Αντάλλαξε χειραψία με τον Αδόλφο Χίτλερ, αλλά «ήταν απλώς δουλειά». Εκπροσώπησε τη Siemens στην Ελλάδα πριν από το 1940. Κυκλοφορούσε με μαύρο, πλατύγυρο καπέλο και χρυσή ταμπακιέρα στην κατοχική Ελλάδα. Εμπνεύστηκε την ιδέα των Ταγμάτων Ασφαλείας. Συνεργάστηκε με τον κατακτητή, αλλά, σύμφωνα με μαρτυρίες, έσωσε κόσμο από το εκτελεστικό απόσπασμα. Το ΒΗmagazino ερευνά την περιπετειώδη ζωή του Ιωάννη Βουλπιώτη.
«Εφθάσαμεν να συζητάμε με τον Βουλπιώτη. Δεν έχομεν τώρα παρά να καλέσωμεν και τα Ες Ες». Είναι 24 Νοεμβρίου 1954 και ενώ η ελληνική Βουλή περιδινείται στην κόντρα Παπάγου - Μαρκεζίνη, με αφορμή την ανάθεση του εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ και των τηλεπικοινωνιών στη γερμανική Siemens, ο πρώην υπουργός Αλέξανδρος Καραθόδωρος δίνει το στίγμα ενός εκ των αφανών πρωταγωνιστών της υπόθεσης. Ο γερμανοτραφής Ιωάννης Βουλπιώτης είναι γνωστός από τα παλιά. Τα κατοχικά «αμαρτήματά» του μπορεί να παραγράφηκαν, αλλά δεν ξεχάστηκαν.
Ο άγνωστος στους περισσότερους Ιωάννης Βουλπιώτης ήταν μια «φαιά εξοχότης» που περιδιάβασε με μαύρο, πλατύγυρο καπέλο και χρυσή ταμπακιέρα την κατοχική Ελλάδα. Και ενώ αθωώθηκε παμψηφεί από τα μετακατοχικά δικαστήρια των δωσίλογων, μέχρι τον θάνατό του (ημέρα του επικού σεισμού του ’99) δεν αποτίναξε τη ρετσινιά του «συνοδοιπόρου των κατακτητών». Πρόσφατα, η κόρη του (από τον δεύτερο γάμο του με την Ελεν Ευγενίδη), Ιζαμπέλλα Παλάσκα, αποτόλμησε να αναμοχλεύσει τη ζοφερή ιστορία του με ένα ιστορικό μυθιστόρημα, υπό τον τίτλο «Aγγελος ή δαίμονας – Ο αμφιλεγόμενος πατέρας μου...» (εκδ. Λιβάνη). Στόχος της, όπως τονίζει στο BHmagazino, ήταν η αποδαιμονοποίηση του πατρός της. Η ίδια δεν τον γνώρισε παρά μόνο ως ενήλικη: «Στην παιδική μου ηλικία, ήταν απών, άλλωστε πήρε διαζύγιο από τη μητέρα μου όταν ήμουν δυόμισι ετών. Επομένως, η σχέση μου μαζί του ήταν σχέση έλλειψης. Δεν τον γνώρισα πραγματικά παρά πολύ αργότερα, όταν άρχισε να μου αφηγείται ιστορίες από τη ζωή του στους μακρινούς περιπάτους που κάναμε στον Εθνικό Κήπο. Κάτω από τα ψυχρά, γαλάζια μάτια του κρυβόταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος. Και νομίζω ότι πέθανε με τον καημό ότι δεν του αναγνωρίστηκαν αυτά που είχε προσφέρει». Η κυρία Παλάσκα επιζητεί να αφηγηθεί με ψυχραιμία τα γεγονότα, παρά το κουκούλι που αναπόφευκτα εξυφαίνει η στενή τους συγγένεια: «Για ένα πράγμα είμαι πεπεισμένη. Οτι ο πατέρας μου είχε μια ακεραιότητα. Οτι δεν πρόδωσε».
Με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του, ο «χερ ντόκτορ Βουλπιώτης» ανέβηκε πολύ γρήγορα όλη την κλίμακα της ιεραρχίας και, προτού συμπληρώσει τα 25 χρόνια του, ανέλαβε το ερευνητικό τμήμα της εταιρείας. Πολύ σύντομα, ο Καρλ Φρίντριχ Ζίμενς του παραδίδει την κόρη του, Χέρτα, στο μικρό παρεκκλήσι δίπλα από το μέγαρο της δυναστείας. Είναι ίσως η πρώτη φορά που ένας Ελληνας γίνεται «ισότιμο μέλος σε μια οικογένεια γερμανών βιομηχάνων». Λίγο μετά τη γέννηση της θυγατρός τους Αννίτας, ο πανίσχυρος πλέον Βουλπιώτης αναλαμβάνει πληρεξούσιος του ομίλου Siemens και εκτός Ευρώπης.
Ο γάμος με τη Χέρτα δεν θα κρατήσει πολύ, πρωτίστως εξαιτίας της εύθραυστης ψυχικής υγείας της, αλλά οι αδιαμφισβήτητες ικανότητές του θα διατηρήσουν ανέπαφη την «εκλεκτική συγγένεια» με τον όμιλο Siemens. Θα ακολουθήσει ο γάμος του με την καλλονή Ελεν Ευγενίδη (της γνωστής οικογενείας της Θεσσαλονίκης), με την οποία θα αποκτήσει δύο ακόμη κόρες, την Αλέξια και την (προαναφερθείσα) Ιζαμπέλλα. Ο Βουλπιώτης με το παγωμένο βλέμμα ασκεί σαγήνη στο γυναικείο φύλο. Στις δεξιώσεις, όπου καταφθάνει με τη βαθυκόκκινη Πακάρ του, κάποιοι τον θυμούνται να αγορεύει με πομπώδες ύφος μπροστά σε ένα πολυπληθές «τρυφερό» μπουκέτο. Η τρίτη σύζυγός του είναι η γνωστή στην παλιά αθηναϊκή κοινωνία Ζανέτ Καραϊωσηφόγλου.
O Βουλπιώτης, με τη διπλή υπηκοότητα και την τεράστια πλέον περιουσία, θα επιστρέψει στην Αθήνα, εκπροσωπώντας πάντα το γνωστό γερμανικό συγκρότημα έναντι του ελληνικού Δημοσίου. Τη δεκαετία του ’30 χειρίζεται, μεταξύ άλλων, τις προμήθειες των τηλεφωνικών κέντρων και των ραδιοφωνικών εγκαταστάσεων και βάζει τα θεμέλια της Ανώνυμης Ελληνικής Τηλεφωνικής Εταιρείας ( ΑΕΤΕ), προδρόμου του ΟΤΕ και της Ανώνυμης Ελληνικής Ραδιοφωνικής Εταιρείας (ΑΕΡΕ), προδρόμου του ΕΙΡ. Λίγοι γνωρίζουν ότι είναι ο νονός της περίφημης «θείας Λένας» (Αντιγόνη Μεταξά-Κροντηρά), κατά το «θεία Μπέρτα» του γερμανικού ραδιοφώνου. Εχει διασυνδέσεις παντού, ξέρει να κινεί υπογείως τα νήματα και συνδιαλέγεται αβίαστα με τους πάντες (ακόμη και με τον πάντα επιφυλακτικό μαζί του Ιωάννη Μεταξά). «Δι’ αυτόν, τα πλέον απροσπέλαστα και πολυάσχολα γραφεία ήσαν περισσότερο προσιτά από τα καφενεία της Ομονοίας» γράφει μεταγενέστερα η εφημερίδα «Ελευθερία». Ενα στυγνό επιχειρηματικό δαιμόνιο τον καθοδηγεί στις συνδιαλλαγές του με τις ελληνικές κυβερνήσεις, τις οποίες είναι πάντα έτοιμος να δελεάσει με ένα δωράκι, «συμβολικού χαρακτήρα», όπως, για παράδειγμα, ένα ασυνήθιστο μοντέλο τηλεφωνικής συσκευής.
