Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Αστρολάβος, ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων

$
0
0




Το 1900 σφουγγαράδες από τη Σύμη που βουτούσαν κοντά στο ακρωτήρι «Βλυχάδια» των Αντικυθήρων ανακάλυψαν ένα αρχαίο ναυάγιο που μετέφερε έργα τέχνης της αρχαιότητας. Έναν χρόνο αργότερα άρχισε η ανέλκυση των ευρημάτων με τη συνδρομή του Πολεμικού Ναυτικού και του Υπουργείου Παιδείας. Τα ευρήματα αποδείχτηκαν εκπληκτικά: γλυπτά απαράμιλλης τέχνης (όπως ο «Έφηβος των Αντικυθήρων»), αρχιτεκτονικά μέλη και ένα περίπλοκο αντικείμενο αποτελούμενο από τροχούς και γρανάζια. Οι αρχαιολόγοι της εποχής χρονολόγησαν το ναυάγιο στα 80 π.Χ. και χαρακτήρισαν το αντικείμενο αυτό «Αστρολάβο». Χρειάστηκε να περάσει μισός αιώνας περίπου προτού ο Αμερικανός καθηγητής Ντέρεκ Πράις, σε συνεργασία με τον Έλληνα φυσικό από τον Δημόκριτο, Χαράλαμπο Καράκαλο, ξεκινήσουν τη συστηματική μελέτη του αντικειμένου.
Τα πρώτα αποτελέσματα της μελέτης αυτής δημοσιεύθηκαν μόλις το 1974 και απέδειξαν ότι το αντικείμενο αυτό δεν ήταν ένας απλός αστρολάβος. Αποτελείτο από ένα ξύλινο κουτί μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα σύστημα από 32 οδοντωτούς τροχούς (γρανάζια) διαμέτρου από 9 μέχρι 132 χιλιοστά. Με τη βοήθεια ενός χειροκίνητου άξονα που διαπερνούσε τις πλευρές του κουτιού οι τροχοί αυτοί μπορούσαν να κινούνται και μάλιστα με διαφορετική ταχύτητα ο καθένας. Η κίνηση των τροχών μεταδιδόταν σε δείκτες που κινούνταν επάνω σε διαβαθμισμένες μεταλλικές πλάκες που κάλυπταν την εξωτερική επιφάνεια του κουτιού και οι οποίες έφεραν επιγραφές με ονόματα αστερισμών όπως ΠΛΕΙΑΣ, ΛΥΡΑ, ΑΕΤΟΣ, ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ, ΤΑΥΡΟΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΗΛΙΟΣ, ΔΙΔΥΜΟΙ, κ.λπ. Στις δύο πλευρές του οργάνου υπήρχαν ομόκεντροι δίσκοι σχετιζόμενοι μεταξύ τους και επίσης ενεπίγραφοι. Ο μεγαλύτερος δίσκος της μπροστινής επιφάνειας ήταν χωρισμένος σε μαθηματικές υποδιαιρέσεις που αντιστοιχούσαν στους μήνες του έτους. Σε άλλους δίσκους σημειώνεται η κίνηση του Ηλίου και η κίνηση των αστέρων. Ο μηχανισμός, η λειτουργία του οποίου φαίνεται ότι βασιζόταν στα βαβυλωνιακά μαθηματικά, χρησίμευε στην παρατήρηση της κίνησης των αστέρων και των αστερισμών και στον καθορισμό των φάσεων της Σελήνης.  Ήταν εκπληκτικό όχι μόνο για την πολυπλοκότητα και την ακρίβεια της σύλληψης, αλλά και για την εκτεταμένη χρήση του διαφορικού γραναζιού, του οποίου αποτελεί απτό δείγμα πρώτης χρήσης. Εξαιτίας της συνθετότητας των υπολογισμών που επέτρεπε να γίνουν, ο μηχανισμός αποκαλείται και «Υπολογιστής των Αντικυθήρων». Σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών με αριθμό εκθέματος Χ 15087, ενώ οι έρευνες για τον τρόπο κατασκευής και λειτουργίας του συνεχίζονται. 
Πρόσφατα, η διεθνής εξειδικευμένη ομάδα που τον μελετά με τη χρήση των πλέον προηγμένων τεχνολογιών, δήλωσε πως ο μηχανισμός των Αντικυθήρων είναι «το πολυπλοκότερο υπολογιστικό αστρονομικό εργαλείο της αρχαιότητας (1ος αιώνας πΧ)». Η ομάδα δηλώνει ενθουσιασμένη από την «άκρως ενδιαφέρουσα περίοδο στα χρονικά της επιστημονικής έρευνας» που βιώνει, με την προοδευτική αποκάλυψη των μυστικών κατασκευής και λειτουργίας του μηχανισμού, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο 2006.
Για το ιστορικό του μηχανισμού και τα θεαματικά αποτελέσματα της μελέτης του μίλησε η ερευνητική ομάδα σε εκδήλωση που διοργάνωσε την Τρίτη 30 Μαΐου 2006 το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ).
Η ομάδα συγκροτήθηκε πρόσφατα, τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και την χρηματοδότηση του Ιδρύματος Leverhulme UK. Αποτελείται από τον αστρονόμο Μάικ Έντμουντς και τον μαθηματικό Τόνι Φρεθ, τον αστρονόμο Ιωάννη Σειραδάκη, τον αστρονόμο Ξενοφώντα Μουσά, τον φυσικό εξειδικευμένο στην ανάλυση ιστορικών αντικειμένων Ιωάννη Μπιτσάκη, τη χημικό Ελένη Μάγκου, την αρχαιολόγο μουσειολόγο Μαίρη Ζαφειροπούλου και τον φιλόλογο παλαιογράφο Αγαμέμνονα Τσελίκα.
Όπως ήταν φυσικό ο Μηχανισμός από την αρχή κίνησε το ενδιαφέρον των ερευνητών, οι οποίοι λειτούργησαν βάσει παλαιότερων μελετών.
Οι ομιλητές υπογράμμισαν την ενεργή στήριξη από το 2005 δύο εταιρειών παγκοσμίου κύρους: της Hewlett Packard και της X-Tek Systems UK με εξειδικευμένους καθηγητές. Με τη χρήση του πρωτοπόρου τομογράφου της X-Tek βάρους 8 τόνων αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά, από πτυχές του εσωτερικού του μηχανισμού, επιγραφές πάχους ενός δέκατου του χιλιοστού με σημαντικά δεδομένα για την εσωτερική δομή με τα περίπλοκα γρανάζια και τους άξονες.
«Οι αποκαλύψεις των επιγραφών» σημείωσε ο κ. Μπιτσάκης «φωτίζουν την έρευνα και συμπληρώνουν το τρισδιάστατο πάζλ». Ενδεικτικά είπε: «Οι λέξεις 'χρυσό σφαιρίδιο', όπως και πολλές άλλες που διαβάστηκαν, αποτελούν οδηγίες για το τι δείχνει το συγκεκριμένο σημείο. Βήμα-βήμα θα γίνει η αποκάλυψη, αποκαλύπτεται ο μηχανισμός» συμπλήρωσε.
Από την πλευρά του ο κ. Μουσάς, και με αφορμή τις επιγραφές που έχουν αναγνωστεί, δηλώνει με βεβαιότητα ότι πρόκειται για εγχειρίδιο χρήσης αστρονομικού υπολογιστή παρόμοιου με το «πλανητάριο» και τη «Χρυσή Σφαίρα» του Αρχιμήδη, όπως αναφέρει ο Πλάτωνας, και κανενός άλλου στα 1300 μεταγενέστερα χρόνια.

Μάνος Ελευθερίου-Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία 1905-1920

