Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Οι χρυσές ευκαιρίες της Κατοχής

$
0
0


Η στάση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στη δημοσιονομική κρίση του ελληνικού κράτους κι οι ρατσιστικές αθλιότητες μερίδας των γερμανικών ΜΜΕ ανακάλεσαν συνειρμικά σε πολλούς συμπατριώτες μας την εμπειρία της Κατοχής του 1941-44.
Οσο κι αν η επίκληση των γερμανικών επανορθώσεων φαντάζει κομματάκι προσχηματική (άλλωστε η κυβέρνηση του «εθνάρχη» Καραμανλή ήταν αυτή που τις αποποιήθηκε πανηγυρικά), όσο κι αν το κέντρισμα των αντιγερμανικών ανακλαστικών από μερίδα των ΜΜΕ αποσκοπεί εμφανώς στη μετάθεση ευθυνών για τη δεκατετράχρονη λεηλασία του δημόσιου πλούτου (εκδίδοντας επί της ουσίας συγχωροχάρτι για τους ντόπιους επιχειρηματίες και λοιπά λαμόγια στο όνομα της «εθνικής ενότητας»), είναι γεγονός πως η τρομακτική εποχή στην οποία εισέρχεται η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει κάποιες οφθαλμοφανείς αναλογίες με το δράμα του 1941-44.
Οι αναλογίες αυτές δεν αφορούν τόσο το ρόλο του ξένου παράγοντα (η επικυριαρχία του οποίου στην παρούσα φάση υλοποιείται όχι με τη δύναμη των όπλων αλλά μέσω της συμμαχίας του με τους ντόπιους καπιταλιστές), όσο τις ευκαιρίες που η «κρίση» δημιουργεί για μια δραστική αναδιανομή πλούτου, προς όφελος των «δυναμικών» επιχειρηματικών κύκλων και σε βάρος των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων.
Γιατί η ιταλογερμανική Κατοχή του 1941-44, πέρα από λιμός, βομβαρδισμοί, μπλόκα, αντιστασιακές πράξεις και κτηνώδη αντίποινα, υπήρξε και κάτι άλλο: μια πελώρια οικονομική ευκαιρία οικονομικής αποκατάστασης και κοινωνικής ανόδου για χιλιάδες έλληνες πολίτες, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο βρέθηκαν σε θέση να εκμεταλλευτούν τη «συγκυρία» (και τη διάχυτη γύρω τους πείνα, δυστυχία κι ανασφάλεια) για να «φτιαχτούν» ή να αυξήσουν τον πλούτο που ήδη διέθεταν.
Βιομήχανοι που έκαναν χρυσές δουλειές χάρη στις παραγγελίες της Βέρμαχτ ή την παραγωγή ειδών πρώτης ανάγκης, υπεργολάβοι δημοσίων έργων που άνοιγαν δρόμους κι έφτιαχναν λιμάνια ή αεροδρόμια για λογαριασμό του στρατού κατοχής, μικροί και μεγάλοι μαυραγορίτες, «διαμεσολαβητές» κάθε λογής που έσωζαν (ή «προσπαθούσαν να σώσουν») ζωές με αντάλλαγμα χρυσές λίρες – όλοι αυτοί αποτέλεσαν τους κερδισμένους των ημερών, τη σπονδυλική στήλη της εθνικοφροσύνης και τη μαγιά του «αναπτυξιακού θαύματος» των επόμενων δεκαετιών.
Ορισμένοι απ’ αυτούς τους κερδισμένους ήταν κλασικοί τυχοδιώκτες, που ζούσαν τη ζωή τους χωρίς να πολυλογαριάζουν το μέλλον. Με την παροιμιώδη ευθύτητά της, η Μελίνα Μερκούρη μας έχει αφήσει π.χ. μια χαρακτηριστική -άκρως υποκειμενική αλλά ανατριχιαστικά οικεία- περιγραφή του μαυραγορίτη εραστή της εκείνων των χρόνων: «Ο Αλέξης μισούσε τους Γερμανούς γιατί ήταν δυνατοί. Περιφρονούσε τους Ελληνες γιατί ήταν αδύνατοι. Ελυσε το ζήτημα του ίδιου του του αντρισμού εκμεταλλευόμενος και τους δυο. Οι Ελληνες που είχαν ιδανικά γελοιοποιήθηκαν. Οι Γερμανοί που είχαν τα όπλα και τα τανκς νικιόνταν με την εξυπνάδα. Το να τους ξεπεράσεις σε εξυπνάδα σήμαινε να τους πάρεις χρήματα. Το να κάνεις να σωπάσει η φωνή της συνείδησης σήμαινε να πετάξεις τα χρήματα. Ηταν εικοσιέξι χρονών κι έλεγε πως θα σκοτωνόταν πριν απ’ το τέλος του πολέμου. Η ζωή έπρεπε λοιπόν να είναι διασκέδαση» («Γεννήθηκα Ελληνίδα», Αθήνα 1995, σ.79).
Η πλειοψηφία των ωφελημένων από την Κατοχή ανήκε ωστόσο στην κατηγορία των «νοικοκυραίων», των ανθρώπων που είδαν τη «ρευστότητα» της περιόδου απλώς σα μια καλή ευκαιρία να εξασφαλίσουν το μέλλον των παιδιών και των επιχειρήσεών τους. Και, σαν καλοί νοικουραίοι, φρόντισαν να επενδύσουν στην πιο σταθερή (αλλά συγκυριακά υποτιμημένη) «αξία». Αγοράζοντας -αντί πινακίου φακής- κάθε λογής ακίνητα, από οικόπεδα κι αγροτεμάχια μέχρι σπίτια κι ολόκληρες πολυκατοικίες.
Η άλλη όψη αυτού του πλουτισμού είναι γνωστή: το ξεπούλημα των περιουσιακών στοιχείων χιλιάδων ανθρώπων, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί. Ενώ το πιο αδύναμο κομμάτι της κοινωνίας μετατράπηκε σε ανθρώπινους σκελετούς που πέθαιναν στους δρόμους σαν τις μύγες, μεγάλο τμήμα των εργατικών και μεσαίων στρωμάτων επιβίωσε «σκοτώνοντας» ό,τι είχε αποκτήσει ή κληρονομήσει τα προηγούμενα χρόνια.
«Το πρωί είδα τον Νικολαΐδη, τον χτηματομεσίτη του Χαροκόπου», σημειώνει χαρακτηριστικά το Γενάρη του 1942 στο ημερολόγιό του ο Χριστόφορος Χρηστίδης. «Μου είπε πως αυτό το μήνα έκανε μεσιτείες για δουλειές 6 εκατομμυρίων. Λέει πως τα ακίνητα υψώθηκαν μόνο 4-5 φορές. Ο κοσμάκης που πεινά, άρχισε να ξεπουλά τα σπίτια του» («Χρόνια Κατοχής», Αθήνα 1971, σ.201).
Την εικόνα συμπληρώνει η αποτίμηση του φαινομένου από το Γιώργο Θεοτοκά, ένα χρόνο αργότερα: «Υπάρχει πολλή κρυμμένη δυστυχία. Οι παλιές μεσαίες τάξεις φθίνουν οικονομικά, ζούνε ξεπουλώντας περιουσιακά στοιχεία, έργα τέχνης, έπιπλα κλπ σκεύη και ρούχα και τουαλέτες που αγοράζουν οι καινούριοι πλούσιοι της μαύρης αγοράς. Ουσιαστικά, αυτές οι τάξεις βρίσκονται σε πτώχευση. Οι καινούριοι πλούσιοι είναι άτομα τυχοδιωχτικά, που δρουν μέσα σε μια ζούγκλα κι ό,τι αρπάξει ο καθένας. Φυσικά, αρκετοί είναι οι παλαιοί πλούσιοι που προσαρμόστηκαν και ξανακάνουν χρήματα με τη μέθοδο των νεόπλουτων» («Τετράδια Ημερολογίου», Αθήνα 1980, σ.387).
Με αφοπλιστική λιτότητα, η ίδια διαδικασία καταγράφεται τέλος στο ρεμπέτικο τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη: «Μικροί μεγάλοι γίνανε / μαυραγορίτες όλοι / κι αφήσαν όλο το ντουνιά / με δίχως πορτοφόλι. / Πουλήσαμε τα σπίτια μας / και τα υπάρχοντά μας / για δυο ελιές κι ένα ψωμί / να φάνε τα παιδιά μας».
Την καλύτερη αποτύπωση αυτών των αλλαγών συνιστά η καταγραφή των αγοραπωλησιών ακινήτων επί Κατοχής από το σύλλογο που δημιούργησαν μεταπολεμικά οι πωλητές για να πάρουν πίσω τις περιουσίες τους. Το «Υπόμνημα περί ακυρώσεως των αγοραπωλησιών ακινήτων» που τύπωσε τον Αύγουστο του 1946 η Πανελλήνιος Ομοσπονδία Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής περιλαμβάνει εξαιρετικά διαφωτιστικούς στατιστικούς πίνακες, με βάση τα στοιχεία των συμβολαιογραφείων όλης της χώρας. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και μια αναλυτική λεπτομερής κατάσταση των αγορών μερικών χιλιάδων ακινήτων από 524 φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχει διασωθεί στο αρχείο της Ομοσπονδίας.
Το ερέθισμα για την παρουσίαση που ακολουθεί μας το πρόσφερε η μεταπτυχιακή εργασία του δασκάλου Παναγιώτη Σάμιου («Η Μαύρη Αγορά και οι ακίνητες περιουσίες που άλλαξαν χέρια την περίοδο της Κατοχής», Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2010), απ’ την οποία αντλήσαμε πολλά στοιχεία. Συμπληρωματικές πληροφορίες αναζητήσαμε στο αρχείο της Ομοσπονδίας Πωλησάντων, που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ.

