Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Εν Αθήναις....τα καλά της κρίσης

$
0
0




Συνήθεια των τελευταίων χρόνων περπατώντας στο Κέντρο της Αθήνας
τα πρωϊνά μέσα στα στενά στις κεντρικές οδούς στην αγορά ...
να έχεις την καχυποψία του "πεσίματος".
Πρεζάκια...καλντεριμιτζούδες ανάλογα με την Εθνικότητα τα στέκια τους...
σύγχρονοι πορτοφολάδες με την μέθοδο του σπρωξίματος....μπουκαδόροι
σε σταθμευμένα αυτοκίνητα μπροστά στο κόκκινο φανάρι...πωλητές ναρκωτικών...
κλεμμένων χρυσαφικών και αρπαγμένων από λαιμούς με σπασμένες αλυσίδες και άλλους....πωλητές "μαϊμούδων"σε αφθονία ...σκραπάδες με τα καροτσάκια σούπερ μάρκετ... επαίτες και άλλους που ξεχνάω.
Η είδηση ποιά είναι;
Απλά δεν τους βλέπω σε αφθονία....
Μα τι έγινε και "καθάρισε"το Κέντρο;
Οι "σκούπες"της Αστυνομίας δεν ακούγονται....
Τώρα να περνάς από την Σωκράτους....την Βερανζέρου...πίσω από την Ομόνοια
καμαρωτός και αδιάφορος δεν είναι μικρό πράγμα και έχω χρόνια να το δω.
Σκέφθηκα αμέσως ένα φίλο από τα παλιά που έχει ένα μαγαζάκι κάπου εκεί κοντά.
Είναι ο γυιός του τώρα κουμανταδόρος και αυτός κάθεται σε μια γωνιά
γιατί αν δεν κατέβει έστω και μια ημέρα στην Αθήνα...θα πεθάνει όπως μου είπε.
Όσοι δούλεψαν από παιδιά στο Κέντρο τον καταλαβαίνουν....
Η εξήγηση του φίλου μου για την αυτόματη πτώση της εγκληματικότητας
για να το θέσουμε επιστημονικά είναι η κορύφωση της κρίσης.
Έγινε στην συνέχεια αναλυτικός....
Δεν υπάρχει χρήμα πλέον οπότε ουκ αν αρπάξεις παρά του μη έχοντος...
ούτε να περιμένεις βοήθεια για "κουλούρι"-πρέζα.
Ότι χρυσαφικά έβαζαν στους λαιμούς και τους τα βούταγαν στον δρόμο
έχουν κατατεθεί στα ΑΓΟΡΑΖΩ ΧΡΥΣΟ.
Οι καλοστεκούμενες καλντεριμιτζούδες την κοπάνισαν για άλλη γη άλλα μέρη....
οι υπόλοιπες αποσύρθηκαν ελλείψει πελατείας ακόμα και δεκάρικου σύμφωνα
με τα τελευταία τιμολόγια.
Κάποτε στην Πλατεία Λαυρίου και παρακάτω στην Γ΄Σεπτεμβρίου
οι μελαμψές από Νιγηρία κ.λ.π. και οι άλλες από τις Ανατολικές Χώρες
έκαναν καλό ταμείο με κύριους πελάτες τους συνταξιούχους που κατέβαιναν
να ψωνίσουν από την Βαρβάκειο...για σπιτική δικαιολογία.
Οι συντάξεις τσεκουρώθηκαν και δεν φτάνουν ούτε για τα όσπρια.

Συνοψίζοντας....η κρίση καθαρίζει  το Κέντρο της Αθήνας.

πίσω στα παλιά


Η Ραμόνα της Τρούμπας!

$
0
0
Η Ραμόνα της Τρούμπας!

Η μοιραία αρτίστα που «έβαλε φωτιά» στην Τρούμπα με την ομορφιά της.
 Η δολοφονία του νεαρού εραστή της στη μέση του δρόμου από τον οργισμένο αντίζηλό του... 

Μια «αρτίστα» που έφερε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ραμόνα, εργαζόταν σε ένα Καμπαρέ της Τρούμπας, το «Ιντερνάσιοναλ». Από τις δέκα το βράδυ και μετά, το Ιντερνάσιοναλ ήταν ασφυκτικά γεμάτο από άνδρες διαφορετικής ηλικίας αλλά και οικονομικής επιφάνειας που ήλπιζαν για την συντροφιά της. Όταν το Καμπαρέ έκλεινε, ο «τυχερός» της βραδιάς τη συνόδευε μέχρι το σπίτι της, σε μια βόλτα που άφηνε πολλά να εννοηθούν. Άλλοι τα κατάφερναν κι άλλοι όχι. Η αποχώρηση όμως από το Καμπαρέ ως συνοδός της Ραμόνα, ήταν αρκετή για να κερδίσεις τον θαυμασμό των υπολοίπων.... 




Όμως πολλές νύχτες στη σειρά, η  Ραμόνα επέλεγε την συνοδεία ενός νέου με μεγάλη οικονομική επιφάνεια καταγόμενου από καλή οικογένεια, του Σωτήριου Καλογερόπουλου, προκαλώντας την αντίδραση του Αργύριου Τζώρτζη, γνωστού μάγκα στους κύκλους του Πειραιά. Αποκαλείτο «μορτάκιας», λεμβούχος στο επάγγελμα και γνωστός χαρτοπαίκτης των λεσχών.... 

Ο Μορτάκιας έπιασε τον ευγενή νέο και τον απείλησε να διακόψει τις νυχτερινές συνοδείες. Ο Καλογερόπουλος όμως δεν έδινε σημασία και συνέχιζε τις καθημερινές διαδρομές. Η περιφρόνηση που έδειχνε προς τον «Μορτάκια» τρέλαινε τον λεμβούχο που πίστευε ότι μείωνε τη «φήμη» του στους κύκλους της Τρούμπας. Δολοφονία για τα μάτια της Ραμόνας Έτσι, ο «Μορτάκιας» το βράδυ της 18 Οκτωβρίου του 1929 περίμενε τον Σωτήρη στο Καφενείο που σύχναζε, στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Α΄ και Ελ. Βενιζέλου (Καφενείο του Κοκοράκη) και τον εξετέλεσε, πυροβολώντας τον με περίστροφο στο στήθος και στο πρόσωπο. Μετά τον φόνο, ο «Μορτάκιας» εξαφανίσθηκε προκαλώντας αγανάκτηση στην πειραϊκή κοινωνία, καθώς το θύμα ήταν ένας  ευγενικός νέος, που θεωρήθηκε ότι μπλέχτηκε στα δίχτυα της Ραμόνα…... 




Η Ραμόνα που θεωρήθηκε ως η αιτία αλλά και η αφορμή του φόνου, αποτέλεσε αντικείμενο κοινωνιολογικής έρευνας, καθώς θεωρήθηκε πως γυναίκες σαν εκείνη, ήταν υπεύθυνες για τον ξεπεσμό της κοινωνίας. Έπαιζαν με τους άνδρες, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεών τους. Έτσι περισσότερο και από τον δολοφόνο, όλη η δημοσιότητα στράφηκε στο πρόσωπο της Ραμόνας.... 





Οι τίτλοι των εφημερίδων «Η ανεύθυνος ολέθρια επίδρασή της» – «Κλυταιμνήστρα» – «Μεγάλαι ιστορικαί συμφοραί προήλθον από την μοιραίαν γυναίκαν».
 Ο Αρθρογράφος αναρωτιέται:  «Πόσαι Ραμόναι γυρίζουν περί ημάς; Τας βλέπουμε εις τον δρόμον, εις τα κέντρα συναθροίσεων, εις συναναστροφάς. Καταστρέφουν οικογενείας, γαμήλιον βίον, συζύγους, παιδιά, συγγενείς.  Κυρίως όμως η έκφραση «μοιραία γυναίκα» ταυτίστηκε έκτοτε με κάθε φόνο που λάμβανε χώρα με αφορμή μια γυναίκα. Η έκφραση «μοιραία γυναίκα» που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση της Ραμόνας, βρίσκεται σε χρήση μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι λίγες οι φορές που διαβάζουμε σε τίτλους «μοιραία γυναίκα». Τελικώς ο δράστης Τζώρτζης (ο Μορτάκιας) συλλαμβάνεται στην Αίγυπτο, όπου είχε καταφύγει δύο χρόνια μετά τον φόνο. Τον Σεπτέμβριο του 1931 παραδίδεται από την αιγυπτιακή αστυνομία στην Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά όπου και κρατήθηκε μέχρι την εκδίκασή του στον Παλαιό Στρατώνα του Πειραιά.
 Πηγή:  Πειραιόραμα, άρθρο του  Στέφανου Μίλεση... 
mixanitouxronou
zougla.gr

Η ΚΑΛΠΙΚΗ ΛΙΡΑ (1955)

$
0
0
http://greekddl.eu

Δημοσιευμένη  εικόνα

(DVDRip - Λογοθετίδης - easybytez - filefactory)

Δημοσιευμένη  εικόνα

Είδος: Σπονδυλωτή Κωμωδία, Δράμα,Ρομαντική
Διάρκεια: 127 λεπτά
Χρώμα: Ασπρόμαυρο
Ήχος: Mono
Γλώσσα: Ελληνικά
Παραγωγή: Ανζερβός
Παραγωγής: 1955
Επίσημη Πρεμιέρα: 28 Δεκεμβρίου 1955
Σκηνοθέτης: Γιώργος Τζαβέλλας
Σεναριογράφος: Γιώργος Τζαβέλλας
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Δημοσιευμένη  εικόνα

Δημοσιευμένη  εικόνα

Δημοσιευμένη  εικόνα

Δημοσιευμένη  εικόνα


Ηθοποιοί: 
Δημήτρης Μυράτ (αφηγητής) 
Βασίλης Λογοθετίδης
Ίλια Λιβυκού
Θάνος Τζενεράλης
Βαγγέλης Πρωτοπαππάς
Μίμης Φωτόπουλος
Σπεράντζα Βρανά
Ράλλης Αγγελίδης
Νίκος Φέρμας
Ορέστης Μακρής
Λαυρέντης Διανέλλος
Μαρία Καλαμιώτου
Λέλα Πατρικίου
Γιώργος Βλαχόπουλος
Τάκης Παναγιωτόπουλος
Γ Κατοπόδης
Δημήτρης Χορν
Έλλη Λαμπέτη
Ζώρας Τσαπέλης
Άννα Ρούσσου
Δέσποινα Παναγιωτίδου
Γιάννης Ιωαννίδης
Βασίλης Αφεντάκης
Κώστας Πομόνης
Αθανασία Μουστάκα
Λούλα Ιωαννίδου
Μιχάλης Παπαδάκης
Ταϋγέτη Μπασούρη
Π Βλάχου
Νινέττα ... 
Γεράσιμος Λιβαδάς
Γιώργος Καρέτας


Υπόθεση:

Ιστορία μιας κάλπικης λίρας:
Ο Γ. Τζαβέλλας μας παρουσιάζει ένα σπονδυλωτό έργο που αποτελείται από τέσσερις διαφορετικές ιστορίες τις οποίες ενώνει μία κάλπικη λίρα. Οι ηθοποιοί που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν τους ρόλους αποτελούσαν την αφρόκρεμα του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου της εποχής: Λογοθετίδης, Λιβυκού, Φωτόπουλος, Διανέλλος, Βρανά, Μακρής, Λαμπέτη, Χορν. Οκτώ μεγάλα ονόματα και ανάμεσα σε αυτά τέσσερις συγκλονιστικοί ηθοποιοί (Λογοθετίδης, Φωτόπουλος, Λαμπέτη, Χορν). Αφηγητής και συνδετικός κρίκος των ιστοριών , ο Δημήτρης Μυράτ με την χαρακτηριστική του φωνή.

Ο Ανάργυρος ( Βασίλης Λογοθετίδης) είναι ένας τίμιος χαράκτης. Πέφτει όμως στα δίκτυα της κυρίας Φιφής (Ίλια Λιβυκού) και από χαράκτης γίνεται παραχαράκτης για τα δυο της όμορφα μάτια. Φτιάχνει λοιπόν την πρώτη του και μοναδική κάλπικη λίρα που του στοιχίζει όσο 100 αληθινές. Και ενώ η εμφάνιση της είναι αψεγάδιαστη, ο ήχος της την προδίδει. Για να απαλλαγεί από τα πειστήρια του εγκλήματος ο Ανάργυρος αφήνει την λίρα ως ελεημοσύνη σε έναν τυφλό.

Εδώ αρχίζει η δεύτερη ιστορία με πρωταγωνιστή τον Μίμη Φωτόπουλο στο ρόλο του επαγγελματία αόμματου που κερδίζει τα προς το ζην με το να κοροϊδεύει τον κόσμο ζητιανεύοντας και αφού προσπαθεί να ξεφορτωθεί την κάλπικη λίρα χωρίς επιτυχία, αποφασίζει να την δώσει στη Μαρία ( Σπεράντζα Βρανά στο ρόλο της κοκότας) ως πληρωμή για μια νύχτα αγάπης. Μόνο που το ξημέρωμα ανακαλύπτει πως η λίρα έχει πέσει από την τρύπια του τσέπη.

Την λίρα βρίσκει ένα μικρό κοριτσάκι η Φανίτσα (το ρόλο υποδύεται η μικρή Μαρία Καλαμιώτου) η οποία έχοντας ορφανέψει από πατέρα ( Λαυρέντης Διανέλλος) και έχοντας μια μητέρα άρρωστη και έναν στριμμένο σπιτονοικοκύρη τον Κύριο Μαυρίδη ( Ορέστης Μακρής) προσπαθεί να τα βγάλει πέρα πουλώντας λουλούδια. Όταν φτάνει σε σημείο απόγνωσης προσπαθεί να εξαργυρώσει την λίρα όμως δεν τα καταφέρνει καθώς κανείς δεν την παίρνει. Κανείς, παρά μόνο ο τσιγκούνης Μαυρίδης που μολονότι ξέρει πως είναι κάλπικη, βοηθάει την Φανή και ζητάει να γίνει ο «νέος»της πατέρας. Βέβαια μην ξεχνάμε και την τσιγγουνιά. Η κάλπικη λίρα μπαίνει ως φλουρί στην πρωτοχρονιάτικη πίτα της οικογένειας Μαυρίδη.

Και εδώ ερχόμαστε στην τελευταία ιστορία. Την λίρα κερδίζει ένα νιόπαντρο ζευγάρι η Αλίκη και ο Παύλος ( Έλλη Λαμπέτη– Δημήτρης Χορν). Μόνο που η λίρα δεν τους φέρνει ευτυχία. Κάλπικη λίρα, κάλπικη αγάπη. Με απλότητα και ειλικρίνεια ο Τζαβέλλας επανατοποθετείται πάνω σε μία βασική αρχή: το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία. Το μύνημα παρ΄όλο που θα μπορούσε, δεν είναι καθόλου ηθικοπλαστικό.


