Όχι, δεν πρόκειται για κάποιο Πασχαλινό παραμύθι, που μας ξέμεινε λόγω αργίας. "Κοτοπουλάκια"αποκαλούσαν στην τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, τις τρεις κόρες της Ελένης (το γένος Συλιβάκου) και του Δημητρίου Κοτοπούλη, τη Χρυσούλα, τη Φωτεινή και τη Μαρίκα. Ωστόσο, η ζωή των τριών κοριτσιών θα μπορούσε να καταγραφεί και ως παραμύθι ή ακόμα καλύτερα, ως "πολύπρακτο"θεατρικό έργο, μιας κι η οικογένεια Κοτοπούλη πρόσφερε στο ελληνικό θέατρο σημαντικούς ανθρώπους και πολύτιμο έργο. Οι ρίζες της οικογένειας απλώνονται στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στο Τσεπέλοβο, όπου βρισκόταν -μέχρι τη μεταπολίτευση- η πατρογονική οικία της οικογένειας Κοτοπούλη. Η μοίρα όμως, των καλλιτεχνών του παλκοσένικου και ειδικά όσων έζησαν στα δύσκολα χρόνια των περιοδευόντων θιάσων και των γνωστών "μπουλουκιών", ήταν να μεγαλώνουν μακριά απ'το σπίτι τους και κάποτε να γεννούν ή να γεννιούνται κι οι ίδιοι, σε περιοδείες ή ακόμα και πάνω στο σανίδι. Έτσι το 'φερε και για το Δημήτριο Κοτοπούλη να γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, το 1848, αλλά και για τη μικρότερη κόρη του, τη Μαρίκα, που λίγο έλλειψε να γεννηθεί εν μέσω χειροκροτημάτων, όταν έπιασαν οι πόνοι την κυρά-Λένη, κατά τη διάρκεια μιας παράστασης στην Αθήνα. Για την ακρίβεια, οι κόρες του Κοτοπούλη ήταν τέσσερις, αλλά για τη μεγαλύτερη, την Πόπη, σπάνια γίνεται λόγος και άλλα στοιχεία για τη ζωή της δε μπόρεσα να βρώ, πέρα από κάποιες αναφορές του ονόματός της σε προγράμματα θεατρικών παραστάσεων που συμμετείχε και αφηγήσεις οικείων προσώπων της οικογένειας, που έχουν δημοσιευθεί. Βέβαια, με τα ονόματα των τριών κοριτσιών, που από νήπια έπαιρναν μέρος στις παραστάσεις πλάι στους γονείς τους, συνέβαινε κάτι που συνηθιζόταν στους οικογενειακούς θιάσους. Συχνά άλλαζαν κι εμφανίζονταν με ψευδώνυμα, πράγμα που δυσκολεύει την έρευνα. Οι δίδυμες, επί παραδείγματι, εμφανίζονταν ως Φωτεινή Έλσερ και Χρυσαΐς Ρενώ, έτσι ώστε να αμβλύνεται η εντύπωση του κλειστού, οικογενειακού θιάσου. Το μόνο όνομα που δεν άλλαζε ήταν της Μαρίκας κι αυτό γιατί από τις πρώτες κιόλας εμφανίσεις της, απέσπασε διθυραμβικές κριτικές από τον τύπο της εποχής κι ήταν, σαν να λέμε, το μόνιμο ατού του θιάσου. Στην εφημερίδα "ΣΚΡΙΠ", με ημερομηνία 30 Ιουλίου 1901, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου -πίσω απ'το ψευδώνυμο "ο άλλος"- εντυπωσιασμένος από την ερμηνεία της Μαρίκας στο ρόλο της κυρά-Γιάννενας, στον "Αγαπητικό της βοσκοπούλας"γράφει σε χρονογράφημά του :
"Η επαγγελματική ελληνική σκηνή εγήρασε τόσον ώστε έπαθε και στείρωσιν. Δεν παράγει πλέον κανέναν νέον ηθοποιόν. Δια τούτο επαραξενεύθην περισσότερον όταν είδα προχθές κινούμενην ζωντανώς επί της σκηνής με αέρα αποδιώκοντα αυτήν από τας παλαιάς προς νέας σανίδας σκηνής μίαν λιγυράν κλωνίαν μακροβίου θιασαρχικής δρυός. Την μικράν Μαρίαν Κοτοπούλη. Είναι δεκαπέντε ετών και παίζει γυναικείους ρόλους.
