Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Τετράμετρες οι Καρυάτιδες της Αμφίπολης!

$
0
0




Τα αγάλματα αυτά καθεαυτά είχαν ύψος 2,27 μέτρα, όμως στέκονταν σε βάθρα ύψους 1,80 μέτρων - Από το άνοιγμα θύρας κάτω από τα αγάλματα θα μπουν οι αρχαιολόγοι στον τρίτο θάλαμο και από εκεί θα δουν το τέταρτο, έκκεντρο θύρωμα - Μενδώνη: Το μνημείο είναι του τελευταίου τετάρτου του 4ου αιώνα π.Χ.

Αποκαλύφθηκαν ολόκληρα τα βάθρα πάνω στα οποία είναι τοποθετημένες οι Καρυάτιδες στον Τάφο της Αμφίπολης. 

Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύει το xronometro.com, το καθένα από τα μαρμάρινα βάθρα έχει ύψος 1,80 μέτρα, ενώ αυτά καθεαυτά τα αγάλματα έχουν ύψος 2,27 μέτρα, όπως έχει ανακοινωθεί από το υπουργείο Πολιτισμού. 

Έτσι, έχουμε εντυπωσιακά δημιουργήματα με συνολικό ύψος που ξεπερνά τα τέσσερα μέτρα, γεγονός που κάνει ακόμα πιο επιβλητική την παρουσία τους στην είσοδο του τρίτου θαλάμου του Τύμβου.

Όπως φαίνεται όμως, τα μαρμάρινα βάρθρα των Καρυατιδών είναι κενά γραφής, δηλαδή δεν φέρουν κάποιο σύμβολο, πόσο μάλλον επιγραφή, που να απαντά στα δεκάδες ερωτήματα που έχει δημιουργήσει στην αρχαιολογική ομάδα, την επιστημονική κοινότητα αλλά και το κοινό η ανασκαφή. Έτσι, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, οι Καρυάτιδες αποδεικνύονται και αυτές «Σφίγγες» κρατώντας καλά κρυμμένο το μυστικό του Τάφου, δηλαδή το ποιος είναι θαμμένος εκεί. 

Εν τω μεταξύ έχει αποκαλυφθεί πλήρως το δάπεδο του πρώτου θαλάμου πίσω από τις Σφίγγες, το οποίο δεν παρουσιάζει τίποτα το αρχαιολογικά αξιοποιήσιμο, όπως και τα βάθρα. Δεν φέρει ψηφιδωτές απεικονίσεις ή άλλη διακόσμηση, που ίσως οδηγούσε σε κάποια συμπεράσματα για τη χρήση του χώρου και την ταυτοποίησή του με κάποιον ή κάποιους νεκρούς.

Πλέον οι εργασίες της ανασκαφικής ομάδας εστιάζονται στον αποκαθαρισμό από τα χώματα της θύρας που βρίσκεται κάτω από τις Καρυάτιδες, ώστε οι αρχαιολόγοι να εισέλθουν στον τρίτο θάλαμο του μνημείου, στο τέλος του οποίου υπάρχει το τέταρτο θύρωμα. Το θύρωμα αυτό όπως έχει ανακοινωθεί είναι έκκεντρο σε σχέση με τα προηγούμενα και μικρότερο στο άνοιγμα, γεγονός που κάνει τη σημασία του ακόμα μεγαλύτερη. Με βάση πληροφορίες από την ανασκαφή, το θύρωμα αυτό είναι πιθανόν να έχει υπόγεια κατεύθυνση, δηλαδή ο επόμενος, τέταρτος χώρος, να είναι σε χαμηλότερο επίπεδο από τους πρώτους τρεις του μνημείου. 

Μενδώνη: Το μνημείο είναι του τελευταίου τετάρτου του 4ου αιώνα π.Χ.
Η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, επέμεινε στην άποψη ότι «το μνημείο χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα» μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Star και διευκρίνισε ότι το υπουργείο Πολιτισμού είναι υποχρεωμένο να υιοθετήσει τη χρονολογία την οποία δίνει η ανασκαφική ομάδα και η επικεφαλής της.

Σε ερώτηση σχετικά με το πότε θα ξέρουμε ποιος ή ποιοι είναι οι ένοικοι του τάφου της Αμφίπολης, η κ. Μενδώνη απάντησε ότι απαντήσεις θα έχουμε, όταν τελειώσει η ανασκαφή. 

«Η ανασκαφική διαδικασία είναι αρκετά χρονοβορά και όσο πιο κοντά είναι κανείς στο τέλος τόσο πιο σύνθετα γίνονται τα πράγματα. Η ανασκαφέας έδωσε έναν χρονικό ορίζοντα περίπου έναν μήνα από τώρα, δηλαδή τέλος Οκτωβρίου - αρχές Νοεμβρίου», επισήμανε η κ. Μενδώνη, αναφέροντας, ωστόσο ότι αυτό το χρονικό διάστημα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα όριο το οποίο δεν θα αλλάξει είτε νωρίτερα είτε αργότερα.


Πάντως τελευταία πυκνώνουν και οι εικασίες που αναφέρουν ότι ο Τύμβος της Αμφίπολης δεν είναι Τάφος αλλά άλλου είδους μνημείο, όπως ηρώο ή και μαντείο. 
http://www.protothema.gr/

Παλιά διαφήμιση

Iστορίες του παλιού κινηματογράφου

$
0
0
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η Μπέτυ Λιβανού ξεκινούσε μια ιδιαίτερα ελπιδοφόρα καριέρα στη Finos Film και πρωταγωνιστούσε σε μια σειρά από επιτυχημένες εμπορικά ταινίες της εποχής. Μια από αυτές ήταν η ταινία «20 γυναίκες κι εγώ», στην οποία πρωταγωνιστούσε η ίδια μαζί με τον Κώστα Βουτσά, ο οποίος αποτελούσε διαχρονικά «γερό χαρτί» για κάθε ταινία του Φίνου και όχι μόνο. Η ταινία αποτελούσε κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής κωμωδίας του Γιάννη Δαλιανίδη, η οποία είχε παιχτεί το 1972 σε κεντρική σκηνή της Αθήνας, σε μια πολύ δύσκολη εποχή για τη χώρα. 
Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους της πρωτεύουσας στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, λίγες μόνο ημέρες πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Όσον αφορά στην υπόθεση, αυτή αφορά στην ιστορία δύο νέων που θέλουν να παντρευτούν, αλλά σκοντάφουν στα ήθη και στα στερεότυπα της εποχής. Σε μια επιχείρηση γυναικείων εσωρούχων εργάζεται ο Κώστας Φιλίππου (Κώστας Βουτσάς) και είναι ο μοναδικός άντρας ανάμεσα σε πολλές γυναίκες που αποτελούν το προσωπικό της εταιρείας. Πολλές είναι αυτές που τον βλέπουν σαν υποψήφιο γαμπρό, άλλά ο Κώστας πρέπει να παντρέψει πρώτα τις δύο ανύπαντρες αδερφές του. Η Μπέτυ (Μπέτυ Λιβανού), μια νεαρή που εργάζεται στην επιχείρηση, είναι εκείνη που έχει κερδίσει την καρδιά του Κώστα. Όταν όμως τολμά να κάνει συζήτηση στο σπίτι του για γάμο, αντιμετωπίζει την οργή της μητέρας του και των κοριτσιών. Έτσι οι δύο νέοι αποφασίζουν να παντρευτούν κρυφά, με αποτέλεσμα να προκύπτουν πολλά προβλήματα, που προκαλούν γέλιο από τη μία, αλλά και πίκρα από την άλλη. Μαζί με τους Βουτσά και Λιβανού πρωταγωνιστούν οι Σμάρω Στεφανίδου, Ελένη Μαυρομάτη, Μαίρη Μεταξά, Καίτη Ιμπροχώρη, Λυδία Λένωση, Ειρήνη Μαρκογιάννη, Ανθή Γούναρη, Βίλμα Τσακίρη, Κατερίνα Μπούρλου, Άννα Μεταλλίδου κ.α. Μάλιστα, σε μια από τις σκηνές της ταινίας, η οικογένεια παρακολουθεί στην τηλεόραση την πολύ δημοφιλή τότε ελληνική σειρά «Άγνωστος Πόλεμος», του Νίκου Φώσκολου. Αυτή η σκηνή αποτελεί και το μοναδικό ντοκουμέντο από το θρυλικό αυτό σίριαλ της εποχής, αφού έχουν χαθεί όλα τα αρχεία του από τα κρατικά κανάλια. Το σενάριο και η σκηνοθεσία της ταινίας «20 γυναίκες κι εγώ» ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη και η μουσική του Μίμη Πλέσσα. Στην πρώτη της προβολή η ταινία «έκοψε» 129.099 εισιτήρια σε Αθήνα-Πειραιά. 
Ήταν μια από πιο συγκινητικές ταινίες της Finos Film, αλλά και του ελληνικού κινηματογράφου. Η ερμηνεία κυρίως του Ορέστη Μακρή, αλλά και των σπουδαίων συμπρωταγωνιστών του, όπως της Αντιγόνης Βαλάκου, του Βασίλη Αυλωνίτη, του Στέφανου Στρατηγού, του Βασίλη Διαμαντόπουλου, του Παντελή Ζερβού, της Γεωργίας Βασιλειάδου και πολλών άλλων έδωσαν στο «Αμαξάκι» μια θέση στο πάνθεον των κορυφαίων ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου. Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 4 Φεβρουαρίου του 1957 και έκοψε 138.620  εισιτήρια. Μάλιστα, ήταν πρώτη ταινία εισπρακτικά από το σύνολο των 30 ελληνικών ταινιών εκείνης της χρονιάς. Η δυναμική της ήταν τέτοια που οδήγησε τους δημιουργούς της να την στείλουν για συμμετοχή στο 11ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Karlovy Vary της Τσεχίας, στο οποίο ξεχώρισε η μοναδική ερμηνεία του Ορέστη Μακρή, στο ρόλο του αμαξά, που βλέπει το επάγγελμά του να ξεπερνιέται από την εποχή και ο ίδιος δεν μπορεί να την παρακολουθήσει. Όπως μας ενημερώνει η Finos Film, «το επάγγελμα του αμαξά περνάει μεγάλη κρίση, λόγω της εμφάνισης των ταξί και δύο φίλοι αμαξάδες αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Ο μεν πρώτος γίνεται ταξιτζής (Βασίλης Αυλωνίτης), αλλά ο δεύτερος (Ορέστης Μακρής), πιο ρομαντικός, συνεχίζει σαν αμαξάς. Πέρα όμως από την κρίση στο επάγγελμά του, αντιμετωπίζει και οικογενειακά προβλήματα, όταν ο χαρτοκλέφτης γιος του (Στέφανος Στρατηγός) ξεγελά μια κοπέλα (Αντιγόνη Βαλάκου), την παρατάει και φεύγει στο εξωτερικό. Μετά από λίγο καιρό, ο αμαξάς, κουρασμένος και εξουθενωμένος καθώς πουλάει τσιγάρα στους δρόμους, πεθαίνει. Ο γιος του γυρίζει μετανιωμένος, παντρεύεται την κοπέλα και ζητάει συγχώρεση πάνω από τον τάφο του πατέρα του». Στην ταινία κάνει ένα σύντομο πέρασμα ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, όπου μαζί με τον Στέφανο Στρατηγό αναπολούν σε μια καθηλωτική σκηνή, την Ελλάδα και τα χωριά τους. Ήταν το ίδιον των μεγάλων ηθοποιών, να καθηλώνουν τον θεατή ακόμα κι αν εμφανίζονται σε μια ταινία για λίγα μόνο λεπτά. Στο «Αμαξάκι» εμφανίζεται και η μεγάλη πρωταγωνίστρια του ελληνικού θεάτρου για πάνω από 60 χρόνια, Χριστίνα Καλογερίκου, στον ρόλο της γριάς αρχόντισσας. Η σκηνοθεσία ήταν του Ντίνου Δημόπουλου, σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη. Η μαγευτική μουσική ήταν του Μάνου Χατζιδάκη. 
Ζωή Λάσκαρη, Μαίρη Χρονοπούλου και Αλέκος Αλεξανδράκης καλούνται στις αρχές του 1966 από τον Φίνο να συμπρωταγωνιστήσουν σε μια ταινία που είχε σαν κεντρικό της θέμα τον μύθο των Ατρειδών, στην Ελλάδα του 1960. Οι 3 αυτοί ηθοποιοί την εποχή εκείνη αποτελούσαν τα πιο «hot» ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου και η σύμπραξή τους σε μια ταινία αποτελούσε σοβαρό εχέγγυο για μια ακόμη επιτυχία της Finos Film. H ταινία είχε τίτλο «Δάκρυα για την Ηλέκτρα» και γυρίστηκε τέσσερα χρόνια μετά την ταινία «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Οι προσδοκίες του Φίνου επιβεβαιώθηκαν αμέσως, η ταινία βραβεύτηκε στις Κάννες και έκανε τον γύρο του κόσμου με μεγάλη επιτυχία. Όσον αφορά στο σενάριο, ο Γιώργος, ένας γοητευτικός οδηγός, παίρνει την θέση του σωφέρ στο σπίτι του πλούσιου Τάσου Πετρίδη και δημιουργεί ερωτικό δεσμό με την γυναίκα του Λίνα Πετρίδη. Η αποκάλυψη της παράνομης σχέσης της Λίνας και του σωφέρ θα γίνει η αιτία να πεθάνει ο σύζυγος της Λίνας. Όταν η όμορφη κόρη τους, Ηλέκτρα, αποφασίζει να τους εκδικηθεί για το χαμό του πατέρα της, ρισκάροντας την ίδια της τη ζωή. Η σκηνοθεσία ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη και το σενάριο του Νίκου Φώσκολου, σε μια σπάνια συνεργασία των δύο ανδρών. Η ταινία «Δάκρυα για την Ηλέκτρα» έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους της Αθήνας στις 7 Νοεμβρίου του 1966 και «έκοψε» 328.277 εισιτήρια. Πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι ηθοποιοί Λάκης Κομνηνός, Μάνος Κατράκης, Δημήτρης Μπισλάνης, Λίζα Κουντούρη και Ειρήνη Κουμαριανού. Η μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα. 
Ακόμα και σήμερα όταν θέλουμε να μιλήσουμε για μια πολυπληθή οικογένεια αναφερόμαστε σε αυτή με τον...όρο «Οικογένεια Χωραφά». Κι αν κάποιοι νεότεροι αναρωτιούνται πώς προέκυψε αυτός ο όρος, είναι η ώρα να μάθουν ότι πρόκειται για ελληνική ταινία της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, η οποία γυρίστηκε το 1968 και είχε ως θέμα της μια ελληνική πολύτεκνη οικογένεια και τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης που αυτή έδινε εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Η ταινία δεν υποστηρίχθηκε από τις μεγάλες ελληνικές κινηματογραφικές εταιρείες, αλλά χρηματοδοτήθηκε από τον ίδιο την τον δημιουργό, τον Κώστα Ασημακόπουλο, ο οποίος ήταν και παραγωγός και σκηνοθέτης. Πρωταγωνιστές της ταινίας ήταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Μάρω Κοντού στο ρόλο του πολύτεκνου ζευγαριού. Πιο συγκεκριμένα, ο Παντελής και η Μαρίκα φέρνουν στον κόσμο το δέκατο παιδί τους και προσπαθούν να εξασφαλίσουν τα μέσα για να ζήσουν την πολυμελή οικογένειά τους. Τα πράγματα όμως γίνονται εξαιρετικά δύσκολα, όταν η Μαρίκα γεννάει... τρίδυμα και το ζευγάρι αναγκάζεται να σκεφτεί την υιοθεσία ενός τουλάχιστον παιδιού τους. Τα μεγαλύτερα αδέλφια κρύβουν το μωρό και ισχυρίζονται ότι το απήγαγε ο «τρελός βομβιστής» (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), ο οποίος συλλαμβάνεται με τη βοήθεια των παιδιών της οικογένειας. Οι γονείς τους, με τη χρηματική αμοιβή που τους δίνει η αστυνομία, έχουν πλέον την οικονομική δυνατότητα να κρατήσουν το μωρό, και επιπλέον... να υιοθετήσουν ένα παιδάκι από την Αφρική. Μέσα από τις υπερβολές και την απλοϊκότητα του σεναρίου, η ταινία θίγει και ένα θέμα-ταμπού τα παλιά εκείνα χρόνια, της υιοθεσίας παιδιών φτωχών οικογενειών από πλούσιες οικογένειες. Μια κοινωνική «μάστιγα» που προκαλούσε πόνο και θλίψη στους φτωχούς γονείς που αναγκάζονταν να προβούν σε τέτοιες πράξεις για το καλό (;) του παιδιού τους. Μαζί με τους Αλεξανδράκη, Κοντού και Παπαγιαννόπουλο, στην «Οικογένεια Χωραφά» πρωταγωνιστούν ακόμα οι Βασίλης Καϊλας, Βίλμα Κύρου, Τάκης Μηλιάδης, Βαγγέλης Καζάν, Τάκης Εμμανουήλ, Ρίτα Μουσούρη, Αντώνης Κατσαρής, Κώστας Παπαχρήστος, Τάκης Γκιώκας, Αλέκα Μακρή, Πετράκης Μπερέτας, Ανδρέας Συρογιάννης, Νατάσα Ασίκη κ.α. Στο τραγούδι εμφανίζεται και η Μαρίζα Κωχ. Η ταινία προβλήθηκε τη σεζόν 1968-1969, έκοψε 152.145 εισιτήρια και ήρθε στην 44η θέση ανάμεσα σε 108 ταινίες.



