Οι μεταμορφώσεις της οδού του Αιόλου
Σύμφωνα με τη Μυθολογία, ο Αίολος ήταν ο Διαχειριστής των ανέμων, εκείνος που τους φυλούσε καλά κρυμμένους στον ασκό του. Η μορφή του απεικονίζεται στο μνημείο των Αέρηδων στην Πλάκα. Εκεί κατέληγε και από αυτόν ονομάστηκε η «Αιολική Οδός».
Ποιος δεν γνωρίζει την Αιόλου, έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της Αθήνας;Ιδιαίτερα στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, ο δρόμος αυτός μαζί με την Ερμού, αποτελούσε την οδική ραχοκοκαλιά της μικρής πόλης. Εδώ, το κεντρικό καφενείο «η Ωραία Ελλάς» (βλέπε ξεχωριστό μας σημείωμα), εδώ το κεντρικό ξενοδοχείο της Πόλης «Ξενοδοχείο της Ευρώπης» του ιδιόρρυθμου ζεύγους Καζάλι, εδώ η πιάτσα με τις άμαξες. Γεμάτη η Αιόλου από μικρά ξενοδοχεία, που λειτουργούσαν τότε και σαν εστιατόρια. Γεμάτη από καφενεία, ζαχαροπλαστεία και κάθε λογής εμπορικά και μη καταστήματα, με επικεφαλής το Βασιλικό Φαρμακείο και αργότερα την Εθνική και τις άλλες τράπεζες.
Στη μία άκρη του βρισκόταν η κεντρική αγορά της πόλης, το «Πάνω Παζάρι», ενώ στην άλλη του η Πλατεία Λουδοβίκου (αργότερα, η Πλατεία Ομονοίας και τα Χαυτεία), αγαπημένος τόπος περιπάτου για τους Παλιούς Αθηναίους και τα επόμενα χρόνια κέντρο ιδιαιτέρων εμπορικών δραστηριοτήτων. Η θέα προς το «Κάστρο», όπως πολλοί αποκαλούσαν την Ακρόπολη, ανεμπόδιστη. Ο δρόμος για τα «Παραδείσια» Πατήσια από την άλλη, ορθάνοιχτος. Πραγματικά ευλογημένος δρόμος! Ο πρώτος που στρώθηκε από τους Γάλλους μηχανικούς με αμμοχάλικο το 1860.
Μετά το 1890 η Ερμού θα πάρει «κεφάλι», μαζί με την ανερχόμενη Σταδίου. Εκεί θα συγκεντρώνεται πλέον ο «καλός» κόσμος. Όσον αφορά την τύχη της Αιόλου, η «Εφημερίς» (1891) θα το τοποθετήσει κομψά:
«…Η συγκέντρωσις του πλήθους γίνεται κατά δεύτερον λόγον εις τας οδούς του Αιόλου και της Αθηνάς. Αι οδοί αυταί δεν απέβαλον εισέτι ολοτελώς τον χρωματισμόν εμπορικών οδών ανατολικής πόλεως. Όλα αυτά, τα έξωθεν των θυρών κρεμάμενα αντικείμενα, προδίδουσιν τας ανατολικάς συνηθείας των πραγματευτάδων, οίτινες εκθέτουσιν έξωθεν της θύρας των ό,τι εκλεκτόν έχει ένδον το κατάστημά των...».
Τα ξενοδοχεία της Αιόλου
Το πρώτο ξενοδοχείο ύπνου και φαγητού που λειτούργησε το 1832 στην Αιόλου, ήταν το «Ξενοδοχείο της Ευρώπης». Το διηύθυνε ένα ζευγάρι Ιταλών, οι Καζάλι. Σύμφωνα με μαρτυρία επισκέπτη «εις τον κατάλογόν του υπήρχον παντός είδους φαγητά». Ο περιηγητής Βλαδίμηρος Νταβίντοφ θα γράψει γι’ αυτό: «...Ακολούθως εισήλθομεν εις εν εκ των δύο εστιατορίων των Αθηνών, όπου και εγευματίσαμεν. Το εστιατόριο ήτο εις την οικίαν Οριγώνη, επί της Πλατείας Αγίας Ελεούσης και διηυθύνετο από τον Ιταλόν Καζάλι. Είτε διότι δεν υπήρχαν πολλά εστιατόρια, είτε διότι ο Καζάλι παρεσκεύαζε θαυμάσια φαγητά, εσχηματίζετο ουρά προ του ξενοδοχείου αυτού και ο καθείς επερίμενε με την σειράν να φάγη».
