Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Το μεγάλο μυστικό που πήρε η Αλίκη Βουγιουκλάκη στον τάφο της

$
0
0

Το μεγάλο μυστικό που πήρε η Αλίκη Βουγιουκλάκη στον τάφο της
Ήταν το μεγάλο της μυστικό. Ο θάνατος που την πόνεσε όσο τίποτα άλλο στη ζωή της και απέφευγε συστηματικά να μιλάει γι' αυτόν, ο θάνατος του πατέρα της, ο οποίος θεωρήθηκε συνεργάτης των Γερμανών και εκτελέστηκε.
Δεν το αποκάλυψε ποτέ. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι σε καμιά συνέντευξή της η Αλίκη δεν μιλάει για τον πατέρα της, αλλά δίνει όλη της την έμφαση στην πολυαγαπημένη της μητέρα.
Ο διορισμός από τον Τσολάκογλου
Στις αρχές του 1941, όταν στο τιμόνι της διακυβέρνησης της χώρας βρίσκεται ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο οποίος διορίζει όλους τους αιρετούς, διορίζει νομάρχη Αρκαδίας τον Ιωάννη Βουγιουκλάκη.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Βουγιουκλάκης σε λόγο του προς τον αρκαδικό λαό:
«Αρκάδες, φέρων τον σταυρόν που μου έδωσε η κυβέρνησις του Έλληνος Πατριώτου Στρατηγού Τσολάκογλου ήλθα κοντά σας έτοιμος να ανέβω τον Γολγοθά διά να συγκρατηθεί ό,τι είναι δυνατόν διά να περισωθεί ό,τι είναι δυνατόν και με τον ηρωικό μας μόχθον και την ειλικρινήν και έντιμον εις την Ευρωπαϊκήν πραγματικότητα προσήλωσίν μας να ανατείλουν αι καλλίτεραι ημέραι της πατρίδος μας».
«Ο Βουγιουκλάκης θεωρούνταν καλός άνθρωπος για τον απλό λαό. Είχε βάλει ορισμένα πράγματα σε μια αποθήκη προκειμένου να τα μοιράσει στους Τριπολιτσιώτες. Τότε, λοιπόν, ερχόμενοι οι Γερμανοί στην Τρίπολη άνοιξαν τις αποθήκες και πήραν τα τρόφιμα, με αποτέλεσμα να θεωρήσουν οι αντάρτες ένοχο τον Βουγιουκλάκη» λένε οι τοπικές μαρτυρίες.

«Έριχναν μεγάλα λιθάρια πάνω στα κεφάλια τους»
Στο βιβλίο «Εθνική Αντίστασις 1941-45» του Κοσμά Εμμανουήλ Αντωνόπουλου είναι καταγεγραμμένη με κάθε λεπτομέρεια η εκτέλεση του Ιωάννη Βουγιουκλάκη
«Εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως Χαράδρου Κυνουρίας ήσαν 65 κρατούμενοι, από διάφορες περιοχές Τριπόλεως. Επιστήμονες, υπάλληλοι, αγρότες, επαγγελματίες, νέα παιδιά, ήσαν φυλακισμένοι από τους κομμουνιστάς, διότι δεν τους ακολουθούν. Τούς βασανίζουν κάθε ημέρα, κάθε νύκτα και οποίους θελήσουν παίρνουν λίγους λίγους, ομάδες και τους εκτελούν, τους αποτελειώνουν.
Εκεί είναι, μεταξύ άλλων, ο Γ. Βουγιουκλάκης από την Λακωνίαν, ο Αναστάσιος Καναβάρος από την Λακωνίαν, ο Σαράντος Πουρναράς από το Πάπαρι Μαντινείας, ο Γεώργιος Τράκας από Πάπαρι Μαντινείας και ο Τάκης Κουγιούφας εκ Τριπόλεως. Ο Βουγιουκλάκης είχε υπηρετήσει ως νομάρχης Αρκαδίας κατά τά έτη 1941-43 και είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες εις όλους τους κατοίκους.
Με την ικανότητά του και την δραστηριότητά του είχε προμηθεύσει τρόφιμα εις τους κατοίκους. Με την αυτοθυσίαν του και την πολιτικότητά του είχε κατορθώσει να σώση πολλούς από το εκτελεστικό απόσπασμα των Ιταλογερμανών. Και ο οπλαρχηγός Γρηγόριος Μαντζουράνης βεβαιώνει ο ότι ο Βουγιουκλάκης τον εβοήθησε να σωθή από τους Ιταλούς το 1941.
Το 1942 παραιτείται από νομάρχης, διότι δεν είχεν ελπίδες, πλέον, να προσφέρη υπηρεσίες στον τόπο και επιστρέφει εις την Αθήνα πλησίον της οικογενείας του. Αλλά πεινάει ή οικογένειά του. Αναγκάζεται κατά Νοέμβριον 1943, να γυρίση εδώ και εκεί, να εΰρη λίγα τρόφιμα με ανταλλαγή ρούχων που είχε μαζί του και πηγαίνει εις τα χωριά της Κορινθίας. Εκεί τον συλλαμβάνουν οι κομμουνισταί και τον μεταφέρουν εις το στρατόπεδον Χαράδρου Κυνουρίας. Ο Αναστάσιος Κανάβαρος το 1941 υπηρετούσε ως φύλαξ φυλακών Τριπόλεως. Τον Νοέμβριον 1943 τον συλλαμβάνουν οι κομμουνισταί και τον φέρνουν και αυτόν στο ίδιο στρατόπεδο, χωρίς κανένα λόγον. Διά την ομάδα αυτήν των κρατουμένων οι κομμουνισταί αρχίζουν ειδικά βασανιστήρια.
Τους παίρνουν κάθε πρωί από το στρατόπεδο, τους μεταφέρουν εις απόστασιν 100 μέτρων και τους αρχίζουν εις το ξύλο μέχρις αίματος. Αυτό συνεχίζεται κάθε πρωί, μέχρις ότου τους έσπασαν τα πόδια και τα χέρια. Επειδή δεν ημπορούσαν να βαδίσουν πλέον, τους βασανίζουν παρουσία όλων των κρατουμένων του στρατοπέδου. Μαζί με τους κρατουμένους είναι και ο Στέφανος Χατζόπουλος, σύνδεσμος των ανταρτών του Ε.Σ. Ταϋγέτου, από το Ανεμοδούρι Μεγαλοπόλεως. Οι κομμουνισταί κουράζονται να τους κτυπούν. Ο Βουγιουκλάκης από τους πολλούς πόνους έλεγε: «Άνοιξε γη να μπω μέσα!».
Όλοι είχαν μείνει κάτω, σαν σακκιά, σωροί ανθρώπων. Την 31ην Δεκεμβρίου 1943, αποφασίζουν, πλέον, να τους εκτελέσουν, αλλά δεν μπορούν να βαδίσουν, δεν ημπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Φέρνουν, λοιπόν, τρία μουλάρια και τους φόρτωσαν και τους πέντε, από εδώ και από εκεί, σαν φόρτωμα με σακκιά ή ξύλα. Τους μετέφεραν σε απόστασιν 150 μέτρων και τους έρριξαν μέσα σε μια νεροφαγιά, δηλ. σε ένα ανοιγμένο λάκκο από το νερό. Μετά για να τους αποτελειώσουν, τους έριχναν επάνω τους μεγάλα λιθάρια και τους έσπασαν τα κεφάλια τους... Έπειτα οι κομμουνισταί επέστρεψαν στο στρατόπεδον, διηγούντο τα έργα των και υπερηφανεύοντο διά το κατόρθωμά των».


πηγή

Η μέρα και η νύχτα Πρόσωπα που δουλεύουν διαφορετικές ώρες: Ένας λαχειοπώλης και μια ιερόδουλη

$
0
0
 Ένας λαχειοπώλης και μια ιερόδουλη  [Από το blog του Λάμπρου Αραπάκου]    



   ΜΕΡΑ. Δημήτρης Αμπελάς, 25, λαχειοπώλης     
Θα τον βρεις στη Ρήγα Φεραίου, να χτυπάει την κουδούνα για να προσελκύσει ανθρώπους που θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους. Ο Δημήτρης, παράλληλα με τα λαχεία, είναι φοιτητής Ηλεκτρολογίας στο ΤΕΙ Πάτρας. 4 χρόνια ασχολείται με το «άθλημα», δείχνει ευχαριστημένος και καταρρίπτει τον μύθο ότι το επάγγελμα αυτό το κάνουν μόνο ηλικιωμένοι άνδρες.   «3.160.000 ευρώ είναι τα περισσότερα χρήματα που έχει κερδίσει κάποιος από λαχείο που αγόρασε από μένα». Είσαι τυχερός, του λέω. «Αυτός που τα κέρδισε είναι τυχερός» με διορθώνει. Σου έδωσε κανά δωράκι από τα τόσα λεφτά που πήρε; «Όχι εξαφανίστηκε και καλά έκανε. Δε μ' ένοιαζε να μου δώσει. Εγώ θέλω να κερδίζει ο κόσμος».   Τον ρωτάω που τα βρίσκει τα λαχεία και πως γίνεται όλη η διαδικασία... «Πηγαίνεις στον πράκτορα, σου δίνει λαχεία και εσύ τα πουλάς. Έπειτα πας στον πράκτορα και του δίνεις των 90% των χρημάτων από τα λαχεία που πούλησες». Απλά πράγματα... Μου εκμυστηρεύεται ότι το μεροκάματο ενός λαχειοπώλη είναι καλό ειδικά την περίοδο των γιορτών.   «Με τη δουλειά αυτή είσαι ανεξάρτητος να δουλέψεις όποτε και όσο θες. Δε μ' αρέσει να έχω αφεντικά.. Επίσης, μου αρέσει που δουλεύω αναλογικά των πωλήσεων και όχι με στάνταρ μισθό», εξηγεί ενώ οι φίλοι του αντιμετωπίζουν ευχάριστα το επάγγελμα του. «Γελάνε και αναρωτιούνται αν βγάζω χρήματα»...   Τον ρωτάω εάν κάποιος δικός του ασχολείται με τα λαχεία. «Κανένας. Είμαι ο μοναδικός. Όλη η οικογένεια μου ασχολείται με τις κατασκευές... Οι γονείς μου με βοήθησαν να αγοράσω τα πρώτα μου λαχεία διότι όταν ξεκίνησα δεν είχα χρήματα να τα πάρω».   Τελευταία ερώτηση: Τελικά ποιο είναι το πραγματικό «λαχείο» στη ζωή; «Να καταφέρεις να βρεις το δρόμο που σου αρέσει και να κάνεις πραγματικότητα αυτά που έχεις βάλει στο μυαλό σου... Εγώ ένα πράγμα θέλω: Να βρω την πόλη που μ' αρέσει στον πλανήτη και να μείνω σ' αυτή».      



 ΝΥΧΤΑ. Isabela, 26, ιερόδουλη   
 Εργάζεται στο proSEXeto στην οδό Γλάυκου 118. Εκεί την συνάντησα, έκανε διάλειμμα για να διηγηθεί λίγη από τη ζωή της. Μιλάει ελληνικά -έχει 5 χρόνια που πηγαινοέρχεται Ελλάδα- Ρουμανία... Η Isabela όταν θέλει να έρθει Ελλάδα, επικοινωνεί με τον οίκο ανοχής και αν υπάρχει θέση, έρχεται για δουλειά. Στη χώρα της είναι σερβιτόρα.   «Οι γονείς μου δεν ξέρουν τίποτα για τη δουλειά μου εδώ». Και αν το μάθουν; «Νομίζουν ότι δουλεύω σε ρεστοράν. Όμως, είμαι ελεύθερη να κάνω ότι θέλω. Μόνο μια αδερφή μου το γνωρίζει. Είχε έρθει βόλτα στην Πάτρα και το κατάλαβε διότι έβλεπε τα πολλά λεφτά που έβγαζα. Το κατάλαβε, δεν είναι χαζή»...   Μπορεί να πάει και με 20 άντρες μέσα στο 8ώρο της. «Αντέχω γιατί γουστάρω αυτή τη δουλειά. Αν δεν μου άρεσε, θα ήμουν εδώ; Μ' αρέσει που οι άντρες κ@λώνουν μαζί μου. Μ' αρέσει που βγάζω λεφτά. Εντάξει, έχει καλά λεφτά, αλλά παντού έχει κρίση. Με τα λεφτά που έχω βγάλει, αγόρασα σπίτι στην Ρουμανία... Είναι επάγγελμα αυτό που κάνουμε, δεν είναι κάτι πρόστυχο. Έχω δουλέψει και στην Γερμανία, εκεί δεν θεωρείται άσχημη δουλειά» αναφέρει και το βλέμμα της πείθει.   Αγόρι έχεις; «Ναι, Ρουμανία είναι. Είμαστε μαζί 3 χρόνια. Δεν ξέρει ότι κάνω αυτή τη δουλειά. Ξέρει ότι δουλεύω στα μπαράκια με ποτά. Αποκλείεται να το μάθει. Πώς να το μάθει; Μόλις γυρνάω από τη δουλειά, πριν κοιμηθώ, θα τον πάρω πάντα τηλέφωνο να δω εάν είναι καλά»...   Τη ρωτάω εάν το sex που κάνει με τους πελάτες διαφέρει με το sex που κάνει με το αγόρι της. «Ε, ναι διαφέρει. Με τον δικό μου, κάνω έρωτα. Τους πελάτες δεν μπορώ να τους φιλάω στο στόμα». Θα παντρευτείτε; «Ναι σίγουρα, άλλα όχι ακόμα, να μεγαλώσω λίγο»... 
Πηγή: www.lifo.gr

ΕΣΠΕΡΟΣ Σταδίου

$
0
0




 
Η Βραδυνή της 23 Φεβρουαρίου 1940 γράφει:
Αύριον ανοίγει ένας. Ο «¨Έσπερος», το καινούργιο κατόρθωμα του Αντωνάκη Ζερβού. Και είνε ωραίος, σύγχρονος, πλούσιος, εκλεκτικός σε έργα και προ παντός, άνετος από απόψεως χώρου και ποιότητος καθισμάτων, θέας και θερμοκρασίας. Είνε ο κινηματογράφος του 1940.
 Με την νέαν του προσπάθεια ο Ζερβός χαρίζει στην πρωτεύουσα ένα δώρο πολιτισμού, αλλά από την άλλη, την παράλληλη μεριά, δίνει την ευκαιρία στους Αθηναίους να δουν όσο πάει και πιο τέλεια έργα

.
Το 1955 τις ημέρες της πρεμιέρας της "Κάλπικης Λίρας" του Γιώργου Τζαβέλλα.