Το ανάστημα της μπουκιάς αυτής υψώνεται επί της σκηνής είς τέλειον παρθενικόν παράστημα όχι από το μάκρος του φορέματος ούτε από το ύψος της ξανθής περούκας, αλλ'από την ορμητικήν τάσιν του μικρού δαίμονος τον οποίον έχει εις την ψυχήν και ο οποίος βιάζεται να μεγαλώση..." (Διαβάστε τη συνέχεια της στήληςΣΚΕΨΕΙΣ ΡΩΜΗΟΥ κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο) Η Μαρίκα πρωτόπαιξε το ρόλο της κυρά- Γιάννενας το 1898, σε ηλικία μόλις 11 ετών. Από εκείνη την παράσταση είναι και η φωτογραφία του Δημητρίου Κοτοπούλη, στο ρόλο του Μήτρου.
Δεν θέλω όμως, να σας κουράσω άλλο με γεγονότα και ημερομηνίες, αφού -εκτός απ'το χρονολόγιο που ακολουθεί - όλα αυτά υπάρχουν σε πολλά αφιερώματα, που γίνονται κατά καιρούς, για τη μεγάλη ελληνίδα ηθοποιό. Ένα τέτοιο αξιόλογο αφιέρωμα, είχε γίνει τον Ιανουάριο του 2003 στο περιοδικό "Επτά ημέρες"της Καθημερινής. Για τους φίλους που ενδιαφέρονται, ο σύνδεσμος για το συγκεκριμένο τεύχος υπάρχει στη στήλη παραπλεύρως...
Εδώ θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε στις προσωπικότητες των τριών κοριτσιών και στο χαρακτήρα της κάθε μιας, μέσα από αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν κοντά τους, κυρίως πίσω απ'τις κουίντες και μακριά απ'τα φώτα της ράμπας.
Ο Μήτσος Μυράτ, που σπούδασε τη δραματική τέχνη στο Παρίσι κι ήταν ένας από τους σημαντικότερους πρωτεργάτες της ελληνικής θεατρικής σκηνής, αναφέρει -το 1928 στο βιβλίο του "Η ζωή μου"- περιστατικά που στάθηκαν αφορμή να γνωρίσει τα τρία Κοτοπουλάκια και να συνδεθεί μαζί τους, με άρρηκτους δεσμούς αγάπης...
"Εβγήκαν ρεκλάμες για την έναρξη του θιάσου Δημητρίου Κοτοπούλη εις το Θέατρον Λουκά της Σμύρνης. Αναμονή λοιπόν αγωνιώδης. Είμαστε τότε στην καρδιά της ανοίξεως 1899.
Η παρέα μου, πέντε έξι λεοντιδείς κι εγώ, σε μια γωνιά κοντά τους καπνίζοντας τον αγαπημένο μου ναργιλέ παρακολουθούσα στο Παυσίλυπον τα κουτσάκια (όπως τα λέγανε στη Σμύρνη) του Μαριδάκη.
Στα διαλείμματα η εστουτιαντίνα τραγουδούσε τις κανταδούλες της μόδας. Έλεγε το τραγούδι του Κοκκίνου:
Μέσα στης καρδιάς τα φύλλα
Έχω πόνο μυστικό
Σχίσε την για να πιστέψεις
Πόσον κόρη σ’ αγαπώ.
