Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Εν Αθήναις....οι παλιές γειτονιές των μπουρδέλων

$
0
0


Κάποιες δεκαετίες πίσω οίκοι ανοχής υπήρχαν και στα στενά γύρω από την Πλατεία Αγάμων δηλαδή Αμερικής....της Κολιάτσου....
Ημιϋπόγεια σε πολυκατοικίες με δική τους είσοδο από το πεζοδρόμιο.
Όποιος ιδιοκτήτης το νοίκιαζε γι αυτό τον σκοπό στη συνέχεια δεν μπορούσε
 να το νοικιάσει για κατοικία....έπρεπε να αποχαρακτηριστεί...
να περάσουν χρόνια.
Δίπλα όμως σε αυτά  κατοικούσαν και οικογένειες....
Πολλά τα μπερδέματα και αγανακτούσαν οι άνθρωποι....
Μπέρδευε ο πελάτης το υπόγειο και χτύπαγε το διπλανό κουδούνι....
άνοιγε ο φουκαράς που έμενε εκεί και άκουγε.....
"Είναι μέσα η κοπέλα;".....
"Πόσο πάει;"...
"Έχει μεγάλη σειρά;"
Και συνεχιζότανε πολλές φορές το ίδιο βιολί.
Έβαζαν στην πόρτα ένα χαρτί που έγραφε  
 "ΠΡΟΣΟΧΗ  ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΕΔΩ"..
"ΟΙΚΙΑ του τάδε..."
Και πάλι δεν λυνότανε το πρόβλημα οπότε αναγκαζόντουσαν να αλλάξουν γειτονιά.
Έτσι με τα χρόνια από τις γνωστές και ως γειτονιές των μπουρδέλων πολλοί ξεσπιτώθηκαν...βλέπε Κολωνού...Ακομινάτου....Φυλής....Πλατεία Βικτωρίας.
Σήμερα τα παραπάνω φαίνονται αστεία μπροστά στα όσα συμβαίνουν στο Κέντρο
της Αθήνας.


πίσω στα παλιά



Κάτι πρέπει να κάνει ο Εισαγγελέας!

$
0
0


Στην πρώτη σελίδα του Πρώτου Θέματος φωτογραφία του νεκρού Πέτρου Φύσσα
στην αγκαλιά της κοπέλας του που σπαράζει!
Ο ανθρώπινος πόνος στον βωμό της αποκλειστικότητας 
δηλαδή της πρωτιάς ...του κέρδους από αδίστακτους δημοσιογράφους...εκδότες!
Κανένας σεβασμός στους γονείς!
Ντροπή και αίσχος Θέμο Αναστασιάδη!


πίσω στα παλιά

Αττίκ, ο τροβαδούρος της Αθήνας

$
0
0



Γνωστές και άγνωστες πτυχές της ζωής ενός γίγαντα με τρυφερή καρδιά.

   Ο μεγάλος Αττίκ, κατά κόσμον Κλέων Τριανταφύλλου, γόνος εύπορης και καλλιεργημένης αστικής οικογένειας, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, (19-3-1885) και πέθανε στην Αθήνα, (29-8-1944).
Μαζί με τον αδελφό του Κίμωνα, μεγάλωσαν σε πνευματικά προχωρημένη και καλλιτεχνικά εξελιγμένη οικογένεια, 
(η μητέρα του Εριθέλγη υπήρξε εξαίρετη πιανίστα), σπούδασαν νομικά στην Αθήνα και μουσική στο Παρίσι, όπου ο Κλέων σταδιοδρόμησε ως μουσικός, από το 1907 μέχρι το 1913 με λαμπρή επιτυχία, οπότε  επέστρεψε στην Ελλάδα, γράφοντας σ’ αυτό το διάστημα περίπου 300 τραγούδια, συνδυάζοντας τη γαλλική φινέτσα με το ελληνικό πάθος, τη φλόγα και την ευφυΐα. Με το ίδιο πάντοτε μελαγχολικό στυλ, το ύφος, το ήθος, την ευγένεια, την ποιότητα, την τρυφερότητα, το φιλοσοφικό βάθος και το υποκρυπτόμενο αχνό χιούμορ που χαρακτήριζε όλη την καλλιτεχνική του δημιουργία. Οι ειδικοί ομιλούν για αμέτρητες, συνολικά πάνω από 1300 συνθέσεις!

   Ο Αττίκ έζησε, στα μέτρα πάντα της εποχής, μιά πολυτάραχη ζωή. Λάτρης φανατικός του ποδόγυρου, υπήρξε συνεχώς ερωτευμένος. Το τρυφερό «Άδικα πήγαν τα νιάτα μου», δείχνει όλη την διαφορά που δημιουργεί ο σκληρός και πανδαμάτωρ χρόνος μεταξύ της αιώνιας και άφθαρτης δύναμης της ψυχής και της αναπόφευκτης ανημποριάς του σώματος. 
 Ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, παρά κάποια αντιθέτως λεγόμενα, υπήρξε η πρώτη του γυναίκα, η Γαλλοπολωνέζα Μαρί-Ελέν, με την οποία γέννησαν το μοναδικό παιδί της ζωής του, ένα αγοράκι που έχασαν μικρό και το οποίο συνόδεψε στον τάφο και η μητέρα του Μαρί-Ελέν, 6 μήνες μετά.  Απόλυτα λογική η εκδοχή, αφού πρόκειται γιά έρωτα που δεν πρόλαβε να φθαρεί στην ρουτίνα της καθημερινότητος και σημαδεύτηκε και από την τραγική απώλεια της μεγαλύτερης «λαχτάρας» που διακατείχε όλη του τη ζωή, ένα παιδί!
Γυρίζοντας στην Ελλάδα ίδρυσε μιά ιδιότυπη καλλιτεχνική σκηνή, την «Μάντρα», (ο όρος δεν χαρακτήριζε τόπο, αλλά θίασο), η οποία «γέννησε» καλλιτεχνικά πλήθος γνωστών ηθοποιών και τραγουδιστών. Η «Μάντρα» τους χειμώνες στεγαζόταν σε διάφορα στέκια, πρώτα στην οδό Μηθύμνης, στην Πλατεία Αμερικής, (τότε Αγάμων}, μετά σε μιά ταβέρνα επί της οδού Αχαρνών και Ηπείρου και στο τέλος στον γνωστό κινηματογράφο «Δελφοί», επί της Αχαρνών. Το πρόγραμμα που παρουσίαζε η «Μάντρα» ήταν μιά επιθεώρηση της εποχής, ένα είδος βαριετέ, με πολύ τραγούδι, παρλάτες και λεπτή πολιτική σάτυρα. Βενιζελικός ο ίδιος μέχρι κόκαλο, είχε καταφέρει με την διακριτικότητα και την λεπτότητά του να είναι ιδιαίτατα αγαπητός και στους φιλοβασιλικούς κύκλους, αν και κάποτε, με το διωγμό του βασιλιά, ο Αττίκ έκανε κάποιους υπαινιγμούς που ανέβασαν στη σκηνή μερικούς φιλοβασιλικούς τραμπούκους και τον έκαναν… τόπι με τις μαγκούρες!
Χαρακτηριστικό δείγμα φίνου χιούμορ το εξής. Κάποτε, σε διάλογο με την πλατεία, κάτι που πολύ συνήθιζε ο Αττίκ, είπε: 
   - Οι μισοί από τους θεατές είναι…. ανόητοι! Φυσικά η αναγγελία έκανε αίσθηση, δεδομένης και της απόλυτης ευγένειας του ανθρώπου, και αμέσως άρχισαν οι αποδοκιμασίες και η απαίτηση ν’ ανακαλέσει.
   - Εντάξει, είπε ο Αττίκ, ανακαλώ. Οι μισοί ακροατές ΔΕΝ είναι ανόητοι! Και η πλατεία ξέσπασε στα γέλια και το χειροκρότημα!
   Επίσης, άλλο χαρακτηριστικό του χιουμοριστικού του πνεύματος, ψηλά στη μετώπη της σκηνής υπήρχε πάντα η ταμπέλα, με κεφαλαία: «ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΑ ΖΩΑ, ΤΟΝ ΑΤΤΙΚ ΚΑΙ… ΑΛΛΗΛΟΥΣ»!
   Τα καλοκαίρια η «Μάντρα» όργωνε την επαρχία, διαχέοντας ψυχαγωγία με  ποιότητα σε όλη τη χώρα.
  Κάποια μέρα, εντελώς τυχαία, συνάντησε στον δρόμο τον επόμενο μεγάλο, αλλά άδοξου τέλους, έρωτα της ζωής του. Την εκπάγλου καλλονής γαλανομάτα Μαρίκα Φιλιππίδου,
 η οποία απετέλεσε και την δεύτερη γυναίκα του, σε μια βραχύβια ένωση που φυλλορρόησε μέσα σε συνεχείς καυγάδες και κόντρες. Αφήνοντας όμως ένα γλυκόπικρο ίζημα στην ευαίσθητη ψυχή του μεγάλου καλλιτέχνη. 
Γι’ αυτήν έγραψε το τρυφερό «Είδα μάτια», ελληνικοί στίχοι ενός γαλλικού τραγουδιού, («Sur le bords du Gange»- Στις όχθες του Γάγγη), που απετέλεσε και αιώνιο σήμα κατατεθέν του έρωτά του γιά την Μαρίκα.
 Έτσι μια μέρα, όταν η Μαρίκα Φιλιππίδη, συνοδευόμενη από τον νέο έρωτα της ζωής της, τον Σταμάτη Μερκούρη, (ευσταλή αξιωματικό και πατέρα της Μελίνας Μερκούρη), μπήκε στη «Μάντρα» γιά να παρακολουθήσει την παράσταση, το ανηλεές και ανοικτίρμον κοινό, γιά να πικάρει και «τσιγκλίσει» τον Αττίκ, άρχισε να φωνάζει, εν χορώ: «Είδα μάτια», «Είδα μάτια»! Ζητώντας του  να τραγουδήσει το τραγούδι που όλοι γνώριζαν πως ήταν γραμμένο γιά την Μαρίκα!
Ο Αττίκ έκανε πως δεν άκουγε και δεν καταλάβαινε και «πήγε» την παράσταση, κανονικά, μέχρι το διάλλειμα. Και σ’ ένα τέταρτο, ξαναβγαίνοντας στη σκηνή  γιά την επόμενη πράξη και κρατώντας ένα χαρτί στο χέρι, ρώτησε, τάχα αφελώς, το κοινό.

- Κάτι, νομίζω, μου ζητήσατε πριν. Τί θέλετε να σας πω;

- «Είδα μάτια», «Είδα μάτια»!

   Και ο παμμέγιστος τροβαδούρος, πιστός στην αρχή που θέλει τον καλλιτέχνη να διασκεδάζει το κοινό του, πονώντας ο ίδιος, αλλά κατά βάθος επαναστάτης με ευαίσθητη ψυχή, άρχισε να τραγουδά το, επίσης περίφημο, «Ζητάτε να σας πω», σκορπίζοντας ρίγη συγκίνησης κι αναφιλητά στην πλατεία. Και βέβαια ατέλειωτα χειροκροτήματα στο τέλος, όπου όρθιοι όλοι, έκαναν την αποχώρηση της Μαρίκας να περάσει απαρατήρητη!

Τρίτη, και τελευταία σύντροφος της ζωής του Αττίκ, κάποια Ρωσίδα, ονόματι Σούρα, γιά την οποία δεν μπόρεσα να συλλέξω πολλά στοιχεία. Με μεγάλη επιρροή κι επεμβάσεις στη ζωή του Αττίκ. Ξέρω μόνο τα εξής δύο.
Κάποτε προπολεμικά ο Αττίκ, μανιώδης κυνηγός, γυρνώντας από κυνήγι, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, (μάλλον Σαμοθράκη), αντί για μπεκάτσες κουβάλησε σπίτι του  ένα κατάξανθο… κοριτσάκι, την εννιάχρονη Κοστέλλα! Η Σούρα τρελάθηκε!

   - Τι είναι αυτό; Λαγός;

   - Όχι, κορίτσι. Θα την υιοθετήσω!

   Έγινε χαμός και η μικρή μεγάλωσε, μεν, κοντά στον Αττίκ, αλλά το πείσμα και η αντίδραση  της Σούρα δεν επέτρεψε την πλήρη υιοθεσία της.
 Το δεύτερο περιστατικό έχει σχέση μ’ έναν αμφιλεγόμενο τελευταίο, γεροντικό έρωτα του καλλιτέχνη. Ονομάζεται Λουίζα Ποζέλλι και ήταν  ένα ταλαντούχο διαβολάκι ιταλικής καταγωγής, (με την κήρυξη του πολέμου, λόγω προέλευσης, απελάθηκε στην Ιταλία, μαζί με τον γνωστό μπουφονικό κωμικό, τον Φραγκίσκο Μανέλλη!). Η μικρή απετέλεσε την τελευταία ανακάλυψη του Αττίκ, (η φιλότεχνος ελληνική κοινωνία μιλούσε γιά παιδί-θαύμα και μιά ελληνική κόπια της Σίρλευ Τέμπλ). Επίσης αρκετοί είπαν πως επρόκειτο γιά αναβίωση του μύθου του δημιουργού Πυγμαλίωνα και του «δημιουργήματος» Γαλάτειας!  Η Σούρα φρύαξε από ζήλεια και ανακουφίστηκε μόνο όταν η μικρή, δελεασμένη από την προσφορά του Αλ. Σακελλάριου, εγκατέλειψε τον Αττίκ γιά χάρη του. Η ευαίσθητη ψυχή του Αττίκ, πικραμένη και θυμωμένη, τον έκανε να γράψει το προφητικό κι… εκδικητικό «Παπαρούνα». Γιά την ιστορία αναφέρεται πως… η «Παπαρούνα»- Λουίζα, επέστρεψε!

 Το τέλος του Αττίκ, τραγικό αλλά απόλυτα συμβατό με την λεπτή κι ευαίσθητη ψυχή του, είχε αίτια κι αφορμή.

   Στα αίτια η απέραντη θλίψη που συσσώρευαν τα μεγάλα, δυσάρεστα και δυστυχή γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του, όπως ο θάνατος, (του παιδιού του, της πρώτης του γυναίκας και της μητέρας του, το 1940), η εγκατάλειψη, (της Μαρίκας Φιλιππίδου), η αποτυχία στην υιοθεσία της Κοστέλλας και η κατοχή της πατρίδας του από τις δυνάμεις του Άξονα. Μιά θλίψη που γέννησε και γιγάντωσε μελαγχολία, στα όρια της κατάθλιψης, και τον έκανε να λειτουργεί συνεχώς κάτω από την γνωστή προτροπή, που σηματοδοτεί τη μοίρα του καλλιτέχνη: Γέλα, παλιάτσο!

   Η αφορμή, το γεγονός που έκανε το ποτήρι της πίκρας να ξεχειλίσει και  τους ορίζοντες της ζωής του να κλείσουν ερμητικά, ήταν ένα ταπεινωτικό και άδικο ξυλοφόρτωμα που δέχτηκε από έναν βλοσυρό Γερμανό αξιωματικό, όταν προχωρώντας στον δρόμο ο Αττίκ με ποδήλατο, κατά λάθος τον ακούμπησε! Εξομολογήθηκε το γεγονός, κλαίγοντας, στο φίλο του Χρήστο Χαιρόπουλο και κάτω από το ασήκωτο βάρος της, γι’ αυτόν, αξεπέραστης προσβολής, άδειασε στο βραδινό του χαμομήλι ένα μπουκάλι Veronal και πέταξε γιά τον κόσμο των ονείρων του. Πήγε να συναντήσει την Μαρί-Ελέν και το παιδί τους!


 ΥΓ. Καλό, φρόνιμο, χρήσιμο και, πάνω απ’ όλα, διδακτικό, θα ήταν οι σύγχρονοι νέοι ν’ αναζητήσουν κι εμβαπτιστούν στα υπέροχα νάματα των μελωδιών του κορυφαίου Έλληνα δημιουργού. Η ψυχή τους θα γαληνέψει, ο εσωτερικός τους κόσμος θα αναβαθμιστεί και τότε, ίσως, η ζωή μας γίνει καλύτερη.    

Πιαφ - Χορν, κεραυνοβόλος έρωτας

$
0
0



Η Εντιθ Πιαφ μπορεί να τραγουδούσε ότι δεν μετάνιωνε για τίποτα, όμως
 απ’ ό, τι φαίνεται υπήρχε τουλάχιστον ένας λόγος για τον οποίο ερμήνευε με τόσο πάθος τα τραγούδια της... Ενα γράμμα, λοιπόν, που πρόκειται να δημοπρατηθεί στον οίκο Πέτρος Βέργος στις 17 του μηνός και φέρει την υπογραφή της δείχνει ότι η Γαλλίδα ερμηνεύτρια ήταν διατεθειμένη να τα παρατήσει όλα για να βρίσκεται κοντά στον Δημήτρη Χορν. Στο θέμα έδωσε μεγάλη δημοσιότητα και ο βρετανικός Τύπος.
«Non, je ne regrette rien»... Πρόκειται για ένα τετρασέλιδο γράμμα με παραλήπτη τον Δημήτρη Χορν, μία επιστολή στην οποία τον καλεί απεγνωσμένα να πάει να τη βρει στο Παρίσι, τη Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο, διαφορετικά
«θα έρθω εγώ κοντά σου τον Νοέμβριο, και κανείς στον κόσμο δεν θα με εμποδίσει να έρθω στην Αθήνα». Στο χειρόγραφο σημείωμα της, λοιπόν, η Εντιθ Πιαφ, που ήταν τότε 31 και ήδη στο απόγειο της καριέρας της, εκφράζει την αγάπη της «για τον Τάκη μου». «Σε αγαπώ, όπως δεν έχω αγαπήσει κανέναν, Τάκη, μην ραγίσεις την καρδιά μου», έγραφε ύστερα από την συνάντηση που είχαν στην Αθήνα.
«Θα ήθελα να ζω πολύ κοντά σου, νομίζω ότι θα μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο και πιστεύω επίσης ότι σε καταλαβαίνω πολύ καλά. Ξέρω ότι μπορώ να τα παρατήσω όλα για σένα». Στο τηλεγράφημα που έστειλε δύο μήνες μετά, 
η Εντιθ Πιαφ εκφράζει και πάλι τον έρωτα της, ζητώντας του να της στείλει γράμμα στο όνομα Μαντάμ Μπιγκάρ στον αριθμό 26 της οδού Berry.

