Το κουτσομπολιό της γειτονιάς όταν έμπαινε η άνοιξη άρχιζε στα σκαλιά έξω στο
πεζοδρόμιο.
Οι διαμένουσες στην ίδια αυλή έπαιρναν τα σέα τους και τα σκαμνάκια τους
και θέσεις μάχης ενώ τα παιδιά έπαιζαν στον χωματόδρομο σηκώνοντας
σκόνη.
Το πρόβλημα λυνότανε με το λάστιχο της αυλής ....κατάβρεγμα με αποτέλεσμα
οι ελβιέλες να λασπώνουν με ότι αυτό σήμαινε όταν θα έμπαιναν στην κάμαρα.
Τότε θα κοκκίνιζαν επιτέλους τα μάγουλα που μονίμως είχαν το χρώμα της όχρας.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο άλλη ομήγυρις από άλλη αυλή έπαιρνε και αυτή θέση.
Και τι δεν έλεγαν....παντρεύανε και χωρίζανε κόσμο στο λεπτό.....
Η μια αυλή σχολίαζε την άλλη αλλά στην ουσία ήταν δεμένοι....πώς γινότανε αυτό ποτέ δεν το κατάλαβα.
Στα δύσκολα ήταν πάντα μαζί....σε αρρώστειες....σε οικονομικά θέματα....
όπως και ότι μπορούσε ο καθένας....
Στο παιχνίδι των παιδιών υπήρχαν και ατυχήματα ....πεσίματα...γδαρσίματα....
τσιμπήματα από σφήκες....καρούμπαλα....
Έτρεχε κλαίγοντας ο πιτσιρικάς προς την μάνα του που καθότανε με τις γειτόνισες...
η γεροντότερη είχε τον λόγο....με τάληρο πίεζε το καρούμπαλο.
Με το τσιμπίδι τράβαγε το κεντρί της μέλισσας και έβαζε το παιδί να κατουρήσει στο χώμα για να το κάνει πηλό και να το βάλει στο πονεμένο σημείο μέχρι να έρθει η αμμωνία από το φαρμακείο.
Για τον κακοδιάθετο το γιατρικό ήταν το ξεμάτιασμα.
Σταγόνες λάδι να ρίχνει στο ποτήρι με το νερό και να εξαφανίζεται με τα λόγια που έλεγε από μέσα της φτύνοντας στην συνέχεια τον ασθενή ο οποίος σε λίγο άρχιζε να τρέχει προς την αλάνα.
πίσω στα παλιά