Βραβεία στα Φεστιβάλ Βενετίας, Μπάρι και Μόσχας
Επίσημη συμμετοχή στo Φεστιβάλ των Καννών
Επίσημη συμμετοχή στo Φεστιβάλ Karlovy Vary

Αφίσες εποχής:


Δημοσιευμένη  εικόνα

Η άγνωστη Ελληνίδα βασίλισσα

$
0
0


Ελισάβετ της Ριυμανίας 4
Είναι η πιο άγνωστη Ελληνίδα βασίλισσα. Πρέπει να είναι κανείς εξπρέρ στα… μοναρχικά για να θυμηθεί ότι το ελληνικό στέμμα το φόρεσε και μια πριγκίπισσα από τη Ρουμανία.
Η εξήγηση είναι μάλλον απλή. Η Ελισάβετ, αυτό είναι το όνομά της, έμεινε ελάχιστα στην Ελλάδα κι ο σύζυγός της ο Γεώργιος ο Β’ έμεινε παντρεμένος στο θρόνο ακόμη λιγότερο.
Κι όμως όλα είχαν αρχίσει σαν παραμύθι. Με διαδόχους και πριγκίπισσες. Και βασιλικούς γάμους. Μόνο οι καλές νεράιδες έλειπαν. Όμως στην Ευρώπη του μεσοπολέμου οι καλές νεράιδες ήταν πιο σπάνιες κι από τη δημοκρατία.
Γεώργιος και Ελισάβετ σέ εξοχή του Λονδίνου το 1931
Γεώργιος και Ελισάβετ σέ εξοχή του Λονδίνου το 1931
* Στο Βουκουρέστι στις 27 Φεβρουαρίου 1921 ο διάδοχος του ελληνικού θρόνουΓεώργιος παντρευόταν την κόρη του βασιλιά της Ρουμανίας Φερδινάνδου Α’, τηνΕλισάβετ.
Δεκαεννιά μήνες αργότερα το ζευγάρι θα ανέβαινε στο θρόνο της Ελλάδας. Όχι για πολύ. Η πρώτη περίοδος της βασιλείας του Γεωργίου κράτησε 13 μήνες όλους κι όλους. Από τις 27 Σεπτεμβρίου 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την παραίτηση του πατέρα του Κωνσταντίνου Α’ μέχρι τις 22 Νοεμβρίου 1923 που η επαναστατική επιτροπή του είπε ευγενικά να τα μαζεύει και να φύγει. Τους άκουσε και πήγε στη πατρίδα της γυναίκα του, στη Ρουμανία.
Η Ελενα της Ελλάδος δεν ταίριαξε κι αυτή με τον ερωτύλο Κάρολο
Η Ελενα της Ελλάδος δεν ταίριαξε κι αυτή με τον ερωτύλο Κάρολο
* Στις 10 Μαρτίου 1921, λίγες μέρες μετά το γάμο του Γεωργίου ο διάδοχος του Ρουμανικού θρόνου ο Κάρολος παντρευόταν στη Μητρόπολη της Αθήνας την αδελφή του Γεωργίου την Ελένη. Έτσι οι δεσμοί ανάμεσα στα ζευγάρια έγιναν πιο στενοί. Ή μήπως όχι;
Η Ελισάβετ με τη μητέρα της Μαρία και την αδελφή της Μαριάνα. Οι σχέσεις μάνας και κόρης ήταν κάκιστες. Η βασίλισσα Μαρία αγαπούσε τη φιλάργυρη Μαριάνα και τη σκανδαλιάρα Ιλεάνα
Η Ελισάβετ με τη μητέρα της Μαρία και την αδελφή της Μαριάνα. Οι σχέσεις μάνας και κόρης ήταν κάκιστες. Η βασίλισσα Μαρία αγαπούσε τη φιλάργυρη Μαριάνα και τη σκανδαλιάρα Ιλεάνα
Στην Αθήνα η Ελισάβετ αντιμετώπιζε την ψυχρότητα της πεθεράς της, αλλά και του συζύγου της. Ξινός μέχρι αηδίας ο Γεώργιος ήταν τότε γερμανόφιλος και κλειστός στον εαυτό του. Αργότερα στη δεύτερη βασιλική του θητεία θα παρέμενε….ξινός, αλλά θα γινόταν αγγλόφιλος.
Σπάνια φωτογραφία του γάμου του Γεώργιου με την Ελισάβετ.
Σπάνια φωτογραφία του γάμου του Γεώργιου με την Ελισάβετ.
Ο Κάρολος πάλι είχε βγάλει όνομα στο Βουκουρέστι για τα σκάνδαλά του. Η ελληνικής καταγωγής Ζιζί Λαμπρινού είχε αποκτήσει μαζί του ένα αγοράκι τον Μιρτσέα Γρηγόριο Λαμπρινό που πέθανε το 2006 στο Λονδίνο στα 86 του χρόνια. Με την Λαμπρινού ο Κάρολος είχε παντρευτεί στην Οδησσό, στην Ουκρανία στις 31 Αυγούστου 1918, αλλά το 1919 ο γάμος τους ακυρώθηκε. Παρ’ όλα αυτά συζούσε μαζί της.
Ο Κάρολος Β'της Ρουμανίας
Ο Κάρολος Β'της Ρουμανίας
Ακόμη και τη δική μας πριγκίπισσα την… κατέστησε έγκυο, όπως θα έγραφαν και οι κοσμικές στήλες της εποχής, μερικούς μήνες πριν το γάμο. Κι όταν γεννήθηκε ο γιος της ο Μιχαήλπροσπαθούσαν να πείσουν τον κόσμο ότι μπορεί να γεννηθεί ένα υγιέστατο παιδάκι στους έξι μήνες.
Ο Γεώργιος την κοπάνησε γρήγορα από το Βουκουρέστι για το Λονδίνο. Εκεί σιγά – σιγά γνώρισε μια Αγγλίδα που έγινε ερωμένη του και κρατήθηκε στη σκιά του μέχρι το τέλος της ζωής του (πέθανε την 1η Απριλίου 1947 ενώ ήταν 56 χρόνων).
Δεν πρόκειται να δείτε σε καμία φωτογραφία τις γάμπες της Ελισάβετ. Όχι από σεμνοτυφία. Έπασχε από ένα είδος... ελεφαντίασης και οι γάμπες της ήταν χοντρές. Ετσι κατέφευγε πάντα σε μακριά φορέματα
Δεν πρόκειται να δείτε σε καμία φωτογραφία τις γάμπες της Ελισάβετ. Όχι από σεμνοτυφία. Έπασχε από ένα είδος... ελεφαντίασης και οι γάμπες της ήταν χοντρές. Ετσι κατέφευγε πάντα σε μακριά φορέματα
Όμως κι η Ελισάβετ δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Το ελληνικό αίμα την τράβηξε και στο Βουκουρέστι στο Μέγαρο των Νεγρεπόντηδων γνώρισε τον ανιψιό της οικογένειαςΣάντι Σκαναυήμε τον οποίο δέθηκε περισσότερο του αναμενομένου. Το διαζύγιό της με τονΓεώργιο βγήκε στις 6 Ιουνίου 1935 λίγους μήνες πριν αρχίσει η δεύτερη βασιλική θητεία του.
Κι ο αδελφός της ο Κάρολος όμως δεν τα πήγε καλά με την δική του γυναίκα. Παράτησε στα κρύα του λουτρού την Ειρήνη (το διαζύγιο βγήκε στις 21 Ιουνίου1928) για την Μάγδα Έλενα Λουπέσκου μια εβραϊκής καταγωγής κόρη φαρμακοποιού που ήταν παντρεμένη με έναν αξιωματικό του στρατού. Ο Κάρολος κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να τίποτα να περάσει τον γάμο και για να μην την ξαναπατήσει παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Μιχαήλ. Έτσι όταν πέθανε ο Φερδινάνδος της Ρουμανίας το 1927 ο Μιχαήλ έγινε βασιλιάς. Το 1930 η ναζιστική «σιδηρά φρουρά» έφερε πίσω τον Κάρολο Β’. Στα 10 χρόνια που έμεινε στην εξουσία με την Λουπέσκου κατάφερε να μισηθεί απ’ όλους. Όχι για τις περιπέτειές του, αλλά για τις περιπέτειες στις οποίες έβαζε τη χώρα του. Τη Βεσαραβία την έδωσε στους Σοβιετικούς, τη βόρεια Τρανσυλβανία στους Ούγγρους και τη Δοβρυτσά στους Βουλγάρους. Έτσι ήθελαν οι Γερμανοί. Ακόμα και η «σιδηρά φρουρά» επαναστάτησε. Τον ανέτρεψε με πραξικόπημα κι επανέφερε τον Μιχαήλ ο οποίος θέλησε να αποκαταστήσει και τη μητέρα του. Της έδωσε τον τίτλο της «βασιλομήτορος». Κι οΜιχαήλ δεν είδε προκοπή. Η Ρουμανία συνεργάστηκε με τον Άξονα και το1947 καθαιρέθηκε.
Κι η Ελισάβετ της Ρουμανίας; Η θεία του τι να έγινε; Το ειδύλλιο της με τον Σκαναυή έδωσε τη θέση του σε άλλο κι όταν υποχρεώθηκε να φύγει κι αυτή από τη Ρουμανία το 1947 προτίμησε τις Κάνες στη Γαλλία. Εκεί βρήκε ένα νεότερο της στον οποίο άφησε την περιουσία της. Μάλιστα λίγο πριν πεθάνει στις 14 Νοεμβρίου 1956 (60 χρόνων) τον υιοθέτησε.
Ο Κάρολος πέθανε στις 4 Απριλίου 1953 στο Εστορίλ της Πορτογαλίας. Ήταν 59 χρόνων. Έξι χρόνια νωρίτερα στις 3 Ιανουαρίου 1947 σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Ρίο είχε παντρευτεί την Μάγδα Λουτσέσκου.
Κάρολος και Μάγδα το 1940 στην Καραϊβική, λίγο μετά την εκθρόνισή τους
Κάρολος και Μάγδα το 1940 στην Καραϊβική, λίγο μετά την εκθρόνισή τους
Κάρολος και Μάγδα πολλά χρόνια αργότερα στο Εστορίλ
Κάρολος και Μάγδα πολλά χρόνια αργότερα στο Εστορίλ
Διαβάσαμε πριν γράψουμε:
Ρούσσος Γεώργιος: Ελληνίδες βασίλισσες, περιοδικό Ταχυδρόμος, 6 Δεκεμβρίου 1956
Ρούσσος Γεώργιος: Νεώτερη ιστορία του ελληνικού έθνους.
Δομή: Εγκυκλοπαίδια
Wikipedia

Εν Αθήναις....στο χρυσοχοείο

$
0
0


Η οδός Πανεπιστημίου χαμηλά προς Ομόνοια την δεκαετία του ΄50....
Κάπου εκεί υπήρχε και ένα μικρό χρυσοχοείο που χωρούσε τον χρυσοχόο
και καναδυό πελάτες.
Όταν εξυπηρετούσε και έμπαινε άλλος τον παρακαλούσε να κάνει μια βόλτα και να
ξαναπεράσει...έτσι απλά.
Η πελατεία του συγκεκριμμένη και ο ένας πελάτης πήγαινε τον άλλον...
Ειδικότητα οι αρραβώνες... οι γάμοι...τα βαφτίσια....
Είχε προσιτές τιμές και έπαιρνε και κανένα γραμμάτιο.
Βέρες...δαχτυλίδια....ξενόκουμπα...καδένες....χρυσοί σταυροί του νονού κ.λ.π.
Ανάλογα με το πορτοφόλι 14ρι ή 18ρι σε καράτια...
Ήταν και καλός τεχνίτης στένευε ...και μεγάλωνε δαχτυλίδια αλλά και κολλούσε
την χρυσή λίρα σε αυτά  ή το φλουρί.



Ήταν της μόδας τότε ....
Τα κειμήλια επίσης τα συντηρούσε ...
Η μάνα του γαμπρού θα έδινε στην νύφη το παλιό δαχτυλίδι που είχε από την πεθερά της και άρεσε δεν άρεσε εκείνη θα έπρεπε να το μοστράρει σε οικογενειακές συνάξεις.





Το βράδυ έκλεινε το μαγαζί αφού τακτοποιούσε το εμπόρευμα 
στο παλιό χρηματοκιβώτιο.
Φαινότανε αυτό και απ΄έξω από την μικρή βιτρίνα...σήμερα ακούγεται
περίεργα.
Χαρακτηριστικά τα μικρά χάρτινα κουτάκια με το χρωματιστό βαμβάκι
που χρησιμοποιούσαν για συσκευασία δώρου.
Στις ημέρες μας υπάρχουν ελάχιστα μικρά χρυσοχοεία από τα παλιά πίσω από το Σύνταγμα στα μικρά εμπορικά στενά.
Εξακολουθούν να βάζουν στις μικρές βιτρίνες τους την πραμάτεια τους που θα την λέγαμε ρετρό.
Ηλικιωμένοι οι ιδιοκτήτες τους κάθονται πίσω από τον παλιό πάγκο με το δυνατό
πορτατίφ και με τον ειδικό μεγενθυτικό στο μάτι παλεύουν κάποιο κόσμημα.
Σίγουρα στις ημέρες μας υπάρχουν και γι αυτόν πελάτες.

πίσω στα παλιά

Η εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου Σταυροδρομίου...στην Πόλη

Ο Πεινάααααω ....

$
0
0


Πρώτο μέλημα του Σπύρου, ήταν να προμηθευτεί από τον Γερο-Τσάλτα δυό κιούπια λάδι που παράχωσε κάτω από τα πλακάκια της υπόγειας αυλής, που είχε ξεκολλήσει. Το λάδι αυτό στάθηκε σωτήριο για τον πρώτο τουλάχιστον καιρό της μεγάλης πείνας.
Οι φακές και τα φασόλια είχαν γίνει πια το καθημερινό μας μενού.
Αν περίσσευε καμμιά κουταλιά ξαναζεστανόταν με μπόλικο νερό για να αυγατίσει, μέχρι πια που το περιεχόμενο έχανε κάθε ίχνος νοστιμιάς.Η επιβίωσή μας πλέον είχε αρχίσει να μπαίνει σε κίνδυνο.Ένα πρωινό, εγώ και η Μιραντούλα μας, ξυπνήσαμε με πρησμένη κοιλιά.Ευτυχώς που η κυρά-Βάσω η σπιτονοικοκυρά, μας έδωσε μερικές φλούδες λεμόνια να δαγκώσουμε και να πάρουμε έτσι μερικές βιταμίνες.Δύο φορές άνοιξε η ξεπεσμένη μπιζουτιέρια των «πάλαι ποτέ Παρισίων» για να ενισχύσει το στομάχι μας, με τον θησαυρό της.Πάει ο σταυρός του πατέρα μου, πάνε τα δαχτυλίδια δώρα του άντρα μου, η χρυσή καδένα που στόλιζε κάποτε τον νεανικό μου μπούστο, τα μαργαριτάρια της Κονδύλως αγορασμένα στα ταξίδια του Καπετάν-Κωνσταντή στις αγορές της Ανατολής, έφυγαν ακόμα και οι βέρες που ένωσαν για πάντα την ζωή μου με τον Παρισινό. Όλα έγιναν αλεύρι, όσπρια, σύκα, καρύδια, κάστανα και λάδι. Ένα μόνο σώθηκε!
Το ζευγάρι με τα διαμαντένια σκουλαρίκια που μου φόρεσε η αγάπη μου για να τον θυμάμαι την τελευταία μέρα της παραμονής μας στο Παρίσι, μπροστά από το παράθυρο της κάμαρής μας με φόντο τον Σηκουάνα.
Η μνήμη του άντρα μου δεν γινόταν να ξεπουληθεί, να θυσιαστεί για ένα πιάτο φακές!
Τα σκουλαρίκια αυτά, αργότερα πολύ αργότερα όταν η ειρήνη επέστρεψε στον κόσμο και η ευτυχία βρήκε πάλι το κατώφλι μου, μοιράστηκαν σε τρία κομμάτια. Τα έξι μικρά διαμαντάκια του ζευγαριού έγιναν ένα δαχτυλίδι για την Καλλιόπη. Το ένα από τα δύο μεγαλύτερα διαμάντια, δαχτυλίδι για την Ελένη και το δεύτερο κομμάτι, δαχτυλίδι για την Μιράντα. Μ’αυτά στόλισα τα χέρια των κοριτσιών μου και εγώ με την σειρά μου, όπως ακριβώς κάποτε είχε στολίσει την νιότη μου, ο πατέρας τους! Αν δεν κάνω λάθος, το δαχτυλίδι της Μιράντας στολίζει τώρα πια και το δικό σου όμορφο χεράκι… Χρέος σου λοιπόν είναι να το φυλάξεις μέχρι νάρθει η στιγμή να στολίσεις και συ με την σειρά σου το χέρι της δικής σου κόρης!Κι’αν ποτέ δεν αποκτήσεις κόρη, να το φυλάξεις για την εγγονή ή την δισέγγονη που εύχομαι να προλάβεις να γνωρίσεις όπως πρόλαβα εγώ.
Αυτά τα διαμάντια δεν μπορούν και δεν πρέπει να στολίσουν γυναικεία χέρια που δεν κυλά στο αίμα τους το αίμα του Παρισινού-του Μινόρε μου!
Κανά δυο φορές στις αρχές ακόμα της κατοχής, ο Σπύρος με την Καλλιόπη και τον Νίκο, πήγαν στους συγγενείς μας στο Βόλο και συγκεκριμένα στην θεία τους Βασιλική γυναίκα του Γιώργου Θεοδώρου.Η επαρχία άργησε πολύ, ίσως και ποτέ δεν ένιωσε τι θα πει πείνα όπως η Αθήνα. Η Γης δεν φτωχαίνει ποτέ, ακόμα και να την κάψεις αυτή πάλι θα βρει τρόπο να σου φτιάξει γεννήματα και να σε ταίσει.  Δεν ήταν τυχαίο πως όλοι οι εσωτερικοί μετανάστες της πρωτεύουσας και των μεγάλων πόλεων, που είχαν διατηρήσει την γεωργική οικογενειακή περιουσία, επέστρεψαν πίσω στα χωριά και στους τόπους τους. Η Βασιλική, νάναι ελαφρύ το χώμα που τώρα την σκεπάζει, δύο φορές μας ενίσχυσε με αγαθά πρώτης ανάγκης.
Ο Χειμώνας του ’41-42 ήταν ο χειρότερος! Η μπότα του κατακτητή δεν άφηνε ούτε ψίχουλο πίσω για τον άμοιρο ελληνικό λαό.Είναι αδύνατον να ξεχάσω εκείνα τα πρωινά που η ανάγκη μ’έβγαζε στην γύρα σχεδόν αξημέρωτα, προς αναζήτηση οποιαδήποτε τροφής που θα γέμιζε το τσουκάλι μας, τις εικόνες που αντίκρυζα περνώντας έξω από τη πόρτα του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα στην πλατεία Κουμουνδούρου.Τα πεταμένα  από βραδύς μωρά σχημάτιζαν θαρρείς μπόγους ανθρώπινων σκουπιδιών, τα παραπονιάρικα από την πείνα κλάματά τους, όσων είχαν επιζήσει από το δριμύ κρύο της νύχτας, γίνονταν λόγχες και ξέσκιζαν την  καρδιά μου.Τα υπόλοιπα, τα ασάλευτα, περίμεναν το καρότσι του Δήμου που περνούσε να μαζέψει όλα τα ανθρώπινα κουφάρια που δεν είχαν αντέξει και είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή…στις γωνιές, στα παγκάκια, στις αυλόπορτες, στα σκαλιά της εκκλησίας.
Έσκυβα το κεφάλι, έκλεινα τα αυτιά μου, και δυνάμωνα το βήμα να ξεφύγω γρήγορα από το τόπο του μαρτυρίου. Ήταν κάτι παραπάνω από τις δικές μου δυνάμεις, δεν άντεχα σ’αυτή την καθημερινή δοκιμασία, γι’αυτό και σύντομα σταμάτησα να  βγαίνω έξω από το σπίτι.
Από τα τέλη του ΄42 που ο στρατός μας υποχώρησε και ο Γερμανικός κατέκτησε την χώρα, ο Σπύρος, δεν κράτησε καμία επαφή με την υπηρεσία του.
Είχε ήδη αρχίσει να ασχολείται με το εμπόριο, ή καλύτερα με το εμπόριο της μαύρης αγοράς, όπως άλλωστε η πλειοψηφία των κατοίκων.   
Στην αρχή έφτιαχνε μικρά σταφιδόψωμα (ο Θεός βέβαια να τα κάνει σταφιδόψωμα) τα οποία πουλούσε σ’ένα πάγκο που είχε στήσει στην οδό Αχιλλέως. 
Όλη η Αχιλλέως γεμάτη από πάγκους που αντάλλασσαν τρόφιμα του ενός είδους με τρόφιμα του άλλου είδους. Αργότερα άρχισε να εμπορεύεται κάστανα. Αυτή η επιχείρησή του όμως φαλίρισε πριν καλά-καλά αρχίσει διότι κατά την διάρκεια του βρασμού των κάστανων, χέρια πονηρά και πεινασμένα έκλεβαν τα κάστανα μέσα από το τσουκάλι.Μετρούσε και ξαναμετρούσε, ο δόλιος, τον αριθμό των κάστανων με τον αριθμό των χρημάτων που είχε εισπράξει και πάντα ήταν μείον.
Ώσπου μία μέρα εντόπισε την χασούρα…!
Η αρραβωνιαστικιά Μαρίτσα από την Καβάλα, μαζί με την δικιά μας Λένη από τον Βόλο είχαν οργανώσει την ομάδα σαλταδόρων της κατσαρόλας του Πίπη από την Αθήνα. Η Θεσσαλία με  την Μακεδονία είχαν συμμαχήσει εναντίον της πρωτεύουσας, οπότε όταν εκείνος δεν κοιτούσε κατά την ώρα της υποτυπώδους συσκευασίας τους, πότε η μία, πότε η άλλη έβρισκαν την ευκαιρία να ξεκλέβουν κάστανα  από τα οποία  έδιναν και μερικά, στα κρυφά πάντα, και στην μικρότερη την Μιράντα.Η δε Λένη, δεν της έφτανε το κλέψιμο, είχε βαλθεί να του σπάσει και τα νεύρα του φουκαρά του Σπύρου την ώρα που μετρούσε, ξαναμετρούσε και όλο μείον τάβρισκε. Θυμάμαι  ακόμα τους στίχους του τραγουδιού, που εκείνη σιγοτραγουδούσε, ενώ η Μαρίτσα μπουκωμένη, για να μη φανερωθεί, της κρατούσε τον ρυθμό με το χτύπο του ποδιού… 
Μικροί μεγάλοι γίνανε
μαυραγορίτες όλοι
κι αφήσαν όλο τον ντουνιά
με δίχως πορτοφόλι