Ηδη προπολεμικά ο γενικός πληρεξούσιος της Siemens και της θυγατρικής Τelefunken αναδεικνύεται σε επίλεκτο μέλος της «γερμανόφιλης ελίτ» που ελέγχει την οικονομική ζωή της Ελλάδος. Οπως αναφέρει ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης στον δεύτερο τόμο της Ιστορίας της Ελλάδος (εκδ. Polaris): «Πριν από τον πόλεμο η Ελλάδα, όπως και όλες οι βαλκανικές χώρες, είχε τυλιχτεί στα εμπορικά δίχτυα του Γ΄ Ράιχ. Σαν κολοσσιαίος πολύποδας, η γιγάντια γερμανική αγορά απορροφούσε την παραγωγή μας και το γερμανικό ‘κλήρινγκ’ αποτελούσε τη βασική αρτηρία του εξωτερικού μας εμπορίου... Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν τα συμφέροντα ευρέων καπιταλιστικών στρωμάτων και να συνδεθούν στενά με τα γερμανικά... Και όταν ήρθε η Κατοχή, υπήρχε έτοιμη η υποδομή για ευρεία συνεργασία των δύο οικονομιών». Η Ιζαμπέλλα Παλάσκα περιγράφει το ισχυρό σοκ που υπέστη όταν πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας της είχε ανταλλάξει προπολεμικά θερμή χειραψία με τον Αδόλφο Χίτλερ. «Δεν μπορείς να καταλάβεις» της είπε εκείνος. «Για μένα ήταν δουλειά».
Η συνάντηση έλαβε χώρα λίγους μήνες αφότου χαριτόβρυτες ελληνίδες παρθένες άναψαν στον ιερό περίβολο της Αλτεως στην Ολυμπία τη φλόγα των χιτλερικών Ολυμπιακών Αγώνων του ’36. Οπως σημειώνει ο ιστορικός Δημοσθένης Κούκουνας, ο οποίος έχει ερευνήσει σε βάθος την υπόθεση Βουλπιώτη (και βοήθησε την κόρη του στην ιστορική έρευνα του βιβλίου της): «Γνώρισε τον Χίτλερ σε μια πολιτιστική ελληνική αποστολή με επικεφαλής τον καθηγητή Ν. Λούβαρη, στο πλαίσιο της οποίας το Λύκειο των Ελληνίδων πήρε μέρος σε ένα φεστιβάλ εθνικών χορών στο Αμβούργο. Ο Βουλπιώτης και η Siemens είναι ένα είδος χορηγού (έχει “σπονσοράρει” και άλλες τέτοιες “φιλελληνικές” δράσεις στη Γερμανία). Ο Χίτλερ εντυπωσιάζεται από τον πολυπράγμονα Βουλπιώτη και τις πρωτοποριακές τεχνολογικές γνώσεις του. Του ζητάει, μάλιστα, να του καταθέσει μια έκθεση για την αξιοποίηση της τηλεόρασης ως μέσο επιρροής σε άλλες χώρες».
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Βουλπιώτης έχει πλήρη επίγνωση ότι τις σειρήνες που διασαλπίζουν στην Αθήνα την έναρξη του πολέμου τις είχε πουλήσει ο ίδιος.
Ο Βουλπιώτης δεν θα κρύψει ποτέ τη γερμανοφιλία του, μόνο τα κίνητρά της, που, όπως και για πολλούς άλλους, παραμένουν μέχρι σήμερα μάλλον ομιχλώδη. «Τελικά, είναι κάποιος γερμανόφιλος επειδή πιστεύει ιδεολογικά στο εθνικοσοσιαλιστικό θαύμα, επειδή συνδέει τα συμφέροντά του με τους Γερμανούς, ή γιατί μπορεί με αυτόν τον τρόπο να ξεκλειδώσει τις πόρτες των γερμανικών γραφείων, κάνοντας ενδεχομένως “παθητική αντίσταση”;» διερωτάται ο κ. Δορδανάς.
Οι άλλοι γερμανοί φίλοι μας
Μετά το τέλος του πολέμου, οι Σύμμαχοι κατάσχεσαν και λεηλάτησαν ανηλεώς τα έργα στα τρία ατελιέ του «καλλιτέχνη της ομορφιάς, της συγχορδίας του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής» (όπως περιέγραφε εαυτόν), ενώ ο ίδιος ο Μπρέκερ πάλευε ισοβίως με το στίγμα του ναζιστή (σημειωτέον ότι ο Στάλιν τού έκανε μια σοβαρή πρόταση να αποκτήσει ένα μεγάλο κρατικό ατελιέ στη Σοβιετική Ενωση, αλλά εκείνος αρνήθηκε). Η σύντροφός του, Δήμητρα, σκοτώθηκε το 1956 σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
Στις γνωριμίες του γενικού πληρεξούσιου της Siemens στην Ελλάδα συγκαταλέγονται ακόμη ο «φιλέλληνας» πρεσβευτής (ως το φθινόπωρο του 1943) του Γ΄ Ράιχ στην Αθήνα, Γκύντερ Αλτενμπουργκ, αλλά και ο δαιμόνιος ναύαρχος Χανς Βίλχελμ Κανάρις, επικεφαλής της Διεύθυνσης Κατασκοπείας και Αντικατασκοπείας του Γ΄ Ράιχ (προς το τέλος του πολέμου έπεσε σε δυσμένεια και απαγχονίστηκε από τους εναπομείναντες Ναζί με την κατηγορία της προδοσίας), «γεγονός που αυτόματα τον καθιστούσε ύποπτο (σ.σ.: τον Βουλπιώτη) για κατασκοπευτική δράση στην Ελλάδα» (από το βιβλίο του Δ. Κούκουνα «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή», εκδ. Ερωδιός). Επίσης, στο κατοχικό ραδιόφωνο συνεργάζεται, μεταξύ άλλων, με τη χιτλερική ως το κόκαλο δημοσιογράφο Σίτσα Καραϊσκάκη (είχε διατελέσει και προσωπική βοηθός του Γιόζεφ Γκέμπελς), επικεφαλής της γερμανικής προπαγάνδας. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά από τα θέματα των ομιλιών που μεταδόθηκαν επί των ημερών της: «Η Δήλος ως συνδετικός κρίκος από Βορρά εις Νότον», «Πώς μιλούν οι ξένες φοιτήτριες για τη Γερμανία» και «Ο μπολσεβικικός χαμαιλέων». Η Καραϊσκάκη μεταπολεμικά καταδικάστηκε εις θάνατον για προπαγάνδα υπέρ των κατακτητών, διέφυγε, όμως, στη Γερμανία και τελικώς αμνηστεύθηκε.