Ανατομία μιας «ανακατανομής»
Το πρώτο δεδομένο αφορά τα μεγέθη του φαινομένου. Οπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, μέσα στην κατοχή άλλαξαν χέρια 350.000 περίπου ακίνητα. Το ένα τρίτο απ’ αυτά ήταν «αστικά» (σπίτια και οικόπεδα), τα δυο τρίτα «αγροτικά» (δηλαδή χωράφια, συχνά στην περίμετρο των αστικών κέντρων, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους των σημερινών πολεοδομικών συγκροτημάτων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης), ενώ πουλήθηκαν και 1.000 περίπου «βιομηχανικά» ακίνητα, ως επί το πλείστον βιοτεχνίες.
Η σχέση των περισσότερων απ’ αυτές τις συναλλαγές με τον πόλεμο και την πείνα είναι προφανής: τρεις στις τέσσερις πραγματοποιήθηκαν μέσα στα πρώτα δυο χρόνια της Κατοχής (1941-42), την περίοδο δηλαδή κατά την οποία σημειώθηκε και ο μεγαλύτερος αριθμός θανάτων από ασιτία. Στα τέλη του 1942, η κατάσταση είχε πιά κάπως σταθεροποιηθεί χάρη στα συσίτια του Ερυθρού Σταυρού. Ο κόσμος δεν πέθαινε πλέον από την πείνα, οπότε και το ξεπούλημα των περιουσιακών στοιχείων (όσων δεν είχαν «σκοτωθεί» το προηγούμενο διάστημα) περιορίστηκε αισθητά.
Η προπολεμική αξία αυτών των ακινήτων αποτυπώνεται στον Πίνακα ΙΙ. Οπως διαπιστώνουμε, η συντριπτική πλειοψηφία των πωλήσεων αφορά μικρά και μεσαία περιουσιακά στοιχεία, τα δε «βιομηχανικά» ακίνητα είναι στο σύνολό τους σχεδόν βιοτεχνικές μονάδες και μαγαζιά. Δεν έχουμε βέβαια στοιχεία για το βαθμό συγκέντρωσης αυτών των ιδιοκτησιών προπολεμικά, λογικά όμως το μεγαλύτερο μέρος τους πρέπει να ανήκε σε μεσαία στρώματα μικροϊδιοκτητών.
Η σχέση ανάμεσα στην προπολεμική αξία αυτών των ακινήτων και τις τιμές με τις οποίες «σκοτώθηκαν» αυτά επί Κατοχής φωτίζει ακόμη περισσότερο το χαρακτήρα αυτών των αγοραπωλησιών (Πίνακας ΙΙΙ). Σε μια Ελλάδα όπου οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής είχαν δεκαπλασιαστεί (σε σχέση με το μέσο ημερομίσθιο) μεταξύ Οκτωβρίου 1940 κι Απριλίου 1943, τα ακίνητα πωλούνταν κατά μέσο όρο στο 1/13 με 1/20 της αξίας τους! Οπως διαπιστώνουμε δε από τους δειγματοληπτικούς πίνακες που συνοδεύουν ως τεκμήρια το «Υπόμνημα» του 1946, αυτή η υποτίμηση των πωλούμενων ακινήτων υπήρξε μεγαλύτερη στο φόρτε της πείνας, αλλά και όσον αφορά τα ακίνητα μικρότερης προπολεμικής αξίας. Με δυο λόγια, οι μικροϊδιοκτήτες ξεπούλησαν φτηνότερα τα υπάρχοντά τους απ’ ό,τι οι «μεσαίοι» (που ενδεχομένως κινδύνευαν λιγότερο άμεσα από την πείνα).
Ακόμη και τα κλάσματα αυτά είναι ωστόσο σε μεγάλο βαθμό παραπειστικά, καθώς ο μηχανισμός που η δωσίλογη «Ελληνική Πολιτεία» είχε θεσπίσει γι’ αυτές τις συναλλαγές κατέληγε στην πράξη σε ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση της αξίας των πωλούμενων ακινήτων. Σύμφωνα με το Ν.Δ. 771 του 1941, όλες οι συναλλαγές άνω των 30.000 δρχ έπρεπε να πραγματοποιούνται μέσω τράπεζας, με κατάθεση εκεί του συνολικού τιμήματος, από το οποίο ο δικαιούχος δεν μπορούσε να κάνει παρά τμηματικές αναλήψεις 30.000 (κι αργότερα 40.000) δρχ κατά ορισμένα διαστήματα. Με τη δραχμή να υποτιμάται διαρκώς έναντι της χρυσής λίρας (συνολικά 1 προς 4.367 μεταξύ Απριλίου 1941 και Φεβρουαρίου 1944), οι τράπεζες ξεζούμιζαν έτσι με τη σειρά τους τον πωλητή.
Η εικόνα της «κοινωνικής κινητικότητας προς τα κάτω» που σηματοδοτεί αυτή η διαδικασία καταγράφεται αναλυτικά στον Πίνακα ΙV, με τα στοιχεία για τη μεταπολεμική οικονομική κατάσταση των πωλητών. Δυστυχώς δεν παρατίθενται στοιχεία για την αντίστοιχη οικονομική τους θέση πριν από τον πόλεμο, ούτε προσδιορίζεται επακριβώς η διαχωριστική γραμμή μεταξύ «απόρων», «ευπόρων» και «πλουσίων». Είναι ωστόσο προφανές ότι στην εκποίηση των μεσαίων κι ενός σημαντικού τμήματος των μεγάλων ιδιοκτησιών έχουμε να κάνουμε με εκπτώχευση (κι ενδεχομένως προλεταριοποίηση) προπολεμικών μεσοστρωμάτων, ενώ το ίδιο ισχύει και για ένα απροσδιόριστο ποσοστό της εκποίησης ακινήτων μικρής αξίας.
Η πιο ενδιαφέρουσα από τις στατιστικές πληροφορίες του «Υπομνήματος» αφορά, ωστόσο, τον κόσμο των αγοραστών (Πίνακας V). Τα δύο τρίτα τους ήταν άνθρωποι που στη διάρκεια της Κατοχής αγόρασαν από ένα ακίνητο, το ένα τέταρτο αγόρασε 2-3, το ένα εικοστό 4-10, ενώ το ένα τριακοστό «φτάχτηκε» πάρα πολύ χοντρά, αποκτώντας στο ίδιο διάστημα από 11 μέχρι 50 ή και περισσότερα ακίνητα. Πέντε με δέκα χιλιάδες Ελληνες βγήκαν, δηλαδή, από την κατοχή αισθητά πλουσιότεροι απ’ ό,τι ήταν πριν. Στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνουμε από το δειγματοληπτικό κατάλογο των 524 αγοραστών, η συγκεντροποίηση είναι ακόμη μεγαλύτερη, αφού συχνά διαφορετικοί αγοραστές είναι πρόσωπα μιας και της αυτής οικογένειας ή συνιδιοκτήτες της ίδιας επιχείρησης.
Ο αριθμός των υπόλοιπων 50 με 55.000 αγοραστών μας αποκαλύπτει μια άλλη όψη του φαινομένου: τον κόσμο που στο διάστημα της Κατοχής μπορεί να μην πλούτισε ιδιαίτερα, μάλλον όμως δεν έγινε και φτωχότερος, αφού απέκτησε κάποια νέα περιουσιακά στοιχεία. Αν κρίνουμε απ’ το διαθέσιμο δειγματολόγιο των 524, ανάμεσά τους βρίσκονται και χιλιάδες «μικροί» μαυραγορίτες, που μέσα στο θανατικό του 1941-42 αγόρασαν σπίτια και οικόπεδα καταβάλλοντας -σύμφωνα με τα συμβόλαια- κάποια δέκατα της λίρας για το καθένα...
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα ευφάνταστος, για να καταλάβει πως η «πυραμίδα» αυτή των αγοραστών συγκροτούσε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική βάση της πολιτικής συμμαχίας που στήριξε την εθνικόφρονα μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Για τη διατήρηση των κεκτημένων, η θεσμική κατοχύρωση της «συνέχειας του κράτους» και των θεσμών του μεταξύ 1940 και 1945 (με την ελαχιστοποίηση της απελευθερωτικής τομής του 1944) αποτελούσε μονόδρομο. Τα τανκς του Σκόμπι, μαζί με τη γεωπολιτική θέση της χώρας διασφάλισαν και τα συμφέροντα όλων εκείνων που πλούτισαν τα αμέσως προηγούμενα χρόνια.
Ο μεταπολεμικός «διακανονισμός»
Σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση, που η προγραμματισμένη σφαγή των μισθωτών κι ενός τμήματος των μικροαστικών στρωμάτων έχει την πλήρη υποστήριξη των πυλώνων της εγχώριας και διεθνούς νομιμότητας, οι αγοραπωλησίες ακινήτων της Κατοχής έπασχαν από μια σοβαρή κρίση νομιμοποίησης: στη διάρκεια του πολέμου, οι Σύμμαχοι και οι εξόριστες κυβερνήσεις είχαν διακηρύξει επανειλημμένα ότι οι αλλαγές ιδιοκτησιών στις κατεχόμενες από τον Αξονα χώρες θα θεωρηθούν μετά τη νίκη άκυρες.
Η πρώτη σχετική -και καθαρά μεταβατική- ρύθμιση έγινε από την κυβέρνηση Σοφούλη την παραμονή των εκλογών του 1946. Με τη Συντακτική Πράξη 114 της 29.3.46 ακύρωσε τις κατοχικές αγοραπωλησίες των μικροϊδιοκτησιών κι απαγόρεσε προσωρινά κάθε πράξη σχετική με τα υπόλοιπα, μέχρι την οριστική ρύθμιση του ζητήματος.
Ακολούθησε η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ πωλητών κι αγοραστών, συνασπισμένων στις αντίστοιχες Πανελλήνιες Ομοσπονδίες, με διακύβευμα τη γενίκευση ή την κατάργηση της ΣΠ 114. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αγοραστών υποστήριζε πως η Συντακτική πράξη ήταν αντισυνταγματική, αφού ερχόταν σε αντίθεση με την «ελευθερία των συμβάσεων».
Για την προβλεπόμενη «τελική ρύθμιση» θα χρειαστεί να τελειώσει πρώτα ο Εμφύλιος και να φανούν στον ορίζοντα οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές. Στις 25 Νοεμβρίου 1949, ο Αναγκαστικός Νόμος 1323 θέσπισε την παρακάτω έκτακτη διαδικασία:
* Τα μεγάλα ακίνητα παρέμειναν στους αγοραστές. Οι πωλητές μπορούσαν να ζητήσουν την καταβολή ενός συμπληρωματικού τιμήματος, ίσου με το 75% της διαφοράς της αξίας του ακινήτου στα μέσα του 1949 και της τιμής πώλησής του.
* Τα μικρομεσαία ακίνητα, πάλι, μπορούσαν να διεκδικηθούν δικαστικά (εφόσον ο πωλητής μπορούσε ν’αποδείξει ότι δεν έχει πιά καμμιά περιουσία και με επιστροφή του τιμήματος σε 4 δόσεις, με τόκο 6%), είτε να μείνουν στον αγοραστή με δικαστικό συμβιβασμό και καταβολή συμπληρωματικού τιμήματος, όπως στην προηγούμενη κατηγορία. Στην πρώτη περίπτωση, καθυστέρηση καταβολής 2 δόσεων έδινε τη δυνατότητα στον αγοραστή να κρατήσει το ακίνητο. Υπήρχε τέλος η δυνατότητα εξώδικου συμβιβασμού, προς την ίδια κατεύθυνση και με λιγότερα έξοδα.
Χάριν της «ασφάλειας των συναλλαγών», αγωγές διεκδίκησης των ακινήτων μπορούσαν να κατατεθούν μόνο μέσα στο πρώτο εξάμηνο από την ψήφιση του νόμου. Την κατάσταση περιέπλεξε ακόμη περισσότερο η άρνηση κάποιων πρωτοδικείων (όπως του Πειραιά και της Κατερίνης) να εφαρμόσουν τον «αντισυνταγματικό» νέο νόμο. Το ζήτημα παραπέμφθηκε στον Αρειο Πάγο, που στις 16 Μαΐου 1950 -δέκα δηλαδή μέρες πριν τη λήξη της προθεσμίας- έκρινε τον Α.Ν. 1323 συνταγματικό, χωρίς όμως να δώσει παράταση σε όσους είχαν περίμεναν την έκβαση της δικαστικής αναμέτρησης πριν καταφύγουν στη Δικαιοσύνη.
Ο επίλογος γράφτηκε στις 28 Μαρτίου του 1951 με τις επίσημες δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης Ηλία Λαγάκου. Σε 48 από τις 58 περιφέρειες πρωτοδικείων της χώρας, ανακοίνωσε, είχαν κατατεθεί 74.548 αιτήσεις είτε αναστροφής των αγοραπωλησιών είτε δικαστικής συμπλήρωσης του τιμήματος, ενώ μέχρι τις 27.11.1950 είχαν γίνει και κάπου 32.000 εξώδικοι συμβιβασμοί.
Στο Πρωτοδικείο Αθηνών, «το οποίον έχει την μεγαλυτέραν κίνησιν», πρόσθεσε, «η τελευταία ημερομηνία κατά την οποίαν έχουν προσδιορισθεί προς συζήτησιν αγωγαί βάσει του Α.Ν. 1323 είναι η 27 Ιουλίου 1951. Συνεπώς μετά τέσσαρας μήνας τερματίζεται οριστικώς το ζήτημα των αγοραπωλησιών της Κατοχής».
Κι έζησαν όλοι καλά – και κάποιοι ακόμη καλύτερα...
Το προφίλ του αγοραστή
Σε πρόσφατο κείμενό του για την πείνα της Κατοχής, ο πανεπιστημιακός Χρήστος Λούκος επισημαίνει την ανάγκη «να διερευνηθεί και με άλλα ιστορικά κριτήρια [πέρα από τις μαρτυρίες απομνημονευματικού χαρακτήρα] ποιοί και με ακριβώς ωφελήθηκαν από τις έκτακτες συνθήκες που προκάλεσεη ξενική κατοχή. Με δυο λόγια, η ανακατανομή πλούτου που έγινε ποιούς ευνόησε».
Μια πρώτη -μερική- απάντηση μας δίνει ο σχετικός κατάλογος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, που φυλάσσεται στην ομώνυμη συλλογή του ΕΛΙΑ. Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο 68 δακτυλογραφημένων σελίδων, όπου καταγράφονται 524 αγοραστές ακινήτων, τα ακίνητα που αγόρασαν, οι αριθμοί συμβολαίων, το αναγραφόμενο σε αυτά τίμημα της αγοράς και το αντίτιμό του σε χρυσές λίρες την εποχή της αγοραπωλησίας.
Το ντοκουμέντο μας δίνει μια αρκετά περιορισμένη εικόνα του συνόλου. Από τους 100 αγοραστές περισσότερων από 50 ακινήτων αναγράφεται πχ. μόνο ένας (για την ακρίβεια δίδυμο: οι «Παπαλεξανδρής και Στεργίου», που αγόρασαν 120 ακίνητα στα Σπάτα), ενώ φιγουράρουν ελάχιστοι από τους 400 της κατηγορίας «21-50» και μάλλον αρκετοί από τους 1.500 που αγόρασαν από 11 μέχρι 20. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, κάποια συμπεράσματα μπορούν να βγουν, ειδικά όσον αφορά τις μικρομεσαίες κλίμακες της πυραμίδας.
Μεταξύ των 524 συγκαταλέγονται 28 τουλάχιστον βιομήχανοι, 10 επιχειρηματίες, 18 κτηματίες, 1 εφοπλιστής, 6 εργολάβοι, 4 δικηγόροι και 81 έμποροι, ενώ υπάρχουν επίσης 13 νομικά πρόσωπα με προεξάρχουσα την Εθνική Τράπεζα. Μεταξύ των αγοραστών συγκαταλέγονται και τρεις Εβραίοι, οι δραστηριότητες των οποίων σταματούν για προφανείς λόγους στα μέσα του 1943.
Από τους αναγραφόμενους αγοραστές ακινήτων, «επώνυμες» είναι ίσως μόνο οι οικογένειες Παπαστράτου, Λαναρά, Βασιλειάδη, Καρέλλα και Χυτήρογλου. Στην ίδια κατηγορία μπορεί να υπαχθεί και η Ελένη Βουλπιώτη, σύζυγος του αντιπροσώπου της Ζίμενς Ιωάννη Βουλπιώτη. Μέσα στο 1941 αγόρασε 6 ακίνητα για 1-2 λίρες το καθένα.
Πιο αποκαλυπτικές είναι ίσως οι πληροφορίες που αντλούμε για τη βάση της πυραμίδας. Μια μεγάλη κατηγορία αγοραστών αποτελούν όπως είδαμε οι έμποροι κάθε λογής, ενώ ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η παρουσία επαγγελμάτων που έχουν σχέση με την παραγωγή, διακίνηση ή επεξεργασία τροφίμων.
Ο «οινομάγειρος» Κ.Ζ. αγόρασε π.χ. 5 οικόπεδα μεταξύ Νοεμβρίου 1941 και Σεπτεμβρίου 1942, ο «ορνιθοτρόφος» Α.Α. 2 σπίτια και 2 χωράφια σε ακόμη μικρότερο διάστημα (Δεκέμβριος - Ιούλιος), ενώ ο «κτηνοτρόφος» Κ.Κ. 3 αγροτεμάχια μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου 1942 κι άλλο ένα τον Ιούλιο του 1943. Από τέσσερα χωράφια αγόρασαν την ίδια πάνω κάτω περίοδο ο «εστιάτωρ» Κ.Α. (Απρίλιος-Νοέμβριος 1942), ο «κρεωπώλης» Γ.Κ. (Μάιος 1942 - Σεπτέμβριος 1943) κι ο «κηπουρός» Θ.Κ. (Ιανουάριος - Οκτώβριος 1942), ενώ αποδοτικότερος αποδείχθηκε ο «ζαχαροπλάστης» Κ.Κ. με 5 ακίνητα μέσα στο τετράμηνο Απριλίου – Ιουλίου 1942. Τρεις «βουστασιάρχες», τέλος, ψώνισαν αντίστοιχα 3, 4 κι 6 «κτήματα», «αγρούς» ή οικόπεδα, ως επί το πλείστον το 1942-43.
Ο «αστυφύλαξ» Γ.Δ., πάλι, αγόρασε μέσα στο το Μάιο του 1941 τρία σπίτια καταβάλλοντας από μια λίρα για το καθένα. Τέσσερα ακίνητα αγόρασε και η «σύζυγος ενωμοτάρχου» Τ.Α. το 1941-42, με τιμές αγοράς από 3 έως 11 λίρες. Στον κατάλογο δίνουν επίσης το παρών ένας αξιωματικός (4 κτήματα το 1942-43) κι ο «αρχιερεύς Ματθαίος ή Γεώργιος Κ.», που μεταξύ Απριλίου 1943 και παραμονών της απελευθέρωσης έβαλε στην άκρη 2 σπίτια κι 1 απροσδιόριστο «ακίνητον».
Απροσδιόριστο παραμένει τέλος το επάγγελμα του Γ.Μ., που φέρεται απλώς ως «πρόσφυξ» και μεταξύ Νοεμβρίου 1943 κι Αυγούστου 1944 (ενώ δηλαδή η μεν πείνα είχε υποχωρήσει, αλλά τα μπλόκα, οι συλλήψεις κι οι εκτελέσεις έδιναν κι έπαιρναν) απέκτησε τρία οικοπεδάκια έναντι μηδενικού ή σχεδόν μηδενικού αντιτίμου.

Εν Αθήναις....τα φοινίκια της γιαγιάς

$
0
0



Αυτό που θυμάμαι είναι τον συνωστισμό στην παράγκα του παππού και της γιαγιάς
τέτοιες ημέρες.
Πρόσφυγες από τον αντίστοιχο συνωστισμό (βλέπε Ρεπούση) της Σμύρνης
σε μια γειτονιά της Αθήνας στο εξαδιαιρέτου.
Έφιαχνε τα φοινίκια και οι γειτόνισες από κοντά να μάθουν την συνταγή...
Μελομακάρονα τα έλεγαν αυτές αλλά η Μικρασιάτισα πιστή στην παράδοση
τα έλεγε φοινίκια.
Μα τι βάζεις μέσα.....πώς είναι τόσο τραγανά...τι υπέροχη γεύση...πες μας τις
ποσότητες...
Και απαντούσε εκείνη....όλα με το μάτι....
Ο μεγάλος κίνδυνος και ο μεγάλος φόβος ήταν ο φούρναρης που τα έψηνε
και είχε άσχημη φήμη ότι άπλωνε χέρι αλλά και ότι άλλαζε τα ψημένα.
Έλα όμως που έφιαχνε σχέδια η χρυσοχέρα επάνω στο φοινίκι και τα ξεχώριζε;
Δεν άκουγες τίποτα άλλο τέτοιες ημέρες στις αυλές των θαυμάτων παρά μόνο
για γλυκά και για το γιορτινό τραπέζι τι θα είχε επάνω.
Ποτέ η οικογένεια ανήμερα των Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς δεν έτρωγε μόνη της.
Όλοι οι αυλικοί καθόντουσαν γύρω από αυτό ....
Τα τραπέζια του σαλονιού όπως τα έλεγαν για να ακούγεται κάπως είχαν και τσόντες
δηλαδή προεκτάσεις με τάβλες και όλοι οι καλοί χωρούσαν.
Πίσω στα Σμυρνέϊκα φοινίκια της γιαγιάς που δεν φτούραγαν να βγάλουν την εβδομάδα γιατί η χρυσοχέρα όπως άρεσε να την λένε όποιον έβλεπε του έλεγε...
"...περάστε να σας φιλέψω ένα φοινίκι για το καλό..."
Ο παππούς μόνιμος στο μπακάλικο με το μπουκάλι για λάδι με λίγα οξέα
με την παρατήρηση στον μπακάλη να προσέξει μην κάνει λάθος γιατί είναι για φοινίκια.
Τα καρύδια τα αγόραζαν από τον πλανόδιο που περνούσε από την γειτονιά
με το γαϊδουράκι.
Όταν έφιαχνε τα γλυκά των Χριστουγέννων συνήθιζε να διηγείται ιστορίες
από τις χαμένες πατρίδες που αφορούσαν τέτοιες ημέρες.

πίσω στα παλιά

Πώς θα μας βοηθήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τις βουλευτικές εκλογές;

$
0
0





....θα αρχίσει με κριθαράκι μέτριο όπως λέμε σκέτο από γιουβέτσι...



Οι παλιοί δεν θα έχουν πρόβλημα ...ήταν η συνηθισμένη παραγγελία τους
στο μαγέρικο.

Οι γνωστοί-άγνωστοι του ελληνικού κινηματογράφου

$
0
0



Αξέχαστοι δεύτεροι και τρίτοι ρόλοι, σε... πρώτο πλάνο

Προσέφεραν και εξακολουθούν και προσφέρουν γέλιο, άφθονο γέλιο, δάκρυα, χαρμολύπη σε μια εποχή-τη σημερινή-, που η ανάγκη για αυθεντικούς ανθρώπους και γνήσια συναισθήματα είναι το ζητούμενο.

Οι παρακάτω ηθοποιοί, ανήκουν στην κατηγορία των «αφανών» ηρώων των ταινιών του αλησμόνητου ελληνικού κινηματογράφου που προβάλλονται ξανά και ξανά ως απόδειξη της διαχρονικότητάς τους.

Κώστας Δούκας, Χρήστος Ευθυμίου, Ρία Δελούτση… είναι μερικοί μόνο από τους ηθοποιούς που δεν απασχόλησαν έντονα τα φώτα της δημοσιότητας -τουλάχιστον, όχι στη κανονική τους διάσταση- και οι δημιουργοί ποτέ δε γύρισαν μια ταινία «επάνω» τους, αρκετοί ωστόσο υπήρξαν πρωταγωνιστές στο θέατρο.

Είναι οι δευτεραγωνιστές ή εκείνοι που είχαν έναν τρίτο ή μικρό ρόλο σε μια ταινία πλαισιώνοντας το καστ των πρωταγωνιστών, που αν και είναι διάσημοι, τα ονόματά τους είναι, στην πλειονότητα του κοινού, άγνωστα. 

Γιώργος Βελέντζας


Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο έγινε το 1948 με την ταινία «Οχυρό 27». Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 1927 και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Χαρακτηριστικός είναι ο ρόλος του στην ταινία «Από πού πάνε για τη χαβούζα;», και στην ταινία «Ο τσαρλατάνος» με το Θανάση Βέγγο . Έχει παίξει πολλές φορές ρόλους στρατιωτικού, κυρίως όμως αστυνομικού. Ασχολήθηκε με το ντουμπλάρισμα φωνής, σε πολλές ελληνικές ταινίες του 1950-70 και σε μεταγλωττίσεις για την τηλεόραση (Μικρό σπίτι στο λιβάδι).
Συμμετείχε και στο πετυχημένο σήριαλ του ΑΝΤ1 «Κωνσταντίνου και Ελένης», ως ο πατέρας της Ματίνας.

Μάκης Δεμίρης

 
Αυτό που εκπλήσσει βλέποντας κανείς το βιογραφικό του Μάκη Δεμίρη, είναι οι αναρίθμητες ταινίες στις οποίες έχει συμμετάσχει. Από το 1965 έως το 1984 το όνομά του έχει συμπεριληφθεί στους τίτλους περίπου 80 ταινιών, ενώ παρουσία έχει, εκτός από το θέατρο, και στην εποχή της βιντεοκασέτας.
Πρόσωπο με χαρακτηριστικά που δεν λησμονούνται, το Μάκης Δεμίρης είναι μια από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις δεύτερου ή τρίτου ρόλου. Γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα, σπούδασε στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη και στο Ωδείο Αθηνών, και συνεργάστηκε με μεγάλες πρωταγωνίστριες, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Ρένα Βλαχοπούλου.
Κατά τη δεκαετία του 1980 αντιμετώπισε πρόβλημα με τον καρκίνο του φάρυγγα, και ενώ όλα έδειχναν ότι η υγεία του εξελισσόταν καλά, πέθανε τις 14 Οκτωβρίου 1999 στο σπίτι του, στην Αθήνα, από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία 60 ετών
Μερικές από τις ταινίες που έχει συμμετάσχει είναι: «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Η βουλευτίνα» (1966), «Το κορίτσι του Λούνα παρκ» (1968), «Θου-Βου φαλακρός πράκτωρ - Επιχείρησις: Γης μαδιάμ» (1969), «Η κόμισσα της Κέρκυρας», «Ρόδα τσάντα και κοπάνα Νο2» (1983).

Κώστας Δούκας


Το σύγχρονο κοινό τον γνώρισε μέσα από τους ρόλους του δίπλα στον Κώστα Χατζηχρήστο, με σπουδαιότερη αυτή «Της Κακοκοίρας». Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1895 και υπήρξε και σεναριογράφος. Σπούδασε στην Εμπορική Σχολή και εργάστηκε στην Τράπεζα Αθηνών, πόστο το οποίο εγκατέλειψε για να ακολουθήσει το όνειρό του να γίνει ηθοποιός. Πέθανε τον Ιούλιο του 1967.