Ο Δημήτρης Χορν λέγεται ότι είχε συναντήσει την Πιαφ μετά την sold-out εμφάνισή της στο θέατρο Κοτοπούλη, στην Αθήνα. Ηταν μόλις 25. Τα αισθήματά της για τον Δημήτρη Χορν φαίνεται πως έμειναν χωρίς ανταπόκριση. Ο Πέτρος Βέργος δήλωσε στην εφημερίδα «Γκάρντιαν»: «Δεν θα μάθουμε ποτέ πώς ένιωθε ο Χορν για την Πιαφ, αλλά με το τυφλό τους πάθος αυτά τα χειρόγραφα αποδεικνύουν ότι ήταν κεραυνοβόλος έρωτας για την Πιαφ». Στη δημοπρασία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων επιστολές του Αλή Πασά, του Ναπολέοντα, του Κολοκοτρώνη, του Καποδίστρια, ακόμη και της Τζάκι Ωνάση...

OΙ ΜΙΣΘΟΙ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2013

$
0
0


1του Θεόδωρου Καλμούκου 

Ενας πρωτοδιοριζόμενος ιερέας σε κοινότητα της Αρχιεπισκοπής Αμερικής οφείλει να λαμβάνει από 49.128 μέχρι 66.528 δολάρια. Ολα τα υπόλοιπα πληρώνονται από την κοινότητα, όπως ασφάλειες, οικία, αυτοκίνητο, συνταξιοδοτικό, σεμινάρια και συνέδρια.

Από 35 χρόνια υπηρεσίας και πάνω ο μισθός κυμαίνεται από τις 113.856 μέχρι 120.144 δολάρια, σύμφωνα με μισθολογική κλίμακα της Αρχιεπισκοπής των ιερέων για το έτος 2013. Η μισθοδοσία των ιερέων είναι ένα από τα πιο βασικά θέματα που αντιμετωπίζουν πολύ συχνά οι κοινότητες.
Στη μισθολογική κλίμακα για το έτος 2013 διαλαμβάνονται τα εξής: Από 0 μέχρι 5 χρόνια υπηρεσίας, ο μισθός του ιερέα ορίζεται από 49.128 μέχρι 66.528 ετησίως. Από 6 μέχρι 10 χρόνια υπηρεσίας 68.528 μέχρι 74.136. Από 11 μέχρι 15 από 74.136 μέχρι 84.960. Από 16 μέχρι 20 χρόνια από 84.960 μέχρι 94.440. Από 21 μέχρι 25 χρόνια από 94.440 μέχρι 101.136. Από 26 μέχρι 30 χρόνια 101.136 μέχρι 107.616. Από 31 μέχρι 35 χρόνια 107.616 μέχρι 113.856 και από 35 χρόνια και πάνω από 113.856 μέχρι 120.144.

Στα έγγραφα που έχουν περιέλθει στη διάθεση του «Ε.Κ.» αναγράφεται ότι η μισθολογική κλίμακα του 2013 δεν έχει μεταβληθεί από εκείνη του 2012 κι αυτό οφείλεται στις «συνεχιζόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τόσοι πολλοί πιστοί και κοινότητες». Πληροφορίες αναφέρουν ότι σε πολλές κοινότητες έχουν μειωθεί τα έσοδα κατακόρυφα.

Ωστόσο, η μισθολογική κλίμακα υπαγορεύει να δίνεται στον ιερέα ετήσια αύξηση την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους ανάλογα με την άνοδο του κόστους ζωής και πως το κοινοτικό συμβούλιο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του το σχετικό κόστος ζωής στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Ακόμα, ορίζει πως σε περίπτωση που η κοινότητα παρέχει δική της οικία προς χρήση από τον ιερέα, τότε γίνεται μία «λογική αναπροσαρμογή» του μισθού, βασισμένη στα ισχύοντα στην αγορά οικιών της συγκεκριμένης περιοχής. Πάνω και πέρα από το μισθό και την ετήσια αύξηση, η μισθολογική κλίμακα αναφέρει και τα εξής:

1) Η Κοινότητα πρέπει να παρέχει στον ιερέα αυτοκίνητο (το οποίο θα αγοράζει ή θα ενοικιάζει) με όλα τα συνεπαγόμενα έξοδα συντήρησης και κίνησης του αυτοκινήτου.

2) Καταβολή των προβλεπόμενων ποσών-φόρων για το Social Security και το Medicare, γνωστά ευρύτερα ως «FICA/SECA», τα οποία σήμερα αντιστοιχούν στο 15,3% του μισθού.

3) Την καταβολή της μηνιαίας δόσης για την ασφάλεια υγείας στο σύστημα, γνωστό ως Ορθόδοξο Σχέδιο Υγείας, που έχει υιοθετήσει η Αρχιεπισκοπή είτε ατομικό, είτε οικογενειακό. Ολοι οι κληρικοί της Αρχιεπισκοπής υποχρεούνται να συμμετέχουν στο Ορθόδοξο Ασφαλιστικό Σχέδιο Υγείας το οποίο είναι ευρύτερα γνωστό ως OHP.

4) Να δίνεται στους ιερείς ελάχιστος χρόνος πληρωμένων διακοπών δύο εβδομάδων και με ανώτερο όριο μέχρι πέντε εβδομάδες ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας στην Αρχιεπισκοπή.

5) Η κοινότητα οφείλει να καταβάλλει τα έξοδα στον ιερέα για τα εξής: α) Για τη συμμετοχή του σε Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις της Μητρόπολης και στις εκδηλώσεις Πνευματικής Περισυλλογής. β) Στις ανά διετία συνερχόμενες Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις της Αρχιεπισκοπής. γ) Σε Προγράμματα Συνεχούς Επιμόρφωσης του Κλήρου, και δ) στις Συνάξεις Πνευματικής Περισυλλογής του Κλήρου της Αρχιεπισκοπής.

6) Κάθε έξι χρόνια η Κοινότητα υποχρεούται να δίνει τρεις μήνες πληρωμένη άδεια γνωστή ως Σαββατιαίον ή sabbatical, στον ιερέα, ο οποίος υπηρετεί στην ίδια κοινότητα επί έξι συνεχή χρόνια. Κάθε κοινότητα, σύμφωνα με τη μισθολογική κλίμακα, υποχρεούται να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 500 δολαρίων, γνωστό ως Συνεισφορά Ευεργετημάτων (Archdiocese Benefits Contribution). Την υποχρέωση αυτή έχουν ακόμα και οι κοινότητες εκείνες οι οποίες έχουν ιερέα μερικής απασχόλησης (part time). Οι κοινότητες, οι οποίες έχουν πάνω από έναν ιερέα οφείλουν να καταβάλλουν κάθε μήνα 500 δολάρια για κάθε ιερέα.

Διευκρινίζεται ότι αυτά τα 500 δολάρια τον μήνα προς την Αρχιεπισκοπή από μέρους της κοινότητας, δεν αποτελούν μέρος του μισθού του ιερέα, αλλά είναι επί πλέον επιβάρυνση στην κοινότητα.

Επισημαίνεται ότι η μισθολογική κλίμακα δεν τηρείται εν πολλοίς από τις κατά τόπους Μητροπόλεις, ενώ σε πλείστες όσες κοινότητες υπάρχει κραυγαλέα ανισοκατανομή μισθών και ευεργετημάτων.

Ο «Ε.Κ.» είναι σε θέση να γνωρίζει πως υπάρχουν ιερείς με ευδόκιμη υπηρεσία ακόμα και μισού αιώνα σε κοινότητες των οποίων ο μισθός δεν υπερβαίνει τις 50 χιλιάδες δολάρια ετησίως, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις νέων ιερέων με ελάχιστα χρόνια πείρα και υπηρεσία σε κοινότητες ή και άλλοι οι οποίοι πρωτοδιορίζονται με μισθούς ύψους 80 χιλ. δολαρίων, ενώ υπάρχουν ιερείς των οποίων ο μισθός πλησιάζει ή και υπερβαίνει τις 200.000 το χρόνο και επί πλέον τα ευεργετήματα. Υπάρχει και περίπτωση που φτάνει τις 300.000.

Ολα όσα ισχύουν για τους έγγαμους ιερείς με συζύγους και παιδιά, ισχύουν και για τους αγάμους (Αρχιμανδρίτες και Ιερομόναχους) που υπηρετούν σε κοινότητες.

Σημειώνεται πως υπάρχουν επί πλέον και τα λεγόμενα τυχερά, δηλαδή τα φιλοδωρήματα για διάφορες ιεροπραξίες, στις δε περιπτώσεις των κηδειών το τυχερό του ιερέα το συμπεριλαμβάνει ο νεκροπομπός στα έξοδα της κηδείας και τους το δίνει απευθείας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις του δίνουν κι άλλο επί πλέον και οι συγγενείς του αποθανόντος. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν ιερείς οι οποίοι πένονται στην κυριολεξία και παραμένουν ξεχασμένοι σε μικρές κοινότητες.

Οι διορισμοί των ιερέων στις κοινότητες γίνονται από τους κατά τόπους Μητροπολίτες και ισχύει συνήθως ο άγραφτος νόμος της προσωπικής εγγύτητας και φιλίας, παρά της αξιοκρατίας. Οι μισθοί πολλών ιερέων υπερβαίνουν κατά πολύ τους μισθούς των Μητροπολιτών, οι οποίοι ξεπερνούν τις 80 χιλιάδες δολάρια ετησίως και με όλα τα άλλα πληρωμένα, όπως τα ευεργετήματα ασφαλειών, συνταξιοδότησης, έξοδα κινήσεως, κατοικία με όλα πληρωμένα.

Επίσης, είναι άγραφτος κανόνας οι κοινότητες να δίνουν στον Μητροπολίτη από 500 μέχρι και 1.000 δολάρια κάθε φορά που επισκέπτεται για Εσπερινό ή Λειτουργία.

Αναφορικά με τους μισθούς των δασκάλων των Ελληνικών Σχολείων, η διαφορά τους με τους μισθούς των ιερέων είναι χαοτική. Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει καταρτισμένη μισθολογική κλίμακα από το Γραφείο Παιδείας της Αρχιεπισκοπής όπως συμβαίνει με τους ιερείς.

Ο μέσος μισθός δασκάλου της ελληνικής γλώσσας σε Απογευματινό σχολείο κυμαίνεται από 250, 350 μέχρι 500 δολάρια το μήνα, ενώ στα Ημερήσια διαφέρει από σχολείο σε σχολείο και κυμαίνεται από 15 μέχρι 25 χιλιάδες δολάρια κατά μέσο όρο τον χρόνο. Δεν υπάρχει ουδεμία μέριμνα για ασφάλεια ιατρικής περίθαλψης, ούτε σχέδιο συνταξιοδότησης ή κανενός άλλου ευεργετήματος για τους δασκάλους.

Είναι γεγονός πως οι Ελληνορθόδοξοι ιερείς της Αμερικής, είναι από τους πλέον υψηλόμισθους κληρικούς όλων των Ορθόδοξων Δικαιοδοσιών των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και της ανά τον κόσμο Ορθόδοξης Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος.
πηγή

Οι πρόγονοι των Χρυσαυγιτών στα χρόνια του μεσοπολέμου

$
0
0
«ΤΡΙΕΨΙΛΙΤΕΣ» Η «ΧΑΛΥΒΔΟΚΡΑΝΟΙ»

Πριν από 80 χρόνια, στις 26 Ιουνίου 1933, μία δολοφονία αφυπνίζει τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά στη χώρα μας. Ο λιμενεργάτης Π. Θωμόπουλος, που είχε πέσει χτυπημένος από σφαίρα την προηγούμενη μέρα στην οδό Αθηνάς, άφηνε την τελευταία πνοή στο Πολιτικό Νοσοκομείο. «Ενα τεράστιο κύμα αγανάκτησης ξεσηκώθηκε» σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής.

Στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, μεγάλοι και παιδιά ποζάρουν με τα λάβαρα της ΕΕΕ
Στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, μεγάλοι και παιδιά ποζάρουν με τα λάβαρα της ΕΕΕ
Δεν ήταν η μοναδική δολοφονία την περίοδο εκείνη, ούτε κάποιο μεμονωμένο φαινόμενο, με δράστες μέλη οργανωμένων φασιστικών συμμοριών. Ειδικά της Εθνικής Ενώσεως Ελλάδος, που είχε πίσω της έναν μακρύ κατάλογο εγκληματικών ενεργειών: από τον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη (1931) έως την αιματηρή πορεία μουσουλινικού τύπου των «Τριεψιλιτών» από την πρωτεύουσα της Μακεδονίας στην Αθήνα, που σφραγίστηκε με τη δολοφονία του Πειραιώτη εργάτη.
Είναι η εποχή που στην Ιταλία έχει εδραιωθεί ο φασισμός του Μουσολίνι, ο Χίτλερ βρίσκεται στην καγκελαρία της Γερμανίας και μόλις έχει αυτοκαταργηθεί το Ράιχσταγκ, αφού έχει προηγηθεί ο εμπρησμός του.
Οι Τριεψιλίτες (από τα αρχικά της οργάνωσης) ή «χαλυβδόκρανοι» (από τα κράνη που φορούσαν) είναι οι κατ εξοχήν πρόγονοι των σημερινών χρυσαυγιτών. Τηρουμένων των αναλογιών, παρά τις ριζικές και μη συγκρινόμενες συνθήκες της Ελλάδας του Μεσοπολέμου με το σήμερα, οι ομοιότητες είναι εντυπωσιακές και ανατριχιαστικές.
Παρέλαση Τριεψιλιτών με τα λάβαρα και τις σημαίες τους
Παρέλαση Τριεψιλιτών με τα λάβαρα και τις σημαίες τους
Η δράση της Χρυσής Αυγής, σε συνολικό και ατομικό επίπεδο, παραπέμπει κατευθείαν στην πρώτη μαζική ελληνική φασιστική οργάνωση, όπου συγκαταλέγεται από τους σύγχρονους ιστορικούς η ΕΕΕ. Τόσο ως προς την οργάνωση «στρατιωτικού τύπου» όσο και ως προς την «ιδεολογία» και την πρακτική.
Η φασιστική οργάνωση ΕΕΕ, που διακήρυσσε ότι επιδίωκε? να ξεβρωμίσει τον τόπο από τους σάπιους πολιτικούς και τον κοινοβουλευτισμό, από τους Εβραίους και τους κομμουνιστές, από τους εσωτερικούς εχθρούς και τους ύποπτους για εθνοπροδοσία, είχε εμφανιστεί από το 1927 στη Θεσσαλονίκη.
Κατάθεση στεφανιών από τους Τριεψιλίτες στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη το 1933. Παρόντες ήταν αρκετοί υπουργοί
Κατάθεση στεφανιών από τους Τριεψιλίτες στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη το 1933. Παρόντες ήταν αρκετοί υπουργοί
Την πρώτη περίοδο της δράσης της, ως δήθεν πατριωτικό σωματείο, είχε λίγες εκατοντάδες μέλη (γίνεται λόγος για 200), που κινούνταν στο περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Στο ενεργητικό της είχε μια σειρά από τραμπουκισμούς, με αντισημιτικούς κυρίως στόχους, στοχευμένες επιθέσεις εναντίον συνδικάτων, συλλόγων κ.λπ. Οι πράξεις βίας προς το παρόν έφταναν έως τους τραυματισμούς και την κατατρομοκράτηση των «εχθρών».
Στήριξη από τις αρχές ασφαλείας
Είχε την ανοχή και συχνά τη στήριξη των αρχών ασφαλείας, ενώ ενισχυόταν οικονομικά από οικονομικούς παράγοντες και επίσημους ή ημιεπίσημους φορείς. Δεν έλειπαν και οι πολιτικοί αξιωματούχοι από τους ενισχυτές ή συμπαθούντες.
Δύο νεκροί από πυροβόλα όπλα και δεκάδες τραυματίες ήταν ο απολογισμός από τον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ (στη φωτογραφία, κάτοικοι της συνοικίας μετά τον εμπρησμό)
Δύο νεκροί από πυροβόλα όπλα και δεκάδες τραυματίες ήταν ο απολογισμός από τον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ (στη φωτογραφία, κάτοικοι της συνοικίας μετά τον εμπρησμό)
Ορισμένοι πολιτικοί, μάλιστα, τόσο του αντιβενιζελικού - βασιλικού κόσμου όσο και των Φιλελευθέρων, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια, είχαν σχέσεις μαζί τους. Υπολογίζοντας να χειραγωγήσουν ή να χρησιμοποιήσουν την ΕΕΕ.
Δύο χρόνια μετά την ίδρυσή της η εθνικιστική - φασιστική οργάνωση ανασυγκροτείται και περνά σε νέα φάση.
Εμπνέεται από ευρωπαϊκές φασιστικές ομάδες, που ήδη ασκούν κυβερνητική εξουσία. Με συνθήματα του τύπου «Ελλάς ξύπνα» και «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», με σύμβολα όπως ο δικέφαλος αετός, για να παραπέμπει σε βυζαντινά μεγαλεία, οργανώνει παραστρατιωτικά τα μέλη της.
Αποτρόπαιο έγκλημα στη Θεσσαλονίκη του 1931
Ο εμπρησμός της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ
Οι πρόδρομοι των χρυσαυγιτών φορούσαν κίτρινα/χακί πουκάμισα με περιβραχιόνιο της οργάνωσης, μαύρες μπότες, χαλύβδινα κράνη. Εμφανίζονταν συχνά δημοσίως οπλισμένοι με κλομπ. Εννοείται πως δεν έλειπαν άλλα δολοφονικά σύνεργα εν κρυπτώ, όπως μαχαίρια και κάθε είδους όπλα. Ηταν οργανωμένοι στρατιωτικά σε τμήματα και τομείς. Η μίμηση των γερμανικών ταγμάτων εφόδου αλά ελληνικά ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής στην πρακτική και τη ρητορική.
Στις συνθήκες της οικονομικής και πολιτικής κρίσης της εποχής με μαζικές δυναμικές εμφανίσεις, εθνικόφρονες παρελάσεις και εξορμήσεις, κατάφεραν να βρουν κάποια απήχηση και να βγουν σιγά σιγά από το περιθώριο. Μέχρι το 1931 η βία θα έχει ενταχθεί στο καθημερινό ρεπερτόριο των Τριεψιλιτών και ασκούνταν εναντίον Εβραίων, κομμουνιστών και συνδικάτων.
Η μεγάλη καμπή στη δράση της ΕΕΕ ήταν το 1931. Η βία εντάσσεται πια στο καθημερινό ρεπερτόριο και γίνεται μέσο για την ανάπτυξή της.
Αποκορύφωμα, μετά μια σειρά δολοφονικές επιθέσεις, ήταν ο εμπρησμός της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη.
Στις 29 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς, ομάδα μελών της ΕΕΕ έβαλαν φωτιά προκαλώντας την ολοσχερή καταστροφή δεκάδων παραπηγμάτων, που υπήρχαν εκεί (είχαν «ανεγερθεί» μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917). Σε αυτά ζούσαν τότε περίπου 200 οικογένειες φτωχών βιοπαλαιστών Εβραίων. Ο απολογισμός, εκτός από τις υλικές ζημιές, ήταν δύο νεκροί από πυροβόλα όπλα (ο ένας ήταν χριστιανός φούρναρης) και δεκάδες τραυματίες.
Ορισμένοι από τους υπευθύνους (ανάμεσά τους ο πρόεδρος και ο γραμματέας της ΕΕΕ Γ. Κοσμίδης και Δ. Χαριτόπουλος, ο «θεωρητικός» δημοσιογράφος της εφημερίδας «Μακεδονία» Ν. Φαρδής) παραπέμφθηκαν σε δίκη τον επόμενο χρόνο. Ολοι αθωώθηκαν, ενώ στο μεταξύ η ΕΕΕ έδρεπε τους καρπούς από την υιοθέτηση της φασιστικής βίας. Από 3.000 μέλη και μία δεκάδα παραρτήματα, πριν από τον εμπρησμό, έφτασε να έχει σχεδόν τριπλάσιο αριθμό μελών και παραρτημάτων. Οχι μόνο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες μεγάλες και μικρότερες πόλεις (Πάτρα, Πειραιάς, Βέροια, Καβάλα, Βόλος κ.α.). Παραδόξως, στην Αθήνα είχε τη μικρότερη απήχηση για πολλούς λόγους. Ανάμεσά τους και η συγκρότηση ενός άτυπου αντιφασιστικού μετώπου, όπου πρωταγωνιστούσε το ΚΚΕ.
Ιούνιος 1933: Η μεγάλη κάθοδος από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα
Από το απόγειο της εγκληματικής δράσης στο περιθώριο της ιστορίας
Μετά τον εμπρησμό στον εβραϊκό συνοικισμό και την απήχηση που είχε σε ορισμένα στρώματα και ομάδες, η ηγεσία της ΕΕΕ αναπτύσσει την πετυχημένη «συνταγή της βίας και της τρομοκρατίας». Το πρότυπο είναι οι ναζιστικές συμμορίες και ο φιλικός Τύπος σημειώνει με δόση θαυμασμού: «Οι εδώ εθνικισταί μιμούνται την δράσιν των φασιστικών εκτελεστικών ομάδων της Ευρώπης». Τα Τρία Εψιλον της οργάνωσης μεταφράστηκαν εύστοχα από αντιφασίστες σε «Ελληνες Εξοντώστε Εβραίους». Οπου Εβραίος ίσον και αριστερός - κομμουνιστής και εσωτερικός εχθρός.
Μία από τις πολλές «μιμήσεις» ήταν οι ένοπλες επιδρομές σε εργατικά σωματεία. Με προτίμηση τους καπνεργάτες και τους οικοδόμους της Θεσσαλονίκης. Σε μία από αυτές, στις 17 Αυγούστου 1932, τραυμάτισαν συνδικαλιστές και σκότωσαν με πυροβόλο όπλο τον οικοδόμο Χ. Σταμπουλίδη.
Εναν χρόνο μετά δυσδιάκριτο είναι αν συμμετείχε και πώς στη δολοφονία οκτώ εργατών στο Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (Φεβρουάριος 1933).
Η μεγαλύτερη, όμως, άμεση πρόκληση της ΕΕΕ κατά την ευρύτερη περίοδο ήταν η κάθοδος των Τριεψιλιτών από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα στις 24-26 Ιουνίου 1933. Επιχείρησαν πορεία κατά τα πρότυπα των Ιταλών φασιστών του Μουσολίνι προς τη Ρώμη (Οκτώβριος 1922).
Κήρυξαν πανστρατιά και συγκέντρωσαν 1.000-1.500 άτομα (3.000 σύμφωνα με την οργάνωση και τον φιλικό Τύπο) και με δύο αμαξοστοιχίες ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη για την πρωτεύουσα.
Στη μεγάλη πορεία -καρικατούρα της ιταλικής όπως αποδείχτηκε- χαιρετούσαν απ' όπου περνούσαν φασιστικά. Είναι φανερό τι μπορεί να φαντασιώνονταν οι επίδοξοι χιτλερίσκοι, αλλά η διαδρομή κάθε άλλο παρά θριαμβευτική ήταν. Στη Λάρισα μάλιστα η υποδοχή έγινε με λιθοβολισμούς των βαγονιλών, προαναγγέλλοντας το αντιφασιστικό κλίμα που θα έβρισκαν στην Αθήνα.
Το αποτέλεσμα, πάντως, ήταν ότι η κυβέρνηση Τσαλδάρη κατά κάποιον τρόπο πέτυχε να «καπελώσει» την πορεία. Υποδέχτηκε τον παραστρατιωτικό συρφετό με ανοιχτές αγκάλες. Περίσσευσαν τα επαινετικά σχόλια στην παρέλαση, που πραγματαποίησαν συντεταγμένοι οι Τριεψελίτες στο κέντρο της Αθήνας. Στην κατάθεση στεφανιών στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, παρόντες ήταν αρκετοί υπουργοί. Ακόμη και ο φρούραρχος Αθηνών ήταν εκεί. Με τη στήριξη, άλλωστε, των Αρχών έγινε δυνατή η ίδια η παρέλαση και η κατάθεση των στεφανιών, όπου διμοιρία ευζώνων απέδιδε επισήμως τιμές.
Στον Πειραιά οι Αλκιμοι (νεολαία της ΕΕΕ, που αργότερα θα αποτελέσει πρότυπο για την ίδρυση της ΕΟΝ του Μεταξά και θα νεκραναστήσει η δικτατορία του 1967) επιχείρησαν να οργανώσουν και λαμπαδηφορία. Αντίστοιχη με τις ναζιστικές στο Βερολίνο. Η φιέστα, όμως, εξελίχτηκε περίπου σε φάρσα, καθώς 100 περίπου «χαλυβδόκρανοι» αποδοκιμάστηκαν με λόγια και πράξεις.
Η έλευση και η παραμονή τους στην Αθήνα σημαδεύτηκαν από συμπλοκές, καθώς οι οργανώσεις του ΚΚΕ αποφάσισαν να «υποδεχτούν» δυναμικά τους Τριεψιλίτες. Τα επεισόδια άρχισαν πριν ακόμη αποβιβαστούν στον Σταθμό Λαρίσης. Συνεχίστηκαν στο κέντρο της πόλης κατά την παρέλαση, αλλά κι αργότερα μέχρι την αποχώρηση των «χαλυβδόκρανων». Οι τελευταίοι, έχοντας την κάλυψη της Αστυνομίας, πρόλαβαν να σκοτώσουν το βράδυ της 25ης Ιουνίου τον Π. Θωμόπουλο κοντά στη Βαρβάκειο Αγορά και να τραυματίσουν άλλους σε άλλα σημεία. Σύμφωνα με τις κρατικές πηγές, «αρκετοί κομμουνιστές ενεδρεύοντες επυροβόλησαν κατά των Αλκίμων ανεπιτυχώς. Οι εθνικισταί και οι αστυνομικοί ηναγκάσθησαν να πυροβολήσουν τραυματίσαντες σοβαρώς τον Π. Θωμόπουλον, φυματικόν...».
Η πορεία στην Αθήνα έδωσε «φτερά» στην ΕΕΕ. Οι ηγέτες της «μεθυσμένοι» από την επιτυχία και τα επαινετικά σχόλια μερίδας του Τύπου («κύμα εθνικής λεβεντιάς», «αι Αθήναι αποθέωσαν τους Αλκίμους» κ.τ.λ.) θεώρησαν ότι τώρα μπορούσαν να αυτονομηθούν.
Μετασχηματίστηκαν λίγο αργότερα σε κόμμα (Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Εθνική Ενωσις Ελλάδος). Διεκδίκησαν τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης, αλλά καταποντίστηκαν (συγκέντρωσαν μόλις το 2-3% των ψηφοφόρων). Παρά την παρουσία τους σε κατοπινές «εθνικές παρελάσεις» και την πρόκληση κάποιων επεισοδίων, όταν η αστυνομική ανοχή - στήριξη αποσύρθηκε και η χρηματοδότησή της διακόπηκε περιέπεσε στην αφάνεια. Στις εκλογές του 1936 συγκέντρωσε πανελλαδικά λιγότερες από 600 ψήφους! Βασικό λάθος τους ήταν η εγκατάλειψη της στοχευμένης βίας με τυμπανοκρουσίες και η αποδοχή του κοινοβουλευτισμού, όπως σημειώνουν μεταγενέστεροι ακροδεξιοί «θεωρητικοί».
Οι ηγέτες και τα στελέχη της ενσωματώθηκαν στους δικτατορικούς μηχανισμούς του Μεταξά. Αργότερα ορισμένα διέπρεψαν ως δωσίλογοι και συνεργάτες των ναζί κατακτητών.
ΤΑΚΗΣ ΚΑΤΣΙΜΑΡΔΟΣ
ΕΘΝΟΣ 21/9/13