Ο ιθύνων νους των Ταγμάτων Ασφαλείας
Ο Βουλπιώτης θα παραδεχτεί ότι ήταν εκείνος που εισηγήθηκε την ιδέα για τα κατοχικά Τάγματα Ασφαλείας (με την υποστήριξη των Ιωάννη Ράλλη, Θεόδωρου Πάγκαλου και Στυλιανού Γονατά). Πρόκειται για τους ένοπλους σχηματισμούς (οι διαβόητοι «γερμανοτσολιάδες» με τη χακί φουστανέλα και τα γερμανικά άρβυλα) που συγκροτούνται το 1943-44 με τις ευλογίες των Γερμανών για την αντιμετώπιση του «ξενοκίνητου», κομμουνιστικού κινδύνου που αντιπροσωπεύει ο ΕΛΑΣ. «Αγαπητέ μου, η ιδέα για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας στηριζόταν αποκλειστικά και μόνο στην προσπάθεια του αστικού καθεστώτος, δηλαδή στη μη κομμουνιστικοποίηση της Ελλάδας, όταν κάποια στιγμή θα απελευθερωνόταν από τους κατακτητές» είχε δηλώσει ο Βουλπιώτης στον Δημοσθένη Κούκουνα, σε μία από τις πρώτες κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, πριν από 40 χρόνια. «Πράγματι, έγιναν παρεκτροπές και ακόμη, θα έλεγα, εγκληματικές πράξεις. Τέτοια, όμως, έγιναν και από την άλλη πλευρά, μάλιστα κατά κόρον, με τις δολοφονίες αθώων πολιτών. Ποιος μπορεί να έχει αντίρρηση ότι με τα Τάγματα Ασφαλείας δεν διασώσαμε το αστικό καθεστώς και δεν αφήσαμε την Ελλάδα να γίνει στάχτη;».
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό ακριβώς το επιχείρημα – την προστασία του αστικού καθεστώτος απέναντι στον αντεθνικό ΕΛΑΣ, για να μη γίνει η Ελλάδα Σοβιετική Ενωση – επικαλούνταν στις συνομιλίες του με τους Γερμανούς ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης. «Τα Τάγματα Ασφαλείας δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα» υπογραμμίζει ο κ. Δορδανάς. «Η συνεργασία με τους κατακτημένους ή με τμήματα των κατακτημένων ήταν ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο, το οποίο, μετά τον πόλεμο, όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες φρόντισαν να κρύψουν επιμελώς κάτω από το χαλάκι της Ιστορίας τους. Παραγνωρίζουμε συχνά τον ρόλο των Γερμανών σε αυτό το ζήτημα. Οταν η αντίσταση αρχίζει να προσλαμβάνει διαστάσεις μη ελεγχόμενες από τους κατακτητές, οι Γερμανοί ρίχνουν νερό στον μύλο των εθνικών διαιρέσεων και ρηγματώσεων, στρέφοντας εθνικόφρονες εναντίον κομμουνιστών, επισείοντας τον κίνδυνο η Ελλάδα να περιπέσει, μετά την αποχώρηση των κατακτητών, στον έλεγχο των Σοβιετικών (παρ’ ότι εμείς γνωρίζουμε από τον Οκτώβριο του ’44, με τη «Συμφωνία των ποσοστών ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται). Ολα αυτά, βέβαια, όπως γράφουν οι Γερμανοί της εποχής εκείνης, “για να εξοικονομηθεί πολύτιμο γερμανικό αίμα”».
Οταν πλέον άρχισε να διαφαίνεται η έκβαση του πολέμου, ο Βουλπιώτης κατηγορήθηκε για επίμονο φλερτ με την Αντίσταση. Η ανάμειξή του στον ΕΔΕΣ (Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο) είναι μια ακόμη πτυχή αυτού του αμφιλεγόμενου «κομπά» (εκ του collaborateur), ο οποίος μάλιστα έχει προσλάβει ιδιαιτέρα γραμματέα του στην ΑΕΡΕ τη σύζυγο του ιδρυτή της οργάνωσης Ναπολέοντα Ζέρβα! Αναφέρουμε ενδεικτικά ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα άγγλου πράκτορος στην Αθήνα (αποκλειστικότητα του «Ριζοσπάστη», την 11η Νοεμβρίου 1945): «Τώρα που ο Βουλπιώτης βλέπει πώς θα νικήσουν οι Σύμμαχοι, άρχισε τις ερωτοτροπίες με διάφορες οργανώσεις της αντίστασης... Σύμφωνα με όσα λέει ο Βαλασσάκης, βρίσκεται σε στενή επαφή με τον ΕΔΕΣ της Αθήνας και μάλιστα τον χρηματοδοτεί».
Αθωώθηκε τελεσίδικα από όλα τα δικαστήρια των δωσιλόγων, καθώς δεκάδες μάρτυρες υπεράσπισης έσπευσαν να καταθέσουν ότι ο Βουλπιώτης τούς έσωσε από το απόσπασμα. «Και όχι μάρτυρες τυχαίοι, αλλά προσωπικότητες με αποδεδειγμένη αντιστασιακή δράση» υπογραμμίζει ο κ. Κούκουνας. «Οπως μου είχε αφηγηθεί ο ίδιος, είχε σώσει, μεταξύ άλλων, και τον Αδωνι (Αντό) Κύρου, ο οποίος είχε κατηγορηθεί ως ηθικός αυτουργός στη δολοφονία από τον ΕΛΑΣ του Κίτσου Μαλτέζου Μακρυγιάννη (σ.σ.: γόνου μεγαλοαστικής οικογενείας, αρχικά στρατευμένου με την ΕΟΝ του Μεταξά, που κατά τη διάρκεια της Κατοχής πέρασε στην Αριστερά για να ενταχθεί στη συνέχεια στην ένοπλη αντιστασιακή οργάνωση ΡΑΝ που δεν ελέγχεται από τον ΕΛΑΣ). Με τη μεσολάβηση του Βουλπιώτη, ο Αδωνις Κύρου (που διώκεται είτε από την Ειδική Ασφάλεια του κατοχικού κράτους είτε από τους Γερμανούς) καταφεύγει στην κατεχόμενη Γαλλία, όπου θα διαπρέψει ως σκηνοθέτης». Οπως υπογραμμίζει η Ιζαμπέλλα Παλάσκα, στο προσωπικό αρχείο του πατρός της, που έχει περιέλθει στην κατοχή της, βρέθηκαν πάνω από 1.500 ευχαριστήριες επιστολές ανθρώπων που διασώθηκαν από τον Βουλπιώτη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αναφέρουμε ενδεικτικά χαρακτηριστικό απόσπασμα μιας εξ αυτών, από έναν ευγνώμονα αθηναίο δικηγόρο: «Αγαπητέ μου κύριε Βουλπιώτη... Είχα από τη γνωριμία σας και την απέναντί μου στάσις σας την ευχάριστη και σπάνια αίσθηση που έχει κανείς όταν συναντάει κάποιον με το τριπλό γνώρισμα του Ελληνος, του ανδρός και του ανθρώπου... Ούτε με τον Αλτενμπουργκ φύγατε ούτε με κανέναν άλλον, ούτε και κρυφτήκατε. Παρά μείνατε σπίτι σας, και σας έπιασαν κάποιοι ηλίθιοι πατριδοκάπηλοι...».
Οπως σημειώνει στο BΗmagazino ο κ. Δορδανάς: «Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι τη μεταπολεμική περίοδο, αμέσως μετά την Απελευθέρωση, στήνεται μια απίστευτη βιομηχανία παραγωγής βεβαιώσεων. Ο καθένας αγωνίζεται να γεμίσει τον φάκελό του προσκομίζοντας οτιδήποτε μπορεί να ελαφρύνει τη θέση του, όχι μόνο για τον βίο και την πολιτεία του στην περίοδο της Κατοχής, αλλά και την προπολεμική περίοδο. Βλέπει κανείς και βεβαιώσεις για συμμετοχή στον Μακεδονικό Αγώνα! Αλίμονο αν ένας ισχυρός παράγοντας, όπως ο Βουλπιώτης, δεν είχε μες στη δικογραφία του βεβαιώσεις και γράμματα ανθρώπων που διέσωσε την περίοδο της Κατοχής! Τα ίδια γράμματα και τις ίδιες βεβαιώσεις είχαν άνθρωποι, οι οποίοι όχι μόνο συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, αλλά δύσκολα τους διαχωρίζεις από τους Γερμανούς».