Play Button


Χρήστος Ευθυμίου


Ο πιο γλυκύτατος… βλάκας! Με καταγωγή από τη Λαμία, ήταν διπλωματούχος της Νομικής και το 1929 φοίτησε στην επαγγελματική σχολή θεάτρου οπότε και έκανε και την πρώτη του θεατρική παρουσία με το θίασο Κυβέλης και μετά διετία προσκλήθηκε ως ιδρυτικό μέλος του Βασιλικού Θεάτρου όπου και υπηρέτησε ως βασικό στέλεχος και ως ένας των πρωταγωνιστών του. Από τη θέση αυτή διέπρεψε ως κωμικός ιδίως σε έργα του Μολιέρου, του Σαίξπηρ αλλά και σε χαρακτηριστικούς ελληνικούς λαογραφικούς ρόλους ελληνικών έργων. Οι ρόλοι του στις ταινίες «Ο γυναικάς» και «Ένας βλάκας και μισός» είναι αυτοί για τους οποίους μνημονεύεται περισσότερο. 

Νίκος Φέρμας


Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1905 και το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Νίκος Χατζηανδρέου. Καθιερώθηκε σε ρόλους μάγκα και ντόμπρου ανθρώπου και εμφανίστηκε πάντα σε δεύτερους ρόλους, σε πολλές ταινίες των δεκαετιών του ' 50 και του ' 60, όπως: «Ένας ήρωας με παντούφλες», «Λόλα», «Η χαρτοπαίχτρα», «Της κακομοίρας», «Ανθισμένη αμυγδαλιά», «Όσα κρύβει η νύχτα», «Ο παπατρέχας», «Καλώς ήλθε το δολάριο», «Τρεις κούκλες κι εγώ» και άλλες. Υπήρξε παντρεμένος με την επίσης ηθοποιό Άννα Παντζίκα. Πέθανε στις 14 Αυγούστου του 1972.



Play Button


Ρία Δελούτση


Γεννήθηκε στο Άργος Αργολίδας στις 11 Φεβρουαρίου 1944 από πατέρα Ιταλό και μητέρα Ελληνίδα. Στην ηλικία των δεκαπέντε χρόνων - μαθήτρια ακόμα του γυμνασίου - δίνει εξετάσεις σαν εξαιρετικό ταλέντο στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ με το έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα Ματωμένος Γάμος και περνάει παμψηφεί .

Το 1961 εκλέγεται Σταρ Ελλάς κι αναχωρεί για το Μαϊάμι των ΗΠΑ όπου συμμετέχει στο διαγωνισμό τη Μις Υφήλιος και κερδίζει τον τίτλο της «Μις Φιλία». Μετά τα διεθνή καλλιστεία, παρ'όλο που της γίνεται πρόταση να παραμείνει στις ΗΠΑ για να συμμετάσχει σε ταινία του χόλιγουντ, επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει τις σπουδές της.
Παράλληλα με το θέατρο ασχολείται και με τον κινηματογράφο. Έχει γυρίσει τριάντα δύο ταινίες από τις οποίες ξεχωρίζουν: «Βαβυλωνία», «Η Παριζιάνα», σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, «Ο γίγας της Κυψέλης» με τον Νίκο Ρίζο, « Το αφεντικό μου ήταν κορόϊδο » με τον Νίκο Σταυρίδη, « Ξύπνα κορόιδο» με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο.

Κώστας Παπαχρήστος


Έπαιζε συνήθως ρόλους στρατιωτικού, αστυνομικού και έραβε ο ίδιος τις στολές για τους ρόλους. Έπαιξε σε 200 ταινίες, εκ των οποίων οι 19 ήταν της Φίνος Φιλμς. Γεννήθηκε το 1916 στον Βόλο και ήταν σύζυγος της επίσης ηθοποιού Δήμητρας Σερεμέτη (1933 - 2014) και αδερφός του Νίκου Παπαχρήστου.
Ο Παπαχρήστος εργάστηκε ως προμηθευτής στρατιωτικών στολών για τον κινηματογράφο και για την τηλεόραση, με τελευταία σειρά την «Πρόβα νυφικού», το 1995. Στη διάρκεια των γυρισμάτων υπέστη καρδιακό επεισόδιο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, το Μάρτιο. Την ίδια χρονιά πέθανε.

Δημήτρης Νικολαΐδης
Γεννήθηκε το 1922 στη Μικρά Ασία. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου του 1993. Στον κινηματογράφο έκανε την πρώτη του ταινία το «Το κορίτσι της γειτονιάς» το 1954 με πρωταγωνιστές τους Σμαρούλα Γιούλη, Γιώργο Φούντα, Ορέστη Μάκρη κ.α. Έπαιξε ακόμα σε διεθνείς παραγωγές όπως το «Αμέρικα Αμέρικα» του Ηλία Καζάν. Συνολικά γύρισε 80 ταινίες. Ένας ακόμα αγαπημένος φίλος και συνεργάτης του ήταν ο θεατρικός συγγραφέας Κώστας Πρετεντέρης. Μαζί έκαναν την πετυχημένη σειρά στο ραδιόφωνο «Ο Θυρωρός» όπου έκανε τον Μπουλντόζα. Στον κινηματογράφο σκηνοθέτησε μόνο μία ταινία, την κωμωδία «Η γυναίκα μου τρελάθηκε» με τους Μαίρη Αρώνη και Λάμπρο Κωνσταντάρα. Υπήρξε παντρεμένος με την επίσης ηθοποιό Σούλης Σαμπάχ.



Play Button


Τάκης Μηλιάδης


Διακρίθηκε κυρίως σε κωμικούς ρόλους. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου του 1922 και καταγόταν από οικογένεια ηθοποιών. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του θεάτρου, εκτός από την τραγωδία. Χαρακτηρίστηκε κάποτε Μορίς Σεβαλιέ της Ελλάδας. Είχε κάνει δυο γάμους και απέκτησε  ένα γιο, το Μάριο Μηλιάδη.

Ήταν απόφοιτος της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά τον κέρδισε το θέατρο. Στον κινηματογράφο διακρίθηκε σε κωμωδίες - ερμηνεύοντας συχνά θηλυπρεπείς τύπους- δίπλα σε μεγάλα θεατρικά και κινηματογραφικά ονόματα της χώρας. Πέθανε στις 17 Απριλίου 1985 δύο ημέρες μετά από ασήμαντο ατύχημα που είχε με το αυτοκίνητό του στα Γιάννενα.



Play Button


Νίτσα Μαρούδα


Το άτακτο κορίτσι της μεγάλης οθόνης… Η Ελένη (Νίτσα) Μαρούδα, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1935, έπαιξε σε πολλές ταινίες την δεκαετία 60'και του 70'με τους χαρακτηριστικά κωμικούς ρόλους που έπαιζε της χαζής ξανθιάς.
Σπούδασε ηθοποιία στη σχολή μουσικού θεάτρου Θεοφανίδη. Η πρώτη της ταινία στο σινεμά ήταν το «αγρίμι» του Κ. Καραγιάννη το 1960, και έπαιξε συνολικά σε 37 ταινίες δίπλα σε όλα τα ιερά τέρατα του Ελληνικού κινηματογράφου της εποχής. Τελευταία της ταινία ήταν το 1980 το «Υποψήφιοι Βουλευτές και Βουλευτίνες» και τελευταία εμφάνιση της στην τηλεόραση της Υ.Ε.Ν.Ε.Δ. το 1982 στην σειρά «Κομμωτήριο – Ιστορίες του σεσουάρ».
Παντρεύτηκε τον Συμεών Κολοκοτά, η κόρη της Ιωάννα είναι σύζυγος του πολιτικού και πρώην υπουργού Βαγγέλη Μεϊμαράκη.

Νίκη Λινάρδου


Σύζυγος του Θανάση Βέγγου, κόρη του Λάμπρου Κωνσταντάρα… Η Νίκη Λινάρδου (γνωστή και με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Μπέμπη Κούλα), γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1939 και υπήρξε δεύτερη σύζυγος του συγγραφέα, σεναριογράφου και σκηνοθέτη Αλέκου Σακελλάριου. Σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε τον τηλεσκηνοθέτη Θάνο Χρυσοβέργη.

Απεβίωσε στις 25 Σεπτεμβρίου 2012, σε ηλικία 73 ετών. Εκανε την παρθενική της εμφάνιση στον κινηματογράφο το 1955 στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, οι ταινίες: «Η καφετζού», «Η κυρά μας η μαμή», «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο», «Μακρικωσταίοι και Κοντογιώργηδες», και «Θα σε κάνω βασίλισσα».



Play Button


Λίλιαν Μηνιάτη


Έχει εμφανιστεί σε συνολικά 12 ταινίες, με πιο σημαντικές το «Υιέ μου, Υιέ μου» και «Να ζει κανείς ή να μη ζει». Το 1964 ξεκινάει η φιλμογραφία της στον κινηματογράφο με την ταινία του Κώστα Στράντζαλη, «Σχολή για σοφερίνες» δίπλα στον Θανάση Βέγγο και τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Τελευταία εμφάνισή της ήταν το 1967 στην ταινία του Ερρίκου Θαλασσινού, «Ο κόσμος τρελάθηκε».



Play Button


Μαίρη Μεταξά


Γεννήθηκε το 1912 στην Ανατολική Ρωμυλία και πέθανε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 1987. Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι που ερμήνευσε στον ελληνικό κινηματογράφο ως Κωνσταντινουπολίτισσα - και τις περισσότερες φορές υπερπροστατευτική - μητέρα του Κώστα Βουτσά. Μάλιστα, ο Κώστας Βουτσάς ήταν αυτός που ήταν κοντά της όταν η Μαίρη Μεταξά έφευγε απ'τη ζωή.

Πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν το 1958 στην ταινία «Η κυρά μας η μαμή» με την αξέχαστη Γεωργία Βασιλειάδου. Η τελευταία της εμφάνιση ήταν το 1980 στην ταινία «Ο Κώτσος στην ΕΟΚ» στο ρόλο της κυρίας Ευρωπαΐδου. Εμφανίστηκε και στο θρυλικό σήριαλ Η «γειτονιά μας» και για μία ακόμη φορά στο ρόλο της μαμάς του Βουτσά στη σειρά «Ο ονειροπαρμένος». Συνολικά έπαιξε σε 40 κινηματογραφικές ταινίες.
Η Μεταξά δεν είχε παντρευτεί ποτέ και δεν είχε παιδιά.

Γιώργος Γαβριηλίδης


Καλοντυμένος, ευγενικός, και ένα από τα πιο αγαπημένα πρόσωπα της χρυσής εποχής του κινηματογράφου. Γεννήθηκε το 1908 και υπήρξε σύζυγος της επίσης ηθοποιού Μαρίκας Κρεβατά. Αναδείχθηκε από το θέατρο και έπαιξε στη συνέχεια σε πολλές κωμωδίες στον κινηματογράφο και αργότερα στην τηλεόραση.
Πέθανε στις 23 Ιουλίου 1982 από πνευμονικό οίδημα.



Play Button


Μαρίκα Κρεβατά


Η αγαπημένη πεθερά του σινεμά. Η Μαρίκα Κρεβατά γεννήθηκε το 1911. Τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε πολύ φτωχά. Έτσι από πολύ νωρίς εμφανίζεται στο θέατρο περισσότερο για να μη μένει μόνη στο σπίτι. Η πρώτη ουσιαστικά επαγγελματική της εμφάνιση ήταν στο θίασο της Ροζαλίας Νίκα. Η καλλιτεχνική της αναγνώριση υπήρξε γρήγορη. Μετά από κάποιες ακόμη περιοδείες θιάσων όπως του Μάνου Φιλιππίδη το όνομά της γίνεται γνωστό στα μουσικά θέατρα της τότε Αθήνας.

Υπήρξε σύζυγος του επίσης ηθοποιού Γιώργου Γαβριηλίδη με τον οποίο έπαιξε μαζί και σε αρκετές ταινίες. .
Η Μαρίκα Κρεβατά εγκατέλειψε τη θεατρική σκηνή το 1973 και πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1994 σε ηλικία 83 ετών.

Πέτρος Λοχαϊτης


Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1933 και εμφανίστηκε κυρίως σε κωμωδίες του Αλέκου Σακελλάριου. Ήταν για χρόνια στενός συνεργάτης και φίλος της Αλίκης Βουγιουκλάκη παίζοντας δίπλα της σε πολλές ταινίες όπως, μεταξύ άλλων, στις «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Το πιο λαμπρό αστέρι» και «Η αρχόντισσα και ο αλήτης».
Το νήμα της ζωής του κόπηκε άδοξα, όταν σκοτώθηκε το 1976 σε τροχαίο δυστύχημα, στον Θεολόγο όπου διατηρούσε εξοχικό, όταν το αυτοκίνητό του συγκρούστηκε σε βράχο.



Play Button


Πόπη Λάζου


Εξωστρεφής, πονηρό θηλυκό, ασυγκράτητα γοητευτική. Μέσα από ηρωίδες που είχαν τα συγκεκριμένα στοιχεία, η Λάζου έγινε ευρέως γνωστή και αγαπήθηκε από το κοινό. Γεννήθηκε το 1937 στα Καλάβρυτα και από το 1959 έως το 1977 πρωταγωνίστησε σε 25 ταινίες, δίπλα σε ιερά τέρατα, όπως τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Νίκο Σταυρίδη, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τη Γεωργία Βασιλειάδου, τον Νίκο Ρίζο κ.α.

Το 1960 ο Φιλοποίμην Φίνος την εντάσει στη Φίνος Φιλμ, και η Πόπη Λάζου παίρνει σημαντικούς ρόλους στις ταινίες «Τα κίτρινα γάντια» (1960), «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» (1961), «Ζητείται ψεύτης» (1961) και «Η κυρία του κυρίου» (1962), όμως δεν θα έχει συνέχεια η συνεργασία τους.



Play Button


Νέλλη Παπά


Η γλυκιά «Φιφίκα» από την ταινία «Της Κακομοίρας» με τον Κώστα Χατζηχρήστο. Το πραγματικό της όνομα της είναι Δέσποινα Παπαδοπούλου και γεννήθηκε το 1934 στην Αθήνα. Έχει σπουδές στο μπαλέτο όπως επίσης και το 1959 έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού ως εξαιρετικό ταλέντο. Ενώ η καλλιτεχνική πορεία της ξεκίνησε ως ηθοποιός, το 1973 άρχισε να εργάζεται και ως τραγουδίστρια.



Play Button


Λίλλη Παπαγιάννη


Μια από τις καλοντυμένες και σικ ηθοποιούς του Ελληνικού κινηματογράφου, ξεχώριζε πάντα για το στυλ και τη γοητεία της. Σύμφωνα με το βιογραφικό λεξικό του Θεόδωρου Έξαρχου «Έλληνες ηθοποιοί», γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935, σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, απ'όπου αποφοίτησε το 1958, οπότε και στη συνέχεια συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους.

Το 1957, γνωρίστηκε και παντρεύτηκε με τον ηθοποιό Ανδρέα Φιλιππίδη, με τον οποίο συγκρότησε θίασο το 1965. Μέχρι και το 1969 συνεργάστηκε με το ΚΘΒΕ σε παραστάσεις, ενώ από το 1982 μέχρι το 1988, συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο. Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1959, στην ταινία «Νταντά με το ζόρι».