$
0
0


Αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη: «Τράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω από την αρχή ως το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα έχει στη δική του την ιστορία».
[…] «Όπως είχα γράψει εκείνο το τραγούδι που το έλεγα Μια χειμωνιάτικη βραδιά. Αυτό το ’χα γράψει στη Σύρα μικρός, δεκαπέντε δεκατεσσάρω, τόσο ήμουνα. Κι έκτοτε το θυμάμαι. Το ’γραψα, το πέταξα το χαρτί, αλλά το θυμάμαι απ’ όξω. Το ’χω ως έμβλημα αυτό. Και είχα από τότε το νου μου σ’ αυτή τη δουλειά, τη σύνθεση.
Μια χειμωνιάτικη βραδιά
μέσα σε μαύρη σκοτεινιά
γυρίζω μοναχός μου
με τρώει ο έρημος βοριάς
από τα φύλλα της καρδιάς
χτυπούσε ο παλμός μου
πάντα για ένα σύντροφο
γύριζα τον αγύριστο
τον κόσμο τον ντουνιά
κι αφού σκληρή δεν μ’ αγαπάς
με τρώει ο έρημος βοριάς
κι ο άστατος ντουνάς.
»Είμαστε παιδάκια στη Σύρα και πηγαίναμε και παίζαμε εκεί στην Πορτάρα, στην Πηγή, στο Πλατύ, στα Νερά και ελέγαμε κάτι τραγουδάκια, όχι τραγουδάκια, ποιήματα, άσημα πράματα, ούτε και καν τα θυμάμαι».
Άραγε να άκουσε ο Βαμβακάρης ποτέ τις περιλάλητες καντάδες που ακούγονταν στη νυχτερινή Ερμούπολη; Μάλλον ναι. Τις έκρυψε μέσα του χωρίς να το θέλει και χωρίς να το θέλει χρόνια αργότερα θα του ξεφύγουν ελάχιστες λέξεις για κείνα τα όργανα και για κάποιους συνθέτες ανώνυμους και επώνυμους των χρόνων εκείνων. «Δύο φλάουτα, κιθάρα και βιολί εξύπνησαν την συνοικίαν. Η καντάδα όμως αυτή φαίνεται πως ήξιζε τον κόπον διότι όλα τα παράθυρα είχαν ανοίξει και μετ’ ευχαριστήσεως οι υπ’ αυτά ευρισκόμενοι απελάμβανον».
Για τα λόγια των τραγουδιών και για τη μουσική ενώ στην αρχή προφασίζεται ότι δεν θυμάται τίποτα γιατί έφυγε μικρός, όσο ζεσταινόταν στην αφήγηση με τις μέρες άρχισε να θυμάται και να υπαγορεύει θαυμαστές λεπτομέρειες. Π.χ. «Τρίτο καραντουζένι είναι το σ υ ρ ι α ν ό βαρύ ζεμπέκικο: Χήρα μαυροφορεμένηβρε, την καρδιά μου πώς κραδαίνεις και άλλο σε συριανό ντουζένι και ζεμπέκικο πάλι, γιουρούκικο είναι το: Μαύρα μάτια και μεγάλα, βρε, ζυμωμένα με το γάλα».Κι ακόμη σε άλλη περίοδο της εξομολόγησής του: «Της έδωσε δεκαφτά μαχαιριές. Τη σκότωσε. Το λέει και το παλιό, παμπάλαιο συριανό χασάπικο: Να πεθάνεις, να πεθάνεις, να πεθάνεις/ με τα νάζια και τα κόλπα που μου κάνεις» το οποίο συριανό παμπάλαιο τραγούδι το παρουσίασε αργότερα ως δικό του: «Να πεθάνεις, να πεθάνεις, να πεθάνεις/ με τα κόλπα/ με τα κόλπα που μου κάνεις, / Να πεθάνεις, να πεθάνεις, να μη ζήσεις/ αν εμένα, αν εμένα παρατήσεις» και ακόμη: «Στο Φάληρο που πλένεσαι, περιστεράκι γένεσαι. Αυτό είναι καθεαυτού συριανό ζεμπέκικο, ματζοράκι» το οποίο και αυτό παρουσίασε ως δικό του τραγούδι. Τα υπόλοιπα στους ειδικούς ερευνητές…
Οι λατέρνες (οργανάκια) στους δρόμους
και οι ορχήστρες των καφενείων
«Η στιχουργία είχε αρχίσει μέσα στο πειθαρχείο (ο Βαμβακάρης είκοσι χρόνων, στα 1925, εκτός Σύρου). Έγραψα τους πρώτους μου στίχους εκεί μέσα. Τους πρώτους μου στίχους τους είχα γράψει προτού να μάθω όργανο, στη Σύρα». Και αναμνήσεις από τη μουσική ζωή της Σύρου των παιδικών του χρόνων: «… Τις Αποκριές κάθε Κυριακή επληρώναμε μια λατέρνα, οργανάκι που λένε, και μας έπαιζε το οργανάκι και χορεύαμε με τα ζεμπέκια στις αλάνες. Το οργανάκι δεν έπαιζε τ’ αποκριάτικα. Έπαιζε βαλς, καντρίλιες, συρτά, καλαματιανά, χασάπικα, ζεμπέκικα, σέρβικα. Η Σύρα είχε πολλά οργανάκια. Ήτανε πλημμυρισμένη. Τα φέρνανε από την Πόλη…».
Ήδη από τον 19ο αιώνα η μουσική και τα τραγούδια στους δρόμους ήταν απαραίτητο εξάρτημα των διασκεδάσεων της εργατικής κυρίως τάξης. Αναφέρω ελάχιστα από το θαυμαστό βιβλίο του Θωμά Δρίκου Η πορνεία στην Ερμούπολη τον 19ο αιώνα (Εφ. «Αστήρ των Κυκλάδων», του 1858):
«Νοστιμώτατον θέλει είναι τη αληθεία όταν διδασκομένων των μαθητών εις την εκκλησιαστικήν μουσικήν και ψαλλόντων χερουβικά και κοινωνικά [sic] και άλλα τοιαύτα ιερά άσματα, διαβαίνοντες έξωθεν του σχολείου τρεις τέσσερις βρακοφόροι [ασφαλώς Κρητικοί ή Χιώτες] και ενηγκαλισμένοι αλλήλους, … συμψάλλωσι το αδέσποτον εκείνο αμάν, ή άλλο τι εκ των αισχρών ασμάτων, τα οποία ασυστόλως τραγωδούσι καθ’ όλας τας οδούς της πόλεως…».
Στα 1861 ο Δ. Μ. καταδικάστηκε σε πρόστιμο μιας δραχμής διότι «είχεν εντός του κατά την Αγοράν ξενοδοχείου του μουσικούς παιανίζοντας και μουσικά όργανα εναντίον αστυνομικής διατάξεως».
Την ίδια χρονιά κάποιος καφεπώλης καταδικάστηκε σε πρόστιμο πέντε δραχμών διότι “εντός του καφενείου του είχεν διαφόρους τραγωδούντες εις ους εχορήγει μεθυστικά ποτά”. Οι βρακοφόροι κυκλοφορούσαν στην Ερμούπολη σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του 1920. Οπωσδήποτε θα τους είχε δει ο Βαμβακάρης.
Τα υπαίθρια καφενεία και ζαχαροπλαστεία του νησιού (ήδη στα 1889 υπήρχαν και γερμανίδες τραγουδίστριες που “χώριζαν αντρόγυνα” με τα σκέρτσα τους!) τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, που πρόλαβε ο Βαμβακάρης, εκτός από Καραγκιόζη, Φασουλή ή Κινηματογράφο, παρουσίαζαν και μικρές ορχήστρες που έπαιζαν τις επιτυχίες της εποχής και τα πιο γνωστά κομμάτια από τις όπερες ΤόσκαΤροβατόρεΚάρμεν, και Τραβιάτα. Στις 12.6.1910 στο δροσόλουστο παραθαλάσσιο καφενείο τα «Κύματα» έπαιζε «ορχήστρα εκ τριών οργάνων, υπό την διεύθυνσιν του γνωστού κλειδομυμβαλιστού κ. Νεράτζη, ένθα πλείστος κόσμος τρέχει κατά τας νυκτερινάς ιδίως ώρας, απολαμβάνων ομού με την θαλασσίαν αύραν και την συναρπάζουσαν μουσικήν».
Δεν αντέχω να παραλείψω τρία μικρά σημειώματα της εφ. «Απόλλων» της 25 Οκτωβρίου 1906, της «Παλιγγενεσίας» της 25 Μαΐου 1913 και της εφ. «Αυγή» λίγα χρόνια αργότερα, στις 3 Ιανουαρίου 1916. Από σύμπτωση αναφέρονται και όσα όργανα θυμάται ο Βαμβακάρης:
«Εις το μέγα ζαχαροπλαστείον εν τη πλατεία, το διευθυνόμενον ήδη υπό της κυρίας Μαρίας Αντωνίου, τελεία ορχήστρα εκ δύο βιολίων, κλειδοκυμβάλου [πιάνου] και πλαγιαύλου [φλάουτου] τέρπει την φιλόμουσον πελατείαν αυτού. Η γνωστή οικογένεια των καλλιτεχνών Κρασσά αποτελεί την ορχήστραν και τούτο και μόνον αρκεί δια να είναι τις βέβαιος ότι εκεί ακούει όντως μουσικήν. Οι συμπολίται δέον να υποστηρίξωσι το κατάστημα τούτο, διότι θα έχωσι κέντρον ευάρεστον συναθροίσεως κατά τας εσπερινάς ώρας».
«Προ μηνός η πόλις μας απολαμβάνει ένα από τους ολίγους Έλληνας καλλιτέχνας, τον κ. Μιχ. Σκλάβον. Ο κ. Σκλάβος διέπρεψεν ως πλαγιαυλιστής και μουσικοδιδάσκαλος επί πολλά έτη εν Ευρώπη, εσχάτως δε διετέλεσεν Flutist εις την Opera Khediviale του Καΐρου και διευθυντής τής του Gran Trianon του θεάτρου Jardin des Esbakie ορχήστρας ως και ορχηστρών των μεγάλων ξενοδοχείων των περιηγητών της πόλεως εκείνης. Τον κ. Σκλάβον θα απολαύσωμεν καθ’ όλην την θερινήν περίοδον εις την ορχήστραν του αριστοκρατικωτέρου κέντρου της πόλεώς μας και ζυθοπωλείου κ. Γ. Τσαμασφίρη».
Δεν ήταν μόνο τα οργανάκια, τα οποία άλλωστε είχαν ελάχιστα χρόνια παρουσίας. Ήταν κυρίως οι πλανόδιοι οργανοπαίκτες. Όσοι έτρεχαν με την ψυχή στο στόμα από καφενείο σε καφενείο για να διασκεδάσουν τους μεθυσμένους θαμώνες, από τους οποίου δέχονταν και την τελευταία τους δραχμή, καθώς ήταν από τις μετρημένες χαρές της βασανισμένης ζωής τους. Έτρεχαν όμως και σε γάμους όταν τους ζητούσαν, σε βαπτίσεις και στις διασκεδάσεις ονομαστικών εορτών.
Οσάκις δεν υπήρχαν όργανα οι μεθυσμένοι θαμώνες των καφενείων τραγουδούσαν σχεδόν μέχρι τα χαράματα τα τραγούδια της εποχής μην αφήνοντας σε ησυχία τους εργατικούς νοικοκυραίους που ήθελαν να κοιμηθούν ακόμη λίγο πριν ξεκινήσουν νωρίς νωρίς για τα εργοστάσια. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους θαμώνες έκαναν δουλειές του ποδαριού ή δούλευαν στο λιμάνι ως εκφορτωτές.
Ο Θωμάς Δρίκος στο βιβλίο του Η πορνεία στην Ερμούπολη το 19ο αιώνα έχει αλιεύσει κάμποσα παρόμοια δυσάρεστα περιστατικά. Φαίνεται πως ήταν τέτοιος ο χαμός στην Ερμούπολη, δύο βήματα από την ήσυχη, πλην εξίσου πάμπτωχη και βασανισμένη Άνω Σύρο, τον κόσμο του Βαμβακάρη, που τα περισσότερα έφταναν ως τα δικαστήρια για να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Ενδεικτικά αναφέρω μερικές αποφάσεις του πταισματοδικείου Ερμουπόλεως: Ο Ιωάννης Αλεξάνδρου, καφεπώλης, γεννηθείς στη Νάξο, 28 χρόνων, καταδικάστηκε σε πρόστιμο 5 δραχμών «διότι την 4 Ιανουαρίου, περί ώραν 1.30 π.μ. είχεν εντός του ρηθέντος καφφενείου του διαφόρους τραγωδούντες εις ους εχορήγει μεθυστικά ποτά» αριθ. αποφάσεως 5, 6 Μαρτίου 1861.
Ο Νικόλαος Ευφροσυνίδης, καταδικάστηκε ερήμην σε κράτηση δύο ημερών «διότι εντός του καφφενείου του από του μεσονυκτίου μέχρι την 3ην νυκτερινήν, μουσικοί και πολίτες ετραγώδουν», αριθ. αποφάσεως 36, 4 Απριλίου 1861.
Μερικοί άλλοι αθωώθηκαν «παρ’ ότι επαιάνιζον μουσικά όργανα κατά την αγοράν και τας συνοικίας».
Οι Γεώργιος Πρίντεζης και Αντώνιος Μαραγκός, ασφαλώς κάτοικοι της Άνω Σύρου ή των χωριών, καταδικάστηκαν σε πρόστιμο τριών δραχμών διότι «έπαιζον τσιβούριον [το καταραμένο όργανο] και ετραγώδουν αισχρά άσματα εις το καφφενείον» αριθ. αποφάσεως 73, 29 Νοεμβρίου 1874. Δεν έχουν μήτε αυτά τέλος. Αναφέρω ολόκληρα τα ονοματεπώνυμά τους δεδομένου ότι οι «τρομερές πράξεις» τους ήταν θεάρεστες.
Λίγα χρόνια αργότερα, στις 20 Φεβρουαρίου 1887, κάποιος Γεώργιος Βαμβακάρης, 35 χρόνων καταδικάστηκε σε πρόστιμο 8 δραχμών “διότι την νύκτα της 25 Ιανουαρίου περί την 2.30 π.μ. είχεν ανοικτόν το εις τα Καταλύματα οινοπωλείον του και εντός αυτού ανθρώπους άδοντας πίνοντας και διασκεδάζοντας με οργανάκι” και όχι γονατιστοί και προσευχόμενοι για τη σωτηρία του κόσμου.
Τα Καταλύματα ή Καλυβάκια ήταν από τη δεκαετία του 1830 κιόλας το “υγιέστερον μέρος της πόλεως”, ο χώρος που διάλεξαν να έχουν τα σπίτια τους και να εργάζονται σ’ αυτά, έως το τέλος σχεδόν του 19ου αιώνα “αι γυναίκες της απωλείας”. “Το μέρος ήτο απόκεντρον και μακράν εντίμων οικογενειών”. Με τα χρόνια οι γυναίκες κατέβηκαν στο κέντρο της Ερμούπολης και εκεί τις βρήκε ως εφημεριδοπώλης ο δικός μας Βαμβακάρης να βγαίνουν στα μπαλκόνια για την άγρα πελατών και να τον φωνάζουν ν’ ανέβει για ν’ αγοράσουν εφημερίδες και περιοδικά.
Αυτό το τσιβούριον, το σαντούρι, τα «αισχρά άσματα», τα βαλς «του θεάτρου», τα σμυρναίικα των πλανόδιων μουσικών, τα οργανάκια (λατέρνες), τα κάλαντα, η φυσαρμόνικα, η τραμπούκα (τύμπανο), τα μπουζούκια, οι γκάιντες, το ταμπούρλο, το χασάπικο, το σέρβικο, το αρμόνιο της καθολικής εκκλησίας και οι θρησκευτικοί ύμνοι που άκουγε μικρό παιδί –και πολλές φορές σε μεγάλη ηλικία- με τους «λυπητερούς σκοπούς του Επιταφίου» είναι, νομίζω, οι μουσικοί του πρόγονοι που πρόλαβε να γνωρίσει και να τον ακολουθούν σε όλη του τη ζωή.
Εδώ θέλω να κάνω μια μικρή παρένθεση. Στα χρόνια που έμεινα μικρό παιδί στη Σύρα, στο τέλος της δεκαετίας του 1940, πρόλαβα μερικούς ηλικιωμένους πλανόδιους μουσικούς που έπαιζαν σαντούρι, ένα όργανο που με μάγευε, και μπουζούκι και άκουγα να τους αναφέρουν με ονόματα που δε βρήκα στον κατάλογο που μου παραχώρησαν ευγενικά από το Ιστορικό Αρχείο της Ερμούπολης. Πιθανότατα να ήταν «παρατσούκλια» ή, το πιθανότερο, η μουσική να μην ήταν το κύριο επάγγελμά τους. Το δυσάρεστο είναι ότι ρωτώντας πριν από λίγα χρόνια παλαιούς Συριανούς κανένας δεν θυμάται ονόματα. Αφήνω δε ότι Βαμβακάρης στα μάτια των παλαιών Απανωσυριανών ήταν «υποκείμενο κατωτάτης υποστάθμης». Έτσι ακριβώς. Ιδιαίτερα όταν διάβασαν ή τους διάβασαν την Αυτοβιογραφία του.
***
Αυτοβιογραφία: «Ο πατέρας μου εκτός από τη γκάιντα, έπαιζε και λίγο μπουζούκι, έτσι λιγάκι μόνο. Από τη Σύρα ακόμη, πιτσιρίκος άκουσα πολλούς παλαιούς μπουζουξήδες. Το Μανωλάκη τον Τρεισήμιση απ’ την Απάνω Χώρα, το Στραβογιώργη τον αόματο, τον Μαούτσο, τον Αντρικάκη, τους κουρείς Βαφέα και Καραγιάννη και τον Παγκαλάκη, ο οποίος έπαιζε άριστον τζουρά. Αυτοί όλοι είναι Συριανοί. Κι άλλους τους άκουσα να παίζουν εκεί στη Σύρα όταν ήμουνα παιδάκι και δεν είχα ιδέα απ’ αυτή τη δουλειά, και άλλους εδώ, στους τεκέδες. Ο Βαφέας με τ’ όνομα ήτανε δικός μου, Φραγκοσυριανός από την απάνω Χώρα. Ήτανε κουρεύς. Πήγαινα στο κουρείο του. Από τότες δηλαδή έδειχνε ότι εγώ μ’ άρεζε αυτό το όργανο. Κι έφευγα τώρα από το Σκαλί που καθόμαστε και πάγαινα στο Βορνά, είκοσι λεπτά δρόμο. Πήγαινα κεί στο καφενείο να πούμε και καθόμουνα και άκουγα αυτόν τον άνθρωπο όταν ήταν η ώρα που έπαιζε. Ταξίμια έπαιζε. Δημοτικά δεν υπήρχανε στη Σύρα εξόν από κανένα συρτό, από κανένα καλαματιανό. Αυτά. Κάτι πάππου προς πάππου.
»Ο Καραγιάννης, Φραγκοσυριανός κι αυτός, άσος κι αυτός. Εγώ δεν τον άκουσα αλλά, όπως έλεγε ο πατέρας μου, έπαιζε πολύ καλά. Κι αυτός έπαιζε ταξίμια, κάτι πόλκες, κάτι βαλς, κάτι τέτοια πράματα. Αυτοί οι μπουζουξήδες στη Σύρα παίζαν μόνοι, όμως σε γάμους σε βαφτίσια τους παίρνανε αυτουνούς και διάφορα άλλα όργανα π.χ. παίρνανε τον Καραγιάννη, παίρνανε σαντούρια, παίρνανε και κλαρίνα, κιθάρες κι απαρτίζανε μια κομπανία από 4-5 άτομα και πηγαίνανε στα πανηγύρια και σε όλα. Κάτω στην Ερμούπολη υπήρχαν μουσικοί πολλοί. Και μέχρι τώρα ακόμα υπάρχουν.
Υπήρχε ένα κέντρο του Κοληόπουλου. Το θυμάμαι. Κι είχε μουσική, ορχήστρα, κι έπαιζε κάθε βράδυ· βιολιά, σαντούρια, πιάνα, ούτι, όχι μπουζούκια. Παίζανε διάφοροι ρυθμοί αλλά περισσότερα ελαφρά. Διαβάζανε, γράφανε, παίζαν, απ’ όλα. Πάντα υπήρχε μια ορχήστρα στη Σύρα. Και μια και δυο».
Στα 1914 όταν ο Βαμβακάρης ήταν εννιά χρόνων και μπασμένος για καλά στο περιθώριο της Ερμούπολης, οι εφημερίδες αναφέρουν συνεχώς όχι μόνο τα μικρά καθημερινά πταίσματα των κατοίκων ή τα θλιβερά σπουδαιότερα περιστατικά τα οποία οδηγούσαν τους δράστες στη Δικαιοσύνη, όχι μόνο για το λαθρεμπόριο, το οποίο μνημονεύει ο Βαμβακάρης με θαυμαστή λιτότητα, αλλά και για τη λαίλαπα των απεργιών εργατών βυρσοδεψείων και εργατριών κλωστηρίων, όπου εκεί εργαζόταν η μητέρα του άγνωστο για πόσο διάστημα:
«Στο 1915 κυρίζεται ο αποκλεισμός από τους συμμάχους.Τότες οργίαζε το λαθρεμπόριο. Ο θείος μου ο μπακάλης έκανε κι αυτός λαθρεμπόριο ζάχαρης και τσιγαρόχαρτου. Ο πατέρας μου βοηθούσε τον κουνιάδο του, μα κι η μητέρα μου βοηθούσε. Εζωνότανε σαν μπλάστρι τη ζάχαρη και το τσιγαρόχαρτο και το κουβαλούσε στην αγορά, στον Πέτσα τον μπακάλη. Από τις πολλές φορές ένας υπενωματάρχης, ο Κιράνης, μας έπιασε. Μας κουβαλήσανε τότες στο κρατητήριο, τη μάνα και μας τα τρία. Εμένα και τα μωρά, το ένα στην αγκαλιά. Δικαστήκαμε και πήγαμε στη φυλακή κι εμείς τα μωρά μαζί με τη μάνα μας, δεκαπέντε μέρες».
Σ τ η   μ α γ κ ι ά