Τελικά, τι ήταν ο Βουλπιώτης, ένας Σίντλερ ή ένας Κουίσλινγκ (σ.σ.: ο αρχηγός του νορβηγικού φασιστικού κόμματος που συμπράττει με τους κατακτητές); Οπως για χιλιάδες άλλες αμφιλεγόμενες περιπτώσεις, η Ιστορία δείχνει μάλλον δύσθυμη ως προς την ετυμηγορία της. Η μεταπολεμική αποκατάσταση πολλών από αυτούς θα είναι αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής. Η ελληνική κοινωνία οφείλει να ξανακολλήσει τα κομμάτια της και να συνεχίσει.
Ο Παπακωνσταντίνου ήθελε να παραιτηθεί ώστε να μπορεί να ασκήσει στον Βουλπιώτη ποινική δίωξη για συκοφαντία. Η υπόθεση κατέληξε τον Σεπτέμβριο του ’55 σε μια θυελλώδη δίκη. Οπως αποκαλύφθηκε, ο Βουλπιώτης αξίωνε να τον προσλάβουν στον ΟΤΕ ως τεχνικό σύμβουλο για δέκα χρόνια με αμοιβή 1 εκατομμύριο δολάρια, ενώ ο Παπακωνσταντίνου είχε αντιπροτείνει τα πέντε χρόνια, με αμοιβή 240.000 δολάρια. Η ατμόσφαιρα μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου έγινε επανειλημμένως εκρηκτική, με τον κορίνθιο υφυπουργό να δηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι «Ο Βουλπιώτης δεν έχει εννοήσει ότι ετελείωσε η Κατοχή εις την Ελλάδα» και ότι «αποπειράθηκε να με δολοφονήσει ηθικώς». Κατά την απολογία του, ο εκπρόσωπος της Siemens δηλώνει ότι δεν είχε πρόθεση να δυσφημήσει τον Παπακωνσταντίνου. Καταδικάστηκε (για πρώτη φορά) σε 12 μήνες φυλάκιση, αλλά εξέτισε τους εννέα. Εν συνεχεία, εγκατέλειψε για μία δεκαετία την Ελλάδα. Μετά την επιστροφή του, επέλεξε να ζήσει στην αφάνεια.
Μέχρι σήμερα δεν έχουν φωτιστεί όλες οι σκιές πίσω από κατοχικό success story του Ιωάννη Βουλπιώτη, για παράδειγμα οι παρασκηνιακοί πολιτικοί ελιγμοί του, οι υποψίες για κατασκοπευτική δράση, οι σχέσεις του με τον ΕΔΕΣ. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ο γερμανοτραφής επιχειρηματίας, που λάτρευε τον Βάγκνερ και την κλασική αρχαιότητα, είναι μία από τις πλείστες ανεξερεύνητες προσωπικότητες της κατοχικής Ελλάδας (δεδομένου ότι έχουν γραφτεί ελάχιστα ακόμη και για σημαίνοντα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων). Το βιβλίο της Ιζαμπέλλας Παλάσκα είναι, αν μη τι άλλο, ένα μικρό βήμα προς την αναμόχλευση μιας αυτολογοκριμένης εθνικής μνήμης.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Απριλίου
Ο άγνωστος στους περισσότερους Ιωάννης Βουλπιώτης ήταν μια «φαιά εξοχότης» που περιδιάβασε με μαύρο, πλατύγυρο καπέλο και χρυσή ταμπακιέρα την κατοχική Ελλάδα. Και ενώ αθωώθηκε παμψηφεί από τα μετακατοχικά δικαστήρια των δωσίλογων, μέχρι τον θάνατό του (ημέρα του επικού σεισμού του ’99) δεν αποτίναξε τη ρετσινιά του «συνοδοιπόρου των κατακτητών». Πρόσφατα, η κόρη του (από τον δεύτερο γάμο του με την Ελεν Ευγενίδη), Ιζαμπέλλα Παλάσκα, αποτόλμησε να αναμοχλεύσει τη ζοφερή ιστορία του με ένα ιστορικό μυθιστόρημα, υπό τον τίτλο «Aγγελος ή δαίμονας – Ο αμφιλεγόμενος πατέρας μου...» (εκδ. Λιβάνη). Στόχος της, όπως τονίζει στο BHmagazino, ήταν η αποδαιμονοποίηση του πατρός της. Η ίδια δεν τον γνώρισε παρά μόνο ως ενήλικη: «Στην παιδική μου ηλικία, ήταν απών, άλλωστε πήρε διαζύγιο από τη μητέρα μου όταν ήμουν δυόμισι ετών. Επομένως, η σχέση μου μαζί του ήταν σχέση έλλειψης. Δεν τον γνώρισα πραγματικά παρά πολύ αργότερα, όταν άρχισε να μου αφηγείται ιστορίες από τη ζωή του στους μακρινούς περιπάτους που κάναμε στον Εθνικό Κήπο. Κάτω από τα ψυχρά, γαλάζια μάτια του κρυβόταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος. Και νομίζω ότι πέθανε με τον καημό ότι δεν του αναγνωρίστηκαν αυτά που είχε προσφέρει». Η κυρία Παλάσκα επιζητεί να αφηγηθεί με ψυχραιμία τα γεγονότα, παρά το κουκούλι που αναπόφευκτα εξυφαίνει η στενή τους συγγένεια: «Για ένα πράγμα είμαι πεπεισμένη. Οτι ο πατέρας μου είχε μια ακεραιότητα. Οτι δεν πρόδωσε».
O σώγαμπρος της Siemens
O Ιωάννης Βουλπιώτης γεννήθηκε το 1902. Πατέρας του ο Κωνσταντίνος Βουλπιώτης, πρότυπο αξιωματικού, με σπουδές στη Στρατιωτική Ακαδημία του Πότσνταμ, και μητέρα του η αυταρχική Θαλία Αγγελοπούλου-Αθανάτου (γόνος της παλιάς αθηναϊκής οικογένειας των νομικών που εξέδιδαν το περιοδικό «Θέμις»), η οποία επιθυμεί διακαώς να του προσφέρει την παιδεία που θα αναδείξει το εξαιρετικά φιλόδοξο πνεύμα του. Ο γυμνασιάρχης και μέντοράς του Δημήτρης Γληνός (κατά τη διάρκεια της Κατοχής θα λάβει χώρα η ανορθόδοξη επαναπροσέγγισή τους) τον θεωρεί ιδιοφυή και τον ωθεί να σπουδάσει φιλοσοφία στη Γερμανία. Ο Βουλπιώτης θα μπει στο αμφιθέατρο να παρακολουθήσει μαθήματα ψυχολογίας από τον Καρλ Γιουνγκ, αλλά στρέφεται τελικώς στη, σχεδόν άγνωστη τότε, ηλεκτρονική μηχανολογία. Δεν θα αργήσει να προσληφθεί, νεότατος, στην αυτοκρατορία της Siemens.Με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του, ο «χερ ντόκτορ Βουλπιώτης» ανέβηκε πολύ γρήγορα όλη την κλίμακα της ιεραρχίας και, προτού συμπληρώσει τα 25 χρόνια του, ανέλαβε το ερευνητικό τμήμα της εταιρείας. Πολύ σύντομα, ο Καρλ Φρίντριχ Ζίμενς του παραδίδει την κόρη του, Χέρτα, στο μικρό παρεκκλήσι δίπλα από το μέγαρο της δυναστείας. Είναι ίσως η πρώτη φορά που ένας Ελληνας γίνεται «ισότιμο μέλος σε μια οικογένεια γερμανών βιομηχάνων». Λίγο μετά τη γέννηση της θυγατρός τους Αννίτας, ο πανίσχυρος πλέον Βουλπιώτης αναλαμβάνει πληρεξούσιος του ομίλου Siemens και εκτός Ευρώπης.
