Εδώ και 40 χρόνια ο Όμηρος Ευστρατιάδης έχει γυρίσει πάνω από 100 ταινίες.
Από βοηθός στα γυρίσματα των ταινιών του Τζαβέλα και του Αλέκου Σακελάριου, τα ερωτικά φιλμ των ’70, μέχρι το Χρυσό Κουφέτο και το Ζετέμ, ο έρωτας στη δουλειά του τον ακολουθεί με οποιονδήποτε τρόπο.
Μας διηγήθηκε ιστορίες του ελληνικού σινεμά με πολλή αγάπη, ενθουσιασμό αλλά και συγκίνηση και βούρκωσε αρκετές φορές σε μια συνέντευξη που κατέληξε στην τηλεόραση και στην ελληνική πραγματικότητα που έχει γίνει πολύ δύσκολη για όλους.
Φωτο: Axis Ataxis
Γεννήθηκα στον Πειραιά. Θυμάμαι όταν ήμουν πιτσιρικάς στην εκδοτική εταιρεία Ίκαρος στην οδό Βουλής 4, ήμουν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Οι καλύτερές μου μέρες ήταν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, επειδή μας έδινε λεφτά ο Πατσιφάς και πηγαίναμε και τρώγαμε σε εστιατόριο. Μας άρεσε πολύ που τρώγαμε έξω. Ήταν μεγάλη ιστορία τότε το να τρως έξω.
Στην οδό Βουλής 4, κάθε μεσημέρι μαζευόταν όλη η διανόηση της Ελλάδας, από τον Σεφέρη μέχρι τον Ελύτη, τον Τσάτσο, τον Καραγάτση, τον Χατζιδάκι, τον Σπύρο Βασιλείου, τον Τσαρούχη, τη Μελίνα. Όλη αυτή η διανόηση, όλοι αυτοί οι άνθρωποι βγήκαν μετά τον πόλεμο. Από το ΄74 και μετά ποιος βγήκε; Μετά τη Χούντα δεν βγήκε απολύτως τίποτα, ούτε ένας που να μείνει στην ιστορία.
Μεγάλωσα στο Μεταξουργείο. Η περιοχή ήταν γεμάτη σινεμά. Τότε, όλη η συμμορία σκαρφαλώναμε τη μάντρα του κινηματογράφου και παρακολουθούσαμε ταινίες, από καουμπόικα μέχρι ελληνικές ταινίες. Το σπίτι μου ήταν κοντά στη Φίνος Φιλμ που ήταν στο Σταθμό Λαρίσης, στην οδό Χίου, και πήγαινα κάπου-κάπου και χάζευα τα γυρίσματα. Ο πατέρας μου είχε ένα ψαράδικο στην οδό Λέκκα. Η πολυκατοικία ήταν του Γιώργου Τζαβέλα του σκηνοθέτη και στον τελευταίο όροφο ήταν τα γραφεία του. Έβλεπα τον Τζαβέλα που ερχόταν στον πατέρα μου για να πάρει ψάρια και μια μέρα του είπα «κ. Τζαβέλα θέλω να έρθω να δω πώς γίνεται ένα γύρισμα», έτσι με πήρε μαζί του στο «Μεθύστακα». Δεν θέλει και πολύ να εμβολιαστείς με τον κινηματογράφο. Είναι μεταδοτική αρρώστια. Έκανα τότε διάφορες δουλειές επειδή ήταν δύσκολα τα χρόνια, αλλά υπήρχε μια αισιοδοξία για αναδημιουργία μετά τον πόλεμο. Παλέψαμε, αγωνιστήκαμε, δουλεύαμε μέρα-νύχτα. Θυμάμαι τότε, συγχρόνως, δούλευα στον Ίκαρο, πήγαινα νυκτερινό γυμνάσιο στον Κολωνό και παράλληλα στη σχολή Σταυράκου για να γίνω σκηνοθέτης. Κατόρθωσα και μπήκα στον Φίνο, δούλεψα στα εμφανιστήρια, τύπωνα φωτογραφίες και έγινα τρίτος βοηθός μεγάλων σκηνοθετών, όπως ήταν ο Σακελάριος και ο Τζαβέλας. Κατάφερα να μπω στο χώρο αυτό και να μείνω μέχρι σήμερα. Ευτυχώς για μένα, επειδή πολλοί από τους συναδέλφους δεν άντεξαν, έφυγαν επειδή ο κινηματογράφος πέρασε από πολλά δύσκολα στάδια. Εξαφανιζόταν και επανερχόταν.
