι την Μυκονιάτικη γωνιά που στην Κατοχή πηγαίναμε και τρώγαμε εκεί. Κάνανε κάποιοι φιλάνθρωποι τέλος πάντων σαν συσσίτιο και πηγαίναμε ορισμένες Κυριακές και τρώγαμε. [Σ.Μ.]

Η Κυψέλη,  η Αγορά της Κυψέλης, ήτανε ένας καταπληκτικός τόπος συγκέντρωσης όλων των αναγκών μιας οικογένειας: τα μανάβικά της πάντα με καθημερινό ανεφοδιασμό, φρέσκα λαχανικά σαν να πήγαινες σε περιβόλι και τα διάλεγες, ένα πολύ μεγάλο καταπληκτικό παντοπωλείο -δεν θυμάμαι το όνομά του, αλλά ήτανε ισάξιο των μεγάλων παντοπωλείων που τότε υπήρχανε  (Θανόπουλος και λοιποί) με τα αλλαντικά τους, με τα τυριά... καταπληκτικά, λάδια, βούτυρα  εξαιρετικά, και όλη τη λεπτομέρεια που η καινούργια ζωή άρχισε να φέρνει, δηλαδή τυποποιημένα φαγητά, σάλτσες,  αυτά...ήτανε πραγματικά πάρα πολύ ωραίο. Δίπλα ήτανε το κρεοπωλείο, με καταπληκτικό..., ένα χασάπικο καταπληκτικό,   ψαράδικο - μέσα στην αγορά όλα αυτά -, πολύ φρέσκα ψάρια και πολύ, έτσι, διάφορα είδη, νομίζω ότι είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και κατεψυγμένο, χώρος για κατεψυγμένα κρέατα και ψαρικά. Και στην άκρη νομίζω ότι υπήρχε πάντα αυτό με τα μυρωδικά, βότανα, μπαχάρια και όλα αυτά,  όλη η αγορά δηλαδή ήτανε πλήρης για ένα νοικοκυριό κι αυτό ήταν πάρα πολύ ωραίο […]      [Μ.Φ.]

Η γιαγιά…ψώνιζε και κατέβαινε στη Φωκίωνος Νέγρη και πήγαινε στη Δημοτική Αγορά, από ’κει ψώνιζε, –δεν υπήρχε και τίποτε άλλο– και ανέβαινε μετά με τα πόδια[στην Άνω Κυψέλη] με τα ψώνια και στο δρόμο μίλαγε σ’ όλο τον κόσμο, κανόνιζε προξενιά, πράματα και τα λοιπά, και επίσης είχε μια μόρφωση, γιατί είχε πάει σε... εσωτερική σε σχολείο στην Κωσταντινούπολη. [Α.Π.]

στη Δημοτική αγορά της Κυψέλης, στη Φωκίωνος Νέγρη …ήτανε χαρά θεού να ψωνίζεις. Είχε μανάβικα. Είχε ψαράδικα. Είχε τυροκομικά προϊόντα, είχε ξηρούς καρπούς. Και τι δεν είχε! Ψάρια, τα πάντα... Στην πλατεία της Κυψέλης, όπου βγαίναμε βόλτα μετά τη Φωκίωνος Νέγρη, υπήρχε ένα πολύ μεγάλο ζαχαροπλαστείο, το «Ρεξ», γωνιακό, στο οποίο έχουν γυριστεί και πάρα πολλές ελληνικές ταινίες και ήτανε...είχε εξαιρετικά γλυκά … ιδιοκτήτες ήτανε οι αδελφοί Καρατζά από τη Μεσσηνία, που ήτανε του πατέρα μου πατριώτες και πηγαίναμε πολύ συχνά εκεί. [Τ.Ζ.]

Την ξέρετε την ιστορία με τη Σεράνο, την πάστα τη Σεράνο ...τούτη εδώ [δείχνει φωτογραφία σε περιοδικό] είναι υψίφωνος και έρχεται να τραγουδήσει στην Ελλάδα τότε, και το Media Luz φτιάχνει μία πάστα και λέει, πώς να την ονομάσουν, καινούρια συνταγή, δεν τη λέμε Σεράνο προς τιμήν της; [Σ.Κ.]