Ακόμα κι οι γυναίκες τους
τη μαύρη κυνηγάνε
τσάντες τσουβάλια κουβαλούν
κανέναν δεν ψηφάνε

Πρωί και βράδυ τρέχουνε
στους δρόμους σαν κοράκια
πελάτες ψάχνουν για να βρουν
να γδάρουνε κορμάκια

Πουλήσαμε τα σπίτια μας
και τα υπάρχοντα μας
για δυο ελιές κι ένα ψωμί
να φάνε τα παιδιά μας.

Η Μιράντα δεν συμμετείχε στην αυτοσχέδια κομπανία των άλλων δύο, μέλημά της ήταν το σχολειό και οι σπουδές της στην μέση εμπορική σχολή Αθηνών(μικρή εμπορική την έλεγαν τότε)
Πάντα τα αδέλφια της φρόντιζαν και για το δικό της μερίδιο στον επιούσιο.
Ήταν η μικρή μας «πριγκίπισσα» !Το άξιζε όμως η καυμένη γιατί αρίστευε ακόμα και την εποχή των ισχνών αγελάδων.

Τον Χειμώνα του ΄42 τον ονόμασα Χειμώνα του Πεινάω!      

Ο Πεινάαααω ήταν ένας ψηλός μεσόκοπος άνδρας με φθαρμένο μαύρο κοστούμι και ξεσολιασμένα παπούτσια, μια φιγούρα που είχε ξεπέσει θαρρείς από τις επαύλεις της αριστοκρατίας στην πόλη των αθλίων.Με μάτια θολά, ταξιδεμένα στο άπειρο, γυρνούσε τους δρόμους και με φωνή βραχνή σαν γρύλισμα σκύλου, δήλωνε την πείνα του με ένα μακρόσυρτο Πεινάαααααω! . Πάντα όταν τον άκουγα να περνά απ’έξω μια κράμπα έπιανε το δικό μου άδειο στομάχι. Ήμουν σίγουρη πως δεν ήταν από την δική μου πείνα. Μερικές φορές μέσα στις τσέπες της ποδιάς μου, ξέμενε καμμιά μικρή χουφτίτσα σταφίδες, αποθηκευμένη εκεί πάντα για τα παιδιά. Αυτή  συνήθως έβρισκα και αμίλητη έτρεχα να  την περάσω στην δική του χούφτα. Εκείνος μηχανικά, ασυναίσθητα θα έλεγες χωρίς να ορθώσει κουβέντα την έσπρωχνε λαίμαργα στο στόμα του.Το ίδιο σκηνικό έβλεπα να επαναλαμβάνεται και από άλλες γυναίκες της γειτονιάς. Ό,τι είχε η κάθε μια, ό,τι της περίσσευε που συνήθως δεν περίσσευε τίποτα, το έδινε στον Πεινάω.
Η φωνή του Πεινάω έσβησε για πάντα την Άνοιξη του ’42. Όπως ακριβώς έσβησαν και  οι φωνές 300.000 ανθρώπων από τον λιμό πού είχε πέσει στις μεγάλες πόλεις.      
  Πάνω στα κουφάρια των Ελλήνων που σωριάζονταν σαν ψόφια κοτόπουλα στα καροτσάκια του Δήμου, η διεθνής κοινή γνώμη παρέμενε αδιάφορη.
Οι αντίπαλοι συνασπισμοί αντιμετώπιζαν την τραγωδία μας με αλληλοκατηγορίες. Οι Άγγλοι υποδείκνυαν τους Γερμανούς ως  υπαίτιους του εγκλήματος εφ’όσον λεηλατούσαν την χώρα και οι Γερμανοί τους Άγγλους που εφάρμοζαν την στρατηγική αποκλεισμού εμποδίζοντας την ανθρωπιστική βοήθεια να φτάσει στους πεινασμένους Έλληνες.
Αναγκαστικά μόνη της η Ελλαδίτσα οργάνωσε συσσίτια μέσω διάφορων επιτροπών, ενώσεων ή υπηρεσιών του Ερυθρού Σταυρού, για να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς την πείνα και να ζήσει τα παιδιά της. 




Μας μοιράστηκαν ατομικά δελτία με τα οποία μας χορηγούνταν  40 δράμια  ψωμί κατ’άτομο και 15 κουταλιές φασόλια μαγειρεμένα χωρίς λάδι.
Αυτό ήταν όλο  το φαγητό που μας αναλογούσε! Πώς να χορτάσουν μόνο μ’αυτά, τα στόματα των παιδιών που μεγάλωναν σαν κρινάκια λεπτά στην άγρια μπόρα των καιρών!
Τα δελτία όλων τα τακτοποιούσα  στο πρώτο συρτάρι της ξύλινης ντουλάπας μας για να είναι πάντα εύκαιρα.Κείνη την ημέρα όμως ήταν αδύνατο να τα βρω.
Από δω, τα δελτία, από κει τα δελτία, βρε ποιος τα πήρε από δω που τάχα βάλει, τα δελτία δεν μπορέσαμε τελικώς να τα βρούμε! Αναγκαστικά πήγα και δήλωσα απώλεια.Με μεγάλη ταλαιπωρία κατάφερα να βγάλω για όλους καινούργια.
Μετά από κανένα δίμηνο, πώς κάνει έτσι και σπάει το πρώτο συρτάρι.                    Στην κόχη λοιπόν του σιδηρόδρομου που το κρατούσε στα τοιχώματα της ντουλάπας, φάνηκαν τα χαμένα δελτία που είχαν παραπέσει. Οπότε ξαφνικά και ανέλπιστα, βρεθήκαμε όλοι με διπλά δελτία, που σήμαινε πως μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε διπλή μερίδα φαγητού.Πότε πήγαινα εγώ, πότε η Πόπη, πότε ο Νίκος ξεγελούσαμε τον φούρναρη και παίρναμε διπλή μερίδα ψωμί και φαγητό για τον καθένα μας.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη τρεις και η κακή του μέρα! Η κακή μέρα έτυχε ευτυχώς σε μένα! Συνειδητοποιεί ο φούρναρης την απάτη και ειδοποιεί τον χωροφύλακα. Δέσμια λοιπόν με παίρνει για το αστυνομικό τμήμα της περιοχής.
 Στον δρόμο, όμως καθώς πηγαίναμε άρχισα την κλάψα.
-Δεν με λυπάσαι παιδάκι μου, γριά γυναίκα- έχω πέντε παιδιά ορφανά να θρέψω και…. Ο χωροφύλακας με λυπήθηκε έτσι μικροκαμωμένη, ταλαίπωρη που ήμουν ντυμένη στα μαύρα, και μ’άφησε να φύγω, λέγοντας:
-Γιαγιά πήγαινε σπίτι σου χωρίς να σε δει ο φούρναρης που σε κατέδωσε και άλλη φορά να μην επιχειρήσεις ξανά να κάνεις τέτοιες παρανομίες!
Γύρισα στο σπίτι με την ψυχή στο στόμα. Bγάζοντας το παλτό και κρεμώντας το στον καλόγερο η ματιά μου έπεσε στον μεγάλο καθρέφτη της εισόδου.
Μέσα σ’ αυτόν, διέκρινα πράγματι μία γριά 54 χρονών!

Το πρώτο επίσημο θέατρο της Αθήνας

$
0
0



 Μια ιστορία του 1840 από την «άκρη της πόλης», όταν η μετάβαση γινόταν με αχθοφόρους και γαϊδούρια.
 Το Θέατρον Μπούκουρα. Η μόνη υπάρχουσα εικών. Εγίνετο λόγος περί υποστηρίξεως του Θεάτρου Μπούκουρα και ο Θέμος Άννινος εδημοσίευσε την ανωτέρω εικόνα του Θεάτρου, το κτίριον του οποίου ευρίσκετο εις οικτράν κατάστασιν, με την λεζάντ «Υποστήριξις του Θεάτρου». (Αυθεντική λεζάντα από το βιβλίο του Συναδινού)   Από τον ΦΩΝΤΑ ΤΡΟΥΣΑΠριν λίγες ημέρες έπεσε στα χέρια μου ένα πράγματι σπάνιο βιβλίο. Όχι επειδή πρόκειται για μία παλαιά και κιτρινισμένη έκδοση, αλλά γιατί είναι ένα βιβλίο για τη μουσική, γραμμένο με πολύ μεράκι από τον Θεόδωρο Ν. Συναδινό (1880-1958). Το βιβλίο έχει τίτλο «Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής 1824-1919» και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Τύπου» το 1919!   Ο Θεόδωρος Συναδινός υπήρξε μία τρανή θεατρική και συγγραφική προσωπικότητα, υπηρετώντας την Τέχνη για περισσότερο από 50 χρόνια. Από το βιογραφικό του, που δημοσιεύεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.), εκεί που διατηρείται και το προσωπικό αρχείο του, μαθαίνουμε πως ο Συναδινός ξεκίνησε να σπουδάζει Νομικά στην Αθήνα το 1897 και πως το 1904 γίνεται συντάκτης στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη – για να γίνει λίγο αργότερα αρχισυντάκτης, θέση την οποία διατήρησε έως το 1914.   Από το βιογραφικό του Ε.Λ.Ι.Α. μαθαίνουμε επίσης πως ο Συναδινός διετέλεσε διευθυντής και εκδότης πολλών εφημερίδων και περιοδικών, όπως των «Νέα Ελλάς» (1916), «Πρόοδος» (1919), «Ωδείον» (1904), «Απόλλων» (1904-1907), «Μουσική Επιθεώρησις» (1921-1922), «Παρασκήνια» (1938-1939) κ.ά. Ακόμη, πως ως θεατρικός συγγραφέας πρωτοεμφανίστηκε το 1911 με την κωμωδία «Μπλόφες» (ανέβηκε από τον θίασο της Κυβέλης Αδριανού) και πως από τα 58 έργα, που ο ίδιος ολοκλήρωσε ή διασκεύασε, ανέβηκαν σε σκηνές τα 41. Μερικά από τα πλέον γνωστά του υπήρξαν τα ακόλουθα: «Ο Μαικήνας» (1926, θίασος Νέων), «Κοσμική κίνησις» (1932, θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη), «Γνωρίζετε ότι...» (1933, θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη), «Αυτός είμαι» (1934, θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη - Κυβέλης Αδριανού), «Ο παληάτσος» (1934, θίασος Βασίλη Αργυρόπουλου), «Χθες, σήμερα, αύριο» (1935, θίασος Αλίκης - Κώστα Μουσούρη - Βασίλη Λογοθετίδη), «Στην κάψα του καλοκαιριού»(1944, Εθνικό Θέατρο) και «Ο σατανάς»(1948, θίασος Γιώργου Παππά - Βάσως Μανωλίδου).   Η «Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής 1824-1919» αποτελούσε την πρώτη συνολική απόπειρα καταγραφής της νεοελληνικής μουσικής μιας και, όπως διαβάζουμε στο εξώφυλλο, ο συγκεκριμένος τόμος αποτελούσε το «Τεύχος Πρώτον». 