Σύμφωνα με το όλο πνεύμα της εποχής, μετά το 1840 το «Ξενοδοχείον της Ευρώπης» μετονομάστηκε σε «Hotel Royal». Έκλεισε το 1844. Την παρακμιακή του εικόνα μας μεταφέρει ένας άλλος περιηγητής, ο Edmont About:
«Οι Έλληνες της μεσαίας τάξης ταξιδεύουν με το κρεββάτι τους, που συχνά αποτελείται από μια κουβέρτα. Δεν ζητούν λοιπόν από τους ξενοδόχους παρά ένα χώρο μήκους έξη ποδών για να ξεκουράσουν το κορμί τους. Υπάρχουν τριάντα πανδοχεία στην Αθήνα που μπορούν να τους τον προσφέρουν.
»Οι παραγγελιοδόχοι, οι μικροϋπάλληλοι και όλοι εκείνοι που θέλουν να ζήσουν με οικονομία, χωρίς να πολυνοιάζονται για την καθαριότητα, πάνε και μένουν στο “Ξενοδοχείο της Ευρώπης”… Μια μέρα που έκανα την απρονοησία να πάω να δω έναν από τους ενοίκους του ξενοδοχείου, είχα τη θλιβερή τύχη να δω τον ξενοδόχο να τσακώνεται με τη γυναίκα του, που φώναζε ονομαστικά όλους τους ενοίκους σε βοήθειά της. Οι άνθρωποι που δεν ταξιδεύουν για να γράψουν μυθιστορήματα ηθών θάκαναν καλά να πάνε αλλού.
»Πρέπει ωστόσο να πω ότι οι χαμηλές τιμές, η προθυμία των ιδιοκτητών και μια παλιά φήμη κάνουν να πάνε πολλοί άνθρωποι στο “Ξενοδοχείο της Ευρώπης”. Πριν δέκα χρόνια, ήταν το μόνο ξενοδοχείο της Αθήνας»
Το 1834 άνοιξε στην Αιόλου, κοντά στην Αγία Ειρήνη, το ξενοδοχείο-εστιατόριο «Η Πετρούπολις», που δικαίως θεωρούνταν ένα από τα αρχαιότερα ξενοδοχεία φαγητού. Εδώ τα τραπέζια ήταν ακάλυπτα, χωρίς τραπεζομάντιλα και πετσέτες, και αρκετοί πελάτες σκούπιζαν τα χέρια τους στο πίσω μέρος της φουστανέλας των σερβιτόρων! Και βεβαίως, το μπροστινό μέρος της φουστανέλας δεν ήταν καθαρότερο, αφού με αυτό οι σερβιτόροι σκούπιζαν τα δικά τους χέρια και τα τραπέζια! Προς το τέλος όμως της περιόδου, το 1858, οι περιγραφές αλλάζουν, αφού διαβάζουμε ότι το εστιατόριο διέθετε πλέον πετσέτες και τραπεζομάντιλα!
Το 1835 ανοίγει το ξενοδοχείο «Αίολος». Η σχετική ανακοίνωση στον Τύπο αναφέρει: «Υπό το όνομα Αίολος ανοίγεται ξενοδοχείον εν Αθήναις, πλησίον της πλατείας του Πλατάνου και της Πνυκός. Εις το ξενοδοχείον τούτο δίδονται δωμάτια εφωδιασμένα με κραββάτους και έπιπλα ευρωπαϊκά, πωλούνται δε διαφόρων ειδών οίνοι της Ευρώπης και άλλα διάφορα οινοπνευματώδη ποτά. Δίδεται πρόγευμα με τζάι και διάφορα άλλα ξηρά βρώματα. Τα φαγητά της τραπέζης γίνονται και κατά τον ευρωπαϊκόν και κατά τον τουρκικόν τρόπον, αι δε τράπεζαι είναι εις πάσαν ώραν έτοιμαι. Τα πάντα δίδονται εις μετρίας τιμάς».
