Η Ανθούλα με τα μούτρα κατεβασμένα, σέρβιρε το φαγητό. Γιουβαρλάκια αβγολέμονο, μικρά κι ολοστρόγγυλα που έλιωναν στο στόμα.
- Να τον μιλήσω κείνη την ώρα δε μπορούσα, ητανάνε η μικρή μπροστά κι είχε πάρει θέση για να φάει, πολύ την άρεσε αυτό το φαγάκι!
- Ωραία τα γιουβαρλάκια, ναι!
- Έβανα απέ μιας εξαρχής πολύ λίγο ρυζάκι, όλο κιμάς το γιοβαρλάκι, με το κρομμυδάκι του, το μαϊντανό, δυοσμάκι κι αλατοπίπερο.
Τα ζυμώνω με μισή χουφτίτσα ρυζάκι απέ το μικρό, για τις σούπες που είναι. Αφήνω κομματάκι να πάρει τις μυρουδιές του και τα πλάθω τοσοδούτσικα μικρά.
Βάνω το νερό σκέτο να πάρει βράση και τα ρίχνω, τα ξαφρίζω μετά κι άμα το νεράκι καθαρίσει ρίχνω το βουτυράκι, πιπεράκι κι αλατάκι και δυο χούφτες ρυζάκι για να γένει η σουπίτσα τους. Χτυπάω και δυο αβγουλάκια με κάνα δυο λεμόνια, αμά ζουμερά να είναι, επειδής πρέπει να είναι ξινούτσικο και με το ζουμάκι σιγά σιγά κι άμα το ρίχνω γένεται χυλωμένο σαν την κρέμα ένα πράμα!
Έτρωγαν σιωπηλοί πατέρας και κόρη κι η Ανθούλα αναψοκοκκινισμένη κοιτούσε τον άντρα της με μισό μάτι. Ίσα που έβαλε λίγες κουταλιές στο στόμα της και περίμενε την κόρη τους να τελειώσει και να τη βάλει για ύπνο για να τον περιλάβει.
- Τι έχεις μπρε Άνθω εσύ και δε με λες που σ' αρώτηξα τόσες φορές, ε; Μήτε το φαΐ σου δεν τρώγεις, τι γένεται;
- Τι θες να έχω και τι να σε πω; Εσύ να με πεις τι γένεται με τα σένανε!
- Άιντε πάλι! Η Σουλτάνα σε φούντωσε, ε; Τι θέλει μπρε αυτή η γυναίκα και τρώγεται, τήνε πειράζω, τήνε ενοχλάω;
- Γιάννη, ποια είναι αυτή που πας βόλτες κουστουμαρισμένος και χαϊδευούσαστε, ε;
- Τρελάθηκες μπρε γυναίκα, τι με λες τώρα;
- Ξεύρεις πολύ καλά τι σε λέω και τρελή δε θα με λες! Σε είδανε και με τα είπανε!
- Ποιος με είδε, που με είδε μπρε, τι λόγια είναι αυτά; Ο κόσμος κακός είναι, καλό δε χρωστάει σε κανένανε...
- Ο κόσμος δε σε φταίει, εσύ βολτετζάρεις με την κουστουμιέρα και το καπέλο και τρέχεις στις θάλασσες με την ξανθιά!
- Πότε γενήκανε αυτά μπρε; Την κουστουμιέρα μου απέ την Κυριακή που πήγαμε στην εκκλησία έχω να τήνε βάλω, τι ξανθιές και θάλασσες με λες; Απέ τη δουλειά στο σπίτι δεν παγαίνω κάθε μέρα, τι κουβέντες είναι αυτές; Με τα ρούχα που παγαίνω, μ' αυτά κι έρχουμαι για, δε με βλέπεις; Άκου να σε πω, κομμένα τα πάρε δώσε με την αδερφή σου, ακούς τι σε λέω; Αμέτι μουχαμέτι το 'χει βάλει να μας χωρίσει, απέ την αρχή σε τα είπα! Βάλε με κομματάκι ακόμα που πεινάω!
Έφαγε και τρίτο πιάτο ο Γιάννης που δε χόρταινε τη νόστιμη χυλωμένη σούπα. Καμία ταραχή κι ενοχή δεν έδειχνε, ενώ η Ανθούλα έβραζε και άφριζε.
- Ένα πράμα που δε μπορούσα να χωνέψω, ητανάνε με τα ρούχα που με είπανε. Άμα έβαλα το παιδί για ύπνο, είδα μια πάλι στη ντουλάπα και τα καλά του ητανάνε κει, στη θέση τους! Κάθε μέρα μπροστά μου τα 'βλεπα, πότε εβγήκε με την κουστουμιέρα για; Σε μια στιγμή να σε πω, ταλαντεύτηκα κομμάτι, σκεπτούμουνα μπας κι είχε πράγματι λαθέψει η Αρχοντούλα... Σάματις δε γένουνται και λάθητα; Αμά εγώ που να μερέψω, ετρωγούμουνα με τα ρούχα μου...