Play Button


 newsbeast.gr

Πες μου μια ιστορία για τα Χριστούγεννα

$
0
0



saint-claus-christmas
Τα Χριστούγεννα είναι στο μυαλό των περισσότερων συνδυασμένα με όμορφες οικογενειακές ζεστές στιγμές, γύρω από ένα τζάκι, με πολλά γλυκά, ζεστό τσάι και σοκολάτα, πολύχρωμα στολίδια και λαμπάκια, κάρτες γιορτινές και παραμύθια.
Από παιδί ακόμα θυμάμαι πως περίμενα πως και πώς να έρθουν οι διακοπές και να πάμε στο μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο της πόλης μου να χαθούμε με τον μπαμπά στους διαδρόμους με τις πανύψηλες βιβλιοθήκες και κάπου εκεί να αρχίσω να ξεφυλλίζω τα βιβλία με τα χοντρά εξώφυλλα για να δω πρώτα απ όλα τις εικόνες. Δεν ήξερα ποτέ τι να διαλέξω. Όλα ήταν ικανά να με συνεπάρουν.  Αφού δυσκολευόμουν ακόμα καλά καλά να διαβάσω μόνος  επέλεγα στο τέλος εκείνο που θα είχε τα πιο όμορφα σχέδια. Οι σακούλες γέμιζαν και εγώ γεμάτος ανυπομονησία επέστρεφα στο σπίτι για να ξεκινήσουμε να τα διαβάζουμε.
Μεγαλώνοντας το μυαλό μου γέμισε με άλλες ιστορίες, λυπητερές και ευχάριστες αφήνοντας σε μια παράξενη θολή κατάσταση τα όμορφα παραμύθια των παιδικών μου Χριστουγέννων. Σίγουρα θυμόμουν τις ιστορίες αλλά όλα ήταν τόσο θολά . Είχα μάθει να περνάω τα Χριστούγεννα μέσα στη μιζέρια και τη γκρίνια. Ζητούσα μόνο ρούχα, φαγητά, συντρόφους και .. λεφτά. Αυτά ήταν τα παράπονά μου πλέον. Κατά πόσο ο μισθός θα φτάσει να αποκτήσω όμορφα και εντυπωσιακά ενδύματα για τη μεγάλη βραδιά του ρεβεγιόν , κατά πόσο θα υπάρχει κάποιος για να περάσω μαζί του τις γιορτές και αν το τραπέζι της παραμονής θα είναι γεμάτο από διάφορα φαγητά.  Είχα ξεχάσει ότι τα Χριστούγεννα είναι όμορφα απλά και μόνο γιατί είναι Χριστούγεννα. Γιατί έχω το χρόνο να κάνω κάτι διαφορετικό από τις άλλες μέρες. Γιατί έχουν μια μαγεία διαφορετική από τις άλλες γιορτές. Είχα ξεχάσει ότι ήταν οι μέρες που κάποτε δεν είχα σχολείο και ήταν ευκαιρία να είμαι λίγες ώρες παραπάνω σπίτι μου, να περάσω στιγμές με την οικογένεια μου, να μοιραστώ ιστορίες και λίγη σοκολάτα.
paramy8i2
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα – Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Χρόνια τώρα η ιστορία του Δανού ποιητή και συγγραφέα συγκινεί γενιές και γενιές και κρατάει συντροφιά σε πολλούς τα κρύα βράδια του χειμώνα θυμίζοντάς μας πώς τα Χριστούγεννα και η χαρά που τα συνοδεύει δεν είναι πάντα δεδομένα για όλους. Χιόνι, τσουχτερό κρύο, ερημικοί δρόμοι, ένα μικρό κοριτσάκι και ένα κουτί σπίρτα συνθέτουν το σκηνικό μιας τελευταίας μέρας ενός Δεκέμβρη.
skroutz
Ίσως από τις αγαπημένες μου ιστορίες των Χριστουγέννων. Ήρωας ο Σκρούτζ, αρχετυπική φιγούρα, σύμβολο της τσιγκουνιάς και του στυγνού εργοδότη.  Ένα παραμύθι που πάνω απ όλα κάνει τον αναγνώστη να νιώσει ότι τα Χριστούγεννα είναι όντως μαγικά και αυτό που τα κάνει διαφορετικά είναι η ανάγκη να νιώσουμε λίγο παραπάνω αγάπη για τους γύρω μας, να μοιραστούμε στιγμές να δούμε τι κάναμε το χρόνο που πέρασε και να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα. Είναι μια περίοδος γιορτής και αλλαγών, συνειδητοποίησης και παραμυθένιας μαγείας.  Περνώντας τα χρόνια έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι η μεγαλύτερη ίσως τσιγκουνιά δεν είναι αυτή των χρημάτων όσο αυτή των συναισθημάτων.  Δίνουμε την αγάπη, τη τρυφερότητα, το αγνό και αληθινό χαμόγελο όλο και πιο δύσκολα και όλο και λιγότερο. Ένας λόγος λοιπόν να ξαναδιαβάσουμε οι μεγαλύτεροι το όμορφο αυτό παραμύθι παρέα με τους μικρότερους.
the_selfish_giant__5_of_spades_by_headfullofivy
Μια από τις λιγότερο γνωστές ιστορίες του Όσκαρ Ουάιλντ αλλά από τις πιο όμορφες ωστόσο. Τα μηνύματα που περνάει το κείμενο είναι αυτά μιας αλτρουιστικής, γενναιόδωρης ζωής. Ένας όμορφος κήπος από παιδικά χαμόγελα αληθινής χαράς. Ένας εγωιστής γίγαντας που θέλει τον κήπο δικό του χωρίς να τον μοιράζεται με κανέναν. Σύμβολο του εγωισμού και της κτητικότητας, ο γίγαντας βλέπουμε να εξελίσσεται μέσα από την ιστορία και να συνειδητοποιεί πως η ζωή για να είναι όμορφη και ζεστή χρειάζεται συντροφικότητα και συλλογικότητα.
CassandraAusten-JaneAusten
Έμμα- Τζειν Όστεν
Μια ιστορία που μας ταξιδεύει σε μια χριστουγεννιάτικη βραδιά στην παλιά χιονισμένη Αγγλία. Μια παρέα νέων θα ζήσει τις χαρές της ηλικίας της με πρωταγωνίστρια την Έμμα ένα νεαρό κορίτσι που ‘’ μόνο στον εαυτό της ήταν αρεστή και σε κανέναν άλλο’’ . Χαρακτήρες από μια αστική κοινωνία του 18ου αιώνα, κοινωνικά ταμπού και ιδεώδη μιας  άλλοτε ρομαντικής εποχής.
molivenios
Ο μολυβένιος στρατιώτης – Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Κλασσική ιστορία που αναφέρεται σε σημαντικά θέματα της εποχής μας όπως είναι η αγάπη , η θυσία και τα εγκλωβισμένα συναισθήματα των παιδιών.  Τίποτα δεν θα εμποδίσει τον μολυβένιο στρατιώτη να ξαναεπιστρέψει στο παιδικό δωμάτιο και να βρει την μελαγχολική και πανέμορφη μπαλαρίνα. Θάρρος, επιμονή, αγάπη’ αρετές για μικρούς και μεγάλους μέσα από ένα όμορφο παραμύθι για καληνύχτα.
tolkien-santa claus
Γράμματα από τον Άη – Βασίλη Τόλκιν
Με αμφιβολίες για το αν τα σημερινά παιδιά πιστεύουν ακόμα στο μύθο του Άγιου Βασίλη ,του μεγάλου παππού με τα δώρα τα Χριστούγεννα , το βιβλίο αυτό είναι μια όμορφη τρυφερή γεμάτη φαντασία ιστορία που μας τοποθετεί στις νοσταλγικές και αθώες εποχές που όχι μόνο πιστεύαμε στον Άγιο των Χριστουγέννων αλλά τον περιμέναμε με ανυπομονησία. Δεν ήταν τόσο τα δώρα που θα έφερνε όσο το ότι θα ερχόταν, ότι υπήρχε κάποιος που σκέφτεται όλα τα παιδιά , μικρά και μεγάλα κάθε Δεκέμβρη και είναι πρόθυμος να ταξιδέψει χιλιόμετρα, να μπει σε μαυρισμένες καμινάδες για να κάνει πραγματικότητα τα κρυφά όνειρα και τις ευχές των παιδιών. Ζωγραφιές, γραμματόσημα, τάρανδοι, καλικάντζαροι, πολικές αρκούδες, παιχνίδια, παιδικά γέλια και ένας αληθινός Άγιος Βασίλης χαμένοι στις σελίδες του βιβλίου αυτού.
Αυτές είναι μερικές από τις πιο όμορφες ιστορίες που συνοδεύουν τις Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις μας και θα προτείναμε για τις φετινές γιορτές. Ιστορίες που θα μας ταξιδέψουν και θα μας κάνουν να νιώσουμε κάτι διαφορετικό μέσα μας, λίγη περισσότερη ζεστασιά και ομορφιά από αγνότητα και ιδανικά χαμένα ή ξεχασμένα. 
 Μαρία Ξυπολοπούλου

Έτσι φανταζόμαστε τις γιορτές των Χριστουγέννων εκείνα τα χρόνια...

Εν Αθήναις...έλα να μάθεις στην Πλατεία Βάθης τι ζωή περνώ

$
0
0

Πλατεία Βάθης ή Βάθη εφ΄όσον πήρε την ονομασία της από τον Βάθη...
Άλλη εκδοχή για το όνομα είναι ότι παλιά ήταν λακούβα και μάζευε νερά...
Πέρασε δόξες μέχρι τα τέλη του ΄60.....
Εκεί είναι το πρόβλημα στην ονομασία;
Θα πει κάποιος.....
Ο ταλαίπωρος γνωστός από τα παλιά που βρήκα και είναι γέννημα
θρέμα της  πολύπαθης Πλατείας μου μίλησε γι αυτήν στις ημέρες μας.
Βράδυ δεν κυκλοφορεί και λέει ότι είναι υπο κράτηση στο σπίτι γελώντας
με το λίγο κουράγιο που έχει.
Το σπίτι του ένα παλιό διαμέρισμα από τις πρώτες πολυκατοικίες που
έγιναν και πιο πριν έμενε σε δίπατο όπως το λέει.
Τι να το κάνεις συνεχίζει ....σήμερα η κατοικία μου δεν αξίζει ....
Και έχει δίκιο αν ανοίξεις την χρυσή ευκαιρία και δεις τις τιμές...όσο ένα
παλιό αυτοκίνητο με κάμποσα άλογα όταν πουλιόντουσαν.
Τα κορίτσια που εργάζονται στην πιάτσα της Πλατείας δεν προξενούν
πλέον καμμία εντύπωση...φυσιολογικό αλισβερίσι για την επιβίωση.
Έχει και ένα μαγέρικο με λαϊκές τιμές οπότε έχει πάντα πελατεία
από ταλαίπωρους.
Και εγώ βρήκα να του πω ότι χρόοονια πίσω πήγαινα να πω τα κάλαντα
στην γειτονιά του και είχα καλή είσπραξη.
Έμεναν έμποροι...γιατροί...δικηγόροι....υπέροχα νεοκλασικά με ξύλινες
εσωτερικές σκάλες καλογυαλισμένες με την χαρακτηριστική μυρουδιά
του βερνικιού.
Κούνησε το κεφάλι σκεπτόμενος....τι μου λέει ο άνθρωπος.
Μου είπε για τους άστεγους που προσπαθούν το βράδυ να βρούν μέρος
για ύπνο χωρίς να λείπουν οι καυγάδες.
Τα μαχαιρώματα μεταξύ διακινητών ναρκωτικών επίσης συχνά
για την εξασφάλιση της πιάτσας.
Τα διαμερίσματα τα νοικιάζουν σε μετανάστες χωρίς να νοιάζονται για το πόσοι
θα μένουν.
Τα μπαλκόνια μοιάζουν με αποθήκες....
Το βράδυ φροντίζει να κλειδαμπαρώνει την πόρτα του και φυσικά δεν ανοίγει
ποτέ σε κανένα.
Τότε η Μπέλλου τραγουδούσε για την Πλατεία Βάθης για άλλους λόγους
πού να την φανταζότανε στις ημέρες μας....

"Φεύγαν οι εργάτες κι έφευγες μαζί τους
και έμεινα μόνη να σε καρτερώ
Μ’ ένα τραγούδι στο πικρό μου στόμα
κι ένα λουλούδι μέσα στο νερό

Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης
Έλα να μάθεις, τι ζωή περνώ
Έλα να κάτσεις δίπλα μου να κλάψεις
ένα βραδάκι τέρμα Αχαρνών
Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης
Έλα να μάθεις, τι ζωή περνώ

Νύχτωνε κι έπεφτε το βαρύ σκοτάδι
όταν μου είπες "Φεύγω, έχε γεια"
Χρόνια και χρόνια περιφρονημένη
καρδιά καμένη απ’ την πυρκαγιά"





ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ. To colpo grosso.

$
0
0



Προσωπική εμπειρία
Βάλτε τώρα που γυρίζει!

   Μπορεί να είναι τυχαίο, μπορεί και όχι. Μπορεί να μην σημαίνει τίποτα, μπορεί και πολλά. Η μαγεία της σφυγμομέτρησης της κοινής γνώμης, τα εξαγόμενα και η έντεχνη πλύση εγκεφάλου στην ρυμούλκηση προεπιλεγμένων κατευθύνσεων. Αποτελεί όμως προσωπική εμπειρία και την καταθέτω μετά λόγου γνώσεως. 
   Γλυκύτατη φωνή με πήρε τηλέφωνο και ζήτησε τη συμμετοχή μου σε δημοσκόπηση. Δέχτηκα και μετά δυο - τρείς ερωτήσεις, ρώτησε και την ηλικία μου η οποία, δυστυχώς ή ευτυχώς, αριθμεί κάμποσες δεκαετίες.
   Στο άκουσμά της, η γραμμή κόπηκε ακαριαία! Φαίνεται τα σύρματα τρόμαξαν ή…. μήπως κάτι άλλο συμβαίνει με τις δημοσκοπήσεις;
   Βρε, μπας και μας παίζουν με σημαδεμένη τράπουλα;

ΣΧΟΛΙΟ




  1. Μαγειρέματα γίνονται σε όλα τα κομματικά μαγερειά.
    Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι την παγωμάρα των στελεχών
    του ΣΥΡΙΖΑ εν όψει ανάληψης της εξουσίας.
    Καταλαβαίνουν ότι τα ψέμματα τελείωσαν και ιδού...το πήδημα
    γιατί Ρόδος δεν υπάρχει!
    Φυσικά την κατεύθυνση αυτή την χάραξε ο Σαμαράς γιατί δεν μπορούσε
    άλλο να κρατήσει την καυτή πατάτα!


Κλινική περίπτωση!

$
0
0


Για την ψήφο «παρών» στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας 
ρωτήθηκε ο ανεξάρτητος βουλευτής-γιατρός
 Παναγιώτης Μελάς και απάντησε ότι δεν θα τηρήσει την ίδια στάση στις ψηφοφορίες που θα ακολουθήσουν.
 «Είχα δηλώσει ότι είμαι 80% Σταύρος Δήμας.
 Σήμερα εξέφρασα το 20%» δήλωσε ο κ. Μελάς.

Το Ειδικόν: Η τελευταία αυθεντική μπακαλοταβέρνα στον Πειραιά

$
0
0




    eidikon_02
    Πίσω από τα παλιά καπνεργοστάσια του λιμανιού, σύνορα Πειραιά- Ταμπούρια θα βρεις την τελευταία αυθεντική μπακαλοταβέρνα που έχει απομείνει στον Πειραιά, το οινοπαντοπωλείο «Ειδικόν». Με το παλιό ψυγείο της «Εν Ελλάδι, 1938», τα ξύλινα σκαλιστά ράφια και το αρχοντικό μωσαϊκό που έχουν περπατήσει άσημοι και διάσημοι, ροκάδες και ρεμπέτες που τους ενώνει ένα βασικό χαρακτηριστικό, η αγάπη για την ελληνική γειτονιά στο πέρασμα των χρόνων.
    «Το οινοπαντοπωλείο άρχισε να λειτουργεί το 1920 από τον κ. Αριστείδη, γέννημα θρέμμα Πειραιώτη» μου λέει ο κ. Απόστολος, γιος του ιδρυτή και τωρινός ιδιοκτήτης του μαγαζιού. «Το πρωί δούλευε σαν μπακάλικο και το βράδυ σαν ταβέρνα. Στις 5 αξημέρωτα έρχονταν οι αμαξάδες να πιουν το κρασί τους για δύναμη και ύστερα ακολουθούσαν οι νοικοκυρές για να αγοράσουν τρόφιμα και ιδιαίτερα τα τυριά τους, καθώς το μαγαζί φημιζόταν για την γραβιέρα που ήταν δικής μας παραγωγής από το οικογενειακό τυροκομείο στη Θεσσαλία, στο Γαρδίκι Τρικάλων που είναι και η καταγωγή μας».
    Φέτος ξανάρθε και η ταμπέλα στα σωστά της μετά από 50 χρόνια «Αριστείδης Αποστόλου Παπακωνσταντίνου και Υιός» μου λέει ο Αριστείδης. «Αριστείδης εγώ και ήρθε στον κόσμο και ο γιός μου».
    Φέτος ξανάρθε και η ταμπέλα στα σωστά της μετά από 50 χρόνια «Αριστείδης Αποστόλου Παπακωνσταντίνου και Υιός» μου λέει ο Αριστείδης. «Αριστείδης εγώ και ήρθε στον κόσμο και ο γιός μου».
    eidikon_04
    «Η ιστορία του; Μακάρι να μπορούσαν να μιλήσουν τα ντουβάρια. Στην κατοχή ήταν το καταφύγιο της οικογένειας αλλά και όλης της γειτονιάς που τότε ήταν γεμάτη από παράγκες. Κάτω στο υπόγειο μαζεύονταν για να κρυφτούν και κοιμόντουσαν όλοι μαζί μέσα στα βαρέλια. Λίγο ψωμί, λίγο γάλα όλο και κάτι έβρισκε η οικογένεια για να βοηθήσει τον κόσμο. Σκληρά χρόνια που το μαρτυρούν οι τρύπες από τα βλήματα που υπάρχουν ακόμη στα στόρια του μαγαζιού, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεώτεροι».
    «Τώρα στο υπόγειο φτιάχνουμε την ρετσίνα μας και λειτουργούμε πλέον μόνο σαν ταβέρνα, σερβίροντας λίγα πιάτα και καλά από τα χεράκια της κ. Βούλας  -ντοματούλα, καλή γραβιέρα, ελιές, συκώτι και λουκάνικο από τον Κώστα Μπανταγιάννη στα Καμίνια, σαλάτα, σαρδελίτσες Λούκας, φάβα, πατάτες τηγανητές, κεφτέδες και την περίφημη ομελέτα του μαγαζιού με το κορν-μπιφ που είναι και σπεσιαλιτέ μας».
    Μεζές σουτζούκι-μεγάλο σουξέ του μαγαζιού.
    Μεζές σουτζούκι-μεγάλο σουξέ του μαγαζιού.
    Πρότυπο ψυγείο εν Ελλάδι 1938, λειτουργεί ακόμη κανονικά στο μαγαζί, απο τα πιο όμορφα κειμήλια για νοσταλγούς του παρελθόντος.
    Πρότυπο ψυγείο εν Ελλάδι 1938, λειτουργεί ακόμη κανονικά στο μαγαζί, απο τα πιο όμορφα κειμήλια για νοσταλγούς του παρελθόντος.
    «Αυτό που ξεχώριζε όμως ανέκαθεν στο μαγαζί δεν ήταν το πλούσιο φαγητό του αλλά τα γλέντια και οι χαρές που έχει ζήσει. Όλοι έχουν περάσει από εδώ κι εξακολουθούν να μας τιμούν» μου λέει ο Αριστείδης, γιος του κ. Αποστόλη. «Εφοπλιστές, νοικοκυραίοι, αρχιτέκτονες (όπως ο Γιώργος Πίττας, που έβαλε το παντοπωλείο κι εξώφυλλο στο βιβλίο του « Η Αθηναϊκή Ταβέρνα»), αείμνηστοι τραγουδιστές –ο Καζαντζίδης, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης που είχε ιδιαίτερη αγάπη με τον παππού- ο Νικολόπουλος, η Φωτεινή Δάρρα, ο Ξαρχάκος- έχουν τιμήσει το μαγαζί και το έχουν κάνει στέκι».
    «Συχνά από το πουθενά, μαζεύονται καμιά εικοσαριά και ξεκινούν τα τραγούδια -από ρεμπέτικα μέχρι σουίνγκ και τουίστ – και γίνεται χαμός στο μαγαζί από τον χορό με πρώτο και καλύτερο τον ξάδερφο του πατέρα μου, Γρηγόρη που είναι πρώτος χορευτής και κανείς δεν τον ξεπερνάει στο τσάρλεστον. Ανεξαρτήτως με το κοινωνικό στάτους του καθενός, γίνονται όλοι «ένα», στριμώχνονται στα τραπέζια και δεν γκρινιάζει κανείς, ή που τους λείπει «το μαζί» ή μπορεί απλά να τους ενώνει ο χώρος».
    Ο κ. Αποστόλης, πάντα χαμογελαστός -τωρινός ιδιοκτήτης και ψυχή του μαγαζιού.
    Ο κ. Αποστόλης, πάντα χαμογελαστός -τωρινός ιδιοκτήτης και ψυχή του μαγαζιού.
    eidikon_08
    Σαν στο σπίτι σου που λένε και να οι χοροί και να τα γέλια και οι μεζέδες.  Συχνά πυκνά έρχονται μηχανικοί και παίρνουν μέτρα για να τους αντιγράψουν χωρίς να καταλαβαίνουν πως η επιτυχία του μαγαζιού δεν έχει να κάνει τόσο με την διακόσμηση και την αρχιτεκτονική του χώρου αλλά με την ενέργεια, τις αναμνήσεις και τις χαρές που έχουν ποτίσει τον χώρο «ευτυχία». Φέτος ξανάρθε και η ταμπέλα στα σωστά της μετά από 50 χρόνια «Αριστείδης Αποστόλου Παπακωνσταντίνου και Υιός» μου λέει ο Αριστείδης. «Αριστείδης εγώ και ήρθε στον κόσμο και ο γιός μου, δυναμώνοντας με τον ερχομό του, το όνειρό μου, να αναβιώσει το παντοπωλείο μας και να κρατηθεί γερό κι αγνό για πολλά χρόνια ακόμη, για να προσφέρει στον κόσμο ωραίες στιγμές και διασκέδαση που θυμίζει έντονα «Ελλάδα».
    Οινοπαντοπωλείο Tο Ειδικόν, Ψαρών 38 και Σαλαμίνος, Πειραιάς, τηλ. 210 4612.674. Κάθε μέρα από τις 11.30-23.00, εκτός Κυριακής. Η περιοχή είναι τέλεια για παρκάρισμα.
    Το εξωτερικό του Ειδικόν.
    Το εξωτερικό του Ειδικόν.
    eidikon_07eidikon_03eidikon_12eidikon_10eidikon_18eidikon_16eidikon_14

    "Έφυγε"η Βίρνα Λίζι

    $
    0
    0




    Σε ηλικία 78 ετών


    Η Ιταλίδα ηθοποιός Βίρνα Λίζι, η οποία είχε βραβευθεί στις Κάννες για τον ρόλο της στην ταινία "Βασίλισσα Μαργκό"του Πατρίς Σερό, έφυγε από τη σε ηλικία 78 ετών, μετέδωσε σήμερα το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ANSA επικαλούμενο τον γιό της.




