Δεν υπαρχουν πια, δεν αφησαν απογονους, υπηρξαν μια τρικυμισμενη εποχη και μετα πεταξαν στους ουρανους.
Δεν ξερω πως αισθανονται οι μεγαλοι ανθρωποι οταν κοντευει να τελειωσει η ζωη τους και ξερουν πως μετα απο αυτους δεν υπαρχει καποιος να συνεχισει σ’ αυτη την προσκαιρη ζωη, ουτε παιδια ουτε ανηψια ουτε αλλος μακρυνος απογονος. Μπορει να μη τους πειραζει, να μη το σκεφτονται. Μπορει κιολας να ειναι ευτυχεις. Ο Δημος και η Ευχαριτσα παντα χαμογελουσαν και ειχαν μια καρδια (η μαλλον δυο καρδιες) απο χρυσαφι,
1922. Η θεια Μαριανθη χανει τον αντρα της στην καταστροφη της Σμυρνης, Φτανει στην Ελλαδα με την Ευχαρι μικρο κοριτσι και βρισκεται να μενει στη Νεα Φιλαδελφεια σε μια αυλη. Η θεια η Μαριανθη δεν ξερω αν ηταν πραγματικα θεια του παπου μου, ομως εται την φωναζε. Το σπιτι της δεν ηταν μακρυα απο απο την πλατεια επι της λεωφορου Δεκελειας οπου βρισκοταν παλια (η ακομα και σημερα) το ζαχαροπλαστειο του Κανακη. Οταν αρχισα να πηγαινω με τον παπου επισκεψη στη θεια Μαριανθη, η Ευχαρις ειχε ηδη μεγαλωσει και ειχε παντρευτει τον Δημο που μπηκε σωγαμπρος στην αυλη του προσφυγικου.
Ο Δημος ηταν Αιγυπτιωτης, μιλουσε δυο τρεις γλωσσες και ηταν και λογιστης. Εκεινη την εποχη τα προσοντα αυτα σου εξασφαλιζαν καλη δουλεια. Ο Δημος εργαζοταν σαν λογιστης στις επιχειρησεις του εκπτωτου Σαουδαραβα ηγεμονα Ιμπν Σαουντ οταν μετα την εκθρονιση του απο τον αδελφο του εγκατασταθηκε στο Καβουρι κι εζησε ως το τελος του. Σιγουρα εχετε δει στις παλιες Ελληνικες ταινιες παρωδιες με τον Ιμπν Σαουντ (Κ. Βουτσας) να μοιραζει χρυσα ρολογια. Εκει λοιπον εργαζοταν ο Δημος. Μεγαλη τυχη για την Ευχαρις που ηταν (απο οτι φαινόταν) αφρατο και ομορφο κοριτσι μα δεν ειχε που την κεφαλην κλιναι.
Ενας μικρος μισθος λογιστη συντηρουσε τις δυο γυναικες και το φτωχο προσφυγικο. Σαν να το βλεπω μπροστα μου, Μια αυλη μπροστα, ενας μικρος τσιμεντενιος διαδρομος σε εφερνε στο σπιτι που ειχε, μια μεγαλη κουζινα, μια σαλοτραπεζαρια κι ενα υπνοδωματιο. Η θεια η Μαριανθη, γριουλα πια οταν την γνωρισα, κοιμοταν στη σαλοτραπεζαρια.
Κι εμεις στην σαλοτραπεζαρια καθομασταν οταν πηγαιναμε με τον παπου και μας εβγαζαν γλυκο του κουταλιου και κρυο νερακι. Η Ευχαρις παντα ελεγε οτι εχει πολλες δουλειες και δεν αδειασε στην ζωη της να κανει ουτε ενα παιδι. Δε ξερω γιατι μας το ελεγε, ισως να ηταν και καποιος καημος! Της Ευχαρης της ελειπαν και μερικα δοντια, αλλα οπως ελεγε δεν αδειαζε να παει στον οδοντιατρο. Στα δωδεκα μου απο τις τελευταιες φορες που τους ειδα καταλαβα οτι ο παπους τους βοηθουσε οικονομικα. Το κανει για την ψυχη της μανας του ειπε η μαμα.
Η Ευχαρις εφιαχνε καθε μερα φρεσκια κομποστα αχλαδι για να τρωει η μαμα της που ειχε καποιο προβλημα. Θυμαμαι μετα τα γλυκα εφερνε το αχλαδι στη μαμα της κι ελεγε παντα ” το αχλαδακι της μαμας” . Η εκφραση ακομα και σημερα μου ερχεται στο νου οταν τρωω αχλαδι. Την φροντιζε σαν τα ματια της η Ευχαρις την θεια την Μαριανθη.
Συνηθως (η επισκεψεις γινοντουσαν Κυριακη) μετα την επισκεψη ο Δημος μας κερνουσε παγωτο καϊμακι στου Κανακη. Η Ευχαρις σπανια ερχοταν για να μην αφησει μονη τη μαμα.
Στα δεκατεσσερα μου εφυγε ο παπους και οι επισκεψεις στη Νεα Φιλαδελφεια σταματησαν. Δεν ξερω τι εγινε μετα. Πως εφυγε η θεια η Μαριανθη, πως γερασαν ο Δημος και η Ευχαρις. Που πηγαν οταν εφυγαν απο το προσφυγικο.
Λιγες μερες πριν τον γαμο μου, καποιος υπαλληλος μεταφορικης εταιρειας μου εφερε στο σπιτι ενα πανακριβο χειροποιητο χαλι, δωρο απο τον Δημο και την Ευχαρι (σε προχωρημενες ηλικιες πια). Δεν ειχε διευθυνση, τηλεφωνο, μονο τα ονοματα τους. Κι ενα σημειωμα που ελεγε: Στο αγαπημενο μας Δεσποινακι, Δημος και Ευχαρις. Ηταν ενα δωρο αναπαντεχο, δωρο αγαπης, μεγαλης αγαπης. Μπορει να το εκαναν για την ψυχη του παπου. Μπορει να το εκαναν γιατι με αγαπουσαν σα παιδι τους.
Μια εβδομαδα μετα το γαμο εφυγα για το Οχαϊο για μεταπτυχιακες σπουδες. Αν εμενα θα ειχα καιρο να τους βρω.
Ο Δημος και η Ευχαρις εφυγαν κι αυτοι συντομα στο αιωνιο ταξιδι τους και δεν αφησαν πισω ουτε παιδι, ουτε σκυλι, ουτε γατι.
Ας πουμε οτι αφησαν εμενα, γιατι με αγαπουσαν πραγματικα, και παντα θα τους θυμαμαι εκει στο προσφυγικο με τα τεραστια χαμογελα, τα τραταρισματα στη σαλοτραπεζαρια που μυριζε περιεργα μια μουχλα, και το “αχλαδακι της μαμας”.
Σας φιλω γλυκα!