gazzetta.gr 

Στα ίχνη των κλεμμένων της Κατοχής

$
0
0



Στις 30 Μαρτίου του 2013, ο Ρόναλντ Ομπερμάιερ, μηχανικός στο επάγγελμα, πήγε στο ταχυδρομείο της μικρής γερμανικής πόλης Ρίμσινγκ όπου ζει, κρατώντας ένα δέμα, που ύστερα από πολλή σκέψη είχε αποφασίσει να αποχωριστεί. Το προηγούμενο βράδυ είχε αμπαλάρει το περιεχόμενό του με μεγάλη προσοχή: 73 αρχαία αντικείμενα που χρονολογούνται από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. ― αγαλματίδια, λυχνάρια, γυάλινα αγγεία και νομίσματα. Μια ζωή θυμόταν τα αρχαία αυτά στην κεντρική βιτρίνα του σαλονιού του σπιτιού του και τον πατέρα του να τα περιεργάζεται και να του αφηγείται τη συναρπαστική τους ιστορία.
«Μεγάλωσα με αυτά, αλλά μια ημέρα είπα στον εαυτό μου ότι ήρθε η ώρα. Πρέπει τα αρχαία να επιστρέψουν εκεί όπου ανήκουν». Ο παραλήπτης του δέματος ήταν το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κω, εκεί όπου είχε ζήσει ο πατέρας του Ομπερμάιερ ως πολεμικός ανταποκριτής του γερμανικού ναυτικού πριν από επτά δεκαετίες, το 1942, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν το νησί.
Στο χειρόγραφο γράμμα που έστειλε ο Ομπερμάιερ στο μουσείο και δημοσιεύει για πρώτη φορά η «Κ», εξιστορεί όσα θυμάται από τις διηγήσεις του πατέρα του για την «ιστορία των αρχαιοτήτων», όπως το τιτλοφορεί: «Ως τοπικό αρχηγείο (οι Γερμανοί) κατέλαβαν ένα κτίριο που χρησίμευε ως μουσείο. Τα εκθέματα που βρίσκονταν εκεί τα πέταξαν από το παράθυρο. Ο πατέρας μου μάζεψε μερικά κομμάτια και κέρματα από αυτά και τα έφερε στη Γερμανία. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, το 1996, έχω εγώ αυτά τα εκθέματα και θα ήθελα πολύ να τα επιστρέψω σε ένα μουσείο στην Κω».
Η λεηλασία του μικρού αυτού μουσείου το ’41 από τους Γερμανούς και η παράνομη φυγάδευση εκείνων των αρχαίων αντικειμένων είναι μια από τις εκατοντάδες ιστορίες της Κατοχής που θα έμεναν για πάντα άγνωστες αν δεν αποφάσιζε ο ίδιος ο Ομπερμπάιερ να επιστρέψει τα κλεμμένα αρχαία.
Η μόνη γραπτή πηγή που έχουμε σήμερα για τις απώλειες σε αρχαία αντικείμενα στην περίοδο της Κατοχής είναι το «ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής», ένας τόμος 165 σελίδων του 1946, γεμάτος ιστορίες κλοπών παράνομων ανασκαφών και ζημιών σε ολόκληρη την Ελλάδα και από τις τρεις δυνάμεις κατοχής, γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής. «Το έργον δεν είναι πλήρες», όπως σημειώνει στον πρόλογο ο τότε υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων του 1946, με εντολή του οποίου οι μεγαλύτεροι αρχαιολόγοι της εποχής έκαναν αυτή την καταγραφή. Με την Ελλάδα στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου άλλωστε, κάθε ημέρα έφταναν νέα δεδομένα, ενώ για πολλές πόλεις δεν υπάρχει καν καταγραφή γιατί το αρχαιολογικό προσωπικό ήταν «ελλιπέστατον».
Τη λίστα αυτή αποφάσισε να επικαιροποιήσει η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς του υπουργείου ΠολιτισμΜια ομάδα έξι αρχαιολόγων και ιστορικών πήρε πέρυσι την πρωτοβουλία να καταγράψει από την αρχή όσα αρχαία αγνοούνται και όσα έχουν επαναπατριστεί μετά τη λήξη του πολέμου. «Η λίστα του ’46 ήταν η αφετηρία, αλλά πλέον είχαμε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούμε αρχεία των Γερμανών, που μόλις την τελευταία δεκαετία είναι προσβάσιμα και δίνουν πλήθος πληροφοριών για όσα έγιναν εκείνα τα χρόνια, αλλά και πολλές άλλες πηγές», εξηγεί η κ. Σουζάνα Χούλια, επικεφαλής της Διεύθυνσης.
Πλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο Πολιτισμού πρόκειται να αναζητήσει πάνω από 100 αρχαία αντικείμενα μέσω της Interpol. «Είναι βέβαιο ότι πάρα πολλά αρχαία που απομακρύνθηκαν την περίοδο της Κατοχής ακόμα αγνοούνται. Μπορεί να μην έχουμε ακριβή συνολικό αριθμό, αλλά πολλά από αυτά τα έχουμε τεκμηριώσει επαρκώς και τώρα πρέπει να εντοπιστούν», εξηγεί η κ. Χούλια.
Ηδη έχει ξεκινήσει η έρευνα σε ιστοσελίδες μεγάλων μουσείων, όπου περιλαμβάνονται αρχαία με την ένδειξη «αντικείμενα με άγνωστη προέλευση από την περίοδο του πολέμου». Προτεραιότητα είναι αρχαία των οποίων η ταυτότητα αλλά και η ιστορία κλοπής θεωρείται πλέον τεκμηριωμένη. Ανάμεσά τους βρίσκονται δύο πήλινα γυναικεία ειδώλια, τα οποία είχαν αφαιρέσει δύο Ιταλοί υπολοχαγοί από σπίτι ντόπιου στη Σίφνο, όπου φυλάσσονταν και άλλα πολύτιμα ευρήματα από ανασκαφές που είχαν γίνει το 1935 στο νησί. Ακόμη, μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες από τη συλλογή Καστελίου Κισσάμου, που είχαν αφαιρεθεί το 1943 από τους Γερμανούς, αλλά και ένα γυναικείο άγαλμα ύψους 0, 70 μ. περίπου, το οποίο, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, είχε ζητήσει και είχε λάβει από τον νομάρχη ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής Λαρίσης όταν μπήκε πρώτος στην πόλη.
Οποιο από αυτά τα αντικείμενα εντοπιστεί, θα μπει στη λίστα των -26 μέχρι σήμερα- επιτυχημένων υποθέσεων επαναπατρισμού αρχαίων από την περίοδο της Kατοχής, εκ των οποίων οι πρώτες έγιναν το καλοκαίρι του 1948.
Ο Σπύρος Μαρινάτος έκανε το πρώτο ταξίδι
Στις 18 Μαΐου του 1948, ο αρχαιολόγος Σπυρίδων Μαρινάτος έμπαινε στο αεροπλάνο για Ρώμη με έναν και μοναδικό σκοπό: να εντοπίσει και να φέρει πίσω τα κλεμμένα αρχαία της Kατοχής με εντολή του υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας που είχε κάνει και την πρώτη καταγραφή.
Ως καθηγητής αρχαιολογίας «που μιλούσε τρεις ξένες γλώσσες, πολυταξιδεμένος, με σπουδές στο Βερολίνο και εθνικόφρων, είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που τον καθιστούσαν τον εθνικό αρχαιολόγο εκείνης της εποχής», εξηγεί η κ. Ελένη Ματζουράνη, καθηγήτρια Ιστορίας, που μαζί με την κόρη του Μαρινάτου, Ναννώ, επιμελήθηκαν πρόσφατη έκδοση για τη ζωή του και επεξεργάστηκαν, μαζί με ομάδα ιστορικών, ανέκδοτες ιστορίες και αρχειακό υλικό από το άγνωστο μέχρι σήμερα εκείνο ταξίδι.
Στη βαλίτσα του ο Μαρινάτος είχε μεταφρασμένη την περίφημη λίστα του 1946 με τις καταγεγραμμένες κλοπές, αρκετά χρήματα -σε δολάρια- και το ελεύθερο να αποφασίσει πέρα από τη Ρώμη, το Βερολίνο και το Γκρατς, που ήταν οι προγραμματισμένοι σταθμοί, πού αλλού θα χρειαζόταν να ταξιδέψει, οδηγούμενος από την έρευνά του. Το σημαντικότερο όμως εφόδιο που διέθετε ήταν η καμπαρντινέ στολή του ταγματάρχη που φορούσε μαζί με τον ανάλογο βαθμό που είχε πάρει με συνοπτικές διαδικασίες από το Α΄ Σώμα Στρατού έναν μήνα νωρίτερα: θα αποδεικνύονταν απαραίτητα για να μπορέσει να συνδιαλλαγεί με τις συμμαχικές δυνάμεις για τον εντοπισμό και τον επαναπατρισμό των αρχα«Αντισυνταγματάρχης έπρεπε να είχα γίνει» φέρεται να είχε παραπονεθεί σε έναν καλό του φίλο αρχαιολόγο, όταν τον συνόδευσε στο αεροδρόμιο λίγο προτού πετάξει για τον πρώτο σταθμό του ταξιδιού του, τη Ρώμη. Φαίνεται ότι ο Μαρινάτος ανησυχούσε για το αν ο βαθμός του θα του έδινε το κύρος που χρειαζόταν για να τον πάρουν σοβαρά. Ηδη προτού ξεκινήσει, οι συμμαχικές δυνάμεις στο Βερολίνο είχαν αρχίσει να του δημιουργούν δυσκολίες και να φέρνουν αντιρρήσεις στο επικείμενο ταξίδι του. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από ένα γράμμα που είχε στείλει στη γυναίκα του και αναφέρεται σε επιστολή που είχαν στείλει οι ρωσικές δυνάμεις κατοχής του Βερολίνου. Ο Μαρινάτος γράφει ότι ένας Ρώσος συνταγματάρχης «ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία μας είναι ανεπαρκή για να αποδώσουν κάποιο άγαλμα. Διότι, λέγει, δεν φέρει όνομα. Εσκέφθην να το βαπτίσω εγώ Μακεδονία και να ζητήσω την άμεση αποκατάστασίν του».
Στο ταξίδι, που διήρκεσε 75 ημέρες, συνάντησε πολλές ανάλογες δυσκολίες, όπως ότι δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στο πολλά υποσχόμενο για την αποστολή του Βερολίνο, καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις κατοχής της πόλης δεν του το επέτρεψαν, προβάλλοντας δικαιολογίες και γραφειοκρατικά εμπόδια, ενώ στους άλλους δύο σταθμούς -όπως γράφει ο ίδιος ο Μαρινάτος στην αναφορά του- τόσο οι στρατιωτικοί όσο και κάποιοι αρχαιολόγοι τον αντιμετώπιζαν με απροθυμία ή ακόμα και δυσπιστία.
Ο Μαρινάτος περιόδευσε σε μουσεία και πανεπιστήμια ψάχνοντας τα αρχαία της λίστας και χάρη σε παλιές του γνωριμίες από τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα μπόρεσε να βρει κάποια άκρη και βέβαια πολλά από τα κλεμμένα.
Στη Ρώμη στόχος του ήταν να εντοπίσει και να επιστρέψει στην Ελλάδα δεκάδες αρχαία που είχαν φύγει από τη Ρόδο, το 1940, για να συμπεριληφθούν σε μια μεγάλη έκθεση αρχαιοτήτων, που είχε γίνει στη Νάπολη. Μεταξύ των αρχαιοτήτων αυτών και η Αφροδίτη της Ρόδου, η οποία έφτασε με το υπερωκεάνιο «Νέα Ελλάς» έξι μήνες αργότερα, γιατί ο Μαρινάτος και ο Ελληνας πρόξενος της Νάπολης είχαν αποφασίσει ότι ήταν παρακινδυνευμένο να ταξιδέψει ασυνόδευτη με ξένο μέσο.
Δεύτερος σταθμός του ταξιδιού ήταν το Γκρατς, όπου έφτασε τον Ιούλιο του 1948. Η μικρή πόλη της Αυστρίας δεν έχει επιλεγεί τυχαία ― ήταν η πόλη απ’ όπου καταγόταν ο διάσημος Αυστριακός στρατηγός Ρίνγκελ και ο οποίος το 1941 είχε κάνει στρατηγείο του τη βίλα Αριάδνη στην Κνωσό, αφαιρώντας από τις συλλογές τόσο της Κνωσού όσο και της Γόρτυνας πλήθος αρχαιοτήτων, τα οποία στη συνέχεια απέστειλε στην πατρίδα του.
Οταν ο Μαρινάτος φτάνει εκεί, απογοητευμένος από την άρνηση των συμμαχικών δυνάμεων κατοχής του Βερολίνου να τον δεχτούν, βιώνει μια ακόμη απογοήτευση: μαθαίνει ότι ο στρατηγός Ρίνγκελ έχει εγκαταλείψει την πόλη καθώς τον αναζητούσαν για να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου, ενώ η έπαυλή του είχε λεηλατηθεί από τις ρωσικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν πάρει μαζί και όλα τα αρχαία.
Ο Μαρινάτος όμως δεν το έβαλε κάτω. Ερευνώντας έμαθε ότι κάποια από τα κλοπιμαία της Κνωσού είχαν γίνει δωρεά από τον Ρίνγκελ στο κρατικό πανεπιστήμιο της πόλης και έτσι κατάφερε να τα εντοπίσει. Αφού τα μελέτησε, τα πακέταρε και έτσι τρία μεγάλα κιβώτια έφτασαν τότε στην Ελλάδα. Μάλιστα, τον Σεπτέμβριο του 1948, ταξίδεψε ξανά μαζί με τις αρχαιότητες, αυτήν τη φορά για να τις παραδώσει ο ίδιος στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού.
Επιχείρηση απόκρυψης από τους Γερμανούς
Λίγο μετά το ταξίδι του 1948, στην Ιταλία και την Αυστρία, ο Μαρινάτος αναλαμβάνει γενικός διευθυντής Αρχαιοτήτων. Πέρα από τους επαναπατρισμούς, υπάρχει και το τιτάνιο έργο της αναδιοργάνωσης των μουσείων όλης της χώρας που κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχαν μείνει κλειστά και τα αρχαία τους κρυμμένα για να προστατευτούν τόσο από τους βομβαρδισμούς όσο και από τις λεηλασίες των κατακτητών.
Με χρήματα από το σχέδιο Μάρσαλ προσλαμβάνεται κόσμος γι’ αυτό ακριβώς το έργο ― ανάμεσα σε αυτούς και η νεαρή τότε αρχαιολόγος Εβη Τουλούπα, η οποία πιάνει πρώτη ημέρα δουλειά στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο τον χειμώνα του 1950.
«Ο ενθουσιασμός μου ήταν μεγάλος γιατί τα χρόνια των σπουδών μας τα μουσεία ήταν κλειστά και οι γνώσεις μας ήταν θεωρητικές. Ανυπομονούσα να κρατήσω στα χέρια μου τα αρχαία», θυμάται σήμερα η ενενηντάχρονη κ.Τουλούπα. Η ομάδα της κατευθύνεται στα ημιυπόγεια του μουσείου όπου είχαν φυλαχτεί σε κουτιά τα αγγεία και οι ταναγραίες. Οι ετικέτες με τους αριθμούς είχαν φθαρεί από την υγρασία και η ταύτισή τους ήταν εξαιρετικά δύσκολη δουλει«Τα αγγεία ήταν τυλιγμένα μέσα σε μπαμπάκια και χαρτιά που με έκπληξη βρίσκαμε καμιά φορά ματωμένα. "Είναι από τα ποντίκια”, έλεγε ο Σταύρος, ο βοηθός μου». Η ίδια ήταν ενθουσιασμένη, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Ο πατέρας του βοηθού της Σταύρου Κασανδρή ήταν ένας παλιός αρχιτεχνίτης που είχε συμμετάσχει ενεργά στην επιχείρηση απόκρυψης των αγαλμάτων στα υπόγεια που ανοίχτηκαν κάτω από τις αίθουσες του μουσείου. Εναν χρόνο αργότερα είχε πεθάνει από ασιτία.
Η επιχείρηση απόκρυψης, στην οποία είχε λάβει μέρος ο πατέρας Κασανδρής, είχε ξεκινήσει επίσημα στις 11 Νοεμβρίου του 1940. Εκείνη την ημέρα οι διευθύνσεις όλων των μουσείων είχαν παραλάβει αναλυτικές οδηγίες φύλαξης για να προστατευτούν τα αρχαία. Ετσι και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μια επίλεκτη ομάδα αρχαιολόγων, τεχνιτών και εθελοντών ξεκινούσε ένα έργο που διήρκεσε έξι ολόκληρους μήνες. «Πολύ πρωί, προτού δύσει η Σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους», γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη Καρούζου, μέλος της επιτροπής απόκρυψης και ασφάλισης των εκθεμάτων.
«Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Δεν ήξεραν πόσο χρόνο είχαν στη διάθεσή τους και ήταν εκατοντάδες γλυπτά», εξηγεί ο Κώστας Πασχαλίδης, επιμελητής Αρχαιοτήτων, που έχει μελετήσει έγγραφα και αρχεία του μουσείου στο οποίο δουλεύει. Τα αγγεία και τα μικρότερα αγάλματα μπήκαν σε κούτες και κρύφτηκαν στα υπόγεια, τα χρυσά κοσμήματα μεταφέρθηκαν σε θησαυροφυλάκια των τραπεζών, ενώ για τα μεγαλύτερα αγάλματα έσκαψαν ορύγματα. Μαρμάρινα αγάλματα, 
όπως ο τρίμετρος Κούρος του Σουνίου, θάφτηκαν ξανά κάτω από  
Την ίδια στιγμή, παρόμοιες επιχειρήσεις απόκρυψης πραγματοποιούνται σε ολόκληρη την Ελλάδα: σε σπήλαια, όπως στην Ακρόπολη, σε αρχαίους τάφους, όπως στους Δελφούς, στον κήπο του μουσείου της Θεσσαλονίκης, όπου και εκεί είχαν ορύγματα για να κρυφτούν τα μαρμάρινα αγάλματα της συλλογής, ή στα Ιωάννινα, όπου οι εργαζόμενοι του μουσείου σφράγισαν σε κρύπτη κάτω από τον μιναρέ του τζαμιού την πολύτιμη συλλογή με χάλκινα αντικείμενα. Κάποια αγάλματα μεταφέρθηκαν χιλιόμετρα μακριά για να προστατευτούν, όπως ο ηνίοχος των Δελφών που φιλοξενήθηκε στις κρυψώνες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας. Τα ευρετήρια όλων των θησαυρών των μουσείων ασφαλίστηκαν σε θυρίδες της Τραπέζης της Ελλάδος.
Ετσι, όταν από τις πρώτες ημέρες τους στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941,
 οι Γερμανοί κατακτητές άρχισαν να επισκέπτονται τα μουσεία, έβρισκαν το ένα μετά το άλλο κλειστά ή άδεια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, η γερμανική στρατιωτική υπηρεσία για την προστασία της τέχνης ασκούσε έντονες πιέσεις για την επαναλειτουργία τους. Μοναδική περίπτωση που η ελληνική πλευρά αποδέχτηκε το επίμονο αίτημα ήταν η περίπτωση του αρχαιολογικού μουσείου του Κεραμεικού, με την αιτιολογία ότι είχε ανεγερθεί με γερμανική δωρεά. Αποτέλεσμα ήταν σε ξενάγηση Γερμανών αξιωματούχων, στις 9 Νοεμβρίου του 1941, να κλαπεί μελανόμορφος πίνακας με παράσταση νεκρού, η οποία μέχρι και σήμερα αγνοείται...
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη

Εν Αθήναις...στην Εύμορφη Εκκλησιά

$
0
0

Στο Γαλάτσι στα Τουρκοβούνια βρίσκεται ο Άγιος Γεώργιος που χτίστηκε
τον 12ο αιώνα.
Ομορφοκκλησιά την γνωρίζουν όλοι και παλιά στην γύρω περιοχή υπήρχαν
αγροτικές κατοικίες.
Χωριό δηλαδή και όχι μακριά από το Κέντρο της Αθήνας...
Έβοσκαν τα γιδοπρόβατα καλλιεργούσαν ζαρζαβάτια και από κοντά τα μεταφορικά τους μέσα τα γαϊδουράκια.
Τα φόρτωναν και πήγαιναν στην Κυψέλη στα Πατήσια και πουλούσαν τα προϊόντα
τους...γάλα γιαούρτι  τυρί....λαχανικά...
Η ανοικοδόμηση έχει αρχίσει στην Αθήνα και κοντά στις στάνες και στα χωράφια
φιάχνονται τα ασβεστοκάμινα.