Μάλιστα θυμάμαι ενδεικτικά, στον Μηλιώνη [Πατησίων] το αρτοποιείο, που έφερε κάτι        καταπληκτικό για την εποχή εκείνη, έφερνε «κράπφεν» γερμανικά, αυτό το ψωμάκι με τη ζάχαρη από πάνω και μέσα μαρμελάδα και τυρόπιτες, τότε τα ζαχαροπλαστεία δεν είχαν τυρόπιτες,   τις οποίες έψηνε ο ίδιος  και ήταν από τα πολύ σημαντικά δώρα, που μπορούσανε... δηλαδή ήταν γεγονός, δεν συνέβαινε συχνά. Όταν θα ’ρχότανε η τυρόπιτα ή κάποιο κράπφεν ήταν      γεγονός (γέλια).  Και τώρα θυμήθηκα και κάτι άλλο, δεν ξέρω αν ήταν το πρώτο της Αθήνας, σίγουρα όμως ήταν απ’ τα πρώτα της Αθήνας καταστήματα με παγωτό χωνάκι, αυτό που      βγαίνει στριφογυριστό, μ’  αυτή τη φοβερή γεύση, στην Πλ. Κυψέλης...Ήμουν Α΄ Δημοτικού,  πρέπει να ήταν ’57 τότε που είχε εμφανιστεί. (γέλια) [Γ.Σ.]

[...] ο Δρίτσας, σουβλάκια, έξω απ’ την Αγορά, δηλαδή ήμασταν στέκι, πιο κάτω ο γιατρός που λέγαμε, σουβλατζίδικο πάλι, αλλά «ο γιατρός», η μπλούζα άσπρη κάθε απόγευμα ούτε λαδιές ούτε αυτά...πού θα πάμε; Στο γιατρό, βέβαια το βράδυ δεν ήτανε κατάλευκος, ξεκίναγε κατάλευκος (γέλια). [Σ.Κ.]

Ημέρες Κατοχής στην Μυτιλήνη (2ο)

$
0
0


Μια μοναδική περιγραφή από τον ηγούμενο της Φραγκοκλησιάς Εσπεντίτο Ντανκά
1942
3 Ιανουαρίου.