Παρά ταύτα «Τεύχος Δεύτερον» δεν φαίνεται να υπήρξε...   Η «Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής 1824-1919» του Θεόδωρου Συναδινού δεν ήταν στον καιρό της ένα απλώς πρωτότυπο βιβλίο, αφού κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσε την πρώτη συνολική απόπειρα καταγραφής της νεοελληνικής μουσικής, ήταν κι ένα φιλόδοξο συγχρόνως εγχείρημα, μιας και, όπως διαβάζουμε στο εξώφυλλο, ο συγκεκριμένος τόμος αποτελούσε το «Τεύχος Πρώτον». Παρά ταύτα «Τεύχος Δεύτερον» δεν φαίνεται να υπήρξε…   Από τα πολλά και πολλαπλώς ενδιαφέροντα που παραθέτει ο Συναδινός ένα τμήμα τους αφορά στην ίδρυση του πρώτου επίσημου, πέτρινου θεάτρου στην Αθήνα («επίσημο», καθότι είχαν προϋπάρξει και μερικά «ανεπίσημα»). Το Κεφάλαιον Ε ξεκινά κάπως έτσι:   «Τον Μάιον του 1838 ο εργολάβος Ιωσήφ Καμηλιέρης υπέβαλε προς την επί των Εσωτερικών Γραμματείαν αίτησιν, δια της οποίας εζήτει να παραχωρηθή εις αυτόν το δικαίωμα ν’ ανεγείρη θέατρον εις τας Αθήνας, της Κυβερνήσεως παραχωρούσης δωρεάν το οικόπεδον. Τω όντι δια του από 19 Μαΐου ιδίου έτους Β. Διατάγματος, παρεχωρήθη εις αυτόν δωρεάν και εις ιδιοκτησίαν του γήπεδον εκ 3237 τετραγωνικών πήχεων, ήτοι 1821 Βασιλικών τετραγωνικών πήχεων, επί της οδού Ηροδότου (νυν Μενάνδρου) κατά την θέσιν Γεράνη. Επί του οικοπέδου αυτού ο εργολάβος Ιωσήφ Καμηλιέρης υπεχρεούτο ιδία αυτού δαπάνη ν’ ανεγείρη εντός εξ μηνών από της ανωτέρω ημέρας λίθινον θέατρον επί σχεδίου, το οποίο θα ενέκρινεν η Κυβέρνησις. Δια του αυτού Διατάγματος παρεχωρήθη εις αυτόν προνόμιον διαρκείας πέντε ετών, δυνάμει του οποίου απηγορεύευτο εις πάντα άλλον κατά το διάστημα αυτό ν’ ανεγείρη θέατρον εις τας Αθήνας».   Παρά ταύτα ο Καμηλιέρης δεν τα κατάφερε. Φαλίρισε. Πέρασαν οι έξι μήνες και δεν είχε πέσει στο οικόπεδο (της σημερινής Πλατείας Θεάτρου) ούτε πετραδάκι. Εξέπεσε λοιπόν του προνομίου, το οποίο δόθηκε στον Ιταλό Basilio Sansoni (μέλος ενός μελοδραματικού θιάσου, που είχε επισκεφθεί τότε την Αθήνα). Ο Ιταλός ξεκίνησε το έργο τελικά, αντιμετωπίζοντας όμως στην πορεία, και αυτός, οικονομικά προβλήματα. Τούτα ξεπεράστηκαν με την «ευφυεστάτην και πρωτοτυποτάτην» ιδέα, όπως γράφει ο Συναδινός… «να προπωλήση τα θεωρεία του μέλλοντος ν’ ανεγερθή θεάτρου, και το εκ τούτων εισπραχθησόμενον ποσόν να διαθέση προς αποπεράτωσιν της οικοδομής».   Οι φιλόμουσοι εντοπίστηκαν. Προπλήρωσαν τα θεωρεία κι έτσι βρέθηκαν τα χρήματα, ώστε να ολοκληρωθεί το θέατρο.   «Το περί ου ο λόγος θέατρον, γνωστόν υπό το όνομα Μπούκουρα, κατά τους τότε χρονογράφους, ήτο καλώς κατασκευασμένον και ικανώς ευρύχωρον, η διάθεσις της σκηνής επιτηδεία και η σκηνογραφία τεχνική. Το αληθές εν τούτοις είναι ότι το πρώτον άξιον λόγου θέατρον ανηγέρθη εις το άκρον της πόλεως, παρουσίαζε δε πλείστας ατελείας. Η οδός η εις αυτό φέρουσα έπλεεν εις βαθύ σκότος, πράγμα το οποίον ηνάγκαζε τους θεατάς να βυθίζωνται μέχρι γόνατος εις την λάσπην, ενώ οι έχοντες τα μέσα, και εξ αυτών ως επί το πλείστον αι κυρίαι των Αθηνών, μετέβαινον εις το θέατρον ιππεύοντες ονάρια, διαρκούσης δε της παραστάσεως η έξωθεν του θεάτρου μικρά πλατεία προσελάμβανεν όψιν χωρικής πανηγύρεως.   Η δι’ οναρίων μετάβασις από του ενός μέρους εις το άλλο της πόλεως ήτο πολύ εν χρήσει παρά τη αριστοκρατικωτέρα μάλιστα μερίδι.(…) Αλλά τα ονάρια δεν ήσαν τα μόνα μέσα της μεταφοράς των θεατών. Επειδή αι πέριξ του θεάτρου οδοί, ή μάλλον αι πέριξ αυτού έρημοι εκτάσεις, ήσαν βορβορώδεις και κονιοβριθείς, πολλοί κύριοι μεταφέροντο μέχρι της θύρας του θεάτρου επί της ράχεως στιβαρών αχθοφόρων. Ο τρόπος ούτος της μεταφοράς εκαλείτο ‘καλλικούτσα’. Εφ’ αμάξης ήσαν πολλοί ολίγοι οι μεταβαίνοντες εις το θέατρον και τούτο, αφ’ ενός μεν διότι ο αριθμός των αμαξών ήτο ελάχιστος, αφ’ ετέρου δε διότι τα αγώγια ήσαν πολύ ακριβά. (…)».   Ο στρατηγός Μακρυγιάννης βλέπει ν'αλλάζουν τα πράγματα και να μην τα προλαβαίνει. Στ'απομνημονεύματά του φαίνεται καυστικός, μην παραλείποντας να τα χώσει, όπως λέμε, στην ιταλίδα πριμαντόνα Rita Basso-Borio και στα νέα ήθη που κομίζει στην πρωτεύουσα η όπερα του Donizetti.   Ακολουθεί η περιγραφή της πρεμιέρας (6 Απριλίου 1840 κατά την Βικιπαίδεια, ή 6 Ιανουαρίου του ιδίου έτους κατά άλλες ιντερνετικές πηγές) καθώς και η σχετική κριτική, πάντα από το βιβλίο «Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής 1824-1919» του Θεόδωρου Συναδινού…   «Το θέατρον του Σανσόνι ενεκαινίασεν Ιταλικός μελοδραματικός θίασος, όστις ήρχισε τας παραστάσεις του με την "Λουκίαν του Λαμερμούρου", όπως έγραφον τότε αι εφημερίδες. Το κοινόν έμεινεν ενθουσιασμένον και από το θέατρον και από τον θίασον. Αι εφημερίδες μάλιστα από της πρώτης εσπέρας υπέδειξαν εις τον Δήμον ότι είχε καθήκον “να υποστηρίξη όλαις δυνάμεσι και χρηματικώς μάλιστα το κατάστημα τούτο (εννοούν το θέατρον), το οποίον ηύξανε τας χάριτας της πρωτευούσης και συνέβαλεν εις το να ελκύη εις αυτήν μεγαλείτερον πλήθος ξένων, παρέχουσα εις τους αξιωματικούς των Ευρωπαϊκών στόλων διασκέδασιν, την οποίαν μάτην ήθελον ζητήση εις άλλον λιμένα της Ανατολής”. Όσον αφορά την εντύπωσιν του κοινού από τον θίασον, αι εφημερίδες μας πληροφορούν ότι “το κοινόν ευχαριστήθη ιδίως από την κ. Βάσσην υποκριθείσαν την Λουκίαν, η τέχνη της ήτο αρίστη, η δε φωνή της εύκαμπτος και λιγυρά, η παράστασις αυτής κομψή και χαρίεσσα. Ωσαύτως ευδοκίμησε και ο κ. Πολάνης, τραγωδιστής έμπειρος, εύφωνος και γνωστός εις την Ιταλίαν”».   Η πριμαντόνα Rita Basso-Borio (Πηγή: The Illustrated London News, March 15, 1845) Ο στρατηγός Μακρυγιάννης βλέπει ν’ αλλάζουν τα πράγματα και να μην τα προλαβαίνει. Στ’ απομνημονεύματά του (Β'Τόμος) φαίνεται καυστικός, μην παραλείποντας να τα χώσει, όπως λέμε, στην ιταλίδα πριμαντόνα Rita Basso-Borio (είναι η κ. Βάσση) και στα νέα ήθη που κομίζει στην πρωτεύουσα η όπερα του Donizetti.   «Το έθνος αφανίστη όλως διόλου και η θρησκεία – εκκλησία εις την πρωτεύουσαν δεν είναι και μας γελάνε όλος ο κόσμος.(…) Και τα παιδιά όπου τα στέλνουν να φωτιστούν γράμματα κι’ αρετή, από μέσα το κράτος κι’ απόξω, φωτίζονται την τραγουδική και ηθική του θεάτρου, και πωλούνε τα βιβλία τους οι μαθηταί να πάνε ν’ ακούσουνε την Ρίττα Βάσσω την τραγουδίστρα του θεάτρου, ότι παλαβώσανε οι γέροντες, όχι τα παιδάκια, να μην πωλήσουνε τα βιβλία τους. Τον γέρο Λόντο, όπου δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίττα Μπάσσω του θεάτρου και τον αφάνησε τόσα τάλλαρα δίνοντας και άλλα πισκέσια».   Τo Θέατρο Μπούκουρα, όπως έγινε και έμεινε γνωστό (αφού από το 1844 είχε περάσει στην κυριότητα του θαλασσόλυκου και αγωνιστή του ’21 Ιωάννη Μπούκουρα), κατεδαφίστηκε (πιθανώς) το 1897. Αναφέρει ο Συναδινός:   «Ούτε μια πεντηκονταετία δεν είχε συμπληρωθεί από της ανεγέρσεως του θεάτρου Μπούκουρα οπότε τούτο περιήλθεν εις θέσιν, ώστε ν’ αποβαίνη αδύνατος η χρησιμοποίησίς του άνευ κινδύνου δια την υγείαν και την ζωήν των συχναζόντων εις αυτό. “Θέατρον χειμερινόν” έγραφε το Άστυ το έτος 1885, “αληθέστερον ειπείν ερείπιον Μπούκουρη, άμαυρον, κονισαλέον, ανάκτορον της περιπνευμονίας, υπάρχον ακόμη εις την ζωήν εξ αβλεψίας της πυρκαϊάς, τελευταίως μάλιστα επαυξηθέν δια της προσθήκης ενός αποχωρητηρίου, προσμαρτυρούντος και αυτού μετά του κυρίου οικοδομήματος την φιλόκαλον πρόνοιαν των δημοτικών αρχόντων των Αθηνών”. “Το άκομψον και σεσαθρωμένον κτίριον”, προσέθετεν άλλη εφημερίς, “το χάρις εις ανεξήγητον μυστήριον ισορροπίας ιστάμενον όρθιον και χάρις εις την θαυμαστήν κοινωνικήν ημών αβελτηρίαν χρησιμεύον εισέτι ως χειμερινόν θέατρον κτλ.”. “Το παμπάλαιον χειμερινόν θέατρον” έλεγε άλλη εφημερίς, “ο βρυκόλαξ αυτός των θεάτρων, ο υπάρχων εν τη ζωή προς εμπαιγμόν και στιγματισμόν της ακαλαισθησίας των δημοτικών αρχόντων της πρωτευούσης”. Πανταχόθεν αι αυταί διαμαρτυρίαι κατά του θεάτρου Μπούκουρα, η αυτή εξέγερσις, η αυτή αγανάκτησις. Η ανάγκη ανεγέρσεως νέου θεάτρου ανταποκρινομένου εις τας ανάγκας της εν τω μεταξύ αυξηθείσης εις πληθυσμόν πόλεως, και δυναμένου να στεγάση ευπροσώπως πλέον ένα θίασον περιωπής, από ημέρας εις ημέραν απέβαινεν επιτακτική. Ευτυχώς χάρις εις την γενναιοδωρίαν
 του Α. Συγγρού την 15ην Οκτωβρίου 1888 ήνοιγε τας πύλας του το παρά την πλατείαν Λουδοβίκου και έναντι της Εθνικής Τραπέζης θέατρον, το γνωστόν σήμερα υπό το όνομα Δημοτικόν Θέατρον».   Είκοσι χρόνια μετά τη συγγραφή του βιβλίου του Συναδινού και πενήντα ένα από τότε που άνοιξε τις πύλες του, το 1939 δηλαδή, το Δημοτικό Θέατρο θα κατεδαφιζόταν κι εκείνο, επί δημαρχίας Κοτζιά, επειδή θα κρινόταν ως αδύνατη η συντήρησή του… 
Πηγή: www.lifo.gr

Όταν ο Γιώργος Φούντας 21-11-1955 φώναζε ''Στέλλα φύγε κρατάω μαχαίρι''...

$
0
0

η Μελίνα δεν τον πίστεψε-Έγινε παγκόσμια σταρ, εκείνον τον ζήτησαν ακόμη και για Τζέιμς Μποντ!


 «Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι». Η αρρενωπή ψηλόλιγνη φιγούρα του Γιώργου Φούντα στην τελευταία συγκλονιστική σκηνή της «Στέλλας» του Μιχάλη Κακογιάννη, λίγο πριν μαχαιρώσει την ατίθαση Στέλλα-Μελίνα Μερκούρη, είναι από εκείνες που έχουν γραφτεί ανεξίτηλα στο συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων θεατών.



Ο Μίλτος - Γιώργος Φούντας και η Στέλλα - Μελίνα Μερκούρη, σε μια από τις πιο δυνατές σκηνές του ελληνικού σινεμά Ο Μίλτος - Γιώργος Φούντας και η Στέλλα - Μελίνα Μερκούρη, σε μια από τις πιο δυνατές σκηνές του ελληνικού σινεμά Ο Φούντας, από τους τελευταίους άνδρες με άλφα κεφαλαίο του ελληνικού σινεμά, όπως έχουν δηλώσει ομόφυλοι συνάδελφοί του, ο γνήσιος ενσαρκωτής της λαϊκότητας και της ανδρικής ντομπροσύνης στη μεγάλη οθόνη αλλά και στη ζωή, έσβησε σε κλινική της Γλυφάδας.



Η ταινία ''Στέλλα''βγήκε στους κινηματόγραφους για πρώτη φορά στις 21/11/1955!



Ηταν 86 ετών. Τα τελευταία χρόνια ταλαιπωρούνταν από την ασθένεια του Αλτσχάιμερ. 



Tης Ιωάννας Κλεφτογιάννη, enet.gr

Δεν θα τον θυμόμαστε μόνο ως τον δωρικό λεβέντη που ανέδειξε κυρίως το σινεμά. Αλλά και ως τον καλοστεκούμενο ηλικιωμένο κύριο με το χαμόγελο και την τραγιάσκα, που είχε πάντα στο πλευρό του το μοναδικό έρωτα της ζωής του, τη χορεύτρια Χρυσούλα Ζώκα.

Ο Γιώργος Φούντας γεννήθηκε το 1924 στο Μαυρολιθάρι Παρνασσίδας. Μικρός δούλευε στο γαλατάδικο του πατέρα του, στην πλατεία Ψυρρή, και εκτελούσε παραγγελίες πελατών με το ποδηλατάκι του από την Αθήνα μέχρι το Κορωπί. Τελικά όμως το «μικρόβιο» του θεάτρου θα τον οδηγήσει στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου θα φοιτήσει με δάσκαλο τον Αιμίλιο Βεάκη. Ναι μεν θα πρωτοεμφανιστεί στη σκηνή το 1949 και θα συνεργαστεί με τους κορυφαίους θιάσους της εποχής -του Μουσούρη και της Κατερίνας-, όμως το σινεμά τον ανέδειξε σε λαϊκό ίνδαλμα.



Ντεμπούτο με «Νεκρή Πολιτεία»

Στη μεγάλη οθόνη πρωτοεμφανίστηκε το 1951, με την ταινία «Νεκρή Πολιτεία» του Φρίξου Ηλιάδη. Εκεί η Ελένη Βλάχου προβλέπει: «Θα τον ξαναδούμε αυτόν τον νεαρό». Επιβεβαιώνεται. Τον ξαναείδε σύντομα το κοινό στο «Πικρό ψωμί» του Γρ. Γρηγορίου και στη «Μαύρη γη» του Στέλιου Τατασόπουλου.

Ομως η χρονιά του είναι το '54, όπου πρωταγωνιστεί σε 4 ταινίες, μεταξύ αυτών η «Μαγική πόλη» του Νίκου Κούνδουρου, που τον αναδεικνύει σε κορυφαίο εκπρόσωπο του ελληνικού νεορεαλισμού. Την ίδια χρονιά ο Μιχάλης Κακογιάννης τον καλεί στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη. «Οταν τους είδα μαζί, ήξερα πως θα ζωντάνευε ιδανικά τον Μίλτο, το θηρίο που της έπρεπε στην κορμοστασιά, τη λεβεντιά και το μαχαίρι», έχει πει ο σκηνοθέτης. Η Μελίνα στην αυτοβιογραφία της δηλώνει «εντυπωσιασμένη» από το «παίξιμο του συμπρωταγωνιστή της», που ήταν «καλύτερο από το δικό μου». Η «Στέλλα» θα γυριστεί μία χρονιά μετά.



Η γυναίκα της ζωής του

Το '54 είναι η χρονιά του Φούντα και για ακόμη έναν λόγο: σε μια παράσταση βλέπει για πρώτη φορά τη χορεύτρια Χρυσούλα Ζώκα, που είναι γνωστό ντουέτο με τον Μανώλη Καστρινό. «Αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου», είχε εξομολογηθεί από την πρώτη στιγμή σε φίλο του. Η ζωή τον επαληθεύει. Από τότε έως χθες ήταν διαρκώς ο ένας στο πλευρό του άλλου. Καρπός της σχέσης τους, το μοναχοπαίδι τους, ο Πάνος.



Συνεχίζει τη συνεργασία του με τον Κακογιάννη στο «Κορίτσι με τα μαύρα» (1956), ενώ συναντιέται καλλιτεχνικά και με τον Ντασσέν στο «Ποτέ την Κυριακή» το '60, για ακόμα ένα θρυλικό ερωτικό ζευγάρι με τη Μελίνα Μερκούρη, την καλοκάγαθη Πειραιώτισσα πόρνη. Το '63 θα μετάσχει με το ρόλο του σκληρού νταβατζή στα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη. Είχε την τύχη να συνεργαστεί και με τον Ελία Καζάν, σε ένα ρολάκι στο αξεπέραστο «Αμέρικα Αμέρικα». Σημαντική ταινία, με διεθνή απήχηση, ήταν το '64 ο «Αλέξης Ζορμπάς» του Κακογιάννη.

Το '66 έρχεται η πρώτη ηθική ανταμοιβή, καθώς βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο ανδρικού ρόλου του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για την ερμηνεία του στο «Με τη λάμψη στα μάτια» του Π. Γλυκοφρύδη. Την επόμενη χρονιά βραβεύεται πάλι για το φιλμ «Πυρετός στην Ασφαλτο» του Ντ. Δημόπουλου.

Παρ'ολίγον Τζέιμς Μποντ

Το «Ποτέ την Κυριακή» ήταν πάντως η ταινία που του έδωσε το «διαβατήριο» για να γίνει διεθνής σταρ. Μία από τις προτάσεις του εξωτερικού προήλθε από τον Μπίλι Γουάιλντερ. Ο Φούντας αρνείται, προφασιζόμενος ότι δεν μπαίνει σε αεροπλάνο.

Λίγοι γνωρίζουν ότι παραλίγο να ήταν ο επόμενος, μετά τον Σον Κόνερι, Τζέιμς Μποντ. Οι παραγωγοί τού 007, αναζητώντας σε όλο τον κόσμο τον αρρενωπό διάδοχο του Κόνερι, οδηγούνται και στον Ελληνα ηθοποιό. Ο Φίνος τον πείθει να μπει σε αεροπλάνο. Από τα δοκιμαστικά δεκάδων ηθοποιών τελικά επικρατούν δύο υποψήφιοι: ο Φούντας και ο Τζορτζ Λάζενμπι. Επειδή ο Ελληνας ηθοποιός δεν θα προλάβαινε να μάθει να μιλά με ευχέρεια τα αγγλικά, χάνει το ρόλο.