Ο γάμος με τη Χέρτα δεν θα κρατήσει πολύ, πρωτίστως εξαιτίας της εύθραυστης ψυχικής υγείας της, αλλά οι αδιαμφισβήτητες ικανότητές του θα διατηρήσουν ανέπαφη την «εκλεκτική συγγένεια» με τον όμιλο Siemens. Θα ακολουθήσει ο γάμος του με την καλλονή Ελεν Ευγενίδη (της γνωστής οικογενείας της Θεσσαλονίκης), με την οποία θα αποκτήσει δύο ακόμη κόρες, την Αλέξια και την (προαναφερθείσα) Ιζαμπέλλα. Ο Βουλπιώτης με το παγωμένο βλέμμα ασκεί σαγήνη στο γυναικείο φύλο. Στις δεξιώσεις, όπου καταφθάνει με τη βαθυκόκκινη Πακάρ του, κάποιοι τον θυμούνται να αγορεύει με πομπώδες ύφος μπροστά σε ένα πολυπληθές «τρυφερό» μπουκέτο. Η τρίτη σύζυγός του είναι η γνωστή στην παλιά αθηναϊκή κοινωνία Ζανέτ Καραϊωσηφόγλου.
O Βουλπιώτης, με τη διπλή υπηκοότητα και την τεράστια πλέον περιουσία, θα επιστρέψει στην Αθήνα, εκπροσωπώντας πάντα το γνωστό γερμανικό συγκρότημα έναντι του ελληνικού Δημοσίου. Τη δεκαετία του ’30 χειρίζεται, μεταξύ άλλων, τις προμήθειες των τηλεφωνικών κέντρων και των ραδιοφωνικών εγκαταστάσεων και βάζει τα θεμέλια της Ανώνυμης Ελληνικής Τηλεφωνικής Εταιρείας ( ΑΕΤΕ), προδρόμου του ΟΤΕ και της Ανώνυμης Ελληνικής Ραδιοφωνικής Εταιρείας (ΑΕΡΕ), προδρόμου του ΕΙΡ. Λίγοι γνωρίζουν ότι είναι ο νονός της περίφημης «θείας Λένας» (Αντιγόνη Μεταξά-Κροντηρά), κατά το «θεία Μπέρτα» του γερμανικού ραδιοφώνου. Εχει διασυνδέσεις παντού, ξέρει να κινεί υπογείως τα νήματα και συνδιαλέγεται αβίαστα με τους πάντες (ακόμη και με τον πάντα επιφυλακτικό μαζί του Ιωάννη Μεταξά). «Δι’ αυτόν, τα πλέον απροσπέλαστα και πολυάσχολα γραφεία ήσαν περισσότερο προσιτά από τα καφενεία της Ομονοίας» γράφει μεταγενέστερα η εφημερίδα «Ελευθερία». Ενα στυγνό επιχειρηματικό δαιμόνιο τον καθοδηγεί στις συνδιαλλαγές του με τις ελληνικές κυβερνήσεις, τις οποίες είναι πάντα έτοιμος να δελεάσει με ένα δωράκι, «συμβολικού χαρακτήρα», όπως, για παράδειγμα, ένα ασυνήθιστο μοντέλο τηλεφωνικής συσκευής.
Ηδη προπολεμικά ο γενικός πληρεξούσιος της Siemens και της θυγατρικής Τelefunken αναδεικνύεται σε επίλεκτο μέλος της «γερμανόφιλης ελίτ» που ελέγχει την οικονομική ζωή της Ελλάδος. Οπως αναφέρει ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης στον δεύτερο τόμο της Ιστορίας της Ελλάδος (εκδ. Polaris): «Πριν από τον πόλεμο η Ελλάδα, όπως και όλες οι βαλκανικές χώρες, είχε τυλιχτεί στα εμπορικά δίχτυα του Γ΄ Ράιχ. Σαν κολοσσιαίος πολύποδας, η γιγάντια γερμανική αγορά απορροφούσε την παραγωγή μας και το γερμανικό ‘κλήρινγκ’ αποτελούσε τη βασική αρτηρία του εξωτερικού μας εμπορίου... Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν τα συμφέροντα ευρέων καπιταλιστικών στρωμάτων και να συνδεθούν στενά με τα γερμανικά... Και όταν ήρθε η Κατοχή, υπήρχε έτοιμη η υποδομή για ευρεία συνεργασία των δύο οικονομιών». Η Ιζαμπέλλα Παλάσκα περιγράφει το ισχυρό σοκ που υπέστη όταν πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας της είχε ανταλλάξει προπολεμικά θερμή χειραψία με τον Αδόλφο Χίτλερ. «Δεν μπορείς να καταλάβεις» της είπε εκείνος. «Για μένα ήταν δουλειά».
Η συνάντηση έλαβε χώρα λίγους μήνες αφότου χαριτόβρυτες ελληνίδες παρθένες άναψαν στον ιερό περίβολο της Αλτεως στην Ολυμπία τη φλόγα των χιτλερικών Ολυμπιακών Αγώνων του ’36. Οπως σημειώνει ο ιστορικός Δημοσθένης Κούκουνας, ο οποίος έχει ερευνήσει σε βάθος την υπόθεση Βουλπιώτη (και βοήθησε την κόρη του στην ιστορική έρευνα του βιβλίου της): «Γνώρισε τον Χίτλερ σε μια πολιτιστική ελληνική αποστολή με επικεφαλής τον καθηγητή Ν. Λούβαρη, στο πλαίσιο της οποίας το Λύκειο των Ελληνίδων πήρε μέρος σε ένα φεστιβάλ εθνικών χορών στο Αμβούργο. Ο Βουλπιώτης και η Siemens είναι ένα είδος χορηγού (έχει “σπονσοράρει” και άλλες τέτοιες “φιλελληνικές” δράσεις στη Γερμανία). Ο Χίτλερ εντυπωσιάζεται από τον πολυπράγμονα Βουλπιώτη και τις πρωτοποριακές τεχνολογικές γνώσεις του. Του ζητάει, μάλιστα, να του καταθέσει μια έκθεση για την αξιοποίηση της τηλεόρασης ως μέσο επιρροής σε άλλες χώρες».
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Βουλπιώτης έχει πλήρη επίγνωση ότι τις σειρήνες που διασαλπίζουν στην Αθήνα την έναρξη του πολέμου τις είχε πουλήσει ο ίδιος.
