Η σύγκρουση την επαύριον της Απελευθέρωσης σηματοδότησε την ολίσθηση στον Εμφύλιο Πόλεμο και διέρρηξε την ελληνική κοινωνία για τρεις δεκαετίες
«Ξύπνησα κατά τις 05.00 από βαριούς, αραιούς κρότους. Ολμοι ή χειροβομβίδες. Ανοιξα το παράθυρό μου που βλέπει προς την Ακρόπολη. Πάνω στον ουρανό που χάραζε, βόλια βυσσινιά από τ’ αριστερά προς τα δεξιά. Από τον δρόμο, κάπου, μια απόμακρη φωνή χωνιού, μόνο δυο λέξεις άρπαξε τ’ αυτί μου: “... το αίμααα... του λαούουου...”. (...) Στο δωμάτιο των παιδιών της Ιωάννας, πάνω από το δικό μου, ένα βόλι πήγε και σφηνώθηκε στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι». Από την κατοικία του στην οδό Κυδαθηναίων στην Πλάκα ο Γιώργος Σεφέρης βλέπει στις 6 Δεκεμβρίου 1944 να γράφονται οι πρώτες σελίδες μιας από τις πιο δραματικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Κάποια δεδομένα των Δεκεμβριανών είναι γνωστά. Μια κυβέρνηση-μωσαϊκό, αποτέλεσμα απρόθυμου συμβιβασμού αναλωμένων πολιτικών, επιβιωμάτων ενός παλαιού καθεστώτος, ανθρώπων της μοναρχίας, εκπροσώπων μιας εκσυγχρονιστικής αστικής προοπτικής και των υπουργών του ΕΑΜ ακροβατούσε από τις 18 Οκτωβρίου 1944 υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η αδυναμία ή η απροθυμία των προπολεμικών πολιτικών δυνάμεων να εντάξουν το ΕΑΜ στο εν τη γενέσει του πολιτικό σύστημα, η σπουδή του ΚΚΕ να περιφρουρήσει πάση θυσία την κεκτημένη κατά τη διάρκεια της Κατοχής θέση ισχύος του στην ελληνική κοινωνία και η παρεμβατική στάση μιας σφόδρα αντικομμουνιστικής Μεγάλης Βρετανίας δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ώστε η κρίση αποστράτευσης των αντάρτικων σωμάτων του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ να οδηγήσει στη ρήξη. Στις 3 Δεκεμβρίου 1944 το συλλαλητήριο του ΕΑΜ διαλύεται με δεκάδες νεκρούς από τα πυρά της αστυνομίας και ακολουθούν 33 μέρες σφοδρών πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ 22.000 ανδρών του ΕΛΑΣ, 75.000 Βρετανών του τακτικού στρατού και 15.000 Ελλήνων των δυνάμεων ασφαλείας. Το τίμημα θα είναι η ήττα του ΕΛΑΣ, η αποχώρηση των τμημάτων του από την πρωτεύουσα στις αρχές Ιανουαρίου και η συνθηκολόγηση στη Βάρκιζα στις 12 Φεβρουαρίου 1945.