Από το σινεμά, που ήταν η μεγάλη αγάπη του, απέχει την περίοδο της χούντας. Επανέρχεται στη... σκηνή με τη Μεταπολίτευση, κυρίως μέσω της τηλεόρασης, πρωταγωνιστώντας σε ποιοτικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων: «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη το '75, «Γαλήνη» του Βενέζη το '76 κ.ά. Εκτοτε σιγά σιγά αποσύρεται ολοσχερώς. Ανθρωπος χαμηλών τόνων, μετριόφρων, σεμνός, ο Φούντας, που πρωταγωνίστησε σε 50 ταινίες, συνήθιζε να λέει με ταπεινότητα: «Κάνω μια δουλειά σαν όλες τις άλλες». Και το εννοούσε. * 
http://www.eirinika.gr/

Εν Αθήναις....τα εργαλεία του νοικοκυριού

$
0
0



Άνοιγε ένα σπίτι τότε και από τα πρώτα που αγόραζε ήταν φυσικά η γκαζιέρα
το καμινέτο και για τους προχωρημένους τον μύλο  του καφέ.
Όχι δεν πάταγες το κουμπί και τον έψηνες....αγόραζες του κόκκους και τους έβαζες
στον μπρούτζινο μύλο και τους έκοβες...αυτά για τους μερακλήδες...οι πολλοί
πήγαιναν στον Λουμίδη στα Χαυτεία ή στον Μπράβο και τον έπαιρναν έτοιμο.
Η θρυλική γκαζιέρα υπήρχε σε κάμποσες βερσιόν...
Στην Αθηνάς εύρισκες σε καλές τιμές όπως και ανταλλακτικά....τα μπέκ άλλαζαν
κάθε τόσο και τα ξεβούλωνες με την ειδική μεταλλική τρίχα.
Ήθελε πρώτα ζέσταμα η κεφαλή με πράσινο οινόπνευμα που έβαζες στον ειδικό
χώρο και το άναβες με σπίρτο.
Στην συνέχεια τρομπάριζες με την τρόμπα που υπήρχε στο ντεπόζιτο όπου
έμπαινε το καθαρό πετρέλαιο.
Το μπετονάκι έπρεπε να ήταν πάντα γεμάτο για να μην μένει νηστική η οικογένεια
αλλά και να μην κρυώσει γιατί η γκαζιέρα έπαιζε και τον ρόλο της σόμπας.
Της έβαζες μια λαμαρίνα από πάνω και την μετέτρεπες σε θερμαντικό με απαραίτητη
την λεμονόκουπα δίπλα για να τραβάει την μυρουδιά.
Η γκαζιέρα η τετράγωνη του ΓΚΙΩΝΗ ήταν η MIELE της εποχής την θεωρούσαν
καλύτερη και είχε και τα λεφτά της.
Το καμινέτο ήταν για να ζεσταίνεις το γάλα...να φιάχνεις καφέ...κανένα ζεστό
στο μπρίκι.
Είχε φυτίλι που αναβοκατέβαινε και ήταν βουτηγμένο στο πράσινο οινόπνευμα.
Η συντήρηση των "ηλεκτρικών συσκευών"της εποχής ήταν απαραίτητη
για να διατηρούνται αλλά και να μην σχολιάζουν οι γείτονες.



Το παμπάλαιο brasso  που συνεχίζει να κυκλοφορεί βοηθούσε γι αυτό.
Η σκάφη που ήταν το πλυντήριο της εποχής και το ψυγείο του πάγου συμπλήρωναν
τις ...οικιακές συσκευές.
Ποιά νοικοκυρά τότε μπορούσε να διαννοηθεί τις ευκολίες που θα υπήρχαν
αργότερα.

πίσω στα παλιά

Τασούλας: Αθρώπινες μορφές στα επιστύλια της Αμφίπολης!

$
0
0

Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες από τη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Κώστας Τασούλας σήμερα στο Μουσείο της Αμφίπολης, διακρίνονται αχνά αθρώπινα περιγράμματα στα επιστύλια.  Πρόκειται για αχνές ενδείξεις χρωματισμών και απεικονίσεων προσώπων.
Δεν είναι απολύτως σαφές τί μπορεί να σημαίνει αυτό, ωστόσο πιθανώς πρόκειται για διακοσμητική παράσταση, στη «λογική» του ψηφιδωτού δαπέδου με την παράσταση της Αρπαγής της Περσεφόνης. Άλλωστε, πρόκειται για τα επιστύλια που βρίσκονται σε αυτον ακριβώς τον θάλαμο, στον τρίτο θάλαμο με το ψηφιδωτό δάπεδο. 

Ο υπουργός Πολιτισμού σημείωσε ότι προέχει η γεωφυσική έρευνα, το οποίο σημαίνει ότι πιθανώς σε μία εβδομάδα ο Γρηγόρης Τσόκαςκαι η ομάδα του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Γεωφυσικής του Α.Π.Θ. θα έχουν πιο σαφή εικόνα της κάτοψης του τύμβου.
Η Αμφίπολη είναι η κορωνίδα των αρχαιολογικών ευρημάτων της περιοχής και όχι μόνον
Η ομάδα της Κατερίνας Περιστέρη ασχολείται με τη συντήρηση των ευρημάτων, τα οποία βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αμφίπολης, μια καιη ανασκαφή έχει περάσει σε άλλο στάδιο, από σωστική γίνεται πλέον, συστηματική.
Ο υπουργός Πολιτισμού αναφέρθηκε επίσης, στην εκρηκτική η αύξηση των επισκεπτών τόσο στην Αμφίπολη όσο και στην ευρύτερη περιοχή και κατέληξε: «Πρόκειται για ένα μοναδικό αρχαιολογικό εύρημα, το οποίο προστίθεται στο σπουδαίο μωσαϊκό των πολιτιστικών επιτευγμάτων της Ελλάδας. Η Αμφίπολη είναι η κορωνίδα των αρχαιολογικών ευρημάτων της περιοχής και όχι μόνον».

«Ιχνη Εμπορίου»: Η δράση που θα δώσει ξανά ζωή στη Στοά Εμπόρων

$
0
0
«Ιχνη Εμπορίου»: Η δράση που θα δώσει ξανά ζωή στη Στοά Εμπόρων [εικόνες]


Δεν χρειάζεται να είσαι ιδιαίτερα υποψιασμένος για να εντοπίσεις αντικατοπτρισμούς της οικονομικής κρίσης στην Αθήνα. Από τα ξεχασμένα «ενοικιάζεται το παρόν» ή «κλείνουμε, εις το επανιδείν» μέχρι τους σκοτεινούς δρόμους, τις σκονισμένες επιγραφές και φυσικά τον πληθυσμό των αστέγων, τα σημάδια είναι παντού. Είναι μερικά σημεία της πόλης όμως που λες και συμπυκνώνουν την πορεία του μαρασμού.
Η Στοά των Εμπόρων, στο ισόγειο του κτιρίου του Ταμείου Εμπόρων που ενώνει την οδό Βουλής με την οδό Λέκκα, ήταν κάποτε ένα από τα δυναμικότερα εμπορικά κέντρα της Αθήνας. Οπως αναφέρει σε ρεπορτάζ της η εφημερίδα «Καθημερινή», είναι έργο της μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής περιόδου σχεδιασμένο από τους αρχιτέκτονες Λεωνίδα Μπόνη (Μετοχικό Ταμείο Στρατού, θέατρο REX) και Εμμανουήλ Λαζαρίδη (Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη), θεωρείται ένα από τα πιο εντυπωσιακά τμήματα του δαιδάλου των 170 στοών της Αθήνας, όπως αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα που ενώνονται με μια διπλή μαρμάρινη σκάλα. (Στην πλευρά της Λέκκα βρίσκονταν τα καταφύγια του Συντάγματος που λειτούργησαν κατά την κατοχή).
Εως και τη δεκαετία του '80, εκεί χτυπούσε η καρδιά της εμπορικής Αθήνας, αφού φιλοξενούσε μερικά από τα διασημότερα καταστήματα του κέντρου, φωτογραφείο, υφασματάδικο, μαγαζί με καλλυντικά κ.ά. Η Στοά των Εμπόρων ωστόσο δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη «μοίρα» των στοών της Αθήνας, που επισφραγίστηκε από τη μετεγκατάσταση του Ταμείου Ασφάλισης Εμπόρων το 2006 στην Ακαδημίας. Εκτοτε βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας και παρότι σε πολυσύχναστο σημείο σήμερα περνά απαρατήρητη από τους διαβάτες.
Σε εξέλιξη, ωστόσο, βρίσκεται προσπάθεια αναβίωσης της ιστορικής στοάς. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία των αρχιτεκτόνων Χάρη Μπίσκου και Μάρθας Γιαννακοπούλου που υλοποιείται με τη συνεργασία της αναπτυξιακής εταιρείας του Δήμου Αθηναίων και του Ταμείου Ασφάλισης Εμπόρων στο οποίο ανήκει το κτίριο. Το «Ιχνη Εμπορίου» (tracesofcommerce.com), όπως ονομάζεται η δράση, θα μετατρέψει από την 1η Δεκεμβρίου και για διάστημα έως έξι μηνών, δέκα καταστήματα της στοάς σε κυψέλες δημιουργίας. Καλλιτέχνες, σχεδιαστές, τεχνίτες, επιμελητές, αρχιτέκτονες, δεξιοτέχνες, γραφίστες, μουσικοί, μάγειρες, εφευρέτες και κάθε είδους νέοι δημιουργοί καλούνται να χρησιμοποιήσουν τα κενά καταστήματα, δωρεάν, ως πειραματικά εργαστήρια παραγωγής και διερεύνησης νέων ιδεών αλλά και προβολής του έργου τους. Ως «αντάλλαγμα», τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα, κάθε μαγαζί πρέπει να «ανοίγει» για το κοινό. Στόχος είναι η διαμόρφωση των χώρων σύμφωνα με τις νέες ανάγκες της περιοχής και η σταδιακή ένταξη της στοάς στον αστικό ιστό του κέντρου της πόλης.
Η πρώτη φάση της προσπάθειας, όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ της «Καθημερινής», υλοποιήθηκε τον προηγούμενο Μάιο με τη συμμετοχή 12 ομάδων δημιουργών που επιλέχθηκαν έπειτα από ανοιχτή πρόσκληση υποβολής προτάσεων να πειραματιστούν πάνω στην ιδέα του παλιού εμπορίου. Η επιτυχία ήταν μεγάλη. «Το βασικό ήταν ότι υπήρξε μεγάλη "απορρόφηση"από τη γειτονιά» λέει στην «Καθημερινή» ο εμπνευστής και επιμελητής του έργου Χάρης Μπίσκος. «Αυτός ήταν και ο στόχος, η εμπλοκή των πολιτών. Η προσέλευση του κόσμου κάθε Σαββατοκύριακο ήταν πολύ μεγάλη». Οπως λέει, στη δεύτερη φάση τους, τα «Ιχνη Εμπορίου» θα διαρκέσουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, έως μισό χρόνο, επιτρέποντας αφενός στις ιδέες των συμμετεχόντων να «ωριμάσουν», αλλά και να λειτουργήσει αφετέρου σαν ενός είδους residency, οι ομάδες δηλαδή να μετατραπούν σε «κανονικούς» καταστηματάρχες.
Ο συμβολισμός είναι ισχυρός. Οπως αναφέρουν οι δύο αρχιτέκτονες, η στοά ενώνει τις παρυφές του εμπορικού τριγώνου με την καρδιά του, λειτουργώντας ως συνδετικός κρίκος μεταξύ μιας περιοχής με χαρακτηριστικά μεγάλης κλίμακας (πλατεία Συντάγματος, πρώην Μετοχικό Ταμείο Στρατού κ.λπ.) και μιας περιοχής με μεγάλη πυκνότητα από εμπορικές δραστηριότητες μικρομεσαίας κλίμακας, τοπικούς παραγωγούς, μικρές βιοτεχνίες κ.ά. «Από την άποψη αυτή, το συγκεκριμένο κτίριο επιλέγεται ως μια συμβολική εικόνα του εμπορικού κέντρου της πόλης που καλείται να επαναπροσδιοριστεί σε ένα περιβάλλον οικονομικής κρίσης».
Η προθεσμία υποβολής προτάσεων λήγει στις 7 Νοεμβρίου.
http://www.iefimerida.gr/