Ποιός ήταν ο Ψευτοθόδωρος;

$
0
0

   
Εκείνους που λένε ψέματα συνηθίζουμε να τους λέμε: «Ψευτοθόδωρους».
 Ο Ψευτοθόδωρος, λοιπόν, υπήρξε και ήταν ένας από τους πολλούς τύπους της παλιάς Αθήνας γύρω στα 1870.

Οι περισσότερες φάρσες και κατεργαριές του Ψευτοθόδωρου, είχαν σαν θέμα τους, το ... φαΐ. Κι αυτό ήταν πολύ φυσικό, για έναν άνθρωπο που βρισκότανε τις περισσότερες ώρες στην ταβέρνα, για έναν άνθρωπο που αντιπαθούσε τη δουλειά. "Γιατί να δουλέψω εγώ, αφού δουλεύει το μυαλό μου;", έλεγε ο Ψευτοθόδωρος, ομολογώντας το "κoυσoύρι" του.
Τα κατορθώματά του, οι φάρσες του και τα ανέκδοτα του, έμειναν όπως
και το «παρατσούκλι" του παροιμιώδη.
Μεσημέρι, ο Ψευτοθόδωρος πιάνει έγκαιρα το πόστο του δίπλα 

από το φούρνο και περιμένει το θύμα του.
 Σε λίγο, να κι ο μικρός του Καπιτσίνη (κάτοικος αρκετά πλούσιος 
της Αθήνας).
- Έλα δω! του λέει ο Ψευτοθόδωρος...
- Τι θες, μπάρμπα; τον ρώτησε ο μικρός.
- Πόσα σου 'δωσαν, για να πάρεις το γκιουβέτσι;
- Μια δεκάρα!
- Φέρ' την εδώ και τράβα να πεις στην κυρά σου να σου δώσει ακόμη μια πεντάρα, γιατί ακρίβυναν τα ψηστικά για το γκιουβέτσι... και να 'ρθεις σ' ένα τέταρτο, γιατί δεν είναι έτοιμο ακόμη...

Ο αφελής μικρός, που δε γνώριζε τον Ψευτοθόδωρο, αλλά και που δεν είχε κανέναν λόγο να μην τον πιστέψει, γιατί έξω από τον φούρνο, καθώς τον είδε, τον πέρασε για φούρναρη, του έδωσε τη δεκάρα που κρατούσε για τα ψηστικά και έφυγε, για να πάει να φέρει τα «ρέστα».
Ο Ψευτοδόδωρος, τέλειος στρατηγός, φρόντισε, αυτή η σκηνή να γίνει σχεδόν έξω οπό την πόρτα, ώστε να δει ο αληθινός φούρναρης, ότι είχε πάρε - δώσε με το μικρό του Καπιτσίνη. Έπειτα μπήκε στο φούρνο. Πέταξε τη δεκάρα επάνω στον μπάγκο και είπε:

- Το γκιουβέτσι του Καπιτσίνη...

Ο φούρναρης δεν πονηρεύτηκε και του το έδωσε. Το πήρε τότε ο καλός μας και το πήγε κατ' ευθείαν στην ταβέρνα, για να το φάει με την παρέα του.
 Το νόστιμο δε είναι, πως εκείνη την ώρα πέρναγε από την ταβέρνα 
και ο Καπιτσίνης και ο Ψευτοθόδωρος τον προσκάλεσε να πάρει μεζέ...

- Σ' ευχαριστώ, είπε, κι εγώ γκιουβέτσι έχω και πάω τώρα για φαΐ...

Κι ένα από τ' ανέκδοτά του:
Κάποιος από την παρέα τους έλεγε:

- Που λέτε, ξέρω έναν που μπορεί να σκίσει με τα χέρια του τέσσερις τράπουλες μαζί.
- Μπα, λέει ο άλλος. Αυτό δεν είναι τίποτα. Εγώ ξέρω κάποιον που σπάει με τη γροθιά του ένα μαρμάρινο τραπέζι..
Ο Ψευτοθόδωρος άκουγε. Κι έπειτα πολύ σοβαρός είπε:
Κάτι τρέχει στα γύφτικα. Εγώ έχω έναν ξάδερφο, που σταματάει το τρένο με το ένα του χέρι.
- Τι λες; τον ρώτησαν με θαυμασμό οι φίλοι του και πώς τα καταφέρνει;
- Είναι οδηγός στο σιδηρόδρομο του Πειραιώς ...
Αυτός με λίγα λόγια ήταν ο Ψευτοθόδωρος.
από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη "Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις", εκδόσεις Σμυρνιωτάκη, Δεκέμβριος 2007, Αθήνα

Πουλάνε και τους οικογενειακούς τους τάφους για να ζήσουν!

$
0
0

Πουλάνε και τους οικογενειακούς τους τάφους για να ζήσουν!
Στο «σφυρί» βγάζουν ακόμα και τους οικογενειακούς τους τάφους για λίγα ευρώ οι Έλληνες πολίτες, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να καλύψουν τις οικονομικές τους «τρύπες» και να μπορέσουν να ζήσουν οι ίδιοι 
και οι οικογένειες τους.
Σοκαρισμένοι είναι οι δήμαρχοι σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, καθώς σύμφωνα με την Espresso οι πολίτες προσέρχονται μαζικά στα δημαρχεία, όχι για να υποβάλλουν παράπονα, αλλά για να ζητήσουν απεγνωσμένα μια μικρή βοήθεια, ενώ αρκετοί πλέον παραχωρούν ακόμα και την τελευταία τους κατοικία έναντι πινακίου φακής, με την δήμαρχο Βέροιας Χαρούλα Ουσουλτζόγλου-Γεωργιάδη να δηλώνει: «Υπήρξε περιστατικό με μια κυρία που ήρθε στο δημαρχιακό μέγαρο ζητώντας να πουλήσει τον οικογενειακό τάφο που είχε αγοράσει παλιότερα από τον δήμο».


 πηγή

Εν Αθήναις..η μπουγάδα και το λουλάκι

$
0
0



Στην αυλή των θαυμάτων υπήρχε μια μικρή αποθηκούλα όπου οι συγκάτοικοι
έβαζαν μεταξύ των άλλων  και το "πλυντήριο" της εποχής.
Την θρυλική σκάφη που χρησίμευε για πλύσιμο ανθρώπων και ρούχων.
Για απορρυπαντικό στην αρχή χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές το πράσινο 
σαπούνι και αργότερα τις σκόνες όπως το ROL που έδινε και ένα
45ρι βινύλιο δώρο με μερικά άδεια κουτιά.
Για να αστράφτουν τα λευκά και ειδικά το πουκάμισο υπήρχε το λουλάκι.
Και χύμα σε ταμπλέτες και σε συσκευασία στο διχτάκι.
Το μπλέ έδινε λάμψη....έδιωχνε την κιτρινίλα.
Υπήρχαν και γιαγιάδες στην αυλή....γκάγκαρες Αθηναίες που στολιζόντουσαν
για τις επισκέψεις τους στην γειτονιά...στην εκκλησία την Κυριακή το πρωϊ
και το απόγευμα στο ζαχαροπλαστείο για την σοκολατίνα τους.
Για τα μαλλιά χρησιμοποιούσαν το λουλάκι σε εξευγενισμένη μορφή που έδινε ένα απαλό θαλασσί
στο άσπρο χρώμα και σε συνδυασμό με την πούδρα την ανοιχτόχρωμη
και την χύμα κολώνια άνθη λεμονιάς άλλαζαν ευχάριστα την διάθεσή τους .

Πίσω στα παλιά

Aλλαγή ελαστικού...από τα παλιά

$
0
0
Από τον φίλο Αλέξανδρο

Άλλοτε και τώρα


Νοσταλγία>Η Ελλάδα μέσα από τη διαφήμιση

$
0
0


Το «ταξίδι» μιας οικογένειας από την εποχή της κολόνιας «Τόσκα» και του απορρυπαντικού «Τρινάλ» ως την εποχή του «Νουνού» και της «Σερενάτας»: η ιστορία της ελληνικής διαφήμισης από τη δεκαετία του '40 ως το 1997.
Εκείνη τη χρονιά εκδόθηκε το εξαιρετικό των Φιλήμονα Παπαπολύζου και Κώστα Μαρτζούκου από τις εκδόσεις Ομικρον με τίτλο «Hellads: Η Ελλάδα μέσα από τη διαφήμιση, 1940-1989».
Ένα βιβλίο που ίσως θα πρέπει να επικαιροποιηθεί μέσα από μία εμπλουτισμένη επανέκδοση μια και αξίζει το κόπο να συμπεριλάβει και την τελευταία 15ετία που μας έφτασε ως εδώ: στην Ελλάδα του Μνημονίου>


Δεκαετία του '40: όλα με την οκά 
Η γυναίκα μαζεύει «δώρα για τραυματίες» και «φυλαχτά για φαντάρους», ακούει Βέμπο και φοράει κολόνια «Τόσκα» τις Κυριακές. Χρησιμοποιεί «σκόνη καθαρισμού και απολιπαντικόν Τρινάλ» για να κάνει οικονομία στο σαπούνι, παίρνει μακαρόνια από το γαϊδουράκι του Ακάκιου και ράβει με κλωστές «Πεταλούδα» και «Κιθάρα». Φοράει εμπριμέ και πέδιλα με φελλό για να είναι μοντέρνα και στην περίπτωση που τυγχάνει ευκατάστατη αγοράζει «το καλύτερο ηλεκτρικό σίδερο αγγλικής κατασκευής με αυτόματο διακόπτη». Οι ανύπανδρες χρησιμοποιούν καλλυντικά «Τοκαλόν» για να ζήσουν σκηνές πάθους ανάλογες με αυτές της Σκάρλετ στο «Οσα παίρνει ο άνεμος» και στο διάστημα της αναμονής παρακολουθούν καλού κακού μαθήματα σε μια σχολή κοπτικής - ραπτικής.

Το αρσενικό μέλος της οικογένειας, ταλαιπωρημένο από τα «Αλεξίφθειρα» και τα «όπλα αμέσου δράσεως εναντίον κρυοπαγημάτων» στα βουνά της Αλβανίας, ξαναβρίσκει επιτέλους τα παλιά χαρμάνια «όπως πριν απ' τον πόλεμο» σε κούτες ή στα ­ ακριβότερα ­ κουτιά πλακέ, ρουφάει με ευχαρίστηση καφέ «Παπαγάλο» και ελπίζει να κερδίσει μια στέγη από το «Λαχείο Συντακτών».

Στο περίπτερο της γειτονιάς κατεβάζει χαμηλά το «Πιλ Πουλ» καπέλο του και κλείνει με νόημα το μάτι για να αγοράσει προφυλακτικά «Μπεμπέκα» ­ γελοίο το όνομα, αλλά τουλάχιστον λιγότερο μακάβριο από τις παλαιότερες νεκροκεφαλές ­, ενώ στις βόλτες του τα καλοκαίρια φοράει «κοντομάνικα υποκάμισα» με ή χωρίς πιέτα. Τα κοστούμια με τα οποία κυκλοφορεί τα βράδια στον «Ορφέα» και στο «Ρεξ» τα ράβει πάντα στο εμπορορραφείον «επί μέτρω» και φυσικά είναι πελάτης του Μπαλάσκα, του «Βασιλιά των Καμπαρντινών» στην οδό Τσόρτσιλ. Αν είναι πατέρας και δη προνοητικός, φροντίζει επιπλέον να εξασφαλίσει «έναν γαμβρό για την κόρη του» μέσω μιας από τις ασφάλειες γάμου.