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η αυθεντία της στιχουργικής

$
0
0

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η αυθεντία της στιχουργικής Οι μοιραίες συγκυρίες φτιάχνουν παράξενες ιστορίες και τότε το τεφτέρι της ζωής γεμίζει ως απάνω. Η δράση φέρνει αντίδραση και ο πόνος γίνεται έμπνευση. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 εκρηκτικοί και ζωντανοί στίχοι γίνονται εστίες φωτιάς μέσα στο λαϊκό τραγούδι και αναστατώνουν το κοινό αίσθημα. Κάτι καμώματα μετατρέπουν μια δυνατή γυναικεία πένα σε παθιασμένο και ρωμαλέο λόγο που θαρρείς ξεκόρφισε από αντρική ψυχή. «Την περιβάλει ένας μύθος. Μια γυναίκα που κυκλοφορεί τις νύχτες, πάει στα μπουζούκια, πουλάει τα τραγούδια της, είναι πρόσφυγας.», λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Η γραφική και ατίθαση φιγούρα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου εισβάλει στο ανδροκρατούμενο μουσικό καφενείο και διεκδικεί τη θέση της. Κουμαντάρει το ταλέντο της και την αποδοχή ακολουθεί το κυνήγι της σπουδαίας δουλειάς της. Το όνομά της γίνεται περιζήτητο στους κύκλους των συνθετών. Ερωτικοί πόθοι καίνε σαν ήλιος καλοκαιρινός και αγάπες τρυφερές γεμίζουνε το νου σαν αυγουστιάτικο φεγγάρι σε νυχτερινό ουρανό. Βάσανα δεμένα στις ανθρώπινες ζωές ίδια με βαρίδια στις τσέπες γίνονται απόσταγμα αλήθειας μέσα σε λαϊκές πενιές. Άμεση και εκρηκτική έκφραση λόγου περιφέρεται στις αλάνες της καρδιάς μας κάνοντας τα τέλια άλλοτε να μεθοκοπάνε από το μεράκι κι άλλοτε να σπαράζουν από τον καημό.
Αναπάντεχες στροφές
Η Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε το 1893 στο Αϊδίνι της Μ.Ασίας. Μεγαλώνει σε μια ευκατάστατη οικογένεια. Έχουν το δικό τους στασίδι στην εκκλησία. Είναι αυτό που κάποια στιγμή θα πουλήσει σε κάποια κυρία ερήμην της μητέρας της, προκειμένου να αγοράσει με τα χρήματα στολίδια και φορέματα. Η απείθαρχη και δυναμική της φύση ξεχωρίζει από νωρίς. Ξύπνια και πεισματάρα το μυαλό της στροφάρει πάντα και παντού. Μια αρμένισσα υπηρέτρια που τους βοηθά στο σπίτι της μαθαίνει όλα τα κόλπα στα χαρτιά. Η ανεμελιά της θα κοπεί απότομα. Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα της τη στιγματίζει. Παντός είδους αγοραπωλησίες κινούν το ενδιαφέρον της και αποτελούν τη σίγουρη διέξοδό της από το μισεμό. Στα 17 της χρόνια είναι κιόλας το πολυπόθητο και όμορφο κορίτσι όλης της περιοχής. Την παντρεύουν με κάποιο πλούσιο έμπορο αρκετά μεγαλύτερο της. Η αγάπη του για εκείνη δεν είναι αρκετή, για να τον ερωτευτεί. Ωστόσο, αποκτούν μαζί δυο κόρες. Η επέλαση των Τούρκων τυλίγει τρία μερόνυχτα στο θάνατο. Το κακό τη βρίσκει μόνη μαζί με τη μητέρα και τα παιδιά της. Σκληρές σκηνές βίας περνούν μπροστά από τα μάτια τους ενώ παγιδεύονται στην προσπάθειά τους να φτάσουν στη Σμύρνη, όπου βρίσκεται ο άντρας της. Ο κίνδυνος του θανάτου περνάει ξυστά σκίζοντας τα ρούχα της. Δεν θέλει να θυμάται.
Ο εχθρός πια γυροφέρνει. Οι πονηριές στα χαρτιά της εξασφαλίζουν την επιβίωση. 
Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τη βρίσκει στο λιμάνι της Αττάλειας να ψάχνει διαφυγή. Μπροστά της αχνοφαίνεται ο Πειραιάς, στο βάθος διακρίνει τον άντρα της να την περιμένει. Πίσω της καπνίζουν ακόμα οι φωτιές, εκεί άφησε και τη ψυχή της. Ένας ξεριζωμός και κάτι μάτια υγρά στριμώχνονται σε μια ξένη πόλη. Η ελευθερία την κοπάνησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Όμως, ήταν αποφασισμένη να υποτάξει όλους τους φόβους της. Ήταν αποφασισμένη να φέρει πίσω την ελευθερία. Χρησιμοποιεί για λίγο καιρό το πτυχίο της δασκάλας που κουβαλάει από την πατρίδα της. Η απόφασή της να γευτεί τις χαρές και τις πίκρες από το θεατρικό σανίδι πέφτει με φόρα στα συντηρητικά ήθη της εποχής. Η άρνηση του συζύγου της δεν είναι αρκετή, για να τη σταματήσει. Ζητά να αποδεσμευτεί από εκείνον. Με τσαγανό και θάρρος στήνει σιγά σιγά τον κύκλο της. Έντιμη και θαρραλέα μιλάει ανοιχτά για τον έρωτα που ζει με κάποιον άλλο. Οι περιοδείες την ακολουθούν με το δικό του όνομα. Δεν χαμπαριάζει τίποτα. Ένα ασυγκράτητο και ελεύθερο πνεύμα που διεκδικεί τη ζωή. Το 1932 ο πρώτος της άντρας πεθαίνει. Τότε, παντρεύεται τον κατά όχτω χρόνια μικρότερό της, Γιώργο Παπαγιαννόπουλο. Είναι αστυφύλακας. Είναι ο μόνος άντρας που την κερδίζει απόλυτα. Στο θέατρο διανύει μια πορεία είκοσι ετών παίρνοντας μάλιστα και σύνταξη από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Εικόνες πολλές και συναισθήματα στοιβάζονται μέσα της. Πρέπει να τα βγάλει. Τότε, έρχεται η ποίηση.
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η αυθεντία της στιχουργικής Όταν οι στίχοι κατακλύζουν τη ζωή της
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η αταξία της σκέψης της κοντράρεται με την αισθητική της ποίησης. Είναι μια μάχη που καταλήγει σε υπέροχες διαδρομές με τις λέξεις να πρωτοστατούν και τα συναισθήματα να  σεκλετίζονται. Η γνωριμία της με τη Μαρίκα Νίνου την οδηγεί στον Τσιτσάνη. Εκείνος την παίρνει από το χέρι και της μαθαίνει πώς να μελώσει τα λόγια της καρδιάς της μέσα στη γοητεία του λαϊκού τραγουδιού. Μαθαίνει να διπλώνει τους στίχους και να φτιάχνει ρεφρέν. Η ευκολία της είναι μεγάλη και το ταλέντο της ενθουσιάζει. Ο Τσιτσάνης για κάποιο διάστημα καταφέρνει να κρατήσει επτασφράγιστο μυστικό τη συνεργασία τους. Είναι ο κρυμμένος άσσος στο μανίκι του και η εγγύηση της επιτυχίας των τραγουδιών του. Σύντομα, «πέφτει σύρμα» στη πιάτσα για τη «γριά» που γράφει μαργαριτάρια. Είναι ήδη 55 ετών και τα δεδομένα της εποχής την κατατάσσουν σε μια φθίνουσα βιολογική πορεία. Ωστόσο, εκείνη παρορμητική και φλογερή δεν σταματάει πουθενά. Από την στενή συνεργασία με τον Τσιτσάνη προκύπτουν κομμάτια που γράφουν τα λόγια από κοινού. Αυτό αργότερα στέκεται σημείο ρήξης ανάμεσα τους καθώς εγείρεται το θέμα της πατρότητας ορισμένων τραγουδιών. Εκείνη δεν πτοείται. Οι συνθέτες την κυνηγούν για μερικά στιχάκια. Συνεργάζεται με τους κορυφαίους της εποχής όπως οι Μανώλης Χιώτης, Γιώργος Ζαμπέτας, Γιάννης Παπαϊώαννου και πολλοί ακόμα. Τραγούδια της ερμηνεύουν σπουδαίοι τραγουδιστές, όπως οι Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στράτος Διονυσίου, Βίκυ Μοσχολιού και πολλοί ακόμα. 
Η αντισυμβατική της ροπή για τα πάντα την καθιστά ελεύθερη μα κι άλλο τόσο υπόδουλη στον ίδιο της τον εαυτό. Το πάθος της για τη χαρτοπαιξία κινεί τα νήματα της μοίρας της. Πουλά τα τραγούδια της σε εξευτελιστικές τιμές. Αρνείται τα νόμιμα ποσοστά από τις εταιρείες και προτιμά χρήματα τοις μετρητοίς. Η ευχέρεια της να ισορροπεί την ποσότητα με την ποιότητα είναι εκπληκτική. Μια σακούλα κάτω από το κρεβάτι της είναι γεμάτη από χαρτιά. Διακρίνεις καθαρά μπλε σημάδια σε αποκόμματα από λογαριασμούς και διάφορα άλλα. Μελάνι στάζει κατευθείαν από την καρδιά της πάνω τους. Θα τα πουλήσει όσο όσο για ελάχιστα χρήματα. Θα καπηλευτούν κάποιοι την αξία της και θα διατυμπανίζουν πως είναι δική τους. Αδιαφορεί. Η απαξίωσή της για την υστεροφημία της κάνει ως και την αλήθεια  να σαστίζει. Πολλά τραγούδια της σήμερα φέρουν την υπογραφή άλλων στιχουργών. Ο Μάνος Ελευθερίου όμως, λέει: «Τα τραγούδια "φωνάζουν" από μακριά ότι είναι δικά της. Έχουν το ύφος της, την τεχνική της, τη μαστοριά της [..] κυρίως έχουν πάνω τους τα δακτυλικά της αποτυπώματα». Ο Απόστολος Καλδάρας είναι ο μοναδικός συνθέτης που επειμένει πολύ για να παίρνει τα νόμιμα ποσοστά της, καθώς και να αναγράφεται το όνομά της στο δίσκο. Είναι το σίγουρο κομπόδεμά της ως τα βαθιά της γεράματα. Την αγαπά και τη θαυμάζει για το παράξενο ταμπεραμέντο της ενώ τη θεωρεί πνευματική του μητέρα. Κι εκείνη τον αγαπά και όταν ζοχαδιάζεται, πάει στ’ Αποστόλη το κουτούκι και ακούει μπουζούκι...
Βρίσκει στα όνειρα παρηγοριά
Λογισμοί στοιβαγμένοι σε ακανόνιστη μορφή και με απροσδιόριστο χρώμα μέσα στο μυαλό της. Πάθος ξεχειλίζει από την ψυχή της. Άλλοτε σε τραντάζει κι άλλοτε σε ημερεύει. Πάντα σε κοιτά στα μάτια. Σαν πουλί πετά από την καθαρότητα και την αγνότητα της δημοτικής παράδοσης στην μυστηριακή ομορφιά του Νίκου Καββαδία και του Κώστα Βάρναλη. Σπαραχτικές περιγραφές σαν δυναμίτης της στιγμής εκρήγνυνται μπροστά μας. Μαλαματώνει το μπουζούκι του Τσιτσάνη και αν κάνει και καμιά ζημιά αυτή θα τη πληρώσει. Ψάχνει να βρει μουρμούρη μπαγλαμά σαν άνθρωπος να κλαίει, να του χτυπά τα τέλια του, τον πόνο της να λέει. Θέλω να δώσει μια να σπάσει αυτό το γυάλινο κόσμο, να φτιάξει όμορφες καρδιές, μεγάλες και πονετικές, τις σκάρτες να πετάξει. Έτσι σκάρτη ήταν και η δική του καρδιά. Μ’ ένα όνειρο τρελό και απατηλό ξεκίνησαν οι δυο τους. Μα χάσανε το δρόμο. Τώρα συρματοπλέγματα βαριά ζώνουν τις ζωές τους. Ρίχνει στο γυαλί φαρμάκι μοπνορούφι να το πιει. Ξάφνου, ακούει βήματα. Μοιάζουν γνώριμα. Είναι αυτός. Φορτώθηκε τις τύψεις του και με σκυφτό κεφάλι της χτυπά ξανά την πόρτα. Παράταιρες συνθήκες τους χώρισαν. Εκείνος δείλιασε. Η φυγή του φάνταζε η μόνη λύση. Μα τώρα ξέρει. Αν είναι η αγάπη εγκλημα, έχει εγκληματίσει. Και συνεχώς θα εγκληματεί, αφού δεν το μετανοεί που την έχει αγαπήσει. Όχι, δεν θα φοβηθεί πια. Εκείνη τον κοιτάζει. Ο χωρισμός τους σαν θηλιά στριφογυρίζει στο λαιμό της. Είχε πει δεν θα γυρίσει κοντά του. Μα είναι πια αργά να τον λησμονήσει. Είναι αργά χώρια του να ζήσει. 
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η αυθεντία της στιχουργικής Μια ξερακιανή γυναίκα με σκαμμένο πρόσωπο μπήγει τα νύχια της στο τοίχο ώσπου να ματώσουν. Λακούβες παντού που πίσω τους κρύβουν μια όμορφη γυναίκα που ερωτεύτηκε τη ζωή και δεν δείλιασε πουθενά. Ντύνει με λόγια όσα ο χρόνος στραπατσάρει και τα φέρνει μπροστά μας. Αδύνατον να τη μιμηθεί κανείς. Αινιγματική παρουσία που γεννά απορίες μα, όταν φτάνει η ώρα να γράψει, το θέμα της είναι πάντα ξεκάθαρο. Έχει στέρεα πατήματα μέσα της που την βαστούν γερά και τη βοηθούν να μη ξεστρατίσει ούτε σπιθαμή από τις  μεστές και ουσιαστικές διαδρομές του νοήματος. Γράφει και είναι αυτός ο τρόπος της  να «νταγιαντίσει» τον καημό της, όπως θα έλεγε και εκείνη. Δείχνει να μην συνειδητοποιεί τη σπουδαία της γραφή. Όταν δεν έχει άλλο τρόπο να ανάψει το τσιγάρο της, καίει δίχως να σκεφτεί μερικά παλιόχαρτα, από αυτά που σημάδεψε με τις στροφές του μυαλού της. Θέλει μονάχα να ζήσει το ξέσπασμα του νου. Και ας μη θυμάται κανείς τίποτα για εκείνη. Όσο ζει, λίγοι τη νιώθουν βαθιά. Ακόμα λιγότεροι τη νοιάζονται. Ένα πρωινό πετάει κάτω από την πόρτα του Μάνου Χατζιδάκι το κομμάτι «Είμαι αετός χωρίς φτερά» μαζί μ’ ένα συγκινητικό σημείωμα. Η μελοποίηση που έκανε μας χάρισε ένα αξέπεραστο δραματικό κομμάτι ερμηνευμένο μοναδικά από το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κάθε μήνα 1000 δραχμές στην τράπεζα μπαίνουν στο λογαριασμό της. Είναι το ευχαριστώ του Μάνου για το μεγάλο τραγούδι που του έδωσε.
Μια βουνίσια αντάρτισσα
Δυναμική και δίχως φόβο διεκδικεί την ελευθερία των πράξεων της. Η αδυναμία της για το τζόγο είναι το ναρκωτικό της. Δεν είναι τα χρήματα που τη γοητεύουν. Είναι εκείνο το πάλεμα του μυαλού και η ανατροπή που την παρασέρνουν. Είναι το παιχνίδι με την τύχη. Δεν κρύβει τη σπάταλη φύση της και λέει: «Εγώ δεν τρώω φαί. Λεφτά τρώω.».
 Η πόρτα του σπιτιού της τη νύχτα κλείδωνειΟ άντρας της παλεύει να τη συνεφέρει. 
Η μανία της, όμως την κάνει άλλοτε να πηδάει τη μάντρα και να ξενυχτάει παρέα με άσσους και βαλέδες κι άλλοτε να πουλάει τη στολή του για βρει χρήματα να παίξει. Ένας μεγάλος καβγάς είναι σε εξέλιξη και καθώς εκείνος ετοιμάζεται να φύγει αγανακτισμένος, η Ευτυχία από το πατάρι του σπιτιού, φωνάζει στη μια της κόρη: «Καίτη, πες μου μια πολιτεία της Αμερικής με δέκα γράμματα.». Λύνει σταυρόλεξα. 
Γιατί αυτό κάνει η Ευτυχία.  Μετατρέπει την τραγωδία σε κωμωδία. Πανέξυπνη και με τερτίπια απίθανα ξεγλιστράει δίνοντας αποστομωτικές απαντήσεις. Μια ανεπανάληπτη φυσιογνωμία με τρομερό χιούμορ που δεν προφταίνεις τις ατάκες της. Κάποτε, κάποιος της επισημαίνει με θαυμασμό πόσο ωραίος στίχος είναι «..σαν νούφαρο που μάδησε..» και εκείνη γελώντας του απαντά: «Και σ’ είχα για σοβαρό άνθρωπο! Δεν ξέρεις ότι τα νούφαρα δεν μαδάνε αλλά σαπίζουν;».
Ο χαμός της κόρης της σε ηλικία μόλις 42 χρονών συνταράσσει όλη της την ύπαρξη. 
Η ζωή πάει κόντρα στη φύση. Η αίσθηση της ματαιότητας διαπερνά όλη της διαδρομή πια. Πυκνώνει  στους στίχους της όλη τη σοφία της ανθρώπινης μοίρας. Περνάνε 79 χρόνια από τη μέρα που αφήνει την πρώτη της ανάσα. Άνοιγει τη μια πόρτα της ζωής και σεργιανά ένα πρωινό. Το δειλινό της 7ης Ιανουαρίου 1972 κλείνει για πάντα την πόρτα πίσω της. Ήταν μια παρουσία τόσο αιρετική που έγραψε τραγούδια κλασικά και αρυτίδωτα στο χρόνο. Έζησε, ένιωσε, έδωσε. Δεν έψαξε την αλήθεια του λαϊκού τραγουδιού. Την ήξερε. Μας την είπε. Ένα ξάφνιασμα είναι η ζωή μας. Να προλάβουμε.

Εν Αθήναις....το άγιο ψωμάκι

$
0
0



Μετά τον πόλεμο ο κοσμάκης έτρωγε πολύ ψωμί....έβλεπες την λαχτάρα.
Οκαδιάρικες φρατζόλες χορταστικές.
Σε μια από τις γειτονιές είχαμε φούρναρη τον κυρ-Μήτσο.
"...ρε μάνα γιατί είναι τόσο χοντρός ...τρώει ο τυχερός όσο ψωμί θέλει ε..."
Σπάνια έβλεπες χοντρό άνθρωπο εκείνα τα χρόνια ...
Ουρά στον φούρνο από το πρωϊ δεν υπήρχαν και πολλοί εκεί κοντά.
Όπως το έβγαζε καυτό το πουλούσε.
Πώς να το κρατήσεις όμως στα χέρια ...θα καιγόσουνα.
Έπαιρνε τα ψωμιά και τα έδενε με ένα χοντρό σπάγγο για να τα μεταφέρεις.
Το οκαδιάρικο για μια τετραμελή οικογένεια με το ζόρι φτούραγε.
Μαζί με το γάλα ήταν μια σταθερή καθημερινή δαπάνη.
Οι  συνταγές  με το Άγιο Ψωμάκι ήταν πολλές......
ψωμί με τυρί....με βούτυρο και μέλι....με πελτέ....με γλυκό του κουταλιού σταφύλι...με θρεψίνι...με ταχίνι.....με λάδι...
Και η κάθε φέτα καρακουμούτσα.....κατοχική την έλεγαν οι μεγαλύτεροι
γελώντας.
Φυσικά και η βούτα της μεγαλομπουκιάς στην σάλτσα.
Στο τέλος τα ψίχουλα στο τραπέζι μαζευόντουσαν με προσοχή και τα έτρωγε
η μάνα λέγοντας ότι είναι αμαρτία να τα πετάμε.
Εκτός από ψωμί στον φούρνο εκείνης της εποχής ειλικρινά δεν θυμάμαι
τι άλλο υπήρχε.
Δεν έδινες προσοχή...για πολλούς λόγους.

πίσω στα παλιά

Σήμερα η μνήμη του προστάτη των μπακάληδων!

$
0
0




Νικόλαος ο Παντοπώλης
Γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1656 περίπου. Το Καρπενήσι τότε ήταν η έδρα της επισκοπής Λιτζάς και Αγράφων, υπό τον Μητροπολίτην Λαρίσης. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς και φιλόθεοι. Παρ' όλη τους τη φτώχεια έστειλαν τον νεαρό Νικόλαο σε σχολείο, όπου έμαθε τα Ιερά Γράμματα. Ο πατέρας του, λόγω ενδείας, έφυγε νωρίς για την Κωνσταντινούπολι και έγινε μπακάλης. Όταν ο Νικόλαος έγινε 15 ετών ήλθε ο πατέρας του και τον πήρε μαζί του στην Πόλι. Την εποχή εκείνη υπήρχε μια σχετική ασφάλεια στους δρόμους. Τα καραβάνια ήσαν πολυάνθρωπα και ωργανωμένα, υπήρχαν χάνια για διανυκτερεύσεις, ακολουθούσαν ένοπλοι άνδρες. Υπάρχουν πληροφορίες ότι τακτικά, κάθε ένα μήνα ή δύο, ξεκινούσε καραβάνι με καμήλες απ' το Καρπενήσι για την Πόλι. Το ταξίδι διαρκούσε 31 χάνια ή τριάντα ένα μερόνυχτα. Ένα μήνα δηλαδή. Με τα καραβάνια έστελναν τα παιδιά τους στην Πόλι όπου και τα παρελάμβαναν συγγενείς ή πατριώτες. Οι γυναίκες και τα μικρά έμεναν πάντα στο χωριό. Έστελναν δώρα στους ξενιτεμένους ό,τι δεν μπορούσε να σαπίση ή να χαλάση (Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγιάζει, λέει το δημοτικό τραγούδι). 
Τα καραβάνια ξεκινούσαν από Καρπενήσι σχεδόν άδεια, τι να στείλουν παρά κάποιες προβέντες και κανένα γράμμα; Γυρνούσαν όμως γεμάτα πραμμάτειες και καλούδια (κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλι τα προικιά σου... λέγει το νανούρισμα). Χαλκώματα, μύλους του καφέ, μπαχαρικά απ' το Μισίρ Τσαρσί και ό,τι άλλο καλό μπορούσε να βάλη ο νους σου. Μαζί έρχονταν και οι ξενιτεμμένοι για να δουν για τελευταία φορά γέροντες γονείς, προσφιλή πρόσωπα, για να βρουν μια καλή νύφη, να σκαρώσουν κανένα παιδί ακόμη, για να αποσυρθούν για πάντα ύστερα από ζωή τυραγνισμένη στη θαλπωρή της οικογένειας που τόσο στερήθηκαν. 
Δεν επέστρεφαν όλοι. Πολλοί δημιουργούσαν οικογένειες στην Πόλι και έμεναν εκεί για πάντα. 
Μέγα γεγονός ήταν η άφιξις στο χωριό ενός ξενιτεμένου στην Πόλι. Η άφιξίς του έπαιρνε διαστάσεις ηρωικές. Η παροιμία το λέγει, Από την Πόλι ερχομαι και στην κορφη καν έλα = έλα να με προϋπαντήσεις στην κορυφή του χωριού, στο διάσελο, όχι κανέλλα, το γνωστό μπαχαρικό). 
Σώζονται ακόμη ανά την Ευρυτανία μέσα σε παλιούς Ναούς Ιερές Εικόνες, δισκοπότηρα, επιτάφιοι, μανουάλια, οικιακά σκεύη χάλκινα, ασημικά περίτεχνα φερμένα ή σταλμένα από την Πόλι, παραγωγή Χριστιανών - ανδρών και γυναικών - μέσα στα φημισμένα εργαστήριά της. 
Φύγαμε λίγο από το θέμα, άλλ' εν γνώσει. 
Επανερχόμεθα: 
Φθάνει ο νεαρός Νικόλαος στη Πόλι, και πριν καλά - καλά καταλάβει που βρίσκεται, πριν αποθαυμάσει τα μνημεία και τις εκκλησιές της, μπαίνει στη δουλειά. Βοηθός του πατέρα του στο μπακάλικό του στο Ταχτά - Καλέ. Ο απλούς πατέρας του θέλησε να μορφώση τον Νικόλαο στην τουρκική γλώσσα. Για να μπορεί να συνενοήται μ' όλους τους πελάτες του μπακάλικου, Ρωμιούς και Τούρκους. Το να μιλήσει τα τούρκικα ήταν εύκολο γιατί αυτή η γλώσσα προφορικός μαθαίνεται εύκολα. Το δύσκολο ήταν να διαβάζη τα τούρκικα. Και τούτο γιατί τότε γραφόνταν με την αραβική γραφή, από τα δεξιά στ' αριστερά, χωρίς φωνήεντα. Χρειαζόταν πολύς καιρός για να μπορη κανείς να διαβάζη άνετα. 
Απέναντι στο μπακάλικο είχε το μαγαζί του ένας μπαρπέρης (κουρέας). Ήταν φίλος του πατέρα του Νικόλαου. 
Ήταν Αγαρηνός και φαίνεται ότι ήξερε να διαβάζη (γιατί και οι περισσότεροι Τούρκοι ήσαν εντελώς αναλφάβητοι). Ανέθεσε λοιπόν στο "φίλο" να μάθη τον Νικόλαο την τουρκική γλώσσα και γραφή. Το σφάλμα του πατέρα ήταν ότι πίστεψε πως ο Τούρκος μπορει να γίνει φίλος. Οι παληοί έλεγαν ότι ο Τούρκος την φιλία την εχει στο γόνατο, όποτε θέλει την κλωτσάει. 
Τέχνη λοιπόν του διαβόλου απεδείχθη αυτή η σπουδή και βιασύνη του πατρός του Νικολάου. 
Άρχισαν τα μαθήματα. Το μυαλό του Νικολάου ήταν ξυράφι. Ευφυΐα, εξυπνάδα, μνήμη. Μαθαίνει τόσο γρήγορα, που θαυμάζει ο μπαρμπέρης. Θαυμάζει και ολίγον κατ' ολίγον ο θαυμασμός μεταβάλλεται σε φθόνο για το πανέξυπνο ρωμιόπουλο. Φθονεί και μελετά κενά. Πως να τουρκέψη τον νεαρό Νικόλαο. Δεν άργησε να βρη τον τρόπο, συνεργούντος και του διαβόλου. 
Ακούστε τί μηχανεύεται ο κατάρατος. 
Στα χρόνια εκείνα (φεύγουμε για λίγο απ' την ιστορία μας αλλά θα επανέλθουμε σύντομα), στα χρόνια εκείνα, λέγω, η μεγάλη μάστιγα των Χριστιανών ήταν το παιδομάζωμα. Κάθε πέντε χρόνια έβγαινε ο Τούρκος παγανιά και μάζευε τα καλύτερα χριστιανόπουλα. Τα συγκέντρωνε στην Κ/πολι και τα τούρκευε. Τους έκανε πλύσι εγκεφάλου και έτσι καταντούσαν να γίνουν οι φοβερότεροι χριστιανομάχοι και εχθροί ωρκισμένοι του ίδιου τους του Γένους. Με τον καιρό απέκτησαν μεγάλη δύναμι. Ανέτρεπαν και Σουλτάνους ακόμη. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Χριστιανών. 
Ήσαν οι Γενίτσαροι. 