Όταν βγήκε η τηλεόραση τη δεκαετία του ’60, ο κινηματογράφος είχε βουλιάξει. Δεν πήγαινε κανένας. Όλες οι αίθουσες έγιναν σουπερμάρκετ και σκυλάδικα, η Ρίτα στην οδό Αχαρνών έγινε σκυλάδικο, το Γωγώ πιο πάνω έγινε σουπερμάρκετ Carrefour. Από το ’77- 78 άρχισαν να γίνονται πάλι κάποια εισιτήρια στις ελληνικές ταινίες. Έβγαλε μια ταινία ο Βέγγος, το «Θανάση σφίξε πάλι το ζωνάρι σου» και άρχισε να κινείται πάλι το πράγμα, να πηγαίνει ο κόσμος στις αίθουσες. Τότε έκανα κι εγώ την πρώτη μου κωμωδία με το Μουστάκα, τον «Παρθενοκυνηγό», το 1978.
Η πρώτη ταινία που έκανα ήταν το «Κάθε λιμάνι και καημός», το 1964. Είχε βγει το ομώνυμο τραγούδι τότε του Πυθαγόρα με τον Κατσαρό που είχε κάνει μεγάλη επιτυχία κι ο Πυθαγόρας έκανε ένα σενάριο με τον τίτλο αυτό. Ήταν η εποχή των μελό. Στην ταινία σκηνοθετούσε ο Πυθαγόρας και έπαιζε κιόλας, μαζί με την Γκέλυ Μαυρόπουλου. Στην αρχή ήμουν βοηθός. Στο τέλος, όταν τελείωσε η ταινία, ο Πυθαγόρας είπε στον Ανδρέα Αναστασάτο που ήταν παραγωγός ότι «την ταινία δεν την έκανα εγώ. Δεν έχω ιδέα από σκηνοθεσία. Την ταινία την έκανε ο Όμηρος». Και έτσι έγινα σκηνοθέτης. Οφείλω την πρώτη μου ταινία στον συχωρεμένο Πυθαγόρα, τον στιχουργό. Κάναμε κι άλλη μια ταινία μαζί, το «Θύελλα σε παιδική καρδιά», με δικό του σενάριο και πρωταγωνίστρια την Άντζελα Ζήλεια. Μέχρι σήμερα έχω κάνει 109 ταινίες. Πάρα πολλές. Άλλες καλές, άλλες κακές. Αρπαχτές.
Όταν βγήκε η βιντεοκασέτα διέλυσε τα πάντα. Μια ταινία γινόταν σε μια βδομάδα αρπαχτά και κορόιδευαν τον κόσμο. Τον έκαναν να βλέπει σαβούρες. Έκανα πολύ λίγες βιντεοκασέτες και μόνο σκηνοθεσία. Έπρεπε να επιβιώσω. Δεν έκανα παραγωγή, επειδή φοβόμουν ότι θα φάω φέσι με τις επιταγές και δεν θα μπορούσα να πληρώσω τον κόσμο. Δεν μου άρεσε να χρωστάω. Έκανα μια κωμωδία για πλάκα που την έλεγαν «Ήταν άξιος» με τον Γκουσγκούνη –«το πουλί του λαού» τον έλεγαν τότε- και αυτή η ταινία έγινε καλτ και την συζητάνε τώρα συνέχεια, ενώ μια ταινία που μου άρεσε προσωπικά πολύ, το «Επάγγελμα Γυναίκα» δεν συζητήθηκε καθόλου.