Όταν ξάφνου, μαζί με τη μία απ’ τις «Μπόβι Καμπέτσι» μπήκε μια ψηλή, κυπαρισσόκορμη κοπέλα. Μάτια που ’χαν κάποια ναζιάρικη νωχέλεια, ένα κάτι χαδιάρικο στο απαλό γύρισμα προς τα πίσω του κεφαλιού, μια παρθενική φιλαρέσκεια σ’ όλο της το είναι σαν άρωμα λουλουδιού που πρωτοξανοίγει τα πέταλά του. Ποδαράκια με τορνευτές γαμπούλες θυμίζαν σπάνια ράτσα αλόγου, κι ένα βάδισμα αλαφρό σαν αίλουρου. Μια πλατύγυρη ψάθα εσκίαζε το ωραίο προσωπάκι με κάποιο μυστήριο και το κοντό ώς τα γόνατα φουστανάκι, η περασμένη στον ώμο τσαντούλα, όλα μαζί σαν ένα γλυκό ροδοχάραμα, τόσο ονειρώδες που αν έκλεινες για μια στιγμή τα μάτια θα νόμιζες πως κουρασμένη να τριγυρνά στα δάση η κυνηγέτις Άρτεμις κατέβηκε από μια παράξενη ιδιοτροπία ντυμένη μοντέρνα, στην πόλη.
– Ποια είναι αυτή, λέγω στον διπλανό μου, αρπάζοντάς τον απότομα απ’ το μπράτσο.
– Ένα απ’ τα Κοτοπουλάκια –η Φωτεινή Κοτοπούλη.
– Τι όμορφη κοπέλα, τι όμορφη κοπέλα, και έμεινα έκπληκτος μπροστά στην εξωτική κοπέλα.
Την άλλη μέρα έπιασα το πόστο πρώτος και καλύτερος. Επερίμενα με καρδιοκτύπι να ξαναϊδώ το χάρμα εκείνο. Σε μια γωνία λίγο παράμερα, μερικά κοριτσόπουλα κρυφοκουβεντιάζανε και πού και πού ξεσπούσανε σε χάχανα.
Ένα απ’ αυτά ξεχώριζε με τη βαριά φωνή του, χειρονομούσε και έκανε ένα θόρυβο του διαόλου.
Λεπτοκαμωμένο, αδύνατο, λίγο καχεκτικό, κάπως ατημέλητο. Μορφή κεχριμπαρόχρωμη αλλά χαρακτηριστικά τόσο αδρά, σχεδόν αγορίστικα και μάτια που σπιθοβολούσαν όλο εξυπνάδα. Η έντονη σαν χάλκινο όργανο φωνή της μου ’δινε μια παράξενη εντύπωση, λες κι ήταν κάποιο περίεργο φαινόμενο.
Ρωτώ το γκαρσόνι.
– Ποια είναι αυτή η μικρούλα;
– Είναι το μικρότερο απ’ τα Κοτοπουλάκια, λένε πως είναι διάολος.
– Μαρίκα, μου απαντά το γκαρσόνι και μ’ αφήνει με την εντύπωση του ονόματος.
Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της. Ένοιωθα να μου μεταδίδει μια παράξενη γοητεία. Έλεγα μέσα μου: «Τί έχει αυτό το αλλόκοτο πλασματάκι, ποιο άγνωστο δαιμόνιο το εμψυχώνει τόσο που σε στριφογυρίζει έτσι ανεμοστρόβιλος ώστε να χάνεις τέλεια τη συνείδηση της ζωής».
Για κάμποση ώρα είχα ξεχάσει την ωραία Φωτεινή. Σε λίγο κατέφθασε η παρέα μου.
– Κάτι νωρίς-νωρίς, μου λέγει ο ένας απ’ αυτούς γελώντας πονηρά.
– Κάθε άλλο παρά αυτό που βάζει ο νους σου, του απαντώ.
– Νά την η εκλεκτή της καρδιάς σου, μου λέει κάποιος άλλος.
Εγύρισα να ιδώ με λαχτάρα. Έβαλαν όλοι τα γέλια. Δεν ήταν εκείνη και όμως της έμοιαζε τόσο. Το ίδιο κόψιμο του προσώπου, μα τα χαρακτηριστικά ένα ένα διαφέρανε. Αυτή ήταν λίγο πιο κοντουλή. Μάτια στρογγυλά σαν να ατενίζανε σ’ ένα ορισμένο σημείο με κάποια απορία και στο περπάτημά της λικνιζότανε το κορμί σαν την αραγμένη βαρκούλα στο λιμάνι που την αργοκινά η φουσκοθαλασσιά. Αλλά τόσο γλυκό πρόσωπο, τόσο αθώο, σαν να χρωματίζετο εκεί επάνω η καλωσύνη μιας ψυχής.