Μ' αυτούς λοιπόν τους θηριογνώμονες συνενοήθηκε ο μπαρμπέρης και έστησε την παγίδα. Μιάν ημέρα κάθισε και έγραψε σ' ένα χαρτί το σαλαβάτι, την ομολογία δηλαδή της πίστεως των. Κάτι σαν το δικό μας Σύμβολο της Πίστεως. Έρχεται ο Νικόλαος για να κάμη το συνηθισμένο μάθημα. Παρόντες και αρκετοί Γενίτσαροι, "μιλημένοι". Δίδει ο μπαρμπέρης στον Νικόλαο το σαλαβάτι για να το αναγνώση. Με απλότητα εκείνος το διαβάζει μεγαλοφώνως. Νομίζει ότι είναι μάθημα. Ούτε πέρασε καν από το μυαλό του ότι επρόκειτο περί σκευωρίας. 
Μόλις τελείωσε η ανάγνωσις, άρχισαν οι Γενίτσαροι να κραυγάζουν θριαμβευτικά, σαν μια δαιμονική συμφωνία και να λέει: 
"Νικόλαε έγινες πια Τούρκος. Διάβασες το σαλαβάτι, ωμολόγησες την πίστι μας, άρα τούρκεψες". 
Τότε μόλις κατάλαβεν ο άγιος τι συνέβη. Εννόησε το άτιμό τους τέχνασμα και με σταθερή και υψηλή φωνή απήντησε: 
"Είμαι Χριστιανός και δεν είμαι αυτό που εσείς λέτε. Εγώ οφείλω να διαβάσω ό,τι μάθημα μου δώσει ο δάσκαλος μου". 
Φαίνεται ότι ο Νικόλαος μπορούσε να μιλάη τούρκικα αρκετά καλά, γιατί μάλλον απίθανον είναι οι καταγραφόμενοι διάλογοι να έγιναν στα ρωμέϊκα. 
Οι μιαροί και απάνθρωποι εκείνοι άρπαξαν αμέσως το νέο και τον έσυραν βιαίως στον καϊμακάμη στον επίτροπο δηλαδή του Βεζύρη. Άλλοι φώναζαν, άλλοι ψευδομαρτυρούσαν, μεγάλη ταραχή. Μέσα στην οχλοβοή ακουόνταν αυτές οι φράσεις: 
"Ο άνθρωπος αυτός, εφένδη, έκαμε σαλαβάτι, μπροστά μας. Ωμολόγησε την πίστι μας. Κι αν δεν μας πιστεύεις και θέλης να μάθης την αλήθεια δες και αυτόν τον τεσκερέ (το έγγραφο δηλαδή) στον οποίο έχει γραμμένο το σαλαβάτι και το διαβάζει κάθε ώρα και στιγμή. Και τώρα του λέμε ότι έγινε Τούρκος κι αυτός περιγελά την πίστι μας". 
Ο Καϊμακάμης του λέγει: 
"Γιατί, Νικόλαε, αφού έγραψες το σαλαβάτι και το αναγινώσκεις, ύστερα δεν γίνεσαι Τούρκος;"
Ο Νικόλαος, παρ' όλο το νεαρό της ηλικίας του, ουδόλως εδείλιασε. 

Με σωφροσύνη και θάρρος διηγείται λεπτομερώς τί συνέβη. 
Ο Καϊμακάρης όμως βρήκε την ευκαρία της ζωή του. Να κάμη έναν Χριστιανό, Τούρκο. Και μάλιστα έναν νέο. Γι' αυτό είτε απελογήθη ο Νικόλαος είτε όχι, έμεινεν αδιάφορος, σαν να ήταν κουφός. Αυτός συνεχίζει τα δικά του.

 "Επειδή, Νικόλαε, ανέγνωσες το σαλαβάτι, πρέπει οπωσδήποτε να γίνης Τούρκος. Εγώ θα σου δώσω μεγάλο αξίωμα, θα σε τιμήσω και θα σε δοξάσω μέσα στ' ανάκτορα". 
Απτόητος ο Άγιος απαντά: 
"Εγώ είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου μόνον πιστεύω ως Θεόν αληθινόν. 

Οι τιμές και τα αξιώματα δεν μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι". Διηγούμενος αυτή την ιστορία θαυμάζω, αδερφοί μου, την παρρησία, την σωφροσύνη, την ανδρεία αυτού του νεαρού παιδιού. 
Ήταν δεν ήταν δέκα έξη ετών. Είχε τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, την χάρι του Κυρίου. "Εγώ γαρ δώσω υμίν σοφίαν και δύναμιν, η ου δυνήσονται αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν". Άλλ' όσους επαίνους κι αν προσκομίσω ουδέν προσφέρω. Μειώνω μάλλον τον Άγιον. Διό και εν συνοχή καρδίας τον ακολουθώ στο μαρτύριο του. 
Βλέποντας ο Καϊμακάμης το αμετάθετον της γνώμης του Νικολάου και ότι δεν κατορθώνει τίποτε προστάζει να δέσουν τα χέρια του πισθάγκωνα σ' ένα στύλο του Σεραγιού. Καλά δεμένος ο Άγιος δεν μπορούσε ούτε να κινηθή ούτε να αντιδράση. Ξεσκίζουν τα ρούχα του και του κάνουν σινέτι τουτέστι περιτομή. Νόμιζεν ο άθλιος ότι έτσι, προ του τετελεσμένου γεγονότος, θα επείθετο και θα ωμολογούσε την θρησκεία τους ως αληθινή. Και δεν τους έφθασεν αυτή

 η αισχρή πράξις. Τον περιγελούσαν κι όλας όλοι οι παρόντες. Του έλεγαν: 
"Εσύ, Νικόλαε, διάβασες την ομολογία μας, έκαμες σαλαβάτι και εμείς σου κάνουμε σινέτι (περιτομή). Έγινες πλέον Τούρκος". 
Αλλ' ο μακάριος και ευλογημένος εκείνος νεανίας περισσώς έκραζε: 
"Ψέμματα λέτε, εγώ είμαι Χριστιανός και στον Χριστόν μου μόνον πιστεύω". 
Λυσσασμένος ο Καϊμακάρης που ρεζιλεύεται από ένα έφηβο και τίποτε δεν έκαμε με την περιτομή, διατάζει και τον ρίχνουν στη φυλακή των κακούργων. 

Εκεί παρέμεινε νηστικός επί δέκα πέντε ολόκληρες μέρες. Τέλος εδέησε και τον βγάζουν απ' τα μπουντρούμια. Τον παρουσιάζουν πάλι ενώπιον του Καϊμακάμη. Αυτός περιμένει να του φέρουν μπροστά του ένα ράκκος, ένα νηστικό εξαθλιωμένο παιδί που ζητάει έλεος, συγχώρεσι και φαγητό. 
Παραδόξως παρουσιάζεται ένας Νικόλαος φαιδρός και χαριέστατος. 

Οι παρευρισκόμενοι έκραυγαζαν: "Ή Τούρκος να γίνη ή να θανατωθή". 
Τον ρωτάει εκ νέου ο Καϊμακάμης αν τυχόν μετανόησε ύστερα από τόσες στερήσεις και αποδέχεται την θρησκεία του Μωάμεθ. Ο γενναίος εκείνος με ακόμη μεγαλύτερη τόλμη και με όλη την δύναμι του φωνάζει: 
"Χριστιανός είμαι και στον Χριστό μου πιστεύω. Δεν αρνούμε τον Χριστό μου έστω και αν με βασανίσετε με μύρια βασανιστήρια". 
Ύστερα απ' αυτά είδαν και απόειδαν ότι ο άγιος δεν μεταπείθεται, τον φυλακίζουν και πάλι. Εκεί θα βάλει μυαλό, σκέφτηκαν. Συχνά - πυκνά τον δέρνουν με ραβδισμούς επώδυνους και ανυπόφορους. 
Καθ' ον χρόνον ευρίσκετο ο άγιος στη φυλακή, ο ιδιοκτήτης του μπακάλικου του πατέρα του, λυπήθηκε δήθεν τον νέο. Ήταν Τούρκος και εύκολα μπήκε στη φυλακή. Συναντά τον Άγιο. Του υπόσχεται πως αν γινόταν Τούρκος, θα γλύτωνε τη ζωή του. Επί πλέον θα του έδιδε ως σύζηγο την θυγατέρα του καθώς και προίκα υπέρογκη. Μεγάλη παγίδα κι αυτή. Δεν πιάστηκε όμως ο Άγιος. Του απήντησε με ήρεμη και γαλήνια φωνή: 
"Ευχαριστώ για την πρότασι σου. Αλλά μάθε πως πλούτο μεγάλο στην καρδιά μου έχω την πίστι του Χριστού μου". 
Έφυγεν άπρακτος. Μετά από μερικές μέρες έρχεται νέα προσταγή του Καϊμακάμη. Να αποφυλακισθή ο Άγιος και να παρουσιασθή στον Ανώτερο κριτή. Παρουσιάζεται. 
Βλέποντας ο Κριτής μπροστά του ένα νεαρό του οποίου το πρόσωπο απήστραπτε από την Θεία Χάρι, άρχισε με πολλήν - σατανική - ηρεμία να τον κολακεύη και να του υπόσχεται μύρια όσα καλά, αν εγίνετο Μωαμεθανός. Ο Άγιος και πάλι σταθερά επαναλαμβάνει: 
"Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Γιατί αργείτε και δεν με θανατώνετε όσον γίνεται γρηγορότερα;"
Μετά την σταθερή αυτή ομολογία ήλθεν η διαταγή του Κριτού. Να αποκεφαλισθή. Ο Έπαρχος συνοδευόμενος από φανατισμένο όχλο οδηγεί τον Άγιο στον Ταχτά - Καλέ. Μπροστά στο μαγαζί του πατέρα του. 
Ο Άγιος ήτο όλος χαρά γιατί θα μαρτυρούσε για το Χριστό του. Δεν δείλιασε καθόλου μπροστά στον θάνατο, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Βάδιζε σαν να πήγαινε σε γάμο και το πρόσωπό του άστραφτε σαν το πρόσωπο του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου. 
Το κούτσουρο στήθηκε. 

Ο τζελάτης (ο δήμιος δηλαδή) τον γονάτισε. Ο Μάρτυς ακούμπησε το κεφάλι του στο κούτσουρο. Άπλωσε όσο μπορούσε περισσότερο το λαιμό του για να διευκολύνη τον δήμιο. Το βαρύ ξίφος υψώθηκε, άστραψε στις ακτίνες του ηλίου, και έπεσε με δύναμι στον τρυφερό τράχηλο αυτού του ηρωϊκού παιδιού. 
Το ωραίο εκείνο εφηβικό κεφάλι αποχωρίστηκε και κύλισε. Το σώμα σπαρτάρισε για λίγο και έπεσε...
23 Σεπτεμβρίου του 1672ου σ.ε. ημέρα Δευτέρα. Η διαταγή του Κριτού ήταν αυστηρή. Το σώμα και το κεφάλι θα παραμείνουν άταφα επί μέρες, για φόβητρο των Χριστιανών. 
Επί τρία μερόνυχτα οι πάντες έβλεπαν ένα θείο φως να κατέρχεται και να φωτίζη κατά τρόπο θαυμαστό το Άγιο Λείψανο. Οι αγαρηνοί φρουροί τρομαγμένοι και ταραγμένοι από το γεγονός, διέδιδαν οι ανόητοι ότι ο Θεός, ρίχνει φωτιά για να το κατακαύση. 
Μετά τις τρεις μέρες οι Χριστιανοί πλήρωσαν χρήματα πολλά στους κρατούντες και έτσι πήραν την άδεια να συστείλουν το τίμιον λείψανον του Αγίου. Με μεγάλη κατάνυξι αλλά και πολύ θάρρος το έβαλαν σε ψαροκάϊκο χριστιανικό και το μετέφεραν στο νησί της Χάλκης. Εκεί το έθαψαν στο μοναστήρι της Παναγίας. 
Μετά από χρόνια, άγνωστο πόσα, έγινε η ανακομιδή των τιμίων του Μάρτυρος Λειψάνων. Ανέδωσαν άρρητον ευωδία. Η ανακομιδή έγινε από Αγιορείτες πατέρες γι' αυτό και τα περισσότερα των Τ. Λειψάνων βρίσκονται σε δύο μονές του Αγ. Όρους, την Μονή Ξηροποτάμου και την Μονή Γρηγορίου. Η κάτω σιαγών ευρίσκεται στην Μονή Προυσού, τεμάχιον δε οστού στη Μονή Τατάρνης. 
Ναός του Αγίου υπάρχει στο Καρπενήσι. Η μνήμη του είναι για την πόλι επίσημος αργία. Τιμάται ιδιαιτέρως υπό των κατοίκων ως προστάτης της πόλεως και θαυματουργός. 
Και πολύ δικαίως.

πηγή

Ο θείος Τάκης και ο θείος Τάκης

$
0
0

Είναι δύο ξαδέλφια της μάνας μου -ξαδέλφια και μεταξύ τους- συνομήλικα σχεδόν και συνονόματα. Ο θείος Τάκης και ο θείος Τάκης. Έχουν πατήσει τα ογδόντα αλλά βαστιούνται μια χαρά. Μοιάζουν κιόλας – ψηλοί, σωματώδεις και ασπρομάλληδες, σαν πολικές αρκούδες που το έσκασαν απ’ τον ζωολογικό κήπο της πόλης.

Γεννήθηκαν αμφότεροι στις αρχές της δεκαετίας του '30. Από πατέρα Αθηναίο, «γκάγκαρο»,
 ο Τάκης ο μεγάλος. Λιμπίστηκε τα τσακίρικα μάτια της Σμυρνιάς ο γκάγκαρος χασάπης και την πήρε «και ας μην είχε δεύτερο βρακί». Από πατέρα και μάνα πρόσφυγες ο Τάκης ο μικρός,
 οι οποίοι -ακόμα κι όταν «η Ελλάς ευημερούσε» όπως κοκορεύονταν οι εκάστοτε πρωθυπουργοί- επέμεναν να τα φέρνουν πολύ δύσκολα βόλτα, μεροδούλι-μεροφάι…

Κατά τα παιδικά τους χρόνια χώριζαν τους Τάκηδες δύο χιλιόμετρα σκάρτα πλην άβυσσος κοινωνική. Στην πλατεία Γκύζη είχε το κρεοπωλείο του ο γκάγκαρος. Στις εργατικές πολυκατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας έμεναν οι πρόσφυγες. Στις ενδιάμεσες αλάνες αντάμωναν κι έπαιζαν μπάλα τα πιτσιρίκια. Κάθε Χριστούγεννα και κάθε Πάσχα, στα τραπεζώματα της κοινής τους γιαγιάς, ο Τάκης του χασάπη εμφανιζόταν με δώρα για τον φτωχό του εξάδελφο. Κοκκίνιζε το προσφυγάκι, έσκυβε το κεφάλι και τραύλιζε «χίλια ευχαριστώ» για τα ταλαιπωρημένα παπούτσια και για τα φθαρμένα παλτά. «Δεν λες που έχουν έναν χρόνο διαφορά και τα αποφόρια του ενός χωρούν στον άλλον;» έβλεπε πάντοτε η γιαγιά τους τη θετική πλευρά.

Την Κατοχή και τα μετέπειτα, ο γκάγκαρος χασάπης κατάφερε να τα περάσει σχεδόν αβρόχοις ποσί. Επρόκειτο για σπάνιο κατόρθωμα να κρατάς ίσες αποστάσεις από τους Χίτες κι από το ΕΑΜ, να καίγεται ο κόσμος γύρω σου κι εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου κι όταν σου πυρπολούν στα Δεκεμβριανά το μαγαζί, να κάνεις τον σταυρό σου και λουφαγμένος μες στο σπίτι σου να περιμένεις στωικά προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα.

Ο μπατζανάκης του ο πρόσφυγας δεν διέθετε παρόμοιες αρετές: Βγήκε από τους πρώτους στο βουνό. Σκοτώθηκε από τους πρώτους. Ο Τάκης ο μικρός έμεινε ορφανός. «Αλλά και να ’χε ζήσει ο μπαμπάς σου» του έλεγε μια μέρα ο χασάπης «τι χαΐρι θα ’χατε δει; Στα Μακρονήσια θα τραβιότανε ή στις Τασκένδες, αίμα θα φτύνατε οικογενειακώς... Ενώ τώρα η δράση του έχει σχεδόν ξεχαστεί. Ουδέν κακόν λοιπόν αμιγές καλού…».

Διόλου δεν είχε ξεχαστεί η δράση του. Τελειώνοντας με τα χίλια ζόρια το Γυμνάσιο, 
ο Τάκης ο μικρός διεπίστωσε πως το όνομα του μπαμπά του τον βάραινε. Αν ήθελε να συνεχίσει σπουδές -σιγά μην αποτολμούσε τέτοιο όνειρο-, αν ήθελε να διοριστεί κλητήρας ή να αποκτήσει έστω άδεια μικροπωλητή, έπρεπε να υπογράψει ένα μάτσο χαρτιά ότι «αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμόν και τας παραφυάδας αυτού»… Δεν είχε την παραμικρή σκασίλα
 ο Τάκης ο μικρός για τον κομμουνισμό. Ένιωθε όμως πως, στην ουσία, του ζητούσαν να αποκηρύξει τον πατέρα του. Τους έριξε δυο μούντζες και με ό,τι λεφτά είχε και δεν είχε, έβγαλε ένα εισιτήριο τρίτης θέσης. Στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού δεν τον περίμενε κανείς. Μα ήταν δεκαεννιά χρονών: Το χέρι του έστυβε την πέτρα, το καυλί του την τρυπούσε.

Ο Τάκης ο μεγάλος κατάφερε με τον βούρδουλα του πατέρα του και ας μην τα ’παιρνε και πολύ τα γράμματα να τελειώσει το Πανεπιστήμιο Πειραιά – «Βιομηχανική Σχολή» το έλεγαν τότε.
 «Δεν θα σε χαραμίσω στις νεφραμιές και τις συκωταριές, επιστήμονα άνθρωπο!» του ανακοίνωσε όλος καμάρι ο χασάπης μόλις είδε το πτυχίο. Και με τη μεσολάβηση ενός βουλευτή -στον οποίον εδώ και χρόνια προμήθευε τις καλύτερες νεφραμιές και συκωταριές- τον διόρισε στο Υπουργείο Συγκοινωνιών. Του έραψε δυο κοστούμια και του έδωσε την ευχή του.