    Ξανθιά καλλονή γεννημένη το 1936 στην Ανκόνα (κεντρική Ιταλία), η Βίρνα Περαλίζι, όπως ήταν το αληθινό της όνομα, γύρισε δεκάδες ταινίες στην Ιταλία, τη Γαλλία, αλλά και στο Χόλιγουντ και συμπρωταγωνίστησε με τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της γενιάς της, από τον Αλέν Ντελόν μέχρι τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι.

    Άρχισε την καριέρα της πολύ νέα, σε ηλικία 17 ετών το 1953, αλλά χρειάσθηκε να περιμένει ως το 1994 για να τιμηθεί στις Κάννες με το βραβείο καλύτερης ερμηνείας για το ρόλο της Αικατερίνης των Μεδίκων στη "Βασίλισσα Μαργκό".

    Η τελευταία εμφάνισή της στον κινηματογράφο χρονολογείται από το 2002 στην ταινία "Η ωραιότερη ημέρα της ζωής μου", που είχε γυριστεί από την κόρη του Λουίτζι Κομεντσίνι, την Κριστίνα.

    Συνέχισε ωστόσο την καριέρα της στην τηλεόραση γυρίζοντας πολλές ιταλικές σειρές.

    Στη φιλμογραφία της περιλαμβάνεται επίσης ο πρώτος γυναικείος ρόλος στην ταινία "Πώς να δολοφονήσετε τη γυναίκα σας"με τον Τζακ Λέμον, μια ταινία που γυρίσθηκε το 1965 από τον Ρίτσαρντ Κουίν. 

    http://www.protothema.gr/

    Τσὰρλς Ντίκενς – Χριστουγεννιάτικη ἱστορία

    $
    0
    0


    ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ

    Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄχι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.
    «Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».
    «Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα...» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.
    «Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.
    Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.
    Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.
    «Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.
    «Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.
    «Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.
    «Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».
    Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.
    Ἐκεῖνοι ἔφυγαν ἀπογοητευμένοι, χωρὶς νὰ τὸν πιέσουν περισσότερο.
    Νύχτωσε. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κλείσει τὸ γραφεῖο. Ὁ Σκροῦτζ φόρεσε τὸ παλτὸ καὶ τὸ καπέλο του καὶ πῆρε στὸ χέρι τὸ μπαστούνι του. Μὲ τὴ σειρά του, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἑτοιμάστηκε κι αὐτὸς νὰ φύγει.
    «Ὑποθέτω ὅτι δὲν θέλεις νὰ δουλέψεις αὔριο», τοῦ εἶπε ὁ Σκροῦτζ μὲ δυσφορία. Ὁ Μπὸμπ κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι.
    «Ἂ-ἂ-ἂν δὲ σᾶς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκροῦτζ», τραύλιζε ὁ καημένος ὁ Μπόμπ.
    «Δὲ μοῦ ἀρέσει νὰ σὲ πληρώνω ὅταν δὲν ἐργάζεσαι», τὸν διέκοψε ὁ Σκροῦτζ. «Πάντως, μεθαύριο θὰ πιάσεις ἀπὸ νωρὶς δουλειά!».
    Ὁ Μπὸμπ τὸν εὐχαρίστησε κι ἔτρεξε ἔξω νὰ βρεῖ κάτι παιδάκια ποὺ διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στὸν παγωμένο δρόμο.
    Ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, ὁ Σκροῦτζ ἔφαγε, ὅπως συνήθως, μόνος του σὲ μιὰ γειτονικὴ ταβέρνα.
    Ἔπειτα, τράβηξε γιὰ τὸ σπίτι του. Τὸ κτίριο ὅπου ἔμενε βρισκόταν στὴν ἄκρη ἑνὸς στενοῦ καὶ σκοτεινοῦ δρόμου. Τὸ παλιὸ καὶ φθαρμένο διαμέρισμα ἀνῆκε κάποτε στὸ συνέταιρό του, τὸν Τζὰκ Μάρλεϊ.
    Ὁ Σκροῦτζ ἔβγαλε τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ ξεκλειδώσει τὴν ἐξώπορτα. Τὸ ρόπτρο, ἂν καὶ μεγάλο, δὲν εἶχε τίποτα τὸ ἰδιαίτερα ὄμορφο πάνω του. Κι ὅμως, ἐκείνη τὴ βραδιὰ ἔμοιαζε λουσμένο σ᾿ ἕνα ἀπόκοσμο φῶς. Ὁ Σκροῦτζ, πραξενεμένος, ἔσκυψε νὰ ἐξετάσει καλύτερα... καὶ τότε ἀντίκρισε τὸ πρόσωπο τοῦ Μάρλεϊ νὰ τὸν κοιτάζει!.. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ὅμως ξανάγινε ἕνα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ὁ Σκροῦτζ μπῆκε στὸ διαμέρισμα, μαντάλωσε τὴν πόρτα πίσω του καὶ προχώρησε στὴ σάλα.
    Στὴ συνέχεια, ἔβγαλε τὸ παλτό του, φόρεσε τὶς παντόφλες του καὶ κάθησε μπροστὰ στὸ τζάκι. Πάνω στὴ σχάρα τρεμόσβηναν λίγες ἀδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, ἀπ᾿ τὴ μεριὰ τῆς ἀποθήκης ἄκουσε νὰ σέρνονται βαριὲς ἁλυσίδες. Μέσα ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιὰ καί, αἰωρούμενη, ἦρθε καὶ στάθηκε στὴ μέση του δωματίου. Τούτη τὴ φορὰ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀμφιβολία. Ἦταν τὸ φάντασμα τοῦ παλιοῦ συνεταίρου τοῦ Σκροῦτζ, ποὺ εἶχε πεθάνει ἀκριβῶς πρὶν ἑφτὰ χρόνια. Ὁ γέρος δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια του.
    «Ποιὸς εἶσαι;» ψιθύρισε.
    «Ποιὸς ἤμουν!» τὸν διόρθωσε τὸ φάντασμα. «Ἤμουν ὁ Τζὰκ Μάρλεϊ, ὁ συνέταιρός σου. Δὲ μὲ θυμᾶσαι;».
    Τὸ φάντασμα τοῦ Μάρλεϊ κάθησε στὴν ἀγαπημένη του πολυθρόνα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ κόντευε νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸ φόβο του, τὸν ρώτησε ἱκετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».
    «Βλέπεις αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες;» τὸν ρώτησε τὸ φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους ἀντιπροσωπεύει καὶ μία ἄσχημη κουβέντα τῆς ζωῆς μου. Ὅσο γιὰ τὰ βαριὰ χρηματοκιβώτια ποὺ σέρνω; Εἶναι τὰ πλούτη ποὺ συγκέντρωσα καὶ δὲν τὰ χρησιμοποίησα σωστά. Ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ τὰ σκεφτεῖς σοβαρὰ καὶ νὰ δεῖς καὶ τὴ δική σου ζωὴ ἀλλιῶς, Σκροῦτζ!». Τὸ φάντασμα σώπασε γιὰ λίγο κι ὕστερα συνέχισε:
    «Ἦρθα νὰ σὲ προειδοποιήσω. Ἔχεις ἀκόμη μιὰ εὐκαιρία νὰ γλιτώσεις ἀπὸ τὴ δική μου μοίρα, θὰ ἔρθουν τρία πνεύματα. Τὸ πρῶτο θὰ σὲ ἐπισκεφθεῖ ἀπόψε, στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ δεύτερο αὔριο, τὴν ἴδια ὥρα. Καὶ τὸ τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει τὸ ρολόι δώδεκα. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία σου ἐλπίδα!..».
    Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Μάρλεϊ ξαναέφυγε γιὰ νὰ συναντήσει τὰ ἄλλα φαντάσματα ποὺ περιπλανιοῦνται ἀσταμάτητα στὶς ὁμίχλες τῆς αἰωνιότητας. Ἐξαντλημένος ὁ Σκροῦτζ, ἔπεσε χωρὶς νὰ γδυθεῖ στὸ κρεβάτι του κι ἀποκοιμήθηκε ἀμέσως.

    ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

    Ἦταν ἀκόμη σκοτάδι ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ. Νόμισε πὼς τὸ ρολόι εἶχε σταματήσει, θυμόταν ὅτι ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ μετὰ τὶς δυό. Τὸ ρολόι χτύπησε μία ἀκριβῶς.
    Ἀμέσως, μιὰ λάμψη δυνατὴ πλημμύρισε τὴν κρεβατοκάμαρα. Ὁ Σκροῦτζ ἀνασηκώθηκε καὶ τότε εἶδε ἐμπρός του μιὰ περίεργη ὀπτασία. Εἶχε τὸ ἀνάστημα, τὸ πρόσωπο, τὰ χέρια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ τὰ μαλλιά της ἦταν ὁλόλευκα ὅπως ἑνὸς γέρου. Ἀπὸ τὸν ὦμο, πάνω ἀπὸ τὸ λευκό, κοντὸ χιτώνιό της, κρεμόταν μιὰ γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο τοῦ χειμῶνα.
    «Μὴ φοβᾶσαι», τοῦ εἶπε ἡ ὀπτασία. «Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρελθόντος κι ἦρθα νὰ σὲ βοηθήσω».
    Πῆρε τὸν Σκροῦτζ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ παράθυρο.
    Ὁ Σκροῦτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸν ἐνθάρρυνε νὰ πετάξει μαζί του πάνω ἀπὸ στέγες καὶ ἀγρούς. Κι ἦταν πρωὶ ὅταν ἔφτασαν σὲ μία μικρὴ ἐπαρχιακὴ πόλη.
    «Μά, ἐδῶ πέρασα τὰ παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ὁ Σκροῦτζ.
    «Ἔ, τότε, θὰ ξέρεις τὸ δρόμο γιὰ νὰ ἔρθεις ἐδῶ», τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα.
    «θὰ μποροῦσα νὰ τὸν βρῶ μὲ κλειστὰ μάτια», ἀπάντησε ἐκεῖνος.
    «Κι ὅμως, δείχνεις σὰν νὰ ἔχεις ξεχάσει ἀκόμη καὶ τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ τόπου», παρατήρησε αὐστηρὰ τὸ Πνεῦμα.
    Ὕστερα βάδισαν πάνω στὸ χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Ἀγρότες μὲ τὶς ἅμαξες, παιδιὰ μὲ τ᾿ ἀλογάκια τους. Ὁ Σκροῦτζ τοὺς θυμόταν ὅλους. Τοὺς φώναξε μάλιστα μὲ τὰ ὀνόματά τους. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἀπάντησε!
    «Εἶναι μόνο σκιές», τοῦ ἐξήγησε τὸ Πνεῦμα, «δὲν μᾶς βλέπουν».
    Ὁ Σκροῦτζ χάρηκε πολὺ ποὺ ξαναεῖδε φίλους καὶ γνωστοὺς ἀπὸ τὰ νιᾶτα του. Καὶ τούτη ἡ χαρὰ ἦταν πρωτόγνωρη γι᾿ αὐτόν. Σὲ λίγο, οἱ δυὸ ταξιδιῶτες ἔφτασαν σ᾿ ἕνα χωριουδάκι. Μπῆκαν σ᾿ ἕνα μεγάλο κτίριο χτισμένο ἀπὸ τοῦβλα. Στὸ ἐσωτερικὸ ἀντίκρισαν σειρὲς θρανία. Ἦταν σχολεῖο μὲ οἰκότροφους μαθητές, ποὺ σπούδαζαν μακριὰ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους.
    Σὲ κάποιο θρανίο, ἕνα μοναχικὸ ἀγόρι, καθόταν καὶ διάβαζε. Κατὰ τρόπο μαγικό, οἱ ἥρωες τοῦ βιβλίου πρόβαλαν ἐμπρὸς στὸ παιδὶ - ὁ Ἀλῆ Μπαμπᾶ μὲ τὴν ἀνατολίτικη φορεσιά του, ὁ Ροβινσῶν Κροῦσος μὲ τὸν παπαγάλο του στὸν ὦμο, κι ἄλλοι πολλοί. Στὴν ἀρχὴ ὁ Σκροῦτζ ἐνθουσιάστηκε βλέποντας τοὺς ἥρωες τῶν σχολικῶν του χρόνων. Ἔπειτα, ὅμως, κατάλαβε. Τὸ μοναχικὸ ἀγόρι, μὲ μοναδικὴ παρέα τὰ βιβλία, ἦταν ὁ ἑαυτός του. Κάθησε, τότε, σ᾿ ἕνα θρανίο καὶ ἔκλαψε πικρά.
    «Πᾶμε τώρα νὰ ἐπισκεφτοῦμε κάποια ἄλλα Χριστούγεννα», τοῦ πρότεινε τὸ Πνεῦμα.
    Καθὼς μιλοῦσε, παρατήρησε ὅτι τὸ παιδὶ μεγάλωσε κι ἔγινε ἔφηβος. Ὁ Σκροῦτζ ἤξερε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ νεαρὸς ἦταν πάλι μόνος. Οἱ ἄλλοι μαθητὲς θὰ ἐπέστρεφαν στὰ σπίτια τους γιὰ τὶς διακοπές.
    Ξαφνικά, ἡ πόρτα ἄνοιξε. Μιὰ νέα καὶ ὄμορφη κοπέλα μπῆκε τρέχοντας στὴν αἴθουσα. Ἦρθε καὶ τὸν ἀγκάλιασε.
    «Ἀδελφούλη μου», τοῦ φώναξε. «Ἦρθα νὰ σὲ πάρω. Θὰ πᾶμε στὸ σπίτι νὰ γιορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα!».
    «Στὸ σπίτι, Φάντ;» ρώτησε ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ.
    «Ναί, ζήτησα ἀπὸ τὸν πατέρα νὰ σ᾿ ἀφήσει νὰ ξαναγυρίσεις γιὰ πάντα στὸ σπίτι. Συμφώνησε. Δὲ θὰ ξαναπᾶς ἐσωτερικὸς στὸ σχολεῖο!», τοῦ ξαναφώναξε χαρούμενη.
    «Εἶναι πολὺ γλυκιὰ μὲ χρυσή, μὲ χρυσὴ καρδιά», σχολίασε τὸ Πνεῦμα. «Νομίζω ὅτι πέθανε νέα, πάνω στὴ γέννα!».
    «Ναί...» ἀπάντησε σκεφτικὸς ὁ Σκροῦτζ.
    Βγῆκαν ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ περιπλανήθηκαν στοὺς δρόμους. Οἱ βιτρίνες τῶν καταστημάτων ἦταν στολισμένες γιὰ τὰ Χριστούγεννα. Τὸ Πνεῦμα στάθηκε ἐμπρὸς σ᾿ ἕνα κατάστημα καὶ ρώτησε τὸν Σκροῦτζ ἂν τὸ ἀναγνωρίζει. Ἐκεῖνος κούνησε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «Ἐδῶ πρωτοεργάστηκα σὰν μαθητευόμενος!».
    Μπῆκαν μέσα. Ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καθόταν στὸ γραφεῖο.
    «Αὐτὸς εἶναι ὁ γερό-Φέζιβικ!.. Ὁ γερό-Φέζιβικ ἀναστημένος!..» φώναξε μ᾿ ἐνθουσιασμὸ ὁ Σκροῦτζ.
    Ἐκείνη τὴ στιγμή, ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ κι ἕνας ἄλλος μαθητευόμενος μπῆκαν στὴν αἴθουσα.
    «Μαζέψτε τα ὅλα», τοὺς εἶπε ὁ Φέζιβικ, «νὰ ἑτοιμάσουμε τὴ γιορτή!».
    Οἱ μαθητευόμενοι δὲν περίμεναν νὰ τὸ ἀκούσουν δεύτερη φορά. Πρὶν προλάβει ὁ γέρο-Σκροῦτζ ν᾿ ἀνοιγοκλείσει τὰ μάτια, ὅλα ἦταν καθαρὰ καὶ τακτοποιημένα. Σὲ λίγο ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν οἱ καλεσμένοι. Ἡ γιορτὴ εἶχε ὀργανωθεῖ γιὰ ὅλους τοὺς ὑπαλλήλους τοῦ Φέζιβικ.
    Σύντομα ἡ μουσικὴ καὶ ὁ χορὸς ἄναψαν τὸ κέφι γιὰ τὰ καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα καὶ ποτά. Ἦταν πιὰ ἀργὰ ὅταν ξεκίνησαν νὰ φύγουν οἱ καλεσμένοι. Ὁ κύριος καὶ ἡ κυρία Φέζιβικ ἕσφιξαν τὰ χέρια ὅλων καὶ τοὺς εὐχήθηκαν «Καλὰ Χριστούγεννα!». Ἕσφιξαν τὰ χέρια ἀκόμη καὶ τῶν νεαρῶν μαθητευομένων πρὶν πᾶνε στὰ κρεβάτια τοὺς στὸ πίσω μέρος τοῦ καταστήματος. Ὁ γέρο-Σκροῦτζ ἔδειχνε ξετρελαμένος καθὼς παρακολουθοῦσε αὐτὴ τὴ σκηνή. Ἔνιωθε τόση χαρά, λὲς καὶ συμμετεῖχε πραγματικὰ στὴ γιορτή. Ἀργὰ τὴ νύχτα τὸ Πνεῦμα καὶ ὁ Σκροῦτζ ἄκουσαν τοὺς μαθητευομένους νὰ κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στὰ κρεβάτια τους. Παίνευαν τὸ γέρο-Φέζιβικ καὶ τὸν εὐγνωμονοῦσαν γιὰ τὴν ὡραία γιορτὴ ποὺ τοὺς ἑτοίμασε.
    «Καὶ τοῦ κόστισε μόνο τρεῖς ἢ τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως εἰρωνικὰ τὸ Πνεῦμα. «Ἔξοδο ποὺ ἄξιζε τὸν κόπο!». «Τὸ κόστος δὲν ἦταν ὑλικό», διαμαρτυρήθηκε ὁ Σκροῦτζ. «Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ χρήματα, ἡ γιορτὴ θὰ εἶχε ἐπιτυχία γιατί ὁ Φέζιβικ ἦταν καλὸς ἄνθρωπος καὶ πάντοτε ἀκτινοβολοῦσε χαρὰ κι εὐτυχία!».
    Ξαφνικὰ ὁ Σκροῦτζ ἔκοψε τὴν κουβέντα του ἀπότομα.
    «Τί σοῦ συμβαίνει;» τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα. «Μήπως ἔγινε κάτι ποὺ σὲ τάραξε;».
    «Ὄχι, τίποτα... Νά, θὰ ἤθελα μόνο νὰ ἔχω πεῖ κάτι στὸν κλητήρα μου».
    Ἡ σκηνὴ ἄλλαξε. Τώρα ὁ Σκροῦτζ ἦταν πλέον ὥριμος ἄντρας. Καὶ μία νέα γυναίκα ἐγκατέλειπε τὸ σπίτι. Ἔκλαιγε ἡ καημένη, βουβά. Γύρισε καὶ τοῦ εἶπε:
    «Κάποτε ἤμασταν φτωχοὶ ἀλλὰ εὐτυχισμένοι. Τώρα σὲ κυβερνᾶ τὸ πάθος σου γιὰ τὸ χρῆμα!».
    «Μά, μεταξύ μας, τίποτα δὲν ἄλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ὁ Σκροῦτζ.
    «Ἐγὼ ἔμεινα ἡ ἴδια. Ἐσὺ ὅμως ἄλλαξες. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ παντρευτῶ. Σοῦ εὔχομαι κάθε εὐτυχία στὴ σταδιοδρομία ποὺ διάλεξες».
    Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἡ γυναίκα βγῆκε στὸ δρόμο, ἐνῶ ὁ ἄντρας δὲ δοκίμασε νὰ τὴ σταματήσει.
    «Πνεῦμα», φώναξε ὁ γέρο-Σκροῦτζ, «σταμάτα νὰ μὲ βασανίζεις, θέλω νὰ γυρίσω στὸ σπίτι. Δὲν ἀντέχω τὶς δυσάρεστες ἀναμνήσεις».
    Μέσα σε μία στιγμὴ πέρασαν χρόνια. Καὶ ξαναεῖδαν τὴ νέα γυναίκα. Τώρα γελοῦσε τρισευτυχισμένη με τὴν κόρη της. Σὲ διαφορετικὲς περιστάσεις θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ παιδὶ τοῦ Σκροῦτζ. Ὁ πατέρας μπῆκε στὸ δωμάτιο. Ἡ μικρὴ ἔτρεξε καὶ τὸν φίλησε. Ἀγκαλιάστηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐμπρὸς στὸ ἀναμμένο τζάκι.
    «Δὲν τὸ ἀντέχω», μούγκρισε ὁ γερο-Σκροῦτζ μὲ φωνὴ σπασμένη. Καὶ στράφηκε ἀπελπισμένος πρὸς τὸ Πνεῦμα, ποὺ μέσα στὴν ὁλοφώτεινη ἀνταύγεια τοῦ ἔμοιαζε σὰν νὰ εἰρωνεύεται τὴν ἀπελπισία του. Σὲ λίγο ἡ ὀπτασία τοῦ Πνεύματος ἄρχισε ν᾿ ἀπομακρύνεται καὶ νὰ σβήνει σιγὰ-σιγά, μέχρι ποὺ ἐξαφανίστηκε τελείως. Ὁ Σκροῦτζ ἔνιωσε ἀφάνταστα κουρασμένος. Τὰ μάτια τοῦ βάρυναν. Ξαναγύρισε στὴν κρεβατοκάμαρά του. Μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ ξαπλώσει στὸ κρεβάτι κι ἔπεσε σὲ ὕπνο βαθύ.

    ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ

    Ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ, τὸ ρολόι χτυποῦσε μία. Μιὰ κατακόκκινη λάμψη ἐρχόταν ἀπ᾿ τὴ σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τὴ ρόμπα του καὶ πῆγε νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Ἡ σάλα εἶχε μεταμορφωθεῖ! Ἀπὸ τὸ πάτωμα ὡς τὸ ταβάνι ἦταν στολισμένη μὲ κισσό, λιόπρινο καὶ ἰξό. Στὸ τζάκι ἔκαιγε μία ζωηρὴ φωτιὰ καὶ στὴ γωνιὰ ὑψωνόταν ἕνας τεράστιος σωρὸς ἀπὸ φαγητὰ-γαλοποῦλες, χῆνες, πατάτες, μῆλα, καρύδια - ἐνῶ πάνω στὴν κορυφὴ καθόταν χαμογελαστὸς ἕνας γίγαντας μ᾿ ἕνα δαυλὸ ἀναμμένο στὸ ἀριστερό του χέρι.
    «Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρόντος», τοῦ φώναξε φιλικά. «Ἔλα!». Ὁ Σκροῦτζ παρατήρησε τὸ Πνεῦμα. Ἦταν ντυμένο μ᾿ ἕνα μακρὺ λευκὸ χιτώνα. Καὶ πάνω στὰ μακριὰ μαῦρα του μαλλιὰ φοροῦσε ἕνα στεφάνι ἀπὸ λιόπρινο.
    «Πήγαινε μὲ ὅπου θέλεις», ξερόβηξε ὁ Σκροῦτζ. «Πῆρα ἤδη μερικὰ μαθήματα ἀπ᾿ τὸ συνάδελφό σου. Εἶμαι ἕτοιμος νὰ παρακολουθήσω καὶ τὰ δικά σου».
    «Τότε πιάσου ἀπὸ τὸν ποδόγυρο τοῦ χιτῶνα μου», ἀπάντησε ὁ γίγαντας.
    Ἡ χαρούμενη σάλα, ἡ διακόσμηση, τὰ φαγητά, ὅλα ἐξαφανίστηκαν.
    Βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ὑπαλλήλου του, τοῦ Μπὸμπ Κράτσιτ καὶ κοίταξαν ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἡ κυρία Κράτσιτ καὶ οἱ τρεῖς κόρες της φοροῦσαν παλιὰ φθαρμένα φορέματα, στολισμένα ὅμως μὲ κορδέλες γιὰ τὴ γιορτή, καὶ κάθονταν στὸ τραπέζι. Ξαφνικά, μπῆκαν τρέχοντας δυὸ ἀγοράκια.
    «Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολᾶ ἀπὸ τὸ δρόμο!» φώναξαν μὲ ἐνθουσιασμό. Πίσω τοὺς ἐρχόταν ὁ πατέρας τους. Στοὺς ὤμους του κουβαλοῦσε τὸ μικρότερο γιό του, τὸν Τίμ. Τὸν ἀπέθεσε προσεκτικὰ στὸ πάτωμα. Τὸ παιδὶ ἦταν ἄρρωστο καὶ βάδιζε μὲ δεκανίκι.
    Κάθησαν ὅλοι στὸ γιορτινὸ τραπέζι. Ἡ μικρὴ γαλοπούλα μοιράστηκε πολὺ προσεκτικὰ ὥστε νὰ φτάσει γιὰ ὅλους. Πάντως ἡ σκηνὴ ἦταν χαρούμενη. Οἱ δυὸ γονεῖς πρόσεχαν ἰδιαίτερα τὸν ἀνάπηρο Τίμ. Ἕνα χαμόγελο φώτισε τὸ χλωμό του προσωπάκι.
    «Πνεῦμα», ρώτησε μὲ ξαφνικὸ ἐνδιαφέρον ὁ Σκροῦτζ, «ὁ μικρὸς Τὶμ θά... ζήσει ἀκόμη γιὰ πολύ;».
    «Χμμ... τὸν περιβάλλουν σκιές. Ἂν τὸ μέλλον δὲν τὶς μεταβάλει, τὸ παιδάκι θὰ πεθάνει! Ἀλλὰ ἐσένα τί σὲ νοιάζει; Ἕνα στόμα λιγότερο σὲ τοῦτο τὸν πυκνοκατοικημένο κόσμο. Ἔτσι δὲν εἶναι;».
    Ὁ Σκροῦτζ τότε θυμήθηκε ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ἐπαναλάβει πολλὲς φορὲς αὐτὴ τὴ φράση. Καὶ κατέβασε τὸ κεφάλι ντροπιασμένος.
    Ξαφνικά, χωρὶς τὸ Πνεῦμα νὰ προσθέσει ἄλλη λέξη, βρέθηκαν στὸ σπίτι τοῦ ἀνιψιοῦ του. «Ὁ θεῖος Σκροῦτζ μᾶς θεωρεῖ τρελοὺς ποὺ γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα. Κι ἔτσι, ἀρνήθηκε νὰ φάει μαζί μας σήμερα», εἶπε ὁ Φρέντ.
    «Τί ἀπαίσιος ἄνθρωπος», ἀναστέναξε ἡ γυναίκα του ὑποτιμητικὰ καὶ οἱ καλεσμένοι κούνησαν τὰ κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. Ἀλλὰ ὁ Φρὲντ πρόσθεσε πικραμένος: «Ἐγώ, πάντως, λυπᾶμαι εἰλικρινὰ ποὺ ὁ θεῖος ἔχασε μία εὐκαιρία νὰ χαρεῖ. Καὶ τώρα, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲ βρίσκεται μαζί μας, θὰ ἤθελα νὰ τοῦ ἐκφράσω τὶς καλύτερες εὐχές μου». Κι ἀμέσως σήκωσε τὸ ποτήρι καὶ ἤπιε στὴν ὑγειὰ τοῦ θείου του.
    Γρήγορα ὅμως ἡ χαρούμενη ὁμήγυρη ξέχασε τὸν Σκροῦτζ. Ἔπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν μὲ παντομίμα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ τόσο τοῦ ἄρεσε αὐτὸ τὸ παιχνίδι, συμμετεῖχε ὅλο χαρά, ξεχνώντας ὅτι κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δεῖ ἢ νὰ τὸν ἀκούσει. Τὸ Πνεῦμα τὸν παρακολουθοῦσε κι ἔμοιαζε νὰ τὸ γλεντάει μαζί του. Ἀλλὰ σύντομα ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγουν. «Ἔχουμε νὰ ἐπισκεφτοῦμε πολλὰ μέρη ἀκόμη ὥσπου νὰ περάσει ἡ νύχτα», εἶπε τὸ Πνεῦμα.
    Καὶ ὁδήγησε τὸν Σκροῦτζ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι. Περπάτησαν μέσα στὸ κρύο καὶ στὸ χιονόνερο, σὲ βρωμερὰ στενὰ καὶ δρομάκια περίεργα, κι ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς γέφυρες τῆς πόλης. Ἐκεῖ ὁ Σκροῦτζ εἶδε δυστυχισμένους ἀνθρώπους πού, κολλημένοι σφιχτὰ ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλον, προσπαθοῦσαν νὰ ζεσταθοῦν. Ἀνάμεσα τοὺς τριγύριζαν παιδάκια ποὺ ζητιάνευαν φαγητὸ ἀπ᾿ τοὺς περαστικούς. Κάπου μακριά, ἕνα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.
    Ὁ Σκροῦτζ, τρομοκρατημένος ἀπ᾿ τὴν τόση ἀθλιότητα, ἀναζήτησε τὸ γιγάντιο Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο εἶχε ἐξαφανιστεῖ.

    ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

    Σὲ λίγο, ἕνα ἄλλο φάντασμα, τυλιγμένο στὴν ὁμίχλη, προχώρησε ἀργὰ πρὸς τὸν Σκροῦτζ. Παρατήρησε ὅτι τὸ Πνεῦμα αὐτὸ φοροῦσε μία τεράστια μαύρη κάπα καὶ μία κουκούλα ποὺ τοῦ ἔκρυβε ἐντελῶς τὸ πρόσωπο. Ὁ Σκροῦτζ παραλίγο νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸν τρόμο του.
    «θὰ πρέπει νὰ εἶσαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μοῦ ἐπιφυλάσσει τὸ μέλλον; Ἴσως ν᾿ ἀλλάξω... Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σὲ ἀκολουθήσω».
    Παρὰ τὰ γενναῖα του λόγια, ὁ Σκροῦτζ φοβόταν τόσο πολὺ αὐτὸ τὸ φάντασμα, ὥστε τὰ πόδια του ἄρχισαν νὰ τρέμουν. Δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα. Τὸ Πνεῦμα παρέμεινε ἀκίνητο περιμένοντας ὑπομονετικὰ τὸν Σκροῦτζ μέχρι νὰ συνέλθει. Ἔπειτα κινήθηκε ἀθόρυβα. Καὶ ὁ Σκροῦτζ τὸ ἀκολούθησε σὰν νὰ τὸν τύλιξε ἡ κάπα τοῦ Πνεύματος, ποὺ τὸν παρέσυρε στὸ ἄγνωστο.
    Κοσμοσυρροὴ καὶ ὀχλαγωγία στὸ χρηματιστήριο. Τὸ Πνεῦμα μὲ τὸν Σκροῦτζ ἀνάμεσα στοὺς χρηματιστὲς καὶ στοὺς ἐμπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος. «Χθὲς βράδυ, νομίζω», ἀπάντησε ἕνας ἄλλος. «Δὲν πιστεύω νὰ πάτησε κανεὶς στὴν κηδεία του», σχολίασε ἕνας τρίτος. «Ἐπιτέλους ξεκουμπίστηκε... Τὸν σιχαίνονταν ὅλοι!».
    Ὁ Σκροῦτζ ἔνιωσε οἶκτο γι᾿ αὐτὸν ποὺ μιλοῦσαν. Ἀναρωτήθηκε γιὰ ποιὸ λόγο νὰ τὸν ἔφερε τὸ Πνεῦμα σὲ τοῦτο τὸ μέρος. Ἔπειτα ἀναγνώρισε κάποιον ἄλλο χρηματιστὴ στὴ συνηθισμένη του θέση. Μάταια ὅμως ἔψαξε νὰ βρεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του.
    «Ἴσως», σκέφτηκε, «ὁ Σκροῦτζ τοῦ μέλλοντος θὰ παρατήσει τὶς συναλλαγὲς καὶ θὰ στραφεῖ πρὸς ἄλλες δραστηριότητες...».
    Γύρισε νὰ ρωτήσει τὸ Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἐξακολουθοῦσε νὰ σωπαίνει. Σήκωσε μόνο τὸ χέρι καὶ ἔδειξε μὲ τὸ μακρύ του δάχτυλο πρὸς κάποια κατεύθυνση. Ἦταν καιρὸς νὰ συνεχίσουν τὸ ταξίδι τους. Ὁ γέροντας ἔνιωσε νὰ διαπερνᾶ τὴ ραχοκοκαλιά του κρύος ἱδρώτας.
    Ἔφτασαν σὲ μία κακόφημη γειτονιὰ τῆς πόλης. Ὁ Σκροῦτζ δὲν εἶχε ξαναπατήσει τὸ πόδι του ἐκεῖ. Στὴν ἄκρη ἑνὸς βρώμικου στενοῦ βρισκόταν ἕνα ἄθλιο καταγώγιο-φωλιὰ λωποδυτῶν! Μέσα, τρεῖς κλέφτες, ἕνας ἄντρας καὶ δυὸ γυναῖκες, μὲ τρύπια ροῦχα, μοιράζονταν τὴ λεία τους. Οἱ πεταμένες πάνω στὸ πάτωμα κουρτίνες ἦταν ἴδιες μ᾿ ἐκεῖνες τῆς κρεβατοκάμαρας τοῦ Σκροῦτζ.
    «Καλὰ ποὺ κάναμε καὶ τὰ ἁρπάξαμε», κακάρισε ἡ μία γυναίκα. «Ἔτσι κι ἀλλιῶς, κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὰ πράγματά του», πρόσθεσε ὁ ἄντρας.
    «Ἂ τὸ γέρο-τσιγκούνη», ἔβρισε ἡ ἄλλη γυναίκα. «Ἂν ἦταν ἐντάξει ἄνθρωπος, κάποιος θὰ βρισκόταν δίπλα του τὴν ὥρα ποὺ πέθαινε». Ὁ Σκροῦτζ παρακολουθοῦσε ἀηδιασμένος τὴν κουβέντα τους. «Πνεῦμα», φώναξε. «Πᾶμε νὰ φύγουμε, σὲ παρακαλῶ, ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπαίσιο μέρος». Ἀλλὰ ἡ σιωπὴ τοῦ Πνεύματος τοῦ πάγωσε τὸ αἷμα.
    «Πνεῦμα», κλαψούρισε ὁ Σκροῦτζ, «βοήθησέ με νὰ ξεχάσω τούτη τὴ θλιβερὴ σκηνή. Πήγαινέ με σ᾿ ἕνα μέρος ὅπου οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν εὐγενικὰ γιὰ τοὺς νεκρούς...».
    Τὸ Πνεῦμα τὸν ὁδήγησε τότε σὲ δρόμους γνωστούς, πίσω στὸ σπίτι τοῦ Μπὸμπ Κράτσιτ. Ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του ἦσαν ὅλοι μαζεμένοι γύρω ἀπὸ τὴ φωτιά. Ὅμως τὸ φτωχικὸ δωμάτιο ἦταν παράξενα σιωπηλό.
    «Δὲ θὰ ἀργήσει ὁ πατέρας σας», εἶπε ἡ κυρία Κράτσιτ. «Ἔχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», εἶπε κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιά. «Τοῦτες τὶς μέρες βαδίζει πιὸ ἀργά».
    «Ἄχ!» ἀναστέναξε ἕνα ἄλλο. «Ὅταν κουβαλοῦσε τὸν Τὶμ στοὺς ὤμους ἐρχόταν τρεχάτος γιὰ τὸ σπίτι».
    Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ μπῆκε στὸ σπίτι. Εἶχε τὰ μάτια κατακόκκινα σὰν νὰ εἶχε κλάψει. Χαιρέτησε ὅμως τρυφερὰ ἕνα-ἕνα τὰ παιδιά του. Ἔπειτα εἶπε: «Ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ ξεχάσουμε τὸ μικρούλη μας τὸν Τίμ, ἔτσι; Ἡ ἀνάμνηση τοῦ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐγενείας του θὰ μᾶς κρατήσει γιὰ πάντα ἑνωμένους!».
    «Ναί! Ναί!» φώναξαν τὰ παιδιά. «Ἔ, τότε, μὲ κάνετε νὰ νιώθω εὐτυχισμένος», ἀπάντησε ὁ Μπὸμπ «πολὺ εὐτυχισμένος!».
    Ἀγκαλιάστηκαν ὅλοι. Καὶ δάκρυα γέμισαν τὰ μάτια τοῦ Σκροῦτζ.
    «Πνεῦμα», εἶπε ὁ Σκροῦτζ, «σὲ λίγο θὰ χωρίσουμε. Δὲ θὰ μοῦ ἐξηγήσεις τὸ νόημα ὅλων αὐτῶν; θὰ ἤθελα νὰ δῶ καὶ τὴ δική μου πορεία στὸ μέλλον».
    Ξαναβγῆκαν στὸ δρόμο καὶ προχωρώντας, βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα δὲν εἶχε πρόθεση νὰ σταματήσει. Τὸ μακρύ του δάχτυλο ἔδειχνε ἐμπρός.
    «Σὲ παρακαλῶ, ἄφησε μὲ μία στιγμὴ νὰ δῶ πῶς θὰ εἶμαι στὸ μέλλον», ἱκέτευσε ὁ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ὁ Σκροῦτζ κοίταξε ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἀναγνώρισε τὸ γραφεῖο του, ἀλλὰ ἡ ἐπίπλωση δὲν ἦταν πλέον ἡ δική του καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ καθόταν στὴν πολυθρόνα δὲν ἦταν ὁ Σκροῦτζ! Τὸ Πνεῦμα, ἀμίλητο πάντα, προχώρησε. Ὁ Σκροῦτζ ἀκολούθησε τὰ βήματά του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφτασαν σὲ μία καγκελόπορτα. Ὁ Σκροῦτζ γούρλωσε τὰ μάτια. Ἦταν τὸ νεκροταφεῖο. Τὸ Πνεῦμα πῆγε καὶ στάθηκε ἐμπρὸς ἀπὸ ἕναν τάφο. Ὁ Σκροῦτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στὴν ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο τὸ ὄνομά του: «ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».
    «Μά, τότε, στὸ χρηματιστήριο θὰ πρέπει νὰ μιλοῦσαν γιὰ μένα», κλαψούρισε, «καὶ οἱ κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, τὸ δικό μου σπίτι!».
    «Πνεῦμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δὲν θέλω νὰ τελειώσει ἔτσι ἡ ζωή μου. Μπορῶ... θέλω νὰ τὴν ἀλλάξω. Τὰ μαθήματα τῶν τριῶν πνευμάτων δὲν θὰ πᾶνε χαμένα. Μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τὸ μέλλον μου;».
    Πάνω στὴν ἀγωνία τοῦ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιασε τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὴ μέση. Ἀλλὰ ἡ κάπα ἦταν ἄδεια -τὸ Πνεῦμα ἔγινε ἀτμός- καὶ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιαζε στὴν πραγματικότητα τὸ κάγκελο τοῦ κρεβατιοῦ του! Ναί, τοῦ δικοῦ του κρεβατιοῦ! Βρισκόταν πάλι στὴν κρεβατοκάμαρά του. Ἀνακουφισμένος ἀπὸ τὴν ἀγωνία, κλαίγοντας καὶ γελώντας, ἔτρεξε νὰ ἀγγίξει τὶς κουρτίνες. Ἦταν ἐκεῖ, στὴ συνηθισμένη τοὺς θέση. Βάλθηκε νὰ χοροπηδᾶ σ᾿ ὅλο τὸ σπίτι γεμάτος εὐτυχία. Ὅλα ἦταν στὴ θέση τους! Τίποτα δὲν εἶχε ἀλλάξει! Καὶ τὴ μεγάλη του χαρὰ διέκοψαν μόνο οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ χτυποῦσαν χαρούμενες σ᾿ ὅλη τὴν πόλη.

    ΤΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ

    Ὁ Σκροῦτζ ἔτρεξε κι ἄνοιξε τὸ παράθυρο. Ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό, ἀλλὰ τὸ πρωινὸ εὐχάριστο. «Τί ἡμέρα εἶναι σήμερα;», ρώτησε ἕνα ἀγόρι ποὺ περνοῦσε ἀπέξω. «Σήμερα ἔχουμε Χριστούγεννα!».
    «Ἂ τότε, δὲν τὰ ἔχασα», φώναξε ὁ Σκροῦτζ. «Τὰ πνεύματα ἔκαναν τὴ δουλειὰ τοὺς μέσα σε μία μόνο νύχτα!».
    «Ἀγόρι μου», ξαναεῖπε στὸ παιδί. «Τρέξε, σὲ παρακαλῶ, στὸ χασάπη καὶ πές του νὰ μοῦ φέρει τὴ μεγαλύτερη γαλοπούλα του. Θὰ σοῦ χαρίσω ἕνα σελίνι, ἴσως καὶ τρία, ἂν ἐπιστρέψεις μέσα σὲ πέντε λεπτά».
    Τὸ παιδὶ δὲ δίστασε στιγμή. Ἔτρεξε γρήγορα καὶ ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα μὲ τὸν κρεοπώλη, ποὺ κουβαλοῦσε μία τεράστια γαλοπούλα.
    «Θὰ τὴ στείλω στὸν Μπὸμπ Κράτσιτ», κρυφογέλασε ὁ Σκροῦτζ, «χωρὶς νὰ μάθει ποιὸς τοῦ τὴ δώρισε».
    Τὸ πουλὶ ἦταν τόσο βαρύ, ὥστε ὁ Σκροῦτζ ἀναγκάστηκε νὰ καλέσει ἕνα ἁμάξι γιὰ νὰ τὸ μεταφέρει ὡς τὸ σπίτι τοῦ κλητῆρα του. Ὁ Σκροῦτζ, χαμογελώντας, πλήρωσε τὸ ἀγοράκι, τὸ χασάπη καὶ τὸν ἁμαξᾶ. Ἔνιωθε ὑπέροχα.
    Ὁ Σκροῦτζ ἔκανε τὸ μπάνιο του, φόρεσε ἕνα καθαρὸ κοστούμι καὶ βγῆκε περίπατο. Βάδιζε μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὴ ράχη, παρατηρώντας τοὺς περαστικούς. Ὅλοι ἦταν χαρούμενοι. Μερικοὶ τοῦ εὐχήθηκαν «Καλὰ Χριστούγεννα!». Ὁ Σκροῦτζ ὁμολόγησε ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε ἀκούσει πιὸ εὐχάριστα λόγια. Στὸ δρόμο συνάντησε ἕναν ἀπὸ τοὺς δυὸ κυρίους ποὺ τὴν προηγουμένη τὸν εἶχαν ἐπισκεφθεῖ γιὰ νὰ τοῦ ζητήσουν τὴ βοήθειά του γιὰ τοὺς φτωχούς.
    «Καλέ μου κύριε», τοῦ φώναξε «πῶς εἶστε;».
    Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος πλησίασε, ὁ Σκροῦτζ τοῦ ψιθύρισε κάτι στὸ αὐτί. Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε κατάπληκτος. «Μιλᾶτε σοβαρά, κύριε Σκροῦτζ;» φώναξε. «Μὰ εἶστε πολὺ γενναιόδωρος!». «Μὴ μὲ εὐχαριστεῖτε», τοῦ ἀπάντησε ὁ Σκροῦτζ. «Κάντε μόνο τὸν κόπο νὰ περάσετε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς μέρες, ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ σύντομα, ἀπὸ τὸ γραφεῖο μου. Θὰ εἶναι δική μου εὐχαρίστηση!».
    Στὸ τέλος, ὁ Σκροῦτζ κατέληξε ἐμπρὸς στὸ σπίτι τοῦ ἀνιψιοῦ του. Δίστασε γιὰ λίγο στὸ κεφαλόσκαλο. Ἀλλὰ μετὰ πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ χτύπησε τὸ κουδούνι. Ἡ ὑπηρέτρια τοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα.
    «Τὸ ἀφεντικό σου εἶναι μέσα;» τὴ ρώτησε.
    «Μάλιστα, κύριε. Περᾶστε. Κάθεται ἤδη μὲ τὴ σύζυγό του καὶ τοὺς καλεσμένους στὸ τραπέζι, θὰ σᾶς δείξω...».
    «Δὲ χρειάζεται, καλή μου», τῆς ἀπάντησε ὁ Σκροῦτζ. «Γνωρίζω πολὺ καλὰ αὐτὸ τὸ σπιτάκι». Ἄνοιξε σιγανὰ τὴν πόρτα τῆς τραπεζαρίας καὶ ἔχωσε τὸ κεφάλι μέσα.
    «Φρέντ», ρώτησε, «μπορῶ νὰ περάσω;».
    «Ποιὸς εἶναι;» ρώτησε ἔκπληκτος ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Σκροῦτζ γυρνώντας τὸ κεφάλι του.
    «Ὁ θεῖος σου ὁ Σκροῦτζ», τοῦ ἀπάντησε. «Ἦρθα γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι ποὺ μὲ κάλεσες!».
    Ὁ Φρὲντ καὶ ἡ γυναίκα του χάρηκαν πολὺ ποὺ τελικὰ ὁ Σκροῦτζ ἀποφάσισε νὰ τοὺς κάνει τὴν τιμή. Καὶ ἡ γιορτὴ ἐξελίχτηκε θαυμάσια. Τὸ γεῦμα ἦταν νοστιμότατο. Ἀκολούθησαν μουσικὴ καὶ χορός. Ἔπαιξαν διάφορα διασκεδαστικὰ παιχνίδια καὶ φυσικὰ παντομίμα. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἐκείνη ἡ ξέφρενη χαρὰ ποὺ ἔνιωθε μέσα του ὁ Σκροῦτζ.
    Τὴν ἑπομένη, ὁ Σκροῦτζ πῆγε πολὺ νωρὶς στὸ γραφεῖο. Ἤθελε νὰ κάνει ἔκπληξη στὸν κλητήρα του, ποὺ ἤξερε ὅτι θὰ ἀργοῦσε νὰ φανεῖ στὴ δουλειά. Καὶ πράγματι, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἦρθε λίγο πρὶν τὶς δέκα. Κάθησε ἀθόρυβα στὴ θέση του, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Σκροῦτζ δὲ θὰ ἔπαιρνε εἴδηση τὴν καθυστέρησή του.
    «Ἄαα!» γκρίνιαξε τότε ὁ Σκροῦτζ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὸ γνωστὸ κακότροπο ὕφος του. «Τί σημαίνει πάλι αὐτό;».
    «Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, «δὲν πρόκειται νὰ ξαναργήσω».
    «Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ δίνεις τέτοιες ὑποσχέσεις;» τοῦ εἶπε μουτρωμένος ὁ Σκροῦτζ. Ὁ Μπὸμπ ἄρχισε νὰ τρέμει. Φοβήθηκε τὴν ἀπόλυση.
    «Πάντως, γιὰ τούτη τὴ φορά...» συνέχισε ὁ Σκροῦτζ «νομίζω ὅτι πρέπει νὰ σοῦ αὐξήσω τὸ μισθό σου!».
    Κατάπληκτος ὁ Μπὸμπ σκέφτηκε νὰ τρέξει γιὰ βοήθεια. Νόμισε ὅτι ὁ ἐργοδότης του τρελάθηκε!
    «Καλὰ Χριστούγεννα, ἀγόρι μου», τοῦ εἶπε τότε ἤρεμος καὶ χαμογελαστὸς ὁ Σκροῦτζ, μὲ τρόπο τόσο εἰλικρινῆ, ὥστε τελικὰ τὸν ἔπεισε ὅτι τὰ εἶχε τετρακόσια. «Καὶ ὄχι μόνο θὰ σοῦ κάνω αὔξηση, ἀλλὰ θὰ βοηθήσω καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Πήγαινε, ὅμως, πρῶτα σὲ παρακαλῶ, νὰ ἀγοράσεις κι ἄλλα κάρβουνα, θὰ ζεσταθοῦμε καλὰ κι ἔπειτα καθισμένοι δίπλα στὴ φωτιὰ θὰ συζητήσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες.
    Ὁ Σκροῦτζ κράτησε τὸ λόγο του. Καὶ σύντομα ὁ μικρὸς Τὶμ ξεπέρασε τὴν ἀρρώστια, ἀπέκτησε δυνάμεις κι ἔγινε ἕνα γελαστὸ καὶ ὄμορφο ἀγόρι, ποὺ ὁ Σκροῦτζ τὸ φρόντισε σὰν νὰ ἦταν δικό του παιδί. Ὁ πρώην τσιγκούνης ἔγινε πολὺ γενναιόδωρος κι ἦταν πάντα εὐγενικός με ὅλους. Μερικοὶ βέβαια τὸν κορόιδεψαν γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα του. Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ δὲν ἐνοχλήθηκε γιατί, ὅπως εἶπε πολὺ σοφά: «Καλύτερα νὰ σὲ περιγελοῦν παρὰ νὰ σὲ περιφρονοῦν!».
    Ὁ Σκροῦτζ δὲν ξαναεῖδε τὰ πνεύματα. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅπως λένε, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ γιορτάζει καλύτερα τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸν Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ.
    http://users.uoa.gr

    Eν Αθήναις....παλιές Χριστουγεννιάτικες εικόνες

    $
    0
    0



    Η στοά Φέξη εκεί στα Χαυτεία παλιά ήταν το κέντρο των Χριστουγεννιάτικων στολιδιών και των ψεύτικων Χριστουγεννιάτικων δέντρων.
    Χαμός...κοσμοσυρροή στολίδια για όλα τα βαλάντια....
    Η ποικιλία μεγάλη και τα παιδιά με δυσκολία τα κρατούσαν οι γονείς για να μην κάνουν ζημιά.
    Η παραπάνω παλιά διαφήμιση είναι χαρακτηριστική...δείχνει την ποικιλία...
    Κάποια στολίδια θα χρειαζότανε κάθε χρόνο η οικογένεια....
    Παλιές εικόνες Χριστουγεννιάτικες....
    Στην περιοχή της Ομόνοιας έβλεπες να κυκλοφορούν άνθρωποι φορτωμένοι ....
    Στην Αθηνάς χαμός προς την Βαρβάκειο...
    Άλλοι για να αγοράσουν άλλοι για να κάνουν έρευνα αγοράς....
    Φτωχομάνα η περιοχή ....
    Τι να θυμηθείς.....
    Το μαγαζί που πουλούσε παπούτσια σε χαμηλές τιμές με διπλή σόλα για να αντέχουν και δύσκολα τα έφερνες βόλτα τον πρώτο καιρό...άσε που σου τα αγόραζαν καναδυό νούμερα μεγαλύτερα βάζοντας μπροστά στα δάχτυλα
     βαμβάκι και φυσικά διπλό φελένιο πάτο.
    Το πρώτο βράδυ ήθελες να κοιμηθείς με τα καινούργια παπούτσια.
    Αυτήν την γιορτινή ατμόσφαιρα στην Αιόλου με τους πάγκους με παιχνίδια....
    ημερολόγια...καζαμίες....
    Στην Σταδίου σοβάρευαν τα πράγματα...
    Στολισμένες βιτρίνες με ρούχα ...παπούτσια....για μεγαλύτερα βαλάντια...
    χρυσοχοεία με κόσμο μέσα ...σήμερα ακούγεται αστείο.
    Έβλεπες να βγαίνουν από τα μαγαζιά φορτωμένοι με πακέτα με εορταστικές
    συσκευασίες καλοντυμένοι με καμηλό καμπαρντίνες και να μπαίνουν στο ταξί
    ή στο δικό τους αυτοκίνητο που τους άνοιγε την πόρτα ο οδηγός.
    Σου άρεσε αυτή η χλιδή δεν στενοχωριόσουνα είχες μάθει και είχες δει
    χειρότερες καταστάσεις από την δική σου.



    Άφησα για το τέλος τους τροχονόμους με τα δώρα που τους πήγαιναν οι εταιρείες
    και τα μοιραζόντουσαν.