– Αυτή, μου λέει ένας της παρέας, είναι η Χρυσούλα, δίδυμη αδελφή της Φωτεινής.
– Είστε, βλέπω, όλοι καλά πληροφορημένοι.
– Πάρε ένα πρόγραμμα να πληροφορηθείς και συ καλά, αν και δεν θα σε φωτίσει αρκετά γιατί τις έχουν όλες με ψευδώνυμο.
– Είναι κι άλλη μια κοντούλα και στρομπουλή όλο δροσιά και χάρη, την λένε Πόπη, μου λέει ο άλλος κοροϊδευτικά, περίμενε να ιδείς κι αυτήν και τότε βάζεις κλήρο, ποιαν απ’ τις τέσσερις θα διαλέξεις.
Δεν έδωκα απάντηση στο πείραγμα. Εκάπνιζα τον ναργιλέ βυθισμένος στις σκέψεις μου, ρίχνοντας κλέφτικες ματιές πότε στη Μαρίκα και πότε στη Χρυσούλα. Μα τώρα νοιώθω πως και είκοσι κόρες να είχε ο Κοτοπούλης θα ξελογιαζόμουν και με τις είκοσι, γιατί σ’ αυτές όλες θ’ αγαπούσα όχι τις γυναίκες, αλλά το θέατρο, την τέχνη..." (Διαβάστε τη συνέχεια στην ιστοσελίδα τουΣπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού) Λίγο αργότερα, ο Μήτσος Μυράτ θα παντρευτεί τη Χρυσούλα, τη μεγαλύτερη απ'τις δίδυμες -αφού βγήκε πρώτη στον τοκετό- και θα ζήσει μαζί της "μια ζωή ευτυχισμένη", όπως γράφει ο ίδιος. Ο γιός του ζευγαριού, ο γνωστός ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου Δημήτρης Μυράτ, στο βιβλίο του "Οψέ οι μύλοι των θεών" (εκδ. Καστανιώτη, 1998) διεισδύει βαθύτερα στους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, χαρακτήρες των τριών γυναικών...
"Η μητέρα μου ήταν ήρεμη, γλυκομίλητη, υποχωρητική, σταθερή και κάπως ανέραστη, προσγειωμένη πάντα, χωρίς ξεπετάγματα της φαντασίας, χωρίς άλλους ορίζοντες, έξω από κείνους που περικλείνανε το στενό οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον. Γι αυτό, μ'όλη τη λατρεία που είχε στον πατέρα μου, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την ποιητική και καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία. Τους χώριζε και τεράστια διαφορά γνώσεων. Τα Κοτοπουλάκια δεν πρόφτασαν , απ'τις σκληρές βιοτικές συνθήκες, να πάνε πέρα απ'τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Ο Κοτοπούλης έλεγε: "Ο ηθοποιός πρέπει να 'χει πολλές τρύπες στο ζωνάρι του".
Η Φωτεινή ήταν εριστική, πεισματάρα, νευρική ως την υστερία και περήφανη σαν σπανιόλος ιδαλγός. Μπορούσε να πεθάνει της πείνας (και κόντεψε, όταν η Μαρίκα την άφησε απροστάτευτη, κόβοντας τη γλισχρή βοήθεια που της έδινε) αλλά δεν καταδεχόταν να το δείξει. Δεν μπήκε ποτέ σε τραμ ή λεωφορείο, να συνωστιστεί με το πλήθος. Αν δεν μπορούσε να πάρει ταξί, δεν έβγαινε. Και ήταν τύπος ερωτικός.
Όμορφες ήταν και οι δυο, ενώ η Μαρίκα ήταν τερατάκι, "μαυροτσούκαλό μου"την έλεγε ο Ίων Δραγούμης. Ήταν φτυστή ο Κοτοπούλης, ενώ οι δίδυμες είχαν πάρει τα ωραία χαρακτηριστικά της κυρα-Λένης. Αλλά η Φωτεινή ήταν αεράτη. Είχε αυτό που λένε οι Γάλλοι "allure".