- Κι έκαμες και μπάνιο!
- Καλά έκαμα! Αμά και πάλι που άλλαξα, καθημερινά ρούχα έβαλα, όχι κουστουμιέρες! Δυο βούκες έκατσα να βάλω στον στόμα μου κι εσύ με τις έβγαλες απέ τη μύτη με τη γκρίνια σου! Κοίτα καλά, σε το είπα απέ την αρχή που δε θέλω γυναίκα να με γκρινιάζει, είδα που ήσουνε ήσυχη και δεν είχες μεγάλο στόμα και σε πήρα! Μια ακόμα να με κάμεις τέτοια και θα φύω, σε το λέω και να το ξεύρεις! Κι άμε μετά στην αδερφή σου τη γλωσσού να σε μεγαλώσει τα παιδιά!
Μια εβδομάδα είχε περάσει από εκείνο το βράδυ των αποκαλύψεων. Η Ανθούλα είχε μείνει μετέωρη, μη ξέροντας πια τι να πιστέψει.
Πήγε στης Σουλτάνας το σπίτι και τα συζήτησαν ξανά, οι τόνοι ανέβηκαν κι η αδερφή της τον έβριζε συνεχώς και την κατηγορούσε που δεν ήθελε να δει την αλήθεια. Δεν άντεξε άλλο η εγκυμονούσα κι έφυγε φουντωμένη...
- Μπρε Αρχοντούλα μου, ντιπ χαϊβάνι είναι η μικρή, τι να σε πω! Απέ δω το πήε, απέ κει το έφερε, τήνε τουμπάρισε και βγήκα εγώ πάλι η κακιά, κατάλαβες; Μέχρι που την είπε ότι εγώ σε έβαλα στο κόλπο και καλά πως τόνε είδες, για να γένουνε άνω κάτου το αντρόγυνο! Αμά κι εγώ θα διείς τι θα κάμω!
Ξύπνια η Σουλτάνα, σκέφτηκε ότι ο μπερμπάντης γαμπρός της θα άφηνε να περάσουν λίγες μέρες για να ηρεμήσουν κάπως τα πνεύματα. Μια βδομάδα βέβαια ήταν αρκετή και ίσα που προλάβαινε την έξαλλη μικρή, πριν χωθεί σε άλλη αγκαλιά...
Κάθε απόγευμα στις τέσσερις, δυο μάτια παρακολουθούσαν τους εργάτες που σχολούσαν από το εργοστάσιο. Ο Γιάννης αμέριμνος έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι. Μια, δυο, τρεις μέρες, την τέταρτη βγήκε και κοντοστάθηκε κοιτάζοντας γύρω του ερευνητικά. Η Σουλτάνα κρυμμένη μέσα στο αυτοκίνητο ενός συναδέλφου του Παύλου, του άντρα της Ζωίτσας, της κουνιάδας της, ένιωσε ότι έφτανε στο στόχο της.
- Εδώ είμαστε! Για να σε διω τώρα μπρε αδικιωρισμένε!
Τη σκέψη της διέκοψε ένας ακόμα εργάτης που στάθηκε δίπλα στο γαμπρό της γελώντας. Μαζί πήραν το δρόμο, όχι προς της Ανθούλας το σπίτι αλλά αντίθετα.
- Γιαβάς γιαβάς Κωστή μου, μη μας πάρει χαμπάρι αυτός! Αμά, για να παγαίνουνε με τα ποδάρια, μακριά δε θα ΄ναι! Βγες και διε με προσοχή που θα πάνε, άιντε λεβέντη μου να σε χαρώ! Σε φασαρίες σ' έβαλα, αμά συχώρα με, για την αδερφή μου είναι, τι να κάμω...
Ο Κωστής γύρισε τρέχοντας και ξεκίνησαν γρήγορα για να προλάβουν. Πέντε μαχαλάδες πέρα από το εργοστάσιο, ήταν ένα σπίτι παλιό κι εκεί είχαν μπει.
Σε λίγο βγήκε ο Γιάννης, καλοντυμένος με κοστούμι σκούρο και γραβάτα, καπέλο ασορτί και παπούτσι τριζάτο.
- Κακό χρόνο να ΄χει! Με τα ρούχα του αλλουνού βγαίνει και γαμπρίζει, είπα κι εγώ, στραβή είναι η Αρχοντούλα; Το νου σου Κωστή, μόλις στρίψει ξεύρεις εσύ, πίσω του!
Κουνιστή και λυγιστή η "Θεός φυλάξοι" του άνοιξε την αγκαλιά της. Μικροκαμωμένη, βαμμένη υπερβολικά με το κατάξανθο μαλλί κρεπαρισμένο και σηκωμένο ψηλά, το στερέωνε τουλάχιστον μισό μπουκάλι λακ και δυο φανταχτερά, φτηνιάρικα χτενάκια. Ήταν ακριβώς όπως την είχε περιγράψει η νύφη της.