Οι ερωτικές έγιναν κυρίως τη δεκαετία του ‘70. Ξεκίνησαν από το ’68, τότε που ο κινηματογράφος είχε πάλι αρχίσει να πέφτει. Συνεργαζόμουν με έναν παραγωγό, τον Γρηγόρη Δημητρόπουλο, ο οποίος ήταν πολύ μορφωμένο άτομο και είχε την δυνατότητα να πουλήσει στο εξωτερικό. Έλεγε, θυμάμαι, «ο κινηματογράφος εδώ δεν πάει, οπότε θα πουλήσουμε την ταινία έξω, αλλά δεν θέλουμε θέματα ελληνικά, κωμωδιούλες που θα απευθύνονται στην Ελλάδα. Θέλουμε διεθνή θέματα, για να πάνε σε όλο τον κόσμο και να τα προβάλλουμε παράλληλα και στην Ελλάδα». Ξεκίνησα τότε να κάνω μια ταινία στον Πόρο με την Δώρα Σιτζάνη και τον Γιώργο Εμιρζά τον σκηνοθέτη, το «Ερωτικό ξύπνημα». Όταν την πούλησα στον Τεγόπουλο, άλλαξε τον τίτλο σε «Ανήλικες Αμαρτωλές». Μετά έκανα στην Μύκονο το «Όσο υπάρχει αγάπη» με την Γκιζέλα Ντάλη και τον Ρουμπάνη, κι αυτή ασπρόμαυρη. Η πρώτη έγχρωμη που έκανα ήταν «Η Πρόκληση» με τις Φόνσου, Ανουσάκη, Ναθαναήλ και τον Udo Kier. Είχα φέρει τον Udo Kier από τη Γερμανία. Ένα πολύ ωραίο παιδί. Αυτός έκανε καριέρα μετά στο εξωτερικό και ταινίες όπως το Frankenstein Junior, την Ιστορία της Ο, μια μεγάλη ταινία. Ήταν πολύ καλός ηθοποιός και πολύ καλός συνεργάτης. Αγαπούσε τη δουλειά του. Ακολούθησαν τα: «Αδιέξοδο», πάλι με τον Udo Kier στη Μονεμβασιά -, «Πιο θερμή από τον ήλιο», «Τα Διαμάντια στο γυμνό κορμί της». Έκανα συνολικά 18 ερωτικές ταινίες. Υπάρχει αυτή η μυθολογία ότι είναι πορνό επειδή βγάζαμε το στήθος της Φόνσου έξω. Η αλήθεια είναι ότι όταν πουλούσαμε τις ταινίες στο εξωτερικό, σε όλα τα μέρη της γης, οι ταινίες μεταγλωττιζόταν. Όταν τις πουλάγαμε στη Γερμανία, οι Γερμανοί έπρεπε να κάνουν μεταγλώττιση στα γερμανικά και τους στέλναμε double negative για να κάνουν το δικό τους μοντάζ. Στο δικό τους μοντάζ, έβλεπαν τη Φόνσου ή το Νομικό που φιλιόντουσαν και έπαιρναν από ένα ράφι ένα κομμάτι με άσχετες ερωτικές σκηνές μόνο με κάτω άκρα και τα κολλούσαν εμβόλιμα μέσα στην ταινία. Τα τύπωναν και έβγαινε πορνό. Δεν έχει κάνει πορνό η Άννα η φουκαριάρα, τίποτα. Δεν έχει κάνει έρωτα σε ταινία, δεν έδειξε τα γεννητικά της όργανα, ούτε κανείς από τους Έλληνες έχει κάνει τέτοια πράγματα. Οι Γερμανοί, τα κοτσάρανε στο μοντάζ: φιλιά πάνω, κάτω πηδήματα και βγήκε αυτή η βρώμα ότι οι ταινίες είναι πορνό, ενώ δεν είχαν καμία σχέση.
