Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Είναι γνωστή η μυστηριώδης παρουσία του πλανώδιου πωλητή αιγινήτικων κανατιών και σταμνών στις παραδοσιακές γειτονιές της Πλάκας, της Βλασσαρούς και του Ψυρρή. Τις Κυριακές αντέγραφε τις συνήθειες των μεγαλοαστών, φορώντας ρεντιγκότα, ριγωτό παντελόνι με άψογη τσάκιση, λουστρίνια, γιλέκο γαρνιρισμένο με λουλούδια, ψηλό καπέλο και κρατώντας ασημένιο μπαστουνάκι. Τροφοδότησε σενάρια όταν εξαφανίσθηκε ξαφνικά από τους δρόμους των Αθηνών μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1878. Οι φήμες τον ήθελαν βουλγαρικής καταγωγής. Έμεινε στην ιστορία με το τραγούδι που τραγουδούσε στους δρόμους και τον διαιώνισε ο τενόρος Πέτρος Επιτροπάκης, όταν στις αρχές 1933 κυκλοφόρησε δίσκο με το τραγούδι του μπαρμπα Γιάννη του Κανατά.
Γραμμόφωνα, πιάνα και ρομβίες διασκέδαζαν τον κόσμο με τον γραφικό μπαρμπα Γιάννη, το ψηλό καπέλο του και τα μυτερά παπούτσια. Αλλά η εταιρεία «Κολούμπια» εισέπραττε χωρίς να δίνει δικαιώματα στον Π. Επιτροπάκη από τους δίσκους που πωλούσε. Ισχυριζόταν πως το τραγούδι ήταν παλιό και τα δικαιώματα παραγραμμένα. Ο καλλιτέχνης όμως αντεπιτέθηκε και έσυρε την εταιρεία στα δικαστήρια, αφού όπως έλεγε εκείνος διασκεύασε και παρουσίασε το τραγούδι, συνεπώς ήταν ιδιοκτησία του. Εμφανίστηκε λοιπόν, τον Ιανουάριο 1934, με γραμμόφωνο στο δικαστήριο και με μάρτυρες σπουδαίους ανθρώπους της μουσικής, όπως ο σπουδαίος μουσουργός Διονύσιος Λαυράγκας και ο μουσικοσυνθέτης Μανώλης Καλομοίρης.
Στο δικαστήριο ένας υπαίθριος οργανοπαίχτης, ο Σάϋλερ, του οποίου ο πατέρας είχε αντιγράψει και μεταφέρει στα καθ’ ημάς ένα Ιταλικό τραγούδι που ήταν και εκείνο αντιγραφή από το Ισπανικό «Πριμαβέρα». Τα λόγια όπως έφθασαν σ’ εμάς γεννήθηκαν από τον Πωλ Μενεστρέλ και εκδόθηκαν σε μουσικά κομμάτια του Γαϊτάνου. Κατόπιν τούτων το δικαστήριο δικαίωσε τον Επιτροπάκη, ο οποίος έκτοτε έπαιρνε κανονικά τα δικαιώματά του από την εταιρεία.
Γραμμόφωνα, πιάνα και ρομβίες διασκέδαζαν τον κόσμο με τον γραφικό μπαρμπα Γιάννη, το ψηλό καπέλο του και τα μυτερά παπούτσια. Αλλά η εταιρεία «Κολούμπια» εισέπραττε χωρίς να δίνει δικαιώματα στον Π. Επιτροπάκη από τους δίσκους που πωλούσε. Ισχυριζόταν πως το τραγούδι ήταν παλιό και τα δικαιώματα παραγραμμένα. Ο καλλιτέχνης όμως αντεπιτέθηκε και έσυρε την εταιρεία στα δικαστήρια, αφού όπως έλεγε εκείνος διασκεύασε και παρουσίασε το τραγούδι, συνεπώς ήταν ιδιοκτησία του. Εμφανίστηκε λοιπόν, τον Ιανουάριο 1934, με γραμμόφωνο στο δικαστήριο και με μάρτυρες σπουδαίους ανθρώπους της μουσικής, όπως ο σπουδαίος μουσουργός Διονύσιος Λαυράγκας και ο μουσικοσυνθέτης Μανώλης Καλομοίρης.
Στο δικαστήριο ένας υπαίθριος οργανοπαίχτης, ο Σάϋλερ, του οποίου ο πατέρας είχε αντιγράψει και μεταφέρει στα καθ’ ημάς ένα Ιταλικό τραγούδι που ήταν και εκείνο αντιγραφή από το Ισπανικό «Πριμαβέρα». Τα λόγια όπως έφθασαν σ’ εμάς γεννήθηκαν από τον Πωλ Μενεστρέλ και εκδόθηκαν σε μουσικά κομμάτια του Γαϊτάνου. Κατόπιν τούτων το δικαστήριο δικαίωσε τον Επιτροπάκη, ο οποίος έκτοτε έπαιρνε κανονικά τα δικαιώματά του από την εταιρεία.