Αυτοβιογραφία: … «Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα κατέβηκα στη πόλη μέσα στη Σύρα για να πιάσω οποιαδήποτε δουλειά και αν έβρισκα. Πήγα σ’ ένα κρεοπωλείο, χασάπης με κάποιο Λούη Κανέλη, άνθρωπο καλό και πολύ ζόρικο, ο οποίος είχε εγκληματήσει στη Σύρα. Οι Συριανοί είχαν καταθορυβηθεί με το πρώτο εκείνο έγκλημα ανάμεσα σε δυο καθολικούς. Έφυγα από κοντά του γιατί τον εφοβόμουνα. Επήγα μετά σ’ έναν άλλο χασάπη, παραγιός, του Ιωάννη Μίγτα, που ήταν βλάσφημος, νευρικός, αλλά πολύ εντάξει στις συναλλαγές του. Όμως δεν έμεινα κι εκεί πολύ. Κάποιος δημοσιογράφος και εκδότης, ονόματι Ζούλας, εξέδιδε τότε την τοπική εφημερίδα με τίτλο το Παράρτημα και ζητούσε μικρά παιδιά για να πουλούν τις εφημερίδες του. Δεν έχασα καιρό και αμέσως πήγα και τον βρήκα. Μόλις με είδε με κράτησε αμέσως και έτσι άρχισα το καινούργιο μου επάγγελμα, δηλαδή εφημεριδοπώλης.
»Μαζί με μένα ήταν περίπου τριάντα παιδιά ακόμη που όλα πουλούσαν σαν κι εμένα εφημερίδες. Ο εκδότης μας είχε όλα τα παιδιά ομοιόμορφα ντυμένα για διαφημιστικούς σκοπούς, και μας έδινε φαγητό και ύπνο το βράδυ για όσους ήθελαν. Εγώ τις περισσότερες φορές κοιμόμουν εκεί με τα άλλα παιδιά, όλα μαζί σε ένα δωμάτιο σαν στρατιώτες, και εκεί μέσα έβλεπε και άκουγε κανείς ότι δεν μπορούσε να φανταστεί.
»Άρχισα να βλέπω και να γνωρίζω από κοντά τη ζωή του αλήτη, τον υπόκοσμο, την ατιμία, τη χαρτοπαιξία και όλα τα κακά της μοίρας. Αλλά εγώ ήμουν αμέτοχος λόγω κυρίως της ηλικίας μου. Αφού δεν ήσουνα σπίτι σου, μικρό παιδί, τι περίμενες να πας να κάνεις εκεί πέρα, που ήταν άλλοι μικρότεροι, άλλοι μεγαλύτεροι; Παλιοδουλειές, παλιοαθρώποι, διάφορα πράματα γινόντουσαν. Με συγχωρείς, γαμιόντουσαν εκεί μέσα. Κι αλλονώνε πήραν κακοί δρόμοι αργότερα. Δηλαδή αυτό ήταν διαφθορείο, διαφθορείο. Τον Ζούλα δεν τον ένοιαζε. Τι να τον ένοιαζε; Αυτοί ήταν αθρώποι που κοιτάζαν τα λεφτά, κι οικονόμαγε πολλά.
»Λοιπόν εκεί στον Ζούλα μαζευόντουσαν εκεί πέρα διάφοροι κλεφταράδες, μυστήριοι, απ’ όλα. Πόσες φορές ερχόντουσαν η αστυνομία κι ετσάκωνε κανένα. Ρε πούστη που πήγες εχτές κι έκλεψες εκείνο; Ξύλο! Σου λέω παλιοδουλειά. Έχω φάει τη μαγκιά με το κουτάλι».
***
Το Φεβρουάριο του 1911 τρία χρόνια πριν γνωρίσει ο Βαμβακάρης το παιδικό περιθώριο η εφ. «Αυγή», του “μέχρι παθήσεως” ελεγκτή των ηθών και μονομανούς ζηλωτή της αξιοπρέπειας, της θρησκευτικής πίστης και του ίσου δρόμου των ανθρώπων, εκδότη Π. Μ. Στεφάνου, έγραφε για την κατάντια αυτών των παιδιών:
«Η νεαρωτάτη κοινωνία μας τα μικρά παιδιά και εις τα δύο πόλεις [Ερμούπολη και Άνω Σύρο] τόσον εις τας κεντρικάς όσον και εις τας αποκέντρους συνοικίας αφέθησαν εις την τύχην των, και η διαφθορά αυτών προχωρεί, χωρίς οι αρμόδιοι να λαμβάνουν μέριμνα. Εις κάθε γωνίαν πάσης γειτονιάς όμιλοι μικρών παιδιών καταγίνονται εις τα γνωστά χρηματικά παιγνίδια.Ούτως η λάκκα, το τοιχαλάκι, το κορώνα ή γράμματα ευρίσκονται παρά τον παιδικόν κόσμον εις την ημερησίαν διάταξιν. Αυτοί δε είνε οι μέλλοντες λωποδύται και οι χαρτοπαίκται της αύριον. Και η αστυνομία και οι γονείς αγρόν ηγόρασαν, κατά το Ευαγγέλιον!
»Οι μικροί ούτοι χαρτοπαίκται όσα χρήματα κερδίζουν ή αποκρύπτουν από τους γονείς, όσα ημπορούν να αφαιρέσουν από τις τσέπες των οικείων των, τα παίζουν την Κυριακήν το απόγευμα εις το τοιχαλάκι ή την λάκκα. Υπάρχουν και άλλοι, μεγαλύτεροι, άνδρες ωρίμου πλέον ηλικίας, οι οποίοι και παρασύρουν τα μικρά παιδιά εις τα συχαμερά αυτά τυχηρά παιγνίδια δια να αρπάξουν με την επιτηδιότητά των τα χρήματα των μικρών· και η αστυνομία καθεύδει, οι δε γονείς κοιμώνται. Και δεν εννοώ ότι το κορώνα ή γράμματα είνε το γυμναστήριον των λωποδυτών της αύριον, των χαρτοπαικτών του μέλλοντος! Διότι οι παίζοντες χρήματα μικροί δια να εξοικονομήσουν πεντάρες και δεκάρες θα κλέψουν, θα παραμελήσουν την εργασίαν των, θα ψευσθούν […]».
Στις 5 Μαρτίου 1911 η εφ. «Παλιγγενεσία» γράφει για ένα ζήτημα δημοσίας ηθικής και αφορά κυρίως τα καφενεία τα οποία δέχονταν ως θαμώνες τα παιδιά. Κάτι τέτοιο φυσικά ήταν αδιανόητο για την Άνω Σύρο. Δυστυχώς καμιά εφημερίδα στη διάρκεια χρόνων και χρόνων δεν έψαξε, δεν ρώτησε, δεν έμαθε και δεν έγραψε για ποιο λόγο τα παιδιά εκείνου του καιρού ήταν θαμώνες καφενείων και ζυθοπωλείων και μάλιστα σε ώρες όπου υποτίθεται θα βρίσκονταν στο σχολείο ή έστω σε μια εργασία:
«Ζήτημα αφορών εις την δημοσίαν ηθικήν, άλλ’ ατυχώς τέλεον παραμελούμενον, συνιστώμεν τοις αρμοδίοις όπως λάβωσι σοβαρώς υπ’ όψιν. Πρόκειται περί των εν ταις διαφόροις συνοικίας της πόλεως λειτουργούντων κέντρων οκνηρίας, τα οποία κατ’ ευφημισμόν μεν λέγονται καφενεία, κυρίως όμως είνε μολυσματική εστία εξαχρειώσεως και διαφθοράς.
»Υπάρχουσι βεβαίως και εν ταις συνοικίαις αξιοπρεπή καταστήματα, και δη καφενεία, εν οις φοιτώσιν άνδρες σεβαστοί και έντιμοι εργατικοί, ίνα μη αδίκως παρεξηγηθώμεν. Διότι ενταύθα πρόκειται περί εκείνων των νυκτοβίων ούτως ειπείν καταγωγίων, εν οις συναγελάζονται όλως ανήλικοι παίδες, έφηβοι, σπουδάζοντες εκείσε την καθ’ όλου εξαχρείωσιν και διαφθοράν, όσον ίσως δεν αναπτύσσονται εν τη παιδεία των γραμμάτων οι ευφυέστεροι των εις τα διάφορα εκπαιδευτήρια φοιτώντων μαθητών.
»Εάν δε πολίτης τις παρατηρήση τούτο προς τινα αστυνομικόν, θ’ακούση ότι τα τοιαύτα καταστήματα χαίρουν δικαίωμα να είνε ανοικτά, διότι πληρώνουσι φόρον!
»Αφ’ου είνε φαντασιώδες να είπη τις ότι τοιαύτα τρώγλαι ουδ’ επί στιγμήν έπρεπε ν’ ανοιχθώσιν, ως πηγή διαφθοράς, τουλάχιστον η αστυνομία δέον να ενεργή τακτικάς και αυστηράς επιθεωρήσεις εν αυταίς, να εκδιώκη δε και τους επειλημμένους εις τοιαύτα μέρη συχνάζοντας ανηλίκους θαμώνας, έστω και δια του βούρδουλα, να νουθετήση δε ευπρεπώς και κοσμίως τους διευθύνοντας αυτά όπως του λοιπού επ’ ουδενί λόγω επιτρέπωσιν εις νήπια να εισέρχονται εις μέρη αποκλειστικώς δι΄ανδρας».
Η ίδια εφημερίδα επανέρχεται, αναστατωμένη για την τύχη της νεολαίας της Ερμούπολης λίγο καιρό μετά, στις 8 Ιουνίου 1913:
«Περί ώραν 10 μ.μ. εισελθόντες εις τι κεντρικόν οινοπωλείον ευρέθημεν προ θεάματος, το οποίον μας ενέβαλεν εις πολύ θλιβεράς σκέψεις δια το μέλλον της κοινωνίας μας. Ομάς αποτελουμένη εξ 7 ατόμων, εκ των οποίων το μεγαλύτερον δεν ήτο ανώτερον των 10 ετών, εκάθητο εντός του οινοπωλείου και πέριξ τραπέζης επί της οποίας ευρίσκοντο πάντα τα σχετικά του οινοπωλείου, πάντα δε αναισχύντως εκάπνιζον και συνεζήτουν. Φρονούμεν ότι η Αστυνομία έχει καθήκον να περιστείλη το άτοπον τούτο, συνιστώσα εις τα όργανά της όπως περιέρχωνται τα διάφορα κεντρικά και απόκεντρα ταύτα καταστήματα, και όπου δήποτε ευρίσκουν τοιούτους θαμώνας να τους συλλαμβάνουν και να τους τιμωρούν αμειλίκτως. Ελπίζομεν ότι ο διευθυντής της Αστυνομίας κ. Β. Καστρινός παρά του οποίου η πόλις ελπίζει πολλά, θέλει αποβή εις αποτελεσματικήν θεραπείαν του ατόπου τούτου. Δια το οποίον πολλαί οικογένειαι τοιούτων αθώων υπάρξεων θα ευγνωμονώσιν αυτόν».
Τον αστυνόμο Β. Καστρινό επικαλείται και η εφ. «Το Βήμα», στις 23 Νοεμβρίου 1913, προκειμένου να επέμβει και να σώσει τη νεολαία:
«Έξωθι των ιερών ναών του Αγίου Γεωργίου και της Αναστάσεως, επωφελούμενοι της ώρας της θείας λειτουργίας κατά την Κυριακήν και τας εορτάς, πολλοί μόρτηδες παίζουσι ζάρι, λάκκα και άλλα τυχηρά παίγνια, πολλαχώς ασχημονούντες και αισχρολογούντες. Εις την δραστηριότητα του κυρίου Καστρινού συνιστώμεν όπως λάβη τα προσήκοντα μέτρα προς περιστολήν παραβάσεως των Νόμων ήτις δύναται ν’ αποβή λίαν επικίνδυνος δια το μέλλον των μικρών παραβατών».
Οι σπόντες και τα άρθρα καθημερινώς πολλαπλασιάζονται αλλά φαίνεται ότι στο τέλος εκείνοι που νικούν είναι τα παιδιά που γυρνούν στις ταβέρνες ή παίζουν λάκκα και βέβαια οι συμμορίες των ζητιάνων.
Στις 30 Νοεμβρίου η εφ. «Παλιγγενεσία» επανέρχεται για να κακίσει τους επαίτες και δη τα ανήλικα παιδιά που περιφέρονται σε καφενεία και οινοπωλεία «τας προκεχωρηκυίας ώρας».
Η έκκληση προς την αστυνομία επαναλήφθηκε και στις 7 Δεκεμβρίου «όπως δια των οργάνων της καταδιώξη τα εις τα καφενεία των διαφόρων συνοικιών συναθροιζόμενα ανήλικα παιδία τα οποία μετά το πέρας της εργασίας των [sic] χαρτοπαίζουν και οινοποτούν, χάνοντα ούτω πάντα τα χρήματα άτινα δια του ιδρώτος των κερδίζουν ολόκληρον την εβδομάδα»!
Η εφ. «ΕΡΜΟΥΠΟΛΙΣ» στις 18 Δεκεμβρίου 1871 αναφέρει:
«Η πόλις ημών οσημέραι πλουτίζεται δι’ ωδικών καφφενείων και αυτών πλουτιζομένων δι’ αοιδών και μουσικών! Ταύτα δε συντελούσιν εις την αραίωσιν των φοιτητών [ενν. θεατών] του ιταλικού μελοδράματος, εις ο παρατηρείται ότι ολίγος κόσμος φοιτά, ενώ η διασκέδασις αυτού είναι ασυγκρίτως καλλιτέρα της των ωδικών καφφενείων και κάτι ηθικωτέρα, πρόσθες και ευθυνοτέρα».
Το Φεβρουάριο του 1915, ο Βαμβακάρης δέκα χρόνων και σχεδόν μόνιμος κάτοικος της Ερμούπολης λόγω της δουλειάς του, γιορτάστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη η Αποκριά και στη συνέχεια η Καθαρά Δευτέρα. Ασφαλώς ήταν εκεί ο μικρός Βαμβακάρης:
«Επί τρεις εβδομάδες καθ’ ο διάστημα διήρκεσεν η αποκριά, ο κόσμος διεσκέδασε, μετημφιέσθη, εχόρευσεν, ετραγώδησεν, ετέλεσε τα βακχεία εν οργάνοις, τα δε οργανάκια τα πολυθόρυβα επήραν και έδοσαν κατ’ οίκον και καθ’οδόν… Το απόγευμα δε της Καθαράς Δευτέρας μέγα πλήθος εξήλθε διασκορπισθέν εις διάφορα σημεία της πόλεως προς εορτασμόν του καρναβά. Αι άμαξαι ιδίως ήσαν εις αέναον κίνησιν. Μεταφέρουσαι διαφόρους ομίλους και οικογενείας εν μεγίστω αριθμώ εις την γραφικήν θέσιν Λαζαρέτα, παρά τον άγιον Ελευθέριον, ένθα υπό τους ήχους της λατέρναςεπεδόθησαν εις τον χορόν μέχρι της δύσεως του ηλίου, ότε ανεχώρησαν εκείθεν φαιδροί και εύθυμοι, ευχόμενοι και του χρόνου, καλήν Τεσσαρακοστήν και Καλόν Πάσχα».
«Τσαμπούνες και συρτοί οργανάκια, ξενυκτισμένα τα ζεμπέκια. Ο ταραμάς, τα τουρσιά,οι ελιές, τα κρομμύδια, τα βραχόκουκα εστόλιζαν τα στρωμένα επί γης τραπέζια».
Το Ιούλιο 1915 (ο Βαμβακάρης δέκα χρόνων και βαθύς γνώστης πια του συριανού περιθωρίου) δημοσιεύτηκε κάποιο άρθρο στην εφημερίδα «Το Βήμα» της Ερμούπολης, που κακίζει τους καφεπώλες της πλατείας για την κατάληψη της πλατείας από τα τραπεζάκια τους. Αυτό το έκαναν για να απολαμβάνουν περισσότεροι θαμώνες τα μάγια της μουσικής, αλλά είχε ως επακόλουθο να αυξηθούν και οι ανήλικοι «περιπολούντες» ζητιάνοι:
«Δύο κακά ήρξαντο ανοικτιρμόνως μαστίζοντα τα υπό των φοβερών καυμάτων των ημερών αυτών συναγειρόμενα εν τη πλατεία Μιαούλη πλήθη προς αναψυχήν, οι καφεπώλαι των περί την πλατείαν καφενείων, οίτινες, μη αρκούμενοι εις την δια των τραπεζών και των καθισμάτων των κατάληψιν των προ των καφενείων των ασκεπών χώρων, επέδραμον και εις την πλατείαν, ην καταλαμβάνουσι δια τριπλών και τετραπλών τραπεζοστοιχιών, παρακωλύοντες ούτω πάσαν εν αυτή κίνησιν και οι αποτρόπαιοι την ρυπαρότητα επαίται οίτινες δια των επιμόνων προς ελεημοσύνην προλιπαρήσεών των εξερεθίζουν τα νεύρα των ψυχραιμοτέρων, μέχρι του να εξαναγκάζουσι πολλάκις τους νευρικωτέρους εις χειροδικείας…»
Ας μείνουμε για λίγο στα 1914 και ας αναφέρουμε ορισμένα φαιδρά και δυσάρεστα του μοιραίου, όπως όλα άλλωστε, χρόνου 1914. Έχουμε και λέμε λοιπόν:
- Απαγωγές ανηλίκων κοριτσιών που καταλήγουν, ευτυχώς, σε γάμο.
- Στις συνοικίες Ψαριανά, Τρεις Μύλοι, Νεάπολη, Βρυσαράκια και Καταλύματα (περιοχή των «κοινών» γυναικών) η επιδημία της ευλογιάς κάνει θραύση με δεκάδες θύματα. Συνιστάται καθαριότητα και εμβολιασμός. Στην Άνω Σύρο τα κρούσματα είναι λιγότερα.
- Συνεχείς κλοπές σε σπίτια και καταστήματα. Ελάχιστοι από τους δράστες συλλαμβάνονται.
- Ευτυχείς γάμοι και αρραβώνες. Προαγωγές στρατιωτικών, μεταθέσεις δημοσίων υπαλλήλων, διορισμοί, κατάπλοι πολεμικών πλοίων, μνημόσυνα πεσόντων στους Βαλκανικούς πολέμους. Ο Δημήτριος Βαφιαδάκης χρηματοδοτεί την ανέγερση οβελίσκου με σκοπό να γραφούν όλα τα ονόματα των πεσόντων Κυκλαδιτών. Η περιοχή ονομάζεται έκτοτε Ηρώον (περιοχή της Άμμου), από το οποίο ξεκινούν οι δρόμοι για τις εξοχές και τα πολυάριθμα εργοστάσια. Ανάμεσά τους και το εργοστάσιο Δεληγιάννη, όπου δούλευε ο Βαμβακάρης με τη μητέρα του. Την περιοχή του Ηρώου την αναφέρει και στις αναμνήσεις του.
- Αιματηρές συμπλοκές νταήδων με μαχαίρια, ξιφολόγχες και μαχαιρίδια «μεταξύ δύο λούστρων», μια συμπαθητική εργατική τάξη η οποία εξέλιπε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, από την Ερμούπολη.
- Απόπειρες βιασμού ανηλίκων παιδιών. Τους περισσότερους δράστες τους τσακώνανε για τα περαιτέρω.
- Συλλήψεις κυβοπαικτών, λιποτακτών και των «ανά των οδών κοιμωμένων αγυιοπαίδων».
- Κατασχέσεις παιγνιοχάρτων, λαθρεμπόριο καπνού, σπίρτων και χταποδιών.
***
Για τα διαβόητα παιχνίδια μπαρμπούτι και παπάς,τα οποία λάμπουν και θριαμβεύουν ως τις μέρες μας, όπως επίσης για τα τυχερά παιχνίδια του φτωχού λαού και τον επικείμενο εθισμό των παιδιών, οι συριανές εφημερίδες έγραφαν ανελλιπώς ήδη από τον 19ο αιώνα. Ιδού, ενδεικτικά πάλι, ένα άρθρο της συριανής εφημερίδας «Ήλιος» της 3 Ιανουαρίου 1893:
«Ευχαρίστως είδομεν ότι η αστυνομία Αθηνών κατά διαταγήν της Κυβερνήσεως απηγόρευσεν αυστηρώς το κατά την πρωτοχρονιάν εν λέσχαις και καφενείοις χαρτοπαίγνιον, η δε διαταγή ετηρήθη, του διευθυντού κ. Μπαϊρακτάρη [του επίσης διαβόητου] αυτοπροσώπως καταδιώξαντος τους αποπειραθέντας να χαρτοπαίξωσι. Αλλ’ ενταύθα ατυχώς δεν εγένετο τοιούτόν τι, από της Πέμπτης έως την μεσημβρίαν και την ημέραν της πρωτοχρονιάς και την επομένην ακόμη, εις όλα τα δημόσια κέντρα απολύτως ετελείτο το χαρτοπαίγνιον. Επρώτευσε κυρίως η οδός Ερμού και αι περί αυτήν όπου ηρολέτα, το κόκκινο ή μαύρο, το καμπαναριό, ο μιναρές και αυτό το ιστορικόν των Γενιτσάρων μπαρμπούτι (γραμμένο με μαύρα γράμματα) επαίζετο ελευθέρως, της εξουσίας παρασχούσης εις τον λαόν τα μέσα να διασκεδάση χάνων τα λεπτά του. Αλλά και πασέτα και τα πλακάκια επαίζοντο και ο εξ Αθηνών και πάσης Ελλάδος καταδιωχθείς παπάς [κι αυτό με μαύρα γράμματα], ευρών ενταύθα καταφύγιον, εδιδάσκετο εν γνώσει και τη ανοχή των αρχών υπό γνωστών λωποδυτών, εις μαθητάς των γυμνασίων και παιδίσκας των δημοτικών σχολείων. Μόλις δε το εσπέρας της Παρασκευής γενομένων πολλών ερίδων, ων τινες κατέληξαν εις συμπλοκάς, παρεμβάσα η χωροφυλακή διέκοψε την εν ταις οδοίς και δημοσία κυβείαν και το χαρτοπαίγνιον».
Κι ένα σημείωμα της εφ. «Παλιγγενεσία» της 3 Οκτωβρίου 1916:
«Διερχόμενοι εκ τινος παρά την Πλατείαν Μιαούλη οδού παρετηρήσαμεν αγυιόπαιδας, οίτινες όλως ανενόχλητοι εν μέση οδώ έπαιζον κύβους [ζάρια]. Φρονούμεν ότι καθήκον έχει η Αστυνομία ίνα φροντίση να καταστείλη το κακόν τούτο, διότι εκτός του ότι και ούτοι καταστρέφονται δια τούτου, δεν αρμόζει εν μέσω της κεντρικωτάτης οδού της πόλεως να φαίνωνται τοιαύται ασχημίαι. Ένεκα τούτου δέον να ληφθή μία πρόνοια δι’ αμφοτέρους τους λόγους ους ανωτέρω αναφέρομεν».
Η εφ. «Παλιγγενεσία» της Ερμούπολης έγραφε στις 17 Ιανουαρίου 1915:
…Δι ο επιβάλλεται εις την Αστυνομίαν όπως εξαλείψει την τοιαύτην ασχημίαν της επαιτείας […] αλλά και να επιθεωρώσι μερικά κουτούκια εν ταις συνοικίαις και εκτός της πόλεως, ένθα συχνάζουσιν όλως ανήλικοι παίδες, επιδιδόμενοι εις την οινοποσίαν και βυθιζόμενοι προώρως εις την κατάχρησιν, κινδυνεύοντες ούτω να καταντήσωσι θάττον ή βράδιον αλκοολικοί και έκφυλοι. Διότι ο αστυνομικός απαιτείται να είνε και ολίγον παιδαγωγικός· άνευ δε τούτων είνε ατυχής, ει μη άχρηστος, και επομένως ακατάλληλος προς αστυνομικήν υπηρεσίαν».