Όταν γεννήθηκαν οι λαϊκές αγορές το 1929 για να χτυπηθούν οι κερδοσκόποι

$
0
0

Λαϊκή αγορά στο Θησείο, εποχή Μεσοπολέμου.
Λαϊκή αγορά στο Θησείο, εποχή Μεσοπολέμου.
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά (από το mikros-romios.gr)
Κάτω από τις έντονες διαμαρτυρίες σχεδόν όλων των επαγγελματικών οργανώσεων που πίστευαν ότι θα ζημιώνονταν τα μέλη τους, ξεκινούσε στις 18 Μαΐου 1929 η λειτουργία του θεσμού των λαϊκών αγορών. Η πρώτη λαϊκή αγορά στήθηκε στην πλατεία Θησείου, ημέρα Σάββατο, και η παρουσία του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, με το καλάθι στο χέρι να ψωνίζει προϊόντα, έδειχνε την απόφαση της κυβέρνησης να καθιερώσει το νέο μετρό. Εξάλλου, η κερδοσκοπία των μεσαζόντων είχε καταντήσει μάστιγα και η οικονομική κρίση βρισκόταν προ των πυλών. Ίσως ακόμη και οι οργανωτές του θεσμού να μη γνώριζαν τη δημοφιλία που θα απολάμβανε και τον τρόπο που θα επηρέαζε την καθημερινή ζωή των νεοελλήνων το καινούργιο αυτό εγχείρημα. Αλλά και την επιρροή που θα ασκούσε στην εικόνα και τη λειτουργία της πρωτεύουσας και άλλων μεγαλουπόλεων της χώρας.
2 agores
Ίσως να φαντάζει περίεργο αλλά ακόμη δεν έχει γραφτεί το θεσμικό πλαίσιο με το οποίο γεννήθηκαν και λειτούργησαν οι λαϊκές αγορές. Η αρχή έγινε με Προεδρικό Διάταγμα που υπέγραψε ο Παύλος Κουντουριώτης στα τέλη Ιανουαρίου 1929 και καθόριζε τις ημέρες και τους χώρους που θα πραγματοποιούνταν λαϊκές αγορές στις γειτονιές των Αθηνών. Τη Δευτέρα στην πλατεία Κολιάτσου, την Τρίτη στην οδό Τοσίτσα, την Τετάρτη στην πλατεία Παγκρατίου, την Πέμπτη στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, την Παρασκευή στον σταθμό Λαρίσης, το Σάββατο στην πλατεία Θησείου και την Κυριακή στο τέρμα της οδού Βεϊκου. Το πρώτο εκείνο νομοθέτημα προέβλεπε τη λειτουργία των αγορών από τις έξι το πρωί μέχρι τις 11 πριν από το μεσημέρι, οπότε και έπρεπε να «αποκαθίσταται η καθαριότης εις τους άνω χώρους τη μερίμνη του Δήμου Αθηναίων».
3 agores
Οι λαϊκές αγορές άρχισαν τη λειτουργία τους με μια απλή αστυνομική διάταξη που διαβάστηκε ακόμη και στις εκκλησίες των χωριών της Αττικής. Έπρεπε να ενημερωθούν οι παραγωγοί για το νέο εγχείρημα και τα οφέλη του και να φέρνουν τα προϊόντα στην πόλη. Αλλά προσκλήθηκαν να συμμετέχουν, στέλνοντας εμπορεύματα, και ενώσεις γεωργικών συνεταιρισμών από Νάξο, Σύρο, Χανιά, Ψαχνά Ευβοίας, Λεωνίδιο, Θήβα, Λιβαδειά κ.α. Ήταν ένα από τα βασικά σημεία επιτυχίας του εγχειρήματος των λαϊκών αγορών, αφού έπρεπε να πειστούν οι παραγωγοί, κυρίως λαχανικών, να μεταφέρουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους απευθείας στη λαϊκή αγορά. Η μακρά παράδοση συναλλαγής με τους εμπόρους είχε δημιουργήσει μια άτυπη μονοπωλιακή και αποκλειστική εκμετάλλευση. Οι υπερτιμήσεις των προϊόντων ήταν εντυπωσιακές και κάθε προσπάθεια αντιμετώπισής τους, με νόμους και αγορανομικές εγκυκλίους έπεφταν, στο κενό.
4 agores
Ένα από τα «μυστικά» που χρησιμοποίησε η διοίκηση ήταν τα μετρητά, η απευθείας είσπραξη ρευστού εκ μέρους των παραγωγών, οι οποίοι μέχρι τότε έδιναν τα προϊόντα τους στους μεσάζοντες με μακρόχρονες πιστώσεις. Έτσι, κηπουροί από την περιοχή του Αγίου Σάββα του Ελαιώνα των Αθηνών, το Μοσχάτο, του Ρέντη και τα Καλύβια ξεκινούσαν με τα πρώτα λαλήματα των πετεινών φέρνοντας τα φρεσκοκομμένα προϊόντα τους στην Αθήνα. Αργότερα προστέθηκαν παραγωγοί από το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, την Ελευσίνα και το Μενίδι και ακολούθησαν από διάφορες επαρχίες.
Λαϊκή αγορά στην οδό Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι, στα μέσα της δεκαετίας 1930.
Λαϊκή αγορά στην οδό Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι, στα μέσα της δεκαετίας 1930.
Η πρώτη «λαϊκή αγορά»
Εβδομάδες ολόκληρες ασχολούνταν στο Υπουργείο Εσωτερικών για να οργανώσουν την πρώτη λαϊκή αγορά. Ο χειμώνας δεν βοηθούσε το έργο τους. Οι παραγωγοί ήταν εκείνοι που θα καθόριζαν τον χρόνο και αναλόγως της κατάστασης στην οποία θα βρίσκονταν οι λαχανόκηποι μετά τη βελτίωση του καιρού. Εξάλλου, οι «μεσάζοντες» απειλούσαν τους παραγωγούς λέγοντας αφενός πως το μέτρο θα αποτύγχανε και αφετέρου πως θα διέκοπταν τη συνεργασία μαζί τους. Χρειάστηκε προσωπική παρέμβαση και επιτόπου επίσκεψη του επικεφαλής της Αγορανομικής Υπηρεσίας στα περιβόλια του Αγίου Σάββα, του Ρέντη και της Κολοκυνθούς για να πεισθούν οι παραγωγοί να στείλουν τα προϊόντα τους στην πρώτη λαϊκή που κανονίστηκε να γίνει στο Θησείο, στις 18 Μαΐου 1929.
Λαϊκή αγορά στην οδό Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι, στα μέσα της δεκαετίας 1930.
Λαϊκή αγορά στην οδό Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι, στα μέσα της δεκαετίας 1930.
Παρ’ όλα αυτά, η προσέλευσή τους δεν ήταν η αναμενόμενη. Ωστόσο, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος φρόντισε να την αναδείξει με τέτοιον τρόπο ώστε ο θεσμός κυριολεκτικά να απογειωθεί. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε ένα ζεμπίλι και πραγματοποίησε μόνος του αγορές, για να χαρίσει στο τέλος όσα αγόρασε σε μια φτωχή γυναίκα της περιοχής. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Παναγής Βουρλούμης φωτογραφιζόταν αγοράζοντας λεμόνια και ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Πάτσης λαχανικά και πατάτες. Οι τιμές που δημοσιεύονταν την επομένη στις εφημερίδες δεν μπορούσαν να αφήσουν κανέναν αδιάφορο. Ο Γεώργιος Πωπ δεν έχασε την ευκαιρία και χαιρετίζοντας την είδηση ότι επρόκειτο να εγκαινιαστεί με κάθε επισημότητα ο θεσμός στο Θησείο έδινε τις απαραίτητες έμμετρες οδηγίες: «Θα πας εις το Θησείον μόλις φέξη / ή μόνος ή μετά παρέας / και πριν ακόμη πης μια λέξι / θα παίρνης ζαρζαβατικά και κρέας». Φανταζόταν δε ότι «Έτσι θα καλοτρώγωμεν τα πλήθη, / όλα θα βρίσκωνται ‘φθηνά κι αφθόνως, / και της ζωής το πρόβλημα ελύθη / και κάνομε γυμναστική συγχρόνως»!
Λαϊκή αγορά στην πλατεία Δεξαμενής το 1930.
Λαϊκή αγορά στην πλατεία Δεξαμενής το 1930.
«Δώσε μου κι εμένα μπάρμπα»
Το περίφημο «δώσε μου κι εμένα μπάρμπα» κυριαρχούσε σ’ εκείνες τις πρώτες λαϊκές αγορές. Κομψές γυναίκες, κοριτσόπουλα χαριτωμένα, αλλά και καλοαναθρεμμένοι αστοί, αξιωματικοί και δικηγόροι συνωστίζονταν για να προμηθευτούν τα πολύτιμα αγαθά. Γρήγορα άρχισαν να αντιμετωπίζονται και τα πρακτικά προβλήματα. Ισοπέδωση των χώρων, κυρίως πλατειών, τέντες για προφύλαξη από τον ήλιο και τη βροχή και το «κίνημα» των λαϊκών αγορών εξαπλωνόταν. Το πρόγραμμα εφαρμοζόταν όπως προέβλεπε το Προεδρικό Διάταγμα, αλλά ελαφρά τροποποιημένο.
Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα ο θεσμός των λαϊκών αγορών αποθεωνόταν και ο αριθμός τους είχε διπλασιαστεί. Η διοίκηση αναζητούσε πάντα τρόπους να αναδεικνύει και να προωθεί τον θεσμό. Έτσι, καθιέρωσε και βραβεία για τους καλύτερους παραγωγούς. Σ’ αυτά ήρθαν να προστεθούν και τα βραβεία που θεσμοθετούσαν γειτονιές, όπως το Κολωνάκι, όπου η Αγορά γινόταν στην πλατεία Δεξαμενής και την οδό Αναγνωστοπούλου. Διεξάγονταν και τις επτά ημέρες της εβδομάδας δεκατέσσερις λαϊκές αγορές, όλες εντός των ορίων των Αθηνών, πλην μίας που γινόταν Κυριακή στο Περιστέρι. Ακόμη και ο νόμος για την καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας ξεπεράστηκε. Η επιτυχία οδηγεί στην ανάγκη καλύτερης οργάνωσης του θεσμού, προστασίας, φύλαξης και καθαριότητας του χώρου λειτουργίας τους κ.λπ., οπότε ιδρύεται (1932) το «Ταμείον Λαϊκών Αγορών».

Σκίτσο της εποχής που απεικονίζει τον Ελ. Βενιζέλο να αγοράζει τρόφιμα.
Πέρασαν ήδη 85 χρόνια από τότε που θεσμοθετήθηκαν και λειτούργησαν οι λαϊκές αγορές, πλην της περιόδου της Κατοχής. Εξαπλώθηκαν απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα. Κατά καιρούς, όπως συνέβη το 1964, συζητήθηκε η κατάργησή τους, κυρίως από εκείνους που πλήττονταν από τη λειτουργία τους. Το θεσμικό πλαίσιο τροποποιήθηκε επανειλημμένα, η σύνθεση παραγωγών και προϊόντων άλλαξε σε μεγάλο βαθμό, αλλά παραμένει ένα μέτρο που ακούμπησε τις γειτονιές και αγαπήθηκε από τα νοικοκυριά.

«Μικροί Πόλεμοι»… / Μέρος πρώτο

$
0
0

Συντάκτης Dan Cooper

Τα comics είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας. Και για πολλούς από εμάς και της εφηβικής και της ενήλικης ζωής μας. Αλλά δεν είναι η μόνη απασχόληση που μας έδινε ευχαρίστηση. Πριν ακόμη μπορέσουμε να διαβάσουμε υπήρχαν τα στρατιωτάκια. Τα στρατιωτάκια που μας έδιναν την δυνατότητα να περάσουμε ατέλειωτες ώρες παίζοντας στο δωμάτιο μας μόνοι ή με φίλους δημιουργώντας έναν δικό μας κόσμο με δικούς μας κανόνες, είτε προσπαθώντας να αναπαραστήσουμε τις σκηνές μάχης μίας ταινίας που είχαμε μόλις δει.
Τα στρατιωτάκια χαρακτηρίζουν την παιδική ηλικία των αγοριών όπως οι κούκλες την παιδική ηλικία των κοριτσιών. Υπάρχουν δείγματα ανάλογων παιχνιδιών εδώ και χιλιάδες χρόνια. Με στρατιωτάκια έπαιζε ο γιός του Ναπολέοντα αλλά και ο sir Winston Churchill. Εμάς όμως μας ενδιαφέρουν οι δικές μας αναμνήσεις.
Στα τέλη της δεκαετίας του 50 και στις αρχές της δεκαετίας του 60 τα στρατιωτάκια που υπήρχαν και παίζαμε ήταν 5 κατηγοριών.
  1. Τα πλαστικά στρατιωτάκια της σκόνης πλυσίματος ΚΛΙΝ. Κάποιοι από εμάς σίγουρα θυμούνται τα διάφορα πλαστικά δωράκια που υπήρχαν μέσα στο κουτί του ΚΛΙΝ. Αυτοκινητάκια, στρατιωτάκια, βαρκούλες ζωάκια κ.α.
  1. Τα flat (σχεδόν 2 διαστάσεων) μολυβένια στρατιωτάκια που είχαν μείνει σαν οικογενειακά κειμήλια και μας τα έδιναν οι γιαγιάδες να παίζουμε. Οι γιαγιάδες που τα μαζεύουν όλα (επειδή όλα κάποτε θα χρειασθούν) ενώ οι μεσήλικες αποφασίζουν ότι πρέπει να πεταχθούν στα σκουπίδια. Τελικά πάντα κάπου χρειάζονται, ιδιαίτερα μόλις έχουν πεταχθεί. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία που αφορά τους νόμους του Μέρφυ.
  1. Τα πλαστικά flat στρατιωτάκια που ήταν αντίγραφα των μολυβένιων και αφορούσαν στρατούς του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ή του μεσοπολέμου. Αυτά ήταν τα πιο φθηνά, με κόστος μόλις μερικές δεκάρες και εξαφανίσθηκαν από την αγορά πριν τα μέσα της δεκαετίας του 60.
  1. Τα αμερικάνικα flat πλαστικά στρατιωτάκια που κυκλοφορούσαν σαν προσφορές σε αμερικάνικα παιδικά περιοδικά σε κουτιά μαζί με πλοία τεθωρακισμένα και αεροπλάνα. Αυτά ήταν μόνο για όσους είχαν συγγενείς στο εξωτερικό.
  1. Τα πολύ καλής ποιότητας ελληνικά στρατιωτάκια της εταιρείας ΠΑΛ. Αυτά που είχαν τα χέρια ενωμένα στο σώμα με καρφάκια και μπορούσαν να κινούνται τα χέρια τους. Ήταν αρκετά ακριβότερα από τα άλλα και έβγαιναν σε πάρα πολλά σχέδια. Όλες οι στολές του Ελληνικού στρατού, αλλά και αρχαίοι Έλληνες, τσολιάδες, Ζουλού, Άγγλοι πεζοναύτες με επίσημη στολή, τροχονόμοι, εξερευνητές, Άγγλοι φρουροί των ανακτόρων, Ινδοί, στρατιώτες με το γαλάζιο κράνος του Ο.Η.Ε., αστροναύτες, ακόμη και Τούρκοι του 1912. Και όλες αυτές οι στολές σε πολλές πόζες ή οπλισμό. Σαλπιγκτές, σημαιοφόροι, τραυματιοφορείς, πολυβολητές, νοσοκόμοι, οπλίτες με το όπλο επ΄όμου, οπλίτες με το όπλο παρα πόδα, αξιωματικοί, ναύτες, αεροπόροι, λοκατζήδες, αλεξιπτωτιστές και μαυροσκούφηδες. Θυμάμαι όταν τα πρωτοείδα σε βιτρίνα μαγαζιού. Είχα μείνει άναυδος. Νόμισα ότι βρέθηκα στον παράδεισο. Τελικά μετά από πολύ κλάμα, παρακάλια και υποσχέσεις κατάφερα να αποκτήσω έναν αεροπόρο σαλπιγκτή, που μύριζε έντονα φρεσκοκομμένο καφέ, μια που το μαγαζί που πουλούσε αυτά τα στρατιωτάκια ήταν και καφεκοπτείο. Τα στρατιωτάκια της ΠΑΛ πουλιόταν τόσο μεμονωμένα όσο και σε κουτιά που είχαν μία ομάδα των 6-7 ανδρών. Η μία πλευρά του χάρτινου κουτιού ήταν διάφανη και ανάλογα με το θέμα υπήρχαν και συνοδευτικά αξεσουάρ όπως φοίνικες, σκηνές ή κιβώτια πυρομαχικών.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 εμφανίζονται 2 νέα είδη στην Ελλάδα τα στρατιωτάκια της Ηerald της Britains και της Timpo και τα στρατιωτάκια της ελληνικής εταιρείας ΑΘΗΝΑ.
  1. Η Ηerald η Britains και η Timpo παρήγαγαν τόσο τα απλά όσο και τα swoppet στρατιωτάκια (Αυτά δηλαδή που χωριζόταν τα πόδια και το κεφάλι από το σώμα και μπορούσες να τα αλλάξεις μεταξύ τους). Εδώ πια τι να πούμε για την ποικιλία. Καουμπόϋδες, Ινδιάνοι, ιππικό αλλά και πεζοί στρατιώτες των Βορείων και των Νοτίων, Αμερικανοί και Εγγλέζοι του πολέμου της ανεξαρτησίας, Ρωμαίοι, Βίκινγκς, Άραβες, λεγεωνάριοι της Λεγεώνας των ξένων, Γερμανοί του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, αλλά και Αμερικάνοι Εγγλέζοι και Αυστραλοί. Και μαζί τους πολλά άλλα όπως οχήματα, φρούρια, πολυβόλα και όλμοι. Η ακμή τους ήταν γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960 αλλά η παραγωγή τους συνεχίσθηκε και με νέα είδη μέχρι τις αρχές του 1980. Ταυτόχρονα με αυτές εμφανίζονται και άλλες εταιρείες όπως η monogram και η mpc αλλά δεν ήταν τόσο διαδεδομένες.
  1. Η ΑΘΗΝΑ παρήγαγε μόνο ελληνικά θέματα σε πολλή μεγάλη όμως ποικιλία. Αρχαίοι Έλληνες, τσολιάδες, μουσικοί, στρατιώτες και αξιωματικοί με μπερέ ή κράνος, αεροπόροι, ναύτες, στρατονόμοι, αλλά και ποδοσφαιριστές, πρόσκοποι και προσκοπίνες (οδηγοί). Οι τσολιάδες και οι αρχαίοι Έλληνες της ΑΘΗΝΑ πουλιούνται ακόμη και τώρα σε μερικά τουριστικά μαγαζιά.
  1. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 δειλά-δειλά άρχισαν να εμφανίζονται στα μαγαζιά τα πρώτα είδη της εταιρίας που θα μας απασχολήσει στο επόμενο μέρος του αφιερώματος. Της AIRFIX.  Μέχρι την εμφάνιση της AIRFIX τα στρατιωτάκια είχαν μέγεθος 5-6 εκατοστά και αντιστοιχούσαν σε μία κλίμακα 1/32 περίπου. Η AIRFIX παρήγαγε στρατιωτάκια αρκετά μικρότερα περίπου 2 εκατοστών που αντιστοιχούσαν σε μια κλίμακα περίπου 1/72, Για περίπου 30 χρόνια κυριάρχησε στην αγορά έως ότου εταιρείες όπως η αμερικανική CONTE και οι Βρετανικές WILLIAM BRITAINS και KING & COUNTRY ξαναπάρουν μεγάλο μέρος της αγοράς με εκπληκτικής ποιότητας πλαστικά και μεταλλικά στρατιωτάκια.
  2. http://comicstrades.me

Εν Αθήναις....πάμε στη "Σιβηρία"

$
0
0



Δεκαετία του ΄60 και το δωμάτιο-σαλόνι απαραίτητο όταν πήγαινες να νοικιάσεις...
"...κρεβατοκάμαρα...χώλ...σαλόνι...κουζίνα....μπάνιο...."
Διαφήμιζε ο ιδιοκτήτης που το νοίκιαζε....
Σαλόνι....ένα μουσειακό δωμάτιο θα έλεγα που άνοιγε σε εορτές .
Βέβαια κάποιες φορές είχε και ένα μπαουλοντίβανο για να κοιμάται το παιδί
αν δεν ήταν ευρύχωρη η κουζίνα που συνήθως ήταν.



Το σαλόνι είχε ένα μεγάλο τραπέζι με λιονταρίσια πόδια έξη καρέκλες με ταπετσαρία
(υπήρχαν τότε ταπετσέρηδες που τις άλλαζαν όταν χαλούσαν...
δεν πετούσαν τα έπιπλα ...)
Στο σαλόνι υπήρχε και ο κομμός όπου έβαζαν τα καλά πιατικά και επάργυρα
που έβγαιναν σε εξαιρετικές περιπτώσεις.




Ένας καναπές....
Ανθοστήλες με βάζα όπου έβαζαν λουλούδια όταν δεχόντουσαν κόσμο.
Κάποιο κάδρο στον τοίχο που θα έκρυβε και την υγρασία και φυσικά το πολύφωτο.
Όλα καλά μέχρι που ερχότανε ο χειμώνας και η ονομαστική εορτή και άντε
να ανοίξεις την πόρτα του "ψυγείου"-σαλονιού γνωστού και ως Σιβηρία....
"....ευχαριστούμε περάστε στο σαλόνι ...."
Η υποδοχή στην σιδερένια εξώπορτα....
"...βγάλτε το παλτό σας και καθείστε..."
"...δεν πειράζει σε λίγο να συνέρθουμε πρώτα..."
Αυτοί ήταν οι διάλογοι...τι να σου κάνει η ηλεκτρική σόμπα με τις δύο αντιστάσεις...
έπρεπε να την βάλεις κάτω από την καρέκλα.
Μετά από τα βασικά και τα τυπικά κάποιος θα σηκωνότανε και θα έλεγε....
"...δεν περνάμε ρε παιδιά στην κουζίνα...να είμαστε άνετα..."
Εκεί ήταν η σόμπα πετρελαίου με τα μπουριά που περνούσαν εξεπίτηδες
και από την κρεβατοκάμαρα μοιράζοντας ίχνη ζέστης...απλόχερα.
Στην κουζίνα θα έβγαινε και ο μεζές και η ρετσίνα από το καρβουνιάρικο
και θα έβγαιναν τα παλτά.