Στιγμιότυπα από τις ζωές του θείου Τάκη και του θείου Τάκη:
1955. Ο Τάκης ο μεγάλος, ο γκάγκαρος, αρραβωνιάζεται τη Βούλα, θυγατέρα ταξιάρχου. Εγκαθίσταται στο προικώον, στη Νεάπολη Εξαρχείων και αγοράζει με τις αποταμιεύσεις του ηλεκτρικό ψυγείο. Για την ηλεκτρική κουζίνα βάζει γραμμάτια.

1956. Ο Τάκης ο μικρός κοιμάται σε ένα ημιυπόγειο στην Αστόρια μαζί με τρεις ακόμα μετανάστες. Κάθε πρωί, αξημέρωτα, ξεκινάει για το Μανχάταν. Επί δώδεκα ώρες σπρώχνει ένα καροτσάκι με πρέτζελ, αλατισμένα κουλούρια. Τα μεσημέρια κάνει είκοσι λεπτά διάλειμμα, κολατσίζει στην είσοδο του Σέντραλ Παρκ. Επίσης, κατουράει πίσω από τον ίδιο πάντα θάμνο.

1958. Ο Τάκης ο μεγάλος φωτογραφίζεται με την πρωτότοκη κόρη του, με φόντο τα περιστέρια της πλατείας Συντάγματος. Ο Τάκης ο μικρός ερωτεύεται μιαν εβραιοπούλα πολωνικής καταγωγής, εργάτρια σε υφαντουργείο. Παραμερίζουν τις θρησκευτικές προκαταλήψεις τους και κλέβονται.

1962. Ο Τάκης ο μεγάλος δίνει το προικώον αντιπαροχή και αποκτά αυτοκίνητο. Ι.Χ.
 Ο Τάκης ο μικρός πουλάει το καρότσι και την άδεια του κουλουρά και μπαίνει συνέταιρος σε ένα σουβλατζίδικο στην Αστόρια. Την 25η Μαρτίου, ο γιος του παρελαύνει στην Πέμπτη Λεωφόρο ντυμένος τσολιαδάκι.

1970. Ο Τάκης ο μεγάλος ακούει κεκλεισμένων των θυρών τις ελληνικές εκπομπές του BBC και της Deutche Welle αλλά στο υπουργείο αποκαλεί τη Χούντα «Επανάσταση». Παραμερίζοντας τους τελευταίους του ενδοιασμούς, εκφωνεί ενώπιον του προσωπικού τον πανηγυρικό της 21ης Απριλίου. Έπειτα από δυο εβδομάδες, προάγεται σε Γενικό Διευθυντή.
1971. Ο Τάκης ο μικρός πηγαίνει σε συνεστίαση του ΠΑΚ Νέας Υόρκης και βλέπει τον Ανδρέα Παπανδρέου να βροντάει και να αστράφτει, μην αποκλείοντας το αντάρτικο εναντίον των Συνταγματαρχών. Εντυπωσιάζεται μεν, φτύνει δε τον κόρφο του που δεν έχει πια κανένα πάρε-δώσε, καμιά εξάρτηση από την Ελλάδα.
1976. Στην αγωνία του να ξεπλύνει τη ρετσινιά του συνεργάτη της Χούντας, ο Τάκης ο μεγάλος γράφεται στο Πασόκ. Ακόμα κι όσοι θυμούνται το παρελθόν του, τον αντιμετωπίζουν με κατανόηση. Κυρίως επειδή είναι υποδειγματικός υπάλληλος και εξαιρετικός κύριος. Εάν ήθελε εξάλλου -σκέφτονται- να επωφεληθεί προσωπικά, θα πήγαινε στη Νέα Δημοκρατία κι όχι στο «Κίνημα» του 13%...
1979. Ύστερα από τριάντα χρόνια, ο Τάκης ο μικρός επιστρέφει συν γυναιξί και τέκνοις στην Ελλάδα, για διακοπές, και συναντιέται με τους συγγενείς του. Οι θυγατέρες του Τάκη του μεγάλου βρίσκουν τους τρεις ελληνοαμερικάνους ξαδέλφους τους «καράβλαχους». Θαμπώνονται όμως από την καμπάνα στον Αστέρα, όπου έχει καταλύσει η οικογένεια του θείου τους. «Για κοίτα πού πηγαίνουν τα λεφτά…» λένε πικρόχολα.

1985. Παρά τις υποσχέσεις που του είχαν δοθεί, ο Τάκης ο μεγάλος δεν περιλαμβάνεται τελικά στα ψηφοδέλτια του Πασόκ. Η απογοήτευσή του είναι τέτοια ώστε -σε συνδυασμό με την κρίση μέσης ηλικίας- τον ρίχνει σε κατάθλιψη. Για να το ξεπεράσει, ερωτεύεται μια νεαρή δακτυλογράφο κι εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία. Μέσα στους επόμενους έξι μήνες, πηγαίνει σε περισσότερα μπουζούκια και πολυτελή εστιατόρια από ό,τι σε όλη την προηγούμενη ζωή του. Φωτογραφίζεται, στο τσακίρ κέφι, με τον Σταμάτη Κόκοτα από πάνω του να του κρατάει το μικρόφωνο για να τραγουδήσει «μου ’φαγες όλα τα δακτυλίδια…».

1988. Ο Τάκης ο μικρός παθιάζεται με την υποψηφιότητα του Μάικλ Ντουκάκις για την Προεδρία. Τα τρία εστιατόρια που έχει πλέον -στην Αστόρια και στο Λονγκ Άιλαντ- του δίνουν τη δυνατότητα να την υποστηρίξει και οικονομικά, με το ποσό των πενήντα χιλιάδων δολαρίων. Η ήττα του Ντουκάκις τον πικραίνει βαθύτατα. Είναι περήφανος ωστόσο που έκανε το πατριωτικό του καθήκον, καθώς και το κομμάτι του στην ομογένεια.

1992. Ο Τάκης ο μεγάλος παθαίνει έμφραγμα και σώζεται στο παραπέντε. Επιστρέφει με την ουρά στα σκέλια στην οικογένειά του. Η σύζυγός του Βούλα τον δέχεται με ανοιχτές αγκάλες. 
Δεν θα περάσει όμως ούτε μια μέρα εφεξής δίχως να του υπενθυμίσει τα «ρεζιλίκια» του. 
Το εφάπαξ -εννοείται- από το υπουργείο κατατίθεται σε δικό της λογαριασμό.

1996. Ο τελευταίος γιος του Τάκη του μικρού σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό. «Ό,τι παιδί αποκτήσετε» προστάζει τους δυο άλλους μετά την κηδεία «θα το βαφτίσετε Γιώργο. Ή έστω Γεωργία…». Σχεδόν αμέσως συνειδητοποιεί το μάταιον του πράγματος. «Τι νόημα έχει; Βγάλτε τα παιδιά σας όπως θέλετε, ζωή να έχουν!».

2004. Ο Τάκης ο μικρός έρχεται στην Αθήνα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες μαζί με τη δεκαμελή του πλέον οικογένεια. Μαγεύεται, τον πιάνει νοσταλγία. Σκέφτεται να αγοράσει ένα σπίτι, παραθαλάσσιο, για να περνάει τα καλοκαίρια, να βελτιώνουν και τα εγγονάκια του τα ελληνικά τους. Όταν μαθαίνει τις τιμές των ακινήτων, του σηκώνεται η τρίχα. «Και δεν παίρνω ένα φλατ με θέα στο Σέντραλ Παρκ;» λέει.

Ιούλιος 2013. Ο Τάκης ο μεγάλος πάει κρυφά από τη γυναίκα και τις κόρες του στο Ιντερκοντινένταλ, να βρει τον εξάδελφό του. Συναντιούνται στο μπαρ πλάι στην πισίνα –
 ο Τάκης ο μεγάλος φοράει κοστούμι ενώ ο Τάκης ο μικρός καναρινί μαγιό, η εικόνα που παρουσιάζουν είναι κωμική. Του περιγράφει το χάλι της Ελλάδας και τη δική του την κατάντια. 
«Η σύνταξή μου έχει πέσει στο μισό, δεν έχω πια να δώσω χαρτζιλίκι στα εγγόνια μου. 
Το εφάπαξ έγινε προίκα για τις θυγατέρες μου – χωρίσανε κι οι δύο, οι γαϊδούρες! Ζούμε με ένα χιλιάρικο σκάρτο τον μήνα…». Δεν χρειάζεται να προχωρήσει - ο Τάκης ο μικρός έχει καταλάβει. Βγάζει απ’ το δερμάτινο τσαντάκι το μπλοκ του και του κόβει επιταγή, δέκα χιλιάδες δολάρια. «Δεν ξέρω πότε θα μπορέσω να στα επιστρέψω…». «Μα δεν στα δίνω δάνειο.
 Είναι το “ευχαριστώ” για τα ρούχα και τα παιχνίδια που μου χάριζες όταν ήμασταν παιδιά…». 
Ο Τάκης ο μεγάλος αρχίζει τότε να κλαίει γοερά, ο Τάκης ο μικρός τού παραγγέλνει ένα ουίσκι διπλό, μπας και τον συνεφέρει. «Πού τα σκατώσαμε, βρε ξάδελφε; Πώς καταντήσαμε έτσι;». «Περάσατε όμως και μπέικα…». «Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα! Εσύ έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου και πρόκοψες…». «Μπα, τυχερός στάθηκα. Θα μπορούσαν να έχουν έρθει τα πράγματα ανάποδα. Δεν μετανάστευσα εξάλλου με τη θέλησή μου – κλωτσηδόν έφυγα…». «Δεν βαριέσαι» αμπελοφιλοσοφεί ο Τάκης ο μεγάλος. «Κάποιοι άνθρωποι είναι πουλιά και κάποιοι άλλοι δέντρα…». «Όλοι οι άνθρωποι δέντρα γεννιούνται» τον διορθώνει 
ο Τάκης ο μικρός. 
«Μερικοί, απλώς, βγάζουν στην πορεία φτερά.».
Χρήστος Χωμενίδης

Δημήτριος Τόφαλος, ο υπεραθλητής του Μεσοπολέμου (1882-1966)

$
0
0

Θρυλικός αθλητής της άρσης βαρών. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1882 και από νεαρή ηλικία φάνηκαν οι φυσικές του δυνατότητες. Όλη η πόλη μιλούσε γι’ αυτόν και το πώς επέζησε από ένα σοβαρό ατύχημα. Το 1894 και σε ηλικία 12 ετών ο μικρός Δημήτρης έπαιζε κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές, όταν ένα βαγόνι ήρθε κατά πάνω του και του συνέτριψε το χέρι. Στο νοσοκομείο οι γιατροί επέμεναν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του χεριού του. Ο πατέρας του αρνήθηκε και στην πορεία του χρόνου δικαιώθηκε. Το χέρι του γιου του σώθηκε, αλλά παρέμεινε μικρότερο από το άλλο. Η μικρή αυτή αναπηρία δεν εμπόδισε τον Δημήτρη Τόφαλο να γίνει ένας σπουδαίος αθλητής.

Το 1899 γράφτηκε στη Γ.Ε. Πατρών, μετέπειτα Παναχαϊκή, και ασχολήθηκε με την άρση βαρών. Το 1904 ήταν πανέτοιμος για τη μεγάλη διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Αγίου Λουδοβίκου. Αρρώστησε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και αναγκάστηκε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο στην Αμβέρσα. Δύο χρόνια αργότερα στη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας (9-19 Απριλίου 1906) κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο αγώνισμα της Άρσης Βαρών με τα δύο χέρια. Σήκωσε 142,5 κιλά, επικρατώντας έπειτα από σκληρή διήμερη μάχη του αυστριακού Γιόζεφ Στάινμπαχ. Η επίδοσή του αυτή ήταν πολύ μεγάλη για την εποχή και παρέμεινε ως παγκόσμιο ρεκόρ μέχρι το 1914.

Κατά την επιστροφή του στην Πάτρα, 6.000 φίλαθλοι του επιφύλαξαν αποθεωτική υποδοχή στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, εκεί όπου πριν από 12 χρόνια είχε το ατύχημα, που παρ’ ολίγο να του κοστίσει τη ζωή. Ο Τόφαλος δεν μπόρεσε να συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς το 1908 στο Λονδίνο η άρση βαρών δεν συμπεριλαμβανόταν στο επίσημο πρόγραμμα. Τον ίδιο χρόνο εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και για βιοποριστικούς λόγους ασχολήθηκε με την ελευθέρα πάλη (κατς). Έγινε γνωστός για το πείσμα του, παρά για τη δύναμή του. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο αγώνας του με τον παγκόσμιο πρωταθλητή Φρανκ Γκοτζ. Ο αντίπαλός του με μια λαβή του έσπασε το χέρι και ο Τόφαλος, σφαδάζοντας από τους πόνους, αγωνίστηκε μέχρι τέλους, χωρίς να εγκαταλείψει τη μάχη.
 Η επιμονή του αυτή του στοίχισε τρεις μήνες νοσηλείας, αλλά τον έκανε διάσημο.
Μετά την αποχώρησή του από τα ταπί έγινε μάνατζερ του πασίγνωστου έλληνα κατσέρ Τζιμ Λόντου, τον οποίον συνόδευσε στην Αθήνα το 1930 για τον αγώνα του κατά του Ζιμπίνσκι στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ο Τόφαλος υπήρξε εκ των ιδρυτών του ελληνοαμερικανικού αθλητικού συλλόγου της Νέας Υόρκης «Ερμής».
Το 1952 επανήλθε στην Ελλάδα και πέθανε στην Πάτρα στις 15 Νοεμβρίου 1966. Στην καριέρα του κατέκτησε 140 έπαθλα στην άρση βαρών και 251 στην ελευθέρα πάλη (κάτς). Η γενέτειρά του Πάτρα τον τίμησε, δίνοντας το όνομά του σε οδό και σε κλειστό γυμναστήριο.
Ο Δημήτριος Τόφαλος ήταν ιδιαίτερα εύσωμος. Για τον λόγο αυτό, το επώνυμό του επικράτησε να χρησιμοποιείται ως χαρακτηριστικό των ανθρώπων μεγάλου ύψους και βάρους («είναι Τόφαλος»).

«Εξάρχεια - GLORY DAYS».

$
0
0



Από την Λαμπρινή Χ. Θωμά  

 Μια αναδρομή σε πιο ηρωικές αλλά και αυτοκαταστροφικές εποχές στην πλατεία των 80s.     Συγκέντρωση στο Χημείο. Ο αντιτρομοκρατικός της Νέας Δημοκρατίας. Γιώργος Καραμπελιάς και Γιάννης Πισιμίσης ξιφομαχούν στα μαρμαρένια αλώνια του Χώρου. Διακόπτει ο Στέφανος
 ο Πατησιώτης. Ο Στέφανος, ρε, που έζησε. Ο Κουμής κι η Κανελλοπούλου δεν έζησαν. Δολοφονήθηκαν.   
 Cut.    Στην ταράτσα του χημείου μολότοφ. Στα χέρια, στις σάκες, στο αμπέχονο το «Ιδεοδρόμιο» του Λεωνίδα Χρηστάκη, το «Κράξιμο» της Πάολας, το «της Φυλακής» της Κατερίνας Ιατροπούλου. Τα δεκάδες φανζίν. Ο Κάιν με το άσπρο ποντίκι του.   
 Cut.    Καλλιδρομίου. Κατηφόρα Ανηφόρα. Στουρνάρη. Πάνω Κάτω. Και πού να δεις το κατοστάρι, με το γκλομπ σε απόσταση αναπνοής. Δε λαχανιάζουν ποτέ. Με το περίστροφο σε απόσταση αναπνοής. Μιχάλης Καλτεζάς.
 Η Αθήνα καίγεται, ο δολοφόνος μετατίθεται. ΜΑΤ και ΜΕΑ για μια Ελλάδα Νέα.  
  Cut.    Καλλιδρομίου. Χρήστος Βακαλόπουλος. Χρήστος Δασκαλόπουλος. Νίκος Νικολαΐδης. Κωστής Παπαγιώργης. Κάποτε Χατζιδάκις.  Ντεκαντάνς. Νικ Κέιβ. Τρύπες. Οργισμένοι Βαλκάνιοι.   
 Cut.    Χρήστος Τσουτσουβής. Η μάχη του Γκύζη. Γιάννης Σερίφης. Επαμεινώνδας Σκυφτούλης. Χριστόφορος Μαρίνος. Κυριάκος Μαζοκόπος. Συνήθεις ύποπτοι.  
  Cut.    Ο Άσιμος κι η κόρη του. Μαλάκα, πρόσεχε, είναι μεγάλος μπήχτης. Πώς μεγαλώνει αυτό το παιδί; Κασέτες, δικές του αναπαραγωγές. Τραγουδάνε τα τραγούδια του γύρω από φωτιές. Στο παρκάκι δίπλα στο μουσείο. Ο Μήτσος από την κατάληψη του Ηρακλείου, ο Χρήστος από τους αναρχικούς του Μαρουσιού. «Είμαστε τρομοκράτες, Είμαστε τρομοκράτες, κι οι Γερμανοί Εργάτες τρομοκράτες ήταν κι αυτοί». Ο Ραλφ Πόλε μικρός ήρως της πλατείας. Φράξια Κόκκινος Στρατός και η εντόπια έκδοση, 17Ν εν και το αυτό.  
  Cut.    Υπουργός Δημόσιας Τάξης Δροσογιάννης. Αρχιμπάτσος Νίκων Αρκουδέας. «Φύγετε παιδιά, έρχεται ο Γιωργακάκης να σας δείρει!». Καλός μπάτσος - κακός μπάτσος. «Διαδήλωση δε γίνεται χωρίς τον Αρκουδέα / αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι μια ιδέα».
Κατάληψη – Χημείο ή Νομική; Καληνυχτίζει αυτοπροσώπως την Επιτροπή Κατάληψης.    
Cut.    Οι 400 της φρεσκοβαμμένης «Ρήξης». Ο Βαγγέλης με τα χέρια ψηλά. Είμαστε άοπλοι. Έχουμε πόλεμο.   Μουσικές Ταξιαρχίες κι άλλες αηδίες εν είδει χάπενινγκ. Θα πάρω σιδερόβεργες το μωρό μου / θα πάρω σιδερόβεργες, μολότοφ κι αλυσίδες...  
  Cut.    Ο Δράκουλας των Εξαρχείων. Βρίζοντας το Κοινό. Μαρία Ξενουδάκη. Εγώ, η Ούλρικε Μάινχοφ Καταγγέλω.   
 Cut.    Κάππα Μαρούσης. Πέντε άνθρωποι νεκροί από φωτιές που άναψαν οι μπάτσοι με τα δακρυγόνα. Πρυτανεία Πολυτεχνείου. Καμένη από φωτιές που άναψαν οι μπάτσοι με τα δακρυγόνα. Δεν ξεχνώ.  
  Cut.    Ο Μάνος Χατζιδάκις δε φοβάται την πλατεία. Όχι συχνά. Όμως κάποτε. Συγκοινωνούντα δοχεία οι αλήθειες.   
 Cut.    Καταλήψεις σπιτιών. Ομαδικές συλλήψεις. Όλοι περαστικοί. Όλοι; Όχι όλοι. Το μικρό γαλατικό χωριό αντιστέκεται. Ο Θοδωρής Πισιμίσης κι η αξέχαστη απολογία του. «Εγώ δεν ήμουνα περαστικός. Είμαι αναρχικός».  
  Cut.    Στις συνοικίες η νιότη φλέγεται. Η Λυσσασμένη Γενιά του Χαλανδρίου. Ελευθεριακοί Κομμουνιστές Περιστερίου, όλοι ροκαμπίλια. Πατησιώτες αναρχικοί. Μαθητικό κίνημα Πειραιά. Τα μεταλλαγμένα της Γκράβας: στο προαύλιο ανάβουν λάστιχα και περνάνε μες από τον καπνό για να συνηθίσουν και να μη μασάνε στα δακρυγόνα. Πετάνε τούβλα στον αέρα να εκπαιδεύονται. Μολότοφ αέρος αέρος. Διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας σε απόλυτη λειτουργία. Στην πλατεία κατεβαίνουν όλοι, για τη ζύμωση. Ο Χώρος.   
 Cut.    Ο παπα Τσάκαλος στις πορείες. Το βιβλιοπωλείο του Γαρμπή. «Ελεύθερος Τύπος».  
 Ο ποιητής απέναντι στα κακογραμμένα βερεσέδια του μπακάλικου της εξουσίας. Άρρωστος. Αρνείται τη σύνταξη που του πετάνε «τιμητικά». Απλήρωτοι λογαριασμοί, και η Κροστάνδη της απεραντοσύνης σε ένα υπόγειο. Η παρακαταθήκη – Νίκος Καρούζος. Θεμέλιος Εξαρχειώτης.   
 Cut.    Σόλωνος. Κατερίνα Γώγου. Αφισοκόλληση. Ρε συ, περιπολικό! Βγάζει το σακάκι της, παίρνει την κόλλα, αλείφει τη φόδρα και το κολλάει στην κολόνα. Η Κατερίνα είναι ποιήτρια.
 Η Κατερίνα είναι ηθοποιός. Η Κατερίνα τα έχει βάλει με τους πρεζέμπορους της πλατείας.
 Η Κατερίνα κατάντησε πρεζόνι. Η Κατερίνα - η πλατεία. Πλατεία-ποιήτρια, πλατεία-ηθοποιός, πλατεία-πολεμίστρια, πλατεία πρεζόνι.   
 Cut.    Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη. Χοντρέμποροι ναρκωτικών και σκίνχεντς. 
Τέλος. Κι αρχή.     Πηγή: www.lifo.gr