Οι «κοινές» γυναίκες στην Ερμούπολη την περίοδο 1905-1920
Αυτοβιογραφία: «Ότι βρωμοδουλειά εγινότανε στη Σύρα, όλα τα ’βλεπα μπροστά μου π.χ. κάτι μικροκλοπές, κάτι ζάρια, χαρτιά, κάτι κακόφημοι οίκοι. Έβλεπα τις ελεύθερες γυναίκες στα δημόσια [πορνεία]. Μάλλον επέρναγα από κάτω και επειδή επούλαγα εφημερίδες και περιοδικά με φωνάζαν οι γυναίκες: “έλα βρε απάνω”. Πήγαινα, μου δίναν λεφτά, με χαδέβανε, αλλά εγώ αγρόν ηγόραζα».
Ο Βαμβακάρης πρέπει τότε να ήταν ανάμεσα στα οχτώ με δέκα χρόνια του. Κλοπές, ζάρια και χαρτιά που αναφέρει τα έχω ενσωματώσει σε άλλες ενότητες. Ενδεικτικά αναφέρω ένα μόνο περιστατικό, του 1916, μικροκλοπής που ασφαλώς θα το έμαθε: «Άγνωστοι εισελθόντες εκ του ανοικτού παραθύρου του καφεπώλου κ. Ιω. Σταμ., καθ’ ην ώραν απουσίαζεν αφήρεσαν διαφορά εσώρουχα, μανδύλια και δύο δακτυλίδια, μίαν καρφίδα και απήλθον ανενόχλητοι…».
Ας έρθουμε στις «κοινές» αφού ορισμένες είχαν εγκατασταθεί ομαδικά πλέον στο κέντρο σχεδόν της Ερμούπολης, στην άκρη του λιμανιού, σε κάπως, τότε, απόκεντρο σημείο. Μου φαίνεται παράλογο να πήγαινε ο Βαμβακάρης να πουλήσει εφημερίδες και περιοδικά στο «γκέτο» των κοινών γυναικών, στην περιοχή των Καταλυμάτων. Εκείνο το «επέρναγα από κάτω και με φωνάζαν» ασφαλώς παραπέμπει τουλάχιστον σε διώροφα κτίρια με μπαλκόνι, κάτι που δεν είχαν τα Καταλύματα. Εκεί, όπως τα περιγράφει ο Θωμάς Δρίκος, ήταν μονώροφες άθλιες οικίες. Τα δημοσιεύματα του συριανού Τύπου, ιδίως του 19ου αιώνα, είναι άπειρα.
Στα 1908 (ο Βαμβακάρης τριών χρόνων) και αφού στο μεταξύ έχουν γραφεί και πλήθος άλλα σημειώματα στις εφημερίδες για τις γυναίκες της «απωλείας», υπάρχει και τούτο το απρόοπτο.
«Η αστυνομία Σύρου συλλαβούσα πάσας τας εν τη συνοικία των Καταλυμάτων ιεροδούλους και εγκλείσασα αυτάς εις ένα των παρά το παλαιόν ιχθυοπωλείον οίκων ασωτείας επεβίβασε την εσπέραν της προχθές του δια τον Πειραιά ατμοπλοίου απελάσασα πάσας εκεί. Ταυτοχρόνως απηγόρευσε την εν τοις οίκοις τούτοις ενοίκησιν άλλων ιεροδούλων. Αγνοούμεν προς τίνα σκοπόν κατέφυγεν η αστυνομία εις το μέτρον τούτο και απεφάσισεν ούτως να καταργήση τα χαμαιτυπεία, αλλ’ έπραξε κάκιστα, διότι ούτω θα επαυξηθή η κατ’ ιδίαν αισχρότης, και δεν θα υπάρχη ουδεμία επιτήρησις. Εάν δε νομίζει ότι δέον να υποστηρίξη τους υπάρχοντας οίκους ανοχής τον άνεμον διώκει, διότι ο πτωχός κόσμος δεν καταβάλλει αριστοκρατικά τέλη προς τοιούτον σκοπόν…».
Εννοείται ότι οι γυναίκες επιστρέψανε την άλλη κιόλας μέρα στην Ερμούπολη όχι με ιδιωτικά κότερα φυσικά αλλά με τα πλοία της γραμμής!
Στις 27.8.1911 (ο Βαμβακάρης έξι χρόνων και φυσικά δεν πήρε είδηση για τα συμβαίνοντα) δημοσιεύεται ακόμη μία είδηση αλλά αυτή τη φορά αφορούσε “επιχείρηση αρετής” της αστυνομίας, η οποία αστυνομία “συναθροίσασα πάσας τας ανά τας συνοικίας διασκορπισμένας ιεροδούλους της Αφροδίτης, υπέβαλεν αυτάς εις την κεκανονισμένην επίσκεψιν του αστυνομικού ιατρού όστις απέστειλεν αρκετάς εξ αυτών εις το νοσοκομείον, ευρών αυτάς πασχούσας εκ διαφόρων αφροδισίων παθημάτων…”.
Στα 1913 (ο Βαμβακάρης οχτώ χρόνων) άνοιξε πορνείο στο κέντρο ακριβώς της Ερμούπολης, δίπλα σε τίμια σπίτια:
«Άνωθεν του Δημοτικού Θεάτρου Απόλλων παρά τας οικίας Ζαφειροπούλου και Μωραΐτου, κάποια κυρία συνέστησεν πορνείον ή μάλλον οίκον διαφθοράς, περί του οποίου πολλά λέγονται, πλείστα δε ονόματα αναφέρονται, και το σκάνδαλον, ο κίνδυνος και το απρεπές είναι μέγιστα, Όθεν θερμώς παρακαλούμεν την Διεύθυνσιν της Αστυνομίας να σπεύση να κλείση τον οίκον τούτον της ακολασίας, χάριν της δημοσίας υγείας και της ησυχίας της φιλησύχου ταύτης συνοικίας εν τω μέσω της οποίας αληθής εγεννήθη κόλασις. Απευθυνόμενοι προς τον [αστυνόμον] κ. Καστρινόν φρονούμεν ότι δεν είναι ανάγκη να επεκταθώμεν περισσότερον».
Δεν ξέρουμε τι απέγινε. Το πιθανότερο είναι να μετακόμισε σε κάποιο απόκεντρο μέρος. Σήμερα «επίσημη» πορνεία στη Σύρο δεν υπάρχει. Όλοι έγιναν άγγελοι δοξολογούντες τον Παντοκράτορα.
Την επόμενη χρονιά, 1914, το ζεύγος Ξ. κατηγορήθηκε για προσβολή ηθών. «Ήτοι ότι διατηρούντες ενταύθα οικίαν κατά την [διαβόητη] συνοικίαν Καταλύματα, προ πολλού χρόνου παρέχουσιν τόπον προς ασέλγειαν και τόπον διατριβής συντελούντες προς τούτο δια προαγωγών». Επειδή το δικαστήριο είχε αμφιβολίες για την ενοχή τους, τους έδωσε άδεια να συνεχίσουν το έργο τους.
Κι ακόμη: Κηρύχτηκε αθώα η Μαριγώ Κ. από την κατηγορία της πορνείας και την «εξώθησιν προς διαφθορά των ανηλίκων Αδριάνας Ξ. και Μαρίας Τ. … Πράττει δε τούτο συνήθως και επί σκοπώ κέρδους». Τι σκαρφίστηκαν, τι ειπώθηκε από τις παθούσες άγνωστο. Η γυναίκα πάντως αθωώθηκε!
Τον Αύγουστο του 1916 συνελήφθη η απροστάτευτη χήρα Μαριγώ Κ. η Σαντορινιά, 53 χρόνων, νοικοκυρά, η οποία κηρύχτηκε ένοχη λίγο αργότερα από το δικαστήριο διότι «προς τον σκοπόν να υπηρετήση αλλότριον ακολασίαν προήγαγεν εις πορνείαν και εξώθησεν εις διαφθοράν ανήλικον πρόσωπον ήτοι την Ελένην Α. μη συμπληρώσασαν το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας της, την παρεπλάνησε δια χρημάτων και ωδήγησεν εις την οικίαν του Αντωνίου Π. προς τον σκοπόν της πορνείας, τούτο δε έπραξεν αύτη επί σκοπώ κέρδους».
Αυτοβιογραφία: «Όμως η Σύρα δεν είχε μόνο καλό κόσμο. Η Ερμούπολις λιμάνι ήτανε, μεγάλο κέντρο, και είχε όλα τα δεινά των λιμανιών που τα γνώρισα για λίγο ως εφημεριδοπώλης του Ζούλα, κι αργότερα του Κάνιστρα.
»Και το χασίσι από τη Σύρα ξεκίνησε στην Παλαιά Ελλάδα. Και οι κουτσαβάκηδες εκεί υπήρχαν. Δεν άκουσα εκεί τη λέξη, αυτή, εδώ την άκουσα. Αλλά εκεί βέβαια ήμουνα μικρό παιδί και δεν τα ’ξερα αυτά. Αλλά ήτανε δυνατόν να μην ήτανε στη Σύρα, αφού αυτού ήτανε το καθεαυτού νταραβέρι κι από εκεί πέρα βγήκανε όλα αυτά; Αφού είχανε γράψει μια φορά για τη Σύρα, σαράντα καφενεία και εξηνταριά τεκέδες.
»Εγώ δεν τους πρόκανα εκεί τους τεκέδες γιατί είχανε τελειώσει. Άκουσα όμως από μεγαλύτερους εκ των υστέρων ότι ήτανε διάφοροι μάγκες που πηγαίνανε και φουμέρνανε. Και αυτοί που ντυνόντουσαν σα ζεμπέκια, μάγκες ήτανε σχεδόν, γιατί εχορεύανε να πούμε. Ήτανε και κουτσαβάκηδες. Αλλά όχι ότι ήτανε του σχοινιού και του παλουκιού».
»Όταν επούλαγα εφημερίδες πήγαινα σ’ ένα εργοστάσιο του Πουσιάλου. Στη Σύρα αυτό ακόμα υπάρχει. Κι είχε ένα μηχανικό μέσα κι ήτανε παλιάνθρωπος. »Όποτε πήγαινα μου ’πιανε τα μάγουλα, μου ’πιανε τον κώλο. Τώρα εγώ αυτά τα πράματα τα ’βλεπα, τα ’ξερα. Μέχρι που του λέω μια μέρα. Ρε τι να σου πω, βρε; Θα σου κάνω, λέω, μια φέστα που να χεστείς, του λέω κυριολεκτικά. »Μπορείς να με κάνεις εμένα καλά βρε παλιάνθρωπε; Θα γυρίσεις κορώνα ή γράμματα. Θα σε ξεφτελίσω παλιοκαργιόλη, του λέω, μέσα δω πέρα θα σε πάρουνε χαμπάρι. Τι θέλεις εμένα, εδώ τόσα κορίτσια, τόσες γκόμενες!
»Εγώ δεν ήθελα τέτοια πράματα. Απόφευγα τέτοια πράματα. Κι αυτός έπαθε μια ζημιά που του είχα κάνει. Εκεί που γύριζα το βράδυ και πούλαγα τις εφημερίδες, εγώ ήμουνα μαθημένος με τ’ αλάνια, με ξέρανε τ’ αλάνια που γύρναγα. Μια μέρα μιλούσα μ’ ένα κουτσαβάκη απ’ αυτουνούς που ήταν εκεί πέρα. Κοίτα με πειράζει αυτός, του λέω. Πώς θα γίνει η δουλειά να τον εβγάλουμε όξω να τον πρήξουμε στο ξύλο; Βρεθήκανε τρεις και μου λένε. Δώσ’ του ραντεβού μέρα μεσημέρι στο τάδε μέρος, και το ’κανα αυτό. Και τον δίνω το λοιπόν ένα μεσημέρι, και πήγαμε στο τάδε μέρος. Πάμε. Τώρα τι να κάνει ο κερατάς; Πλακώνουν οι άλλοι. Ξύλο και των γονιώ. Τον εμιζερώσανε και τον πρήξανε. Δεν πήγε ο κερατάς πουθενά να παραπονεθεί. Τι να πει; Μετά το λοιπόν ήταν πρησμένος και δεν πήγαινε στη δουλειά, πού να πάει. Εγώ πάλι πήγαινα στο υφαντουργείο. Βλέπεις δεν πήγαινα μόνο σ’ αυτόνε, πήγαινα και σ’ άλλους εφημερίδες. Α, ρε Φράγκο, μου λέει. Φράγκο μ’ έλεγε εμένα. Καθολικός εγώ, αυτός ήταν ορθόδοξος. Α, ρε Φράγκο, δεν το πίστευα. Κι ακόμα, του λέω, τι έχεις να πάθεις αν μου ξαναμιλήσεις. Αν ήξερα ρε, του λέω, πως έχεις γιο σαν και εμένα, θα πήγαινα το γιο σου να τον εγαμούσα, του λέω. Ήταν μεγάλος, πενηνταπέντε εξήντα χρονώ αυτός, μηχανικός, υπομηχανικός του εργοστασίου. Τέτοιος άνθρωπος ήτανε. Τότε εγώ ήμουν δώδεκα δεκατριών χρονώ παιδί αλλά εύρωστος. Και τι δεν έχω πάθει».
Οι Απόκριες και τα Ζεμπέκια
Αυτοβιογραφία: «Τις Απόκριες στη Σύρα εγινόντουσαν τα ζεμπέκια. Μαζευόντουσαν μέχρι σαράντα νομάτοι. Διατηρούσαν χοροδιδασκαλείο. Μάθαιναν χασάπικο, σέρβικο, χασαποσέρβικο, ζεμπέκικο».
Η λέξη “ζεμπέκια” την οποία καταθέτει με αγάπη και συγκινητική μνήμη ο Βαμβακάρης ελάχιστες φορές αναφέρθηκε στις εφημερίδες. Δεν ξέρω πότε άρχισε. Ξέρω όμως ότι το τέλος τους σήμανε λίγο πριν από την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Οι εφημερίδες με άλλα είχαν να ασχοληθούν. Ήταν κυρίως οι χοροί της Λέσχης και οι χοροί των πλουσίων κατοίκων στα μέγαρά τους, χοροί με 200 προσκαλεσμένους που κρατούσαν μέχρι το πρωί. Ακόμη και χοροί πλουσίων Συριανών που γίνονταν στην Αθήνα και που παρευρίσκονταν οι πρίγκιπες και το διπλωματικό σώμα και που το γεγονός γραφόταν στις αθηναϊκές εφημερίδες, οι Συριανές εφημερίδες το θεωρούσαν χρέος τιμής να αναδημοσιεύουν το γεγονός.
Στα 1838 εκδόθηκε στην Ερμούπολη, το εξαντλημένο από το 1803, βιβλίο του Νικοδήμου του Αγιορείτου Χρηστοήθειατων χριστιανών. Ανάμεσα σε πολλά διδακτικά και δεικτικά κείμενα προς τους παρεκτρεπόμενους χριστιανούς, ανάμεσα σε πλήθος αποσπασμάτων λόγων προφητών, Αποστόλων, Ευαγγελίων και Πατριαρχών υπάρχουν κι ετούτα τα φαιδρά για το «τι κακά ποιούσιν οι χριστιανοί εις τας Αποκρέας». Ανάμεσα σε άλλα γράφει:
«Τις να διηγηθή τας αταξίας οπού οι Χριστιανοί κάμνουσιν εν τω καιρώ των αποκρεών, και μάλιστα εις τα Νησία… Τότε οι χριστιανοί δαιμονίζονται όλοι. Διά τι παίζουν, χορεύουν, τραγουδούν ασυνειδήτως, έως και αυτοί οι πλέον γέροντες; Διά τι φορούν οι άνδρες γυναικεία φορέματα και αι γυναίκες ανδρίκεια; Διά τι ενδύονται έκαστος ιμάτια άλλοιώτικα και προσωπεία, τα κοινώς καλούμενα μουτσούνας; Διά τι επίσης με την ημέραν και όλη τη νύκτα εξοδεύετε εις χορούς και παίγνια, και αταξίας και μασκαριλίκια; Πανηγυρίζει η ασέλγεια, εορτάζει η ακολασία, ευφαίνεται η μέθη, αγάλλεται η τρυφή και ασωτία, χορεύει ο διάβολος με δέκα μανδύλια, διότι όσον κέρδος κάμνουν εις μόνας τας αποκρέας, δεν ημπορούν να το κάμουν εις όλον τον χρόνον. Λυπείται η αρετή, κατήφεια η σωφροσύνη, οδύρεται η χριστιανική σεμνότης και ευταξία, πενθεί ο Χριστός και θρηνούσιν οι Αγγέλοι και Άγιοι και δίκαιοι…»
Τα δημοσιεύματα για τις γιορτές των Απόκρεω είναι συνεχή αυτά τα χρόνια. Ακόμη και τις δύσκολες εποχές της στέρησης αγαθών. Στα 1894, παρ’ όλη την απαισιοδοξία μερικών η Ερμούπολη «διεσκέδασε λαμπρώς καθ’ όλας αυτής τας τάξεις. Πανταχού ήκουέ τις άσματα διαχεόμενα εις τον αέρα και έρρυθμα βήματα πλήττοντα το έδαφος. Ο μανέν, το τραγούδι διεδέχετο τον μπάλο και τον λανσιέ, το δε οργανάκι αντικαθίστα επαξίως το κλειδοκύμβαλον. Ευτυχώς μεθ’ όλην την ευθυμίαν ταύτην των πολιτών, ήτις περιεχύθη από των οικιών μέχρι των οινοπωλείων ουδέν το έκτροπον, ουδέν το εγκληματικόν εγένετο χάρις εις την αυστηράν επαγρύπνισιν της αστυνομίας και τα μέτρα άτινα είχε λάβει αύτη».
Περνούν τα χρόνια, ο Βαμβακάρης στα 1917 είναι πια δώδεκα χρόνων, «ολόκληρος άντρας», ουσιαστικά όλη την ημέρα του και πολλές φορές και τη νύχτα, την περνάει στην Ερμούπολη: «…Μόνο εγώ από την οικογένειά μου εχόρεψα στα ζεμπέκια. Δεν ξέρω αν γίνονται τώρα στη Σύρα, πάντως από κει ήλθαν. […] Ο καθένας καθόταν στη δικιά του τη συνοικία με τους καπετανέους τους, με όλα τους εντάξει. Έπρεπε να δείχνουμε σεβασμό στον καπετάνιο, να υπακούουμε τι μας λέει και να μάθουμε χορό. Αυτός μας δίδασκε. Χορεύαμε και όλος ο κόσμος μας καμάρωνε. Τι θέλεις να δεις μασκαράδες ή αυτά τα πράματα που σου συζητάω, όλο μετάξι. Ωραία πράματα. Τι κοντογούνια, τι τουζλούκια, τι παπούτσια, τι ανθός, ανθός! Δεν ξέρω πώς άρχισαν τα ζεμπέκια. Μέσα στη Σύρα άρχισαν. Τώρα στην Απάνω Χώρα, στην κάτω, δεν ξέρω…»
Οι μέρες είναι σκοτεινές και από εκείνα που προηγήθηκαν και από όσα άγρια έρχονται. Ημέρες αποκριάς του 1917 και αρχίζει το συσσίτιο για τους απόρους Συριανούς: «Ομάδες προσφύγων και απόρων συμπολιτών αντί είκοσι λεπτών λαμβάνουν ικανόν γεύμα εξ ερεβύνθων και για την επομένη λόγω της Απόκρεω το γεύμα είναι μακαρόνια με κιμά». Οι άποροι είναι εκατοντάδες, η περιοχή της κεντρικής Αγοράς της Ερμούπολης έχει γεμίσει ¨κατά την παγεράν του έτους ώραν», ασφαλώς ο Βαμβακάρης όχι μόνο θα πήρε είδηση αυτή την τεράστια σύναξη, αλλά ίσως θα στάθηκε στην ουρά για να πάρει κι εκείνος το λίγο φαγητό των είκοσι λεπτών. Παρ’ όλα αυτά έχουμε δύο μεγάλα δημοσιεύματα της εφ. “Παλιγγενεσία” για την αποκριάτικη Ερμούπολη. Το πρώτο αφορά το χορό στο «διασκευασμένο» Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων» και το δεύτερο γενικά για την αποκριάτικη κίνηση της Ερμούπολης. Ήταν παλιά τακτική να ξηλώνονται τα καθίσματα του θεάτρου και ο χώρος να μετατρέπεται σε πίστα χορού. Παιδάκι στο δημοτικό σχολείο θυμάμαι πολύ αμυδρά μια τέτοια εκδήλωση. Πιθανότατα να μην παραχωρούνταν οι μεγάλες και άνετες αίθουσες της Λέσχης «Ελλάς», της Λέσχης των Χίων. Ίσως και στα δύο κτίρια να μην πήγε ποτέ ο Βαμβακάρης, Όπως και να’ χει πρέπει να ήταν υποτονική η εκδήλωση κι ας χόρεψαν «ένα ή δύο» ελληνικούς χορούς, μάλλον τσάμικο και καλαματιανό.
Στο δεύτερο έχουμε ευτυχώς την αναφορά στην ονομασία της περιοχής της Άμμου, από το σημερινό κτίριο του ΙΚΑ μέχρι το Ηρώον. Ασφαλώς αυτή την εκδήλωση πρέπει να την παρακολούθησε ο Βαμβακάρης και ίσως να πήρε μέρος με τα ζεμπέκια στο χώρο όπου εορτάζονταν η Καθαρά Δευτέρα:
Αυτοβιογραφία: «Το 1917 ετελείωσε ο αποκλεισμός. Δεκατριώ χρονώ παιδί πια και κανείς δεν μπορούσε να μου πει ότι δεν είμαι άνδρας ολόκληρος. Ήταν φερμένος ο πατέρας από το στρατό. Δεν πέρασε πολύ καιρός και μια μέρα έκανα μια κουτσουκέλα. Από ένα αψήλωμα μεγάλο και κατηφορικό κύλησα ένα βράχο πολλές οκάδες για παιχνίδι. Καθώς κατρακυλάει, πέφτει στη στέγη ενός σπιτιού. Ευτυχώς που εκείνη την ώρα δεν υπήρχαν άνθρωποι μέσα, και σπάει τα κεραμίδια και πέφτει μέσα στο σπίτι. Επήγαν στην αστυνομία και με ζήταγαν. Τι να έκανα. Η μητέρα έκλαιγε. Όμως εγώ φοβήθηκα μη με πιάσουν. »Μπαίνω λαθρεπιβάτης σ’ ένα βαπόρι και το σκάω για τον Πειραιά. Το ύψωμα που κατρακύλησα την πέτρα ελεγότανε Περσινός και κει που έπεσε η πέτρα ελεγόταν Πορτάρα. Όταν έφτασα στον Περαία, μετά δέκα μέρες, μου γράψανε ότι δεν με κυνηγάει κανείς γιατί το σπίτι ήταν της θειάς μου της Μαριγής.
»Ως εδώ τελειώνει το δράμα της Σύρου. Όμως η ζωή μου είναι σειρά ολόκληρη από δράματα».