πίσω στα παλιά



Αχ Ελλάδα τι τραβάς με τα κοθώνια που γεννάς!

$
0
0
-Δεν αναγνωρίζω μνημόνια δεν πληρώνω πιστωτές χωρίς κούρεμα!
-Βγαίνουμε από το μνημόνιο συνεχίζεται η .."ανάπτυξη"!






-Σε όποιον αρέσουμε για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε!



Ψηφοφόρος!

Aθηναϊκά καφενεία

$
0
0

Από τα καφενεία στα μετα-καφενεία

image


Τα καφενεία στην Αθήνα, και στην Ελλάδα γενικότερα, έχουν υποστεί και υφίστανται συνέχεια μείζονες μεταλλάξεις, αναγκαίες από κάθε άποψη, γιατί διαφορετικά δεν θα επιβίωναν στον ήδη προχωρημένο 21ο αιώνα μας. Από την άποψη αυτή, μόνο κακό κάνει ο νοσταλγισμός, η γνωστή απλοϊκή τάση που, για όποιον την εκφέρει, προϋποθέτει ένα εξιδανικευμένο παρελθόν το οποίο οφείλει να ισχύει για όλους τους άλλους και να ισχύει μάλιστα μουσειακά («κοιτάτε, αλλά μη εγγίζετε», «τι ωραία που ήτανε παλιά»), αλλά να μην έχει την παραμικρή ισχύ για τον ίδιο το νοσταλγό, που επιθυμεί να ζει τη φαντασίωσή του μέσα σε όλες τις ανέσεις και τα τεχνολογικά στοιχεία του παρόντος, το οποίο δεν παραλείπει να κατακεραυνώνει, μιλώντας για τον παλιό καλό καιρό. Ποιον ακριβώς; Του ψυγείου πάγου, του κουτσομπολιού, της εργασίας των νηπίων, της έλλειψης αποχετευτικού συστήματος, της κυρίαρχης φυματίωσης, των συνεχών στρατιωτικών κινημάτων, της ποινικοποιημένης μοιχείας, του πατημένου χώματος αντί για πάτωμα;
Ο νοσταλγισμός έχει διαστρεβλώσει και την εικόνα των παλιών καφενείων, εξιδανικεύοντάς τη στα μάτια των αδαών Νεοελλήνων. Αν όμως θέλει κανείς να δει πώς ήταν στ’ αλήθεια τα παλιά καφενεία στην Αθήνα, στην Ελλάδα, στις παροικίες των Ελλήνων, δεν έχει παρά να διαβάσει Σατομπριάν, «Ανώνυμο της στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι», Αμπού, Παπαδιαμάντη, Κονδυλάκη, Μητσάκη, Νιρβάνα, Καβάφη, Πορφύρα, Πικρό και τόσους άλλους γραφιάδες του 19ου και του 20ού αιώνα. Λίγο λίγο θα σχηματιστεί, έτσι, η εικόνα δημόσιων χώρων εν εξελίξει: τα πρώιμα και τα χωριάτικα περιορίζονταν σε ξύλινα τραπέζια και ταλαίπωρα φώτα, ενώ τα αστικά κατέληξαν να διαθέτουν μεγάλους καθρέφτες, μαρμάρινα τραπέζια και στοιχειωδώς καλό φωτισμό. Υπήρχαν ωστόσο τα εξής γενικά χαρακτηριστικά: σερβίρισμα τούρκικου και μόνο καφέ (και ενίοτε αργιλέ), αποκλειστικά αντρική πελατεία, τρελή καπνίλα, καβγάδες, ανάγνωση εφημερίδων (αρχικά από έναν γραμματισμένο, οι άλλοι ακούγανε), τάβλι, χαρτιά (και σπανιότατα σκάκι), πολιτικές συζητήσεις, γλυκά κουταλιού, αναψυκτικά, οινοπνευματώδη της οικογένειας «ούζο-ρακί-τσίπουρο» (όχι κρασί ή μπίρα), περιοδείες και ομιλίες υψηλών προσώπων, αργότερα και μουσική από γραμμόφωνα, κι ακόμα πιο μετά ραδιόφωνα ή τζουκ μποξ.
image
Από κει και πέρα, αλλού παιζόταν καραγκιόζης, αλλού εμφανίζονταν περιοδεύοντες θίασοι (θυμηθείτε τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου), αλλού αναπτύχτηκαν σφαιριστήρια, άλλα γίνανε εξαρχής ή διαμορφώθηκαν σε νυχτερινά κέντρα: καφέ αμάν (με ανατολίτικη ζωντανή μουσική) ή καφέ σαντάν (με δυτική μουσική, χορεύτριες της κακιάς ώρας, θεατρικές παραστάσεις της δεκάρας) κ.λπ. Σε αρκετά καφενεία παίχτηκε και κινηματογράφος, όταν πρωτοεμφανίστηκε: μιλάω για τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι το 1922, περίπου. Μεσοπολεμικά, όλα τα αστικά καφενεία καταργήσανε τις λάμπες και βάλανε ρεύμα, κάτι που στα χωριάτικα έγινε μέχρι και 30 χρόνια αργότερα. Μεταπολεμικά, πολλά καφενεία βάλανε ποδοσφαιράκια ή φλίπερ και, ύστερα από το ’70, τηλεόραση. Εξάλλου, σε μερικά καφενεία, ακόμα και σήμερα, ακόμα και στην Αθήνα, εμφανίζονται πλανόδιοι μουσικοί (ιδίως γύφτοι), ενώ άλλα έχουν μόνιμα ζωντανή μουσική σε διάφορες ώρες ΠΣΚ.
Πολλά καφενεία παίξανε ρόλο τοπικιστικού πόλου: «Η Νάξος», «Τα Τρίκαλα», «Η Ζίτσα», «Το Ξηρόμερο» (μερικά υπάρχουν ακόμα) μαζεύανε τους ανάλογους σαστισμένους επαρχιώτες στην Αθήνα. Άλλα πάλι ήτανε επαγγελματικά, λειτουργώντας σα χώροι που κλείνονταν συμφωνίες ανάμεσα σε εργοδότες, εργολάβους, μισθωτούς πελάτες κ.ά. – το «Νέον» στην Ομόνοια ήταν στέκι οικοδόμων (οι παλιότεροι θυμόμαστε ότι στη γωνία του, Δώρου και πλατεία Ομονοίας, τα σωματεία των οικοδόμων κρεμούσαν ανακοινώσεις, αλλά και σήμερα υπάρχουν εκεί δίπλα δυο μαγαζιά που πουλάνε οικοδομικά εργαλεία), ενώ το «Καφενείο των μουσικών» στη Σατωβριάνδου είναι και σήμερα πόλος αυτών που λέει ο τίτλος του. Από την άλλη, αρκετά καφενεία ήταν στέκια πολιτικά (δεξιών, αριστερών, κεντρώων) ή αθλητικά (πόλοι φιλάθλων συγκεκριμένων ομάδων) ή λογοτεχνικά, καθώς και ευρύτερα καλλιτεχνικά. Για τα λογοτεχνικά καφενεία έχουν γραφτεί τόσο πολλά στο πλαίσιο της αθηναϊκής και σαλιονικιώτικης «μυθολογίας», ώστε δεν χρειάζεται να επιμείνω.
image
Ωστόσο, ο σημαντικότερος ρόλος των καφενείων ήταν, και παραμένει βέβαια, ο εξής: στέκι για παρέες. Παρέες κοινών ανθρώπων, δίχως συνεκτικό στοιχείο άλλο από τους εαυτούς τους. Ο χώρος όπου μαζεύονται οι ομάδες των φίλων και χαζολογάνε σκοτώνοντας την ώρα τους δίχως συνήθως σκοπό, μ’ αυτό τον ειδικό τρόπο και το υποβόσκον (ή όχι και τόσο υποβόσκον) χιούμορ, που μόνο στις ομοιογενείς παρέες συναντιέται. Και πάλι, βέβαια, το αντρικό στοιχείο κυριαρχεί μέχρι σήμερα, σπάνια πάνε γυναίκες στα καφενεία, αφού τις ανάλογες κοινωνικές λειτουργίες γι’ αυτές τις επιτελεί, κατά κύριο λόγο, το κομμωτήριο). Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η λέξη «καφενείο» έφτασε να σημαίνει κάτι το πολύ πρόχειρο, κακοφτιαγμένο, ανοργάνωτο, ευκαιριακό. Ανάλογες και οι «κουβέντες του καφενείου» (= λόγια του αέρα) ή στο σκάκι, το «άνοιγμα καφενείου» (ανύπαρκτο άνοιγμα, που δεν υπακούει σε κανένα κανόνα).
Συχνότατο είναι το φαινόμενο του μοναχικού καφεπότη. Ένα καφές σπάει το χρόνο στα δυο, κόβει τις έγνοιες, βοηθάει να οργανωθεί η σκέψη και να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα. Συνοδεύεται πολλές φορές από τσιγάρο ή σκέτο νερό, ενώ συνοδεύει και το γράψιμο πολλών λογοτεχνικών έργων (πού είσαι Προυστ, πού είσαι Μοπασάν, πού είσαι «Χάρι Πότερ», πού είσαι Βάρναλη, πού είσαι Τσιφόρε;). Στα σημερινά (άκαπνα) «Στάρμπακς», που δεν είναι παρά μετα-καφενεία, πολλά νέα παιδιά γράφουν στα λάπτοπ τους τη λογοτεχνία του μέλλοντος.
image
Οπωσδήποτε, κάθε ενδιαφερόμενος/η για το παλιό καφενείο αξίζει να έχει υπόψη του δύο θεμελιώδη έργα: το «Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι» του Ηλία Πετρόπουλου («Γράμματα» 1979, τώρα «Νεφέλη») και το «Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα» της Ματούλας Σκαλτσά (ιδιωτική έκδοση, 1983, αλλά βρίσκεται). Το πρώτο είναι μια ανατομία του τι ήταν το καφενείο, τι ήταν ο τούρκικος καφές (αυτός που τώρα τον λέμε –εντελώς ηλίθια και αυτιστικά– «ελληνικό», ενώ όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα τον λέει «τούρκικο», όπως και είναι, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει αληθινά ελληνικός καφές και είναι ο φραπέ), ποια ήταν τα είδη του, ποια ήταν τα ήθη στο καφενείο κ.λπ. Το δεύτερο είναι μια εξαντλητική καταγραφή (μεταξύ άλλων) όλων των καφενείων της τότε Αθήνας σε συνάρτηση αφενός με την ταξική διαστρωμάτωση και αφετέρου με τη γεωγραφική - κοινωνικοοικονομική εξάπλωσή τους στην πόλη.
Πάντως, η προϊστορία του ελληνικού και του ευρωπαϊκού βέβαια καφενείου χάνεται σε δύο εξωευρωπαϊκά στοιχεία. Το πρώτο είναι ο καφές, που μας ήρθε από το Κέρας της Αφρικής και την Αραβία. Το δεύτερο είναι αυτοί που τον φέρανε, οι Τούρκοι δηλαδή, είτε στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία (τμήμα της οποίας ήμασταν κι εμείς), είτε στους πολέμους τους μέχρι τη Βιέννη. Εκεί σταμάτησαν και αποκρούστηκαν, ωστόσο τον καφέ τον διαδώσανε σ’ όλη τη Δύση, μα και στις αποικίες της (μπορούμε να καγχάσουμε όλοι μαζί μπροστά π.χ. στο «βραζιλιάνικο» καφέ ή τη «Βραζιλία - χώρα του καφέ»). Από κει και πέρα, σε κάθε τόπο αναπτύχτηκαν άλλες παραλλαγές και επεξεργασίες του καρπού του καφεόδεντρου. Ειδικά σε μας, να μη μας διαφύγει ότι ο καφές γέννησε και την ονομασία ενός χρώματος: το καφέ (ποιος θυμάται πώς το λέγανε οι αρχαίοι υμών –και όχι ημών– πρόγονοι;), αλλά και πλήθος λέξεων, πέραν του καφενείου: καφενόβιος, καφεκοπτείο, καφεκόπτης, καφεπότης, καφε(δο)κούτι, καφε(δό)μπρικο κ.λπ. 
image
Για να ξαναθυμηθώ τι έγραφα στην αρχή, η εξέλιξη του καφενείου είναι, σε μικρογραφία, η εξέλιξη κάθε επιχείρησης που προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Είδαμε πιο πάνω πόσα νέα στοιχεία υποχρεώθηκε να προσθέσει το καφενείο, τόσο, ώστε ελάχιστη σχέση έχει ένα σημερινό μαγαζί αυτού του τύπου με το «Καφφενείον των αγωνιστών» (ναι, με δυο φ), το «Καφφενείον του Χάφτα» (εξού και το σκωπτικής προέλευσης τοπωνύμιο «Χαφτεία»/Χαυτεία), την «Ωραία Ελλάδα» ή το «Πράσινο δεντρί» του 19ου αιώνα ή ακόμα και με το «Κορίτσι τη γειτονιάς» του 20ού ή το «Ζαχαράτο» που έφτασε μέχρι το ’60 τόσο.
Βέβαια, το σημερινό καφενείο έχει φύγει από τους κεντρικούς δρόμους και πλατείες της Αθήνας για τρεις κυρίως λόγους: εξαιτίας του ψηλού ενοικίου, της αντιπαροχής που γκρέμισε τα παλιά κτίρια και της άρνησης προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Η Πανεπιστημίου, η Ακαδημίας, η Σταδίου, το Σύνταγμα, η Ομόνοια ή η Πατησίων δεν έχουν πια καθαυτό καφενεία. (Το τελευταίο 100% καφενείο σε κεντρικό δρόμο που θυμάμαι εγώ ήταν το παλαιικό «Γαμβέτας» Πανεπιστημίου και Κοραή, που θα πρέπει να έκλεισε γύρω στο ’80 και σήμερα είναι Τράπεζα). Όσα έχουν απομείνει στο Κέντρο τα βρίσκουμε μόνο σε στενότερους δρόμους ή στοές, στις γειτονιές όμως τα βλέπουμε σε κεντρικές οδούς και σε πλατείες. Στα δε χωριά, εξακολουθούν να αποτελούν βασικό στοιχείο της πλατείας.
image
Ακόμα, η συνεχής και αναγκαστική εξέλιξη λόγω του οικονομικού ανταγωνισμού έχει δημιουργήσει ένα νέου τύπου καφενείο με δυσδιάκριτα όρια προς την καφετέρια, το ζαχαροπλαστείο, το ουζερί, το τσιπουράδικο, το μεζεδοπωλείο, την μπιραρία, το γαλακτοπωλείο, το μπαρ, την τσαγερί, το χώρο εκδηλώσεων, το ρακάδικο, το μίνι μάρκετ, το νεότερο κόφι σοπ, ενώ στα χωριά μπορεί, ακόμα και σήμερα, να είναι μπακάλικο: μ’ όλα αυτά τα μαγαζιά, το καφενείο ανταγωνίζεται κι αλληλεπικαλύπτεται. Αλλά και αντίστροφα: άλλου τύπου μαγαζιά αναγκάστηκαν να σερβίρουν και καφέ. Οι περίπλοκες αυτές σχέσεις αποτυπώνονται αρκετές φορές και στις ταμπέλες: «καφέ- μπαρ», «καφέ-ζαχαροπλαστείο», «καφέ-ουζερί», «καφέ-ζυθοπωλείον» κ.λπ. κ.λπ. (πάντα όμως, για ανεξιχνίαστους σε μένα λόγους, το «καφε-» είναι πρώτο συνθετικό).
Τι είναι ο «Βάρσος» στην Κηφισιά, καφενείο, γαλακτοπωλείο ή ζαχαροπλαστείο; Τι είναι το «Ντεζιρέ» στο Κολωνάκι, ζαχαροπλαστείο ή καφενείο; Τι είναι η «Αυλή» στην Αγ. Δημητρίου, μεζεδάδικο, ουζερί ή καφενείο; Τι είναι ο «Βενέτης» / «Νέον» στην Ομόνοια, καφενείο, φούρνος ή σαντουιτσάδικο; Τι είναι ο «Κρίνος» στην Αιόλου ή το «Αιγαίον» στην Πανεπιστημίου; Τι είναι το «Καφέ πόλις» στη «Στοά του βιβλίου»; Τι είναι το «Φίλιον» στη Σκουφά; Τι ακριβώς είναι τόσα μαγαζιά στα Εξάρχεια και στη Νεάπολη; Η προσπάθεια να προσδιοριστεί το είδος του καθενός μάς δίνει, μεταξύ άλλων, τις μεταλλαγές και τις προσαρμογές των καφενείων και μετα-καφενείων στην εποχή μας. Και, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούμε αμέσως, ακόμα και τα «Έβερεστ» και τα «Γκούντις» σαν κοινά καφενεία λειτουργούν για πάρα πολύ κόσμο που κάθεται κει και παίρνει μόνο καφέ.
Παρά τη συνεχή εξέλιξή του, το καφενείο ως δημόσιο κατάστημα κρατάει τα μαρμάρινα τραπέζια (ίσως το τελευταίο γνώρισμα που το συνδέει με τον παλιό καιρό), μαζεύει και γυναίκες (λιγότερες πάντα, κάτι που δεν ισχύει στις καθαυτό καφετέριες) και ενίοτε νεολαία (για χάρη της οποίας διαθέτει γουάι φάι), έχει μουσική από μεγάφωνα, συνδρομητικά κανάλια για να μαζεύει τους φιλάθλους, σερβίρει πλέον πολλών ειδών καφέδες (γιατί δεν αρνείται πια τις ανάλογες μηχανές) και μεζέδες, δεν τηρεί το «Απαγορεύεται το κάπνισμα», έχει ξαναβγάλει δειλά-δειλά αργιλέ, διαθέτει τάβλια, ενώ στη χαρτοπαιξία (σε όσα διατηρείται) έχει σχεδόν εξαφανιστεί η εξαίρετη πρέφα και η αξιοπρεπής ξερή, προς όφελος του θανάση και του κουμκάν. Μπορεί να πρόκειται για την εκδίκηση των γυναικών: σχεδόν απουσιάζουν οι ίδιες, κυριαρχεί όμως πάνω στους άντρες το κάποτε θεωρούμενο παιχνίδι τους.
image

Το κλειδί είναι δικό μου.