Γλυκές νύχτες στο γερμανοφιλικό λόμπι
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ο Ιωάννης Βουλπιώτης εμφανίζεται ως ο πλέον προνομιακός συνομιλητής των Γερμανών ενώ, έπειτα από προσωπική διαταγή του ίδιου του Φύρερ, απολαμβάνει ένα ιδιότυπο καθεστώς ασυλίας. Εξυπακούεται ότι έχει «μεσολαβήσει» ο πρώην πεθερός του, Φον Ζίμενς, ο οποίος είναι αποφασισμένος να προστατεύσει την εγγονή του, Αννίτα, που ζει στην κατεχόμενη Ελλάδα με τον πατέρα της και τη δεύτερη σύζυγό του Ελεν (ένα καλά φυλαγμένο μυστικό ως το τέλος του πολέμου, για να μην πέσει η μικρή θύμα απαγωγής των συμμαχικών μυστικών υπηρεσιών ή του ΕΑΜ). «Παρ’ όλα αυτά, όλη εκείνη την περίοδο δεν έχει καμία οικονομική συνεργασία» υπογραμμίζει ο κ. Κούκουνας. «Μάλιστα, παρ’ ότι του ζητήθηκε επανειλημμένως να αναλάβει πρόεδρος σε διοικητικά συμβούλια τραπεζών και υπουργικά αξιώματα, αρνήθηκε. Στην πραγματικότητα, μόνη δραστηριότητά του αυτή την περίοδο είναι η θέση του γενικού διευθυντή της κρατικής ραδιοφωνίας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ήταν από εκείνους που έκαναν ακραίο, προπαγανδιστικό ραδιόφωνο...».
Στο βιβλίο της, η Ιζαμπέλλα Παλάσκα περιγράφει με φλέγμα τις τεχνικές επιβίωσης του οπορτουνιστή Βουλπιώτη, προσωπικό δόγμα του οποίου παραμένουν ισοβίως «το χρήμα και η επιρροή»: «Κάθε φορά που βρισκόταν στην ανάγκη να πάρει θέση, χρησιμοποιούσε την εύκολη λύση: αν οι συνομιλητές του ήταν Γερμανοί, έκανε φιλογερμανική τοποθέτηση, αν ήταν Ελληνες, το αντίστροφο. Μπορεί στο βάθος να είχε πιο κατασταλαγμένες απόψεις, πάντως εξωτερικευόταν κατά την περίσταση, πράγμα που ήταν και το πλέον συμφέρον για τον ίδιο». «Το ζήτημα της γερμανοφιλίας πρέπει να το εξετάσει κανείς στη διαχρονικότητά του» τονίζει στο ΒHmagazino o κ. Στράτος Δορδανάς, λέκτορας Ιστορίας στο Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. «Δηλαδή, στην Κατοχή έχουμε ουσιαστικά μια εκτίναξη αυτού του φαινομένου που υπάρχει ήδη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι, εν όψει του γερμανικού θαύματος του ’50 και του ’60, στέλνουν βιογραφικά στους Γερμανούς, υπενθυμίζοντας τη γερμανοφιλία τους και στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο!».Ο Βουλπιώτης δεν θα κρύψει ποτέ τη γερμανοφιλία του, μόνο τα κίνητρά της, που, όπως και για πολλούς άλλους, παραμένουν μέχρι σήμερα μάλλον ομιχλώδη. «Τελικά, είναι κάποιος γερμανόφιλος επειδή πιστεύει ιδεολογικά στο εθνικοσοσιαλιστικό θαύμα, επειδή συνδέει τα συμφέροντά του με τους Γερμανούς, ή γιατί μπορεί με αυτόν τον τρόπο να ξεκλειδώσει τις πόρτες των γερμανικών γραφείων, κάνοντας ενδεχομένως “παθητική αντίσταση”;» διερωτάται ο κ. Δορδανάς.
Οι άλλοι γερμανοί φίλοι μας
Δεν είναι μόνο τα ανώτατα κλιμάκια του ναζιστικού καθεστώτος. Η μοίρα του Βουλπιώτη θα διασταυρωθεί και με αυτή πολλών δευτεραγωνιστών του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Ανάμεσά τους ο προσωπικός γλύπτης του Φύρερ, Αρνο Μπρέκερ, και η πρώτη σύζυγός του, Δήμητρα (Μιμίνα) Μεσσάλα (από γνωστή ελληνική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης), που βρίσκονται από νωρίς στο στενό φιλικό περιβάλλον του. Ο Μπρέκερ, αποκαλούμενος και «Μιχαήλ Αγγελος του Χίτλερ» – καθ’ ότι, παρέα με τον αρχιτέκτονα Αλμπερτ Σπέερ, είναι εκείνος που αποτύπωσε στην απολυτότητά του το πάντρεμα του εθνικοσοσιαλιστικού ιδεώδους με την κλασική αρχαιότητα – γνωρίζει τον έλληνα επιχειρηματία στο παρισινό ατελιέ του.
Η όχι ακριβώς εκπάγλου, αλλά ιδιάζουσας καλλονής σύζυγος του, Δήμητρα (που είχε διατελέσει μοντέλο του Πικάσο και του Μαγιόλ), κερδίζει την εύνοια του Φύρερ, όταν σε διάφορες χαρούμενες ναζιστικές συνάξεις στο Μπερχετσγκάντεν τού διαβάζει επισταμένως την παλάμη του. Το ζεύγος Μπρέκερ θα χρησιμοποιήσει συχνά την επιρροή του για να φυγαδεύσει από την κατεχόμενη Γαλλία διωκόμενους από το ναζιστικό καθεστώς (η Δήμητρα ήταν εκείνη που το 1943 οδήγησε το αυτοκίνητο στα κεντρικά της Γκεστάπο στην Αλμπεχτ Στράσε για να στηθεί το σχέδιο διάσωσης του Πικάσο, ενώ κατά παρόμοιο τρόπο γλίτωσαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης η γυναίκα και η κόρη του Ανρί Ματίς). Στο βιβλίο της, η κυρία Παλάσκα περιγράφει πώς, στο πλαίσιο ενός παρασκηνιακού διαβήματος για την αποτροπή της ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα, ο Βουλπιώτης δασκαλεύει τη Μιμίνα Μπρέκερ να «πλευρίσει» τον Χίτλερ.Μετά το τέλος του πολέμου, οι Σύμμαχοι κατάσχεσαν και λεηλάτησαν ανηλεώς τα έργα στα τρία ατελιέ του «καλλιτέχνη της ομορφιάς, της συγχορδίας του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής» (όπως περιέγραφε εαυτόν), ενώ ο ίδιος ο Μπρέκερ πάλευε ισοβίως με το στίγμα του ναζιστή (σημειωτέον ότι ο Στάλιν τού έκανε μια σοβαρή πρόταση να αποκτήσει ένα μεγάλο κρατικό ατελιέ στη Σοβιετική Ενωση, αλλά εκείνος αρνήθηκε). Η σύντροφός του, Δήμητρα, σκοτώθηκε το 1956 σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
Στις γνωριμίες του γενικού πληρεξούσιου της Siemens στην Ελλάδα συγκαταλέγονται ακόμη ο «φιλέλληνας» πρεσβευτής (ως το φθινόπωρο του 1943) του Γ΄ Ράιχ στην Αθήνα, Γκύντερ Αλτενμπουργκ, αλλά και ο δαιμόνιος ναύαρχος Χανς Βίλχελμ Κανάρις, επικεφαλής της Διεύθυνσης Κατασκοπείας και Αντικατασκοπείας του Γ΄ Ράιχ (προς το τέλος του πολέμου έπεσε σε δυσμένεια και απαγχονίστηκε από τους εναπομείναντες Ναζί με την κατηγορία της προδοσίας), «γεγονός που αυτόματα τον καθιστούσε ύποπτο (σ.σ.: τον Βουλπιώτη) για κατασκοπευτική δράση στην Ελλάδα» (από το βιβλίο του Δ. Κούκουνα «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή», εκδ. Ερωδιός). Επίσης, στο κατοχικό ραδιόφωνο συνεργάζεται, μεταξύ άλλων, με τη χιτλερική ως το κόκαλο δημοσιογράφο Σίτσα Καραϊσκάκη (είχε διατελέσει και προσωπική βοηθός του Γιόζεφ Γκέμπελς), επικεφαλής της γερμανικής προπαγάνδας. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά από τα θέματα των ομιλιών που μεταδόθηκαν επί των ημερών της: «Η Δήλος ως συνδετικός κρίκος από Βορρά εις Νότον», «Πώς μιλούν οι ξένες φοιτήτριες για τη Γερμανία» και «Ο μπολσεβικικός χαμαιλέων». Η Καραϊσκάκη μεταπολεμικά καταδικάστηκε εις θάνατον για προπαγάνδα υπέρ των κατακτητών, διέφυγε, όμως, στη Γερμανία και τελικώς αμνηστεύθηκε.