Οι δρόμοι της "κεχριμπαρένιας"

$
0
0

Μεγάλωσα μέσα σε γιορτές του Σεπτέμβρη, όταν ήταν η εποχή του τρύγου και του μούστου.

Στο Μοσχάτο κοσμοχαλασιά στα χρόνια του 50 - 60.
Δεκάδες οι ταβέρνες, τα κρασοπουλιά, τα καρβουνιάρικα, τα μαγειρεία, οι μπακαλοταβέρνες.
Το μήνα Σεπτέμβρη όλοι έβγαζαν τα βαρέλια στο δρόμο ή στις μεγάλες αυλές τους, για να τα πλύνουν, να τα τρίψουν με τις βούρτσες να φύγει όλη η γλίνα, να τα καλαφατίσουν ειδικοί άνθρωποι και να κάνουν αποστείρωση του ξύλου από τους μικροοργανισμούς.
Όλη η οικογένεια επί ποδός πολέμου.
Μία από αυτές τις οικογένειες που είχε ταβέρνα, ήταν του παππού μου του Νικόλα.
Τα μικρά παιδιά της οικογένειας και τα μεγαλύτερα άλλο που δεν ήθελαν, όπως όλοι ήταν απασχολημένοι, εύρισκαν την ευκαιρία να τσαλαβουτούν, να παίζουν με τα νερά, μάζευαν και τα γειτονόπουλα για παιχνίδι ως το βράδυ.

Ο παππούς μου εδώ στο Μοσχάτο, είχε θεόρατα βαρέλια οκτακοσάρια (οκαδες) και χιλιάρια.
Είχε όμως και θεόρατο υπόστεγο μ ένα στρέμμα αυλή.
Όταν έβγαζε τα βαρέλια για πλύσιμο, έξω στην αυλή, ασβέστωνε όλο το χώρο για καθαριότητα.
Μας έλεγε «το καλό κρασί θέλει καθαρό χώρο».
Το άσπριζε 3 φορές με ασβέστη για να στεγνώσει και να είναι έτοιμο να φέρει τα καθαρά βαρέλια για να υποδεχθούν το μούστο και να ετοιμάσουν τη ξανθιά ρετσίνα.
Χρόνια έπαιρνε μούστο από τον ίδιο καλλιεργητή από τα Μεσόγεια.
Περιμέναμε πως και πως εμείς τα παιδιά, γιατί πάντα κανόνιζε και έπαιρνε η μητέρα μου μούστο για μουσταλευριά που μας άρεσε, πασπαλισμένη με μπόλικο καρύδι και κανέλλα, αλλά και φτιάχνοντας πετιμέζι.

Σαν παραμύθι θυμάμαι 2 φορές που παραβρεθήκαμε και στο πατητήρι του τρύγου στα Μεσόγεια.
Θα ήταν το 53 και 54…
Άλλη εκεί κοσμοχαλασιά.
Όλοι στον αγώνα, να έρχονται τα σταφύλια από τον τρύγο, να τα ρίχνουν στο πατητήρι, να τα πατούν ολόκληρη η οικογένεια, άλλοι ξυπόλυτοι, άλλοι με μπότες.
Να προσέχουν την καθαριότητα σχολαστικά… επίπονη εργασία.
Να πέφτει ο μούστος από το μικρό ρείθρο σ ένα κοφίνι και από κει στην δεξαμενή, ώρες ολόκληρες.
Να έχουν και το νου τους στα γράδα!
Κατά τις 3 τα ξημερώματα όλοι ήταν εξαντλημένοι από τον ολοήμερο κάματο με την υπερένταση ζωγραφισμένη, όμως το έθιμο δεν άλλαζε ποτέ:
Όλοι στο τραπέζι για κρασάτο κόκορα κοκκινιστό με μακαρονάδα στις 3 το πρωί!
Ο μόχθος της ζωής ήθελε τη χαρά της μέθεξης!
Φεύγαμε ξημερώματα με του 38 το Opel Kadett που είχε ο πατέρας μου!

Ζούσαμε στους χρωματισμούς fortissimo, του: τρύγος – μούστος - ρετσίνα.
Ο μούστος όταν ερχόταν είχε τις δικές του μετρήσεις.
Ο παππούς αγόραζε με τα κάρα, όπως έλεγαν εκείνη την εποχή.
Οι οικογένειες μετά τον πόλεμο ήταν αλληλέγγυες, όλοι βοηθούσαν.
Ο μούστος πληρωνόταν με δόσεις.
Μετά το τέλειωμα όλων των εργασιών (ύστερα από 30-40 μέρες) ερχόταν η ανυπομονησία του Αγίου Δημητρίου για να ακούσει ο παππούς τον θόρυβο της ντούγας να μπει η κάνουλα.
Με το πρώτο σφυροκόπημα ο παππούς ήξερε τι κρασί είναι.
Όλοι, και τα μικρά, μαζευόμαστε να δοκιμάσουμε το Πρώτο!
Σαμπάνια ήταν!

Δεν θυμάμαι ποτέ ο παππούς να μην είχε εκλεκτό κρασί.
Εξ άλλου πολλοί επώνυμοι της εποχής ερχόντουσαν για το κρασί του.
Τα σημερινά επώνυμα κρασιά, καμία σχέση με το τότε.
Όπως ακριβώς και η εποχή μας.
Μόλις άνοιγε το καινούργιο, μαζευόντουσαν οι γλεντζέδες…
Ο παππούς καμάρωνε κορδωτός και σαν γνήσιος γλεντζές κι αυτός έπαιρνε την κιθάρα για να υμνήσει την ξανθια του…
Σα να τον ακούω ακόμα με την κόντρα τενόρο φωνή του:
"Ρετσίνα μου αγνή,
αγάπη μου ξανθιά κεχριμπαρένια,
σκοτώνεις όλους τους καημούς
 και σβήνεις πάντα κάθε έγνοια...

Γι αυτό κι εγώ δεν θα τ απαρνηθώ 
το ρετσινάτο χρώμα
και θέλω να με θάψουνε, λόγω τιμής, 
με κάνουλα στο στόμα"!

Παίδες Εβίβα, καλό Πρώτο!

Αχ Ελλάδα μου!

$
0
0


Στα χρόνια του εμφυλίου Βρετανός λοχίας σύμμαχος ελέγχει Αθηναία
για πυρομαχικά...προκηρύξεις ενώ δίπλα υπάρχει  Έλληνας αστυνομικός.

Εν Αθήναις...τα γκαζάκια...οι βόλοι

$
0
0
Φωτογραφία του Δημήτρη Χαρισιάδη

Δεν έλειπαν από τις τσέπες των αγοριών τα γκαζάκια εκείνα τα χρόνια...
Και πώς να αντέξουν  και συνεχώς τις μπάλωνε η μάνα...
Τις έστηνες στην σειρά...είχαν και τις ονομασίες τους...
Η πρώτη ήταν το μπάζ....η δεύτερη το παράμπαζο και η τελευταία το κωλόμπαζο...
Για να αρχίσει το παιχνίδι έστηναν τον μπάστακα μια πέτρα και έριχναν 
το γκαζάκι...όποιος έφτανε κοντά άρχιζε πρώτος.

Έριχνες με την καλύτερή σου στην συνέχεια που ήταν και το γούρι σου από μακριά και κέρδιζες αυτή που χτύπησες και την υπόλοιπη σειρά προς το τέλος.
Χτυπώντας την πρώτη το μπαζ τις έπαιρνες όλες....




Ο ψιλικατζής έκανε χρυσές δουλειές με τα γκαζάκια...
Τα είχε στην γυάλα φάτσα μόστρα στον πάγκο .....
Μετά τον εμφύλιο βγήκαν οι βόλοι ...δεν υπήρχαν ακόμα οι γκαζές...
Ήταν από πηλό φτηνοί και μπορούσαν με μερικές δεκάρες τα παιδιά να τους αγοράσουν...


Φυσικά έσπαγαν γρήγορα...
Ήταν χρωματιστοί ...μπλέ...καφέ...πράσινοι...
Όταν όμως βγήκαν οι γκαζές και μάλιστα σε διάφορα χρώματα και μεγέθη οι βόλοι πέρασαν στο περιθώριο...ο ψιλικατζής τους έδινε δώρο όταν αγόραζες γκαζές.
Για να μην πέφτουν από τις τσέπες στο τρέξιμο...στο ποδόσφαιρο τις έβαζαν σε πάνινα σακουλάκια με σπάγγο από πάνω για να το δένουν χειροτεχνία της μάνας που προσπαθούσε να γλυτώσει τις τσέπες από τις τρύπες.
Γκαζάκια σήμερα θα βρείς στο Μοναστηράκι σε Κυριακάτικη πρωϊνή βόλτα όπως και άλλα παιχνίδια από τα παλιά.

'Ημαρτον Κύριε!!!!!

$
0
0




Έχετε την εντύπωση πως τα έχετε δει πλέον όλα; Έχετε συνηθίσει το κλασικό παγκάρι της εκκλησίας; Ο εν λόγω ναός αλλάζει τα δεδομένα! 

Τα χρήματα των πιστών θα μπουν σε κλήρωση για... ένα tablet!Δείτε τη φωτογραφία:

5/10/1965 Υπάρχει και φιλότιμο

$
0
0



ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ: Το θέατρον «Αλφα» αρχίζει σήμερον τας παραστάσεις του με την κωμωδίαν «Υπάρχει και φιλότιμο» των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου.
Το έργον αναβιβάζεται από τον θίασον Λάμπρου Κωνσταντάρα με τον ίδιον εις τον ρόλον του Ανδρέα Μαυρογιαλούρου.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


Κόσμος πάει κι έρχεται κι έρχεται και χάνεται

$
0
0


Στους Ανεξάρτητους Ελληνες ο Νίκος Νικολόπουλος......




Στους Ανεξάρτητους Ελληνες ο Νίκος Νικολόπουλος


Διαγραφή της Ραχήλ Μακρή από τους Ανεξάρτητους Έλληνες




Συγκλονιστική μαρτυρία 92χρονης Ελληνίδας από τη Σμύρνη: Μας έδιωξαν οι Τούρκοι και οι Ελληνες δεν μας ήθελαν

$
0
0
Συγκλονιστική μαρτυρία 92χρονης Ελληνίδας από τη Σμύρνη: Μας έδιωξαν οι Τούρκοι και οι Ελληνες δεν μας ήθελαν [εικόνες]