$
0
0





Τα κτίρια όμοια , σκούρα , κολλημένα, με παράθυρα χωρίς παραθυρόφυλλα. Κατέβηκαν 
από το λευκό φορτηγάκι και μπροστά στη καφέ πόρτα, ακούμπησαν δυο καρό βαλίτσες 
και δυο ξύλινα κιβώτια, δεμένα με σχοινιά. Ο οδηγός χτύπησε ένα κουδούνι. Λέξη δεν 
αντάλλαξαν. Σε ποια γλώσσα άλλωστε! Στο κάδρο της πόρτας φάνηκε μια παχύσαρκη ,
 ψηλή γυναίκα που τους έκανε ένα αγέλαστο νεύμα  να περάσουν μέσα. Ενας μικρός 
διάδρομος αντάμωνε την ξύλινη σκάλα. Μπρος η στρυφνή, πίσω η Αννιώ και ο Ζαφείρης
 που έτρεμαν από το κρύο. Ξεκλείδωσε, αφήνοντας χώρο να περάσουν  και έφυγε.
Σαστισμένοι κοίταζαν το χώρο. Οι τοίχοι ντυμένοι με ταπετσαρία θαμπή ποτισμένη 
τσιγαρίλα , ένα τραπέζι με τρεις καρέκλες, κάτω από το παράθυρο με τη σκούρα κουρτίνα,
 ένα κρεβάτι διπλό κολλημένο στον τοίχο. Ενας νεροχύτης με τα ντουλάπια που δεν έκλειναν
 από το φούσκωμα. Μια στενή πόρτα οδηγούσε, στη τουαλέτα. Αυτή η αφόρητη μυρωδιά….
-Τουλάχιστον έχει ζέστη , μίλησε πρώτος ο Ζαφείρης.
Η Αννιώ είχε καθίσει στην άκρη της καρέκλας τραβώντας την κουρτίνα. Ψιλές σταγόνες
 χιονιού έπεφταν στο τζάμι και στη ψυχή της.
-Πώς είπες πως τον λένε το τόπο; Τον ρώτησε.
-Αμβούργο, πόσες φορές στο είπα βρε Αννιώ;  
-Είναι που δεν θέλω να το μάθω! Τελειώνει αύριο ο Αύγουστος και εδώ χιονίζει… 
Παναγιά μου Δέσποινα, τι μας περιμένει εδώ; Να ξέρεις Ζαφείρη πως εσύ το αποφάσισες!
 Μη το ξεχάσεις ποτές!
-Ακόμα και ως πότε θα μου το βαράς; Της απάντησε απαλά.
-Για πάντα!
Ανοιξαν τις βαλίτσες και κρεμούσαν τα ρούχα τα χειμωνιάτικα που μοίραζαν κάμφορα 
στη δίφυλλη ντουλάπα. Τους είχε προετοιμάσει ο Στέλιος, ο γείτονας να πάρουν χοντρά
 ρούχα και βελέντζες. «Μη ξεχάσετε γαλότσες , πλεχτές κάλτσες και μπότες, κοντές.
 Και εσύ Αννιώ να πάρεις παντελόνια και τα απαραίτητα του νοικοκυριού σου».

Μια πετσέτα της κουζίνας έγινε ξεσκονόπανο. Βάλθηκε με λύσσα, να καθαρίζει με το πράσινο σαπούνι ότι "ακουμπιόταν". Μέχρι το βράδυ αργά όλα είχαν μπει στη θέση τους. Με παλιές εφημερίδες έστρωσε τα λιγδιασμένα ράφια. Ο κρυμμένος από τους συχωριανούς,
 Ριζοσπάστης, έσωνε τη κατάσταση!
Η ποτάσα καθάρισε τον «καμπινέ». Τα είχε σκεφτεί όλα η Αννιώ, σαν υποχρεώθηκε να 
αφήσει το σπίτι στο χωριό. Να αποχωριστεί πρώτη φορά τον Παναγιώτη ,το Μάριο και τις
 δίδυμες Στεφανία και Βαρβάρα. Ένοιωσε πως από τη στριφτή κοτσίδα της ξεπηδούσαν 
καρφιά πυρωμένα ίσα στο κεφάλι της. Στόλισε τις φωτογραφίες και έβαλε στο συρτάρι τους
 φακέλους και τα επιστολόχαρτα. Στα είκοσι εννιά της χρόνια δεν φανταζόνταν το ξερίζωμα.
 Σαν τα παράσιτα που τραβούσε από το χώμα, να μη κάνουν κακό στα φυτέματα. Και να
 τώρα που πετάχτηκε εδώ! Τα δάκρυα της πάγωναν το κορμί.  
Ο Ζαφείρης άνοιξε το δέμα με τα τρόφιμα. Εβαλε σ’ ένα πλαστικό πιάτο το τυρί της μάνας 
του και έκοψε ζυμωτό ψωμί με το χέρι να περάσει η πείνα.
Ξάπλωσαν στα δικά τους σεντόνια και έριξε την πορτοκαλί βελέντζα, από πάνω. Χώθηκε 
στη μέσα πλευρά και του γύρισε τη πλάτη. Με το λιανό της δάχτυλο «ζωγράφιζε» 
τα λουλούδια της ταπετσαρίας. Ο Ζαφείρης κούρδιζε το ξυπνητήρι.
Εξι παρά τέταρτο πετάχτηκαν από τον ήχο του. Σε μια ώρα θα ερχόταν ένας πατριώτης
 να τους πάει στη φάμπρικα.
Εμαθαν το λεωφορείο και τις στάσεις. Το εργοστάσιο ξερνούσε άσπρο καπνό από τις
 καμινάδες. Κόσμος μαζεμένος περίμενε να ανοίξει η σιδερένια πόρτα. Τη πλησίασε μια 
πατριώτισσα.
-Ελληνίδα; Τη ρώτησε.
-Ναι, καλημέρα! Της είπε αναθαρεύοντας πως είχε με κάποιο να μιλήσει.
-Οι περισσότεροι που βλέπεις, είναι Ελληνες  και Τούρκοι. Καλώς ήρθατε στη κόλαση κορίτσι
 μου! Εδωνάς είναι που αφήνουμε το δρωτάρι και το αίμα μας! Μη θαρρείς, πως τα μάρκα 
που θα σε πληρώνουν έχουν χρώμα. Μαύρα και άραχνα είναι. Δεκαεννιά χρόνια δουλεύω 
εδώ! Και τι σαν έχτισα στα Γιάννενα τριώροφο; Χέστηκα! Εχασα τον άντρα μου δέκα χρόνια 
πριν και συνεχίζω. Σαν κατεβαίνω στον τόπο μου, με ζηλεύουν οι γειτόνισσες γιατί πρόκοψα. 
Τα παιδιά μου πήγαν στην Αθήνα, σπούδασαν, παντρεύτηκαν και το τριώροφο το 
νοικιάζουν  να έχουν εισόδημα. Του χρόνου βγαίνω στη σύνταξη. Με λένε Κατίνα, εσένα;
 Ψιθύρισε το όνομα της τρέμοντας.

Η πόρτα άνοιξε. Ενας επιστάτης Ελληνας φώναξε τα ονόματα τους. Τους οδήγησε στα 
πόστα τους. Η Αννιώ βρέθηκε στο τρίτο υπόγειο στα σιδερωτήρια. Στη δουλειά δεν ήταν
 άμαθη. Το κορμί της νεανικό και καλοσχηματισμένο, τα μακριά μαλλιά της μια κοτσίδα 
που έφτανε ως τη μέση, και τα μεγάλα μάτια της έγραφαν την ζωή της. Υπερίσχυε
 η μελαγχολία. Μα τα χέρια της πρόδιδαν τη δούλεψη και το πάλεμα με τη γη και την
 αδιάκοπη λάτρα. Δεν φοβήθηκε ποτέ τη σκάφη, τη τσάπα, τη πάλη με το χώμα. Εδώ όμως βλέποντας διαδρόμους με τις σιδερώστρες και τις γυναίκες με τις πράσινες ρόμπες και τα 
σκουφιά, σαν φυλακή της φάνηκε. Ενας οκτάωρος εγκλεισμός! Ένα σίδερο που το καλώδιο
 κρεμόταν στη σιδερένια βέργα και ξερνούσε ατμό. Φοβήθηκε να το αγγίξει. Με το βλέμμα, 
πρόσεξε τις κινήσεις της διπλανής κυρίας. Σήμερα είχε παιδικά πουκάμισα, να σιδερωθούν
 και στο πίσω πάγκο να διπλωθούν και να μπουν στη ζελατίνα καταλήγοντας στη κούτα. 
«Αυτό είναι το μέγεθος του Παναγιώτη μου» σκέφτηκε....

Κάθε τρεις μέρες περίμενε υπομονετικά τη σειρά της στο «τηλεφωνείο» να μιλήσει στα 
παιδιά της… στο κλουβί με τη βελούδινη  επένδυση πάνω στα χοντρά νοβοπάν καρφωμένη 
για επιτευχθεί η μόνωση! Ποια μόνωση μπορούσε να συγκρατήσει  το σκίσιμο της
 καρδιάς της.. ενωνόταν με τις φωνές των άλλων μανάδων… σε όλες τις γλώσσες ο πόνος
 έχει την ίδια κραυγή! 
Ο Ζαφείρης την έβρισκε υπερβολική!

Στον ενάμιση χρόνο του έθεσε βέτο!
-Την άδεια μου δεν θα την δουλέψω στη λάντζα της Κύπριας! Θα πάω στα παιδιά θες δεν θες!
Είκοσι οκτώ μέρες ευτυχίας! Παιχνίδια στη θάλασσα, γεμάτη η αγκαλιά της, προσπαθούσε 
να ρουφήξει αντοχές, να πάρει τις μυρωδιές τους! Τα βράδια ανέβαινε στη ταράτσα του πάνω πατώματος που μισοτελειωμένο, έχασκε. Καθόταν στα καδρόνια και έκλαιγε. Η απόσταση 
από τον Ζαφείρη μεγάλωνε..
Δεκαπέντε χρόνια σιδέρωνε, μάτωνε, πονούσε! Το σπίτι χτίστηκε κατά τη γνώμη της
 πεθεράς της. Το γέμισε πλουμίδια να δείχνει στη γειτονιά την προκοπή του γιου της!
Εκείνο το καλοκαίρι που κατέβηκαν στο χωριό, το πρώτο βράδυ έγινε και ο πρώτος καυγάς!
 Ο πεθερός της ήταν έξαλλος!
-Κοίτα Ζαφείρη να δεις τι θα κάνεις με το Μάριο γιατί εγώ ντιντίδες στο σπίτι μου δεν θέλω!
Κεραυνός στο κεφάλι του γιου!
Δίχως να το σκεφτεί πήρε την απόφαση, να τον πάρει μαζί τους στη Γερμανία να τον κάνει 
«άντρα»!

Η Αννιώ χίμηξε και ξέρασε χολή και αίμα…
-Ζαφείρη σου το είπα κάποτε, μα δεν το έλαβες  το μήνυμα! Εσύ αποφάσισες, να μου κόψεις
 τη ζωή στα δυο!  Μα πάνω από όλα τα ζωή των παιδιών μας! Φάε σπίτι, φάε καταθέσεις,
 φάε BMV, φάε τη τύφλα σου! Εγώ δεν γυρίζω πίσω! Θα είμαι εδώ με τα παιδιά μου και 
εσύ να κόψεις το λαιμό σου! Σας έπιασαν οι ντροπές! Μωρέ τι μου λέτε τώρα; Ε, λοιπόν 
εγώ που δεν μου πέφτουν τα μούτρα σαν και εσένα πατέρα θα είμαι εδώ!
-Είσαι τρελή! Ούρλιαξε ο άντρας της!
-Τέλος! Ανταπέδωσε στο χαρακτηρισμό. Το κλειδί της πόρτας το κρατάω μόνη μου!
Τα μάτια της πετούσαν σπίθες! Χτύπησε με δύναμη τη πόρτα πίσω της και ανεβαίνοντας 
τις σκάλες τους άκουγε να εξαπολύουν κατάρες.

-Η ζωή μας και η ζωή τους. Σήμερα θα κάψω τα στέφανα  και ότι μ’ έδεσε μαζί του! 
Το συρματόπλεγμα που με φυλάκιζε έσπασε….  

Εν Αθήναις...μια παλιά φωτογραφία

$
0
0






Ωραία φωτογραφία με ....καθαρή την Ομόνοια αρχές του ΄60 αν και τα πρώτα
άχαρα κτίρια άρχιζαν να χτίζονται κρύβοντας την θέα.
Ποιός νοιαζότανε για τέτοια....δουλειά εύρισκε ο κοσμάκης με την οικοδομή αλλά
και με την ανάπτυξη της αγοράς.
Δύο αστυφύλακες στην γνωστή πλατεία και σκόρπια αυτοκίνητα...κούρσες όπως τα έλεγαν τότε.
Και κάτω από την Ομόνοια το Γεράνι...η γνωστή περιοχή για τους παλιούς γνωστή
σήμερα από τους δρόμους με το περικλείουν ....Επικούρου-Ευριπίδου-Αθηνάς-Πειραιώς.
Άντε να ρωτήσεις πού είναι το Γεράνι στις ημέρες μας θα σε περάσουν για παλαβό.
Το όνομα το πήρε η περιοχή από τους μικρούς γερανούς-αντλίες που χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι οι παλιοί για να αντλούν νερό από τα πηγάδια.
Είχε κάμποσα...άλλοστε από το Κέντρο της Αθήνας περνούσαν υπόγεια ποτάμια
βλέπε Σταδίου. 
Ευριπίδου....
Δεν είχε τότε Κινέζικα...μαγαζιά με μπαχάρια σε αφθονία όπως σήμερα...
Εδώδιμα-αποικιακά....λίπη-έλαια....τυριά-γαλακτομικά
έγραφαν οι ταμπέλες και χόρταινες μόνον που τις διάβαζες αλλά και με την 
μυρουδιά όταν πλησίαζες.
Αυτή της ρέγγας κυριαρχούσε και άκουγες..."...διάλεξε μια αυγομένη για ψήσιμο...".
Φασουλάδα χωρίς ρέγγα δεν κατέβαινε στο στομάχι και από δίπλα
στουμπισμένο κρεμμύδι ξερό....για τις κρύες ημέρες του χειμώνα.
Τα καρότσια τα ξύλινα τα αυτοσχέδια σε παράταξη για να κουβαλάνε
τις παραγγελίες στα ταβερνάκια αλλά και στα μικρομπακάλικα καθ΄ότι
στην Ευριπίδου ήταν το χονδρεμπόριο.
Πουλούσαν και λιανικώς αλλά μην ζητούσες μισή οκά και φυσικά δεν υπήρχε
τεφτέρι οπότε προτιμούσες τον φραγκοφονιά μπακάλη της γειτονιάς
που το είχε τάμα ποτέ να μην ζυγίζει σωστά.
Η διαφήμιση η φωτεινή της ΜΙΣΚΟ δεσπόζει σε κτίριο της Ομόνοιας....
το βράδυ φώτιζε με τα φωτάκια να παίζουν δείχνοντας τον ΑΚΑΚΙΟ
με το γαϊδουράκι.
Μακαρόνι-ρύζι-όσπριο η βασική τροφή εκείνα τα χρόνια στις γειτονιές
της Αθήνας με το κρέας εβδομαδιαίο επισκέπτη στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Όσο για ψωμί δεν το συζητώ....οι οκαδιάρικες φρατζόλες δεν προλάβαιναν
να βγαίνουν από τον φούρνο και πώς να τις μεταφέρεις οπότε ο φούρναρης
σου τις έδενε με ένα σπάγγο για να τις πιάσεις.
Και όλα αυτά από μια παλιά φωτογραφία της Ομόνοιας.

πίσω στα παλιά

ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ κτήνος!!!!!!

$
0
0





Αυτός είναι ο Αλβανός μακελάρης του Μικρολίμανου!!!!!!!!
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>