    πίσω στα παλιά


    Νέα απόπειρα δωροδοκίας ...των ΑΝΕΞΕΛ...εγκτων;

    Δεκαετία 1880: Η Αθήνα έχει μόλις 63.374 κατοίκους και το 3,8% του πληθυσμού της χώρας

    $
    0
    0

    Δεκαετία 1880: Η Αθήνα έχει μόλις 63.374 κατοίκους και το 3,8% του πληθυσμού της χώρας
    Κάπου εκεί στη δεκαετία του 1980 δημοσιεύεται μία απογραφή από τον Α. Μανσόλα, η οποία δίνει και πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα της Αθήνας την εποχή που στον θώκο του δημάρχου Αθηναίων ήταν ο Δημήτριος Σούτσος. Στην απογραφή, που έδινε μια εικόνα της Αθήνας, τίποτε δεν μπορούσε να προεξοφλήσει ότι πολύ αργότερα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την πόλη θα χτύπαγε τόσο
    τραγικά η αστυφιλία… Μια πόλη - καταφύγιο των κυνηγημένων και των θυμάτων του εμφυλίου, των θυμάτων της φτώχειας και της εγκατάλειψης της ελληνικής υπαίθρου. Σε συνδυασμό, μάλιστα, και με τις διευκολύνσεις της παγκόσμιας ελληνικής πατέντας της αντιπαροχής, δημιουργήθηκε με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς η πόλη - τέρας που μερικές φορές πλησίασε επικίνδυνα στο να ξεπεράσει το 50% του πληθυσμού της χώρας…

    Έτσι λοιπόν η απογραφή αυτή της δεκαετίας του 1880 βρήκε την Αθήνα με 63.374 κατοίκους, δηλαδή μόλις το 3,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι δημότες Αθηναίων ήταν 29.634 και οι ετεροδημότες 24.148, ενώ κατοικούσαν 7.423 αλλοδαποί και 2.169 αγνώστου εθνικότητας!!! Έδειξε μάλιστα η απογραφή αυτή ότι η Αθήνα από τότε ήταν «πολυπολιτισμική».
    Από τους αλλοδαπούς, 2.788 ήταν Έλληνες από την Τουρκία (Οθωμανοί υπήκοοι), 457 Ιταλοί, 372 Άγγλοι, 235 Γάλλοι, 175 Γερμανοί, 105 Αυστριακοί και 89 Ρώσοι!
    Σύμφωνα δε με τα στοιχεία της ίδιας απογραφής, υπήρχαν ακόμη 3.202 άτομα «διαφόρων άλλων εθνικοτήτων». Από τους αλλοδαπούς που απογράφονται στην Αθήνα, κάτι λιγότερο από τους μισούς, οι 1.066, δεν μιλούσαν καν ελληνικά!
    Δήμαρχος Αθηναίων τότε ήταν ο Δημήτριος Σούτσος, ο «Δήμαρχος των Λούστρων», όπως έμεινε γνωστός, γιατί είχε αγκαλιάσει τον κόσμο του Ψυρρή. Εκλέχθηκε δήμαρχος Αθηναίων σε ηλικία μόλις 33 ετών, δύο συνεχείς τετραετίες (1879-1883 και 1883-1887), κερδίζοντας στις εκλογές τούς πλέον διακεκριμένους εκπροσώπους των μεγαλοαστών.
    Εκλέχτηκε για πρώτη φορά στις 11 Μαΐου του 1879 και ξαναεκλέχτηκε για δεύτερη θητεία. Στον δημαρχιακό θώκο παρέμεινε μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του 1887.
    Εξαιρετικές σπουδές, επαναστατική διάθεση και αγάπη για την Αθήνα ήταν τα χαρακτηριστικά του γηγενή δημάρχου Δημητρίου Σούτσου.
    Ήταν γιος του Σκαρλάτου Σούτσου, υποστράτηγου και γόνου εύπορης φαναριώτικης οικογένειας, και της Ελπίδας Καντακουζηνού, κόρης του Αλέξανδρου Καντακουζηνού.
    Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δημήτριος Σούτσος είχε κληρονομήσει τεράστια περιουσία, κυρίως σε γη, από τον πατέρα του, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος πούλησε στον Ανδρέα Συγγρό.
    Σπούδασε Φιλοσοφία και Μαθηματικά στην Αθήνα και Μηχανική και Μεταλλειολογία στο Παρίσι. Πολέμησε στο επαναστατικό κίνημα του 1878 στη Θεσσαλία, επικεφαλής σώματος 400 Αθηναίων εθελοντών, και τραυματίστηκε.
    Είχε υπηρετήσει πριν και ως νομομηχανικός και αργότερα, ως δήμαρχος, συγκρούστηκε σφοδρά με την κεντρική εξουσία, εκπροσώπησε τις λαϊκές τάξεις και τους οικονομικά αδύνατους, αποκτώντας το προσωνύμιο «Δήμαρχος των Λούστρων».
    Έχει συνδέσει το όνομά του με σημαντικά έργα (Δεξαμενή Λυκαβηττού, ανέγερση νέας Δημοτικής Αγοράς) και την καθιέρωση των λαϊκών διαδηλώσεων.
    Οι πολιτικοί του αντίπαλοι κατόρθωσαν να τον παραπέμψουν σε δίκη για απιστία και απάτη, αλλά ο Σούτσος αθωώθηκε πανηγυρικά και έμεινε στην Ιστορία ως ένας από τους πιο αξιόλογους δημοτικούς άρχοντες.
    Πέθανε σε ηλικία 58 ετών, το 1904, από καρδιακό νόσημα που οφειλόταν σε παλαιό τραύμα.
    Ο Δημήτριος Σούτσος υπήρξε ο αγαπημένος της «φάρας» του Ψυρρή, η οποία αποτελούσε και τον πυρήνα του προεκλογικού του μηχανισμού και από την οποία αντλούσε την πολιτική του δύναμη.
    Η αποχώρησή του από τον δημαρχιακό θώκο, βέβαια, έδωσε την ευκαιρία να οργανωθεί σταδιακά η εξόντωση των ομάδων στου Ψυρρή, η γνωστή ως «εκκαθάριση των κουτσαβάκηδων» από τον Μπαϊρακτάρη.
    Εκείνη την εποχή λοιπόν οι ταβέρνες και τα καπηλειά ήταν «μαγνήτης» και έφερναν στα δρομάκια του Ψυρρή… όλους τους κατοίκους της πόλης. Βασιλιάδες αλλά και κοινούς θνητούς. Υπουργούς, διπλωμάτες, μεροκαματιάρηδες, αλλά και διάφορους «αεριτζήδες» που είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στην τότε Αθήνα.
    Στους πιστούς θαμώνες, ο Όθωνας και αργότερα ο Γεώργιος Α’. Ο πρώτος, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, προτιμούσε την ταβέρνα «Του Γιαβρούμ», ενώ για τον δεύτερο λένε ότι η ρετσίνα δεν ήταν το μοναδικό κίνητρο για τις συχνές επισκέψεις του στην περιοχή.
    Στις ξακουστές ταβέρνες της εποχής ήταν μεταξύ άλλων του «Ζώη», του «Σαλίγκαρου», του «Τασούλη», του «Χρυσού» κ.ά. Διάσημο ήταν και το «Καφέ Αμάν», το οποίο βρισκόταν δίπλα στο ιστορικό θέατρο του Μπούκουρα. Η περιοχή (ως περιοχή διασκέδασης) είχε γεμίσει και από τους κανταδόρους της Αθήνας, για τους οποίους η ταβέρνα ήταν ο χώρος για να ξεδιπλώσουν τις καλλιτεχνικές τους δυνατότητες.
    Αν μπορούσαν να ακούσουν το μουσικό ρεπερτόριο των σημερινών μαγαζιών της περιοχής, τα οποία έχουν αντικαταστήσει τις καντάδες με «ατυχείς» ερμηνείες ρεμπέτικων και κυρίως με ξένο ρεπερτόριο, είναι βέβαιο ότι θα «έτριζαν τα κόκαλά τους».

    Μεγάλη ανακάλυψη στην Αίγυπτο: Βρήκαν νεκροταφείο με 1 εκατ. μούμιες!

    $
    0
    0
    Από Αμερικανούς επιστήμονες

    Μεγάλη ανακάλυψη στην Αίγυπτο: Βρήκαν νεκροταφείο με 1 εκατ. μούμιες!

    Μία από τις μούμιες είχε ύψος 2,1 μέτρα ενώ οι ερευνητές επικέντρωσαν την προσοχή τους σε ένα βρέφος (κοριτσάκι), το οποίο είχε θαφτεί έχοντας δίπλα του παιχνίδια και φορώντας βραχιόλια

    Έκπληκτοι, Αμερικανοί επιστήμονες διαπίστωσαν στη διάρκεια των ανασκαφών τους σε κοιμητήριο της Αιγύπτου ότι είναι θαμμένες περίπου ένα εκατομμύριο μούμιες, ανάμεσά τους και ένα βρέφος.




    Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Γιούτα προσπαθούν να διαλευκάνουν το μυστήριο, από πού, δηλαδή, προήλθε ένας τόσος μεγάλος αριθμός αφού ο πλησιέστερος οικισμός δεν δικαιολογεί το μέγεθος του νεκροταφείου.

    Σύμφωνα με τους επιστήμονες, στην περιοχή του νεκροταφείου υπήρχε και μία μικρή πυραμίδα η οποία ανεγέρθηκε πριν γίνει η ταφή.





    Μία από τις μούμιες είχε ύψος 2,1 μέτρα ενώ οι ερευνητές επικέντρωσαν την προσοχή τους σε ένα βρέφος (κοριτσάκι), το οποίο είχε θαφτεί έχοντας δίπλα του παιχνίδια και φορώντας βραχιόλια.

    Σύμφωνα με τον επικεφαλής της έρευνας, Κέρι Μίλεσταιν, το νεκροταφείο της Αιγύπτου έχει ανακαλυφθεί από τους αρχαιολόγους εδώ και 30 χρόνια και, μέχρι τώρα, έχουν ανακαλυφθεί 1.700 ταφές.



    Ωστόσο, ο συνολικός αριθμός των μουμιων είναι σαφώς μεγαλύτερος. Για τον Μίλεσταιν, πρόκειται για ένα τεράστιο και «πυκνό» κοιμητήριο.

    Οι περισσότερες από τις ταφές χρονολογούνται τον 1ο π. Χ. όταν η Αίγυπτος ήταν υπό ρωμαϊκή κατάκτηση. Οι ερευνητές εκφράζουν απορία για τον αριθμό που απαριθμούν οι μούμιες στο νεκροταφείο. "Δεν δικαιολογείται το μέγεθός του" , επισημαίνει η ομάδα Αμερικανών επιστημόνων, επισημαίνοντας πως, οι άνθρωποι που είναι θαμμένοι, δεν ανήκαν στις βασιλικές οικογένειες. Δεν υπάρχουν φέρετρα, οι μούμιες είναι θαμμένες στην άμμο, ενώ η ταρίχευση δεν είναι άρτια στους περισσότερους νεκρούς".



    Επιπλέον, αυτό που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους επιστήμονες, είναι ότι, παρά την ταπεινή καταγωγή των νεκρών, ανακαλύφθηκαν όμορφα αντικείμενα, όπως λινά υφάσματα, γυάλινα αντικείμενα και παιχνίδια. "Όποιος πλούτος τους ανήκε, θάφτηκε μαζί τους", ανέφερε ο επικεφαλής της αρχαιολογικής έρευνας.





    http://www.protothema.gr

    Ο «νεκρός» της οδού Ελευσινίων

    $
    0
    0


    ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ


    Στην οδό Ελευσινίων, στο Μεταξουργείο. Ενα σπίτι-σύμβολο.
    ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
    Η προοπτική να περπατήσω από τον σταθμό του μετρό στο Μεταξουργείο ώς το θέατρο Επί Κολωνώ με γέμιζε με το γλυκό αίσθημα της περιέργειας. Συνήθως πήγαινα με αυτοκίνητο, αλλά η περιπατητική διάθεση απέναντι στην πόλη με οδηγούσε στον ποδαρόδρομο. Ρουφούσα με το βλέμμα τα σπίτια και τους δρόμους, παρατηρούσα τους περαστικούς, ντόπιους, τουρίστες και μετανάστες. Ημουν στο Μεταξουργείο με κατεύθυνση τον Κολωνό και για μια στιγμή άστραψε στο μυαλό μου η σκέψη ότι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε τίποτε πιο «αθηναΐκό» από το να περπατήσω σε αυτούς τους δρόμους.

    Πίσω από το ξενοδοχείο «Στάνλεϊ», στην οδό Οδυσσέως, αναζήτησα πάλι τα διώροφα σπίτια στη σειρά, όλα μεσοπολεμικά, από τον διακοσμητικό εκλεκτικισμό του ’20 ώς τον αυστηρό μοντερνισμό του ’30, μια φρίζα παλαιοαθηναϊκής ατμόσφαιρας. Για κάποιον λόγο αναζητούσα «κάδρα» να γαντζώσω το βλέμμα μου. Οχι απαραίτητα σπαράγματα ομορφιάς, αλλά κομμάτια ζωής που αναβλύζει, ζώσα ή ως υπόμνηση.

    Γι’ αυτό με αιφνιδίασε όταν έπεσα σε μια εικόνα που ήταν, φαινομενικά, το αντίθετο αυτού που αναζητούσα. Καθώς είχα βγει στη Λένορμαν με κατεύθυνση τις γραμμές του τρένου, κοντοστάθηκα στη γωνία με την οδό Ελευσινίων. Αυτός ο δρόμος με το «μυθικό» όνομα κατέληγε σε ένα γοητευτικό ημικυκλικό κτίριο. Στο ισόγειο υπήρχε ένα συνεργείο αυτοκινήτων και στον εξώστη που διαγραφόταν σαν ακρόπρωρο κυμάτιζε μια γαλανόλευκη. Ηταν μια παράδοξη, ελκυστική εικόνα, γλυκιά και σκληρή, που με έκανε να λοξοδρομήσω και να προχωρήσω στην οδό Ελευσινίων. Ηταν εκεί που με περίμενε η έκπληξη.

    Ακριβώς δίπλα ήταν ένα σπίτι που είχε καταρρεύσει. Εστεκε ένα κομμάτι μόνο με τις σάρκες του ξεκοιλιασμένες και τα σπλάχνα του σε κοινή θέα. Εμοιαζε βομβαρδισμένο, σκηνικό για τη «Μάνα Κουράγιο». Ηταν, όμως, απλώς ένα παλιό σπίτι της Αθήνας που έπεσε, όπως πέφτει ένα φύλλο ή όπως κλείνει τα μάτια ένας άνθρωπος. Εστεκε με μία θεατρική δραματικότητα. Μου ήρθαν στον νου σκηνές από τη Συρία ή το Ιράκ, από έργα του Μπέκετ ή του Μπρεχτ, από επικά δράματα βουβών μονολόγων. Αυτό το σπίτι είχε μια ζωή από μόνο του έτσι όπως στεκόταν εκεί νεκρό χωρίς ψιθύρους ή σκιές. Σαν νεκρός πολέμου σε ακαμψία.

    Εμενε να συμβολίζει τον κύκλο ζωής μιας ατέλειωτης σειράς ανώνυμων σπιτιών που έδωσαν κάποτε αίμα στην Αθήνα, που γέμισαν με φως και σκιές τη ζωή της πόλης. Θυμήθηκα ένα δημοσίευμα προ πολλών ετών για ένα άλλο σπίτι στην οδό Κολοκυνθούς, που είχε ξαφνικά καταρρεύσει. Ενα δίπατο, με το μαρμαρόγλυπτο μπαλκόνι του, στέμμα σε σωρό από πέτρες. Ηρθαν στον νου σκηνές από σεισμούς στη Μεσσήνη το 1908, στο Αργοστόλι το 1953. Από κατεδαφίσεις, με μαστόρους να σκάβουν ρυθμικά τα πέτρινα σπίτια της Αθήνας. Είδα το σπάραγμα του κτιρίου της Πρωίας στην Πανεπιστημίου, στη «θεατρική» φωτογραφία του Στέλιου Σκοπελίτη, έφερα την προοπτική του επίσημου και δημόσιου στο αφανές και λαϊκό. Αυτό το σπίτι, σαν σφάγιο, σαν λάφυρο, σαν κουφάρι και συλημένος τάφος, έστεκε μπροστά μου, στην οδό Ελευσινίων, ένα προχωρημένο απόγευμα του Ιουλίου, όπως ένα καράβι μνήμης πάνω στις ράγες όλης της πόλης. Ηταν μία αποκάλυψη, ένα νεύμα και ένα σημάδι για τα κοιτάσματα της Αθήνας που βγαίνουν αναπάντεχα στο φως.

    Εν Αθήναις...όσο υπάρχουν άνθρωποι

    $
    0
    0



    Σε διάφορα μέσα εμφανίστηκαν  για μια ακόμα φορά λίγο πριν τις γιορτές τα δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για μυστηριώδεις μαυροφορεμένες γυναίκες που πληρώνουν...
    (με 3.000 ευρώ έκαστη) τους καταστηματάρχες της μεγαλύτερης αγοράς
     της πρωτεύουσας προκειμένου να αγοράσουν προϊόντα άποροι ή χαμηλόμισθοι 
    συνάνθρωποί μας.
    Και είναι αλήθεια όπως δηλώνουν οι έμποροι στην Βαρβάκειο...
    Κάθησαν δίπλα στα ταμεία των κρεοπωλείων και έβλεπαν και πλήρωναν.
    Άλλοι λένε ότι είναι κάποια πολυεθνική άλλοι ότι πρόκειται για κάποιον
    πολύ εύπορο που δεν θέλει την δημοσιότητα.
    Οι γυναίκες αυτές συνοδευόντουσαν από σεκιουριτάδες και είναι φυσικό
    γιατί κυκλοφορούσαν με αρκετά μετρητά.
    Χρόνια πίσω τέτοιες ημέρες στην παλιά γειτονιά υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι
    με οικονομική άνεση που βοηθούσαν συνανθρώπους τους.
    Επισκεπτόντουσαν τον μπακάλη και ζητούσαν τα τεφτέρια των φουκαράδων
    και τα εξωφλούσαν με ρητή εντολή να κρατηθεί η ανωνυμία τους.
    Στον κρεοπώλη έδιναν ονόματα και διευθύνσεις για να στείλουν
    κρέας την Παραμονή των Χριστουγέννων.
    Φυσικά όλοι υποψιαζόντουσαν ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι αλλά δεν
    είχαν αποδείξεις.
    Τέτοιοι ευεργέτες υπήρχαν και στην Αμερική στην Αυστραλία που είχαν
    φύγει μετανάστες από την γειτονιά και δεν ξεχνούσαν στις γιορτές
    των Χριστουγέννων να στέλνουν κάρτες ευχετήριες με δολάρια σε παλιούς
    τους γείτονες που γνώριζαν ότι είχαν ανάγκη.
    Χαρακτηριστική η φωνή του ταχυδρόμου όταν έμπαινε στην αυλή
    και φώναζε το όνομα του αυλικού συγκάτοικου αλλά και την προέλευση
    της επιστολής.
    Συνηθισμένες αυτές οι εικόνες τότε!

    πίσω στα παλιά

    Η απονομή των Ελληνικών ΟSCAR!!!!

    $
    0
    0


    Βλακείας στον Έλληνα ψηφοφόρο





    Μοντάζ


    Β΄αντρικού ρόλου



    Α΄αντρικού ρόλου

    Από τα παλιά...

    $
    0
    0



    Ελληνόπουλα κουβαλάνε τα όπλα και τα εφόδια των μόλις αφιχθέντων Γάλλων στρατιωτών στη Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 1916. (Φωτογραφία του Ariel Varges, © IWM Q32533)
     Πηγή: www.lifo.gr
    Viewing all 12885 articles
    Browse latest View live


    <script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>