Για 6 χρόνια την περίοδο της Χούντας από το 1968 μέχρι το 1974, οι ταινίες αυτές υποβάλλονταν σε λογοκρισία. Πήγαιναν στην οδό Ζαλοκώστα που ήταν τότε το Γραφείο Τύπου και έκαναν προβολή της ταινίας μπροστά σε μια επιτροπή, την πετσοκόβανε και παίζονταν στις αίθουσες, ακατάλληλη, αλλά με άδεια. Δεν είχαν ποτέ κανένα πρόβλημα. Απλώς φαινόταν το στήθος της Άννας, που τότε βεβαίων ήταν κάτι. Δεν μπορούσαν να κάνουν έρωτα με τα παντελόνια! Οι κινηματογράφοι που έπαιζαν ερωτικές ταινίες ήταν συγκεκριμένοι, η Λίνα, το Αττικόν στο Περιστέρι, το Εσπέρια, το Εύα στο Παγκράτι. Τι ήταν η τσόντα; Οι αιθουσάρχες των συγκεκριμένων κινηματογράφων, είχαν βρει κομμάτια πορνογραφικών σκηνών από ξένες ταινίες και όταν έπαιζε μια ταινία – και δικιά μου ακόμη - έβαζαν μέσα κι ένα κομμάτι τσόντα. Κι από εκεί βγήκε η τσόντα και γινόταν χαμός με αυτές τις ταινίες. Συνήθιζαν να κρύβουν το κομμάτι της τσόντας πίσω από τους πίνακες του ρεύματος για να μην τα βρει η αστυνομία.
Στην τηλεόραση έκανα πολλές δουλειές. Είχα πάρει μεγάλη χαρά όταν έκανα το Χρυσό Κουφέτο με την Αννίτα και ήρθαν από το CNN για να το κάνουν θέμα 8 λεπτών στο World Report σαν μια ακόμη προσφορά της τηλεόρασης. Ξεκίνησε τον Ιούνιο του 95 από το ΤV Μακεδονία και έγινε αρχικά εκεί επειδή όταν το πήγα στα μεγάλα κανάλια μου είπαν ότι δεν ήταν στις προδιαγραφές τους η Αννίτα, ήθελαν να μου βάλλουν μια άλλη παρουσιάστρια. Δεν ήθελα όμως να κάνω μια εκπομπή με μια ακόμη παρουσιάστρια χαμογελαστή και ξανθιά. Ήθελα μια γυναίκα που να έχει άποψη και να μην το παίζει. Ήταν μια μεγάλη επιτυχία το Χρυσό Κουφέτο, έκανε 52% τηλεθέαση. Παντρέψαμε 40 ζευγάρια από το ’95 μέχρι το ’98. Δεν ξέρω πόσοι αντέξανε και πόσοι διαλύσανε. Αυτή τη στιγμή υπάρχει φοβερή μοναξιά και απομόνωση των ανθρώπων από αυτό το ελεεινό διαδίκτυο που ναι, μεν είναι πρόοδος και προσφέρει και πολλά θετικά, αλλά προσφέρει και το χειρότερο την απομόνωση των ανθρώπων επειδή ο κόσμος πια δεν μιλάει. Είναι αποβλακωμένος μπροστά από ένα γυαλί. Μπαίνεις σε μια τεράστια αίθουσα και όλοι είναι μπροστά από μια οθόνη και δεν σε κοιτάνε καθόλου. Εγώ αρνούμαι να το μάθω. Δεν θέλω, έχω μια άρνηση. Τώρα, αν κάνω πάλι το Χρυσό Κουφέτο θα έχει τετραπλή επιτυχία. Δεν ήταν μόνο που παντρεύαμε τον κόσμο, ήταν όλοι αυτοί οι περίεργοι τύποι, τα ταλέντα που βγάζαμε. Αυτοί ερχόντουσαν από μόνοι τους. Μας βρίσκανε και ικανοποιούσαμε την επιτυχία τους. Κάποια στιγμή στο New Channel μου είπε η Αννίτα, «Βαρέθηκα να δείχνουμε τα ίδια πρόσωπα συνέχεια, τι να κάνουμε;» και μια μέρα είπα στο πλατό στον σκηνογράφο να μου κάνει δυο ράφια να κάτσουνε πάνω. Και μπαίνει η Αννίτα εκείνη τη μέρα και βλέπει στα ράφια καθισμένα καμιά δεκαριά ανθρωπάκια. «Μου λέει τι είναι αυτό;» Ξεμείνανε στο ράφι της είπα και πρέπει να τους δώσουμε!» Η Αννίτα δεν ήξερε ποτέ τι θα αντιμετωπίσει στο πλατό. Δεν της λέγαμε ποτέ τίποτα επειδή θέλαμε να τα αντιμετωπίζει όπως ο θεατής.