Τα παιδιά διαβάζουν μετά μανίας το «Ελληνόπουλο» και την τολμηρότερη και απαγορευμένη «Μάσκα», μαθαίνουν ξένες γλώσσες από δίσκους 78 στροφών, μεγαλώνουν με «Θρεψίνη» και βιταμινούχο «Φυτίνη» από το κίτρινο κουτί με τα καφεκόκκινα γράμματα και τρέμουν στη θέα του κουταλιού με το μουρουνέλαιο.



Δεκαετία του '50: δύο στην τιμή του ενός 

Η κυρία του σπιτιού έχει τώρα «δούλα» από το χωριό και βοηθούς ηλεκτρικούς. Τα ρούχα της τα πλένει με βιομηχανικά απορρυπαντικά, ψωνίζει ντούμπλεξ από το «Μινιόν» και προϊόντα σε «εορταστικές συσκευασίες», διαβάζει «Ταχυδρόμο» και «Εικόνες» όπως ο «καλός κόσμος» της εποχής και «Ρομάντσο» όπως ο υπόλοιπος, κοιμάται σε στρωματέξ, αγοράζει μουστάρδα σε σωληνάριο ­ όχι πια στη λαδόκολλα ­ και ρέγγες «με τεραστίαν θρεπτικήν αξίαν», χρησιμοποιεί αποσμητικό και «Σερβιέτ υγείας», ενώ «νοικοκυρεύεται» στην «Πειραϊκή - Πατραϊκή».

Ο άνδρας της οικογένειας φοράει γυαλιά ηλίου «Μακ Αρθουρ», κυκλοφορεί με βεσπάκι ή με το «σαραβαλάκι» της Citroen και το «εξακοσαράκι» της Fiat. Ονειρεύεται να ακουμπήσει κάποτε το δεξί του χέρι στο βολάν της Chevrolet, αλλά προς το παρόν κοιτάζει το πανοραμικό της παρμπρίζ από το πίσω κάθισμα μιας κούρσας (ταξί) στην Ομόνοια. Από το περίπτερο αγοράζει ακόμη «στούκας» γιατί η τιμή των δέκα τσιγάρων του πακέτου δεν έχει πέσει κάτω από τις 1.250 δραχμές, φοράει «παπούτσια στην πέννα με Camel βαμμένα» και παίζει Προ-Πο. Τα βράδια «αφήνει το νερό για τους βατράχους» για να πιει ένα ποτήρι μπίρας «Fix» στα «Αστέρια» της Γλυφάδας ή πηγαίνει στο «Αττικόν» συν γυναιξί και τέκνοις για να δει το θαύμα του σινεμασκόπ. Αγοράζει κοστούμι «έτοιμο - μισοέτοιμο» και «οικόπεδα με δόσεις» και στον ύπνο του ταξιδεύει στην Αμερική με τα μυθικά υπερωκεάνια «Ολυμπία» και «Βασίλισσα Φρειδερίκη».

Οσο για τα πιτσιρίκια, φορούν ελβιέλες και χορεύουν ροκ-εν-ρολ και χούλα-χουπ με πικ απ «Collaro» τεσσάρων ταχυτήτων «αφθάστου μουσικότητος», καταβροχθίζουν σοκολάτες «Ιον» αμυγδάλου και παγωτά «Εβγα» από τον παγωτατζή της γειτονιάς, διαβάζουν μετά μανίας τον «Μικρό Ηρωα» και πλένουν τα δόντια τους με «Kolynos» δύο φορές την ημέρα.



Δεκαετία του '60: πικρή μικρή μου αγάπη 

Το νοικοκυριό διαθέτει πλέον από αυτόματο πλυντήριο ως αυτόματη κατάψυξη και στα ράφια στοιβάζονται προϊόντα σε σελοφάν και σε πλαστικές συσκευασίες από τα πρώτα σουπερμάρκετ. Η γυναίκα φοράει pret-a-porter, μίνι και παντελόνια, έχει στη διάθεσή της τα πρώτα ινστιτούτα αισθητικής και τα πρώτα light προϊόντα, διαβάζει περιοδικά «ποικίλης ύλης» και μαγειρεύει ακούγοντας μετά μανίας στο ραδιόφωνο την «Πικρή μικρή μου αγάπη» και το «Σπίτι των ανέμων».

Ο σύζυγος φοράει κοστούμι από αγνό παρθένο μαλλί «χωρίς καμιά πρόσμειξη» και σκαρπίνι με άσπρη κάλτσα «Dar» σαν γνήσιος εγγλέζος τζέντλεμαν και ρίχνει κάθε μέρα ένα βλέμμα λοξό στο «Ρόλεξ» της βιτρίνας δίπλα στο γραφείο. Στα πάρτι δηλώνει ότι μένει πίσω από το «Χίλτον» και ότι, φυσικά, έχει τηλεόραση. Καπνίζει πλέον «σιγαρέττα ανωτέρας ποιότητος» σε πακέτο και βάζει στο πικ απ δίσκους των Μπητλς και του Θεοδωράκη. Τα βράδια βλέπει από ταινίες μελό - πορνό ως νουβέλ βαγκ, κλείνει τραπέζι «πρώτη θέση πίστα», συχνάζει σε καμπαρέ και σε μπουάτ, ενώ τριγυρίζει κρυφά στην αμαρτωλή Φωκίωνος Νέγρη.

Τα μικρότερα μέλη της οικογένειας γράφουν στον Αϊ-Βασίλη να τους στείλει ένα «Στερεοσκόπιον Βιου-Μάστερ», τσακώνονται με τον μπαμπά για το ποιος θα πιει το περίφημο σιρόπι «Bovril» που χαρίζει δύναμη ταύρου, κοιτάζουν με δέος τους «χρυσοδερματόδετους» τόμους της πρώτης μοντέρνας εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς, τρώνε γκοφρέτες και ψάρια «Ευρυδίκης», τρελαίνονται για σοκολατούχο γάλα σε πλαστικό κυπελλάκι και «Ταμ-ταμ», χορεύουν τουίστ και γιάνκα.



Δεκαετία του '70: φαγητά σε πακέτα 

Προς τέρψιν του φεμινιστικού κινήματος η γυναίκα γίνεται ανεξάρτητη και δυναμική. Διαβάζει διεθνή περιοδικά αλλά και ροζ ιστορίες τσέπης, παρακολουθεί τους «Αγγελους του Τσάρλι» και τον «Αγνωστο πόλεμο», παραγγέλλει «φαγητά σε πακέτα» και γεμίζει τις βαλίτσες της με τσόκαρα, σαλβάρια, τσιγγάνικες φούστες και κοτλέ παντελόνια για το «weekend» της εβδομάδας. Για τα ψώνια της δηλώνει ότι πηγαίνει στο Λονδίνο, αγοράζει σύνθετα και τεντόπανα «Πριμαβέρα» με πιστωτικές κάρτες και καταπολεμά το άγχος της κατεβάζοντας από τα ράφια των σουπερμάρκετ άσπρους σίφουνες, καφετιέρες και αποσμητικά σαπούνια.

Ο άνδρας κυκλοφορεί με παντελόνια καμπάνα και φαρδιά πέτα, αγοράζει χίπικα πουκάμισα, ζιβάγκο και πολύχρωμα εσώρουχα, ενημερώνεται από τον «Χρυσό Οδηγό», έχει τουλάχιστον ένα εξοχικό ­ έστω τροχόσπιτο ή λυόμενο ­ και ένα αυτοκίνητο. Ξυρίζεται με «Bic», κάνει μαστορέματα στο σπίτι με «Black & Decker», πίνει ουίσκι στις παμπ και μπίρες σε κουτί, αγοράζει ομόλογα και θερμοσυσσωρευτές.

Τα παιδιά φορούν μπλε ποδιές «Λάουρα» με λευκά γιακαδάκια και σπορτέξ, είναι υπερήφανα για το «Ρολί» της μαμάς τους, συγχύζονται με τους συμμαθητές τους που τους θυμίζουν τη «Δομή», «μεγαλώνουν γερά» με «Βλάχας Εβαπορέ» και μακαρόνια «Κορόνα», ενώ τα μικρότερα βρίσκουν στοργή στο «Προδέρμ» και απαλλάσσονται επιτέλους από τις φασκιές με τις πάνες μιας χρήσεως.



Δεκαετία του '80: ο επιμένων ελληνικά 

Η εργαζόμενη γυναίκα έχει πλέον αυτοκίνητο, φούρνο μικροκυμάτων και Φιλιππινέζα στη θέση της «δούλας» από το χωριό, ντύνεται με μάρκες και φορτώνεται με κοσμήματα ­ ε, κι αν είναι faux δεν την πειράζει ­, τρέχει στα γυμναστήρια για να ξεφορτωθεί τις θερμίδες, παρακολουθεί ανελλιπώς «Δυναστεία» και «Ντάλλας», διαβάζει «Και» και «Αρλεκιν» και περιμένει το δώρο του αγαπημένου της στην επίσημη πρώτη του Αγίου Βαλεντίνου. Οσο για τον σύζυγο, προσπαθεί να επιμένει «ελλη-νικά» αφού επιμένει και ο Νίκος Παπαναστασίου, πίνει φραπεδάκι, φροντίζει το ίματζ του και ασχολείται με το μάρκετινγκ και τις δημόσιες σχέσεις.

Τα κορίτσια του γυμνασίου απαλλάσσονται πλέον από τη γαλάζια ποδιά και τα μωρά από τα δάκρυα των σαμπουάν. Πίνουν «Νουνού» γιατί... «γάλατα υπάρχουν πολλά, Νουνού όμως ένα» και περνούν τα απογεύματα συντροφιά με τη Σίντι, την Μπι-Μπι-Μπο και τον Τζον-Τζον μασουλώντας στα κρυφά «Σερενάτα και πάσης Ελλάδος άμα λάχει να 'ούμ'».
Πηγή: kourdistoportokali

Τζιτζιφιές 1953

Τα πολύτιμα μυστικά που κρύβουν οι ελληνικές θάλασσες

$
0
0


Τι ειπώθηκε στην ομιλία της εφόρου Εναλίων Αρχαιοτήτων
Τα  πολύτιμα  μυστικά που κρύβουν οι ελληνικές  θάλασσες