Έφτασε στο λιμάνι ένα μικρό ελληνικό πλοίο με το χιτλερικό σήμα, με διάφορα τρόφιμα για τα χωριά του νησιού. Δεν έχουμε ούτε μια σταγόνα κρασί. Ερχόταν ένα ιστιοφόρο στη Σάμο γεμάτο κρασί, αλλά στο δρόμο το σταμάτησαν οι Ιταλοί οι οποίοι πήραν σχεδόν όλο το πολύτιμο στοματικό βάλσαμο, αφού βεβαίως το πλήρωσαν, πιο ευγενείς από τους νούμερο ένα συμμάχους τους…
Και σήμερα μείναμε χωρίς λάδι φαγητού - η ιστορία κρατάει πέντε μέρες, και να σκεφτεί κανείς ότι από αποθέματα τα ντεπόζιτα είναι γεμάτα!
7 Ιανουαρίου.
Από σήμερα η πώληση του ψαριού γίνεται από τον αντίστοιχο αρτοποιό με βάση το Δελτίο.
8 Ιανουαρίου.
Από έλλειψη τροφίμων αγόρασα το μεσημέρι στο εστιατόριο μια μερίδα ρεβύθια 60 δρχ.- μια τυρί δρχ. 132- σύνολο 192 χωρίς να χορτάσω, και το βράδυ; Ας όψονται οι υπεύθυνοι.
9 Ιανουαρίου. 
Άγνωστοι έκοψαν την τηλεφωνική σύνδεση με υπόσχεση αμοιβής για όποιον θα κατήγγειλε τους υπευθύνους. Ακούγεται πάλι η είδηση ότι η Μυτιλήνη θα γίνει βάση επίθεσης εναντίον της απέναντι ακτής της Μικράς Ασίας. Αερολογίες.
20 Ιανουαρίου.
Από χθες απαγορεύθηκε σε όλους τους Γερμανούς στρατιώτες να συχνάζουν σε όλα τα καφενεία-εστιατόρια και γενικά σε όλους τους δημόσιους χώρους, όπου και αφισοκολλήθηκε.
Τορπιλίστηκε το μεγάλο ιστιοφόρο «Απόστολος» που ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη για τη Μυτιλήνη. Λέγεται ότι μετέφερε μυστικά έγγραφα μεγάλης σημασίας - είναι περίεργο πώς οι Άγγλοι πληροφορούνται λεπτομερώς, συνήθως δεν επιτίθενται στα ιστιοφόρα ακόμα κι αν μεταφέρουν ένα μικρό αριθμό στρατιωτών.
22 Ιανουαρίου. 
Εξωτερική θερμοκρασία 1 βαθμό πάνω από το μηδέν - καιρός νεφελώδης.
23 Ιανουαρίου.
Στις 8 το πρωί εξωτερική θερμοκρασία 0. Καιρός ήρεμος. Τη νύχτα προς 24 χιόνισε πάρα πολύ, πράγμα παράξενο, πράγμα σπάνιο για την πόλη της Μυτιλήνης.
24 Ιανουαρίου.
Χιονίζει. Τη νύχτα άγνωστοι μου έκλεψαν από τον κήπο ένα φτυάρι και έναν γκασμά - προφανώς μπήκαν από το καφενείο Καρατζά -, η αστυνομία ειδοποιήθηκε, έφθασαν επί τόπου αλλά όπως πάντα χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
25 Ιανουαρίου.
Χιόνι και παγωνιά. Τα μισά εστιατόρια είναι κλειστά, λένε από έλλειψη τροφίμων.
Αποκαταστάθηκε η θαλάσσια επικοινωνία Μυτιλήνη - Αϊβαλί δυο φορές την εβδομάδα για επιβάτες και εμπορεύματα με μικρά ιστιοφόρα με μηχανή.
26 Ιανουαρίου.
Τη νύχτα καταρρακτώδης βροχή με δυνατό νότιο άνεμο που έλειωσε το χιόνι. Σήμερα παρ’ όλη τη βροχή περίπου 200 γυναίκες πήγαν στη Νομαρχία για να ζητήσουν τρόφιμα. Οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να μην λαβαίνουν μέρος, γιατί θα κατηγορούνταν ως επαναστάτες και θα τους τουφέκιζαν κ.λπ., κ.λπ..
27 Ιανουαρίου.
Με εντολή των Κατοχικών Αρχών απαγορεύθηκαν οι ιδιωτικές τηλεφωνικές επικοινωνίες από τα σπίτια. Μόνο το νοσοκομείο, το φαρμακείο και οι γιατροί μπορούν να χρησιμοποιούν το τηλέφωνο.
28 Ιανουαρίου.
Καιρός άστατος. Βρέχει πολύ, χιονίζει πολύ. Οι τιμές των τροφίμων του τρέχοντος μηνός αυξάνουν συνεχώς και δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί η τιμή. Ψάρι 1.400, ρεβύθια 2.500, φασόλια το ίδιο, αυγό 120, γάλα 200, ένα ξερό σύκο 13 το κομμάτι, αλεύρι 2.300 κ.ο.κ..
EmprosNet.gr

Στην Τρούμπα

$
0
0


γράφει ο Γιάννης Σαββόπουλος

Από τις παρυφές της Τρούμπας περνάω σχεδόν καθημερινά.
 Ποτέ δεν κοίταξα να πάω προς τα ενδότερα όχι φυσικά γιατί είμαι καθωσπρέπει ή από φόβο αλλά αυτά που έβλεπα δεν μου άρεσαν καθόλου.
 Καταθλιπτικά πολυώροφα κτίρια που ανατριχιάζεις και μόνο στη θέα τους. Ταμπέλες καταστημάτων τραγικής εμπνεύσεως. Δρόμοι επιεικώς απαράδεκτοι από το σκουπιδαριό, τοίχοι γεμάτοι από γελοίες βρισιές ανορθόγραφων οπαδών. Τα αυτοκίνητα παρκαρισμένα από ένα εντυπωσιακό tetris που δεν αφήνει ελεύθερο πεζοδρόμιο ούτε για γάτα κολοβή. Και όμως η Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της «Η Τρούμπα» σημείωνε: «Μια φορά κι έναν καιρό σ ‘ένα από τα πιο όμορφα λιμάνια της Μεσογείου, τον Πειραιά, υπήρχε μια συνοικία, που ήταν το καμάρι του και η …ντροπή του.» Αναρωτήθηκα αν υπήρξε ποτέ ομορφιά σε αύτη τη γωνιά του λιμανιού. Αν ήταν δυνατόν να υπάρχει ακόμα κάπου κρυμμένη. Με αυτές τις σκέψεις παραστράτησα από το καθημερινό μου δρομολόγιο και αποφάσισα να κάνω μια τσάρκα στην Τρούμπα.
Είναι σχεδόν ειρωνεία για το «αμαρτωλό παρελθόν» της το γεγονός ότι τα όρια της Τρούμπας είναι δυο εκκλησίες: ο Άγιος Σπυρίδωνας και ο Άγιος Νικόλαος. Την διασχίζουν παράλληλα οι δρόμοι Φίλωνος και Νοταρά ενώ κάθετα οι δρόμοι Σκουζέ, 2ας Μεραρχίας και Μπουμπουλίνας. Στο θαλάσσιο μέτωπο βρίσκεται η Ακτή Μιαούλη, στην συμβολή της οποίας με την 2ας Μεραρχίας υπήρχε ένα πηγάδι την εποχή της Τουρκοκρατίας. Με την βοήθεια μια τρόμπας αντλούσαν νερό που χρησιμοποιούσαν για πότισμα και κατάβρεγμα των δρόμων για να μην σηκώνουν σκόνη. Έτσι προέκυψε η ονομασία της περιοχής.