Οι χρόνιες απορίες
Τα ζητούμενα των Δεκεμβριανών είναι πολλά. Κύρια διαφιλονικούμενη πτυχή τους, η επικράτεια των αριθμών. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι στο συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου άνοιξαν πυρ κάποιοι από τη Διεύθυνση Αστυνομίας. Παραμένει, όμως, άγνωστο ποιοι: ήταν, όπως αναφέρει ο Γιάννης Ο. Ιατρίδης στο βιβλίο του «Εξέγερση στην Αθήνα» (εκδ. Λιβάνη), «κάποιος ντυμένος στρατιωτικά, που όμως δεν ανήκε στην αστυνομία», ο οποίος εν τούτοις βγήκε από το κτίριο της Διεύθυνσης, «φθάνοντας στην παράταξη των αστυνομικών φώναξε “Πυροβολήστε τους παληανθρώπους”» και εν συνεχεία άρχισε να γαζώνει ο ίδιος τους διαδηλωτές; Το πλήθος των θυμάτων παραμένει αδιευκρίνιστο: άλλες πηγές κάνουν λόγο για περισσότερους από δέκα νεκρούς, άλλες μιλούν για 12, 15, 16, 21, 28, άλλες ανεβάζουν τον αριθμό στους 33. Ασαφής είναι και ο αριθμός των ομήρων που ο ΕΛΑΣ πήρε μαζί του αποχωρώντας: επρόκειτο για «μερικές χιλιάδες ομήρων προερχόμενων από τις “ευυπόληπτες” κοινωνικές ομάδες της Αθήνας», όπως σημειώνει ο Γιώργος Μαργαρίτης στην «Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949» (εκδ. Βιβλιόραμα) ή για 15.000 εκ των οποίων «αρκετές χιλιάδες πέθαναν από τις κακουχίες ή τις εκτελέσεις», όπως αναφέρει ο Ντέιβιντ Κλόουζ στις «Ρίζες του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα» (εκδ. Φιλίστωρ); Στον χώρο των εικασιών κυμαίνεται, τέλος, ο αριθμός των εκτελέσεων (600, 1.200, περισσότερες;) που πραγματοποιήθηκαν στην πρωτεύουσα με την ευθύνη της κομμουνιστικής ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών).
Εξίσου ανοικτό και φορτισμένο πολιτικά παραμένει το ερώτημα αναφορικά με τις προθέσεις του ΚΚΕ. Ηταν τα Δεκεμβριανά ο «δεύτερος γύρος» μιας στρατηγικής κατάληψης της εξουσίας σε «τρεις γύρους», όπως ισχυριζόταν το μετεμφυλιακό αφήγημα της συντηρητικής παράταξης και κάποιοι ιστορικοί δέχονται ως σήμερα, ένδειξη ότι «δεν είχε ουσιαστικά απομακρυνθεί από τη σταλινική αντίληψη: τη βίαιη, δηλαδή, κατάληψη της εξουσίας», όπως έγραφε το ιστορικό στέλεχος του κόμματος Γρηγόρης Φαράκος το 1995, ή το επιστέγασμα μιας πολιτικής κρίσης για την οποία «πολλοί μελετητές εδώ και δεκαετίες συμφωνούν (...) ότι δεν οφείλεται στην απόφαση του ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία με βίαια μέσα», όπως επισημαίνει ο ιστορικός Πολυμέρης Βόγλης στο βιβλίο «Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή, 1941-1944» (εκδ. Αλεξάνδρεια);
Τα προφανή συμπεράσματα
Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια πράγματα που μπορούν να ειπωθούν με ασφάλεια για τα Δεκεμβριανά. Η σύγκρουση είχε ως αποτέλεσμα να ξεπλυθούν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ του αντικομμουνισμού χιλιάδες συνεργάτες των γερμανικών δυνάμεων κατοχής είτε σε επίπεδο στελεχών του δωσιλογισμού είτε σε επίπεδο απλών μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας. Με την αίσθηση της κοινωνικής απειλής κατά του αστικού καθεστώτος που μερίδα του πληθυσμού βίωνε ήδη από τα τέλη της Κατοχής να παγιώνεται και να διαχέεται σε ευρύτερα στρώματα, η ένταξη ατόμων με σκιώδη πολιτεία στη χορεία των αντιπάλων του ΚΚΕ διευκολύνθηκε ιδιαίτερα: ο παρών κίνδυνος θεωρείτο τέτοιος ώστε το υπό σχηματισμό ιδεολόγημα της «εθνικοφροσύνης» μπορούσε να κλείσει τα μάτια στο παρελθόν. Η κάθαρση χάθηκε ουσιαστικά στις συμπληγάδες της πόλωσης με τις δίκες της περιόδου 1945-1946 να γίνονται έρμαιο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Οπως το θέτει ο ιστορικός Γιώργος Δερτιλής, «τους δωσίλογους και τους πλουτίσαντες επί Κατοχής τούς προστάτευσε