Εξερεύνηση ναυαγίων σε  μεγάλα  βάθη,  συνεργασίες  με ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια  και ινστιτούτα εντοπισμός ναυαγίων στις  ελληνικές  θάλασσες,  που  έχουν  δώσει πολύτιμα αρχαία  αντικείμενα  αλλά και εξίσου  σημαντικές  πληροφορίες για την  αρχαιότητα  συνιστούν το  έργο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων  για  την σπουδαιότητα του  οποίου αναφέρθηκε κατά την  ομιλία της  στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο  η προϊσταμένη της  δρ Αγγελική Σίμωση. Ούτε μία  ούτε δύο αλλά 23 περιπτώσεις επέμβασης της Εφορείας  σε  όλη  τη χώρα  κατά την τελευταία  πενταετία  παρέθεσε  η  κυρία  Σίμωση αποδεικνύοντας  το  εύρος  του  έργου που επιτελείται.
 Στην Αττική και συγκεκριμένα στους αρχαίους πειραϊκούς λιμένες της Ζέας και της Μουνιχίας,  όπου  βρίσκονταν  οι ναύσταθμοι της Αθήνας αποκαλύφθηκαν σε  συνεργασία με το Δανέζικο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας τα κατάλοιπα των λιμενικών οχυρώσεων των νεωσοίκων, όπου φυλάσσονταν οι τριήρεις. Στον Ραμνούντα  διεξάγεται  γεωμορφολογική και ενάλια αρχαιολογική έρευνα για τον ακριβή προσδιορισμό των δύο λιμανιών της αρχαίας πόλης σε συνεργασία με την  Αρχαιολογική Εταιρεία, τον καθηγητή της Οξφόρδης Ντέιβιντ Μπλάκμαν, το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών και το Γεωλογικό Τμήμα του Χαροκοπίου Πανεπιστημίου.
  Στον όρμο του Αβλέμονα στα Κύθηρα, επαναλήφθηκε, ύστερα από πολλά έτη διακοπής, η υποβρύχια έρευνα στο ναυάγιο του Μέντορα, για τον πιθανό εντοπισμό και άλλων γλυπτών του Παρθενώνα,  που  όμως  αποκάλυψε  μεγάλο μέρος του σκαριού του πλοίου και πολλά κινητά αντικείμενα από το πλήρωμα και από τους επιβάτες. Είκοσι  πέντε αρχαία και βυζαντινά ναυάγια  εντοπίσθηκαν εξάλλου  στον νότιο Ευβοϊκό. Και στον βόρειο, στη θέση Μελαιός Πελασγίας   αποκαλύφθηκε παράλιο νεκροταφείο των βυζαντινών χρόνων.
 Ενας εκτεταμένος παράκτιος μυκηναϊκός οικισμός που έχει βρεθεί στην περιοχή του Κόρφου Καλαμιανού Κορινθίας, ήταν η αφορμή για την διενέργεια έρευνας  σε  συνεργασία με το Καναδικό Ινστιτούτο για τον εντοπισμό του λιμένος και άλλων καταλοίπων του. Στον όρμο της Κοιλάδας στο Φράγχθι της Αργολίδας εξάλλου σε συνεργασία με την Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή  πραγματοποιήθηκε υποβρύχια έρευνα  προκειμένου  να αποκαλυφθεί ο βυθισμένος νελιθικός οικισμός, ο οποίος πιθανόν να βρίσκεται εκεί. Στο Παυλοπέτρι της Λακωνίας και σε συνεργασία με την Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή, άρχισε έρευνα του ήδη γνωστού οικισμού της Πρώιμης εποχής του Χαλκού, που  αποκάλυψε  μεταξύ  άλλων ένα μέγαρο, έδρα και κατοικία της ηγετικής ομάδας. Και στη Μεθώνη συνεχίσθηκε  μετά από διακοπή δέκα ετών, η υποβρύχια έρευνα στα κατάλοιπα ενός προϊστορικού οικισμού της Μέσης εποχής του Χαλκού καθώς και σε μνημεία ιστορικών χρόνων.
 Στις Κυκλάδες  και συγκεκριμένα στον αρχαίο λιμένα της Κύθνου η συνεργασία με το  Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας  έφερε στο φως σημαντικά μαρμάρινα γλυπτά ρωμαϊκών χρόνων. Στη νήσο Πολύαιγο των Κυκλάδων, σε βάθος 25 - 49 μέτρων εντοπίστηκε ναυάγιο με αμφορείς  από εργαστήρια του Βορείου Αιγαίου (Θάσος και Μένδη) και της Πεπαρήθου (σημερινή Σκόπελος) που χρονολογείται στα  τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα έως και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ.
 Η προκαταρκτική υποθαλάσσια έρευνα στον εμπορικό λιμένα  της Ρόδου αποκάλυψε τα ξύλινα σκαριά τριών ναυαγίων (11ος, 13ος, 15ος - 16ος αιώνας) και εντόπισε θησαυρό περίπου 4.000 χρυσών νομισμάτων οθωμανικής κοπής.  Στη θέση «Καρακόνερο» της  Ρόδου επίσης  εντοπίστηκαν λίθινα βλήματα που πιθανόν προέρχονται από την πολιορκία του  Δημήτριου Πολιορκητή κατά της Ρόδου. Και την Τήλο, στον όρμο των Λιβαδίων επαναπροσδιορίστηκε η θέση δύο γνωστών από το παρελθόν ναυαγίων.
  Στα βορειοανατολικά της Σάμου βρέθηκε φορτίο ναυαγίου  με αμφορείς από τη νήσο Κω, που χρονολογείται στον 3ο π.Χ. αιώνα ενώ υπολείμματα ενός δευτέρου εντοπίστηκαν στα ανατολικά του νησιού.  Η επίχωση του κλειστού πολεμικού λιμένα της Σάμου  εξάλλου, έκρυβε σημαντικά κινητά ευρήματα διαφόρων χρονολογικών και γεωγραφικών προελεύσεων, που δείχνουν την συνεχή χρήση του λιμανιού μέσα στους αιώνες.
  Στον κόλπο της Γέρας στη Λέσβο αποτυπώθηκε μέσα στη θάλασσα οικισμός (3ος π.Χ έως τον 3ος μ.Χ. αιώνας) που είχε εντοπιστεί από το 1995  ενώ τεκμηριώθηκαν και αποτυπώθηκαν λιμενικά  κατάλοιπα της Λεσβιακής Πενταπόλεως.  Και στη βόρειο Ελλάδα, στη θαλάσσια περιοχή της Μέσης στη Ροδόπη αποκαλύφθηκε  μία   άγνωστη προϊστορική θέση με  εκατοντάδες εργαλεία της 3ης  π.Χ. χιλιετίας.
Ακόμη αρχαίος  κυματοθραύστης εντοπίσθηκε περιμετρικά του Ενετικού Φρουρίου Μπούρτζι στη Σκιάθο, στον  όρμο Πλατανιά,  ναυάγιο  των υστερορωμαικών χρόνων και στη νήσο Σκάτζουρα, σε βάθος 35 ένα  ακόμη ναυάγιο. Αλλά και στη θαλάσσια περιοχή  μεταξύ Κέρκυρας και Παξών  εντοπίστηκαν τρία ναυάγια.
  Ιδιαίτερα  καρποφόρα  τέλος  ήταν η συνεργασία με το Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο Woodshole της Μασαχουσέτης σε  έρευνες στη  Χιο και τις  Οινούσσες, στην Αλόννησο, στον κόλπο  του  Ηρακλείου και της  νήσου Ντίας  και  βεβαίως στα Αντικύθηρα.

"Μπαμπάδες γιά φίλημα".

$
0
0


     

                                Μικρό αφιέρωμα σ’ έναν πραγματικό ήρωα.

                                                              
            
   

Το πλαστό το πασαπόρτι,
σαν και την καρδιά σου μόρτη,
σαν την κάλπικη καρδιά σου
τη σκληρή.

Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες,
η δουλειά κάνει τους άντρες,
το γιαπί, το πιλοφόρι, το μυστρί.

Ρημαδιό ζωή και σπίτι,
απ’ τα χούγια σου αλήτη,
που μετράς το αντριλίκι
με βρισιές.

Μη βροντοχτυπάς τα ζάρια,
όσοι είναι παλληκάρια
τη ζωή τους την περνούν στις σκαλωσιές

  Το τραγούδι αυτό που γράφτηκε απ’ τον Μάνο Λοΐζο, σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου το πρωτάκουσα τραγουδισμένο από την Ελένη Ροδά, ευρισκόμενος εκεί που …λέει! Σεμνά όμως και χωρίς αντριλίκι, παλικαριά, έπαρση και ξερολισμό, αφού στο επάγγελμα, μόλις άνοιγα μάτια, σκέτο νεογέννητο κουτάβι.

   Μαζί με την παρακάτω ιστορία, αυθεντική 100% αν και απίστευτη, το αφιερώνω σε όσους «παίζουν» τη ζωή αλλιώς. Αυτούς που βλέποντάς την σαν ταύρο, ορμούν πάνω της στα ίσα, την γραπώνουν απ’ τα κέρατα, την παλεύουν και την βάζουν κάτω! Λεβέντικα και τίμια. Όχι με τα μυαλά εκείνου του άθλιου γονέα που κορδακίζεται επειδή θα… έστελνε, λέει, ο γιός του τρεις … «μπάτσους-γουρούνια-δολοφόνους» στο νεκροτομείο! Αν και εφ’ όσον, βέβαια. Με την υπερβολή στο στόμα και τη λύσσα στην ψυχή. Προς το παρόν όμως, στον υιόν, τον … τίγρη των πολεμικών τεχνών, απενεμήθη η μπλε-μαρέν ζώνη, στο αριστερό μάτι νομίζω, και αν δεν αλλάξει μυαλά, (πράγμα πολύ δύσκολο με τέτοια πατρική καθοδήγηση), τον περιμένουν και άλλες …τιμητικές διακρίσεις. Μέχρι και σύγχρονο… Μπρους Λι, τον βλέπω!

   Ο Τάσος Ζαρακόπουλος, με το παρατσούκλι «Χλέπας», υπήρξε ένα γελαστό παιδί, τουλάχιστον τότε που τον γνώρισα, παιδί κι εγώ, στο πατρικό βιβλιοπωλείο, σαν βοηθό τυπογράφο ενός παλιού και καλού συνεργάτη, του Γιώργη Αποστολόπουλου. Δυστυχώς, σήμερα δεν ζουν κι οι δύο.

Άρης Βελουχιώτης

   Ο Τάσος γεννήθηκε στα Τρίκαλα τα χρόνια της Κατοχής και βίωσε στο πετσί του τον Εμφύλιο, που τον άφησε πεντάρφανο και παντέρημο από τα 5 του χρόνια. Χρόνια φτωχά, μίζερα, σκληρά και φρικτά. Ο ίδιος μου είπε πως θυμόταν το κεφάλι του Βελουχιώτη, μαζί με κάποιου άλλου, κρεμασμένα σε μιά κολώνα στα Τρίκαλα!

   Γιά να ζήσει, παιδάκι όντας, έκανε ακροβατικές τούμπες στον Λιθαίο, τον ποταμό που διασχίζει τα Τρίκαλα, από την κεντρική γέφυρα, μαζεύοντας πενταροδεκάρες. Και τα βράδια κοιμόταν κάτω από τη γέφυρα, μαζί και μ’ άλλους πιτσιρίκους που είχαν την ίδια, μ’ αυτόν, τύχη. Συνήθως έτρωγε στα μαγέρικα της πόλης, καιροφυλακτώντας, να βουτήξει τ’ αποφάγια των άδειων τραπεζιών, πριν τα καθαρίσει ο «μικρός» του μαγαζιού. Άλλοτε με την ανοχή κάποιων γκαρσονιών κι άλλοτε κάτω από τις σφυριχτές καμτσικιές της πετσέτας που είχαν ριχτή στον ώμο οι σερβιτόροι. Tην στριφογύριζαν και του την σβούριζαν στα γυμνά πόδια.
   - Και έτσουζε η ρημάδα! Μου έλεγε γελαστά και ήρεμα, σαν να διηγιόταν ιστορίες για παπάκια στη λιμνούλα και αρνάκια στο γρασίδι!

   Στα έξι του δεν άντεξε άλλο. Μαζί με κάποιον άλλον πιτσιρίκο, μπήκαν κρυφά σε φορτηγό βαγόνι κι αριβάρισαν στο Σταθμό Λαρίσης, κρατώντας σφιχτά κάποια λίγα κέρματα που μάζεψε από τις τελευταίες βουτιές στον Λιθαίο.
   Μαζί με το φίλο του διανυκτέρευαν σ’ εγκαταλελειμμένα βαγόνια του Σταθμού, τρώγοντας με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή αποφάγια άδειων τραπεζιών εστιατορίων!
   Την ημέρα έπαιρνε σβάρνα τα καταστήματα αναζητώντας δουλειά, ώσπου κάποια μέρα, σε ένα τυπογραφείο της οδού Αχιλλέως, στο Μεταξουργείο η τύχη του χαμογέλασε και του μισοάνοιξε την πόρτα της. Έπιασε δουλειά γιά θελήματα! Μάλιστα σε λίγο, όταν τ’ αφεντικό έμαθε την ιστορία του μικρού και συγκινήθηκε, τον άφησε να κοιμάται σε μιά γωνιά στο υπόγειο, που αποτέλεσε το πρώτο του σπίτι, και του έδειξε το χαμάμ, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και δίπλα από την Παιδική Χαρά, γιά να κάνει μπάνιο και να ξεγλιτσιάζεται.
   Με τον καιρό ο Τάσος βρήκε το δρόμο του και εξελίχτηκε σε γνώστη της δουλειάς του, βοηθός τελικά του Αποστολόπουλου και πολύτιμο στέλεχος του τυπογραφείου.

   Σήμερα που, επ’ ευκαιρία αυτής της ανάρτησης, τον αναζήτησα, μετά περίπου 30 χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση, προκειμένου να συντάξω το παρόν, έμαθα μετά λύπης μου πως «έφυγε» προ διετίας.

   Δακρυσμένος στο πληκτρολόγιο, δηλώνω πως κάθε φορά που θα … τιμάται η μνήμη των διάφορων Γρηγοροπουλέων και των συν αυτώ, η δική μου θα τρέχει στον Τάσο Ζαρακόπουλο, τον «Χλέπα». Το αυθεντικό ήρωα, που δεν ήξερε μεν… πολεμικές τέχνες , ώστε να τον ...  σφαλιαρίζουν αρκούντως οι «μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι», αλλά τη βούτηξε την πουτάνα τη ζωή απ’ τα κέρατα, την έβαλε κάτω και της έδωσε και κατάλαβε!