Λεωφόρος Πανεπιστημίου

$
0
0

*Η Αθήνα σε καρτ ποστάλ λίγο πριν από το 1900.

Εν Αθήναις....οι στοές του θανάτου

$
0
0



Σε μια στοά του Κέντρου έκλεισαν ακόμα δύο μαγαζιά....ε και λοιπόν θα μου πείς σιγά την είδηση.
Από την μία είσοδο υπάρχει επαίτης-χρήστης  που μόλις σε βλέπει ....έρχεται κοντά σου.
Κάπως νοιώθεις αιφνιδιασμένος δεν υπάρχει και επαρκής φωτισμός οπότε
το λιγότερο...δεν νοιώθεις άνετα...
Περνάς τα πρώτα διόδια πληρώνοντας και αντί να κάνεις όπισθεν και να φύγεις
κάνεις την βλακεία και συνεχίζεις στην στοά για να βγείς στον κεντρικό δρόμο.
Δεύτερα διόδια οπότε αρχίζεις να τρέχεις....
Δεν είναι πλάκα...δυστυχώς....
Πολλά νέα παιδιά χρήστες έχουν γεμίσει το Κέντρο....δεν κάθονται σε γωνιές
κυκλοφορούν σε εντοπίζουν και σε σταματούν κλείνοντας τον δρόμο σου
 και δείχνοντας τις πληγές στα πόδια τους
και στα χέρια τους προκειμένου να αναγκαστείς να τους δώσεις χρήματα για να φύγεις.
Μια ομηρία ολιγόλεπτη θα έλεγα με όπλο τον φόβο της μόλυνσης.
Καμμία μέριμνα από την πολιτεία γι αυτούς τους ανθρώπους αλλά και για τους
διερχόμενους.
Το γνωστό κόλπο με την σύριγγα στο χέρι επιμελώς κρυμμένη....να φαίνεται
ξανά στο προσκήνιο.
Κάποιες καφετέριες προστατεύουν τις τουαλέτες τους από τους χρήστες
βάζοντας κωδικό εισόδου τον αριθμό της απόδειξης του καφέ που θα πάρεις.
Το φτηνό-μπόμπα ναρκωτικό έχει γεμίσει τις πιάτσες και έχει
 αυξηθεί η πελατεία.
Ειδικά οι πρώην εμπορικές και τώρα έρημες στοές του Κέντρου της Αθήνας
είναι μόνιμα στέκια τοξικομανών.
Θα δείς πεταμένες σύριγγες...λεμονόκουπες....αίμα....ακαθαρσίες...
Τουλάχιστον να βάλουν  ενημερωτικές πινακίδες στις εισόδους των
με την ένδειξη....ΚΙΝΔΥΝΟΣ-ΘΑΝΑΤΟΣ !

πίσω στα παλιά

Όθων και Αμαλία σε δίσκο σερβιρίσματος...από τα παλιά

$
0
0
Μουσείο Μπενάκη από το ΒΗΜΑ

Από τα παλιά

Η «Νεράιδα» ρίχνει τώρα άγκυρα στην Ιστορία

$
0
0
ΠΛΩΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟ «ΤΥΧΕΡΟ ΒΑΠΟΡΙ» ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΛΑΤΣΗ

Επτά δεκαετίες μετά τη ναυπήγησή του και εξήντα χρόνια μετά το πρώτο του δρομολόγιο στον Αργοσαρωνικό, το πλοίο «Νεράιδα», το «τυχερό βαπόρι» του πλοιοκτήτη του Γιάννη Λάτση, επιστρέφει στα λιμάνια του, αυτήν τη φορά ως πλωτό μουσείο.

Το «Νεράιδα» φορτώνεται στο φορτηγό πλοίο βαρέων μεταφορών «Maria» στις 9 Σεπτεμβρίου 2007 (φωτό Π. Διαμαντόπουλος)
Το «Νεράιδα» φορτώνεται στο φορτηγό πλοίο βαρέων μεταφορών «Maria» στις 9 Σεπτεμβρίου 2007 (φωτό Π. Διαμαντόπουλος)
Το ιταλικού σχεδιασμού σκαρί, που ναυπηγήθηκε το 1939 στις ακτές της Κροατίας, πλήρως ανακατασκευασμένο και μεταμορφωμένο σε σύγχρονο πλωτό μουσείο, θα ξεκινήσει στις 14 Σεπτεμβρίου ένα ταξίδι στους παραδοσιακούς του προορισμούς, τις Σπέτσες, την Ερμιόνη, την Υδρα, τον Πόρο, τα Μέθανα και την Αίγινα.
Θα παραμείνει σε κάθε λιμάνι για δύο με τρεις ημέρες, προκειμένου να μπορέσουν να το επισκεφθούν μαθητές, ντόπιοι αλλά και επισκέπτες των περιοχών αυτών. Το ταξίδι αυτό θα ολοκληρωθεί στις 29 Σεπτεμβρίου.
Παρόλο που ήταν ένα από τα μικρότερα και οπωσδήποτε ένα από τα λιγότερο προσοδοφόρα πλοία του στόλου του καπετάν Γιάννη Λάτση, πάντα ο ίδιος και η οικογένειά του το θεωρούσαν το πιο τυχερό. Αρκετοί, άλλωστε, ακόμα θυμούνται τον ίδιο στο λιμάνι του Πειραιά άλλοτε να κόβει εισιτήρια, άλλοτε να μοιράζει κάρτες ελευθέρας επιβίβασης κι άλλοτε να μεταφέρει τις αποσκευές των επιβατών του «Νεράιδα».
Η καθέλκυση του «Νεράιδα» στην Κροατία, στις 16 Ιανουαρίου 2010 (φωτό B. Vucak)
Η καθέλκυση του «Νεράιδα» στην Κροατία, στις 16 Ιανουαρίου 2010 (φωτό B. Vucak)
Ετσι, δεν ακολούθησε τη μοίρα της πλειονότητας των πλοίων που συμπληρώνουν τον κύκλο της ζωής τους και δεν οδηγήθηκε ποτέ για διάλυση. Αντίθετα, παρέμεινε παροπλισμένο στην Ελευσίνα για πάνω από τριάντα χρόνια, έως το 2007, οπότε και η οικογένεια αποφάσισε τη μετασκευή, η οποία διήρκεσε περίπου 3 χρόνια. Καθελκύστηκε στις 16 Ιανουαρίου 2010 και στις 29 Απριλίου επέστρεψε στην Ελλάδα.
Σήμερα, το «Νεράιδα» πλέει και πάλι με ελληνική σημαία και αυτήν τη φορά παραμένει λίγες ώρες παραπάνω στα λιμάνια του, χωρίς να βιάζεται να προλάβει το δρομολόγιο. Το πλωτό μουσείο επιδιώκει τη διαφύλαξη και την προβολή της σύγχρονης επιχειρηματικής ιστορίας. Είναι εν μέρει βιογραφικό μουσείο, ενταγμένο σε ένα σημαντικό ιστορικό μουσειακό κέλυφος, που είναι το ίδιο το πλοίο.
Η γέφυρα του πλοίου (φωτό Σ. Μαυρομμάτης)
Η γέφυρα του πλοίου (φωτό Σ. Μαυρομμάτης)
Η έκθεση αναπτύσσεται σε τρεις ενότητες: Στον πρώτο εκθεσιακό διάδρομο παρουσιάζεται η ιστορία του πλοίου, από το 1939 έως και το 1974 (η καμπάνα, το παλλινώριο, η διόπτρα, το ημερολόγιο του πλοίου, εργαλεία, ο φαροδείκτης, φωτογραφίες από τους επώνυμους επισκέπτες, μια και είχε πρωταγωνιστήσει τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 σε πλήθος ελληνικών ταινιών αλλά και το 1957 στη χολιγουντιανή παραγωγή «Το παιδί και το δελφίνι»), καθώς και μια ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός μωρού στις 20 Φεβρουαρίου 1959 εν πλω!
Στον δεύτερο εκθεσιακό διάδρομο η ιστορία συνεχίζεται με το χρονικό της ανακατασκευής, από το 2007 έως και το 2010. Στον κυρίως μουσειακό χώρο η έμφαση μεταφέρεται στην επιχειρηματική ιστορία του Γιάννη Λάτση και με αφορμή επιλογές και δράσεις του επιδιώκεται η εξοικείωση με γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος της χώρας μας.
Αναχώρηση για την Κροατία στις 10 Σεπτεμβρίου 2007
Αναχώρηση για την Κροατία στις 10 Σεπτεμβρίου 2007
Ελεύθερη είσοδος
Το «Νεράιδα» ανήκει στο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Πλωτό Μουσείο Νεράιδα» που χρηματοδοτείται αποκλειστικά από το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση. «Δεν υπάρχει ούτε θα διεκδικηθεί κανενός είδους χρηματοδότηση από το Δημόσιο», υπογράμμισε χθες, κατά την ξενάγηση στους χώρους του, ο Δ. Αφεντούλης, γραμματέας του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση, ενώ οι επισκέψεις θα γίνονται με ελεύθερη είσοδο (αγκυροβολημένο η χωρητικότητά του αγγίζει τα 50 άτομα, εν πλω τα περίπου τα 20), ενώ παρέχει τη δυνατότητα διοργάνωσης συνεδρίων, ομιλιών και εκπαιδευτικών δράσεων.
Εκθεσιακός διάδρομος του «Νεράιδα» (φωτό Σ. Μαυρομμάτης)
Εκθεσιακός διάδρομος του «Νεράιδα» (φωτό Σ. Μαυρομμάτης)
Ομιλος Λάτση
Η ιστορία μιας επιχειρηματικής διαδρομής
Με αφορμή το «Νεράιδα» το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση προχώρησε στην έκδοση «Νεράιδα - Επιχειρηματική ιστορία», όπου εξιστορείται η επιχειρηματική πορεία του Ομίλου Λάτση, εντάσσοντάς τη στο γενικότερο πλαίσιο πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων στην Ελλάδα και στον κόσμο, από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1990.
Χαρτογράφηση
Με αυτόν τον τρόπο, το βιβλίο επιζητεί να χαρτογραφήσει την επιχειρηματική δραστηριότητα ενός από τους πλέον καινοτόμους Ελληνες επιχειρηματίες, που έδρασε εντός και εκτός συνόρων. Η βασική αρχή πίσω από τη συγγραφή του τόμου ήταν να αναδυθεί η εξέλιξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας του Γιάννη Λάτση και του Ομίλου Λάτση απαλλαγμένη μεν από τα βαρίδια της μυθοπλασίας που να αποκαλύπτει, ωστόσο, τις πραγματικές διαστάσεις μια διαδρομής άρρηκτα συνδεδεμένης με τη σύγχρονη Ιστορία του τόπου.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΡΑΛΗ

Νίκος Κούρκουλος: Ωραίος σαν Ελληνας

$
0
0

Hταν ο πιο ωραίος «σκληρός» του ελληνικού σινεμά. Ο απλός κόσμος λάτρεψε τον ήρωα με το αγέρωχο βλέμα και το τίμιο πρόσωπο. Ο Νίκος Κούρκουλος, όμως, επέλεξε να αφοσιωθεί στο θέατρο και την αναγέννηση της εθνικής μας σκηνής. Και απέδειξε ότι ήταν παλικάρι και μακριά από τη μεγάλη οθόνη.