Η 92χρονη Κατίνα από τη Μικρά Ασία δεν βρίσκεται πλέον εν ζωή. Πριν πεθάνει, όμως, άφησε ως παρακαταθήκη στα δισέγγονά της και μέσω της σελίδας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, την ιστορία της ζωής της – τουτέστιν την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.
Με μια ανόθευτη και άκρως συγκινητική αφήγηση, εξιστορεί τα πάθη τα Μικρασιατών. Από τους διωγμούς των Τούρκων, έως τη δύσκολη προσαρμογή στην Ελλάδα, τον ρατσισμό που βίωσαν, αλλά και τον διπλό ξεριζωμό.
Αυτά είπε η 92χρονη γυναίκα:
Γεννήθηκα το 1918. Φύγαμε το 1921, ξημέρωμα του νέου έτους. Ήμουν τριών χρονών.
Φύγαμε κρυφά, δύο η ώρα τα ξημερώματα, μ'ένα πουλαράκι, που είχε αγοράσει ο θείος. Το πουλάρι το μικρό τι μπορεί να φορτωθεί; Δεν υπήρχαν ζώα γιατί τα είχε επιτάξει ο στρατός. Φορτώσαμε λοιπόν ορισμένα ρούχα και ξεκινήσαμε με τα πόδια να πάμε στην Προύσα. Δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα απέχει η πατρίδα μας, το Θηβάσιο. Θηβάσιο λέγεται στα ελληνικά, Σογιούντ στα τούρκικα που σημαίνει «ιτιά», γιατί είχε πολλά νερά και πολλές ιτιές.
Τη νύχτα την περάσαμε σ'ένα άλλο χωριό, ήταν κι ο ελληνικός στρατός εκεί. Το πρωί ο στρατός μαγείρεψε πιλάφι και μοίρασε και στον κόσμο. Δεν ήμασταν μόνο εμείς που φύγαμε, ήταν κι άλλοι. Φοβήθηκε ο κόσμος, κι όποιος είχε τη δυνατότητα να φύγει, έφευγε. Βάζει η μητέρα στο στόμα το φαΐ και λέει «αδερφή, γίναμε πρόσφυγες!». Το φαΐ ήταν μαγειρεμένο με ελαιόλαδο. Αυτές μαγειρεύανε με βούτυρο, το ελαιόλαδο το είχαν μόνο για σαλάτα! «Ποπό αδερφή μου γίναμε πρόσφυγες από τώρα!»
Την άλλη μέρα φτάσαμε στην Προύσα. Πήγαμε και μείναμε σ'ένα τζαμί, μαζί με άλλους πατριώτες μας. Πού να πηγαίναμε! Μετά από κάμποσες μέρες βρήκαμε σπίτι. Σιγά-σιγά η μητέρα μου και η θεία μου 'καναν νοικοκυριό εκεί. Αγοράσανε ξανά ρουχισμό, στρώματα, παπλώματα, ό,τι χρειαζόντουσαν.
Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του '22, όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε και να κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει. Ήρθαν τα καράβια, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα. Γέμισε η παραλία με κόσμο. Μια γυναίκα που ήταν έγκυος έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! Το βγάλανε το παιδί, αυτή όμως πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν στην πλατφόρμα άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας σφάξουν, να πέσει με το παιδί της στη θάλασσα. Ο δε αδερφούλης μου, ο Ζαχαρίας, άφαντος! Πού να πάει η μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει το παιδί! Κάποια στιγμή ήρθε και τη βρήκε.«Βρε, που ήσουνα;» «Πήγα να κολυμπήσω!». Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα! Το βάζει το μυαλό σου;
Την άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθήσουμε. Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε. Λένε στη θεία Ελένη: εσύ έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας φέρουμε . Απ'το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό; Το'δωσε η θεία και μείναμε χωρίς νερό. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Ο ξάδερφός μου, ο Σωτήρης, με το Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές και να βάζουν κυπελλάκια να μαζέψουν τα υγρά που πέφτανε, να της φέρουν να πιεί.
Βγήκαμε στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι στο τρένο για την Αδριανούπολη. Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους πρόσφυγες, αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι στα τρένα. Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές.
Κι έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα... Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που μένανε παλιά οι Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Εκεί πάλι, είχαν αφήσει πολεμοφόδια. Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις. Πεθαίνανε παιδιά που πειράζανε ό,τι βρίσκανε. Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους πολλούς.
Κάποια φορά, η μητέρα με το Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι; Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα;
Κι έτσι πήγαμε στα Σέρρας – μας είχαν πει ότι εκεί είχε άδεια σπίτια – και στην αρχή μείναμε σ'ένα αρχοντικό. Του «Αλή πασά», έτσι το λέγανε. Στη σάλα καθόταν μια οικογένεια, στα δωμάτια μια άλλη... Στη συνέχεια χτίσαμε σπίτι, αλλά ούτε παράθυρα ούτε κουφώματα είχε γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Το μισό δωμάτιο δεν είχε πάτωμα. Φέρνανε ξυλεία αλλά πού να φτάσει για όλον αυτό τον κόσμο που ήθελε να χτίσει!
Αλλά κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε. Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν. Κάρβουνα δεν δίναν σε πρόσφυγα! Να, ο ρατσισμός πώς ήταν!
Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο φυσικής! Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα 'λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!
*Η παραπάνω ιστορία είναι απομαγνητοφώνηση αποσπασμάτων της διήγησης της Κατίνας Εμφιετζή-Μητσάκου ή αλλιώς της «θείας Κατίνας», όπως τη φωνάζαμε όλοι. Στην πραγματικότητα, η θεία Κατίνα δεν ήταν «θεία» αλλά «προγιαγιά», γιατί ήταν πρώτη εξαδέρφη του προπάππου μου Σωτήρη Τσεσμετζή. Η θεία Κατίνα έφυγε από τη Μικρά Ασία σε ηλικία τριών ετών μαζί με τη μητέρα της Αναστασία, το αδερφό της Ζαχαρία και την οικογένεια των θείων της Χρήστου και Ελένης Τσεσμετζή, γονιών του προπάππου μου. Ο πατέρας της, Ιορδάνης Εμφιετζής, εκτελέστηκε από τον τουρκικό στρατό, επειδή ως τούρκος υπήκοος κλήθηκε να υπηρετήσει σ'αυτόν, λιποτάκτησε και τον συλλάβανε. Συνεπώς, όλα αυτά που διηγείται είναι ό,τι άκουγε από τις αφηγήσεις της μητέρας της.
Η αφήγηση μαγνητοφωνήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2010. Στις 13 Ιανουαρίου, λίγες μέρες μετά, η θεία Κατίνα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, μετά από ατύχημα και τραυματισμό στο κεφάλι. Μέχρι τα τελευταία της είχε πλήρη διαύγεια πνεύματος.
http://www.iefimerida.gr/

Καθηγητής ιστορίας: «Ο τάφος είναι του Ηφαιστίωνα, ξέρουμε πότε κατασκευάστηκε»

$
0
0
Νέα θεωρία για την Αμφίπολη


Καθηγητής ιστορίας: «Ο τάφος είναι του Ηφαιστίωνα, ξέρουμε πότε κατασκευάστηκε»

Ο κ. Θεόδωρος Μαυρογιάννης επιβεβαίωσε τη χρονολόγηση της κας Κατερίνας Περιστέρη, ενώ τόνισε ότι «οι Καρυάτιδες εκπέμπουν ένα πολιτικό μήνυμα και παραπέμπουν στο αθηναϊκό πολίτευμα, 

καθώς "ο Ηφαιστίων ήταν Αθηναίος".



Απόλυτα πεπεισμένος ότι ο τάφος της Αμφίπολης είναι αφιερωμένος στον στρατηγό και επιστήθιο φίλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ηφαιστίωνα, δηλώνει ο κ. Θεόδωρος Μαυρογιάννης, αναπληρωτής καθηγητής ιστορίας και αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Κύπρου. Μιλώντας στην εκπομπή «Ανατροπή» του Mega, ο κ. Μαυρογιάννης επιβεβαίωσε τη χρονολόγηση της κας Κατερίνας Περιστέρη, ενώ τόνισε επίσης ότι «οι Καρυάτιδες εκπέμπουν ένα πολιτικό μήνυμα και παραπέμπουν στο αθηναϊκό πολίτευμα, καθώς ο Ηφαιστίων ήταν Αθηναίος».

Βασιζόμενος στις αρχαίες γραπτές πηγές και ιδιαίτερα στον ιστορικό Διόδωρο τον Σικελιώτη, (80-20 π.Χ) ο κ. Μαυρογιάννης συμπεραίνει πως όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο ότι στον τάφο της Αμφίπολης βρίσκεται η τέφρα του Ηφαιστίωνα. Συγκεκριμένα, η θεωρία που ανέπτυξε ο ιστορικός έχει ως εξής: «Εάν πρέπει να αναρωτηθούμε πού βρέθηκαν οι πόροι για την κατασκευή ενός τόσο μεγάλου μνημείου, τα πρώτα χρήματα έφτασαν στον Αντίπατρο πριν από την έκρηξη του Λαμιακού πολέμου, δηλαδή το φθινόπωρο του 323 π.Χ. Αυτό σημαίνει πολλά για τη χρονολόγηση. Εγώ συμφωνώ απολύτως με τη χρονολόγηση του τάφου στο 325-300 π.Χ.»

»Εγώ εκτιμώ ότι το μνημείο πρέπει να οικοδομήθηκε μεταξύ του 322 και του 318 π.Χ. Φυσικά πρέπει να περιμένουμε την επιβεβαίωση από τυχόν κεραμικά κ.λπ. Εδώ όμως υπάρχει μια ψευδοϊσόδομη τοιχοποιΐα, η οποία χρονολογείται με ακρίβεια. Αυτή η τοιχοποιΐα δεν είναι περίβολος, δεν είναι αναλημματικός τοίχος, είναι το κρηπίδωμα με την επίστεψη του Τύμβου και υπάρχει παρόμοιο δείγμα των τοίχων του οικοδομήματος της Σαμοθράκης που ονομάζεται 'Ιερό'. Εκεί χρονολογείται. Υπάρχει επιγραφή, 323-317 π.Χ.»

»Εγώ κατέθεσα την άποψη -δεν μπορώ, βεβαίως, να είμαι κατηγορηματικός, δεν υπάρχει επιγραφή- ότι πρόκειται για τον τάφο-ηρώον του Ηφαιστίωνος, του χιλιάρχου στο στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτός πέθανε το Νοέμβριο του 324 π.Χ. στα Εκβάτανα της Μηδίας και εμείς διαθέτουμε από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, τον Αρριανό και τον Πλούταρχο τα της κηδείας του, τα οποία κατέληξαν στην καύση του σώματός του νεκρού, σε ένα συγκεκριμένο οικοδόμημα, το οποίο ονομαζόταν 'Πυρά'. Κανένας αρχαίος συγγραφεύς δεν λέει ότι ο τάφος του Ηφαιστίωνος είναι στη Βαβυλώνα».

»Εγώ δεν συμφωνώ με την άποψη ότι η ενδυμασία των Καρυάτιδων δεν έχει πολιτικό μήνυμα, είναι ολόκληρη ιστορία 'επέστρεψαν επιτέλους οι Αθηναίοι στην Αμφίπολη'. Εγώ πιστεύω ότι παραπέμπει στο ολιγαρχικό πολίτευμα των Αθηναίων, το οποίο εισήγαγε ο Αντίπατρος στην Αθήνα το 322 π.Χ., το Σεπτέμβριο, την 20η του Βοηδρομιώνος, όταν κατέλυσε τη δημοκρατία και τους νόμους και στη συνέχεια επέτρεψε 'τοις βουλομένοις' -δηλαδή στους αντιφρονούντες, οι οποίοι πήραν το μέρος του- να εγκατασταθούν εν Θράκη. Έτσι λέει ο Διόδωρος. Και αυτοί ήταν 12.000 τον αριθμό. Έμειναν 9.000. Αυτοί οι 9.000 'επολιτεύοντο κατά του Σόλωνος νόμους'λέει ο Διόδωρος. Αυτή η ενδυμασία, το λοξό ιωνικό ιμάτιο, με την παρυφή, παραπέμπει σε Αθηναίους που βρίσκονταν εκεί».

»Για το πώς συνδέεται ο Ηφαιστίων με τους Αθηναίους, ευτυχώς υπάρχει μια μελέτη του 1991, η οποία λέει ότι ο πατέρας του Ηφαιστίωνος, ο Αμύντωρ, ήταν Αθηναίος πολίτης. Οι Καρυάτιδες παραπέμπουν στην αθηναϊκή καταγωγή του Ηφαιστίωνος».
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

Οι εφημερίδες γράφουν ιστορία

$
0
0

Ο καθημερινός Τύπος από τον 19ο στον 20ό αιώνα μέσα από ένα αφηγηματικό δοκίμιο. Η επικράτεια της αφήγησης και της λαϊκής ανάγνωσης. Οι εκδότες, οι δημοσιογράφοι, οι ρεπόρτερ, τα δίκτυα διανομής, τα δώρα και ο τρόπος προσέλκυσης αναγνωστών, η τεχνολογία. Ο θρίαμβος της νεωτερικότητας
Οι εφημερίδες γράφουν ιστορία
Αθηναίος διαβάζει το «Ελεύθερον Βήμα». Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στη δεκαετία του 1920, από άγνωστο φωτογράφο. Το «Ελεύθερον Βήμα» εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1922. Το σημείο όπου τραβήχτηκε η φωτογραφία είναι το καφενείο Ζαχαράτου στο Σύνταγμα
συνέχεια http://www.tovima.gr

Νέα Σμύρνη: η πλατεία «κρατάει» ακόμα

$
0
0

ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ

Εξάσκηση στο σκέιτ από νεαρούς Νεοσμυρνιώτες στο νέο κάθετο τμήμα της πλατείας.


Στέκι ανθρώπων κάθε ηλικίας, με μαγαζιά που έχουν... γράψει ιστορία αλλά και νέες αφίξεις, είναι συνυφασμένη με την έξοδο και τις αναμνήσεις των Νεοσμυρνιωτών - και όχι μόνο.

"Νιώθω σαν το σπίτι μου όταν μπαίνω στην πλατεία"λέει ο Στέφανος. "Ισως παίζει ρόλο το ότι έρχομαι εδώ απο τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου". Είναι 22 χρονών, φοιτητής, νεοσμυρνιώτης, και επισκέπτεται τα καφέ της πλατείας δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. «Για ποτό θα πάω και αλλού, όμως τον καφέ μου θα τον πιω εδώ». Στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, την Κεντρική πλατεία ή απλώς την Πλατεία, δίνεται καθημερινά το ραντεβού χιλιάδων ανθρώπων από τα νότια προάστια, για καφέ, ποτό, φαγητό ή βόλτα, με παγωτό ή καλαμπόκι στο χέρι. Δεν υπάρχει ηλικιακό όριο στην ανθρωπογεωγραφία της πλατείας. Ο χώρος είναι κατάλληλος για βρέφη στις πρώτες τους εξόδους στις αγκαλιές των γονιών τους, παιδιά που κυνηγούν μια μπάλα, εφήβους στα πρώτα τους ραντεβού, φοιτητές που απολαμβάνουν τους ατελείωτους καφέδες τους, εργαζομένους στο διάλειμμα από τις δουλειές τους, συνταξιούχους που βγήκαν να διαβάσουν εφημερίδα ή να συναντήσουν τα εγγόνια τους. Το έγραψε και ο Σταμάτης Κραουνάκης πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια και το τραγούδησε η Αλκηστις Πρωτοψάλτη: «Ελα να πάμε οι δυο μας μια βόλτα, πάμε στον Αδωνι για καφέ... έλα, κερνάω καφέ στην πλατεία».  

Από τα παλιότερα στέκια είναι το «Παραμύθι με καφέ», το οποίο λειτουργεί εδώ και 17 χρόνια, αλλά, αν έχετε καιρό να πάτε, θα το βρείτε πολύ αλλαγμένο: πολύχρωμο, μοντέρνο, με καρέκλες-κούνιες να κρέμονται από το ταβάνι. Σύμφωνα με τον υπεύθυνο του καταστήματος Γιώργο Αποστολίδη, «πολλά μαγαζιά ανακαινίστηκαν και, μαζί με κάποια καινούργια που άνοιξαν, ένας αέρας ανανέωσης φύσηξε στην πλατεία». Αυτός είναι κατά τη γνώμη του ένας από τους λόγους που η περιοχή έχει «ανέβει» και τα ελεύθερα τραπέζια στην πλατεία εξακολουθούν να είναι δυσεύρετα. Μας εξηγεί επίσης ότι ο κόσμος έχει άτυπα μοιραστεί, «από δω για καφέ, από κει για ποτό». Το «από δω» είναι η οδός 2ας Μαΐου και το «από κει» η 25ης Μαρτίου, οι δύο παράλληλοι δρόμοι, δεξιά και αριστερά της πλατείας, που πεζοδρομήθηκαν πριν από μία δεκαετία, δημιουργώντας έναν ενιαίο χώρο περίπου 20 στρεμμάτων.

Περνάμε λοιπόν απέναντι, στο «Αρωμα πλατείας», ένα από τα δημοφιλέστερα μαγαζιά, όπου τα βράδια ακούς jazz, blues ή rock μουσική, σε ένα περιβάλλον διακοσμημένο με δίσκους βινυλίου και πορτρέτα μουσικών. Για τις ώρες του καφέ υπάρχουν τα τραπεζάκια έξω, ενώ για τις χειμωνιάτικες μέρες λειτουργεί ένας ζεστός χώρος στην πίσω μεριά του μαγαζιού με επιτραπέζια και θέα στον κήπο. Ο Γιώργος, υπεύθυνος του καταστήματος, μας λέει με περηφάνια (ως Νεοσμυρνιώτης) ότι η πλατεία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη των Βαλκανίων. Τον κοιτάμε με δυσπιστία. «Είναι μετρημένο», επιμένει. Μας λέει επίσης ότι «ο κόσμος είναι απρόβλεπτος, μπορεί μια καθημερινή στις 3 τη νύχτα να είμαστε γεμάτοι. Η ουσία όμως είναι ότι η πλατεία “κρατάει”». Τα λόγια του επιβεβαιώνονται και από τη Σουρούκ, την κοπέλα που δουλεύει στο «Pop Up»: «Τα τελευταία δύο χρόνια η κίνηση στην πλατεία όχι μόνο δεν έχει πέσει, αλλά έχει αυξηθεί». Μας ενημερώνει ότι τις επόμενες μέρες το μαγαζί θα γιορτάσει δέκα χρόνια ζωής και ότι ο κόσμος συνεχίζει να το προτιμά «για τα κοκτέιλ του Μάριου» και για τα πάρτι με house και techno μουσική στο μυστηριώδες, «κρυφό» δεύτερο μπαρ του μαγαζιού, το οποίο τα σαββατόβραδα μένει ζωντανό μέχρι το πρωί.

Υπάρχει χώρος για καινούργια μαγαζιά; Υπάρχει. Οπως το «Rusty Grail», η νεότερη «άφιξη» στην πλατεία: industrial αισθητικής, διακοσμημένο με τούβλο και ένα έργο του Banksy. Ο κ. Σπύρος θεωρεί ότι άνοιξε το μαγαζί του «στην ομορφότερη πλατεία της πόλης». Τα συμπεράσματά του από το πρώτο δίμηνο λειτουργίας είναι ότι, παρά την κρίση, η δουλειά πάει καλά, καθώς η πλατεία της Νέας Σμύρνης αποτελεί το ιδανικό περιβάλλον, ένα μέρος που έχει πάντα κόσμο. «Ο Νεοσμυρνιώτης, αν βγει από το σπίτι του και δεν περάσει από την πλατεία, είναι σαν να μην έχει βγει από το σπίτι του», μας λέει. Βέβαια, η πλατεία δεν έχει μόνο Νεοσμυρνιώτες. Στη βόλτα μας συναντήσαμε κόσμο από όλους τους γειτονικούς δήμους: Νέο Κόσμο, Φάληρο, Δάφνη, Καλλιθέα, Μοσχάτο, ακόμη και από τον Πειραιά. Ισχύει άλλωστε και ότι ο κόσμος πλέον μαζεύεται πιο εύκολα στις γειτονιές. Δεν είναι μόδα, είναι πιο οικονομικό. Χωρίς χρήματα για βενζίνη ή βραδινό ταξί και -σε γενικές γραμμές- με καλύτερες τιμές.