Και οι δυο αδερφές ζήσανε κάτω απ'τη σκιά της μικρότερης, μεγάλης τους αδερφής. Τη βοήθησαν να στεριώσει φήμη και περιουσία, όσο κανείς δεν μπορεί, από 'κείνους που δε γνώριζαν τα οικογενειακά μας παρασκήνια, να φανταστεί.
Η Μαρίκα είχε δύσκολο χαρακτήρα και είχε δημιουργήσει στο ζηλιάρικο επάγγελμά μας, που δεν ανέχεται την επιτυχία, πολλούς εχθρούς. Την υπονομεύανε συνέχεια, απ'τα πρώτα της βήματα στο "Βασιλικό", με συκοφαντίες και αργότερα, όταν έγινε θιασάρχις, με συνομωσίες και ξαφνικές απεργείες. Ποτέ όμως δεν μπόρεσαν να την κλονίσουν, γιατί βρίσκονταν στο πλάι της οι δυο αδερφές της, μαζί με τον πατέρα μου. Υπήρχε πάντα έτοιμος θίασος. Πόσες φορές δεν έφυγαν απροειδοποίητα οι ηθοποιοί της ! Την άλλη μέρα το θέατρο λειτουργούσε πάλι κανονικά, με τα οικογενειακά του στηρίγματα και δυο τρεις ασήμαντους αλλά πιστούς, ίσως ακριβώς λόγω της ασημαντότητάς τους, ηθοποιούς.
Η Μαρίκα στάθηκε αχάριστη. Το 'ξερε. Μια μέρα, σε κάποια πρόβα στο "Κεντρικόν", ο Σπύρος Μελάς που σκηνοθετούσε το έργο είπε: "Ο Αριστοτέλης λέει πως ίδιον του ελευθέρου ανδρός είναι η αχαριστία". Βέβαια δεν το "χε πει ο Αριστοτέλης, δεν θα 'ταν δυνατόν... το είπε με ειρωνική σημασία, βάζοντας τη φράση στο στόμα ενός δούλου, ο Μένανδρος. Αλλά ο Μελάς, μέσα στον πνευματικό του αμοραλισμό, δεν δίσταζε να λέει ό,τι του κατέβαινε. Δεν τόλμησα να τον διαψεύσω... ήμουν πολύ νέος και σεβόμουνα. Απ'το στόμα της Μαρίκας όμως, ακούστηκε ένα ηχηρότατο "Εύγε, Σπύρο", γεμάτο ενθουσιασμό, σημάδι πως η αχαριστία της τη βασάνιζε και αρπάχτηκε από την ψευδοαριστοτέλεια ρήση για κάποια άφεση αμαρτιών.
Συχνά η Μαρίκα έφευγε για πολύμηνα ταξίδια στη δυτική Ευρώπη, ενώ ο θίασος εξακολουθούσε να εργάζεται για λογαριασμό της, είτε στο θέατρο "Κοτοπούλη"της Ομόνοιας τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες, είτε σε περιοδεία το καταχείμωνο, με τις φοβερές συνθήκες των θεάτρων και των ξενοδοχείων εκείνης της εποχής, με εναλλασσόμενες πρωταγωνίστριες τις δυο αδερφές της. Χωρίς παράπονο, χωρίς βαρυγκόμια. Φαινότανε και στις δυο φυσικό, αυτονόητο, η Μαρίκα είχε όλα τα δικαιώματα να φεύγει, να 'ρχεται, να διατάζει και προπάντων, να βρίζει. Γιατί όταν νευρίαζε, ξέσπαγε άσχημα. Η Χρυσούλα έσκυβε το κεφάλι και αντιδρούσε με κάποιο σιγανό κλάμα. Αλλά η Φωτεινή δεν της χάριζε κάστανα, ήταν ένα σου κι ένα μου. Ομηρικοί καβγάδες συντάραζαν το θέατρο της Ομόνοιας, που ακούγονταν ως έξω, στα δυο καφενεία όπου συγκεντρώνονταν οι ηθοποιοί όλων των θιάσων, το "Στέμα"και την "Αργολίδα"και που καταλήγανε πάντα σε υποχώρηση της Μαρίκας.