Κοντά στην Καπνικαρέα (Αιόλου 205) βρισκόταν το ξενοδοχείο «Ναύπλιον». Εδώ «αι κάμαραι καθαραί και κομψώς διακοσμημέναι» νοικιάζονταν προς 1,5 δραχμή την ημέρα και 30 δραχμές το μήνα. Οι δε τιμές στο εστιατόριο ήταν: σούπα 12 λεπτά, βραστό και εντράδες 20 λεπτά, ψητά 30-40 λεπτά και το ψάρι 35-40 λεπτά.
Επί της Αιόλου τέλος, στο ύψος της Πλατείας Λουδοβίκου, βρισκόντουσαν και τα δύο καλά ξενοδοχεία: εκείνο της «Αγγλίας» και η «Ανατολή» (Βλέπε για λεπτομέρειες το σχετικό μας σημείωμα για την Πλατεία).
Τώρα το τι γινόταν στα περισσότερα από τα μικρά αυτά ξενοδοχεία από πλευράς καθαριότητας, δεν περιγράφεται. Ο Αντώνης Βερβενιώτης μας γράφει σχετικά (1900):
«…Απέναντι στο σπίτι μου, ένα ξενοδοχείο λαϊκό, μαζή με άλλα δυο που ήταν εκεί δίπλα, αποτελούσε, κατά τα παιδικά μου χρόνια, μια ψυχαγωγία τόσο για μένα όσο και για
τα αδέλφια μου.
»Φίλος οικογενειακός ο ξενοδόχος, μας εκαλούσε τακτικά να περνούμε εκεί τις ώρες που δεν είχαμε μαθήματα. Στο ξενοδοχείο αυτό είχαμε συχνά θεάματα, τα οποία μέχρι τώρα μου μένουν αλησμόνητα.
»Μια ημέρα, κατά τις εορτές των Χριστουγέννων, ο ξενοδόχος είχε βάλει λαχνούς για μια τούρτα. Την εκέρδισε κάποιος πελάτης, ο οποίος κατά σύμπτωσι απουσίαζε από το ξενοδοχείο, όταν έγινε η κλήρωσις.
»Καθ’ όλες τις ημέρες, επί ένα μήνα, το γλύκισμα ήταν εκτεθειμένο στη σκόνη του διαδρόμου και στα διάφορα έντομα. Επειδή η τούρτα είχε πειά μαυρίσει, λίγο πριν έλθη ο δικαιούχος, ο ξενοδόχος την έστειλε στο ζαχαροπλαστείο για να τη... φρεσκάρη και να την κάνη παρουσιάσιμη.
»Όταν ο πελάτης επέστρεψε, όλοι τον συνεχάρηκαν για την τύχη του (!) και αυτός, ευχαριστημένος, επήρε το γλύκισμα και έφυγε.
»Μέχρι τώρα που γράφω δεν μπορώ να βεβαιώσω πόσες ώρες επέζησαν όσοι την έφαγαν...»
Η «Αυλή των Θαυμάτων»
Αιόλου, Βαρβάκειος Αγορά, Αθηνάς, Πλατεία Δημαρχείου (πρώην Λουδοβίκου) δημιουργούσαν, μετά το 1890, ένα νοερό τετράγωνο, όπου λειτουργούσε μια περίεργη «Αυλή των Θαυμάτων, η χαρά κάθε μικρού και μεγάλου. Ιδιαίτερα τις περιόδους των Χριστουγέννων και του Πάσχα, γινόταν το αδιαχώρητο.
Εδώ, οι έμποροι του ποδαριού, όταν δεν γύριζαν με τα καροτσάκια τους στις αθηναϊκές συνοικίες, διαλαλούσαν καθημερινά τις ευκαιρίες! Κυριολεκτικά έμποροι της ευκαιρίας με είδη από κατάσχεση, εμπορεύματα από πτώχευση, μεταξωτά από τα «βρεμμένα» του τελωνείου.
Κι όταν στο είδος δεν χωρούσε ευκαιρία, τότε ο «πλάνης» δραματοποιούσε το όλο σκηνικό: «Πάρτε κι έρχεται ο αστυφύλαξ. Πάρτε τώρα που τρελλαθήκαμε και τα χαρίζουμε!». Διότι, βεβαίως, κανείς τους δεν είχε πάρει τη σχετική άδεια μικροπωλητή από την αστυνομία. Πού περιθώρια για περιττά έξοδα και μπλεξίματα...