Η πλατεία του Πανιωνίου

Ανάμεσα στα καφέ και τα σιντριβάνια, δημιουργούνται διάφοροι κενοί χώροι οι οποίοι γεμίζουν με παιδιά που κάνουν ποδήλατο ή, συνηθέστερα, παίζουν μπάλα. Οι λιλιπούτειοι ποδοσφαιριστές φορούν κυρίως φανέλες του Πανιωνίου. Στα διάφορα «διπλά» που παρακολουθήσαμε μέσα στη μέρα είδαμε έναν Παναθηναϊκό, έναν Ολυμπιακό και καμιά δεκαριά Πανιώνιους. Αλλωστε, το γήπεδο απέχει μερικά μέτρα από την πλατεία και τις Κυριακές ο μεσημεριανός καφές καταλήγει στις κερκίδες. Ο Αλέξανδρος, 38 χρόνων, έχει βγει για καφέ με τους δύο γιους του που παίζουν μπάλα. «Είναι ωραία και για μένα εδώ, είναι ωραία και για τα παιδιά. Τα αφήνω να παίξουν και να κοινωνικοποιηθούν χωρίς το άγχος των αυτοκινήτων. Μετακομίσαμε στη Νέα Σμύρνη γι’ αυτόν το λόγο, δεν το έχουν πολλά μέρη στην Αθήνα αυτό το πλεονέκτημα».

Η σημερινή εικόνα της πλατείας ολοκληρώθηκε την τελευταία διετία, με την πεζοδρόμηση ενός κάθετου τμήματος στη βορειοδυτική πλευρά, που οδηγεί κατευθείαν στο Αλσος. Το «αδερφάκι» της πλατείας, ένας πράσινος χώρος 50.000 τ.μ. Εκεί οι Νεοσμυρνιώτες πάνε για τρέξιμο, κάνουν πικνίκ, αφήνουν τα παιδιά τους στην παιδική χαρά και κάθε φθινόπωρο επισκέπτονται τις Ιωνικές Γιορτές, έναν θεσμό 12 ετών με γνωστές θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες. Εν τω μεταξύ, ανάμεσα στο Αλσος και την πλατεία, υπάρχει το Polis Park, το οποίο, κατόπιν συμφωνίας με τον δήμο, χρεώνει την στάθμευση έως και έξι ωρών με ένα ευρώ, αρκεί ο οδηγός να προσκομίσει απόδειξη από κάποιο τοπικό κατάστημα. Με δεδομένο ότι οι γύρω δρόμοι δεν είναι καθόλου εύκολοι στο παρκάρισμα, η λύση αυτή έχει βοηθήσει την εμπορική δραστηριότητα. 

Γύρω από την πλατεία η κίνηση μειώνεται. Τα καφέ που για χρόνια λειτουργούσαν στην Ελευθερίου Βενιζέλου (το δρόμο του τραμ) σταδιακά έκλεισαν και πλέον υπάρχουν μόνο λίγες εξαιρέσεις σημείων αναφοράς στα πέριξ της πλατείας. Για παράδειγμα, το ιστορικό ροκ μπαρ «Επιτόκιο» λειτουργεί με σταθερή πελατεία από το 1987 αλλά και το «Funky Monkey», που άνοιξε το καλοκαίρι, παραπέμποντας με το στυλ, τη μουσική και τα κοκτέιλ του σε beach bar. Από την άλλη μεριά της πλατείας βρίσκουμε το επίσης σχετικά καινούργιο (και οικονομικότατο) συνεργατικό καφέ «Σαΐτες» αλλά και το πολύ χαριτωμένο «Μουσικό Καφενείο», λίγα μέτρα από το Αλσος, όπου κάποιες φορές διοργανώνονται και live. 

Κατά το μεσημέρι, ο κόσμος μετατοπίζεται σε διπλανές καρέκλες για να φάει. Βρίσκεις τα πάντα, πρόχειρα και πιο «καλά», αλλά εμείς επισκεφτήκαμε κάτι παραδοσιακό, περνώντας απέναντι στην εμπορική οδό Ομήρου. Εκεί είναι ο «Λευτέρης», ένα από τα πιο φημισμένα σουβλατζίδικα της Αθήνας - «σε βρήκα πάλι ξαφνικά, να πίνεις ούζο στου Λευτέρη», λέει στίχος από το τραγούδι «Το τρένο φεύγει στις οκτώ» του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Ελευθερίου. Γι’ αυτόν τον Λευτέρη είναι γραμμένο, όπως μας ενημέρωσε ο γιος του, ο κ. Πάνος Τσαϊρίδης, ο οποίος συνεχίζει την επιχείρηση που ξεκίνησε ο πατέρας του πριν από 61 χρόνια. Το μυστικό της γεύσης βρίσκεται στο ότι, όπως μας είπε χαρακτηριστικά, «το κούτελό μου είναι καθαρό». Φρέσκα υλικά, καμία έκπτωση στην ποιότητα. Τον ρωτάμε πώς αντιμετωπίζει όλον αυτόν τον κόσμο που έρχεται στην περιοχή. «Στην πλατεία έχω να πάω δέκα χρόνια», μας λέει, «για μένα δεν είναι αυτό η Νέα Σμύρνη, αλλά οι αναμνήσεις που έχω απ’ τα παλιά, που περπατούσα στο δρόμο και μύριζα τα γιασεμιά. Αυτό δεν υπάρχει πια, ρωτήστε όποιον θέλετε». Τ
ον πιστεύουμε. Η Νέα Σμύρνη δεν μυρίζει πια γιασεμί, όπως όμως και καμία άλλη γειτονιά της Αθήνας. Αλλά διατηρεί μια αξιοπρέπεια, μια καλή αισθητική και προσφέρει στους κατοίκους και τους επισκέπτες της ένα χώρο για να διακόψουν ποιοτικά το ρυθμό της καθημερινότητάς τους.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Εν Αθήναις...η σχολική τσάντα

$
0
0



Πόσο πίσω με πήγε αυτή φωτογραφία με την σχολική τσάντα μουσειακό είδος πλέον...
Δεν μπορούσε ο καθένας να αγοράζει καινούργια σχολική τσάντα και μάλιστα
δερμάτινη.
Όπως και τα ρούχα έτσι και τα σχολικά άλλαζαν χέρια στην γειτονιά...
Η μυρουδιά της τσάντας ήταν χαρακτηριστική ...
Από μέσα διάβαζες χρονολογίες και ονόματα παιδιών που την κράτησαν...
Στις μεγαλύτερες τάξεις του γυμνασίου
 εκείνης της εποχής η σχολική τσάντα ήταν ντεμοντέ..
Η μόδα ήταν το λαστιχένιο λουρί που έδεναν τα βιβλία και τα κρατούσαν αναμάσχαλα.
Πώς θα την έκανες κοπάνα με την τσάντα για τα ποδοσφαιράκια ή για το άλσος...
Και είχες δίκιο γιατί ο εντεταλμένος καθηγητής για τους κοπανατζήδες έκανε
ντου στα στέκια της κοπάνας και μάζευε τις τσάντες ως αποδεικτικά στοιχεία.
Την επομένη ημέρα έπρεπε να την παραλάβεις από το γραφείο του γυμνασιάρχη.
Στην τσάντα έβαζαν και το κολατσιό για το διάλειμμα ...
Υπήρχαν όμως και μαθητές που είχαν για γούρι την παλιά τους σχολική τσάντα
και δεν τους ένοιαζαν τα σχόλια.
Ήταν όμως οργανωμένοι με όλη την απαραίτητη γραφική ύλη κ.λ.π. 
Οι υπόλοιποι  για τρίγωνο...διαβήτη...μοιρογνωμόνιο πήγαιναν σε αυτούς που κορόϊδευαν.
Σχολικές τσάντες στα πρώτα σχολικά χρόνια μετά τον εμφύλιο κυκλοφορούσαν
και "μοντέρνες"αυτοσχέδιες.
Χρυσοχέρες οι ηλικιωμένες στις αυλές τις έραβαν από χοντρό πανί κάτι σαν καραβόπανο έργα τέχνης για τότε και φυσικά οικονομική λύση.
Οι "τυχεροί"που οι μανάδες τους έκαναν μεροκάματα σε αρχοντόσπιτα που οι ιδιοκτήτες τους είχαν παιδιά κάθε χρόνο πήγαιναν με διαφορετική τσάντα στο σχολείο.
Γενικά τα σχολικά είδη ήταν τα αγαπημένα των παιδιών...
Το τετράδιο το μολύβι το έπαιρναν από τον ψιλικατζή...δεν ήταν εύκολη μαζική αγορά.
Τελείωνε το τετράδιο αγόραζες άλλο....
Το μολύβι το έφτανες με την χρήση και το ξύσιμο μέχρι το τέλος και θυμάμαι
τον παππού που έλεγε μην πετάς το απολειφάδι δηλαδή αυτό που είχε απομείνει
και δεν μπορούσες να γράψεις.
Είχε μια ξύλινη θήκη που το έβαζε και το χρησιμοποιούσε μέχρι τελικής εξαφάνισης
της μύτης.

πίσω στα παλιά

Ποιοί ξεφτιλισμένοι που μας Κυβέρνησαν και μας Κυβερνούν μπορούν να απαντήσουν σε αυτούς τους γονείς;

$
0
0

"Ορκίζομαι μοναχοπαίδι μου οτι θα πληρώσουν οι δολόφονοι" - Το σπαραχτικό μήνυμα του πατέρα του Α.Μεζαλά στο facebook


`Ορκίζομαι μοναχοπαίδι μου οτι θα πληρώσουν οι δολόφονοι` - Το σπαραχτικό μήνυμα του πατέρα του Α.Μεζαλά στο facebook


- Σπάει καρδιές με την ανάρτησή του στο facebook o πατέρας του αδικοχαμένου στρατιωτικού Αναστάσιου Μεζαλά
- "Ορκίζομαι μοναχοπαίδι μου οτι θα πληρώσουν οι δολοφόνοι"
- "Αθάνατος θα μείνεις, αίμα από το αίμα μου"γράφει ο Δημήτρης Μεζαλάς
- Το απόγευμα κηδεύονται οι τρεις στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους στην έκρηξη στο πεδίο βολής Βόλου

Ο πόνος αβάσταχτος, η οργή περισσεύει, λόγια παρηγοριάς δεν υπάρχουν, τα δάκρυα μόνο που κυλάνε στο αυλακωμένο από τον πόνο πρόσωπο του πατέρα του Λοχία Αναστάσιου Μεζαλά ισως μαρτυρούν τα συναισθήματα....ίσως...γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος για έναν γονιό από το να θάβει το παιδί του.

"Αθάνατος θα μείνεις αίμα απο το αίμα μου"γράφει στην φωτογραφία που επέλεξε να βάλει στον τοίχο του στο facebook ο Δημήτρης Μεζαλάς, ο τραγικός πατέρας που σήμερα θρηνεί τον γιο του, το μοναχοπαίδι του...



To σπαραχτικό μήνυμα του Δημήτρη Μεζαλά στο facebook για τον γιο του...


"Ορκίζομαι μοναχοπαίδι μου πως θα πληρώσουν οι δολοφόνοι. Θα πληρώσουν για τις περικοπές στην υγεία που στέρησαν την ζωή στην Αυρα μας και για τις περικοπές στις ένοπλες δυνάμεις που σου στέρησαν το δικαίωμα να χαρείς το παιδάκι σου και την γυναίκα σου που λάτρευες.
Ηθελες να είμαι υπερήφανος για σενα και είμαι παλικάρι μου...
Θα ανταμώσουμε ξανά όταν θα έχουν πληρώσει οι δολοφόνοι για τον χαμό σας.
Στ΄ορκίζομαι.



Στις 4.00 το απόγευμα κηδεύονται από τον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Νικολάου Βόλου ο Αναστάσιος Μεζαλάς και ο Γιώργος Ορφανίδης.

Στις 4.30 το απόγευμα στον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου στο Πετρωτό Πάτρας θα γίνει η κηδεία του Φώτη Ανδρικόπουλου.

http://www.newsit.gr/


ΚΑΛΟ  ΤΑΞΙΔΙ  ΠΑΙΔΙΑ  ΜΑΣ!!!!!!!!!!

Στην Ομόνοια τον καιρό της Belle Epoque

$
0
0



Στην Αθήνα της Βelle Εpoque κάθε νέα κατασκευή είναι μέγα γεγονός. Οι κοσμικές κυρίες βάζουν τα μακριά τους φορέματα, τα καπελίνα τους, παίρνουν αγκαζέ τον σύντροφό τους και σπεύδουν στα εγκαίνια για να δουν (και να τις δουν), εξασφαλίζοντας έτσι θέμα συζήτησης τουλάχιστον για τους επόμενους δύο μήνες στα σαλόνια όπου συγκεντρώνονται. Κάπως έτσι στις 17 Μαΐου του 1895 στήθηκε το σκηνικό στη διασταύρωση Λυκούργου και Αθηνάς, εκεί όπου έγιναν τα εγκαίνια του πρώτου σταθμού Ομόνοιας του σιδηροδρόμου Πειραιώς - Αθηνών, πολύ πριν αυτός γίνει ο γνωστός μας ηλεκτρικός.
Η πιο παλιά πλατεία της πόλης θα υποδεχόταν επιτέλους την ατμομηχανή με τα έξι βαγόνια που συνέδεε την πρωτεύουσα με το λιμάνι της, αφού μέχρι τότε έφτανε μόνο ώς το Θησείο. Στην πραγματικότητα αυτή ήταν η αρχή μιας πολύχρονης περιπέτειας που φτάνει ώς τις μέρες μας και που θα μετέτρεπε την Ομόνοια από αδιάφορο σημείο, σε κέντρο της πόλης. Η πλατεία υπέστη στην πάροδο του χρόνου πολλές αλλαγές και σήμερα βρίσκεται στο ναδίρ της δόξας της.
Η Ομόνοια υποδέχθηκε το πιο «κορακοζώητο» μέσο σταθερής τροχιάς ακριβώς τέσσερις δεκαετίες μετά το ψήφισμα στη Βουλή του πρώτου νόμου «Περί Συστάσεως Σιδηροδρόμου απ’ Αθηνών εις Πειραιά» και είκοσι έξι χρόνια μετά τα εγκαίνια του κεντρικού σταθμού στο Θησείο. Ο πρώτος σταθμός Ομόνοιας βρισκόταν σε ανοιχτό όρυγμα, σε διαφορετική θέση από τη σημερινή, δίπλα από το Δημαρχείο Αθηνών και διέθετε μόνο μία γραμμή και δύο πλευρικές αποβάθρες. Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α'ανέλαβε να «ευπρεπίσει» στη συνέχεια την πλατεία, που δεντροφυτεύτηκε, ενώ στήθηκε και μαρμάρινη εξέδρα όπου κάθε Κυριακή παιάνιζε στρατιωτική μπάντα. Κάπως έτσι η πλατεία της Ομόνοιας μετατράπηκε σιγά-σιγά σε κέντρο της κοσμικής αθηναϊκής κίνησης.
Το 1930 ο σταθμός της Ομόνοιας άλλαξε θέση, έγινε υπόγειος και «μετακόμισε» εκεί όπου βρίσκεται σήμερα. Για τα εγκαίνιά του συγκεντρώθηκε και πάλι όλη η πόλη, ενώ στην τελετή στις 21 Ιουλίου πρωτοστάτησε ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Στο μεταξύ η πλατεία είχε αλλάξει τελείως όψη, αφού σκάφτηκε από άκρη σε άκρη και για χρόνια φιλοξενούσε τις εργασίες που γίνονταν για τον νέο σταθμό.
Από τα πρώτα του εγκαίνια το 1895 και έως το 1948 –οπότε εγκαινιάστηκε η Βικτώρια- ο σταθμός της Ομόνοιας παρέμενε ο πιο «βορινός» τερματικός σταθμός της γραμμής. Το 1954 ξεκίνησε η κατασκευή υπόγειας πλατείας με τράπεζες, καταστήματα και ταχυδρομείο, αλλά και με τις πρώτες κυλιόμενες σκάλες. Τα έργα ολοκληρώθηκαν το 1960, με τη διαμόρφωση και της επιφάνειας της πλατείας Ομονοίας, που απέκτησε καθαρά ευρωπαϊκό προφίλ με τεχνητή λίμνη και συντριβάνια, ενώ είχε πλέον μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο της Αθήνας.
Οι μεταμορφώσεις της πλατείας συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, πότε με τα καφενεία να δεσπόζουν και πότε με προσπάθειες να γίνει σημείο πολιτιστικής αναφοράς – όπως το 1988 με το τεράστιο γλυπτό του Δρομέα. Στην αλλαγή της χιλιετίας ξανασκάβονται τα σπλάχνα και η επιφάνειά της, ώστε εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων να δημιουργηθεί ο νέος σταθμός της γραμμής 2 του μετρό και να γίνει η ανάπλαση του «πορτοκαλί» σταθμού της παλιάς γραμμής. Το νέο σχέδιο... τετραγωνίζει τον κύκλο και η πλατεία της Ομόνοιας χάνει παντελώς τον χαρακτήρα της.