Δούλεψε αρκετός κόσμος σε αυτά...
Και άρχισε η κατασκευή σπιτιών  στην περιοχή ...
Τα χωράφια πήραν προαγωγή και έγιναν οικόπεδα με ...φώς...νερό...τηλέφωνο
και με δόσεις.
Εντάξει δεν ήταν έτσι ακριβώς στην αρχή...
Έβαζε ένας ρεύμα στο αυθαίρετο έπαιρναν και οι τριγύρω με το αζημίωτο.
Οι γειτονιές στην ουσία ήταν μεγάλες οικογένειες...
Εξ αδιαιρέτου τα οικόπεδα δηλαδή από την μια μεριά του τοίχου και από την άλλη
δύο οικογένειες που γνωρίστηκαν εκεί.
Τι να πρωτοθυμηθείς από το εξοχικό Γαλάτσι όπως το λέγαμε
οι "πρωτευουσιάνοι"των Πατησίων.



Μπερδευόμαστε πηγαίνοντας στο σπίτι του οικογενειακού φίλου
βλέποντας τον συνωστισμό.
Μπαινοβγαίνανε πολλοί...
Τους περνούσες για συγγενείς...υπήρχε κοινόχρηστη κουζίνα....
παράγκα στην μέση της αυλής και φυσικά κοινόχρηστη τουαλέτα.
Απέναντι έβλεπες χωράφι με λαχανικά...παραπέρα κατσίκες και φυσικά
χωματόδρομοι παντού.
Όταν έβρεχε και έπρεπε να κατηφορίσουμε στο σπίτι στα Πατήσια
χωρίς γαλότσες ήταν αδύνατον.
Μεγάλη πνοή στο Γαλάτσι έδωσαν οι Ναξιώτες....άξιοι άνθρωποι...
εργατικοί...χαρούμενοι...γλετζέδες.
Οι καλύτεροι μαστόροι στην οικοδομή που βοήθησαν 
να γίνει μια πολύ καλή συνοικία.
Άφησα για το τέλος τις μαύρες σελίδες ...
Στην περιοχή αυτή ήταν και η Ούλεν...



Εκατοντάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν από Έλληνες στα Δεκεμβριανά
στον Εμφύλιο.
Μαζί και η μεγάλη μας ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη.
Σήμερα μας κάνουν εντύπωση οι τζιχαντιστές.....
Είχαν προηγηθεί άλλοι πρίν από αυτούς με την διαφορά ότι χρησιμοποιούσαν
περισσότερο το τσεκούρι.
Στρωμένα τα πτώματα στην σειρά και οι συγγενείς να προσπαθούν
να βρούν τους δικούς τους.
Δεν ήταν εύκολο με την παραμόρφωση...την μυρουδιά...

πίσω στα παλιά

Εικόνες της πολιτικής μας ζωής

$
0
0



Ο Σκουρλέτης σηκώνει το αριστερό χέρι...σημειολογικά!




"Σκληραίνει η στάση της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ κατά της εσωκομματικής αντιπολίτευσης και ειδικά κατά του Αριστερού Ρεύματος.

Ο εκπρόσωπος Τύπου της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και εκ των στενών συνεργατών τουΑλέξη Τσίπρα κ. Πάνος Σκουρλέτης σε τηλεοπτική του παρέμβαση στο Mega όταν ρωτήθηκε για την κριτική που δέχεται το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος από τον φιλικά προσκείμενο οικονομολόγο κ. Κώστα Λαπαβίτσα απάντησε με απαξιωτικό τρόπο αρνούμενος τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ μαζί του, τοποθετώντας μάλιστα αυτόν στο μπλοκ του κ.Αλέκου Αλαβάνου.

Να σημειωθεί ότι ο κ. Λαπαβίτσας θεωρείται ο εκλεκτός της Αριστερού Ρεύματος και του κ.Παναγιώτη Λαφαζάνη, είχε υποδειχθεί μάλιστα για υποψήφιος ευρωβουλευτής αλλά «κόπηκε» με εντολή του προέδρου του κόμματος.  "

ΤΟ ΒΗΜΑ
                                                                                     

Τσίπρας -Παναγιώτη τι σχέση έχεις με τον Λαπαβίτσα;

Λαφαζάνης- Kαμμία  απλά και αυτουνού το επώνυμο αρχίζει απο Λα....




ΑΘΗΝΑ. ΤΟ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ ΤΩΝ ΟΔΩΝ ΚΡΙΕΖΩΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

$
0
0













Κοντά στο τζάκι κάποιο άλμπουμ ξεφυλλίζω
όταν μου καίει η νοσταλγία την ψυχή
και στην Αθήνα την παλιά ξαναγυρίζω
και ξαναβλέπω την παλιά μας εποχή.

Ξαναβλέπω το μικρό το αμαξάκι
τον γκαζιέρη που μας άναβε το φως
και θυμάμαι τις κυρίες του Γιαννάκη
και τον έρωτα που ήτανε κρυφός.

Ξαναβλέπω μες στους δρόμους τη λατέρνα
το "θηρίο"με παφ πουφ να προχωρεί
τα ξενύχτια στην πλακιώτικη ταβέρνα
και τους μάγκες στην πλατεία του Ψυρή.

Καμαρώνω τις κυρίες μ`ομπρελίνα
μες στους δρόμους να περνάνε βιαστικά
τα γαρύφαλα που μύριζε η Αθήνα
και τις νύχτες τραγουδάκια ερωτικά.

Μπορεί ο χρόνος ό,τι μένει να γκρεμίσει
και να μας ρίξει τη λευκή του πινελιά
μα δεν μπορεί ένα παράθυρο να κλείσει
που όταν ανοίγει ξαναζούμε τα παλιά.


Πυθαγόρας

Η εκτέλεση του τελευταίου θανατοποινίτη στην Ελλάδα

$
0
0


WEEKEN

Ο Ν. Γερακάρης, ο μοναδικός δικαστικός συντάκτης που παρευρέθηκε, διηγείται την πολύκροτη υπόθεση

Ο Ν. Γερακάρης, ο μοναδικός δικαστικός συντάκτης που παρευρέθηκε, διηγείται στοnewsbeast.gr το χρονικό της εκτέλεσης

Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου

«Αγαπημένη μου μητέρα,σε πίκρανα και σε γέμισα πόνο και θλίψη, καθώς και τον πατέρα και τα αδέρφια […] μην ξεχνάς ομως μητέρα, ότι ο Θεός επιτρέπει τον πόνο και την θλίψιν, χαρίζει όμως και υπόσχεται ελπίδα και υπομονή. Υπομονή, λοιπόν, μητέρα και θα δοξάσουμε όλοι τον Θεό μια μέρα».

Αυτά ήταν μερικά από τα λόγια που ήταν γραμμένα στο τελευταίο αποχαιρετιστήριο γράμμα του Βασίλη Λυμπέρη, του τελευταίου θανατοποινίτη που εκτελέστηκε επί ελληνικού εδάφους.

«Ο Βασίλης Λυμπέρης, εκτελέστηκε μετά από σε βάρος του καταδίκη για ποινικό αδίκημα. Η εκτέλεσή του που πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 25 Αυγούστου 1972, ήταν η τελευταία που έλαβε χώρα εντός ελληνικού εδάφους, καθώς η θανατική ποινή από το 1974 και μετά δεν εφαρμόστηκε ποτέ, μέχρι την κατάργησή της με νόμο το 1994 και συνταγματικά το 2001» αναφέρει ο κ. Νίκος Γερακάρης, ο μοναδικός δικαστικός συντάκτης που παρακολούθησε από κοντά την τελευταία εκτέλεση, στο newsbeast.gr.

Η θανατική καταδίκη επιβλήθηκε από το κακουργιοδικείο της Αθήνας μετά την ομολογία της ενοχής του θύτη ότι έκαψε ζωντανούς, την σύζυγό του Βασιλική Λυμπέρη, την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου και τα δυο ανήλικα τέκνα του.

Την θανατική ποινή είχε ζητήσει βέβαια κι ο ίδιος ο κατηγορούμενος λίγες μέρες μετά την σύλληψή του. «Αυτό που δημιούργησα εγώ δεν υπάρχει πλέον. Γιατί να ζω;» είχε πει χαρακτηριστικά.



Το χρονικό της εκτέλεσης

Παρά το ότι δεν γνώριζε την ακριβή μέρα, το προηγούμενο της εκτέλεσης βράδυ ζήτησε να γράψει στη μητέρα του, σαν να είχε διαισθανθεί πως ο χρόνος του τελείωνε. Μόλις ολοκλήρωσε το γράμμα, το άφησε στο κρεβάτι και περίμενε τον ιερέα της ενορίας Κων. Ασπετάκη για να τον κοινωνήσει. Μπροστά του ο Β. Λυμπέρης δάκρυσε και παρακάλεσε «να τον συγχωρέσουν ο Θεός και οι άνθρωποι».

Λίγο αργότερα, στις 4:20 μπήκε στο κελί του ο αρχιφύλακας Γιάννης Καβαλιεράκης. Τον οδήγησε στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Εκεί, παρουσία του αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου του γραμματέα της Εισαγγελίας, του Διοικητή της Χωροφυλακής, ενός νεαρού ιερέα και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων, του ανακοινώθηκε η ποινή του δικαστηρίου, η απόφαση του θανάτου καθώς και η ώρα της εκτέλεσης.

Η διαταγή είχε φτάσει 48 ώρες νωρίτερα. Όταν ο διοικητής της ΣΕΑΠ κάλεσε όλους τους στρατιώτες του Λόχου Διοικήσεως, από τον οποίο θα έπαιρνε τους εθελοντές για τη στελέχωση του εκτελεστικού αποσπάσματος, τους περιέγραψε τα εγκλήματα του Λυμπέρη. «Περιέγραψε καρέ - καρέ πως έβαλε τη φωτιά και πως έκαψε ζωντανούς τους τέσσερις ανθρώπους. Σ΄ αυτόν τον εγκληματία αξίζει παραδειγματική τιμωρία, τους έλεγε» αναφέρει ο κ. Γερακάρης. Οι στρατιώτες που προθυμοποιήθηκαν να πάρουν μέρος στην εκτέλεση ήταν τριάντα από τους οποίους επελέγησαν δώδεκα, ως όριζε ο κανονισμός.

«Σύμφωνα με το νόμο 3861/1929 «περί εκτελέσεως της θανατικής ποινής» την εκτέλεση πραγματοποιούσε στρατιωτικό απόσπασμα αποτελούμενο από 12 άνδρες και έναν αξιωματικό , ενώ σφαίρες είχαν μόνο τα έξι τυφέκια. Με μεταγενέστερες εγκυκλίους και σύμφωνα με τον σωφρονιστικό και στρατιωτικό κώδικα οριζόταν ως ώρα της εκτέλεσης η στιγμή που χαράζει, ώστε ο μελλοθάνατος να αντικρίσει για τελευταία φορά τον ήλιο. Μια πρόβλεψη φιλευσπλαχνίας στην αγριότητα του τελετουργικού» συμπληρώνει ο κ. Γερακάρης.

«Στο άκουσμα πως η μοιραία ώρα είχε φτάσει, ο Λυμπέρης κατέρρευσε. Σωριάστηκε στην καρέκλα του δωματίου. Είχε παραλύσει. Ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε να ανάψει το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι του και το άφησε πάνω στο γραφείο

Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι, το ίδιο αμήχανοι και συγκλονισμένοι μπροστά στο επερχόμενο τέλος, ανέσυραν κάποια λόγια συμπαράστασης. Παρέμειναν στο γραφείο για λίγη ώρα ακόμα.

Στις 5:15’ η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ο μελλοθάνατος, διασχίζοντας με αργά βήματα τους διαδρόμους, επιβιβάστηκε στο όχημα που θα τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακες.

Μόλις έφτασαν στο πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (Σ.Ε.Α.Π.) στην περιοχή «Δύο Αοράκια», αν και αδύνατος και αξύριστος ο Λυμπέρης φαινόταν σχετικά ψύχραιμος» διηγείται ο συντάκτης.

Ο κ. Γερακάρης εκείνη την εποχή υπήρξε δικαστικός συντάκτης της ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας «Τα Σημερινά».

«Προσπαθούσα από πολύ καιρό να μάθω πότε θα γινόταν η εκτέλεση Λυμπέρη, γιατί ήθελα να κάνω μία δημοσιογραφική επιτυχία» μας λέει. «Έτσι το πρωί της Πέμπτης, 24ης Αυγούστου του 1972, πήγα στο γραφείο του φωτορεπόρτερ, Βασίλη Καραμανώλη και του ζήτησα να έρθει μαζί μου, να καλύψουμε αποκλειστικά την εκτέλεση του Λυμπέρη.

Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο, είπαμε στη ρεσεψιόν να μας ξυπνήσουν στις 3 τα ξημερώματα. Είχαμε κανονίσει να μας περιμένει ένα ταξί, που θα μας οδηγούσε στις φυλακές Αλικαρνασσού. Περιμέναμε την έξοδο του αγήματος με τον θανατοποινίτη. Στις 3.30, εντελώς νύχτα ακόμα, άναψαν ξαφνικά πολλά φώτα στις φυλακές. Ακολουθήσαμε το άγημα και φτάσαμε στο σημείο της εκτέλεσης». Το στρατιωτικό απόσπασμα περίμενε ήδη εκεί. Λίγο πριν ξημερώσει, στο άγριο τοπίο του πεδίου βολής, οι καρδιές είχαν παγώσει. Ο επικεφαλής αξιωματικός έλεγε ανέκδοτα στους στρατιώτες την προσπάθειά του να τους κρατήσει ψύχραιμους. Εγώ προχώρησα προς το σημείο που ήταν συγκεντρωμένοι οι υπόλοιποι. Ο Β. Καραμανώλης, που δεν του επιτρεπόταν να πλησιάσει, απαγορευόταν η δημοσιότητα των εκτελέσεων, έμεινε πιο πίσω. Λίγο αργότερα, έφθασε στην περιοχή ένας δημοσιογράφος της τοπικής εφημερίδας «Πατρίδα» ο οποίος άφησε το αυτοκίνητό του στο σημείο που βρισκόταν που βρισκόταν ο Βασίλης. Έτσι κρύφτηκε πίσω από αυτό, έστησε τις μηχανές του και προσπάθησε να εστιάσει στο σημείο βολής όσο το επέτρεπαν τα μέσα της εποχής» συνεχίζει ο κ. Γερακάρης.

«Μόλις ο Β. Λυμπέρης έφθασε στον τόπο της εκτέλεσης, τον πλησίασε ο ιερέας και ύστερα ο γιατρός για να τον εξετάσει. Το πλέον παράδοξο του κανονισμού ήταν πως προέβλεπε ότι ο μελλοθάνατος θα έπρεπε να είναι υγιής κατά τη στιγμή της εκτέλεσής του, αλλιώς η διαδικασία αναβαλλόταν! Τελευταίος πήγε κοντά του ο αντιεισαγγελέας. «Θέλεις να πεις κάτι; Έχεις καμιά τελευταία επιθυμία;» τον ρώτησε. «Όχι, τίποτα» απάντησε ο Β. Λυμπέρης. Θυμάμαι πως δεν ήθελε ούτε να καπνίσει.

Απέμεναν μόνο λίγα λεπτά για να ξημερώσει. Τα λεπτά αυτά φάνηκαν αιώνες και σε εμάς και στον ίδιο τον Λυμπέρη » σημειώνει με συγκίνηση ο Ν. Γερακάρης.

Ο μελλοθάνατος ζήτησε να του δέσουν τα μάτια. Ο επικεφαλής υπολοχαγός του αποσπάσματος του τα έκλεισε με ένα λευκό μαντήλι. Στη συνέχεια, δύο χωροφύλακες τον οδήγησαν, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του, σε έναν μικρό λόφο στην άκρη του πεδίου βολής. Στεκόταν απέναντι σε δεκάδες μάτια που τον κοιτούσαν και τους δώδεκα παραταγμένους άντρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ο αξιωματικός κατευθύνθηκε στο απόσπασμα και φώναξε: «Οπλίσατε – Επί σκοπόν».



Όταν άρχισαν τα παραγγέλματα, κάποιοι κρύφτηκαν πίσω από το στρατιωτικό όχημα για να μην βλέπουν. Τα όπλα, τύπου Μ-1, «χόρευαν» στα χέρια των αντρών του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ο Λυμπέρης δεν αντέδρασε, δεν πανικοβλήθηκε, δεν φώναξε. Στεκόταν εκεί παραδομένος στη μοίρα του αναμένοντας το «πυρ»…

Το παράγγελμα ήρθε και έσβησε αυτόματα μέσα σε μία ομοβροντία πυροβολισμών. Οι σφαίρες γάζωσαν το σώμα του, που έπεσε στο έδαφος σφαδάζοντας. Τον αχό των πυροβολισμών διέτρησε η σπαρακτική φωνή της μητέρας του Λυμπέρη, Σοφίας, η οποία ήταν παρούσα -από κάποια απόσταση μαζί με τον αδερφό του. Θυμάμαι πως φώναξε «Βασίλη μου!». Για λίγα δευτερόλεπτα, μερικές ματιές στάθηκαν πάνω της. Αυτή η κραυγή της μάνας σαν να βεβαίωσε όλους όσους ισχυρίζονταν πως έπρεπε να καταργηθεί η θανατική ποινή.