Στη Φίλωνος σήμερα κυριαρχούν πολλά εμπορικά καταστήματα κυρίως με παπούτσια. Ανάμεσα τους χάσκουν ξεχασμένα από τον ίδιο τον χρόνο αρχοντικά σπίτια που κάποτε ζούσαν εύπορες οικογένειες πριν καταλήξουν να φιλοξενούν πουτάνες, παλικάρια στα πρώτα ερωτικά τους σκιρτήματα, ρεμπέτες, μάγκες, αγαπητικούς και χασικλήδες. Η ιστορία της Τρούμπας είναι εντυπωσιακή. Στις γειτονιές της έχουν ζήσει κατά καιρούς πλήθη ετερόκλητων ανθρώπων.
 Η περιοχή έχει επιζήσει από έναν καταστροφικό βομβαρδισμό σημάδια του οποίου είναι ορατά ακόμα και σήμερα. Στο πάρκο δίπλα από τον Άγιο Σπυρίδωνα είδα πάνω σε ένα δέντρο ένα κομμάτι πλοίου που εκτοξεύτηκε και σφήνωσε εκεί το 1941. Είναι όμως και τραγική εξαιτίας του τρόπου που έχασε μέσα σε μια νύχτα την ψυχή της. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1967 η αστυνομία με εντολή του τότε διορισμένου από τη Χούντα δήμαρχου Πειραιά κυνήγησε και έδιωξε από την Τρούμπα 500 περίπου κοπέλες σφραγίζοντας τα «σπίτια» που εργάζονταν.
 Ο Αριστείδης Σκυλίτσης είχε ξεκινήσει να εφαρμόζει αυτό που ονόμασε «εξευγενισμό» του Πειραιά σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στην ουσία αυτό που συνέβη ήταν η καταστροφή της αστικής ταυτότητας της πόλης και μια πολυδάπανη άναρχη ανάπτυξη που έφτασε το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας στην σημερινή αποκαρδιωτική του εικόνα.
Η Τρούμπα πρωτοκατοικήθηκε από Χιώτες που ήρθαν στον Πειραιά στα μέσα του 19 αιώνα. Αναπτύχθηκε αρκετά και αποτέλεσε για πολλά χρόνια το οικονομικό κέντρο του λιμανιού. Διώροφα και τριώροφα αρχοντικά κτίστηκαν. Ξεκίνησαν να λειτουργούν εμπορικά καταστήματα και ναυτικά γραφεία και από την μεριά της θάλασσας, ξενοδοχεία καφενεία και εστιατόρια. Στην συμβολή της οδού Σκουζέ με την Ακτή Μιαούλη στέκει μέχρι σήμερα το «Ξενοδοχείον Πειραιεύς» στους χώρους του οποίου συντελέστηκε ένα σημαντικό πολιτικό, για την εποχή εκείνη, γεγονός. Στην πλάγια είσοδο του υπάρχει η μαρτυρία χαραγμένη σε ένα κομμάτι μάρμαρο: «Στο κτήριο αυτό έγινε το πρώτο ιδρυτικό συνέδριο του Σ.Ε.Κ.Ε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (μετέπειτα ΚΚΕ) από 17-23 Νοέμβρη 1918».
Μετά την Καταστροφή της Σμύρνης στο λιμάνι και στους γύρω δρόμους της Τρούμπας εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες κάτι που ενόχλησε τους αστούς πια Πειραιώτες που ξεχνώντας το δικό τους παρελθόν θεώρησαν ότι υποβαθμίστηκε η περιοχή και σταδιακά επέλεγαν την Αθήνα σαν τόπο κατοικίας αφήνοντας όμως τις επιχειρήσεις τους ως είχαν στο λιμάνι.
Κατά την διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου όλο το θαλάσσιο μέτωπο του Πειραιά υπέστη εκτεταμένες καταστροφές από βομβαρδισμούς. Τότε ήταν που άδειασε και η Τρούμπα από τους περισσότερους μόνιμους κατοίκους της. Η πείνα και η εξαθλίωση του πληθυσμού συνετέλεσαν σε αυτό. Τα πρώτα “σπίτια” και τα καμπαρέ έκαναν την εμφάνιση τους έχοντας σαν πελάτες Γερμανούς και μαυραγορίτες. Η περίοδος που ακολούθησε μετά τον πόλεμο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν τα χρόνια της ακμής.

