«Σικάγο γίναμε!» Το λέγαμε παλιά, κάθε φορά που κάποια συμμορία κακοποιών «άνοιγε» μια τράπεζα, διέπραττε δυο τρεις δολοφονίες, οργάνωνε και εκτελούσε «αποστολές», που άφηναν έκπληκτη την κοινή γνώμη. Αλλά, στην πραγματικότητα, Σικάγο δεν είχαμε γίνει ποτέ. Η Ελλάδα, σε όλα της μικρή -έκταση, παραγωγή, βιομηχανία, εμπόριο- ήταν μικρούλα και στο έγκλημα.
Η εγκληματικότητα ήταν περιορισμένη. Τα σπουδαία αστυνομικά μυθιστορήματα που είχαν ήρωες γκάνγκστερς, δυναμικούς αστυνομικούς, ιδιωτικούς ντετέκτιβς, στη Βρετανία και την Αμερική διαδραματίζονταν, Βρετανούς και Αμερικανούς συγγραφείς είχαν. Και με βάση αυτά τα μυθιστορήματα ήκμασε η αστυνομική λογοτεχνία που, εκτός από μεγάλο αναγνωστικό κοινό, τροφοδότησε με σενάρια πλήθος ταινιών στην Αμερική, την Αγγλία και δευτερευόντως τη Γαλλία και την Ιταλία.
Εδώ, το «έγκλημα» δεν μας απασχολούσε ιδιαίτερα. Τα περιοδικά του είδους ήταν δύο-τρία («Μάσκα» κλπ.) και δεν είχαν μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Γι’ αυτό και έκλειναν, ύστερα από μικρή περίοδο ζωής. Η Ελλάδα, απ’ αυτή την άποψη, ήταν πάντα μία «επαρχία» της Ευρώπης, με μικροσυμφέροντα, μικροεκβιασμούς, ξυλοδαρμούς, που απασχολούσαν ελάχιστα τον κόσμο. Το αίμα δεν κυλούσε στις αθηναϊκές λεωφόρους.
Συμμορίες δολοφόνων άρχισαν να εμφανίζονται κάπως συχνότερα, πριν από 10-15 χρόνια, ενώ αντίθετα, οι πολιτικές αναστατώσεις, τα κινήματα, οι κομματικές συγκρούσεις, ακόμα και με τη χρήση όπλων, ήταν πολύ πιο συνήθεις. Τελευταία, όμως, πήραμε και εμείς τη σειρά μας στο χάρτη του αίματος. Δολοφόνοι από την Ελλάδα, αλλά και από τις γειτονικές, κυρίως, χώρες, στήσανε τα δικά τους «μαγαζιά» και τα «συμβόλαια θανάτου», οι απαγωγές και οι ληστείες πήραν τη θέση τους στην καθημερινή ειδησεογραφία, χωρίς να εκπλήττουν, πλέον, τον κόσμο.
Αυτές τις μέρες, ζούμε πάλι μια σκοτεινή ιστορία, με δολοφόνους, πιστολάδες, κακοποιούς που διευθύνουν «δουλειές» μέσα από τις φυλακές, υπόκοσμο που αναλαμβάνει να σκοτώσει, να τραυματίσει, να απειλήσει, να δείρει και να ανατινάξει κτίρια, με αμοιβή από 10.000 έως 200.000 ευρώ. (Εξαιρούνται οι «χοντρές εργασίες» που έχουν επίκεντρο απαγωγές εφοπλιστών ή άλλων μεγαλοπαραγόντων της οικονομικής ζωής). Και σε λίγο, όσο η οικονομική κατάσταση της χώρας θα επιδεινώνεται, το έγκλημα θα παίρνει όλο και ευρύτερες διαστάσεις.
Πάντως, το μικροέγκλημα που συνδέεται με τη λεγόμενη «προστασία», σύστημα που πρωτολάνσαρε η «Μαφία», ζει και βασιλεύει και στην Ελλάδα, εδώ και αρκετές δεκαετίες. Ιδίως τα νυχτερινά κέντρα, με «τραγούδι και γυναίκες», δεχόντουσαν πάντοτε εκβιασμούς από «προστάτες». Γι’ αυτό και οι ιδιοκτήτες αυτών των κέντρων, για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, αναγκάστηκαν να προσλάβουν δικούς τους «φουσκωτούς», που αναλάμβαναν –και αναλαμβάνουν- να «καθαρίσουν» με τους «προστάτες».
Μου έλεγε ο Καζαντζίδης, πως όταν τραγουδούσε –τη δεκαετία του ’50 παρακαλώ- σε νυχτερινό κέντρο της Συγγρού, επειδή το δικό του μαγαζί γέμιζε από κόσμο, ενώ τα γύρω ήταν σχεδόν άδεια, κάθε νύχτα, διάφοροι τύποι, παράγγελναν ένα ποτό και ύστερα άρχιζαν τις φασαρίες, ώστε όσοι θαμώνες ήταν νοικοκύρηδες, να σηκώνονται και να φεύγουν. Και έτσι να δημιουργείται στον κόσμο η εντύπωση ότι στο εν λόγω κέντρο πέφτουν ξυλοδαρμοί και μαχαιρώματα και μ’ αυτό τον τρόπο η πελατεία να περιορίζεται αισθητά.
Αχ, Στέλιο, να’ ξερες που έχουν φτάσει, πλέον, τα πράγματα…
Λευτέρης Παπαδόπουλος