Μόλις κατακάθισε το σύννεφο της σκόνης που σήκωσαν οι σφαίρες, ήταν η σειρά του επικεφαλής υπολοχαγού να εκτελέσει τη χαριστική βολή. Όμως η ταραχή του ήταν έκδηλη. Έτσι διέταξε έναν επιλοχία να τον αντικαταστήσει. Ο επιλοχίας είχε την ίδια ταραχή. Άφησε το περίστροφο που κρατούσε και πήρε ένα αυτόματο όπλο. Πλησίασε το πεσμένο σώμα του Β. Λυμπέρη, έστρεψε το βλέμμα του αλλού και πυροβόλησε. Από τον εκνευρισμό του, το όπλο εκπυρσοκρότησε τρεις φορές και οι τρεις σφαίρες παραμόρφωσαν το κρανίο του νεκρού. Για πολλούς μήνες μετά, λεγόταν πως ο επιλοχίας κυκλοφορούσε στο στρατόπεδο σαν αδέσποτο σκυλί μονολογώντας πως οι δικές του σφαίρες ήταν αυτές που σκότωσαν τον Λυμπέρη. Παρόλο που οι συνάδελφοι το διαβεβαίωναν πως είχε πεθάνει από τις έξι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος, εκείνος δεν μπορούσε να το δεχτεί. Μέχρι που ο διοικητής της Σ.Ε.Α.Π. τον απάλλαξε για έξι μήνες από τα καθήκοντά του» μας πληροφορεί ο κ. Γερακάρης.

Όταν διαπιστώθηκε ο θάνατος, το πτώμα παραλήφθηκε από μία νεκροφόρα και μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο της Νέας Αλικαρνασσού. Εκεί βρισκόταν ήδη η μητέρα του, η οποία είχε καλύψει το πρόσωπό της με μαύρο μαντήλι και ο αδελφός του με τη γυναίκα του. Θρηνούσαν, αλλά διατηρούσαν ακέραια την αξιοπρέπειά τους. Μόνον όταν έφθασε το φέρετρο, η Σοφία Λυμπέρη ξέσπασε: «Βασίλη μου, που είσαι;». Το πτώμα του Β. Λυμπέρη τάφηκε στο νεκροταφείο της Ν. Αλικαρνασσού, σε έναν τάφο που είχε ανοιχτεί τα χαράματα, λίγη ώρα πριν από την εκτέλεση. Θυμάμαι πως αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν τότε πως ακόμα και οι νεκροθάφτες είχαν επηρεαστεί από το ζοφερό κλίμα των στιγμών.

Αλλά και οι κρατούμενοι, Όπως μας είχε πει τότε ο Δημοσθένης Δώδος, την ημέρα της εκτέλεσης δεν προσήλθαν στο συσσίτιο, τα μεγάφωνα της φυλακής δεν έπαιζαν μουσική και κατά τον προαυλισμό κανείς δεν έπαιξε ποδόσφαιρο». Όπως διευκρινίζει ο κ. Γερακάρης έχει και η κοινωνία της φυλακής τους δικούς της κανόνες.

Την επομένη, στην πρώτη και την τρίτη σελίδα της εφημερίδας «Τα Σημερινά» δημοσιεύτηκε εκτενές ρεπορτάζ του κ. Γερακάρη συνοδευόμενο από τις φωτογραφίες του Β. Καραμανώλη. Αποτελούσε μία μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία καθώς η υπόθεση είχε συνταράξει τότε την κοινή γνώμη.

«Για εμάς βέβαια ήταν περισσότερο μια καθοριστική για τη συνείδησή μας εμπειρία, που μένει αλησμόνητη έως σήμερα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο δικαστικός συντάκτης.

Την ίδια μέρα, αν και επρόκειτο να εκτελεστεί στην Κέρκυρα και ο συνεργός του Β. Λυμπέρη, Παύλος Αγγελόπουλος, ο οποίος είχε επίσης καταδικασθεί από το Κακουργιοδικείο Αθηνών με την ποινή «τετράκις εις θάνατον», η εκτέλεση δεν πραγματοποιήθηκε λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Ο Π. Αγγελόπουλος ήταν τότε μόλις 18 ετών. Μετά από τρία χρόνια, η ποινή του μετατράπηκε -σύμφωνα με το νόμο- σε ισόβια κάθειρξη.



Το ειδεχθές έγκλημα

Η πορεία προς το εκτελεστικό απόσπασμα όμως δεν είχε ξεκινήσει εκείνη τη μέρα, αλλά 7,5 μήνες νωρίτερα, στις 5 Ιανουαρίου του 1972, όταν ξέσπασε φωτιά στη μονοκατοικία στο τέρμα της οδού 28ης Οκτωβρίου στα Βριλήσσια.

Ο 30χρονος, Αντώνης Στρογγυλούδης, που έτυχε να περνά εκείνη την ώρα έξω από το σπίτι, αντιλήφθηκε τη φωτιά και στην προσπάθειά του να βοηθήσει μπήκε στο σπίτι.

Ανάμεσα στις φλόγες αντίκρισε τα απανθρακωμένα πτώματα της Αντ. Μάρκου και των μικρών παιδιών. Η Βασιλική, αν και έφερε πολλαπλά εγκαύματα, ήταν ακόμα ζωντανή.

Οι μάρτυρες του τραγικού συμβάντος μόλις διαπίστωσαν πως βρισκόταν ακόμη εν ζωή, αποφάσισαν να την μεταφέρουν στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο με το αυτοκίνητο του Αντ. Στρογγυλούδη.

Στις 20 ώρες που κρατήθηκε στη ζωή σε εκείνο το δωμάτιο του νοσοκομείου, η Βασιλική πρόλαβε να διηγηθεί στη θεία της Αθηνά Μάρκου, καλόγρια στη Φιλοθέη, και στη συνέχεια στους αστυνομικούς και στους γιατρούς την αλήθεια…

«Κοιμόμουνα και άκουσα θόρυβο. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και είδα τον άνδρα μου να σκορπά με ένα δοχείο βενζίνη. Μόλις με είδε, μου φώναξε πως θα πληρώσω για όλα. Του φώναξα πως είναι κακούργος και έβαλα τις φωνές, αλλά κανείς δεν με άκουγε. Με άρπαξε και με πέταξε στις φλόγες και με κρατούσε εκεί για να καώ ζωντανή. Έκλεισε και την πόρτα για να μην γλιτώσουμε».

Την στιγμή που η Βασιλική διηγούνταν στους αστυνομικούς το φρικτό έγκλημα του συζύγου της, ο Βασίλης Λυμπέρης βρισκόταν στο εργοστάσιο συσσωρευτών όπου εργαζόταν. Ενημερώθηκε για το γεγονός από τον πατέρα του και αμέσως μετέβη συντετριμμένος στον τόπο του εγκλήματος. Αν και ο ίδιος έφερε ελαφρά εγκαύματα στο πρόσωπο και στο αριστερό πόδι, προσπάθησε να τα δικαιολογήσει με την ανάφλεξη καμινέτου. Ο Λυμπέρης άλλωστε δεν διέμενε στο σπίτι των Βριλησσίων αλλά σε πανσιόν στο κέντρο της Αθήνας από τότε που ήταν εν διαστάσει με την σύζυγό του.

Μόλις έφτασε στο σπίτι της οδού 28ης Οκτωβρίου, κάποιος από το συγκεντρωμένο πλήθος τον αναγνώρισε, φωνάζοντας προς τους αστυνομικούς: «Αυτός είναι ο πατέρας των παιδιών». Αστραπιαία η ατμόσφαιρα έγινε τεταμένη, ο κόσμος άρχισε να κινείται απειλητικά εναντίων του προσπαθώντας να τον λυντσάρει. Η αλήθεια είχε ήδη μαθευτεί.



Ο Λυμπέρης δεν άργησε να παραδεχτεί την ενοχή του. «Εγώ το έκανα αλλά δεν ήθελα να κάνω κακό στα παιδιά μου. Αιτία ήταν η πεθερά μου» είπε στην αστυνομία αν και μαρτυρίες ήθελαν τον Λυμπέρη να διατηρεί εξωσυζυγική σχέση και εξαιτίας αυτού να θέλει να βγάλει από την μέση την σύζυγό του.

Στη συνέχεια μεταφέρθηκε με το περιπολικό στο τμήμα Χαλανδρίου όπου ομολόγησε την πράξη του καταδεικνύοντας τους συνεργούς του. Επρόκειτο για τους συγκάτοικούς του στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου, τον 17χρονο εργατοτεχνίτη Παύλο Αγγελόπουλο και τον 24χρονο εργάτη ξάδερφο του Αγγελόπουλου, Θόδωρο Καπρέτσο. Και οι δυο συνελήφθησαν άμεσα, χωρίς όμως να ομολογούν αρχικά τη συμμετοχή τους.

Οι πληροφορίες που είχε δώσει ο ίδιος ο Λυμπέρης, ήταν τόσο αναλυτικές που δεν άργησαν να παραδεχτούν την αλήθεια, ομολογώντας τη συμμετοχή τους στην τετραπλή δολοφονία. Από τις διαδοχικές, αντικρουόμενες καταθέσεις, οι αστυνομικοί κατέληξαν, τελικά, στο «σενάριο» του εγκλήματος: Ο Β. Λυμπέρης γνωρίστηκε με τον Π. Αγγελόπουλο και τον Θ. Καπρέτσο, τις ημέρες των Χριστουγέννων του 1971, παίζοντας μαζί τους χαρτιά στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου. Από καιρό, στο μυαλό του γυρόφερνε την ιδέα να βγάλει από τη μέση την πεθερά του Αντ. Μάρκου, την οποία θεωρούσε ως βασική υπαίτια για τον κλονισμό της σχέσης του με τη Βασιλική. Εκμυστηρεύτηκε τη σκέψη του στον Π. Αγγελόπουλο και ζήτησε να τον βοηθήσει με την υπόσχεση να του δωρίσει ένα αυτοκίνητο. Ο Αγγελόπουλος αν και αρχικώς στάθηκε επιφυλακτικός, εν τέλει προσχώρησε στα σχέδια του Β. Λυμπέρη, ενημερώνοντας μάλιστα σχετικώς και τον Θ. Καπρέτσο.

Το βράδυ της Δευτέρας 4 Ιανουαρίου, ο Β. Λυμπέρης συνάντησε τον Π. Αγγελόπουλο και τον Θ. Καπρέτσο σε μία ταβέρνα και τους ξαναμίλησε για το σχέδιό του. Ήθελε να τρομοκρατήσει την Αντ. Μάρκου, ώστε να πάψει να δημιουργεί εμπόδια στην σχέση του με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Υπό την επήρεια του ποτού, όπως είχε δηλώσει αργότερα σε συνέντευξή του ο Αγγελόπουλος, αποφάσισαν να δράσουν. Στο δρόμο ο Αγγελόπουλος εξέφρασε στον Λυμπέρη το ενδεχόμενο να είναι στο σπίτι η γυναίκα του και τα παιδιά του. Έτσι ο Λυμπέρης πήρε τηλέφωνο την πεθερά του με τη δικαιολογία πως θέλει να πάει στο σπίτι να τους δει. Τότε εκείνη του απάντησε πως ήταν μόνη της σπίτι, οι υπόλοιποι έλειπαν στο Πέραμα.

Αγόρασαν τα σπίρτα από ένα περίπτερο, ενώ ο Λυμπέρης είχε προμηθευτεί νωρίτερα τρία μπιτόνια βενζίνη. Λίγη ώρα μετά τα μεσάνυχτα, πάρκαραν σε ένα χωράφι κοντά στο σπίτι. Ο Λυμπέρης και ο Αγγελόπουλος μπήκαν στο σπίτι ενώ ο Καπρέτσος έμεινε στο αυτοκίνητο να ελέγχει την περιοχή. Πριν μπουν φόρεσαν γάντια για να μην αφήσουν ίχνη. Ο Β. Λυμπέρης άνοιξε την πόρτα με τα δικά του κλειδιά. Προχώρησαν στο εσωτερικό του σπιτιού. Αρχικά έβαλαν φωτιά στο δωμάτιο της Αντ. Μάρκου και στη συνέχεια προχώρησαν προς το δωμάτιο της Βασιλικής. Ο θόρυβος της φωτιάς από το δωμάτιο της μητέρας της ξύπνησε την Βασιλική, η οποία χίμηξε πάνω στον Λυμπέρη ουρλιάζοντας. Τότε εκείνος την έσπρωξε στο κρεβάτι, πέταξε το σπίρτο και έκλεισε την πόρτα. Σε αυτή του την προσπάθεια ήταν που οι φλόγες τον έκαψαν ελαφρά στο πρόσωπο. Ο Λυμπέρης πάλεψε για λίγο με την Βασιλική και τελικά έτρεξε προς την έξοδο. Βγαίνοντας κλείδωσε την εξωτερική πόρτα για να εγκλωβίσει στο εσωτερικό τα θύματα.

Μόλις γύρισαν στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου, γύρω στις δύο τα ξημερώματα, οι τρεις συνεργοί συμφώνησαν την δικαιολογία με το καμινέτο για να δικαιολογήσουν τα εγκαύματα, πέταξαν τα καμένα ρούχα κι έπεσαν για ύπνο….



Το χρονικό της τετραπλής δολοφονίας που διέπραξε ο Λυμπέρης μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη με τον τίτλο οι Σατανάδες της Νύχτας με τους Γιάννη Κατράνη, Έλενα Τσαλδάρη, ΆΡη Μιχόπουλο, Βαγγέλη Τραϊφόρο, Χρήστο Καλαβρούζο, Δημήτρη Μπισλάνη και Βασίλη Μητσάκη, σε σκηνοθεσία Μάριου Ρετσίλα. Προβλήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1972 και έκοψε 56.560.

Κτηνοτρόφοι ληστές στην Αττική του 19ου αιώνα

$
0
0
Υποβολή εκθέσεως καταθέσεως του συλληφθέντος ληστού Μήτρου Φ[....]
 [Δημοσιεύω παρακάτω μια κατάθεση-μαρτυρία  ενδεικτική της Ληστείας στην Αττική του 19ου αι. Με απογόνους του ληστή που κάνει την κατάθεση  ήλθα σε επαφή κατά την επιτόπια έρευνά μου στον κάμπο της Ηλείας και στα ορεινά λιβάδια του Χελμού και της Ζήριας κατά το διάστημα 1992-1996, που αφορούσε τους νομάδες και ημινομάδες κτηνοτρόφους της Πελοποννήσου . Οι δημοσιευόμενες εδώ φωτογραφίες  δεν περιέχουν πρόσωπα συγγενικά του ληστή].



 Γενικά Αρχεία του Κράτους
 (ΓΑΚ) 000,468

Αριθ. 1082
Εν Λόπεσι 6 Οκτωβρίου 1865
Προς το Αρχηγείον της Χωροφυλακής
Αθήνας


Υποβολή εκθέσεως καταθέσεως του συλληφθέντος ληστού Μήτρου Φ[....]

Εκ του υποβαλλομένου αντιγράφου καταθέσεως του Μήτρου Φ [....] πληροφορείται το αρχηγείον ότι οι εισβαλόντες εις Σεπόλια την εσπέραν  της 4 μεσούντος μηνός και αποπειραθέντες να αιχμαλωτίσωσι τον Κ. Γ. Μαρτζώκον, ήσαν μόνον οι αποτελούντες την ληστρικήν συμμορίαν του Κίτζου λησταί και ότι συνεργός της αποπείρας ταύτης ήτον ο Σωτήριος Τριβέλας, κάτοικος Μενιδίου. Ότι ούτε εκρύβη ποτέ εντός των Αθηνών ο λήσταρχος Κίτζος, ούδ’ επλησίασεν η συμμορία του εις τα προάστια αυτών. Ότι εσκόπευε η συμμορία αύτη να διαλυθεί αλλ’ ισχυροί των Αθηνών φίλοι του Κίτζου τον παρεμπόδισαν, απατούντες αυτόν,  ότι  θέλει γίνει αλλαγή δυναστείας ή πολιτεύματος δι’ επαναστάσεως και απονεμηθεί προς αυτούς αμνηστεία. Ότι διατελεί ο ρηθείς λήσταρχος εις επιστολήν και κοινολογίαν μετά των εν λόγω ισχυρών, ότι δεν μετέβη ποτέ η συμμορία αύτη εις την Εύβοια και τους Πενταλιούς αλλ’ ενδιαιτάτο πάντοτε εις την επαρχίαν Αττικής μεταβαίνουσα ενίοτε εις τους Δήμους Τανάγρας και Αυλίδος των Θηβών και  ότι μόνον κατά τα μέσα παρελθόντος μηνός μετέβη εις την επί του Κιθαιρώνος και εις την θέσιν Προφήτης Ηλίας δια να προσλάβει ως οπαδόν της τον Ιω. Πλούμην εκ Βιλλίων ότι αν κατελάμβανεν μικρόν τι ρήγμα και ανθίστατο επί μικρόν, οι ακολουθούντες τον ιερέα οπλίτες ήθελον προφθάσει το παρακολουθούν αυτούς απόσπασμα και αποκρούσει αποτελεσματικώς τους ληστάς και διασώση τον ιερέα και ότι προτίθεται να αιχμαλωτίσει πλούσιον τινά, κάτοικον Αθηνών ως φέρεται, λαμβάνουσα πάρ’ αυτού 20-30 χιλιάδας δραχμών λύτρα, να διαλυθεί.
Η πρωτότυπος έκθεσις της καταθέσεώς του απεστάλη μέτ’ αυτού εις την εισαγγελίαν. Παρακαλώ το Αρχηγείον όπως αποστείλει αντίγραφα εις τα αρμόδια  Υπουργεία.