Έτσι, λοιπόν, όποιος δεν είχε τι να κάνει, και ήταν πάρα πολλοί αυτοί, όποιος δεν ήξερε μια τέχνη, όποιος είχε ξεπέσει στην αθηναϊκή άσφαλτο χωρίς άλλα εφόδια εκτός από τη φωνάρα και τα παπούτσια του, αγόραζε τρεις παραμάνες για το γιακά και γινόταν έμπορος ευκαιρίας. Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Για να επιβιώσεις στην περίεργη αυτή αγορά, έπρεπε να είσαι εύστροφος, ετοιμόλογος, επίκαιρος, πνευματώδης, τσαχπίνης...
Η εφημερίδα «Αθήναι» θα γράψει το 1910:
«Μικροπωληταί με καροτσάκια, με ταβλάδες, με πρόχειρα παραπήγματα ή φορτωμένοι με το εμπόρευμά των, πωλούν τα πλέον παράδοξα πράγματα: τυρί της Κρήτης, ξυράφια, φακέλλους, σύκα, σκόνην διά τα κουνούπια, φασκομηλιάν, μήλους του καφέ, γουδιά, “κρύο είνε, μπούζι είνε!” (σ.σ. αναφέρεται στον πωλητή νερού που γύριζε μ’ ένα κανάτι κι’ ένα ποτήρι στο χέρι), μυστηριώδη υγρά διά τους λεκέδες, λευκούς βόλους εναντίον των ψύλλων, υγρά διά τα δόντια, καλλυντικά της επιδερμίδος.
»Κόσμος παράδοξος και ποικίλος περιστοιχίζει όλους αυτούς τους μικροπωλητάς, των οποίων η γλώσσα εργάζεται ακαταπαύστως χωρίς μίαν στιγμήν διακοπής. Άνθρωποι που περνούν βιαστικοί σταματούν ελκυόμενοι από τας υποσχέσεις της χειμαρρώδους ευγλωττίας και κολλούν όπως αι μυίαι εις τα χαρτιά, που πωλούνται εις τα φαρμακεία.
»Και άλλοι άνθρωποι, που δεν έχουν καμμίαν εργασίαν, περνούν όλην των την ημέραν τριγυρίζοντες τους πωλητάς, περιεργαζόμενοι τα εμπορεύματα, μαγευόμενοι από τας υποσχέσεις της προφορικής ρεκλάμας και φεύγοντες από τον ένα πωλητήν, χωρίς να αγοράσωσιν τίποτε, διά να μετακομισθούν εις άλλον πωλητή, από τον οποίον δεν πρόκειται ν’ αγοράσουν περισσότερα.
»Μέσα εις αυτόν τον ποικίλον εμπορικόν λαβύρινθον μία ημέρα περνά χωρίς να την εννοήση κανείς. Και από τους ανθρώπους που σταθμεύουν γύρω από τους πωλητάς, φαντάζομαι ότι είνε πολλοί εκείνοι που διασκεδάζουν κατ’ αυτό τον τρόπον ανέξοδα, ειρηνικά και ήσυχα.
»Αλλά τι ποικιλία! Ιδού παραδείγματος χάριν αυτός που πουλεί ξύλινα γουδιά μέσα εις χειροκίνητο καροτσάκι. Με φωνήν η οποία δεν ενθυμίζει βέβαια την φωνήν του Καρούζου, ο πωλητής διαλαλεί τα πλεονεκτήματα των γουδιών του, διανθίζων την ρεκλάμαν και με σύγχρονους υπαινιγμούς:
– Εδώ, κύριοι, το γουδί, το γουδοχέρι! Γουδί, κύριοι, για σκορδαλιά της εποχής και για επαναστάσεις (σ.σ. Αναφέρεται στην εξέγερση των στρατιωτικών στο Γουδί, το 1909). Πάρετε, κύριοι, για να υποστηρίζετε την εγχώριον βιομηχανία!
»Ολίγον παρά πέρα είνε τα ξυράφια. Του πωλητού η γλώσσα κόβει όπως και τα ξυράφια του.
– Ξυράφια, κύριοι, εγγλέζικα. Ξυράφια της Αγγλικής πολιτικής. Ξυράφια για τα γένεια, ξυράφια για τους κάλους, ξυράφια για αυτοκτονίες!