Κάποια δεδομένα των Δεκεμβριανών είναι γνωστά. Μια κυβέρνηση-μωσαϊκό, αποτέλεσμα απρόθυμου συμβιβασμού αναλωμένων πολιτικών, επιβιωμάτων ενός παλαιού καθεστώτος, ανθρώπων της μοναρχίας, εκπροσώπων μιας εκσυγχρονιστικής αστικής προοπτικής και των υπουργών του ΕΑΜ ακροβατούσε από τις 18 Οκτωβρίου 1944 υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η αδυναμία ή η απροθυμία των προπολεμικών πολιτικών δυνάμεων να εντάξουν το ΕΑΜ στο εν τη γενέσει του πολιτικό σύστημα, η σπουδή του ΚΚΕ να περιφρουρήσει πάση θυσία την κεκτημένη κατά τη διάρκεια της Κατοχής θέση ισχύος του στην ελληνική κοινωνία και η παρεμβατική στάση μιας σφόδρα αντικομμουνιστικής Μεγάλης Βρετανίας δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ώστε η κρίση αποστράτευσης των αντάρτικων σωμάτων του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ να οδηγήσει στη ρήξη. Στις 3 Δεκεμβρίου 1944 το συλλαλητήριο του ΕΑΜ διαλύεται με δεκάδες νεκρούς από τα πυρά της αστυνομίας και ακολουθούν 33 μέρες σφοδρών πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ 22.000 ανδρών του ΕΛΑΣ, 75.000 Βρετανών του τακτικού στρατού και 15.000 Ελλήνων των δυνάμεων ασφαλείας. Το τίμημα θα είναι η ήττα του ΕΛΑΣ, η αποχώρηση των τμημάτων του από την πρωτεύουσα στις αρχές Ιανουαρίου και η συνθηκολόγηση στη Βάρκιζα στις 12 Φεβρουαρίου 1945.
Οι χρόνιες απορίες
Τα ζητούμενα των Δεκεμβριανών είναι πολλά. Κύρια διαφιλονικούμενη πτυχή τους, η επικράτεια των αριθμών. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι στο συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου άνοιξαν πυρ κάποιοι από τη Διεύθυνση Αστυνομίας. Παραμένει, όμως, άγνωστο ποιοι: ήταν, όπως αναφέρει ο Γιάννης Ο. Ιατρίδης στο βιβλίο του «Εξέγερση στην Αθήνα» (εκδ. Λιβάνη), «κάποιος ντυμένος στρατιωτικά, που όμως δεν ανήκε στην αστυνομία», ο οποίος εν τούτοις βγήκε από το κτίριο της Διεύθυνσης, «φθάνοντας στην παράταξη των αστυνομικών φώναξε “Πυροβολήστε τους παληανθρώπους”» και εν συνεχεία άρχισε να γαζώνει ο ίδιος τους διαδηλωτές; Το πλήθος των θυμάτων παραμένει αδιευκρίνιστο: άλλες πηγές κάνουν λόγο για περισσότερους από δέκα νεκρούς, άλλες μιλούν για 12, 15, 16, 21, 28, άλλες ανεβάζουν τον αριθμό στους 33. Ασαφής είναι και ο αριθμός των ομήρων που ο ΕΛΑΣ πήρε μαζί του αποχωρώντας: επρόκειτο για «μερικές χιλιάδες ομήρων προερχόμενων από τις “ευυπόληπτες” κοινωνικές ομάδες της Αθήνας», όπως σημειώνει ο Γιώργος Μαργαρίτης στην «Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949» (εκδ. Βιβλιόραμα) ή για 15.000 εκ των οποίων «αρκετές χιλιάδες πέθαναν από τις κακουχίες ή τις εκτελέσεις», όπως αναφέρει ο Ντέιβιντ Κλόουζ στις «Ρίζες του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα» (εκδ. Φιλίστωρ); Στον χώρο των εικασιών κυμαίνεται, τέλος, ο αριθμός των εκτελέσεων (600, 1.200, περισσότερες;) που πραγματοποιήθηκαν στην πρωτεύουσα με την ευθύνη της κομμουνιστικής ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών).