  

Νομάδες κτηνοτρόφοι που ξεκαλοκαίριαζαν στο Φενεό Κορινθίας, στο πανηγύρι της Σιβίστας, κατά τη δεκαετία του 1930

 Kατάθεσις

Εν Σπάτα σήμερον την 14 οκτωβρίου 1865, ημέραν Πέμπτην και ώραν 3 μ.μ., ο υποφαινόμενος ταγματάρχης, διοικητής  του μεταβατικού …… Κ. Βακαλόπουλος ενώπιον και των ανθυπομοιράρχων Ιω. Σμυρλή και Δημητρίου Καλογεροπούλου, προσκαλέσας τον πληγωθέντα και συλληφθέντα ληστήν Μήτρον Φ[....], εξετάζω αυτόν ως ακολούθως, εν ελλείψει δικαστικού γραμματέως και άλλων ανακριτικών υπαλλήλων:


Ερώτηση: Πώς ονομάζεσαι κ.λπ.

Απάντηση: Δημήτριος Φ[....], ετών 25, εγεννήθην εις Θήβας και διαμένω ήδη ενταύθα, ληστής και χριστιανός.
Ερ.: Από πότε ηνώθης με την συμμορίαν του Ν. Κίτζου;
Απ.: Από τα τέλη του παρελθόντος Αυγούστου του 1864.
Ερ.:, Εις ποία μέρη έμενε η συμμορία σας αφ’ ότου ηνώθης μετ’ αυτής;
Απ.: Πάντοτε εμέναμεν εις την Αττικήν, μόνον τον παρελθόντα μήνα  επήγαμε εις τον Άγιον Ηλίαν των Βιλλίων.
Ερ.: Επήγατε ποτέ εις την Εύριππον [Εύβοια] και εις τους Πεταλιούς ή εις άλλο κανέν νησίον;
Απ.: Πουθενά αλλού δεν επήγαμεν.
Ερ.: Πόσοι συντρόφοι είσθε όλοι;
Απ.: Είμεθα δέκα και εγίναμεν δώδεκα με τους Ιωάννην και Πλούμην Βελλιώτην, όστις ηνώθη μαζί μας προ ενός μηνός.
Ερ.: Πού ανταμώσατε μετ’ αυτού και δια μέσου τίνος;
Απ.: Ανταμώθημεν εις το καψοσπίτι (;) εις τα πράγματα της Μονής Κλειστών, όπου τον ηύραμεν , είχε δε βάλει ένας τις εξάδελφός του Κίτζος Βελλιώτης βλάχον τινά, άγνωστον εις εμέ, και ανταμώθημεν δι’ αυτού.
Ερ.: Από ποίους επήρατε τροφάς εις τον Άγιον Ηλία;
Απ.: Από τους εκεί βλάχους.
Ερ.: Ο Κίτζος χωρίζεται από την συντροφιάν του κάποτε και μεταβαίνει εις άλλο μέρος;
Απ.: Αφ’ ότου ενώθηκα εγώ ποτέ δεν εχώρισε από την συντροφιά μας.
Ερ.: Αρρώστησε καμνιά φορά πολλές ημέρες ο Κίτζος;
Απ.: Δεν αρρώστησε ποτέ.
Ερ.: Επήγε ποτέ εις τας Αθήνας ο Κίτζος ή ο Πήλιος;
Απ.: Ποτέ δεν επήγαν, ούτε εχωρίσθησαν ποτέ από την συντροφιάν μας.
Ερ.: Όταν ηχμαλώτισεν η συμμορία σας τον Βαγιανέλην ήσουν και εσύ μαζί;
Απ.: Ήμουν, μάλιστα.
Ερ.: Σας τον επρόδωσαν ή τον επιάσατε τυχαίως;
Απ.: Μας τον επρόδωσε είς επιστάτης του Δημήτριος καλούμενος, …., όστις μας είπεν  ότι έχει 30 χιλιάδας δραχμάς, αλλά αφού τον επγιάσαμεν και εμάθαμε ότι δεν έχει τόσα χρήματα, θα τον αφίναμεν αλλά εμάθαμεν ότι υπεσχέθη  ο Σκαλτζάς να μας τον πάρει και τον εκρατήσαμεν, από πείσμα του.
Ερ.: Πόσα λύτρα του επήρατε και πού σας τα έφερεν;
Απ.: Του επήραμεν 3 χιλιάδας δραχμάς, τας οποίας μας έφερεν εις τον Γέρακα, μεταξύ Σταυρού και Χαλανδρίου, αλλά δεν ήμουν εκεί δια να ίδω τον άνθρωπον, επειδή τον εφύλαγα εγώ εις άλλο μέρος.
Ερ.: Πού τον εφυλάγατε τον Βαγιανέλην;
Απ.: Κατ’ αρχάς εις εν σπήλαιον άνωθεν από τον ΄Αγιον Μερκούριον και έπειτα τον επέρναμεν μαζί μας.
Ερ.: Όταν εσκοτώθη εις το κοκκινοχώραφον ο  σύντροφός σας Καρζής, ήσουν εκεί;
Απ.: Ήμουν, μάλιστα.
Ερ.: Πόθεν μεταβήκατε εκεί;
Απ.: Είχαμεν δώσει το γράμμα εις τους Κορωπιώτας δια το χαράτζι και εκινήσαμεν από τον Άγιον Λουκάν του Διονύσου και ενώ επηγαίναμεν ξέγνοιαστα, μας έκραξαν «τι είσθε, ληστές ;» και μας έρριψαν τρία έως τέσσαρα τουφέκια, εντουφεκίσαμεν και ημείς και επέσαμεν κατά γης και αφού μας έρριξαν άλλην μίαν ….. ελάκισαν και επειδή ο Καρζής ετράβηξεν εμπρός από ημάς, τον επήραμεν δια στρατιώτην και τον ετουφεκίσαμεν, τον επληγώσαμεν, ύστερα τον επήγαμεν παρακάτω και τον αφήσαμεν. Έζησε δε 24 ώρας και απέθανε. Ημείς δε επεράσαμε και την δεύτερην βραδιάν απ΄εκεί και τον ηύραμεν ζωντανόν και την τρίτην ημέραν απεθαμένον πάλιν και τον εχώσαμεν, επειδή είχεν αποθάνει.
 Ερ.: Πόθεν επήρατε τροφάς την ημέραν που ολημερεύσατε εις τον Άγιον Λουκάν του Διονύσου της Κηφησίας;
Απ.: Ψωμί είχαμεν από αλλού, μόνον ένα σφακτό επήραμεν από το ποίμνιον του Κου Κωστ. Διονυσιώτου, κατοίκου Κηφησίας.
 Ερ.: Εις τας Αθήνας ή τριγύρω των Αθηνών επήγαινεν η συμμορία σας παλιάποτε;
Απ.: Ποτέ δεν επήγαμεν εις τας Αθήνας, μήποτε επλησιάσαμεν εκεί κοντά, παρά μόνον τώρα κοντά οπού επήγαμεν να πάρωμεν σκλάβον τον Ματρώζον. Από την Καισαριανήν δε απερνούσαμεν κάποτε και ολημεργιάζαμεν πλησίον αυτής.
Ερ.: Μόνοι σας επήγετε να πάρετε σκλάβον τον Ματρώζον εις τα Σωπόλια ή είχατε προδότες;
Απ.: Μόνοι, μάλιστα, αλλά μας τον είχε προδομένον από πριν ο Σωτήρης Τριβέλας, Μενιδιώτης.
Ερ.: Πού αναταμώθητε με αυτόν;
Απ.: Άνωθεν των αμπέλων του Μενιδίου, μεταξύ αυτών και της Βαρυμπόμπης, εις το Πάτημα.
Ερ.: Ήτον και αυτός μαζί όταν επήγατε εις τα Σωπόλια για να πάρετε τον σκλάβον;
Απ.: Όχι, δεν ήτον.
Ερ.: Πού ολημεργιάσατε την ημέραν εκείνην;
Απ.: Μισήν ώραν μακράν από τα Σωπώλια, άνωθεν των πευκών του Βάρδη, προς το μέρος του Δαφνίου, εντός θυμαρίων.
Ερ.: Μόνον η συμμορία σας επήγεν εις τα Σωπόλια ή ήτον και  άλλοι και ποίοι;
Απ.: Μόνον η συμμορία μας επήγεν και κανείς άλλος.
Ερ.: Τις εκ της συμμορίας σας εγνώριζεν τα Σωπόλια και το σπίτι του Ματρώζου;
Απ.: Μας επήγεν ο σύντροφός μας Γιάννης, νεοφώτιστος, όστις έκαμε τζοπάνης εις τα Πατήσια και στα Σωπόλια και επωλούσε γάλα εις το σπίτι του Ματρώζου και τον εγνώριζε.
Ερ.: Ο παπα-Σπύρος Ιω. Παππάς πού σας αντάμωσε και μετά ποίων άλλων;
Απ.: Μεταξύ Μενιδίου και  Αγίας Τριάδος ήλθε μετά του Σωτήρη Τριβέλα Μενιδιάτη και αφού εδιαφωνήσαμεν ολίγον, επήρεν ο Κίτζος και ο Πήλιος τον Παππά κατά μέρος και ωμίλησαν και έπειτα είπεν ο Κίτζος εις τους συντρόφους ότι θα μας κάμει μία δουλειά καλή ο Παππάς, τον ερώτησαν οι  συντρόφοι να μη μας κάμη καμία απάτη, και ο Κίτζος είπε να μας έχει εις τον λαιμόν του εκείνος αν πάθωμεν τι.
Ερ.: Γνωρίζεις αν ο Κίτζος έστειλεν γράμμα με τον Σ. Τριβέλην εις Αθήνας και προς ποίον;
Απ.: Γράμματα έστειλεν ένα-δύο αλλά δεν γνωρίζω προς ποίον. Και πριν έγραφε από καμιά φορά και ελάμβανε γράμματα από τας Αθήνας αλλά δεν έλεγεν εις ημάς τους βλάχους, τους φίλους του, ούτε και ημείς οι βλάχοι προς αυτόν τους εδικούς μας. 
Ερ.: Ο Κίτζος εζήτησε ποτέ χρήματα από τους Κορωπιώτας;
Απ.: Έστειλε δύο γράμματα, το πρώτον με τον γερο-Κομιζή και το δεύτερον δι’ αγνώστου μοι φίλου του και διά του ταχυδρομείου, εζήτη δε τα χρήματα ο Κίτζος διότι του εσκότωσαν οι Κορωπιώτες δύο πατριώτας του εις τας αρχάς της Επαναστάσεως, αλλά δεν μας έστειλαν τίποτε.
Ερ.: Από άλλους ανθρώπους επήρατε χρήματα;
Απ.: Πριν ενωθώ εγώ πήραν χρήματα από πολλούς, αλλά αφού ανταμώθηκα επήραμεν μόνον πεντακοσίας δραχμάς από έναν Φράγκο χονδρόν οπού είναι εις ταις σκωριαίς [μεταλλεία Λαυρίου;] όστις ήλθεν με τον παπά-Σ. και μας αντάμωσαν εις το λημέρι και εχάρισεν ο Φράγκος εις τον Πήλιον ένα τουφέκι δίκανον και ο Πήλιος εχάρισεν εις τον Φράγκον ένα τάσι αργυρούν. Εζητήσαμεν και από έναν Τούρκον, ο οποίος ήτο εις την Οζιάν (Κέα/Τζιά;) χρήματα με γράμμα μας αλλά δεν μας έδωσε, αλλ’ επήρε Χασιώτας και εσήκωσε τα τοργιά του (;) και  έφυγε αμέσως.
Ερ.: Σας παρεκίνησε κανείς να φύγετε από την Ελλάδα;
Απ.: Ο Κωσταντίνος Παπαρηγόπουλος μας παρακίνησε πολύ να φύγωμεν ή να σκορπίσωμεν και να μας δώσει από χιλίας δραχμάς και είχαμεν δε απόφασιν να φύγωμε ή να σκορπίσωμεν αλλά δεν μας έδωσε τας δραχμάς και ενομίζαμεν ότι μας απατούσε. Ήλθε και ο Κώστας Λιάνης και μας παρεκίνησε να φύγωμεν αλλά εις εκείνον δεν εβάλαμε βάσιν. Και είπεν δε ο Κωστ. Παπαρηγόπουλος να μας δώσει και καΐκι∙ και αν μας έδιδαν δε τα χρήματα οι Χειμαριώτες, οι Μέλιος και Νταβελάκος  θα έφευγον, ημείς δε οι άλλοι θα εσκορπούσαμεν ή αν ημπορούσαμε να φύγωμε και όλοι. Και επειδή δεν μας έδωκαν τα χρήματα είχομεν σκοπόν να πάρωμε κανένα σκλάβο και να πάρωμε καμιά τριανταριά χιλιάδες δραχμές και να σκορπίσωμε την συμμορίαν και χωρίς δε να πέρναμε χρήματα από την Κυβέρνησιν ή από σκλάβον ελέγομεν να χαλάσωμε την συμμορίαν αλλά δεν ηξεύραμεν πού να πάμε να τρυπώσωμε χωρίς λεπτά. Δεν μας άφηναν δε και φίλοι, καθώς και ο Κίτζος, να σκορπίσωμεν, με τα γελάσματα ότι θα γίνει επανάστασις και θα βγούμεν ημείς φόρα, αφού εγίνετο Δημοκρατία, ή ήρχετο άλλος βασιλιάς.
Ερ.: Επιστεύατε όλοι ότι ήθελεν γίνει Δημοκρατία ή Επανάστασις;
Απ.: Ο Κίτζος και ο Πήλιος τα επίστευαν, διότι έχουν τους δυνατούς φίλους των οπού τους τα παράγγελναν από τας Αθήνας αλλ’ επειδή μας έλεγαν με το σήμερα και με το αύριο και τίποτα δεν εγίνετο, δεν παραπίστευαν οι συντρόφοι. Εκείνοι όμως το είχαν και το έχουν σίγουρο.
Ερ.: Γνωρίζεις ποίους φίλους έχει ο Κίτζος εις τας Αθήνας;
Απ.: Δεν γνωρίζω, διότι εις ημάς δεν έλεγεν τους φίλους του, ως προείπον, μας έλεγεν όμως ότι έχει μεγάλους φίλους οπού του τα παραγγέλνουν.
Ερ.: Έχουν χρήματα οι σύντροφοί σας;
Απ.: Μόνον ο Κίτζος και ο Πήλιος έχουν 7-8 χιλιάδες δραχμές. Οι άλλοι έχουν από 300-400 δραχμάς.
Ερ.: Εμάθατε ότι η Κυβέρνησις αύξησε την αμοιβήν διά τον  φόνον ή την σύλληψίν σας;
Απ.: Το εμάθαμεν, μάλιστα έστειλεν ο Κίτζος εις Αθήνας και μας έφεραν και χαρτιά και τα ανεγίνωσκεν ο Πήλιος.
Ερ.: Εις ποία μέρη επεράσατε το εφετινό καλοκαίρι;
Απ.: Τον περισσότερον καιρόν απεράσαμεν εις τα ριζώματα της Οζιάς, εις τα Κρόρα (;) της Σταμάτας, εις το Σχηματάρι, εις τους Δήμους Ορωπού και Μαραθώνος και εις την Καισαριανήν και ήλθομεν δε και μίαν φοράν εις τον Δήμον Μεσογείων, όταν εστείλαμεν το γράμμα εις τους Κορωπιώτας.
Ερ.: Τροφάς από ποίους επαίρνατε;
Απ.: Ο ληστής όπου περάσει παίρνει, και από βλάχους και από χωρικούς, ψωμί και σφακτά, διότι κανείς δεν δύναται να μη δώσει τροφάς εις τους κλέφτας.
Ερ.: Όταν ο παπα-Σπύρος έφυγεν από το ολημέριόν σας, δεν σας είπε ο Κίτζος τι δουλειά ήθελε να σας κάμει;
Απ.: Μας είπεν ότι ο Παππάς θα μας φέρει ένα σκλάβο εις τον δρόμον του Μαραθώνος την Κυριακήν ή την Δευτέραν το πρωί και ότι θα έλθει με άμαξαν και θα είναι και άλλοι κυνηγοί μαζί. Εκινήσαμεν λοιπόν την Πέμπτην το μεσονύκτιον, ολημερεύσαμεν την Παρασκευήν εις θέσιν Βαρυμπόμπη και αφού εσουρούπωσε εκινήσαμεν κι επήγαμεν και ετοποθετήθημεν εις τον δημόσιον δρόμον του Μαραθώνος, μεταξύ παλιάμπελου και ξυλοκέρας και επειδή δεν απέρασεν ο Παππάς με τον σκλάβο την Κυριακήν, ήλθαμεν την νύκτα εις τον γερο-Σακούλα, εψήσαμεν ένα σφακτό, εφύγαμε και την Δευτέραν το πρωί επήγαμεν και επχιάσαμεν τον Παππά και τον εσκοτώσαμεν.
Ερ.: Διατί τον εσκοτώσατε τον Παππάν;
Απ.: Τον εσκοτώσαμε διότι μας επρόδωσεν, αντί να μας φέρει τον σκλάβον.
Ερ.: Είσθε πολύ μακράν από τον δημόσιον δρόμον τοποθετημένοι εκεί όπου επιάσατε τον Παππάν;
Απ.: Είμεθα πολύ κοντά, 20-30 βήματα και αποπάνω είχομεν το καραούλι∙ είδομεν λοιπόν, έως 3 ώρας ημέρα, και ήρχετο μία άμαξα και ο Παππάς εμπρός αυτής 30-40 βήματα, μόνος, και μέσα εις την άμαξαν 2-3 ανθρώπους και όπισθεν αυτής άλλους τρεις, ακούσαμεν δε και δύο τουφέκια. Λοιπόν, άμα ήλθεν παρεμπρός και μας είδεν ο Παππάς, επέστρεψε από πίσω από την άμαξα και αφού εκατέβησαν και οι άλλοι από την άμαξαν έσμιξαν όλοι, ημείς δε απλώσαμεν οι μισοί από το ένα μέρος του δρόμου και οι μισοί από το άλλο και τους εβάλαμεν εις την μέσην και άμα επλησιάσαμε μας ετουφέκισαν μερικοί και ελάκισαν αμέσως όλοι, μαζί με τον Παππάν. Τους εκυνηγήσαμεν έως μίαν τουφεκιάν τόπον και τους επιάσαμε όλους. Τότε μας είπαν εμπροστά εις τον Παππάν, μη μας πειράξετε παιδιά, διότι είμεθα χωροφύλακες …. και όχι μαθητές. Και ότι ο Παππάς είναι οπού σας επρόδωσε και όχι εμείς και μη μας χαλάτε,  και ότι έρχονται κατόπιν και αποσπάσματα. Αν δε έπχιαναν τουφέκι μέσα εις τα νεροφαγώματα θα παθαίναμε διότι θα πηγαίναμε απάνω τους με θάρρος φόρα υποθέτοντες ότι είναι τωόντι μαθητές και ημείς θα χασομερούσαμε και τότε και ο Παππάς θα γλύτωνε και το απόσπασμα θα μας πρόφταινε. Τους επήραμε λοιπόν τ’ άρματα, εσκοτώσαμε τον Παππάν παρέκει εις τον δρόμον και τους επήραμεν μάζεμα, έως μισή τουφεκιά τόπον, και τους αφήσαμεν. Εκεί μας επρόφθασεν και το απόσπασμα το οποίον ακολουθούσε την καρότζαν και μας ετουφέκισε. Επήγαμεν εις του Πράπα τα Μανδριά τουφέκι πολεμούντες και εκεί επληγώθη ο ληστής Γιάννης Ζεΐδης κοντά εις την πλάτην, ετραβήξαμεν τον ανήφορον, επήγαμεν έως εις την ράχην του γερο-Σακούλα τουφεκιζόμενοι με τους στρατιώτες και επειδή είδαμε υψηλά μας το απόσπασμα εις άλλην ράχην, εστρίψαμεν από μίαν άλλην ρεματιάν και εκρύβημεν. Οι δε ακολουθούντες μας στρατιώτες μας έχασαν κι εξηκολούθουν βαδίζοντες τον κατήφορον, εμείναμεν δ’ αυτού έως μισή ώρα και έπειτα επήγαμεν πίσω εις τα Μανδριά του Πράπα και επειδή απερνούσαμε από μέσα από τα Μανδριά διά να φύγωμεν προς το μέρος της Ραφήνος (;) απαντήσαμεν το απόσπασμα του ανθυπομ. Π. Καλογεροπούλου και εγυρίσαμεν οπίσω κατά τα Μανδριά διά να φύγωμεν και τουφεκισθέντες επληγώθην εγώ εις τον δεξιόν πόδα και έμεινα εκεί, κρυβείς εις το δάσος, οι δε συντρόφοι μου έφυγον και τι απέγινε μετά ταύτα δεν γνωρίζω, τα δε άρματά μου τα επήραν οι συντρόφοι μου και έμεινα εκεί έως την άλλην ημέραν όπου ήλθον τρεις χωρικοί και με ηύρον, οι οποίοι με επρόδωσαν εις τον Κονιαβίτην και με συνέλαβε.
Ερ.: Τα τουφέκια τα οποία  επήρατε από τους συντρόφους του Παππά τι τα εκάματε;
Απ.: Τα ετρυπώσαμε μέσα εις τα κλαργιά, ενώ τους είχαμε ακόμη μαζί μας και μας έβλεπαν και εκείνοι.
Ερ.: Τους συντρόφους του Παππά τους εσυλλάβατε όλους ή σας έφυγε κανείς;
Απ.: Τους επγιάσαμεν όλους, όσους ίδωμεν, αν εκρύβη κανένας εξ όσων δεν επλησιάσαμεν, αλλά όσους εκυνηγήσαμεν, όλους τους επγιάσαμεν.
Ερ.: Σας έφυγε κανείς από αυτούς;
Απ.:  Κανένας δεν έφυγεν αλλά ένας από αυτούς είπεν εις  τον Πήλιον ότι εφούσκωσε και δεν ημπορούσε να περπατήσει και τον παρεκάλεσε να λυπηθεί τα παιδιά του, να τον αφήσει και ο Πήλιος τον ελυπήθη και τον άφησε  και παρεκτός αυτού  παρεδώσαμε τους άλλους όλους.
Ερ.: Άλλο τι από τα όπλα τους επήρατε;
Απ.:  Επήραμεν ένα δακτυλίδι, μία σακούλα μαύρη με πεντέξι τάλλιρα και εν ωρολόγιο∙ εκείνα δε τα …. του κυνηγιού δεν τα πήραμε.
Ερ.: Εγνωρίσθη κανείς από τους συντρόφους σας με κανέναν από αυτούς;
Απ.: Εγνωρίσθηκαν με τον Πήλιον, με τον Κίτζον, τον Α…κέταν και με τον Νταβελάκον δυο-τρεις έως τέσσαρες και είδα οπού εφιλήθησαν, αλλ’ εγώ δεν εγνώριζα κανένα.
Ερ.: Έχεις άλλο τι να προσθέσεις;
Απ.: Δεν έχω, ει μη ότι όταν οι σύντροφοι του Παππά μας είπαν ότι είναι χωροφύλακες, εθυμώσαμε και εθελήσαμε να τους χαλάσουμε αλλά μας είπαν ότι δεν έπταιξαν εκείνοι αλλ’ ο Παππάς, ο οποίος μας επρόδωσεν, τότε τους αφήσαμεν και εσκοτώσαμε τον Παππάν.
Ερ.: Ηξεύρεις γράμματα;
Απ.: Δεν ηξεύρω.