Ο ιθύνων νους των Ταγμάτων Ασφαλείας
Ο Βουλπιώτης θα παραδεχτεί ότι ήταν εκείνος που εισηγήθηκε την ιδέα για τα κατοχικά Τάγματα Ασφαλείας (με την υποστήριξη των Ιωάννη Ράλλη, Θεόδωρου Πάγκαλου και Στυλιανού Γονατά). Πρόκειται για τους ένοπλους σχηματισμούς (οι διαβόητοι «γερμανοτσολιάδες» με τη χακί φουστανέλα και τα γερμανικά άρβυλα) που συγκροτούνται το 1943-44 με τις ευλογίες των Γερμανών για την αντιμετώπιση του «ξενοκίνητου», κομμουνιστικού κινδύνου που αντιπροσωπεύει ο ΕΛΑΣ. «Αγαπητέ μου, η ιδέα για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας στηριζόταν αποκλειστικά και μόνο στην προσπάθεια του αστικού καθεστώτος, δηλαδή στη μη κομμουνιστικοποίηση της Ελλάδας, όταν κάποια στιγμή θα απελευθερωνόταν από τους κατακτητές» είχε δηλώσει ο Βουλπιώτης στον Δημοσθένη Κούκουνα, σε μία από τις πρώτες κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, πριν από 40 χρόνια. «Πράγματι, έγιναν παρεκτροπές και ακόμη, θα έλεγα, εγκληματικές πράξεις. Τέτοια, όμως, έγιναν και από την άλλη πλευρά, μάλιστα κατά κόρον, με τις δολοφονίες αθώων πολιτών. Ποιος μπορεί να έχει αντίρρηση ότι με τα Τάγματα Ασφαλείας δεν διασώσαμε το αστικό καθεστώς και δεν αφήσαμε την Ελλάδα να γίνει στάχτη;».
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό ακριβώς το επιχείρημα – την προστασία του αστικού καθεστώτος απέναντι στον αντεθνικό ΕΛΑΣ, για να μη γίνει η Ελλάδα Σοβιετική Ενωση – επικαλούνταν στις συνομιλίες του με τους Γερμανούς ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης. «Τα Τάγματα Ασφαλείας δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα» υπογραμμίζει ο κ. Δορδανάς. «Η συνεργασία με τους κατακτημένους ή με τμήματα των κατακτημένων ήταν ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο, το οποίο, μετά τον πόλεμο, όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες φρόντισαν να κρύψουν επιμελώς κάτω από το χαλάκι της Ιστορίας τους. Παραγνωρίζουμε συχνά τον ρόλο των Γερμανών σε αυτό το ζήτημα. Οταν η αντίσταση αρχίζει να προσλαμβάνει διαστάσεις μη ελεγχόμενες από τους κατακτητές, οι Γερμανοί ρίχνουν νερό στον μύλο των εθνικών διαιρέσεων και ρηγματώσεων, στρέφοντας εθνικόφρονες εναντίον κομμουνιστών, επισείοντας τον κίνδυνο η Ελλάδα να περιπέσει, μετά την αποχώρηση των κατακτητών, στον έλεγχο των Σοβιετικών (παρ’ ότι εμείς γνωρίζουμε από τον Οκτώβριο του ’44, με τη «Συμφωνία των ποσοστών ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται). Ολα αυτά, βέβαια, όπως γράφουν οι Γερμανοί της εποχής εκείνης, “για να εξοικονομηθεί πολύτιμο γερμανικό αίμα”».
Οταν πλέον άρχισε να διαφαίνεται η έκβαση του πολέμου, ο Βουλπιώτης κατηγορήθηκε για επίμονο φλερτ με την Αντίσταση. Η ανάμειξή του στον ΕΔΕΣ (Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο) είναι μια ακόμη πτυχή αυτού του αμφιλεγόμενου «κομπά» (εκ του collaborateur), ο οποίος μάλιστα έχει προσλάβει ιδιαιτέρα γραμματέα του στην ΑΕΡΕ τη σύζυγο του ιδρυτή της οργάνωσης Ναπολέοντα Ζέρβα! Αναφέρουμε ενδεικτικά ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα άγγλου πράκτορος στην Αθήνα (αποκλειστικότητα του «Ριζοσπάστη», την 11η Νοεμβρίου 1945): «Τώρα που ο Βουλπιώτης βλέπει πώς θα νικήσουν οι Σύμμαχοι, άρχισε τις ερωτοτροπίες με διάφορες οργανώσεις της αντίστασης... Σύμφωνα με όσα λέει ο Βαλασσάκης, βρίσκεται σε στενή επαφή με τον ΕΔΕΣ της Αθήνας και μάλιστα τον χρηματοδοτεί».
Σίντλερ ή Κουίσλινγκ;
Ο Βουλπιώτης θα βρισκόταν, μαζί με χιλιάδες άλλους, ενώπιον της προκλητικά επιεικούς μετακατοχικής δικαιοσύνης, η οποία παρέκαμψε το ακανθώδες θέμα των Ταγμάτων Ασφαλείας, καθ’ ότι «δεν συνεκροτήθησαν επί σκοπώ προκλήσεως εμφυλίου πολέμου, αλλά προς εμπέδωσιν της διαταραχθείσης τάξεως». Το κατηγορητήριο που απαγγέλθηκε, τον Φεβρουάριο του 1946, στο α΄ δικαστήριο δωσιλόγων ήταν βαρύτατο: «... Ι. Βουλπιώτης παραπέμπεται ίνα δικασθεί ότι ενίσχυσε την πολεμικήν προσπάθεια του εχθρού και εξήρεν το έργον αυτού διά του ραδιοφώνου ενσπείρων την ηττοπάθειαν μεταξύ του ελληνικού λαού. Κατέδωκεν έλληνας πολίτας και αξιωματικούς εις τον εχθρόν, εκμεταλλευόμενος δε την γερμανομάθειάν του και την θέσιν του συνήψε μετά της γερμανικής εταιρείας Τελεφούνκεν εις την οποίαν παρέδωκεν όλους τους ελληνικούς ραδιοσταθμούς» («Τα Νέα», 22.2.1946).Αθωώθηκε τελεσίδικα από όλα τα δικαστήρια των δωσιλόγων, καθώς δεκάδες μάρτυρες υπεράσπισης έσπευσαν να καταθέσουν ότι ο Βουλπιώτης τούς έσωσε από το απόσπασμα. «Και όχι μάρτυρες τυχαίοι, αλλά προσωπικότητες με αποδεδειγμένη αντιστασιακή δράση» υπογραμμίζει ο κ. Κούκουνας. «Οπως μου είχε αφηγηθεί ο ίδιος, είχε σώσει, μεταξύ άλλων, και τον Αδωνι (Αντό) Κύρου, ο οποίος είχε κατηγορηθεί ως ηθικός αυτουργός στη δολοφονία από τον ΕΛΑΣ του Κίτσου Μαλτέζου Μακρυγιάννη (σ.σ.: γόνου μεγαλοαστικής οικογενείας, αρχικά στρατευμένου με την ΕΟΝ του Μεταξά, που κατά τη διάρκεια της Κατοχής πέρασε στην Αριστερά για να ενταχθεί στη συνέχεια στην ένοπλη αντιστασιακή οργάνωση ΡΑΝ που δεν ελέγχεται από τον ΕΛΑΣ). Με τη μεσολάβηση του Βουλπιώτη, ο Αδωνις Κύρου (που διώκεται είτε από την Ειδική Ασφάλεια του κατοχικού κράτους είτε από τους Γερμανούς) καταφεύγει στην κατεχόμενη Γαλλία, όπου θα διαπρέψει ως σκηνοθέτης». Οπως υπογραμμίζει η Ιζαμπέλλα Παλάσκα, στο προσωπικό αρχείο του πατρός της, που έχει περιέλθει στην κατοχή της, βρέθηκαν πάνω από 1.500 ευχαριστήριες επιστολές ανθρώπων που διασώθηκαν από τον Βουλπιώτη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αναφέρουμε ενδεικτικά χαρακτηριστικό απόσπασμα μιας εξ αυτών, από έναν ευγνώμονα αθηναίο δικηγόρο: «Αγαπητέ μου κύριε Βουλπιώτη... Είχα από τη γνωριμία σας και την απέναντί μου στάσις σας την ευχάριστη και σπάνια αίσθηση που έχει κανείς όταν συναντάει κάποιον με το τριπλό γνώρισμα του Ελληνος, του ανδρός και του ανθρώπου... Ούτε με τον Αλτενμπουργκ φύγατε ούτε με κανέναν άλλον, ούτε και κρυφτήκατε. Παρά μείνατε σπίτι σας, και σας έπιασαν κάποιοι ηλίθιοι πατριδοκάπηλοι...».
