Μικρό αφιέρωμα σ’ έναν πραγματικό ήρωα.
Το πλαστό το πασαπόρτι,
σαν και την καρδιά σου μόρτη,
σαν την κάλπικη καρδιά σου
τη σκληρή.
Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες,
η δουλειά κάνει τους άντρες,
το γιαπί, το πιλοφόρι, το μυστρί.
Ρημαδιό ζωή και σπίτι,
απ’ τα χούγια σου αλήτη,
που μετράς το αντριλίκι
με βρισιές.
Μη βροντοχτυπάς τα ζάρια,
όσοι είναι παλληκάρια
τη ζωή τους την περνούν στις σκαλωσιές
Το τραγούδι αυτό που γράφτηκε απ’ τον Μάνο Λοΐζο, σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου το πρωτάκουσα τραγουδισμένο από την Ελένη Ροδά, ευρισκόμενος εκεί που …λέει! Σεμνά όμως και χωρίς αντριλίκι, παλικαριά, έπαρση και ξερολισμό, αφού στο επάγγελμα, μόλις άνοιγα μάτια, σκέτο νεογέννητο κουτάβι.
Μαζί με την παρακάτω ιστορία, αυθεντική 100% αν και απίστευτη, το αφιερώνω σε όσους «παίζουν» τη ζωή αλλιώς. Αυτούς που βλέποντάς την σαν ταύρο, ορμούν πάνω της στα ίσα, την γραπώνουν απ’ τα κέρατα, την παλεύουν και την βάζουν κάτω! Λεβέντικα και τίμια. Όχι με τα μυαλά εκείνου του άθλιου γονέα που κορδακίζεται επειδή θα… έστελνε, λέει, ο γιός του τρεις … «μπάτσους-γουρούνια-δολοφόνους» στο νεκροτομείο! Αν και εφ’ όσον, βέβαια. Με την υπερβολή στο στόμα και τη λύσσα στην ψυχή. Προς το παρόν όμως, στον υιόν, τον … τίγρη των πολεμικών τεχνών, απενεμήθη η μπλε-μαρέν ζώνη, στο αριστερό μάτι νομίζω, και αν δεν αλλάξει μυαλά, (πράγμα πολύ δύσκολο με τέτοια πατρική καθοδήγηση), τον περιμένουν και άλλες …τιμητικές διακρίσεις. Μέχρι και σύγχρονο… Μπρους Λι, τον βλέπω!
Ο Τάσος Ζαρακόπουλος, με το παρατσούκλι «Χλέπας», υπήρξε ένα γελαστό παιδί, τουλάχιστον τότε που τον γνώρισα, παιδί κι εγώ, στο πατρικό βιβλιοπωλείο, σαν βοηθό τυπογράφο ενός παλιού και καλού συνεργάτη, του Γιώργη Αποστολόπουλου. Δυστυχώς, σήμερα δεν ζουν κι οι δύο.
Ο Τάσος γεννήθηκε στα Τρίκαλα τα χρόνια της Κατοχής και βίωσε στο πετσί του τον Εμφύλιο, που τον άφησε πεντάρφανο και παντέρημο από τα 5 του χρόνια. Χρόνια φτωχά, μίζερα, σκληρά και φρικτά. Ο ίδιος μου είπε πως θυμόταν το κεφάλι του Βελουχιώτη, μαζί με κάποιου άλλου, κρεμασμένα σε μιά κολώνα στα Τρίκαλα!
Γιά να ζήσει, παιδάκι όντας, έκανε ακροβατικές τούμπες στον Λιθαίο, τον ποταμό που διασχίζει τα Τρίκαλα, από την κεντρική γέφυρα, μαζεύοντας πενταροδεκάρες. Και τα βράδια κοιμόταν κάτω από τη γέφυρα, μαζί και μ’ άλλους πιτσιρίκους που είχαν την ίδια, μ’ αυτόν, τύχη. Συνήθως έτρωγε στα μαγέρικα της πόλης, καιροφυλακτώντας, να βουτήξει τ’ αποφάγια των άδειων τραπεζιών, πριν τα καθαρίσει ο «μικρός» του μαγαζιού. Άλλοτε με την ανοχή κάποιων γκαρσονιών κι άλλοτε κάτω από τις σφυριχτές καμτσικιές της πετσέτας που είχαν ριχτή στον ώμο οι σερβιτόροι. Tην στριφογύριζαν και του την σβούριζαν στα γυμνά πόδια.
- Και έτσουζε η ρημάδα! Μου έλεγε γελαστά και ήρεμα, σαν να διηγιόταν ιστορίες για παπάκια στη λιμνούλα και αρνάκια στο γρασίδι!
Στα έξι του δεν άντεξε άλλο. Μαζί με κάποιον άλλον πιτσιρίκο, μπήκαν κρυφά σε φορτηγό βαγόνι κι αριβάρισαν στο Σταθμό Λαρίσης, κρατώντας σφιχτά κάποια λίγα κέρματα που μάζεψε από τις τελευταίες βουτιές στον Λιθαίο.
Μαζί με το φίλο του διανυκτέρευαν σ’ εγκαταλελειμμένα βαγόνια του Σταθμού, τρώγοντας με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή αποφάγια άδειων τραπεζιών εστιατορίων!
Την ημέρα έπαιρνε σβάρνα τα καταστήματα αναζητώντας δουλειά, ώσπου κάποια μέρα, σε ένα τυπογραφείο της οδού Αχιλλέως, στο Μεταξουργείο η τύχη του χαμογέλασε και του μισοάνοιξε την πόρτα της. Έπιασε δουλειά γιά θελήματα! Μάλιστα σε λίγο, όταν τ’ αφεντικό έμαθε την ιστορία του μικρού και συγκινήθηκε, τον άφησε να κοιμάται σε μιά γωνιά στο υπόγειο, που αποτέλεσε το πρώτο του σπίτι, και του έδειξε το χαμάμ, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και δίπλα από την Παιδική Χαρά, γιά να κάνει μπάνιο και να ξεγλιτσιάζεται.
Με τον καιρό ο Τάσος βρήκε το δρόμο του και εξελίχτηκε σε γνώστη της δουλειάς του, βοηθός τελικά του Αποστολόπουλου και πολύτιμο στέλεχος του τυπογραφείου.
Σήμερα που, επ’ ευκαιρία αυτής της ανάρτησης, τον αναζήτησα, μετά περίπου 30 χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση, προκειμένου να συντάξω το παρόν, έμαθα μετά λύπης μου πως «έφυγε» προ διετίας.
Δακρυσμένος στο πληκτρολόγιο, δηλώνω πως κάθε φορά που θα … τιμάται η μνήμη των διάφορων Γρηγοροπουλέων και των συν αυτώ, η δική μου θα τρέχει στον Τάσο Ζαρακόπουλο, τον «Χλέπα». Το αυθεντικό ήρωα, που δεν ήξερε μεν… πολεμικές τέχνες , ώστε να τον ... σφαλιαρίζουν αρκούντως οι «μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι», αλλά τη βούτηξε την πουτάνα τη ζωή απ’ τα κέρατα, την έβαλε κάτω και της έδωσε και κατάλαβε!