Και αναγνωσθέντος υπεγράφη ως έπεται

Υπογραφές

Οι Αντισυνταγμάταρχοι                                                         Ο Διοικητής



 
Νομάδες κτηνοτρόφοι που ξεκαλοκαίριαζαν στο Φενεό Κορινθίας, στα λιβάδια της Γκιώνας τη δεκαετία του 1930

Εν Αθήναις....οι μικροπωλητές της Πλατείας Κοτζιά

$
0
0

φωτο

Παλιά φωτογραφία του ΄50 στην Πλατεία Κοτζιά έξω από την Εθνική Τράπεζα....
Μικροπωλητές με το εμπόρευμα αναμάσχαλα προσπαθούν για το μεροκάματο.
Δεν υπήρχαν μαϊμούδες τότε ούτε Κινέζικα για να πουλήσουν...
Χειροποίητα τα περισσότερα φιαγμένα από ας τις πούμε
βιοτεχνίες που υπήρχαν μέσα στα σπίτια στις γειτονιές της Αθήνας.
Βλέπουμε να πουλάνε γυναικείες τσάντες...σφουγγάρια...ζώνες...
Δεν θυμάμαι Έλληνες να αγόραζαν φυσικά σφουγγάρια για το μπάνιο...για τους τουρίστες  ήταν.
Θα μου πείς τουρίστες μετά τον εμφύλιο...
Μωρέ ερχόντουσαν κυρίως Αμερικάνοι για διάφορους λόγους και βασικά δύο...
Οι γεροντοκόρες να βρούνε γαμπρό και υπήρχαν πολλοί πεινασμένοι που τις παντρευόντουσαν προκειμένου να φύγουν όπως όπως.
Ο δεύτερος λόγος ήταν οι υιοθεσίες και υπήρχαν πολλά ορφανά αλλά και παρατημένα για αυτό τον σκοπό.
Διαδικασίες αστραπή και τα έπαιρναν στην Αμερική...
Άλλα πέρασαν καλά άλλα όχι .... και εδώ τι τύχει θα είχαν;
Βάρυνε το κλίμα και γυρίζω στον ζωνά...που πουλούσε τις ζώνες ή καλύτερα
τις λουρίδες όπως τις έλεγαν.
Μαζί στον ταβλά και το εργαλείο να ανοίγει τρύπες...
Σε ποιά μέση να σταθεί το παντελόνι που δεν υπήρχε από την νηστικομάρα...
Αρκετοί έδεναν το τριμμένο από την χρήση παντελόνι με σχοινί γιατί δεν μπορούσαν
ούτε λουρίδα να αγοράσουν.
Στην Πλατεία υπήρχαν επίσης ανάλογα με την εποχή καστανάδες ...
καλαμποκάδες και φυσικά κουλουράδες.
Άκουγες...."...κουλούρι φρέσκο με τυρί..."
Είπαμε ο κόσμος δεν είχε συνέρθει από την πείνα...
Το τυρί ήταν για να γελάς...
Λύσσα κεφαλοτύρι κομμένο σαν τσιγαρόχαρτο...
Τι να κάνει ο επαγγελματίας...αν το έκοβε παχύτερο έπρεπε να ανεβάσει την τιμή
και ποιός θα το έπαιρνε.
Προσπαθούσε ο κάθε φουκαράς να χορτάσει την πείνα του με την δραχμή.
Δίπλα από την πόρτα της Εθνικής υπήρχε μια άλλη ομάδα μικροπωλητών.
Ανάπηροι πολέμου ....τυφλοί πουλούσαν ναφθαλίνη...λεβάντα για τον σκόρο που θέριζε τα ρούχα στις ντουλάπες....σακκούλες για το κοστούμια.

πίσω στα παλιά

Διέφυγε της προσοχής τους και... αρραβωνιάστηκε. ω!

Χαρίζεται ακίνητο στο Κολωνάκι!

$
0
0


Το ακίνητο βρίσκεται στην αρχή της οδού Σολωνος στο Κολωνακι.

Ο ιδιοκτήτης προσπαθει μάταια να το νοικιάσει. Τον εχουν πνίξει οι φοροι. Στην απόγνωση του το δωρίζει, αφού δεν υπάρχει αγορα να το πουλήσει, για να μην παει φυλακή. Προβλέπω οτι θα γεμίσει η Αθήνα με τέτοιες επιγραφές χάρις στον ΕΝΦΙΑ.

Ένα ακομα success story..

Ο Μύθος της Αρχαίας Αθήνας

$
0
0

















Το αρχικό όνομα της Αθήναςήταν Ακτή ή Ακτική και το είχε πάρει από τον πρώτο της βασιλιά,  Ακταίο.

Το δεύτερο όνομά της,Κεκροπία, είχε προέλθει από τον βασιλιά Κέκροπα (Κέκρωψ), ο οποίος διαδέχθηκε τον Ακταίο, αφού παντρεύτηκε την κόρη του.

Σύμφωνα με τον μύθο, το κάτω μέρος του σώματος του ήταν το ίδιο, με αυτό του δράκοντα. Κατά την διάρκεια των χρόνων της βασιλείας του, η θεά Αθηνάκαι ο Ποσειδών συναγωνίσθηκαν για την προστασία της πόλεως, προσφέροντας δώρα. Ο Ποσειδώνκτύπησε με την τρίαινα του πάνω στον βράχο της Ακροπόλεως και ανέβλυσε μια πηγή με αλμυρό νερό. Από το χτύπημα (τα τρία σημάδια μπορεί να τα δει κανείς πίσω από το Ερέχθειον..) ξεπήδησε και το πρώτο άλογο έτοιμο να υπηρετήσει τον άνθρωπο, ενώ η Αθηνά πρόσφερε ένα δένδρο ελιάς.

Ο μύθος αναφέρει, ότι όλοι οι άνδρες της Αθήνας ψήφισαν για το δώρο του Ποσειδώνα και όλες οι γυναίκες για το δώρο της Αθηνάς και επειδή ήταν μια γυναίκα παραπάνω από τους άνδρες, η θεά Αθηνά προτιμήθηκε και από αυτήν, η πόλη πήρε το όνομα της.

Για να προστατεύσει την πόλη από τους πειρατές της Καρίας από την θάλασσα και τους Βοιωτούς από την ξηρά, ο Κέκρωψ διένειμε την Αττική σε δώδεκα περιοχές, για να διαχειρίζεται καλύτερα τον πληθυσμό:Αφίδναι, Βραυρώνα, Δεκέλεια, Επάκρια, Ελευσίνα, Κεκροπία, Κηφισία, Κυθαιρός, Φάληρο, Σφαιττός, Τετράπολις, Θορικός.

Έδωσε επίσης εντολή, ο καθένας να ρίξει από μία πέτρα και μετρώντας αργότερα όλες τις πέτρες, βρέθηκαν είκοσι χιλιάδες κάτοικοι.

Ο Κέκρωψ εισήγαγε την λατρεία του Διός και τις προσφορές εδεσμάτων (πελανοί) στις τελετές, αντί για ανθρωποθυσίες. Ο τάφος του στην Ακρόπολη διετηρείτο μέχρι και τον τέταρτο αιώνα π.Χ.
Όταν ένας εχθρικός στρατός πολιόρκησε την Αθήνα, οι Αθηναίοι ζήτησαν την συμβουλή του μαντείου των Δελφών, το οποίο τους έδωσε τον χρησμό, ότι για να σωθεί η πόλη, ένας Αθηναίος έπρεπε να θυσιαστεί με την θέληση του. Όταν η κόρη του Κέκρωπος, Άγραυλος, έμαθε για τον χρησμό, ανέβηκε στην Ακρόπολη και πέφτοντας σκοτώθηκε. Οι Αθηναίοι για να την τιμήσουν, έκτισαν ένα ναό στην Ακρόπολη και κάθε χρόνο εόρταζαν τα Αγραύλεια.

Οι κόρες του Κέκροπα 
Οι τρεις κόρες του Κέκροπα,ΆγραυλοςΈρση καιΠάνδροσος, στις οποίες η θεάΑθηνά εμπιστεύθηκε το κουτί, με την οδηγία να μην το ανοίξουν. Δεν υπάκουσαν και τιμωρήθηκαν, κρατήρας 410 π.Χ. Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο, η θεά Αθηνάεμπιστεύθηκε ένα κουτί στηνΆγραυλο ή Άγλαυρο, την ίδια κόρη του βασιλιά Κέκροπα, και στις δύο αδελφές της, Έρσηκαι Πάνδροσο, με την οδηγία να μην το ανοίξουν.

Η Πάνδροσος, η μικρότερη, υπάκουσε, αλλά η Άγραυλος και η Έρση το άνοιξαν και είδαν ένα ερπετό με την μορφή παιδιού ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ένα φίδι περιτυλιγμένο γύρω από το μωρό Εριχθόνιο, το οποίο βγήκε έξω και αναρριχήθηκε στην ασπίδα της Αθηνάς.

Οι κοπέλες τρομαγμένες από αυτό που είδαν, έπεσαν από την Ακρόπολη και σκοτώθηκαν.
Τον Κέκροπα διαδέχθηκε ο γιος του, Ερυσίχθων, ο οποίος δεν είχε παιδιά και αυτόν ο Κραναός. Μια από τις θυγατέρες του Κραναού, ονομαζόταν Ατθίς και από το όνομα της, ολόκληρη η περιοχή ονομάσθηκε Αττική.

Ο Κραναός εκθρονίσθηκε από τον Αμφικτύωνα, ο οποίος εν συνεχεία εξορίστηκε από τον Εριχθόνιο, γιο τουΉφαιστου και της Γης.
Η Ανακάλυψη του μικρού  Εριχθόνιου από τις κόρες του Κέκροπα 
Ο μύθος τον παριστάνει σαν μισό άνθρωπο και μισό ερπετό. Ανέβηκε στον θρόνο γύρω στα 1500 π.Χ. και εδραίωσε μια ισχυρή δυναστεία, από την οποία προήλθαν οι ήρωεςΠανδίων, Ερεχθεύς, Αιγέας, Θησέας. Ο Εριχθόνιοςτοποθέτησε στην Ακρόπολη το ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς και εισήγαγε την εορτή, ταΑθήναια. Ήταν ο εφευρέτης των αρμάτων με τις τέσσαρες ρόδες και ο πρώτος που χρησιμοποίησε την εκτροφή αλόγων. Παντρεύτηκε την νύμφη Πασιθέα και απέκτησε ένα γιο, τον Πανδίονα. ΟΠανδίων παντρεύτηκε την νύμφη Ζευξίππη και απέκτησε δίδυμους γιους, τον Ερεχθέα και Βάτη και δύο κόρες, την Πρόκνη και την Φιλομήλα.

Τον Πανδίονα διαδέχθηκε ο Ερεχθεύς. Όταν ο Ερεχθεύς ήταν σε πόλεμο με τους Ελευσίνιους και Θράκες, υπό την αρχηγία του Εύμολπου, έλαβε χρησμό από τους Δελφούς, ότι για να νικήσει θα έπρεπε να θυσιάσει τις τρεις από τις έξι θυγατέρες του. Όταν οι κοπέλες με την θέληση τους συναίνεσαν, ο Ερεχθεύς τις θυσίασε. Μετά την θυσία, πήγε στην μάχη με αυτοπεποίθηση και εξολόθρευσε τον εχθρό του.

Όταν οι Ελευσίνιοι νικήθηκαν, ο Ποσειδών στον θυμό του κατέστρεψε το σπίτι του Ερεχθέως, ο οποίος πιθανόν σκοτώθηκε στην μάχη.

Τον Ερεχθέα διαδέχθηκε ο γιος του, Κέκρωψ ΙΙ και αυτόν, ο γιος του Πανδίων ΙΙ,
 ο οποίος είχε τέσσαρες γιους,  τον Αιγέα, Πάλλαδα, Νίσο και Λύκο.

http://archaia-ellada.blogspot.gr

Καλοκαιρινές τουρνέ στην Παλιά Αθήνα Όπου η διάσημος χορεύτρια ΦΩΦΩ ξεσηκώνει το Διαβολίτσι της Μεσσηνίας. (Χαμός!)