Νίκος Κούρκουλος: Ωραίος σαν Ελληνας
Η οικογένεια ήρθε από την Κέρκυρα στην Αθήνα σε αναζήτηση καλύτερης τύχης τα χρόνια του μεσοπόλεμου. Εγκαταστάθηκαν στη συνοικία του Ζωγράφου, όπου ο Αλκις (Αλκίνοος) Κούρκουλος άνοιξε ένα κουρείο. Ηταν ένας επιδέξιος επαγγελματίας που αναγκάστηκε να περιορίσει την καλλιτεχνική του φύση -πού και πού μόνον έπαιζε κάποιους σκοπούς με το βιολί του- και γρήγορα έγινε περιζήτητος.
Το 1934 γεννιέται το δεύτερο από τα τέσσερα συνολικά αγόρια που θα αποκτήσει η οικογένεια. Ο μικρός Νίκος είναι μέτριος μαθητής στο σχολείο, αλλά του αρέσει πολύ ο αθλητισμός. Ξεκινάει από την κολύμβηση, περνάει στο μπάσκετ και καταλήγει στο ποδόσφαιρο και τον Παναθηναϊκό. Μαθητής, ακόμα, του Γυμνασίου, μπαίνει στην ομάδα. Πηγαίνει στο νυχτερινό Γυμνάσιο για να μπορεί να εργάζεται στη διάρκεια της ημέρας και «να φέρνει λεφτά στο σπίτι».
Δουλεύει σε βιβλιοπωλεία, υφαντουργεία, εργοστάσια, σε ένα σωρό δουλειές. Η ζωή του, όμως, αλλάζει όταν ανακαλύπτει το θέατρο, εντελώς τυχαία, επειδή έπεσαν κάποια βιβλία στα χέρια του. Εχει την τύχη, που θα τον ακολουθεί σε όλα τα πρώτα του βήματα, να «πέσει στα χέρια» του μεγάλου Μάνου Κατράκη. Βέβαια, αυτήν την τύχη τη δημιουργούσε ουσιαστικά μόνος του αφού ο ίδιος πήγε και βρήκε τον Κατράκη στο θέατρό του και του ζήτησε να τον βοηθήσει. Εκείνος του έδωσε μερικά κείμενα και από την επόμενη μέρα άρχισε να τον προετοιμάζει για τις εξετάσεις του Εθνικού, ξεκινώντας ουσιαστικά τη διδασκαλία.
Νίκος Κούρκουλος: Ωραίος σαν Ελληνας
Ο δεύτερος σημαντικός άνθρωπος του θεάτρου που συνάντησε ήταν ο Αγγελος Τερζάκης, δάσκαλός του στο Εθνικό και αργότερα ο κριτικός που θα έγραφε για πρώτη φορά επαινετικά λόγια για τον Νίκο Κούρκουλο. Οταν κατάλαβε ο πατέρας του ότι αυτό τον δρόμο θα ακολουθούσε, του έδωσε μία και μοναδική συμβουλή: «Κοίταξε να δεις: Στο θέατρο αν δεν γίνεις πρώτος, θα υποφέρεις στη ζωή σου». Οπως αποδείχτηκε, την ακολούθησε κατά γράμμα.
Το ξεκίνημά του στην «ελεύθερη αγορά» του θεάτρου είναι ελπιδοφόρο. Η Ελλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν τον παίρνουν στον θίασό τους και παίζει στην «Κυρία με τις καμέλιες». Εκεί τον βλέπει η Ελσα Βεργή και τον φέρνει στο δικό της θέατρο. Η πρώτη συμμετοχή στο νέο του θίασο περιορίζεται στην ατάκα: «Το γράμμα σας, κύριε»... Εχει, όμως, όλον τον καιρό να παρακολουθεί το έργο και το πείσμα να μαθαίνει όλους τους ρόλους απ’ έξω. Κι όταν ένας από τους πρωταγωνιστές αρρωσταίνει, παίρνει τη θέση του.
Ετσι τον ανακαλύπτει ο Γιάννης Δαλιανίδης, που τον προτείνει στον Φίνο για την ταινία «Κοινωνία ώρα μηδέν». Ο πατριάρχης του ελληνικού σινεμά, όμως, τον έχει δει σε κάτι ρόλους κομπάρσου στις ταινίες του και δεν τον θέλει με τίποτε, χωρίς καλά καλά να τον θυμάται, ώσπου τον ανακαλύπτει και ο ίδιος (!) από μια φωτογραφία από τον θίασο της Βεργή και δίνει εντολή στον... Δαλιανίδη να τον βρει. Ετσι, παίζει τον πρώτο του μεγάλο ρόλο στο σινεμά και γίνεται σταρ από τη μία μέρα στην άλλη.
Είχε όλο το «πακέτο»: Δυναμικός, σκληρός όποτε χρειαζόταν (αλλά πάντα για καλό σκοπό), όμορφος, λαμπερός και με ένα πεντακάθαρο βλέμμα προσωποποίηση της τιμιότητας και του φιλότιμου -αξίες που, για τη δεκαετία του 1960, ήταν το σήμα κατατεθέν του «ελληνικού όνειρου» για μια θέση στον ήλιο. Οι εκδηλώσεις αγάπης του κοινού άγγιζαν τα όρια της υστερίας. Τα χρόνια της μεγάλης του δόξας δύσκολα μπορούσε να κυκλοφορήσει ελεύθερα.
Oι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη. Από τον «Κατήφορο» του 1961 (σκηνοθεσία Δαλιανίδη με συμπρωταγωνίστρια τη Ζωή Λάσκαρη) το πρεστίζ του στην εγχώρια εκδοχή του Χόλιγουντ είναι συνεχώς ανοδική. Πρωταγωνιστεί στις ταινίες «Λόλα», «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», «Κατηγορώ τους ανθρώπους», «Οι αδίστακτοι» κ.α. Θα φτάσει, όμως, και στο αληθινό Χόλιγουντ -η φήμη του έχει κινήσει το ενδιαφέρον των Αμερικανών παραγωγών- με ρόλους σε δύο ταινίες «Casablan» (ελλ. τίτλος «Συντρίμμια της ζωής») και «Rome like Chicago».
Το 1967, λίγες μέρες προτού η χούντα πάρει την εξουσία στην Ελλάδα, πρωταγωνιστεί μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη στο «Ιλια Ντάρλινγκ» (θεατρική εκδοχή του «Ποτέ την Κυριακή»), που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ σε σκηνοθεσία του Ζιλ Ντασέν. Για την παράσταση αυτή ήταν υποψήφιος στα περίφημα θεατρικά βραβεία Τόνι.
Επιστρέφει στο σινεμά το 1970 με δύο θριάμβους: «Ορατότης μηδέν» και «Αστραπόγιαννος» -βραβείο Α’ Ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης- και συνεχίζει με τα φιλμ «Κατάχρηση εξουσίας» και «Εχθρός του λαού». Τότε είναι που παίρνει την απόφαση να ασχοληθεί περισσότερο με το θέατρο.
Πρωταγωνιστεί σε ρόλους από το αρχαίο ελληνικό δράμα: «Ορέστης» το 1971, «Οιδίπους Τύραννος» το 1982 και (η τελευταία του εμφάνιση) «Φιλοκτήτης» το 1994 στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου είναι οι παραστάσεις σταθμοί για τον ηθοποιό Νίκο Κούρκουλο. Δεν αρκείται, όμως, μόνο σε αυτά. Γίνεται θιασάρχης το 1972 και δημιουργεί το θέατρο Κάππα στην Κυψέλη. Από το 1974 και για είκοσι περίπου χρόνια ανεβάζει κλασικά αλλά και σύγχρονα έργα από τη διεθνή δραματουργία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι ερμηνείες στα «Οπερα της πεντάρας» (1975) με τη Μελίνα Μερκούρη, «Γλάρο» (1976), «Επιστροφή» την επόμενη χρονιά, «Ψηλά απ’ τη γέφυρα» αλλά και τη «Φωλιά του κούκου» το 1987.
Στο μεταξύ έχει παντρευτεί το 1966 τη Μελίτα Κουτσογιάννη -τη γνώρισε όταν ήρθε στο καμαρίνι του έπειτα από μια παράσταση του έργου «Η γειτονιά των αγγέλλων»- με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τη Μελίτα και τον -ηθοποιό σήμερα- Αλκι.
Είκοσι χρόνια μετά, έπειτα από μια άλλη παράσταση -στην Επίδαυρο αυτήν τη φορά- θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τη Μαριάννα Λάτση: «Ξαφνικά βλέπω ένα πλάσμα να ανεβαίνει τις κερκίδες και αυτό ήταν». Θα γίνει η γυναίκα της ζωής του και θα μείνουν μαζί μέχρι το τέλος. Με τη Μαριάννα Λάτση απέκτησε άλλα δύο παιδιά, την Εριέτα (1994) και τον Φίλιππο (1998).
«Ο μεγαλύτερος ρόλος της ζωής μου ήταν ο ρόλος του διευθυντή στο Εθνικό». Η επιλογή του ως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου προκάλεσε αρχικά πολλές αντιδράσεις -και ο ίδιος είχε πολλές αμφιβολίες αν μπορούσε να τα καταφέρει. Εκ των υστέρων, όμως, η αναγνώριση του έργου του ήταν μοναδική στα χρονικά. Ταύτισε το όνομά του με την αναγέννηση του πρώτου θεάτρου της χώρας. Οταν για πρώτη φορά η Μελίνα Μερκούρη τού πρότεινε τη θέση, η απάντησή του ήταν: «Εγώ δεν έχω καμία σχέση και δεν αντιλαμβάνομαι το θέατρο έτσι όπως το αντιλαμβάνονται όσοι έχουν ασχολήθει ώς τώρα με το Εθνικό».
Δέχτηκε να αναλάβει το 1994 -η Μερκούρη κατάφερε τελικά να τον πείσει αφού του εγγυήθηκε την ελευθερία κινήσεων που ζητούσε- και μπήκε στη μάχη για να ζωντανέψει έναν διαλυμένο γίγαντα. Πέτυχε όχι απλώς να τον στήσει στα πόδια του αλλά να του δώσει ξανά το κύρος που του αρμόζει: Ανοιξε τις πόρτες του Εθνικού σε όλους τους ηθοποιούς, ίδρυσε την Πειραματική Σκηνή και το Εργαστήρι Ηθοποιών, έθεσε σε μόνιμη λειτουργία την Παιδική Σκηνή, ενώ δημιούργησε τη Διεθνή Σκηνή, τη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου και παράλληλα αναβάθμισε τη Δραματική Σχολή του θεάτρου.
Επρεπε να τα βάλει με όλους και με όλα. Πήρε την κατάσταση στα χέρια του και εκτελώντας κατά γράμμα τις οδηγίες του καλύτερου σενάριου που πήρε ποτέ στα χέρια του, κατάφερε να το ζωντανέψει, να το επεκτείνει, να το ανακαινίσει. Δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο το έργο της ανακαίνισης, έφυγε τον Ιανουάριο του 2007 χτυπημένος από την αρρώστια, αλλά «όρθιος», όπως είχε υποσχεθεί, πρώτα απ’ όλους, στον ίδιο τον εαυτό του.
Σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις δεν δίστασε να αποκαλύψει και να μοιραστεί τη δική του ανθρώπινη αγωνία σχετικά με το ταλέντο του: «Με βασανίζει το ερώτημα αν έχω ταλέντο, αν είναι αλήθεια αυτό που λένε οι άλλοι ότι έχω ταλέντο... Λένε ότι είμαι καλός ηθοποιός. Εμένα, όμως, αυτό με βασανίζει καθημερινά. Και θα με βασανίζει ώσπου να πεθάνω. Θα μπορέσω ποτέ να φτάσω εκεί που θα ήθελα; Και αν έφτανα, θα μπορούσα να το δω, να πω: «Αυτό είναι που ήθελα, τώρα ας τελειώσω;»».
Χρειάζεται πραγματικά υψηλή ταπεινοφροσύνη και εξίσου μεγάλη παλικαριά για να μπορέσει ένας ηθοποιός με τόσες επιτυχίες να πει αυτήν τη φράση. Και ο Νίκος Κούρκουλος αυτήν την παλικαριά απέδειξε ότι δεν την είχε μόνο στη μεγάλη οθόνη αλλά και στη ζωή.
Ζωή και θάνατος«Ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι αλώβητος. Αντίθετα, αυτό που σκεφτόμουν πάντα είναι "γιατί όχι και σε μένα;". Είδα τους γονείς μου να φεύγουν, είδα δύο αδέλφια μου να χάνονται -ο ένας καπετάνιος από ναυάγιο στον Ατλαντικό, ο άλλος πολιτικός μηχανικός, πέφτοντας στην οικοδομή. Από νέος συνειδητοποίησα πόσο κοντά είναι ζωή και θάνατος. Αλλά έχω δύναμη, έχω τη δύναμη να πολεμήσω».
Για το Εθνικό Θέατρο«Εμένα, το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει είναι να βάζω υπογραφές. Τι να το κάνω αυτό το πράγμα; Εγώ θέλω έργο, θέλω σκηνή, θέλω να πάρω τη σκόνη της σκηνής, να νιώσω αυτό το πράγμα. Με αυτό ζω τόσα χρόνια· αναπνέω τη σκόνη και ζω. Και τρέφομαι απ’ αυτό. Αν δεν ζεις για αυτό, μην ασχοληθείς με το θέατρο. Πες "ευχαριστώ, δεν θα πάρω" και φύγε. Με αυτά που λέω δεν εννοώ ότι σήμερα όλα είναι πια ρόδινα στο Εθνικό. Αλλωστε δεν γίνονται θαύματα. Από τη μία στιγμή στην άλλη δεν αλλάζουν νοοτροπίες και δομές που έχουν σκουριάσει εδώ και χρόνια. Είναι σαν σίδερα που η σκουριά τα έχει ενώσει και δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις· πρέπει να βάλεις οξυγόνο για να τα κόψεις».
Γρηγόρης Παπαδογιάννης

O τυχερός παντοπώλης και το λαχείο που γλίτωσε από τα δόντια ενός γαϊδάρου

$
0
0

του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Η σκηνή, πέρα για πέρα αληθινή, διαδραματίζεται στη συμβολή των οδών Κολοκοτρώνη και Φιλελλήνων, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1912. Στη μια πλευρά του δρόμου βρισκόταν το περίφημο για την εποχή του Παντοπωλείο του Γ. Φούντα και στην άλλη ένα μικρό γαλακτοπωλείο. Έξω από το τελευταίο… στάθμευε ο γάιδαρος του γαλατά, επί του οποίου φορτώνονταν τα γεμάτα γάλα δοχεία για να διανεμηθούν στη γειτονιά.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς λοιπόν, περνούσε από εκεί ένας λουστράκος κρατώντας το μακρύ καλάμι όπου είχε τοποθετημένα προς πώληση τα περίφημα Λαχεία του Εθνικού Στόλου. Καθόταν ο μικρός και χάζευε τον τρόπο που φορτωνόταν το γάλα στον γάιδαρο. Ο τελευταίος, προφανώς πεινασμένος, είδε τα πράσινα λαχεία, ίσως να τα πέρασε για «λάχανα» και δεν άργησε να αρπάξει ένα, χωρίς να τον αντιληφθεί ο μικρός λούστρος. Σίγουρα δεν θα το τραγάνιζε εάν δεν αντιλαμβανόταν την… κλοπή ο παντοπώλης Φούντας.
Και ενώ ο λαχειοπώλης οδυρόταν και χτυπούσε τον γάιδαρο με το καλάμι του για να πάρει το λαχείο που χανόταν σιγά σιγά στο στόμα του τετράποδου, ο Φούντας ψύχραιμος κατόρθωσε να του το αποσπάσει, έστω και μισομασημένο. Φρόντισε μάλιστα ο παντοπώλης να αγοράσει το λαχείο καταβάλλοντας το κόστος του που ήταν ένα μονόδραχμο. Και όταν το απόγευμα κυκλοφορούσαν τα έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων με τους τυχερούς αριθμούς, έκπληκτος διαπίστωνε ο παντοπώλης Φούντας πως ο αριθμός του λαχείου κέρδιζε το ένα τέταρτο του Λαχείου του Εθνικού στόλου που αντιστοιχούσε στο σεβαστό ποσόν των είκοσι χιλιάδων δραχμών.
Το πανηγύρι που στήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1912 στο Παντοπωλείο του Φούντα ήταν πρωτόγνωρο, όπως και η χαρά του μικρού λούστρου που συμμετείχε σ’ αυτό έχοντας εισπράξει και ένα γερό μπαξίσι. Και η εφημερίδα «Ακρόπολις» φρόντιζε να διασώσει τις μικρές ανθρώπινες στιγμές και να τις παραδώσει στην ιστορία.

Εν Αθήναις....έλεος ΟΧΙ άλλη Χρυσαυγιάδα

$
0
0




Τα είπαμε...τα ακούσαμε ...τα μιλήσαμε...τα κατανοήσαμε....
Ναι....η Χρυσή Αυγή και οι Χρυσαυγίτες είναι του Εισαγγελέα...
 του Κορυδαλλού....του γιατρού...του Δαφνιού...
Φάγανε το άτυχο παιδί και άντε να παρηγορήσεις τους γονείς του.
Πιάστε τους και χώστε τους μέσα να τελειώνουμε!!!!
Αλλά....φτάνει πιά!!!!!!
Ανοίγεις το χαζοκούτι....την εφημερίδα....τον υπολογιστή....το ραδιόφωνο
ακούς και βλέπεις Χρυσή Αυγή....
Τόσο μεγάλη δωρεάν διαφήμιση κόμματος δεν έχει ματαξαναγίνει.
Θα κάνουν τον Κασιδιάρη Δήμαρχο Αθηναίων  
χωρίς αυτός να κάνει τίποτα εκτός από τις σφαλιάρες που ρίχνει.
Και ο κοσμάκης προσπαθεί να επιβιώσει ....
Δεν έχει δουλειά...κλειστά τα σχολεία....χρωστάει σε όσους κουτούς του έδωσαν
βερεσέ....πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ για να χαζέψει τις βιτρίνες με τα αλλαντικά τα τυριά τα ψητά κοτόπουλα ....
Και έξω από την Βαρβάκειο στην Αθηνάς στα πηγαδάκια....
"....φωτιά ρε παιδί μου και το μουσχάρι και το χοιρινό..."
"....άμα δεν έχεις όλα φωτιά είναι...."
"....όσπριο ...τι να κάνουμε..."
"...ρε συ ο γάβρος 4,80...είμαστε καλά..."
"...τα καθίκια τους Πολιτικούς  μας θάψανε..."
"..βάλε 200 γραμμάρια φέτα..."
Έξω από ένα ΑΓΟΡΑΖΩ ΧΡΥΣΟ ένας ηλικιωμένος μόλις έχει βγεί
με το κεφάλι κάτω.
Κάποιο κειμήλιο θα ακούμπησε για λίγα ευρώ....
"Δώστε κάτι να φάω Έλληνας είμαι...."  άλλος παρακάτω.
Οι λαθρομετανάστες εξακολουθούν να στρώνουν τα κατωσέντονα
με τις μαϊμούδες GUCCI...τα αθλητικά παπούτσια έξω από όσα μαγαζιά
ημεδαπών έχουν μείνει ανοικτά στην Αγίου Μάρκου...στην Αιόλου...
Στην οδό Δώρου στην Ομόνοια αλλά και έξω από το πολυκατάστημα
κάνουν πιάτσα Ελληνίδες πλέον....δεν είναι επαγγελματίες .. το λένε
σαν προσόν για να πάρουν πελάτη...έχουν οικογένειες...πεινάνε....
Το εισιτήριο εισόδου σε νοσοκομείο για Έλληνες μόνον ...από 5 ευρώ πάει στα
25 ευρώ οι λαθρομετανάστες δωρεάν...θα αναλάβουν τα έξοδά τους οι δανειστές μας (πέρασε στα ψιλά) καθ΄ότι είχε υπογραφεί από πέρσι.....
Κάνουν ότι τους λένε από το Βερολίνο.....
Σκάσε Έλληνα ...πλήρωνε...είσαι στο ευρώ....
Όχι δεν είδα κανένα μεγαλοδημοσιογράφο στους δρόμους να κάνει ρεπορτάζ.
Φυλάνε το τομάρι τους....
Ασχολούνται μόνο με τους τρελλούς της Χρυσής Βλακείας...
Ευτυχώς το  πρωτογενές  κατάπλασμα....πάει καλά και συνεχώς αυξάνεται
από την στάση πληρωμών του δημοσίου αλλά και από τα απεργιακά
μεροκάματα.
Δώσε Χρυσή Αυγή στην Κυβέρνηση ...για να έχει ησυχία.
Και στα Εξάρχεια...
"...ρε τι έγιναν  τα παιδιά με τα τσιγαριλίκια  που καίγανε και σπάγανε
όταν δεν είχαμε Τρόϊκα ;
πού είναι οι βαριοπούλες ...οι μολότωφ ...οι προκηρύξεις..."
"...τους έχουν μαντρώσει ....άλλοι μεγαλώσανε και ενταχθήκανε
στο σύστημα..."
Άκουσα να λέει ένας παλιός μαγαζάτορας της περιοχής.
Και η Κυβέρνηση τρίβει τα χέρια της από χαρά...η μπάλα είναι
στην εξέδρα.
Μα υπάρχει και ο ΣΥΡΙΖΑ....
Μέχρι να μονταριστεί αυτή η ομάδα...να βρεθεί αρχηγός με γκογκόβια...
να αλλάξουν τις ατάκες για τα ραντεβού στα γουναράδικα...έχουμε
πολύ δρόμο.
Αλήθεια ποιά αξιωματική αντιπολίτευση σε ποιά εξαθλιωμένη κατεχώμενη
Χώρα με άθλια υποταγμένη Κυβέρνηση θα είχε τέτοιο ισχνό εκλογικό ποσοστό;
Και τελειώνω με τον επίκαιρο Χαρίλαο Τρικούπη...
«Αηδιάζοντες και αγανακτούντες και βλέποντες την γενικήν κατάπτωσιν των πολιτευομένων ερωτώμεν αυτούς, μη τυχόν αληθώς πταίει το Έθνος;»

Αχ  Ελλάδα μου...εσύ σίγουρα δεν πταίεις....μόνο τα παιδιά σου!

πίσω στα παλιά

Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>