Σήμερα η περιοχή της Τρούμπας δεν έχει μόνιμους κατοίκους αλλά είναι η μόνη πολυφυλετική γειτονιά του Πειραιά. Τα ναυτικά γραφεία στην πλειονότητα τους ασχολούνται με αλλοδαπούς ναύτες και λιγότερους Έλληνες. Φυσικό επακόλουθο ήταν να αναπτυχθεί μια αγορά που θα καλύπτει τις δικές τους ανάγκες. Περιποιημένα κουρεία, εστιατόρια και café διαφόρων εθνικοτήτων από Ασιατικά μέχρι Αραβικά καθώς και μίνι μάρκετ είναι τα μόνο νέα μαγαζιά που ανοίγουν. Ανάμεσα τους υπάρχουν μοδάτα all day bar για τα στελέχη των ναυτιλιακών εταιριών και εστιατόρια πολυτελείας. Η εντύπωση που μου δόθηκε είναι ότι κανείς δεν φαίνεται να ενοχλείται από την παρουσία κανενός.
Κουβεντιάζοντας με τον κύριο Ιγνάτιο που διατηρεί πολλά χρόνια ναυτικό γραφείο έμαθα ότι στην Τρούμπα τα πρωινά συγκεντρώνονταν μεγάλος αριθμός ανθρώπων που έψαχναν για δουλειά. Οι περισσότεροι έψαχναν να μπαρκάρουν: «Αυτό δεν συνέβαινε αμέσως. Ένα καράβι μπορούσε να χρειαστεί και βδομάδες για να “φύγει” και οι ανάγκες σε πλήρωμα διαρκώς μεταβάλλονταν. Ήταν αναγκασμένοι λοιπόν να συχνάζουν εδώ πολλές ώρες της ημέρας περιμένοντας. Έτσι είχαν δουλειά τα καφενεία, τα καπηλειά και σαν έπεφτε η νύκτα τα καφωδεία και τα “σπίτια».
Στην Τρούμπα δεν σύχναζαν μόνο οι εργάτες, οι ρεμπέτες και οι χασικλήδες αλλά και εύποροι άνθρωποι καθώς ήταν κέντρο διασκέδασης για όλα τα γούστα.
Ένα από τα δημοφιλέστερα καμπαρέ ήταν το περίφημο Τζον Μπούλ. Συνιδιοκτήτης του ήταν ο Γεώργιος Βεϊζαδέ που μαζί με την γυναίκα του Αντιγόνη υπήρξαν οι πρωταγωνιστές μιας υπόθεσης που συγκλόνισε την χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Οι δυο τους κατηγόρησαν, αδίκως όπως αποδείχθηκε, την 12χρονη υπηρέτρια τους, Σπυριδούλα Ράπτη, για κλοπή $50 -σημαντικό ποσό για την εποχή-και την βασάνισαν σχεδόν μέχρι θανάτου με πυρακτωμένο σίδερο για να ομολογήσει. Η υπόθεση έμεινε γνωστή στην ιστορία σαν «το σιδέρωμα της Σπυριδούλας.» Ο Γιώργος και Αντιγόνη Βεϊζαδέ καταδικάστηκαν σε πενταετή φυλάκιση και πέθαναν λίγα χρόνια μετά την αποφυλάκιση τους. Το Τζον Μπούλ κατεδαφίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 70 έχοντας καταντήσει μια σκιά του παλιού εαυτού του. Σήμερα στη θέση του στέκει κατάστημα κινητής τηλεφωνίας.
Έστριψα στη Νοταρά ανέκαθεν τον πιο κακόφημο δρόμο της Τρούμπας. Παραμένει και σήμερα. Ασυναίσθητα έβαλα την φωτογραφική μηχανή μου στη θήκη της. Τα βλέμματα των περαστικών περίεργα. Τα ετοιμόρροπα σπίτια έχουν μπαλκόνια με μαρμάρινες βάσεις. «Εκεί που βλέπεις αυτά τα σφραγισμένα με τάβλες παραθυρόφυλλα τότε ξεπρόβαλλαν τα κορίτσια πάντοτε ντυμένα με ελαφρά ρούχα ποτέ γυμνά και κόζαραν τον κόσμο που σεργιανούσε. Τα αρώματα τους πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα και ένοιωθες ότι εκεί ρε παιδί μου ζει ο έρωτας. Ας ήταν και με λεφτά. Ο έρωτας είναι έρωτας.» μου είπε χαμογελώντας ο κύριος Λεωνίδας που γνωρίζει την περιοχή σαν την τσέπη του. Του είχε φανεί περίεργο που έβγαζα φωτογραφίες και πιάσαμε την κουβέντα. «Τότε δε φοβόσουν όπως σήμερα. Τότε ακόμα και ο υπόκοσμος είχε μπέσα. Έκτος αν ήσουν του σιναφιού τους. Αν τους την έκανες έπρεπε να φυλάγεσαι. Νόμος!»
Του είπα ότι μου έκανε εντύπωση ότι κάνεις από τους «αυτόχθονες» σχεδόν δεν λέει την περιοχή πια Τρούμπα. «Προτιμούν να λένε της οδούς που έχουν τα μαγαζιά τους» με πρόλαβε και συνέχισε «Μη σου κάνει εντύπωση. Κάποτε οι άνθρωποι ντρέπονταν να παραδεχθούν ότι σύχναζαν εδώ γύρω.»