Εν Αθήναις....και η λάμπα ξανά απαραίτητη

$
0
0


Αντέχει ακόμα ο φίλος με το μαγαζάκι στο Κέντρο μέσα στην αγορά....
Η πελατεία του που είναι παλιά όλο και λιγοστεύει....αιτία η κατασπάραξη
των συντάξεων αλλά και η "αποδημία εις Κύριον".
Είδα για πρώτη φορά στα ράφια του και λάμπες με φυτίλι και σε πλαστικά
μπουκάλια το καύσιμο.
Μου έκανε εντύπωση γιατί δεν είναι μαγαζί που να πουλάει
διακοσμητικά.
Υπάρχουν πελάτες που αγοράζουν τις λάμπες για χρήση στην Αθήνα ....
Για ώρα ανάγκης δηλαδή και όλοι καταλαβαίνουμε.
Οικονομία στο ρεύμα.....αλλά και σε περίπτωση που δεν πληρώσεις....
Είχαμε παλιά θυμάμαι στην κάμαρα και την χρησοποιούσαμε γιατί τότε
το ρεύμα συχνά κοβότανε και από την ηλεκτρική αλλά και από τον ιδιοκτήτη
όταν καθυστερούσαμε να του δώσουμε το μερίδιό μας.
Οι νοικιαζόμενες κάμαρες είχαν ένα μικρό ρολόϊ που λεγότανε ενδιάμεσο
και κατέγραφε τα κιλοβάτ που κατανάλωνες.
Πολλές συνήθειες  της καθημερινότητας της δεκαετίας του ΄50 στις λαϊκές
γειτονιές του Κέντρου της Αθήνας επανέρχονται δυστυχώς με την διαφορά
ότι τότε δεν αισθανόσουνα ντροπή.
Το πράσινο σαπούνι επίσης έχει κατανάλωση με την διαφορά
ότι η μπουγάδα δεν γίνεται στην σκάφη αλλά στην μπανιέρα ή στην
πλαστική λεκάνη.
Ας περιμένουμε και την γκαζιέρα....




Πίσω στα παλιά


Τα τρακτέρ στους δρόμους

$
0
0

Σκίτσο του Hλία Mακρή

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η ιστορία των μπαρ με γυναίκες

$
0
0


Δεν είναι γνωστό από πού έλκουν την καταγωγή τους αυτά τα μπαρ και πότε πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα. Υπάρχει ο μύθος ότι το πρώτο μπαρ με γυναίκες λειτούργησε κατά το Μεσοπόλεμο στην πλατεία Βάθη, στην Αθήνα. 
Το όνομά του ήταν «Χαβάη» και ιδιοκτήτες του ήταν μια διάσημη οικογένεια της νύχτας. Το εντυπωσιακό στοιχείο αυτής της ιστορίας, όπως μου την αφηγήθηκε
 ο Ντίνος (ιδιοκτήτης μπαρ, πενήντα πέντε ετών), είναι ότι, αντί για γυναίκες, στο μπαρ δούλευαν άντρες («πούστηδες», σύμφωνα με τα λόγια του Ντίνου) ντυμένοι γυναίκες. Όπως αργότερα μου έλεγε ο Χρόνης (πελάτης σε μπαρ, περίπου εβδομήντα ετών), επιβεβαιώνοντας τον Ντίνο, τη «Χαβάη» τη θυμόταν μέχρι το 1960, αν και ο ίδιος δε σύχναζε ποτέ εκεί, γιατί ήταν «πουστράδικο», όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Μια άλλη θεωρία που έχω καταγράψει είναι του Γιάννη (ιδιοκτήτης μπαρ, σαράντα πέντε ετών), ο οποίος ισχυρίζεται ότι: 
«Όταν έκλεισαν την Τρούμπα, το '60, άνοιξαν τα μπαρ στο Καλαμάκι και στην παραλιακή. Το '80 άρχισαν να μαζεύονται προς την Αθήνα, δηλαδή στην Κυψέλη, στη Μιχαλακοπούλου, στο Παγκράτι. Πιο πριν υπήρχαν γύρω από την Ομόνοια μόνο, στη Βάθη, στην Κουμουνδούρου».
Η θεωρία του Γιάννη συνδέει τα μπαρ με την παρουσία των Αμερικανών στρατιωτών και στρατιωτικών στην Αττική εκείνη την εποχή, και πιο συγκεκριμένα τον έκτο στόλο με την Τρούμπα, και την αεροπορική βάση με το Καλαμάκι και την παραλιακή. Όταν αναφέρεται στη συγκέντρωση των μπαρ στην Αθήνα, μάλλον εννοεί τον τύπο των μπαρ που υπάρχουν σήμερα και αφήνει να διαφανεί ότι τα παλαιά (τα γύρω από την Ομόνοια) ήταν διαφορετικά. Ο Χρόνης, μιλώντας μου για τα μπαρ του 1950-60, θυμόταν δυο τρία στην ίδια περιοχή, με καβάτζες. Σε αυτές τις καβάτζες μού έλεγε ότι οι πελάτες με τις γυναίκες είχαν ερωτικές περιπτύξεις. Παρατήρησα ότι σε κάποια μπαρ υπάρχουν καθιστικά σύνολα που μοιάζουν με αυτά που μου ανέφερε ο συνομιλητής μου. δεν πρόσεξα όμως κανενός είδους προτίμηση προς αυτά τα καθιστικά έναντι άλλων θέσεων, και κυρίως της «μπάρας» (βλ. παρακάτω). Για την οποιαδήποτε ερωτική-σεξουαλική δραστηριότητα ανάμεσα στους άντρες πελάτες και στις γυναίκες εργαζόμενες μέσα στα μπαρ, δεν παρατήρησα κάποια τάση ή διάθεση απομόνωσης.
Ένα άλλο στοιχείο που κατέγραψα για το παρελθόν των μπαρ με γυναίκες είναι ότι οι πελάτες δεν κερνούσαν τις γυναίκες ποτά, όπως συνηθίζεται σήμερα. Παλαιότερα, οι πελάτες αγόραζαν μπουκάλι (φιάλη ουίσκι ή, σπανιότερα, άλλο ποτό) και οι γυναίκες της συντροφιάς έπιναν από αυτό. Κάποια ελάχιστα μπαρ ακόμα «δουλεύουν το μπουκάλι» -όπως αποκαλείται αυτή η πρακτική- παράλληλα με τα «γυναικεία ποτά».
Χωρίς αμφιβολία, παρατηρεί κανείς ότι τα μπαρ με γυναίκες εμφανίζονται ακόμη και σε περιοχές όπου οι χώροι της νυχτερινής διασκέδασης είναι εξαιρετικά περιορισμένοι. Μετά τη Μεταπολίτευση άρχισαν, σταδιακά, να εξαπλώνονται σε όλη τη χώρα. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό το γεγονός ότι μπαρ με γυναίκες υπάρχουν οπουδήποτε, ακόμη και στη μέση του πουθενά. Στην Αθήνα, ο κύριος όγκος τους βρίσκεται στην Κυψέλη και στη Μιχαλακοπούλου, αλλά αρκετά βρίσκονται και σε πολλές άλλες συνοικίες. Σε κάθε μεγάλη αλλά και μικρότερη πόλη λειτουργούν μπαρ με γυναίκες, και ακόμη σε αρκετά χωριά, κυρίως στις εισόδους/εξόδους του χωριού.
Ειδικά για περιοχές της επαρχίας, το πιθανότερο είναι ότι πρωτοεμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και μάλιστα το πρώτο μπαρ που άνοιξε σε μια μικρή θεσσαλική πόλη, του Μαξιμάκια, έμεινε ιστορικό (λειτουργούσε από το 1977 μέχρι την εποχή της έρευνας, με το όνομα «Μαξίμ» -πρόκειται για ένα αντίστροφο παράδειγμα ονοματοδοσίας, κατά το οποίο ο ιδιοκτήτης παίρνει το όνομα του μπαρ, βλ. παρακάτω). Ανάγλυφη η σχετική αφήγηση της Νίκης, που μεταφέρει εικόνες που της έχουν αφηγηθεί άλλοι (κονσοματρίς, τριάντα ετών, εργάστηκε η ίδια στο μπαρ μετά το 1988): «Έπρεπε να 'βλεπες τους βλάχους με τα τρακτέρ να μαζεύονται και να περιμένουν απέξω να ανοίξει το μαγαζί, σαν διαδήλωση».
Αν και οι πληροφορίες για το μακρινό παρελθόν είναι λίγες και διάσπαρτες, για το πιο πρόσφατο -όλα δείχνουν πως υπήρξε, πράγματι, η χρυσή εποχή  των μπαρ με γυναίκες.

Νεάπολη Εξαρχείων

$
0
0


Ένας ευαγής βωμός της Αφροδίτης στη Νεάπολη…
Το 1893 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Φέξη», η τρίτομη ηθογραφία-μυθιστόρημα του λόγιου Νίκου Σπανδωνή, «Η Αθήνα μας». Πρόκειται για μια μοναδική πηγή, η οποία βοηθά στο να κατανοήσει κανείς την καθημερινότητα της εποχής (κάπου στο 1890), τις ερωτικές ανησυχίες των νέων και ιδιαίτερα την κρυφή εικόνα της ερωτικής Αθήνας!

Έχουμε γράψει, σε άλλο μας σημείωμα, ότι στην Ερμού και στους γύρω παραδρόμους της, παιζόντουσαν καθημερινά περίεργα και πικάντικα «παιχνιδάκια», στα κάθε λογής σαλόνια γυναικείων ενδυμάτων και καπέλων…  Ποιος θα το πίστευε όμως, ότι το «ανάκτορο» της κολασμένης Αθήνας θα βρισκόταν στην «αθώα», νεόκοπη συνοικία της πόλης, τη Νεάπολη! 

Κυρίες, κύριοι, σας παρουσιάζουμε την περιβόητη κερά-Κασσιού και τα σπίτια της. Εκεί που παιζόταν το πραγματικά χοντρό παιχνίδι, με τις παντρεμένες της αριστοκρατίας:

«Μία από τας περιεργοτέρας μορφάς των Αθηνών των χρόνων εκείνων ήτο και η κερά Κασσιού. Αθηναία, γεννηθείσα εις την Πλάκα, ενωρίς όμως ξενητευθείσα, επέρασε την πρώτην νεότητά της εν Σμύρνη, όπου είχε νυμφευθή ένα υπηρέτην ξενοδοχείου. Συζήσασα μετ’αυτού μόλις εν έτος, εγένετο ερωμένη ενός διευθυντού ατμοπλοϊκής εταιρίας, εταξείδευσε μετ’αυτού εις την Μασσαλίαν, ηράσθη ενός θαυματοποιού, τον ηκολούθησεν εις πλείστα μέρη, επεσκέφθη τους Παρισσίους, όπου έκαμεν επί τινά χρόνον την Περσεφόνην, και τέλος εξέπεσεν εις ένα οίκον απωλείας εν Μασσαλία. Εκεί την ηράσθη ένα πλουσιόπαιδο, υιός μεγάλου Έλληνος εμπόρου, εξετρελλάθηκε μαζύ της, έφαγε μέρος της περιουσίας του και μίαν ημέραν την ηκολούθησεν εις Αθήνας, όπου την έσυρεν, ως μαγνήτης η νοσταλγία.

Τι απέγεινεν ο εραστής της άγνωστον. Εκείνο όμως το οποίον είναι γνωστόν, είναι ο βίος και η πολιτεία της περιέργου αυτής γυναικός. Αφού εγύρισε τον κόσμον, αφού εδοκίμασε τα πάντα, αφού εγνώρισε παν είδος διαφθοράς εθεώρησε καλόν, με την τάσιν εκείνην, ην έχει ο χοίρος να κυλίεται εντός των ακαθαρσιών, να εφαρμόση εν Αθήναις παν ό,τι είδε και έμαθεν εις τας περιπλανήσεις της.

Κατ’αρχάς ίδρυσε εκεί κατά την Νεάπολιν ένα οίκον απωλείας κομίσασα εκ Σμύρνης ωραία κορίτσια. Ρέκτης όμως και έχουσα νουν ανήσυχον δεν ηδύνατο να αρκεσθή εις τούτο μόνον και ηθέλησε να ευρύνη τον κύκλον των εργασιών της. Εν τω οίκω της τούτω εύρε την ευκαιρίαν να γνωρίση παντός είδους άνδρας και επείσθη, ότι τα τοιούτου είδους ιδρύματα δεν έχουν πολλήν πέρασιν εν Αθήναις ή τουλάχιστον η εξ αυτών ωφέλεια δεν είναι και τόσον μεγάλη.

Οι αντιπρόσωποι των διαφόρων κοινωνικών τάξεων οι επισκεπτόμενοι το κατάστημά της απεκάλυψαν εις αυτήν χωρίς να θέλουν όλα τα παράδοξα πάθη των και τας αδυναμίας των και τη έδωκαν πιστήν εικόνα της διαφθοράς εν Αθήναις. Η κυρά Κασσιού εσκέφθη, ότι εκμεταλλευόμενη τας αδυναμίας ταύτας θα εκέρδιζε πολύ περισσότερα παρ’όσα μέχρι τούδε. Δι’ο και μίαν ημέραν αφήσασα την διεύθυνσιν του καταστήματός της εις μίαν τρόφημόν της απεφάσισε να πληρώση μίαν σπουδαιοτάτην, κατά τους πελάτας της, έλλειψιν των Αθηνών.