Είχαν και οι δυο αδερφές, η Μαρίκα και η Φωτεινή, το ακαταλόγιστο πείσμα του πατέρα τους. Μια φορά, στα 1919, στο διάλειμμα ενός έργου, ο Κοτοπούλης και η Μαρίκα πιάστηκαν σε πολιτική συζήτηση. Βενιζελικός εκείνος, βασιλικιά εκείνη. Το διάλειμμα, παρά τις εκκλήσεις του οδηγού σκηνής, τραβούσε σε μάκρος και ο καβγάς όσο πήγαινε και φούντωνε. Κάποτε σταμάτησαν κι άρχισε η παράσταση. Η Μαρίκα βγήκε στη σκηνή κι ο Κοτοπούλης κίνησε να φύγει.. Περνώντας απ'την πλατεία, στάθηκε και δείχνοντας την κόρη του, φώναξε με την αργυρόχρυση, όπως την έλεγε ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, στεντόρεια φωνή του: "Τι την φυλάτε αυτή τη ρου... τη βασιλικιά και δεν τη χώνετε μέσα ; "Και ήταν εποχή που τα πάθη ήταν πολύ εξημμένα και υπήρχε κίνδυνος, το επεισόδιο να 'χει δυσάρεστες συνέπειες για τη Μαρίκα.
Και τα δυο αυτά θηρία τρέμανε τη σύγκρουση με τη Φωτεινή. Ήταν φοβερή όταν θύμωνε. Αλλά είχε χρυσή καρδιά. Γινότανε κομμάτια για τους φίλους της, σκοτωνόταν να υποστηρίξει κάποιον που είχε ανάγκη, ξεχνούσε ακόμα και την απροσμέτρητη περηφάνια της για να συντρέξει τον προστατευόμενό της. Είχε κι ένα άλλο προτέρημα, σε βαθμό ελαττώματος: ήταν απίστευτα φιλάρεσκη και καλόγουστη όσο καμιά γυναίκα στην Ελλάδα, μ'ένα έμφυτο αισθητήριο για το ωραίο. Όταν γέρασε πολύ, δεν ξαναβγήκε απ'το σπίτι, για να μην την βλέπουν - την παλιά καλλονή - και την λυπούνται. "Δεν υπάρχει χειρότερο ερείπιο"λέει κάπου ο Θεόφιλος Γκωτιέ "απ'το ερείπιο του ανθρώπου !". Σπάνια βρήκε την επιβεβαίωσή της η φράση αυτή όσο στη Φωτεινή. Ενώ η Μαρίκα έλεγε πάντα: "Τι καλά που ήμουν πάντα άσχημη ! Έτσι δεν κάνω μεγάλη διαφορά στα γεράματα".
Αλλά η Φωτεινή ήταν, μ'όλα της τα ελαττώματα, ωραίος τύπος, βγαλμένος από κάποιο μυθιστόρημα του Μπαλζάκ, ενώ η μάνα μου, η Χρυσούλα όνομα και πράμα, όπως την έλεγαν οι παλιοί, είχε κληρονομήσει το περιβόητο χιούμορ της κυρα-Λένης, της Κοτοπούλαινας. Μόνο τους τελευταίους μήνες της ζωής της την εγκατέλειψε. Είχε ελπίσει πως θα το διατηρούσε ως το τέλος, σαν τον περίφημο Γάλλο κωμωδιογράφο Λαμπίς, που ενενηντάρης πια, στις τελευταίες του στιγμές, είπε στον ανεψιό του, που θρηνούσε γονατιστός πλάι στο κρεβάτι του και του 'δινε παραγγελιές για τους γονείς του στον άλλο κόσμο: "Δεν πας εσύ ανεψιέ, να τους τα πεις από πρώτο χέρι και να μείνω εγώ εδώ;". Η μάνα μου έχασε το χιούμορ της από τη στιγμή που έμαθε το θάνατο της Φωτεινής. Την ξεγελούσαμε λέγοντάς της πως την έχουμε στο νοσοκομείο, ώσπου ένα κακοηθέστατο υποκείμενο της το είπε κακόβουλα. Τότε κατάλαβε πως θα την ακολουθήσει και παράτησε το γάντζωμά της στη ζωή.