Ψάχνοντας λίγο στο internet για την Τρούμπα βρήκα ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο του ιερέα Φιλόθεου Φάρου κάτοικου της περιοχής που αναφέρεται σε αυτό που αποκαλούμε «υπόκοσμο» ή εντελώς άδικα- όπως είχε είπε και ο Ηλίας Πετρόπουλος-«περιθώριο». Το παραθέτω αυτούσιο: «Οι πόρνες και οι χασικλήδες της Τρούμπας δεν εστηρίζοντο στην δική τους δικαιοσύνη, όπως οι καθώς πρέπει ευσεβείς και γι’ αυτό όχι μόνον δεν είχαν έπαρση αλλά είχαν και μια αυθόρμητη ταπείνωση. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αποκρύπτουν τη κατάντια τους. Δεν κάλυπταν την παλιανθρωπιά τους με μια μάσκα υποκριτικής ευπρέπειας. Δεν έκρυβαν την οργή τους με ανατριχιαστικά ευγενικά χαμόγελα, και είχαν μια γνήσια πίστη στην δύναμη και στην αγάπη του Θεού, γιατί αν και ομολογούσαν την κατάντια τους, δεν σταματούσαν να ζητούν και να ελπίζουν χωρίς μεγαλορρημοσύνες στο έλεός του».
Στην άκρη της οδού Νοταρά προς την μεριά του Αϊ Νικόλα υπήρχε παλιά το «Μεταγωγών» απέναντι του δεσπόζει το café bar Blue Night. Στα γιγάντια παρκινγκ που προέκυψαν από την κατεδάφιση παλιών σπιτιών μπορείς να δεις από κίτρινες Lamborghini μέχρι Lada. Στα σκαλοπάτια ενός ετοιμόρροπου κτιρίου ένα ζευγάρι τοξικομανών καπνίζουν κοιτώντας τα πεζοδρόμιο.
 Η ουρά έξω από το κτίριο του ΟΚΑΝΑ είναι τεράστια. Ακριβώς μπροστά τους ένας καλοντυμένος κύριος ξεφλουδίζει το πούρο του ψάχνοντας στις τσέπες του blazer του μάλλον τον κόφτη. Δε στάθηκα να το επιβεβαιώσω γιατί το βλέμμα μου έπεσε στο Άγαλμα της Ελευθερίας που κοσμούσε την ταμπέλα του bar Liberty. Χαμογέλασα.
Η Νοταρά είναι γεμάτη από εγκαταλειμμένα σπίτια που όταν σκέφτεσαι πόσο όμορφα υπήρξαν κάποτε σε πιάνει θλίψη. Καθώς τα παρατηρούσα φανταζόμουν πως θα ήταν όταν έσφυζαν από ζωή. Με τους έρωτες, τους καυγάδες, τα μίση,
 τα πάθη των ανθρώπων τους.
Η Τρούμπα όπως την έχουν γνωρίσει οι νεώτεροι μέσα από τα «Κόκκινα Φανάρια» το «Ποτέ την Κυριακή» την «Λόλα» δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει ούτε για εκείνους που την έζησαν, την περπάτησαν και την γεύτηκαν στις μεγάλες της δόξες. Η ομορφιά της Τρούμπας κρύβεται στις αφηγήσεις, στα ρεμπέτικα τραγούδια, πίσω από τα σφραγισμένα παραθυρόφυλλά των αρχοντικών που στέκουν ακόμα σε πείσμα του χρόνου. Κρύβεται στην μνήμη των παλαιών.
 Η Τρούμπα είναι πια ένας μύθος. Ένας γοητευτικός λαϊκός μύθος που κάποτε όμως υπήρξε περά ως πέρα αληθινός.
«Μια φορά κι έναν καιρό σ ένα από τα πιο όμορφα λιμάνια της Μεσογείου, τον Πειραιά, υπήρχε μια συνοικία, που ήταν το καμάρι του και η …ντροπή του.»
Αυτή είναι η ομορφιά της.