Ο Γιάννης την κρατούσε αγκαλιά και μπήκαν σ' ένα ταβερνάκι υπόγειο, που ακουγόταν μουσική και μύριζε παϊδάκι στα κάρβουνα.
- Ψυχραιμία κυρία Σουλτάνα μου, μη κάμεις κάνα σαματά τώρα, να χαρείς...
- Σιγά μη κάμω τώρα! Κάτσε να διούμε μετά τι θα γένει και θα τον λιανίσω! Μα να σε πω μπρε Κωστή μου, ένα φόβο έχω, την αδερφή μου που είναι σ' ενδιαφέρουσα...
Πάνω από μια ώρα περίμεναν να βγουν από το ταβερνάκι και η Σουλτάνα τον έστειλε να δει τι γίνεται πίσω από τα θολά τζάμια.
- Χορεύει αυτή και τόνε τραβάει απ' τη γραβάτα...
- Μπα που να τόνε πνίξει να ησυχάσουμε! Είπα κι εγώ, τόσην ώρα περιδρομιάζουνε; Άιντε να διούμε πόση ώρα θέλει να φουντώσει με τόσα κουνήματα που τον κάμει αυτή!
Σε λίγο βγήκαν κι ο Γιάννης με ύφος άρχοντα έστρωσε το καπέλο και την αγκάλιασε από τους ώμους. Περπάτησαν λίγο και μπήκαν σ' ένα καζινάκι κοντά στη θάλασσα, με σκούρες κουρτίνες, χαμηλά καναπεδάκια και σεπαρέ. Εκεί πήγαιναν τα άστεγα και παράνομα ζευγάρια που ήθελαν να μείνουν μόνα τους.
- Κωστή, δώσε με ένα τσιγάρο αγόρι μου. Ίσια με να το πιω, θα έχουνε προχωρήσει...
- Ορίστε κυρία Σουλτάνα, αμά σας παρακαλώ μη το κάμετε αυτό. Αφήστε να βγούνε και βλέπουμε...
- Τι με λες μπρε κι εσύ; Θα κερατώνει κει μέσα την αδερφή μου κι εγώ απόξω θα κρατώ και το φανάρι;
- Μα, φοβούμαι μη και γένει κάνα κακό...
- Το κακό γένηκε πολλές φορές αγόρι μου! Το θέμα είναι να μη ξαναγένει, κατάλαβες;
Σαν ταύρος μαινόμενος μπήκε η Σουλτάνα στο μαγαζί. Ο υπεύθυνος που είδε μια γυναίκα μόνη κι αγριεμένη να μπαίνει, σκέφτηκε ότι θα κυνηγούσε τον άντρα της και θα γινόταν φασαρία στο μαγαζί και προσπάθησε να τη συγκρατήσει. Δεν ήξερε ο καημένος όμως τι εστί Σουλτάνα!
Η Ανθούλα στο σπίτι ήσυχη, είχε κοιμίσει το παιδί κι έβραζε το γάλα για το μαλεμπί που θα το τάϊζε όπως κάθε απόγευμα. Ξαφνικά άκουσε αυτοκίνητο να σταματάει έξω απ' την πόρτα της κι ανέβηκε τα σκαλάκια να δει ποιος ήρθε στη γειτονιά με κούρσα. Βλέπει την αδερφή της αναστατωμένη κι ένα νέο άντρα να κάθεται στη θέση του οδηγού.
- Η Σουλτάνα! Δεν είμαστε καλά... Τι θέλει εδώ και ποιος είναι αυτός που τήνε έφερε; Μπα και γένηκε κάνα κακό στην οικογένεια;
- Τι γένηκε μπρε αδερφή;
- Μπρος, μάζωχτα και φεύγουμε, ξύπνα και το παιδί!
Μήτε λεφτό δε σ' αφήνω να μείκεις εδώ, τ' ακούς;
- Μα...
- Μάξινος! Σβήσε και τη φωτιά, πάω να πάρω το παιδί!
Μας περιμένει το αυτοκίνητο όξω, έλα τέλειωνε!
- Μα δε θα με πεις τι γένηκε, επαλάβωσες μπρε και με τραβολογάς έτσι;
- Τι να σε πω τι γένηκε, της τρελής! Και δεν επαλάβωσα εγώ, αμά συ που ελύσσιαξες με δαύτονε! Τσακωτό τον έκαμα με την άλληνα μπρε σερσέμα που σε κοροϊδεύει και τόνε πιστεύεις! Άμα δεν ήσουνε έγκυα, θα σε είχα μαζί μου να τα διείς με τα μάτια σου, αμά σε άφηκα και πέρασα εγώ το καζίκι όλο!
Σήκωσε την κατσαρόλα απ' τη φωτιά και την πέταξε με δύναμη στο νεροχύτη. Το γάλα χύθηκε παντού κι έβρεξε τα πόδια της Ανθούλας.
Από τις φωνές και τη φασαρία ξύπνησε τρομαγμένη η μικρή Σοφούλα κι έβαλε τα κλάματα.
Η θεία της την καλόπιασε και την πήγε στο αυτοκίνητο...