Οι τρεις αδελφές ήταν ένα κομμάτι των ειδυλλιακών χρόνων της Αθήνας. Αλλά η ιδιοφυΐα της Μαρίκας, την βοηθούσε να προσαρμόζεται συνεχώς και να μη χάνει την επαφή με την εποχή της. Το ίδιο και η μάνα μου, η Χρυσούλα, για εντελώς αντίθετους λόγους, επειδή ήταν ο Σάντσο της οικογένειας και είχε μιαν απλοϊκή μα τετράγωνη λογική. Η Φωτεινή ήταν δονκιχωτικός τύπος. Ήταν τέκνο της "Μπελ Επόκ". Και σ'αυτήν έμεινε, ως την ύστατη στιγμή της..."
Το αφιέρωμα θα μπορούσε να τελειώνει εδώ, επειδή όμως δεν θέλω να σας αφήσω με την πικρία του Μυράτ, που απομυθοποιεί εν μέρει, τον κολοσσό Μαρίκα Κοτοπούλη, εμμένοντας σε μια πτυχή του χαρακτήρα της, ελάχιστα γνωστή στο ευρύ και μεταγενέστερο κοινό. Σκληρή ήταν σίγουρα... ίσως μάλιστα, αναγκάστηκε να γίνει. Δε νομίζω όμως, πως ο χαρακτηρισμός "αχάριστη"ταιριάζει στην Κοτοπούλη, ακόμα κι αν προέρχεται από έναν άνθρωπο που δεν αποκλείεται να τη γνώριζε καλύτερα απ'όλους. Άλλωστε, πολλές φορές οι συγγραφείς υπερβάλουν είτε σε επιείκεια είτε σε αυστηρότητα, για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών τους. Γεγονός είναι πως, η Κοτοπούλη έδινε την ψυχή της και βοηθούσε τους συναδέλφους της, όταν της το ζητούσαν ή όταν έκρινε η ίδια πως είχαν ανάγκη τη βοήθειά της. Ο Γιάννης Τσαρούχης στο βιβλίο του "Εγώ ειμί πτωχός και πένης" (εκδ. Καστανιώτη, 1988), γράφει χαρακτηριστικά...
"Είχα την τιμή και την ευτυχία να δουλέψω με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, ως σκηνογράφος, σε μερικά έργα που ανέβασε. Στην "Κυρία δε με μέλλει"του Σαρντού, στην "Ελισάβετ"του Ζωσαί, που έκανα και τα κοστούμια, στην "Κάντιτα"του Μπέρναρ Σω και στη "Στέλλα Βιολάντη"του Ξενόπουλου. Πέντε μέρες πριν πεθάνει την επισκέφθηκα, ύστερα από πολλούς μήνες που είχα να την δω και μου πρότεινε να συνεργαστούμε το καλοκαίρι που ερχόταν, στην "Ηλέκτρα"του Σοφοκλή. Στην "Κυρία δε με μέλλει", με όλα της τα χαρίσματα, δεν μπόρεσε να ταυτιστεί με το ρόλο, έσπασε το καλούπι που δεν είχε αντοχή να βαστάξει το υπέρογκο βάρος του ταλέντου της.