Ζητείται «σπιτάκι» με έντιμον εξωτερικόν
Πολλοί εξ αυτών τη υπέδειξαν, ότι συχνότατα έχοντες μίαν ερωμένην παρά τω καλώ κόσμω ή έχοντες σχέσεις με καμμίαν τιμίαν γυναίκα δεν έχουν που να την πάνε. Στο σπήτι της φυσικά δεν ημπορούν να την έχουν, στο δικό των δεν τολμά αύτη να υπάγη, τι να κάμουν λοιπόν; Ή αναγκάζονται με χίλιους δυο κινδύνους να της δίδουν ρανδεβού εντός αμάξης ή να ενοικιάζουν ολόκληρον σπήτι σε καμμίαν απόκεντρον οδόν και εκεί να την δέχωνται. Αλλ’αυτό όχι μόνον ήτο πολύ δαπανηρόν, αλλ’είχε και τους κινδύνους του διότι αργά ή γρήγορα η γειτονιά έπερνε είδησιν και τότε ήρχιζαν αι κατασκοπείαι, τα πειράγματα, η μπερμπαντιές, ενίοτε δε και αι καταγγελίαι προς την αστυνομίαν. Ενώ εάν είχον κανένα σπητάκι με έντιμον εξωτερικόν τότε θα ημπορούσαν να καταφεύγουν εις αυτό και να ευρίσκωνται εν πλήρει ασφαλεία.

Η διεφθαρμένη και πονηρά αύτη γυνή ηννόησεν αμέσως τι ωφέλειαν ηδύνατο να έχη από εν τοιούτου είδους ίδρυμα και πώς θα ηδύνατο να το εκμεταλλευθή. Φαντασθήτε γυνή έγγαμος, τρέμουσα και την σκιάν της ακόμη, να επισκέπτεται το σπήτι της δια να συναντήση τον εραστή της! Τι τρομάρες θα είχε και πώς θα εζήτει να ανταμείψη την εχεμύθειαν της κυράς Κασσιούς!

Αμ’έπος λοιπόν αμ’έργον με πολλήν τέχνην ενοικίασε μίαν καλήν οικίαν εις κεντρικόν μέρος, την επίπλωσε καλά, έκαμε πέντ’έξη αναπαυτικώτατες κρεββατοκάμαρες, τα δε λοιπά δωμάτια τα μετέβαλεν εις εργοστάσιον πίλων. Εις το μπαλκόνι τέλος έβαλε μίαν μεγάλην επιγραφήν: «Παρισινόν εργοστάσιον πίλων», ηγόρασε τρία τέσσερα φιγουρίνια έβαλεν ολίγα κορίτσια, τα οποία δήθεν έφτιαναν καπέλλα και ειδοποίησε τους πελάτας της.

Τι είδους καπέλλα έφτιαναν εκεί μέσα ευκόλως εννοείτε. Αλλά τούτο δεν εσήμαινε τίποτε. Εκείνο όπερ επεδίωκεν η κυρά Κασσιού το επέτυχεν. Η κυρία η οποία είχε ρανδεβού με τον φίλον της ηδύνατο άριστα και ασφαλέστατα να τον συναντά εις το εργοστάσιον των πίλων της κυράς Κασσιούς.

Εισερχομένη εις αυτό δεν ηδύνατο να εμπνεύση την παραμικράν υπόνοιαν εις τους μη μεμυημένους. Ανήρχετο την κλίμακα, έκαμνε δήθεν, ότι εκλέγει κανένα καπέλλο και εισήρχετο εις το δωμάτιον, εις το οποίον την επερίμενεν ο φίλος της.

Ένα κακόν μόνο είχε το κατάστημα αυτό. Ότι ο μεν έξω κόσμος δεν επίστευε τίποτε, οι μεμυημένοι όμως ηννόουν. Αν π.χ. σεις εδίδετε ρανδέ-βου εις της κυράς Κασσιούς εις την φίλην σας, και εβλέπατε αίφνης μίαν γνωστήν σας να εισέρχηται εκεί, αμέσως εννοούσατε διατί εισήρχετο και το πράγμα ούτως επροδίδετο.

Το μυστικό μιας «SAGE FEMME»
Η κερά Κασσιού ηννόησεν όλην την δυσκολίαν και το επικίνδυνον του πράγματος και ιδού τι εσοφίσθη. Εσοφίσθη να κάμη άλλο ένα δια τας πλέον γνωστάς, δι’εκείνας αι οποίαι έτρεχον περισσότερον κίνδυνον.

Προς τούτο ενοικίασεν εις μίαν από τας νέας οδούς της Νεαπόλεως, τας ολιγοκατοικουμένας, νεόδμητον οικίαν, με δύο εισόδους κυρίας και μίαν δια την υπηρεσίαν, με κήπον, με αυλήν ευρύχωρον, την εσιγύρισε καλά και εις την μίαν θύραν έβαλε μίαν γαλλική επιγραφήν: «SAGE FEMME» δια παν ενδεχόμενον.

Το νέον της τούτο καταγώγιον, το οποίον οι πελάται της ωνόμαζον το «μυστικό» της κεράς Κασσιούς, παρείχε πάσαν ασφάλειαν. Αι τρεις είσοδοι εξησφάλιζον τους εισερχομένους από κάθε κακήν συνάντησιν, πυκνά παραπετάσματα εμπόδιζον και τους έξωθεν να βλέπωσι ποιος είναι μέσα και τους έσωθεν να παρατηρούν εις την οδόν. Άλλως τε η κερά Κασσιού μαθηματικώτατα εκανόνιζε τας ώρας των ρανδέ-βου, προσεπάθει δια παντός τρόπου να μη γίνωνται συναντήσεις των πελατίδων της απ’έξω απ’το «μυστικό» της και εν γένει προσεπάθει δια παντός τρόπου ο τίτλος του καταστήματός της να δικαιολογείται πληρέστατα υπό των πραγμάτων.

Η επιτυχία υπήρξε πλήρης. Πάντες οι διασκεδάζοντες νέοι, πάντες οι σύζυγοι οι βαρυνθέντες την σούπαν και το βραστό, πάντα τα αδιόρθωτα γεροντοπαλλήκαρα εκεί συνήντων τας αγαπητάς της καρδίας των ή τα όνειρα του πόθου των.

Και φρικτή δυσωδία αίσχους, ατιμίας, απεριγράπτου βρώμας ανυψούτο προς τον πάντοτε αίθριον, προς τον από κανενός είδους ακαθαρσίαν δυνάμενον να ρυπανθή αττικόν ουρανόν, από το απαίσιον «μυστικό» της κυράς Κασσιούς, το οποίο βεβαίως θα είχεν υπ’όψει ο μέγιστος των ποιητών μας, ο Γεώργος Σουρής, όστις μόνος έννοιωσεν όλην την οικτράν διαφθοράν της κοινωνίας μας και απέδωσε με τους εξής στίχους:

Εκεί προς την Νεάπολιν, καλά δεν ξέρω πού,
εις μέρος τι ανώνυμον αγνώστου ατραπού,
Υψούτο οίκος ευαγής, βωμός της Αφροδίτης,
κι’εκεί πολλούς εμάζωνε το άτακτο παιδί της.
Κυρίαι δε και δέσποιναι της αριστοκρατίας,
προσήρχοντο εις τον βωμόν δια πολλάς αιτίας,
η μεν γιατί ο άνδρας της ετράβηξε κανόνι
και τα φουστάνια της Λιζιέ δεν είχε να πληρώνη,
Η δε γιατί ο άνδρας της δεν ήτο μαλακός
και δύστροπος εφαίνετο κ’ολίγον τι κακός,
Κι’ενώ αυτή τον σύζυγον καθ’όλα ευχαρίστει,
από το ξύλο το πολύ της άλλαξε την πίστι,
Η δε γιατί ο άνδρας της ουδ’άπαξ του μηνός
δεν έμεινε τουλάχιστον ο άθλιος κατ’οίκον.
Η δε γιατί ο άνδρας της δεν ήτο ικανός
να εκτελή το ιερόν συζυγικόν καθήκον•
Αυτή γιατί ο άνδρας της της είχε κάμει ντέφι
την προίκα της την μετρητή ‘ς της τράπουλας τον τζόγο,
εκείνη από έρωτα κι’η άλλη από κέφι,
και τέλος πάντων καθεμιά είχε και κάποιο λόγο.
Και πάμπολλοι προσήρχοντο εκεί εκ των εν τέλει,
διαπρεπή κι’επίσημα της πολιτείας μέλη,
Ιππόται με παράσημα, ταινίας και τιμάς…
θα είχαν βέβαια κι’αυτοί ευλόγους αφορμάς».

(σ.σ. Η αναφορά στα φουστάνια της Λιζιέ, στο παραπάνω έμμετρο, είναι σωστή. Στα σαλόνια της Λιζιέ ντυνόντουσαν οι κυρίες της πρώιμης Παλιάς Αθήνας.
 Ένα είναι σίγουρο· τουλάχιστον εκεί δεν γινόντουσαν όργια…)
Παλιά Αθήνα 

ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 1930 ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΤΩΝ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

$
0
0



Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση στην Αθήνα και στον Πειραιά χιλιάδων προσφύγων οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν τις υποδομές της πρωτεύουσας. Επειδή όμως δεν υπήρχαν τα αναγκαία κεφάλαια για την εκτέλεση μεγάλων δημόσιων έργων, υπέγραψαν συμβάσεις με ξένες εταιρείες. Το 1925 η βρετανική εταιρεία ΠΑΟΥΕΡ ανέλαβε την εγκατάσταση μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην Αθήνα αλλά και τη δημιουργία δικτύου αστικών συγκοινωνιών βασισμένου σε ηλεκτροκίνητα τραμ και λεωφορεία.
Οι όροι της σύμβασης ήταν επωφελείς για την αγγλική εταιρεία και επιζήμιοι για τους Αθηναίους:
  •  Με το 4ο άρθρο το ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε  στην ΠΑΟΥΕΡ την εκμετάλλευση της Εταιρείας Τροχιοδρόμων Αθηνών – Πειραιώς (το σημερινό ηλεκτρικό σιδηρόδρομο).
  • Της έδωσε, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, το μονοπώλιο κίνησης λεωφορείων της σε δρόμους της Αθήνας, για την κατασκευή των οποίων το κράτος είχε δαπανήσει μεγάλα χρηματικά ποσά. Επιπρόσθετα το δημόσιο ταμείο ήταν υποχρεωμένο να συντηρεί το οδικό δίκτυο της πρωτεύουσας καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης. (Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 12ης Αυγούστου 1928). Ειδικότερα: μέχρι τον Οκτώβριο του 1928 οι ιδιώτες αυτοκινητιστές δεν είχαν το δικαίωμα να θέσουν σε κυκλοφορία νέα αυτοκίνητα ή να αντικαταστήσουν τα υπάρχοντα. Μετά την προαναφερθείσα χρονολογία η κυκλοφορία συγκοινωνιακών αυτοκινήτων ιδιωτών θα επιτρεπόταν σε οδούς, στις οποίες δεν υπήρχαν τροχιογραμμές. Στους υπόλοιπους δρόμους οι συγκοινωνίες θα γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με αυτοκίνητα της εταιρείας.
  • Ακόμα είχε παραχωρηθεί στη βρετανική εταιρεία ατέλεια βενζίνης, ελαστικών, κάθε μηχανήματος και κάθε υλικού. Αντίθετα οι μικροεπιχειρήσεις αυτοκινητιστών, οι οποίες είχαν επιβιώσει από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, πλήρωναν βαρύτατους φόρους.
  • Προνομιακή ήταν επίσης και η διάρκεια της σύμβασης. Η ΠΑΟΥΕΡ θα εκμεταλλευόταν την τροχιοδρομική συγκοινωνία και τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς για εξήντα χρόνια (ως το 1985) (7ο άρθρο). Δινόταν όμως το δικαίωμα στο ελληνικό Δημόσιο να λύσει τη σύμβαση το 1965, καταβάλλοντας σημαντικό χρηματικό ποσό στην εταιρεία(9ο άρθρο).(Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 6ης Φεβρουαρίου 1927).
  • Σκανδαλώδης ήταν, τέλος, ο όρος ο οποίος επέτρεπε στους Άγγλους κεφαλαιούχους να καθορίζουν αυτοί αποκλειστικά την τιμή του εισιτηρίου που θα πλήρωναν όσοι χρησιμοποιούσαν για τις μετακινήσεις τους το τραμ, τα λεωφορεία και τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο. Η κερδοσκοπική τους διάθεση τούς οδηγούσε σε συνεχείς ανατιμήσεις των κομίστρων, γεγονός που έπληττε τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της πρωτεύουσας και έγινε αιτία για κοινωνικές εξεγέρσεις.
Μια τέτοια συνέβηκε την 3η Ιουλίου 1930. Παραστατική είναι η περιγραφή της από δημοσιογράφο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (φύλλο της 4ης /7/1930):
«Η αγανάκτησις του κόσμου διά την νέαν απότομον αύξησιν των τιμών εισιτηρίων και την κατάργησιν των διαρκών, κορυφωθείσα, εξέσπασε χθες την νύκτα κατά τρόπον λίαν επικίνδυνον.
Οι επιβάται, αρνούμενοι να πληρώσουν την νέαν αύξησιν, επετέθησαν κατά των οχημάτων της εταιρείας και έθραυσαν τους υαλοπίνακας αυτών, ασφαλώς δε η έκτασις της επιθέσεως και επομένως των ζημιών θα ήτο μεγίστη, εάν δεν επενέβαινε να διαλύση το εκμανέν πλήθος η μεταμεσονύκτιος νεροποντή.
Σήμερον την πρωίαν επιτροπή της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών παρουσιάσθη  ενώπιον του υφυπουργού των Συγκοινωνιών κ. Αβραάμ και διεμαρτυρήθη διά την αυθαίρετον αύξησιν των εισιτηρίων των τροχιοδρόμων ως και διά την κατάργησιν των διαρκών εισιτηρίων.
Την ιδίαν ώραν κατέφθασαν εις το υπουργείον πολυπληθέσταται συνοικιακαί επιτροπαί διαμαρτυρόμεναι και αυταί [.]».
Ένα μήνα αργότερα η Διοίκηση του Εργατικού Κέντρου Αθηνών ζήτησε συνάντηση με τον τότε αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, τονίζοντάς του ότι « οι εργάται είναι αποφασισμένοι να φθάσουν εις τα άκρα του αγώνα των εναντίον της αυξήσεως των εισιτηρίων της Πάουερ, εμμένοντες εις την επαναφοράν των εργατικών και διαρκών εισιτηρίων, διοργανούντες εν ανάγκη και συλλαλητήρια». (Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 6ης Αυγούστου 1930).
Το αξιοσημείωτο των ειδήσεων αυτών ήταν η οργάνωση των κατοίκων της Αθήνας κατά συνοικίες. Έτσι με τη συλλογική τους δράση προσπαθούσαν να βελτιώσουν τη ζωή τους. Δεν περίμεναν κάποιους πολιτικούς ή συνδικαλιστές να αγωνιστούν γι’ αυτούς χωρίς αυτούς, όπως συμβαίνει δυστυχώς στην εποχή μας. 