Είχε τελειώσει γαλλική φιλολογία και μου τη γνώρισε ένα φίλος μου και κάναμε παρέα. Μ’ άρεσε ο τρόπος της, ήταν αυθόρμητη και είχε ένα δικό της στυλ που μίλαγε και που αντιμετώπιζε τον κόσμο και τις καταστάσεις και το κυριότερο είχε μυαλό. Της είχα πει «ρε, Ανιτάκι, είσαι να κάνουμε μια εκπομπή στην τηλεόραση;» Και μου λέει «τι εκπομπή;» και το σκέφτεται και έρχεται μετά και μου λέει «δεν παντρεύουμε τον κόσμο;» Δικιά της ιδέα ήταν. Στην αρχή το λέγαμε « Αρχή διά ζωήν» Και όταν το λέγαμε γρήγορα και μαζεμένα ακουγότανε «Αρχίδια ζωή». «Εντάξει», είπα «δεν νομίζω να περάσει έτσι, πρέπει να το αλλάξουμε». Και το είπαμε «Χρυσό Κουφέτο» και έφτασε εκεί που έφτασε.
Τι δίνει δύναμη σε ένα άνθρωπο; Να είναι υγιής και να έχει χρήμα. Χωρίς να είσαι υγιής δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Δυστυχώς, εμένα η ιστορία του Alter μου στοίχισε πολύ. Ήταν καταστροφή για πολλά παιδιά, 600-700 οικογένειες έμειναν χωρίς δουλειά. Έφαγαν πολλά λεφτά και δεν ξέρω αν φταίει μόνο ο Κώστας Γιαννίκος που είναι τώρα φυλακή. Συνεργάστηκα μαζί του 13 χρόνια και ήταν άψογη η συνεργασία μας, ασχέτως αν χάσαμε πολλά χρήματα.
Η ζωή δεν σε μαθαίνει ποτέ τίποτα. Είσαι σε μια συνεχή πάλη και άμυνα και δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει. Το θέμα είναι να είμαστε αισιόδοξοι.Είμαστε στην ωραιότερη χώρα της γης και την κυβερνούν οι χειρότεροι άνθρωποι του κόσμου.
Με πληγώνει να βλέπω τη νεολαία να τρυπιέται απέναντι από το γραφείο μου. Αυτές οι ενέσεις είναι ό,τι χειρότερο. Είναι μια θλιβερή εικόνα που δεν μπορώ να την αποδεχτώ. Και εγώ ήμουνα νέος. Δεν είχαμε τέτοια πράγματα την εποχή που ήμουν έφηβος. Άστεγους να ψάχνουν τα σκουπίδια ή αλλοδαπούς με καρότσια για να επιβιώσουν. Η γενιά του πολυτεχνείου κατέληξε την Ελλάδα σε αυτό το χάλι και είναι μόνο ένας μέσα στην φυλακή, οι άλλοι κυκλοφορούν ελεύθεροι. Ο κόσμος οδηγείται στο να ψηφίσει φασίστες, επειδή θεωρεί ότι είναι τραμπούκοι και οι μόνοι που θα μπορέσουν να πάνε φυλακή τους κλέφτες. Άκουσα δίπλα μου ένα γεροντάκι σε ένα καφενείο να λέει «Τι φοβούνται; Τη Χρυσή Αυγή; Αυτούς θα ψηφίσω, ό,τι φοβούνται». Σκέφτηκα να πάω με τον Καμμένο αλλά μετά το μετάνιωσα, δεν ήθελα να μπλεχτώ με τη βρωμιά και τη δυσωδία. Με φώναξε, αλλά δεν ήθελα να πάω. Θα πήγαινα για να βάλω φυλακή τους κλέφτες, μόνο γι’ αυτό. Αυτό θα φώναζα συνέχεια.