Εξίσου ανοικτό και φορτισμένο πολιτικά παραμένει το ερώτημα αναφορικά με τις προθέσεις του ΚΚΕ. Ηταν τα Δεκεμβριανά ο «δεύτερος γύρος» μιας στρατηγικής κατάληψης της εξουσίας σε «τρεις γύρους», όπως ισχυριζόταν το μετεμφυλιακό αφήγημα της συντηρητικής παράταξης και κάποιοι ιστορικοί δέχονται ως σήμερα, ένδειξη ότι «δεν είχε ουσιαστικά απομακρυνθεί από τη σταλινική αντίληψη: τη βίαιη, δηλαδή, κατάληψη της εξουσίας», όπως έγραφε το ιστορικό στέλεχος του κόμματος Γρηγόρης Φαράκος το 1995, ή το επιστέγασμα μιας πολιτικής κρίσης για την οποία «πολλοί μελετητές εδώ και δεκαετίες συμφωνούν (...) ότι δεν οφείλεται στην απόφαση του ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία με βίαια μέσα», όπως επισημαίνει ο ιστορικός Πολυμέρης Βόγλης στο βιβλίο «Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή, 1941-1944» (εκδ. Αλεξάνδρεια);
Τα προφανή συμπεράσματα
Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια πράγματα που μπορούν να ειπωθούν με ασφάλεια για τα Δεκεμβριανά. Η σύγκρουση είχε ως αποτέλεσμα να ξεπλυθούν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ του αντικομμουνισμού χιλιάδες συνεργάτες των γερμανικών δυνάμεων κατοχής είτε σε επίπεδο στελεχών του δωσιλογισμού είτε σε επίπεδο απλών μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας. Με την αίσθηση της κοινωνικής απειλής κατά του αστικού καθεστώτος που μερίδα του πληθυσμού βίωνε ήδη από τα τέλη της Κατοχής να παγιώνεται και να διαχέεται σε ευρύτερα στρώματα, η ένταξη ατόμων με σκιώδη πολιτεία στη χορεία των αντιπάλων του ΚΚΕ διευκολύνθηκε ιδιαίτερα: ο παρών κίνδυνος θεωρείτο τέτοιος ώστε το υπό σχηματισμό ιδεολόγημα της «εθνικοφροσύνης» μπορούσε να κλείσει τα μάτια στο παρελθόν. Η κάθαρση χάθηκε ουσιαστικά στις συμπληγάδες της πόλωσης με τις δίκες της περιόδου 1945-1946 να γίνονται έρμαιο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Οπως το θέτει ο ιστορικός Γιώργος Δερτιλής, «τους δωσίλογους και τους πλουτίσαντες επί Κατοχής τούς προστάτευσε
η αναπότρεπτη πορεία της Ιστορίας προς το χάος του Εμφυλίου Πολέμου».
Πράγματι, η σύγκρουση διασφάλισε μαθηματικά σχεδόν την ολίσθηση στον Εμφύλιο Πόλεμο το 1946: το χάσμα της ένοπλης βίας ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πληρωθεί με πολιτικές πρωτοβουλίες. Την ίδια στιγμή κατέστη πρόκριμα αντεκδικήσεων από παρακρατικές συμμορίες που ανήκαν στον χώρο των νικητών (η λεγόμενη «λευκή τρομοκρατία» της άνοιξης του 1945) ακυρώνοντας ουσιαστικά την «ύποπτο ανακωχή» που ήταν η συμφωνία της Βάρκιζας και τροφοδοτώντας έναν φαύλο κύκλο πολιτικών εγκλημάτων, ανομίας και παραστρατιωτικών αναμετρήσεων πριν από τη γενικευμένη σύρραξη.