»Οι φωνές πολλαπλασιάζονται:
-Ορίστε, κύριος, εις τις κάλτσες. Κάλτσες μεταξωτές των 200 δραχμών μόνον 30 δραχμές, κύριος. Δεν πωλούμε, κύριος, χαρίζουμε, κύριος. Γιατί δεν είμαστε εκατομμυριούχοι!
– Πέντε δραχμές ό,τι πάρετε, κύριος. Τσατσάρες, μυρωδιές, μεταξωτά μαντηλάκια. Πέντε δραχμές μονάχα. Ούτε τρελλός νάμουνα, κύριος. Δεν τα πουλάμε, τα πετάμε. Πέντε δραχμές για να τα μαζώξετε από κάτω.
– Φανέλλες αγγλικές των 300 δραχμών μόνον 40 δραχμές, κύριος. Είνε φίνες εγγλέζικες. Εάν γνωρίζετε αγγλικά, παρατηρήστε. Κάλτσες εναντίον των ρευματισμών. Ούτε το νοίκι... δεν βγάζουμε, κύριος.
– Άλλος, κύριοι, στις γραβάτες με τα 5.513 χρώματα!
–Τα κατασχεμένα του Τελωνείου εδώ, κύριοι!
-Στη φυλακή τον έχουν τον άνθρωπο. Πάρτε για ψυχικό, κύριοι!
»Ένα παληό πανέρι γεμάτο από καρτ’ ποστάλ. Το πανεράκι είνε ακου-μπισμένο κάτω στο πεζοδρόμιο. Ο πωλητής, ένας μικρός ξυπόλυτος, στέκεται όρθιος και φωνάζει:
–Ορίστε, κύριοι, εις την οριστικήν διάλυσιν του... καταστήματος!
»Πιο κάτω πουλιέται το φάρμακο διά τας... κηλίς πάσης φύσεως!
–Από τι πάσχει η ανθρωπότη, κύριοι; Πέστε μου σας παρακαλώ. Από τας κηλίς! Το λάδι, οι σάλτσες είναι οι εχθροί της ανθρωπότητας, κύριοι. Πώς θα τους καταπολεμήσωμεν; Με το κοσμοσωτήριον φάρμακον του Γερμανού καθηγητού Δόκτορος Χόκενσαιν, που θα σώσει την ανθρωπότητα. Αντί πέντε δραχμών, κύριοι, το κηλιδοφθόρον! Άλλος κύριοι, άλλος...
»Το κοινόν διστάζει. Ο πωλητής του θαυματουργού φάρμακου αρπάζει ξαφνικά τον πρώτον χαζεύοντα Αθηναίον που έχει ένα λεκέ εις το πέτο του σακακιού του...
–Ορίστε, κύριοι! Το σακάκι του κυρίου έχει μίαν λαδιάν. Λαδιάν από λάδι, από σάλτσα, από φαγητόν, απ’ ό,τι θέλετε. Το οποίον είναι, όπως βλέπετε, λαδιά!
»Ο συλληφθείς χαζός Αθηναίος κοιτάζει τον λεκέν του σακακιού του σαν να διερωτάται πότε έγινε. Οι άλλοι περιμένουν...
–Λοιπόν, κύριοι, μετά δύο λεπτά ο λεκές δεν θα υπάρχει. Το θαυματουργόν αυτό φάρμακον βγάζει μπογιές, λαδιές, ρετσινιές, τα πάσα πάντα.
»Ο πωλητής βρέχει το λεκιασμένο μέρος, το τρίβει με το θαυματουργό φάρμακο, το σκουπίζει μ’ ένα σφουγγαράκι και...
–Ορίστε, κύριοι! Ο λεκές ως εκ θαύματος έφυγε.
»Το κοινό απορεί. Μια δεσποινίς ερωτά:
–Καθαρίζει και τα μεταξωτά;
–Ό,τι θέλεις, μαμζέλ. Κάνει θαύματα.
»Τα ταληράκια τώρα πέφτουν βροχή...
»Εννοείται ότι μόλις στεγνώσει το νερό, το οποίο σκουραίνει το λεκέ, αυτός εμφανίζεται και πάλι σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια!»