Εν Αθήναις....η άνοιξη μας έφτασε εμπρός βήμα ταχύ....

$
0
0



....να την προϋπαντήσουμε...στην παλιά γειτονιά με κοντά παντελόνια.
Τα χελιδόνια πέρα δώθε έφιαχναν φωλιές κάτω από τα ακροκέραμα....
Και φώναζε η μάνα...."....κοίτα να έρθεις από την αλάνα με πράσινα (από τις μολόχες) πόδια...."
Ναι η αλάνα ήταν η εξοχή μας και μάλιστα πολύ κοντά...πίσω από τον τοίχο της
κάμαρας και ήταν η πολυτιμότερη αλάνα αφού επάνω της κρατούσε κάποτε την ακαδημία ενός γείτονα από το πολύ παλιά.
Τα παιδιά στην αλάνα και οι κυρίες της αυλής  στις κάμαρες είχαν τις δικές τους σκοτούρες.
Να βγάλουν τα ρούχα από την ναφθαλίνη να τα απλώσουν στα σύρματα της αυλής να ξεμυρίσουν.
Είχαν και αγωνία όμως για το οικογενειακό ταμείο που ήταν το τσίγκινο
κουτί του Λουμίδη με τον Παπαγάλο που μονίμως είχε πρόβλημα.
Θα του κάνουν του παιδιού τα περσινά ρούχα;
Αντέχουν τα μπαλώματα;
Θα αγόραζε η γειτόνισα που είχε τον τρόπο της καινούργια ρούχα
για τον γυιό της;
Τα έδινε τα παλιά στα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς.
Μετά η σειρά της μάνας για τα δικά της.....τα δικά της τέλος πάντων.
Αυτά που είχε δηλαδή....
Η συννενόηση στην αυλή γινότανε  με τις υπόλοιπες και η μοδίστρα θα ερχότανε για ένα μεροκάματο άντε δύο...τσοντάριζαν όλες μαζί.
Έτσι έφιαχναν από ένα καινούργιο ρούχο ...από τα παλιό.
Η αλήθεια είναι ότι η άνοιξη άλλαζε την διάθεση στην γειτονιά....έβγαιναν δειλά και τα σκαμνιά
το απόγευμα στο πεζοδρόμιο και ο παγωτατζής γνώριζε τα ωράρια και έκανε
την εμφάνισή του.

πίσω στα παλιά





Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>