Υπήρχε ένα εργοστάσιο κοντά στην γειτονιά όπου δούλευε κοσμάκης και ιδιαίτερα
γυναικείος πληθυσμός όπως συνήθιζαν να λένε.
Γερμανική εταιρεία έφερνε σε βαρέλια τις πρώτες ύλες είχε και καναδυό δικούς της
αφεντικά και συσκεύαζε τα προϊόντα της με φτηνά εργατικά χέρια.
Το κύριο προϊόν της ήταν το σαμπουάν άγνωστο είδος για την πολύπαθη Ελλάδα
μετά από δύο πολέμους και γερό αλληλοφάγωμα.
Μπανιάρισμα και λούσιμο γινότανε στην σκάφη που έμπαινε στο κοινόχρηστο
πλυσταριό της αυλής όπου όλοι οι αυλικοί είχαν την ημέρα τους και συνήθως
και την ώρα τους για να αποφεύγεται ο συνωστισμός
(η Κα Ρεπούση δεν ήταν υποψήφια σε αυτές τις εκλογές).
Βέβαια το μπάνιο δεν ήταν καθημερινή συνήθεια ...το Σάββατο ήταν η κατάλληλη ημέρα γι αυτό άκουγες τέτοιους διαλόγους...
"....φεύγω πάω να κάνω μπάνιο ...."
"...μα δεν είναι Σάββατο σήμερα..."
Πίσω στο εργοστάσιο τώρα....
Οι εργαζόμενες έπαιρναν και δωρεάν σαμπουάν οπότε έδιναν και στην γειτονιά
που δεν το γνώριζε αλλά και δεν είχε σκοπό να αγοράσει από τα μυροπωλεία
που το πουλούσαν...είχε και τα λεφτά του αλλά και δεν το εμπιστευόντουσαν.
"...σαν το πράσινο σαπούνι δεν μπορεί να είναι..."
Αυτή ήταν η ατάκα που κυριαρχούσε....
Υπήρχαν και τα πειραματόζωα στην γειτονιά φυσικά οι ηλικιωμένοι...
Ατρόμητη η γιαγιά της αυλής άφηνε να την λούσουν με αυτό το περίεργο σαπούνι
που είχε και άρωμα και φοβότανε μην την πούν παστρικιά τώρα στα γεράματα.
Λιγοστό το νερό της κατσαρόλας υπερβολική η δόση του σαμπουάν και άντε
να την ξεβγάλουν οπότε επιστράτευαν το λάστιχο της αυλής αδιαφορώντας
αν έκανε κρύο προκειμένου να ξεπλύνουν την ατρόμητη γιαγιά.
Το εργοστάσιο εκείνο έδινε δουλειά σε αρκετό κόσμο της περιοχής και όλοι
μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια.
πίσω στα παλιά