Οπως σημειώνει στο BΗmagazino ο κ. Δορδανάς: «Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι τη μεταπολεμική περίοδο, αμέσως μετά την Απελευθέρωση, στήνεται μια απίστευτη βιομηχανία παραγωγής βεβαιώσεων. Ο καθένας αγωνίζεται να γεμίσει τον φάκελό του προσκομίζοντας οτιδήποτε μπορεί να ελαφρύνει τη θέση του, όχι μόνο για τον βίο και την πολιτεία του στην περίοδο της Κατοχής, αλλά και την προπολεμική περίοδο. Βλέπει κανείς και βεβαιώσεις για συμμετοχή στον Μακεδονικό Αγώνα! Αλίμονο αν ένας ισχυρός παράγοντας, όπως ο Βουλπιώτης, δεν είχε μες στη δικογραφία του βεβαιώσεις και γράμματα ανθρώπων που διέσωσε την περίοδο της Κατοχής! Τα ίδια γράμματα και τις ίδιες βεβαιώσεις είχαν άνθρωποι, οι οποίοι όχι μόνο συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, αλλά δύσκολα τους διαχωρίζεις από τους Γερμανούς».
Τελικά, τι ήταν ο Βουλπιώτης, ένας Σίντλερ ή ένας Κουίσλινγκ (σ.σ.: ο αρχηγός του νορβηγικού φασιστικού κόμματος που συμπράττει με τους κατακτητές); Οπως για χιλιάδες άλλες αμφιλεγόμενες περιπτώσεις, η Ιστορία δείχνει μάλλον δύσθυμη ως προς την ετυμηγορία της. Η μεταπολεμική αποκατάσταση πολλών από αυτούς θα είναι αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής. Η ελληνική κοινωνία οφείλει να ξανακολλήσει τα κομμάτια της και να συνεχίσει.
Το αμάρτημα του πατρός
Οπως καταθέτει σήμερα η κόρη του, ο Βουλπιώτης δήλωνε περισσότερο πικραμένος με την εμπλοκή του στο μεταπολεμικό σκάνδαλο. Εν έτει 1955, η τόσο οικεία πλέον Siemens ανέλαβε τελικώς την προμήθεια του ΟΤΕ με 50.000 αυτόματα τηλέφωνα. Ο Βουλπιώτης, ex more εκπρόσωπος της εταιρείας στην Ελλάδα, απέστειλε στον παλιό του γνώριμο, στρατηγό Παπάγο (πρωθυπουργό κατά την περίοδο 1952-55), επιστολή στην οποία τον πληροφορούσε ότι ο υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή υφυπουργός Συγκοινωνιών Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου καθυστέρησε να υπογράψει τη σύμβαση και ότι μέσω ενός λαρισαίου πρώην αγροφύλακα ονόματι Καρβούνης, ζητούσε «προμήθεια» 100.000 δολάρια. Μάλιστα, ο Βουλπιώτης έχει ήδη προλάβει να εναποθέσει στη χούφτα του Καρβούνη 5.000 δολάρια ως προκαταβολή.Ο Παπακωνσταντίνου ήθελε να παραιτηθεί ώστε να μπορεί να ασκήσει στον Βουλπιώτη ποινική δίωξη για συκοφαντία. Η υπόθεση κατέληξε τον Σεπτέμβριο του ’55 σε μια θυελλώδη δίκη. Οπως αποκαλύφθηκε, ο Βουλπιώτης αξίωνε να τον προσλάβουν στον ΟΤΕ ως τεχνικό σύμβουλο για δέκα χρόνια με αμοιβή 1 εκατομμύριο δολάρια, ενώ ο Παπακωνσταντίνου είχε αντιπροτείνει τα πέντε χρόνια, με αμοιβή 240.000 δολάρια. Η ατμόσφαιρα μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου έγινε επανειλημμένως εκρηκτική, με τον κορίνθιο υφυπουργό να δηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι «Ο Βουλπιώτης δεν έχει εννοήσει ότι ετελείωσε η Κατοχή εις την Ελλάδα» και ότι «αποπειράθηκε να με δολοφονήσει ηθικώς». Κατά την απολογία του, ο εκπρόσωπος της Siemens δηλώνει ότι δεν είχε πρόθεση να δυσφημήσει τον Παπακωνσταντίνου. Καταδικάστηκε (για πρώτη φορά) σε 12 μήνες φυλάκιση, αλλά εξέτισε τους εννέα. Εν συνεχεία, εγκατέλειψε για μία δεκαετία την Ελλάδα. Μετά την επιστροφή του, επέλεξε να ζήσει στην αφάνεια.
Μέχρι σήμερα δεν έχουν φωτιστεί όλες οι σκιές πίσω από κατοχικό success story του Ιωάννη Βουλπιώτη, για παράδειγμα οι παρασκηνιακοί πολιτικοί ελιγμοί του, οι υποψίες για κατασκοπευτική δράση, οι σχέσεις του με τον ΕΔΕΣ. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ο γερμανοτραφής επιχειρηματίας, που λάτρευε τον Βάγκνερ και την κλασική αρχαιότητα, είναι μία από τις πλείστες ανεξερεύνητες προσωπικότητες της κατοχικής Ελλάδας (δεδομένου ότι έχουν γραφτεί ελάχιστα ακόμη και για σημαίνοντα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων). Το βιβλίο της Ιζαμπέλλας Παλάσκα είναι, αν μη τι άλλο, ένα μικρό βήμα προς την αναμόχλευση μιας αυτολογοκριμένης εθνικής μνήμης.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Απριλίου