Η συλλογική συνείδηση
Η μνήμη των Δεκεμβριανών στη δημόσια ιστορία διατηρείται ανεξίτηλη. Μετεμφυλιακά, το αφήγημα της εθνικοφροσύνης χρησιμοποίησε τη σύγκρουση της πρωτεύουσας ως κατεξοχήν φόβητρο του κομμουνιστικού κινδύνου, ενώ η αριστερή διανόηση είδε σε αυτήν τις απαρχές των κομματικών λαθών και των χαμένων ευκαιριών που στοίχισαν τελικά την ήττα στο στρατιωτικό και στο πολιτικό πεδίο, παρά τις συνθήκες κοινωνικής πλειοψηφίας που είχαν διαμορφωθεί επί Κατοχής. Παρά το ότι (ίσως, όμως, και επειδή ακριβώς) «η μάχη της Αθήνας αυτή καθεαυτή ακόμη δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής μελέτης», όπως γράφει ο Πολυμέρης Βόγλης, οι ταραχές που συνόδευσαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 είναι σήμερα ευρέως γνωστές ως «Δεκεμβριανά». Ενδεχομένως επειδή έγινε αισθητό ότι φανέρωναν και αυτές μια πρωτοφανή πόλωση της ελληνικής κοινωνίας η οποία επρόκειτο να απελευθερωθεί οριστικά λίγο αργότερα, στα χρόνια της κρίσης.
*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Νοεμβρίου 2014
Πράγματι, η σύγκρουση διασφάλισε μαθηματικά σχεδόν την ολίσθηση στον Εμφύλιο Πόλεμο το 1946: το χάσμα της ένοπλης βίας ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πληρωθεί με πολιτικές πρωτοβουλίες. Την ίδια στιγμή κατέστη πρόκριμα αντεκδικήσεων από παρακρατικές συμμορίες που ανήκαν στον χώρο των νικητών (η λεγόμενη «λευκή τρομοκρατία» της άνοιξης του 1945) ακυρώνοντας ουσιαστικά την «ύποπτο ανακωχή» που ήταν η συμφωνία της Βάρκιζας και τροφοδοτώντας έναν φαύλο κύκλο πολιτικών εγκλημάτων, ανομίας και παραστρατιωτικών αναμετρήσεων πριν από τη γενικευμένη σύρραξη.
Η συλλογική συνείδηση
Η μνήμη των Δεκεμβριανών στη δημόσια ιστορία διατηρείται ανεξίτηλη. Μετεμφυλιακά, το αφήγημα της εθνικοφροσύνης χρησιμοποίησε τη σύγκρουση της πρωτεύουσας ως κατεξοχήν φόβητρο του κομμουνιστικού κινδύνου, ενώ η αριστερή διανόηση είδε σε αυτήν τις απαρχές των κομματικών λαθών και των χαμένων ευκαιριών που στοίχισαν τελικά την ήττα στο στρατιωτικό και στο πολιτικό πεδίο, παρά τις συνθήκες κοινωνικής πλειοψηφίας που είχαν διαμορφωθεί επί Κατοχής. Παρά το ότι (ίσως, όμως, και επειδή ακριβώς) «η μάχη της Αθήνας αυτή καθεαυτή ακόμη δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής μελέτης», όπως γράφει ο Πολυμέρης Βόγλης, οι ταραχές που συνόδευσαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 είναι σήμερα ευρέως γνωστές ως «Δεκεμβριανά». Ενδεχομένως επειδή έγινε αισθητό ότι φανέρωναν και αυτές μια πρωτοφανή πόλωση της ελληνικής κοινωνίας η οποία επρόκειτο να απελευθερωθεί οριστικά λίγο αργότερα, στα χρόνια της κρίσης.
*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Νοεμβρίου 2014