Η διαθήκη μιας πόρνης

$
0
0



Από τον Μ.ΗULOT
 Το κείμενο αυτό είναι ένα είδος διαθήκης. ένας αποχαιρετισμός σε νεκρούς και ζωντανούς. Η ζωή, δηλαδή το έσχατο όριό της, μού την είχε στημένη με μια ύστατη πρόκληση, ίσως γιατί έζησα υπερβολικά. εδώ και τρία χρόνια είμαι παγιδευμένη στα δίχτυα του καρκίνου. Μέχρι στιγμής του ξεφεύγω πληρώνοντας με μεγάλους πόνους το τίμημα ενός ανένδοτου αγώνα. Σε σχέση με τις δυστυχίες του πλανήτη, δεν είναι τίποτα. Σε σχέση με τις μεγάλες χαρές της ζωής, τις οποίες γεύτηκα χωρίς καμία περιστολή, είναι πολύ σκληρό. Από το δεκέμβριο του 1995 κι ύστερα δεν έχω πάει με πελάτη. Τον τελευταίο, έναν κοντό ισπανό εργάτη, που μ'επισκεπτόταν καιρό, τον αποκαλούσα κρυφά «το γαριδάκι», μπορείτε να μαντέψετε για ποιο λόγο. Επρεπε να συμπιεστώ σηκώνοντας τα πόδια στο ταβάνι για να τον αισθανθώ να μπαίνει μέσα, και στη συνέχεια να εκσπερματώσει, προσέχοντας κιόλας να μη μου γλιστρήσει. Έδινε τότε, όπως όλοι οι μετανάστες της εργατιάς, πενήντα ελβετικά φράγκα. δεν ήταν κουραστικό, ήταν απλά συγκινητικό, κι έφευγε μες στην καλή χαρά, μ'ένα χαμόγελο ταπεινό και γεμάτο ευγνωμοσύνη, περπατώντας λίγο στραβά, όπως τόσοι άλλοι μετά τον οργασμό, για να πάει να πιει ένα ποτηράκι.   Ήμουν εξήντα έξι ετών όταν σταμάτησα. Σήμερα είμαι εβδομήντα πέντε. Έχω τριάντα χρόνια πορνείας στην πλάτη μου, μαζί με τα διαλείμματα. Η πορνεία είναι τέχνη, φιλανθρωπία, επιστήμη   Ήμουν εξήντα έξι ετών όταν σταμάτησα. Σήμερα είμαι εβδομήντα πέντε. Έχω τριάντα χρόνια πορνείας στην πλάτη μου, μαζί με τα διαλείμματα. Η πορνεία είναι τέχνη, φιλανθρωπία, επιστήμη. Το 'χω πει και επαναλάβει και θα το λέω και θα το γράφω μέχρι την τελευταία μου πνοή, στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα γερμανικά, ακόμη και στα γερμανικά, ακόμη και στα ιταλικά και στα ισπανικά αν χρειαστεί. Σήμερα, κοιτώντας πίσω, αναλογίζομαι τα τριάντα αυτά χρόνια στο επάγγελμα της πόρνης, που λογοτεχνικά αποκαλούμε «εταίρα» ή «παλλακίδα», με άπειρη νοσταλγία και ευγνωμοσύνη. Τα παιδιά μου κι εγώ ζήσαμε με γεμάτο στομάχι. Το ανθρώπινο σώμα, όπου κατοικεί η ψυχή, είναι ένα μουσικό όργανο και η σεξουαλικότητα το δοξάρι του. Με τις αρετές της λεπτότητας και της βιαιότητας πάλλεται και αγγίζει το ζενίθ της ηδονής και της έκστασης. Η μόνη αυθεντική πορνεία είναι εκείνη των μεγάλων καλλιτέχνιδων, οι οποίες, τελειομανείς και τεχνικά καταρτισμένες, εξασκούν αυτή την ιδιαίτερη τέχνη με ευφυΐα, σεβασμό, φαντασία, φιλότιμο, εμπειρία, και επιδίδονται οικειοθελώς σ'αυτή, χάρη σε μια κατά κάποιον τρόπο έμφυτη κλίση: πρόκειται για αληθινές επαγγελματίες οι οποίες συνειδητοποιούν τη δύναμή τους και τα όριά της, ξέρουν να μπαίνουν στη θέση του άλλου, ν'ανακαλύπτουν τις προσδοκίες του, τα άγχη του, τις επιθυμίες του και να τον απελευθερώνουν χωρίς ζημία ούτε για τις ίδιες ούτε για εκείνον. Καμία πόρνη άξια του ονόματός της δεν θα μπορέσει ποτέ ν'απαρνηθεί το παρελθόν της, είναι χαραγμένο στο δέρμα της και στην καρδιά της. Όπως έλεγε και μία φίλη μου του επαγγέλματος στο τηλέφωνο: «εμείς πάντα θα καταπραΰνουμε τους πόνους της ανθρωπότητας».   Καμία πόρνη άξια του ονόματός της δεν θα μπορέσει ποτέ ν'απαρνηθεί το παρελθόν της, είναι χαραγμένο στο δέρμα της και στην καρδιά της...




 Η θρυλική πόρνη των Εξαρχείων Γαβριέλα

 Ό,τι και να λένε οι επικριτές μας, οι ακραίοι οπαδοί της ηθικής και της «αρετής», εκείνης ακριβώς που τους καταπνίγει, εμείς κατέχουμε τα σκήπτρα στο παλάτι μας, το βασίλειο της συμπόνιας, της κομψότητας, και της –τόσο δύσκολα αποκτημένης- γνώσης της ανθρώπινης ψυχής και του ανθρώπινου σώματος. Γνώρισα εδώ στη Γενεύη, αργότερα στο Παρίσι και στα διεθνή συνέδριά μας, μεγάλες κυρίες των ελεύθερων ηθών: περήφανες για το ταλέντο τους, λαμπερές, απαστράπτουσες από γοητεία, χιούμορ και ηρωική ανθρωπιά, όλων των ηλικιών, όλων των φυλών, όλων των φύλων, από τις πιο ταπεινές μέχρι τις πιο αριστοκράτισσες, λόγιες, καλλιεργημένες, ή φορώντας απλώς στο πέτο την καρδιά τους, το κουράγιο τους και το κουράγιο τους για τη ζωή. Μονάχα η βία και η απάνθρωπη σκληρότητα που αναγκάζουν τους ανθρώπους, ενήλικες και ανήλικους, να εκπορνεύονται παρά τη θέλησή τους πρέπει να πατάσσονται. Εμείς θα καταδικάζουμε αυτή την αδικία με όλες μας τις δυνάμεις, πάντοτε και παντού: διότι δεν ανήκουμε και δεν θ'ανήκουμε ποτέ στην κατηγορία των σκλάβων ή των βασανιστών, ούτε θα υποταχτούμε ποτέ στους νόμους που μας αντιτάσσονται ή στις καταχρήσεις της ηθικής. Είμαστε ελεύθερες και θα παραμείνουμε Ελεύθερες να κάνουμε ό,τι θέλουμε με το σώμα μας, με το πνεύμα μας και το χρήμα που κερδίσαμε με τον ιδρώτα του μουνιού και του μυαλού μας. Ελεύθερες, και σαν αποδημητικά πουλιά με αστραφτερά χρώματα πετούμε πολύ ψηλά πάνω απ'τον απαίσιο βούρκο όπου θα ήθελαν να μας χαντακώσουν. 
Γενεύη, 16 ιανουαρίου 2005 Griselidis Real
[Ένα συγκινητικό απόσπασμα απίστευτης ειλικρίνειας από το «καρνέ μίας εταίρας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τοποβόρος, με 4 ευρώ, στην περιοχή των Εξαρχείων] 
Πηγή: www.lifo.gr

5/10/1965- Ρετσίνα μου αγνή

$
0
0


ΟΙ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΙ της Αττικής ευρίσκονται κατά τας ημέρας αυτάς εις την μεγάλην των δόξαν. Εξακολουθούν να στέλλουν τα νάματα της γης των εις την πρωτεύουσαν. Μέσα εις ολίγας εβδομάδας θα είναι έτοιμα τα νέα κρασιά.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη

Εν Αθήναις...τα κάδρα

$
0
0
Φτωχικά τα σπιτικά στις γειτονιές της Αθήνας εκείνα τα χρόνια...
Έπρεπε να μπεί η κατσαρόλα στην γκαζιέρα...
να πληρωθεί το νοίκι...το ηλεκτρικό...ο βόθρος...το νερό ...
το τεφτέρι του μπακάλη.
Το δωμάτιο ήταν η σάλα όπως την έλεγαν και εκεί και η ντιβανοκασέλα
που κοιμότανε το παιδί.
Επάνω κρεβάτι και κάτω μπαούλο με τα χρειαζούμενα σεντόνια
κουβέρτες κ.λ.π.
Εκεί και το τραπέζι το μεγάλο με τις καρέκλες που δεχόντουσαν
τις επισκέψεις αλλά και που χρησίμευε για να διαβάζει το παιδί.
Η κουζίνα ήταν και κρεβατοκάμαρα των γονιών με μια ωραία
κουρτίνα με σχέδια για χώρισμα.
Στους τοίχους έβαζαν διάφορα κάδρα με παραστάσεις
συνήθως αισιόδοξες.
Έβαζαν και τις εταζέρες με φωτογραφίες των αγαπημένων τους
προσώπων .






Όμορφες κοπέλες ωραία στολισμένες...

Γονδολιέρηδες...



Κάποιον παράδεισο που τον κοιτούσαν και η φαντασία τους ταξίδευε για λίγο...



Ο Γιάννος και η Παγώνα στην φύση...






Η σκάλα της ζωής του άνδρα ήταν συνηθισμένο κάδρο
στα περισσότερα σπίτια.

Αυτό το κάδρο το έβλεπες στα μαγαζιά της γειτονιάς και είχε νόημα για τον πελάτη...
έγραφε ο πωλών της μετρητοίς και ο πωλών επι πιστώσει και το εξηγούσε
 ο μπακάλης χαριτολογόντας υποτίθεται...
"...ο ένας δεχότανε τεφτέρι και ο άλλος όχι..."

πίσω στα παλιά

«Καλώς όρισες… Έμπολα»!

$
0
0



Χαράς Ευαγγέλια.

   Τα μάθατε; Κρούσμα Έμπολα στην Τουρκία!
   Ευκαιρίας δοθείσης, θυμήθηκα ένα παλιό τραγουδάκι, του ’66-’67 νομίζω, που τραγουδούσε η Άντζελα Ζήλια. Τίτλος του «Καλώς όρισες έρωτα». Η "ευκαιρία", όπως θα καταλάβατε, λέγεται: Εμφάνιση κρούσματος του τρισκατάρατου Έμπολα στην γειτονική και αρχιτροφοδότριά μας σε λαθρομετανάστες, φίλη Τουρκία!

   Μια μικρή παράφραση των στίχων μεταφέρει τα πράγματα στις σημερινή πραγματικότητα.


- Καλώς όρισες… Έμπολα,

Με τη νόσο στα χέρια,

Με το κλάμα την άνοιξη,

Να με στείλεις στ’... αστέρια.


- Καλώς όρισες… Έμπολα,

Και θα πάω «καλιά» μου,

Γιατί εσύ μου ζωντάνεψες,

Τα φριχτά φόβητρά μου.


- Καλώς όρισες… Έμπολα,

Μετανάστης που φτάνει,

Με μικρό σαπιοκάραβο

Πιάνει ο Χάρος λιμάνι.



   Κι άντε μετά εσύ, κακόμοιρε Λιμενικέ, να σώσεις τους λαθρομετανάστες που θαλασσοπνίγονται, όταν οι καλοθελητές κουβαλητάδες βουλιάζουν σκόπιμα τα σκάφη τους, προκειμένου να τους μετατρέψουν σε… ναυαγούς. Και πού ξέρεις, μπορεί να είσαι ο τυχερός που θα σε γράψει η ιστορία, ως το πρώτο ελληνικό θύμα του φοβερού ιού! Όπως έγραψε και τον αξέχαστο φίλο μου, τον Παντελή από τη Ν. Ερυθραία, ως το πρώτο θύμα της ασιατικής γρίπης, κάπου το 1957, νομίζω.

http://orpheas-orpheas.blogspot.gr/

Η αλλαγή στα κακόηχα, άκομψα και θλιβερά επώνυμα!

$
0
0


ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Ο ασυμβίβαστος Νικόλαος Π. Θηβαίος (1902-1948), του οποίου η βιογραφία δεν κοσμεί τα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειές μας, υπήρξε από τους ευφυέστερους νομικούς της χώρας μας, με σπινθηροβόλο πνεύμα και ιστορικοφιλοσοφικές ανησυχίες. Είχε τη δυνατότητα να τροφοδοτεί τον περίγυρό του με γόνιμους προβληματισμούς και να προκαλεί συζητήσεις. Όπως μας πληροφορεί ο Ευάγγελος Λεμπέσης, «εις αυτόν τον ανεξάντλητον εις εμπνεύσεις και εις παντοειδή πρωτοτυπίαν επιστήμονα» οφείλεται η συγγραφή της περίφημης πραγματείας του «Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω»! Εξάλλου, στη δική του εφημερίδα, την «Εφημερίδα των Ελλήνων Νομικών», πρωτοδημοσιεύθηκε το 1941. Δεν ήταν όμως η μόνη. Με τα άρθρα του συχνά τροφοδοτούσε τις στήλες των χρονογράφων. Το ίδιο συνέβη και πριν από 70 χρόνια, καταμεσής της Κατοχής, το 1943, όταν έβαλε σε πραγματικούς μπελάδες τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Παύλο Παλαιολόγο.
Σε άρθρο του που δημοσίευσε στην εφημερίδα του, ο Ν. Θηβαίος αναρωτιόταν τι σημαίνουν τα επώνυμα. Συμπέραινε δε, μεταξύ άλλων, πως και μόνον το άκουσμα πολλών ονομάτων ανακαλούσε σε όποιους το άκουγαν κοπρώνες και μιάσματα ή προκαλούσε γέλια στα χείλη του αναγνώστη ή του ακροατή. Αυτό ήταν. «Τσίμπησε» ο Π. Παλαιολόγος και έσπευσε να γράψει το καθημερινό χρονογράφημά του υποστηρίζοντας πως διατηρούσε ένα μακρύ κατάλογο ονομάτων τόσο τολμηρών που δεν μπορούσε να τα δώσει προς δημοσίευση. Περιορίστηκε δε να αναφερθεί σε επώνυμα κακόηχα, άκομψα, θλιβερά ή αηδιαστικά, ή σε επώνυμα που έδιναν ιδιότητες που δεν είχαν οι κάτοχοί τους ή εάν τις είχαν δεν ήθελαν κάποιος να τους τις θυμίζει. Ε, έφτανε ο καημός σε όποιον λεγόταν Άσοφος, Κακίας, Καμπούρης, Κουφός, Τραυλός, Κοντομίχαλος, Αγέλαστος, Βάσανος, Κατσούφης, Μαύρος, Κλεφτογιάννης. Ήταν ανάγκη να τους το θυμίζουν;
Αυτά έγραφε ο Παλαιολόγος, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι είχε φύγει από τη ζωή στον Βόλο κάποιος που πέρασε τη ζωή του Λερωμένος και με την ονομαστική αυτή ακαθαρσία παραδόθηκε στην αιωνιότητα. Επίσης, ότι κάποια επίθετα όπως Τουρκοβασίλης, Φράγκος, Ολλανδέζος, Αρμένης, Αρβανίτης κ.ά. παρέπεμπαν σε τόπους καταγωγής. Ακόμη επώνυμα που διέστρεφαν την επαγγελματική ιδιότητα του φέροντος όπως ο δημοσιογράφος Βουτυράς, οι δικηγόροι Λαδάς και Τσουκαλάς, ο αλευράς που λεγόταν Τσαγγάρης και ο Τσαγγάρης που διηύθυνε το Πρακτορείο Εφημερίδων. Πιθανολογούσε δε το παράδοξο να παραμερίζεται ο κ. Νερουλός και επικεφαλής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας να μπαίνει ο Φωτιάς, αντί του Καμμένου που τον καταλάμβανε το όριο ηλικίας. Αναφερόμενος σε πραγματικά πρόσωπα των ημερών του έγραφε πως βρέθηκε Μητροπολίτης με μισή ντουζίνα παιδιά, Αρχιμανδρίτης με χαρτοπαικτικές λέσχες, Καλόγηροι με καμπαρέ, Παπάδες με τη μπλούζα χειρούργου και Διάκοι που κυβερνούσαν Εκκλησία και Πολιτεία.


ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
Ως άκομψα κατέγραφε τα επώνυμα Καραμπατζάκογλου, Ακτσηογλούς, Καραμπαρμπούνης, Αλογογιάννης και Χατζημπερμπάντης, ενώ δεν παρέλειψε να σχολιάσει τους εργολάβους κηδειών Ζώη και Χάρο, τον δικηγόρο Ψευδό, τον τενόρο Λαπά ή τις κυρίες Γίδα, Κατρουλή, Τσίκνα κ.ά. Υπήρχαν βέβαια και τα επώνυμα που ταίριαζαν. Ο ανθοπώλης Φλεριανός, ο ζαχαροπλάστης Ζαχαράτος, ο ιδιοκτήτης Σχολής Στενογραφίας Μελέτης και Ξένων Γλωσσών Δασκαλάκης, ο πουκαμισάς Κολλάρος, ο δικηγόρος Δικαίος, ο αρωματοπώλης Ανθομελίδης, ο Γλυφαδιώτης φούρναρης Φουρναράκης , ο οινοπώλης Ξυδιάς, ο κουρέας Κτενάς και ο ράφτης Τσόχας. Ακόμη ο εστιάτορας Φασούλης, ο υποδηματοποιός Παπουτσής, ο ελαιοπώλης Λιόφαγος, ο ράφτης Καλοφορίδης και ο συμβολαιογράφος Δικαιοφύλαξ.
Τέλος, ο Παλαιολόγος συντασσόταν εμμέσως με την άποψη Θηβαίου πως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχε επιβληθεί «νομοθετικώς εις τους πολίτας η αλλαγή ονομάτων μεμιασμένων, γελοίων ή εν προφανεί δυσαρμονίαν προς την ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν». Τι το ήθελε να ασχοληθεί με τα επώνυμα ο Παλαιολόγος. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές και οι επιστολές που έλαβε ακόμη περισσότερες. «Από την αποφράδα εκείνη ημέρα βαρέθηκα να ανοίγω επιστολές» εξεμολογήθηκε ο έμπειρος δημοσιογράφος, προσθέτοντας ότι «του Έλληνος ο τράχηλος αστεία δεν υπομένει». Οργισμένος ο Καραμπατζάκογλου του έγραψε πως μέχρι ύστατης πνοής θα επιμείνει να φέρει το τιμημένο επώνυμό του που θύμιζε την αλησμόνητη Ασία, ενώ μέχρι τη στερνή του άχνα επέμενε ότι θα φέρει το επώνυμό του και ο λόγιος Τενεκές. Βέβαια, υπήρξαν και εκείνοι που είδαν το θέμα με ψυχραιμία και χιούμορ. Στους πρώτους ανήκε ο φιλόλογος Μιχαήλ Μιχαηλίδης Νουάρος, ο οποίος ανέλυσε την προέλευση των ελληνικών επωνύμων. Ανάμεσα στους δεύτερους ήταν και ένας υπάλληλος τραπέζης που έλαβε φορτωτική στα ονόματα Μπρίκα και Καφφέ και αναζητούσε το καμινέτο του.
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>