$
0
0



Διαβάζοντας καθημερινά τις καλοκαιρινές τουρνέ στην επαρχία, στις οποίες επιδίδονται, παραδοσιακά πλέον, οι παντός είδους καλλιτέχνες και  καλλιτεχνίσκοι προς βελτίωση του βαλαντίου, έψαξα και σας παρουσιάζω μια αντίστοιχη πολλά υποσχόμενη τουρνέ του 1880 στο Διαβολίτσι της Μεσσηνίας. Πάρτε εικόνα:  «Στο Διαβολίτσι λοιπόν έφτασε ένα καλό πρωί μια... “περιοδεύουσα χορεύτρια”, η Φωφώ, συνοδευόμενη και από τρεις οργανοπαίκτας. Η χορεύτρια ήρθε αμέσως σε συνεννοήσεις με τον καφετζή του χωριού. Του πρότεινε να δώση στο καφενείο του μερικές “παραστάσεις”. Ο καφετζής δέχθηκε, φυσικά, αμέσως. Θα γινόταν τζίρος, θα συνέρρεε όλο το χωριό και θα κέρδιζε αρκετά χρήματα. »Γρήγορα γρήγορα λοιπόν στήθηκε ένα παλκοσένικο στο βάθος του καφενείου κι’ ένα πρόγραμμα ετοιχοκολλήθηκε, γραμμένο προχείρως, με κόκκινη μπογιά:  
 Η ΔΙΑΣΗΜΟΣ ΧΟΡΕΦΤΡΙΑ ΦΩΦΩ ΘΑ ΧΟΡΕΦΣΕΙ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΕΒΡΩΠΑΪΚΟΥΣ ΧΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΣΙΦΤΙΤΕΛΙ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΦΕΝΙΟΝ ΚΤΛ. ΚΤΛ.   »
Το χωριό αναστατώθηκε. Οι γυναίκες είχαν ξυνίσει τα μούτρα τους. Αλλά το άσχημον φύλον ήταν κατενθουσιασμένο. – Ήρθε μια χορεύτρια, η Φουμφώ! – Την είδις; – Την είδα λέει; Κόμματους, τρουφή του σώματους! Μπουκιά σ’ λιέου κι συχώριου! – Βάι-βάι, μανούλα μ’, θα καή του πιλικούδ’!... »Πραγματικά, η Φωφώ ήταν τα μάλλα “εδώδιμος”. Ψηλή, θεωρητική, ζουμβουρλούδικη, με κάτι μάτια μαύρα που σ’ έσφαζαν, με κάτι κνήμες αφαντάστως επιβλητικώτερες και των στύλων του Ολυμπίου Διός. – Χάι-χάι, μανούλα μ’!... *** »Ξημέρωσε η άλλη μέρα. Οι χωρικοί ανυπομονούσαν, δεν έβλεπαν την ώρα να νυχτώση. Ήταν η μόνη μέρα που αργούσε ο ήλιος να δύση, να πάη στο καλό και να ρθη η νύχτα η πολυπόθητος. »Βράδυασε επιτέλους. »Το καφενείο της πλατείας είναι κατάφωτο. Έχουν επιστρατευθή όλες η λάμπες πετρελαίου της γειτονιάς. Οι οργανοπαίκτες στη θέσι τους, παίζουν κιόλας κάποιο... εμβατήριο. Ο καφετζής ρίχνει δυο τρεις πιστολιές στον αέρα. Ανάβουν κι’ ένα βεγγαλικό. Πανζουρλισμός! »Οι χωρικοί προσέρχονται και κατακλύζουν το καφενείο. Παστρικές φουστανέλλες, καθάριες πουκαμίσες, λαδωμένες αφέλειες, μουστάκια όρθια και απειλητικά, γεμάτα ξύγκι ελλείψει μαντέκας. »Μόνον η γυναίκες μένουν στο σπίτι, πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα ή στους αυλόγυρους, και βράζουν και κοχλάζουν:
 – Τη βρώμα, τη γυρίστρα, εδώ που ξεκουμπίστηκε κ’ ήρθε! Θα μας ζουρλάνη, καλέ, τους άντρες μας!
 – Κάτι τέτοιες έπρεπε να τις... ξουρίζουνε [Σ.τ.Σ.: εξορίζουν] αμέσως από το χωριό, τις πανούκλες!
 – Φταίει ο αστυνόμος! 
– Ναι, καλέ, δεν τον είδες; Του πέσανε κι αυτουνού του κασίδη τα σάλια του! *** »Αρχίζει η “παράστασις”. »Στο καφενείο δεν χωράει πεια ούτε βελόνι. Τα “όργανα” παίζουν κάποιον εύθυμο, γοργό σκοπό. Και να την!
 – Βάι μανούλα μ’, βάι!... »
Εμφανίζεται στο πάλκο η “Φομφώ”. 
Συγκίνησις! Θάμβος! Ανατριχίλες! Φοράει ένα κατακόκκινο κοστούμι μπαλλαρίνας, γεμάτο πολύχρωμες πούλιες. Έξω οι ώμοι, η πλάτες, οι βραχίονες. Έξω τα πόδια, άνω του γόνατος, εντός λεπτής τεζαριστής κάλτσας. Τριαντάφυλλο στα μαλλιά, τριαντάφυλλο στο γυμνό τρίγωνο του στήθους. 
– Είναι να την πίνης στο ποτήρι, σου λέω! Μπουκιά και συχώριο, σου λέω. »Αρχίζει ο χορός. Τα μάτια των χωρικών λιγώνουν. Τα μουστάκια αγριεύουν, σαν του γάτου, που φερμάρει το ποντίκι. Γλείφουνται οι Διαβολιτσιώτες και ξαναγλείφουνται.
 – Ε ρε, πράμα!... »...
 ήταν ο χορός της Ηρωδιάδος και πάσης... φορβάδος, προ του χορού εκείνου της Φωφώς; Τι λυγίσματα, τι τσακίσματα, τι στριφογυρίσματα, τι λικνίσματα του σώματος, τι τρέμουλες των γοφών, τι σκιρτήματα του στήθους, τι τρικυμίες και τι αντάρες!... »Οι χωρικοί είναι έξαλλοι, μεθυσμένοι, ανάστατοι. Πάνε κι έρχονται τα ούζα κ’ η μαστίχες η καλαματιανές. »Επακολουθεί δεύτερος χορός, τρίτος χορός, το ηδονικό και προκλητικό και μεθυστικό τσιφτιτέλι. »Και τέλος, υπό θύελλαν χειροκροτημάτων και ποδοκροτημάτων και “μπράβο” και “να μου ζήσης, φρεγάδα μου”, και σφυριγμάτων φρενητιώντος ενθουσιασμού και αλαλαγμών “γεια σου, Φομφώ!”, “γεια σου, μπαρμπουνάρα μου!”, η χορεύτρια κατεβαίνει με το δίσκο, για να εισπράξη και εις χρήμα τον ενθουσιασμό των χωρικών. Προχωρεί με δυσκολία ανάμεσα στα τραπέζια, μέσα στους καπνούς και τον κουρνιαχτό των ποδοκροτημάτων. »Μα από την πρώτη στιγμή της καθόδου της κάτι περίεργο συμβαίνει. Η χορεύτρια μορφάζει αλλόκοτα και σφίγγει τα δόντια της, σαν κάτι να την στενοχωρή. Τι συμβαίνει, τέλος πάντων; »Τι συμβαίνει; Απλούστατα, οι χωρικοί εκδηλώνουν... θετικώτερα κάπως τον ενθουσιασμό τους προς την μπαλλαρίνα. Την έχουν αρχίσει στις... τσιμπιές! Τα χέρια δουλεύουν υποβρυχίως. Η δύστυχη χορεύτρια τάχει χαμένα. »Εισπράττει περισσότερες τσιμπιές παρά πεντάρες. Κάμνει ωστόσο υπομονή. Σαν “περιοδεύουσα καλλιτέχνις” που είναι, έχει πικράν πείραν τού... ενθουσιασμού τού κοινού των επαρχιών. Μα σιγά σιγά το κακό παραγίνεται. Θα την κομματιάσουν, θα την φάνε ζωντανή! »Έξαφνα, δέχεται εκμέρους ενός μεσόκοπου χωρικού έναν τσίμπο τρομακτικό, απερίγραπτον, αβάσταχτον, έναν τσίμπο από εκείνους που αφήνουν επί της σαρκός μελανά τα αποτυπώματα των δακτύλων. Κανένας αστακός, κανένας πετροκάβουρας δεν θα μπορούσε να τσιμπήση ποτέ με τόση μανία! »Η Φωφώ, η ταλαίπωρη Φωφώ αφήνει ένα ξεφωνητό πόνου κι’ απάνω στο ξέσπασμα του θυμού της πετάει το δίσκο με τις πεντάρες στα μούτρα τού... ενθουσιώδους άσσου των τσιμπολόγων. »Το καφενείο αναστατώνεται. »Οι χωρικοί χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα: στους φωφικούς και τους αντιφωφικούς, στους τσιμπολόγους και τους αντιτσιμπολόγους. Επεμβαίνουν και οι οργανοπαίκτες. Ανταλλάσσονται χαστούκια, καρεκλιές, βρισιές, βλαστημίδι. »
Η γυναίκες του χωριού που αγρυπνούσαν και κουφόβραζαν, ακούνε τον σαματά, βγαίνουν στους δρόμους, ξεχύνονται στην πλατεία, πολιορκούν το καφενείο. 
– Να φύγη, η βρώμα!
 – Να την πετάξουμε στο ποτάμι! »Οι αντιτσιμπολόγοι, ή μάλλον οι μη προφθάσαντες να τσιμπήσουν, μαίνονται επίσης:
 – Όχι, δεν θα φύγη! Τι φταίει το κορίτσι; Ντροπιάζετε το χωριό!
 – Θα φύγη. 
– Δεν θα φύγη.
 – Τον κακό σας το φλάρο!
 – Σκασμός, καλιακούδες! *** »
Το χωριό βρίσκεται στο πόδι ολόκληρο. Άνδρες και γυναίκες σκούζουν σαν δαιμονισμένοι. Τα σκυλιά γαυγίζουν. Τα ζωντανά ξύπνησαν κι’ αυτά και μουγκανίζουν τρομαγμένα. »
Και η Φωφώ; »Η κακότυχη “καλλιτέχνις του χορού και του άσματος” είναι μισολιπόθυμη και... καταμελανιασμένη από το άγριο τσιμπολόγημα που υπέστη. 
Τι τουρνέ, Θεέ μου! »Τα πράγματα αγριεύουν σιγά σιγά. Απειλείται σύρραξις. Θα τρέξη αίμα!... »Ηχούν οι κώδωνες της εκκλησίας. »Προ του κακού αυτού συγκινείται, επιτέλους, και επεμβαίνει ο αστυνόμος του χωριού. »Μία λύσις υπάρχει για να κατευνασθούν τα πνεύματα. Να φύγη την ίδια νύχτα η χορεύτρια από το χωριό.
 Η Φωφώ πληροφορείται την απόφαση της “αρχής” και δεν φέρνει αντίρρησι. Τόσο το καλύτερο. Τι να κάνη να μένη σ’ αυτό το... λυσσοχώρι, που οι χωρικοί τσιμπούν τόσο άγαρ-μπα; »Έτσι, υπό το σκότος της νυκτός, κρυφά κ’ απόκρυφα, υπό την προστασίαν της “αρχής”, η Φωφώ απέρχεται του χωρίου φέρουσα αντί εισπράξεων τα μελανά αποτυπώματα δεκάδων λυσσαλέων τσιμπημάτων επί της αβράς σαρκός των “ψαχνών” της! Αυτά συνέβαιναν άλλοτε στην επαρχία».
 (Αφήγηση του Χ. Σ. στο Μπουκέτο, 1940)
  www.lifo.gr

Εν Αθήναις....όλα φτηνά

$
0
0


φωτο



Oδός Αθηνάς αρχές δεκαετίας του ΄60....
Ψώνια από την Βαρβάκειο...φρέσκα και φτηνά ...αυτό κυριαρχούσε...
Ψώνιζες με αυτά που είχες...
Κατεψυγμένο κρέας και φρέσκο....ψάρια φρέσκα και ΕΥΡΙΔΙΚΗΣ (κατεψυγμένα)...
βούτυρο φρέσκο και ανάμεικτο...λάδι με λίγα και περισσότερα οξέα.
Ποιός τα υπολόγιζε και τα έψαχνε όλα αυτά...η κατσαρόλα έπρεπε να γεμίσει.
Η μοτοσυκλέτα εκτελούνται μεταφοραί περιμένει μπροστά από το καρότσι...
Και οι δύο την ίδια δουλειά κάνουν με διαφορετικό μέσο...
Το καρότσι θα κουβαλήσει τα ψώνια του ταβερνιάρη σε κοντινή απόσταση....
Ο μικροπωλητής πουλάει εργαλεία στο καρότσι...μυστριά....πριόνια...σκερπάνια.
Η οικοδομή στις δόξες της...οι οικοδόμοι περιζήτητοι.
Θα μείνω λίγο στην διαφήμιση που έχει το περίπτερο....ΠΕΡΙΦΡΑΞΕΙΣ ΜΠΕΝΟΥ....
Τα οικόπεδα με δόσεις με φώς-νερό-τηλέφωνο (προσεχώς) έχουν ζήτηση.
Τα γραφεία αυτά γύρω από την Ομόνοια...στην Ακαδημίας κ.λ.π. κάνουν χρυσές δουλειές.
Ας πάρουμε ένα οικοπεδάκι να δώσουμε στο κορίτσι που θα παντρευτεί...
Έβαζε γραμμάτια και έβαζε στο συρτάρι τον τίτλο για να τον δώσει στον γαμπρό.
Αυτό μπορούσε αυτό έκανε.
Τώρα πού ήταν το οικόπεδο;
Σε κάποια κατσάβραχα του νομού Αττικής...
Η πρώτη του δουλειά ήταν να το περιφράξει με συρματόπλεγμα.
Χρυσές δουλειές αυτά τα μαγαζιά.
Στα νεοκλασικά της Αθηνάς υπήρχαν και πολλές βιοτεχνίες ρούχων.
Για φτωχά βαλάντια....
Η οικογένεια εκεί θα εύρισκε και εποχιακά της....
Όταν έμπαινε το φθινόπωρο και άρχιζαν τα πρωτοβρόχια αδιάβροχο
και γαλότσες για τα παιδιά.
Οι γνωστές μουσαμαδένιες μπέρτες με κουκούλα χωρίς μανίκια
με δύο σχισμές για να βγαίνουν τα χέρια έξω.
Για τους μεγάλους οι νάϋλον μπλέ καπαρντίνες με φανελένια επένδυση
πολύ διαδεδομένη πρώτα για την προσιτή τιμή της.
Την φορούσαν πάνω από το σακάκι και στην τσέπη υπήρχε και το νάϋλον
καπελάκι.
Και όλα αυτά στον μαγικό αυτό δρόμο κάτω από την σκιά της Ακρόπολης.

πίσω στα παλιά

Γιατί μας πήρε και μας σήκωσε;

$
0
0



49 χρόνια πρίν... 1.X.1965






ΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΥΚΟΝΟΝ: 
Μύκονος, Του απεσταλμένου μας κ. Λάμπρου Γ. Κορομηλά).- 

Με ισχυράν τρικυμίαν και δυνατόν άνεμον έφθασεν εις την Μύκονον το Β.Π. «Πολεμιστής» 
[φέρων τον Βασιλέα Κωνσταντίνον και την Βασίλισσαν Ανναν - Μαρίαν] 
περί την 4ην απογευματινήν. […] 
από την προκυμαίαν ο λαός εχαιρέτα τους Βασιλείς.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΕΚΤΑΚΤΟ...νέα συμφωνία με την ΤΡΟΪΚΑ πρίν από μία ώρα!

Μιά ταβέρνα από την αρχαιότητα, στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας

$
0
0

Πηγάδι στην αρχαία αγορά γεμάτο από θραύσματα μαγειρικών σκευών, αγγείων φαγητού και ποτού, αλλά και υπολείμματα ψαριών, αποκαλύπτει τη λειτουργία ενός καπηλειού της κλασικής εποχής.
Σκύφοι με ανάγλυφη διακόσμηση για τους καλούς πελάτες μιας ταβέρνας, αφού καθένας έπινε κρασί στο δικό του κύπελλο.
Όταν ο Αριστοφάνης βάζει στο στόμα του δούλου Παφλαγόνα την αλαζονική φράση«Μόλις φάω ζεστές παλαμιδοφέτες και πιω από πάνω σκέτο κρασί, θα κάμω λιώμα εγώ τους στρατηγούς της Πύλου» κι όταν ο ρήτορας Υπερείδης σημειώνει πως «οι Αρεοπαγίτες απαγόρευαν σε οποιονδήποτε είχε γευματίσει σε καπηλείο να επισκεφθεί τον Άρειο Πάγο», μιλούν, εκτός των άλλων, για έναν λαϊκό θεσμό τηςαρχαίας Αθήνας ευρύτατα διαδεδομένο και δημοφιλή. Γιατί αν η αριστοκρατία διασκέδαζε στα συμπόσια τρώγοντας και κυρίως πίνοντας, το αντίστοιχο για τους απλούς ανθρώπους ήταν οι ταβέρνες και τα καπηλειά, στα οποία ήταν ελεύθερη η είσοδος για όλους. Κρασί, φαγητό, ενίοτε και τυχερά παιχνίδια- έτσι εξηγείται και η κακή φήμη τους- ήταν οι παροχές αυτών των χώρων. Και επειδή ο κάπηλος μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και λιανοπωλητής, οι αρχαίες πηγές λένε ότι τα εμπορεύματά του ήταν το κρασί, το ξύδι και οι πυρσοί με τους οποίους οι πελάτες φώτιζαν τον δρόμο για το σπίτι τους τη νύχτα, ώστε να προστατεύονται από τους κλέφτες μανδυών. Μια τέτοια ταβέρνα εντοπίστηκε στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 από τον αμερικανό αρχαιολόγο Τ. Λέσλι Σιρ Τζούνιορ κατά τις ανασκαφές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Την απόδειξη μάλιστα για την ύπαρξη της ταβέρνας, η οποία προφανώς ήταν ένα απλό κτίσμα σε μια σειρά καταστημάτων της Αγοράς, την έδωσε ακριβώς η ύπαρξη μεγάλου αριθμού αγγείων για την πόση οίνου αλλά και κατάλοιπα τροφίμων!
Τι χρειάζεται μια ταβέρνα; Πρωτίστως καλό κρασί. Δευτερευόντως καλό φαγητό. Και τότε η επιτυχία της είναι εξασφαλισμένη. Ο,τι ισχύει δηλαδή σήμερα, το ίδιο ακριβώς ήταν απαραίτητο και τότε: Τον 5ο, τον 4ο, τον 3ο αιώνα π.Χ. και… ως τις μέρες μας.Τόσο στην κωμωδία όσο και στους δικανικούς λόγους επιβεβαιώνεται μάλιστα η ύπαρξη του «καπηλείου της γειτονιάς», τόσο πολλά ήταν διασπαρμένα στο άστυ. Στα ανατολικά της Αγοράς αποκάλυψε ο ΤΛέσλι Σιρ Τζούνιορ την ταβέρνα που επρόκειτο να δώσει με τα ευρήματά της πλήθος πληροφοριών για ό,τι έπιναν και έτρωγαν οι άνθρωποι μεταξύ του 400 και 380 π.Χ. στην Αθήνα. Δεν είναι τυχαίο επομένως που αυτή η ταβέρνα αναφέρεται σήμερα στις επιστημονικές μελέτες για τη ζωή των ανθρώπων εκείνη την εποχή.
Αρχαία χωματερή
Πήλινα αγγεία που σχετίζονται με το φαγητό, συγκεκριμένα χύτρες με δύο ή μία λαβές και εσχάρα για το ψήσιμο των ψαριών.
Πηγή όλων των πληροφοριών, ένα πηγάδι. Γεμάτο με εκατοντάδες αντικείμενα, τα οποία αφού είχαν χρησιμοποιηθεί, απορρίφθηκαν από τους χρήστες των καταστημάτων μέσα σε αυτό, γιατί στην εποχή τους είχε ξεραθεί, άρα λειτουργούσε ως χωματερή. «Πολλά από αυτά μπορεί να συνδεθούν με συγκεκριμένες οικιακές και εμπορικές δραστηριότητες και αν συνδυάσουμε τα στοιχεία που προκύπτουν μας προσφέρεται μια μοναδική δυνατότητα να παρατηρήσουμε τον μικρό έμπορο της κλασικής Αθήνας στον φυσικό του χώρο» γράφει ο ανασκαφέας στο αρχαιολογικό δελτίο της Αμερικανικής Σχολής «Ηesperia» (τεύχος 44) του 1975 με τίτλο«Κλασικά καταστήματα κάτω από τη Ρωμαϊκή Στοά».
Το συγκεκριμένο πηγάδι είχε βάθος 17,42 μέτρα και στον πάτο υπήρχε υγρός μαλακός πηλός, σαν αυτόν που βρίσκεται σε όλη την περιοχή. Κάποια στιγμή που τα τοιχώματά του κατέρρευσαν και σταμάτησε η άντληση νερού άρχισαν να ρίχνουν μέσα ό,τι τους ήταν άχρηστο: Κεραμεική, ψαροκόκαλα και οστά ζώων.
Ενα μεγάλο μέρος της κεραμεικής είναι προφανώς κατάλοιπα της λειτουργίας μιας κουζίνας που ήταν απαραίτητα για τη μαγειρική της κλασικής εποχής. Είναι η λοπάς ή κατσαρόλα με καπάκι, η εσχάρα όπου έψηναν κρέατα ή τα ψάρια, τα γουδιά για χρήση παρόμοια με τη δική μας, λεκάνες, χωνιά, κανάτες διαφόρων ειδών.Αλλα σκεύη του αθηναϊκού τραπεζιού βρέθηκαν επίσης σε πληθώρα: Πιάτα, μικρά μπολ, αλατιέρες και ασκοί. Όλα αυτά υποδεικνύουν μαγειρική σε μεγάλη κλίμακα, δηλαδή ένα μέρος του κτηρίου λειτουργούσε ως πλούσια ταβέρνα.
Δίπλα, ίσως μάλιστα σε συνεργασία με την ταβέρνα, υπήρχε ένα καπηλειό, το οποίο πετούσε στο πηγάδι τους άδειους και σπασμένους αμφορείς του. Και αν κρίνουμε από τους τύπους των αμφορέων ο ιδιοκτήτης είχε ένα καλό κελάρι που ειδικευόταν σε εισαγόμενα κρασιά από τη Μένδη, τη Χίο, την Κόρινθο, τη Σάμο, τη Λέσβο, όπως και τοπικό αττικό οίνο.
ΚΡΑΣΙ ΜΕ ΒΕΡΕΣΕ
Τμήμα της Αρχαίας Αγοράς εντός της οποίας λειτουργούσαν πολλά καπηλειά.Στο βάθος το Θησείο.
ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ αγαπούσαν πολύ το κρασί, απόδειξη ότι το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων του πηγαδιού αποτελείται από μελαμβαφείς κύλικες και οινοχόες, πράγμα που υποδηλώνει ότι τα αγγεία πετάχτηκαν στο πηγάδι από τη γειτονική ταβέρνα αλλά και τμήματα από 350 μεγάλους χονδροειδείς αμφορείς, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα για τη μεταφορά κρασιού.
Το κρασί στην ταβέρνα το αραίωναν σε ξεχωριστό δοχείο για κάθε πελάτη, που έπινε από ξεχωριστό κύπελλο. «Έχουμε έναν ταβερνιάρη στη γειτονιά μας και όποτε μου έρχεται η διάθεση για κανένα κρασάκι, πάω εκεί κι αυτός ξέρει αμέσως – μόνον αυτός- πώς το θέλω αραιωμένο» όπως λέει ο Βελψίδημος στον Πλούτο. Οι δεσμοί άλλωστε ανάμεσα στους ταβερνιάρηδες και τους τακτικούς πελάτες φαίνονταν και από την πρακτική του βερεσέ, άλλωστε στην Αθήνα ο δανεισμός ήταν διαδεδομένη συνήθεια.
ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΨΑΡΟΤΑΒΕΡΝΑ
ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ της γευστικής ποικιλίας μιας σύγχρονης ελληνικής ψαροταβέρνας δείχνει η μεγάλη ποσότητα από ψαροκόκαλα και οστρακοειδή (στρείδια, μύδια, αχιβάδες) καθώς και πτερύγια από μεγάλα ψάρια (στην αρχαία Ελλάδα έτρωγαν και μικρά σκυλόψαρα) που βρέθηκαν μέσα στο πηγάδι της ταβέρνας.
Αποδείξεις για άλλες εμπορικές δραστηριότητες δίνουν και τα σκελετικά υπολείμματα από ποικιλία ζώων που βρέθηκαν στο ανώτερο στρώμα του πηγαδιού: Οστά από αγελάδες, χοίρους, πρόβατα και κατσίκες που δείχνουν σημάδια σφαγής αλλά και οστά ποδιών από βοοειδή και ημιόνους ή μικρά άλογα. 
[Μαρία Θέρμου, Βήμα]

Οκτώβριος στην Παλιά Αθήνα

$
0
0




Μια διαφορετική εικόνα μετά τις ζέστες του καλοκαιριού 
 «Χειμωνιάζει και η Αθήνα μας –η κοσμική Αθήνα μας- ξαναγυρίζει και πάλι στις παληές της συνήθειες... Πάνε τελείωσαν τα ψέμματα. Ο κρυφτούλης πού έπαιζε ο ήλιος με τη βροχή τελειώνει κι'αυτός. Μα μαζί με την αλλαγή του καιρού μας ήρθαν και η αλλαγές της ζωής μας... Ο αττικός ουρανός κρύφτηκε κάτω απ'το μουντό, σκυθρωπό, κλαψιάρικο μούτρο του γέρο παράξενου χειμώνα. Τα κέντρα του Φαλήρου ερήμωσαν, η εξοχές ξαναβρήκαν την απόλυτη ησυχία τους, η κορφοβουνές, που όλο το καλοκαίρι πρόσφεραν δροσιά σ'αυτούς, που φεύγοντας απ'το καμίνι της αθηναϊκής ασφάλτου γύρευαν την φιλοξενία τους, μένουν τώρα βουβές και ήσυχες. Οι Αθηναίοι ξαναγυρίζουν. Οι δρόμοι ξαναγέμισαν από ηλιοκαμμένα πρόσωπα, από σοκολατένιους ανθρώπους. Ξανάδαμε τους παληούς μας γνώριμους, τους ευχηθήκαμε το ¨καλώς ώρισες», ακούσαμε τις διηγήσεις τους –αληθινές και φανταστικές- μακαρίσαμε την θέσι τους. Μα μαζί μ'αυτούς ξαναβρήκαμε της παληές μας συνήθειες, είδαμε να ανοίγουν τα κέντρα μας. Ο ουρανός πνιγμένος στα σύννεφα αφήνει που και που να σταλάζουν απ'τα μάτια του λίγες χοντρές σταγόνες δάκρυνης βροχής και τα περισσότερα δένδρα έχασαν την φυλλωσιά τους. Τη νύχτα οι δρόμοι είναι έρημοι και τα φανάρια λες πως κι'αυτά ακόμα ρίχνουν ένα ανήμπορο φως. Τα καλοκαιριάτικα κέντρα κλείνουν ένα-ένα... τα πρώτα φιλάκια αντηλλάχθηκαν μέσα στο ευεργετικό σκοτάδι. Οι πρώτοι όρκοι προσφέρθησαν μουρμουριστά. Άνοιξαν τα αριστοκρατικά καμπαρέ, πλάι-πλάι με τα καφέ-αμάν. Στα πρώτα, ανάμεσα από μυριόχρωμα γλομπάκια ηλεκτρικού και μεταξωτές κουρτίνες, ανάμεσα από τους νέγρους της τζαζ, της ξένες χορεύτριες, το γάλλο diseur, τα φρακοφορεμένα γκαρσόνια, τη φωτισμένη χορευτική πίστα, την σαμπάνια και τα λουλούδια, γλεντούν παίζοντας με χιλιάρικα οι «select» της τύχης και του πλούτου. Στα δεύτερα, α! εκεί δεν χρειάζεται και τόση πολυτέλεια. Γι'αυτούς φτάνουν 
κ'η χασεδένιες κουρτίνες, φθάνουν η ξεστήθωτες γυναίκες με της βραχνιασμένες απ'το ξενύχτι φωνές και της φτηνές τουαλέττες. Δεν χρειάζεται σαμπάνια ούτε λικέρ! Φτάνει η μπύρα, το ούζο, η ρετσίνα και λίγα ζεστά μεζεδάκια αντικαθιστούν περίφημα τα σάντουιτς με το χαβιάρι. Δεν χρειάζεται τόση ετικέττα με τους πρώτους, ούτε αριστοτεχνικός χορός! Φτάνει νάχης κέφι και δυό τρία κατοστάρικα στην τσέπη για να πληρώσης τα σπασμένα-γιατί ας μη ξεχνάμε πως Ρωμηός στο κέφι χωρίς σπασίματα δεν είναι Ρωμηός! Ο Ρωμηός είναι πρότυπο και την πρωτοτυπία του αυτή επιμένει να την κρατήση και στο γλέντι του. Κι'όμως δεν είμαστε στο Βερολίνο αλλά στη Σταδίου!!! Θυμάμαι κάποτε σ'ένα αριστοκρατικό μπαρ στο Βερολίνο, ένα μπαρ που κάθε βράδυ γέμιζε από ανθρώπους όλων των εθνοτήτων, ο διευθυντής του τάχε κυριολεκτικά χαμένα με τους Ρωμηούς πελάτες του. Δεν μπορούσε να τους υποφέρη απ'την φασαρία, τις φωνές τους και τα ποτήρια που έσπαγαν, αλλά δεν μπορούσε και πάλι να τους απαγορεύση την είσοδο, πρώτα-πρώτα γιατί οι Ρωμηοί πλήρωναν πάντα καλά και δεύτερο γιατί οι ξένοι ήταν ενθουσιασμένοι όταν τους έβλεπαν. Και πραγματικά ο ενθουσιασμός των βορείων παγωμένων αυτών ανθρώπων ήταν απόλυτα δικαιολογημένος. Γι'αυτούς οι Ρωμηοί ήταν οι «υπεράνθρωποι» και το »ρωμαίικο γλέντι» ήταν πιο ενδιαφέρον θέαμα από οποιοδήποτε άλλο! Μα δεν είναι μόνο αυτά! Έχουμε και τους «σνόμπ». Αυτοί δα είναι που είναι βάσανο γιατί βάλθηκαν με τα καλά τους ό,τι απομένει ακόμα παληό στην μοντερνίζουσα Αθήνα μας: την υπόγεια ταβέρνα. Εκεί που ανάμεσα απ'τα μεγάλα βαρέλια που κάτω απ'το ανήμπορο φως μιας λάμπας λαδιού μοιάζουν σαν ξωτικές μεγάλες σκιές, ανάμεσα απ'το τζάκι του μάγερα και το σαν νανούρισμα τσιτσίρισμα του λαδιού, ανάμεσα απ'τους ξυλένιους πάγκους και τα μαυρόστενα τραπέζια, θα μαζευτούν το βράδυ, κατά το σούρουπο, οι πιστοί της ολόξανθης ρετσίνας για να ξομολογηθούν τα βάσανά τους. Στην ταβέρνα αυτή που σ'άλλους καιρούς βρίσκονταν ανακατεμένοι άνθρωποι μ'ένα κοινό γνώρισμα: τη μποέμικη ψυχή τους. Όλοι εκεί ήσαν ίσοι. Κι'ο πλούσιος αστός κι'ο φτωχός εργάτης. 
Εκεί που θάρχιζε και θα τελείωνε κάθε γλέντι... 




Στη ταβέρνα του Σιλιβάνη στο Κουκάκι η αριστοκρατία διασκεδάζει.  



 Μα να σήμερα που ο αριστοκρατισμός, ο σνομπισμός θέλησε να χαλάση κι'αυτό το ήσυχο μέρος. Πλούσια αυτοκίνητα σταματούν μπροστά σε κάθε βρώμικη πόρτα ταβέρνας για να κατεβούν από μέσα κυρίες κομψά ντυμένες και κύριοι με μονόκλ. Πάνε χωρίς να ξέρουνε κι'αυτοί γιατί πάνε. Πάνε από αριστοκρατισμό, πάνε για να περάση η ώρα τους, για ν'απολαύσουν ένα θέαμα βλέποντας τον άλλο κόσμο... τον κοσμάκη... Ναι, όλες αυτές της συνήθειες θα μας της ξαναφέρη ο χειμώνας...
 Θα πληρώσουμε σε λίγο τα εισιτήρια των ευεργετικών χορών για τον τάδε η δείνα φιλανθρωπικό σκοπό. Θα δεχτούμε προσκλήσεις ανεπιθύμητες, θα προσκαλέσουμε και εμείς ανόρεξα ανθρώπους που δεν μας κάνουν χάζι, αλλά που η κοινωνική εθιμοτυπία και το savoir vivre μας υπαγορεύει να κάνουμε. Τα τσάγια άρχισαν ήδη στα σπίτια, τα πρώτα χρήματα χάθηκαν στα πράσινα τραπεζάκια της τράπουλας των φιλικών σπιτιών. Η πρώτες παρέες γίνηκαν, τα πρώτα ραντεβού δόθηκαν, τα μαθήματα αρχίνησαν στα χοροδιδασκαλεία. Χειμώνιασε»
 (Εβδομάς 1928) 
 www.lifo.gr

Η Μονή των Καπουτσίνων- βόλτα στην παλιά Αθήνα

$
0
0

Συνεχίζοντας τη βόλτα μας στην παλιά Αθήνα, θα ασχοληθούμε σήμερα με το Μοναστήρι των Καπουτσίνων, που ιδρύθηκε το 1658 από Γάλλους Καπουτσίνους μοναχούς. Χαρακτηριστικό τους ήταν το καφέ ράσο, τα γένια και η κουκούλα ( το cappuccio), από το οποίο πήραν το όνομά τους. Το 1669 αγόρασαν ένα σπίτι, στην αυλή του οποίου βρισκόταν το Μνημείο του Λυσικράτους, και το μετέτρεψαν σε μοναστήρι.

Οι Καπουτσίνοι είχαν ιδιαίτερη θέση στην αθηναϊκή κοινωνία της εποχής. Έχοντας σαν έργο τους την περίθαλψη των αρρώστων, σύντομα έγιναν αγαπητοί. Ιδιαίτερα ο ηγούμενος Σίμων ήταν πολύ δημοφιλής για τις ιατρικές του γνώσεις σε σημείο να του αποδοθεί η τιμή κατά τις επισκέψεις του σε σπίτια χριστιανών να παρίστανται και οι γυναίκες. Οι μοναχοί ασχολούνταν με τοπογραφικές και αρχαιολογικές μελέτες και ήταν οι πρώτοι που εκπόνησαν χάρτη της αρχαίας Αθήνας. Επίσης, ανέπτυξαν εκπαιδευτική δραστηριότητα, αφού το Μοναστήρι ήταν το κατ’ εξοχήν σχολείο για τα παιδιά των καθολικών της πόλης.

Στο Μοναστήρι λειτουργούσε και ξενώνας, όπου φιλοξενήθηκαν πολλοί Ευρωπαίοι περιηγητές ( ο πρόξενος της Γαλλίας Φωβέλ, ο Ιταλός ζωγράφος Τζιοβάννι Μπατίστα Λουζιέρι, ο Σατωμπριάν, ο λόρδος Βύρων κ.α.)

Ο Βύρων έγραψε σε κάποια επιστολή: « Μένω στο μοναστήρι των Καπουτσινων. Έχω μπροστά μου τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου τον ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά την πόλη, ε, κύριε, αυτό θα πει τοπίο, αυτό θα πει γραφικότητα! Δεν υπάρχει, κύριε, τίποτε παρόμοιο στη Λόντρα, όχι, ούτε καν η κατοικία του λόρδου Δημάρχου!»

Στους κήπους του μοναστηριού πραγματοποιήθηκε η πρώτη καλλιέργεια ντομάτας σε γλάστρες το 1818 με σπόρους φερμένους από το εξωτερικό και το γνώρισαν στους Αθηναίους που πρώτα το έβαλαν σαν καλλωπιστικό σε γλάστρα, προχώρησαν στη χρήση σε γλυκά και τέλος στο φαγητό.

Ο Δημήτρης Καμπούρογλου στο έργο του Αττικοί έρωτες, αναφέρει:


«Το Μοναστήρι είχε μορφή οχυρού πύργου με σειρά ψηλών και μικρών παραθύρων στην πλευρά που κορυφώνεται με τον ωραίον σκεπαστόν εξώστην, τη λότζα, ρυθμού μοναστικού.

...το τείχωμα της εισόδου είναι ψηλό, όπως και όλος ο αυλότοιχος και πέφτει επάνω στο Μνημείο του Λυσικράτους, που το συμπληρώνει, ένώ η άλλη πλευρά ακουμπά στο καθαυτό οικοδόμημα.


...το Μοναστήρι μέσα έχει μια θύρα που συγκοινωνεί με το Ηγουμενείο και αυτό πάλι με το άνοιγμα του Φαναριού, που το εσωτερικό του χρησιμεύει για βιβλιοθήκη και δωμάτιο μελέτης. Το άνοιγμα του Φαναριού χωρίζεται από το δωμάτιο μ’ ένα πράσινο παραβάν».

Κατά την εκστρατεία του Κιουταχή το μοναστήρι κάηκε ολοσχερώς. Το 1845, Γάλλοι αρχαιολόγοι απομάκρυναν τα ερείπια και εντόπισαν τα στοιχεία του Μνημείου του Λυσικράτους.

Η περιοχή γύρω από το Μνημείο ονομαζόταν συνοικία Καντύλη, από την Παναγία του Καντύλη ( ανήκε στην οικογένεια Κανδύλη) που υπήρχε εκεί. Η εκκλησία καταστράφηκε στην επανάσταση και κατεδαφίστηκε το 1848.

Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>