Το ίδιο και στην "Ελισάβετ"για τις σκηνές που είναι κάπως εύθυμες και παριζιάνικα κομψές. Στις σκηνές όμως που ήταν δυνατές, ήταν αξέχαστη. Όταν της φέρνουν τα όπλα του Έσσεξ, που εκτελέστηκε κατά διαταγή της, έλεγε :"Γονατίστε". Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Την άκουγα στερεότυπα κάθε βράδυ. Σ'αυτό το "Γονατίστε"υπήρχε όλο το δράμα της Ελισάβετ. Δεν είχε ανάγκη από σκηνοθέτη, δημιουργούσε μόνη της το ρόλο. Αλλά είχε οπωσδήποτε ανάγκη από ένα τρίτο μάτι για να την προειδοποιεί, ώστε να προσέχει μήπως το βάρος του ταλέντου της σπάσει τα αδύνατα καλούπια. Την άκουσα ν'απαγγέλει την "Στέλλα Βιολάντη"μπροστά σε μια κόκκινη βελούδινη κουρτίνα, φορώντας ένα ροζ φόρεμα του 1880, που της είχα σχεδιάσει. Εκεί κατάλαβα τι ήταν το παλιό θέατρο και ότι ο στόμφος ήταν αληθινή συγκίνηση και όχι φαμφαρονισμός.[...]
Την κατηγορούσαν έντονα ορισμένοι κύκλοι, γιατί έπαιζε την "Ηλέκτρα"του Χόφμανσταλ κι όχι εκείνη του Σοφοκλή. Ξεχνούσαν οι φανατικοί άνθρωποι, ότι αν δεν έπαιζε την "Ηλέκτρα"του Χόφμανσταλ και τη "Μήδεια"του Γκρημπάτσερ, το παίξιμο της αρχαίας τραγωδίας θα ήταν ακόμη στο στυλ του Μιστριώτη. Το ελληνικό θέατρο έφθασε να παίζει τις τραγωδίες σαν έργα τέχνης, χάρη σ'αυτές τις παραστάσεις της Κοτοπούλη, που τα μετέφερε όλα στα καθ΄ ημάς, ακόμη και με την "Ιφιγένεια εν Ταύροις"του Γκαίτε.
Μας καταλαμβάνει ολόκληρους η Μαρίκα Κοτοπούλη, γεννημένη πάνω στη σκηνή και για τη σκηνή. Όπως όλοι αυτοί που δημιούργησαν το ελληνικό θέατρο, αγωνίστηκε να φέρει κάθε τι το ξένο, ως απαραίτητο υλικό, για να χτιστεί το νεοελληνικό θέατρο. Η αδυναμία να μιμηθείς ένα πρότυπο τέλεια, είναι η βάση κάθε δημιουργίας, όταν υπάρχει ταλέντο, βέβαια. Θα 'πρεπε ίσως, να ομολογήσουμε πως η μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη δεν ήταν για όλα τα έργα. Όντας μεγάλη ήταν μόνο για τα μεγάλα. Θαυμάζοντας ορισμένες παριζιάνες θεατρίνες, έπαιζε τα έργα που έπαιζαν, ενώ δεν ήταν γι αυτήν. [...]
Η Κοτοπούλη ήταν ένας τύπος λαϊκός κι ας σύχναζε στο παλάτι. Η αντίληψή της για το παλάτι ήταν ιερή. Δεν ήθελε να συζητήσει την παράδοση του θεσμού, δεν μπορούσε ν'αρνηθεί την αξία ενός θεσμού που σέβονταν πολλά σημαντικά κράτη. Ήταν παραδεκτή απ'όλους για την τέχνη της και τη βαθύτητά της. Άσχετο αν δήλωνε βασιλικιά. Έκανε παρέα μ'όλο τον κόσμο, ασχέτως κομμάτων. Όταν ο ηθοποιός Γιώργος Παππάς αναζητήθηκε σε κείνη από τους χίτες, η Κοτοπούλη είπε: "Δεν ξέρω που κρύβεται, αλλά κι αν ήξερα δεν θα σας έλεγα. Δεν θα καταδιώξω ποτέ καταδιωκόμενους". Τους αριστερούς ηθοποιούς πάντοτε τους προστάτευε και τους βοηθούσε στα κυνηγητά τους, από χίτες και Γερμανούς. Τηλεφωνούσε εδώ κι εκεί, για να τους ελευθερώνει μετά τις συλλήψεις τους. "Είναι απαραίτητοι στο θέατρο"έλεγε. Έτσι καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου. http://sendec.blogspot.gr