Κώστας Χατζηχρήστος: ένας επαρχιώτης στην Αθήνα

$
0
0



Κώστας ΧατζηχρήστοςO Θύμιος της οθόνης και της σκηνής έσβησε σε ηλικία 80 χρονών, ταλαιπωρημένος από το αναπνευστικό του. Μας άφησε παρακαταθήκη τις 75 ταινίες που γύρισε σε 30 χρόνια, 54 μάλιστα μεταξύ 1955-1966. Ποτέ του δεν λογάριασε το χρήμα. Όσα έρθουν κι όσα πάνε. Βοήθησε πολλούς, έφαγε όμως κι ο ίδιος πολλά. Λίγα χρόνια πριν, έχασε και το θέατρό του που το πνίξανε τα χρέη. Μάταια προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια μέσα απ' τα κανάλια, όντας αξιολύπητος και ηττημένος απ' τις σπατάλες της νιότης του. Το 'σπίτι του ηθοποιού' ήταν απλά μια ελεημοσύνη. Πικράθηκε πολύ όταν το θέατρο που έκανε με τόσο κόπο, άλλαξε όνομα. Κι έφυγε απογοητευμένος και πάμπτωχος.
Ας τα πάρουμε όμως απ' την αρχή. Γεννήθηκε στην φτωχομάνα Θεσσαλονίκη το 1921. Το επώνυμο Χατζηχρήστος φανερώνει πως κάποιος πρόγονός του, προσκύνησε κάποτε στα Ιεροσόλυμα. Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1944. Τον κυνηγούσαν οι γερμανοί και για να ξεφύγει μπήκε σ' ένα θέατρο, ανέβηκε στη σκηνή και παράστησε τον ηθοποιό, αφήνοντας άπαντες εμβρόντητους. Όταν πέρασε η μπόρα κι έφυγαν οι διώκτες του, οι 'συνάδελφοι' επί σκηνής αποφάσισαν να τον κρατήσουν γιατί είδαν πως είχε ταλέντο. Στο σινεμά ντεμπουτάρισε το 1952, στον "Πύργο των ιπποτών" των Ν.Τσιφόρου - Γ.Ασημακόπουλου. Γρήγορα (1954-55) καθιερώθηκε ως ένας απ' τους δημοφιλέστερους κωμικούς του κινηματογράφου. Την περσόνα του επαρχιώτη Θύμιου, που έρχεται στην πρωτεύουσα και βρίσκει τον μπελά του, την πρωτολανσάρισε στο φιλμ "Πιάσαμε την καλή" (1955), παρά το πλευρό της ωραίας των Αθηνών, Γεωργίας Βασιλειάδου.

O τυχεράκιαςΜετά ακολούθησε τη μοίρα "Κυνηγώντας τον έρωτα" (1956). Το 1959 έκανε "Διακοπές στην Κολοπετινίτσα" του Βασίλη Γεωργιάδη κι έδωσε δεύτερο ρεσιτάλ ως "Ο Θύμιος τά 'κανε θάλασσα" του μεγάλου μάστορα Αλέκου Σακελλάριου, που τον έβαλε ν' αναμετρηθεί με τον ογκόλιθο Ορέστη Μακρή. Την επόμενη χρονιά "Ο Θύμιος τά 'χει 400", έρχεται στην Θεσσαλονίκη και παίζει διπλό ρόλο: και ηθοποιός και βλάχος. Το 1963 εξαργυρώνει την δημοτικότητά του στο θέατρο με τον "Θύμιο στη χώρα του στριπτήζ" (1963), όπου υπογράφει το σενάριο και την σκηνοθεσία. Ακολουθούν το "Σήκω χόρεψε συρτάκι" (1967) και "Ο Τυχεράκιας" (1968) απ' το Λιανοκλάδι (ή αλλιώς "Θύμιος, σουβλάκι και προπό"). Κάνει άλλη μια διπλή προσωπικότητα στην κωμικοτραγική επανάληψη "Κακός, ψυχρός κι ανάποδος" (1969) και κλείνει με το παρεξηγηματικό "Θύμιος εναντίον Τσίτσιου" (1971) ή ίσως και με το παρακμιακό "Άγριες κότες" (1981), που είναι και η τελευταία του εμφάνιση στο πανί.
Εκτός του Θύμιου βέβαια, έχει κάνει κι άλλους επαρχιώτες. Στο "Τσαρούχι, πιστόλι, παπιγιόν" (1957), σε δικό του σενάριο, κρατάει τρεις ρόλους: βλάχο, τύπο του υποκόσμου και ηθοποιό (το αγαπημένο του 'άλλο του' εγώ). Στον "Κόμη Χατζηχρήστο" (1958), στον "Καζανόβα" (1963), στον "Τετραπέρατο" (1966) και στις "Γυναίκες στα όπλα" (1979), γίνεται από καφετζής μέχρι πρόεδρος του χωριού. "Ο τετραπέρατος" είναι ο Δήμος ο καφετζής, τσαχπίνης και παμπόνηρος. Στον "Δήμος απ' τα Τρίκαλα" (1962), αν και Παρασκευάς, τσιλημπουρδάει ως Δήμος, παραπέμποντας στον ανύπαρκτο "Φίλο μου τον Λευτεράκη". Κακομοίρης Μανόλης (επονώματι Μαραμένος) απ' την Αμαλιάδα, απέναντι στον πλούσιο Μανόλη - Νίκο Ρίζο - από την Αμέρικα, στην κωμωδία παρεξηγήσεων "Ο ανιψιός μου ο Μανόλης" (1963). Μανόλης - θύμα και στο "Φως, νερό, τηλέφωνο, οικόπεδα με δόσεις" (1966). Παπαδόπουλος απ' το χωριό στο "Ένα καράβι Παπαδόπουλοι" (1966), όλο μπέσα κι ανθρωπιά να φωνάζει 'έξω φτώχια και καλή καρδιά'.

O Δήμος απ τα ΤρίκαλαΝα μην ξεχνάμε επίσης και τα λεγόμενα βουκολικά δράματα ή ακόμα και τα γουέστερν 'φασόλι' (κατά το σπαγγέτι), όπου χρησιμοποιείται κυρίως ως μια εύθυμη νότα σε μια τραγική ιστορία. Παρόλ' αυτά, το παλεύει έξοχα και ξεχωρίζει ανάμεσα στα μπαρούτια και τα δάκρυα. "Γκόλφω" και "Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας" το 1955, "Μαρία η Πενταγιώτισσα το 1957, "Γερακίνα" το 1958 και "Σαρακατσάνισσα" το 1959. Κατά τρόπο ανάλογο λειτούργησε και στα αστικά μελοδράματα. "Κάλιο αργά παρά ποτέ" (1955), "Μανούλα θέλω να ζήσεις" (1957), "Αντίο ζωή" (1960) και "Πεζοδρόμιο" (1962) είναι τίτλοι για γέλια και για κλάματα.
Την μεγάλη του αγάπη για παντός είδους στολές δεν την έκρυψε ποτέ. Κάποτε ταπεινό φανταράκι, στα "Τρία κωθώνια του συντάγματος" (1956), στο "Μιχαλιό του 14ου συντάγματος" (1962, σε δική του συν-σκηνοθεσία) ή γιατί όχι κι "Ένας ζόρικος δεκανέας" (1964). Άλλοτε πάλι ναυτάκι, συν-σκηνοθετεί τον εαυτό του ως δόκιμο Παπαφίγκο στον "Καπετάνιο για κλάματα (1961) ή στο "Θαλασσόλυκο" (1964). Δίνει τα ρέστα του ως ψευτο-αστυνόμος στον "Ηλία του 16ου" (1959) του Σακελλάριου. Αστράφτει χαστούκια στον λωποδύτη της αρβύλας, τον κακομοίρη Βέγγο, και τον απαλλάσσει εντέλει λόγω απενταρίας, αφού πρώτα τον ανακρίνει. "Πεινάνε τα παιδάκια σου, ρε; Είναι άρρωστη κι μανούλα σου; Γιατί δεν το μολογάς; Μίλα!"

O Ηλίας του 16ουΑστυφύλαξ επιδίδων κλήτευση σε δίκη, στην "Σοφερίνα" Αλίκη Βουγιουκλάκη (1964), και πάλι του 'σοσιαλιστή' Σακελλάριου. Αστυφύλαξ και στον σπονδυλωτό "Μελέτη στην άμεσο δράση" (1966) που αναλώνεται γυροφέρνοντας την Αθήνα. Εκεί όμως που παίρνει αμπάριζα είναι όταν προβιβάζεται από πορτιέρης ξενοδοχείου, ονόματι Κανέλλος, σε "Κύριο πτέραρχο" (1963) υπό την καθοδήγηση του Ντίνου Κατσουρίδη. Δεν φοβάται ούτε τον αληθινό 'συνάδελφό' του, τον επιβλητικό Λάμπρο Κωνσταντάρα. Η μικρή κοινωνία του χωριού δεν ξέρει πως ο πτέραρχος είναι μοναδικός εν Ελλάδι, δεν ξέρει καν ούτε πως δείχνει στην όψη και στο παράστημα. Ακόμα ένα ρεσιτάλ αυτοσχεδιασμών δίνει στην κωμωδία του Σωκράτη Καψάσκη "Ο ταυρομάχος προχωρεί" (1963), όπου από σοφέρ γίνεται ξεναγός και διασκεδαστής θλίψεων στο Παρίσι.
Ένας άλλος λαϊκός ήρως του Χατζηχρήστου είναι ο μπακαλόγατος. Μπακάλης πρωτόγινε στην κωμωδία "Λαός και Κολωνάκι" (1959) του Γιάννη Δαλιανίδη. Οι αυτοσχεδιασμοί του είναι όμως αξεπέραστοι στην κοινωνική σάτιρα του Ντίνου Κατσουρίδη, "Της κακομοίρας" (1963). Οι αδερφοί Μαρξ σε συσκευασία ενός Ζήκου. Οι ατάκες πέφτουν κατά ριπάς πολυβόλου. Οι εμφανείς σεναριακές άπλες του δίνουν χώρο να κινηθεί και να σαρώσει το σύμπαν. Δεν αφήνει τίποτε όρθιο και τίποτε ασχολίαστο. "Πρόσεχε Ζήκο γιατί θα προβώ σε ωμότητες" του λέει ο θέσει αφεντικός του Κώστας Δούκας. "Αμ εγώ σε τι θα προβώ, σε ψημενότητες;" του αντιγυρίζει ο ετοιμόλογος γάτος του παντοπωλείου.

Μακρυκωσταίοι και ΚοντογιώργηδεςΥπήρξε πάντοτε καλός καγαθός. Θύμα της βεντέτας, σε απολαυστικό ντουέτο με τον Ηλιόπουλο, στους "Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες" (1960) του Σακελλάριου. Μακρυκώστας ο ζουμπάς Κώστας Χατζηχρήστος, Κοντογιώργης ο 'ψιλός' Ντίνος Ηλιόπουλος. Μπούφος και θύμα στο "Έξυπνο πουλί" (1961) του Ορέστη Λάσκου με Φανίτσα την Άννα Φόνσου, που του φανερώνει τους 'φίλους' του. Ιδιοκτήτης κι άφραγκος, θύμα του ενοικιοστασίου και δράκος της συμφοράς, ως Ηρακλής Λεοντόπουλος που φοβάται τον ίσκιο του, στον "Σκληρό άντρα" (1961) του Δαλιανίδη. "Ταξιτζής" (1962) και τυχερός ο φουκαράς Θανάσης Περιμένης, μια πολύ ωραία σκηνοθεσία του εαυτού του. Φουκαράς που τού 'ρχεται η τύχη ανάποδα και στο φιλμ του Κώστα Καραγιάννη "Ο παράς κι ο φουκαράς" (1964), ένα εύκολο ρημέηκ της "Σάντα Τσικίτα" του Λογοθετίδη.
Κι άλλοτε φτωχοδιάβολος και καταφερτζής, ερωτιάρης και νικητής της ζωής. "Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα" (1959), με την νταρντάνα Μπεάτα Ασημακοπούλου, και "Ο απίθανος" Μάκης Χαρίσης (1970), πλάι στην Άννα Φόνσου, αμφότερα του Ορέστη Λάσκου. Κοινωνία και όνειρα στα "Έρωτας με δόσεις" (1959) και "Τα ντερβισόπαιδα" (1960) του Στέλιου Τατασόπουλου. Κι "Ένα μπουζούκι αλλιώτικο από τ' άλλα" (1970) να φτάνει πάλι στην Αθήνα απ' την επαρχία και σκηνοθετεί για τελευταία φορά τον εαυτό του.
Κατά την περίοδο της μεγάλης του ακμής επεκτάθηκε στο σενάριο και στη σκηνοθεσία, όπως θα διαπιστώσατε και παραπάνω. Πρώτη του απόπειρα ήταν το φιλμ "Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο" (1956). Βοήθησε επίσης στα πρώτα του βήματα και τον Απόστολο Τεγόπουλο (Καπετάνιος για κλάματα, Το παιδί της πιάτσας, του 1961, Ο Μιχαλιός του 14ου συντάγματος, Ο ανιψιός μου ο Μανόλης), ενώ πάντα κρατούσε τον βασικό πρωταγωνιστικό ρόλο. Η παράλληλη πορεία του στο θέατρο ήταν εξίσου λαμπρή. Τότε που ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Καίτη Ντιριντάουα. Τότε που είχε και σπορ αυτοκίνητο.

Oι κληρονόμοιΤελευταίους άφησα τους "Κληρονόμους" (1964) του Δαλιανίδη, δεν ξέρω γιατί. Ίσως για το τρελό τρίο που κάνει με τον Ηλιόπουλο και τον Βουτσά, που μετασχηματίζεται ενίοτε σε τρία ντουέτα φραστικών μονομάχων. Ίσως γιατί θέλει την υπόγα του οίκου μόδας για ν' ανοίξει μπαρμπέρικο. Ίσως γιατί πάντα θα φτάνει στην Αθήνα από κάποια αθώα κι απονήρευτη επαρχία. Μάλλον γιατί θέλω να τελειώσει γλυκά αυτό το σχόλιο. Μάλλον γιατί δεν ξέρω πως να κλείσω το κείμενο. Ποιος 'κληρονομεί' άραγε αυτούς τους μεγάλους κωμικούς που φύγανε ή θα φύγουνε κάποια στιγμή στο μέλλον;
Θυμιο-γραφία
Ο πύργος των ιπποτών (1952) ηθοποιός
Νύχτες της Αθήνας (1954) ηθοποιός
Τρεις δραπέται του φρενοκομείου (1954) ηθοποιός
Τα τρία μωρά (1955) ηθοποιός
Πιάσαμε την καλή (1955) σενάριο, ηθοποιός 
Κάλιο αργά παρά ποτέ (1955) ηθοποιός 
Γκόλφω (1955) ηθοποιός
Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1955) ηθοποιός 
Οι τρακαδόροι της Αθήνας (1956) ηθοποιός 
Τα τρία κωθώνια του συντάγματοςΤρία κωθώνια του Συντάγματος (1956) ηθοποιός 
Δολάρια και όνειρα (1956) ηθοποιός 
Κυνηγώντας τον έρωτα (1956) ηθοποιός
Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο (1956) σενάριο, σκηνοθεσία, ηθοποιός
Μαρία η Πενταγιώτισσα (1957) ηθοποιός
Τσαρούχι, πιστόλι, παπιγιόν (1957) σενάριο, ηθοποιός
Τρία παιδιά βολιώτικα (1957) ηθοποιός
Τζιπ, περίπτερο κι αγάπη (1957) ηθοποιός
Ο θείος της Βιολέτας (1957) ηθοποιός
Μανούλα θέλω να ζήσεις (1957) ηθοποιός 
Τρεις ντέτεκτιβς (1957) ηθοποιός 
Γερακίνα (1958) ηθοποιός
Ο κόμης Χατζηχρήστος (1958) ηθοποιός
Διακοπές στην Κολοπετινίτσα (1959) ηθοποιός
Δράκουλας και σία (1959) ηθοποιός
Έρωτας με δόσεις (1959) ηθοποιός
Λαός και Κολωνάκι (1959) ηθοποιός
Η Λίζα τό 'σκασε (1959) ηθοποιός
Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα (1959) ηθοποιός
Σαρακατσάνισσα (1959) ηθοποιός
Ο Θύμιος τά 'κανε θάλασσα (1959) ηθοποιός
Ο Ηλίας του 16ου (1959) ηθοποιός
Τα ντερβισόπαιδα (1960) ηθοποιός
Αντίο ζωή (1960) ηθοποιός
Άντρας είμαι και το κέφι μου θα κάνω (1960) ηθοποιός
Ο Θύμιος τά 'χει 400 (1960) ηθοποιός
Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες (1960) ηθοποιός
Το έξυπνο πουλί (1961) ηθοποιός
Καπετάνιος για κλάματα (1961) συν-σκηνοθεσία, ηθοποιός
Λαός και ΚολωνάκιΤο παιδί της πιάτσας (1961) συν-σκηνοθεσία, ηθοποιός
Ο σκληρός άνδρας (1961) ηθοποιός
Η Αθήνα τη νύχτα (1962) ηθοποιός
Ο Δήμος απ' τα Τρίκαλα (1962) ηθοποιός
Μιχαλιός του 14ου συντάγματος (1962) συν-σκηνοθεσία, ηθοποιός
Ο ταξιτζής (1962) σκηνοθεσία, ηθοποιός
Πεζοδρόμιο (1962) ηθοποιός
Ο Θύμιος στη χώρα του στριπτήζ (1963) σενάριο, σκηνοθεσία, ηθοποιός
Ο ανιψιός μου ο Μανόλης (1963) ηθοποιός
Ο καζανόβας (1963) ηθοποιός
Ο κύριος πτέραρχος (1963) ηθοποιός
Ο ταυρομάχος προχωρεί (1963) ηθοποιός
Της κακομοίρας (1963) ηθοποιός
Ένας ζόρικος δεκανέας (1964) ηθοποιός
Οι κληρονόμοι (1964) ηθοποιός
Ο παράς κι ο φουκαράς (1964) ηθοποιός
Η σοφερίνα (1964) ηθοποιός
Ο θαλασσόλυκος (1964) σκηνοθεσία, ηθοποιός
Όχι κύριε Τζόνσον (1965) ηθοποιός
Πράκτωρ 005 εναντίον Χρυσοπόδαρου (1965) ηθοποιός
Ένα καράβι Παπαδόπουλοι (1966) ηθοποιός
Φως, νερό, τηλέφωνο, οικόπεδα με δόσεις (1966) ηθοποιός
Ο Μελέτης στην άμεσο δράση (1966) ηθοποιός
Το παιδί της πιάτσαςΟ τετραπέρατος (1966) ηθοποιός
Σήκω χόρεψε συρτάκι (1967) ηθοποιός
Η Αθήνα μετά τα μεσάνυχτα (1968) ηθοποιός
Ο Τυχεράκιας (1968) ηθοποιός
Κακός, ψυχρός κι ανάποδος (1969) ηθοποιός
Ο άνθρωπος που γύρισε απ' τα πιάτα (1969) ηθοποιός
Ο απίθανος (1970) ηθοποιός
Ένα μπουζούκι αλλιώτικο από τ' άλλα (1970) σκηνοθεσία, ηθοποιός
Ένας χίππυς με τσαρούχια (1970) ηθοποιός
Τι κάνει ο άνθρωπος για να ζήσει (1971) ηθοποιός
Θύμιος εναντίον Τσίτσιου (1971) ηθοποιός
Η Αλίκη δικτάτωρ (1972) ηθοποιός
Γυναίκες στα όπλα (1979) 1984; ηθοποιός
Άγριες κότες (1981) ηθοποιός

ΥΓ: Αμ πως!!!

Εν Αθήναις..."Κυριακή γιορτή και σχόλη.....

$
0
0


....νάταν η βδομάδα όλη και η Δευτέρα νάταν μόνο καναδυό 
φορές τον χρόνο...."
Λέει ένα παλιό τραγούδι....
Η Κυριακή εκείνα τα χρόνια ήταν μέρα γιορτής την περίμεναν όλοι μικροί μεγάλοι.
Από το πρωϊ με τα καλυτερότερα στην εκκλησία και στη συνέχεια στο σπίτι
να βοηθήσουν όλοι για το μεσημεριανό τραπέζι.....συνήθως στρωνότανε στο σαλόνι της σπιτονοικυράς που ήταν μεγάλο και χωρούσε όλους τους συγκάτοικους της αυλής.
Δεν ξεχνούσαν και τον μοναχικό γείτονα που ήταν πάντα καλεσμένος.
Από τον φούρνο της γειτονιάς άλλος έφερνε στο ταψί το γιουβέτσι του
άλλος το ψητό με πατάτες .....
Δεν τελείωνε όμως η χαρά το μεσημέρι.....το απόγευμα είχε σινεμαδάκι
για όλη την οικογένεια με προτίμηση τις Ελληνικές ταινίες...τις κωμωδίες....
Το γέλιο ήταν από καρδιάς.....
Και έκλεινε η διασκέδαση με το γαλακτομπούρεκο στην ΕΒΓΑ της γειτονιάς.
Γυρίζοντας στο σπίτι η μελαγχολία ήταν φανερή....η τσαγκαροδευτέρα ερχότανε.
Οι μεγάλοι στις δουλειές τους που όλοι είχαν από ότι θυμάμαι και οι μικροί
το πρωϊ στο σχολείο.

Πίσω στα παλιά

ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ -Άδεια από την ΕΛ.ΑΣ για να αλλάξεις τα πλακάκια του Μπάνιου !

$
0
0

ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟ Η ΕΛΛΑΣ !!!
Άδεια από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και από σειρά άλλων υπηρεσιών του Δημοσίου χρειάζεται κάποιος που θέλεινα αλλάξει τα πλακάκια στο μπάνιοτου, σύμφωνα με πρόσφατη οδηγία που εξέδωσε το υπουργείο Περιβάλλοντος και υπογράφει ο υφυπουργός Στ. Καλαφάτης! Ακόμα και σήμερα, ελάχιστοι γνωρίζουν πως με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για να είναι απολύτως νόμιμοι όταν θέλουν να αλλάξουν τα πλακάκια στο μπάνιο πρέπει προηγουμένως να ενημερώσουν το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής τους!

Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΣΑΔΑΣ), στην περίπτωση που κάποιος ιδιοκτήτης εσωτερικού διαμερίσματος θέλει να προχωρήσει σε σχετικές εργασίες, συνολικού κόστους 800 ευρώ, που απαιτούν τέσσερις ημέρες, οφείλει με τον ισχύοντα νόμο 4067/12 να προχωρήσει «σε απλή γνωστοποίηση, των ανωτέρω εργασιών 48 ώρες προς της ενάρξεώς των στην αρμόδια Υπηρεσία Δόμησης (ΥΔΟΜ) της περιφέρειας με κοινοποίηση στο Αστυνομικό Τμήμα».

Ομως, όπως υποστηρίζει η διοίκηση του ΣΑΔΑΣ, στα μέσα Ιανουαρίου υπήρξε μια οδηγία επεξηγήσεων του συγκεκριμένου νόμου, στην οποία περιλαμβάνεται και υπόδειγμα εντύπων. Στη συγκεκριμένη οδηγία η απλή «γνωστοποίηση» στην ΥΔΟΜ μετατρέπεταισε «έγκριση»!

Σχόλιο:


Για την αλλαγή λεκάνης στην τουαλέτα απαιτείται άδεια από το Υπουργείο
Ανάπτυξης !
Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>